Εισαγωγή
Η εναρμόνιση των ευαγγελικών διηγήσεων, που επιχειρείται από εκείνους που προσπαθούν να δείξουν ότι δεν υπάρχουν διαφορές, είναι προβληματική, τόσο στην «λογική» της όσο και στο τελικό αποτέλεσμα. Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε αυτούς τους λόγους και σε δεύτερο που θα ακολουθήσει θα τα εξετάσουμε στην πράξη. Η κεντρική σκέψη των σύγχρονων απολογητών είναι ότι οι ευαγγελικές διηγήσεις δεν είναι πλήρεις, δεν αποτελούν ιστοριογραφία, συνεπώς δεν πρέπει να περιμένουμε ακριβή έκθεση των γεγονότων, εφόσον οι συγγραφείς τους δεν αποσκοπούσαν σε αυτό. Οι όποιες διαφορές, πάντα κατά τους απολογητές, δεν οφείλονται σε διαφορετικές περιγραφές της ουσίας των γεγονότων, αλλά είτε σε παραλείψεις των συγγραφέων επειδή θεωρούν κάποια πράγματα ήδη γνωστά και είναι για τους συγκεκριμένους συγγραφείς μικρότερης σημασίας. Επίσης, θεωρούν ως δεδομένο ότι τα ευαγγέλια είναι γραμμένα είτε από τον κύκλο των δώδεκα (Ματθαίος, Ιωάννης), είτε από ανθρώπους που σχετίζονται με τους δώδεκα (Μάρκος, Λουκάς). Τα αντιμετωπίζουν σαν να πρόκειται για μία ενότητα στα βασικά και ουσιώδη, με ελάχιστες διαφορές στις λεπτομέρειες, που όμως δεν αλλάζουν την ουσία των γεγονότων. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Βασικά στοιχεία για τα ευαγγέλια, κατά τους πρώτους τρεις αιώνες
α) Τα ευαγγέλια δεν είναι σύγχρονα των γεγονότων που περιγράφουν. Με βάση αυτά που διδάσκονται επίσημα στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου, το πρώτο ευαγγέλιο του Μάρκου είναι γραμμένο μεταξύ 65-70, το «Κατά Ματθαίον» και «Κατά Λουκάν» μεταξύ 75-85 και το «Κατά Ιωάννην» μεταξύ 90-95. Αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί η ακριβής χρονολογία συγγραφής τους, δεν αποκλείεται να είναι γραμμένα αρκετά χρόνια αργότερα. Με την πλέον συντηρητική εκδοχή, η απόσταση μεταξύ γεγονότος και καταγραφής του γεγονότος, κυμαίνεται από 35 έως 65 χρόνια. Απόλυτα λογικό φαινόμενο η ύπαρξη αντιφάσεων και παράλογος ο ισχυρισμός ότι μπορεί να κρατηθούν φρέσκα στην μνήμη όλα αυτά. Ωστόσο, αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι γιατί να αργήσουν τόσο πολύ να καταγράψουν αυτά τα τόσο σημαντικά γεγονότα. Αν υπήρχαν προηγουμένως άλλα κείμενα, γιατί δεν φρόντισαν να διατηρηθούν;
β) Ενώ υποτίθεται ότι γράφτηκαν από αυτόπτες (Ματθαίος, Ιωάννης), ο «Ματθαίος» περιγράφει την κλήση του από τον Ιησού στο τρίτο ενικό (Κατά Ματθαίον, 9: 9). «Καὶ παράγων ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον Ματθαῖον λεγόμενον καὶ λέγει αὐτῷ Ἀκολούθει μοι καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ». Ο δε «Ιωάννης» δεν θα μπορούσε να γράψει το «Κατά Ιωάννην», καθώς ήταν «αγράμματος». «Θεωροῦντες δὲ τὴν τοῦ Πέτρου παρρησίαν καὶ Ἰωάννου καὶ καταλαβόμενοι ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσιν καὶ ἰδιῶται» (Πράξεις, 4: 13).
Το «Κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο, θεωρείται το θεολογικότερο ευαγγέλιο. Εκτός από αυτό, είναι κοινώς αποδεκτό ότι μεταξύ των συνοπτικών, υπάρχει εξάρτηση στα κείμενά τους. Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί ο αυτόπτης «Ματθαίος» να εξαρτά τις διηγήσεις του από τον μη αυτόπτη «Μάρκο». Ή, γιατί να αναφέρουν και οι τρεις συνοπτικοί την «μεταμόρφωση» -που δεν ήταν μπροστά, αλλά ο «Ιωάννης» που ήταν μπροστά, να μην αναφέρει τίποτα.
γ) Στην πραγματικότητα, δεν ξέρουμε ποιοι έγραψαν τα ευαγγέλια. Αυτά παραδόθηκαν ανώνυμα και αργότερα μπήκαν οι επιγραφές «Κατά Μάρκον» κ.ο.κ., από τους αντιγραφείς. Η πρώτη μαρτυρία που συνδέει τα συγκεκριμένα ονόματα που γνωρίζουμε σήμερα, με τα ευαγγέλια, γίνεται από τον Ειρηναίο της Λυών, 100 με 110 χρόνια μετά την εμφάνισή τους. Όλες οι προηγούμενες σχετικές αναφορές που βρίσκουμε είτε στον Ιουστίνο, είτε στον Αριστείδη, είτε στον Ιγνάτιο , είτε στις «Διδαχές των Αποστόλων» (όλα αυτά κυμαίνονται μεταξύ 100-150), αναφέρονται είτε σε «ευαγγέλιο», είτε σε «ευαγγελική αγία γραφή», είτε σε «απομνημονεύματα των αποστόλων» που λέγονται «ευαγγέλια», χωρίς να αναφέρεται ο συγγραφέας τους. Ο Ειρηναίος υποστηρίζει ότι τέσσερα πρέπει να θεωρούνται τα αυθεντικά ευαγγέλια, διότι τέσσερις είναι και οι μορφές των Χερουβείμ. Όσο άσχετη και αν είναι αυτή η συσχέτιση, ο Ειρηναίος την χρησιμοποιεί περί το 185 στο σύγγραμμά του «Έλεγχος της ψευδωνύμου γνώσεως», όταν στρέφεται κατά των υπόλοιπων χριστιανικών ομάδων, εν ονόματι των πρωτο-ορθοδόξων.
«Οποία ουν η πραγματεία του Υιού του Θεού, τοιαύτη και των ζώων η μορφή, και οποία η των ζώων μορφήν, τοιούτος και ο χαρακτήρ του Ευαγγελίου. Τετράμορφα γαρ τα ζώα, τετράμορφον και το Ευαγγέλιον, και η πραγματεία του Κυρίου» (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, ΒΕΠΕΣ τ. 5, σ. 146).
Στο ίδιο σύγγραμμα, γίνεται και η συσχέτιση ευαγγελίου και συγγραφέα για πρώτη φορά.
δ) Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την απόδοση των ευαγγελίων σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενό τους. Για παράδειγμα, έχουμε δύο μαρτυρίες που προέρχονται από ανεξάρτητες πηγές. Μία μη χριστιανική και μία χριστιανική. Τόσο ο Κέλσος στον «Αληθή λόγο» του, όσο και ο Ωριγένης στα «σχόλια εις το κατά Ματθαίον», αναφέρονται σε σκόπιμη αλλοίωση των ευαγγελίων. Ο Κέλσος αναφέρει: «Ορισμένοι πιστοί, λες και είναι μεθυσμένοι, φθάνουν να αντικρούουν τους εαυτούς τους και αλλάζουν το πρωτότυπο κείμενο του Ευαγγελίου τρείς ή τέσσερις ή περισσότερες φορές και αλλάζουν τον χαρακτήρα του ώστε να έχουν τη δυνατότητα να μην αντιμετωπίσουν δυσκολίες ενώπιον της κριτικής». Ο Ωριγένης, παρότι το αρνείται όταν προσπαθεί να αντικρούσει τον Κέλσο (μετά το θάνατο του δεύτερου), ωστόσο το παραδέχεται σε άλλο έργο του. «Οι διαφορές μεταξύ των χειρογράφων είναι μεγάλες, είτε εξαιτίας της αμέλειας κάποιων αντιγραφέων, είτε λόγω της διεστραμμένης απερισκεψίας κάποιων άλλων. Είτε αμελούν να ελέγξουν αυτό που αντέγραψαν, είτε καθώς ελέγχουν, κάνουν προσθήκες ή αφαιρέσεις, όπου τους αρέσει» (Παρατίθενται στο βιβλίο του Ehrman Bart «Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», σ. 75-76). Σε αυτά, ας προστεθεί και η μαρτυρία του Πορφύριου, ο οποίος στην κριτική του (από τα λιγοστά αποσπάσματα που έχουν διασωθεί-τα 15 βιβλία του κάηκαν ως «βλάσφημα» με διαταγή του Θεοδοσίου του Β΄ και του Βαλεντινιανού το 448), πολλές φορές αναφέρεται στις αντιφάσεις των ευαγγελίων. «Οι ευαγγελιστές επινόησαν, δεν εξιστόρησαν, τα γεγονότα που αφορούν τον Ιησού. Πραγματικά, ο καθένας τους, ιδίως σχετικά με τα πάθη, δίνει μια εκδοχή που δεν συμφωνεί αλλά αντιφάσκει προς αυτές των άλλων» (Απόσπασμα 15).
Η σύγχρονη έρευνα επιβεβαιώνει τους αρχαίους αυτούς ισχυρισμούς. Αναφέρει ο παγκοσμίως διακεκριμένος ειδικός ερευνητής-επιστήμονας της χειρόγραφης παράδοσης των κειμένων της Καινής Διαθήκης και πρόεδρος του τμήματος θρησκευτικών σπουδών του πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας,Ehrman Bart: «Οι πρόσφατες μελέτες φανερώνουν ότι οι αποδείξεις από τα σωζόμενα χειρόγραφα δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι αντιγραφείς που σχετίζονταν με την ορθόδοξη παράδοση άλλαζαν πολύ συχνά τα κείμενά τους, ορισμένες φορές για να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες της ‘’λανθασμένης χρήσης’’ τους από τους χριστιανούς που πίστευαν σε λανθασμένες πεποιθήσεις , και ορισμένες φορές, για να τα προσαρμόσουν περισσότερο στα δόγματα που υιοθετούσαν οι χριστιανοί που είχαν παρόμοιες με αυτούς πεποιθήσεις» («Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», σ. 77).
Σε άλλο σημείο αναφέρεται: «Υπάρχουν ορισμένα σημεία όπου δεν γνωρίζουμε καν ποιο ήταν το πρωτότυπο κείμενο, σημεία, για παράδειγμα, για τα οποία ιδιαίτερα ευφυείς και εντυπωσιακά μορφωμένοι κριτικοί κειμένου συνεχίζουν να διαφωνούν. Πλήθος ειδικών- για τους λόγους που είδαμε στο κεφάλαιο 2- έπαψαν ακόμα και να σκέπτονται ότι έχει νόημα να μιλά κάποιος για το ‘’πρωτότυπο’’ κείμενο» (ο. π σ. 276).
ε) Σύμφωνα με τον ίδιο καθηγητή, την πρώτη εποχή κυκλοφορούσαν ήδη πολλά ευαγγέλια, παράλληλα με τα τέσσερα που γνωρίζουμε σήμερα. «Οι χριστιανοί, φυσικά, ενδιαφέρονταν να μάθουν περισσότερα για τη ζωή, τη διδασκαλία, τον θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου τους. Και έτσι, συντάχθηκαν πολλά ευαγγέλια, τα οποία κατέγραφαν τις παραδόσεις που σχετίζονται με τη ζωή του Ιησού. Τέσσερα από αυτά τα ευαγγέλια άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρύτερα. Το γνωρίζουμε αυτό, για παράδειγμα, από το ευαγγέλιο του Λουκά, ο συγγραφέας του οποίου αναφέρει ότι γράφοντας τη διήγησή του συμβουλεύθηκε πολλούς που προηγήθηκαν, τα κείμενα των οποίων, προφανώς, δεν σώζονται πλέον» (ο. π. σ. 40-41).
στ) Οι διαφορετικές εκδοχές είναι απολύτως λογικό να προκύπτουν, εφόσον οι χριστιανοί συγγραφείς των ευαγγελίων, καταγράφουν ιστορίες που άκουσαν ή κυκλοφορούσαν στις κοινότητες. Από αυτές, άλλες τις βελτίωναν και άλλες τις άλλαζαν τελείως. Άλλες τις κατασκεύαζαν εκ του μηδενός, όπως η ιστορία με την επ’ αυτοφώρω μοιχαλίδα. Οι ιστορίες μετασχηματίστηκαν κατά την διάρκεια των δεκαετιών, πριν καταγραφούν. Για παράδειγμα, μία βελτίωση είναι η απόδοση κινήτρου στον Ιούδα για την προδοσία, που γίνεται από τον συγγραφέα του «Κατά Ματθαίον», ο οποίος έχει ως βάση του το γραπτό του «Μάρκου». Συγκρίνετε το «Κατά Μάρκον» (14: 10-11), όπου ο Ιούδας πάει στους αρχιερείς να παραδώσει τον Ιησού, χωρίς να είναι το κίνητρο τα χρήματα, καθώς οι ίδιοι του τα υπόσχονται, με το «Κατά Ματθαίον» (26: 14-16), όπου το κίνητρο είναι τα χρήματα, καθώς ο Ιούδας τα ζητά για τους κάνει την δουλειά. Γενικότερα, μεταξύ των τριών συνοπτικών, υπάρχει εξάρτηση. Αυτό όμως δεν διασφαλίζει την εγγύηση όσων αναφέρουν, όπως νομίζουν οι σύγχρονοι απολογητές. Μάλιστα, επειδή υπάρχει αυτή η εξάρτηση στα γραπτά τους, είναι πιο εύκολο να εντοπίσουμε αυτές τις «βελτιώσεις». Στο ίδιο βιβλίο, ο καθηγητής αφού δίνει αρκετά παραδείγματα, καταλήγει στα εξής: «Το θέμα είναι ότι ο Λουκάς άλλαξε την παράδοση που κληρονόμησε. Οι αναγνώστες ερμηνεύουν εντελώς λανθασμένα τον Λουκά όταν δεν συνειδητοποιούν αυτό -όπως συμβαίνει, για παράδειγμα να υποθέτουν ότι ο Μάρκος και ο Λουκάς λένε, πράγματι, το ίδιο πράγμα για τον Ιησού. Αν δεν λένε το ίδιο πράγμα, τότε δεν είναι σωστό να υποθέτουμε ότι το κάνουν -για παράδειγμα, παίρνοντας όσα λέει ο Μάρκος, και παίρνοντας όσα λέει ο Λουκάς, κατόπιν παίρνοντας όσα λένε ο Ματθαίος και ο Ιωάννης και αναμειγνύοντάς τα όλα μεταξύ τους, οπότε ο Ιησούς λέει και κάνει όλα όσα αναφέρει καθένας εκ των συγγραφέων των ευαγγελίων. Όποιος το κάνει αυτό δεν διαβάζει τα ίδια τα ευαγγέλια- φτιάχνει ένα νέο ευαγγέλιο που αποτελείται από τα τέσσερα της Καινής Διαθήκης, ένα νέο Ευαγγέλιο που δεν μοιάζει με κανένα εξ αυτών που έφθασαν στα χέρια μας» (ο. π. σ. 282). Επίσης, «Όταν ο Λουκάς ετοίμαζε το ευαγγέλιό του και χρησιμοποιούσε τον Μάρκο ως πηγή του, δεν είχε πρόθεση απλώς να αντιγράψει τον Μάρκο για τις επόμενες γενιές. Σχεδίαζε να αλλάξει τον Μάρκο βάσει άλλων παραδόσεων που είχε διαβάσει και ακούσει για τον Ιησού» (ο. π. σ. 283).
Το συμπέρασμα λοιπόν από τα ανωτέρω, είναι ότι τα ευαγγέλια δεν είναι σύγχρονα αυτών που καταγράφουν, δεν είναι γραμμένα από τα πρόσωπα που τους τα απέδωσαν πολύ μετά, το περιεχόμενο του κειμένου που είχαν τότε με αυτό που έχουν σήμερα διαφέρει, κυκλοφορούσαν πολλά ευαγγέλια, και η σχέση εξάρτησης αποδεικνύει ότι τελικά οι ίδιοι οι ανώνυμοι χριστιανοί συγγραφείς των ευαγγελίων προσπαθούσαν να τα βελτιώσουν αλλάζοντάς τα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, και έτσι δημιούργησαν τις διαφορετικές εκδοχές.
Ο χαρακτήρας των τεσσάρων ευαγγελίων
Τα ευαγγέλια δεν αποτελούν ιστοριογραφία. Ο σκοπός που γράφτηκαν ήταν κυρίως για κατήχηση, άρα θρησκευτικός και θεολογικός. Αυτό το καταλαβαίνουμε από την ίδια την ανάγνωση των ευαγγελίων. Αυτό σημαίνει ότι γράφονται με σκοπό να στηρίξουν στην πίστη τους ακολούθους. Οι ισχυρισμοί των κειμένων αυτών είναι κατά βάση θεολογικής χροιάς, και λιγότερο ιστορικοί. Για αυτό, δεν δίνουν πολλά ιστορικά στοιχεία, και όποτε το κάνουν, το κάνουν έμμεσα και με ανακρίβειες. Για παράδειγμα, ποτέ δεν έγινε παν -ρωμαϊκή απογραφή, στα χρόνια της ηγεμονίας του Κυρήνιου στην Συρία. Έγινε μόνο στην Συρία.
Μάλιστα, έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Και εκεί ακριβώς είναι το θέμα μας. Δεν μας ενδιαφέρει η θεολογία, αλλά η ιστορικότητα όσων παρουσιάζονται.
Εντύπωση μου έκανε αυτό που γράφει ο Φλορόφσκι, ότι «η ενσάρκωσις, η ανάστασις, η ανάληψις είναι ασφαλώς ιστορικά γεγονότα, όχι όμως με την ίδια έννοια και με την ίδια μορφή, που έχουν τα συμβάντα της καθημερινής μας ζωής. Αλλά παρά ταύτα δεν είναι λιγότερο ιστορικά, ούτε λιγότερο πραγματικά. Δεν είναι δυνατό βέβαια να επιβεβαιωθούν πλήρως παρά μόνο δια της πίστεως» (Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, σ. 50).
Είναι ιστορικά μεν, αλλά η πλήρης επιβεβαίωση έρχεται με την πίστη. Άνευ πίστεως, ο άνθρωπος παραμένει στην σφαίρα της αβεβαιότητας. Γιατί άραγε να μην επιβεβαιώνονται (και) με την γνώση ή με την ιστορία; Διότι, η ενσάρκωση, η ανάσταση, η ανάληψη, είναι θεολογικοί ισχυρισμοί. Δεν προσεγγίζονται ιστορικώς. Και οι ορθόδοξοι θεολόγοι, ειδικά όσοι ακολουθούν την «πατερική γραμμή», συχνά συμπλέκουν την θεολογική προσέγγιση με την ιστορική.
Ένα παράδειγμα, για να γίνω περισσότερο κατανοητός. Η γέννηση του Ιησού (η ενανθρώπιση του Θείου Λόγου, κατά την θεολογική γλώσσα), είναι κοινή στα ευαγγέλια. Δεν είναι επί του παρόντος να αναλυθεί η διαφορετική θεολογία ως προς την γέννηση ανάμεσα στους ευαγγελιστές, οπότε το αφήνω στην άκρη. Αλλά τι γίνεται από ιστορικής απόψεως; Το κατά Ματθαίον και το «Κατά Λουκάν», διαφωνούν. Ο «Ματθαίος» τοποθετεί την γέννηση του Ιησού δύο χρόνια πριν τον θάνατο του Ηρώδη (άρα περίπου στο 6 π.Χ., βάσει της χριστιανικής χρονολόγησης), και ο «Λουκάς» στην ηγεμονία της Συρίας υπό του Κυρηνίου (άρα περίπου το 7 μ.Χ., βάσει της χριστιανικής χρονολογήσεως).
Αλλά και στο θέμα του θανάτου του Ιησού (το λεγόμενο «Θείο Πάθος»), ως έννοια θεολογική υπάρχει στους ευαγγελιστές. Ιστορικά όμως, υπάρχει διαφωνία μεταξύ συνοπτικών και «Ιωάννη». Στους μεν, πεθαίνει αφού έφαγε το Πασχαλινό δείπνο, στο «Κατά Ιωάννην» πριν φάει. Δηλαδή, στους συνοπτικούς η Παρασκευή είναι 15 Νισάν και στο «Κατά Ιωάννην» είναι 14 Νισάν, άρα έχουμε αναφορά σε δύο διαφορετικές χρονιές. Τόσο η χρονολόγηση της γεννήσεως όσο και του θανάτου του πρωταγωνιστή των ευαγγελίων, μόνο ως λεπτομέρεια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Πολυμορφικός Χριστιανισμός
Τελειώνοντας αυτά τα εισαγωγικά βασικά στοιχεία περί των ευαγγελίων, θα ήταν μεγάλη παράληψη αν δεν έδινα το γενικότερο πλαίσιο του χριστιανικού κόσμου, εντός του οποίου κυκλοφορούσαν, όχι μόνο αυτά αλλά πολλά κείμενα ακόμα. Ο Χριστιανισμός, στις μετέπειτα δεκαετίες, άρχισε να αναπτύσσεται παράλληλα με πολλές διαφορετικές μορφές. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το γιατί, αρκεί να δούμε τι συμβαίνει στην εποχή μας. Η ανακάλυψη και η μελέτη των καλώς κρυμμένων κειμένων στην έρημο του Ναγκ Χαμαντί, αποκαλύπτει νέα πράγματα για το ξεκίνημα της χριστιανικής κινήσεως και των πολλών μορφών της. Και αυτό έχει αποδειχτεί μέσα από την επιστημονική έρευνα. Η Elaine Pagels (δόκτωρ του Χάρβαρντ με ειδικότητα στην ιστορία και στις κλασικές σπουδές), στο βραβευμένο βιβλίο της «Τα Γνωστικά ευαγγέλια», υποστηρίζει ότι «διαφορετικές μορφές Χριστιανισμού άνθισαν τα πρώτα χρόνια του χριστιανικού κινήματος. Εκατοντάδες αντίπαλοι δάσκαλοι διακήρυσσαν πως πρέσβευαν το αληθινό δόγμα του Χριστού και αλληλοαποκηρύττονταν ως απατεώνες» (σ. 54). Οι ερευνητές μέχρι την ανακάλυψη αυτών των κειμένων, είχαν τις ενδείξεις. Όμως, μετά την ανακάλυψη και την μελέτη, έχουν πλέον αποδείξεις. «Τα ευρήματα του Ναγκ Χαμαντί έφεραν στην επιφάνεια θεμελιώδη ζητήματα. Υποστηρίζουν ότι ο Χριστιανισμός, ενδεχομένως, να είχε κινηθεί προς εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις -ή ότι ο Χριστιανισμός, όπως τον γνωρίζουμε, να μην είχε επιβιώσει καθόλου» (ο. π. σ. 227). Όμως, «τα κείμενα του Νάγκ Χαμαντί, και άλλα παρόμοια, που κυκλοφορούσαν στις αρχές της χριστιανικής εποχής, αποκηρύχθηκαν ως αιρετικά από τους ορθόδοξους χριστιανούς στα μέσα του δευτέρου αιώνα. Γνωρίζουμε από καιρό πως πολλοί από τους πρώτους οπαδούς του Χριστού είχαν καταδικαστεί από άλλους χριστιανούς ως αιρετικοί, ωστόσο, σχεδόν όλα όσα γνωρίζαμε γι’ αυτούς προέρχονταν από όσα έγραφαν οι αντίπαλοί τους καταφερόμενοι εναντίον τους» (ο. π. σ. 21). Στην πραγματικότητα, όλα όσα προβάλλουν οι σύγχρονοι απολογητές ως «γνήσιο» Χριστιανισμό, «γνήσια» πίστη, «[...] αντιπροσωπεύει μόνο μία μικρή συλλογή συγκεκριμένων πηγών, επιλεγμένων ανάμεσα σε δεκάδες» (ο. π. σ. 43).
Γιατί είναι παραπλανητική η εναρμόνιση των ευαγγελίων
Έχοντας όλα τα παραπάνω κατά νου, μπορούμε εύκολα να απαντήσουμε το γιατί.
1. Τα ευαγγέλια δεν γράφτηκαν ως μέρος κάποιου εναρμονισμένου συνόλου. Ακόμα και ο κανόνας στον οποίο εντάχθηκαν πολύ αργότερα, δεν αποτελείται από βιβλία άνευ αντιφάσεων.
2. Οι συγγραφείς τους δεν είναι αυτόπτες των όσων καταγράφουν.
3. Οι συγγραφείς είναι διαφορετικοί, με διαφορετικές νοοτροπίες, ακόμη και με διαφορετικές θεολογικές απόψεις.
4. Η σύγχρονη έρευνα δείχνει ότι οι συγγραφείς προσπάθησαν να «βελτιώσουν» τις ιστορίες με βάση το δικό του σκεπτικό ο καθένας, με αποτέλεσμα τις διαφορετικές εκδοχές. Συνεπώς, η σχέση αλληλοεξάρτησης των κειμένων των τριών συνοπτικών, δεν εξυπηρετεί την εναρμόνιση των αφηγήσεων όπως θα ήθελαν οι σύγχρονοι απολογητές. Μάλλον το αντίθετο δείχνει, είτε επεξεργάζονται την ίδια ιστορία, είτε διαφορετικές.
5.Οι συγγραφείς απευθύνονται σε διαφορετικές κοινότητες, το δε «Κατά Λουκάν» απευθύνεται σε μεμονωμένο πρόσωπο, για την θρησκευτική του κατήχηση. Ως εκ τούτου, αν και δεν αποτελούν «ιστοριογραφία», αυτά που αφηγούνται (όσα κρίνει ο έκαστος συγγραφέας) είναι ολοκληρωμένα χωρίς να έχουν ανάγκη συμπληρώσεως.
6. Επιπλέον, γράφονται σε διαφορετικές εποχές. Οι συγγραφείς τους, δεν είχαν κανέναν λόγο να καταγράφουν αυτό που θεωρούν σημαντικό, δίνοντας όμως ελλιπείς πληροφορίες. Άλλο πράγμα είναι αυτό, και άλλο η παράλειψη. Η παράλειψη κάποιων περιστατικών δικαιολογείται, όχι όμως πάντα (παραπάνω κάναμε λόγο για το περιστατικό της «μεταμορφώσεως» που καταγράφεται μόνο από τους μη αυτόπτες, ενώ ο «αυτόπτης» δεν κάνει μνεία). Παρ' όλα αυτά, τουλάχιστον ένας συγγραφέας, υποστηρίζει ρητά ότι τα γράφει όλα. Είναι ο συγγραφέας του κατά Λουκάν, και το αναφέρει τόσο στο ευαγγέλιο όσο και στις «Πράξεις των Αποστόλων». Στο προοίμιο του κατά Λουκάν, ο συγγραφέας απευθυνόμενος σε κάποιον Θεόφιλο, του γράφει: «Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ' ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου ἔδοξεν κἀμοὶ παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι κράτιστε Θεόφιλε ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν» (1:1-4). Δηλαδή, θα του γράψει τα πάντα και με ακρίβεια, για να έχει επίγνωση της πραγματικότητας όσων κατηχήθηκε ο Θεόφιλος. Στις «Πράξεις», αναφέρει πάλι στο προοίμιο: «Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων ὦ Θεόφιλε ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν» (1: 1). Ο πρώτος λόγος, είναι το πρώτο βιβλίο που του έστειλε, το ευαγγέλιο. Αν ο Λουκάς ισχυρίζεται ότι περιλαμβάνει τα πάντα στο ευαγγέλιό του, και μάλιστα με ακρίβεια, άρα δεν έχει ανάγκη συμπληρώσεως ή εναρμονίσεως.
7. Η εναρμόνιση προϋποθέτει ότι τα εναρμονιζόμενα μέρη ολοκληρώνουν μια εικόνα. Όταν όμως έχουμε διαφορετικές εκδοχές, δεν μπορούμε να μιλάμε για εναρμόνιση. Για παράδειγμα, το πρώτο ευαγγέλιο, το «Κατά Μάρκον», αρχίζει ως εξής: «Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (1: 1). Και η αρχή των διηγήσεων τοποθετείται από την βάπτιση στον Ιορδάνη υπό του Ιωάννου του Βαπτιστού. Δεν θα έπρεπε να αναφερθεί στην γέννηση από την παρθένο; Το παραλείπει. Δεν είναι σπουδαίο; Ο συγγραφέας όμως είναι ξεκάθαρος, ότι ξεκινά από την αρχή. Σαν να μην υπάρχει κάτι άξιο αναφοράς για την γέννηση και για τα γεγονότα περί της γεννήσεως. Δεν είναι σημαντικό πρόσωπο η Θεοτόκος; Δεν είναι σημαντικός ο προστάτης της, ο Ιωσήφ; Δεν είναι σημαντικό γεγονός η σφαγή των νηπίων;
Όλα αυτά που γράψαμε, θα φανούν καθαρά στην πράξη, όταν θα εξετάσουμε τι λένε τα τέσσερα ευαγγέλια για το ίδιο γεγονός, και πως γίνεται η αλλοίωση στα επί μέρους ευαγγέλια, όταν επιχειρήσουμε να τα εναρμονίσουμε, κατά την τακτική των σύγχρονων απολογητών. Επίσης, θα κάνουμε συγκρίσεις με τον Παύλο, ο οποίος προηγείται των ευαγγελίων χρονολογικά, και θεωρείται ως ο πρώτος χριστιανός συγγραφέας του οποίου διαθέτουμε γραπτά.
Όπως έχουμε εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η εναρμόνιση των ευαγγελικών διηγήσεων δημιουργεί την ψευδή εντύπωση της δήθεν εξάλειψης των διαφορών. Έχουμε εξηγήσει ότι τα κείμενα αυτά, είναι γραμμένα σε διαφορετικές εποχές και απευθύνονται σε διαφορετικές κοινότητες. Συνεπώς, θα ήταν σφάλμα αν έγραφαν για κάτι, αλλά το έγραφαν με ελλείψεις. Επίσης, έχουμε δει τι λέει η σύγχρονη επιστημονική έρευνα όσον αφορά τους συγγραφείς τους (ότι δεν ήσαν αυτόπτες), την εποχή που γράφτηκαν (δηλαδή δεκαετίες μετά τα «συμβάντα») και ότι δεν ήσαν τα μόνα ευαγγέλια (υπήρχαν πολλά). ΔΕΣ: ΤΟ ΚΟΥΙΖ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ!
Στο συγκεκριμένο άρθρο, θα εξετάσουμε συγκεκριμένα μέρη, τόσο των τεσσάρων ευαγγελίων, όσο και των γραπτών του Παύλου. Οι επιστολές είναι μεταξύ 49-60, δηλαδή πριν την καταγραφή των ευαγγελίων που ξέρουμε ως «κανονικά». Δεν θα εξεταστούν όλες οι περιπτώσεις, αλλά ορισμένες δειγματοληπτικά.
Ο αριθμός των μυροφόρων
Τι λένε τα ευαγγέλια:
Μάρκος: «Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου και Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν» (16:1).
Ματθαίος: «Ὀψὲ δὲ σαββάτων τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων ἦλθεν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαριὰ θεωρῆσαι τὸν τάφον» (28:1).
Λουκάς: «τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα καί τινές σύν αὐταῖς» (24:1).
Και: «καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσιν τοῖς λοιποῖς· ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς αἱ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα» (24:9-10).
Ο Ιωάννης αναφέρει την Μαρία την Μαγδαληνή στο κεφάλαιο 20 (στ. 1). Όμως, δεν κάνει πουθενά μνεία ότι πήγε να μυρώσει το σώμα του Ιησού.
Ο Παύλος, σε καμία επιστολή του δεν τις αναφέρει. Ακόμα και όταν παραθέτει την σειρά των εμφανίσεων του Ιησού μετά την ανάσταση, δεν συμφωνεί με τους ευαγγελιστές. Ή καλύτερα, οι ευαγγελιστές δεν συμφωνούν με τον Παύλο, αφού ο Παύλος προηγείται χρονικά.
Γράφει λοιπόν ο Παύλος: «παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ εἶτα τοῖς δώδεκα• ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν• ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν• ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί» (Α΄ Προς Κορινθίους, 15:3-8).
Μία πρώτη παρατήρηση είναι ότι η σειρά που παρουσιάζει ο Παύλος, δεν την έβγαλε από το μυαλό του, αλλά είναι από την παράδοση της εκκλησιαστικής κοινότητας. Ό,τι παρέλαβε, αυτό και παραδίδει στην εκκλησιαστική κοινότητα στην Κόρινθο. Υπενθυμίζω, ότι ακόμα δεν έχουμε κανένα από τα τέσσερα ευαγγέλια. Μία δεύτερη παρατήρηση, είναι ότι ο Παύλος θέτει μια σειρά. Κατά την άποψή μου, οι λέξεις «είτα», «έπειτα», «έσχατον», αυτό δείχνουν. Μία τρίτη παρατήρηση, ότι ο Παύλος δεν αναφέρεται στις μυροφόρες, μία τέταρτη ότι αναφέρει εμφανίσεις που δεν υπάρχουν πουθενά (σε πάνω από 500 άτομα δια μιας, στον Ιάκωβο μεμονωμένα), και μία πέμπτη ότι αναφέρεται στους δώδεκα, ενώ ξέρουμε ότι ο Ιούδας αυτοκτόνησε, και ο Θωμάς έλειπε.
Οι σύγχρονοι απολογητές τα εναρμονίζουν ως εξής: «Κατά συνέπεια, ο Λουκάς και ο Ιωάννης είναι πιθανόν να συμφωνούν σε έναν μεγάλο αριθμό γυναικών, ενώ την ίδια στιγμή, ούτε ο Μάρκος αποκλείει άλλα πρόσωπα, αλλά ούτε και ο Ματθαίος, για τον οποίο μάλιστα γνωρίζουμε ότι επέλεξε να μην αναφέρει τη Σαλώμη ενώ σίγουρα γνώριζε το όνομα» (ο τονισμός με έντονη γραφή είναι δικός μου).
Για να καταλήξουν σε αυτήν την σύνθεση, φέρουν τα εξής επιχειρήματα· πρώτο, ότι ο αριθμός των ονομάτων που μπορεί να δίνει ο συγγραφέας δεν είναι απαραίτητα αυστηρός, και ότι δεν μπορούμε να αποκλείουμε την παρουσία περισσοτέρων ατόμων, εκτός και αν ο ίδιος ο συγγραφέας το αποκλείει ρητώς. Και παρουσιάζουν δύο παραδείγματα από την Γραφή, προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού τους. Αναφέρουν από το «Κατά Λουκάν», κεφάλαιο 24 στίχο 12, που αναφέρει ότι μετά την επίσκεψη των μυροφόρων στον τάφο, ο Πέτρος σηκώθηκε και πήγε στο μνήμα. Επίσης, από το ίδιο κεφάλαιο στίχο 24, όπου οι δύο προς Εμμαούς πορευόμενοι, διηγούνται στον Ιησού που έχουν μπροστά τους αλλά δεν τον έχουν ακόμα αναγνωρίσει, το περιστατικό του Πέτρου, λέγοντας ότι μετά τις μυροφόρες, «απήλθον τινές των συν ημίν επί το μνημείον». Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, ενώ αναφέρεται αρχικά ένα πρόσωπο που κατονομάζεται, ο Πέτρος, στην δεύτερη αναφορά που αναφέρεται στο ίδιο περιστατικό, ήταν «τινές». Σε αυτό μπορούμε να απαντήσουμε αυτό που λέει και η σύγχρονη έρευνα, ότι δηλαδή ο στίχος 12 είναι προσθήκη μεταγενέστερη (βλ. «Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», Bart Ehrman, σ. 223, εκδόσεις Ενάλιος). Έστω όμως ότι δεν είναι προσθήκη. Το να πούμε ότι εννοεί πολλούς ενώ αναφέρεται σε ένα πρόσωπο, προκύπτει από το ίδιο το κείμενο. Συνεπώς, δεν είναι αυθαίρετο. Όταν όμως εφαρμόζουν το ίδιο και σε άλλα χωρία από τα οποία όμως δεν προκύπτει κάποιο ανάλογο συμπέρασμα, τότε έχουμε πρόσθεση εννοιών εκ μέρους των απολογητών, σε χωρία. Αναφέρουν όμως και ένα δεύτερο παράδειγμα από το «Κατά Ιωάννην», κεφάλαιο 20 στίχος 1, όπου αναφέρεται ότι η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε στο μνήμα. Στον στίχο 2 όμως, τρέχει και βρίσκει τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τους λέει ότι «ουκ οίδαμεν που έθηκαν αυτόν». Μιλάει δηλαδή, στο πρώτο πληθυντικό.
Ο στίχος θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αναφορά, όχι στην Μαρία την Μαγδαληνή και σε άτομα που ήταν μαζί της αλλά δεν κατονομάζονται, αλλά στην Μαγδαληνή, τον Πέτρο και τον Ιωάννη, που τους συνάντησε και έτσι να δικαιολογηθεί ο πληθυντικός αριθμός. Επειδή όλοι τους ήσαν ακόλουθοι του Ιησού και επομένως μία ομάδα. Και αυτή η ομάδα είχε κάτι κοινό· την μέριμνα για τον κύριό τους. Πάντως, στα χειρόγραφα που είχε ο Χρυσόστομος μπροστά του και έκανε τις ομιλίες στο «Κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο, ο στίχος είναι στον ενικό.
Αλλά και ο Χρυσόστομος, στην ερμηνεία του στο «Κατά Ιωάννην», δεν παρουσιάζει την Μαρία Μαγδαληνή ως μυροφόρα, αλλά ότι πήγε στον τάφο να βρει παρηγοριά...
Ένα δεύτερο επιχείρημα των απολογητών, είναι ότι οι μαρτυρίες των ευαγγελιστών είναι αξιόπιστες, διότι εάν συνέβαινε το αντίθετο, δεν θα έβαζαν τις μυροφόρες να μαρτυρούν. Οι γυναίκες, λένε, την εποχή εκείνη ήταν ανάξιες προς μαρτυρία. Εκ των πραγμάτων, όμως, έπρεπε οι πρώτοι μάρτυρες να είναι γυναίκες. Διότι οι γυναίκες ήσαν επιφορτισμένες με το να αλείψουν το σώμα του νεκρού με μύρο. Και η πρώτη μαρτυρία περί της αναστάσεως, πηγάζει από τον άδειο τάφο που είδαν οι μυροφόρες. Εκτός αυτού, αυτή η θέση των απολογητών θα είχε νόημα μόνο στην περίπτωση που η μαρτυρία θα έμενε μεταξύ των γυναικών. Όμως, μετά, μαρτυρούν και άνδρες, όχι βάσει της μαρτυρίας των γυναικών, αλλά βάσει της δικής τους «εμπειρίας». Και οι άνδρες είναι που πρωταγωνιστούν στην συνέχεια. Παρ' όλα αυτά, η ίδια η Καινή Διαθήκη, αναφέρεται σε γυναίκες που μαρτυρούν και η μαρτυρία τους είναι ισχυρή. Για παράδειγμα, η μαρτυρία της Άννας και της Σαμαρείτισσας (Κατά Λουκάν, 3:36 - Κατά Ιωάννην, 4:21 αντίστοιχα). Ένα τρίτο επιχείρημα, είναι ότι οι ευαγγελιστές κάνουν μνεία μόνο για τις επίσημες μυροφόρες. Σύμφωνα με αυτό, ο Μάρκος θεωρεί επίσημες την Μαρία Μαγδαληνή, την Μαρία του Ιακώβου, και την Σαλώμη.
Ο Ματθαίος θεωρεί επίσημες την Μαρία την Μαγδαληνή και «την άλλη Μαρία» (καλά, θεωρεί επίσημη την Μαρία αλλά δεν μας λέει ποια είναι, αλλά την αποκαλεί «η άλλη»;). Ο Λουκάς θεωρεί επίσημες την Μαρία την Μαγδαληνή, την Ιωάννα (δεν διευκρινίζει αν πρόκειται για αυτήν που μνημονεύει στο κεφ. 8) και την Μαρία του Ιακώβου, και ο Ιωάννης την Μαρία την Μαγδαληνή. Παρ' όλα αυτά, ανάμεσα στις επίσημες (σε άλλον «κατάλογο»), ο Λουκάς αναφέρει και την Ιωάννα γυναίκα επιτρόπου του Ηρώδη. Δεν είναι σημαντικό πρόσωπο; Γιατί δεν την μνημονεύουν οι άλλοι; Με ποιά κριτήρια να μην είναι αξιόπιστες όλες, εφόσον όλες ήταν μαζί και είδαν τα ίδια πράγματα; Η όποια ιεραρχία αξιοπιστίας, είναι χωρίς νόημα λοιπόν.
Πότε πήγαν στον τάφο;
Τώρα θα εξετάσουμε τι λένε οι ευαγγελιστές για την ώρα που πήγαν στον τάφο. Έχουμε τα εξής δεδομένα:
Ματθαίος (28:1) «τη επιφωσκούση» (επιφωσκώ, «προχωρώ προς το λυκαυγές, φωτίζω αμυδρώς, ξημερώνω) (Λεξικό Δορμπαράκη).
Μάρκος (16:2) «λίαν πρωί [...] ανατείλαντος του ηλίου».
Λουκάς (24:1) «όρθρου βαθέως», όπου όρθρος «το χρονικό διάστημα που είναι λίγο πριν την αυγή, η χαραυγή, τα βαθιά χαράματα» (Λεξικό Κωνσταντίνου Ιωαννίδη).
Ιωάννης (20:1)«πρωί σκοτία έτι ούσης».
Οι απολογητές εντοπίζουν το πρόβλημα στον Μάρκο. Και πιο συγκεκριμένα, εκεί που λέει «Και λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου» (16:2). Αυτή είναι η πρώτη δικαιολογία. Για αυτούς, το «λίαν πρωί» και το «ανατείλαντος του ηλίου» είναι αντιφατικά, αν τα ερμηνεύσουμε κατά γράμμα. Γιατί, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει αντίφαση στην ίδια πρόταση, λένε. Όμως, το λίαν πρωί δεν σημαίνει ότι είναι σκοτάδι. Δεν υπάρχει η αντίφαση που θα βόλευε στην συγκεκριμένη περίπτωση τους απολογητές να υπάρχει, προκειμένου να παρερμηνεύσουν το «ανατείλαντος του ηλίου» και να το προσαρμόσουν στο «λίαν πρωί» για να το εναρμονίσουν με τις λοιπές ευαγγελικές διηγήσεις.
Η λέξη «πρωί», σημαίνει «το διάστημα της ημέρας από την αυγή ως το μεσημέρι. Ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου» (Λεξικό Κωνσταντίνου Ιωαννίδη).
Σύμφωνα όμως με τους απολογητές της, όλα τα παραπάνω σημαίνουν το ίδιο πράγμα!
Αν τα εναρμονίσουμε, στο συγκεκριμένο σημείο που αφορά το πότε πήγαν, έχουμε το εξής αποτέλεσμα: Οι μυροφόρες πήγαν στον τάφο του Ιησού όταν ήταν βαθιά χαράματα (Λουκάς, 24:1), όταν άρχιζε να φωτίζει αμυδρά (Ματθαίος, 28:1), και ήταν πρωί έχοντας σκοτάδι και ήλιο (Ιωάννης, 20:/Μάρκος, 16:2).
Μπερδεμένες οι διηγήσεις λοιπόν. Προσέξτε τώρα τι γίνεται, αν προσπαθήσουμε να συνθέσουμε τις ευαγγελικές διηγήσεις μόνο σε αυτά τα δύο σημείο. Στο πόσες μυροφόρες πήγαν και πότε.
Έχουμε: Στον τάφο πήγαν παραπάνω από τέσσερις, και πήγαν όταν ήταν βαθιά χαράματα (Λουκάς, 24:1), όταν άρχιζε να φωτίζει αμυδρά (Ματθαίος, 28:1) και ήταν πρωί έχοντας σκοτάδι και ήλιο (Ιωάννης, 20:/Μάρκος, 16:2).
Τί λέτε; Το τελικό αποτέλεσμα συμφωνεί έστω με μία από τις διηγήσεις των ευαγγελιστών; Και αν ακόμα στην περίπτωση του αριθμού των μυροφόρων δεχόμασταν ότι ήταν πολλές, σύμφωνα με την εκδοχή του«Κατά Λουκάν», και ότι απλά παραλείπονται από τους άλλους, υπάρχει διαφωνία ως προς το πότε πήγαν. Διότι ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν» είναι σαφέστατος ότι πήγαν «όρθρου βαθέως», πριν ξημερώσει δηλαδή.
Πότε απόκτησαν και πότε ετοίμασαν τα αρώματα οι γυναίκες;
Όσον αφορά το πότε οι γυναίκες απόκτησαν και το πότε ετοίμασαν τα αρώματα, οι απολογητές ισχυρίζονται ότι κάλλιστα οι μυροφόρες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν την προετοιμασία την Παρασκευή, συγκεντρώνοντας όσα υλικά μπορούσαν να βρουν και μετά το πέρας της αργίας του Σαββάτου, να αγοράσουν την υπόλοιπη ποσότητα.
Ας δούμε τι λένε οι ευαγγελιστές:
Ο «Ματθαίος» δεν αναφέρει κάτι. Ο «Μάρκος», ότι οι μυροφόρες αγόρασαν τα αρώματα και ήρθαν να αλείψουν το σώμα. Τα αγόρασαν αφού πέρασε το Σάββατο που ήταν αργία. Τότε έγινε και η ετοιμασία τους, για να πάνε το πρωί στον τάφο για να αλείψουν το σώμα. Καμία αναφορά στον Νικόδημο (16:1).
Για τους Εβραίους, η μέρα αρχίζει από την δύση και διαρκεί ως την δύση της επομένης. Άρα, από την δύση του Σαββάτου μέχρι την επόμενη δύση έχουμε την πρώτη (την μετέπειτα ονομαζόμενη Κυριακή).
Ο Λουκάς αναφέρει ότι οι γυναίκες ετοίμασαν τα μύρα την Παρασκευή, μετά τον θάνατο του Ιησού. Άρα, τα είχαν ήδη. Για να τα πάνε έτοιμα την επομένη (23:56). Αυτή η λεπτομέρεια έρχεται σε αντίθεση με το «Κατά Μάρκον».
Ο Ιωάννης αναφέρει ότι ο Νικόδημος έφερε 100 λίτρα μίγμα σμύρνας και αλόης. Έδεσαν το σώμα με τα σάβανα αφού το μύρωσαν πρώτα. Αυτό έγινε την Παρασκευή (19:39-40). Το «Κατά Ιωάννην» διαφωνεί με τους συνοπτικούς. Ο Ιωάννης δεν αναφέρει ότι η Μαρία πήγε την Κυριακή το πρωί για να μυρώσει το σώμα. Είχε μυρωθεί ήδη από την Παρασκευή. Σε αντίθεση με τον Μάρκο και τον Λουκά, που βάζουν τις μυροφόρες να επισκέπτονται τον τάφο για αυτή την δουλειά. Μάλιστα, και ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το συγκεκριμένο κομμάτι από το «Κατά Ιωάννην», λέει τα εξής:
Τώρα, κάντε την προσπάθεια να εναρμονίσετε τους ευαγγελιστές σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο. Και αφού το κάνετε, εναρμονίστε το σημείο αυτό με τις προηγούμενες εναρμονίσεις. Το αποτέλεσμα; Χάος. Ένα τελικό αποτέλεσμα, το οποίο όμως δεν διαβάζουμε πουθενά, σε κανένα σημείο των τεσσάρων ευαγγελίων.
Ας φέρουμε και ένα τέταρτο σημείο...
Πόσους αγγέλους είδαν; Ήταν μέσα στον τάφο, ή έξω;
Για τον αριθμό των αγγέλων, οι διηγήσεις είναι πάλι σαφείς. Έναν στο «Κατά Ματθαίον», έναν στο «Κατά Μάρκον», δύο στο «Κατά Λουκάν», κανέναν στο «Κατά Ιωάννην».
Όσον αφορά το που βρίσκονταν οι άγγελοι, στο «Κατά Ματθαίον» ήταν έξω, στο «Κατά Μάρκον» μέσα και στον Λουκά δεν διευκρινίζεται. Δεν συμφωνούν όλοι ότι έγιναν μέσα στον τάφο οι αγγελοφάνειες, όπως ισχυρίζονται οι απολογητές. Αυτοί, θεωρούν ότι στην περιγραφή του Ματθαίου, ο άγγελος είναι μέσα στο μνήμα. Γράφεται όμως σχετικά: «άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού προσελθών απεκύλισε τον λίθον και εκάθητο επάνω αυτού. Ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπήν και το ένδυμα αυτού ως λευκόν ωσεί χιών» (28:2-3). Ο λίθος έκλεινε το στόμιο του τάφου, που ήταν κάτι σαν σπηλιά. Το λογικό είναι ότι απομακρύνει κανείς τον λίθο που φράζει την είσοδο προς τα έξω και όχι προς τα μέσα.
Συνεπώς, εφόσον ο λίθος βρίσκεται προς τα έξω και ο άγγελος κάθεται πάνω του, άρα ο άγγελος βρίσκεται έξω. Ακόμα να πούμε, ότι ο Ματθαίος βάζει τον άγγελο να λέει στις μυροφόρες, «δεύτε ιδέτε τον τόπον όπου έκειτο ο Κύριος» (28:6). Κατά κανέναν τρόπο δεν δείχνει ότι τις καλεί να έρθουν μέσα όπου ήταν δήθεν και αυτός. Απλά, κάθεται έξω, και τις προτρέπει να μπουν.
Παραπάνω, θίξαμε μόνο τέσσερα σημεία των ευαγγελικών διηγήσεων που υποτίθεται ότι μεταξύ τους συμφωνούν. Σχολιάσαμε τα σχετικά με τις μυροφόρες, πόσες ήταν, πότε πήγαν στον τάφο, πότε απόκτησαν και πότε ετοίμασαν τα αρώματα, και πόσους αγγέλους είδαν και που αυτοί στέκονταν. Από το γεγονός ότι ο κορμός της υπόθεσης είναι ίδιος σχεδόν (με εξαίρεση ότι ο Ιωάννης δεν μιλάει για μυροφόρες που πήγαν στον τάφο), αλλά υπάρχουν διαφορές στα επιμέρους στοιχεία, και ότι ενώ υπάρχει αλληλεξάρτηση στα κείμενα των συνοπτικών αλλά υπάρχουν και διαφορετικές εκδοχές ως προς τις λεπτομέρειες που λαμβάνονται από διαφορετικές πηγές, όλα αυτά δείχνουν επιπροσθέτως ότι οι συγγραφείς των κειμένων αυτών, ούτε αυτόπτες ήταν, ούτε περιγράφουν «γεγονότα» που συνέβησαν «προχθές». Και αυτά συμφωνούν με την επιστημονική έρευνα.
Ας εναρμονίσουμε τώρα τις εναρμονίσεις των τεσσάρων αυτών στοιχείων. Ακούγεται αστείο, αλλά μόνο έτσι θα δούμε στην πράξη την εναρμόνιση. Εκτός και αν πετάξουμε έξω στοιχεία που αναφέρονται ξεκάθαρα από τους ευαγγελιστές, αλλά τότε θα έχουμε δημιουργήσει ένα δικό μας ευαγγέλιο.
Έχουμε λοιπόν τα εξής:
Στον τάφο πήγαν παραπάνω από τέσσερις, και πήγαν όταν ήταν βαθιά χαράματα (Λουκάς, 24:1), όταν δηλαδή άρχιζε να φωτίζει αμυδρά (Ματθαίος, 28:1), και ήταν πρωί έχοντας σκοτάδι και ήλιο (Ιωάννης, 20:/Μάρκος, 16:2). Ήρθαν έχοντας αγοράσει τα αρώματα μετά την αργία του Σαββάτου (Μάρκος, 16:1), τα οποία όμως είχαν ετοιμάσει από την Παρασκευή (Λουκάς, 23:56). Παρόλα αυτά, το σώμα είχε μυρωθεί από την Παρασκευή, και μάλιστα ο Νικόδημος είχε αγοράσει για την μύρωση 100 λίτρα, μια τεράστια ποσότητα. Όταν έφτασαν, είδαν δύο αγγέλους (Λουκάς, 24:2), που ήταν έξω και μέσα.
Αυτά, δεν συμφωνούν με κανένα ευαγγέλιο.
Αν αυτά είναι τα αποτελέσματα μόνο από την σύνθεση- εναρμόνιση τεσσάρων σημείων που αφορούν τις μυροφόρες, σκεφτείτε τι γίνεται όταν προσπαθήσουμε να κάνουμε το ίδιο και για τις σοβαρότερες διηγήσεις που αφορούν την ίδια την ανάσταση και τις εμφανίσεις του Ιησού στους μαθητές μέχρι και την ανάληψη.
Έχουμε γράψει για την προσπάθεια εναρμόνισης των ευαγγελικών αφηγήσεων και είχαμε αναφέρει τους λόγους για τους οποίους θεωρούμε ότι αυτές δεν εναρμονίζονται. Μάλιστα το στηρίξαμε με συγκεκριμένα παραδείγματα. Σε αυτό το σχετικό άρθρο, θα φέρουμε πάλι παραδείγματα, όσον αφορά την «ανάσταση», τις «εμφανίσεις» και την «ανάληψη» του Ιησού.
Το συμπέρασμα για τις βελτιώσεις, προκύπτει από το γεγονός ότι τα τρία από τα τέσσερα ευαγγελικά κείμενα, έχουν αλληλεξάρτηση και παρουσιάζονται σε αυτά ηθελημένες αλλαγές. Αυτές οι αλλαγές αφορούν είτε πρόσθεση στοιχείων αντιφατικών ή αγνώστων (όχι δηλαδή για επεξηγηματικές πληροφορίες), είτε πρόκειται για παράλειψη ολόκληρων περικοπών. Οι συγγραφείς των ευαγγελίων προβαίνουν στις αλλαγές, έχοντας και άλλες πηγές (αδιάφορο αν αυτές είναι γραπτές ή μη), επειδή προφανώς δεν είναι ικανοποιημένοι από το κείμενο που έχουν μπροστά τους. Υπ' όψιν, ότι όταν τα έγραφαν, ποτέ δεν θα φαντάζονταν ότι θα ερχόταν ο καιρός που θα έμπαιναν το ένα δίπλα στο άλλο και θα μπορούσαν να ελεγχθούν. Το ίδιο ισχύει και για τους μετέπειτα αιώνες. Ακόμα και όταν συγκροτήθηκε ο κανόνας με τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, η χρήση τους δεν ήταν εύκολη, εφόσον δεν ήταν στην μορφή που τα έχουμε σήμερα. Οι συγγραφείς λοιπόν των ευαγγελίων, έχοντας διαφορετικούς αποδέκτες, απομακρυσμένους πολλές φορές, δεν είχαν λόγους να μην αλλάξουν ότι θεωρούσαν λάθος.
Η «ανάσταση» του Ιησού, ο άδειος τάφος, και ο Ιωσήφ
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του «Κατά Λουκάν» ευαγγελίου, ο Ιησούς, μετά την «ανάσταση», εμφανιζόταν επί σαράντα μέρες στους αποστόλους, «οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις δι' ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ» (Πράξεις Αποστόλων 1:3). Οι άνθρωποι στους οποίους έκανε τις εμφανίσεις του, ήταν συγκεκριμένοι άνθρωποι. Δεν εμφανιζόταν σε όλον τον λαό. Ο Πέτρος είναι σαφής, ότι «τοῦτον ὁ θεὸς ἤγειρεν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι οὐ παντὶ τῷ λαῷ ἀλλὰ μάρτυσιν τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἡμῖν οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν» (Πράξεις Αποστόλων, 10:40-41). Εμφανιζόταν σε ανθρώπους «προκεχειροτονημένοις», δηλαδή σε «προσδιορισμένους», «προκαθορισμένους» από τον Θεό. Και αυτοί ήταν οι απόστολοι. Το «οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ», δηλώνει τον κύκλο των ακολούθων που είχαν στενές επαφές με τον Ιησού. Το γιατί δεν εμφανίστηκε σε όλους, ή στο ιουδαϊκό ιερατείο της εποχής, ή στους Ρωμαίους, είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε διανοούμενους όπως τον Πορφύριο. Ο Πορφύριος το θέτει ως εξής…
Ο Παύλος αναφέρει τα εξής στην επιστολή του «Α΄ Προς Κορινθίους», κεφάλαιο 15, στίχοι 3-4· «παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς».
Αυτό το χωρίο θεωρείται από τους ειδικούς ότι αντανακλά μία προ-παύλεια παράδοση, μιας και ο ίδιος ο Παύλος την παρέλαβε και την παρέδωσε στους πιστούς της Κορίνθου. Είναι μία τυποποιημένη ομολογία πίστεως, όπου συνδυάζει το «γεγονός» και την θεολογική του ερμηνεία.
Σύμφωνα με αυτήν, το «γεγονός» είναι ότι ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε. Το ότι αυτό έγινε για τις αμαρτίες μας και ότι αναστήθηκε την τρίτη μέρα, είναι η θεολογική προέκταση του γεγονότος. Η φράση «κατά τας Γραφάς», δείχνει την παράδοση. Σε αυτήν την τυποποιημένη ομολογία όμως, παρατηρούμε ότι γίνεται λόγος για «Γραφές» και για «την τρίτη μέρα». Ακόμα δεν υπήρχαν όμως τα ευαγγέλια που έχουμε σήμερα. Είναι δύσκολο να πούμε ότι αμέσως μετά τον θάνατο του Ιησού, οι ακόλουθοί του άρχισαν να γράφουν κείμενα. Τα πρώτα σωζόμενα κείμενα είναι μεν οι επιστολές του Παύλου, αλλά κυμαίνονται μεταξύ 49-60. Αυτό που μπορούμε όμως να πούμε, είναι η προσπάθεια των πρώτων χριστιανών να ιδιοποιηθούν τα κείμενα των Ιουδαίων. Είναι γνωστό, ότι οι πρώτοι χριστιανοί ήσαν πρώην Ιουδαίοι. Επίσης, ότι ο ίδιος ο Ιησούς φέρεται να κάνει χρήση των κειμένων αυτών, δίνοντας μάλιστα και δικές του ερμηνείες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ότι στην επί του Όρους ομιλία, φέρεται να λέει: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ φονεύσεις• ὃς δ' ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει» (Κατά Ματθαίον, 5:21-22). Είναι επομένως λογικό το ότι πρώτα γίνεται η ιδιοποίηση σε κείμενα που ήδη υπάρχουν με προσωπικές ερμηνείες, και έπειτα ακολουθεί η συγγραφή νέων κειμένων. Τα παραδείγματα είναι πολλά, αλλά αρκούμαι σε αυτό.
Κατά συνέπεια, οι μαρτυρίες των «Γραφών», μάλλον αναφέρονται σε ισχυρισμούς των ιουδαϊκών γραφών (που αργότερα οι χριστιανοί θα ονομάσουν «Παλαιά Διαθήκη»), όπως όμως τις ερμήνευσαν οι χριστιανοί, προκειμένου να τεκμηριώσουν γραφικώς την «ανάσταση». Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι μιλάνε για την «τρίτη ημέρα», κάτι που θα περάσει και ως αναφορά στην μετά από δεκαετίες καταγραφή των ευαγγελίων. Παρ' όλα αυτά, το διάστημα μεταξύ του θανάτου και της «ανάστασης» του Ιησού, σύμφωνα με τις ευαγγελικές αφηγήσεις, δεν είναι τρεις ημέρες. Είναι λιγότερες. Οι Εβραίοι μετρούσαν την διάρκεια της ημέρας από το την δύση του ηλίου ως την επόμενη δύση. Σύμφωνα με τους συνοπτικούς, ο Ιησούς σταυρώνεται «τη τρίτη» ώρα (δηλαδή στις 9:00) και πεθαίνει «τη ενάτη ώρα», (δηλαδή στις 15:00 το απόγευμα). Στο «Κατά Ιωάννην», ο Ιησούς μέχρι «τη έκτη» ώρα (δηλαδή ως τις 12:00), είναι ακόμα ενώπιον του Πιλάτου και δικάζεται... Αυτό βέβαια, είναι «άλλου παπά ευαγγέλιο» στην κυριολεξία. Από την Παρασκευή στις 15:00 μέχρι το Σάββατο στις 15:00, έχουμε μία μέρα. Από το Σάββατο στις 15:00 μέχρι την Πρώτη στις 15:00 (είναι αυτή η ημέρα που θα ονομαστεί αργότερα Κυριακή), έχουμε δύο ημέρες. Ο Ιησούς όμως ήταν ήδη «αναστημένος» όταν πήγαν οι μυροφόρες στον τάφο την Κυριακή το πρωί. Άρα, η ανάσταση έγινε όχι την «τρίτη ημέρα», αλλά σε κάτι το λιγότερο από δύο ημέρες. Ας μετρήσουμε και πιο ελεύθερα. Παρασκευή ως την δύση της ίδιας ημέρας, μία ημέρα. Από την δύση της Παρασκευής ως την δύση του Σαββάτου, δύο ημέρες. Από την δύση του Σαββάτου ως την δύση της Κυριακής, τρεις ημέρες. Και με αυτή τη μέτρηση, δεν βγαίνει «η τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς». Μόνο αν θεωρηθεί η Παρασκευή ως ολόκληρη ημέρα, το Σάββατο, και η Κυριακή ως ολόκληρη μέρα, τότε μόνο έχουμε τρεις ημέρες, αλλά όχι με την έννοια του εικοσιτετραώρου. Με αυτό, θέλω να δείξω ότι ο αριθμός τρία, είναι τυπικός, και λαμβάνεται πιθανότατα είτε από το βιβλίου του Ιωνά, όπου ο Ιωνάς μένει στην κοιλιά του κήτους τρία μερόνυχτα (Ιωνάς 1:17), είτε από ρήση του Ωσηέ (6:2), που πάλι αναφέρεται ο αριθμός τρία.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι επιχειρείται η σύνδεση ενός «γεγονότος» με μαρτυρίες από «τας Γραφάς», και μάλιστα αυθαιρέτως. Διότι πουθενά στην παράδοση των Ιουδαίων, που στηρίζεται στα ίδια κείμενα με τους χριστιανούς, δεν υπάρχει ο «πάσχων Μεσσίας». Το αντίθετο.
Έπρεπε να υπάρχει τάφος και, μάλιστα, να παρουσιαστεί άδειος από τους ευαγγελιστές, προκειμένου να υπάρξει ο ισχυρισμός της «ανάστασης». Ωστόσο, ο Παύλος μάλλον αγνοεί την «ευπρεπή ταφή» που παρουσιάζεται στα ευαγγέλια. Σύμφωνα με τους ειδικούς ερευνητές, στις ομιλίες που καταγράφονται στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» και που αποδίδονται στον Πέτρο, στον Παύλο, και σε άλλους, αντανακλώνται αρχαιότερες παραδόσεις από αυτές που καταγράφονται στα ευαγγέλια. Έτσι, φέρεται να λέει ο Παύλος σε κήρυγμά του στην συναγωγή της Αντιόχειας της Πισιδίας, τα εξής· «μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες ᾐτήσαντο Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν ὡς δὲ ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον» (Πράξεις Αποστόλων, 13:28-29). Είναι εμφανές, ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του Παύλου, οι Ιουδαίοι αιτήθηκαν τον θάνατο του Ιησού και οι Ρωμαίοι τον εκτέλεσαν κι έπειτα τον κατέβασαν από το ξύλο και τον έβαλαν σε μνήμα. Φυσικά, ούτε οι Ρωμαίοι ούτε οι Ιουδαίοι θα έκαναν ποτέ έναν ευπρεπή ενταφιασμό για έναν κατάδικο. Ωστόσο, από τα ιστορικά δεδομένα που έχουμε, πολύ πιθανό είναι να μην έγινε καν ταφή. Η σταύρωση ήταν μία καταδίκη παραδειγματική. Ο σκοπός δεν ήταν μόνο η τιμωρία του ενόχου, αλλά να παραδειγματιστούν και οι υπόλοιποι. Για αυτό και έπρεπε να εξευτελιστεί το πτώμα. Έπρεπε να γίνει βορά στα άγρια ζώα. Από την στιγμή που οι Ρωμαίοι εκτελούν τον Ιησού, είναι στην δικαιοδοσία τους ολόκληρη η διαδικασία. Συνεπώς, δεν έχουν κανέναν λόγο να κατεβάσουν τον πτώμα του Ιησού επειδή η επομένη θα ήταν το Σάββατο των Ιουδαίων.
Στα ευαγγέλια όμως ο Ιωσήφ είναι που αιτεί το σώμα του Ιησού και κάνει τον ενταφιασμό. Ωστόσο, υπάρχουν διαφορές και βελτιώσεις. Ο Ιωσήφ παρουσιάζεται ως «έντιμος βουλευτής» μέλος του Σανχεντρίν, δηλαδή του ανώτατου θρησκευτικού συνεδρίου των Εβραίων, ο οποίος περίμενε την βασιλεία του Θεού (Κατά Μάρκον, 15:43). Αλλά, σύμφωνα με το ίδιο ευαγγέλιο, όλο το Σανχεντρίν ζητούσε μαρτυρία κατά του Ιησού, άρα και ο Ιωσήφ (Κατά Μάρκον, 14:55). Ο συγγραφέας του «Κατά Ματθαίον», προβαίνει σε «βελτίωση». Θέλοντας να εξαλείψει την αντίφαση του «Μάρκου», δεν αναφέρει πουθενά ότι ο Ιωσήφ ήταν μέλος του συνεδρίου, αλλά ότι ήταν «μαθητής» (27:57). Ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν», τον παρουσιάζει ως άνδρα αγαθό και δίκαιο, που δεν ήταν σύμφωνος με την γνώμη του συνεδρίου (23:50-51), ενώ ο συγγραφέας του «Κατά Ιωάννην» ευαγγελίου, τον αναφέρει ως κρυφό μαθητή (19:38).
Αφήνοντας τις αντιφάσεις περί των μυροφόρων και για το πότε αγοράστηκαν τα αρώματα και πότε έγινε η μύρωση, τα οποία σχολιάσαμε στο προηγούμενο μέρος, ας προχωρήσουμε στις ευαγγελικές αφηγήσεις σχετικά με την εντολή του Ιησού να συναντηθούν όλοι μαζί σε όρος της Γαλιλαίας.
Συνάντηση στην Γαλιλαία και εμφανίσεις
Σύμφωνα με το «Κατά Μάρκον», όταν οι μυροφόρες είδαν τον άγγελο μέσα στο μνήμα, ο άγγελος τις πληροφορεί για την ανάσταση του Ιησού, και τις λέει να πούνε στους μαθητές ότι θα συναντήσουν τον Ιησού στην Γαλιλαία. Εκείνες έφυγαν, έχοντας τρόμο και έκσταση, και δεν είπαν τίποτα σε κανέναν διότι φοβόντουσαν (16:1-8). Η συνέχεια από τον στίχο 9 ως το τέλος, είναι μεταγενέστερη προσθήκη («Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», Ehrman Bart, σ. 93-97). Ο συγγραφέας του «Κατά Ματθαίον», ο πάντα υπερβολικός, βλέποντας ότι το κείμενο του «Μάρκου» είναι ελλιπές, προσπαθεί να το εμπλουτίσει. Έτσι λοιπόν, προσθέτει ότι κατά τον θάνατο του Ιησού, αναστήθηκαν άγιοι οι οποίοι περίμεναν έξω από την Ιερουσαλήμ, και μπήκαν σε αυτήν όταν αναστήθηκε ο Ιησούς (27:50-53). Επίσης, ότι έγινε σεισμός (28:2) και ότι οι αρχιερείς έκαναν συνέδριο με σκοπό να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες που φύλασσαν τον τάφο ώστε να μην πουν όσα είδαν, αλλά ότι οι μαθητές πήγαν και έκλεψαν το σώμα. Και ότι αν το μάθει ο ηγεμόνας, οι ίδιοι θα μεσολαβήσουν για να μην έχουν καμία επίπτωση οι Ρωμαίοι στρατιώτες (28:11-15). Η μη σωστή φύλαξη ισοδυναμούσε με εκτέλεση για τους στρατιώτες. Και αν όχι, σίγουρα θα υπήρχαν άλλες σοβαρότατες επιπτώσεις. Φυσικά, ακόμα έτσι και αν ήταν, οι πρώτοι που θα πείθονταν θα ήταν οι ίδιοι οι στρατιώτες που θα τον έβλεπαν να ανασταίνεται και βγαίνει από τον τάφο. Αν υποθέσουμε ότι τους πήρε ο ύπνος, είναι δυνατόν να κοιμήθηκαν όλοι; Και μάλιστα, στην «σκοπιά» τους; Οι υπόλοιποι δεν υιοθετούν τα σενάρια του συγγραφέα του «Κατά Ματθαίον», αλλά περνούν στις «εμφανίσεις» του Ιησού.
Ας δούμε την εντολή του Ιησού για την συνάντησή του μετά των μαθητών στην Γαλιλαία για άγνωστο λόγο. Σημειωτέον ότι η απόσταση Ιερουσαλήμ (Ιουδαία)- Γαλιλαία είναι πολλών χιλιομέτρων. Ας δούμε την εντολή και το τι έγινε, όπως το καταγράφουν οι ευαγγελιστές.
«ἀλλ' ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν• ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου• εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον• ἐφοβοῦντο γάρ» (Κατά Μάρκον, 16:7-8).
Ο άγγελος παραγγέλλει στις μυροφόρες να πουν στους μαθητές ότι ο Ιησούς πάει πριν από αυτούς στην Γαλιλαία και ότι εκεί θα τον δουν. Οι μυροφόρες έφυγαν, έχοντας καταληφθεί από φόβο και έκσταση και δεν είπαν τίποτα σε κανέναν διότι φοβόντουσαν. Και με αυτόν τον τρόπο τελειώνει το πρώτο ευαγγέλιο. Οφείλουμε να βγάζουμε συμπεράσματα με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα και όχι να προσαρμόζουμε τα δεδομένα στις αντιλήψεις μας. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, έτσι τελειώνει το πρώτο ευαγγέλιο που έχουμε στην διάθεσή μας. Και σε αυτό μένουμε.
Ο συγγραφέας του «Κατά Ματθαίον» (28:7-10), δεύτερος κατά χρονική σειρά και με απόσταση συγγραφής σε σχέση με το «Κατά Μάρκον» περίπου 10 χρόνια, παίρνει το κείμενο και προσπαθεί να το βελτιώσει. Προσθέτει ότι τις μυροφόρες, μετά την αγγελοφάνεια, τις συνάντησε και ο ίδιος ο Ιησούς. Προφανώς, διότι η εμφάνιση του ίδιου του αναστημένου Ιησού είναι δυνατότερη απόδειξη από την ομιλία με τον άγγελο. Επίσης, προσθέτει την δωροδοκία των φυλάκων (στ. 11-15). Όπως επίσης, και το ότι οι μαθητές ακολουθούν την εντολή (στ. 16).
Ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν», τρίτος κατά χρονική σειρά, έχει υπόψη του τα δύο προηγούμενα κείμενα. Όμως, δεν μένει ευχαριστημένος από αυτά. Το πρώτο έχει σοβαρές ελλείψεις, και το δεύτερο υπερβολές. Ο συγγραφέας δεν αναφέρει τίποτα περί Γαλιλαίας. Επίσης, παραλείπει την αφήγηση για την δωροδοκία, γνωρίζοντας το αδύνατο του πράγματος. Αυτό που κάνει, είναι να βάζει τον άγγελο να λέει· «μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι» (24:6-7). Οι μυροφόρες δίνουν το μήνυμα, αλλά δεν γίνεται ο λόγος τους αποδεκτός. Αυτό το τονίζει ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν» ευαγγελίου, με την δυνατή φράση·«ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς» (24:11). Λήρος τα ρήματά τους, που δεν μπορούν να αναιρέσουν το κλίμα απιστίας.
Ο προσεκτικός αναγνώστης των σχετικών κεφαλαίων από το «Κατά Λουκάν», προσέχει ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να δώσει ρεαλισμό. Δεν ικανοποιείται με το να δείξει απλά ότι ο Ιησούς αναστήθηκε και παρουσιάστηκε στους μαθητές. Θέλει να μεταδώσει στον Θεόφιλο την ψυχολογία των μαθητών. Να παρουσιάσει την ανθρώπινη αδυναμία σε όλη της την πληρότητα, και τελικά να καταλήξει στην ανατροπή της. Για αυτό και παρουσιάζει, στην συνέχεια, τον Πέτρο να επισκέπτεται τον άδειο τάφο και να θαυμάζει για αυτό (δεν λέει όμως ότι πίστεψε στην ανάσταση κιόλας), τους δύο που πορεύονταν προς Εμμαούς που έχουν τον Ιησού μπροστά τους αλλά δεν τον αναγνωρίζουν παρά μόνο στο τέλος και μάλιστα από την κοπή του ψωμιού. Αυτοί παρουσιάζονται πολύ απογοητευμένοι από τα συμβάντα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έντονα φορτισμένες συγκινησιακές φράσεις και εικόνες, καθώς και την τραγική ειρωνεία, που είναι καθαρά θεατρικό στοιχείο. «αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς» (στ. 15), παρότι δεν τον καταλαβαίνουν. «οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν» (στ. 16). Χαρακτηρίζονται «σκυθρωποί» (στ. 17). Απευθύνουν στον «αναστημένο» Ιησού το «σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις;». Επίσης, «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ• ἀλλά γε καὶ σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ' οὗ ταῦτα ἐγένετο» (στ. 21). Αλλά και η αναγνώριση έχει έντονη συγκινησιακή φόρτιση. «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν• καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ' αὐτῶν» (στ. 31). «οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;» (στ. 32). Και όταν συδειητοποίησαν ότι είχαν μαζί τους τον Ιησού, «ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ» (στ. 33).
Η ίδια μέθοδος και στην συνέχεια, όπου ο Ιησούς εμφανίζεται στους υπόλοιπους μαθητές. Εδώ, αξίζει να προσέξουμε την φράση του συγγραφέα: «Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς» (στ. 33). Οι απολογητές ισχυρίζονται ότι όταν ο Παύλος γράφει ότι ο Ιησούς «ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα» (Α' Προς Κορινθίους, 15:5), η φράση «τοις δώδεκα» είναι δήθεν τεχνικός όρος. Τούτο, για να αποφύγουν τον σκόπελο της αντίφασης. Εδώ όμως ο συγγραφέας γράφει «τους έντεκα», αναφερόμενος στον κλειστό κύκλο των μαθητών, που τους διακρίνει από τους «συν αυτοίς».
Ο Ιησούς δείχνει τον εαυτό του προκειμένου να βγάλει την απιστία των μαθητών από την καρδιά τους. Τρώει και αφήνει να τον ψηλαφήσουν.
Περίπου το ίδιο μοτίβο βρίσκουμε και στο «Κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο, μόνο που αναφέρονται διαφορετικές εμφανίσεις. Δεν γίνεται καμία αναφορά για την συνάντηση στην Γαλιλαία. Αφού η Μαρία η Μαγδαληνή πληροφορεί τον Πέτρο και τον Ιωάννη ότι το σώμα δεν βρίσκεται στον τάφο, χωρίς να πηγαίνει ο νους της στην «ανάσταση» -παρ' όλο που είχαν δει τον Ιησού να κάνει τόσα πολλά και τους είχε πει πολλά σχετικά, οι δύο μαθητές πηγαίνουν εκεί, αλλά πάλι δεν πείθονται. «οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι» (20:9).
Πέρα από αυτά, καθίσταται φανερό ότι η εντολή για την πρώτη συνάντηση στην Γαλιλαία με τους μαθητές (στενός κύκλος) και η εμφάνιση στην Ιερουσαλήμ (Ιουδαία) για πρώτη φορά, είναι ασυμβίβαστα. Οι απολογητές όμως ισχυρίζονται ότι ο άγγελος έδωσε μεν την παραγγελία στις μυροφόρες (Κατά Μάρκον, 16:7) αλλά η μαρτυρία των μυροφόρων δεν έγινε πιστευτή («Κατά Μάρκον», 16:11). Οι δύο προς Εμμαούς δείχνουν να μην πιστεύουν τις μαρτυρίες των γυναικών, για αυτό δεν τις αναφέρουν καν (Κατά Λουκάν, 24:21). Άρα, οι μαθητές δεν έφυγαν για τη Γαλιλαία και περίμεναν στα Ιεροσόλυμα μην ξέροντας τι να κάνουν (Κατά Ιωάννην, 20:19), για τουλάχιστον οκτώ μέρες ακόμα (Κατά Ιωάννην, 20:26). Εμφανίζεται πρώτα στους μαθητές, στους 10 («Κατά Λουκάν», 24:36-43 και «Κατά Ιωάννην», 20:19-24), έπειτα στους 11 (Κατά Ιωάννην, 20:26-29). Και μετά ξεκινά το ταξίδι για την Γαλιλαία όπου θα γίνει η τρίτη εμφάνιση του Ιησού στον στενό κύκλο των μαθητών (Κατά Ιωάννην, 21:14).
Σε ποιά ευαγγέλια δεν έγινε πιστευτή η μαρτυρία των μυροφόρων; Ο «Μάρκος» δεν αναφέρει κάτι. Το «Κατά Μάρκον» 16:11, είναι προσθήκη μεταγενέστερη. Ο «Ματθαίος», όπως είδαμε και παραπάνω, δείχνει ότι οι μαθητές ακολούθησαν αυτά που είπαν οι μυροφόρες. Πουθενά δεν αναφέρεται στο «Κατά Ματθαίον» ότι οι μαθητές δεν πίστεψαν τις μυροφόρες. Από την ανάγνωση του συγκεκριμένου ευαγγελίου, προκύπτει το αντίθετο. Μόνο στο «Κατά Λουκάν», αναφέρεται καθαρά ότι δεν τις πίστεψαν, όπως είδαμε παραπάνω. Ούτε φυσικά, ότι πήγαν στην Γαλιλαία μετά από οκτώ μέρες, εφόσον στο «Κατά Λουκάν» δεν γίνεται καν λόγος για την συνάντηση στην Γαλιλαία. Στο «Κατά Ιωάννην» (κεφ. 21), αναφέρεται μια συνάντηση στην «θάλασσα της Τιβεριάδας», που είναι στην Γαλιλαία, αλλά δεν έγινε σε όρος και δεν αφορούσε και τους έντεκα, όπως επίσης είχαν ότι προηγηθεί και άλλες εμφανίσεις.
Ως προς την σειρά των εμφανίσεων, που διαφέρουν σε κάθε ευαγγέλιο, οι σύγχρονοι απολογητές κατά την προσπάθεια συνθέσεως των αναφορών, έρχονται σε αντίθεση με τον Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος προσπαθεί επίσης να τις εναρμονίσει. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται τα εξής· «Η πρώτη εμφάνιση ήταν στην Μαγδαληνή έξω από το μνήμα («Κατά Μάρκον», 16:9 - «Κατά Ιωάννην», 20:14), η δεύτερη εμφάνιση ήταν στις Μυροφόρες κατά την επιστροφή τους από τον Τάφο (Κατά Ματθαίον, 28:9-10), η τρίτη εμφάνιση ήταν στον Απόστολο Πέτρο(«Κατά Λουκάν», 24:34 - «Α΄ Προς Κορινθίους», 15:5) και η τέταρτη εμφάνιση ήταν στους δύο μαθητές εκτός του στενού κύκλου των δώδεκα, στο δρόμο για τους Εμμαούς (Κατά Λουκάν, 24:13-35). Βεβαίως από εκεί και πέρα αριθμούνται και άλλες: πέμπτη εμφάνιση στους δέκα μαθητές χωρίς τον Θωμά (Κατά Λουκάν». 24:36-43 - «Κατά Ιωάννην», 20:19-24), έκτη εμφάνιση στους έντεκα μαθητές μαζί με το Θωμά (Κατά Ιωάννην, 20:26-29), έβδομη εμφάνιση στους επτά μαθητές στην Τιβεριάδα (Κατά Ιωάννην, 21:1-23) κ.λπ.».
Ο Ιωάννης ο «Χρυσόστομος», βάση αλχημειών και αυτός, βγάζει τις εμφανίσεις έντεκα και με ελαφρώς διαφορετική σειρά. Αναφέρει στον δεύτερο λόγο του «Εις την Ανάληψιν», «Ευρίσκομεν δε επιτηρησάμενοι ακριβώς, ότι μετά την ανάστασιν ενδέκατον ώφθη τοις αγίοις αποστόλοις ο Σωτήρ, και τότε ανελήφθη προς τον Πατέρα» (ΕΠΕ, τ. 36, σ. 260). Και τις αριθμεί στην συνέχεια ως εξής: πρώτη στις γυναίκες, δεύτερη στον Πέτρο, τρίτη σε αυτούς που πήγαιναν προς Εμμαούς, τέταρτη στους δέκα (όταν έλειπε ο Θωμάς), πέμπτη στους έντεκα (παρόντος του Θωμά), έκτη σε πεντακοσίους αδελφούς, έβδομη στους εφτά, όγδοη στον Ιάκωβο, ένατη στους εβδομήντα, δέκατη στο όρος της Γαλιλαίας, και ενδέκατη στην Ανάληψη, στο όρος των Ελαιών (σ. 262 -264).
Τόσο ο Χρυσόστομος όσο και οι απολογητές, στηρίζονται κυρίως στα κείμενα των ευαγγελίων. Όπως όμως έχουμε δείξει, προηγούνται παραδόσεις που ανάγονται πολύ πριν την καταγραφή των ευαγγελίων. Μία τέτοια, είναι η προ-παύλεια παράδοση που έχει επισημανθεί παραπάνω.
Η ανάληψη
Το θέμα της αναλήψεως του Ιησού, είναι σπουδαίο ζήτημα και θεολογικά αποτελεί την αποκορύφωση της «σωτηρίας», εφόσον αναλαμβάνεται στον ουρανό η ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Θεός Λόγος. Βρίσκουμε σπερματικά κάποιες αναφορές στις πλαστογραφημένες επιστολές στο όνομα του Παύλου, την «Προς Εφεσίους» και την «Προς Κολοσσαείς» και πλήρη ανάλυση στην «Προς Εβραίους», αγνώστου συγγραφέως. Εμείς όμως εξετάζουμε τα πράγματα από την ιστορική τους πλευρά και όχι την θεολογική. Η ανάληψη λοιπόν ως «γεγονός», αναφέρεται μόνο από τον συγγραφέα του «Κατά Λουκάν» ευαγγελίου και των «Πράξεων των Αποστόλων», που είναι ο ίδιος. Οι υπόλοιποι τρεις ευαγγελιστές, ενώ δεν την αναφέρουν ως γεγονός, παρ' όλα αυτά υπάρχουν αναφορές στα κείμενά τους που σχετίζονται με αυτήν.
Αξίζει ωστόσο να τις εξετάσουμε. Στο «Κατά Μάρκον» ευαγγέλιο αναφέρεται· «ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐκ ἀπεκρίνατο οὐδέν. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ, σὺ εἶ ὁ χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ; ὁ δὲ ἰησοῦς εἶπεν, ἐγώ εἰμι, καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (14:61-62).
Είναι η σκηνή όπου ο Ιησούς ανακρίνεται ενώπιον της θρησκευτικής εξουσίας. Ο αρχιερέας τον ρωτάει αν είναι ο Χριστός (ο κεχρισμένος στην ελληνική γλώσσα), δηλαδή ο αναμενόμενος υπό των Ιουδαίων Μεσσίας (ο κεχρισμένος στην εβραϊκή γλώσσα). Ο Ιησούς απάντησε ότι είναι, και ότι θα δουν τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού και να έρχεται στις νεφέλες του ουρανού. Παρατηρούμε δύο πράγματα εδώ. Ότι η ανάληψη, που χρειάζεται προκειμένου να καθίσει ο Υιός του ανθρώπου στα δεξιά της δυνάμεως, και ο ερχομός του, η Δευτέρα Παρουσία του, θα γίνονταν όχι με μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, καθώς θα την έβλεπαν οι άνθρωποι του συνεδρίου. Το ότι αναφέρεται σε δεύτερη έλευση, προκύπτει από την λέξη «ἐρχόμενον». Αν αναφερόταν στην ανάληψη, εφόσον φεύγει, θα έλεγε «απερχόμενον». Από την στιγμή που ο Ιησούς ψεύδεται ή αν θέλετε ψεύδεται ο συγγραφέας του ευαγγελίου στο ότι θα τον έβλεπαν οι άνθρωποι της τότε εποχής, γιατί να μην είναι ψέμα και η ίδια η ανάληψη; Είναι δυνατόν κατά το ήμισυ να είναι η πρόταση αληθής και κατά το υπόλοιπο ήμισυ ψευδής; Αν δεν έγινε το ένα, δεν έγινε και το άλλο. Άλλωστε, σύμφωνα με την αφήγηση του «Λουκά», η ανάληψη «έλαβε χώρα» με θεατές τους πιστούς. Κατά συνέπεια, όλη η πρόταση είναι ψευδής.
Περίπου τα ίδια αναφέρονται και στο «Κατά Ματθαίον». Όμως, στο «Κατά Λουκάν», που γράφεται αργότερα, ο συγγραφέας έχει κάπως παραλλαγμένη την απάντηση του Ιησού. «καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα, συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον τοῦ λαοῦ, ἀρχιερεῖς τε καὶ γραμματεῖς, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον αὐτῶν λέγοντες, εἰ σὺ εἶ ὁ χριστός, εἰπὸν ἡμῖν. εἶπεν δὲ αὐτοῖς, ἐὰν ὑμῖν εἴπω οὐ μὴ πιστεύσητε· ἐὰν δὲ ἐρωτήσω οὐ μὴ ἀποκριθῆτε. ἀπὸ τοῦ νῦν δὲ ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ θεοῦ. εἶπαν δὲ πάντες, σὺ οὖν εἶ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη, ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι» (22:66-70).
Όπως βλέπουμε, υπάρχει διαφορά στην απάντηση του Ιησού. Ο συγγραφέας παραλείπει ότι την ανάληψη και τον δεύτερο ερχομό θα τα έβλεπαν οι παρευρισκόμενοι στο συνέδριο, και απλά αναφέρει ότι ο Υιός του ανθρώπου από τώρα θα είναι καθισμένος στα δεξιά της δυνάμεως του θεού, χωρίς να αναφέρεται σε κάποια δεύτερη έλευση που θα έβλεπαν οι άνθρωποι του συνεδρίου της εποχής εκείνης. Προφανώς, έχοντας περάσει τα χρόνια, πέρασε και η γενεά εκείνη. Και τίποτα δεν έγινε. Υπενθυμίζω ότι αυτά γράφονται 50 χρόνια μετά τα «γεγονότα».
Στο «κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο αναφέρεται· «εἰδὼς δὲ ὁ ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσιν περὶ τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς, τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον;» (6:61-62).
Αυτά τα απευθύνει σε ανθρώπους που ενώ τον ακολούθησαν για κάποιο χρονικό διάστημα, άρχισαν να εκφράζουν αντιρρήσεις. Και επειδή δεν τους έπεισε, αυτοί έφυγαν (6:66). Η ανάληψη όμως, υποτίθεται ότι έγινε ενώπιον πιστών ακολούθων του.
Οι όποιες αναφορές λοιπόν, δεν είναι αξιόπιστες εκ των πραγμάτων.
Ως γεγονός «ιστορικό» αναφέρεται από τον ίδιο συγγραφέα σε δύο διαφορετικά βιβλία, που απευθύνονται σε κάποιον Θεόφιλο· το «Κατά Λουκάν» και το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων». Όμως παρουσιάζεται ένα πρόβλημα, το οποίο δεν είναι εύκολο να λυθεί από τους ειδικούς (εκτός τους απολογητές βέβαια που έχουν πάντα τις «λύσεις» στην τσέπη τους).
Στο ευαγγέλιο φαίνεται ότι η «Ανάληψη» έγινε την ίδια μέρα με την «Ανάσταση». Στις «Πράξεις», φαίνεται ότι έγινε σαράντα μέρες μετά την «Ανάσταση».
Οι δικαιολογίες των απολογητών, είναι ότι ο ίδιος συγγραφέας δεν μπορεί να διαφωνεί με τον εαυτό του. Όμως, από την ανάγνωση του ευαγγελίου, δεν προκύπτει πουθενά ότι η ανάληψη έγινε σαράντα μέρες μετά. Αλλά την ίδια μέρα. Συγκεκριμένα, το κεφάλαιο 24 έχει ως εξής· πάνε οι μυροφόρες «όρθρου βαθέως» και μετά πάνε στους μαθητές (στ. 1-12), το περιστατικό με τους δύο που πήγαιναν προς Εμμαούς συμβαίνει «ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ» (στ. 13-32), και αναγνώρισαν τον Ιησού όταν «κέκλικεν ἤδη ἡ ἡμέρα». «Αὐτῇ τῇ ὥρᾳ», γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ και ο Ιησούς εμφανίστηκε σε όλους (στ. 33-49). Στον στίχο 50, τους οδηγεί μέχρι την Βηθανία όπου γίνεται και η ανάληψη.
Οι απολογητές, βασίζονται στην εντολή του Ιησού που ήταν να μείνουν στα Ιεροσόλυμα, και η οποία επαναλαμβάνεται και στα δύο βιβλία. Η εντολή είχε να κάνει με την λήψη του Αγίου Πνεύματος, που σύμφωνα με τις «Πράξεις», έγινε την Πεντηκοστή, δηλαδή δέκα μέρες μετά την «Ανάληψη», και σαράντα μετά την «Ανάσταση».
Έτσι, τοποθετούν τις σαράντα μέρες μεταξύ των στίχων 43 και 44 του κεφαλαίου 24. Απλά, ισχυρίζονται, δεν αναφέρεται διότι είχε σκοπό να την αναφέρει αναλυτικότερα στις «Πράξεις». Όμως, αυτή η θέση, αν και από μια άποψη φαίνεται ορθή, από άλλη άποψη είναι προβληματική, διότι έρχεται σε αντίθεση με τα λόγια του προοιμίου του «Κατά Λουκάν» ευαγγελίου. Διότι, ο συγγραφέας σκοπεύει να γράψει όλα με ακρίβεια. «ἔδοξε κἀμοὶ παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε» (1:3). Να εννοεί άραγε τα πάντα πλην της αναλήψεως; Πιθανόν. Άλλωστε, υπάρχουν μελετητές που θεωρούν τα σχετικά χωρία ως μεταγενέστερη προσθήκη. Η προσθήκη φαίνεται βιαστικά γραμμένη, χωρίς τις απαραίτητες διευκρινήσεις που υπόσχεται ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν» στο προοίμιό του.
Στο προοίμιο του δεύτερου βιβλίου, κάνοντας σύνδεση με το πρώτο, αναφέρει τα εξής· «Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν, ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη» (1:1-2). Περιλαμβάνει άραγε και την Ανάληψη ή σταματά εκεί για να την αναφέρει στο δεύτερο βιβλίο του; Οι γνώμες των ειδικών διίστανται.
Σημαντική είναι η παρατήρηση του πανεπιστημιακού Ehrman Bart, ότι στον στίχο «καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ' αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν» που αναφέρεται στο ευαγγέλιο, η φράση «καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν», είναι μεταγενέστερη προσθήκη («Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», σ. 224-225). Αυτό όμως σημαίνει, ότι εκεί δεν μιλάει για «ανάληψη».
Ποιο το τέλος της όλης υποθέσεως; Με απλά λόγια, δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τα τέσσερα ευαγγέλια που υποτίθεται ότι παρουσιάζουν την ίδια ιστορία μεν, αλλά έχουν υποστεί πολλάκις και πολυτρόπως προσθαφαιρέσεις από τους ίδιους τους συγγραφείς (τις βελτιώσεις μεταξύ των τριών συνοπτικών κυρίως), και από τους αντιγραφείς που ακολούθησαν κατόπιν. Ότι δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε κείμενα που όσα υπόσχονται έχουν διαψευστεί από τον ίδιο τον πανδαμάτορα χρόνο.
Η εναρμόνιση των ευαγγελικών διηγήσεων, που επιχειρείται από εκείνους που προσπαθούν να δείξουν ότι δεν υπάρχουν διαφορές, είναι προβληματική, τόσο στην «λογική» της όσο και στο τελικό αποτέλεσμα. Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε αυτούς τους λόγους και σε δεύτερο που θα ακολουθήσει θα τα εξετάσουμε στην πράξη. Η κεντρική σκέψη των σύγχρονων απολογητών είναι ότι οι ευαγγελικές διηγήσεις δεν είναι πλήρεις, δεν αποτελούν ιστοριογραφία, συνεπώς δεν πρέπει να περιμένουμε ακριβή έκθεση των γεγονότων, εφόσον οι συγγραφείς τους δεν αποσκοπούσαν σε αυτό. Οι όποιες διαφορές, πάντα κατά τους απολογητές, δεν οφείλονται σε διαφορετικές περιγραφές της ουσίας των γεγονότων, αλλά είτε σε παραλείψεις των συγγραφέων επειδή θεωρούν κάποια πράγματα ήδη γνωστά και είναι για τους συγκεκριμένους συγγραφείς μικρότερης σημασίας. Επίσης, θεωρούν ως δεδομένο ότι τα ευαγγέλια είναι γραμμένα είτε από τον κύκλο των δώδεκα (Ματθαίος, Ιωάννης), είτε από ανθρώπους που σχετίζονται με τους δώδεκα (Μάρκος, Λουκάς). Τα αντιμετωπίζουν σαν να πρόκειται για μία ενότητα στα βασικά και ουσιώδη, με ελάχιστες διαφορές στις λεπτομέρειες, που όμως δεν αλλάζουν την ουσία των γεγονότων. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Βασικά στοιχεία για τα ευαγγέλια, κατά τους πρώτους τρεις αιώνες
α) Τα ευαγγέλια δεν είναι σύγχρονα των γεγονότων που περιγράφουν. Με βάση αυτά που διδάσκονται επίσημα στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου, το πρώτο ευαγγέλιο του Μάρκου είναι γραμμένο μεταξύ 65-70, το «Κατά Ματθαίον» και «Κατά Λουκάν» μεταξύ 75-85 και το «Κατά Ιωάννην» μεταξύ 90-95. Αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί η ακριβής χρονολογία συγγραφής τους, δεν αποκλείεται να είναι γραμμένα αρκετά χρόνια αργότερα. Με την πλέον συντηρητική εκδοχή, η απόσταση μεταξύ γεγονότος και καταγραφής του γεγονότος, κυμαίνεται από 35 έως 65 χρόνια. Απόλυτα λογικό φαινόμενο η ύπαρξη αντιφάσεων και παράλογος ο ισχυρισμός ότι μπορεί να κρατηθούν φρέσκα στην μνήμη όλα αυτά. Ωστόσο, αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι γιατί να αργήσουν τόσο πολύ να καταγράψουν αυτά τα τόσο σημαντικά γεγονότα. Αν υπήρχαν προηγουμένως άλλα κείμενα, γιατί δεν φρόντισαν να διατηρηθούν;
β) Ενώ υποτίθεται ότι γράφτηκαν από αυτόπτες (Ματθαίος, Ιωάννης), ο «Ματθαίος» περιγράφει την κλήση του από τον Ιησού στο τρίτο ενικό (Κατά Ματθαίον, 9: 9). «Καὶ παράγων ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον Ματθαῖον λεγόμενον καὶ λέγει αὐτῷ Ἀκολούθει μοι καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ». Ο δε «Ιωάννης» δεν θα μπορούσε να γράψει το «Κατά Ιωάννην», καθώς ήταν «αγράμματος». «Θεωροῦντες δὲ τὴν τοῦ Πέτρου παρρησίαν καὶ Ἰωάννου καὶ καταλαβόμενοι ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσιν καὶ ἰδιῶται» (Πράξεις, 4: 13).
Το «Κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο, θεωρείται το θεολογικότερο ευαγγέλιο. Εκτός από αυτό, είναι κοινώς αποδεκτό ότι μεταξύ των συνοπτικών, υπάρχει εξάρτηση στα κείμενά τους. Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί ο αυτόπτης «Ματθαίος» να εξαρτά τις διηγήσεις του από τον μη αυτόπτη «Μάρκο». Ή, γιατί να αναφέρουν και οι τρεις συνοπτικοί την «μεταμόρφωση» -που δεν ήταν μπροστά, αλλά ο «Ιωάννης» που ήταν μπροστά, να μην αναφέρει τίποτα.
γ) Στην πραγματικότητα, δεν ξέρουμε ποιοι έγραψαν τα ευαγγέλια. Αυτά παραδόθηκαν ανώνυμα και αργότερα μπήκαν οι επιγραφές «Κατά Μάρκον» κ.ο.κ., από τους αντιγραφείς. Η πρώτη μαρτυρία που συνδέει τα συγκεκριμένα ονόματα που γνωρίζουμε σήμερα, με τα ευαγγέλια, γίνεται από τον Ειρηναίο της Λυών, 100 με 110 χρόνια μετά την εμφάνισή τους. Όλες οι προηγούμενες σχετικές αναφορές που βρίσκουμε είτε στον Ιουστίνο, είτε στον Αριστείδη, είτε στον Ιγνάτιο , είτε στις «Διδαχές των Αποστόλων» (όλα αυτά κυμαίνονται μεταξύ 100-150), αναφέρονται είτε σε «ευαγγέλιο», είτε σε «ευαγγελική αγία γραφή», είτε σε «απομνημονεύματα των αποστόλων» που λέγονται «ευαγγέλια», χωρίς να αναφέρεται ο συγγραφέας τους. Ο Ειρηναίος υποστηρίζει ότι τέσσερα πρέπει να θεωρούνται τα αυθεντικά ευαγγέλια, διότι τέσσερις είναι και οι μορφές των Χερουβείμ. Όσο άσχετη και αν είναι αυτή η συσχέτιση, ο Ειρηναίος την χρησιμοποιεί περί το 185 στο σύγγραμμά του «Έλεγχος της ψευδωνύμου γνώσεως», όταν στρέφεται κατά των υπόλοιπων χριστιανικών ομάδων, εν ονόματι των πρωτο-ορθοδόξων.
«Οποία ουν η πραγματεία του Υιού του Θεού, τοιαύτη και των ζώων η μορφή, και οποία η των ζώων μορφήν, τοιούτος και ο χαρακτήρ του Ευαγγελίου. Τετράμορφα γαρ τα ζώα, τετράμορφον και το Ευαγγέλιον, και η πραγματεία του Κυρίου» (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, ΒΕΠΕΣ τ. 5, σ. 146).
Στο ίδιο σύγγραμμα, γίνεται και η συσχέτιση ευαγγελίου και συγγραφέα για πρώτη φορά.
δ) Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την απόδοση των ευαγγελίων σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενό τους. Για παράδειγμα, έχουμε δύο μαρτυρίες που προέρχονται από ανεξάρτητες πηγές. Μία μη χριστιανική και μία χριστιανική. Τόσο ο Κέλσος στον «Αληθή λόγο» του, όσο και ο Ωριγένης στα «σχόλια εις το κατά Ματθαίον», αναφέρονται σε σκόπιμη αλλοίωση των ευαγγελίων. Ο Κέλσος αναφέρει: «Ορισμένοι πιστοί, λες και είναι μεθυσμένοι, φθάνουν να αντικρούουν τους εαυτούς τους και αλλάζουν το πρωτότυπο κείμενο του Ευαγγελίου τρείς ή τέσσερις ή περισσότερες φορές και αλλάζουν τον χαρακτήρα του ώστε να έχουν τη δυνατότητα να μην αντιμετωπίσουν δυσκολίες ενώπιον της κριτικής». Ο Ωριγένης, παρότι το αρνείται όταν προσπαθεί να αντικρούσει τον Κέλσο (μετά το θάνατο του δεύτερου), ωστόσο το παραδέχεται σε άλλο έργο του. «Οι διαφορές μεταξύ των χειρογράφων είναι μεγάλες, είτε εξαιτίας της αμέλειας κάποιων αντιγραφέων, είτε λόγω της διεστραμμένης απερισκεψίας κάποιων άλλων. Είτε αμελούν να ελέγξουν αυτό που αντέγραψαν, είτε καθώς ελέγχουν, κάνουν προσθήκες ή αφαιρέσεις, όπου τους αρέσει» (Παρατίθενται στο βιβλίο του Ehrman Bart «Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», σ. 75-76). Σε αυτά, ας προστεθεί και η μαρτυρία του Πορφύριου, ο οποίος στην κριτική του (από τα λιγοστά αποσπάσματα που έχουν διασωθεί-τα 15 βιβλία του κάηκαν ως «βλάσφημα» με διαταγή του Θεοδοσίου του Β΄ και του Βαλεντινιανού το 448), πολλές φορές αναφέρεται στις αντιφάσεις των ευαγγελίων. «Οι ευαγγελιστές επινόησαν, δεν εξιστόρησαν, τα γεγονότα που αφορούν τον Ιησού. Πραγματικά, ο καθένας τους, ιδίως σχετικά με τα πάθη, δίνει μια εκδοχή που δεν συμφωνεί αλλά αντιφάσκει προς αυτές των άλλων» (Απόσπασμα 15).
Η σύγχρονη έρευνα επιβεβαιώνει τους αρχαίους αυτούς ισχυρισμούς. Αναφέρει ο παγκοσμίως διακεκριμένος ειδικός ερευνητής-επιστήμονας της χειρόγραφης παράδοσης των κειμένων της Καινής Διαθήκης και πρόεδρος του τμήματος θρησκευτικών σπουδών του πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας,Ehrman Bart: «Οι πρόσφατες μελέτες φανερώνουν ότι οι αποδείξεις από τα σωζόμενα χειρόγραφα δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι αντιγραφείς που σχετίζονταν με την ορθόδοξη παράδοση άλλαζαν πολύ συχνά τα κείμενά τους, ορισμένες φορές για να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες της ‘’λανθασμένης χρήσης’’ τους από τους χριστιανούς που πίστευαν σε λανθασμένες πεποιθήσεις , και ορισμένες φορές, για να τα προσαρμόσουν περισσότερο στα δόγματα που υιοθετούσαν οι χριστιανοί που είχαν παρόμοιες με αυτούς πεποιθήσεις» («Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», σ. 77).
Σε άλλο σημείο αναφέρεται: «Υπάρχουν ορισμένα σημεία όπου δεν γνωρίζουμε καν ποιο ήταν το πρωτότυπο κείμενο, σημεία, για παράδειγμα, για τα οποία ιδιαίτερα ευφυείς και εντυπωσιακά μορφωμένοι κριτικοί κειμένου συνεχίζουν να διαφωνούν. Πλήθος ειδικών- για τους λόγους που είδαμε στο κεφάλαιο 2- έπαψαν ακόμα και να σκέπτονται ότι έχει νόημα να μιλά κάποιος για το ‘’πρωτότυπο’’ κείμενο» (ο. π σ. 276).
ε) Σύμφωνα με τον ίδιο καθηγητή, την πρώτη εποχή κυκλοφορούσαν ήδη πολλά ευαγγέλια, παράλληλα με τα τέσσερα που γνωρίζουμε σήμερα. «Οι χριστιανοί, φυσικά, ενδιαφέρονταν να μάθουν περισσότερα για τη ζωή, τη διδασκαλία, τον θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου τους. Και έτσι, συντάχθηκαν πολλά ευαγγέλια, τα οποία κατέγραφαν τις παραδόσεις που σχετίζονται με τη ζωή του Ιησού. Τέσσερα από αυτά τα ευαγγέλια άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρύτερα. Το γνωρίζουμε αυτό, για παράδειγμα, από το ευαγγέλιο του Λουκά, ο συγγραφέας του οποίου αναφέρει ότι γράφοντας τη διήγησή του συμβουλεύθηκε πολλούς που προηγήθηκαν, τα κείμενα των οποίων, προφανώς, δεν σώζονται πλέον» (ο. π. σ. 40-41).
στ) Οι διαφορετικές εκδοχές είναι απολύτως λογικό να προκύπτουν, εφόσον οι χριστιανοί συγγραφείς των ευαγγελίων, καταγράφουν ιστορίες που άκουσαν ή κυκλοφορούσαν στις κοινότητες. Από αυτές, άλλες τις βελτίωναν και άλλες τις άλλαζαν τελείως. Άλλες τις κατασκεύαζαν εκ του μηδενός, όπως η ιστορία με την επ’ αυτοφώρω μοιχαλίδα. Οι ιστορίες μετασχηματίστηκαν κατά την διάρκεια των δεκαετιών, πριν καταγραφούν. Για παράδειγμα, μία βελτίωση είναι η απόδοση κινήτρου στον Ιούδα για την προδοσία, που γίνεται από τον συγγραφέα του «Κατά Ματθαίον», ο οποίος έχει ως βάση του το γραπτό του «Μάρκου». Συγκρίνετε το «Κατά Μάρκον» (14: 10-11), όπου ο Ιούδας πάει στους αρχιερείς να παραδώσει τον Ιησού, χωρίς να είναι το κίνητρο τα χρήματα, καθώς οι ίδιοι του τα υπόσχονται, με το «Κατά Ματθαίον» (26: 14-16), όπου το κίνητρο είναι τα χρήματα, καθώς ο Ιούδας τα ζητά για τους κάνει την δουλειά. Γενικότερα, μεταξύ των τριών συνοπτικών, υπάρχει εξάρτηση. Αυτό όμως δεν διασφαλίζει την εγγύηση όσων αναφέρουν, όπως νομίζουν οι σύγχρονοι απολογητές. Μάλιστα, επειδή υπάρχει αυτή η εξάρτηση στα γραπτά τους, είναι πιο εύκολο να εντοπίσουμε αυτές τις «βελτιώσεις». Στο ίδιο βιβλίο, ο καθηγητής αφού δίνει αρκετά παραδείγματα, καταλήγει στα εξής: «Το θέμα είναι ότι ο Λουκάς άλλαξε την παράδοση που κληρονόμησε. Οι αναγνώστες ερμηνεύουν εντελώς λανθασμένα τον Λουκά όταν δεν συνειδητοποιούν αυτό -όπως συμβαίνει, για παράδειγμα να υποθέτουν ότι ο Μάρκος και ο Λουκάς λένε, πράγματι, το ίδιο πράγμα για τον Ιησού. Αν δεν λένε το ίδιο πράγμα, τότε δεν είναι σωστό να υποθέτουμε ότι το κάνουν -για παράδειγμα, παίρνοντας όσα λέει ο Μάρκος, και παίρνοντας όσα λέει ο Λουκάς, κατόπιν παίρνοντας όσα λένε ο Ματθαίος και ο Ιωάννης και αναμειγνύοντάς τα όλα μεταξύ τους, οπότε ο Ιησούς λέει και κάνει όλα όσα αναφέρει καθένας εκ των συγγραφέων των ευαγγελίων. Όποιος το κάνει αυτό δεν διαβάζει τα ίδια τα ευαγγέλια- φτιάχνει ένα νέο ευαγγέλιο που αποτελείται από τα τέσσερα της Καινής Διαθήκης, ένα νέο Ευαγγέλιο που δεν μοιάζει με κανένα εξ αυτών που έφθασαν στα χέρια μας» (ο. π. σ. 282). Επίσης, «Όταν ο Λουκάς ετοίμαζε το ευαγγέλιό του και χρησιμοποιούσε τον Μάρκο ως πηγή του, δεν είχε πρόθεση απλώς να αντιγράψει τον Μάρκο για τις επόμενες γενιές. Σχεδίαζε να αλλάξει τον Μάρκο βάσει άλλων παραδόσεων που είχε διαβάσει και ακούσει για τον Ιησού» (ο. π. σ. 283).
Το συμπέρασμα λοιπόν από τα ανωτέρω, είναι ότι τα ευαγγέλια δεν είναι σύγχρονα αυτών που καταγράφουν, δεν είναι γραμμένα από τα πρόσωπα που τους τα απέδωσαν πολύ μετά, το περιεχόμενο του κειμένου που είχαν τότε με αυτό που έχουν σήμερα διαφέρει, κυκλοφορούσαν πολλά ευαγγέλια, και η σχέση εξάρτησης αποδεικνύει ότι τελικά οι ίδιοι οι ανώνυμοι χριστιανοί συγγραφείς των ευαγγελίων προσπαθούσαν να τα βελτιώσουν αλλάζοντάς τα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, και έτσι δημιούργησαν τις διαφορετικές εκδοχές.
Ο χαρακτήρας των τεσσάρων ευαγγελίων
Τα ευαγγέλια δεν αποτελούν ιστοριογραφία. Ο σκοπός που γράφτηκαν ήταν κυρίως για κατήχηση, άρα θρησκευτικός και θεολογικός. Αυτό το καταλαβαίνουμε από την ίδια την ανάγνωση των ευαγγελίων. Αυτό σημαίνει ότι γράφονται με σκοπό να στηρίξουν στην πίστη τους ακολούθους. Οι ισχυρισμοί των κειμένων αυτών είναι κατά βάση θεολογικής χροιάς, και λιγότερο ιστορικοί. Για αυτό, δεν δίνουν πολλά ιστορικά στοιχεία, και όποτε το κάνουν, το κάνουν έμμεσα και με ανακρίβειες. Για παράδειγμα, ποτέ δεν έγινε παν -ρωμαϊκή απογραφή, στα χρόνια της ηγεμονίας του Κυρήνιου στην Συρία. Έγινε μόνο στην Συρία.
Μάλιστα, έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Και εκεί ακριβώς είναι το θέμα μας. Δεν μας ενδιαφέρει η θεολογία, αλλά η ιστορικότητα όσων παρουσιάζονται.
Εντύπωση μου έκανε αυτό που γράφει ο Φλορόφσκι, ότι «η ενσάρκωσις, η ανάστασις, η ανάληψις είναι ασφαλώς ιστορικά γεγονότα, όχι όμως με την ίδια έννοια και με την ίδια μορφή, που έχουν τα συμβάντα της καθημερινής μας ζωής. Αλλά παρά ταύτα δεν είναι λιγότερο ιστορικά, ούτε λιγότερο πραγματικά. Δεν είναι δυνατό βέβαια να επιβεβαιωθούν πλήρως παρά μόνο δια της πίστεως» (Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, σ. 50).
Είναι ιστορικά μεν, αλλά η πλήρης επιβεβαίωση έρχεται με την πίστη. Άνευ πίστεως, ο άνθρωπος παραμένει στην σφαίρα της αβεβαιότητας. Γιατί άραγε να μην επιβεβαιώνονται (και) με την γνώση ή με την ιστορία; Διότι, η ενσάρκωση, η ανάσταση, η ανάληψη, είναι θεολογικοί ισχυρισμοί. Δεν προσεγγίζονται ιστορικώς. Και οι ορθόδοξοι θεολόγοι, ειδικά όσοι ακολουθούν την «πατερική γραμμή», συχνά συμπλέκουν την θεολογική προσέγγιση με την ιστορική.
Ένα παράδειγμα, για να γίνω περισσότερο κατανοητός. Η γέννηση του Ιησού (η ενανθρώπιση του Θείου Λόγου, κατά την θεολογική γλώσσα), είναι κοινή στα ευαγγέλια. Δεν είναι επί του παρόντος να αναλυθεί η διαφορετική θεολογία ως προς την γέννηση ανάμεσα στους ευαγγελιστές, οπότε το αφήνω στην άκρη. Αλλά τι γίνεται από ιστορικής απόψεως; Το κατά Ματθαίον και το «Κατά Λουκάν», διαφωνούν. Ο «Ματθαίος» τοποθετεί την γέννηση του Ιησού δύο χρόνια πριν τον θάνατο του Ηρώδη (άρα περίπου στο 6 π.Χ., βάσει της χριστιανικής χρονολόγησης), και ο «Λουκάς» στην ηγεμονία της Συρίας υπό του Κυρηνίου (άρα περίπου το 7 μ.Χ., βάσει της χριστιανικής χρονολογήσεως).
Αλλά και στο θέμα του θανάτου του Ιησού (το λεγόμενο «Θείο Πάθος»), ως έννοια θεολογική υπάρχει στους ευαγγελιστές. Ιστορικά όμως, υπάρχει διαφωνία μεταξύ συνοπτικών και «Ιωάννη». Στους μεν, πεθαίνει αφού έφαγε το Πασχαλινό δείπνο, στο «Κατά Ιωάννην» πριν φάει. Δηλαδή, στους συνοπτικούς η Παρασκευή είναι 15 Νισάν και στο «Κατά Ιωάννην» είναι 14 Νισάν, άρα έχουμε αναφορά σε δύο διαφορετικές χρονιές. Τόσο η χρονολόγηση της γεννήσεως όσο και του θανάτου του πρωταγωνιστή των ευαγγελίων, μόνο ως λεπτομέρεια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Πολυμορφικός Χριστιανισμός
Τελειώνοντας αυτά τα εισαγωγικά βασικά στοιχεία περί των ευαγγελίων, θα ήταν μεγάλη παράληψη αν δεν έδινα το γενικότερο πλαίσιο του χριστιανικού κόσμου, εντός του οποίου κυκλοφορούσαν, όχι μόνο αυτά αλλά πολλά κείμενα ακόμα. Ο Χριστιανισμός, στις μετέπειτα δεκαετίες, άρχισε να αναπτύσσεται παράλληλα με πολλές διαφορετικές μορφές. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το γιατί, αρκεί να δούμε τι συμβαίνει στην εποχή μας. Η ανακάλυψη και η μελέτη των καλώς κρυμμένων κειμένων στην έρημο του Ναγκ Χαμαντί, αποκαλύπτει νέα πράγματα για το ξεκίνημα της χριστιανικής κινήσεως και των πολλών μορφών της. Και αυτό έχει αποδειχτεί μέσα από την επιστημονική έρευνα. Η Elaine Pagels (δόκτωρ του Χάρβαρντ με ειδικότητα στην ιστορία και στις κλασικές σπουδές), στο βραβευμένο βιβλίο της «Τα Γνωστικά ευαγγέλια», υποστηρίζει ότι «διαφορετικές μορφές Χριστιανισμού άνθισαν τα πρώτα χρόνια του χριστιανικού κινήματος. Εκατοντάδες αντίπαλοι δάσκαλοι διακήρυσσαν πως πρέσβευαν το αληθινό δόγμα του Χριστού και αλληλοαποκηρύττονταν ως απατεώνες» (σ. 54). Οι ερευνητές μέχρι την ανακάλυψη αυτών των κειμένων, είχαν τις ενδείξεις. Όμως, μετά την ανακάλυψη και την μελέτη, έχουν πλέον αποδείξεις. «Τα ευρήματα του Ναγκ Χαμαντί έφεραν στην επιφάνεια θεμελιώδη ζητήματα. Υποστηρίζουν ότι ο Χριστιανισμός, ενδεχομένως, να είχε κινηθεί προς εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις -ή ότι ο Χριστιανισμός, όπως τον γνωρίζουμε, να μην είχε επιβιώσει καθόλου» (ο. π. σ. 227). Όμως, «τα κείμενα του Νάγκ Χαμαντί, και άλλα παρόμοια, που κυκλοφορούσαν στις αρχές της χριστιανικής εποχής, αποκηρύχθηκαν ως αιρετικά από τους ορθόδοξους χριστιανούς στα μέσα του δευτέρου αιώνα. Γνωρίζουμε από καιρό πως πολλοί από τους πρώτους οπαδούς του Χριστού είχαν καταδικαστεί από άλλους χριστιανούς ως αιρετικοί, ωστόσο, σχεδόν όλα όσα γνωρίζαμε γι’ αυτούς προέρχονταν από όσα έγραφαν οι αντίπαλοί τους καταφερόμενοι εναντίον τους» (ο. π. σ. 21). Στην πραγματικότητα, όλα όσα προβάλλουν οι σύγχρονοι απολογητές ως «γνήσιο» Χριστιανισμό, «γνήσια» πίστη, «[...] αντιπροσωπεύει μόνο μία μικρή συλλογή συγκεκριμένων πηγών, επιλεγμένων ανάμεσα σε δεκάδες» (ο. π. σ. 43).
Γιατί είναι παραπλανητική η εναρμόνιση των ευαγγελίων
Έχοντας όλα τα παραπάνω κατά νου, μπορούμε εύκολα να απαντήσουμε το γιατί.
1. Τα ευαγγέλια δεν γράφτηκαν ως μέρος κάποιου εναρμονισμένου συνόλου. Ακόμα και ο κανόνας στον οποίο εντάχθηκαν πολύ αργότερα, δεν αποτελείται από βιβλία άνευ αντιφάσεων.
2. Οι συγγραφείς τους δεν είναι αυτόπτες των όσων καταγράφουν.
3. Οι συγγραφείς είναι διαφορετικοί, με διαφορετικές νοοτροπίες, ακόμη και με διαφορετικές θεολογικές απόψεις.
4. Η σύγχρονη έρευνα δείχνει ότι οι συγγραφείς προσπάθησαν να «βελτιώσουν» τις ιστορίες με βάση το δικό του σκεπτικό ο καθένας, με αποτέλεσμα τις διαφορετικές εκδοχές. Συνεπώς, η σχέση αλληλοεξάρτησης των κειμένων των τριών συνοπτικών, δεν εξυπηρετεί την εναρμόνιση των αφηγήσεων όπως θα ήθελαν οι σύγχρονοι απολογητές. Μάλλον το αντίθετο δείχνει, είτε επεξεργάζονται την ίδια ιστορία, είτε διαφορετικές.
5.Οι συγγραφείς απευθύνονται σε διαφορετικές κοινότητες, το δε «Κατά Λουκάν» απευθύνεται σε μεμονωμένο πρόσωπο, για την θρησκευτική του κατήχηση. Ως εκ τούτου, αν και δεν αποτελούν «ιστοριογραφία», αυτά που αφηγούνται (όσα κρίνει ο έκαστος συγγραφέας) είναι ολοκληρωμένα χωρίς να έχουν ανάγκη συμπληρώσεως.
6. Επιπλέον, γράφονται σε διαφορετικές εποχές. Οι συγγραφείς τους, δεν είχαν κανέναν λόγο να καταγράφουν αυτό που θεωρούν σημαντικό, δίνοντας όμως ελλιπείς πληροφορίες. Άλλο πράγμα είναι αυτό, και άλλο η παράλειψη. Η παράλειψη κάποιων περιστατικών δικαιολογείται, όχι όμως πάντα (παραπάνω κάναμε λόγο για το περιστατικό της «μεταμορφώσεως» που καταγράφεται μόνο από τους μη αυτόπτες, ενώ ο «αυτόπτης» δεν κάνει μνεία). Παρ' όλα αυτά, τουλάχιστον ένας συγγραφέας, υποστηρίζει ρητά ότι τα γράφει όλα. Είναι ο συγγραφέας του κατά Λουκάν, και το αναφέρει τόσο στο ευαγγέλιο όσο και στις «Πράξεις των Αποστόλων». Στο προοίμιο του κατά Λουκάν, ο συγγραφέας απευθυνόμενος σε κάποιον Θεόφιλο, του γράφει: «Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ' ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου ἔδοξεν κἀμοὶ παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι κράτιστε Θεόφιλε ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν» (1:1-4). Δηλαδή, θα του γράψει τα πάντα και με ακρίβεια, για να έχει επίγνωση της πραγματικότητας όσων κατηχήθηκε ο Θεόφιλος. Στις «Πράξεις», αναφέρει πάλι στο προοίμιο: «Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων ὦ Θεόφιλε ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν» (1: 1). Ο πρώτος λόγος, είναι το πρώτο βιβλίο που του έστειλε, το ευαγγέλιο. Αν ο Λουκάς ισχυρίζεται ότι περιλαμβάνει τα πάντα στο ευαγγέλιό του, και μάλιστα με ακρίβεια, άρα δεν έχει ανάγκη συμπληρώσεως ή εναρμονίσεως.
7. Η εναρμόνιση προϋποθέτει ότι τα εναρμονιζόμενα μέρη ολοκληρώνουν μια εικόνα. Όταν όμως έχουμε διαφορετικές εκδοχές, δεν μπορούμε να μιλάμε για εναρμόνιση. Για παράδειγμα, το πρώτο ευαγγέλιο, το «Κατά Μάρκον», αρχίζει ως εξής: «Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (1: 1). Και η αρχή των διηγήσεων τοποθετείται από την βάπτιση στον Ιορδάνη υπό του Ιωάννου του Βαπτιστού. Δεν θα έπρεπε να αναφερθεί στην γέννηση από την παρθένο; Το παραλείπει. Δεν είναι σπουδαίο; Ο συγγραφέας όμως είναι ξεκάθαρος, ότι ξεκινά από την αρχή. Σαν να μην υπάρχει κάτι άξιο αναφοράς για την γέννηση και για τα γεγονότα περί της γεννήσεως. Δεν είναι σημαντικό πρόσωπο η Θεοτόκος; Δεν είναι σημαντικός ο προστάτης της, ο Ιωσήφ; Δεν είναι σημαντικό γεγονός η σφαγή των νηπίων;
Όλα αυτά που γράψαμε, θα φανούν καθαρά στην πράξη, όταν θα εξετάσουμε τι λένε τα τέσσερα ευαγγέλια για το ίδιο γεγονός, και πως γίνεται η αλλοίωση στα επί μέρους ευαγγέλια, όταν επιχειρήσουμε να τα εναρμονίσουμε, κατά την τακτική των σύγχρονων απολογητών. Επίσης, θα κάνουμε συγκρίσεις με τον Παύλο, ο οποίος προηγείται των ευαγγελίων χρονολογικά, και θεωρείται ως ο πρώτος χριστιανός συγγραφέας του οποίου διαθέτουμε γραπτά.
Όπως έχουμε εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η εναρμόνιση των ευαγγελικών διηγήσεων δημιουργεί την ψευδή εντύπωση της δήθεν εξάλειψης των διαφορών. Έχουμε εξηγήσει ότι τα κείμενα αυτά, είναι γραμμένα σε διαφορετικές εποχές και απευθύνονται σε διαφορετικές κοινότητες. Συνεπώς, θα ήταν σφάλμα αν έγραφαν για κάτι, αλλά το έγραφαν με ελλείψεις. Επίσης, έχουμε δει τι λέει η σύγχρονη επιστημονική έρευνα όσον αφορά τους συγγραφείς τους (ότι δεν ήσαν αυτόπτες), την εποχή που γράφτηκαν (δηλαδή δεκαετίες μετά τα «συμβάντα») και ότι δεν ήσαν τα μόνα ευαγγέλια (υπήρχαν πολλά). ΔΕΣ: ΤΟ ΚΟΥΙΖ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ!
Στο συγκεκριμένο άρθρο, θα εξετάσουμε συγκεκριμένα μέρη, τόσο των τεσσάρων ευαγγελίων, όσο και των γραπτών του Παύλου. Οι επιστολές είναι μεταξύ 49-60, δηλαδή πριν την καταγραφή των ευαγγελίων που ξέρουμε ως «κανονικά». Δεν θα εξεταστούν όλες οι περιπτώσεις, αλλά ορισμένες δειγματοληπτικά.
Ο αριθμός των μυροφόρων
Τι λένε τα ευαγγέλια:
Μάρκος: «Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου και Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν» (16:1).
Ματθαίος: «Ὀψὲ δὲ σαββάτων τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων ἦλθεν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαριὰ θεωρῆσαι τὸν τάφον» (28:1).
Λουκάς: «τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα καί τινές σύν αὐταῖς» (24:1).
Και: «καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσιν τοῖς λοιποῖς· ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς αἱ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα» (24:9-10).
Ο Ιωάννης αναφέρει την Μαρία την Μαγδαληνή στο κεφάλαιο 20 (στ. 1). Όμως, δεν κάνει πουθενά μνεία ότι πήγε να μυρώσει το σώμα του Ιησού.
Ο Παύλος, σε καμία επιστολή του δεν τις αναφέρει. Ακόμα και όταν παραθέτει την σειρά των εμφανίσεων του Ιησού μετά την ανάσταση, δεν συμφωνεί με τους ευαγγελιστές. Ή καλύτερα, οι ευαγγελιστές δεν συμφωνούν με τον Παύλο, αφού ο Παύλος προηγείται χρονικά.
Γράφει λοιπόν ο Παύλος: «παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ εἶτα τοῖς δώδεκα• ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν• ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν• ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί» (Α΄ Προς Κορινθίους, 15:3-8).
Μία πρώτη παρατήρηση είναι ότι η σειρά που παρουσιάζει ο Παύλος, δεν την έβγαλε από το μυαλό του, αλλά είναι από την παράδοση της εκκλησιαστικής κοινότητας. Ό,τι παρέλαβε, αυτό και παραδίδει στην εκκλησιαστική κοινότητα στην Κόρινθο. Υπενθυμίζω, ότι ακόμα δεν έχουμε κανένα από τα τέσσερα ευαγγέλια. Μία δεύτερη παρατήρηση, είναι ότι ο Παύλος θέτει μια σειρά. Κατά την άποψή μου, οι λέξεις «είτα», «έπειτα», «έσχατον», αυτό δείχνουν. Μία τρίτη παρατήρηση, ότι ο Παύλος δεν αναφέρεται στις μυροφόρες, μία τέταρτη ότι αναφέρει εμφανίσεις που δεν υπάρχουν πουθενά (σε πάνω από 500 άτομα δια μιας, στον Ιάκωβο μεμονωμένα), και μία πέμπτη ότι αναφέρεται στους δώδεκα, ενώ ξέρουμε ότι ο Ιούδας αυτοκτόνησε, και ο Θωμάς έλειπε.
Οι σύγχρονοι απολογητές τα εναρμονίζουν ως εξής: «Κατά συνέπεια, ο Λουκάς και ο Ιωάννης είναι πιθανόν να συμφωνούν σε έναν μεγάλο αριθμό γυναικών, ενώ την ίδια στιγμή, ούτε ο Μάρκος αποκλείει άλλα πρόσωπα, αλλά ούτε και ο Ματθαίος, για τον οποίο μάλιστα γνωρίζουμε ότι επέλεξε να μην αναφέρει τη Σαλώμη ενώ σίγουρα γνώριζε το όνομα» (ο τονισμός με έντονη γραφή είναι δικός μου).
Για να καταλήξουν σε αυτήν την σύνθεση, φέρουν τα εξής επιχειρήματα· πρώτο, ότι ο αριθμός των ονομάτων που μπορεί να δίνει ο συγγραφέας δεν είναι απαραίτητα αυστηρός, και ότι δεν μπορούμε να αποκλείουμε την παρουσία περισσοτέρων ατόμων, εκτός και αν ο ίδιος ο συγγραφέας το αποκλείει ρητώς. Και παρουσιάζουν δύο παραδείγματα από την Γραφή, προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού τους. Αναφέρουν από το «Κατά Λουκάν», κεφάλαιο 24 στίχο 12, που αναφέρει ότι μετά την επίσκεψη των μυροφόρων στον τάφο, ο Πέτρος σηκώθηκε και πήγε στο μνήμα. Επίσης, από το ίδιο κεφάλαιο στίχο 24, όπου οι δύο προς Εμμαούς πορευόμενοι, διηγούνται στον Ιησού που έχουν μπροστά τους αλλά δεν τον έχουν ακόμα αναγνωρίσει, το περιστατικό του Πέτρου, λέγοντας ότι μετά τις μυροφόρες, «απήλθον τινές των συν ημίν επί το μνημείον». Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, ενώ αναφέρεται αρχικά ένα πρόσωπο που κατονομάζεται, ο Πέτρος, στην δεύτερη αναφορά που αναφέρεται στο ίδιο περιστατικό, ήταν «τινές». Σε αυτό μπορούμε να απαντήσουμε αυτό που λέει και η σύγχρονη έρευνα, ότι δηλαδή ο στίχος 12 είναι προσθήκη μεταγενέστερη (βλ. «Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», Bart Ehrman, σ. 223, εκδόσεις Ενάλιος). Έστω όμως ότι δεν είναι προσθήκη. Το να πούμε ότι εννοεί πολλούς ενώ αναφέρεται σε ένα πρόσωπο, προκύπτει από το ίδιο το κείμενο. Συνεπώς, δεν είναι αυθαίρετο. Όταν όμως εφαρμόζουν το ίδιο και σε άλλα χωρία από τα οποία όμως δεν προκύπτει κάποιο ανάλογο συμπέρασμα, τότε έχουμε πρόσθεση εννοιών εκ μέρους των απολογητών, σε χωρία. Αναφέρουν όμως και ένα δεύτερο παράδειγμα από το «Κατά Ιωάννην», κεφάλαιο 20 στίχος 1, όπου αναφέρεται ότι η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε στο μνήμα. Στον στίχο 2 όμως, τρέχει και βρίσκει τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τους λέει ότι «ουκ οίδαμεν που έθηκαν αυτόν». Μιλάει δηλαδή, στο πρώτο πληθυντικό.
Ο στίχος θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αναφορά, όχι στην Μαρία την Μαγδαληνή και σε άτομα που ήταν μαζί της αλλά δεν κατονομάζονται, αλλά στην Μαγδαληνή, τον Πέτρο και τον Ιωάννη, που τους συνάντησε και έτσι να δικαιολογηθεί ο πληθυντικός αριθμός. Επειδή όλοι τους ήσαν ακόλουθοι του Ιησού και επομένως μία ομάδα. Και αυτή η ομάδα είχε κάτι κοινό· την μέριμνα για τον κύριό τους. Πάντως, στα χειρόγραφα που είχε ο Χρυσόστομος μπροστά του και έκανε τις ομιλίες στο «Κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο, ο στίχος είναι στον ενικό.
Και ιδούσα τον τόπον, και τον λίθον ηρμένον, ουκ εισήλθεν, ουδέ διέκυψεν, αλλ’ επί τους μαθητάς έδραμε από πολλού του πόθου· τοιούτο γαρ ην αυτή το σπουδαζόμενον, μετά πολλού του τάχους μαθείν ήθελε τι γέγονε το σώμα· και γαρ ο δρόμος τούτο εβούλετο, και τα ρήματα τούτο εμφαίνει· «ήραν» γαρ, φησί, «τον Κύριόν μου», και ουκ οίδα που τεθείσασιν αυτόν.Επίσης, η Μαρία η Μαγδαληνή δεν παρουσιάζεται ως μυροφόρα στο «Κατά Ιωάννην». Ο Ιησούς μυρώθηκε την Παρασκευή, και μάλιστα, η ποσότητα του μίγματος αλόης και σμύρνας ήταν 100 λίτρα (19:38-42). Κάθε άλλη κίνηση θα ήταν περιττή. Μόνο στα άλλα ευαγγέλια παρουσιάζονται οι γυναίκες ως μυροφόρες, που πάνε να αλείψουν το σώμα του Ιησού. Μόνο στους συνοπτικούς ο Ιησούς δεν μυρώνεται την Παρασκευή. Συγκεκριμένα, στο «Κατά Λουκάν», πρώτα γίνεται η ταφή (Παρασκευή) και μετά οι γυναίκες ετοιμάζουν τα μύρα για να τα χρησιμοποιήσουν μετά την αργία του Σαββάτου (23:50-56). Στο «Κατά Μάρκον», γίνεται η ταφή και οι γυναίκες αγοράζουν το μύρο μετά την αργία (15:42-47).Τα ίδια και στο κατά Ματθαίον.
(ΕΠΕ τ. 14, σ. 682)
Αλλά και ο Χρυσόστομος, στην ερμηνεία του στο «Κατά Ιωάννην», δεν παρουσιάζει την Μαρία Μαγδαληνή ως μυροφόρα, αλλά ότι πήγε στον τάφο να βρει παρηγοριά...
Αυτό βέβαια παρεκίνησε και την Μαρίαν· επειδή δηλαδή έτρεφε πολλή φιλοστοργία δια τον διαδάσκαλο και είχε περάσει το Σάββατο, δεν μπορούσε να ησυχάσει, αλλά ήλθε στο μνημείο πάρα πολύ πρωί, θέλουσα να εύρη κάποιαν παρηγορίαν από τον τόπον.Επομένως, όταν οι συγγραφείς δίνουν κατάλογο ονομάτων, μόνο στην περίπτωση που προκύπτει από το ίδιο το κείμενο, μπορεί κανείς να πει ότι δεν είναι αυστηρός. Από το κείμενο του Μάρκου και του Ματθαίου δεν προκύπτει ότι υπήρχαν περισσότερα πρόσωπα από όσα αναφέρουν. Ο δε Ιωάννης δεν αναφέρεται καθόλου σε μυροφόρες. Το συμπέρασμα της εναρμόνισης των ευαγγελίων που κάνουν οι απολογητές, συμφωνεί μόνο με την εκδοχή του Λουκά, για το συγκεκριμένο σημείο μόνο.
(ΕΠΕ τ. 14, σ. 683).
Ένα δεύτερο επιχείρημα των απολογητών, είναι ότι οι μαρτυρίες των ευαγγελιστών είναι αξιόπιστες, διότι εάν συνέβαινε το αντίθετο, δεν θα έβαζαν τις μυροφόρες να μαρτυρούν. Οι γυναίκες, λένε, την εποχή εκείνη ήταν ανάξιες προς μαρτυρία. Εκ των πραγμάτων, όμως, έπρεπε οι πρώτοι μάρτυρες να είναι γυναίκες. Διότι οι γυναίκες ήσαν επιφορτισμένες με το να αλείψουν το σώμα του νεκρού με μύρο. Και η πρώτη μαρτυρία περί της αναστάσεως, πηγάζει από τον άδειο τάφο που είδαν οι μυροφόρες. Εκτός αυτού, αυτή η θέση των απολογητών θα είχε νόημα μόνο στην περίπτωση που η μαρτυρία θα έμενε μεταξύ των γυναικών. Όμως, μετά, μαρτυρούν και άνδρες, όχι βάσει της μαρτυρίας των γυναικών, αλλά βάσει της δικής τους «εμπειρίας». Και οι άνδρες είναι που πρωταγωνιστούν στην συνέχεια. Παρ' όλα αυτά, η ίδια η Καινή Διαθήκη, αναφέρεται σε γυναίκες που μαρτυρούν και η μαρτυρία τους είναι ισχυρή. Για παράδειγμα, η μαρτυρία της Άννας και της Σαμαρείτισσας (Κατά Λουκάν, 3:36 - Κατά Ιωάννην, 4:21 αντίστοιχα). Ένα τρίτο επιχείρημα, είναι ότι οι ευαγγελιστές κάνουν μνεία μόνο για τις επίσημες μυροφόρες. Σύμφωνα με αυτό, ο Μάρκος θεωρεί επίσημες την Μαρία Μαγδαληνή, την Μαρία του Ιακώβου, και την Σαλώμη.
Ο Ματθαίος θεωρεί επίσημες την Μαρία την Μαγδαληνή και «την άλλη Μαρία» (καλά, θεωρεί επίσημη την Μαρία αλλά δεν μας λέει ποια είναι, αλλά την αποκαλεί «η άλλη»;). Ο Λουκάς θεωρεί επίσημες την Μαρία την Μαγδαληνή, την Ιωάννα (δεν διευκρινίζει αν πρόκειται για αυτήν που μνημονεύει στο κεφ. 8) και την Μαρία του Ιακώβου, και ο Ιωάννης την Μαρία την Μαγδαληνή. Παρ' όλα αυτά, ανάμεσα στις επίσημες (σε άλλον «κατάλογο»), ο Λουκάς αναφέρει και την Ιωάννα γυναίκα επιτρόπου του Ηρώδη. Δεν είναι σημαντικό πρόσωπο; Γιατί δεν την μνημονεύουν οι άλλοι; Με ποιά κριτήρια να μην είναι αξιόπιστες όλες, εφόσον όλες ήταν μαζί και είδαν τα ίδια πράγματα; Η όποια ιεραρχία αξιοπιστίας, είναι χωρίς νόημα λοιπόν.
Πότε πήγαν στον τάφο;
Τώρα θα εξετάσουμε τι λένε οι ευαγγελιστές για την ώρα που πήγαν στον τάφο. Έχουμε τα εξής δεδομένα:
Ματθαίος (28:1) «τη επιφωσκούση» (επιφωσκώ, «προχωρώ προς το λυκαυγές, φωτίζω αμυδρώς, ξημερώνω) (Λεξικό Δορμπαράκη).
Μάρκος (16:2) «λίαν πρωί [...] ανατείλαντος του ηλίου».
Λουκάς (24:1) «όρθρου βαθέως», όπου όρθρος «το χρονικό διάστημα που είναι λίγο πριν την αυγή, η χαραυγή, τα βαθιά χαράματα» (Λεξικό Κωνσταντίνου Ιωαννίδη).
Ιωάννης (20:1)«πρωί σκοτία έτι ούσης».
Οι απολογητές εντοπίζουν το πρόβλημα στον Μάρκο. Και πιο συγκεκριμένα, εκεί που λέει «Και λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου» (16:2). Αυτή είναι η πρώτη δικαιολογία. Για αυτούς, το «λίαν πρωί» και το «ανατείλαντος του ηλίου» είναι αντιφατικά, αν τα ερμηνεύσουμε κατά γράμμα. Γιατί, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει αντίφαση στην ίδια πρόταση, λένε. Όμως, το λίαν πρωί δεν σημαίνει ότι είναι σκοτάδι. Δεν υπάρχει η αντίφαση που θα βόλευε στην συγκεκριμένη περίπτωση τους απολογητές να υπάρχει, προκειμένου να παρερμηνεύσουν το «ανατείλαντος του ηλίου» και να το προσαρμόσουν στο «λίαν πρωί» για να το εναρμονίσουν με τις λοιπές ευαγγελικές διηγήσεις.
Η λέξη «πρωί», σημαίνει «το διάστημα της ημέρας από την αυγή ως το μεσημέρι. Ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου» (Λεξικό Κωνσταντίνου Ιωαννίδη).
Σύμφωνα όμως με τους απολογητές της, όλα τα παραπάνω σημαίνουν το ίδιο πράγμα!
Αν τα εναρμονίσουμε, στο συγκεκριμένο σημείο που αφορά το πότε πήγαν, έχουμε το εξής αποτέλεσμα: Οι μυροφόρες πήγαν στον τάφο του Ιησού όταν ήταν βαθιά χαράματα (Λουκάς, 24:1), όταν άρχιζε να φωτίζει αμυδρά (Ματθαίος, 28:1), και ήταν πρωί έχοντας σκοτάδι και ήλιο (Ιωάννης, 20:/Μάρκος, 16:2).
Μπερδεμένες οι διηγήσεις λοιπόν. Προσέξτε τώρα τι γίνεται, αν προσπαθήσουμε να συνθέσουμε τις ευαγγελικές διηγήσεις μόνο σε αυτά τα δύο σημείο. Στο πόσες μυροφόρες πήγαν και πότε.
Έχουμε: Στον τάφο πήγαν παραπάνω από τέσσερις, και πήγαν όταν ήταν βαθιά χαράματα (Λουκάς, 24:1), όταν άρχιζε να φωτίζει αμυδρά (Ματθαίος, 28:1) και ήταν πρωί έχοντας σκοτάδι και ήλιο (Ιωάννης, 20:/Μάρκος, 16:2).
Τί λέτε; Το τελικό αποτέλεσμα συμφωνεί έστω με μία από τις διηγήσεις των ευαγγελιστών; Και αν ακόμα στην περίπτωση του αριθμού των μυροφόρων δεχόμασταν ότι ήταν πολλές, σύμφωνα με την εκδοχή του«Κατά Λουκάν», και ότι απλά παραλείπονται από τους άλλους, υπάρχει διαφωνία ως προς το πότε πήγαν. Διότι ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν» είναι σαφέστατος ότι πήγαν «όρθρου βαθέως», πριν ξημερώσει δηλαδή.
Πότε απόκτησαν και πότε ετοίμασαν τα αρώματα οι γυναίκες;
Όσον αφορά το πότε οι γυναίκες απόκτησαν και το πότε ετοίμασαν τα αρώματα, οι απολογητές ισχυρίζονται ότι κάλλιστα οι μυροφόρες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν την προετοιμασία την Παρασκευή, συγκεντρώνοντας όσα υλικά μπορούσαν να βρουν και μετά το πέρας της αργίας του Σαββάτου, να αγοράσουν την υπόλοιπη ποσότητα.
Ας δούμε τι λένε οι ευαγγελιστές:
Ο «Ματθαίος» δεν αναφέρει κάτι. Ο «Μάρκος», ότι οι μυροφόρες αγόρασαν τα αρώματα και ήρθαν να αλείψουν το σώμα. Τα αγόρασαν αφού πέρασε το Σάββατο που ήταν αργία. Τότε έγινε και η ετοιμασία τους, για να πάνε το πρωί στον τάφο για να αλείψουν το σώμα. Καμία αναφορά στον Νικόδημο (16:1).
Για τους Εβραίους, η μέρα αρχίζει από την δύση και διαρκεί ως την δύση της επομένης. Άρα, από την δύση του Σαββάτου μέχρι την επόμενη δύση έχουμε την πρώτη (την μετέπειτα ονομαζόμενη Κυριακή).
Ο Λουκάς αναφέρει ότι οι γυναίκες ετοίμασαν τα μύρα την Παρασκευή, μετά τον θάνατο του Ιησού. Άρα, τα είχαν ήδη. Για να τα πάνε έτοιμα την επομένη (23:56). Αυτή η λεπτομέρεια έρχεται σε αντίθεση με το «Κατά Μάρκον».
Ο Ιωάννης αναφέρει ότι ο Νικόδημος έφερε 100 λίτρα μίγμα σμύρνας και αλόης. Έδεσαν το σώμα με τα σάβανα αφού το μύρωσαν πρώτα. Αυτό έγινε την Παρασκευή (19:39-40). Το «Κατά Ιωάννην» διαφωνεί με τους συνοπτικούς. Ο Ιωάννης δεν αναφέρει ότι η Μαρία πήγε την Κυριακή το πρωί για να μυρώσει το σώμα. Είχε μυρωθεί ήδη από την Παρασκευή. Σε αντίθεση με τον Μάρκο και τον Λουκά, που βάζουν τις μυροφόρες να επισκέπτονται τον τάφο για αυτή την δουλειά. Μάλιστα, και ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το συγκεκριμένο κομμάτι από το «Κατά Ιωάννην», λέει τα εξής:
Αυτό βέβαια παρεκίνησε και την Μαρίαν· επειδή δηλαδή έτρεφε πολλή φιλοστοργία δια τον διαδάσκαλο και είχε περάσει το Σάββατο, δεν μπορούσε να ησυχάσει, αλλά ήλθε στο μνημείο πάρα πολύ πρωί, θέλουσα να εύρη κάποιαν παρηγορίαν από τον τόπον.Επίσης, σε κανένα σημείο ο Χρυσόστομος δεν ισχυρίζεται ότι η Μαρία είχε παρέα, όπως παραποιούν τα πράγματα οι απολογητές. Αλλά, ο Λουκάς αναφέρει ότι την Παρασκευή οι γυναίκες ετοίμασαν τα πάντα (άρα, δεν είχαν ανάγκη από επιπλέον αγορές και ετοιμασίες). Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ιωάννη, η μύρωση έγινε την Παρασκευή, που ο Νικόδημος είχε αγοράσει μια τεράστια ποσότητα μύρου.
(ΕΠΕ τ. 14, σ. 683)
Τώρα, κάντε την προσπάθεια να εναρμονίσετε τους ευαγγελιστές σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο. Και αφού το κάνετε, εναρμονίστε το σημείο αυτό με τις προηγούμενες εναρμονίσεις. Το αποτέλεσμα; Χάος. Ένα τελικό αποτέλεσμα, το οποίο όμως δεν διαβάζουμε πουθενά, σε κανένα σημείο των τεσσάρων ευαγγελίων.
Ας φέρουμε και ένα τέταρτο σημείο...
Πόσους αγγέλους είδαν; Ήταν μέσα στον τάφο, ή έξω;
Για τον αριθμό των αγγέλων, οι διηγήσεις είναι πάλι σαφείς. Έναν στο «Κατά Ματθαίον», έναν στο «Κατά Μάρκον», δύο στο «Κατά Λουκάν», κανέναν στο «Κατά Ιωάννην».
Όσον αφορά το που βρίσκονταν οι άγγελοι, στο «Κατά Ματθαίον» ήταν έξω, στο «Κατά Μάρκον» μέσα και στον Λουκά δεν διευκρινίζεται. Δεν συμφωνούν όλοι ότι έγιναν μέσα στον τάφο οι αγγελοφάνειες, όπως ισχυρίζονται οι απολογητές. Αυτοί, θεωρούν ότι στην περιγραφή του Ματθαίου, ο άγγελος είναι μέσα στο μνήμα. Γράφεται όμως σχετικά: «άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού προσελθών απεκύλισε τον λίθον και εκάθητο επάνω αυτού. Ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπήν και το ένδυμα αυτού ως λευκόν ωσεί χιών» (28:2-3). Ο λίθος έκλεινε το στόμιο του τάφου, που ήταν κάτι σαν σπηλιά. Το λογικό είναι ότι απομακρύνει κανείς τον λίθο που φράζει την είσοδο προς τα έξω και όχι προς τα μέσα.
Συνεπώς, εφόσον ο λίθος βρίσκεται προς τα έξω και ο άγγελος κάθεται πάνω του, άρα ο άγγελος βρίσκεται έξω. Ακόμα να πούμε, ότι ο Ματθαίος βάζει τον άγγελο να λέει στις μυροφόρες, «δεύτε ιδέτε τον τόπον όπου έκειτο ο Κύριος» (28:6). Κατά κανέναν τρόπο δεν δείχνει ότι τις καλεί να έρθουν μέσα όπου ήταν δήθεν και αυτός. Απλά, κάθεται έξω, και τις προτρέπει να μπουν.
Παραπάνω, θίξαμε μόνο τέσσερα σημεία των ευαγγελικών διηγήσεων που υποτίθεται ότι μεταξύ τους συμφωνούν. Σχολιάσαμε τα σχετικά με τις μυροφόρες, πόσες ήταν, πότε πήγαν στον τάφο, πότε απόκτησαν και πότε ετοίμασαν τα αρώματα, και πόσους αγγέλους είδαν και που αυτοί στέκονταν. Από το γεγονός ότι ο κορμός της υπόθεσης είναι ίδιος σχεδόν (με εξαίρεση ότι ο Ιωάννης δεν μιλάει για μυροφόρες που πήγαν στον τάφο), αλλά υπάρχουν διαφορές στα επιμέρους στοιχεία, και ότι ενώ υπάρχει αλληλεξάρτηση στα κείμενα των συνοπτικών αλλά υπάρχουν και διαφορετικές εκδοχές ως προς τις λεπτομέρειες που λαμβάνονται από διαφορετικές πηγές, όλα αυτά δείχνουν επιπροσθέτως ότι οι συγγραφείς των κειμένων αυτών, ούτε αυτόπτες ήταν, ούτε περιγράφουν «γεγονότα» που συνέβησαν «προχθές». Και αυτά συμφωνούν με την επιστημονική έρευνα.
Ας εναρμονίσουμε τώρα τις εναρμονίσεις των τεσσάρων αυτών στοιχείων. Ακούγεται αστείο, αλλά μόνο έτσι θα δούμε στην πράξη την εναρμόνιση. Εκτός και αν πετάξουμε έξω στοιχεία που αναφέρονται ξεκάθαρα από τους ευαγγελιστές, αλλά τότε θα έχουμε δημιουργήσει ένα δικό μας ευαγγέλιο.
Έχουμε λοιπόν τα εξής:
Στον τάφο πήγαν παραπάνω από τέσσερις, και πήγαν όταν ήταν βαθιά χαράματα (Λουκάς, 24:1), όταν δηλαδή άρχιζε να φωτίζει αμυδρά (Ματθαίος, 28:1), και ήταν πρωί έχοντας σκοτάδι και ήλιο (Ιωάννης, 20:/Μάρκος, 16:2). Ήρθαν έχοντας αγοράσει τα αρώματα μετά την αργία του Σαββάτου (Μάρκος, 16:1), τα οποία όμως είχαν ετοιμάσει από την Παρασκευή (Λουκάς, 23:56). Παρόλα αυτά, το σώμα είχε μυρωθεί από την Παρασκευή, και μάλιστα ο Νικόδημος είχε αγοράσει για την μύρωση 100 λίτρα, μια τεράστια ποσότητα. Όταν έφτασαν, είδαν δύο αγγέλους (Λουκάς, 24:2), που ήταν έξω και μέσα.
Αυτά, δεν συμφωνούν με κανένα ευαγγέλιο.
Αν αυτά είναι τα αποτελέσματα μόνο από την σύνθεση- εναρμόνιση τεσσάρων σημείων που αφορούν τις μυροφόρες, σκεφτείτε τι γίνεται όταν προσπαθήσουμε να κάνουμε το ίδιο και για τις σοβαρότερες διηγήσεις που αφορούν την ίδια την ανάσταση και τις εμφανίσεις του Ιησού στους μαθητές μέχρι και την ανάληψη.
Έχουμε γράψει για την προσπάθεια εναρμόνισης των ευαγγελικών αφηγήσεων και είχαμε αναφέρει τους λόγους για τους οποίους θεωρούμε ότι αυτές δεν εναρμονίζονται. Μάλιστα το στηρίξαμε με συγκεκριμένα παραδείγματα. Σε αυτό το σχετικό άρθρο, θα φέρουμε πάλι παραδείγματα, όσον αφορά την «ανάσταση», τις «εμφανίσεις» και την «ανάληψη» του Ιησού.
Το συμπέρασμα για τις βελτιώσεις, προκύπτει από το γεγονός ότι τα τρία από τα τέσσερα ευαγγελικά κείμενα, έχουν αλληλεξάρτηση και παρουσιάζονται σε αυτά ηθελημένες αλλαγές. Αυτές οι αλλαγές αφορούν είτε πρόσθεση στοιχείων αντιφατικών ή αγνώστων (όχι δηλαδή για επεξηγηματικές πληροφορίες), είτε πρόκειται για παράλειψη ολόκληρων περικοπών. Οι συγγραφείς των ευαγγελίων προβαίνουν στις αλλαγές, έχοντας και άλλες πηγές (αδιάφορο αν αυτές είναι γραπτές ή μη), επειδή προφανώς δεν είναι ικανοποιημένοι από το κείμενο που έχουν μπροστά τους. Υπ' όψιν, ότι όταν τα έγραφαν, ποτέ δεν θα φαντάζονταν ότι θα ερχόταν ο καιρός που θα έμπαιναν το ένα δίπλα στο άλλο και θα μπορούσαν να ελεγχθούν. Το ίδιο ισχύει και για τους μετέπειτα αιώνες. Ακόμα και όταν συγκροτήθηκε ο κανόνας με τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, η χρήση τους δεν ήταν εύκολη, εφόσον δεν ήταν στην μορφή που τα έχουμε σήμερα. Οι συγγραφείς λοιπόν των ευαγγελίων, έχοντας διαφορετικούς αποδέκτες, απομακρυσμένους πολλές φορές, δεν είχαν λόγους να μην αλλάξουν ότι θεωρούσαν λάθος.
Η «ανάσταση» του Ιησού, ο άδειος τάφος, και ο Ιωσήφ
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του «Κατά Λουκάν» ευαγγελίου, ο Ιησούς, μετά την «ανάσταση», εμφανιζόταν επί σαράντα μέρες στους αποστόλους, «οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις δι' ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ» (Πράξεις Αποστόλων 1:3). Οι άνθρωποι στους οποίους έκανε τις εμφανίσεις του, ήταν συγκεκριμένοι άνθρωποι. Δεν εμφανιζόταν σε όλον τον λαό. Ο Πέτρος είναι σαφής, ότι «τοῦτον ὁ θεὸς ἤγειρεν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι οὐ παντὶ τῷ λαῷ ἀλλὰ μάρτυσιν τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἡμῖν οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν» (Πράξεις Αποστόλων, 10:40-41). Εμφανιζόταν σε ανθρώπους «προκεχειροτονημένοις», δηλαδή σε «προσδιορισμένους», «προκαθορισμένους» από τον Θεό. Και αυτοί ήταν οι απόστολοι. Το «οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ», δηλώνει τον κύκλο των ακολούθων που είχαν στενές επαφές με τον Ιησού. Το γιατί δεν εμφανίστηκε σε όλους, ή στο ιουδαϊκό ιερατείο της εποχής, ή στους Ρωμαίους, είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε διανοούμενους όπως τον Πορφύριο. Ο Πορφύριος το θέτει ως εξής…
Υπάρχει και άλλο ένα επιχείρημα, εννοώ το ζήτημα της πολυσυζητημένης ανάστασής του, που μπορεί να αποδείξει σαθρή τη δοξασία αυτή. Για ποιον λόγο ο Ιησούς μετά τον θάνατο και την ανάστασή του, όπως λέτε, δεν εμφανίστηκε στον Πιλάτο, που τον καταδίκασε ενώ έλεγε ότι δεν είχε διαπράξει τίποτε που ν’ αξίζει τη θανατική ποινή; Ή γιατί δεν εμφανίστηκε στον Ηρώδη, τον βασιλιά των Ιουδαίων, ή στον αρχιερέα της ιουδαϊκής φυλής ή σε πολλούς και αξιόπιστους ανθρώπους και ιδίως στη Σύγκλητο και το λαό της Ρώμης; Θα τους έκανε έτσι να θαυμάσουν τα έργα του και συνεπώς να μην καταδικάσουν με ομόφωνη απόφαση σε θάνατο τους πιστούς του ως ασεβείς. Αντίθετα, εμφανίστηκε στην Μαρία τη Μαγδαληνή, μια γυναίκα του λαού που καταγόταν από ένα κακομοιριασμένο χωριουδάκι και η οποία κάποτε είχε κυριευθεί από εφτά δαιμόνια. Και μαζί με αυτήν εμφανίστηκε και σε μίαν άλλη Μαρία, ασήμαντη χωριάτισσα και αυτή, και σε λιγοστούς άλλους, όχι και τόσο σπουδαίους. Και τούτο παρότι, κατά τα λεγόμενα του Ματθαίου, είχε ήδη πει στον αρχιερέα των Ιουδαίων· «Θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του παντοδύναμου θεού και να έρχεται μέσα σε νεφέλες». Πραγματικά, αν εμφανιζότανε σε διακεκριμένους ανθρώπους, μέσω αυτών θα πίστευαν όλοι και κανένας δικαστής δεν θα καταδίκαζε τους πιστούς του ως επινοητές αλλόκοτων μύθων. Διότι ούτε στον Θεό βέβαια αρέσει αλλά ούτε και σε κανέναν σκεπτόμενο άνθρωπο το ότι οι πολλοί τιμωρήθηκαν με τον χειρότερο τρόπο εξαιτίας τουΟ Κέλσος, επισημαίνοντας την αντίφαση, λέει· «Όλοι τον είδαν να τιμωρείται, ένας όμως τον είδε αναστημένο· το αντίθετο όμως από αυτό θα έπρεπε», εννοώντας ότι εφόσον τιμωρήθηκε και πέθανε ενώπιον του λαού, ενώπιον του λαού έπρεπε να εμφανιστεί και μετά την «ανάστασή» του.
(Απόσπασμα 64)
Ο Παύλος αναφέρει τα εξής στην επιστολή του «Α΄ Προς Κορινθίους», κεφάλαιο 15, στίχοι 3-4· «παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς».
Αυτό το χωρίο θεωρείται από τους ειδικούς ότι αντανακλά μία προ-παύλεια παράδοση, μιας και ο ίδιος ο Παύλος την παρέλαβε και την παρέδωσε στους πιστούς της Κορίνθου. Είναι μία τυποποιημένη ομολογία πίστεως, όπου συνδυάζει το «γεγονός» και την θεολογική του ερμηνεία.
Σύμφωνα με αυτήν, το «γεγονός» είναι ότι ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε. Το ότι αυτό έγινε για τις αμαρτίες μας και ότι αναστήθηκε την τρίτη μέρα, είναι η θεολογική προέκταση του γεγονότος. Η φράση «κατά τας Γραφάς», δείχνει την παράδοση. Σε αυτήν την τυποποιημένη ομολογία όμως, παρατηρούμε ότι γίνεται λόγος για «Γραφές» και για «την τρίτη μέρα». Ακόμα δεν υπήρχαν όμως τα ευαγγέλια που έχουμε σήμερα. Είναι δύσκολο να πούμε ότι αμέσως μετά τον θάνατο του Ιησού, οι ακόλουθοί του άρχισαν να γράφουν κείμενα. Τα πρώτα σωζόμενα κείμενα είναι μεν οι επιστολές του Παύλου, αλλά κυμαίνονται μεταξύ 49-60. Αυτό που μπορούμε όμως να πούμε, είναι η προσπάθεια των πρώτων χριστιανών να ιδιοποιηθούν τα κείμενα των Ιουδαίων. Είναι γνωστό, ότι οι πρώτοι χριστιανοί ήσαν πρώην Ιουδαίοι. Επίσης, ότι ο ίδιος ο Ιησούς φέρεται να κάνει χρήση των κειμένων αυτών, δίνοντας μάλιστα και δικές του ερμηνείες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ότι στην επί του Όρους ομιλία, φέρεται να λέει: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ φονεύσεις• ὃς δ' ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει» (Κατά Ματθαίον, 5:21-22). Είναι επομένως λογικό το ότι πρώτα γίνεται η ιδιοποίηση σε κείμενα που ήδη υπάρχουν με προσωπικές ερμηνείες, και έπειτα ακολουθεί η συγγραφή νέων κειμένων. Τα παραδείγματα είναι πολλά, αλλά αρκούμαι σε αυτό.
Κατά συνέπεια, οι μαρτυρίες των «Γραφών», μάλλον αναφέρονται σε ισχυρισμούς των ιουδαϊκών γραφών (που αργότερα οι χριστιανοί θα ονομάσουν «Παλαιά Διαθήκη»), όπως όμως τις ερμήνευσαν οι χριστιανοί, προκειμένου να τεκμηριώσουν γραφικώς την «ανάσταση». Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι μιλάνε για την «τρίτη ημέρα», κάτι που θα περάσει και ως αναφορά στην μετά από δεκαετίες καταγραφή των ευαγγελίων. Παρ' όλα αυτά, το διάστημα μεταξύ του θανάτου και της «ανάστασης» του Ιησού, σύμφωνα με τις ευαγγελικές αφηγήσεις, δεν είναι τρεις ημέρες. Είναι λιγότερες. Οι Εβραίοι μετρούσαν την διάρκεια της ημέρας από το την δύση του ηλίου ως την επόμενη δύση. Σύμφωνα με τους συνοπτικούς, ο Ιησούς σταυρώνεται «τη τρίτη» ώρα (δηλαδή στις 9:00) και πεθαίνει «τη ενάτη ώρα», (δηλαδή στις 15:00 το απόγευμα). Στο «Κατά Ιωάννην», ο Ιησούς μέχρι «τη έκτη» ώρα (δηλαδή ως τις 12:00), είναι ακόμα ενώπιον του Πιλάτου και δικάζεται... Αυτό βέβαια, είναι «άλλου παπά ευαγγέλιο» στην κυριολεξία. Από την Παρασκευή στις 15:00 μέχρι το Σάββατο στις 15:00, έχουμε μία μέρα. Από το Σάββατο στις 15:00 μέχρι την Πρώτη στις 15:00 (είναι αυτή η ημέρα που θα ονομαστεί αργότερα Κυριακή), έχουμε δύο ημέρες. Ο Ιησούς όμως ήταν ήδη «αναστημένος» όταν πήγαν οι μυροφόρες στον τάφο την Κυριακή το πρωί. Άρα, η ανάσταση έγινε όχι την «τρίτη ημέρα», αλλά σε κάτι το λιγότερο από δύο ημέρες. Ας μετρήσουμε και πιο ελεύθερα. Παρασκευή ως την δύση της ίδιας ημέρας, μία ημέρα. Από την δύση της Παρασκευής ως την δύση του Σαββάτου, δύο ημέρες. Από την δύση του Σαββάτου ως την δύση της Κυριακής, τρεις ημέρες. Και με αυτή τη μέτρηση, δεν βγαίνει «η τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς». Μόνο αν θεωρηθεί η Παρασκευή ως ολόκληρη ημέρα, το Σάββατο, και η Κυριακή ως ολόκληρη μέρα, τότε μόνο έχουμε τρεις ημέρες, αλλά όχι με την έννοια του εικοσιτετραώρου. Με αυτό, θέλω να δείξω ότι ο αριθμός τρία, είναι τυπικός, και λαμβάνεται πιθανότατα είτε από το βιβλίου του Ιωνά, όπου ο Ιωνάς μένει στην κοιλιά του κήτους τρία μερόνυχτα (Ιωνάς 1:17), είτε από ρήση του Ωσηέ (6:2), που πάλι αναφέρεται ο αριθμός τρία.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι επιχειρείται η σύνδεση ενός «γεγονότος» με μαρτυρίες από «τας Γραφάς», και μάλιστα αυθαιρέτως. Διότι πουθενά στην παράδοση των Ιουδαίων, που στηρίζεται στα ίδια κείμενα με τους χριστιανούς, δεν υπάρχει ο «πάσχων Μεσσίας». Το αντίθετο.
Έπρεπε να υπάρχει τάφος και, μάλιστα, να παρουσιαστεί άδειος από τους ευαγγελιστές, προκειμένου να υπάρξει ο ισχυρισμός της «ανάστασης». Ωστόσο, ο Παύλος μάλλον αγνοεί την «ευπρεπή ταφή» που παρουσιάζεται στα ευαγγέλια. Σύμφωνα με τους ειδικούς ερευνητές, στις ομιλίες που καταγράφονται στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» και που αποδίδονται στον Πέτρο, στον Παύλο, και σε άλλους, αντανακλώνται αρχαιότερες παραδόσεις από αυτές που καταγράφονται στα ευαγγέλια. Έτσι, φέρεται να λέει ο Παύλος σε κήρυγμά του στην συναγωγή της Αντιόχειας της Πισιδίας, τα εξής· «μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες ᾐτήσαντο Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν ὡς δὲ ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον» (Πράξεις Αποστόλων, 13:28-29). Είναι εμφανές, ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του Παύλου, οι Ιουδαίοι αιτήθηκαν τον θάνατο του Ιησού και οι Ρωμαίοι τον εκτέλεσαν κι έπειτα τον κατέβασαν από το ξύλο και τον έβαλαν σε μνήμα. Φυσικά, ούτε οι Ρωμαίοι ούτε οι Ιουδαίοι θα έκαναν ποτέ έναν ευπρεπή ενταφιασμό για έναν κατάδικο. Ωστόσο, από τα ιστορικά δεδομένα που έχουμε, πολύ πιθανό είναι να μην έγινε καν ταφή. Η σταύρωση ήταν μία καταδίκη παραδειγματική. Ο σκοπός δεν ήταν μόνο η τιμωρία του ενόχου, αλλά να παραδειγματιστούν και οι υπόλοιποι. Για αυτό και έπρεπε να εξευτελιστεί το πτώμα. Έπρεπε να γίνει βορά στα άγρια ζώα. Από την στιγμή που οι Ρωμαίοι εκτελούν τον Ιησού, είναι στην δικαιοδοσία τους ολόκληρη η διαδικασία. Συνεπώς, δεν έχουν κανέναν λόγο να κατεβάσουν τον πτώμα του Ιησού επειδή η επομένη θα ήταν το Σάββατο των Ιουδαίων.
Στα ευαγγέλια όμως ο Ιωσήφ είναι που αιτεί το σώμα του Ιησού και κάνει τον ενταφιασμό. Ωστόσο, υπάρχουν διαφορές και βελτιώσεις. Ο Ιωσήφ παρουσιάζεται ως «έντιμος βουλευτής» μέλος του Σανχεντρίν, δηλαδή του ανώτατου θρησκευτικού συνεδρίου των Εβραίων, ο οποίος περίμενε την βασιλεία του Θεού (Κατά Μάρκον, 15:43). Αλλά, σύμφωνα με το ίδιο ευαγγέλιο, όλο το Σανχεντρίν ζητούσε μαρτυρία κατά του Ιησού, άρα και ο Ιωσήφ (Κατά Μάρκον, 14:55). Ο συγγραφέας του «Κατά Ματθαίον», προβαίνει σε «βελτίωση». Θέλοντας να εξαλείψει την αντίφαση του «Μάρκου», δεν αναφέρει πουθενά ότι ο Ιωσήφ ήταν μέλος του συνεδρίου, αλλά ότι ήταν «μαθητής» (27:57). Ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν», τον παρουσιάζει ως άνδρα αγαθό και δίκαιο, που δεν ήταν σύμφωνος με την γνώμη του συνεδρίου (23:50-51), ενώ ο συγγραφέας του «Κατά Ιωάννην» ευαγγελίου, τον αναφέρει ως κρυφό μαθητή (19:38).
Αφήνοντας τις αντιφάσεις περί των μυροφόρων και για το πότε αγοράστηκαν τα αρώματα και πότε έγινε η μύρωση, τα οποία σχολιάσαμε στο προηγούμενο μέρος, ας προχωρήσουμε στις ευαγγελικές αφηγήσεις σχετικά με την εντολή του Ιησού να συναντηθούν όλοι μαζί σε όρος της Γαλιλαίας.
Συνάντηση στην Γαλιλαία και εμφανίσεις
Σύμφωνα με το «Κατά Μάρκον», όταν οι μυροφόρες είδαν τον άγγελο μέσα στο μνήμα, ο άγγελος τις πληροφορεί για την ανάσταση του Ιησού, και τις λέει να πούνε στους μαθητές ότι θα συναντήσουν τον Ιησού στην Γαλιλαία. Εκείνες έφυγαν, έχοντας τρόμο και έκσταση, και δεν είπαν τίποτα σε κανέναν διότι φοβόντουσαν (16:1-8). Η συνέχεια από τον στίχο 9 ως το τέλος, είναι μεταγενέστερη προσθήκη («Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», Ehrman Bart, σ. 93-97). Ο συγγραφέας του «Κατά Ματθαίον», ο πάντα υπερβολικός, βλέποντας ότι το κείμενο του «Μάρκου» είναι ελλιπές, προσπαθεί να το εμπλουτίσει. Έτσι λοιπόν, προσθέτει ότι κατά τον θάνατο του Ιησού, αναστήθηκαν άγιοι οι οποίοι περίμεναν έξω από την Ιερουσαλήμ, και μπήκαν σε αυτήν όταν αναστήθηκε ο Ιησούς (27:50-53). Επίσης, ότι έγινε σεισμός (28:2) και ότι οι αρχιερείς έκαναν συνέδριο με σκοπό να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες που φύλασσαν τον τάφο ώστε να μην πουν όσα είδαν, αλλά ότι οι μαθητές πήγαν και έκλεψαν το σώμα. Και ότι αν το μάθει ο ηγεμόνας, οι ίδιοι θα μεσολαβήσουν για να μην έχουν καμία επίπτωση οι Ρωμαίοι στρατιώτες (28:11-15). Η μη σωστή φύλαξη ισοδυναμούσε με εκτέλεση για τους στρατιώτες. Και αν όχι, σίγουρα θα υπήρχαν άλλες σοβαρότατες επιπτώσεις. Φυσικά, ακόμα έτσι και αν ήταν, οι πρώτοι που θα πείθονταν θα ήταν οι ίδιοι οι στρατιώτες που θα τον έβλεπαν να ανασταίνεται και βγαίνει από τον τάφο. Αν υποθέσουμε ότι τους πήρε ο ύπνος, είναι δυνατόν να κοιμήθηκαν όλοι; Και μάλιστα, στην «σκοπιά» τους; Οι υπόλοιποι δεν υιοθετούν τα σενάρια του συγγραφέα του «Κατά Ματθαίον», αλλά περνούν στις «εμφανίσεις» του Ιησού.
Ας δούμε την εντολή του Ιησού για την συνάντησή του μετά των μαθητών στην Γαλιλαία για άγνωστο λόγο. Σημειωτέον ότι η απόσταση Ιερουσαλήμ (Ιουδαία)- Γαλιλαία είναι πολλών χιλιομέτρων. Ας δούμε την εντολή και το τι έγινε, όπως το καταγράφουν οι ευαγγελιστές.
«ἀλλ' ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν• ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου• εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον• ἐφοβοῦντο γάρ» (Κατά Μάρκον, 16:7-8).
Ο άγγελος παραγγέλλει στις μυροφόρες να πουν στους μαθητές ότι ο Ιησούς πάει πριν από αυτούς στην Γαλιλαία και ότι εκεί θα τον δουν. Οι μυροφόρες έφυγαν, έχοντας καταληφθεί από φόβο και έκσταση και δεν είπαν τίποτα σε κανέναν διότι φοβόντουσαν. Και με αυτόν τον τρόπο τελειώνει το πρώτο ευαγγέλιο. Οφείλουμε να βγάζουμε συμπεράσματα με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα και όχι να προσαρμόζουμε τα δεδομένα στις αντιλήψεις μας. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, έτσι τελειώνει το πρώτο ευαγγέλιο που έχουμε στην διάθεσή μας. Και σε αυτό μένουμε.
Ο συγγραφέας του «Κατά Ματθαίον» (28:7-10), δεύτερος κατά χρονική σειρά και με απόσταση συγγραφής σε σχέση με το «Κατά Μάρκον» περίπου 10 χρόνια, παίρνει το κείμενο και προσπαθεί να το βελτιώσει. Προσθέτει ότι τις μυροφόρες, μετά την αγγελοφάνεια, τις συνάντησε και ο ίδιος ο Ιησούς. Προφανώς, διότι η εμφάνιση του ίδιου του αναστημένου Ιησού είναι δυνατότερη απόδειξη από την ομιλία με τον άγγελο. Επίσης, προσθέτει την δωροδοκία των φυλάκων (στ. 11-15). Όπως επίσης, και το ότι οι μαθητές ακολουθούν την εντολή (στ. 16).
Ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν», τρίτος κατά χρονική σειρά, έχει υπόψη του τα δύο προηγούμενα κείμενα. Όμως, δεν μένει ευχαριστημένος από αυτά. Το πρώτο έχει σοβαρές ελλείψεις, και το δεύτερο υπερβολές. Ο συγγραφέας δεν αναφέρει τίποτα περί Γαλιλαίας. Επίσης, παραλείπει την αφήγηση για την δωροδοκία, γνωρίζοντας το αδύνατο του πράγματος. Αυτό που κάνει, είναι να βάζει τον άγγελο να λέει· «μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι» (24:6-7). Οι μυροφόρες δίνουν το μήνυμα, αλλά δεν γίνεται ο λόγος τους αποδεκτός. Αυτό το τονίζει ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν» ευαγγελίου, με την δυνατή φράση·«ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς» (24:11). Λήρος τα ρήματά τους, που δεν μπορούν να αναιρέσουν το κλίμα απιστίας.
Ο προσεκτικός αναγνώστης των σχετικών κεφαλαίων από το «Κατά Λουκάν», προσέχει ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να δώσει ρεαλισμό. Δεν ικανοποιείται με το να δείξει απλά ότι ο Ιησούς αναστήθηκε και παρουσιάστηκε στους μαθητές. Θέλει να μεταδώσει στον Θεόφιλο την ψυχολογία των μαθητών. Να παρουσιάσει την ανθρώπινη αδυναμία σε όλη της την πληρότητα, και τελικά να καταλήξει στην ανατροπή της. Για αυτό και παρουσιάζει, στην συνέχεια, τον Πέτρο να επισκέπτεται τον άδειο τάφο και να θαυμάζει για αυτό (δεν λέει όμως ότι πίστεψε στην ανάσταση κιόλας), τους δύο που πορεύονταν προς Εμμαούς που έχουν τον Ιησού μπροστά τους αλλά δεν τον αναγνωρίζουν παρά μόνο στο τέλος και μάλιστα από την κοπή του ψωμιού. Αυτοί παρουσιάζονται πολύ απογοητευμένοι από τα συμβάντα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έντονα φορτισμένες συγκινησιακές φράσεις και εικόνες, καθώς και την τραγική ειρωνεία, που είναι καθαρά θεατρικό στοιχείο. «αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς» (στ. 15), παρότι δεν τον καταλαβαίνουν. «οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν» (στ. 16). Χαρακτηρίζονται «σκυθρωποί» (στ. 17). Απευθύνουν στον «αναστημένο» Ιησού το «σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις;». Επίσης, «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ• ἀλλά γε καὶ σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ' οὗ ταῦτα ἐγένετο» (στ. 21). Αλλά και η αναγνώριση έχει έντονη συγκινησιακή φόρτιση. «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν• καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ' αὐτῶν» (στ. 31). «οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;» (στ. 32). Και όταν συδειητοποίησαν ότι είχαν μαζί τους τον Ιησού, «ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ» (στ. 33).
Η ίδια μέθοδος και στην συνέχεια, όπου ο Ιησούς εμφανίζεται στους υπόλοιπους μαθητές. Εδώ, αξίζει να προσέξουμε την φράση του συγγραφέα: «Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς» (στ. 33). Οι απολογητές ισχυρίζονται ότι όταν ο Παύλος γράφει ότι ο Ιησούς «ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα» (Α' Προς Κορινθίους, 15:5), η φράση «τοις δώδεκα» είναι δήθεν τεχνικός όρος. Τούτο, για να αποφύγουν τον σκόπελο της αντίφασης. Εδώ όμως ο συγγραφέας γράφει «τους έντεκα», αναφερόμενος στον κλειστό κύκλο των μαθητών, που τους διακρίνει από τους «συν αυτοίς».
Ο Ιησούς δείχνει τον εαυτό του προκειμένου να βγάλει την απιστία των μαθητών από την καρδιά τους. Τρώει και αφήνει να τον ψηλαφήσουν.
Περίπου το ίδιο μοτίβο βρίσκουμε και στο «Κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο, μόνο που αναφέρονται διαφορετικές εμφανίσεις. Δεν γίνεται καμία αναφορά για την συνάντηση στην Γαλιλαία. Αφού η Μαρία η Μαγδαληνή πληροφορεί τον Πέτρο και τον Ιωάννη ότι το σώμα δεν βρίσκεται στον τάφο, χωρίς να πηγαίνει ο νους της στην «ανάσταση» -παρ' όλο που είχαν δει τον Ιησού να κάνει τόσα πολλά και τους είχε πει πολλά σχετικά, οι δύο μαθητές πηγαίνουν εκεί, αλλά πάλι δεν πείθονται. «οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι» (20:9).
Πέρα από αυτά, καθίσταται φανερό ότι η εντολή για την πρώτη συνάντηση στην Γαλιλαία με τους μαθητές (στενός κύκλος) και η εμφάνιση στην Ιερουσαλήμ (Ιουδαία) για πρώτη φορά, είναι ασυμβίβαστα. Οι απολογητές όμως ισχυρίζονται ότι ο άγγελος έδωσε μεν την παραγγελία στις μυροφόρες (Κατά Μάρκον, 16:7) αλλά η μαρτυρία των μυροφόρων δεν έγινε πιστευτή («Κατά Μάρκον», 16:11). Οι δύο προς Εμμαούς δείχνουν να μην πιστεύουν τις μαρτυρίες των γυναικών, για αυτό δεν τις αναφέρουν καν (Κατά Λουκάν, 24:21). Άρα, οι μαθητές δεν έφυγαν για τη Γαλιλαία και περίμεναν στα Ιεροσόλυμα μην ξέροντας τι να κάνουν (Κατά Ιωάννην, 20:19), για τουλάχιστον οκτώ μέρες ακόμα (Κατά Ιωάννην, 20:26). Εμφανίζεται πρώτα στους μαθητές, στους 10 («Κατά Λουκάν», 24:36-43 και «Κατά Ιωάννην», 20:19-24), έπειτα στους 11 (Κατά Ιωάννην, 20:26-29). Και μετά ξεκινά το ταξίδι για την Γαλιλαία όπου θα γίνει η τρίτη εμφάνιση του Ιησού στον στενό κύκλο των μαθητών (Κατά Ιωάννην, 21:14).
Σε ποιά ευαγγέλια δεν έγινε πιστευτή η μαρτυρία των μυροφόρων; Ο «Μάρκος» δεν αναφέρει κάτι. Το «Κατά Μάρκον» 16:11, είναι προσθήκη μεταγενέστερη. Ο «Ματθαίος», όπως είδαμε και παραπάνω, δείχνει ότι οι μαθητές ακολούθησαν αυτά που είπαν οι μυροφόρες. Πουθενά δεν αναφέρεται στο «Κατά Ματθαίον» ότι οι μαθητές δεν πίστεψαν τις μυροφόρες. Από την ανάγνωση του συγκεκριμένου ευαγγελίου, προκύπτει το αντίθετο. Μόνο στο «Κατά Λουκάν», αναφέρεται καθαρά ότι δεν τις πίστεψαν, όπως είδαμε παραπάνω. Ούτε φυσικά, ότι πήγαν στην Γαλιλαία μετά από οκτώ μέρες, εφόσον στο «Κατά Λουκάν» δεν γίνεται καν λόγος για την συνάντηση στην Γαλιλαία. Στο «Κατά Ιωάννην» (κεφ. 21), αναφέρεται μια συνάντηση στην «θάλασσα της Τιβεριάδας», που είναι στην Γαλιλαία, αλλά δεν έγινε σε όρος και δεν αφορούσε και τους έντεκα, όπως επίσης είχαν ότι προηγηθεί και άλλες εμφανίσεις.
Ως προς την σειρά των εμφανίσεων, που διαφέρουν σε κάθε ευαγγέλιο, οι σύγχρονοι απολογητές κατά την προσπάθεια συνθέσεως των αναφορών, έρχονται σε αντίθεση με τον Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος προσπαθεί επίσης να τις εναρμονίσει. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται τα εξής· «Η πρώτη εμφάνιση ήταν στην Μαγδαληνή έξω από το μνήμα («Κατά Μάρκον», 16:9 - «Κατά Ιωάννην», 20:14), η δεύτερη εμφάνιση ήταν στις Μυροφόρες κατά την επιστροφή τους από τον Τάφο (Κατά Ματθαίον, 28:9-10), η τρίτη εμφάνιση ήταν στον Απόστολο Πέτρο(«Κατά Λουκάν», 24:34 - «Α΄ Προς Κορινθίους», 15:5) και η τέταρτη εμφάνιση ήταν στους δύο μαθητές εκτός του στενού κύκλου των δώδεκα, στο δρόμο για τους Εμμαούς (Κατά Λουκάν, 24:13-35). Βεβαίως από εκεί και πέρα αριθμούνται και άλλες: πέμπτη εμφάνιση στους δέκα μαθητές χωρίς τον Θωμά (Κατά Λουκάν». 24:36-43 - «Κατά Ιωάννην», 20:19-24), έκτη εμφάνιση στους έντεκα μαθητές μαζί με το Θωμά (Κατά Ιωάννην, 20:26-29), έβδομη εμφάνιση στους επτά μαθητές στην Τιβεριάδα (Κατά Ιωάννην, 21:1-23) κ.λπ.».
Ο Ιωάννης ο «Χρυσόστομος», βάση αλχημειών και αυτός, βγάζει τις εμφανίσεις έντεκα και με ελαφρώς διαφορετική σειρά. Αναφέρει στον δεύτερο λόγο του «Εις την Ανάληψιν», «Ευρίσκομεν δε επιτηρησάμενοι ακριβώς, ότι μετά την ανάστασιν ενδέκατον ώφθη τοις αγίοις αποστόλοις ο Σωτήρ, και τότε ανελήφθη προς τον Πατέρα» (ΕΠΕ, τ. 36, σ. 260). Και τις αριθμεί στην συνέχεια ως εξής: πρώτη στις γυναίκες, δεύτερη στον Πέτρο, τρίτη σε αυτούς που πήγαιναν προς Εμμαούς, τέταρτη στους δέκα (όταν έλειπε ο Θωμάς), πέμπτη στους έντεκα (παρόντος του Θωμά), έκτη σε πεντακοσίους αδελφούς, έβδομη στους εφτά, όγδοη στον Ιάκωβο, ένατη στους εβδομήντα, δέκατη στο όρος της Γαλιλαίας, και ενδέκατη στην Ανάληψη, στο όρος των Ελαιών (σ. 262 -264).
Τόσο ο Χρυσόστομος όσο και οι απολογητές, στηρίζονται κυρίως στα κείμενα των ευαγγελίων. Όπως όμως έχουμε δείξει, προηγούνται παραδόσεις που ανάγονται πολύ πριν την καταγραφή των ευαγγελίων. Μία τέτοια, είναι η προ-παύλεια παράδοση που έχει επισημανθεί παραπάνω.
Η ανάληψη
Το θέμα της αναλήψεως του Ιησού, είναι σπουδαίο ζήτημα και θεολογικά αποτελεί την αποκορύφωση της «σωτηρίας», εφόσον αναλαμβάνεται στον ουρανό η ανθρώπινη φύση που προσέλαβε ο Θεός Λόγος. Βρίσκουμε σπερματικά κάποιες αναφορές στις πλαστογραφημένες επιστολές στο όνομα του Παύλου, την «Προς Εφεσίους» και την «Προς Κολοσσαείς» και πλήρη ανάλυση στην «Προς Εβραίους», αγνώστου συγγραφέως. Εμείς όμως εξετάζουμε τα πράγματα από την ιστορική τους πλευρά και όχι την θεολογική. Η ανάληψη λοιπόν ως «γεγονός», αναφέρεται μόνο από τον συγγραφέα του «Κατά Λουκάν» ευαγγελίου και των «Πράξεων των Αποστόλων», που είναι ο ίδιος. Οι υπόλοιποι τρεις ευαγγελιστές, ενώ δεν την αναφέρουν ως γεγονός, παρ' όλα αυτά υπάρχουν αναφορές στα κείμενά τους που σχετίζονται με αυτήν.
Αξίζει ωστόσο να τις εξετάσουμε. Στο «Κατά Μάρκον» ευαγγέλιο αναφέρεται· «ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐκ ἀπεκρίνατο οὐδέν. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ, σὺ εἶ ὁ χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ; ὁ δὲ ἰησοῦς εἶπεν, ἐγώ εἰμι, καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (14:61-62).
Είναι η σκηνή όπου ο Ιησούς ανακρίνεται ενώπιον της θρησκευτικής εξουσίας. Ο αρχιερέας τον ρωτάει αν είναι ο Χριστός (ο κεχρισμένος στην ελληνική γλώσσα), δηλαδή ο αναμενόμενος υπό των Ιουδαίων Μεσσίας (ο κεχρισμένος στην εβραϊκή γλώσσα). Ο Ιησούς απάντησε ότι είναι, και ότι θα δουν τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού και να έρχεται στις νεφέλες του ουρανού. Παρατηρούμε δύο πράγματα εδώ. Ότι η ανάληψη, που χρειάζεται προκειμένου να καθίσει ο Υιός του ανθρώπου στα δεξιά της δυνάμεως, και ο ερχομός του, η Δευτέρα Παρουσία του, θα γίνονταν όχι με μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, καθώς θα την έβλεπαν οι άνθρωποι του συνεδρίου. Το ότι αναφέρεται σε δεύτερη έλευση, προκύπτει από την λέξη «ἐρχόμενον». Αν αναφερόταν στην ανάληψη, εφόσον φεύγει, θα έλεγε «απερχόμενον». Από την στιγμή που ο Ιησούς ψεύδεται ή αν θέλετε ψεύδεται ο συγγραφέας του ευαγγελίου στο ότι θα τον έβλεπαν οι άνθρωποι της τότε εποχής, γιατί να μην είναι ψέμα και η ίδια η ανάληψη; Είναι δυνατόν κατά το ήμισυ να είναι η πρόταση αληθής και κατά το υπόλοιπο ήμισυ ψευδής; Αν δεν έγινε το ένα, δεν έγινε και το άλλο. Άλλωστε, σύμφωνα με την αφήγηση του «Λουκά», η ανάληψη «έλαβε χώρα» με θεατές τους πιστούς. Κατά συνέπεια, όλη η πρόταση είναι ψευδής.
Περίπου τα ίδια αναφέρονται και στο «Κατά Ματθαίον». Όμως, στο «Κατά Λουκάν», που γράφεται αργότερα, ο συγγραφέας έχει κάπως παραλλαγμένη την απάντηση του Ιησού. «καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα, συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον τοῦ λαοῦ, ἀρχιερεῖς τε καὶ γραμματεῖς, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον αὐτῶν λέγοντες, εἰ σὺ εἶ ὁ χριστός, εἰπὸν ἡμῖν. εἶπεν δὲ αὐτοῖς, ἐὰν ὑμῖν εἴπω οὐ μὴ πιστεύσητε· ἐὰν δὲ ἐρωτήσω οὐ μὴ ἀποκριθῆτε. ἀπὸ τοῦ νῦν δὲ ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ θεοῦ. εἶπαν δὲ πάντες, σὺ οὖν εἶ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη, ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι» (22:66-70).
Όπως βλέπουμε, υπάρχει διαφορά στην απάντηση του Ιησού. Ο συγγραφέας παραλείπει ότι την ανάληψη και τον δεύτερο ερχομό θα τα έβλεπαν οι παρευρισκόμενοι στο συνέδριο, και απλά αναφέρει ότι ο Υιός του ανθρώπου από τώρα θα είναι καθισμένος στα δεξιά της δυνάμεως του θεού, χωρίς να αναφέρεται σε κάποια δεύτερη έλευση που θα έβλεπαν οι άνθρωποι του συνεδρίου της εποχής εκείνης. Προφανώς, έχοντας περάσει τα χρόνια, πέρασε και η γενεά εκείνη. Και τίποτα δεν έγινε. Υπενθυμίζω ότι αυτά γράφονται 50 χρόνια μετά τα «γεγονότα».
Στο «κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο αναφέρεται· «εἰδὼς δὲ ὁ ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσιν περὶ τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς, τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον;» (6:61-62).
Αυτά τα απευθύνει σε ανθρώπους που ενώ τον ακολούθησαν για κάποιο χρονικό διάστημα, άρχισαν να εκφράζουν αντιρρήσεις. Και επειδή δεν τους έπεισε, αυτοί έφυγαν (6:66). Η ανάληψη όμως, υποτίθεται ότι έγινε ενώπιον πιστών ακολούθων του.
Οι όποιες αναφορές λοιπόν, δεν είναι αξιόπιστες εκ των πραγμάτων.
Ως γεγονός «ιστορικό» αναφέρεται από τον ίδιο συγγραφέα σε δύο διαφορετικά βιβλία, που απευθύνονται σε κάποιον Θεόφιλο· το «Κατά Λουκάν» και το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων». Όμως παρουσιάζεται ένα πρόβλημα, το οποίο δεν είναι εύκολο να λυθεί από τους ειδικούς (εκτός τους απολογητές βέβαια που έχουν πάντα τις «λύσεις» στην τσέπη τους).
Στο ευαγγέλιο φαίνεται ότι η «Ανάληψη» έγινε την ίδια μέρα με την «Ανάσταση». Στις «Πράξεις», φαίνεται ότι έγινε σαράντα μέρες μετά την «Ανάσταση».
Οι δικαιολογίες των απολογητών, είναι ότι ο ίδιος συγγραφέας δεν μπορεί να διαφωνεί με τον εαυτό του. Όμως, από την ανάγνωση του ευαγγελίου, δεν προκύπτει πουθενά ότι η ανάληψη έγινε σαράντα μέρες μετά. Αλλά την ίδια μέρα. Συγκεκριμένα, το κεφάλαιο 24 έχει ως εξής· πάνε οι μυροφόρες «όρθρου βαθέως» και μετά πάνε στους μαθητές (στ. 1-12), το περιστατικό με τους δύο που πήγαιναν προς Εμμαούς συμβαίνει «ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ» (στ. 13-32), και αναγνώρισαν τον Ιησού όταν «κέκλικεν ἤδη ἡ ἡμέρα». «Αὐτῇ τῇ ὥρᾳ», γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ και ο Ιησούς εμφανίστηκε σε όλους (στ. 33-49). Στον στίχο 50, τους οδηγεί μέχρι την Βηθανία όπου γίνεται και η ανάληψη.
Οι απολογητές, βασίζονται στην εντολή του Ιησού που ήταν να μείνουν στα Ιεροσόλυμα, και η οποία επαναλαμβάνεται και στα δύο βιβλία. Η εντολή είχε να κάνει με την λήψη του Αγίου Πνεύματος, που σύμφωνα με τις «Πράξεις», έγινε την Πεντηκοστή, δηλαδή δέκα μέρες μετά την «Ανάληψη», και σαράντα μετά την «Ανάσταση».
Έτσι, τοποθετούν τις σαράντα μέρες μεταξύ των στίχων 43 και 44 του κεφαλαίου 24. Απλά, ισχυρίζονται, δεν αναφέρεται διότι είχε σκοπό να την αναφέρει αναλυτικότερα στις «Πράξεις». Όμως, αυτή η θέση, αν και από μια άποψη φαίνεται ορθή, από άλλη άποψη είναι προβληματική, διότι έρχεται σε αντίθεση με τα λόγια του προοιμίου του «Κατά Λουκάν» ευαγγελίου. Διότι, ο συγγραφέας σκοπεύει να γράψει όλα με ακρίβεια. «ἔδοξε κἀμοὶ παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε» (1:3). Να εννοεί άραγε τα πάντα πλην της αναλήψεως; Πιθανόν. Άλλωστε, υπάρχουν μελετητές που θεωρούν τα σχετικά χωρία ως μεταγενέστερη προσθήκη. Η προσθήκη φαίνεται βιαστικά γραμμένη, χωρίς τις απαραίτητες διευκρινήσεις που υπόσχεται ο συγγραφέας του «Κατά Λουκάν» στο προοίμιό του.
Στο προοίμιο του δεύτερου βιβλίου, κάνοντας σύνδεση με το πρώτο, αναφέρει τα εξής· «Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν, ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη» (1:1-2). Περιλαμβάνει άραγε και την Ανάληψη ή σταματά εκεί για να την αναφέρει στο δεύτερο βιβλίο του; Οι γνώμες των ειδικών διίστανται.
Σημαντική είναι η παρατήρηση του πανεπιστημιακού Ehrman Bart, ότι στον στίχο «καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ' αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν» που αναφέρεται στο ευαγγέλιο, η φράση «καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν», είναι μεταγενέστερη προσθήκη («Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», σ. 224-225). Αυτό όμως σημαίνει, ότι εκεί δεν μιλάει για «ανάληψη».
Ποιο το τέλος της όλης υποθέσεως; Με απλά λόγια, δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τα τέσσερα ευαγγέλια που υποτίθεται ότι παρουσιάζουν την ίδια ιστορία μεν, αλλά έχουν υποστεί πολλάκις και πολυτρόπως προσθαφαιρέσεις από τους ίδιους τους συγγραφείς (τις βελτιώσεις μεταξύ των τριών συνοπτικών κυρίως), και από τους αντιγραφείς που ακολούθησαν κατόπιν. Ότι δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε κείμενα που όσα υπόσχονται έχουν διαψευστεί από τον ίδιο τον πανδαμάτορα χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου