Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1775 - 1783)
ΕΝΑΡΞΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
Το 1764 οι Αμερικανοί αυτοπροσδιορίζονταν ως Βρετανοί υπήκοοι του Βασιλιά Γεωργίου Γ’. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1788 δημιουργούν μια νέα χώρα σφυρηλατημένη με επανάσταση και πόλεμο. Οι αλλαγές ήταν σημαντικές. Δεκατρείς πολιτείες μετατρέπονται σε έναν ενιαίο ανεξάρτητο ομοσπονδιακό κράτος. Ο Βασιλιάς και το Κοινοβούλιο καταργούνται και αντικαθίστανται από τον Πρόεδρο, τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι γυναίκες αποκτούν τα πρώτα τους δικαιώματα, ενώ και για τους μαύρους σκλάβους η επανάσταση έφερε περισσότερες ελευθερίες, ενώ στη Μασαχουσέτη και το Βερμόντ η δουλεία καταργήθηκε οριστικά.
Ο Βρετανικός στρατός κερδίζει τις περισσότερες μάχες, εκτός σημαντικών εξαιρέσεων όπως οι μάχες στη Saratoga το 1777 και στη Yorktown το 1781, ωστόσο ο πόλεμος χάνεται. Αυτή η αντίφαση οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους.
Ωστόσο το Σύνταγμα του 1788 δεν κατοχυρώνει μια «ριζοσπαστική δημοκρατία» και μία «ηθική οικονομία», παρά μόνο την ιδιοκτησία, την ελεύθερη αγορά και τα συμφέροντα της ελίτ των γαιοκτημόνων, των εμπόρων και των τραπεζιτών. Η αστική επανάσταση έμεινε ημιτελής. Λιγότερο από έναν αιώνα αργότερα εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανοί θα σκοτωθούν στα πεδία των μαχών ενός ακόμα μεγαλύτερου πολέμου, αυτή τη φορά εμφυλίου, για το δικαίωμα της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων.
Η Αμερικανική Επανάσταση αποτέλεσε ουσιαστικά την έναρξη μιας νέας εποχής μίας παγκόσμιας επανάστασης. Ένα έτος μετά την επικύρωση του Συντάγματος των ΗΠΑ, οι Παριζιάνοι εισέβαλαν στη Βαστίλη και η Γαλλική Επανάσταση είχε ξεκινήσει.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΩΝ Η.Π.Α
Με τον όρο Αμερικανική Επανάσταση ή Πόλεμος της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ ορίζεται ο πόλεμος μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των 13 αποικιών της στην Αμερικανική ήπειρο (1775 - 1783). Ο ένοπλος αγώνας των αποικιών εναντίον της καταπιεστικής μητρόπολης ήταν η κορύφωση των πολιτικών διεργασιών του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Οι Άγγλοι φορολογούσαν βαριά τις αποικίες τους, γεγονός που προκαλούσε τη δυσφορία των κατοίκων, ιδιαίτερα των πλουσιότερων οι οποίοι ήθελαν να ξεφύγουν από την οικονομική κηδεμονία της Μεγάλης Βρετανίας.
ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
Η τυπική εικόνα του Αμερικανού αποίκου ως ενός συνεχώς μετακινούμενου στον χώρο ανθρώπου προς αναζήτηση της «γης της επαγγελίας του» στην απεραντοσύνη της αμερικανικής ηπείρου, απέχει από την πραγματικότητα που επικρατούσε στις Αποικίες τον 17ο και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων εγκαθίσταντο στις Βρετανικές Αποικίες της Βορείου Αμερικής κινήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς πέρα από το γνώριμο περιβάλλον της ανατολικής ακτογραμμής.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αυξημένη γεννητικότητα των οικογενειών στις Αποικίες, δημιούργησε το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα εκρηκτικές καταστάσεις. Ενώ την περίοδο των πρώτων εγκαταστάσεων οι άποικοι διέθεταν κατά μέσο όρο 100 με 200 ακρ γης, το τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα η διαθέσιμη γη στις περισσότερες περιοχές της Νέας Αγγλίας είχε μειωθεί στα 40 ακρ. Η πτώση στη μέση έκταση των κατεχόμενων κτημάτων υποδηλώνει μια σταδιακή διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Όπως δείχνουν διαθέσιμες μελέτες σχετικές με την κατανομή της γης και των εισοδημάτων στις Βρετανικές Αποικίες της Β. Αμερικής τον 17ο και 18ο αιώνα, στο τέλος της αποικιακής περιόδου οι εύποροι άποικοι ήταν πλουσιότεροι και πιο πολυάριθμοι από το παρελθόν, αλλά και οι πένητες ήταν φτωχότεροι και περισσότεροι από το παρελθόν. Η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων περιόριζε τις ευκαιρίες για τη συμμετοχή των «κατώτερων τάξεων» στην πολιτική.
Οι συζητήσεις για τα προσόντα των εκλογέων, που χαρακτηρίζουν την πολιτική ιστορία της Μασαχουσέτης –και άλλων Αποικιών– το τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα απηχούν αυτήν την ανησυχία των φτωχότερων για ενδεχόμενο αποκλεισμό τους από την πολιτική. Πράγματι, οι εκτιμήσεις για το φορολογητέο εισόδημα στην κομητεία του Σάφολκ για το 1786 αποκαλύπτουν ότι οι κάτοικοι των πόλεων σε ποσοστό 20% δεν είχαν επαρκή ιδιοκτησία ώστε με βάση το Σύνταγμα του 1780 να έχουν δικαίωμα ψήφου στις πολιτειακές εκλογές.
Απ’ αυτήν την άποψη η επέκταση των ΗΠΑ προς τη Δύση «στερέωσε την εικόνα που είχε σχηματιστεί για την Αμερική ότι είναι η γη της κινητικότητας και των ευκαιριών σε μια εποχή που άρχιζε να μην είναι τίποτε από αυτά τα δύο». Εάν η αύξηση του αποικιακού πληθυσμού το πρώτο μισό του 17ου αιώνα είχε ως κινητήριο μοχλό τη μετανάστευση, η μεγάλη δημογραφική άνοδος τον 18ο αιώνα τροφοδοτήθηκε κυρίως από την υψηλή γεννητικότητα. Το 1607, όταν δημιουργήθηκε η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση στη Βιρτζίνια, η Αγγλία είχε 4,3 εκ. κατοίκους.
Μισόν αιώνα αργότερα ο πληθυσμός της είχε φτάσει στα 5,2 εκ., ενώ στο τέλος του αιώνα, έπειτα από μια σειρά επιδημίες και κακές σοδειές, είχε περιοριστεί στα 5 εκ. κατοίκους. Στη διάρκεια, πάντως, του 18ου αιώνα τα δημογραφικά μεγέθη θα ανακάμψουν: Ο Αγγλικός πληθυσμός ανήλθε στα 5,7 εκ. το 1750, στα 6,7 εκ. το 1775 και στα 8,6 εκ. το 1800. Την ίδια περίοδο οι Αποικίες αναπτύσσονταν με γρηγορότερους ρυθμούς. Από τους 300 κατοίκους του Τζέιμσταουν της Βιρτζίνια το 1610, οι άποικοι είχαν ήδη φθάσει τους 50.000 το 1650 και είχαν ξεπεράσει τους 250.000 το 1700.
Μισόν αιώνα αργότερα, οι κάτοικοι στις Αποικίες ξεπερνούσαν το 1,2 εκ. και τις παραμονές της Επανάστασης τα 2,4 εκ. Το 1800 ο πληθυσμός των Ηνωμένων, πλέον, Πολιτειών της Αμερικής ανερχόταν σε 5,3 εκ. Η πλειοψηφία των αποίκων ήταν νέοι, άνδρες, ηλικίας 20 έως 30 ετών. Το 1625 το 48,9% του πληθυσμού της Βιρτζίνια ανήκε σ’ αυτήν την κατηγορία, ενώ η αναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών ήταν 4,3 προς 1. Στα μέσα του 18ου αιώνα οι γυναίκες παντρεύονταν συνήθως στην ηλικία των 19 έως 22 ετών –η τάση για πρώιμο γάμο ήταν εντονότερη στον Νότο– έναντι των 25 - 26 ετών, που ήταν η ηλικία γάμου για τις γυναίκες στην Αγγλία.
Πάντως, περί τα τέλη της αποικιακής περιόδου, όταν η υψηλή γεννητικότητα αποτελούσε τον καθοριστικό παράγοντα στην κατανομή της ηλικίας και του φύλου, η αναλογία μεταξύ των δύο φύλων ήταν πιο ισορροπημένη. Η πρώτη εθνική στατιστική των ΗΠΑ κατέδειξε ότι το 1790 στο σύνολο του πληθυσμού το 51% ήταν άρρενες και ότι η μέση Αμερικανική οικογένεια αποτελούνταν από 5,7 ελεύθερα άτομα (7 με την συμπερίληψη των δούλων). Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πληθυσμού ζούσε σε αγροτικές κοινότητες ενώ μόνο το 5% διέμενε σε πόλεις με περισσότερους από 8.000 κατοίκους.
Αστικά κέντρα όπως η Νέα Υόρκη και η Φιλαδέλφεια συγκέντρωναν ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα το 25 - 30% του συνολικού πληθυσμού της αποικίας της Νέας Υόρκης και της Πενσυλβανίας αντίστοιχα, αν και καμία αποικιακή πόλη δεν μπορούσε να συγκριθεί με το Λονδίνο που συγκέντρωνε, ήδη από το 1700, το 11,5% του συνολικού πληθυσμού της Αγγλίας. Στα μέσα του 18ου αιώνα η Βοστόνη, η μεγαλύτερη Αμερικανική πόλη με πληθυσμό 15.000 κατοίκων, ήταν η όγδοη μεγαλύτερη πόλη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1800, πάντως, η Νέα Υόρκη και η Φιλαδέλφεια, που ξεπερνούσαν ήδη τις 60.000, μπορούσαν να συγκριθούν με τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Αγγλίας – μόνο το Λονδίνο, το Μάντσεστερ, το Λίβερπουλ και το Μπέρμιγχαμ είχαν περισσότερο πληθυσμό. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος (Benjamin Franklin, 1706 - 1790) απέδωσε τη μεγάλη άνοδο του αποικιακού πληθυσμού στα μέσα του 18ου αιώνα στις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες του Νέου Κόσμου –ιδιαίτερα στη διαθέσιμη γη– οι οποίες ενθάρρυναν τους πρώιμους γάμους.
Εκτιμώντας ότι σε κάθε γάμο που γινόταν στην Ευρώπη αντιστοιχούσαν δύο γάμοι στις Αποικίες και σε κάθε τέσσερις γεννήσεις στην Ευρώπη αντιστοιχούσαν οκτώ γεννήσεις στις Αποικίες, προέβλεψε, όχι αυθαίρετα, τον διπλασιασμό του πληθυσμού των Αποικιών κάθε είκοσι χρόνια. Ο Φραγκλίνος, πάντως, δεν θεωρούσε ότι η μετανάστευση συνέβαλλε ιδιαίτερα στην άνοδο του πληθυσμού και υποβάθμιζε τη σημασία των εκτός της Αγγλίας μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Αμερική.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι στις αρχές της Αμερικανικής Επανάστασης μόνο το ήμισυ των αποίκων είχαν αγγλικές ρίζες –το άλλο μισό αποτελούνταν από Γερμανούς, Ιρλανδούς, Σκωτσέζους, και δούλους από την Αφρική. Οι τελευταίοι, παρά την αυξημένη θνησιμότητά τους και τις δυσμενείς για τη φυσική αναπαραγωγή εργασιακές συνθήκες στις οποίες υποβάλλονταν, θα ακολουθήσουν μετά το 1740 τη γενική αυξητική τάση που χαρακτήριζε τον λευκό πληθυσμό, φθάνοντας να αποτελούν, το 1770, το 20% του συνολικού πληθυσμού των Αποικιών.
Ο ιστορικός Eric Foner μας υπενθυμίζει ότι η κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων στην αποικιακή Αμερική δεν προϋποθέτει μόνο τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα σε ελεύθερη εργασία και δουλεία –μια διάζευξη η οποία έγινε αισθητή το πρώτο μισό του 19ου αιώνα– αλλά επιπλέον τη μελέτη των ενδιάμεσων βαθμίδων μεταξύ ελευθερίας και δουλείας που χαρακτήριζαν τις εργασιακές σχέσεις της περιόδου.
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, οι μισθωτοί εργάτες συνυπήρχαν στις Αποικίες «με τους υπηρέτες με σύμβαση χρόνου («indenture servants»), τους μαθητευόμενους, τους οικιακούς εργάτες που πληρώνονταν συνήθως σε είδος, τους ναύτες που στρατολογούνταν βίαια στο Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό και σε ορισμένες περιοχές τους επίμορτους καλλιεργητές». Οι υπηρέτες με σύμβαση χρόνου συγκροτούσαν «την πλειοψηφία της μη δουλικής εργατικής δύναμης» πριν την Αμερικανική Επανάσταση, «αποτελώντας το ήμισυ σχεδόν των μεταναστών που έφταναν στην Αμερική από την Αγγλία και την Σκωτία».
Τα διαθέσιμα στοιχεία, όπως αυτά που αφορούν τις αφίξεις Γερμανών μεταναστών στο λιμάνι της Φιλαδέλφειας μεταξύ 1772 και 1835, υποδεικνύουν μια μεγάλη μείωση της προσφυγής στο σύστημα της υπηρεσίας με σύμβαση χρόνου μετά το 1820. Το 1772, πάντως, το 56% των Γερμανών μεταναστών που έφταναν στην Αμερική μέσω Φιλαδέλφειας είχαν υπογράψει συμβόλαια «εθελούσιας δουλείας» με τα οποία εξοφλούσαν τις δαπάνες της μετάβασής τους στην Αμερική. Το ποσοστό αυτό, ήδη εξαιρετικά μεγάλο, περιορίστηκε στο 38% το 1785, για να ανέλθει και πάλι στο 42% το 1815.
Ωστόσο, στη δεκαετία του 1820 ο θεσμός αυτός είχε ήδη περιέλθει σε μαρασμό, καθώς αντιπροσώπευε λιγότερο από το 10% των Γερμανών μεταναστών που έφταναν στις ΗΠΑ. Η πλειοψηφία του μη δουλικού πληθυσμού ήταν κτηματίες που καλλιεργούσαν τις γαίες τους με την εργασία της οικογένειας και με τη βοήθεια υπηρετών με σύμβαση χρόνου και δούλων. Στις αποικιακές πόλεις η μισθωτή εργασία ήταν διαδεδομένη και διευρυνόταν συνεχώς μετά το 1750. Αυτό οφειλόταν «στην πληθυσμιακή αύξηση, την περιορισμένη πρόσβαση σε αγροτικούς κλήρους και την ολοκλήρωση του χρόνου υποχρεωτικής εργασίας των υπηρετών».
Η οικονομική ύφεση που ενέσκηψε μετά το τέλος του Επταετούς Πολέμου «φαίνεται ότι έπεισε πολλούς εργοδότες ότι οι ελαστικοί όροι εργασίας των μισθωτών εργατών, οι οποίοι μπορούσαν να προσληφθούν και να απολυθούν κατά βούληση», ήταν «οικονομικά προτιμητέοι από την επένδυση σε δούλους ή υπηρέτες». Ο αποκλεισμός των Ολλανδών από το εμπόριο με τη Βρετανική Αμερική, οι Νόμοι περί Ναυσιπλοΐας (Navigation Acts), οι οποίοι διασφάλισαν στους ναυπηγούς και εφοπλιστές των Αποικιών τα ίδια προνόμια με τους συναδέλφους τους στην Αγγλία, και η αφθονία πρώτων υλών, συνέβαλλαν στην άνθηση της ναυπηγικής βιομηχανίας της Νέας Αγγλίας.
Αξιοσημείωτη ήταν και η ανάπτυξη της αλιείας, ιδιαίτερα της φαλαινοθηρίας. Η μεγαλύτερη, πάντως, συγκέντρωση εργασίας κατά την προεπαναστατική περίοδο παρατηρούνταν στις μεγάλες φυτείες των Μέσων και Νότιων Πολιτειών. Εκτός από την παραγωγή καπνού, βαμβακιού και άλλων αγροτικών προϊόντων ευδοκιμούσαν σε αυτές μια σειρά από βιοτεχνικές δραστηριότητες: από την υφαντουργία και την υποδηματοποιία, μέχρι τους αλευρόμυλους και τα σιδηρουργεία για την κατασκευή αγροτικών εργαλείων.
Εάν εξαιρεθούν οι μεγάλες φυτείες, «τους περισσότερους ημι-ειδικευμένους εργάτες που εργάζονταν σε ειδικευμένες γραμμές παραγωγής υπό ένα εργοδότη συγκέντρωναν οι κλίβανοι και τα σιδηρουργεία». Το εργοστασιακό συγκρότημα που ίδρυσε ο Πέτερ Χάζενκλεβερ (Peter Hasenclever) το 1766 στη Νέα Ιερσέη, στο οποίο δούλευαν 500 Γερμανοί εργάτες, περιλάμβανε έξι υψικαμίνους, επτά σιδηρουργεία, έναν σπαστήρα μεταλλεύματος, τρία πριονιστήρια και έναν αλευρόμυλο. Ενδεικτικό της ανάπτυξης της μεταλλουργίας στις Αποικίες είναι το γεγονός ότι το 1776 απ’ αυτές προερχόταν το 14% της παγκόσμιας παραγωγής ακατέργαστου σιδήρου.
Οι συμφωνίες για τη μη εισαγωγή Αγγλικών προϊόντων, με τις οποίες οι άποικοι αντέδρασαν στην αλλαγή του φορολογικού και τελωνειακού καθεστώτος της Αυτοκρατορίας, διευκόλυναν τη δεκαετία του 1760 την ίδρυση αρκετών βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων. Παρόλο που η ανώνυμη μετοχική επιχείρηση δεν αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική για τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας, οι μετοχικές εταιρείες στη δευτερογενή παραγωγή αυξήθηκαν στις δεκαετίες του 1760 και 1770.
Παρόλο που οι πραγματικοί μισθοί των εργατών στις Αποικίες ξεπερνούσαν κατά 30% ως 100% τους αντίστοιχους μισθούς των Άγγλων, οι συνθήκες εργασίας δεν ήταν ρόδινες. Η εποχιακή φύση της απασχόλησης, ιδιαίτερα στη Νέα Αγγλία, όπου οι ψαράδες, οι ναυτικοί, οι λιμενεργάτες και οι υπαίθριοι τεχνίτες αναγκάζονταν για ένα μεγάλο μέρος του χρόνου να διακόψουν της εργασίες τους, επέτεινε τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι διακυμάνσεις στο εισαγωγικό εμπόριο.
Στις παραθαλάσσιες κοινότητες, στις οποίες διαβιούσε μεγάλος αριθμός χηρών και ορφανών που είχαν χάσει συζύγους και γονείς στη θάλασσα, εισέρρεαν εξαθλιωμένοι πρόσφυγες από τις συνοριακές εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια πολεμικών περιόδων. Στα μέσα του 18ου αιώνα τα κονδύλια που διατίθεντο για τους φτωχούς απορροφούσαν σε πόλεις όπως η Βοστόνη και η Νέα Υόρκη έως και το 1/3 των ετήσιων δημοτικών δαπανών. Στις παραμονές της Επανάστασης στη Φιλαδέλφεια, το «ποσοστό των φτωχών ήταν οκτώ φορές μεγαλύτερο από ότι πριν από είκοσι χρόνια και πτωχοκομεία κατασκευάζονταν και γέμιζαν όσο ποτέ πριν».
Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι φτωχοί αυτοί έποικοι έλπιζαν στη μελλοντική εγκατάστασή τους σε κάποιο αγροτεμάχιο στην ενδοχώρα, αυξάνοντας έτσι την πίεση που το ρεύμα αυτό δημιουργούσε στους ιθαγενείς πληθυσμούς. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τη Βρετανική κυβέρνηση να θέσει τις Ινδιάνικες υποθέσεις μετά τον Επταετή Πόλεμο υπό την άμεση επίβλεψή της ώστε οι άποικοι να περιοριστούν ανάμεσα στην ανατολική ακτογραμμή και τα Απαλάχια Όρη και η ειρήνη να διατηρηθεί στην ενδοχώρα.
Ο Νέος Κόσμος, από το 1739 ως το 1763, αποτέλεσε το θέατρο συνεχών πολέμων μεταξύ της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και, δευτερευόντως, της Ισπανίας (ο Πόλεμος της Αυστριακής διαδοχής 1744 - 48, ο Επταετής Πόλεμος, ή όπως ονομάστηκε στην Αμερική, Πόλεμος εναντίον των Γάλλων και των Ινδιάνων 1756 -1763). Στις αναμετρήσεις αυτές οι άποικοι αγωνίστηκαν είτε για τη διατήρηση των γαιών που ήδη κατείχαν, είτε για την κατάκτηση νέων εδαφών στην ενδοχώρα της Αμερικής.
Τις παραμονές του Επταετούς Πολέμου, Αμερικανοί και Βρετανοί είχαν αποσπάσει από φιλικές Ινδιάνικες φυλές, όπως τους Ιροκόι (Iroquois) της Δυτικής Πενσυλβανία, μεγάλες εκτάσεις γης, την εκμετάλλευση των οποίων ανέλαβαν εταιρείες, όπως η Εταιρεία του Οχάιο (Ohio Company) από τη Βιρτζίνια, η Εταιρεία του Σασκουεχάνα (Susquehanna Company) από το Κονέκτικατ και άλλοι «επενδυτές».
Προϋπόθεση, πάντως, για την ευόδωση των σχεδίων τους ήταν η απώθηση των Γάλλων και των Ινδιάνων που αρνούνταν να αναγνωρίσουν τις αξιώσεις τους στα εύφορα εδάφη του Οχάιο, τα οποία, σύμφωνα με έναν αρθρογράφο της Pennsylvania Gazette, «θα μπορούσαν να αποδειχθούν πλουσιότερα από τα μεταλλεία του Μεξικού». Η λήξη των εχθροπραξιών βρήκε τους νικητές του πολέμου σε μια συνεχή διελκυστίνδα για το μοίρασμα των λαφύρων και την οργάνωση των νέων εδαφών, διελκυστίνδα που θα λυθεί τελικά μόνο με ένα νέο πόλεμο.
Η ανάγκη ώστε η Βρετανική διοίκηση να παρέμβει στις Αμερικανικές υποθέσεις έγινε επιτακτικότερη όταν οι Βρετανοί αντιλήφθηκαν ότι οι άποικοι προσανατολίζονταν σε μια μορφή συνένωσης η οποία θα τους επέτρεπε, αφ’ ενός, να αμυνθούν αποτελεσματικότερα ενάντια στη Γαλλική διείσδυση στην ήπειρο και, αφ’ ετέρου, να αντιμετωπίσουν τους Ινδιάνους στη δυτική μεθόριο. Ο Τζων Άνταμς (1735 - 1826) θυμάται ότι το 1756 «ορισμένοι είχαν τη γνώμη ότι θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας καλύτερα χωρίς την Αγγλία παρά με αυτήν, εάν μας επέτρεπε μόνο να ενωθούμε και να ασκήσουμε τη δύναμη, την τόλμη και την επιδεξιότητά μας».
Όταν οι αντιπρόσωποι από έντεκα Βρετανικές Αποικίες συναντήθηκαν το καλοκαίρι του 1755 στο Ώλμπανυ της Νέας Υόρκης για να συζητήσουν τα προβλήματα που δημιουργούσε ο ακήρυχτος ακόμη πόλεμος με τη Γαλλία, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος υπέβαλε ένα σχέδιο αποικιακής ενότητας, το οποίο έμεινε γνωστό ως «Σχέδιο του Ώλμπανυ για την Ένωση» («Albany Plan of Union», 1755). Σύμφωνα με αυτό, μια αποικιακή κυβέρνηση θα φρόντιζε για την «κοινή άμυνα και την επέκταση των Βρετανικών εγκαταστάσεων στη Βόρεια Αμερική» και θα ρύθμιζε τις Ινδιάνικες υποθέσεις.
Γεγονός που αποκάλυπτε την επιθυμία των αποίκων να επιληφθούν του ευαίσθητου αυτού ζητήματος ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις της Αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Ο γενικός πρόεδρος της κυβέρνησης, που θα διοριζόταν από το Στέμμα και ένα αποικιακό κοινοβούλιο, μπορούσε «να κηρύσσει πόλεμο ή ειρήνη με τα Ινδιάνικα έθνη», να ρυθμίζει το εμπόριο και «όλες τις αγορές Ινδιάνικων γαιών που δεν βρίσκονταν στα όρια των επιμέρους αποικιών», και να μεριμνά για τις «νέες εγκαταστάσεις μέχρις ότου το Στέμμα κρίνει σκόπιμο να τις διαμορφώσει σε επιμέρους κυβερνήσεις».
Στην Αυτοβιογραφία του, ο Φραγκλίνος υποστήριζε ότι το σχέδιο αυτό, παρότι εγκρίθηκε ομόφωνα από το συνέδριο του Ώλμπανυ, δεν υιοθετήθηκε από τα αποικιακά κοινοβούλια διότι «θεωρήθηκε ότι είναι πολύ προνομιακό», ότι δηλαδή εκχωρούσε πολλές εξουσίες στο Στέμμα, «ενώ στην Αγγλία» δεν υποστηρίχθηκε διότι «κρίθηκε ότι είναι πολύ δημοκρατικό». Εκτιμούσε ότι η υιοθέτησή του θα απέτρεπε τον «αιματηρό αγώνα» που ακολούθησε διότι ικανοποιούσε «και τις δύο πλευρές του Ατλαντικού», κάνοντας τις Αποικίες «επαρκώς ισχυρές ώστε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους» χωρίς «να υπάρχει η ανάγκη αποστολής στρατευμάτων από την Αγγλία, και η μετέπειτα πρόφαση για τη φορολόγηση της Αμερικής».
Τρία χρόνια αργότερα, ο νεαρός Γεώργιος Ουάσινγκτον, συνταγματάρχης της Πολιτοφυλακής της Βιρτζίνια, εν μέσω του πολέμου εναντίον των Γάλλων και των Ινδιάνων, επισήμαινε στον Φράνσις Φώκιερ (Francis Fauquier), βοηθό Κυβερνήτη της Βιρτζίνια, την ανάγκη να υπάρξει ρύθμιση «του εμπορίου με τους Ινδιάνους», ώστε οι άποικοι να αναλάβουν «ένα μεγάλο μερίδιο του εμπορίου γούνας, όχι μόνο με τους Ινδιάνους του Οχάιο, αλλά εν καιρώ με τα πολυάριθμα έθνη που κατέχουν τις περιοχές της ενδοχώρας» και, ταυτοχρόνως, «να ανατραπούν όλες οι απόπειρες των επιμέρους Αποικιών οι οποίες εξασθενίζουν το γενικό σύστημα».
Οι απόψεις αυτές δεν οδήγησαν σε χειροπιαστά αποτελέσματα και οι συγκρούσεις μεταξύ αποίκων και Ινδιάνων κατέστησαν επιτακτική τη διατήρηση των Βρετανικών στρατευμάτων στη μεθόριο ακόμη και μετά το τέλος του Επταετούς Πολέμου. Σε μια από αυτές τις εξεγέρσεις, το 1763, οι Ινδιάνικες φυλές με επικεφαλής τον Πόντιακ (Pontiac), δυσαρεστημένες από το γεγονός ότι οι παλαιοί τους σύμμαχοι και ηττημένοι του πολέμου Γάλλοι, παραχώρησαν τα εδάφη τους στους Βρετανούς και στους άπληστους για γη αποίκους, κατέστρεψαν το 1763 όλα σχεδόν τα Βρετανικά φυλάκια δυτικά των Απαλαχίων Ορέων δημιουργώντας αναστάτωση στην Πενσυλβανία, το Μέρυλαντ και τη Βιρτζίνια.
Η προοπτική της απομάκρυνσης των Γάλλων από την ήπειρο σήμαινε για τους αποίκους την έναρξη μιας νέας περιόδου, όπου απερίσπαστοι από τις αντιπαλότητες των Ευρωπαϊκών δυνάμεων θα επικεντρώνονταν στην εκμετάλλευση της ενδοχώρας. Ωστόσο, οι πλέον οξυδερκείς διέβλεπαν στην εντονότερη στρατιωτική και πολιτική παρουσία των Βρετανών στην Αμερική τα σπέρματα μελλοντικών προβλημάτων. Το 1758, όταν οι άποικοι σχεδίαζαν την εκδίωξη των Γάλλων από την περιοχή του Κεμπέκ, o Τζων Κόουτ (John Choate), μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Μασαχουσέτης και λοχαγός της Πολιτοφυλακής, ευχόταν την αποτυχία της επιχείρησης.
Διότι, εξηγούσε, «μόλις οι Άγγλοι κατακτήσουν τον Καναδά θα εδραιώσουν την παρουσία τους και θα μας συμπεριφερθούν χειρότερα από όσο ποτέ μας συμπεριφέρθηκαν οι Γάλλοι και οι Ινδιάνοι». Και ο Τζων Άνταμς, o οποίος μετά από χρόνια ανακαλούσε σε επιστολή του αυτές τις προφητικές φράσεις, συμπληρώνει: «Δεν πέρασαν δύο χρόνια από τότε, όταν η Βρετανική κυβέρνηση διέταξε να τεθούν σε εφαρμογή εντάλματα έρευνας («writs of assistance») για τη βίαιη διερεύνηση σπιτιών, αποθηκών, πλοίων, μαγαζιών, βαρελιών προς αναζήτηση λαθραίων αγαθών».
Λίγο μετά τη θέσπιση των ενταλμάτων έρευνας το Court of Common Pleas (Αστικό Δικαστήριο) του Λονδίνου χαρακτήρισε παράνομη τη χρήση γενικών ενταλμάτων στα οποία θα μπορούσε κανείς να εντάξει και εκείνα των Αμερικανικών Αποικιών. Ο Τζων Ντίκινσον (John Dickinson, 1732 - 1808), στα περίφημα Γράμματα ενός Κτηματία από την Πενσυλβανία (Letters from a Farmer in Pennsylvania, 1767 - 1768), χαρακτήρισε αυτήν τη διάταξη «καταστροφική για την ελευθερία και σαφώς αντίθετη στο εθιμικό δίκαιο, που πάντοτε θεωρούσε τον οίκο ενός ανθρώπου ως το οχυρό του, ή έναν τόπο απόλυτης ασφάλειας».
Παρόλο που οι άποικοι δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί την αναγκαιότητα της κοινής δράσης ενάντια στις «παραβιάσεις» της μητρόπολης, όταν η δράση αυτή οδήγησε τις σχέσεις μητρόπολης και Αποικιών σε αδιέξοδο, το πέρασμα από τις διαπιστώσεις στην πράξη απέβη ιδιαίτερα επώδυνο. Είναι απ’ αυτήν την άποψη χαρακτηριστική η διαφορετική πορεία δράσης που ακολούθησαν ο Τζων Άνταμς και ο Τζων Ντίκινσον απέναντι στη νέα πραγματικότητα που σηματοδότησε η ένοπλη αναμέτρηση.
Τη δεκαετία του 1760 οι Βρετανικές Αποικίες της Βορείου Αμερικής υπήρξαν πεδίο έντονων εσωτερικών συγκρούσεων πριν ακόμη αυτές χρωματιστούν από τις αντιδράσεις ενάντια στην αποικιακή πολιτική των Βρετανικών κυβερνήσεων μετά το τέλος του Επταετούς Πολέμου. Η αντιπαλότητα μεταξύ των εύπορων οικογενειών της Νέας Υόρκης, των Αγγλικανών ντε Λάνσεϋ (De Lancey) και των Dissenters (των «διαφωνούντων» με την επίσημη Αγγλικανική Εκκλησία) Λίβινγκστον (Livingston), οι αντιπαραθέσεις των Κουάκερων με το Kόμμα των Ιδιοκτητών.
Και όλων μαζί με τους Ιρλανδούς και Σκωτσέζους μετανάστες της Πενσυλβανίας, οι διαμάχες στη Μασαχουσέτη μεταξύ του Τόμας Χάτσινσον (Thomas Hutchinson) και του Τζαίημς Ότις του Νεότερου, για να αναφερθούμε σε ορισμένες μόνο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, συνέβαλλαν στην πολιτική και ηθική απονομιμοποίηση των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων στις τοπικές κοινωνίες.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό, η κινητοποίηση του λαϊκού στοιχείου μέσω των μαζικών πολιτικών συγκεντρώσεων και της συστηματικής χρήσης του τύπου στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης προκάλεσε «μια βαθιά αλλαγή στα παραδοσιακά πρότυπα της πολιτικής συμπεριφοράς». Τόσο οι έχοντες πολιτικά δικαιώματα όσο και εκείνοι που τα στερούνταν «δραστηριοποιήθηκαν στην πολιτική σκηνή όσο ποτέ άλλοτε, ακόμη και αν συχνά αυτή η δράση ισοδυναμούσε με την διά βοής επιδοκιμασία αποφάσεων τις οποίες ελάμβαναν λίγοι ηγέτες».
Μετά τη λήξη του Επταετούς Πολέμου, η Βρετανική κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα σοβαρό δίλημμα. Όλες οι ενδείξεις –το μεγάλο δημόσιο χρέος, οι σχέσεις των Ινδιάνων με τους αποίκους και των τελευταίων με τη μητρόπολη– έδειχναν ότι ήταν απαραίτητη η παραμονή ενός μόνιμου στρατιωτικού σώματος στις Αποικίες, πολύ μεγαλύτερου από εκείνο που υπήρχε πριν την έναρξη του πολέμου.
Ο Βρετανός αρχιστράτηγος Τζέφρυ Άμχερστ (Jeffrey Amherst), ο οποίος είχε «διακριθεί» κατά την καταστολή της «Συνωμοσίας του Pontiac» προσφέροντας στους Ινδιάνους κλινοσκεπάσματα που προέρχονταν από το νοσοκομείο για την ευλογιά, υπολόγισε σε 10.000 τους στρατιώτες που απαιτούνταν για να διατηρηθεί η ειρήνη με τους Ινδιάνους και να αντιμετωπιστούν οι καταπατητές των γαιών, το λαθρεμπόριο και η ληστεία. Από την άλλη μεριά, οι κοινωνικές συνθήκες στη μητρόπολη δεν επέτρεπαν την επιβολή νέων φορολογικών μέτρων για τη συντήρηση του στρατού των Αποικιών, κι αυτό φάνηκε το 1763 από την καταφυγή στη χρήση του στρατού για την είσπραξη του Φόρου στον Μηλίτη (Cider Tax) που προοριζόταν να καλύψει μέρος των πολεμικών δαπανών.
Οι άποικοι έπρεπε, λοιπόν, να συνεισφέρουν ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα από τις 300.000 λίρες που απαιτούνταν ετησίως για τη συντήρηση του Βρετανικού στρατού στην Αμερική. Μια πρώτη μεταρρύθμιση της αποικιακής διοίκησης επιχειρήθηκε το 1763 (Proclamation of 1763), όταν η Βρετανική κυβέρνηση μετέτρεψε όλη την περιοχή πέραν των Απαλαχίων Ορέων σε «Ινδιάνικο καταυλισμό» απαγορεύοντας ταυτόχρονα τις αγοραπωλησίες γαιών. Αυτό σήμαινε ότι ο αυξανόμενος πληθυσμός των Αποικιών δεν θα διοχετευόταν προς τη Δύση, αλλά προς τον Βορρά ή τον Νότο, όπου η σύνδεση με τη Βρετανία ήταν στενότερη και το σύστημα εμπορικών ανταλλαγών το οποίο πλούτιζε τη μητρόπολη ακμαίο.
Οι άποικοι, πάντως, δεν σκόπευαν να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις της Αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Εξάλλου, μια σειρά από παραχωρήσεις στις οποίες προέβησαν οι ασταθείς Βρετανικές κυβερνήσεις της περιόδου προς τους κερδοσκόπους της γης δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι προσωρινές και ότι οι ενεργητικότεροι των αποίκων θα έπρεπε να θεμελιώσουν αξιώσεις πάνω στις γαίες της Δύσης, ώστε να δρέψουν αργότερα τα οφέλη.
Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν αυτές οι απαγορεύσεις είναι το γεγονός ότι ο Ουάσινγκτον, τον Σεπτέμβριο του 1767, εκμυστηρευόταν στο συμπολεμιστή του και εκτιμητή γαιών Ουίλλιαμ Κρώφορντ (William Crawford) ότι «ποτέ δεν θεώρησα τη διακήρυξη του 1763 παρά ένα προσωρινό μέτρο για να καθησυχάσει τους Ινδιάνους, το οποίο πρέπει να καταπέσει φυσιολογικά σε λίγα χρόνια ιδιαίτερα όταν οι Ινδιάνοι συναινέσουν στην κατοχή των γαιών από εμάς». Στο πλαίσιο αυτό τον συμβούλευε να μην «αμελεί την υφιστάμενη δυνατότητα να εντοπίσει καλές γαίες και να τις καταχωρήσει ως δικές του».
Ο Ουάσινγκτον, ο οποίος διεκδικούσε μεγάλες εκτάσεις κοντά στον ποταμό Οχάιο που είχαν παραχωρηθεί στους αξιωματικούς του Επταετούς Πολέμου, αποσκοπούσε στη «διασφάλιση μιας μεγάλης έκτασης γης» («my plan is to secure a good deal of land»), σχέδιο που την ίδια εποχή αντιπροσώπευε το όνειρο πολλών αποίκων. Στο μεταξύ το Στέμμα με μια σειρά οικονομικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων επιχείρησε να αυξήσει τα έσοδα που αντλούσε από τις αποικίες και να δημιουργήσει μια δομή ικανή να τις διοικήσει.
Η αδυναμία των Αρχών –τελωνεία,δικαστήρια, αποικιακές κυβερνήσεις– να αποτρέψουν κατά τη διάρκεια του πολέμου το εμπόριο με τον εχθρό, είχε οδηγήσει τις βρετανικές κυβερνήσεις στο συμπέρασμα ότι με την επάνοδο στην ειρήνη απαιτούνταν ριζικές αλλαγές στο εμπορικό καθεστώς που διείπε τις σχέσεις μεταξύ Αποικιών και μητρόπολης. Η απόφαση να εγκατασταθεί μια ναυτική μοίρα στο Χάλιφαξ (Νέα Σκωτία) μετά το τέλος των εχθροπραξιών και η δημιουργία της American Board of Customs Commissioners (1768), μιας επιτροπής η οποία ανέλαβε την επίβλεψη της τελωνειακής υπηρεσίας, υποδείκνυε την αποφασιστικότητα της μητρόπολης να θέσει υπό τον έλεγχό της το εμπόριο με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το οποίο καθίστατο ολοένα και πιο προσοδοφόρο.
Στο πλαίσιο αυτό οι Βρετανικές κυβερνήσεις δεν επέβαλλαν μόνο δασμούς στα προϊόντα που εισάγονταν στις Αποικίες –αυτό επιχειρήθηκε για παράδειγμα με τον Νόμο περί της Ζάχαρης (Sugar Act, 1764) που φορολογούσε τα ενδύματα, τη ζάχαρη, το λουλάκι, τον καφέ και το κρασί– αλλά και σε άλλες πιο «άμεσες» επιβαρύνσεις όπως ήταν ο περίφημος Stamp Act (1765), δηλαδή ο νόμος που επέβαλε τον φόρο στο χαρτόσημο. Η πιο καταπιεστική για τους αποίκους διάταξη του Νόμου περί της Ζάχαρης ήταν εκείνη που αφορούσε τη μείωση του δασμού στην εισαγόμενη από τις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες μελάσα.
Το μέτρο αυτό, που στόχευε στην πάταξη του λαθρεμπορίου και, μέσω αυτού, στην αύξηση των εσόδων από τα τελωνεία, δυσαρέστησε όσους εισήγαγαν αδασμολόγητη μελάσα από τις Γαλλικές και Ισπανικές Δυτικές Ινδίες για να παρασκευάσουν ρούμι. Το ρούμι των αποίκων ανταλλασσόταν στις ακτές της Δυτικής Αφρικής με δούλους, οι οποίοι πωλούνταν στις Δυτικές Ινδίες έναντι ζάχαρης και μελάσας, η οποία εισαγόταν στις Αποικίες για να τροφοδοτήσει αυτό το «διαβόητο τριγωνικό εμπόριο» αλλά και την αποικιακή οικονομία με το πολύτιμο μεταλλικό της νόμισμα, πριν το τελευταίο διοχετευτεί στην Αγγλία έναντι βιομηχανικών και άλλων προϊόντων.
Η μητρόπολη δεν στόχευε μόνο στον περιορισμό της λαθραίας εισαγωγής μελάσας, αλλά και του τσαγιού, του οποίου το μονοπώλιο στην εισαγωγή του κατείχε η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (East India Company). Ο φόρος στο τσάι, μια από τις κυριότερες προσόδους του Στέμματος, μειωνόταν όταν αυτό επανεξαγόταν στην Αμερική. Το γεγονός, πάντως, ότι η τιμή του Αγγλικού τσαγιού ήταν διπλάσια από εκείνη του Ολλανδικού, που εισαγόταν στην Ολλανδία από τις Αποικίες της αδασμολόγητο, ευνοούσε το λαθρεμπόριο του πολύτιμου αυτού προϊόντος.
Η κυβέρνηση του Λόρδου Τσάταμ (William Pitt ο πρεσβύτερος, Αʹ Κόμης του Chatham, 1708 - 1778) κατήργησε το 1767 όλους τους φόρους στο τσάι που επανεξαγόταν στην Αμερική, το οποίο όμως θα επιβαρυνόταν με έναν δασμό τριών πενών που θα καταβαλλόταν στα Αμερικανικά τελωνεία. Το μέτρο αυτό αποσκοπούσε στην αύξηση των τελωνειακών εισπράξεων μέσω του περιορισμού του λαθρεμπορίου αλλά και στην ανάκτηση του ελέγχου όλου του διαμετακομιστικού εμπορίου από και προς τις Αποικίες από το Βασιλικό Ναυτικό, ένας στόχος με στρατηγική σημασία, όπως είχε ήδη επισημάνει το 1765 και ο Τόμας Ουέιτλυ (Thomas Whately), ο τότε Βρετανός Υφυπουργός Οικονομικών.
Οι προσπάθειες εφαρμογής του νόμου και περιορισμού του λαθρεμπορίου τσαγιού ώστε η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών να καταστεί ο μοναδικός προμηθευτής του στις Αμερικανικές Αποικίες, υπήρξε μια μόνιμη εστία αντιπαράθεσης των αποίκων με τη μητρόπολη μέχρι και την έναρξη της Επανάστασης. Ωστόσο, η αναστάτωση που προκλήθηκε από την επιβολή του Νόμου περί του Χαρτοσήμου 1765 διαμόρφωσε για πρώτη φορά τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες οι άποικοι απέκτησαν συναίσθηση της δύναμής τους και άρχισαν να συζητούν το ενδεχόμενο χωρισμού από τη μητρόπολη.
Ο νόμος αυτός, που εισήχθη το 1765 από τον Υπουργό Οικονομικών Λόρδο Γκρένβιλ (Grenville), επιβλήθηκε σε όλα τα νομικά έγγραφα, τα ημερολόγια, τις εφημερίδες και τις μπροσούρες που τυπώνονταν στις Αμερικανικές Αποικίες ώστε «να καλύψει περαιτέρω τις δαπάνες της υπεράσπισης, προστασίας και ασφάλειας» των Αποικιών. Ο φόρος θα εισπραττόταν σε λίρες στερλίνες ενώ οι παραβάτες θα δικάζονταν από ναυτοδικεία χωρίς την παρουσία ενόρκων, γεγονός που τον κατέστησε επαχθέστερο.
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε ο Νόμος περί του Χαρτοσήμου ήταν τέτοιες ώστε ο μετριοπαθής δικηγόρος και πολιτικός από τη Βοστόνη Τόμας Κάσινγκ (Thomas Cushing, 1725 - 1788) προειδοποιούσε λίγους μήνες μετά την επιβολή του τον βοηθό Κυβερνήτη της Μασαχουσέτης Τόμας Χάτσινσον ότι «ένα πνεύμα εξισωτισμού (''levellism'') φαίνεται να διατρέχει όλη τη χώρα και ελάχιστη διάκριση υφίσταται ανάμεσα στους υψηλόβαθμους και τους χαμηλόβαθμους αξιωματούχους».
Το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1765 διαδηλώσεις εναντίον του Νόμου περί του Χαρτοσήμου σάρωναν όλες τις πόλεις της Βορείου Αμερικής, ενώ τόσο μεγάλη πίεση δέχονταν οι φοροεισπράκτορες ώστε συχνά κατέφευγαν σε άλλες Αποικίες από φόβο για τη ζωή τους. Όσοι κυβερνήτες προσπάθησαν να επιβάλουν την εκτέλεση του νόμου αντιμετώπισαν την οργή του «όχλου».
Το μέτρο των αντιδράσεων μας το παρέχει ο εξαναγκασμός του βοηθού Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Κάντγουαλαντερ Κόλντεν (Cadwallader Colden, 1688 - 1776) να δώσει όρκο τον Νοέμβριο του 1765 ότι «ποτέ, άμεσα ή έμμεσα δεν θα επιχειρήσει να εισαγάγει ή να εφαρμόσει τον Νόμο περί του Χαρτοσήμου, ότι με όλες του τις δυνάμεις θα εμποδίσει να εφαρμοστεί εδώ και θα προσπαθήσει να επιτύχει μια ανάκλησή του στην Αγγλία». Την μήνιν του «όχλου» είχε ήδη αντιμετωπίσει ο δήμαρχος της πόλης, ο οποίος αναζήτησε ασφαλέστερο καταφύγιο σε πολεμικό πλοίο και στη συνέχεια στην Αγγλία.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο Κόλντεν, όπως και οι περισσότεροι αξιωματούχοι στις Αποικίες, έπραξε αυτό που τους φάνηκε ως η πιο συνετή λύση: δεν εφάρμοσε τον νόμο. Στη Βοστόνη, όπου οι «κατώτερες τάξεις» της πόλης είχαν συγκροτήσει ένα κοινό μέτωπο ενάντια στην εφαρμογή του νόμου, γεγονός που ανάγκασε τα μετριοπαθέστερα μεσαία στρώματα να συνταχθούν μαζί τους, η ένταση της λαϊκής αντίδρασης ήταν τέτοια ώστε ο Κυβερνήτης Μπέρναρντ (Francis Bernard, 1712 - 1779) παρατήρησε ότι ο «όχλος» δεν επιδίωκε μόνο την κατάργηση του νόμου, αλλά και κάθε «διάκρισης μεταξύ πλούσιων και φτωχών».
Η δυναμική των διαδηλώσεων στη Βοστόνη οφείλεται και στο γεγονός ότι ο Νόμος περί του Χαρτοσήμου βρήκε την πόλη στη δίνη μιας μακρόχρονης ύφεσης η οποία είχε πλήξει τα μεσαία και φτωχότερα στρώματά της, ιδιαίτερα τους απασχολούμενους στη ναυπηγική βιοτεχνία. Η μεγάλη αύξηση των δαπανών για τους φτωχούς και οι καθυστερήσεις στην είσπραξη των φόρων αποτελούσαν ενδείξεις αυτής της ύφεσης.
Η δημοτικότητα, άλλωστε, που απολάμβανε ο Σάμιουελ Άνταμς (Samuel Adams), ενορχηστρωτής της λαϊκής αντίδρασης κατά της Βρετανικής πολιτικής, οφειλόταν και στο γεγονός ότι ως εισπράκτορας των φόρων είχε επιδείξει ιδιαίτερη ανοχή προς τους συμπολίτες του. Στη Φιλαδέλφεια, αντίθετα, όπου η ενότητα μεταξύ μικρεμπόρων, χειροτεχνών, και «εργατικών» δεν είχε επιτευχθεί μέχρι τουλάχιστον το 1770, οι αντιδράσεις είχαν μικρότερη οξύτητα και αποτελεσματικότητα από τις αντίστοιχες της Βοστόνης.
Η θέση της μητρόπολης γινόταν δυσκολότερη διότι ακόμη και οι διακρίσεις που έκαναν οι άποικοι μεταξύ των παράνομων «εσωτερικών» φόρων, όπως π.χ. ο Νόμος περί του Χαρτοσήμου, και των ανεκτών «εξωτερικών» φόρων, δηλαδή των τελωνειακών δασμών, ή μεταξύ «της ρύθμισης του εμπορίου», η οποία δεν αμφισβητούνταν και ενός «φόρου επί του εισοδήματος», που θεωρούνταν «αντισυνταγματικός» διότι επιβλήθηκε από τα μέλη ενός Κοινοβουλίου, στην εκλογή των οποίων δεν συμμετείχαν, φαινόταν ότι δεν ήταν προφανείς.
Οι άποικοι πίστευαν ότι το ίδιο το μονοπώλιο του αποικιακού εμπορίου, στο οποίο η μητρόπολη όφειλε ένα σημαντικό μέρος της ισχύος της, ήταν άδικο ανεξάρτητα από οποιαδήποτε επιμέρους δημοσιονομική ρύθμιση. Αυτό, άλλωστε, είχε επισημανθεί στις μπροσούρες που εκδόθηκαν στις Αποικίες τη δεκαετία του 1760. Το 1763, ο Τζαίημς Ότις ο Νεότερος (1725 - 1783), ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του Γενικού Συνηγόρου στο ναυτοδικείο της Βοστόνης εξαιτίας της έκδοσης ενταλμάτων έρευνας για την κατάσχεση λαθραίων εμπορευμάτων, απαντά σε όσους υπενθύμιζαν τις μεγάλες δαπάνες που υπέστη η μητρόπολη για την προστασία των Αποικιών της ως εξής:
«Οι τελευταίες κατακτήσεις στην Αμερική, παρέχουν στις Αποικίες μόνο μια ασφάλεια ενάντια στις καταστροφικές επιδρομές των Γάλλων και των Ινδιάνων. Συνολικά το εμπόριό μας δεν ευεργετήθηκε ούτε ένα σελίνι», αντίθετα, τονίζει, «το εισόδημα του Στέμματος από τις Αμερικανικές εξαγωγές στη Μεγάλη Βρετανία είναι κολοσσιαίο. Κανένα βιοτεχνικό προϊόν της Ευρώπης εκτός από τα Βρετανικά δεν μπορεί να εισαχθεί. Στην μπροσούρα του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Τα Δικαιώματα των Βρετανικών Αποικιών Βεβαιωμένα και Αποδεδειγμένα (1763) επισημαίνει το παράλογο της διάκρισης ανάμεσα σε εσωτερική και εξωτερική φορολογία.
Η φορολόγηση του εμπορίου των Αποικιών είναι άδικη διότι επιβάλλει «ένα βαρύ φορτίο για τη διατήρηση ενός σμήνους από στρατιώτες, τελωνειακούς υπαλλήλους και ενός στόλου από πλοία που περιπολούν». Τι θα εμπόδιζε, διερωτάται, το Κοινοβούλιο να «επιβάλλει τέλος χαρτοσήμου, φόρο στη γη, τη δεκάτη για την Εκκλησία της Αγγλίας και παρόμοιους φόρους δίχως περιορισμό;». Όλοι, λοιπόν, οι φόροι, είτε «εξωτερικοί» είτε «εσωτερικοί», είναι απαράδεκτοι εάν έχουν επιβληθεί χωρίς την συναίνεση των αποίκων.
Η σαφήνεια με την οποία προβάλλει τη σχέση ανάμεσα σε αντιπροσώπευση και φορολογία παραπέμπει στη Δεύτερη Πραγματεία για την Κυβέρνηση (Second Treatise on Government) του Λοκ: Οι άποικοι, ζώντας υπό την προστασία «του καλύτερου (πολιτεύματος) από όλα όσα υπάρχουν σήμερα στη γη», απολαμβάνουν ορισμένα θεμελιακά δικαιώματα, όπως ότι δεν μπορούν να φορολογηθούν χωρίς τη συναίνεσή τους και ότι «πρέπει να αντιπροσωπεύονται σε κάποια αναλογία με τον πληθυσμό και την περιουσία τους στο μεγάλο Νομοθετικό Σώμα του έθνους».
Ο Ότις, βέβαια, δεν αρνούνταν τη δυνατότητα του Βρετανικού Κοινοβουλίου «να νομοθετεί για το κοινό καλό». Ωστόσο, δεκατρία χρόνια πριν τη δημοσίευση της Κοινής Λογικής (Common Sense) του Τόμας Παίην (Thomas Paine), προειδοποιεί ότι «εκείνος που θα αναγνώριζε το δόγμα της απεριόριστης παθητικής υποταγής και μη αντίστασης της ανθρωπότητας, είναι όχι μόνο σκαιός και ανόητος αλλά και στασιαστής ενάντια στην κοινή λογική, όπως επίσης και ενάντια στους νόμους του Θεού, της φύσης και της χώρας».
Παρ’ όλα αυτά, ο Ότις δεν ήταν έτοιμος για μια πιο ενεργή πολιτική, σαν και αυτή που θα επιχειρήσουν οι άποικοι στα τέλη της δεκαετίας του 1760. Εάν οι συμπατριώτες του διακήρυτταν το 1776 ότι «η ιστορία του σημερινού Βασιλιά της Μ. Βρετανίας είναι μια ιστορία επαναλαμβανόμενων αδικιών και σφετερισμών οι οποίες είχαν ως άμεσο στόχο την καθιέρωση μιας απόλυτης τυραννίας σε αυτές τις Πολιτείες», ο Ότις αναγνώριζε το 1763 ως «αξίωμα» ότι «κάθε καλός υπήκοος είναι υποχρεωμένος να πιστεύει ότι ο Βασιλιάς του δεν έχει την πρόθεση να διαπράξει κανένα κακό».
Το Κοινοβούλιο με τον Νόμο περί της Ζάχαρης (Sugar Act) επιθυμούσε «να προωθήσει το δημόσιο καλό», αν και μπορεί να έσφαλε «στην ευγενική του πρόθεση προς τις Αποικίες». «Η εξουσία του», επισημαίνει, «είναι απεριόριστη και πρέπει να υπακούσουμε», διότι «η βίαιη αντίσταση στους νόμους αποτελεί εσχάτη προδοσία» και «το τέλος κάθε διακυβέρνησης». Το «μεγαλείο», άλλωστε, του Βρετανικού Συντάγματος βρίσκεται στο γεγονός ότι η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία «διαρκώς ελέγχονται και εξισορροπούνται μεταξύ τους.
Αυτό», καταλήγει, «είναι Σύνταγμα! Να διατηρεί ό,τι κόστισε ωκεανούς αίματος και χρήματος σε κάθε εποχή από τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς εχθρούς». Ο Ότις διαμαρτύρεται όχι γιατί η Αμερική βρίσκεται υπό τον ζυγό του Βρετανικού Συντάγματος, όπως πολλοί άποικοι μια δεκαετία αργότερα, αλλά διότι το Σύνταγμα αυτό δεν εφαρμόζεται στις Αποικίες. Η ανάλυσή του για το Βρετανικό Σύνταγμα λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν στη διάρκεια της επίπονης πορείας που θα οδηγήσει στα τέλη της δεκαετίας του 1780 στην κατάρτιση του Αμερικανικού Συντάγματος.
Δύο προσεκτικοί αναγνώστες του στην πολιτική συγκυρία της δεκαετίας του 1780 είναι ο Μάντισον και ο Χάμιλτον. Εκείνο που τους προκαλεί τον τρόμο δεν είναι η αυθαιρεσία μιας τυραννικής εξουσίας, αλλά η αναρχία των «δημοκρατικών» παθών. Αυτά που κοστίζουν «ωκεανούς αίματος και χρήματος σε κάθε εποχή» είναι τα δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα εκείνα στην πιο «υλική» και «επίγεια» μορφή τους.
Ο Ότις, άλλωστε, διαπιστώνει το 1763, σε μια παράγραφο που θυμίζει ανάλογες από τον Ομοσπονδιακό, ότι σε ορισμένες Αποικίες «η λειτουργία της εκτελεστικής εξουσίας δεν ήταν επιτυχής» και ότι «ο λαός αντιπροσωπεύεται τόσο φατριαστικά, στασιαστικά και έχοντας μια ιδιαίτερη ροπή προς τη δημοκρατία, ώστε έχει αρνηθεί την παθητική υποταγή στα διατάγματα της Αποικίας, όπως συμβαίνει στις επαρχίες ενός Τούρκου πασά».
Ο Ότις υπερασπιζόταν «τη φυσική και σχεδόν μηχανική αφοσίωση (των αποίκων) στη Μ. Βρετανία» θεωρώντας την προοπτική «ενός ανεξάρτητου Νομοθετικού Σώματος, ή κράτους» στις Αμερικανικές Αποικίες ως τη «μεγαλύτερη εξέγερση» που θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. «Εάν μπορούσε να προσφερθεί η επιλογή μεταξύ της Ανεξαρτησίας ή της υποταγής στη Μ. Βρετανία με όρους απόλυτης δουλείας», οι άποικοι, βεβαίωνε, «θα αποδέχονταν την τελευταία».
Εάν ο Ότις, διακηρύσσοντας το δικαίωμα των αποίκων να κρίνουν την ορθότητα ενός νόμου του Κοινοβουλίου, δεν αμφισβητεί το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να νομοθετεί για τους υπηκόους του, ο Σίλας Ντάουνερ (Silas Downer) δηλώνει ευθαρσώς ότι «το Κοινοβούλιο της Μεγάλης Βρετανίας (δεν) έχει κάποιο νόμιμο δικαίωμα να κάνει οποιουσδήποτε νόμους οι οποίοι να μας δεσμεύουν, διότι δεν υπάρχει καμία πηγή από την οποία να προέρχεται ένα τέτοιο δικαίωμα».
Ο Λόγος αφιερωμένος στο Δέντρο της Ελευθερίας (1768) έχει ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί προέρχεται από έναν διακεκριμένο δικηγόρο και πολιτικό του Ρόουντ Άιλαντ, μια από τις πιο ριζοσπαστικές Αποικίες τον 18ο αιώνα, αλλά και διότι χωρίς να αναφέρεται ρητά στην «Ανεξαρτησία», το ύφος και η αποφασιστικότητά του καταδεικνύουν ότι η κατάληξη αυτή φαινόταν προδιαγεγραμμένη σε αρκετούς αποίκους την εποχή εκείνη. Ο Ντάουνερ τονίζει ότι οι κυβερνήσεις οφείλουν να εξασφαλίζουν «τη φυσική ελευθερία των ατόμων, την οποία κανένα ανθρώπινο δημιούργημα δεν έχει δικαίωμα να τους τη στερήσει».
Γι’ αυτό, «ο λαός δεν πρέπει να κυβερνάται από νόμους στη δημιουργία των οποίων δεν έχει λάβει μέρος, ούτε να του αφαιρούν τα χρήματά του χωρίς τη συναίνεσή του. Αυτό το προνόμιο είναι εσωτερικό και δεν μπορεί να παραχωρηθεί από κανέναν παρά μόνο από τον Παντοδύναμο». Το Βρετανικό Σύνταγμα, μάλιστα, στο οποίο «η κατοχή ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα ακίνητης ιδιοκτησίας, έδινε στον υπήκοο το δικαίωμα συμμετοχής στην κυβέρνηση», έκανε επιτακτικότερη τη συμμετοχή των αποίκων στην ψήφιση των νόμων του Κοινοβουλίου.
«Οι Αμερικανοί», παρατηρεί, «έχουν τέτοια ιδιοκτησία και κτήματα, αλλά δεν αντιπροσωπεύονται. Είναι συνεπώς ξεκάθαρο» ότι το Κοινοβούλιο «δεν μπορεί να περάσει κανένα νόμο ο οποίος να μας δεσμεύει, αλλά ότι πρέπει να κυβερνηθούμε από τα δικά μας κοινοβούλια στα οποία μπορούμε να συμμετέχουμε είτε αυτοπροσώπως είτε δια αντιπροσώπων». Εάν ο Ότις εστιάζει την προσοχή του στην αρνητική επίδραση που είχαν οι Βρετανικοί νόμοι στις εμπορικές σχέσεις των αποίκων με τη μητρόπολη, ο Ντάουνερ υπογραμμίζει το επιζήμιο των ρυθμίσεων στις βιοτεχνίες των Αποικιών:
«Μας έχουν απαγορεύσει να αγοράζουμε οποιαδήποτε αγαθά ή βιομηχανικά προϊόντα από την Ευρώπη παρά μόνο από τη Μεγάλη Βρετανία και να πουλάμε τα δικά μας σε ξένους, με εξαίρεση ορισμένα ασήμαντα εμπορεύματα. Αλλά στο μεταξύ μας εμπόριο μπορούν να ορίσουν τις τιμές, γεγονός που ισοδυναμεί με έναν φόρο υπέρ αυτών». Εξίσου παράλογο θεωρεί σε μια χώρα που «αφθονεί ο σίδηρος» την απαγόρευση του Κοινοβουλίου «να τον επεξεργαζόμαστε για την κατασκευή ελασμάτων και ράβδων σε εργοστάσια». Αυτοί οι περιορισμοί», καταλήγει, «συνιστούν παραβιάσεις των φυσικών δικαιωμάτων των ανθρώπων και είναι πέρα για πέρα άκυροι».
Μερικά χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1775, όταν η ένοπλη σύρραξη μεταξύ Αποικιών - μητρόπολης φαινόταν πολύ πιθανή, ο Τζων Άνταμς επισημαίνει ότι «η Αμερική ποτέ δεν θα δεχθεί να έχει το Κοινοβούλιο οποιαδήποτε δικαιοδοσία να αλλάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα συντάγματά της. Εάν η Αμερική», υπογράμμιζε, «έχει 3.000.000 πληθυσμό και το σύνολο των κτήσεων (της Μ. Βρετανίας) 12.000.000, οφείλει να στέλνει το ένα τέταρτο όλων των μελών στη Bουλή των Κοινοτήτων», ενώ μια από τις τέσσερις συνόδους της πρέπει να γίνεται στις Αποικίες. Σε αντίθετη περίπτωση, προειδοποιεί, «η Μεγάλη Βρετανία θα χάσει τις Αποικίες της».
Η ένταση στις σχέσεις μητρόπολης και Αποικιών που παρατηρείται στη δεκαετία του 1760 δεν συνιστούσε απλή παρενέργεια της νέας Βρετανικής φορολογικής πολιτικής μετά το τέλος του Επταετούς Πολέμου, κατά συνέπεια, μια επιστροφή στο προ του 1763 καθεστώς, που θα άφηνε αμετάβλητες τις δομές του εμπορίου με τις Αποικίες, δεν επαρκούσε για να λυθούν τα εκατέρωθεν προβλήματα. Ακόμη και όσοι ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν το «παλαιό καθεστώς» των Βρετανικών προνομίων δεν ήταν εξίσου πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς που προωθούσε η μητρόπολη.
Από την άλλη μεριά, οι Βρετανικές κυβερνήσεις δεν ήταν διατεθειμένες να δεχθούν εν ονόματι της επίκλησης των αποίκων στα θεμελιώδη δικαιώματά τους ως Άγγλων πολιτών οποιεσδήποτε «μαζικές παραβιάσεις των νόμων του εμπορίου», οι οποίες υπονόμευαν «την ακεραιότητα του ίδιου του μερκαντιλιστικού συστήματος». Οι αποικιακές αντιδράσεις εναντίον αυτού του συστήματος θεωρήθηκαν στη Μ. Βρετανία ως άρνηση του δικαιώματός της να υπάρχει ως αποικιακή δύναμη.
Η μητρόπολη είχε αποθαρρύνει συνειδητά την «εκβιομηχάνιση» των Αποικιών όχι μόνο στερώντας τον «ζωτικό χώρο» των βιοτεχνιών της, δηλαδή την ίδια την αποικιακή αγορά –για παράδειγμα, ο Νόμος περί Μάλλινων Ειδών (Wool Act) του 1699 ενώ επέτρεπε την κατασκευή μάλλινων ειδών στην Αμερική, απαγόρευε την εξαγωγή τους εκτός των ορίων της αποικίας στην οποία είχαν κατασκευαστεί– αλλά και ελέγχοντας τη ροή του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού ώστε να αποτρέψει τη μεταφορά τεχνογνωσίας στον Νέο Κόσμο.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 1699, το Βρετανικό Υπουργείο Εμπορίου (Board of Trade) απαγόρευσε τη μετανάστευση των εργατών που απασχολούνταν στη βιομηχανία μαλλιού, ενώ ανάλογοι περιορισμοί στη μετανάστευση ειδικευμένων τεχνιτών επιβλήθηκαν στην κλωστοϋφαντουργία (1750, 1774, 1781), την κατασκευή μηχανών (1782), τη σιδηροβιομηχανία και την εξόρυξη του άνθρακα. Από τα μέσα του 17ου αιώνα την αρχικώς επικρατούσα αντίληψη για τις αποικίες ως τόπων εγκατάστασης του πλεονάζοντος και κοινωνικά ανεπιθύμητου πληθυσμού της Αγγλίας αντικατέστησε η πεποίθηση, την οποία εξέφρασε το 1768 ο αρχιστράτηγος Τόμας Κέιτζ (Thomas Cage), ότι «θα ήταν καλό η μετανάστευση από τη Μ. Βρετανία, την Ιρλανδία και την Ολλανδία να εμποδιστεί.
Και οι νέες μας Αποικίες να κατοικηθούν από τον πληθυσμό των παλαιών, ως ένα μέσο να τις εξασθενίσουμε, ώστε να έχουν μικρότερη δύναμη για να πράξουν το Κακό». Παρόλο που η μητρόπολη συνέχισε να στέλνει άνεργους, φτωχούς και κατάδικους στις Αποικίες, όσο έβλεπε τη σύγκρουση να πλησιάζει ήγειρε μεγαλύτερα εμπόδια στη μετανάστευση, μάλιστα, το 1774, επιβάλλοντας φόρο ύψους 50 λιρών στους υποψήφιους αποίκους από τη Μ. Βρετανία και την Ιρλανδία απαγόρευε ουσιαστικά την περαιτέρω μετανάστευση στον Νέο Κόσμο.
Οι δασμοί που επέβαλε ο Τάουνσεντ τη διετία 1768 - 1769 αντιμετωπίστηκαν από τους αποίκους με μποϊκοτάζ στα Βρετανικά προϊόντα, το οποίο προκάλεσε τη δραματική πτώση των πωλήσεών τους στις Αποικίες. Τον Φεβρουάριο του 1768, η αποικία της Μασαχουσέτης, η οποία εγκαινίασε την πολιτική των «μη εισαγωγών» από τη Μ. Βρετανία, εξέδωσε μια εγκύκλιο η οποία έκρινε τους δασμούς Τάουνσεντ αντισυνταγματικούς. Όταν το Νομοθετικό Σώμα αρνήθηκε την ανάκλησή της, ο νέος Υπουργός των Αποικιών, Λόρδος Χίλσμπορο (Hillsborough), το διέλυσε.
Το μέτρο αυτό επιδείνωσε το ήδη εκρηκτικό κλίμα στη Βοστόνη και ανάγκασε τους υπαλλήλους του Στέμματος να ζητήσουν τη βοήθεια του στρατού για να εφαρμόσουν τους πρόσφατους νόμους. Η κατάσχεση, το 1768, του πλοίου Liberty, που ανήκε στον εύπορο έμπορο και διακεκριμένο στέλεχος του κινήματος κατά των δασμών Τάουνσεντ, Τζων Χάνκοκ (John Hancock), προκάλεσε «τις πιο φοβερές διαδηλώσεις στην ιστορία της Βοστόνης». Στα τέλη της δεκαετίας του 1760, στρατιωτική δύναμη αποτελούμενη από 4.000 ενόπλους εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βοστόνη επιτείνοντας τους φόβους των αποίκων.
Όταν μια ομάδα στρατιωτών τρομοκρατημένων από τις εκδηλώσεις δυσαρέσκειας των αποίκων άνοιξε πυρ εναντίον τους σκοτώνοντας πέντε πολίτες, «η Σφαγή της Βοστόνης», η οποία θα απεικονιστεί σε εκατοντάδες έντυπα, χαρακτικά και γκραβούρες, εξήψε τα πάθη σε όλη την Αμερική. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση του Λόρδου Νορθ (Frederick North, 1732 - 1792), αδυνατώντας να εισπράξει τα εκτιμούμενα ποσά από τα νέα φορολογικά μέτρα, ανακάλεσε το 1770 τους δασμούς Τάουνσεντ αφήνοντας μόνο τον φόρο στο τσάι «ως ένδειξη της ανωτερότητας του Κοινοβουλίου και σαφή διακήρυξη του δικαιώματός του να κυβερνά τις Αποικίες».
Παρά τα δύο χρόνια σχετικής ηρεμίας που ακολούθησαν την ανάκληση των δασμών, η βύθιση της βρετανικής γολέτας «Gaspee» στο Ρόουντ Άιλαντ το 1772 και η είδηση για τη μεταφορά στη Βρετανία όλων των υπόπτων για τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης, επανέφερε στο προσκήνιο τους φόβους των αποίκων για την παραβίαση των κανονικών δικαστικών διαδικασιών. Η αντιπαράθεση κορυφώθηκε το επόμενο έτος, όταν το Βρετανικό Κοινοβούλιο παραχώρησε στη δοκιμαζόμενη οικονομικά Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών το αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης τσαγιού στην Αμερική.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε ρήξη στην εμπορική κοινότητα των αποίκων: όσα μέλη της αποκλείστηκαν από το δικαίωμα πώλησης τσαγιού, το οποίο χορηγούσε επιλεκτικά η Εταιρεία, αντιστάθηκαν σθεναρότερα στη Βρετανική εξουσία. Η καταστροφή μιας μεγάλης παρτίδας τσαγιού στο λιμάνι της Βοστόνης από ομάδα αποίκων μεταμφιεσμένων σε Ινδιάνους προκάλεσε την άμεση αντίδραση της κυβέρνησης Νορθ, που τώρα ζητούσε μαζί με την πλειοψηφία της Βουλής των Κοινοτήτων, την παραδειγματική τιμωρία των υπαιτίων.
Η ψήφιση των επονομαζόμενων Καταναγκαστικών Νόμων (Coercive Acts, 31-3-1774), οι οποίοι έπλητταν το αποικιακό εμπόριο (αποκλείοντας το λιμάνι της Βοστόνης μέχρι να καταβληθεί αποζημίωση για το κατεστραμμένο τσάι) και διαμόρφωσαν ένα αυταρχικό πολιτικό πλαίσιο (ενισχύοντας την εκτελεστική εξουσία και τη διοριζόμενη, πλέον, από το Στέμμα Άνω Βουλή της Μασαχουσέτης, δημεύοντας οικίες για τον στρατωνισμό των στρατιωτών και αναθέτοντας στον νέο Κυβερνήτη, αρχιστράτηγο Τόμας Κέιτζ, τον διορισμό των δικαστών και των αστυνόμων).
Ώθησε τους αποίκους προς την επιλογή την οποία λίγοι ήταν πρόθυμοι στο παρελθόν να δεχθούν, αυτήν δηλαδή της ένοπλης αναμέτρησης με τη μητρόπολη. Η είδηση για την ουσιαστική κατάργηση του αποικιακού καταστατικού χάρτη (charter) της Μασαχουσέτης, ο οποίος είχε καθιερώσει από το 1691 ένα ευρύ πλαίσιο αυτοδιοίκησης, και η απαγόρευση κάθε δημόσιας συνάθροισης χωρίς την έγκριση των Αρχών συγκλόνισε την Αμερική. Ακόμη και οι συντηρητικοί Πρεσβυτεριανοί ιερείς της Βόρειας Καρολίνας διαμαρτυρήθηκαν γι’ αυτήν την αδικαιολόγητη επίδειξη αυταρχισμού εκ μέρους της Αυτοκρατορικής εξουσίας.
Εάν το Κοινοβούλιο μπορούσε να καταργήσει τον καταστατικό χάρτη της Μασαχουσέτης, τότε, διερωτάται ένας απ’ αυτούς τον Ιούλιο του 1775, «ποια ασφάλεια μπορούμε να έχουμε για τις γαίες και για τις βελτιώσεις που έχουμε επιφέρει με βάση αυτά τα καταστατικά; Σίγουρα, εάν μπορούν να ακυρώσουν τα αποικιακά καταστατικά, είναι σε θέση να ακυρώσουν όλες τις συμβολαιογραφικές μας πράξεις και όλα τα δικαιώματα εκμετάλλευσης γαιών ή οποιοδήποτε άλλο προνόμιό μας».
Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου ο Νόμος για το Κεμπέκ (Quebec Act), ο οποίος κατοχύρωνε τα θρησκευτικά δικαιώματα των Καθολικών κατοίκων του Καναδά και «μετέφερε στην επαρχία του Κεμπέκ τον έλεγχο του ινδιάνικου εμπορίου στην τεράστια περιοχή μεταξύ των ποταμών Οχάιο και Μισισιπή», θορύβησε όσους εποφθαλμιούσαν τις γαίες και το εμπόριο της περιοχής, αλλά και τους ζηλωτές της προτεσταντικής πίστης. Την ανησυχία αυτή περιγράφει γλαφυρά τον Οκτώβριο του 1774 ο στρατηγός και πληρεξούσιος του Νιου Χάμσαϊρ στο Κογκρέσο, Τζων Σάλλιβαν (John Sullivan), ο οποίος θεωρούσε τον νόμο αυτό ως «τον πλέον επικίνδυνο για τις Αμερικανικές ελευθερίες».
«Διότι», εξηγεί, «εάν θυμηθούμε σε ποια επικίνδυνη κατάσταση βρίσκονταν οι Αποικίες κατά την έναρξη του τελευταίου πολέμου (Επταετή Πόλεμο) με έναν αριθμό αυτών των Καναδών στα νώτα μας, τους οποίους βοηθούσαν ισχυρά Ινδιάνικα έθνη, αποφασισμένα να εξαφανίσουν τη φυλή των Προτεσταντών από την Αμερική, και σκεφτούμε ότι (ο Καναδάς) μπορεί να γίνει καταφύγιο των Ρωμαιοκαθολικών που πάντοτε θα ευνοούν τα προνόμια του Στέμματος, πρέπει να υποθέσουμε ότι η κατάστασή μας τώρα θα είναι απείρως πιο επικίνδυνη από ό,τι ήταν τότε».
Εάν η κατάσταση στις Αμερικανικές Αποικίες στα τέλη της δεκαετίας του 1760 φαινόταν ότι ξέφευγε από τον έλεγχο της μητρόπολης, εξίσου σοβαρά ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κυβερνήσεις της περιόδου στην ίδια τη Μ. Βρετανία. Η έλευση στον Θρόνο του δύσπιστου απέναντι στο Κοινοβούλιο Γεωργίου Γʹ (1760) οδήγησε σε αδύναμες και βραχύβιες κυβερνήσεις, οι οποίες δεν διέθεταν την αναγκαία πολιτική συνοχή και κοινωνική εμπιστοσύνη για να διαχειριστούν τα προβλήματα μιας Αυτοκρατορικής δύναμης.
Οι διαδοχικές κυβερνήσεις των λόρδων Μπιουτ (John Stuart, Γʹ Κόμης του Bute, 1713 - 1792) και Γκρένβιλ (George Grenville, 1712 - 1770), της μερίδας του Ρόκινγχαμ (Charles Watson - Wentworth, Bʹ Μαρκήσιος του Rockingham, 1730 - 1782) και του Λόρδου Τσάταμ, αντιμετώπισαν σπασμωδικά τα προβλήματα των Αποικιών όπως δείχνει και η αδυναμία να επιλυθεί το ακανθώδες ζήτημα ενός νόμιμα προσφερόμενου αποικιακού χαρτονομίσματος. Στην ίδια τη Μ. Βρετανία, η είσοδος του «όχλου» στην πολιτική τρόμαζε τον νεαρό ηγεμόνα που το 1763 παρατηρούσε ότι σημειώνονταν «εξεγέρσεις και ταραχές σε όλα τα μέρη της επικράτειας».
ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Ας δούμε όμως με πιο τρόπο η τράπεζα της Αγγλίας επηρέασε τη Βρετανική οικονομία και πως, αργότερα, ήταν αυτή που προκάλεσε την Αμερικανική Επανάσταση. Στα μέσα του 18ου αιώνα η Βρετανική Αυτοκρατορία πλησίαζε στο απόγειο της δύναμης της σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Βρετανία από τότε που δημιουργήθηκε η κεντρική ιδιωτική Τράπεζα της Αγγλίας είχε συμμετάσχει σε τέσσερις πολέμους στην Ευρώπη. Το κόστος παρά ήταν υψηλό.
Το Βρετανικό Κοινοβούλιο για να υποστηρίξει οικονομικά αυτούς τους πολέμους αντί να εκδώσει δικό του, ελεύθερο χρέους, νόμισμα δανείσθηκε τεράστια ποσά από την τράπεζα. Εκείνη την εποχή το χρέος της Βρετανικής κυβέρνησης έφθανε στο υπερβολικό ποσό των 140.000.000 λιρών. Συνεπώς η κυβέρνηση αναγκάστηκε να ψηφίσει ένα πρόγραμμα αύξησης των δημοσίων εσόδων, μέσω των Αμερικανικών αποικιών, ώστε να μπορέσει να πληρώσει τους τόκους, τουλάχιστον, των δανείων στην τράπεζα. Στην Αμερική επικρατούσε διαφορετική κατάσταση.
Η θεομηνία μιας ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας δεν είχε φθάσει ακόμα, αν και η Τράπεζα της Αγγλίας κατέβαλε προσπάθειες να επιβάλει την ολέθρια επιρροή της πάνω στις Αμερικανικές αποικίες από το 1694. Τέσσερα χρόνια πριν, στα 1690, η αποικία της Μασαχουσέτης είχε εκδώσει το δικό της χαρτονόμισμα, το πρώτο στην Αμερική. Την ακολούθησε η αποικία της Νότιας Καρολίνας το 1703 και λίγο αργότερα οι υπόλοιπες αποικίες.
Στα μέσα του 18ου αιώνα η προεπαναστατική Αμερική εξακολουθούσε να είναι σχετικά φτωχή. Υπήρχε μια σοβαρή έλλειψη χρυσών και ασημένιων νομισμάτων, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο εμπόριο και την αγορά αγαθών, ούτως ώστε οι πρώτοι αποικιστές αναγκαστικά οδηγήθηκαν σε πειραματισμούς εκδίδοντας το δικό τους τοπικό χαρτονόμισμα. Μερικές προσπάθειες στέφθηκαν με επιτυχία. Επίσης σε μερικές αποικίες χρησιμοποίησαν, με επιτυχία, τον καπνό ως μέσω συναλλαγής.
Το 1720 κάθε αποικιακός Βασιλικός Κυβερνήτης διετάχθη, συνήθως ανεπιτυχώς, να περιστείλει την έκδοση αποικιακού νομίσματος. Το 1742 ο Βρετανικός Νόμος περί Επανασύνδεσης (British Resumption Act), που απαιτούσε να γίνεται η πληρωμή των φόρων και των άλλων χρεών σε χρυσό, προκάλεσε οικονομική ύφεση στις αποικίες, πολλές ιδιοκτησίες αρπάχθηκαν ή κατασχέθηκαν από τους πλουσίους για το ένα δέκατο της αξίας τους. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος υπήρξε από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της έκδοσης αποικιακού νομίσματος. Το 1757 ο Φραγκλίνος στάλθηκε στο Λονδίνο για να υποστηρίξει την ύπαρξη του αποικιακού νομίσματος.
Κατέληξε να παραμείνει δέκα οκτώ χρόνια, σχεδόν μέχρι την έναρξη της Αμερικανικής Επανάστασης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι περισσότερες Αμερικανικές αποικίες αγνόησαν το Κοινοβούλιο και άρχισαν να εκδίδουν δικό τους νόμισμα που ονομάσθηκε "Αποικιακό Πορτοφόλι" (χαρτονόμισμα ανάγκης - Colonial scrip). Η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία αλλά είχε και αξιοσημείωτες εξαιρέσεις. Το αποικιακό νόμισμα προσέφερε ένα αξιόπιστο μέσο συναλλαγής και βοήθησε στη δημιουργία ενός αισθήματος ενότητας ανάμεσα στις αποικίες.
Ας θυμηθούμε ότι τα περισσότερα αποικιακά νομίσματα ήταν απλώς χαρτί αλλά αποτελούσαν, ελεύθερο χρέους, νόμισμα που είχε εκδοθεί για το δημόσιο συμφέρον και δεν υποστηριζόταν από την ύπαρξη αποθεματικών χρυσού και αργύρου. Με άλλα λόγια ήταν "πραγματικό χαρτονόμισμα". Οι αξιωματούχοι της Τράπεζας της Αγγλίας ρώτησαν τον Φραγκλίνο πως μπορούσε να ερμηνεύσει την πρόσφατη οικονομική άνθηση των αποικιών. Χωρίς δισταγμό τους απάντησε:
Είναι απλό, στις αποικίες εκδίδουμε το δικό μας νόμισμα που ονομάζεται "Αποικιακό Πορτοφόλι". Εκδίδουμε τη δέουσα αναλογία που απαιτείται από το εμπόριο και τη βιομηχανία ώστε να είναι δυνατή η άνετη ανταλλαγή των προϊόντων ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή. Μ αυτό τον τρόπο δημιουργούμε για μας, το δικό μας νόμισμα, ελέγχουμε την αγοραστική του δύναμη και δεν έχουμε να πληρώσουμε σε κανένα τόκους. Αυτό ήταν κοινή λογική για τον Φραγκλίνο. Μπορείτε όμως να φαντασθείτε τον αντίκτυπο που προκάλεσε στην Τράπεζα της Αγγλίας;
Η Αμερική είχε ανακαλύψει το μυστικό του χρήματος και αυτό το τζίνι έπρεπε να επιστρέψει στο μπουκάλι του το συντομότερο δυνατόν. Αποτέλεσμα ήταν να ψηφίσει το Κοινοβούλιο, επί τροχάδην, το Νόμο περί Νομίσματος (Currency Act) του 1764 που απαγόρευε στους αξιωματούχους των αποικιών να εκδίδουν το δικό τους νόμισμα και τους διέταζε να πληρώσουν όλους τους μελλοντικούς φόρους με χρυσά ή αργυρά νομίσματα. Υποχρέωνε δηλαδή τις αποικίες να ενταχθούν στο πρότυπο του χρυσού και του αργύρου.
Έτσι εγκαινιάσθηκε η πρώτη σφοδρή πράξη του Πρώτου Τραπεζικού Πολέμου στην Αμερική που τελείωσε με ήττα των Αργυραμοιβών. Μια ήττα που προκλήθηκε από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και την επακόλουθη συμφωνία ειρήνης, τη Συνθήκη των Παρισίων του 1783. Αυτοί που πιστεύουν ότι ένα πρότυπο χρυσού είναι η λύση για τα σύγχρονα νομισματικά προβλήματα της Αμερικής ας δουν τι συνέβη τότε, αμέσως μετά τη ψήφιση του Νόμου περί Νομίσματος του 1764. O Φραγκλίνος στην αυτοβιογραφία του σημειώνει:
Μέσα σε ένα χρόνο βρεθήκαμε στην ανάστροφη κατάσταση, που σήμαινε τον τερματισμό της οικονομικής άνθησης και την απαρχή μια βαθιάς και ευρείας οικονομικής ύφεσης, που οδήγησε στρατιές ανέργων στους δρόμους των αποικιών. Ο Φραγκλίνος είναι σίγουρος ότι αυτή ήταν η κυρία αιτία της Αμερικανικής επανάστασης. Όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του: Οι Αποικίες ευχαρίστως θα είχαν αποδεχθεί ένα μικρό φόρο στο τσάι και σε άλλα προϊόντα αν η Αγγλία δεν τους είχε απαγορεύσει την έκδοση του χαρτονομίσματος τους που δημιούργησε ανεργία και δυσαρέσκεια.
Το 1774 το Κοινοβούλιο ψήφισε το Νόμο περί Χαρτοσήμου (Stamp Act) που απαιτούσε την τοποθέτηση ενός χαρτοσήμου πάνω σε κάθε αντικείμενο εμπορίου ως βεβαίωση για την πληρωμή του φόρου σε χρυσό, πράγμα που απειλούσε για άλλη μια φορά την ύπαρξη του αποικιακού χαρτονομίσματος. Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες η Επιτροπή Ασφαλείας της Μασαχουσέτης πέρασε ένα ψήφισμα που διέταζε την έκδοση περισσοτέρων αποικιακών χαρτονομισμάτων και αποδεχόταν τα νομίσματα των άλλων αποικιών.
Στις 10 και στις 22 Ιουνίου 1775 το Κογκρέσο των Αποικιών με ψήφισμοί αποφάσισε την έκδοση $2.000.000 με αντίκρισμα την εμπορική και την πολιτική πίστη των "Ηνωμένων Αποικιών". Αυτό συνιστούσε μια πράξη περιφρόνησης προς την Αγγλία, μια άρνηση αποδοχής ενός νομισματικού συστήματος που ήταν άδικο γιά του πολίτες των αποικιών. Γι αυτό το λόγο τα αντικείμενα της εμπορικής πίστης (bills of credit), δηλαδή τα χαρτονομίσματα, τα οποία οι ιστορικοί από αμάθεια και προκατάληψη τα έχουν υποτιμήσει ως αντικείμενα ριψοκίνδυνης οικονομικής πολιτικής ήταν πραγματικά αιτία και αφορμή για την Επανάσταση.
Και ήταν πολύ περισσότερο από αυτό, ήταν η ίδια η Επανάσταση. Την ώρα που ρίχνονταν οι πρώτοι πυροβολισμοί, στο Κόνκορντ και στο Λέξινγκτον της Μασαχουσέτης στις 19 Απριλίου 1775, οι αποικίες είχαν αποστραγγισθεί από χρυσά και αργυρά νομίσματα, εξαιτίας της Βρετανικής φορολογίας, με αποτέλεσμα η ηπειρωτική κυβέρνηση να μην έχει άλλη επιλογή από το να εκδώσει το δικό της χαρτονόμισμα για να στηρίξει οικονομικά τον πόλεμο. Στην αρχή της επανάστασης το Αμερικανικό αποικιακό απόθεμα χρήματος έφθανε τα $12.000.000. Με το τέλος του πολέμου ήταν κοντά στα $500.000.000.
Εν μέρει αυτό οφειλόταν σε μαζική παραχάραξη του από τους Βρετανούς. Είχε όμως αποτέλεσμα ότι το χρήμα ουσιαστικά είχε γίνει άχρηστο. Τα παπούτσια πωλούνταν προς $5.000 το ζευγάρι. Όπως παραπονιόταν o Τζώρτζ Ουάσινγκτον: Μια άμαξα γεμάτη χρήματα μόλις και μετά βίας θα εξαγόραζε μια άμαξα γεμάτη προμήθειες για το στρατό. Νωρίτερα το σύστημα του αποικιακού νομίσματος είχε επιτυχία γιατί εκδιδόταν μόνο το απαραίτητο για τη διευκόλυνση του εμπορίου και η παραχάραξη ήταν απειροελάχιστη.
Σήμερα αυτοί που υποστηρίζουν ένα νόμισμα βασισμένο στο πρότυπο του χρυσού επικεντρώνονται σ αυτή την περίοδο, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, γιά να αποδείξουν τα κακά του "πραγματικού χαρτονομίσματος". Αλλά θυμηθείτε ότι το ίδιο νόμισμα είχε δουλέψει πολύ καλά για είκοσι χρόνια, κατά τη διάρκεια της ειρήνης, ώστε η Τράπεζα της Αγγλίας ζήτησε από το Κοινοβούλιο να το κηρύξει παράνομο. Επίσης κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Βρετανοί εσκεμμένα επιχείρησαν να το διαβρώσουν παραχαράσσοντας το στην Αγγλία και αποστέλλοντας το "με το κιλό" στις αποικίες.
Η Τράπεζα της Βορείου Αμερικής
Προς το τέλος της επανάστασης το ηπειρωτικό Κογκρέσο συνεδρίασε στην Αίθουσα της Ανεξαρτησίας στη Φιλαδέλφεια προσπαθώντας αγωνιωδώς να συγκεντρώσει χρήματα. Το 1781 επέτρεψε στον Ρόμπερτ Μόρρις , Υπεύθυνο των Οικονομικών, να ιδρύσει μια ιδιωτική κεντρική τράπεζα με την προοπτική οτι έτσι θα τα κατάφερναν. Παρεμπιπτόντως ο Μόρρις ήταν ένας οικονομικά ευκατάστατος άνθρωπος που είχε γίνει πλούσιος κατά τη διάρκεια της Επανάστασης εμπορευόμενος πολεμικές προμήθειες.
Η νέα τράπεζα, η Τράπεζα της Βορείου Αμερικής όπως ονομάσθηκε, σχεδιάστηκε κατά το πρότυπο της Τράπεζας της Αγγλίας. Της επιτρεπόταν ή καλύτερα δεν της απαγορευόταν να λειτουργεί με ελάχιστα χρηματικά αποθεματικά, δηλαδή να δανείζει χρήματα που δεν είχε και να χρεώνει τόκο γι' αυτό. Αν εσείς ή εγώ το κάναμε αυτό θα μας καταδίκαζαν για απάτη, που είναι κακούργημα. Ελάχιστοι αντιλαμβάνονταν αυτή την πρακτική εκείνη την εποχή και φυσικά κρατήθηκε μυστική από το λαό και τους πολιτικούς, όσο ήταν δυνατό.
Πολύ περισσότερο, δόθηκε στην τράπεζα το μονοπώλιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων, που γίνονταν αποδεκτά και κατά την πληρωμή των φόρων. Το καταστατικό της τράπεζας προσκαλούσε ιδιώτες επενδυτές να συμμετάσχουν στο αρχικό κεφάλαιο των $400.000. Αλλά όταν ο Μόρρις δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τα χρήματα, ξεδιάντροπα, χρησιμοποίησε την πολιτική του επιρροή για να κατατεθεί χρυσός στην τράπεζα, ο χρυσός που είχε δανείσει η Γαλλία στην Αμερική. Ύστερα δάνεισε αυτά τα χρήματα στον εαυτό του και τους φίλους του για να τα επανεπενδύσουν στις μετοχές της τράπεζας.
Ο Δεύτερος Αμερικανικός Τραπεζικός Πόλεμος είχε ήδη αρχίσει. Σύντομα ο κίνδυνος ήταν ξεκάθαρος. Η αξία του Αμερικανικού νομίσματος συνέχισε να πέφτει κατακόρυφα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1785, η σύμβαση με την τράπεζα δεν ανανεώθηκε, εξαφανίζοντας αποτελεσματικά την απειλή από τη δύναμη της τράπεζας. Έτσι ο Δεύτερος Αμερικανικός Τραπεζικός Πόλεμος τελείωσε πολύ γρήγορα με ήττα των Αργυραμοιβών. Ο επικεφαλής της επιτυχούς προσπάθειας να κλείσει η τράπεζα ήταν ένας πατριώτης που ονομαζόταν Ουίλλιαμ Φίντλεϋ από την Πενσυλβάνια.
Εξήγησε το πρόβλημα με τον ακόλουθο τρόπο: Αυτό το ίδρυμα μη έχοντας άλλη προτεραιότητα από την φιλαργυρία δεν θα διαφοροποιηθεί ποτέ από το αντικείμενο του...να μονοπωλήσει όλο τον πλούτο, τη δύναμη και τη επιρροή του κράτους. Η πλουτοκρατία από τη στιγμή που θα εγκαθιδρυθεί θα διαφθείρει το νομοθετικό σώμα ώστε οι νόμοι να γίνονται προς χάριν της και το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα ευνοεί τους πλούσιους. Όμως οι άνθρωποι που κινούσαν τα νήματα στην Τράπεζα της Βορείου Αμερικής -ο Αλεξάντερ Χάμιλτον , ο Ρόμπερτ Μόρρις και ο πρόεδρος της τράπεζας Τόμας Γουίλλινγκ- δεν το έβαλαν κάτω.
Μόνο έξι χρόνια αργότερα, ο Χάμιλτον, Υπουργός Οικονομικών τότε, και ο μέντορας του Μόρρις δημιούργησαν μια καινούρια ιδιωτική κεντρική τράπεζα, την Πρώτη Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσω του νέου Κογκρέσου. Ο Τόμας Γουίλλινγκ υπηρέτησε ξανά σαν πρόεδρος της τράπεζας. Οι παίκτες ήταν οι ίδιοι, μόνο το όνομα της; τράπεζας είχε αλλάξει.
Το Συντακτικό Συνέδριο
Το 1787 οι αρχηγοί των αποικιών συγκεντρώθηκαν στη Φιλαδέλφεια για να αντικαταστήσουν και τροποποιήσουν τα προβληματικά άρθρα της ''Χάρτας της Ένωσης''. Όπως προείπαμε ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τζέιμς Μάντισον , αμετάπειστοι και οι δύο, εναντιώνονταν στη δημιουργία μιας ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας επειδή είχαν αντιληφθεί τα προβλήματα που δημιούργησε η Τράπεζα της Αγγλίας. Δεν ήθελαν τίποτα από αυτά και όπως το έθεσε αργότερα ο Τζέφερσον:
Αν ο Αμερικανικός λαός επιτρέψει ποτέ στις ιδιωτικές τράπεζες να ελέγχουν την έκδοση του νομίσματος του, πρώτα με τον πληθωρισμό και ύστερα με τον αποπληθωρισμό, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις που θα αναπτυχθούν γύρω από αυτές θα αποστερήσουν τον λαό από την περιουσία του μέχρι που τα παιδιά του θα ξυπνήσουν άστεγα σε μια ήπειρο που κατέκτησαν οι πατεράδες τους.
Κατά τη διάρκεια της δημόσιας συζήτησης πάνω στο μελλοντικό νομισματικό σύστημα, άλλος ένας από τους ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Γκάβενορ Μόρρις , ήταν επικεφαλής της επιτροπής που συνέταξε το τελικό σχέδιο του Συντάγματος και γνώριζε πολύ καλά τα κίνητρα των τραπεζιτών.
Μαζί με το παλιό αφεντικό του, τον Ρόμπερτ Μόρρις και των Αλεξάντερ Χάμιλτον, είχαν παρουσιάσει το αρχικό σχέδιο για την τράπεζα της Βορείου Αμερικής οτο ηπειρωτικό Κογκρέσο κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της Επανάστασης.
Σε ένα γράμμα που έγραψε στον Τζέιμς Μάντισον, στις 2 Ιουλίου 1787, αποκάλυπτε τι πραγματικά συνέβαινε. Οι πλούσιοι, θα παλέψουν για την επικράτηση της κυριαρχίας τους και τον εξανδραποδισμό των υπολοίπων. Έτσι κάνουν πάντα και έτσι θέλουν να γίνεται... Το αποτέλεσμα εδώ θα είναι το ίδιο με αλλού αν δεν τους κρατήσουμε με τη δύναμη της κυβέρνησης στο αρμόζων γι αυτούς πεδίο δράσης. Παρά την αποσκίρτηση του Γκάβενορ Μόρρις, από την παράταξη της τράπεζας, ο Χάμιλτον, ο Ρόμπερτ Μόρρις και ο Γουίλλινγκ μαζί με τους Ευρωπαίους υποστηρικτές τους δεν επρόκειτο να υποχωρήσουν.
Κατάφεραν να πείσουν το μεγαλύτερο μέρος των αντιπροσώπων στο Συντακτικό Συνέδριο να μην εγκρίνει στο Κογκρέσο τη δυνατότητα να εκδίδει χαρτονόμισμα. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι ακόμα παράπαιαν από τον τεράστιο πληθωρισμό που προκάλεσαν τα χαρτονομίσματα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Είχαν ξεχάσει πόσο καλά είχε δουλέψει το αποικιακό χαρτονόμισμα πριν τον πόλεμο. Αλλά η Τράπεζα της Αγγλίας δεν το είχε ξεχάσει. Οι Αργυραμοιβοί δεν δεχόντουσαν την πιθανότητα η Αμερική να εκδώσει το δικό της χαρτονόμισμα ξανά.
Πολλοί πιστεύουν ότι η Δέκατη Τροποποίηση του Συντάγματος που επιφυλασσόταν εξουσίες στις πολιτείες που δεν αντιπροσωπεύονταν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, έκανε την έκδοση χαρτονομίσματος από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντισυνταγματική, καθώς η εξουσία της έκδοσης χαρτονομίσματος δεν αναφερόταν ρητώς ως δυνατότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα παραμένει σιωπηλό σ' αυτό το σημείο. Μολαταύτα το Σύνταγμα ρητά απαγορεύει στις Πολιτείες να εκδίδουν χαρτονόμισμα.
Οι περισσότεροι από τους συνέδρους προσχεδίασαν της σιωπή του Συντάγματος στο σημείο αυτό για να μη δοθεί στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση "η απόλυτη εξουσία" της έκδοσης χαρτονομίσματος. Πραγματικά στην εφημερίδα της Συνέλευσης, στο φύλλο της 16ης Αυγούστου, διαβάζουμε τα ακόλουθα: Θεωρήθηκε δευτερεύον η απάλειψη των λέξεων "απαγόρευση έκδοσης χαρτονομισμάτων" και η πρόταση πέρασε καταφατικά.
Ο Χάμιλτον και οι τραπεζίτες φίλοι του είδαν αυτή τη σιωπή σαν μια ευκαιρία για να κρατήσουν την κυβέρνηση μακριά από την έκδοση χαρτονομίσματος, την οποία ήλπιζαν ότι θα μονοπωλούσαν οι ίδιοι. Έτσι οι τραπεζίτες και οι αντιπρόσωποι που ήταν εναντίον τους, για διαφορετικά ο καθένας απ' την πλευρά του κίνητρα, υποστήριξαν να μείνει το δικαίωμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την έκδοση χαρτονομίσματος έξω από τις ρυθμίσεις του Συντάγματος, με μια πλειοψηφία τέσσερα προς ένα. Αυτή η αμφισβήτηση άνοιξε το δρόμο για τους Αργυραμοιβούς, όπως ακριβώς το είχαν σχεδιάσει.
Φυσικά το χαρτονόμισμα δεν αποτελούσε το ίδιο το κύριο πρόβλημα. Η δανειοδότηση με ελάχιστα αποθεματικά ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα γιατί πολλαπλασίαζε αρκετές φορές κάθε ποσοστό πληθωρισμού που προκαλούνταν από υπερβολική έκδοση χαρτονομίσματος. Έτσι οι αντιπρόσωποι έμειναν με τη σκέψη ότι η απαγόρευση του χαρτονομίσματος ήταν μια καλή ιδέα. Απαγορεύοντας κάθε είδους χαρτονόμισμα πιθανώς θα περιόριζαν και την τραπεζιτική των ελάχιστων αποθεματικών, που εφαρμοζόταν, καθώς η χρησιμοποίηση επιταγών ήταν αμελητέα και αν είχε τεθεί προς συζήτηση θα είχε απαγορευθεί κι αυτή;
Τα τραπεζικά δάνεια που δημιουργούνται με λογιστικές καταχωρήσεις στα βιβλία δεν αναφέρθηκαν και έτσι δεν απαγορεύθηκαν. Θεωρήθηκε έτσι ότι είχε απαγορευθεί η έκδοση χαρτονομίσματος από την Ομοσπονδιακή και τις πολιτειακές κυβερνήσεις ενώ δεν εννοείτο το ίδιο για τις τράπεζες. Υφίσταται η διαφωνία ότι αυτή η εξουσία του ποιος έχει το δικαίωμα της έκδοσης με το να μη απαγορευθεί ρητά στην κυβέρνηση είχε κρατηθεί σαν μελλοντικό δικαίωμα των πολιτών και του λαού (περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων όπως οι τράπεζες).
Αντίθετη άποψη έλεγε ότι οι τραπεζικές εταιρίες ήταν όργανα και παράγοντες των πολιτειών, αφού αυτές αναγνώριζαν τη νομιμότητα τους, και έτσι δεν ενέπιπταν στην απαγόρευση της έκδοσης τραπεζογραμματίων, όπως συνέβαινε για τις ίδιες τις πολιτείες. Αυτή η διαφωνία αγνοήθηκε από τους τραπεζίτες που προχώρησαν στην έκδοση τραπεζογραμματίων έναντι ελάχιστων αποθεματικών και έχασε κάθε υπόσταση όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα μπορούσε να ιδρύσει μια τράπεζα η οποία θα μπορεί να εκδίδει χρήματα.
Τελικά μόνο στις Πολιτείες απαγορεύθηκε η έκδοση χαρτονομίσματος και δεν επιβλήθηκε αυτή η απαγόρευση όχι μόνο στις τράπεζες αλλά ούτε καν στους δήμους και τις κοινότητες (όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης του 1929 σε τετρακόσιες πόλεις σε ολόκληρες τις ΗΠΑ).
Ένα άλλο λάθος που δεν γίνεται συχνά αντιληπτό έχει σχέση με τη εξουσία που δόθηκε στην Ομοσπονδιακή κυβέρνηση "να κόβει νόμισμα" και "να καθορίζει την αξία του από εκεί και ύστερα".
Ο καθορισμός της αξίας του νομίσματος (δηλαδή η αγοραστική του δύναμη ή η αξία του σε σχέση με άλλα πράγματα) δεν σχετίζεται με την ποιότητα ή το περιεχόμενο του (π.χ. τόσα γραμμάρια χρυσός και τόσα χαλκός κλπ) αλλά με την ποσότητα, το απόθεμα του χρήματος. Είναι η ποσότητα αυτή που προσδιορίζει την αξία και ποτέ το Κογκρέσο δεν έχει νομοθετήσει για τον καθορισμό συγκεκριμένης ποσότητας χρήματος στις ΗΠΑ. Ο νομοθετικός καθορισμός μιας συγκεκριμένης ποσότητας χρήματος (συμπεριλαμβανομένων νομισμάτων, επιταγών και τραπεζικών αποθεματικών) σημαίνει στην πράξη τον προσδιορισμό της αξίας κάθε δολαρίου (αγοραστική δύναμη).
Νομοθετική πράξη που ορίζει το ποσοστό της αύξησης του χρηματικού αποθέματος συνεπάγεται τον καθορισμό της μελλοντικής αξίας του. Το Κογκρέσο δεν έχει αποφασίσει για τίποτα από τα δύο αν και έχει ξεκάθαρα το συνταγματικό δικαίωμα να το κάνει. Έχει εγκαταλείψει αυτή την εξουσία στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα και τις 10.000 και πλέον τράπεζες που δημιουργούν το χρηματικό μας αποθεματικό.
Από τις αρχές του 17ου αιώνα, η ανατολική ακτή της βορείου Αμερικής άρχισε σταθερά να αποικίζεται από Ευρωπαίους, κυρίως Βρετανικής, Ολλανδικής, Γερμανικής και Γαλλικής καταγωγής. Στο ίδιο πλαίσιο ξεκίνησε και η σύσταση αποικιών με αποτέλεσμα μέχρι το 1732 να έχουν σχηματιστεί 13 αποικίες. Η οικονομία των αποικιών αυτών ήταν κατά βάση αγροτική με απέραντες καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Βέβαια ενώ στο φτωχότερο Νότο ο πυλώνας της οικονομίας ήταν οι φυτείες ρυζιού καλαμποκιού βαμβακιού και καπνού, στον ανεπτυγμένο Βορρά κυριαρχούσε το εμπόριο διαμέσου των θαλάσσιων επικοινωνιών και με κέντρα τα λιμάνια της Νέας Υόρκης, της Βοστόνης και της Φιλαδέλφειας. Σημείο τριβής όμως μεταξύ της μητροπολιτικής Αγγλίας και της αναπτυσσόμενης Αμερικανικής περιφέρειας αποτέλεσε η φορολογική πολιτική της πρώτης.
Συγκεκριμένα σε πρώτη φάση ο δαπανηρός Αγγλο-Γαλλικός πόλεμος (1756 - 1763) δημιούργησε την ανάγκη εξεύρεσης πόρων και έτσι ώθησε την Αγγλική κυβέρνηση να υπερφορολογήσει τις αποικίες, μέτρο που δημιούργησε δυσαρέσκεια. Το 1765 είχε επιβληθεί φόρος στη ζάχαρη ενώ με το «Νόμο περί Χαρτόσημου» οι Άγγλοι επέβαλαν ένα χαρτόσημο σε κάθε νομικό έντυπο, εφημερίδα, περιοδικό ακόμη και στα παιγνιόχαρτα. Συγκεκριμένα επρόκειτο για την αύξηση των φόρων εκτελωνισμού ορισμένων αγγλικών προϊόντων που εισάγονταν στην Αμερική.
Στη Βοστόνη σημειώθηκαν συγκρούσεις αποίκων με Αγγλικά στρατεύματα που είχαν αποσταλεί για καταστολή των τοπικών εξεγέρσεων. Η αποτυχία της μητρόπολης να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα την οδήγησε σε αναδίπλωση. Περαιτέρω τριβές μεταξύ μητρόπολης - περιφέρειας προκάλεσε η επιμονή της Αγγλίας να διατηρήσει τη φορολόγηση του τσαγιού με αποκορύφωμα όταν αποκλείστηκαν από ορισμένους Βοστονέζους, στο τοπικό λιμάνι, 3 αγγλικά πλοία που έφεραν τσάι. Οι εξελίξεις διαδεχόμενες η μία την άλλη οδήγησαν σε Υπερατλαντική αποστολή μοίρας του Αγγλικού στόλου για να επιβάλει την τάξη.
Εν τω μεταξύ η «Συνέλευση της Φιλαδέλφειας», το ανώτατο διοικητικό όργανο των αποίκων, δημοσίευσε τη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» με ρητή αναφορά στην άρση της επιβαλλόμενης αγγλικής φορολόγησης. Πλέον όλα οδηγούσαν στη σύγκρουση, γεγονός που επιβεβαιώθηκε, όταν τις επόμενες ημέρες η αποικία της Μασαχουσέτης με πρωτεύουσα τη Βοστόνη, αποφάσισε τη σύσταση τακτικού στρατού, απαρτισμένος από τη τοπική πολιτοφυλακή, με ανώτατο διοικητή τον Τζωρτζ Ουάσινγκτον, γαιοκτήμονα από τη Βιρτζίνια.
Οι σχετικά ελλιπείς Αγγλικές δυνάμεις και η σημαντική αναλογία μισθοφόρων αποσυντόνισε τη συνοχή των μητροπολιτικών δυνάμεων οδηγώντας σε τελική επικράτηση των αποικιακών δυνάμεων. Οι σημαντικότερες μάχες έλαβαν χώρα στις στο Λέξινγκτον και στο Κονκόρντ το 1775 - 1776, στη Σαρατόγκα το 1777 και στο Γιορκ Τάουν το 1781, μάχη όπου εναντίον στους Άγγλους, συμπαρατάχθηκαν με τους αποίκους και Γαλλικές δυνάμεις με αποτέλεσμα την ήττα της μητρόπολης.
Η Αγγλία επισήμως, με συνθήκη που υπογράφηκε με το νέο Αμερικανικό κοινοβούλιο, αναγνώρισε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1883 την ανεξαρτησία των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες στο μεταξύ είχαν ήδη ανακηρύξει την ανεξαρτησία τους από την μητρόπολη Αγγλία στις 4 Ιουλίου του 1776, μέσω της «Συνέλευσης της Φιλαδέλφειας». Η παραπάνω ημερομηνία σηματοδοτεί την εθνική επέτειο των Ηνωμένων Πολιτειών. Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν ο πόλεμος γενικεύθηκε. Οι Άγγλοι έστελναν συνεχώς ενισχύσεις και οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να κρατήσουν την επανάσταση ζωντανή.
Η Γαλλία έστειλε οικονομική ενίσχυση στους επαναστατημένους Αμερικανούς καθώς και στρατεύματα. Ο αγγλικός στρατός, υπό την ηγεσία του στρατηγού Κορνουάλις, τελικά παραδόθηκε στο Γιόρκταουν της Βιρτζίνια στις 19 Οκτωβρίου 1781. Ο πόλεμος έληξε επίσημα με την συνθήκη του Παρισιού στις 3 Σεπτεμβρίου 1783, με την οποία η Αγγλία παραχωρούσε τα εδάφη της στις ΗΠΑ. Τα τελευταία αγγλικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την ήπειρο στις 25 Νοεμβρίου 1783.
Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ (Declaration of Independence; επίσημα The unanimous Declaration of the thirteen united States of America) ήταν η ιδρυτική διακήρυξη ανεξαρτητοποίησης δεκατριών Πολιτειών της Αμερικής από την αποικιοκρατία των Βρετανών.
Συντάχθηκε από τους Τόμας Τζέφερσον και Βενιαμίν Φραγκλίνο, ενώ εγκρίθηκε γύρω στις 2 Αυγούστου 1776 (συμβολικά όμως στις 4 Ιουλίου 1776) από το Κογκρέσο. Θεωρείται ως η πράξη ίδρυσης του κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Στις 4 Ιουλίου του 1776 συγκαλείται συνέλευση των Αμερικανών στη Φιλαδέλφεια, όπου ψηφίζεται η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η οποία στηρίζεται στις πολιτικές ιδέες του Διαφωτισμού. Πρωταγωνιστές στη σύνταξη της Διακήρυξης υπήρξαν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Τόμας Τζέφερσον.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η Βρετανία, θεωρώντας τις δεκατρείς Πολιτείες (States) της Βόρειας Αμερικής ως αποικίες του Βρετανικού Στέμματος, εννοούσε να συμπεριφέρεται σε αυτές όπως έκανε σε όλες τις υπόλοιπες αποικίες της: επέβαλε δικούς της Κυβερνητικούς υπαλλήλους, διαφορετική φορολογία από αυτή που ίσχυε στη Βρετανία, περιοριστικούς όρους στο εμπόριο, στην ελευθερία της έκφρασης, στην πολιτική δραστηριότητα κτλ. Ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Γ΄ είχε, μάλιστα, θεσπίσει τους "πέντε αφόρητους Νόμους" στις αποικίες της Αμερικής (1774). Αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτό από τους "αποίκους", οι οποίοι αισθάνονταν καταπιεσμένοι.
Σε πολλούς Αμερικανούς αποίκους είχε αρχίσει να δημιουργείται και να ωριμάζει η ιδέα της ανεξαρτητοποίησης. Η πρώτη πραγματικά αποφασιστική κίνηση έγινε στις 7 Ιουνίου του 1776 στη Φιλαδέλφεια. Εκεί, ενώπιον του Κογκρέσσου, διαβάστηκε ένα ψήφισμα από τον Ρίτσαρντ Χένρι Λη (Richard Henry Lee), αντιπρόσωπο της πολιτείας της Βιρτζίνια, το οποίο, σε γενικές γραμμές, διακήρυττε την αποφασιστικότητα των "δεκατριών ηνωμένων αποικιών" να αποκτήσουν αυτοτέλεια απαλλασσόμενες εξ ολοκλήρου, όπως θα έπρεπε να ισχύει, από την υποταγή στη Μεγάλη Βρετανία.
Το ψήφισμα αυτό δεν προέκυψε αιφνίδια. Ήδη, μετά την επιβολή των "πέντε αφόρητων Νόμων" και την απόρριψη των αιτημάτων της Επιτροπής που είχε συσταθεί για την ελάφρυνσή τους από τον Γεώργιο Γ΄ (1775), είχε αρχίσει μια κίνηση ανεξαρτητοποίησης από τις Ηνωμένες Αποικίες: δημιουργήθηκε μια μορφή τακτικού στρατού, ενώ εμφανίστηκαν τα πρώτα ανεξάρτητα "αποικιακά" ταχυδρομικά γραφεία. Το ψήφισμα του Λη δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την έκφραση της θέλησης των περισσότερων αποίκων για την πλήρη ανεξαρτητοποίηση των Αποικιών.
Παράλληλα, μαθεύτηκε στις Αμερικανικές αποικίες ότι ο Βασιλιάς Γεώργιος, μη έχοντας αρκετό στρατό, διαπραγματευόταν την αγορά μισθοφόρων από τη Γερμανία, ώστε να ενισχύσει τον Αγγλικό στρατό. Αυτό πράγματι έγινε αργότερα - παραχωρήθηκαν 30.000 μισθοφόροι από την Έσση στο Αγγλικό Στέμμα προς 7 λίρες έκαστος. Οι μισθοφόροι στάλθηκαν στις αποικίες, αλλά οι περισσότεροι από τους μισούς το έσκασαν πριν καν εμπλακούν σε επιχειρήσεις.
Παράλληλα, ο Τόμας Παίην (Thomas Paine) εξέδωσε τον Ιανουάριο του 1776 το βιβλίο του "Κοινός Νους" (Common Sense), ένα κείμενο στο οποίο απαριθμούσε τους λόγους και τις αιτίες για τους οποίους οι αποικίες όφειλαν να γίνουν ανεξάρτητο κράτος. Το βιβλίο αυτό πουλήθηκε κατά χιλιάδες και έθεσε τις βάσεις για να συνειδητοποιήσουν όλοι οι "άποικοι" την αναγκαιότητα ανεξαρτητοποίησης.
Μετά την ανάγνωση του ψηφίσματος του Λη στο Κογκρέσο, δημιουργείται από αυτό στις 11 Ιουνίου μια Επιτροπή, αποτελούμενη από τους Τόμας Τζέφερσον, Τζων Άνταμς (John Adams), Βενιαμίν Φραγκλίνο, Ρότζερ Σέρμαν και Ρόμπερτ Λίβιγκστον για να επεξεργαστεί ένα σχέδιο διακήρυξης της Ανεξαρτησίας. Ο Τζέφερσον, κατά προτροπή της Επιτροπής, αποσύρεται σε ένα σπίτι στις παρυφές της Φιλαδέλφειας και αρχίζει να συντάσσει την πρώτη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας (12 έως 27 Ιουνίου).
Στις 28 Ιουνίου το προσχέδιο της Διακήρυξης διαβάζεται στο Κογκρέσο, όπου μετά από συζητήσεις και αντεγκλήσεις υφίσταται αρκετές τροποποιήσεις. Στις 4 Ιουλίου 1776 το τελικό σχέδιο της Διακήρυξης εγκρίνεται από το Κογκρέσο. Ο Τζων Χάνκοκ, Πρόεδρος του Κογκρέσου, δίνει στις 5 Ιουλίου του 1776 εντολή στον τυπογράφο Ντάνλαπ να τυπώσει το κείμενο. Στις 19 Ιουλίου το Κογκρέσο διατάσσει την επισημοποίηση του εγγράφου της Διακήρυξης. Το επισημοποιημένο έγγραφο τυπώνεται στις 18 Ιανουαρίου 1777 στη Βοστόνη και διανέμεται σε όλες τις Πολιτείες.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΦΡΑΓΚΛΙΝΟΣ (Benjamin Franklin 1706 - 1790)
Αμερικάνος πολιτικός, διπλωμάτης κι επιστήμονας. Γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 17 Ιανουαρίου του 1706. Ήταν το 15ο από τα 17 παιδιά του Josiah Franklin, σε μια φτωχή οικογένεια, όπου ο πατέρας ήταν μικροπαραγωγός σαπουνιών και κεριών. Σε ηλικία 13 χρονών αρχίζει να εργάζεται σαν μαθητευόμενος στοιχειοθέτης στο τυπογραφείο του αδελφού του. Το 1723 αποχώρησε και πήγε στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα δουλεύοντας πάλι σαν τυπογράφος. Ένα χρόνο μετά πήγε στο Λονδίνο για αγορά τυπογραφικών ειδών κι έμεινε εκεί δύο χρόνια για να τελειοποιηθεί στο επάγγελμα αυτό.
Επιστρέφοντας στη Φιλαδέλφεια, ίδρυσε δικό του τυπογραφείο συνεταιρικά με κάποιο φίλο του, συγχρόνως άρχισε να δημοσιογραφεί και πολύ σύντομα απέκτησε φήμη για τις πρακτικές και σωστές ιδέες του. Αυτοδίδακτος, έμαθε Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά και Λατινικά και παράλληλα άρχισε να επιδίδεται σε διάφορες επιστημονικές μελέτες. Δείχνοντας ισχυρή οργανωτική και διοικητική ικανότητα, διορίσθηκε σαν διευθυντής των ταχυδρομείων της Πενσυλβανίας κι αργότερα οργάνωσε τις ταχυδρομικές υπηρεσίες όλων των αμερικάνικων αποικιών και διορίστηκε γενικός διευθυντής των ταχυδρομείων.
Το 1751 εκλέγεται βουλευτής στη βουλή της Πενσυλβανία και το 1757 πηγαίνει στο Λονδίνο για διαπραγματεύσεις όπου μένει πέντε χρόνια, αποκτά φίλους και μεγάλη εκτίμηση για τις επιστημονικές του επιδόσεις, με αποτέλεσμα να αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Κατά τον αγώνα για την ανεξαρτησία των αποικιών, γύρισε στην Αμερική και εργάστηκε ολόψυχα για την επιτυχία της. Εκλεγμένος αντιπρόσωπος της Πενσυλβανίας στην επαναστατική συνέλευση της Φιλαδέλφειας, ήταν ένας από τους πέντε αντιπροσώπους στους οποίους ανατέθηκε η σύνταξη της περίφημης προκήρυξης της ανεξαρτησίας του 1776.
Το 1778 κατόρθωσε να συνάψει συμμαχία των αποικιών με τη Γαλλία κατά της Αγγλίας και στις 3 Σεπτεμβρίου του 1783, μαζί με τον Ιωάννη Άνταμς και τρεις άλλους απεσταλμένους, κατάφερε να υπογραφεί η τελική συνθήκη ειρήνης με τη Βρετανία. Το 1785 εξελέγη πρόεδρος της εκτελεστικής εξουσίας της Πενσυλβανίας και το 1787 μέλος της εθνοσυνέλευσης, η οποία συνέταξε και ψήφισε το συνταγματικό χάρτη των Ηνωμένων Πολιτειών. Σαν πρόεδρος της εταιρείας για την κατάργηση της δουλείας, συνηγόρησε και υπέγραψε υπέρ της απελευθέρωσης των μαύρων, δύο μήνες πριν το θάνατό του.
Πέθανε στις 17 Απριλίου του 1790, αφήνοντας πολλά συγγράμματα και άρθρα φιλολογικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά. Στις επιστήμες άφησε σαν κύριο κατόρθωμά του την εφεύρεση του αλεξικέραυνουτο 1753, μετά από έρευνες και πειράματα που ξεκίνησε το 1740. Το 1752 έγινε το περίφημο πείραμά του με το πέταγμα του χαρταετού σε μια μέρα με καταιγίδα και κεραυνούς.
Το 1744 ανακάλυψε μια στόφα που μείωνε τους ρύπους των καμινάδων καπνού, ο τύπος της οποίας χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Δικές του έρευνες εφαρμόστηκαν σε γυαλιά μυωπίας. Ανακάλυψε επίσης ένα τύπο Αρμόνικας για μουσική. Στη διάλεξη με τίτλο «Ανοχή και Ανεξιθρησκεία στο Δυτικό κόσμο», που δόθηκε από τον καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σάββα Αγουρίδη, το 1998, με την ευκαιρία της 50ης επετείου από τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε, βρίσκουμε το απόσπασμα:
”Σε ό,τι αφορά την Αμερικανική επανάσταση και τις διακηρύξεις της, αναφέρουμε απλώς στη συνάφεια αυτή το ιδεολογικό αμάλγαμα του Αγγλοσάξωνα και του οπαδού του Ευρωπαϊκού, κατ’ ουσία του Γαλλικού, Θεϊσμού και του Διαφωτισμού, με την παράθεση κάποιων μεγάλων ονομάτων, που χάραξαν με την προσωπική τους σφραγίδα την Αμερικανική επανάσταση: Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ήταν μάλλον επισκοπελιανός αλλά με θεμελιώδη πίστη εκείνη του Θεϊστή, ο Thomas Paine ήταν Θεϊστής , ο Thomas Jefferson ήταν επισκοπελιανός αλλά στις πεποιθήσεις Θεϊστής.
Το ίδιο περίπου και ο James Madison. Στο έργο του «Parable against Persecution» γράφει ο Benjamin Franklin τα εξής πολύ αληθή και πνευματώδη: «Όταν μια θρησκεία είναι καλή, νομίζω πως θα μπορεί να υποστηρίξει τον εαυτό της, όταν όμως δεν μπορεί να υποστηρίξει τον εαυτό της, κι ο Θεός δε δείχνει ενδιαφέρον για την υποστήριξή της, έτσι που οι ασχολούμενοι με αυτή αναγκάζονται να καλούν σε βοήθεια την κρατική εξουσία, αυτό, όπως εγώ το καταλαβαίνω, δείχνει πως πρόκειται για μια κακή θρησκεία».
Σύμφωνα με τον τέκτονα και ιστορικό του τεκτονισμού Μάνλυ Χωλ, όπως αναφέρει ο Ντέιβιντ Άικ στο βιβλίο του "Το Μυστικό Όλων των Εποχών", από τις 55 υπογραφές των εκπροσώπων που συνέταξαν το Αμερικανικό Σύνταγμα, στο συνέδριο που έγινε το καλοκαίρι του 1787 στη Φιλαδέλφεια, σχεδόν οι 50 ανήκαν σε γνωστούς μασόνους της εποχής, και μόνο μία σίγουρα δεν ανήκε σε μασόνο. Ανάμεσα σε εκείνους που το υπογράφουν ξεχωρίζουν και οι γνωστοί μασόνοι Τζωρτζ Ουάσινγκτων, Τόμας Τζέφερσον, Βενιαμίν Φραγκλίνος, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι διετέλεσαν και πρόεδροι των ΗΠΑ.
Στην αυτοβιογραφία του Φραγκλίνου, υπάρχει ένα απόσπασμα που λέει:
''… το φυλλάδιό μου με κάποιο τρόπο έπεσε στα χέρια ενός Lyon, ενός χειρουργού, συγγραφέα του βιβλίου «The Infallibility of Human Judgment» (Το αλάθητο της ανθρώπινης κριτικής), με αποτέλεσμα μια γνωριμία μεταξύ μας. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον προς εμένα και με καλούσε συχνά για συζήτηση πάνω σ΄ αυτά τα θέματα, και με πήγαινε στο Horns, μια μπυραρία στο Cheapside, και με σύστησε στο Δόκτορα Μάντβιλ, συγγραφέα του έργου «Ο μύθος των μελισσών», που είχε ένα κλαμπ εκεί, του οποίου ήταν η ψυχή με το να είναι η πιο περιπαικτική και διασκεδαστική συντροφιά.
Οι Lyons, επίσης, με σύστησαν στο Δόκτορα Πέμπερτον, στο Batson’s καφέ, ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα μου έδινε την ευκαιρία, κάποια στιγμή, να συναντήσω τον Σερ Ισαάκ Νεύτων, κάτι το οποίο επιθυμούσα πάρα πολύ. Αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ''.
Ο Β. Φραγκλίνος θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του Αμερικάνικου κράτους κι ένας από τους «πατέρες» του έθνους, στον οποίο οι επίσημες πηγές πάντα αναφέρονται με μεγάλο σεβασμό. Εκτός από τις εκτεταμένες μελέτες του πάνω στις επιστήμες και τα γράμματα, είναι πολύ πιθανόν να είχε σχέσεις με τον εσωτερισμό, μέσα από το ισχυρό και ταυτόχρονα μυστικό τότε κίνημα του Τεκτονισμού, που έβαλε τη σφραγίδα του στην έναρξη του Αμερικάνικου πολιτισμού, ενός πολιτισμού που, δυστυχώς, σήμερα τίθεται υπό αμφισβήτηση.
ΤΟΜΑΣ ΤΖΕΦΕΡΣΟΝ (Thomas Jefferson 1743 - 1826)
«Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι: ο Δημιουργός τους έχει προικίσει με ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα. Ανάμεσα στα δικαιώματα αυτά συγκαταλέγονται η ζωή, η ελευθερία και η αναζήτηση της ευτυχίας. Οι κυβερνήσεις ιδρύονται για να εγγυώνται αυτά τα δικαιώματα και η εξουσία τους απορρέει από τη συναίνεση των κυβερνωμένων». Ο Τόμας Τζέφερσον γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1743 στο Σάντγουελ, της Βιρτζίνια. Ο πατέρας του, Πίτερ Τζέφερσον, ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή της υπαίθρου και αφιέρωνε το χρόνο του στην αξιοποίηση της φυτείας του.
Η μητέρα του, Τζέιν Ράντολφ, ανήκε σε μια από τις πιο παλιές και εύπορες οικογένειες της Βιρτζίνια. Λόγω της συγγένειας με τους Ράντολφ, οι Τζέφερσον έγιναν κοινωνικά αποδεκτοί, και ανήκαν στην αριστοκρατία της Βιρτζίνια, χωρίς να είναι ιδιαίτερα εύποροι. Ο νεαρός Τόμας ήταν ο πρώτος από τα αγόρια, και όταν ο Πίτερ πέθανε το 1757, αφήνοντας σχεδόν φτωχή την οικογένεια, ο νεαρός Τόμας έγινε αρχηγός της οικογένειας. Ο πατέρας του ωστόσο πίστευε στην πρόοδο και είχε καταφέρει να ωθήσει το νεαρό Τόμας στις σπουδές.
Από το 1760 έως το 1762 κάνει σπουδές στο κολέγιο Γουλιέλμου και Μαρίας, στο Γουίλιαμσμπεργκ, που ήταν και το μοναδικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο Νότο. Εκεί γνωρίζει ένα Σκοτσέζο μαθηματικό, τον Γ. Σμολ, πνευματικό δάσκαλο των διαφωτιστών, από τον οποίο επηρεάστηκε ως προς τις νέες ιδέες του. Αυτή την περίοδο της ζωής του στο Γουίλιαμσμπεργκ, ο Τζέφερσον γνώρισε την κοσμική ζωή της Βρετανικής αποικίας, απέκτησε κοινωνικότητα, μπήκε στα πιο εσωτερικά πράγματα της αποικιακής κυβέρνησης και άρχισε να μαθαίνει βιολί.
Εκεί γνώρισε και το νομοδιδάσκαλο Τζορτζ Γουίθ, που τον επηρέασε να ασχοληθεί με τα νομικά. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του, γράφτηκε στη νομική σχολή του Γενικού Δικαστηρίου της Βιρτζίνια. Στην ουσία, η Νομική ήταν το σκαλοπάτι για να ασχοληθεί με την πολιτική, όπως άλλωστε οι περισσότεροι πατέρες της Αμερικανικής δημοκρατίας.Η πολιτική καριέρα του Τζέφερσον ξεκινά το 1769 με την είσοδό του στη Βουλή των Αστών, σαν αντιπρόσωπος της κομητείας του Άλμπεμαρλ. Εκτός από την πολιτική και τη δικηγορία ο Τζέφερσον αγαπούσε τη ζωή στην ύπαιθρο, τη φύση, τη γεωπονία.
Άλλωστε είχε μεγαλώσει στη φυτεία στο Σάντγουελ, την οποία και είχε κληρονομήσει. Εκεί διάλεξε μια περιοχή που ονόμασε Μοντισέλο (μικρό βουνό), για να εκφράσει την αγάπη του για την αρχιτεκτονική, επηρεαζόμενος από τα πρότυπα του Ιταλού αρχιτέκτονα της αναγέννησης Παλάντιο, που είχε εκδώσει το 1570 το έργο «Τέσσερα Βιβλία», τη Βίβλο όλων των οπαδών του κλασικισμού. Το Μοντισέλο ολοκληρώθηκε μετά την επιστροφή του Τζέφερσον από τη Γαλλία και ήταν κατασκευασμένο πάνω σε κλασσικά πρότυπα.
Το 1770 άρχισε μια αντιπαλότητα ανάμεσα στους Βρετανούς στρατιώτες και στους Αμερικανούς αποίκους, η οποία ήταν πιο έντονη στη Βιρτζίνια και στην Μασαχουσέτη. Το 1774 σαν μέλος της Βουλής των Αστών ο Τζέφερσον συνέταξε το 1ο γνωστό του κείμενο, τη «Συνοπτική Έκθεση των Δικαιωμάτων της Βρετανικής Αμερικής», όπου υπερασπίζεται τα δικαιώματα που είχαν οι άποικοι να ακούγονται. Το 1775, με τη μάχη του Λέξινγκτον και του Κόνκορντ κοντά στη Βοστόνη, ξεκινά η ρήξη ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Αμερικάνους.
Στο ηπειρωτικό Κογκρέσο, στη Φιλαδέλφεια το 1776, παρευρίσκονταν δεκατρείς αντιπρόσωποι των αποικιών, οι οποίες είχαν γίνει κυρίαρχες πολιτείες. Ο Τζέφερσον αντιπροσώπευσε τη Βιρτζίνια. Δημιουργήθηκε μια επιτροπή για να ετοιμαστεί μια διακήρυξη, και αυτή πρότεινε στον Τζέφερσον να τη συντάξει. Εκείνος χρειάστηκε τρεις βδομάδες για να γράψει το κείμενο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, που έγινε αποδεκτό από το Κογκρέσο στις 4 Ιουλίου του 1776.
Στη συνέχεια, άντρες της επιτροπής, όπως ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ο Τζον Άνταμς, συμμετείχαν στη διαμόρφωση του, το σμίκρυναν, το έκαναν πιο ήπιο, και κάποια κομμάτια τα αφαίρεσαν, όπως ένα απόσπασμα με το οποίο έριχναν στο Βασιλιά της Αγγλίας την ευθύνη για το καθεστώς της δουλείας. Γι’ αυτό θεωρείται ακόμα αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς, αλλά η βάση του κειμένου ανήκει στον Τζέφερσον. Για τον ίδιο τον Τζέφερσον, από τότε κόβονται οι δεσμοί του με τη Βασιλεία.
Μετά το συνέδριο της Φιλαδέλφειας το 1776 και μέχρι το τέλος του πολέμου της Ανεξαρτησίας ο Τζέφερσον εξαφανίζεται από την εθνική πολιτική σκηνή και επιστρέφει στη Βιρτζίνια, όπου ήταν εισηγητής σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Μέσα από αυτές βλέπουμε το διαφωτιστικό πνεύμα από το οποίο χαρακτηριζόταν. Πίστευε ότι η εκκλησία δεν πρέπει να έχει σχέση με το κράτος, αλλά αντιμετώπισε μεγάλη αντίδραση. Μέχρι τότε η μισθοδοσία των ιερέων της Αγγλικανικής εκκλησίας ήταν από τα χρήματα των φορολογουμένων. Συνέταξε επίσης το νόμο για την ανεξιθρησκεία, που θα ψηφίστηκε αργότερα, όταν ο Τζέφερσον ήταν στο Παρίσι.
Πρότεινε μεταρρύθμιση στο κληρονομικό σύστημα, που μέχρι τότε ήταν βασισμένο στην αριστοκρατική Αγγλική παράδοση και υπήρχε άνιση διανομή της κληρονομιάς. Άλλη μεταρρύθμιση ήταν αυτή που αφορούσε το δικαστικό σύστημα και την απονομή της δικαιοσύνης. Πρότεινε μάλιστα την κατάργηση της θανατικής ποινής επηρεασμένος από τον Μπεκαρία, διάσημο νομικό και γνωστό για το έργο του «Εγκλήματα και τιμωρίες». Δεν κατάφερε άμεσα κάτι, αλλά έθεσε το σπόρο για αλλαγές. Σαν φωτισμένος της εποχής του, ενδιαφερόταν άμεσα για την παιδεία και πίστευε ότι έπρεπε να καταπολεμηθεί ο αναλφαβητισμός.
Γι’ αυτό πρότεινε εκπαίδευση τριών βαθμίδων και ήταν υπέρμαχος της άποψης ότι τα παιδιά έπρεπε να μάθουν αρχαίες γλώσσες, όπως Λατινικά και Ελληνικά, αλλά και διάφορες επιστήμες, γιατί έτσι η διαμόρφωση του σύγχρονου ανθρώπου θα ήταν πιο ολοκληρωμένη. Το πρόγραμμα που πρότεινε ήταν τόσο επαναστατικό, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με το αντίστοιχο της Γαλλικής επανάστασης. Το 1780 εκλέγεται μέλος της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας στη Φιλαδέλφεια. Το 1783 εκλέγεται αντιπρόσωπος της Βιρτζίνια στο Κογκρέσο στη Φιλαδέλφεια και συνεχίζει με τις ριζοσπαστικές νομοθετικές προτάσεις του.
Πρότεινε το νεοσύστατο κράτος να κόψει δικό του νόμισμα, βασισμένο στη δεκαδική διαίρεση, όπως και την επέκταση των πολιτειών προς τη δύση. Στη βουλευτική περίοδο του Τζέφερσον δεν έγινε καμιά αλλαγή. Αυτές ήρθαν λίγο αργότερα, με τη δημιουργία του δολαρίου σαν εθνικό νόμισμα αλλά και την ανάπτυξη των μελλοντικών πολιτειών. Άλλος σημαντικός σταθμός στη ζωή του Τζέφερσον ήταν ο διορισμός του στη Γαλλία σαν υπουργός. Όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, «το Κογκρέσο αποφάσισε να διορίσει έναν υπουργό, υφιστάμενο του κ. Άνταμς και του Δόκτορα Φραγκλίνου, για να διαπραγματευτεί τις εμπορικές συνθήκες με τα ξένα κράτη».
Ωστόσο, το Μάρτιο του 1785 ο Τζέφερσον αντικαθιστά τον Φραγκλίνο και παρουσιάζεται στο Λουδοβίκο ΙΣΤ'. Κατά τη διάρκεια της διπλωματικής του αποστολής στη Γαλλία, προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία και τις Ηνωμένες πολιτείες, γιατί σαν εκφραστής των Διαφωτιστών αλλά και οπαδός της φιλελεύθερης οικονομίας - που εφευρέθηκε από τον Άνταμ Σμιθ - πίστευε ότι η κατάργηση των συνόρων θα διευκόλυνε τις εμπορικές συναλλαγές προς όφελος όλων. Αυτός ήταν ένας λόγος που έκανε αρκετά ταξίδια στην Ολλανδία, στις κάτω Χώρες , στην περιοχή του Ρήνου, στην Ιταλία.
Ακόμη, πίστευε στις αξίες και τα ιδεώδη τόσο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όσο και της αρχαίας Ελλάδας. Για την αρχαία Ελλάδα έλεγε: «Είμαστε όλοι υποχρεωμένοι στους αρχαίους Έλληνες για το ΦΩΣ εκείνο που μας οδήγησε μακριά από το σκοτάδι».
Κατά τη διαμονή του στο Παρίσι συναναστρεφόταν μεγάλους στοχαστές της εποχής, όπως το Λαβουαζιέ, το Μπιφόν, τον πιο επιφανή από τους φυσιολάτρες, την πρώην ηγερία του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, τον Βολνέ, που τον μύησε στην Αιγυπτιολογία, το γιατρό Καμπανί, που είχε γράψει το «Σχέσεις μεταξύ της Φυσικής και Ηθικής Υπόστασης του Ανθρώπου», το Γάλλο φιλόσοφο Ντεστί ντε Τρασί, που είχε γράψει ένα δοκίμιο σχετικά με το «Πνεύμα των Νόμων» του Μοντεσκιέ.
Ακόμη συναναστρεφόταν με το δούκα ντε Λα Ροσφουκό, ο οποίος ήταν υποστηρικτής και μεταφραστής του βιβλίου «Τα Συντάγματα των 13ων Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής». Αυτό εκδόθηκε το 1783 και είχε μεγάλη απήχηση τους πολιτικούς αναθεωρητές της εποχής, γιατί είχε μια πλήρη καταγραφή των ιδεών των Διαφωτιστών. Ο Τζέφερσον υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, στο Παρίσι, των γεγονότων της εκπνοής του παλαιού καθεστώτος και της έναρξης της Γαλλικής επανάστασης.
Έζησε και την κατάληψη της Βαστίλης. Όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, «βρισκόμουν σε επαφή με τους αρχηγούς πατριώτες της Εθνοσυνέλευσης. Επειδή προερχόμουν από μια χώρα που έχει περάσει από ανάλογες μεταρρυθμίσεις, μου εμπιστεύονταν τις σκέψεις τους». Με μερικούς από αυτούς, όπως ο Λαφαγιέτ ή ο Λα Ροσφουκό, ήταν και προσωπικοί φίλοι. Όταν αναγγέλθηκε η σύγκληση των Γενικών Τάξεων, ο Τζέφερσον αναδείχτηκε σε άνθρωπο με σημαντικό ρόλο για τη διαμόρφωση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τον Ιούλιο του 1789 ο Λαφαγιέτ έδωσε στην Εθνοσυνέλευση ένα σχέδιο της «Ευρωπαϊκής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», που ήταν αποτέλεσμα των συναντήσεων με τον Τζέφερσον. Γενικότερα, ο Τζέφερσον επηρέασε τις προτάσεις τόσο για τη νομοθετική εξουσία όσο και για το Σύνταγμα που προτάθηκε. Η προσφορά του στη Γαλλία ήταν σημαντική, γι’ αυτό και από το 1801 ήταν μέλος του Ινστιτούτου της Γαλλίας. Ο Τζέφερσον έφυγε από το Παρίσι το Σεπτέμβριο του 1789.
Με την επιστροφή του στην Αμερική του έγινε πρόταση, από τον Τζορτζ Ουάσιγκτον, να γίνει υπουργός των Εξωτερικών, ένα από τα πέντε μέλη της κυβέρνησης της χώρας. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα που τον οδήγησε στη συνέχεια στην ανάληψη της προεδρίας από το 1801 έως το 1809. Ήταν ο τρίτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης ήταν πρόεδρος της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας από το 1797 έως το 1814.
Ο Τζέφερσον πέθανε στις 4 Ιουλίου του 1826, σχεδόν μισό αιώνα μετά τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Στη Νότια Ντακότα των Η.Π.Α, υπάρχει το μνημείο των τεσσάρων προέδρων (Τζορτζ Ουάσινγκτον, Τόμας Τζέφερσον, Θεόντορ Ρούζβελτ και Αβραάμ Λίνκολν) που σμιλεύτηκαν σε γρανίτη στο βουνό Ράσμορ.
ΤΖΟΝ ΑΝΤΑΜΣ (John Adams 1735 - 1826)
Ο Τζον Άνταμς ήταν ο πρώτος αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και δεύτερος Πρόεδρος της χώρας μετά τον Τζορτζ Ουάσινγκτον. Γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1735 και πέθανε στις 4 Ιουλίου 1826. Ο Άνταμς ήρθε στο προσκήνιο κατά τα πρώτα στάδια της Αμερικανικής Επανάστασης. Ως εκπρόσωπος της Μασσαχουσέττης στο Ηπειρωτικό Κογκρέσο, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο να πείσει το Κογκρέσο να εγκρίνει την Διακήρυξη Ανεξαρτησίας των Πολιτειών της Αμερικής το 1776.
Ως εκπρόσωπος του Κογκρέσου στην Ευρώπη, ήταν ένας μεγάλος διαπραγματευτής για την ενδεχόμενη ειρηνευτική συνθήκη με την Μεγάλη Βρετανία, και φέρει την κύρια ευθύνη για τη χορήγηση σημαντικών δανείων από τους Ολλανδούς. Το 1764, ο John Adams παντρεύτηκε την Abigail Smith (1744 - 1818), κόρη του ο αιδεσιμότατου William Smith, στο Γουέιμουθ .Το ζευγάρι είχε πολλά παιδιά, την Abigail (1765 - 1813) την Susanna (1768 - 1770), την Charles (1770 - 1800), τον Thomas Boylston (1772 - 1832) και μια νεκρή κόρη που ήταν μωρό την Elizabeth (1775).
Άμεσα συνδεδεμένος με την εξέγερση των αποικιών είναι ο Βοστονέζος δικηγόρος Τζων Άνταμς, ένας από τους υποτιμημένους ίσως Ιδρυτές Πατέρες (Founding Fathers) των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Μια από τις πρώτες σημαντικές επαφές του Άνταμς με το αγγλικό Στέμμα ήταν σε μια δίκη Άγγλων στρατιωτών που κατηγορούνταν επειδή είχαν πυροβολήσει εναντίον ενός όχλου στην Βοστόνη και είχαν σκοτώσει έναν μεγάλο αριθμό Αμερικανών.
Ο Άνταμς, ενώ ήταν επιφανής Βοστονέζος πατριώτης, ανέλαβε την υπεράσπιση των στρατιωτών, μπροστά σε ένα Αμερικανικό δικαστήριο γεμάτο πολίτες και Αμερικανούς ενόρκους. Ανέλαβε την υπόθεση, σύμφωνα με τα λεγόμενα, επειδή πίστευε βαθιά στην αξία του νόμου, πάνω από συναισθηματισμούς και προσωπικά συμφέροντα. Όχι μόνο την ανέλαβε, αλλά την κέρδισε! Και όχι μόνο την κέρδισε, αλλά συνέχισε να ζει στην Βοστόνη χωρίς ιδιαίτερη ενόχληση από αυτούς που έχασαν παιδιά και φίλους στο συμβάν.
Ο Άνταμς προσωποποιεί την ωριμότητα των Αμερικανών της εποχής, μιας ομάδας ανθρώπων έτοιμης να κυβερνήσει τον εαυτό της, με υψηλά ιδανικά την ελευθερία και τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων. Πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ έγινε ο Ουάσιγκτον, χάρη στην πολύ επιβλητική παρουσία του και βέβαια τις δάφνες της νικηφόρας Αρχιστρατηγίας του. Ο Άνταμς περιορίστηκε στο να γίνει αντιπρόεδρος και μόλις μετά την λήξη των δυο θητειών του Ουάσιγκτον έγινε τελικά ο δεύτερος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ακόμα όμως και αν δεν δόθηκε το όνομα του Άνταμς στην πρωτεύουσα, η συμβολή του ήταν καθοριστική για την μετέπειτα πορεία των ΗΠΑ. Ο λόγος που οι ΗΠΑ δεν έγιναν Μέξικο ή Αργεντινή, που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους λίγο μετά (όπως και η Ελλάδα βέβαια), συνδέεται άμεσα με το κληροδότημα των Ιδρυτών Πατέρων και ειδικά του Άνταμς. Χώρες με τεράστια έκταση και φυσικούς πόρους υπάρχουν πολλές, δεν είχαν όμως όλες το ίδιο σοφούς και στιβαρούς θεσμούς.
Ο Άνταμς άφησε στις ΗΠΑ ένα εξαιρετικό Σύνταγμα, μνημείο αγάπης στα δικαιώματα του ατόμου και πίστης στο ότι ο καθένας δικαιούται να καθορίζει την ζωή του. Άφησε ένα καλά οργανωμένο σύστημα, μια ισορροπημένη πολιτεία με ελέγχους και δικλείδες (checks and balances). Το κυριότερο, άφησε μια νοοτροπία ευνομίας, σεβασμού των νόμων από τους πολίτες και σεβασμού των θεσμών από τους ηγέτες, γερά στερεωμένες αρχές που κανένας δεν μπόρεσε να γκρεμίσει.
Αυτή η νοοτροπία που κληροδοτήθηκε ίσως από τους Άγγλους αλλά καλλιεργήθηκε προσεκτικά από ανθρώπους σαν τον Άνταμς με την προσθήκη ενός βαθύ φιλελευθερισμού, είναι από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα αυτής της χώρας. Ο σεβασμός των νόμων, ακόμα και αν δεν σημαίνει πάντα καλούς νόμους (μην ξεχνάμε ότι η δουλεία παρέμεινε νόμιμη μετά από απαίτηση των νοτίων αποικιών για σχεδόν 100 χρόνια μετά την Επανάσταση) σημαίνει ότι η κοινωνία μπορεί να λειτουργεί καλά. Και οι δυνατοί θεσμοί σημαίνουν ότι οι πολίτες με τον καιρό πετυχαίνουν δίκαιο και σωστό νομικό σύστημα, άξιο σεβασμού.
Ο Άνταμς άφησε στην χώρα την αίσθηση ότι κάθε άνθρωπος έχει θεμελιώδες δικαίωμα να απευθυνθεί στα δικαστήρια και να βρει το δίκιο του, να βάλει τους ηγέτες του να λογοδοτήσουν. Δημιούργησε μια κυρίαρχη κουλτούρα στους πολίτες που λέει ότι το δίκαιο (με την έννοια του fair) έχει μεγάλη αξία. Για μία δεκαετία ανέλαβε διάφορα διπλωματικά καθήκοντα στο Παρίσι, στη Χάγη και στο Λονδίνο, ώσπου το 1789 έγινε αντιπρόεδρος (o πρώτος στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών) και πρόεδρος το 1796, μετά τον Ουάσινγκτον. Από λογοτεχνική άποψη είναι σημαντικές οι Επιστολές του.
Μετά την ήττα του στις εκλογές του 1800, Adams αποσύρθηκε στην πόλη της καταγωγής του, την Μασαχουσέτη, όπου και πέθανε στις 4 Ιουλίου 1826. Πέθανε ακριβώς 50 χρόνια μετά την υπογραφή της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας.των ΗΠΑ. Ο Thomas Jefferson, πέθανε την ίδια ημέρα, λίγες ώρες πριν από τον φίλο του.
ΕΝΑΡΞΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
Το 1764 οι Αμερικανοί αυτοπροσδιορίζονταν ως Βρετανοί υπήκοοι του Βασιλιά Γεωργίου Γ’. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1788 δημιουργούν μια νέα χώρα σφυρηλατημένη με επανάσταση και πόλεμο. Οι αλλαγές ήταν σημαντικές. Δεκατρείς πολιτείες μετατρέπονται σε έναν ενιαίο ανεξάρτητο ομοσπονδιακό κράτος. Ο Βασιλιάς και το Κοινοβούλιο καταργούνται και αντικαθίστανται από τον Πρόεδρο, τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι γυναίκες αποκτούν τα πρώτα τους δικαιώματα, ενώ και για τους μαύρους σκλάβους η επανάσταση έφερε περισσότερες ελευθερίες, ενώ στη Μασαχουσέτη και το Βερμόντ η δουλεία καταργήθηκε οριστικά.
Τα αποτελέσματα της Αμερικανικής επανάστασης ήταν σίγουρα πολλά, ωστόσο ίσως για πολλούς να μην ήταν αρκετά. Στην πραγματικότητα πολλοί από τους στόχους των επαναστατών δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Η Αμερικανική Επανάσταση δεν ήταν μόνο μια σύγκρουση μεταξύ Αμερικανών αποίκων και Βρετανικής Αυτοκρατορίας για την ανεξαρτησία, αλλά ήταν και μια μάχη μεταξύ διαφορετικών αντιλήψεων εντός των επαναστατών. Μια μάχη για το ποιες θα είναι οι δομές για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.
Τα προβλήματα αρχίζουν στο τέλος του «Επταετούς Πολέμου» (1756 - 1763). Οι Βρετανοί νικούν τους Γάλλους, ενώ στα πεδία των μαχών του «Νέου Κόσμου» είχαν και την υποστήριξη των Αμερικανών αποίκων, που συμμετείχαν ως παραστρατιωτικές ομάδες στο πλευρό των «Red Coat». Με τη λήξη του πολέμου η Βρετανική Αυτοκρατορία φαίνεται με την επικράτησή της να έχει πετύχει κάτι περισσότερο από μια στρατιωτική νίκη. Από τη μία έδινε τέλος στη Γαλλική απειλή στη βόρεια Αμερική και από την άλλη φαίνεται πως έχει και την υποστήριξη των Αμερικανών αποίκων.
Τα προβλήματα αρχίζουν στο τέλος του «Επταετούς Πολέμου» (1756 - 1763). Οι Βρετανοί νικούν τους Γάλλους, ενώ στα πεδία των μαχών του «Νέου Κόσμου» είχαν και την υποστήριξη των Αμερικανών αποίκων, που συμμετείχαν ως παραστρατιωτικές ομάδες στο πλευρό των «Red Coat». Με τη λήξη του πολέμου η Βρετανική Αυτοκρατορία φαίνεται με την επικράτησή της να έχει πετύχει κάτι περισσότερο από μια στρατιωτική νίκη. Από τη μία έδινε τέλος στη Γαλλική απειλή στη βόρεια Αμερική και από την άλλη φαίνεται πως έχει και την υποστήριξη των Αμερικανών αποίκων.
Όμως ο «Επταετής Πόλεμος» είχε και ένα υψηλό κόστος για την Βρετανική Αυτοκρατορία το οποίο θα έπρεπε κάποιος να πληρώσει και προφανώς αυτός ο «κάποιος» σε καμία περίπτωση δεν ήταν η άρχουσα τάξη. Με λίγα λόγια η «Απόφαση για τη Ζάχαρη» του 1764, η Stamp Act του 1765, οι φόροι Townshend που επιβλήθηκαν το 1767 και η «Απόφαση για το Τσάι» του 1773 σήμαιναν ουσιαστικά την μετάγγιση του Αμερικανικού πλούτου στην Αμερικανική άρχουσα τάξη.
Οι Αμερικανοί άποικοι συνέχισαν να πληρώνουν τη Βρετανική Αυτοκρατορία και αναπόφευκτα επήλθε η οικονομική στασιμότητα αρχικά και στη συνέχεια η υπανάπτυξη. Η εν λόγω εξέλιξη ήταν αντίθετη με το σύνθημα «Καμία φορολογία αν δεν υπάρχει αντιπροσώπευση». Έτσι οι Αμερικανοί άποικοι απαιτούν το δικαίωμα της συμμετοχής στις αποφάσεις. Μεταξύ του 1764 και του 1775 οι αντιδράσεις εναντίον της Βρετανικής φορολόγησης εντείνονται.
Αν και μόλις ένας στους είκοσι Αμερικανούς αποίκους ζούσε σε πόλη, ωστόσο σταδιακά διαμορφώνεται ένα μαζικό κίνημα αντίστασης εναντίον των φόρων που επέβαλε η Βρετανική Αυτοκρατορία. Τα πρώτα επεισόδια ξεσπούν και οι κατά τόπους συνεργάτες των Βρετανών τρομοκρατούνται. Σε ορισμένες περιπτώσεις Βρετανικά διοικητικά κτίρια καταστρέφονται. Μια μερίδα της κοινωνίας ξεκινάει και το μποϋκοτάζ, ενώ οι σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ακτιβιστικού κινήματος οργανώνονται στους «Υιούς της Ελευθερίας».
Οι Αμερικανοί άποικοι συνέχισαν να πληρώνουν τη Βρετανική Αυτοκρατορία και αναπόφευκτα επήλθε η οικονομική στασιμότητα αρχικά και στη συνέχεια η υπανάπτυξη. Η εν λόγω εξέλιξη ήταν αντίθετη με το σύνθημα «Καμία φορολογία αν δεν υπάρχει αντιπροσώπευση». Έτσι οι Αμερικανοί άποικοι απαιτούν το δικαίωμα της συμμετοχής στις αποφάσεις. Μεταξύ του 1764 και του 1775 οι αντιδράσεις εναντίον της Βρετανικής φορολόγησης εντείνονται.
Αν και μόλις ένας στους είκοσι Αμερικανούς αποίκους ζούσε σε πόλη, ωστόσο σταδιακά διαμορφώνεται ένα μαζικό κίνημα αντίστασης εναντίον των φόρων που επέβαλε η Βρετανική Αυτοκρατορία. Τα πρώτα επεισόδια ξεσπούν και οι κατά τόπους συνεργάτες των Βρετανών τρομοκρατούνται. Σε ορισμένες περιπτώσεις Βρετανικά διοικητικά κτίρια καταστρέφονται. Μια μερίδα της κοινωνίας ξεκινάει και το μποϋκοτάζ, ενώ οι σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ακτιβιστικού κινήματος οργανώνονται στους «Υιούς της Ελευθερίας».
Η οργάνωση εξαπλώνεται σε τουλάχιστον δεκαπέντε πόλεις και τα επεισόδια επεκτείνονται κάποιες φορές μάλιστα οι συγκρούσεις είναι σφοδρές και αιματηρές. Αρχικά οι Βρετανοί φαίνεται να τηρούν μια περισσότερο παθητική στάση στις αναταραχές, ωστόσο η οριστική ρήξη σημειώνεται όταν το 1773 ακτιβιστές, που παρουσιάζονται ως ιθαγενείς Αμερικανοί, αδειάζουν στη θάλασσα όλες τις ποσότητες του τσαγιού που είχαν φορτωθεί σ' ένα πλοίο της «East India Company».
Η Βρετανία δεν άφησε αναπάντητη την εν λόγω δράση και στέλνει στρατεύματα για να καταστείλουν τους εξεγερμένους επιβάλλοντας το νόμο της Αυτοκρατορίας. Αίτημα του θρόνου ήταν οι δράστες να μεταφερθούν στο Λονδίνο για δίκη. Την ίδια στιγμή το Κογκρέσο, το οποίο αποτελούνταν από εκπροσώπους δεκατριών πολιτειών, η οποίοι ήταν μεγαλογαιοκτήμονες και έμποροι, αποφάσισε να συνεχίσει το μποϋκοτάζ τσαγιού. Την απόφαση θα προωθούσαν οι τοπικές επιτροπές, ενώ η πολιτοφυλακή κινητοποιείται για να υποστηρίξει την εν λόγω απόφαση.
Η «Επανάσταση της Ελίτ» σύντομα εξελίσσεται σε «Επανάσταση της Μεσαίας Τάξης». Η επανάσταση απαιτεί μαζική δράση για τη υποστήριξη των ριζοσπαστικών αιτημάτων. Η ελίτ έχει πολλά να χάσει και ο φόβος τους αποτελεί τροχοπέδη στην προώθηση επαναστατικότερων δράσεων, καθώς είναι εξαρτώμενη από το εκάστοτε οικονομικό σύστημα και το κέρδος που αυτό τους παρέχει. Αυτό όμως δεν συμβαίνει για τις υπόλοιπες τάξεις. Το «τέχνασμα» λοιπόν της Αμερικανικής ελίτ είναι να συμβαδίσει με το κίνημα και ίσως με αυτόν τον τρόπο να μπορούσε να περιορίσει τη δυναμική του κατευνάζοντας τις αντιδράσεις.
Όπως ανέφερε ο Νεοϋορκέζος γαιοκτήμονας και δικηγόρος Robert Livingston «δεν γίνεται να κολυμπήσεις αντίθετα σε ένα ρεύμα που δεν μπορείς να το σταματήσεις και που εξελίσσεται σε χείμαρρο». Το ζήτημα, όπως σημείωνε, είναι αν μπορείς να το κατευθύνεις. Έτσι η ελίτ ωθείται σε επανάσταση από τα κάτω με το Κογκρέσο πλέον να προετοιμάζει την επόμενη ημέρα. Πλέον κάθε πόλη, κάθε περιοχή πρέπει πλέον να πάρει μια οριστική απόφαση:
Είτε τάσσεται με τους πολιτικούς και στρατιωτικούς διοικητές του Βασιλιά είτε με το κίνημα όπως αυτό προωθείται από το Κογκρέσο. Στην ουσία η επανάσταση πραγματοποιείται με αυτές τις δύο επιλογές. «Δυαδική Εξουσία», δύο αντίπαλες αρχές διεκδικούν την εξουσία και η πολιτική υποταγή είναι αδιαμφισβήτητη. Ο καθένας θα πρέπει πλέον να επιλέξει σε ποια εξουσία θα υποταχθεί και ο καθένας θα πρέπει να λάβει μέρος. Οι πρώτες σφαίρες πέφτουν στο Lexington στη Μασαχουσέτη στις 19 Απριλίου του 1775.
Στρατιώτες των Βρετανών (Red Coats) σκοτώνουν οκτώ Αμερικανούς άνδρες της πολιτοφυλακής και τραυματίζουν ακόμα δέκα. Ο πόλεμος είχε μόλις αρχίσει και ο Βρετανικός στρατός βρέθηκε πολιορκούμενος στη Βοστόνη. Οι πολιτοφυλακές σύντομα συμπληρώνονται από έναν «Ηπειρωτικό Στρατό», ο οποίος χρηματοδοτείται από το Κογκρέσο και διοικείται από τον George Washington. Αυτό το σώμα θα εξελιχθεί στην στρατιωτική έκφραση των εμβρυϊκών ΗΠΑ. Οι πολιτοφυλακές υπερασπίζονται τις περιοχές τους, αλλά ο «Ηπειρωτικός Στρατός» διεξάγει έναν εθνικό πόλεμο.
Ο Βρετανικός στρατός κερδίζει τις περισσότερες μάχες, εκτός σημαντικών εξαιρέσεων όπως οι μάχες στη Saratoga το 1777 και στη Yorktown το 1781, ωστόσο ο πόλεμος χάνεται. Αυτή η αντίφαση οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους.
- Ο πρώτος είναι ο γεωγραφικός. Οι Αμερικανικές αποικίες αποτελούνται από τεράστιες εκτάσεις αχαρτογράφητων ερήμων. Αυτές ουσιαστικά οδήγησαν σε μια σημαντική υλικοτεχνική επιβάρυνση των Βρετανών και παράλληλα αποτέλεσαν ιδανικά εδάφη για την αντίσταση των επαναστατών.
- Δεύτερον, οι επαναστάτες έχουν σημαντική υποστήριξη από τη Γαλλία, η οποία σε πρώτη φάση τους προμηθεύει με όπλα και στη συνέχεια πραγματοποιεί στρατιωτικές επιχειρήσεις τόσο στη ξηρά όσο και στη θάλασσα. Αποτέλεσμα ήταν μεγάλο μέρος των Βρετανικών δυνάμεων να πρέπει να απασχολείται στη διατήρηση της ευάλωτης θαλάσσιας γραμμής τροφοδοσίας.
- Τρίτον, οι επαναστάτες οργανώθηκαν πολιτικά και στρατιωτικά για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Ο πυρήνας των επαναστατών κυριαρχούσε στις τοπικές επιτροπές και τις πολιτοφυλακές. Αντίθετα οι Βρετανοί μπορούσαν να ελέγξουν περιοχές μόνο με την παρουσία του στρατού.
Ωστόσο το Σύνταγμα του 1788 δεν κατοχυρώνει μια «ριζοσπαστική δημοκρατία» και μία «ηθική οικονομία», παρά μόνο την ιδιοκτησία, την ελεύθερη αγορά και τα συμφέροντα της ελίτ των γαιοκτημόνων, των εμπόρων και των τραπεζιτών. Η αστική επανάσταση έμεινε ημιτελής. Λιγότερο από έναν αιώνα αργότερα εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανοί θα σκοτωθούν στα πεδία των μαχών ενός ακόμα μεγαλύτερου πολέμου, αυτή τη φορά εμφυλίου, για το δικαίωμα της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων.
Η Αμερικανική Επανάσταση αποτέλεσε ουσιαστικά την έναρξη μιας νέας εποχής μίας παγκόσμιας επανάστασης. Ένα έτος μετά την επικύρωση του Συντάγματος των ΗΠΑ, οι Παριζιάνοι εισέβαλαν στη Βαστίλη και η Γαλλική Επανάσταση είχε ξεκινήσει.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΩΝ Η.Π.Α
Με τον όρο Αμερικανική Επανάσταση ή Πόλεμος της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ ορίζεται ο πόλεμος μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των 13 αποικιών της στην Αμερικανική ήπειρο (1775 - 1783). Ο ένοπλος αγώνας των αποικιών εναντίον της καταπιεστικής μητρόπολης ήταν η κορύφωση των πολιτικών διεργασιών του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Οι Άγγλοι φορολογούσαν βαριά τις αποικίες τους, γεγονός που προκαλούσε τη δυσφορία των κατοίκων, ιδιαίτερα των πλουσιότερων οι οποίοι ήθελαν να ξεφύγουν από την οικονομική κηδεμονία της Μεγάλης Βρετανίας.
Η δυσφορία για τα φορολογικά μέτρα αρχικά αλλά κυρίως για τον φόρο του τσαγιού που διατηρήθηκε για λόγους γοήτρου έπειτα τις πρώτες αντιδράσεις των αποίκων, οδήγησε τους Αμερικανούς όχι μόνο να σταματήσουν να αγοράζουν τσάι αλλά να καταστρέψουν και μεγάλα φορτίου τσαγιού, πετώντας τα στην θάλασσα, στο λιμάνι της Βοστόνης στις 16 Δεκεμβρίου 1773. Οι Άγγλοι αντέδρασαν στέλνοντας 4.000 στρατιώτες να καταλάβουν την Βοστόνη.
Όταν Αγγλικές δυνάμεις στάλθηκαν για να πάρουν στρατιωτικό υλικό από την πόλη Κόνκορντ της Μασαχουσέτης στις 19 Απριλίου 1775, συνάντησαν αντίσταση από την πολιτοφυλακή της Μασαχουσέτης στο Λέξινγκτον και έπειτα στο Κόνκορντ. Οι Αμερικανοί κατάφεραν να σταματήσουν τους Άγγλους και να τους αναγκάσουν να γυρίσουν πίσω στη Βοστόνη έχοντας βαριές απώλειες. Η σύγκρουση είχε αρχίσει. Στη συνέχεια, όλες οι αποικίες συγκέντρωσαν τις πολιτοφυλακές τους και τις έστειλαν στη Βοστόνη.
Οι Αμερικανικές δυνάμεις περικύκλωσαν την Βοστόνη από Βορρά, Νότο και Δύση, όμως άφησαν το λιμάνι υπό Αγγλικό έλεγχο, με αποτέλεσμα να έρθουν ενισχύσεις και πολεμοφόδια. Ακολούθησαν πολλές μάχες μεταξύ του Ηπειρωτικού στρατού των επαναστατημένων αποικιών, του οποίου αρχιστράτηγος ορίστηκε ο Τζωρτζ Ουάσινγκτον, και των Αγγλικών δυνάμεων. Η πολιορκία έληξε στις 17 Μαρτίου 1776 με νίκη των αποικιακών δυνάμεων και εκκένωση της πόλης από τους Άγγλους.
Στις 4 Ιουλίου 1776 συγκαλείται συνέλευση των Αμερικανών στη Φιλαδέλφεια, όπου ψηφίζεται η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η οποία στηρίζεται στις πολιτικές ιδέες του Διαφωτισμού. Πρωταγωνιστές στη σύνταξη της Διακήρυξης υπήρξαν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Τόμας Τζέφερσον. Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν ο πόλεμος γενικεύθηκε. Οι Άγγλοι έστελναν συνεχώς ενισχύσεις και οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να κρατήσουν την επανάσταση ζωντανή. Η Γαλλία έστειλε οικονομική ενίσχυση στους επαναστατημένους Αμερικανούς καθώς και στρατεύματα.
Στις 4 Ιουλίου 1776 συγκαλείται συνέλευση των Αμερικανών στη Φιλαδέλφεια, όπου ψηφίζεται η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η οποία στηρίζεται στις πολιτικές ιδέες του Διαφωτισμού. Πρωταγωνιστές στη σύνταξη της Διακήρυξης υπήρξαν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Τόμας Τζέφερσον. Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν ο πόλεμος γενικεύθηκε. Οι Άγγλοι έστελναν συνεχώς ενισχύσεις και οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να κρατήσουν την επανάσταση ζωντανή. Η Γαλλία έστειλε οικονομική ενίσχυση στους επαναστατημένους Αμερικανούς καθώς και στρατεύματα.
Ο Αγγλικός στρατός, υπό την ηγεσία του στρατηγού Κορνουάλις, τελικά παραδόθηκε στο Γιόρκταουν της Βιρτζίνια στις 19 Οκτωβρίου 1781. Ο πόλεμος έληξε επίσημα με την συνθήκη του Παρισιού στις 3 Σεπτεμβρίου 1783, με την οποία η Αγγλία παραχωρούσε τα εδάφη της στις ΗΠΑ. Τα τελευταία Αγγλικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την ήπειρο στις 25 Νοεμβρίου 1783.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΙΚΙΩΝ
Κατά την περίοδο 1607 - 1732 δημιουργήθηκαν στα ανατολικά παράλια της Βορείου Αμερικής 13 αποικίες υπό Αγγλικό έλεγχο. Οι άποικοι ήταν κυρίως Άγγλοι, αλλά και Γάλλοι, Γερμανοί και Σουηδοί. Τεχνίτες και κατεστραμμένοι μικροεπιχειρηματίες, θύματα θρησκευτικών διώξεων αλλά και κατάδικοι, όλοι αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Οι αποικίες του βορρά είχαν, του 1763, 1.000.000 περίπου κατοίκους, από τους οποίους 40.000 περίπου ήσαν μαύροι σκλάβοι.
Σε οικονομικές συνθήκες παρόμοιες με εκείνες της δυτικής Ευρώπης είχε αναπτυχθεί μια δυναμική αγροτική οικονομία, ενώ άκμαζε το εμπόριο με κέντρα τις μεγάλες πόλεις Βοστόνη, Νέα Υόρκη και Φιλαδέλφεια. Τα πρώτα πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Γέιλ, Πρίνστον) ήταν χώροι διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού. Οι αποικίες του νότου είχαν, το 1763, 750.000 περίπου κάτοικους, 300.000 περίπου από αυτούς ήταν μαύροι σκλάβοι. Η οικονομία βασιζόταν στις μεγάλες φυτείες καπνού, ρυζιού και βαμβακιού. Οι ιδιοκτήτες των φυτειών ήταν αποκλειστικά Ευρωπαίοι άποικοι, οι οποίοι και δέσποζαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Οι γη καλλιεργούταν από μαύρους σκλάβος που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Οι μεγάλες πόλεις ήταν λίγες. Κάθε πολιτεία διοικούταν από έναν κυβερνήτη, που διοριζόταν από την Αγγλία. Παράλληλα, υπήρχε μια συνέλευση αποίκων που είχε λόγο στην ψήφιση νόμων και στην έγκριση φόρων. Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην συνέλευση αυτή είχαν μόνο ορισμένοι από τους πλούσιους αποίκους. Οι άποικοι δεν εκπροσωπούνταν στο αγγλικό κοινοβούλιο. Επίσης, το εξωτερικό εμπόριο των αποικιών ελεγχόταν πλήρως από την Αγγλία.
Η ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Η γρήγορη ανάπτυξη των αποικιών έκανε πολλούς αποίκους, ιδίως τους πλουσιότερους, να δυσφορούν για την οικονομική κηδεμονία της Αγγλίας. Μετά τον Επταετή Πόλεμο των ετών 1756 - 1763, η Αγγλία όχι μόνο απαγόρευσε στους Αμερικανούς να εκμεταλλευτούν τον Καναδά και τη Φλόριντα, που μόλις είχε καταλάβει, αλλά και απαίτησε από αυτούς νέους φόρους για να καλύψει ένα μέρος των πολεμικών δαπανών. Οι άποικοι αντέδρασαν σταματώντας να αγοράζουν Αγγλικά προϊόντα. Η Αγγλία κατάργησε τους περισσότερους νέους φόρους, αλλά διατήρησε, ίσως για λόγους γοήτρου, τον φόρο στο τσάι.
Οι άποικοι, ωστόσο, ήταν ανένδοτοι, όχι μόνο σταμάτησαν να αγοράζουν τσάι από την Αγγλία αλλά και προχώρησαν στην καταστροφή Αγγλικών φορτίων τσαγιού. Αντιδρώντας, η Αγγλία επέβαλε εμπορικούς περιορισμούς στο λιμάνι της Βοστόνης. Τότε, οι Αμερικάνοι συγκάλεσαν το Κογκρέσο (συνέλευση) της Φιλαδέλφειας το Σεπτέμβριο του 1774, στο οποίο συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των αποικιών. Ενώ, όμως, η πλειοψηφία του Κογκρέσου έδειχνε διάθεση συμβιβασμού, ο Άγγλος Βασιλιάς Γεώργιος Γ’ διάλεξε την ένοπλη σύγκρουση.
Η νίκη των Αμερικανικών δυνάμεων στη μάχη του Λέξινγκτον τον Απρίλιο του 1775 σήμανε την οριστική ρήξη. Παράλληλα κυκλοφορούσαν μαχητικά φυλλάδια, γραμμένα από ριζοσπάστες διανοούμενους οπαδούς του Διαφωτισμού, όπως ο Τόμας Πέιν, που υποστήριζαν ότι η Αγγλία δε δικαιούταν να ασκεί εξουσία στις αποικίες. Την ίδια στιγμή, καθώς οι άποικοι συνειδητοποιούσαν τα κοινά τους στοιχεία, γεννιόταν η Αμερικανική εθνική συνείδηση.
Στο πλαίσιο αυτό, το Κογκρέσο της Φιλαδέλφειας ψήφισε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 4 Ιουλίου το 1776, ένα κείμενο που απηχούσε τις ιδέες του Διαφωτισμού και είχε συνταχθεί από τους Τόμας Τζέφερσον και Βενιαμίν Φραγκλίνο. Ο πόλεμος που ακολούθησε έμεινε γνωστός ως Αμερικανική Επανάσταση ή Πόλεμος της Ανεξαρτησίας. Αρχικά, οι Αμερικάνοι, με αρχιστράτηγο τον Τζορτζ Ουάσινγκτον, αντιμετώπισαν προβλήματα.
Μετά το 1778, όμως, εκμεταλλευόμενοι τις αντιθέσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, σύναψαν συμμαχίες με τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ολλανδία, οι οποίες επιδίωκαν τον περιορισμό της Αγγλίας. Η άφιξη Γαλλικών στρατευμάτων στην Αμερική επηρέασε την έκβαση της σύγκρουσης. Η ήτα των Άγγλων στη μάχη του Γιόρκταουν, τον Οκτώβριο του 1781, σήμανε και το τέλος του πολέμου.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΙΚΙΩΝ
Κατά την περίοδο 1607 - 1732 δημιουργήθηκαν στα ανατολικά παράλια της Βορείου Αμερικής 13 αποικίες υπό Αγγλικό έλεγχο. Οι άποικοι ήταν κυρίως Άγγλοι, αλλά και Γάλλοι, Γερμανοί και Σουηδοί. Τεχνίτες και κατεστραμμένοι μικροεπιχειρηματίες, θύματα θρησκευτικών διώξεων αλλά και κατάδικοι, όλοι αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Οι αποικίες του βορρά είχαν, του 1763, 1.000.000 περίπου κατοίκους, από τους οποίους 40.000 περίπου ήσαν μαύροι σκλάβοι.
Σε οικονομικές συνθήκες παρόμοιες με εκείνες της δυτικής Ευρώπης είχε αναπτυχθεί μια δυναμική αγροτική οικονομία, ενώ άκμαζε το εμπόριο με κέντρα τις μεγάλες πόλεις Βοστόνη, Νέα Υόρκη και Φιλαδέλφεια. Τα πρώτα πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Γέιλ, Πρίνστον) ήταν χώροι διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού. Οι αποικίες του νότου είχαν, το 1763, 750.000 περίπου κάτοικους, 300.000 περίπου από αυτούς ήταν μαύροι σκλάβοι. Η οικονομία βασιζόταν στις μεγάλες φυτείες καπνού, ρυζιού και βαμβακιού. Οι ιδιοκτήτες των φυτειών ήταν αποκλειστικά Ευρωπαίοι άποικοι, οι οποίοι και δέσποζαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Οι γη καλλιεργούταν από μαύρους σκλάβος που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Οι μεγάλες πόλεις ήταν λίγες. Κάθε πολιτεία διοικούταν από έναν κυβερνήτη, που διοριζόταν από την Αγγλία. Παράλληλα, υπήρχε μια συνέλευση αποίκων που είχε λόγο στην ψήφιση νόμων και στην έγκριση φόρων. Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην συνέλευση αυτή είχαν μόνο ορισμένοι από τους πλούσιους αποίκους. Οι άποικοι δεν εκπροσωπούνταν στο αγγλικό κοινοβούλιο. Επίσης, το εξωτερικό εμπόριο των αποικιών ελεγχόταν πλήρως από την Αγγλία.
Η ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Η γρήγορη ανάπτυξη των αποικιών έκανε πολλούς αποίκους, ιδίως τους πλουσιότερους, να δυσφορούν για την οικονομική κηδεμονία της Αγγλίας. Μετά τον Επταετή Πόλεμο των ετών 1756 - 1763, η Αγγλία όχι μόνο απαγόρευσε στους Αμερικανούς να εκμεταλλευτούν τον Καναδά και τη Φλόριντα, που μόλις είχε καταλάβει, αλλά και απαίτησε από αυτούς νέους φόρους για να καλύψει ένα μέρος των πολεμικών δαπανών. Οι άποικοι αντέδρασαν σταματώντας να αγοράζουν Αγγλικά προϊόντα. Η Αγγλία κατάργησε τους περισσότερους νέους φόρους, αλλά διατήρησε, ίσως για λόγους γοήτρου, τον φόρο στο τσάι.
Οι άποικοι, ωστόσο, ήταν ανένδοτοι, όχι μόνο σταμάτησαν να αγοράζουν τσάι από την Αγγλία αλλά και προχώρησαν στην καταστροφή Αγγλικών φορτίων τσαγιού. Αντιδρώντας, η Αγγλία επέβαλε εμπορικούς περιορισμούς στο λιμάνι της Βοστόνης. Τότε, οι Αμερικάνοι συγκάλεσαν το Κογκρέσο (συνέλευση) της Φιλαδέλφειας το Σεπτέμβριο του 1774, στο οποίο συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των αποικιών. Ενώ, όμως, η πλειοψηφία του Κογκρέσου έδειχνε διάθεση συμβιβασμού, ο Άγγλος Βασιλιάς Γεώργιος Γ’ διάλεξε την ένοπλη σύγκρουση.
Η νίκη των Αμερικανικών δυνάμεων στη μάχη του Λέξινγκτον τον Απρίλιο του 1775 σήμανε την οριστική ρήξη. Παράλληλα κυκλοφορούσαν μαχητικά φυλλάδια, γραμμένα από ριζοσπάστες διανοούμενους οπαδούς του Διαφωτισμού, όπως ο Τόμας Πέιν, που υποστήριζαν ότι η Αγγλία δε δικαιούταν να ασκεί εξουσία στις αποικίες. Την ίδια στιγμή, καθώς οι άποικοι συνειδητοποιούσαν τα κοινά τους στοιχεία, γεννιόταν η Αμερικανική εθνική συνείδηση.
Στο πλαίσιο αυτό, το Κογκρέσο της Φιλαδέλφειας ψήφισε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 4 Ιουλίου το 1776, ένα κείμενο που απηχούσε τις ιδέες του Διαφωτισμού και είχε συνταχθεί από τους Τόμας Τζέφερσον και Βενιαμίν Φραγκλίνο. Ο πόλεμος που ακολούθησε έμεινε γνωστός ως Αμερικανική Επανάσταση ή Πόλεμος της Ανεξαρτησίας. Αρχικά, οι Αμερικάνοι, με αρχιστράτηγο τον Τζορτζ Ουάσινγκτον, αντιμετώπισαν προβλήματα.
Μετά το 1778, όμως, εκμεταλλευόμενοι τις αντιθέσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, σύναψαν συμμαχίες με τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ολλανδία, οι οποίες επιδίωκαν τον περιορισμό της Αγγλίας. Η άφιξη Γαλλικών στρατευμάτων στην Αμερική επηρέασε την έκβαση της σύγκρουσης. Η ήτα των Άγγλων στη μάχη του Γιόρκταουν, τον Οκτώβριο του 1781, σήμανε και το τέλος του πολέμου.
ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
Η τυπική εικόνα του Αμερικανού αποίκου ως ενός συνεχώς μετακινούμενου στον χώρο ανθρώπου προς αναζήτηση της «γης της επαγγελίας του» στην απεραντοσύνη της αμερικανικής ηπείρου, απέχει από την πραγματικότητα που επικρατούσε στις Αποικίες τον 17ο και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων εγκαθίσταντο στις Βρετανικές Αποικίες της Βορείου Αμερικής κινήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς πέρα από το γνώριμο περιβάλλον της ανατολικής ακτογραμμής.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αυξημένη γεννητικότητα των οικογενειών στις Αποικίες, δημιούργησε το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα εκρηκτικές καταστάσεις. Ενώ την περίοδο των πρώτων εγκαταστάσεων οι άποικοι διέθεταν κατά μέσο όρο 100 με 200 ακρ γης, το τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα η διαθέσιμη γη στις περισσότερες περιοχές της Νέας Αγγλίας είχε μειωθεί στα 40 ακρ. Η πτώση στη μέση έκταση των κατεχόμενων κτημάτων υποδηλώνει μια σταδιακή διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Όπως δείχνουν διαθέσιμες μελέτες σχετικές με την κατανομή της γης και των εισοδημάτων στις Βρετανικές Αποικίες της Β. Αμερικής τον 17ο και 18ο αιώνα, στο τέλος της αποικιακής περιόδου οι εύποροι άποικοι ήταν πλουσιότεροι και πιο πολυάριθμοι από το παρελθόν, αλλά και οι πένητες ήταν φτωχότεροι και περισσότεροι από το παρελθόν. Η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων περιόριζε τις ευκαιρίες για τη συμμετοχή των «κατώτερων τάξεων» στην πολιτική.
Οι συζητήσεις για τα προσόντα των εκλογέων, που χαρακτηρίζουν την πολιτική ιστορία της Μασαχουσέτης –και άλλων Αποικιών– το τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα απηχούν αυτήν την ανησυχία των φτωχότερων για ενδεχόμενο αποκλεισμό τους από την πολιτική. Πράγματι, οι εκτιμήσεις για το φορολογητέο εισόδημα στην κομητεία του Σάφολκ για το 1786 αποκαλύπτουν ότι οι κάτοικοι των πόλεων σε ποσοστό 20% δεν είχαν επαρκή ιδιοκτησία ώστε με βάση το Σύνταγμα του 1780 να έχουν δικαίωμα ψήφου στις πολιτειακές εκλογές.
Απ’ αυτήν την άποψη η επέκταση των ΗΠΑ προς τη Δύση «στερέωσε την εικόνα που είχε σχηματιστεί για την Αμερική ότι είναι η γη της κινητικότητας και των ευκαιριών σε μια εποχή που άρχιζε να μην είναι τίποτε από αυτά τα δύο». Εάν η αύξηση του αποικιακού πληθυσμού το πρώτο μισό του 17ου αιώνα είχε ως κινητήριο μοχλό τη μετανάστευση, η μεγάλη δημογραφική άνοδος τον 18ο αιώνα τροφοδοτήθηκε κυρίως από την υψηλή γεννητικότητα. Το 1607, όταν δημιουργήθηκε η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση στη Βιρτζίνια, η Αγγλία είχε 4,3 εκ. κατοίκους.
Μισόν αιώνα αργότερα ο πληθυσμός της είχε φτάσει στα 5,2 εκ., ενώ στο τέλος του αιώνα, έπειτα από μια σειρά επιδημίες και κακές σοδειές, είχε περιοριστεί στα 5 εκ. κατοίκους. Στη διάρκεια, πάντως, του 18ου αιώνα τα δημογραφικά μεγέθη θα ανακάμψουν: Ο Αγγλικός πληθυσμός ανήλθε στα 5,7 εκ. το 1750, στα 6,7 εκ. το 1775 και στα 8,6 εκ. το 1800. Την ίδια περίοδο οι Αποικίες αναπτύσσονταν με γρηγορότερους ρυθμούς. Από τους 300 κατοίκους του Τζέιμσταουν της Βιρτζίνια το 1610, οι άποικοι είχαν ήδη φθάσει τους 50.000 το 1650 και είχαν ξεπεράσει τους 250.000 το 1700.
Μισόν αιώνα αργότερα, οι κάτοικοι στις Αποικίες ξεπερνούσαν το 1,2 εκ. και τις παραμονές της Επανάστασης τα 2,4 εκ. Το 1800 ο πληθυσμός των Ηνωμένων, πλέον, Πολιτειών της Αμερικής ανερχόταν σε 5,3 εκ. Η πλειοψηφία των αποίκων ήταν νέοι, άνδρες, ηλικίας 20 έως 30 ετών. Το 1625 το 48,9% του πληθυσμού της Βιρτζίνια ανήκε σ’ αυτήν την κατηγορία, ενώ η αναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών ήταν 4,3 προς 1. Στα μέσα του 18ου αιώνα οι γυναίκες παντρεύονταν συνήθως στην ηλικία των 19 έως 22 ετών –η τάση για πρώιμο γάμο ήταν εντονότερη στον Νότο– έναντι των 25 - 26 ετών, που ήταν η ηλικία γάμου για τις γυναίκες στην Αγγλία.
Πάντως, περί τα τέλη της αποικιακής περιόδου, όταν η υψηλή γεννητικότητα αποτελούσε τον καθοριστικό παράγοντα στην κατανομή της ηλικίας και του φύλου, η αναλογία μεταξύ των δύο φύλων ήταν πιο ισορροπημένη. Η πρώτη εθνική στατιστική των ΗΠΑ κατέδειξε ότι το 1790 στο σύνολο του πληθυσμού το 51% ήταν άρρενες και ότι η μέση Αμερικανική οικογένεια αποτελούνταν από 5,7 ελεύθερα άτομα (7 με την συμπερίληψη των δούλων). Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πληθυσμού ζούσε σε αγροτικές κοινότητες ενώ μόνο το 5% διέμενε σε πόλεις με περισσότερους από 8.000 κατοίκους.
Αστικά κέντρα όπως η Νέα Υόρκη και η Φιλαδέλφεια συγκέντρωναν ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα το 25 - 30% του συνολικού πληθυσμού της αποικίας της Νέας Υόρκης και της Πενσυλβανίας αντίστοιχα, αν και καμία αποικιακή πόλη δεν μπορούσε να συγκριθεί με το Λονδίνο που συγκέντρωνε, ήδη από το 1700, το 11,5% του συνολικού πληθυσμού της Αγγλίας. Στα μέσα του 18ου αιώνα η Βοστόνη, η μεγαλύτερη Αμερικανική πόλη με πληθυσμό 15.000 κατοίκων, ήταν η όγδοη μεγαλύτερη πόλη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1800, πάντως, η Νέα Υόρκη και η Φιλαδέλφεια, που ξεπερνούσαν ήδη τις 60.000, μπορούσαν να συγκριθούν με τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Αγγλίας – μόνο το Λονδίνο, το Μάντσεστερ, το Λίβερπουλ και το Μπέρμιγχαμ είχαν περισσότερο πληθυσμό. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος (Benjamin Franklin, 1706 - 1790) απέδωσε τη μεγάλη άνοδο του αποικιακού πληθυσμού στα μέσα του 18ου αιώνα στις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες του Νέου Κόσμου –ιδιαίτερα στη διαθέσιμη γη– οι οποίες ενθάρρυναν τους πρώιμους γάμους.
Εκτιμώντας ότι σε κάθε γάμο που γινόταν στην Ευρώπη αντιστοιχούσαν δύο γάμοι στις Αποικίες και σε κάθε τέσσερις γεννήσεις στην Ευρώπη αντιστοιχούσαν οκτώ γεννήσεις στις Αποικίες, προέβλεψε, όχι αυθαίρετα, τον διπλασιασμό του πληθυσμού των Αποικιών κάθε είκοσι χρόνια. Ο Φραγκλίνος, πάντως, δεν θεωρούσε ότι η μετανάστευση συνέβαλλε ιδιαίτερα στην άνοδο του πληθυσμού και υποβάθμιζε τη σημασία των εκτός της Αγγλίας μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Αμερική.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι στις αρχές της Αμερικανικής Επανάστασης μόνο το ήμισυ των αποίκων είχαν αγγλικές ρίζες –το άλλο μισό αποτελούνταν από Γερμανούς, Ιρλανδούς, Σκωτσέζους, και δούλους από την Αφρική. Οι τελευταίοι, παρά την αυξημένη θνησιμότητά τους και τις δυσμενείς για τη φυσική αναπαραγωγή εργασιακές συνθήκες στις οποίες υποβάλλονταν, θα ακολουθήσουν μετά το 1740 τη γενική αυξητική τάση που χαρακτήριζε τον λευκό πληθυσμό, φθάνοντας να αποτελούν, το 1770, το 20% του συνολικού πληθυσμού των Αποικιών.
Ο ιστορικός Eric Foner μας υπενθυμίζει ότι η κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων στην αποικιακή Αμερική δεν προϋποθέτει μόνο τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα σε ελεύθερη εργασία και δουλεία –μια διάζευξη η οποία έγινε αισθητή το πρώτο μισό του 19ου αιώνα– αλλά επιπλέον τη μελέτη των ενδιάμεσων βαθμίδων μεταξύ ελευθερίας και δουλείας που χαρακτήριζαν τις εργασιακές σχέσεις της περιόδου.
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, οι μισθωτοί εργάτες συνυπήρχαν στις Αποικίες «με τους υπηρέτες με σύμβαση χρόνου («indenture servants»), τους μαθητευόμενους, τους οικιακούς εργάτες που πληρώνονταν συνήθως σε είδος, τους ναύτες που στρατολογούνταν βίαια στο Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό και σε ορισμένες περιοχές τους επίμορτους καλλιεργητές». Οι υπηρέτες με σύμβαση χρόνου συγκροτούσαν «την πλειοψηφία της μη δουλικής εργατικής δύναμης» πριν την Αμερικανική Επανάσταση, «αποτελώντας το ήμισυ σχεδόν των μεταναστών που έφταναν στην Αμερική από την Αγγλία και την Σκωτία».
Τα διαθέσιμα στοιχεία, όπως αυτά που αφορούν τις αφίξεις Γερμανών μεταναστών στο λιμάνι της Φιλαδέλφειας μεταξύ 1772 και 1835, υποδεικνύουν μια μεγάλη μείωση της προσφυγής στο σύστημα της υπηρεσίας με σύμβαση χρόνου μετά το 1820. Το 1772, πάντως, το 56% των Γερμανών μεταναστών που έφταναν στην Αμερική μέσω Φιλαδέλφειας είχαν υπογράψει συμβόλαια «εθελούσιας δουλείας» με τα οποία εξοφλούσαν τις δαπάνες της μετάβασής τους στην Αμερική. Το ποσοστό αυτό, ήδη εξαιρετικά μεγάλο, περιορίστηκε στο 38% το 1785, για να ανέλθει και πάλι στο 42% το 1815.
Ωστόσο, στη δεκαετία του 1820 ο θεσμός αυτός είχε ήδη περιέλθει σε μαρασμό, καθώς αντιπροσώπευε λιγότερο από το 10% των Γερμανών μεταναστών που έφταναν στις ΗΠΑ. Η πλειοψηφία του μη δουλικού πληθυσμού ήταν κτηματίες που καλλιεργούσαν τις γαίες τους με την εργασία της οικογένειας και με τη βοήθεια υπηρετών με σύμβαση χρόνου και δούλων. Στις αποικιακές πόλεις η μισθωτή εργασία ήταν διαδεδομένη και διευρυνόταν συνεχώς μετά το 1750. Αυτό οφειλόταν «στην πληθυσμιακή αύξηση, την περιορισμένη πρόσβαση σε αγροτικούς κλήρους και την ολοκλήρωση του χρόνου υποχρεωτικής εργασίας των υπηρετών».
Η οικονομική ύφεση που ενέσκηψε μετά το τέλος του Επταετούς Πολέμου «φαίνεται ότι έπεισε πολλούς εργοδότες ότι οι ελαστικοί όροι εργασίας των μισθωτών εργατών, οι οποίοι μπορούσαν να προσληφθούν και να απολυθούν κατά βούληση», ήταν «οικονομικά προτιμητέοι από την επένδυση σε δούλους ή υπηρέτες». Ο αποκλεισμός των Ολλανδών από το εμπόριο με τη Βρετανική Αμερική, οι Νόμοι περί Ναυσιπλοΐας (Navigation Acts), οι οποίοι διασφάλισαν στους ναυπηγούς και εφοπλιστές των Αποικιών τα ίδια προνόμια με τους συναδέλφους τους στην Αγγλία, και η αφθονία πρώτων υλών, συνέβαλλαν στην άνθηση της ναυπηγικής βιομηχανίας της Νέας Αγγλίας.
Αξιοσημείωτη ήταν και η ανάπτυξη της αλιείας, ιδιαίτερα της φαλαινοθηρίας. Η μεγαλύτερη, πάντως, συγκέντρωση εργασίας κατά την προεπαναστατική περίοδο παρατηρούνταν στις μεγάλες φυτείες των Μέσων και Νότιων Πολιτειών. Εκτός από την παραγωγή καπνού, βαμβακιού και άλλων αγροτικών προϊόντων ευδοκιμούσαν σε αυτές μια σειρά από βιοτεχνικές δραστηριότητες: από την υφαντουργία και την υποδηματοποιία, μέχρι τους αλευρόμυλους και τα σιδηρουργεία για την κατασκευή αγροτικών εργαλείων.
Εάν εξαιρεθούν οι μεγάλες φυτείες, «τους περισσότερους ημι-ειδικευμένους εργάτες που εργάζονταν σε ειδικευμένες γραμμές παραγωγής υπό ένα εργοδότη συγκέντρωναν οι κλίβανοι και τα σιδηρουργεία». Το εργοστασιακό συγκρότημα που ίδρυσε ο Πέτερ Χάζενκλεβερ (Peter Hasenclever) το 1766 στη Νέα Ιερσέη, στο οποίο δούλευαν 500 Γερμανοί εργάτες, περιλάμβανε έξι υψικαμίνους, επτά σιδηρουργεία, έναν σπαστήρα μεταλλεύματος, τρία πριονιστήρια και έναν αλευρόμυλο. Ενδεικτικό της ανάπτυξης της μεταλλουργίας στις Αποικίες είναι το γεγονός ότι το 1776 απ’ αυτές προερχόταν το 14% της παγκόσμιας παραγωγής ακατέργαστου σιδήρου.
Οι συμφωνίες για τη μη εισαγωγή Αγγλικών προϊόντων, με τις οποίες οι άποικοι αντέδρασαν στην αλλαγή του φορολογικού και τελωνειακού καθεστώτος της Αυτοκρατορίας, διευκόλυναν τη δεκαετία του 1760 την ίδρυση αρκετών βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων. Παρόλο που η ανώνυμη μετοχική επιχείρηση δεν αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική για τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας, οι μετοχικές εταιρείες στη δευτερογενή παραγωγή αυξήθηκαν στις δεκαετίες του 1760 και 1770.
Παρόλο που οι πραγματικοί μισθοί των εργατών στις Αποικίες ξεπερνούσαν κατά 30% ως 100% τους αντίστοιχους μισθούς των Άγγλων, οι συνθήκες εργασίας δεν ήταν ρόδινες. Η εποχιακή φύση της απασχόλησης, ιδιαίτερα στη Νέα Αγγλία, όπου οι ψαράδες, οι ναυτικοί, οι λιμενεργάτες και οι υπαίθριοι τεχνίτες αναγκάζονταν για ένα μεγάλο μέρος του χρόνου να διακόψουν της εργασίες τους, επέτεινε τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι διακυμάνσεις στο εισαγωγικό εμπόριο.
Στις παραθαλάσσιες κοινότητες, στις οποίες διαβιούσε μεγάλος αριθμός χηρών και ορφανών που είχαν χάσει συζύγους και γονείς στη θάλασσα, εισέρρεαν εξαθλιωμένοι πρόσφυγες από τις συνοριακές εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια πολεμικών περιόδων. Στα μέσα του 18ου αιώνα τα κονδύλια που διατίθεντο για τους φτωχούς απορροφούσαν σε πόλεις όπως η Βοστόνη και η Νέα Υόρκη έως και το 1/3 των ετήσιων δημοτικών δαπανών. Στις παραμονές της Επανάστασης στη Φιλαδέλφεια, το «ποσοστό των φτωχών ήταν οκτώ φορές μεγαλύτερο από ότι πριν από είκοσι χρόνια και πτωχοκομεία κατασκευάζονταν και γέμιζαν όσο ποτέ πριν».
Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι φτωχοί αυτοί έποικοι έλπιζαν στη μελλοντική εγκατάστασή τους σε κάποιο αγροτεμάχιο στην ενδοχώρα, αυξάνοντας έτσι την πίεση που το ρεύμα αυτό δημιουργούσε στους ιθαγενείς πληθυσμούς. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τη Βρετανική κυβέρνηση να θέσει τις Ινδιάνικες υποθέσεις μετά τον Επταετή Πόλεμο υπό την άμεση επίβλεψή της ώστε οι άποικοι να περιοριστούν ανάμεσα στην ανατολική ακτογραμμή και τα Απαλάχια Όρη και η ειρήνη να διατηρηθεί στην ενδοχώρα.
Ο Νέος Κόσμος, από το 1739 ως το 1763, αποτέλεσε το θέατρο συνεχών πολέμων μεταξύ της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και, δευτερευόντως, της Ισπανίας (ο Πόλεμος της Αυστριακής διαδοχής 1744 - 48, ο Επταετής Πόλεμος, ή όπως ονομάστηκε στην Αμερική, Πόλεμος εναντίον των Γάλλων και των Ινδιάνων 1756 -1763). Στις αναμετρήσεις αυτές οι άποικοι αγωνίστηκαν είτε για τη διατήρηση των γαιών που ήδη κατείχαν, είτε για την κατάκτηση νέων εδαφών στην ενδοχώρα της Αμερικής.
Τις παραμονές του Επταετούς Πολέμου, Αμερικανοί και Βρετανοί είχαν αποσπάσει από φιλικές Ινδιάνικες φυλές, όπως τους Ιροκόι (Iroquois) της Δυτικής Πενσυλβανία, μεγάλες εκτάσεις γης, την εκμετάλλευση των οποίων ανέλαβαν εταιρείες, όπως η Εταιρεία του Οχάιο (Ohio Company) από τη Βιρτζίνια, η Εταιρεία του Σασκουεχάνα (Susquehanna Company) από το Κονέκτικατ και άλλοι «επενδυτές».
Προϋπόθεση, πάντως, για την ευόδωση των σχεδίων τους ήταν η απώθηση των Γάλλων και των Ινδιάνων που αρνούνταν να αναγνωρίσουν τις αξιώσεις τους στα εύφορα εδάφη του Οχάιο, τα οποία, σύμφωνα με έναν αρθρογράφο της Pennsylvania Gazette, «θα μπορούσαν να αποδειχθούν πλουσιότερα από τα μεταλλεία του Μεξικού». Η λήξη των εχθροπραξιών βρήκε τους νικητές του πολέμου σε μια συνεχή διελκυστίνδα για το μοίρασμα των λαφύρων και την οργάνωση των νέων εδαφών, διελκυστίνδα που θα λυθεί τελικά μόνο με ένα νέο πόλεμο.
Η ανάγκη ώστε η Βρετανική διοίκηση να παρέμβει στις Αμερικανικές υποθέσεις έγινε επιτακτικότερη όταν οι Βρετανοί αντιλήφθηκαν ότι οι άποικοι προσανατολίζονταν σε μια μορφή συνένωσης η οποία θα τους επέτρεπε, αφ’ ενός, να αμυνθούν αποτελεσματικότερα ενάντια στη Γαλλική διείσδυση στην ήπειρο και, αφ’ ετέρου, να αντιμετωπίσουν τους Ινδιάνους στη δυτική μεθόριο. Ο Τζων Άνταμς (1735 - 1826) θυμάται ότι το 1756 «ορισμένοι είχαν τη γνώμη ότι θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας καλύτερα χωρίς την Αγγλία παρά με αυτήν, εάν μας επέτρεπε μόνο να ενωθούμε και να ασκήσουμε τη δύναμη, την τόλμη και την επιδεξιότητά μας».
Όταν οι αντιπρόσωποι από έντεκα Βρετανικές Αποικίες συναντήθηκαν το καλοκαίρι του 1755 στο Ώλμπανυ της Νέας Υόρκης για να συζητήσουν τα προβλήματα που δημιουργούσε ο ακήρυχτος ακόμη πόλεμος με τη Γαλλία, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος υπέβαλε ένα σχέδιο αποικιακής ενότητας, το οποίο έμεινε γνωστό ως «Σχέδιο του Ώλμπανυ για την Ένωση» («Albany Plan of Union», 1755). Σύμφωνα με αυτό, μια αποικιακή κυβέρνηση θα φρόντιζε για την «κοινή άμυνα και την επέκταση των Βρετανικών εγκαταστάσεων στη Βόρεια Αμερική» και θα ρύθμιζε τις Ινδιάνικες υποθέσεις.
Γεγονός που αποκάλυπτε την επιθυμία των αποίκων να επιληφθούν του ευαίσθητου αυτού ζητήματος ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις της Αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Ο γενικός πρόεδρος της κυβέρνησης, που θα διοριζόταν από το Στέμμα και ένα αποικιακό κοινοβούλιο, μπορούσε «να κηρύσσει πόλεμο ή ειρήνη με τα Ινδιάνικα έθνη», να ρυθμίζει το εμπόριο και «όλες τις αγορές Ινδιάνικων γαιών που δεν βρίσκονταν στα όρια των επιμέρους αποικιών», και να μεριμνά για τις «νέες εγκαταστάσεις μέχρις ότου το Στέμμα κρίνει σκόπιμο να τις διαμορφώσει σε επιμέρους κυβερνήσεις».
Στην Αυτοβιογραφία του, ο Φραγκλίνος υποστήριζε ότι το σχέδιο αυτό, παρότι εγκρίθηκε ομόφωνα από το συνέδριο του Ώλμπανυ, δεν υιοθετήθηκε από τα αποικιακά κοινοβούλια διότι «θεωρήθηκε ότι είναι πολύ προνομιακό», ότι δηλαδή εκχωρούσε πολλές εξουσίες στο Στέμμα, «ενώ στην Αγγλία» δεν υποστηρίχθηκε διότι «κρίθηκε ότι είναι πολύ δημοκρατικό». Εκτιμούσε ότι η υιοθέτησή του θα απέτρεπε τον «αιματηρό αγώνα» που ακολούθησε διότι ικανοποιούσε «και τις δύο πλευρές του Ατλαντικού», κάνοντας τις Αποικίες «επαρκώς ισχυρές ώστε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους» χωρίς «να υπάρχει η ανάγκη αποστολής στρατευμάτων από την Αγγλία, και η μετέπειτα πρόφαση για τη φορολόγηση της Αμερικής».
Τρία χρόνια αργότερα, ο νεαρός Γεώργιος Ουάσινγκτον, συνταγματάρχης της Πολιτοφυλακής της Βιρτζίνια, εν μέσω του πολέμου εναντίον των Γάλλων και των Ινδιάνων, επισήμαινε στον Φράνσις Φώκιερ (Francis Fauquier), βοηθό Κυβερνήτη της Βιρτζίνια, την ανάγκη να υπάρξει ρύθμιση «του εμπορίου με τους Ινδιάνους», ώστε οι άποικοι να αναλάβουν «ένα μεγάλο μερίδιο του εμπορίου γούνας, όχι μόνο με τους Ινδιάνους του Οχάιο, αλλά εν καιρώ με τα πολυάριθμα έθνη που κατέχουν τις περιοχές της ενδοχώρας» και, ταυτοχρόνως, «να ανατραπούν όλες οι απόπειρες των επιμέρους Αποικιών οι οποίες εξασθενίζουν το γενικό σύστημα».
Οι απόψεις αυτές δεν οδήγησαν σε χειροπιαστά αποτελέσματα και οι συγκρούσεις μεταξύ αποίκων και Ινδιάνων κατέστησαν επιτακτική τη διατήρηση των Βρετανικών στρατευμάτων στη μεθόριο ακόμη και μετά το τέλος του Επταετούς Πολέμου. Σε μια από αυτές τις εξεγέρσεις, το 1763, οι Ινδιάνικες φυλές με επικεφαλής τον Πόντιακ (Pontiac), δυσαρεστημένες από το γεγονός ότι οι παλαιοί τους σύμμαχοι και ηττημένοι του πολέμου Γάλλοι, παραχώρησαν τα εδάφη τους στους Βρετανούς και στους άπληστους για γη αποίκους, κατέστρεψαν το 1763 όλα σχεδόν τα Βρετανικά φυλάκια δυτικά των Απαλαχίων Ορέων δημιουργώντας αναστάτωση στην Πενσυλβανία, το Μέρυλαντ και τη Βιρτζίνια.
Η προοπτική της απομάκρυνσης των Γάλλων από την ήπειρο σήμαινε για τους αποίκους την έναρξη μιας νέας περιόδου, όπου απερίσπαστοι από τις αντιπαλότητες των Ευρωπαϊκών δυνάμεων θα επικεντρώνονταν στην εκμετάλλευση της ενδοχώρας. Ωστόσο, οι πλέον οξυδερκείς διέβλεπαν στην εντονότερη στρατιωτική και πολιτική παρουσία των Βρετανών στην Αμερική τα σπέρματα μελλοντικών προβλημάτων. Το 1758, όταν οι άποικοι σχεδίαζαν την εκδίωξη των Γάλλων από την περιοχή του Κεμπέκ, o Τζων Κόουτ (John Choate), μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Μασαχουσέτης και λοχαγός της Πολιτοφυλακής, ευχόταν την αποτυχία της επιχείρησης.
Διότι, εξηγούσε, «μόλις οι Άγγλοι κατακτήσουν τον Καναδά θα εδραιώσουν την παρουσία τους και θα μας συμπεριφερθούν χειρότερα από όσο ποτέ μας συμπεριφέρθηκαν οι Γάλλοι και οι Ινδιάνοι». Και ο Τζων Άνταμς, o οποίος μετά από χρόνια ανακαλούσε σε επιστολή του αυτές τις προφητικές φράσεις, συμπληρώνει: «Δεν πέρασαν δύο χρόνια από τότε, όταν η Βρετανική κυβέρνηση διέταξε να τεθούν σε εφαρμογή εντάλματα έρευνας («writs of assistance») για τη βίαιη διερεύνηση σπιτιών, αποθηκών, πλοίων, μαγαζιών, βαρελιών προς αναζήτηση λαθραίων αγαθών».
Λίγο μετά τη θέσπιση των ενταλμάτων έρευνας το Court of Common Pleas (Αστικό Δικαστήριο) του Λονδίνου χαρακτήρισε παράνομη τη χρήση γενικών ενταλμάτων στα οποία θα μπορούσε κανείς να εντάξει και εκείνα των Αμερικανικών Αποικιών. Ο Τζων Ντίκινσον (John Dickinson, 1732 - 1808), στα περίφημα Γράμματα ενός Κτηματία από την Πενσυλβανία (Letters from a Farmer in Pennsylvania, 1767 - 1768), χαρακτήρισε αυτήν τη διάταξη «καταστροφική για την ελευθερία και σαφώς αντίθετη στο εθιμικό δίκαιο, που πάντοτε θεωρούσε τον οίκο ενός ανθρώπου ως το οχυρό του, ή έναν τόπο απόλυτης ασφάλειας».
Παρόλο που οι άποικοι δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί την αναγκαιότητα της κοινής δράσης ενάντια στις «παραβιάσεις» της μητρόπολης, όταν η δράση αυτή οδήγησε τις σχέσεις μητρόπολης και Αποικιών σε αδιέξοδο, το πέρασμα από τις διαπιστώσεις στην πράξη απέβη ιδιαίτερα επώδυνο. Είναι απ’ αυτήν την άποψη χαρακτηριστική η διαφορετική πορεία δράσης που ακολούθησαν ο Τζων Άνταμς και ο Τζων Ντίκινσον απέναντι στη νέα πραγματικότητα που σηματοδότησε η ένοπλη αναμέτρηση.
Τη δεκαετία του 1760 οι Βρετανικές Αποικίες της Βορείου Αμερικής υπήρξαν πεδίο έντονων εσωτερικών συγκρούσεων πριν ακόμη αυτές χρωματιστούν από τις αντιδράσεις ενάντια στην αποικιακή πολιτική των Βρετανικών κυβερνήσεων μετά το τέλος του Επταετούς Πολέμου. Η αντιπαλότητα μεταξύ των εύπορων οικογενειών της Νέας Υόρκης, των Αγγλικανών ντε Λάνσεϋ (De Lancey) και των Dissenters (των «διαφωνούντων» με την επίσημη Αγγλικανική Εκκλησία) Λίβινγκστον (Livingston), οι αντιπαραθέσεις των Κουάκερων με το Kόμμα των Ιδιοκτητών.
Και όλων μαζί με τους Ιρλανδούς και Σκωτσέζους μετανάστες της Πενσυλβανίας, οι διαμάχες στη Μασαχουσέτη μεταξύ του Τόμας Χάτσινσον (Thomas Hutchinson) και του Τζαίημς Ότις του Νεότερου, για να αναφερθούμε σε ορισμένες μόνο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, συνέβαλλαν στην πολιτική και ηθική απονομιμοποίηση των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων στις τοπικές κοινωνίες.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό, η κινητοποίηση του λαϊκού στοιχείου μέσω των μαζικών πολιτικών συγκεντρώσεων και της συστηματικής χρήσης του τύπου στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης προκάλεσε «μια βαθιά αλλαγή στα παραδοσιακά πρότυπα της πολιτικής συμπεριφοράς». Τόσο οι έχοντες πολιτικά δικαιώματα όσο και εκείνοι που τα στερούνταν «δραστηριοποιήθηκαν στην πολιτική σκηνή όσο ποτέ άλλοτε, ακόμη και αν συχνά αυτή η δράση ισοδυναμούσε με την διά βοής επιδοκιμασία αποφάσεων τις οποίες ελάμβαναν λίγοι ηγέτες».
Μετά τη λήξη του Επταετούς Πολέμου, η Βρετανική κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα σοβαρό δίλημμα. Όλες οι ενδείξεις –το μεγάλο δημόσιο χρέος, οι σχέσεις των Ινδιάνων με τους αποίκους και των τελευταίων με τη μητρόπολη– έδειχναν ότι ήταν απαραίτητη η παραμονή ενός μόνιμου στρατιωτικού σώματος στις Αποικίες, πολύ μεγαλύτερου από εκείνο που υπήρχε πριν την έναρξη του πολέμου.
Ο Βρετανός αρχιστράτηγος Τζέφρυ Άμχερστ (Jeffrey Amherst), ο οποίος είχε «διακριθεί» κατά την καταστολή της «Συνωμοσίας του Pontiac» προσφέροντας στους Ινδιάνους κλινοσκεπάσματα που προέρχονταν από το νοσοκομείο για την ευλογιά, υπολόγισε σε 10.000 τους στρατιώτες που απαιτούνταν για να διατηρηθεί η ειρήνη με τους Ινδιάνους και να αντιμετωπιστούν οι καταπατητές των γαιών, το λαθρεμπόριο και η ληστεία. Από την άλλη μεριά, οι κοινωνικές συνθήκες στη μητρόπολη δεν επέτρεπαν την επιβολή νέων φορολογικών μέτρων για τη συντήρηση του στρατού των Αποικιών, κι αυτό φάνηκε το 1763 από την καταφυγή στη χρήση του στρατού για την είσπραξη του Φόρου στον Μηλίτη (Cider Tax) που προοριζόταν να καλύψει μέρος των πολεμικών δαπανών.
Οι άποικοι έπρεπε, λοιπόν, να συνεισφέρουν ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα από τις 300.000 λίρες που απαιτούνταν ετησίως για τη συντήρηση του Βρετανικού στρατού στην Αμερική. Μια πρώτη μεταρρύθμιση της αποικιακής διοίκησης επιχειρήθηκε το 1763 (Proclamation of 1763), όταν η Βρετανική κυβέρνηση μετέτρεψε όλη την περιοχή πέραν των Απαλαχίων Ορέων σε «Ινδιάνικο καταυλισμό» απαγορεύοντας ταυτόχρονα τις αγοραπωλησίες γαιών. Αυτό σήμαινε ότι ο αυξανόμενος πληθυσμός των Αποικιών δεν θα διοχετευόταν προς τη Δύση, αλλά προς τον Βορρά ή τον Νότο, όπου η σύνδεση με τη Βρετανία ήταν στενότερη και το σύστημα εμπορικών ανταλλαγών το οποίο πλούτιζε τη μητρόπολη ακμαίο.
Οι άποικοι, πάντως, δεν σκόπευαν να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις της Αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Εξάλλου, μια σειρά από παραχωρήσεις στις οποίες προέβησαν οι ασταθείς Βρετανικές κυβερνήσεις της περιόδου προς τους κερδοσκόπους της γης δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι προσωρινές και ότι οι ενεργητικότεροι των αποίκων θα έπρεπε να θεμελιώσουν αξιώσεις πάνω στις γαίες της Δύσης, ώστε να δρέψουν αργότερα τα οφέλη.
Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν αυτές οι απαγορεύσεις είναι το γεγονός ότι ο Ουάσινγκτον, τον Σεπτέμβριο του 1767, εκμυστηρευόταν στο συμπολεμιστή του και εκτιμητή γαιών Ουίλλιαμ Κρώφορντ (William Crawford) ότι «ποτέ δεν θεώρησα τη διακήρυξη του 1763 παρά ένα προσωρινό μέτρο για να καθησυχάσει τους Ινδιάνους, το οποίο πρέπει να καταπέσει φυσιολογικά σε λίγα χρόνια ιδιαίτερα όταν οι Ινδιάνοι συναινέσουν στην κατοχή των γαιών από εμάς». Στο πλαίσιο αυτό τον συμβούλευε να μην «αμελεί την υφιστάμενη δυνατότητα να εντοπίσει καλές γαίες και να τις καταχωρήσει ως δικές του».
Ο Ουάσινγκτον, ο οποίος διεκδικούσε μεγάλες εκτάσεις κοντά στον ποταμό Οχάιο που είχαν παραχωρηθεί στους αξιωματικούς του Επταετούς Πολέμου, αποσκοπούσε στη «διασφάλιση μιας μεγάλης έκτασης γης» («my plan is to secure a good deal of land»), σχέδιο που την ίδια εποχή αντιπροσώπευε το όνειρο πολλών αποίκων. Στο μεταξύ το Στέμμα με μια σειρά οικονομικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων επιχείρησε να αυξήσει τα έσοδα που αντλούσε από τις αποικίες και να δημιουργήσει μια δομή ικανή να τις διοικήσει.
Η αδυναμία των Αρχών –τελωνεία,δικαστήρια, αποικιακές κυβερνήσεις– να αποτρέψουν κατά τη διάρκεια του πολέμου το εμπόριο με τον εχθρό, είχε οδηγήσει τις βρετανικές κυβερνήσεις στο συμπέρασμα ότι με την επάνοδο στην ειρήνη απαιτούνταν ριζικές αλλαγές στο εμπορικό καθεστώς που διείπε τις σχέσεις μεταξύ Αποικιών και μητρόπολης. Η απόφαση να εγκατασταθεί μια ναυτική μοίρα στο Χάλιφαξ (Νέα Σκωτία) μετά το τέλος των εχθροπραξιών και η δημιουργία της American Board of Customs Commissioners (1768), μιας επιτροπής η οποία ανέλαβε την επίβλεψη της τελωνειακής υπηρεσίας, υποδείκνυε την αποφασιστικότητα της μητρόπολης να θέσει υπό τον έλεγχό της το εμπόριο με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το οποίο καθίστατο ολοένα και πιο προσοδοφόρο.
Στο πλαίσιο αυτό οι Βρετανικές κυβερνήσεις δεν επέβαλλαν μόνο δασμούς στα προϊόντα που εισάγονταν στις Αποικίες –αυτό επιχειρήθηκε για παράδειγμα με τον Νόμο περί της Ζάχαρης (Sugar Act, 1764) που φορολογούσε τα ενδύματα, τη ζάχαρη, το λουλάκι, τον καφέ και το κρασί– αλλά και σε άλλες πιο «άμεσες» επιβαρύνσεις όπως ήταν ο περίφημος Stamp Act (1765), δηλαδή ο νόμος που επέβαλε τον φόρο στο χαρτόσημο. Η πιο καταπιεστική για τους αποίκους διάταξη του Νόμου περί της Ζάχαρης ήταν εκείνη που αφορούσε τη μείωση του δασμού στην εισαγόμενη από τις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες μελάσα.
Το μέτρο αυτό, που στόχευε στην πάταξη του λαθρεμπορίου και, μέσω αυτού, στην αύξηση των εσόδων από τα τελωνεία, δυσαρέστησε όσους εισήγαγαν αδασμολόγητη μελάσα από τις Γαλλικές και Ισπανικές Δυτικές Ινδίες για να παρασκευάσουν ρούμι. Το ρούμι των αποίκων ανταλλασσόταν στις ακτές της Δυτικής Αφρικής με δούλους, οι οποίοι πωλούνταν στις Δυτικές Ινδίες έναντι ζάχαρης και μελάσας, η οποία εισαγόταν στις Αποικίες για να τροφοδοτήσει αυτό το «διαβόητο τριγωνικό εμπόριο» αλλά και την αποικιακή οικονομία με το πολύτιμο μεταλλικό της νόμισμα, πριν το τελευταίο διοχετευτεί στην Αγγλία έναντι βιομηχανικών και άλλων προϊόντων.
Η μητρόπολη δεν στόχευε μόνο στον περιορισμό της λαθραίας εισαγωγής μελάσας, αλλά και του τσαγιού, του οποίου το μονοπώλιο στην εισαγωγή του κατείχε η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (East India Company). Ο φόρος στο τσάι, μια από τις κυριότερες προσόδους του Στέμματος, μειωνόταν όταν αυτό επανεξαγόταν στην Αμερική. Το γεγονός, πάντως, ότι η τιμή του Αγγλικού τσαγιού ήταν διπλάσια από εκείνη του Ολλανδικού, που εισαγόταν στην Ολλανδία από τις Αποικίες της αδασμολόγητο, ευνοούσε το λαθρεμπόριο του πολύτιμου αυτού προϊόντος.
Η κυβέρνηση του Λόρδου Τσάταμ (William Pitt ο πρεσβύτερος, Αʹ Κόμης του Chatham, 1708 - 1778) κατήργησε το 1767 όλους τους φόρους στο τσάι που επανεξαγόταν στην Αμερική, το οποίο όμως θα επιβαρυνόταν με έναν δασμό τριών πενών που θα καταβαλλόταν στα Αμερικανικά τελωνεία. Το μέτρο αυτό αποσκοπούσε στην αύξηση των τελωνειακών εισπράξεων μέσω του περιορισμού του λαθρεμπορίου αλλά και στην ανάκτηση του ελέγχου όλου του διαμετακομιστικού εμπορίου από και προς τις Αποικίες από το Βασιλικό Ναυτικό, ένας στόχος με στρατηγική σημασία, όπως είχε ήδη επισημάνει το 1765 και ο Τόμας Ουέιτλυ (Thomas Whately), ο τότε Βρετανός Υφυπουργός Οικονομικών.
Οι προσπάθειες εφαρμογής του νόμου και περιορισμού του λαθρεμπορίου τσαγιού ώστε η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών να καταστεί ο μοναδικός προμηθευτής του στις Αμερικανικές Αποικίες, υπήρξε μια μόνιμη εστία αντιπαράθεσης των αποίκων με τη μητρόπολη μέχρι και την έναρξη της Επανάστασης. Ωστόσο, η αναστάτωση που προκλήθηκε από την επιβολή του Νόμου περί του Χαρτοσήμου 1765 διαμόρφωσε για πρώτη φορά τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες οι άποικοι απέκτησαν συναίσθηση της δύναμής τους και άρχισαν να συζητούν το ενδεχόμενο χωρισμού από τη μητρόπολη.
Ο νόμος αυτός, που εισήχθη το 1765 από τον Υπουργό Οικονομικών Λόρδο Γκρένβιλ (Grenville), επιβλήθηκε σε όλα τα νομικά έγγραφα, τα ημερολόγια, τις εφημερίδες και τις μπροσούρες που τυπώνονταν στις Αμερικανικές Αποικίες ώστε «να καλύψει περαιτέρω τις δαπάνες της υπεράσπισης, προστασίας και ασφάλειας» των Αποικιών. Ο φόρος θα εισπραττόταν σε λίρες στερλίνες ενώ οι παραβάτες θα δικάζονταν από ναυτοδικεία χωρίς την παρουσία ενόρκων, γεγονός που τον κατέστησε επαχθέστερο.
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε ο Νόμος περί του Χαρτοσήμου ήταν τέτοιες ώστε ο μετριοπαθής δικηγόρος και πολιτικός από τη Βοστόνη Τόμας Κάσινγκ (Thomas Cushing, 1725 - 1788) προειδοποιούσε λίγους μήνες μετά την επιβολή του τον βοηθό Κυβερνήτη της Μασαχουσέτης Τόμας Χάτσινσον ότι «ένα πνεύμα εξισωτισμού (''levellism'') φαίνεται να διατρέχει όλη τη χώρα και ελάχιστη διάκριση υφίσταται ανάμεσα στους υψηλόβαθμους και τους χαμηλόβαθμους αξιωματούχους».
Το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1765 διαδηλώσεις εναντίον του Νόμου περί του Χαρτοσήμου σάρωναν όλες τις πόλεις της Βορείου Αμερικής, ενώ τόσο μεγάλη πίεση δέχονταν οι φοροεισπράκτορες ώστε συχνά κατέφευγαν σε άλλες Αποικίες από φόβο για τη ζωή τους. Όσοι κυβερνήτες προσπάθησαν να επιβάλουν την εκτέλεση του νόμου αντιμετώπισαν την οργή του «όχλου».
Το μέτρο των αντιδράσεων μας το παρέχει ο εξαναγκασμός του βοηθού Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Κάντγουαλαντερ Κόλντεν (Cadwallader Colden, 1688 - 1776) να δώσει όρκο τον Νοέμβριο του 1765 ότι «ποτέ, άμεσα ή έμμεσα δεν θα επιχειρήσει να εισαγάγει ή να εφαρμόσει τον Νόμο περί του Χαρτοσήμου, ότι με όλες του τις δυνάμεις θα εμποδίσει να εφαρμοστεί εδώ και θα προσπαθήσει να επιτύχει μια ανάκλησή του στην Αγγλία». Την μήνιν του «όχλου» είχε ήδη αντιμετωπίσει ο δήμαρχος της πόλης, ο οποίος αναζήτησε ασφαλέστερο καταφύγιο σε πολεμικό πλοίο και στη συνέχεια στην Αγγλία.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο Κόλντεν, όπως και οι περισσότεροι αξιωματούχοι στις Αποικίες, έπραξε αυτό που τους φάνηκε ως η πιο συνετή λύση: δεν εφάρμοσε τον νόμο. Στη Βοστόνη, όπου οι «κατώτερες τάξεις» της πόλης είχαν συγκροτήσει ένα κοινό μέτωπο ενάντια στην εφαρμογή του νόμου, γεγονός που ανάγκασε τα μετριοπαθέστερα μεσαία στρώματα να συνταχθούν μαζί τους, η ένταση της λαϊκής αντίδρασης ήταν τέτοια ώστε ο Κυβερνήτης Μπέρναρντ (Francis Bernard, 1712 - 1779) παρατήρησε ότι ο «όχλος» δεν επιδίωκε μόνο την κατάργηση του νόμου, αλλά και κάθε «διάκρισης μεταξύ πλούσιων και φτωχών».
Η δυναμική των διαδηλώσεων στη Βοστόνη οφείλεται και στο γεγονός ότι ο Νόμος περί του Χαρτοσήμου βρήκε την πόλη στη δίνη μιας μακρόχρονης ύφεσης η οποία είχε πλήξει τα μεσαία και φτωχότερα στρώματά της, ιδιαίτερα τους απασχολούμενους στη ναυπηγική βιοτεχνία. Η μεγάλη αύξηση των δαπανών για τους φτωχούς και οι καθυστερήσεις στην είσπραξη των φόρων αποτελούσαν ενδείξεις αυτής της ύφεσης.
Η δημοτικότητα, άλλωστε, που απολάμβανε ο Σάμιουελ Άνταμς (Samuel Adams), ενορχηστρωτής της λαϊκής αντίδρασης κατά της Βρετανικής πολιτικής, οφειλόταν και στο γεγονός ότι ως εισπράκτορας των φόρων είχε επιδείξει ιδιαίτερη ανοχή προς τους συμπολίτες του. Στη Φιλαδέλφεια, αντίθετα, όπου η ενότητα μεταξύ μικρεμπόρων, χειροτεχνών, και «εργατικών» δεν είχε επιτευχθεί μέχρι τουλάχιστον το 1770, οι αντιδράσεις είχαν μικρότερη οξύτητα και αποτελεσματικότητα από τις αντίστοιχες της Βοστόνης.
Η θέση της μητρόπολης γινόταν δυσκολότερη διότι ακόμη και οι διακρίσεις που έκαναν οι άποικοι μεταξύ των παράνομων «εσωτερικών» φόρων, όπως π.χ. ο Νόμος περί του Χαρτοσήμου, και των ανεκτών «εξωτερικών» φόρων, δηλαδή των τελωνειακών δασμών, ή μεταξύ «της ρύθμισης του εμπορίου», η οποία δεν αμφισβητούνταν και ενός «φόρου επί του εισοδήματος», που θεωρούνταν «αντισυνταγματικός» διότι επιβλήθηκε από τα μέλη ενός Κοινοβουλίου, στην εκλογή των οποίων δεν συμμετείχαν, φαινόταν ότι δεν ήταν προφανείς.
Οι άποικοι πίστευαν ότι το ίδιο το μονοπώλιο του αποικιακού εμπορίου, στο οποίο η μητρόπολη όφειλε ένα σημαντικό μέρος της ισχύος της, ήταν άδικο ανεξάρτητα από οποιαδήποτε επιμέρους δημοσιονομική ρύθμιση. Αυτό, άλλωστε, είχε επισημανθεί στις μπροσούρες που εκδόθηκαν στις Αποικίες τη δεκαετία του 1760. Το 1763, ο Τζαίημς Ότις ο Νεότερος (1725 - 1783), ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του Γενικού Συνηγόρου στο ναυτοδικείο της Βοστόνης εξαιτίας της έκδοσης ενταλμάτων έρευνας για την κατάσχεση λαθραίων εμπορευμάτων, απαντά σε όσους υπενθύμιζαν τις μεγάλες δαπάνες που υπέστη η μητρόπολη για την προστασία των Αποικιών της ως εξής:
«Οι τελευταίες κατακτήσεις στην Αμερική, παρέχουν στις Αποικίες μόνο μια ασφάλεια ενάντια στις καταστροφικές επιδρομές των Γάλλων και των Ινδιάνων. Συνολικά το εμπόριό μας δεν ευεργετήθηκε ούτε ένα σελίνι», αντίθετα, τονίζει, «το εισόδημα του Στέμματος από τις Αμερικανικές εξαγωγές στη Μεγάλη Βρετανία είναι κολοσσιαίο. Κανένα βιοτεχνικό προϊόν της Ευρώπης εκτός από τα Βρετανικά δεν μπορεί να εισαχθεί. Στην μπροσούρα του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Τα Δικαιώματα των Βρετανικών Αποικιών Βεβαιωμένα και Αποδεδειγμένα (1763) επισημαίνει το παράλογο της διάκρισης ανάμεσα σε εσωτερική και εξωτερική φορολογία.
Η φορολόγηση του εμπορίου των Αποικιών είναι άδικη διότι επιβάλλει «ένα βαρύ φορτίο για τη διατήρηση ενός σμήνους από στρατιώτες, τελωνειακούς υπαλλήλους και ενός στόλου από πλοία που περιπολούν». Τι θα εμπόδιζε, διερωτάται, το Κοινοβούλιο να «επιβάλλει τέλος χαρτοσήμου, φόρο στη γη, τη δεκάτη για την Εκκλησία της Αγγλίας και παρόμοιους φόρους δίχως περιορισμό;». Όλοι, λοιπόν, οι φόροι, είτε «εξωτερικοί» είτε «εσωτερικοί», είναι απαράδεκτοι εάν έχουν επιβληθεί χωρίς την συναίνεση των αποίκων.
Η σαφήνεια με την οποία προβάλλει τη σχέση ανάμεσα σε αντιπροσώπευση και φορολογία παραπέμπει στη Δεύτερη Πραγματεία για την Κυβέρνηση (Second Treatise on Government) του Λοκ: Οι άποικοι, ζώντας υπό την προστασία «του καλύτερου (πολιτεύματος) από όλα όσα υπάρχουν σήμερα στη γη», απολαμβάνουν ορισμένα θεμελιακά δικαιώματα, όπως ότι δεν μπορούν να φορολογηθούν χωρίς τη συναίνεσή τους και ότι «πρέπει να αντιπροσωπεύονται σε κάποια αναλογία με τον πληθυσμό και την περιουσία τους στο μεγάλο Νομοθετικό Σώμα του έθνους».
Ο Ότις, βέβαια, δεν αρνούνταν τη δυνατότητα του Βρετανικού Κοινοβουλίου «να νομοθετεί για το κοινό καλό». Ωστόσο, δεκατρία χρόνια πριν τη δημοσίευση της Κοινής Λογικής (Common Sense) του Τόμας Παίην (Thomas Paine), προειδοποιεί ότι «εκείνος που θα αναγνώριζε το δόγμα της απεριόριστης παθητικής υποταγής και μη αντίστασης της ανθρωπότητας, είναι όχι μόνο σκαιός και ανόητος αλλά και στασιαστής ενάντια στην κοινή λογική, όπως επίσης και ενάντια στους νόμους του Θεού, της φύσης και της χώρας».
Παρ’ όλα αυτά, ο Ότις δεν ήταν έτοιμος για μια πιο ενεργή πολιτική, σαν και αυτή που θα επιχειρήσουν οι άποικοι στα τέλη της δεκαετίας του 1760. Εάν οι συμπατριώτες του διακήρυτταν το 1776 ότι «η ιστορία του σημερινού Βασιλιά της Μ. Βρετανίας είναι μια ιστορία επαναλαμβανόμενων αδικιών και σφετερισμών οι οποίες είχαν ως άμεσο στόχο την καθιέρωση μιας απόλυτης τυραννίας σε αυτές τις Πολιτείες», ο Ότις αναγνώριζε το 1763 ως «αξίωμα» ότι «κάθε καλός υπήκοος είναι υποχρεωμένος να πιστεύει ότι ο Βασιλιάς του δεν έχει την πρόθεση να διαπράξει κανένα κακό».
Το Κοινοβούλιο με τον Νόμο περί της Ζάχαρης (Sugar Act) επιθυμούσε «να προωθήσει το δημόσιο καλό», αν και μπορεί να έσφαλε «στην ευγενική του πρόθεση προς τις Αποικίες». «Η εξουσία του», επισημαίνει, «είναι απεριόριστη και πρέπει να υπακούσουμε», διότι «η βίαιη αντίσταση στους νόμους αποτελεί εσχάτη προδοσία» και «το τέλος κάθε διακυβέρνησης». Το «μεγαλείο», άλλωστε, του Βρετανικού Συντάγματος βρίσκεται στο γεγονός ότι η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία «διαρκώς ελέγχονται και εξισορροπούνται μεταξύ τους.
Αυτό», καταλήγει, «είναι Σύνταγμα! Να διατηρεί ό,τι κόστισε ωκεανούς αίματος και χρήματος σε κάθε εποχή από τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς εχθρούς». Ο Ότις διαμαρτύρεται όχι γιατί η Αμερική βρίσκεται υπό τον ζυγό του Βρετανικού Συντάγματος, όπως πολλοί άποικοι μια δεκαετία αργότερα, αλλά διότι το Σύνταγμα αυτό δεν εφαρμόζεται στις Αποικίες. Η ανάλυσή του για το Βρετανικό Σύνταγμα λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν στη διάρκεια της επίπονης πορείας που θα οδηγήσει στα τέλη της δεκαετίας του 1780 στην κατάρτιση του Αμερικανικού Συντάγματος.
Δύο προσεκτικοί αναγνώστες του στην πολιτική συγκυρία της δεκαετίας του 1780 είναι ο Μάντισον και ο Χάμιλτον. Εκείνο που τους προκαλεί τον τρόμο δεν είναι η αυθαιρεσία μιας τυραννικής εξουσίας, αλλά η αναρχία των «δημοκρατικών» παθών. Αυτά που κοστίζουν «ωκεανούς αίματος και χρήματος σε κάθε εποχή» είναι τα δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα εκείνα στην πιο «υλική» και «επίγεια» μορφή τους.
Ο Ότις, άλλωστε, διαπιστώνει το 1763, σε μια παράγραφο που θυμίζει ανάλογες από τον Ομοσπονδιακό, ότι σε ορισμένες Αποικίες «η λειτουργία της εκτελεστικής εξουσίας δεν ήταν επιτυχής» και ότι «ο λαός αντιπροσωπεύεται τόσο φατριαστικά, στασιαστικά και έχοντας μια ιδιαίτερη ροπή προς τη δημοκρατία, ώστε έχει αρνηθεί την παθητική υποταγή στα διατάγματα της Αποικίας, όπως συμβαίνει στις επαρχίες ενός Τούρκου πασά».
Ο Ότις υπερασπιζόταν «τη φυσική και σχεδόν μηχανική αφοσίωση (των αποίκων) στη Μ. Βρετανία» θεωρώντας την προοπτική «ενός ανεξάρτητου Νομοθετικού Σώματος, ή κράτους» στις Αμερικανικές Αποικίες ως τη «μεγαλύτερη εξέγερση» που θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. «Εάν μπορούσε να προσφερθεί η επιλογή μεταξύ της Ανεξαρτησίας ή της υποταγής στη Μ. Βρετανία με όρους απόλυτης δουλείας», οι άποικοι, βεβαίωνε, «θα αποδέχονταν την τελευταία».
Εάν ο Ότις, διακηρύσσοντας το δικαίωμα των αποίκων να κρίνουν την ορθότητα ενός νόμου του Κοινοβουλίου, δεν αμφισβητεί το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να νομοθετεί για τους υπηκόους του, ο Σίλας Ντάουνερ (Silas Downer) δηλώνει ευθαρσώς ότι «το Κοινοβούλιο της Μεγάλης Βρετανίας (δεν) έχει κάποιο νόμιμο δικαίωμα να κάνει οποιουσδήποτε νόμους οι οποίοι να μας δεσμεύουν, διότι δεν υπάρχει καμία πηγή από την οποία να προέρχεται ένα τέτοιο δικαίωμα».
Ο Λόγος αφιερωμένος στο Δέντρο της Ελευθερίας (1768) έχει ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί προέρχεται από έναν διακεκριμένο δικηγόρο και πολιτικό του Ρόουντ Άιλαντ, μια από τις πιο ριζοσπαστικές Αποικίες τον 18ο αιώνα, αλλά και διότι χωρίς να αναφέρεται ρητά στην «Ανεξαρτησία», το ύφος και η αποφασιστικότητά του καταδεικνύουν ότι η κατάληξη αυτή φαινόταν προδιαγεγραμμένη σε αρκετούς αποίκους την εποχή εκείνη. Ο Ντάουνερ τονίζει ότι οι κυβερνήσεις οφείλουν να εξασφαλίζουν «τη φυσική ελευθερία των ατόμων, την οποία κανένα ανθρώπινο δημιούργημα δεν έχει δικαίωμα να τους τη στερήσει».
Γι’ αυτό, «ο λαός δεν πρέπει να κυβερνάται από νόμους στη δημιουργία των οποίων δεν έχει λάβει μέρος, ούτε να του αφαιρούν τα χρήματά του χωρίς τη συναίνεσή του. Αυτό το προνόμιο είναι εσωτερικό και δεν μπορεί να παραχωρηθεί από κανέναν παρά μόνο από τον Παντοδύναμο». Το Βρετανικό Σύνταγμα, μάλιστα, στο οποίο «η κατοχή ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα ακίνητης ιδιοκτησίας, έδινε στον υπήκοο το δικαίωμα συμμετοχής στην κυβέρνηση», έκανε επιτακτικότερη τη συμμετοχή των αποίκων στην ψήφιση των νόμων του Κοινοβουλίου.
«Οι Αμερικανοί», παρατηρεί, «έχουν τέτοια ιδιοκτησία και κτήματα, αλλά δεν αντιπροσωπεύονται. Είναι συνεπώς ξεκάθαρο» ότι το Κοινοβούλιο «δεν μπορεί να περάσει κανένα νόμο ο οποίος να μας δεσμεύει, αλλά ότι πρέπει να κυβερνηθούμε από τα δικά μας κοινοβούλια στα οποία μπορούμε να συμμετέχουμε είτε αυτοπροσώπως είτε δια αντιπροσώπων». Εάν ο Ότις εστιάζει την προσοχή του στην αρνητική επίδραση που είχαν οι Βρετανικοί νόμοι στις εμπορικές σχέσεις των αποίκων με τη μητρόπολη, ο Ντάουνερ υπογραμμίζει το επιζήμιο των ρυθμίσεων στις βιοτεχνίες των Αποικιών:
«Μας έχουν απαγορεύσει να αγοράζουμε οποιαδήποτε αγαθά ή βιομηχανικά προϊόντα από την Ευρώπη παρά μόνο από τη Μεγάλη Βρετανία και να πουλάμε τα δικά μας σε ξένους, με εξαίρεση ορισμένα ασήμαντα εμπορεύματα. Αλλά στο μεταξύ μας εμπόριο μπορούν να ορίσουν τις τιμές, γεγονός που ισοδυναμεί με έναν φόρο υπέρ αυτών». Εξίσου παράλογο θεωρεί σε μια χώρα που «αφθονεί ο σίδηρος» την απαγόρευση του Κοινοβουλίου «να τον επεξεργαζόμαστε για την κατασκευή ελασμάτων και ράβδων σε εργοστάσια». Αυτοί οι περιορισμοί», καταλήγει, «συνιστούν παραβιάσεις των φυσικών δικαιωμάτων των ανθρώπων και είναι πέρα για πέρα άκυροι».
Μερικά χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1775, όταν η ένοπλη σύρραξη μεταξύ Αποικιών - μητρόπολης φαινόταν πολύ πιθανή, ο Τζων Άνταμς επισημαίνει ότι «η Αμερική ποτέ δεν θα δεχθεί να έχει το Κοινοβούλιο οποιαδήποτε δικαιοδοσία να αλλάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα συντάγματά της. Εάν η Αμερική», υπογράμμιζε, «έχει 3.000.000 πληθυσμό και το σύνολο των κτήσεων (της Μ. Βρετανίας) 12.000.000, οφείλει να στέλνει το ένα τέταρτο όλων των μελών στη Bουλή των Κοινοτήτων», ενώ μια από τις τέσσερις συνόδους της πρέπει να γίνεται στις Αποικίες. Σε αντίθετη περίπτωση, προειδοποιεί, «η Μεγάλη Βρετανία θα χάσει τις Αποικίες της».
Η ένταση στις σχέσεις μητρόπολης και Αποικιών που παρατηρείται στη δεκαετία του 1760 δεν συνιστούσε απλή παρενέργεια της νέας Βρετανικής φορολογικής πολιτικής μετά το τέλος του Επταετούς Πολέμου, κατά συνέπεια, μια επιστροφή στο προ του 1763 καθεστώς, που θα άφηνε αμετάβλητες τις δομές του εμπορίου με τις Αποικίες, δεν επαρκούσε για να λυθούν τα εκατέρωθεν προβλήματα. Ακόμη και όσοι ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν το «παλαιό καθεστώς» των Βρετανικών προνομίων δεν ήταν εξίσου πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς που προωθούσε η μητρόπολη.
Από την άλλη μεριά, οι Βρετανικές κυβερνήσεις δεν ήταν διατεθειμένες να δεχθούν εν ονόματι της επίκλησης των αποίκων στα θεμελιώδη δικαιώματά τους ως Άγγλων πολιτών οποιεσδήποτε «μαζικές παραβιάσεις των νόμων του εμπορίου», οι οποίες υπονόμευαν «την ακεραιότητα του ίδιου του μερκαντιλιστικού συστήματος». Οι αποικιακές αντιδράσεις εναντίον αυτού του συστήματος θεωρήθηκαν στη Μ. Βρετανία ως άρνηση του δικαιώματός της να υπάρχει ως αποικιακή δύναμη.
Η μητρόπολη είχε αποθαρρύνει συνειδητά την «εκβιομηχάνιση» των Αποικιών όχι μόνο στερώντας τον «ζωτικό χώρο» των βιοτεχνιών της, δηλαδή την ίδια την αποικιακή αγορά –για παράδειγμα, ο Νόμος περί Μάλλινων Ειδών (Wool Act) του 1699 ενώ επέτρεπε την κατασκευή μάλλινων ειδών στην Αμερική, απαγόρευε την εξαγωγή τους εκτός των ορίων της αποικίας στην οποία είχαν κατασκευαστεί– αλλά και ελέγχοντας τη ροή του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού ώστε να αποτρέψει τη μεταφορά τεχνογνωσίας στον Νέο Κόσμο.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 1699, το Βρετανικό Υπουργείο Εμπορίου (Board of Trade) απαγόρευσε τη μετανάστευση των εργατών που απασχολούνταν στη βιομηχανία μαλλιού, ενώ ανάλογοι περιορισμοί στη μετανάστευση ειδικευμένων τεχνιτών επιβλήθηκαν στην κλωστοϋφαντουργία (1750, 1774, 1781), την κατασκευή μηχανών (1782), τη σιδηροβιομηχανία και την εξόρυξη του άνθρακα. Από τα μέσα του 17ου αιώνα την αρχικώς επικρατούσα αντίληψη για τις αποικίες ως τόπων εγκατάστασης του πλεονάζοντος και κοινωνικά ανεπιθύμητου πληθυσμού της Αγγλίας αντικατέστησε η πεποίθηση, την οποία εξέφρασε το 1768 ο αρχιστράτηγος Τόμας Κέιτζ (Thomas Cage), ότι «θα ήταν καλό η μετανάστευση από τη Μ. Βρετανία, την Ιρλανδία και την Ολλανδία να εμποδιστεί.
Και οι νέες μας Αποικίες να κατοικηθούν από τον πληθυσμό των παλαιών, ως ένα μέσο να τις εξασθενίσουμε, ώστε να έχουν μικρότερη δύναμη για να πράξουν το Κακό». Παρόλο που η μητρόπολη συνέχισε να στέλνει άνεργους, φτωχούς και κατάδικους στις Αποικίες, όσο έβλεπε τη σύγκρουση να πλησιάζει ήγειρε μεγαλύτερα εμπόδια στη μετανάστευση, μάλιστα, το 1774, επιβάλλοντας φόρο ύψους 50 λιρών στους υποψήφιους αποίκους από τη Μ. Βρετανία και την Ιρλανδία απαγόρευε ουσιαστικά την περαιτέρω μετανάστευση στον Νέο Κόσμο.
Οι δασμοί που επέβαλε ο Τάουνσεντ τη διετία 1768 - 1769 αντιμετωπίστηκαν από τους αποίκους με μποϊκοτάζ στα Βρετανικά προϊόντα, το οποίο προκάλεσε τη δραματική πτώση των πωλήσεών τους στις Αποικίες. Τον Φεβρουάριο του 1768, η αποικία της Μασαχουσέτης, η οποία εγκαινίασε την πολιτική των «μη εισαγωγών» από τη Μ. Βρετανία, εξέδωσε μια εγκύκλιο η οποία έκρινε τους δασμούς Τάουνσεντ αντισυνταγματικούς. Όταν το Νομοθετικό Σώμα αρνήθηκε την ανάκλησή της, ο νέος Υπουργός των Αποικιών, Λόρδος Χίλσμπορο (Hillsborough), το διέλυσε.
Το μέτρο αυτό επιδείνωσε το ήδη εκρηκτικό κλίμα στη Βοστόνη και ανάγκασε τους υπαλλήλους του Στέμματος να ζητήσουν τη βοήθεια του στρατού για να εφαρμόσουν τους πρόσφατους νόμους. Η κατάσχεση, το 1768, του πλοίου Liberty, που ανήκε στον εύπορο έμπορο και διακεκριμένο στέλεχος του κινήματος κατά των δασμών Τάουνσεντ, Τζων Χάνκοκ (John Hancock), προκάλεσε «τις πιο φοβερές διαδηλώσεις στην ιστορία της Βοστόνης». Στα τέλη της δεκαετίας του 1760, στρατιωτική δύναμη αποτελούμενη από 4.000 ενόπλους εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βοστόνη επιτείνοντας τους φόβους των αποίκων.
Όταν μια ομάδα στρατιωτών τρομοκρατημένων από τις εκδηλώσεις δυσαρέσκειας των αποίκων άνοιξε πυρ εναντίον τους σκοτώνοντας πέντε πολίτες, «η Σφαγή της Βοστόνης», η οποία θα απεικονιστεί σε εκατοντάδες έντυπα, χαρακτικά και γκραβούρες, εξήψε τα πάθη σε όλη την Αμερική. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση του Λόρδου Νορθ (Frederick North, 1732 - 1792), αδυνατώντας να εισπράξει τα εκτιμούμενα ποσά από τα νέα φορολογικά μέτρα, ανακάλεσε το 1770 τους δασμούς Τάουνσεντ αφήνοντας μόνο τον φόρο στο τσάι «ως ένδειξη της ανωτερότητας του Κοινοβουλίου και σαφή διακήρυξη του δικαιώματός του να κυβερνά τις Αποικίες».
Παρά τα δύο χρόνια σχετικής ηρεμίας που ακολούθησαν την ανάκληση των δασμών, η βύθιση της βρετανικής γολέτας «Gaspee» στο Ρόουντ Άιλαντ το 1772 και η είδηση για τη μεταφορά στη Βρετανία όλων των υπόπτων για τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης, επανέφερε στο προσκήνιο τους φόβους των αποίκων για την παραβίαση των κανονικών δικαστικών διαδικασιών. Η αντιπαράθεση κορυφώθηκε το επόμενο έτος, όταν το Βρετανικό Κοινοβούλιο παραχώρησε στη δοκιμαζόμενη οικονομικά Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών το αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης τσαγιού στην Αμερική.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε ρήξη στην εμπορική κοινότητα των αποίκων: όσα μέλη της αποκλείστηκαν από το δικαίωμα πώλησης τσαγιού, το οποίο χορηγούσε επιλεκτικά η Εταιρεία, αντιστάθηκαν σθεναρότερα στη Βρετανική εξουσία. Η καταστροφή μιας μεγάλης παρτίδας τσαγιού στο λιμάνι της Βοστόνης από ομάδα αποίκων μεταμφιεσμένων σε Ινδιάνους προκάλεσε την άμεση αντίδραση της κυβέρνησης Νορθ, που τώρα ζητούσε μαζί με την πλειοψηφία της Βουλής των Κοινοτήτων, την παραδειγματική τιμωρία των υπαιτίων.
Η ψήφιση των επονομαζόμενων Καταναγκαστικών Νόμων (Coercive Acts, 31-3-1774), οι οποίοι έπλητταν το αποικιακό εμπόριο (αποκλείοντας το λιμάνι της Βοστόνης μέχρι να καταβληθεί αποζημίωση για το κατεστραμμένο τσάι) και διαμόρφωσαν ένα αυταρχικό πολιτικό πλαίσιο (ενισχύοντας την εκτελεστική εξουσία και τη διοριζόμενη, πλέον, από το Στέμμα Άνω Βουλή της Μασαχουσέτης, δημεύοντας οικίες για τον στρατωνισμό των στρατιωτών και αναθέτοντας στον νέο Κυβερνήτη, αρχιστράτηγο Τόμας Κέιτζ, τον διορισμό των δικαστών και των αστυνόμων).
Ώθησε τους αποίκους προς την επιλογή την οποία λίγοι ήταν πρόθυμοι στο παρελθόν να δεχθούν, αυτήν δηλαδή της ένοπλης αναμέτρησης με τη μητρόπολη. Η είδηση για την ουσιαστική κατάργηση του αποικιακού καταστατικού χάρτη (charter) της Μασαχουσέτης, ο οποίος είχε καθιερώσει από το 1691 ένα ευρύ πλαίσιο αυτοδιοίκησης, και η απαγόρευση κάθε δημόσιας συνάθροισης χωρίς την έγκριση των Αρχών συγκλόνισε την Αμερική. Ακόμη και οι συντηρητικοί Πρεσβυτεριανοί ιερείς της Βόρειας Καρολίνας διαμαρτυρήθηκαν γι’ αυτήν την αδικαιολόγητη επίδειξη αυταρχισμού εκ μέρους της Αυτοκρατορικής εξουσίας.
Εάν το Κοινοβούλιο μπορούσε να καταργήσει τον καταστατικό χάρτη της Μασαχουσέτης, τότε, διερωτάται ένας απ’ αυτούς τον Ιούλιο του 1775, «ποια ασφάλεια μπορούμε να έχουμε για τις γαίες και για τις βελτιώσεις που έχουμε επιφέρει με βάση αυτά τα καταστατικά; Σίγουρα, εάν μπορούν να ακυρώσουν τα αποικιακά καταστατικά, είναι σε θέση να ακυρώσουν όλες τις συμβολαιογραφικές μας πράξεις και όλα τα δικαιώματα εκμετάλλευσης γαιών ή οποιοδήποτε άλλο προνόμιό μας».
Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου ο Νόμος για το Κεμπέκ (Quebec Act), ο οποίος κατοχύρωνε τα θρησκευτικά δικαιώματα των Καθολικών κατοίκων του Καναδά και «μετέφερε στην επαρχία του Κεμπέκ τον έλεγχο του ινδιάνικου εμπορίου στην τεράστια περιοχή μεταξύ των ποταμών Οχάιο και Μισισιπή», θορύβησε όσους εποφθαλμιούσαν τις γαίες και το εμπόριο της περιοχής, αλλά και τους ζηλωτές της προτεσταντικής πίστης. Την ανησυχία αυτή περιγράφει γλαφυρά τον Οκτώβριο του 1774 ο στρατηγός και πληρεξούσιος του Νιου Χάμσαϊρ στο Κογκρέσο, Τζων Σάλλιβαν (John Sullivan), ο οποίος θεωρούσε τον νόμο αυτό ως «τον πλέον επικίνδυνο για τις Αμερικανικές ελευθερίες».
«Διότι», εξηγεί, «εάν θυμηθούμε σε ποια επικίνδυνη κατάσταση βρίσκονταν οι Αποικίες κατά την έναρξη του τελευταίου πολέμου (Επταετή Πόλεμο) με έναν αριθμό αυτών των Καναδών στα νώτα μας, τους οποίους βοηθούσαν ισχυρά Ινδιάνικα έθνη, αποφασισμένα να εξαφανίσουν τη φυλή των Προτεσταντών από την Αμερική, και σκεφτούμε ότι (ο Καναδάς) μπορεί να γίνει καταφύγιο των Ρωμαιοκαθολικών που πάντοτε θα ευνοούν τα προνόμια του Στέμματος, πρέπει να υποθέσουμε ότι η κατάστασή μας τώρα θα είναι απείρως πιο επικίνδυνη από ό,τι ήταν τότε».
Εάν η κατάσταση στις Αμερικανικές Αποικίες στα τέλη της δεκαετίας του 1760 φαινόταν ότι ξέφευγε από τον έλεγχο της μητρόπολης, εξίσου σοβαρά ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κυβερνήσεις της περιόδου στην ίδια τη Μ. Βρετανία. Η έλευση στον Θρόνο του δύσπιστου απέναντι στο Κοινοβούλιο Γεωργίου Γʹ (1760) οδήγησε σε αδύναμες και βραχύβιες κυβερνήσεις, οι οποίες δεν διέθεταν την αναγκαία πολιτική συνοχή και κοινωνική εμπιστοσύνη για να διαχειριστούν τα προβλήματα μιας Αυτοκρατορικής δύναμης.
Οι διαδοχικές κυβερνήσεις των λόρδων Μπιουτ (John Stuart, Γʹ Κόμης του Bute, 1713 - 1792) και Γκρένβιλ (George Grenville, 1712 - 1770), της μερίδας του Ρόκινγχαμ (Charles Watson - Wentworth, Bʹ Μαρκήσιος του Rockingham, 1730 - 1782) και του Λόρδου Τσάταμ, αντιμετώπισαν σπασμωδικά τα προβλήματα των Αποικιών όπως δείχνει και η αδυναμία να επιλυθεί το ακανθώδες ζήτημα ενός νόμιμα προσφερόμενου αποικιακού χαρτονομίσματος. Στην ίδια τη Μ. Βρετανία, η είσοδος του «όχλου» στην πολιτική τρόμαζε τον νεαρό ηγεμόνα που το 1763 παρατηρούσε ότι σημειώνονταν «εξεγέρσεις και ταραχές σε όλα τα μέρη της επικράτειας».
ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
- Πολιτική εξάρτηση από Αγγλία (Διοικητική εξάρτηση).
- Οικονομική εξάρτηση από Αγγλία (Ήταν υποχρεωμένες να έχουν εμπορικές σχέσεις μόνο με τη μητρόπολη δηλαδή την Αγγλία, επιβολή φόρων και άλλων περιορισμών. Η Αγγλική κυβέρνηση απαγόρευσε στους αποίκους να εκμεταλλευτούν οικονομικά τις καινούργιες περιοχές που κέρδισε η Αγγλία από τη Γαλλία και την Ισπανία δηλαδή τον Καναδά και τη Λουιζιάνα. ..Η πρόσθετη φορολογία σε μια σειρά από προϊόντα).
- Η αστική τάξη των αποίκων ενισχύετα
- Διαφωτισμός (Ελευθερία σκέψης, έκφρασης, οικονομικός φιλελευθερισμός)
- Ανταγωνισμός Γαλλίας, Αγγλίας (οι Γάλλοι βοηθούν τους επαναστάτες).
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Η ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ
Τελικά οι Αμερικανοί νίκησαν χάρη:
Από τον πόλεμο στο Βορρά (1775 - 1780)
- 1773: Ταραχές στη Βοστώνη
- 1774: Οι αντιπρόσωποι των δεκατριών αποικιών συγκεντρώθηκαν στη Φιλαδέλφεια και έστειλαν στο Βασιλιά της Αγγλίας μια διακήρυξη δικαιωμάτων.
- 4 Ιουλίου 1776: Η συνέλευση της Φιλαδέλφειας ψηφίζει τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας που στηρίζεται στις πολιτικές ιδέες του Διαφωτισμού. Πρωταγωνιστές στη σύνταξη της Διακήρυξης υπήρξαν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Θωμάς Τζέφερσον.
- Σεπτέμβριος 1783: Συνθήκη των Βερσαλλιών: Πλήρης ανεξαρτησία των 13 αποικιών.
- 1787: Το Συντακτικό Κογκρέσο κατορθώνει να συγκεράσει τις δύο αντίθετες τάσεις στη συνέλευση (ισχυρή κεντρική εξουσία - αυτονομία κάθε πολιτείας) και να ψηφίσει το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ
Τελικά οι Αμερικανοί νίκησαν χάρη:
- Τις ικανότητες του αρχιστρατήγου Γεωργίου Ουάσινγκτον.
- Τη στάση της Γαλλίας που κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Αγγλίας.
- Την κήρυξη πολέμου της Ολλανδίας και της Ισπανίας εναντίον της Αγγλίας.
- Τη στάση της Ρωσίας, Δανίας και Σουηδίας οι οποίες αρνήθηκαν στην Αγγλία το δικαίωμα να ελέγχει τα πλοία των ουδέτερων χωρών για εχθρικό φορτίο.
Από τον πόλεμο στο Βορρά (1775 - 1780)
- Εκστρατεία στην Βοστόνη της Μασαχουσέτης το 1775
- Εισβολή στον Καναδά: Κεμπέκ 1775
- Εκστρατεία στη Νέα Υόρκη και το New Jersey το 1776
- Μάχες στη Σαρατόγκα και Φιλαδέλφεια το 1777
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Α. Σύνταγμα - Προεδρική Δημοκρατία
Γ. Η Αμερικανική επανάσταση ήταν το πρώτο παράδειγμα επιτυχημένης έκβασης μιας επανάστασης που ακολούθησαν οι Ισπανικές αποικίες στη Λατινική Αμερική αλλά και κράτη στην Ευρώπη όπως η Ελβετία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και φυσικά η Γαλλία.
Δ. Το νέο κράτος αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα σε όλους τους τομείς και εξελίχθηκε σε μεγάλη δύναμη.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝΑ. Σύνταγμα - Προεδρική Δημοκρατία
- Μια Ομοσπονδιακή κεντρική κυβέρνηση υπεύθυνη για την εξωτερική πολιτική, την άμυνα και τα οικονομικά.
- Κάθε πολιτεία διατηρεί τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία σε θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης, αστυνομίας, δικαιοσύνης και εκπαίδευσης.
- Η νομοθετική εξουσία ανήκει στο Κογκρέσο που αποτελείται από τη Βουλή και τη Γερουσία.
- Κάθε πολιτεία εκπροσωπείται στη Βουλή από αριθμό αντιπροσώπων ανάλογο με τον πληθυσμό της.
- Κάθε πολιτεία αντιπροσωπεύεται στη Γερουσία από δύο αντιπροσώπους ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της.
- Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο που εκλέγεται από εκλέκτορες για τέσσερα χρόνια και έχει δικαίωμα να επανεκλεγεί μία ακόμη φορά. Πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών εξελέγη ο Γεώργιος Ουάσινγκτον.
- Η Δικαστική εξουσία με επικεφαλής το Ανώτατο Δικαστήριο είναι ανεξάρτητη.
Γ. Η Αμερικανική επανάσταση ήταν το πρώτο παράδειγμα επιτυχημένης έκβασης μιας επανάστασης που ακολούθησαν οι Ισπανικές αποικίες στη Λατινική Αμερική αλλά και κράτη στην Ευρώπη όπως η Ελβετία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και φυσικά η Γαλλία.
Δ. Το νέο κράτος αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα σε όλους τους τομείς και εξελίχθηκε σε μεγάλη δύναμη.
Ας δούμε όμως με πιο τρόπο η τράπεζα της Αγγλίας επηρέασε τη Βρετανική οικονομία και πως, αργότερα, ήταν αυτή που προκάλεσε την Αμερικανική Επανάσταση. Στα μέσα του 18ου αιώνα η Βρετανική Αυτοκρατορία πλησίαζε στο απόγειο της δύναμης της σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Βρετανία από τότε που δημιουργήθηκε η κεντρική ιδιωτική Τράπεζα της Αγγλίας είχε συμμετάσχει σε τέσσερις πολέμους στην Ευρώπη. Το κόστος παρά ήταν υψηλό.
Το Βρετανικό Κοινοβούλιο για να υποστηρίξει οικονομικά αυτούς τους πολέμους αντί να εκδώσει δικό του, ελεύθερο χρέους, νόμισμα δανείσθηκε τεράστια ποσά από την τράπεζα. Εκείνη την εποχή το χρέος της Βρετανικής κυβέρνησης έφθανε στο υπερβολικό ποσό των 140.000.000 λιρών. Συνεπώς η κυβέρνηση αναγκάστηκε να ψηφίσει ένα πρόγραμμα αύξησης των δημοσίων εσόδων, μέσω των Αμερικανικών αποικιών, ώστε να μπορέσει να πληρώσει τους τόκους, τουλάχιστον, των δανείων στην τράπεζα. Στην Αμερική επικρατούσε διαφορετική κατάσταση.
Η θεομηνία μιας ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας δεν είχε φθάσει ακόμα, αν και η Τράπεζα της Αγγλίας κατέβαλε προσπάθειες να επιβάλει την ολέθρια επιρροή της πάνω στις Αμερικανικές αποικίες από το 1694. Τέσσερα χρόνια πριν, στα 1690, η αποικία της Μασαχουσέτης είχε εκδώσει το δικό της χαρτονόμισμα, το πρώτο στην Αμερική. Την ακολούθησε η αποικία της Νότιας Καρολίνας το 1703 και λίγο αργότερα οι υπόλοιπες αποικίες.
Στα μέσα του 18ου αιώνα η προεπαναστατική Αμερική εξακολουθούσε να είναι σχετικά φτωχή. Υπήρχε μια σοβαρή έλλειψη χρυσών και ασημένιων νομισμάτων, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο εμπόριο και την αγορά αγαθών, ούτως ώστε οι πρώτοι αποικιστές αναγκαστικά οδηγήθηκαν σε πειραματισμούς εκδίδοντας το δικό τους τοπικό χαρτονόμισμα. Μερικές προσπάθειες στέφθηκαν με επιτυχία. Επίσης σε μερικές αποικίες χρησιμοποίησαν, με επιτυχία, τον καπνό ως μέσω συναλλαγής.
Το 1720 κάθε αποικιακός Βασιλικός Κυβερνήτης διετάχθη, συνήθως ανεπιτυχώς, να περιστείλει την έκδοση αποικιακού νομίσματος. Το 1742 ο Βρετανικός Νόμος περί Επανασύνδεσης (British Resumption Act), που απαιτούσε να γίνεται η πληρωμή των φόρων και των άλλων χρεών σε χρυσό, προκάλεσε οικονομική ύφεση στις αποικίες, πολλές ιδιοκτησίες αρπάχθηκαν ή κατασχέθηκαν από τους πλουσίους για το ένα δέκατο της αξίας τους. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος υπήρξε από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της έκδοσης αποικιακού νομίσματος. Το 1757 ο Φραγκλίνος στάλθηκε στο Λονδίνο για να υποστηρίξει την ύπαρξη του αποικιακού νομίσματος.
Κατέληξε να παραμείνει δέκα οκτώ χρόνια, σχεδόν μέχρι την έναρξη της Αμερικανικής Επανάστασης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι περισσότερες Αμερικανικές αποικίες αγνόησαν το Κοινοβούλιο και άρχισαν να εκδίδουν δικό τους νόμισμα που ονομάσθηκε "Αποικιακό Πορτοφόλι" (χαρτονόμισμα ανάγκης - Colonial scrip). Η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία αλλά είχε και αξιοσημείωτες εξαιρέσεις. Το αποικιακό νόμισμα προσέφερε ένα αξιόπιστο μέσο συναλλαγής και βοήθησε στη δημιουργία ενός αισθήματος ενότητας ανάμεσα στις αποικίες.
Ας θυμηθούμε ότι τα περισσότερα αποικιακά νομίσματα ήταν απλώς χαρτί αλλά αποτελούσαν, ελεύθερο χρέους, νόμισμα που είχε εκδοθεί για το δημόσιο συμφέρον και δεν υποστηριζόταν από την ύπαρξη αποθεματικών χρυσού και αργύρου. Με άλλα λόγια ήταν "πραγματικό χαρτονόμισμα". Οι αξιωματούχοι της Τράπεζας της Αγγλίας ρώτησαν τον Φραγκλίνο πως μπορούσε να ερμηνεύσει την πρόσφατη οικονομική άνθηση των αποικιών. Χωρίς δισταγμό τους απάντησε:
Είναι απλό, στις αποικίες εκδίδουμε το δικό μας νόμισμα που ονομάζεται "Αποικιακό Πορτοφόλι". Εκδίδουμε τη δέουσα αναλογία που απαιτείται από το εμπόριο και τη βιομηχανία ώστε να είναι δυνατή η άνετη ανταλλαγή των προϊόντων ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή. Μ αυτό τον τρόπο δημιουργούμε για μας, το δικό μας νόμισμα, ελέγχουμε την αγοραστική του δύναμη και δεν έχουμε να πληρώσουμε σε κανένα τόκους. Αυτό ήταν κοινή λογική για τον Φραγκλίνο. Μπορείτε όμως να φαντασθείτε τον αντίκτυπο που προκάλεσε στην Τράπεζα της Αγγλίας;
Η Αμερική είχε ανακαλύψει το μυστικό του χρήματος και αυτό το τζίνι έπρεπε να επιστρέψει στο μπουκάλι του το συντομότερο δυνατόν. Αποτέλεσμα ήταν να ψηφίσει το Κοινοβούλιο, επί τροχάδην, το Νόμο περί Νομίσματος (Currency Act) του 1764 που απαγόρευε στους αξιωματούχους των αποικιών να εκδίδουν το δικό τους νόμισμα και τους διέταζε να πληρώσουν όλους τους μελλοντικούς φόρους με χρυσά ή αργυρά νομίσματα. Υποχρέωνε δηλαδή τις αποικίες να ενταχθούν στο πρότυπο του χρυσού και του αργύρου.
Έτσι εγκαινιάσθηκε η πρώτη σφοδρή πράξη του Πρώτου Τραπεζικού Πολέμου στην Αμερική που τελείωσε με ήττα των Αργυραμοιβών. Μια ήττα που προκλήθηκε από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και την επακόλουθη συμφωνία ειρήνης, τη Συνθήκη των Παρισίων του 1783. Αυτοί που πιστεύουν ότι ένα πρότυπο χρυσού είναι η λύση για τα σύγχρονα νομισματικά προβλήματα της Αμερικής ας δουν τι συνέβη τότε, αμέσως μετά τη ψήφιση του Νόμου περί Νομίσματος του 1764. O Φραγκλίνος στην αυτοβιογραφία του σημειώνει:
Μέσα σε ένα χρόνο βρεθήκαμε στην ανάστροφη κατάσταση, που σήμαινε τον τερματισμό της οικονομικής άνθησης και την απαρχή μια βαθιάς και ευρείας οικονομικής ύφεσης, που οδήγησε στρατιές ανέργων στους δρόμους των αποικιών. Ο Φραγκλίνος είναι σίγουρος ότι αυτή ήταν η κυρία αιτία της Αμερικανικής επανάστασης. Όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του: Οι Αποικίες ευχαρίστως θα είχαν αποδεχθεί ένα μικρό φόρο στο τσάι και σε άλλα προϊόντα αν η Αγγλία δεν τους είχε απαγορεύσει την έκδοση του χαρτονομίσματος τους που δημιούργησε ανεργία και δυσαρέσκεια.
Το 1774 το Κοινοβούλιο ψήφισε το Νόμο περί Χαρτοσήμου (Stamp Act) που απαιτούσε την τοποθέτηση ενός χαρτοσήμου πάνω σε κάθε αντικείμενο εμπορίου ως βεβαίωση για την πληρωμή του φόρου σε χρυσό, πράγμα που απειλούσε για άλλη μια φορά την ύπαρξη του αποικιακού χαρτονομίσματος. Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες η Επιτροπή Ασφαλείας της Μασαχουσέτης πέρασε ένα ψήφισμα που διέταζε την έκδοση περισσοτέρων αποικιακών χαρτονομισμάτων και αποδεχόταν τα νομίσματα των άλλων αποικιών.
Στις 10 και στις 22 Ιουνίου 1775 το Κογκρέσο των Αποικιών με ψήφισμοί αποφάσισε την έκδοση $2.000.000 με αντίκρισμα την εμπορική και την πολιτική πίστη των "Ηνωμένων Αποικιών". Αυτό συνιστούσε μια πράξη περιφρόνησης προς την Αγγλία, μια άρνηση αποδοχής ενός νομισματικού συστήματος που ήταν άδικο γιά του πολίτες των αποικιών. Γι αυτό το λόγο τα αντικείμενα της εμπορικής πίστης (bills of credit), δηλαδή τα χαρτονομίσματα, τα οποία οι ιστορικοί από αμάθεια και προκατάληψη τα έχουν υποτιμήσει ως αντικείμενα ριψοκίνδυνης οικονομικής πολιτικής ήταν πραγματικά αιτία και αφορμή για την Επανάσταση.
Και ήταν πολύ περισσότερο από αυτό, ήταν η ίδια η Επανάσταση. Την ώρα που ρίχνονταν οι πρώτοι πυροβολισμοί, στο Κόνκορντ και στο Λέξινγκτον της Μασαχουσέτης στις 19 Απριλίου 1775, οι αποικίες είχαν αποστραγγισθεί από χρυσά και αργυρά νομίσματα, εξαιτίας της Βρετανικής φορολογίας, με αποτέλεσμα η ηπειρωτική κυβέρνηση να μην έχει άλλη επιλογή από το να εκδώσει το δικό της χαρτονόμισμα για να στηρίξει οικονομικά τον πόλεμο. Στην αρχή της επανάστασης το Αμερικανικό αποικιακό απόθεμα χρήματος έφθανε τα $12.000.000. Με το τέλος του πολέμου ήταν κοντά στα $500.000.000.
Εν μέρει αυτό οφειλόταν σε μαζική παραχάραξη του από τους Βρετανούς. Είχε όμως αποτέλεσμα ότι το χρήμα ουσιαστικά είχε γίνει άχρηστο. Τα παπούτσια πωλούνταν προς $5.000 το ζευγάρι. Όπως παραπονιόταν o Τζώρτζ Ουάσινγκτον: Μια άμαξα γεμάτη χρήματα μόλις και μετά βίας θα εξαγόραζε μια άμαξα γεμάτη προμήθειες για το στρατό. Νωρίτερα το σύστημα του αποικιακού νομίσματος είχε επιτυχία γιατί εκδιδόταν μόνο το απαραίτητο για τη διευκόλυνση του εμπορίου και η παραχάραξη ήταν απειροελάχιστη.
Σήμερα αυτοί που υποστηρίζουν ένα νόμισμα βασισμένο στο πρότυπο του χρυσού επικεντρώνονται σ αυτή την περίοδο, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, γιά να αποδείξουν τα κακά του "πραγματικού χαρτονομίσματος". Αλλά θυμηθείτε ότι το ίδιο νόμισμα είχε δουλέψει πολύ καλά για είκοσι χρόνια, κατά τη διάρκεια της ειρήνης, ώστε η Τράπεζα της Αγγλίας ζήτησε από το Κοινοβούλιο να το κηρύξει παράνομο. Επίσης κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Βρετανοί εσκεμμένα επιχείρησαν να το διαβρώσουν παραχαράσσοντας το στην Αγγλία και αποστέλλοντας το "με το κιλό" στις αποικίες.
Η Τράπεζα της Βορείου Αμερικής
Προς το τέλος της επανάστασης το ηπειρωτικό Κογκρέσο συνεδρίασε στην Αίθουσα της Ανεξαρτησίας στη Φιλαδέλφεια προσπαθώντας αγωνιωδώς να συγκεντρώσει χρήματα. Το 1781 επέτρεψε στον Ρόμπερτ Μόρρις , Υπεύθυνο των Οικονομικών, να ιδρύσει μια ιδιωτική κεντρική τράπεζα με την προοπτική οτι έτσι θα τα κατάφερναν. Παρεμπιπτόντως ο Μόρρις ήταν ένας οικονομικά ευκατάστατος άνθρωπος που είχε γίνει πλούσιος κατά τη διάρκεια της Επανάστασης εμπορευόμενος πολεμικές προμήθειες.
Η νέα τράπεζα, η Τράπεζα της Βορείου Αμερικής όπως ονομάσθηκε, σχεδιάστηκε κατά το πρότυπο της Τράπεζας της Αγγλίας. Της επιτρεπόταν ή καλύτερα δεν της απαγορευόταν να λειτουργεί με ελάχιστα χρηματικά αποθεματικά, δηλαδή να δανείζει χρήματα που δεν είχε και να χρεώνει τόκο γι' αυτό. Αν εσείς ή εγώ το κάναμε αυτό θα μας καταδίκαζαν για απάτη, που είναι κακούργημα. Ελάχιστοι αντιλαμβάνονταν αυτή την πρακτική εκείνη την εποχή και φυσικά κρατήθηκε μυστική από το λαό και τους πολιτικούς, όσο ήταν δυνατό.
Πολύ περισσότερο, δόθηκε στην τράπεζα το μονοπώλιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων, που γίνονταν αποδεκτά και κατά την πληρωμή των φόρων. Το καταστατικό της τράπεζας προσκαλούσε ιδιώτες επενδυτές να συμμετάσχουν στο αρχικό κεφάλαιο των $400.000. Αλλά όταν ο Μόρρις δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τα χρήματα, ξεδιάντροπα, χρησιμοποίησε την πολιτική του επιρροή για να κατατεθεί χρυσός στην τράπεζα, ο χρυσός που είχε δανείσει η Γαλλία στην Αμερική. Ύστερα δάνεισε αυτά τα χρήματα στον εαυτό του και τους φίλους του για να τα επανεπενδύσουν στις μετοχές της τράπεζας.
Ο Δεύτερος Αμερικανικός Τραπεζικός Πόλεμος είχε ήδη αρχίσει. Σύντομα ο κίνδυνος ήταν ξεκάθαρος. Η αξία του Αμερικανικού νομίσματος συνέχισε να πέφτει κατακόρυφα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1785, η σύμβαση με την τράπεζα δεν ανανεώθηκε, εξαφανίζοντας αποτελεσματικά την απειλή από τη δύναμη της τράπεζας. Έτσι ο Δεύτερος Αμερικανικός Τραπεζικός Πόλεμος τελείωσε πολύ γρήγορα με ήττα των Αργυραμοιβών. Ο επικεφαλής της επιτυχούς προσπάθειας να κλείσει η τράπεζα ήταν ένας πατριώτης που ονομαζόταν Ουίλλιαμ Φίντλεϋ από την Πενσυλβάνια.
Εξήγησε το πρόβλημα με τον ακόλουθο τρόπο: Αυτό το ίδρυμα μη έχοντας άλλη προτεραιότητα από την φιλαργυρία δεν θα διαφοροποιηθεί ποτέ από το αντικείμενο του...να μονοπωλήσει όλο τον πλούτο, τη δύναμη και τη επιρροή του κράτους. Η πλουτοκρατία από τη στιγμή που θα εγκαθιδρυθεί θα διαφθείρει το νομοθετικό σώμα ώστε οι νόμοι να γίνονται προς χάριν της και το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα ευνοεί τους πλούσιους. Όμως οι άνθρωποι που κινούσαν τα νήματα στην Τράπεζα της Βορείου Αμερικής -ο Αλεξάντερ Χάμιλτον , ο Ρόμπερτ Μόρρις και ο πρόεδρος της τράπεζας Τόμας Γουίλλινγκ- δεν το έβαλαν κάτω.
Μόνο έξι χρόνια αργότερα, ο Χάμιλτον, Υπουργός Οικονομικών τότε, και ο μέντορας του Μόρρις δημιούργησαν μια καινούρια ιδιωτική κεντρική τράπεζα, την Πρώτη Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσω του νέου Κογκρέσου. Ο Τόμας Γουίλλινγκ υπηρέτησε ξανά σαν πρόεδρος της τράπεζας. Οι παίκτες ήταν οι ίδιοι, μόνο το όνομα της; τράπεζας είχε αλλάξει.
Το Συντακτικό Συνέδριο
Το 1787 οι αρχηγοί των αποικιών συγκεντρώθηκαν στη Φιλαδέλφεια για να αντικαταστήσουν και τροποποιήσουν τα προβληματικά άρθρα της ''Χάρτας της Ένωσης''. Όπως προείπαμε ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τζέιμς Μάντισον , αμετάπειστοι και οι δύο, εναντιώνονταν στη δημιουργία μιας ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας επειδή είχαν αντιληφθεί τα προβλήματα που δημιούργησε η Τράπεζα της Αγγλίας. Δεν ήθελαν τίποτα από αυτά και όπως το έθεσε αργότερα ο Τζέφερσον:
Αν ο Αμερικανικός λαός επιτρέψει ποτέ στις ιδιωτικές τράπεζες να ελέγχουν την έκδοση του νομίσματος του, πρώτα με τον πληθωρισμό και ύστερα με τον αποπληθωρισμό, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις που θα αναπτυχθούν γύρω από αυτές θα αποστερήσουν τον λαό από την περιουσία του μέχρι που τα παιδιά του θα ξυπνήσουν άστεγα σε μια ήπειρο που κατέκτησαν οι πατεράδες τους.
Κατά τη διάρκεια της δημόσιας συζήτησης πάνω στο μελλοντικό νομισματικό σύστημα, άλλος ένας από τους ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Γκάβενορ Μόρρις , ήταν επικεφαλής της επιτροπής που συνέταξε το τελικό σχέδιο του Συντάγματος και γνώριζε πολύ καλά τα κίνητρα των τραπεζιτών.
Μαζί με το παλιό αφεντικό του, τον Ρόμπερτ Μόρρις και των Αλεξάντερ Χάμιλτον, είχαν παρουσιάσει το αρχικό σχέδιο για την τράπεζα της Βορείου Αμερικής οτο ηπειρωτικό Κογκρέσο κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της Επανάστασης.
Σε ένα γράμμα που έγραψε στον Τζέιμς Μάντισον, στις 2 Ιουλίου 1787, αποκάλυπτε τι πραγματικά συνέβαινε. Οι πλούσιοι, θα παλέψουν για την επικράτηση της κυριαρχίας τους και τον εξανδραποδισμό των υπολοίπων. Έτσι κάνουν πάντα και έτσι θέλουν να γίνεται... Το αποτέλεσμα εδώ θα είναι το ίδιο με αλλού αν δεν τους κρατήσουμε με τη δύναμη της κυβέρνησης στο αρμόζων γι αυτούς πεδίο δράσης. Παρά την αποσκίρτηση του Γκάβενορ Μόρρις, από την παράταξη της τράπεζας, ο Χάμιλτον, ο Ρόμπερτ Μόρρις και ο Γουίλλινγκ μαζί με τους Ευρωπαίους υποστηρικτές τους δεν επρόκειτο να υποχωρήσουν.
Κατάφεραν να πείσουν το μεγαλύτερο μέρος των αντιπροσώπων στο Συντακτικό Συνέδριο να μην εγκρίνει στο Κογκρέσο τη δυνατότητα να εκδίδει χαρτονόμισμα. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι ακόμα παράπαιαν από τον τεράστιο πληθωρισμό που προκάλεσαν τα χαρτονομίσματα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Είχαν ξεχάσει πόσο καλά είχε δουλέψει το αποικιακό χαρτονόμισμα πριν τον πόλεμο. Αλλά η Τράπεζα της Αγγλίας δεν το είχε ξεχάσει. Οι Αργυραμοιβοί δεν δεχόντουσαν την πιθανότητα η Αμερική να εκδώσει το δικό της χαρτονόμισμα ξανά.
Πολλοί πιστεύουν ότι η Δέκατη Τροποποίηση του Συντάγματος που επιφυλασσόταν εξουσίες στις πολιτείες που δεν αντιπροσωπεύονταν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, έκανε την έκδοση χαρτονομίσματος από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντισυνταγματική, καθώς η εξουσία της έκδοσης χαρτονομίσματος δεν αναφερόταν ρητώς ως δυνατότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα παραμένει σιωπηλό σ' αυτό το σημείο. Μολαταύτα το Σύνταγμα ρητά απαγορεύει στις Πολιτείες να εκδίδουν χαρτονόμισμα.
Οι περισσότεροι από τους συνέδρους προσχεδίασαν της σιωπή του Συντάγματος στο σημείο αυτό για να μη δοθεί στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση "η απόλυτη εξουσία" της έκδοσης χαρτονομίσματος. Πραγματικά στην εφημερίδα της Συνέλευσης, στο φύλλο της 16ης Αυγούστου, διαβάζουμε τα ακόλουθα: Θεωρήθηκε δευτερεύον η απάλειψη των λέξεων "απαγόρευση έκδοσης χαρτονομισμάτων" και η πρόταση πέρασε καταφατικά.
Ο Χάμιλτον και οι τραπεζίτες φίλοι του είδαν αυτή τη σιωπή σαν μια ευκαιρία για να κρατήσουν την κυβέρνηση μακριά από την έκδοση χαρτονομίσματος, την οποία ήλπιζαν ότι θα μονοπωλούσαν οι ίδιοι. Έτσι οι τραπεζίτες και οι αντιπρόσωποι που ήταν εναντίον τους, για διαφορετικά ο καθένας απ' την πλευρά του κίνητρα, υποστήριξαν να μείνει το δικαίωμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την έκδοση χαρτονομίσματος έξω από τις ρυθμίσεις του Συντάγματος, με μια πλειοψηφία τέσσερα προς ένα. Αυτή η αμφισβήτηση άνοιξε το δρόμο για τους Αργυραμοιβούς, όπως ακριβώς το είχαν σχεδιάσει.
Φυσικά το χαρτονόμισμα δεν αποτελούσε το ίδιο το κύριο πρόβλημα. Η δανειοδότηση με ελάχιστα αποθεματικά ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα γιατί πολλαπλασίαζε αρκετές φορές κάθε ποσοστό πληθωρισμού που προκαλούνταν από υπερβολική έκδοση χαρτονομίσματος. Έτσι οι αντιπρόσωποι έμειναν με τη σκέψη ότι η απαγόρευση του χαρτονομίσματος ήταν μια καλή ιδέα. Απαγορεύοντας κάθε είδους χαρτονόμισμα πιθανώς θα περιόριζαν και την τραπεζιτική των ελάχιστων αποθεματικών, που εφαρμοζόταν, καθώς η χρησιμοποίηση επιταγών ήταν αμελητέα και αν είχε τεθεί προς συζήτηση θα είχε απαγορευθεί κι αυτή;
Τα τραπεζικά δάνεια που δημιουργούνται με λογιστικές καταχωρήσεις στα βιβλία δεν αναφέρθηκαν και έτσι δεν απαγορεύθηκαν. Θεωρήθηκε έτσι ότι είχε απαγορευθεί η έκδοση χαρτονομίσματος από την Ομοσπονδιακή και τις πολιτειακές κυβερνήσεις ενώ δεν εννοείτο το ίδιο για τις τράπεζες. Υφίσταται η διαφωνία ότι αυτή η εξουσία του ποιος έχει το δικαίωμα της έκδοσης με το να μη απαγορευθεί ρητά στην κυβέρνηση είχε κρατηθεί σαν μελλοντικό δικαίωμα των πολιτών και του λαού (περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων όπως οι τράπεζες).
Αντίθετη άποψη έλεγε ότι οι τραπεζικές εταιρίες ήταν όργανα και παράγοντες των πολιτειών, αφού αυτές αναγνώριζαν τη νομιμότητα τους, και έτσι δεν ενέπιπταν στην απαγόρευση της έκδοσης τραπεζογραμματίων, όπως συνέβαινε για τις ίδιες τις πολιτείες. Αυτή η διαφωνία αγνοήθηκε από τους τραπεζίτες που προχώρησαν στην έκδοση τραπεζογραμματίων έναντι ελάχιστων αποθεματικών και έχασε κάθε υπόσταση όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα μπορούσε να ιδρύσει μια τράπεζα η οποία θα μπορεί να εκδίδει χρήματα.
Τελικά μόνο στις Πολιτείες απαγορεύθηκε η έκδοση χαρτονομίσματος και δεν επιβλήθηκε αυτή η απαγόρευση όχι μόνο στις τράπεζες αλλά ούτε καν στους δήμους και τις κοινότητες (όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης του 1929 σε τετρακόσιες πόλεις σε ολόκληρες τις ΗΠΑ).
Ένα άλλο λάθος που δεν γίνεται συχνά αντιληπτό έχει σχέση με τη εξουσία που δόθηκε στην Ομοσπονδιακή κυβέρνηση "να κόβει νόμισμα" και "να καθορίζει την αξία του από εκεί και ύστερα".
Ο καθορισμός της αξίας του νομίσματος (δηλαδή η αγοραστική του δύναμη ή η αξία του σε σχέση με άλλα πράγματα) δεν σχετίζεται με την ποιότητα ή το περιεχόμενο του (π.χ. τόσα γραμμάρια χρυσός και τόσα χαλκός κλπ) αλλά με την ποσότητα, το απόθεμα του χρήματος. Είναι η ποσότητα αυτή που προσδιορίζει την αξία και ποτέ το Κογκρέσο δεν έχει νομοθετήσει για τον καθορισμό συγκεκριμένης ποσότητας χρήματος στις ΗΠΑ. Ο νομοθετικός καθορισμός μιας συγκεκριμένης ποσότητας χρήματος (συμπεριλαμβανομένων νομισμάτων, επιταγών και τραπεζικών αποθεματικών) σημαίνει στην πράξη τον προσδιορισμό της αξίας κάθε δολαρίου (αγοραστική δύναμη).
Νομοθετική πράξη που ορίζει το ποσοστό της αύξησης του χρηματικού αποθέματος συνεπάγεται τον καθορισμό της μελλοντικής αξίας του. Το Κογκρέσο δεν έχει αποφασίσει για τίποτα από τα δύο αν και έχει ξεκάθαρα το συνταγματικό δικαίωμα να το κάνει. Έχει εγκαταλείψει αυτή την εξουσία στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα και τις 10.000 και πλέον τράπεζες που δημιουργούν το χρηματικό μας αποθεματικό.
ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟ ΚΡΑΤΟΣ
Η Αγγλία υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει τις 13 αποικίες στην Συνθήκη των Παρισίων το 1783 ως ανεξάρτητο κράτος με το όνομα Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ). Το σύνταγμα των ΗΠΑ, το οποίο συντάχθηκε το 1787, που ισχύει κατά βάση μέχρι σήμερα, ανακήρυξε τη χώρα ένωση (Ομοσπονδία) πολιτειών και βασίστηκε στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η κεντρική κυβέρνηση αποφασίζει για την οικονομία, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική.
Οι πολιτείες ρυθμίζουν μόνες τους ζητήματα τοπικής αυτοδιοίκησης, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης και αστυνόμευσης. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κογκρέσο μέσω της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων. Κάθε πολιτεία εκπροσωπείται στη Γερουσία από δύο γερουσιαστές, ανεξαρτήτως του πληθυσμού της. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ωστόσο, οι πολιτείες εκπροσωπούνται από αριθμό βουλευτών ανάλογο προς τον πληθυσμό τους.
Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο, που εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια από ένα σώμα εκλεκτόρων και μπορεί να επανεκλεγεί μόνο μία φορά. Πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέχτηκε, το 1789, ο Τζορτζ Ουάσινγκτον. Προς τιμήν του η πρωτεύουσα των ΗΠΑ πήρε αργότερα το όνομα του. Τέλος, Η δικαστική εξουσία ορίστηκε ανεξάρτητη και αιρετή.
ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Η Αμερικανική επανάσταση (1775 - 1783) κατά των Άγγλων είχε αρχίσει πριν από την «ομόφωνη διακήρυξη των 13 Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής» της 4ης Ιουλίου 1776, που γιορτάζεται από τότε κάθε χρόνο ως η μέρα της ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Κατ' αρχήν ήταν ένας αγώνας μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των δεκατριών αποικιών της στην Αμερική, που αντετίθεντο στη Βρετανική νομοθεσία και επιζητούσαν την ανεξαρτησία τους.
Ήταν όμως και ένας αγώνας μεταξύ των αποίκων καθώς αρκετοί Αμερικανοί, καταγόμενοι κυρίως από την Αγγλία, που αποκαλούνταν Loyalists (Νομιμόφρονες) ή Τόρις (από το όνομα των Άγγλων Συντηρητικών), τάσσονταν στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας εναντίον των αποίκων επαναστατών. Η Αμερικανική επανάσταση αποτελούσε ακόμα συνέχεια των αποικιοκρατικών πολέμων μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας. Οι Γάλλοι υποστήριξαν, αρχικά μυστικά και στη συνέχεια ανοιχτά, τους Αμερικανούς πατριώτες.
Ο Γάλλος υπουργός των Εξωτερικών της μοναρχικής κυβέρνησης, κόμης Βερζέν, φρόντισε να στείλει πολεμοφόδια στους Αμερικανούς επαναστάτες, που είχαν ιδιαίτερη σημασία καθώς οι εξεγερθέντες δεν είχαν πυροβολικό και κυρίως στερούνταν το μπαρούτι. Όταν οι αποικίες απέδειξαν τη μαχητική τους ικανότητα, η Γαλλία αναγνώρισε την ανεξαρτησία τους, υπέγραψε μια συνθήκη συμμαχίας μαζί τους και μπήκε το 1778 στον πόλεμο, στο πλευρό των Αμερικανών.
Ένας από τους Αμερικανούς πατριώτες, ο δημοσιολόγος Τόμας Πέιν, που το βιβλίο του συνεπήρε τους επαναστάτες της Βόρειας Αμερικής, διατύπωνε απόψεις που έμοιαζαν πολύ μ' εκείνες του Ρήγα Φεραίου και των Γάλλων επαναστατών ή των φιλοσόφων. Ο Πέιν έγραφε ότι «η κοινωνία είναι ένα μεγάλο αγαθό, η εξουσία όμως, όποια μορφή και να έχει, είναι κακό. Ένας μονάχα τίμιος άνθρωπος είναι πιο πολύτιμος από όλους τους εστεμμένους κατεργάρηδες του κόσμου. Εξ άλλου είναι παράλογο να ισχυριστεί κάποιος ότι ένα νησί (Βρετανία) μπορεί να εξουσιάζει επ' άπειρον μια ολόκληρη Ήπειρο».
Η Γαλλική και η Αμερικανική επανάσταση αποτέλεσαν ένα θετικό προηγούμενο για τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Και φυσικά τα πολιτικά δικαιώματα και οι ελευθερίες που προβλέπονται στο Πολίτευμα του Ρήγα Φεραίου, όπως και στα πρώτα Ελληνικά συντάγματα, είναι δανεισμένα από τη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης».
Η Αγγλία υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει τις 13 αποικίες στην Συνθήκη των Παρισίων το 1783 ως ανεξάρτητο κράτος με το όνομα Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ). Το σύνταγμα των ΗΠΑ, το οποίο συντάχθηκε το 1787, που ισχύει κατά βάση μέχρι σήμερα, ανακήρυξε τη χώρα ένωση (Ομοσπονδία) πολιτειών και βασίστηκε στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η κεντρική κυβέρνηση αποφασίζει για την οικονομία, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική.
Οι πολιτείες ρυθμίζουν μόνες τους ζητήματα τοπικής αυτοδιοίκησης, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης και αστυνόμευσης. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κογκρέσο μέσω της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων. Κάθε πολιτεία εκπροσωπείται στη Γερουσία από δύο γερουσιαστές, ανεξαρτήτως του πληθυσμού της. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ωστόσο, οι πολιτείες εκπροσωπούνται από αριθμό βουλευτών ανάλογο προς τον πληθυσμό τους.
Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο, που εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια από ένα σώμα εκλεκτόρων και μπορεί να επανεκλεγεί μόνο μία φορά. Πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέχτηκε, το 1789, ο Τζορτζ Ουάσινγκτον. Προς τιμήν του η πρωτεύουσα των ΗΠΑ πήρε αργότερα το όνομα του. Τέλος, Η δικαστική εξουσία ορίστηκε ανεξάρτητη και αιρετή.
ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Η Αμερικανική επανάσταση (1775 - 1783) κατά των Άγγλων είχε αρχίσει πριν από την «ομόφωνη διακήρυξη των 13 Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής» της 4ης Ιουλίου 1776, που γιορτάζεται από τότε κάθε χρόνο ως η μέρα της ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Κατ' αρχήν ήταν ένας αγώνας μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των δεκατριών αποικιών της στην Αμερική, που αντετίθεντο στη Βρετανική νομοθεσία και επιζητούσαν την ανεξαρτησία τους.
Ήταν όμως και ένας αγώνας μεταξύ των αποίκων καθώς αρκετοί Αμερικανοί, καταγόμενοι κυρίως από την Αγγλία, που αποκαλούνταν Loyalists (Νομιμόφρονες) ή Τόρις (από το όνομα των Άγγλων Συντηρητικών), τάσσονταν στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας εναντίον των αποίκων επαναστατών. Η Αμερικανική επανάσταση αποτελούσε ακόμα συνέχεια των αποικιοκρατικών πολέμων μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας. Οι Γάλλοι υποστήριξαν, αρχικά μυστικά και στη συνέχεια ανοιχτά, τους Αμερικανούς πατριώτες.
Ο Γάλλος υπουργός των Εξωτερικών της μοναρχικής κυβέρνησης, κόμης Βερζέν, φρόντισε να στείλει πολεμοφόδια στους Αμερικανούς επαναστάτες, που είχαν ιδιαίτερη σημασία καθώς οι εξεγερθέντες δεν είχαν πυροβολικό και κυρίως στερούνταν το μπαρούτι. Όταν οι αποικίες απέδειξαν τη μαχητική τους ικανότητα, η Γαλλία αναγνώρισε την ανεξαρτησία τους, υπέγραψε μια συνθήκη συμμαχίας μαζί τους και μπήκε το 1778 στον πόλεμο, στο πλευρό των Αμερικανών.
Ένας από τους Αμερικανούς πατριώτες, ο δημοσιολόγος Τόμας Πέιν, που το βιβλίο του συνεπήρε τους επαναστάτες της Βόρειας Αμερικής, διατύπωνε απόψεις που έμοιαζαν πολύ μ' εκείνες του Ρήγα Φεραίου και των Γάλλων επαναστατών ή των φιλοσόφων. Ο Πέιν έγραφε ότι «η κοινωνία είναι ένα μεγάλο αγαθό, η εξουσία όμως, όποια μορφή και να έχει, είναι κακό. Ένας μονάχα τίμιος άνθρωπος είναι πιο πολύτιμος από όλους τους εστεμμένους κατεργάρηδες του κόσμου. Εξ άλλου είναι παράλογο να ισχυριστεί κάποιος ότι ένα νησί (Βρετανία) μπορεί να εξουσιάζει επ' άπειρον μια ολόκληρη Ήπειρο».
Η Γαλλική και η Αμερικανική επανάσταση αποτέλεσαν ένα θετικό προηγούμενο για τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Και φυσικά τα πολιτικά δικαιώματα και οι ελευθερίες που προβλέπονται στο Πολίτευμα του Ρήγα Φεραίου, όπως και στα πρώτα Ελληνικά συντάγματα, είναι δανεισμένα από τη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης».
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΩΝ Η.Π.Α
Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΩΝ Η.Π.Α
Βέβαια ενώ στο φτωχότερο Νότο ο πυλώνας της οικονομίας ήταν οι φυτείες ρυζιού καλαμποκιού βαμβακιού και καπνού, στον ανεπτυγμένο Βορρά κυριαρχούσε το εμπόριο διαμέσου των θαλάσσιων επικοινωνιών και με κέντρα τα λιμάνια της Νέας Υόρκης, της Βοστόνης και της Φιλαδέλφειας. Σημείο τριβής όμως μεταξύ της μητροπολιτικής Αγγλίας και της αναπτυσσόμενης Αμερικανικής περιφέρειας αποτέλεσε η φορολογική πολιτική της πρώτης.
Συγκεκριμένα σε πρώτη φάση ο δαπανηρός Αγγλο-Γαλλικός πόλεμος (1756 - 1763) δημιούργησε την ανάγκη εξεύρεσης πόρων και έτσι ώθησε την Αγγλική κυβέρνηση να υπερφορολογήσει τις αποικίες, μέτρο που δημιούργησε δυσαρέσκεια. Το 1765 είχε επιβληθεί φόρος στη ζάχαρη ενώ με το «Νόμο περί Χαρτόσημου» οι Άγγλοι επέβαλαν ένα χαρτόσημο σε κάθε νομικό έντυπο, εφημερίδα, περιοδικό ακόμη και στα παιγνιόχαρτα. Συγκεκριμένα επρόκειτο για την αύξηση των φόρων εκτελωνισμού ορισμένων αγγλικών προϊόντων που εισάγονταν στην Αμερική.
Στη Βοστόνη σημειώθηκαν συγκρούσεις αποίκων με Αγγλικά στρατεύματα που είχαν αποσταλεί για καταστολή των τοπικών εξεγέρσεων. Η αποτυχία της μητρόπολης να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα την οδήγησε σε αναδίπλωση. Περαιτέρω τριβές μεταξύ μητρόπολης - περιφέρειας προκάλεσε η επιμονή της Αγγλίας να διατηρήσει τη φορολόγηση του τσαγιού με αποκορύφωμα όταν αποκλείστηκαν από ορισμένους Βοστονέζους, στο τοπικό λιμάνι, 3 αγγλικά πλοία που έφεραν τσάι. Οι εξελίξεις διαδεχόμενες η μία την άλλη οδήγησαν σε Υπερατλαντική αποστολή μοίρας του Αγγλικού στόλου για να επιβάλει την τάξη.
Εν τω μεταξύ η «Συνέλευση της Φιλαδέλφειας», το ανώτατο διοικητικό όργανο των αποίκων, δημοσίευσε τη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» με ρητή αναφορά στην άρση της επιβαλλόμενης αγγλικής φορολόγησης. Πλέον όλα οδηγούσαν στη σύγκρουση, γεγονός που επιβεβαιώθηκε, όταν τις επόμενες ημέρες η αποικία της Μασαχουσέτης με πρωτεύουσα τη Βοστόνη, αποφάσισε τη σύσταση τακτικού στρατού, απαρτισμένος από τη τοπική πολιτοφυλακή, με ανώτατο διοικητή τον Τζωρτζ Ουάσινγκτον, γαιοκτήμονα από τη Βιρτζίνια.
Οι σχετικά ελλιπείς Αγγλικές δυνάμεις και η σημαντική αναλογία μισθοφόρων αποσυντόνισε τη συνοχή των μητροπολιτικών δυνάμεων οδηγώντας σε τελική επικράτηση των αποικιακών δυνάμεων. Οι σημαντικότερες μάχες έλαβαν χώρα στις στο Λέξινγκτον και στο Κονκόρντ το 1775 - 1776, στη Σαρατόγκα το 1777 και στο Γιορκ Τάουν το 1781, μάχη όπου εναντίον στους Άγγλους, συμπαρατάχθηκαν με τους αποίκους και Γαλλικές δυνάμεις με αποτέλεσμα την ήττα της μητρόπολης.
Η Αγγλία επισήμως, με συνθήκη που υπογράφηκε με το νέο Αμερικανικό κοινοβούλιο, αναγνώρισε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1883 την ανεξαρτησία των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες στο μεταξύ είχαν ήδη ανακηρύξει την ανεξαρτησία τους από την μητρόπολη Αγγλία στις 4 Ιουλίου του 1776, μέσω της «Συνέλευσης της Φιλαδέλφειας». Η παραπάνω ημερομηνία σηματοδοτεί την εθνική επέτειο των Ηνωμένων Πολιτειών. Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν ο πόλεμος γενικεύθηκε. Οι Άγγλοι έστελναν συνεχώς ενισχύσεις και οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να κρατήσουν την επανάσταση ζωντανή.
Η Γαλλία έστειλε οικονομική ενίσχυση στους επαναστατημένους Αμερικανούς καθώς και στρατεύματα. Ο αγγλικός στρατός, υπό την ηγεσία του στρατηγού Κορνουάλις, τελικά παραδόθηκε στο Γιόρκταουν της Βιρτζίνια στις 19 Οκτωβρίου 1781. Ο πόλεμος έληξε επίσημα με την συνθήκη του Παρισιού στις 3 Σεπτεμβρίου 1783, με την οποία η Αγγλία παραχωρούσε τα εδάφη της στις ΗΠΑ. Τα τελευταία αγγλικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την ήπειρο στις 25 Νοεμβρίου 1783.
Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ (Declaration of Independence; επίσημα The unanimous Declaration of the thirteen united States of America) ήταν η ιδρυτική διακήρυξη ανεξαρτητοποίησης δεκατριών Πολιτειών της Αμερικής από την αποικιοκρατία των Βρετανών.
Συντάχθηκε από τους Τόμας Τζέφερσον και Βενιαμίν Φραγκλίνο, ενώ εγκρίθηκε γύρω στις 2 Αυγούστου 1776 (συμβολικά όμως στις 4 Ιουλίου 1776) από το Κογκρέσο. Θεωρείται ως η πράξη ίδρυσης του κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Στις 4 Ιουλίου του 1776 συγκαλείται συνέλευση των Αμερικανών στη Φιλαδέλφεια, όπου ψηφίζεται η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η οποία στηρίζεται στις πολιτικές ιδέες του Διαφωτισμού. Πρωταγωνιστές στη σύνταξη της Διακήρυξης υπήρξαν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος και ο Τόμας Τζέφερσον.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η Βρετανία, θεωρώντας τις δεκατρείς Πολιτείες (States) της Βόρειας Αμερικής ως αποικίες του Βρετανικού Στέμματος, εννοούσε να συμπεριφέρεται σε αυτές όπως έκανε σε όλες τις υπόλοιπες αποικίες της: επέβαλε δικούς της Κυβερνητικούς υπαλλήλους, διαφορετική φορολογία από αυτή που ίσχυε στη Βρετανία, περιοριστικούς όρους στο εμπόριο, στην ελευθερία της έκφρασης, στην πολιτική δραστηριότητα κτλ. Ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Γ΄ είχε, μάλιστα, θεσπίσει τους "πέντε αφόρητους Νόμους" στις αποικίες της Αμερικής (1774). Αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτό από τους "αποίκους", οι οποίοι αισθάνονταν καταπιεσμένοι.
Σε πολλούς Αμερικανούς αποίκους είχε αρχίσει να δημιουργείται και να ωριμάζει η ιδέα της ανεξαρτητοποίησης. Η πρώτη πραγματικά αποφασιστική κίνηση έγινε στις 7 Ιουνίου του 1776 στη Φιλαδέλφεια. Εκεί, ενώπιον του Κογκρέσσου, διαβάστηκε ένα ψήφισμα από τον Ρίτσαρντ Χένρι Λη (Richard Henry Lee), αντιπρόσωπο της πολιτείας της Βιρτζίνια, το οποίο, σε γενικές γραμμές, διακήρυττε την αποφασιστικότητα των "δεκατριών ηνωμένων αποικιών" να αποκτήσουν αυτοτέλεια απαλλασσόμενες εξ ολοκλήρου, όπως θα έπρεπε να ισχύει, από την υποταγή στη Μεγάλη Βρετανία.
Το ψήφισμα αυτό δεν προέκυψε αιφνίδια. Ήδη, μετά την επιβολή των "πέντε αφόρητων Νόμων" και την απόρριψη των αιτημάτων της Επιτροπής που είχε συσταθεί για την ελάφρυνσή τους από τον Γεώργιο Γ΄ (1775), είχε αρχίσει μια κίνηση ανεξαρτητοποίησης από τις Ηνωμένες Αποικίες: δημιουργήθηκε μια μορφή τακτικού στρατού, ενώ εμφανίστηκαν τα πρώτα ανεξάρτητα "αποικιακά" ταχυδρομικά γραφεία. Το ψήφισμα του Λη δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την έκφραση της θέλησης των περισσότερων αποίκων για την πλήρη ανεξαρτητοποίηση των Αποικιών.
Παράλληλα, μαθεύτηκε στις Αμερικανικές αποικίες ότι ο Βασιλιάς Γεώργιος, μη έχοντας αρκετό στρατό, διαπραγματευόταν την αγορά μισθοφόρων από τη Γερμανία, ώστε να ενισχύσει τον Αγγλικό στρατό. Αυτό πράγματι έγινε αργότερα - παραχωρήθηκαν 30.000 μισθοφόροι από την Έσση στο Αγγλικό Στέμμα προς 7 λίρες έκαστος. Οι μισθοφόροι στάλθηκαν στις αποικίες, αλλά οι περισσότεροι από τους μισούς το έσκασαν πριν καν εμπλακούν σε επιχειρήσεις.
Παράλληλα, ο Τόμας Παίην (Thomas Paine) εξέδωσε τον Ιανουάριο του 1776 το βιβλίο του "Κοινός Νους" (Common Sense), ένα κείμενο στο οποίο απαριθμούσε τους λόγους και τις αιτίες για τους οποίους οι αποικίες όφειλαν να γίνουν ανεξάρτητο κράτος. Το βιβλίο αυτό πουλήθηκε κατά χιλιάδες και έθεσε τις βάσεις για να συνειδητοποιήσουν όλοι οι "άποικοι" την αναγκαιότητα ανεξαρτητοποίησης.
Μετά την ανάγνωση του ψηφίσματος του Λη στο Κογκρέσο, δημιουργείται από αυτό στις 11 Ιουνίου μια Επιτροπή, αποτελούμενη από τους Τόμας Τζέφερσον, Τζων Άνταμς (John Adams), Βενιαμίν Φραγκλίνο, Ρότζερ Σέρμαν και Ρόμπερτ Λίβιγκστον για να επεξεργαστεί ένα σχέδιο διακήρυξης της Ανεξαρτησίας. Ο Τζέφερσον, κατά προτροπή της Επιτροπής, αποσύρεται σε ένα σπίτι στις παρυφές της Φιλαδέλφειας και αρχίζει να συντάσσει την πρώτη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας (12 έως 27 Ιουνίου).
Στις 28 Ιουνίου το προσχέδιο της Διακήρυξης διαβάζεται στο Κογκρέσο, όπου μετά από συζητήσεις και αντεγκλήσεις υφίσταται αρκετές τροποποιήσεις. Στις 4 Ιουλίου 1776 το τελικό σχέδιο της Διακήρυξης εγκρίνεται από το Κογκρέσο. Ο Τζων Χάνκοκ, Πρόεδρος του Κογκρέσου, δίνει στις 5 Ιουλίου του 1776 εντολή στον τυπογράφο Ντάνλαπ να τυπώσει το κείμενο. Στις 19 Ιουλίου το Κογκρέσο διατάσσει την επισημοποίηση του εγγράφου της Διακήρυξης. Το επισημοποιημένο έγγραφο τυπώνεται στις 18 Ιανουαρίου 1777 στη Βοστόνη και διανέμεται σε όλες τις Πολιτείες.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ
ΣΕ ΣΥΝΟΔΟ 4 ΙΟΥΛΙΟΥ 1776
Η ομόφωνη Διακήρυξη
των δεκατριών ενωμένων
Πολιτειών της Αμερικής
- Όταν κατά την Πορεία των ανθρωπίνων γεγονότων γίνεται απαραίτητο για έναν λαό να λύσει τους πολιτικούς δεσμούς οι οποίοι τον συνδέουν με άλλον και να αναλάβει ανάμεσα στις δυνάμεις της γης την ξεχωριστή και ίση θέση την οποία δικαιούται από τους Νόμους της Φύσης και τον Θεό της Φύσης, στοιχειώδης σεβασμός προς τη γνώμη της ανθρωπότητας επιβάλει (στο λαό αυτό) να διακηρύξει τα αίτια που τον ωθούν στον διαχωρισμό.
- Δεχόμαστε τις εξής αλήθειες ως αυταπόδεικτες, πως όλοι οι άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι, και προικίζονται από τον Δημιουργό τους με συγκεκριμένα απαραβίαστα Δικαιώματα, μεταξύ των οποίων είναι το δικαίωμα στη Ζωή, το δικαίωμα στην Ελευθερία, και το δικαίωμα στην επιδίωξη της Ευτυχίας.
- Πως για να εξασφαλιστούν αυτά τα δικαιώματα, ιδρύονται Κυβερνήσεις μεταξύ των Ανθρώπων, αντλώντας τις εύλογες εξουσίες τους από την συναίνεση των κυβερνημένων.
- Πως όποτε μια Μορφή Κυβέρνησης γίνεται καταστροφική για τους σκοπούς αυτούς, είναι Δικαίωμα του Λαού να την αλλάξει ή να την καταργήσει, και να εγκαταστήσει νέα Κυβέρνηση θέτοντας τα θεμέλιά της σε τέτοιες αρχές και οργανώνοντας τις εξουσίες της σε τέτοια μορφή, ώστε να φανεί πιθανότερο να επιφέρει την Ασφάλεια και την Ευτυχία του. Η σύνεση, όντως, επιβάλλει πως Κυβερνήσεις από καιρό εγκαθιδρυμένες δεν θα πρέπει να αλλάζουν για επουσιώδεις και πρόσκαιρους λόγους· και ανάλογα, η εμπειρία έχει δείξει ότι η ανθρωπότητα είναι περισσότερο διατεθειμένη να υπομείνει, όσο το κακό υπομένεται, παρά να διορθώσει την πορεία της καταργώντας μορφές (διακυβέρνησης) στις οποίες είναι μαθημένη. Όταν όμως μια μακρά σειρά καταχρήσεων και σφετερισμών, συνεχώς με τον ίδιο σκοπό, μαρτυρά πλεκτάνη υποταγής (του Λαού) στον απόλυτο Δεσποτισμό, είναι δικαίωμά του, είναι καθήκον του, να αποτινάξει τέτοια Κυβέρνηση και να εγκαθιδρύσει νέους Φύλακες για τη μελλοντική του ασφάλεια.
- Τέτοια υπήρξε η υπομονετική ανοχή αυτών των Αποικιών· και τέτοια είναι σήμερα η ανάγκη που τις υποχρεώνει να αλλάξουν το προηγούμενο Σύστημα της Διακυβέρνησής τους. Η ιστορία του σημερινού Βασιλέως της Μεγάλης Βρετανίας είναι μια ιστορία επανειλημμένων αδικιών και σφετερισμών, με άμεσο σκοπό την εγκαθίδρυση απόλυτης Τυραννίας σ΄αυτές τις Πολιτείες. Προς απόδειξη αυτών, ας παραθέσουμε τα δεδομένα στον ειλικρινή κόσμο.
- Έχει αρνηθεί (ο Βασιλιάς) την επικύρωση των πιο ευεργετικών και αναγκαίων για το κοινό καλό νόμων.
- Έχει απαγορεύσει στους Κυβερνήτες του να θεσπίζουν Νόμους άμεσης και επείγουσας σημασίας, εκτός και αν αυτοί τελούν υπό αίρεση μέχρι την συγκατάθεσή του. Και όσο τελούν υπό αίρεση έχει εντελώς περιφρονήσει να ασχοληθεί με αυτούς.
- Έχει αρνηθεί να θεσπίσει άλλους Νόμους για την εξυπηρέτηση κατοίκων μεγάλων περιφερειών, εκτός κι αν οι κάτοικοι αυτοί θα απεμπολούσαν το δικαίωμα της Αντιπροσώπευσης στην Νομοθετική Εξουσία· ένα δικαίωμα ανεκτίμητο για αυτούς και δεινό μόνο για τυράννους.
- Έχει συγκαλέσει νομοθετικά σώματα σε τόπους ασυνήθιστους, ακατάλληλους και απομακρυσμένους από τους χώρους φύλαξης των Δημόσιων Αρχείων τους, με μόνο σκοπό να εξαντλήσει τα μέλη τους μέχρις να συμμορφωθούν με τα μέτρα του.
- Έχει επανειλημμένα διαλύσει Βουλές Αντιπροσώπων, επειδή αντιτάχθηκαν γενναία στις δικές του επιβουλές κατά των δικαιωμάτων του λαού.
- Έχει αρνηθεί για πολύ καιρό, κατόπιν τέτοιων διαλύσεων, να διεξάγει νέες εκλογές, κατά συνέπεια η νομοθετική εξουσία, ακατάλυτη καθ'εαυτή, περιήλθε σε ολόκληρο τον λαό ώστε να ασκείται από αυτόν· η Πολιτεία παρέμενε εν το μεταξύ εκτεθειμένη σε όλους τους κινδύνους επιδρομής από έξω, και αναταραχής από μέσα.
- Έχει πασχίσει να εμποδίσει την αύξηση του πληθυσμού των πολιτειών· για το σκοπό αυτό έφερε προσκόμματα στην εφαρμογή των νόμων για την πολιτογράφηση των ξένων· αρνήθηκε να εγκρίνει άλλους για να ενθαρρύνει τη μετανάστευση και επέβαλλε επιπλέον προϋποθέσεις για την παραχώρηση εκτάσεων γης.
- Έχει παρεμποδίσει την απονομή δικαιοσύνης αρνούμενος την κύρωση νόμων για τη σύσταση δικαστικών αρχών.
- Έχει καταστήσει τους Δικαστές εξαρτώμενους μόνο από τη Βούλησή του για τη θητεία τους, και του ποσού και της καταβολής του μισθού τους.
- Έχει θεσμοθετήσει πολυάριθμες νέες θέσεις και έστειλε εδώ ορδές υπαλλήλων που καταπιέζουν το λαό μας και απομυζούν τα υπάρχοντά του.
- Έχει διατηρήσει ανάμεσά μας, σε καιρούς ειρήνης, Μόνιμο Στρατό χωρίς τη συγκατάθεση των νομοθετών μας.
- Επιχείρησε να καταστήσει τη στρατιωτική εξουσία ανεξάρτητη και ανώτερη της πολιτικής εξουσίας.
- Έχει συνεργήσει με άλλους με σκοπό να μας υποβάλουν σε μια δικαιοδοσία ξένη προς το σύνταγμά μας, και μη αποδεκτή από τους νόμους μας· κυρώνοντας τις υποτιθέμενες νομοθετικές τους πράξεις:
- Για να σταθμεύει μεγάλα σώματα ενόπλων στρατιωτών ανάμεσά μας.
- Για να τα προστατεύει, με εικονικές Δίκες, από την τιμωρία για τους φόνους που διαπράττουν κατά των κατοίκων αυτών των Πολιτειών.
- Για να αποκόβει όλες μας τις Συναλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο.
- Για να μας επιβάλλει Φόρους δίχως τη συγκατάθεσή μας.
- Για να μας στερεί, σε πολλές περιπτώσεις, το ευεργέτημα της Δίκης από Ενόρκους.
- Για να μας στέλνει πέρα από τους Ωκεανούς για να δικαστούμε για ανυπόστατα αδικήματα.
- Για να καταργεί το ελεύθερο Σύστημα των Αγγλικών Νόμων σε μια όμορη Επαρχία, ιδρύει σε αυτήν μια Αυθαίρετη κυβέρνηση, και επεκτείνει τα Όριά της ώστε να την καταστήσει αμέσως ένα υπόδειγμα και ένα κατάλληλο εργαλείο για να εισαγάγει την ίδια απόλυτη εξουσία σε αυτές τις Αποικίες.
- Για να καταλύει τους Καταστατικούς Χάρτες μας, να καταργεί τους πιο πολύτιμους νόμους μας και να μεταβάλει ριζικά τον τρόπο διακυβέρνησής μας.
- Για να αναστείλουν τη λειτουργία των νομοθετικών σωμάτων μας, οικειοποιήθηκαν (ο Βασιλιάς και οι συνεργοί του) την εξουσία να νομοθετούν για μας σε οποιαδήποτε περίπτωση.
- Παραιτήθηκε του δικαιώματός του να κυβερνά εδώ, εφόσον αποκήρυξε την Προστασία του και διεξάγει πόλεμο εναντίον μας.
- Λεηλάτησε τις θάλασσές μας, ρήμαξε τις ακτές μας, κατέκαψε τις πόλεις μας και κατέστρεψε τις ζωές του λαού μας.
- Μεταφέρει ήδη ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις ξένων μισθοφόρων για να ολοκληρώσουν το έργο θανάτου, ερήμωσης και τυραννίας που ξεκίνησε ήδη με Σκληρότητα και Προδοσία, παραδείγματα των οποίων δύσκολα θα μπορούσε να συναντήσει κανείς και στις πιο βάρβαρες εποχές, και είναι εντελώς ανάξιες ηγέτη πολιτισμένου έθνους.
- Υποχρέωσε τους συμπολίτες μας που αιχμαλώτισε στην ανοιχτή θάλασσα να πάρουν τα όπλα εναντίον της χώρας τους και είτε να μεταβληθούν σε εκτελεστές των φίλων και αδελφών τους, είτε να δολοφονηθούν απ'αυτούς.
- Προκάλεσε ντόπιες εξεγέρσεις ανάμεσά μας και προσπάθησε να κατευθύνει εναντίον των κατοίκων της παραμεθορίου μας, τους ανηλεείς Αγρίους Ινδιάνους των οποίων η γνωστή πολεμική μέθοδος είναι ο αδιάκριτος αφανισμός (ανθρώπων) όλων των ηλικιών, φύλου και κοινωνικής τάξης.
- Σε κάθε στάδιο αυτής της καταδυνάστευσης έχουμε αιτηθεί θεραπείας με την μεγαλύτερη σεμνότητα: μα οι επανειλημμένες μας εκκλήσεις έχουν απαντηθεί μόνο με επανειλημμένες αδικίες. Ένας Ηγεμόνας του οποίου ο χαρακτήρας έχει όλα τα γνωρίσματα που αρμόζουν σε έναν Τύραννο, είναι ακατάλληλος για ηγέτης ελεύθερων ανθρώπων.
- Ούτε παραμελήσαμε τις υποχρεώσεις προς τους Βρετανούς αδελφούς μας. Τους προειδοποιήσαμε κατά καιρούς για τις απόπειρες των νομοθετικών σωμάτων τους να επεκτείνουν την αυθαίρετη δικαιοδοσία τους στις υποθέσεις μας. Τους υπενθυμίσαμε τις περιστάσεις της μετανάστευσης και εγκατάστασής μας εδώ.
- Απευθύναμε έκκληση στο έμφυτο αίσθημα δικαιοσύνης και μεγαλοθυμίας τους και επικαλεστήκαμε τους δεσμούς της κοινής καταγωγής μας για να αποκηρύξουν αυτές τις πράξεις σφετερισμού, οι οποίες αναπότρεπτα θα διαρρήγνυαν τους δεσμούς και την αλληλογραφία μας. Και αυτοί κώφευσαν στη φωνή της δικαιοσύνης και της συγγένειας. Οφείλουμε, κατά συνέπεια να ενδώσουμε στην ανάγκη που επιβάλει το χωρισμό μας και να τους θεωρούμε, όπως και το υπόλοιπο της ανθρωπότητας, εχθρούς στον πόλεμο και φίλους στην ειρήνη.
- Συνεπώς, εμείς, οι αντιπρόσωποι των ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, αφού συγκαλέσαμε Γενική Συνέλευση, επικαλούμενοι τον Υπέρτατο Κριτή του κόσμου ως μάρτυρα των προθέσεών μας, διακηρύσσουμε και δηλώνουμε επισήμως, στο όνομα και με εξουσία του αγαθού λαού των αποικιών αυτών, ότι αυτές οι ενωμένες Αποικίες, αποτελούν και δικαιωματικά οφείλουν να αποτελέσουν ελεύθερες και ανεξάρτητες πολιτείες, ότι απαλλάσσονται από κάθε πίστη και υποταγή προς το Βρετανικό Στέμμα, και ότι κάθε πολιτικός δεσμός μεταξύ αυτών και του Βρετανικού Κράτους λύεται και πλέον δεν υφίσταται· και ότι ως ελεύθερες και ανεξάρτητες πολιτείες έχουν πλήρη ισχύ να κηρύξουν πόλεμο, να συνομολογήσουν ειρήνη, να συνάψουν συμμαχίες, να καθιερώσουν εμπόριο και να προβούν σε κάθε είδους συμφωνίες και ενέργειες που χαρακτηρίζουν τα ανεξάρτητα κράτη. Και προς στήριξη αυτής της διακήρυξης, έχοντας ακλόνητη πίστη στην προστασία της Θείας Πρόνοιας, αμοιβαία δεσμεύουμε μεταξύ μας τις Ζωές μας, τις Περιουσίες μας και την ιερή Τιμή μας.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΦΡΑΓΚΛΙΝΟΣ (Benjamin Franklin 1706 - 1790)
Αμερικάνος πολιτικός, διπλωμάτης κι επιστήμονας. Γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 17 Ιανουαρίου του 1706. Ήταν το 15ο από τα 17 παιδιά του Josiah Franklin, σε μια φτωχή οικογένεια, όπου ο πατέρας ήταν μικροπαραγωγός σαπουνιών και κεριών. Σε ηλικία 13 χρονών αρχίζει να εργάζεται σαν μαθητευόμενος στοιχειοθέτης στο τυπογραφείο του αδελφού του. Το 1723 αποχώρησε και πήγε στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα δουλεύοντας πάλι σαν τυπογράφος. Ένα χρόνο μετά πήγε στο Λονδίνο για αγορά τυπογραφικών ειδών κι έμεινε εκεί δύο χρόνια για να τελειοποιηθεί στο επάγγελμα αυτό.
Επιστρέφοντας στη Φιλαδέλφεια, ίδρυσε δικό του τυπογραφείο συνεταιρικά με κάποιο φίλο του, συγχρόνως άρχισε να δημοσιογραφεί και πολύ σύντομα απέκτησε φήμη για τις πρακτικές και σωστές ιδέες του. Αυτοδίδακτος, έμαθε Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά και Λατινικά και παράλληλα άρχισε να επιδίδεται σε διάφορες επιστημονικές μελέτες. Δείχνοντας ισχυρή οργανωτική και διοικητική ικανότητα, διορίσθηκε σαν διευθυντής των ταχυδρομείων της Πενσυλβανίας κι αργότερα οργάνωσε τις ταχυδρομικές υπηρεσίες όλων των αμερικάνικων αποικιών και διορίστηκε γενικός διευθυντής των ταχυδρομείων.
Το 1751 εκλέγεται βουλευτής στη βουλή της Πενσυλβανία και το 1757 πηγαίνει στο Λονδίνο για διαπραγματεύσεις όπου μένει πέντε χρόνια, αποκτά φίλους και μεγάλη εκτίμηση για τις επιστημονικές του επιδόσεις, με αποτέλεσμα να αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Κατά τον αγώνα για την ανεξαρτησία των αποικιών, γύρισε στην Αμερική και εργάστηκε ολόψυχα για την επιτυχία της. Εκλεγμένος αντιπρόσωπος της Πενσυλβανίας στην επαναστατική συνέλευση της Φιλαδέλφειας, ήταν ένας από τους πέντε αντιπροσώπους στους οποίους ανατέθηκε η σύνταξη της περίφημης προκήρυξης της ανεξαρτησίας του 1776.
Το 1778 κατόρθωσε να συνάψει συμμαχία των αποικιών με τη Γαλλία κατά της Αγγλίας και στις 3 Σεπτεμβρίου του 1783, μαζί με τον Ιωάννη Άνταμς και τρεις άλλους απεσταλμένους, κατάφερε να υπογραφεί η τελική συνθήκη ειρήνης με τη Βρετανία. Το 1785 εξελέγη πρόεδρος της εκτελεστικής εξουσίας της Πενσυλβανίας και το 1787 μέλος της εθνοσυνέλευσης, η οποία συνέταξε και ψήφισε το συνταγματικό χάρτη των Ηνωμένων Πολιτειών. Σαν πρόεδρος της εταιρείας για την κατάργηση της δουλείας, συνηγόρησε και υπέγραψε υπέρ της απελευθέρωσης των μαύρων, δύο μήνες πριν το θάνατό του.
Πέθανε στις 17 Απριλίου του 1790, αφήνοντας πολλά συγγράμματα και άρθρα φιλολογικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά. Στις επιστήμες άφησε σαν κύριο κατόρθωμά του την εφεύρεση του αλεξικέραυνουτο 1753, μετά από έρευνες και πειράματα που ξεκίνησε το 1740. Το 1752 έγινε το περίφημο πείραμά του με το πέταγμα του χαρταετού σε μια μέρα με καταιγίδα και κεραυνούς.
Το 1744 ανακάλυψε μια στόφα που μείωνε τους ρύπους των καμινάδων καπνού, ο τύπος της οποίας χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Δικές του έρευνες εφαρμόστηκαν σε γυαλιά μυωπίας. Ανακάλυψε επίσης ένα τύπο Αρμόνικας για μουσική. Στη διάλεξη με τίτλο «Ανοχή και Ανεξιθρησκεία στο Δυτικό κόσμο», που δόθηκε από τον καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σάββα Αγουρίδη, το 1998, με την ευκαιρία της 50ης επετείου από τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε, βρίσκουμε το απόσπασμα:
”Σε ό,τι αφορά την Αμερικανική επανάσταση και τις διακηρύξεις της, αναφέρουμε απλώς στη συνάφεια αυτή το ιδεολογικό αμάλγαμα του Αγγλοσάξωνα και του οπαδού του Ευρωπαϊκού, κατ’ ουσία του Γαλλικού, Θεϊσμού και του Διαφωτισμού, με την παράθεση κάποιων μεγάλων ονομάτων, που χάραξαν με την προσωπική τους σφραγίδα την Αμερικανική επανάσταση: Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ήταν μάλλον επισκοπελιανός αλλά με θεμελιώδη πίστη εκείνη του Θεϊστή, ο Thomas Paine ήταν Θεϊστής , ο Thomas Jefferson ήταν επισκοπελιανός αλλά στις πεποιθήσεις Θεϊστής.
Το ίδιο περίπου και ο James Madison. Στο έργο του «Parable against Persecution» γράφει ο Benjamin Franklin τα εξής πολύ αληθή και πνευματώδη: «Όταν μια θρησκεία είναι καλή, νομίζω πως θα μπορεί να υποστηρίξει τον εαυτό της, όταν όμως δεν μπορεί να υποστηρίξει τον εαυτό της, κι ο Θεός δε δείχνει ενδιαφέρον για την υποστήριξή της, έτσι που οι ασχολούμενοι με αυτή αναγκάζονται να καλούν σε βοήθεια την κρατική εξουσία, αυτό, όπως εγώ το καταλαβαίνω, δείχνει πως πρόκειται για μια κακή θρησκεία».
Σύμφωνα με τον τέκτονα και ιστορικό του τεκτονισμού Μάνλυ Χωλ, όπως αναφέρει ο Ντέιβιντ Άικ στο βιβλίο του "Το Μυστικό Όλων των Εποχών", από τις 55 υπογραφές των εκπροσώπων που συνέταξαν το Αμερικανικό Σύνταγμα, στο συνέδριο που έγινε το καλοκαίρι του 1787 στη Φιλαδέλφεια, σχεδόν οι 50 ανήκαν σε γνωστούς μασόνους της εποχής, και μόνο μία σίγουρα δεν ανήκε σε μασόνο. Ανάμεσα σε εκείνους που το υπογράφουν ξεχωρίζουν και οι γνωστοί μασόνοι Τζωρτζ Ουάσινγκτων, Τόμας Τζέφερσον, Βενιαμίν Φραγκλίνος, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι διετέλεσαν και πρόεδροι των ΗΠΑ.
Στην αυτοβιογραφία του Φραγκλίνου, υπάρχει ένα απόσπασμα που λέει:
''… το φυλλάδιό μου με κάποιο τρόπο έπεσε στα χέρια ενός Lyon, ενός χειρουργού, συγγραφέα του βιβλίου «The Infallibility of Human Judgment» (Το αλάθητο της ανθρώπινης κριτικής), με αποτέλεσμα μια γνωριμία μεταξύ μας. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον προς εμένα και με καλούσε συχνά για συζήτηση πάνω σ΄ αυτά τα θέματα, και με πήγαινε στο Horns, μια μπυραρία στο Cheapside, και με σύστησε στο Δόκτορα Μάντβιλ, συγγραφέα του έργου «Ο μύθος των μελισσών», που είχε ένα κλαμπ εκεί, του οποίου ήταν η ψυχή με το να είναι η πιο περιπαικτική και διασκεδαστική συντροφιά.
Οι Lyons, επίσης, με σύστησαν στο Δόκτορα Πέμπερτον, στο Batson’s καφέ, ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα μου έδινε την ευκαιρία, κάποια στιγμή, να συναντήσω τον Σερ Ισαάκ Νεύτων, κάτι το οποίο επιθυμούσα πάρα πολύ. Αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ''.
Ο Β. Φραγκλίνος θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του Αμερικάνικου κράτους κι ένας από τους «πατέρες» του έθνους, στον οποίο οι επίσημες πηγές πάντα αναφέρονται με μεγάλο σεβασμό. Εκτός από τις εκτεταμένες μελέτες του πάνω στις επιστήμες και τα γράμματα, είναι πολύ πιθανόν να είχε σχέσεις με τον εσωτερισμό, μέσα από το ισχυρό και ταυτόχρονα μυστικό τότε κίνημα του Τεκτονισμού, που έβαλε τη σφραγίδα του στην έναρξη του Αμερικάνικου πολιτισμού, ενός πολιτισμού που, δυστυχώς, σήμερα τίθεται υπό αμφισβήτηση.
ΤΟΜΑΣ ΤΖΕΦΕΡΣΟΝ (Thomas Jefferson 1743 - 1826)
«Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι: ο Δημιουργός τους έχει προικίσει με ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα. Ανάμεσα στα δικαιώματα αυτά συγκαταλέγονται η ζωή, η ελευθερία και η αναζήτηση της ευτυχίας. Οι κυβερνήσεις ιδρύονται για να εγγυώνται αυτά τα δικαιώματα και η εξουσία τους απορρέει από τη συναίνεση των κυβερνωμένων». Ο Τόμας Τζέφερσον γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1743 στο Σάντγουελ, της Βιρτζίνια. Ο πατέρας του, Πίτερ Τζέφερσον, ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή της υπαίθρου και αφιέρωνε το χρόνο του στην αξιοποίηση της φυτείας του.
Η μητέρα του, Τζέιν Ράντολφ, ανήκε σε μια από τις πιο παλιές και εύπορες οικογένειες της Βιρτζίνια. Λόγω της συγγένειας με τους Ράντολφ, οι Τζέφερσον έγιναν κοινωνικά αποδεκτοί, και ανήκαν στην αριστοκρατία της Βιρτζίνια, χωρίς να είναι ιδιαίτερα εύποροι. Ο νεαρός Τόμας ήταν ο πρώτος από τα αγόρια, και όταν ο Πίτερ πέθανε το 1757, αφήνοντας σχεδόν φτωχή την οικογένεια, ο νεαρός Τόμας έγινε αρχηγός της οικογένειας. Ο πατέρας του ωστόσο πίστευε στην πρόοδο και είχε καταφέρει να ωθήσει το νεαρό Τόμας στις σπουδές.
Από το 1760 έως το 1762 κάνει σπουδές στο κολέγιο Γουλιέλμου και Μαρίας, στο Γουίλιαμσμπεργκ, που ήταν και το μοναδικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο Νότο. Εκεί γνωρίζει ένα Σκοτσέζο μαθηματικό, τον Γ. Σμολ, πνευματικό δάσκαλο των διαφωτιστών, από τον οποίο επηρεάστηκε ως προς τις νέες ιδέες του. Αυτή την περίοδο της ζωής του στο Γουίλιαμσμπεργκ, ο Τζέφερσον γνώρισε την κοσμική ζωή της Βρετανικής αποικίας, απέκτησε κοινωνικότητα, μπήκε στα πιο εσωτερικά πράγματα της αποικιακής κυβέρνησης και άρχισε να μαθαίνει βιολί.
Εκεί γνώρισε και το νομοδιδάσκαλο Τζορτζ Γουίθ, που τον επηρέασε να ασχοληθεί με τα νομικά. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του, γράφτηκε στη νομική σχολή του Γενικού Δικαστηρίου της Βιρτζίνια. Στην ουσία, η Νομική ήταν το σκαλοπάτι για να ασχοληθεί με την πολιτική, όπως άλλωστε οι περισσότεροι πατέρες της Αμερικανικής δημοκρατίας.Η πολιτική καριέρα του Τζέφερσον ξεκινά το 1769 με την είσοδό του στη Βουλή των Αστών, σαν αντιπρόσωπος της κομητείας του Άλμπεμαρλ. Εκτός από την πολιτική και τη δικηγορία ο Τζέφερσον αγαπούσε τη ζωή στην ύπαιθρο, τη φύση, τη γεωπονία.
Άλλωστε είχε μεγαλώσει στη φυτεία στο Σάντγουελ, την οποία και είχε κληρονομήσει. Εκεί διάλεξε μια περιοχή που ονόμασε Μοντισέλο (μικρό βουνό), για να εκφράσει την αγάπη του για την αρχιτεκτονική, επηρεαζόμενος από τα πρότυπα του Ιταλού αρχιτέκτονα της αναγέννησης Παλάντιο, που είχε εκδώσει το 1570 το έργο «Τέσσερα Βιβλία», τη Βίβλο όλων των οπαδών του κλασικισμού. Το Μοντισέλο ολοκληρώθηκε μετά την επιστροφή του Τζέφερσον από τη Γαλλία και ήταν κατασκευασμένο πάνω σε κλασσικά πρότυπα.
Το 1770 άρχισε μια αντιπαλότητα ανάμεσα στους Βρετανούς στρατιώτες και στους Αμερικανούς αποίκους, η οποία ήταν πιο έντονη στη Βιρτζίνια και στην Μασαχουσέτη. Το 1774 σαν μέλος της Βουλής των Αστών ο Τζέφερσον συνέταξε το 1ο γνωστό του κείμενο, τη «Συνοπτική Έκθεση των Δικαιωμάτων της Βρετανικής Αμερικής», όπου υπερασπίζεται τα δικαιώματα που είχαν οι άποικοι να ακούγονται. Το 1775, με τη μάχη του Λέξινγκτον και του Κόνκορντ κοντά στη Βοστόνη, ξεκινά η ρήξη ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Αμερικάνους.
Στο ηπειρωτικό Κογκρέσο, στη Φιλαδέλφεια το 1776, παρευρίσκονταν δεκατρείς αντιπρόσωποι των αποικιών, οι οποίες είχαν γίνει κυρίαρχες πολιτείες. Ο Τζέφερσον αντιπροσώπευσε τη Βιρτζίνια. Δημιουργήθηκε μια επιτροπή για να ετοιμαστεί μια διακήρυξη, και αυτή πρότεινε στον Τζέφερσον να τη συντάξει. Εκείνος χρειάστηκε τρεις βδομάδες για να γράψει το κείμενο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, που έγινε αποδεκτό από το Κογκρέσο στις 4 Ιουλίου του 1776.
Στη συνέχεια, άντρες της επιτροπής, όπως ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ο Τζον Άνταμς, συμμετείχαν στη διαμόρφωση του, το σμίκρυναν, το έκαναν πιο ήπιο, και κάποια κομμάτια τα αφαίρεσαν, όπως ένα απόσπασμα με το οποίο έριχναν στο Βασιλιά της Αγγλίας την ευθύνη για το καθεστώς της δουλείας. Γι’ αυτό θεωρείται ακόμα αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς, αλλά η βάση του κειμένου ανήκει στον Τζέφερσον. Για τον ίδιο τον Τζέφερσον, από τότε κόβονται οι δεσμοί του με τη Βασιλεία.
Μετά το συνέδριο της Φιλαδέλφειας το 1776 και μέχρι το τέλος του πολέμου της Ανεξαρτησίας ο Τζέφερσον εξαφανίζεται από την εθνική πολιτική σκηνή και επιστρέφει στη Βιρτζίνια, όπου ήταν εισηγητής σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Μέσα από αυτές βλέπουμε το διαφωτιστικό πνεύμα από το οποίο χαρακτηριζόταν. Πίστευε ότι η εκκλησία δεν πρέπει να έχει σχέση με το κράτος, αλλά αντιμετώπισε μεγάλη αντίδραση. Μέχρι τότε η μισθοδοσία των ιερέων της Αγγλικανικής εκκλησίας ήταν από τα χρήματα των φορολογουμένων. Συνέταξε επίσης το νόμο για την ανεξιθρησκεία, που θα ψηφίστηκε αργότερα, όταν ο Τζέφερσον ήταν στο Παρίσι.
Πρότεινε μεταρρύθμιση στο κληρονομικό σύστημα, που μέχρι τότε ήταν βασισμένο στην αριστοκρατική Αγγλική παράδοση και υπήρχε άνιση διανομή της κληρονομιάς. Άλλη μεταρρύθμιση ήταν αυτή που αφορούσε το δικαστικό σύστημα και την απονομή της δικαιοσύνης. Πρότεινε μάλιστα την κατάργηση της θανατικής ποινής επηρεασμένος από τον Μπεκαρία, διάσημο νομικό και γνωστό για το έργο του «Εγκλήματα και τιμωρίες». Δεν κατάφερε άμεσα κάτι, αλλά έθεσε το σπόρο για αλλαγές. Σαν φωτισμένος της εποχής του, ενδιαφερόταν άμεσα για την παιδεία και πίστευε ότι έπρεπε να καταπολεμηθεί ο αναλφαβητισμός.
Γι’ αυτό πρότεινε εκπαίδευση τριών βαθμίδων και ήταν υπέρμαχος της άποψης ότι τα παιδιά έπρεπε να μάθουν αρχαίες γλώσσες, όπως Λατινικά και Ελληνικά, αλλά και διάφορες επιστήμες, γιατί έτσι η διαμόρφωση του σύγχρονου ανθρώπου θα ήταν πιο ολοκληρωμένη. Το πρόγραμμα που πρότεινε ήταν τόσο επαναστατικό, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με το αντίστοιχο της Γαλλικής επανάστασης. Το 1780 εκλέγεται μέλος της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας στη Φιλαδέλφεια. Το 1783 εκλέγεται αντιπρόσωπος της Βιρτζίνια στο Κογκρέσο στη Φιλαδέλφεια και συνεχίζει με τις ριζοσπαστικές νομοθετικές προτάσεις του.
Πρότεινε το νεοσύστατο κράτος να κόψει δικό του νόμισμα, βασισμένο στη δεκαδική διαίρεση, όπως και την επέκταση των πολιτειών προς τη δύση. Στη βουλευτική περίοδο του Τζέφερσον δεν έγινε καμιά αλλαγή. Αυτές ήρθαν λίγο αργότερα, με τη δημιουργία του δολαρίου σαν εθνικό νόμισμα αλλά και την ανάπτυξη των μελλοντικών πολιτειών. Άλλος σημαντικός σταθμός στη ζωή του Τζέφερσον ήταν ο διορισμός του στη Γαλλία σαν υπουργός. Όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, «το Κογκρέσο αποφάσισε να διορίσει έναν υπουργό, υφιστάμενο του κ. Άνταμς και του Δόκτορα Φραγκλίνου, για να διαπραγματευτεί τις εμπορικές συνθήκες με τα ξένα κράτη».
Ωστόσο, το Μάρτιο του 1785 ο Τζέφερσον αντικαθιστά τον Φραγκλίνο και παρουσιάζεται στο Λουδοβίκο ΙΣΤ'. Κατά τη διάρκεια της διπλωματικής του αποστολής στη Γαλλία, προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία και τις Ηνωμένες πολιτείες, γιατί σαν εκφραστής των Διαφωτιστών αλλά και οπαδός της φιλελεύθερης οικονομίας - που εφευρέθηκε από τον Άνταμ Σμιθ - πίστευε ότι η κατάργηση των συνόρων θα διευκόλυνε τις εμπορικές συναλλαγές προς όφελος όλων. Αυτός ήταν ένας λόγος που έκανε αρκετά ταξίδια στην Ολλανδία, στις κάτω Χώρες , στην περιοχή του Ρήνου, στην Ιταλία.
Ακόμη, πίστευε στις αξίες και τα ιδεώδη τόσο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όσο και της αρχαίας Ελλάδας. Για την αρχαία Ελλάδα έλεγε: «Είμαστε όλοι υποχρεωμένοι στους αρχαίους Έλληνες για το ΦΩΣ εκείνο που μας οδήγησε μακριά από το σκοτάδι».
Κατά τη διαμονή του στο Παρίσι συναναστρεφόταν μεγάλους στοχαστές της εποχής, όπως το Λαβουαζιέ, το Μπιφόν, τον πιο επιφανή από τους φυσιολάτρες, την πρώην ηγερία του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, τον Βολνέ, που τον μύησε στην Αιγυπτιολογία, το γιατρό Καμπανί, που είχε γράψει το «Σχέσεις μεταξύ της Φυσικής και Ηθικής Υπόστασης του Ανθρώπου», το Γάλλο φιλόσοφο Ντεστί ντε Τρασί, που είχε γράψει ένα δοκίμιο σχετικά με το «Πνεύμα των Νόμων» του Μοντεσκιέ.
Ακόμη συναναστρεφόταν με το δούκα ντε Λα Ροσφουκό, ο οποίος ήταν υποστηρικτής και μεταφραστής του βιβλίου «Τα Συντάγματα των 13ων Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής». Αυτό εκδόθηκε το 1783 και είχε μεγάλη απήχηση τους πολιτικούς αναθεωρητές της εποχής, γιατί είχε μια πλήρη καταγραφή των ιδεών των Διαφωτιστών. Ο Τζέφερσον υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, στο Παρίσι, των γεγονότων της εκπνοής του παλαιού καθεστώτος και της έναρξης της Γαλλικής επανάστασης.
Έζησε και την κατάληψη της Βαστίλης. Όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, «βρισκόμουν σε επαφή με τους αρχηγούς πατριώτες της Εθνοσυνέλευσης. Επειδή προερχόμουν από μια χώρα που έχει περάσει από ανάλογες μεταρρυθμίσεις, μου εμπιστεύονταν τις σκέψεις τους». Με μερικούς από αυτούς, όπως ο Λαφαγιέτ ή ο Λα Ροσφουκό, ήταν και προσωπικοί φίλοι. Όταν αναγγέλθηκε η σύγκληση των Γενικών Τάξεων, ο Τζέφερσον αναδείχτηκε σε άνθρωπο με σημαντικό ρόλο για τη διαμόρφωση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τον Ιούλιο του 1789 ο Λαφαγιέτ έδωσε στην Εθνοσυνέλευση ένα σχέδιο της «Ευρωπαϊκής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», που ήταν αποτέλεσμα των συναντήσεων με τον Τζέφερσον. Γενικότερα, ο Τζέφερσον επηρέασε τις προτάσεις τόσο για τη νομοθετική εξουσία όσο και για το Σύνταγμα που προτάθηκε. Η προσφορά του στη Γαλλία ήταν σημαντική, γι’ αυτό και από το 1801 ήταν μέλος του Ινστιτούτου της Γαλλίας. Ο Τζέφερσον έφυγε από το Παρίσι το Σεπτέμβριο του 1789.
Με την επιστροφή του στην Αμερική του έγινε πρόταση, από τον Τζορτζ Ουάσιγκτον, να γίνει υπουργός των Εξωτερικών, ένα από τα πέντε μέλη της κυβέρνησης της χώρας. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα που τον οδήγησε στη συνέχεια στην ανάληψη της προεδρίας από το 1801 έως το 1809. Ήταν ο τρίτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης ήταν πρόεδρος της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας από το 1797 έως το 1814.
Ο Τζέφερσον πέθανε στις 4 Ιουλίου του 1826, σχεδόν μισό αιώνα μετά τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Στη Νότια Ντακότα των Η.Π.Α, υπάρχει το μνημείο των τεσσάρων προέδρων (Τζορτζ Ουάσινγκτον, Τόμας Τζέφερσον, Θεόντορ Ρούζβελτ και Αβραάμ Λίνκολν) που σμιλεύτηκαν σε γρανίτη στο βουνό Ράσμορ.
ΤΖΟΝ ΑΝΤΑΜΣ (John Adams 1735 - 1826)
Ο Τζον Άνταμς ήταν ο πρώτος αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και δεύτερος Πρόεδρος της χώρας μετά τον Τζορτζ Ουάσινγκτον. Γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1735 και πέθανε στις 4 Ιουλίου 1826. Ο Άνταμς ήρθε στο προσκήνιο κατά τα πρώτα στάδια της Αμερικανικής Επανάστασης. Ως εκπρόσωπος της Μασσαχουσέττης στο Ηπειρωτικό Κογκρέσο, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο να πείσει το Κογκρέσο να εγκρίνει την Διακήρυξη Ανεξαρτησίας των Πολιτειών της Αμερικής το 1776.
Ως εκπρόσωπος του Κογκρέσου στην Ευρώπη, ήταν ένας μεγάλος διαπραγματευτής για την ενδεχόμενη ειρηνευτική συνθήκη με την Μεγάλη Βρετανία, και φέρει την κύρια ευθύνη για τη χορήγηση σημαντικών δανείων από τους Ολλανδούς. Το 1764, ο John Adams παντρεύτηκε την Abigail Smith (1744 - 1818), κόρη του ο αιδεσιμότατου William Smith, στο Γουέιμουθ .Το ζευγάρι είχε πολλά παιδιά, την Abigail (1765 - 1813) την Susanna (1768 - 1770), την Charles (1770 - 1800), τον Thomas Boylston (1772 - 1832) και μια νεκρή κόρη που ήταν μωρό την Elizabeth (1775).
Άμεσα συνδεδεμένος με την εξέγερση των αποικιών είναι ο Βοστονέζος δικηγόρος Τζων Άνταμς, ένας από τους υποτιμημένους ίσως Ιδρυτές Πατέρες (Founding Fathers) των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Μια από τις πρώτες σημαντικές επαφές του Άνταμς με το αγγλικό Στέμμα ήταν σε μια δίκη Άγγλων στρατιωτών που κατηγορούνταν επειδή είχαν πυροβολήσει εναντίον ενός όχλου στην Βοστόνη και είχαν σκοτώσει έναν μεγάλο αριθμό Αμερικανών.
Ο Άνταμς, ενώ ήταν επιφανής Βοστονέζος πατριώτης, ανέλαβε την υπεράσπιση των στρατιωτών, μπροστά σε ένα Αμερικανικό δικαστήριο γεμάτο πολίτες και Αμερικανούς ενόρκους. Ανέλαβε την υπόθεση, σύμφωνα με τα λεγόμενα, επειδή πίστευε βαθιά στην αξία του νόμου, πάνω από συναισθηματισμούς και προσωπικά συμφέροντα. Όχι μόνο την ανέλαβε, αλλά την κέρδισε! Και όχι μόνο την κέρδισε, αλλά συνέχισε να ζει στην Βοστόνη χωρίς ιδιαίτερη ενόχληση από αυτούς που έχασαν παιδιά και φίλους στο συμβάν.
Ο Άνταμς προσωποποιεί την ωριμότητα των Αμερικανών της εποχής, μιας ομάδας ανθρώπων έτοιμης να κυβερνήσει τον εαυτό της, με υψηλά ιδανικά την ελευθερία και τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων. Πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ έγινε ο Ουάσιγκτον, χάρη στην πολύ επιβλητική παρουσία του και βέβαια τις δάφνες της νικηφόρας Αρχιστρατηγίας του. Ο Άνταμς περιορίστηκε στο να γίνει αντιπρόεδρος και μόλις μετά την λήξη των δυο θητειών του Ουάσιγκτον έγινε τελικά ο δεύτερος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ακόμα όμως και αν δεν δόθηκε το όνομα του Άνταμς στην πρωτεύουσα, η συμβολή του ήταν καθοριστική για την μετέπειτα πορεία των ΗΠΑ. Ο λόγος που οι ΗΠΑ δεν έγιναν Μέξικο ή Αργεντινή, που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους λίγο μετά (όπως και η Ελλάδα βέβαια), συνδέεται άμεσα με το κληροδότημα των Ιδρυτών Πατέρων και ειδικά του Άνταμς. Χώρες με τεράστια έκταση και φυσικούς πόρους υπάρχουν πολλές, δεν είχαν όμως όλες το ίδιο σοφούς και στιβαρούς θεσμούς.
Ο Άνταμς άφησε στις ΗΠΑ ένα εξαιρετικό Σύνταγμα, μνημείο αγάπης στα δικαιώματα του ατόμου και πίστης στο ότι ο καθένας δικαιούται να καθορίζει την ζωή του. Άφησε ένα καλά οργανωμένο σύστημα, μια ισορροπημένη πολιτεία με ελέγχους και δικλείδες (checks and balances). Το κυριότερο, άφησε μια νοοτροπία ευνομίας, σεβασμού των νόμων από τους πολίτες και σεβασμού των θεσμών από τους ηγέτες, γερά στερεωμένες αρχές που κανένας δεν μπόρεσε να γκρεμίσει.
Αυτή η νοοτροπία που κληροδοτήθηκε ίσως από τους Άγγλους αλλά καλλιεργήθηκε προσεκτικά από ανθρώπους σαν τον Άνταμς με την προσθήκη ενός βαθύ φιλελευθερισμού, είναι από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα αυτής της χώρας. Ο σεβασμός των νόμων, ακόμα και αν δεν σημαίνει πάντα καλούς νόμους (μην ξεχνάμε ότι η δουλεία παρέμεινε νόμιμη μετά από απαίτηση των νοτίων αποικιών για σχεδόν 100 χρόνια μετά την Επανάσταση) σημαίνει ότι η κοινωνία μπορεί να λειτουργεί καλά. Και οι δυνατοί θεσμοί σημαίνουν ότι οι πολίτες με τον καιρό πετυχαίνουν δίκαιο και σωστό νομικό σύστημα, άξιο σεβασμού.
Ο Άνταμς άφησε στην χώρα την αίσθηση ότι κάθε άνθρωπος έχει θεμελιώδες δικαίωμα να απευθυνθεί στα δικαστήρια και να βρει το δίκιο του, να βάλει τους ηγέτες του να λογοδοτήσουν. Δημιούργησε μια κυρίαρχη κουλτούρα στους πολίτες που λέει ότι το δίκαιο (με την έννοια του fair) έχει μεγάλη αξία. Για μία δεκαετία ανέλαβε διάφορα διπλωματικά καθήκοντα στο Παρίσι, στη Χάγη και στο Λονδίνο, ώσπου το 1789 έγινε αντιπρόεδρος (o πρώτος στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών) και πρόεδρος το 1796, μετά τον Ουάσινγκτον. Από λογοτεχνική άποψη είναι σημαντικές οι Επιστολές του.
Μετά την ήττα του στις εκλογές του 1800, Adams αποσύρθηκε στην πόλη της καταγωγής του, την Μασαχουσέτη, όπου και πέθανε στις 4 Ιουλίου 1826. Πέθανε ακριβώς 50 χρόνια μετά την υπογραφή της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας.των ΗΠΑ. Ο Thomas Jefferson, πέθανε την ίδια ημέρα, λίγες ώρες πριν από τον φίλο του.
ΤΖΟΡΤΖ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ (George Washington 1732 - 1799)
Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον (22 Φεβρουαρίου 1732 - 14 Δεκεμβρίου 1799) ή Γεώργιος Ουάσιγκτον ήταν πρωταγωνιστής του απελευθερωτικού αγώνα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής έναντι της Μεγάλης Βρετανίας (1775 - 1783), ως αρχηγός του Ηπειρωτικού Στρατού και πρώτος Πρόεδρος της χώρας υπό το νεοσυνταχθέν σύνταγμα αυτής.
Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1732 στα κτήματα της οικογενείας του, στο Πόουπς Κρικ στην επαρχία Ουεστμόρλαντ της Βιρτζίνια. Έλαβε μικρή και ακανόνιστη σχολική μόρφωση. Ασχολήθηκε με την τοπογραφία και στα 16 του έγινε επόπτης των κτημάτων του λόρδου Φαίρφαξ. Το 1749 διορίστηκε επίσημος τοπογράφος της επαρχίας Κάλπερερ. Μετά το θάνατο του πατέρα του, Αυγουστίνου, και του αδερφού του, Λώρενς, κληρονόμησε μεγάλη περιουσία.
Το 1752 ονομάστηκε ταγματάρχης της πολιτοφυλακής της Βιρτζίνια και ανέλαβε την εκπαίδευση των ανδρών της περιοχής του. Το 1754 ηγήθηκε μιας εκστρατείας για να διώξει τους Γάλλους από την περιοχή του Οχάιο. Μαζί με Ινδιάνους συμμάχους του, διέλυσε ένα Γαλλικό απόσπασμα. Στη συνέχεια κατασκεύασε ένα οχυρό, το Φορτ Νεσέσιτυ, αλλά αναγκάστηκε να παραδοθεί καθώς οι Γάλλοι και οι Ινδιάνοι ήταν αριθμητικά ανώτεροι. Όταν ελευθερώθηκε από τους Γάλλους και επέστρεψε στη Βιρτζίνια δεν θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ήττα.
Το 1755 συμμετείχε ως επιτελής στην εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Μπράντοκ, το οποίο κατατροπώθηκε από τους Γάλλους στη μάχη της Μονονγκαχέλα. Εκεί ο Ουάσινγκτον αναγνωρίστηκε ως ήρωας καθώς κατάφερε να μαζέψει τα απομεινάρια του στρατού για την υποχώρηση. Γι' αυτό προήχθη σε συνταγματάρχη και ανακυρήχθηκε διοικητής όλων των δυνάμεων της Βιρτζίνια. Το 1758 έλαβε μέρος στην εκστρατεία που κατέλαβε το Φορτ Ντυκέν και έδιωξε τους Γάλλους από την περιοχή. Ο Ουάσινγκτον είχε μεγαλώσει την περιουσία του μετά το γάμο του με την πλούσια χήρα, Μάρθα Κούστις.
Είχε στην κατοχή του πάνω από 50 τ.χλμ. εκτάσεις, ενώ μόνο στο Μάουντ Βέρνον απασχολούσε περισσότερους από 100 σκλάβους. Από το 1759 έως το 1774 εκλεγόταν βουλευτής της Βιρτζίνια. Αρχικά, δεν είχε μεγάλο ρόλο στις διαμαρτυρίες των Αμερικανών εναντία στους Άγγλους και δεν ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας. Με τη συνεχή καταπίεση των Άγγλων άρχισε να δραστηριοποιείται στους ηγετικούς κύκλους των αποίκων.
Έτσι, όταν η επανάσταση ξεκίνησε ο Ουάσινγκτον εμφανίστηκε στο Κογκρέσο με πολεμικά δείχνοντας ότι ήταν έτοιμος για πόλεμο. Το 1775 ανέλαβε την αρχιστρατηγία του Αμερικάνικου στρατού. Το 1776 κατέλαβε τη Βοστόνη μετά από πολιορκία. Οι Βρετανοί κατάφεραν να καταλάβουν τη Νέα Υόρκη ο Ουάσινγκτον αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Στις 25 Δεκεμβρίου 1776 πέρασε τον ποταμό Ντέλαγουερ και πέτυχε σημαντική νίκη στο Τρέντον και αργότερα στο Πρίνστον.
Η τακτική του Ουάσινγκτων ήταν να κερδίζει χρόνο για να κουράσει τους Άγγλους και για να πετύχει την υποστήριξη από τους Ευρωπαίους. Το 1777 συνέβαλε στην αποφασιστική νίκη στη Σαρατόγκα που οδήγησε τους Γάλλους να συμμετέχουν ανοιχτά στον πόλεμο. Με τη συμμετοχή των Γάλλων στον πόλεμο η κατάσταση άλλαξε εις βάρος της Βρετανίας. Τελικά, το 1781 ο Βρετανός στρατηγός Τσαρλς Κορνουάλις παρέδωσε το Γιορκτάουν στους Αμερικανούς σηματοδοτώντας έτσι το τέλος του πολέμου. Η συνθήκη του Παρισιού το 1783 αναγνώρισε τις ΗΠΑ. ως ανεξάρτητο κράτος.
Μετά το τέλος του πολέμου το 1783 αποσύρθηκε στις καλλιέργειές του, αλλά επέστρεψε στη δημόσια ζωή στο τέλος της δεκαετίας του 1780, ανήσυχος για την πορεία της ένωσης, για να παρακινήσει και να επιβλέψει την σύνταξη του συντάγματος, το οποίο ισχυροποίησε τους δεσμούς μεταξύ των Πολιτειών δίνοντας στη χώρα ουσιαστικά τη μορφή που έχει σήμερα. Μετά την ψήφιση του συντάγματος εξελέγη δύο φορές στην Προεδρία, λαμβάνοντας το 100% των ψήφων από το εκλεκτορικό σώμα.
Αυτός ξεκίνησε την παράδοση που ήθελε τους προέδρους των ΗΠΑ. να μην επιδιώκουν την εκλογή τους για τρίτη θητεία στο αξίωμα, η οποία έγινε επίσημος νόμος μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ανήκε σε κόμμα, καθώς οι Εθνοπατέρες των ΗΠΑ. ήλπιζαν πως δεν θα εξελίσσονταν κομματικές παρατάξεις στη χώρα τους, ελπίδες που τελικά αποδείχθηκαν απατηλές, καθώς από τις πρώτες κιόλας εκλογές μετά τον Ουάσινγκτον εμφανίστηκαν κόμματα.
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον (22 Φεβρουαρίου 1732 - 14 Δεκεμβρίου 1799) ή Γεώργιος Ουάσιγκτον ήταν πρωταγωνιστής του απελευθερωτικού αγώνα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής έναντι της Μεγάλης Βρετανίας (1775 - 1783), ως αρχηγός του Ηπειρωτικού Στρατού και πρώτος Πρόεδρος της χώρας υπό το νεοσυνταχθέν σύνταγμα αυτής.
Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1732 στα κτήματα της οικογενείας του, στο Πόουπς Κρικ στην επαρχία Ουεστμόρλαντ της Βιρτζίνια. Έλαβε μικρή και ακανόνιστη σχολική μόρφωση. Ασχολήθηκε με την τοπογραφία και στα 16 του έγινε επόπτης των κτημάτων του λόρδου Φαίρφαξ. Το 1749 διορίστηκε επίσημος τοπογράφος της επαρχίας Κάλπερερ. Μετά το θάνατο του πατέρα του, Αυγουστίνου, και του αδερφού του, Λώρενς, κληρονόμησε μεγάλη περιουσία.
Το 1752 ονομάστηκε ταγματάρχης της πολιτοφυλακής της Βιρτζίνια και ανέλαβε την εκπαίδευση των ανδρών της περιοχής του. Το 1754 ηγήθηκε μιας εκστρατείας για να διώξει τους Γάλλους από την περιοχή του Οχάιο. Μαζί με Ινδιάνους συμμάχους του, διέλυσε ένα Γαλλικό απόσπασμα. Στη συνέχεια κατασκεύασε ένα οχυρό, το Φορτ Νεσέσιτυ, αλλά αναγκάστηκε να παραδοθεί καθώς οι Γάλλοι και οι Ινδιάνοι ήταν αριθμητικά ανώτεροι. Όταν ελευθερώθηκε από τους Γάλλους και επέστρεψε στη Βιρτζίνια δεν θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ήττα.
Το 1755 συμμετείχε ως επιτελής στην εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Μπράντοκ, το οποίο κατατροπώθηκε από τους Γάλλους στη μάχη της Μονονγκαχέλα. Εκεί ο Ουάσινγκτον αναγνωρίστηκε ως ήρωας καθώς κατάφερε να μαζέψει τα απομεινάρια του στρατού για την υποχώρηση. Γι' αυτό προήχθη σε συνταγματάρχη και ανακυρήχθηκε διοικητής όλων των δυνάμεων της Βιρτζίνια. Το 1758 έλαβε μέρος στην εκστρατεία που κατέλαβε το Φορτ Ντυκέν και έδιωξε τους Γάλλους από την περιοχή. Ο Ουάσινγκτον είχε μεγαλώσει την περιουσία του μετά το γάμο του με την πλούσια χήρα, Μάρθα Κούστις.
Είχε στην κατοχή του πάνω από 50 τ.χλμ. εκτάσεις, ενώ μόνο στο Μάουντ Βέρνον απασχολούσε περισσότερους από 100 σκλάβους. Από το 1759 έως το 1774 εκλεγόταν βουλευτής της Βιρτζίνια. Αρχικά, δεν είχε μεγάλο ρόλο στις διαμαρτυρίες των Αμερικανών εναντία στους Άγγλους και δεν ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας. Με τη συνεχή καταπίεση των Άγγλων άρχισε να δραστηριοποιείται στους ηγετικούς κύκλους των αποίκων.
Έτσι, όταν η επανάσταση ξεκίνησε ο Ουάσινγκτον εμφανίστηκε στο Κογκρέσο με πολεμικά δείχνοντας ότι ήταν έτοιμος για πόλεμο. Το 1775 ανέλαβε την αρχιστρατηγία του Αμερικάνικου στρατού. Το 1776 κατέλαβε τη Βοστόνη μετά από πολιορκία. Οι Βρετανοί κατάφεραν να καταλάβουν τη Νέα Υόρκη ο Ουάσινγκτον αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Στις 25 Δεκεμβρίου 1776 πέρασε τον ποταμό Ντέλαγουερ και πέτυχε σημαντική νίκη στο Τρέντον και αργότερα στο Πρίνστον.
Η τακτική του Ουάσινγκτων ήταν να κερδίζει χρόνο για να κουράσει τους Άγγλους και για να πετύχει την υποστήριξη από τους Ευρωπαίους. Το 1777 συνέβαλε στην αποφασιστική νίκη στη Σαρατόγκα που οδήγησε τους Γάλλους να συμμετέχουν ανοιχτά στον πόλεμο. Με τη συμμετοχή των Γάλλων στον πόλεμο η κατάσταση άλλαξε εις βάρος της Βρετανίας. Τελικά, το 1781 ο Βρετανός στρατηγός Τσαρλς Κορνουάλις παρέδωσε το Γιορκτάουν στους Αμερικανούς σηματοδοτώντας έτσι το τέλος του πολέμου. Η συνθήκη του Παρισιού το 1783 αναγνώρισε τις ΗΠΑ. ως ανεξάρτητο κράτος.
Μετά το τέλος του πολέμου το 1783 αποσύρθηκε στις καλλιέργειές του, αλλά επέστρεψε στη δημόσια ζωή στο τέλος της δεκαετίας του 1780, ανήσυχος για την πορεία της ένωσης, για να παρακινήσει και να επιβλέψει την σύνταξη του συντάγματος, το οποίο ισχυροποίησε τους δεσμούς μεταξύ των Πολιτειών δίνοντας στη χώρα ουσιαστικά τη μορφή που έχει σήμερα. Μετά την ψήφιση του συντάγματος εξελέγη δύο φορές στην Προεδρία, λαμβάνοντας το 100% των ψήφων από το εκλεκτορικό σώμα.
Αυτός ξεκίνησε την παράδοση που ήθελε τους προέδρους των ΗΠΑ. να μην επιδιώκουν την εκλογή τους για τρίτη θητεία στο αξίωμα, η οποία έγινε επίσημος νόμος μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ανήκε σε κόμμα, καθώς οι Εθνοπατέρες των ΗΠΑ. ήλπιζαν πως δεν θα εξελίσσονταν κομματικές παρατάξεις στη χώρα τους, ελπίδες που τελικά αποδείχθηκαν απατηλές, καθώς από τις πρώτες κιόλας εκλογές μετά τον Ουάσινγκτον εμφανίστηκαν κόμματα.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου