Μακρότατος αντίλογος τού Απολλώνιου
Περί τού βίου του, τού Πυθαγόρα, τού Αισχύλου, τής τέχνης, τής υπεροχής τής Ινδικής σοφίας κ.ά.
XI. “Οταν τελείωσε τον λόγο του ό Θεσπεσίων, όλοι στράφηκαν προς τόν ’Απολλώνιο· οί δικοί του, έπειδή ήξεραν ότι θά άπαντήσει, καί οί σύντροφοι τού Θεσπεσίωνα άπό περιέργεια γιά τό τι θά μπορούσε νά άντιτάξει. ’Εκείνος, όμως, άφού τόν συγχάρηκε γιά την εύφράδειά του καί τόν τόνο τής φωνής του, «μήπως θέλεις νά προσθέσεις κάτι;» τόν ρώτησε καί αύτός «όχι, μά τόν Δία» άπάντησε, «διότι είπα ήδη ό,τι είχα νά πω». Καί όταν έκείνος ξαναρώτησε, «μήπως κάποιος άλλος άπό τούς Αιγυπτίους;» ό Θεσπεσίων άπάντησε «όλους μέσω έμού τούς ακόυσες».
Τότε, λοιπόν, άφού στάθηκε γιά λίγο καί συγκέντρωσε τήν προσοχή του σ’ αύτά πού είχαν λεχθεί, είπε τά έξής: «Ή εκλογή τού Ηρακλή, τήν οποία λέγει ό Πρόδικος ότι αύτός ώς έφηβος έκαμε, σωστά μάς έχει άναπτυχθεί καί σύμφωνα μέ τό πνεύμα τής φιλοσοφίας, σοφοί Αιγύπτιοι, καί δέν μένει τίποτε γιά μένα νά πώ· ούτε όμως έχω έλθει έδώ, γιά νά κάνω έσάς συμβούλους τής ζωής μου, άφού έχω έκλέξει τή ζωή πού έκρινα καλή γιά τόν έαυτό μου. ’Αλλά, επειδή είμαι πολύ πιο ήλικιωμένος άπό έσάς, έκτος άπό τόν Θεσπεσίωνα, θά μπορούσα έγώ μάλλον νά συμβουλεύσω έσάς στην έκλογή τής σοφίας, έάν βέβαια βρίσκομαι μπροστά σέ άνθρώπους, πού δέν έχουν κάμει άκόμη τήν έπιλογή τους.
’Ακριβώς, λοιπόν, έπειδή είμαι σέ τόσο προχωρημένη ήλικία καί έχω φθάσει σέ τόσο ύψηλό βαθμό σοφίας, δέν θά διστάσω νά σάς χρησιμοποιήσω ώς έλεγκτές τής δικής μου άπόφασης, έξηγώντας γιατί έκαμα σωστά, διαλέγοντας αύτά, άπό τά όποια τίποτε καλύτερο δέν ήλθε στο νού μου. Διότι, όταν διαπίστωσα κάτι μεγάλο στή φιλοσοφία τού Πυθαγόρα καί ότι ένεκα κάποιας μυστικής σοφίας όχι μόνο τόν έαυτό του γνώριζε, ποιος δηλ. ήταν, άλλά καί ποιος θά γινόταν καί ότι πήγαινε καθαρός στους βωμούς καί διατηρούσε άμόλυντο τό στομάχι του άπό ζωικές τροφές καί τό σώμα του καθαρό από όλα τά ρούχα, όσα είναι κατασκευασμένα άπό προϊόντα ζώων, καί ότι αυτός πρώτος άπό τούς άνθρώπους συγκρότησε τή γλώσσα, άνακαλύπτοντας τό δόγμα τής σιωπής, καί ότι τήν υπόλοιπη φιλοσοφία τήν εξομοίωσε μέ τούς χρησμούς καί τήν άλήθεια, τότε προσχώρησα στό σύστημά του, χωρίς νά χρειαστεί νά διαλέξω τή μία άπό κάποιες δύο φιλοσοφίες, όπως έσυ συμβουλεύεις, θαυμάσιε Θεσπεσίων.
Διότι, άφού ή φιλοσοφία παρουσίασε σ’ έμένα τις δικές της άπόψεις, όσες ύπάρχουν καί τις στόλισε μέ τά κοσμήματα πού ταιριάζουν στήν κάθε μιά χωριστά, μέ πρόσταζε νά κυττάξω προς αυτές καί νά διαλέξω σωστά. Ήταν, λοιπόν, ή στιγμή εκείνη ή πιο ιερή καί θεία καί θά μπορούσε νά κλείσει κανείς τά μάτια άπό τρόμο μπροστά σέ μερικές άπό αυτές· τό δικό μου όμως βλέμμα στάθηκε επάνω σέ όλες καί διότι επί πλέον μέ ένθάρρυναν, παρουσιάζοντας καί διακηρύσσοντας πόσα θά μού δώσουν. Κάποια άπό αύτές έλεγε ότι θά άπολαύσω άφθονες ήδονές, χωρίς καθόλου νά μοχθήσω, άλλη πάλι ότι, άφού μοχθήσω, θά μέ άναπαύσει, άλλη ότι θά άναμίξει εύχαριστήσεις μέσα στό μόχθο καί παντού έκαμναν τήν έμφάνισή τους άπολαύσεις καί χαλαρές δίαιτες διατροφής, τό χέρι ήταν έλεύθερο στον πλούτο καί δέν ύπήρχε καμιά άπαγόρευση στά μάτια, άντίθετα έπιτρέπονταν οί έρωτες, οί έπιθυμίες καί τά παρόμοια πάθη.
Σέ άντίθεση προς όλες αύτές, κάποια άλλη καυχιόταν ότι συγκρατεί άπό τέτοια πράγματα καί ήταν τολμηρή, έπιπληκτική καί άπωθούσε μέ τούς άγκώνες τά πάντα· είδα, λοιπόν, σ’ αύτήν άπερίγραπτη μορφή σοφίας, άπό τήν όποια καί ό Πυθαγόρας κάποτε νικήθηκε καί δέν στάθηκε στις πολλές, άλλά τίς άποκήρυξε καί άφοσιώθηκε στή σιωπή. Αυτή, επειδή κατάλαβε ότι δέν συμφωνώ μέ τίς άλλες, άλλά καί ότι τά δικά της δέν τά γνώριζα άκόμη, «νεαρέ», είπε, «έγώ είμαι άποκρουστική καί γεμάτη κόπους· διότι, εάν κάποιος προσχωρήσει στά δικά μου ήθη, θά έχει άποδεχθεί νά καταργήσει κάθε ζωική τροφή πού ύπάρχει, νά ξεχάσει τελείς τό κρασί καί νά μή θολώνει τον κρατήρα τής σοφίας, ό ποιος έδρεύει στις νηφάλιες ψυχές· ούτε χλαίνη θά τον θερμάνει, ούτε μάλλινο ρούχο κατασκευασμένο άπό προϊόντα Ζώων.
Αντίθετα, στούς οπαδούς μου προσφέρω παπούτσια πιό πάπυρο καί ζητώ νά κοιμούνται όπως τύχει καί αν καταλάβω ότι κάποιοι ύπέκυψαν στά άφροδίσια, έχω βαθείς λάκκους, κάτω στούς οποίους οδηγεί καί σπρώχνει αύτούς ή ακόλουθος τής σοφίας δικαιοσύνη· καί τόσο αύστηρή είμαι εγώ πρός έκείνους πού μέ διαλέγουν, ώστε καί χαλινάρια έτοιμα νά έχω, γιά νά περιορίσουν τίς γλώσσες τους.
Καί τώρα μάθε άπό εμένα τι θά ώφεληθείς, εάν ύπομείνεις αυτά: Τό άμεσο κέρδος σου θά είναι ή σωφροσύνη καί ή δικαιοσύνη· άξιοζήλευτο νά μή θεωρείς κανέναν νά έμπνέεις φόβο στούς τυράννους μάλλον, παρά νά υποτάσσεται σ’ αύτούς· στούς θεούς νά είσαι έσύ πιό εύχάριστος κι όταν άκόμη τούς προσφέρεις μικρές θυσίες, παρά έκείνοι πού χύνουν τό αίμα ταύρων· καί έπειδή θά είσαι καθαρός, θά σού δώσω τό χάρισμα νά προφητεύεις καί τά μάτια σου θά τά γεμίσω μέ τέτοιο φώς, ώστε νά διακρίνουν τόν θεό, θά άναγνωρίζουν τόν ηρώα καί νά έξευτελίζουν τούς βρικόλακες όταν αύτοί παίρνουν άπατηλές μορφές άνθρώπων».
Αύτή είναι ή δική μου έκλογή, σοφοί Αιγύπτιοι, τήν όποία, άφού τήν έπέλεξα ορθά καί σύμφωνα μέ τόν Πυθαγόρα, ούτε έγώ έξαπάτησα αύτήν, ούτε άπό αύτήν έγώ έξαπατήθηκα· έγινα δηλ. ό,τι πρέπει νά γίνει ό φιλόσοφος, ένώ, όσα αύτή ύποσχέθηκε ότι θά προσφέρει στόν φιλόσοφο, όλα τά έχω. Διότι μελέτησα σέ βάθος τή γένεση τής τέχνης καί τίς ρίζες αύτής καί μου φάνηκε ότι αύτή προέρχεται άπό ανθρώπους, στούς όποιους πλεονάζουν οί θείες ιδιότητες καί οί όποιοι έρευνούν κατά τόν πιό άριστο τρόπο τήν ψυχή, τής όποιας οί ιδιότητες τής άθανασίας καί τού άγέννητου είναι οί πηγές γενέσεως.
Τό διανόημα όμως αύτό δέν μού φαινόταν ότι έχει καμιά σχέση μέ τούς Αθηναίους, διότι τον ορισμό πού ό Πλάτων μέ θαυμάσιο καί πάνσοφο τρόπο διατύπωσε στην πόλη τους σχετικά μέ την ψυχή, αύτοί τον άπέρριψαν μέ τό νά παραδεχθούν άντίθετες μέ αύτόν καί εξωπραγματικές άπόψεις περί ψυχής· γι’ αυτό έπρεπε νά ψάχνω εγώ, γιά νά βρω ποιά πόλη υπάρχει καί ποιων άνδρών έθνος, όπου όχι ό ένας νά παραδέχεται καί ό άλλος νά άπορρίπτει, άλλά όλων των ήλικιών οί άνθρωποι τά ίδια νά ύποστηρίζουν περί ψυχής.
Καί έγώ, πρώτον, διότι ή νεότητά μου αυτό τό δρόμο μού έδειχνε καί, δεύτερον, διότι δέν είχα γνώσεις άκόμη, έστρεψα τήν προσοχή μου σ’ έσάς, τούς Αιγυπτίους, έπειδή έλεγαν ότι εσείς πάρα πολλά καί μέ τρόπο άξιοθαύμαστο γνωρίζετε. Αύτά τά διηγήθηκα λεπτομερώς στο δάσκαλό μου καί εκείνος έφιστώντας μου τήν προσοχή μού είπε: «’Εάν τύχαινε νά είσαι κάποιος άπό τούς έρωτύλους ή άπό εκείνους πού έχουν τήν ήλικία νά έρωτεύονται καί άφού συναντούσες ένα όμορφο παλληκάρι καί τό λιμπιζόσουν γιά τό κάλλος του, ζητούσες νά μάθεις τίνος παιδί είναι καί ήταν αύτός παιδί κάποιου «ίπποτρόφου» ή «στρατηγού» καί οί πρόγονοί του υπήρξαν «χορηγοί» έσύ όμως τό άποκαλούσες παιδί κάποιου «τριηράρχου» ή «φυλάρχου- άραγε νομίζεις ότι θά μπορούσες νά έλκύσεις προς τόν έαυτό σου τό ποθητό αύτό πρόσωπο μέ αύτά ή ότι θά τό κατόρθωνες, καί αν άκόμη τό δυσαρεστούσες, μή ονομάζοντας τό παλληκαράκι αύτό άπό τόν πατέρα του, άλλά άπό ξένη καί νόθα γενιά;
Ένώ, λοιπόν, ποθείς τή σοφία αύτή, τήν όποια έπινόησαν οί Ινδοί, δέν άποκαλείς αύτήν μέ τό όνομα τών φυσικών πατέρων της, άλλά τών θετών, καί άποδίδεις στούς Αιγυπτίους μεγαλύτερο εύεργέτημα καί άπό τήν περίπτωση άκόμη νά ξανασυμβεί αύτό, τό οποίο διηγούνται οί ποιητές τους, έάν δηλαδή ξεχειλίζοντας ό Νείλος άποδεικνυόταν ότι είναι γεμάτος μέλι; Αύτά έμένα, πρίν άπό σάς, μέ έκαμαν νά στραφώ πρός τούς ’Ινδούς, όταν κατάλαβα ότι είναι εύφυέστεροι οί τέτοιου είδους άνθρωποι, επειδή άναστρέφονται μέ καθαρότερες ακτίνες, καί ότι είναι πολύ πιο κοντά στην άλήθεια οί γνώμες τους, οί σχετικές μέ τή φύση καί τούς θεούς, έπειδή είναι πλησιέστεροι πρός τούς θεούς καί βρίσκονται τοποθετημένοι κοντά στά πρώτα αίτια τής γόνιμης καί θερμής ούσίας.
Όταν ήλθα σέ έπαφή μαζί τους, έπαθα σχετικά μέ τήν προσφορά τών άνδρών έκείνων κάτι άνάλογο μ’ αύτό, πού λένε ότι έπαθαν μέ τή σοφία τού Αισχύλου οί Αθηναίοι. Αύτός ύπήρξε ποιητής τραγωδιών καί, επειδή έβλεπε ότι ή τέχνη θά είναι άφτιαχτη κι άστόλιστη, αν περιόριζε τά χορικά μέρη πού ήταν σχοινοτενή, έφεύρε τούς διαλόγους τών ήθοποιών, περικόπτοντας τό μήκος τών μονωδιών ή έπινόησε τις εκτός σκηνής θανατώσεις, γιά νά μή παρουσιάζει φόνους μπροστά στά μάτια τών θεατών καί ας μή νομιστεί ότι καί αυτά στερούνται σοφίας.
Νά σημειωθεί όμως ότι τό ενδιαφέρον του γιά τήν ποίηση τον έκαμε νά στραφεί καί σέ κάποιες μικρότερης σημασίας επινοήσεις. Οταν δηλ. συνειδητοποίησε ότι επαινείται ώς άξιος τραγωδοποιός καί ότι ή τέχνη έχει στενή έξάρτηση άπό τή μεγαλοπρέπεια μάλλον, παρά άπό τήν εύτελή καί παραμελημένη εμφάνιση, δραστηριοποιήθηκε στήν κατασκευή προσωπίδων καί παρόμοιων σκηνικών σκευών, πού παρίσταναν μορφές ήρώων καί τοποθέτησε τούς ύποκριτές σέ έξέδρα γιά νά τούς έξισώσει μ’ αυτούς, καί ήταν ό πρώτος πού τούς φρόντισε ένδυματολογικά, όπως ταιριάζει σέ ήρωες καί ήρωίδες.
Γι’ αύτό οί ’Αθηναίοι πατέρα τής τραγωδίας τον θεωρούσαν καί τόν τιμούσαν καί μετά τον θάνατό του άκό- μη κατά τά Διονύσια, διότι τά δράματα τού Αισχύλου μέ κοινή άπόφαση ξαναπαίζονταν στό θέατρο καί ό ποιητής άποσπούσε εκ νέου νίκες. Παρόλα αυτά ή τέρψη, τήν οποία προσφέρει ή τραγωδία, είναι μικρής διάρκειας, διότι αυτή ευχαριστεί γιά περιορισμένο διάστημα τής ήμέρας, όπως κατά τήν περίοδο τών Διονυσίων, ένώ ή τέρψη, τήν όποια προσφέρει ή φιλοσοφία, όταν αύτή είναι καλοσυγκροτημένη, όπως τού Πυθαγόρα, καί άνάγεται στό έπίπεδο τού θείου, όπως έκαμαν οι Ινδοί πριν άπό τον Πυθαγόρα, δεν διαρκεί μικρό, άλλα άτέλειωτο καί άνυπολόγιστο χρονικό διάστημα. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι μου ουνέβη τίποτε τό παράδοξο, όταν γοητεύθηκα άπό την καλλωπισμένη φιλοσοφία, την όποια οί ’Ινδοί, άφού την τοποθέτησαν έκεί πού τήςάρμόζει, την παρουσίασαν έπάνω σέ υψηλό καί ιερό μηχάνημα^260).
Καί είναι ώρα νά μάθετε, γιατί δίκαια τούς θαύμασα καί δίκαια τούς θεωρώ σοφούς καί εύτυχείς: είδα άνδρες έπάνω στη γη καί όχι έπάνω σ’ αύτήν, περιτειχισμένους χωρίς τείχη, νά μην κατέχουν τίποτε καί νά τά έχουν όλα. Καί έάν χρησιμοποιώ αινίγματα, αυτό μού τό επιτρέπει ή σοφία τού Πυθαγόρα, διότι αυτός μάς άφησε καί τό αίνιγμα ώς μέσο διδασκαλίας, έπινοώντας μέ τον τρόπο αύτό ένα είδος έκφράσεως στην ύπηρεσία τής σιωπής.
Καί τή σοφία αύτή έσείς οί ίδιοι τήν ύποδείξατε στον Πυθαγόρα, τον καιρό πού ένστερνιζόσασταν τά ήθη των Ινδών, γιατί στά πολύ παλιά χρόνια ήσασταν Ινδοί. Επειδή όμως νοιώθατε ντροπή γιά τό λόγο, έξαιτίας τού όποιου ήλθατε σ’ αύτό τό μέρος τής γής, καί ό λόγος ήταν κάποιες προγονικές ένοχές, θέλατε νά θεωρείστε άλλοι μάλλον παρά οί Αίθίοπες, πού έχετε έλθει άπό τήν Ινδία· γι’ αύτό κάμνατε τά πάντα πρός τήν κατεύθυνση αύτή. Έτσι γυμνωθήκατε άπό τά ένδύματα πού φορούσατε έκεί, σάν νά άπογυμνωνόσασταν συγχρόνως καί άπό τήν Αίθιοπική σας καταγωγή, καί άποφασίσατε νά λατρεύετε τούς θεούς μέ τόν Αιγυπτιακό μάλλον τρόπο, παρά μέ τόν δικό σας, ένώ μιλάτε προσβλητικά γιά τούς Ινδούς, σάν νά μή αύτοδιασύρεστε, τή στιγμή πού κατάγεστε άπό εκείνους πού ύφίστανται τόν διασυρμό καί δέν έχετε άλλάξει ώς πρός αύτό μέχρι τώρα, άφού καί σήμερα άκόμη δείχνετε συμπεριφορά υβριστική καί σκωπτική άπέναντί τους, ίσχυριζόμενοι ότι οί Ινδοί δέν κάμνουν τίποτε καλό, πέρα άπό τό νά εκστασιάζονται καί νά επιδίδονται σέ θεραπείες των ματιών καί των άφτιών.
Καί έπειδή δεν γνωρίζετε άκόμη την δική μου σοφία, δίνετε την έντύπωση ότι άγνοείτε τη γνώμη πού έχουν άλλοι επάνω στό ζήτημα αυτό. Έγώ όμως δεν θά πώ τίποτε γιά τόν έαυτό μου· καί μακάρι νά ήμουν έκείνος πού οί Ινδοί με θεωρούν. Τούς Ινδούς όμως δεν έπιτρέπω νά τούς παίρνετε στό στόμα σας. ’Αλλά, έάν διαθέτετε κι έσείς τήν ορθή σοφία τού Ίμεραίου, ό όποιος γράφοντας ώδή πρός τήν Ελένη, άντίθετη σέ μιά προηγούμενη, παλινωδία ονόμασε τήν καινούρια του ώδή, είναι ώρα νά πείτε κι έσείς ότι δέν είναι άληθινά όσα λέτε, άλλάζοντας γνώμη γι’ αύτούς καί σχηματίζοντας καλύτερη άπό αυτήν πού τώρα έχετε. Καί άν δέν έχετε ικανότητες γιά μιά παλινωδία, πρέπει τουλάχιστο νά είσαστε προσεκτικοί άπέναντι τών άνδρών έκείνων, τούς όποιους οί θεοί όχι μόνο τούς θεωρούν άξιους νά μετέχουν στά ύπάρχοντά τους, άλλά ούτε καί περιφρονούν όσα έκείνοι διακοσμούν.
Έκαμες, Θεσπεσίων, καί κάποιαν άναφορά στήν Πυθώ, δηλ. ενεργεί άπλοϊκά καί άτεχνα καί ώς παράδειγμα γιά τόν ισχυρισμό σου αυτό έπικαλέσθηκες έναν ναό πού κατασκευάστηκε άπό κερί καί φτερά· σ’ έμένα όμως ούτε αύτό φαίνεται άτεχνο, διότι τό «φέρτε φτερά τά πουλιά καί οί μέλισσες κερί» άναφερόταν σέ κάποιον πού κατασκευάζει σπίτι καί σχέδιο σπιτιού· ό θεός όμως, θεωρώντας τα αύτά μικρά καί κατώτερα τής σοφίας του, ζήτησε καί άλλους ναούς, άπό τούς μεγάλους καί έκατόμπεδους, καί σέ έναν άπό αύτούς λέγεται ότι πρόσφερε ώς άφιέρωμα χρυσές σουσουράδες, πού είχαν τήν καταπειστική δύναμη τών Σειρήνων, καί μάζεψε τά πιό λαμπρά άναθήματα στήν Πυθώ γιά στολισμό καί ούτε τήν άγαλματοποιία τήν άπέκλεισε, ή όποια έφερνε πρός τιμήν του στό ιερό κολοσσούς θεών, άνθρώπων, ίππων, ταύρων καί άλλων ζώων, ούτε τόν Γλαύκο έδιωξε, πού ήλθε μέ τή βάση τού κρατήρα, ούτε την άλωση τής άκροπόλεως τού Ιλίου άρνήθηκε, τήν όποια ζωγράφισε έκεί ό Πολύγνωτος.
Τον Λυδικό χρυσό δεν τον θεωρούσε, βέβαια, στολίδι τής Πυθούς, τον δεχόταν όμως μέσα στό ιερό προς χάρη των Ελλήνων, έπιδεικνύοντας, νομίζω, σ’ αυτούς τον πλούτο των βαρβάρων, γιά νά ποθούν έκεΐνον μάλλον παρά ό ένας νά αρπάζει τά άγαθά τού άλλου καί έτσι καί τόν έλληνικό χαρακτήρα σύμφωνο μέ τή δική του σοφία διαμόρφωνε καί τήν Πυθώ μ’ αυτόν τήν λάμπρυνε.
Νομίζω άκόμη ότι γιά λόγους καλλωπισμού έβαλε καί τούς χρησμούς μέσα σέ έμμετρους στίχους. Διότι, άν δέν τό άπαιτούσε αύτό, κάπως έτσι θά ήταν οί άποκρίσεις του: «κάμε αύτό ή μή τό κάμνεις», «πήγαινε ή μή πηγαίνεις», «κάμε συμμάχους ή μή κάμεις», αυτά δηλ. τά σύντομα ή, όπως λέτε έσείς, τά γυμνά. ’Εκείνος, όμως, γιά νά δίνει έμφαση καί νά φαίνεται πιο ευχάριστος σέ όσους τόν ρωτούσαν, συνέδεσε τις άποκρίσεις μέ τήν ποιητική τέχνη. Καί διαβεβαιώνει ότι δέν υπάρχει τίποτε, πού νά μή τό γνωρίζει, άλλά λέγει ότι καί τήν άμμο τήν γνωρίζει, πόση είναι, άφού τήν μέτρησε, καί τό βάθος όλων των θαλασσών ότι τό έρεύνησε καί τό γνωρίζει.
Ή μήπως καί αύτά ώς παραδοξολογίες τά καταγράφεις, όταν ό ’Απόλλων τά λέγει σοβαρά καί στοχαστικά; Έάν όχι, θά δυσανασχετήσεις, Θεσπεσίων, μέ τήν έξής διήγηση: κάποιες γριές κουβαλώντας κόσκινα επισκέπτονται τούς βοσκούς προβάτων καί βοδιών καί θεραπεύουν τά άρρωστα ζώα μέ τήν κόσκινό μαντεία, όπως ισχυρίζονται, καί έχουν τήν άξίωση νά ονομάζονται σοφές καί σοφώτερες άκόμη άπό ό,τι είναι γενικά οί μάντεις. Αύτή τήν έντύπωση μού δίνετε κι έσείς, όταν συγκρίνω τή σοφία σας μέ τή σοφία τών ’Ινδών, διότι έκείνοι είναι θεοί καί ή γνώση τους είναι στολισμένη, όπως τών άνδρών τού Πυθικού μαντείου· έσείς όμως, άλλά δέν θά πώ τίποτε περισσότερο, διότι σ’ έμένα καθώς καί στούς ’Ινδούς είναι προσφιλής ή σιωπή, ή όποια θά ήμουν ευτυχής νά άκολουθεί και νά συμβουλεύει τήν γλώσσα μου, όταν έπιχειρώ νά εγκωμιάζω καί νά δείχνω τήν άγάπη μου σε όσα μου είναι δυνατόν, ένώ, ό,τι βρίσκεται πιό πάνω άπό τίς δυνάμεις μου, νά τό άφήνω άνέγγιχτο άπό κατηγορίες.
Έσύ, όμως, όταν άκοϋς τόν Όμηρο στήν Κυκλωπία νά λέγει ότι ή γή τούς άγριότατους καί άσεβέστατους άσπαρτη καί άνόργωτη τούς τρέφει, χαίρεσαι μέ τήν διήγηση αύτή, καί αν κάποιοι Ήδωνοί ή Λυδοί τελούν τά μυστήρια τού Βάκχου, καθόλου δέν δυσπιστείς ότι ό θεός θά δώσει σ’ αύτούς πηγές άπό γάλα καί κρασί καί θά τούς ποτίσει μ’ αύτά, καί τούς γεμάτους άπό έμπνευση σοφίας θά τούς στερήσεις άπό τά δώρα, πού αύτόματα προέρχονται άπό τήν γή;
Τρίποδες όμως αυτόματοι ύπάρχουν καί στά συμπόσια των θεών καί ό Άρης, άν καί είναι άπαίδευτος καί μισητός, δέν έχει κατηγορήσει ώς τώρα τόν Ήφαιστο, ούτε ποτέ άκουσαν οί θεοί κατηγορία σάν κι αύτήν: «άδικείς, Ήφαιστε, έπειδή διακοσμείς τό συμπόσιο των θεών καί στήνεις γύρω άπό αύτό θαύματα». Ούτε ποτέ κατηγορήθηκε γιά τήν κατασκευή ύπηρετριών άπό χρυσό, ότι δηλ. έξευτελίζει τά μέταλλα, επειδή δίνει πνοή στόν χρυσό, διότι κάθε τέχνη έχει ώς άποστολή τή διακόσμηση, έπειδή καί ή ίδια ή ύπαρξη τής τέχνης έπινοήθηκε γιά τή διακόσμηση.
Ή ξυπολυσιά, τό τριμμένο έπανωφόρι καί τό κρεμασμένο στόν ώμο ταγάρι κι αύτά επινοήθηκαν γιά στολισμό· ένώ τό νά ξεγυμνώνεται κανείς τελείως, όπως άκριβώς έσείς, άν καί μοιάζει μέ άτημέλητη καί λιτή έμφάνιση, στήν ούσία άποτελεί έπιτήδευση στολισμού καί δέν άπουσιάζει άπό αυτόν, λένε, ή άλλη όψη τής έπιδεικτικής ύπερηφάνειας· 0σο γιά τήν πατροπαράδοτη θρησκεία τού Ήλιου καί τίς έθνικές τελετές των Ινδών, καθώς καί γιά κάθε λατρεία, μέ τήν όποια ό θεός αύτός εύχαριστείται, πρέπει νά κρίνουμε μέ τά δικά τους κριτήρια· διότι οί θεοί τού κάτω κόσμου λ.χ. μέ μεγάλη χαρά δέχονται τά ορύγματα καί όσα διαδραματίζονται στή γεμάτη μέ κοιλότητες γή, ένώ τό μεταφορικό μέσο τού Ήλιου είναι ό άέρας καί πρέπει, αυτοί πού θά έπιχειρήσουν νά τον ύμνήσουν, όπως τού ταιριάζει, νά υψωθούν έπάνω άπό τή γή καί νά διέλθουν τά ύψη μαζί μέ τόν θεό· καί αύτό, βέβαια, όλοι τό θέλουν, τό κατορθώνουν όμως μόνον οί Ινδοί».
Ό Απολλώνιος σκώπτει τίς ζωόμορφες παραστάσεις των θεών.
XIX. «Ρώτα, λοιπόν», είπαν, «διότι ό λόγος, όπως είναι γνωστό, άκολουθεί τήν έρώτηση». Καί ό ’Απολλώνιος: «Θά σάς ρωτήσω πρώτα γιά τούς θεούς, τί δηλ. είναι αυτό πού μάθατε καί δημιουργήσατε τήν παράδοση στούς εδώ άνθρώπους γιά άνάρμοστες καί γελοίες άπεικονίσεις τών θεών, πλήν λίγων· τί λίγων δηλαδή; έλαχίστων θεών οί παραστάσεις έχουν άποδοθεί σοφά καί θεόμορφα, ένώ οί ύπόλοιπες ιερές σας παραστάσεις δείχνουν νά τιμούν άλογα καί άσήμαντα ζώα μάλλον παρά θεούς».
Ό Θεσπεσίων δυσανασχέτησε καί είπε: «Τά δικά σας άγάλματα πώς θά πεις ότι είναι κατασκευασμένα;». «Όπως είναι πιό ώραίο» είπε «καί πιό ευσεβές νά δημιουργεί κάποιος θεούς». «Τόν Δία άσφαλώς έννοείς», είπε, «στήν ’Ολυμπία καί τό είδωλο τής Άθηνάς και τής Κνιδίας καί τής Άργείας καί όσα είναι σάν κι αυτά ώραία καί γεμάτα άπό χάρη». «Όχι μόνον αύτά», είπε, «άλλά γενικότερα έννοώ ότι ή άγαλματοποιία των άλλων άνταποκρίνεται σ’ έκείνο πού άρμόζει καί ότι άντίθετα εσείς γελοιοποιείτε τό θείο μάλλον παρά τό τιμάτε».
«Καί οί Φειδίες» είπε «καί οί Πραξιτέλες μήπως, άφού άνέβηκαν στόν ουρανό καί άποτύπωσαν σε κέρινα έκμαγεία τις μορφές των θεών, τις άπέδωσαν εν συνεχεία μέ τήν τέχνη τους ή μήπως κάτι άλλο ήταν αύτό πού τούς καθοδηγούσε στο πλάσιμο;». «Κάτι άλλο» είπε «καί γεμάτο σοφία». «Ποιο;» ρώτησε «γιατί δέν θά πεις άσφαλώς κάτι άλλο παρά τή μίμηση».
«Ή φαντασία», άπάντησε, «τά έκαμε αύτά, ή όποια είναι δημιουργός σοφώτερη άπό τή μίμηση· διότι ή μίμηση θά δημιουργήσει αύτό πού είδε, ή φαντασία όμως κι έκείνο πού δέν είδε, διότι αύτό θά τεθεί ώς βάση προς τήν άναγωγή στο πρότυπο· τή μίμηση έξάλλου τήν απωθεί πολλές φορές ό τρόμος, τή φαντασία όμως τίποτε, διότι αύτή προχωρεί άτάραχη πρός έκείνο, τό οποίο ή ίδια έθεσε ώς βάση. Καί πρέπει, ίσως, όταν στοχάζεσαι τή μορφή τού Δία, νά βλέπεις αύτόν σέ σχέση μέ τόν ουρανό, τίς έποχές καί τά άστρα, όπως άκριβώς καί ό Φειδίας τότε ξεκίνησε τό έργο του, καί, όταν έπρόκειτο νά δημιουργήσει τήν Άθηνά, ότι σκεπτόταν στρατόπεδα, σοφία, τέχνες καί τό γεγονός, ότι αύτή άναπήδησε άπό τό κεφάλι τού ίδιου τού Δία. Άν, όμως, άφού κατασκευάσεις γεράκι ή κουκουβάγια ή λύκο ή σκύλο, τά φέρεις αύτά στά ιερά άντί γιά τόν Ερμή, τήν Άθηνά καί τόν Απόλλωνα, τά θηρία καί τά όρνια θά φανούν άσφαλώς άξιοζήλευτα χάρη στίς εικόνες, οί θεοί όμως θά χάσουν πάρα πολύ άπό τό μεγαλείο τους».
«Δείχνεις», είπε, «νά έξετάζεις μέ έπιπολαιότητα τά δικά μας· σοφό όμως, άν κάτι τέτοιο ύπάρχει οπούς Αιγυπτίους, θεωρείται καί τό νά μή είναι κανείς ύπερβολικά τολμηρός (στήν άπόδοση τών θεϊκών μορφών, άλλά νά τίς κάμνει συμβολικές καί ύπονοούμενες, διότι έτσι θά φαίνονταν πιο σεβάσμιες». Τότε ό Απολλώνιος γέλασε καί είπε ειρωνικά: «Άνθρωποι, έχετε ωφεληθεί πολύ άπό τή σοφία των Αιγυπτίων καί των Αίθιόπων, έάν πιό άξιοσέβαστο καί πιό θεόμορφο θά θεωρείται άπό έσάς ή ίβις τό σκυλί καί ό τράγος, γιατί αύτά άκούω άπό τον Θεσπεσίωνα τον σοφό. Τί όμως τό σεβαοτό υπάρχει σ’ αύτά ή τί πού νά προκαλεί φόβο;
Διότι οί έπίορκοι, οί ιερόσυλοι, καθώς καί τά άσεβή έθνη είναι φυσικό νά περιφρονούν παρά νά φοβούνται αύτά τά ιερά δημιουργήματα· έφόσον όμως τά ιερά ύπονοούν κάτι σεβαστότερο, πολύ πιό σεβάσμιοι θά ήταν οί θεοί στην Αίγυπτο, αν δεν στήνονταν κανένα άγαλμά τους καί χρησιμοποιούσατε κάποιον άλλο τρόπο σοφώτερο καί πιό μυστηριακό γιά τή θεολογία· διότι θά ήταν δυνατό π.χ. νά άνοικοδομήσετε πρός τιμήν τους ναό καί νά ορίσετε ποιά πρέπει νά θυσιάζουν καί ποιά όχι, πότε καί γιά πόσο διάστημα, καθώς καί τί λέγοντας καί έκτελώντας· άγαλμα όμως νά μή βάζετε μέσα στό ναό, άλλά τίς μορφές των θεών νά τις αφήνετε στή φαντασία αύτών πού συχνάζουν στούς ναούς, διότι ό νους χαράζει μέσα του καί σχηματίζει κάτι άνώτερο άπό τή δημιουργία· άντίθετα, έσείς στερήσατε άπό τούς θεούς τή δυνατότητα καί στό νά βλέπονται καί στό νά υπονοούνται ώραίοι».
Απέναντι σ’ αύτά ό Θεσπεσίων είπε: «Υπήρξε κάποιος Αθηναίος, ό Σωκράτης, ένας άνόητος γέρος, όπως άκριβώς εμείς, ό όποιος τον σκύλο, τή χήνα καί τόν πλάτανο τά θεωρούσε θεούς καί ορκιζόταν σ’ αύτά». «Όχι άνόητος», είπε, «άλλά θείος καί πράγματι σοφός, διότι όρκιζόταν σ’ αύτά όχι ώς πρός θεούς, άλλά γιά νά μή όρκίζεται στούς θεούς».
Περί των Λακωνικών μαστιγώσεων
XX. ‘Ύστερα άπό αύτά ό Θεσπεσίων, σάν νά ήθελε νά απομακρυνθεί άπό τό θέμα αύτό, ρώτησε τόν Απολλώνιο για τό Λακωνικό μαστίγιο καί γιά τό αν οί Λακεδαιμόνιοι μαστιγώνονται δημόσια. «Ναι, Θεσπεσίων», απάντησε, «όσο δυνατά μπορούν νά τους χτυπήσουν άνθρωποι· καί μεταξύ αυτών πού μαστιγώνονται είναι ιδίως οί εύγενείς καί διακεκριμένοι». «Ένώ τούς δούλους», είπε, «όταν αυτοί άδικούν, τί τούς κάνουν;». «Δεν τούς σκοτώνουν πλέον», άπάντησε, «πράγμα πού έπέτρεπε κάποτε ό Λυκούργος, άλλά καί γιά έκείνους ισχύει τό ίδιο μαστίγωμα».
«Καί οί Έλληνες», ρώτησε, «τί γνώμη έχουν γι’ αύτά;». «Συγκεντρώνονται», είπε, «όπως στά Ύακίνθια καί τίς Γυμνοπαιδιές, γιά νά παρακολουθήσουν τό θέαμα μέ εύχαρίστηση καί μεγάλο ένθουσιασμό». «Καί δέν ντρέπονται», είπε, «οί ένάρετοι Έλληνες ή νά βλέπουν αύτούς πού κάποτε ήταν άρχοντές τους νά μαστιγώνονται σέ κοινή θέα ή νά έχουν κυβερνηθεί άπό άνθρώπους, οί όποιοι μαστιγώνονται δημόσια; Καί σύ πώς δέν τά διόρθωσες αύτά; Γιατί λένε ότι φρόντισες καί τούς Λακεδαιμονίους».
«Όσα τουλάχιστον», είπε, «ήταν δυνατόν νά διορθωθούν, γι’ αύτά τούς έδινα συμβουλές καί έκείνοι μέ προθυμία συμμορφώνονταν, διότι έχουν αύξημένο τό αίσθημα τής έλευθερίας περισσότερο άπό τούς άλλους Έλληνες καί αύτοβούλως ύπακούουν σέ εκείνον πού τούς συμβουλεύει σωστά· τό έθιμο όμως τού μαστιγώματος τηρείται πρός χάρη τής Άρτέμιδας τής Σκυθικής, λένε, ύστερα άπό υπόδειξη κάποιων χρησμών καί τό νά έρχεται κανείς σέ άντίθεση μέ τή θέληση τών θεών, τό θεωρώ τρέλλα».
«Άσοφους, Απολλώνιε», είπε, «άποκαλείς τούς θεούς τών Ελλήνων, έάν συμβουλεύουν τίς μαστιγώσεις σάν μέρος τής πειθαρχημένης έλευθερίας». «Δέν τούς συμβουλεύει, τίς μαστιγώσεις άκριβώς», είπε, «άλλά νά ραντίζουν μέ αίμα άνθρώπων τόν βωμό, έπειδή καί άπό τούς Σκύθες άπαιτούσε τό ίδιο· ξεγλιστρώντας, λοιπόν, μέ τέχνασμα οί Λακεδαιμόνιοι άπό τήν υποχρέωση τής άνθρωποθυσίας, έχουν έπινοήσει τόν άγώνα καρτερίας, ώστε μ’ αύτόν καί νά μή θανατώνεται κανείς καί νά προσφέρουν συγχρόνως μέρος άπό τό αίμα τους στή θεά».
«Γιατί δεν θυσιάζουν στην Άρτέμιδα τούς ξένους, όπως άκριβώς νόμιζαν σωστό κάποτε οί Σκύθες;». «Διότι δέν ταιριάζει στό χαρακτήρα κανενός από τούς Έλληνες νά εφαρμόζουν βάρβαρα έθιμα». «Καί όμως θά θεωρούνταν πιό φιλάνθρωποι, έάν θυσίαζαν έναν, υποθέτω, καί δύο παρά νά εφαρμόζουν την άπέλαση όλων άνεξαιρέτως των ξένων». «Ας μην έπιτιθέμεθα κατά τού Λυκούργου, Θεσπεσίων», είπε, «διότι πρέπει νά άναγνωρίσουμε στον άνδρα καί ότι τό νά μη έπιτρέπει στούς ξένους νά παραμένουν στην πόλη, δέν είχε τήν έννοια τής άποφυγής έπιμιξίας, άλλά γιά νά διατηρείται άναλλοίωτος ό χαρακτήρας των Σπαρτιατών μέ τήν άπαγόρευση των ξένων νά συναναστρέφονται μαζί τους».
«Έγώ όμως», είπε, «θά θεωρούσα άνδρες τούς Σπαρτιάτες, όπως έχουν τήν άπαίτηση νά θεωρούνται, έάν, ένώ συναναστρέφονται μέ τούς ξένους, δέν άπομακρύνονται άπό τά πατροπαράδοτα· διότι έπρεπε όχι μόνο μέ τήν άπουσία, άλλά καί μέ τήν παρουσία των ξένων νά φαίνονται, νομίζω, ότι μπορούν νά άποκτούν τις ίδιες άρετές. Αυτοί, όμως, αν καί έφάρμοσαν τις άπελάσεις των ξένων, οδηγήθηκαν στή διαφθορά τού χαρακτήρα τους καί φάνηκαν νά ένεργούν παρόμοια μέ έκείνους, τούς όποιους μισούσαν περισσότερο άπό τούς άλλους Έλληνες.
Όπως τά ναυτικά προγράμματα καί τή μετά άπό αύτά κατ’ άναλογία έπιβολή φόρων μέ σκληρότερο καί άπό τούς ’Αττικούς άκόμη τρόπο τά έπέβαλαν καί γιά όσα νόμιζαν ότι αύτοί πρέπει νά πολεμήσουν έναντίον των ’Αθηναίων, έφθασαν στό σημείο καί οί ίδιοι νά κάμνουν όμοια, νικώντας τούς ’Αθηναίους στον πόλεμο, άλλά ύποκύπτοντας συγχρόνως σέ όσα τούς φαίνονταν ότι έκείνοι έπιδίδονταν. Καί αυτό, λοιπόν, τό ότι δήθεν ή θεά τών Ταύρων καί τών Σκυθών έφερε στήν πόλη ξένα έθιμα, ήταν τής φαντασίας τους πλάσμα. Έάν όμως αύτά ήταν άπαίτηση χρησμών, τί χρειαζόταν τό μαστίγιο; Καί γιατί νά Επινοήσουν τήν καρτερία, πού άρμόζει μόνο στούς δούλους;
Ταίριαζε περισσότερο στον λακωνικό χαρακτήρα, ώς πρός την άφοβία μπροστά στό θάνατο, τό έξης, νομίζω, νά θυσιάζουν δηλ. έναν Σπαρτιάτη έφηβο μέ τή θέλησή του έπάνω στό βωμό. Διότι κάτι τέτοιο θά άναδείκνυε γενναιότερους τούς Σπαρτιάτες καί θά άπομάκρυνε τούς Έλληνες άπό ό,τι τούς είναι μισητό. Καί εάν στόν πόλεμο ήταν εύλογο νά φείδονται τούς νέους, παρόλα αύτά τό νόμο των Σκυθών, πού ισχύει γιά τούς έξηντάρηδες, θά ήταν σωστότερο νά τόν έφαρμόζουν οί Λακεδαιμόνιοι παρά οί Σκύθες, έάν πραγματικά καί όχι γιά καυχησιά έπαινούν τόν θάνατο.
Αύτά δέν τά είπα γιά τούς Λακεδαιμονίους, άλλά γιά σένα, ’Απολλώνιε. Διότι, έάν τά παλιά έθιμα καί αύτά πού είναι τόσο απομακρυσμένα, ώστε νά μή μπορούμε νά τά γνωρίζουμε, τά έξετάζουμε αύστηρά προχωρώντας στην κριτική τού θείου, διότι χάριν αυτού ισχύουν πολλοί καί παράδοξοι λόγοι θά προέκυπταν γιά μιά τέτοιου είδους φιλοσοφία· διότι θά μπορούσαμε νά άναφερθούμε καί στήν τελετή τής ’Ελευσίνας καί σέ όσα οί Σαμόθρακες τελούν, όταν όχι τό τάδε, άλλά τό τάδε κάμνουν αυτοί, καί στά Διονύσια καί στό σύμβολο τού φαλλού καί στό σχήμα τής Κυλλήνης. Άς προχωρήσουμε, λοιπόν, σέ ό,τι άλλο θέλεις, δείχνοντας τήν έκτίμησή μας καί στού Πυθαγόρα τή θεωρία, πού έχει τήν προέλευσή της άπό έμάς· διότι είναι καλό, άν καί όχι γιά όλα, άλλά γιά παρόμοια θέματα νά σιωπούμε».
Καί ό ’Απολλώνιος παίρνοντας τό λόγο είπε: «Έάν ήθελες νά έξετάσουμε σέ βάθος τό θέμα, θά σού φαινόταν ότι πολλά καί σημαντικά λέγουν οί Λακεδαιμόνιοι, σχετικά μέ όσα ορθά καί περισσότερο άπό τούς άλλους Έλληνες άσχολούνται· άφού όμως τόσο τό περιφρονείς αύτό τό θέμα, ώστε ούτε καν όσια νά θεωρείς μιά τέτοια συζήτηση, άς προχωρήσουμε σέ άλλο θέμα πολύ σπουδαίο, όπως πιστεύω· διότι θά ρωτήσω κάτι γιά τή δικαιοσύνη».
Απολλώνιος καί Θεσπεσίων συζητούν περί τού δικαίου άνδρός.
XXI. «Ας διαπραγματευθούμε τό θέμα», είπε, «γιατί αυτό είναι κατάλληλο καί για σοφούς καί για άσοφους. Άλλα, για νά μή προκαλέσουμε σύγχυση στή συζήτηση, παρεμβάλλοντας σ’ αύτήν τίς γνώμες των Ινδών καί έτσι ξεφύγουμε άπό τό θέμα χωρίς άποτέλεσμα, πρώτα νά μάς πεις τίς γνώμες τών Ινδών περί δικαιοσύνης, διότι είναι φυσικό νά τίς έχεις εξετάσει εκεί, καί αν ή άποψη είναι ορθή, θά συμφωνήσουμε, έάν όμως έμείς κάτι σοφώτερο πούμε, νά συμφωνήσετε μαζί μας, γιατί κι αύτό είναι χαρακτηριστικό τής δικαιοσύνης».
«Υπέροχα, Θεσπεσίων» είπε «καί γιά μένα πολύ ευχάριστα μίλησες. Άκου, λοιπόν, αύτά πού συζητήσαμε εκεί: Διηγόμουν πρός αύτούς ότι ύπήρξα καπετάνιος μεγάλου πλοίου, όταν ή ψυχή μου είχε τήν φροντίδα άλλου σώματος, καί ότι θεωρούσα τόν εαυτό μου δικαιότατο, έπειδή κάποιοι ληστές μέ δωροδοκούσαν, γιά νά προδώσω τό πλοίο, άγκυροβολώντας εκεί, όπου έπρόκειτο νά στήσουν ένέδρα, γιά νά αρπάξουν τό φορτίο του, άλλά έγώ, ένώ τούς ύποσχέθηκα αύτά, γιά νά μή μάς επιτεθούν, τούς προσπέρασα, παρακάμπτοντας τήν τοποθεσία έκείνη».
«Καί συμφώνησαν οί Ινδοί», είπε ό Θεσπεσίων, «ότι αύτά είναι δικαιοσύνη;». «Γέλασαν περιπαικτικά», είπε, «διότι δεν είναι δικαιοσύνη τό νά μή άδικεί κανείς». «Όρθά», είπε, «διότι ούτε φρόνηση είναι τό νά μή σκέπτεται κανείς άνόητα ούτε ανδρεία τό νά μή λιποτακτεί ούτε σωφροσύνη τό νά μή μοιχεύει ούτε άξιο επαίνου τό νά μή φαίνεται κανείς κακός· διότι κάθε τι πού άπέχει ίση άπόσταση άπό τήν άμοιβή καί τήν τιμωρία, δέν είναι καθόλου άρετή».
«Πώς, λοιπόν, Θεσπεσίων», ρώτησε, «θά τιμήσουμε τόν δίκαιο ή τι όταν αυτός κάμνει;». «Χωρίς διακοπές καί διεξοδικά μπορέσατε νά διαπραγματευθήτε τό θέμα τής δικαιοσύνης ή όταν ό βασιλιάς, πού κυβερνάει μιά τόσο μεγάλη καί τόσο πλούσια χώρα, παρευρέθηκε στη συζήτησή σας για τή βασιλεία ώς δικαιότατου άποκτήματος;». «Έάν έκείνος πού ήλθε ήταν ό Φραώτης, είπε, «με τό δίκιο σου θά μάς μεμφόσουν γιά τό ότι δεν άσχοληθήκαμε με τή δικαιοσύνη μπροστά του· έπειδή όμως είδες τόν άνθρωπο, με τά όσα χθές γι’ αύτόν διηγόμουν, νά μεθάει καί νά δυσανασχετεί με τή φιλοσοφία γενικά, ποιά άνάγκη υπήρχε νά τόν ένοχλούν με τέτοια συζήτηση; Καί ποιά έπίσης ή άνάγκη νά κοπιάζουν αύτοί άγωνιζόμενοι μέ ζήλο γιά έναν άνθρωπο πού όλα τά θεωρεί διασκέδαση; ’Αλλ’ έπειδή οι σοφοί άνδρες, όπως άκριβώς εμείς, πρέπει νά άνιχνεύουν τή δικαιοσύνη μάλλον παρά οί βασιλείς καί οί στρατηγοί, ας προχωρήσουμε στήν ουσία τού θέματος περί δικαίου. Διότι ώς προς έκείνο πού νόμιζα γιά τόν έαυτό μου στό περιστατικό μέ τό πλοίο καί γιά τούς άλλους πού δέν άδικούν, έσείς καθόλου δίκαιους δέν τούς ιυτοκαλείτε, ούτε άξιους οποιοσδήποτε τιμής».
«Καί εύλογα», είπε, «διότι ούτε άπό τούς ’Αθηναίους ούτε άπό τούς Λακεδαιμονίους θά μπορούσε νά γίνει πρόταση, νά τιμήσουν τόν τάδε, έπειδή δέν άνήκει σ’ εκείνους πού δέν έχουν έραστή ή τόν τάδε νά τόν άναγορεύσουν πολίτη, έπειδή δέν είναι ιερόσυλος. Ποιος λοιπόν είναι δίκαιος καί τί πράττοντας αυτός; Διότι δέν γνωρίζω κανέναν, πού νά έχει τιμηθεί γιά τή δικαιοσύνη του, ούτε νά έχει γίνει γιά άνδρα δίκαιο πρόταση, όπως λ.χ. νά τιμηθεί ό τάδε, έπειδή κάμνοντας τό τάδε άποδεικνύεται δίκαιος· έάν μάλιστα θυμηθεί κανείς τήν περίπτωση τού Παλαμήδη στήν Τροία καί τού Σωκράτη στήν Αθήνα, θά καταλάβει ότι ή δικαιοσύνη δέν εύημερεί μεταξύ τών άνθρώπων, διότι αύτοί οί δύο έπαθαν τήν πιο μεγάλη αδικία, αν καί ήταν δικαιότατοι. Καί αύτοί βέβαια άφανίστηκαν μέ τήν εικασία ότι άδίκησαν, ύστερα άπό άμεση δικαστική άπόφαση, τόν ’Αριστείδη όμως, τόν γιό του Λυσιμάχου, ή ίδια ή δικαιοσύνη τόν κατέστρεψε καί ένας άνδρας τόσο όνομαστός γιά τή δικαιοσύνη του χάθηκε στήν έξορία.
Καί τό ξέρω ότι ή δικαιοσύνη θά φανεί γελοία, διότι, αν καί είναι ταγμένη άπό τό Δία καί τίς Μοίρες στό νά μή αδικούνται οί άνθρωποι, πουθενά δεν ορίζει νά μή άδικεΐται ή ίδια. Σ’ έμενα άρκούν τα σχετικά με τόν ’Αριστείδη, προκειμένου νά άποδείξω ποιος είναι ό μή άδικος καί ποιος ο δίκαιος· διότι, πες μου, αυτός δεν ήταν ό ’Αριστείδης, έκεΐνος ό όποιος λέτε έσείς, πού έρχεστε άπό τήν Ελλάδα, ότι, άφού έπλευσε στά νησιά γιά τούς φόρους, όρισε στό καθένα άπό αυτά τόν άναλογούντα φόρο καί ότι έπέστρεψε φορώντας τό ίδιο τριμμένο ρούχο;». «Αυτός», είπε, «χάρη στόν όποιο ό πόθος τής φτώχειας γνώρισε κάποτε δόξες».
«Έάν, λοιπόν», είπε, «έμφανίζονταν δύο ’Αθηναίοι ήγέτες τού λαού καί έπαινούσαν τόν ’Αριστείδη, μόλις αυτός είχε έπιστρέψει άπό τίς συμμαχικές πόλεις, καί ό ένας πρότεινε νά τόν τιμήσουν, επειδή έπέστρεψε χωρίς νά είναι πλούσιος καί χωρίς νά έχει άποκτήσει καμιά περιουσία, άλλά πιο φτωχός άπό όλους τούς ’Αθηναίους καί πιο φτωχός άπ’ ό,τι όταν πήγε, καί ό άλλος υπέβαλλε μιά τέτοια περίπου πρόταση; έπειδή ό ’Αριστείδης όρισε φόρους όχι πάνω άπό τίς δυνατότητες των συμμάχων, άλλά άνάλογο μέ τήν έκταση γής πού κατέχουν, καί φρόντισε νά τούς μονοιάσει μέ τούς Αθηναίους καί νά τούς κάνει νά μή δυσανασχετούν μ’ αύτά, άς ψηφίσουμε νά τιμηθεί αυτός γιά δικαιοσύνη, δέν θά σού φαινόταν άραγε ότι ό ’Αριστείδης θά διαφωνούσε μέ τήν πρώτη πρόταση, χαρακτηρίζοντας την άνάξια των άρχών του, έπειδή δηλ. τόν τιμούν γιά όσα δέν άδίκησε, ένώ τή δεύτερη ίσως καί ό ίδιος θά τήν έπαινούσε, έπειδή στηρίζει τό σκεπτικό της σέ όσα καί ό ίδιος πρέσβευε;
Διότι, άποβλέποντας βεβαίως στό συμφέρον των ’Αθηναίων καί των ύπηκόων, ύπολόγισε σωστά τήν άναλογία των φόρων, καί αύτό φάνηκε περισσότερο μετά τόν ’Αριστείδη· έπειδή δηλ. οί Αθηναίοι, άφού παρέβησαν τήν συμφωνία γιά τούς φόρους, πού έκρινε σωστούς έκείνος, προσδιόρισαν βαρύτερους φόρους στά νησιά, διασπάστηκε ή ναυτική τους δύναμη, μέ τήν οποία ήταν έξαιρετικά φοβεροί, ένώ έκαμε τήν έμφάνισή της ή ναυτική δύναμη των Λακεδαιμονίων καί έτσι δέν διατηρήθηκε τίποτε άπό τή δική τους δύναμη, άλλα όλοι οί ήπήκοοι έπαναστάτησαν καί άπομακρύνθηκαν άπό αύτούς. Δίκαιος, λοιπόν, είναι, ’Απολλώνιε, σύμφωνα μέ τόν σωστό όριομό, όχι ό μή άδικος, άλλα έκείνος ό όποιος καί ό ίδιος ενεργεί δίκαια καί τούς άλλους τούς οδηγεί σε σημείο, ώστε νά μή άδικούν καί θά βλαστήσουν άπό μιά τέτοια δικαιοσύνη καί άλλες άσφαλώς άρετές καί κυρίως ή δικαστική καί ή νομοθετική· διότι ένας τέτοιος άνθρωπος θά δικάσει πολύ δικαιότερα παρά έκείνοι πού ορκίστηκαν έπάνω στά ιερά σφάγια καί θά νομοθετήσει όπως άκριβώς οί Σάλωνες καί οί Λυκούργοι, διότι κι έκείνους τούς κατηύθυνε ή δικαιοσύνη στο νομοθετικό τους έργο».
Ετοιμασίες για τό ταξίδι στις πηγές τού Νείλου
XXII. Τόσα λέγει ό Δάμις ότι συζήτησαν αύτοί γιά τόν δίκαιο άνδρα καί ότι ό ’Απολλώνιος συμφώνησε άπολύτως μέ τόν ορισμό, ότι δηλ. αυτός είναι σύμφωνος προς τόν όρθό λόγο. ’Αφού συζήτησαν καί γιά τήν ψυχή, ότι δηλ. αυτή είναι άθάνατη, καί γιά τή φύση, μέ άπόψεις παραπλήσιες προς τού Πλάτωνα στον «Τίμαιο», καί άφού πάρα πολλά είπαν γιά τούς νόμους τών Ελλήνων, ό ’Απολλώνιος είπε: «Τό ταξίδι μου έδώ έγινε γιά σάς καί γιά τίς πηγές τού Νείλου, τίς όποιες συγχωρείται σ’ έκείνον πού έφθαοε μέχρι τήν Αίγυπτο νά τίς άγνοήσει, γιά έκείνον όμως πού προχώρησε μέχρι τήν Αιθιοπία, μέ τόν δικό μου τρόπο, θά μπορούσε νά άποτελέσει αιτία ντροπής, τό νά τίς προσπεράσει καί νά μή άντλήσει άπό αυτές κάποιους λόγους». «Πήγαινε στο καλό» τού είπε «καί προσευχήσου στις πηγές ό,τι ίπιθυμείς, διότι είναι ιερές. Καί νομίζω ότι θά έχεις οδηγό τόν παλαιότερα Ναυκρατίτη καί τώρα Μεμφίτη, τόν Τιμασίωνα, ό όποιος είναι γνώστης των πηγών καί τόσο καθαρός, ώστε νά μή χρειάζεται ραντισμό. Με σένα όμως, Νείλε, θέλουμε νά μιλήσουμε κάτι ιδιαιτέρως».
Τό νόημα των λόγων αύτών ήταν ολοφάνερο στόν ’Απολλώνιο, διότι κατάλαβε ότι αυτοί ένοχλήθηκαν, πού ό Νείλος ένιωσε μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτόν. ’Αφού, όμως, άποσύρθηκε άπό τη συζήτηση μ’ αυτούς, πήγε νά έτοιμαστεί, προκειμένου νά ξεκινήσει μέ τό ξημέρωμα. ‘Ύστερα άπό λίγο ήλθε καί ό Νείλος, δέν είπε, βέβαια, τίποτε άπό όσα ακούσε, γελούσε όμως μόνος του· κανένας δέν τόν ρωτούσε γιά τήν αίτια τού γέλοιου, διότι όλοι σέβονταν τό μυστικό του.
Επισκέπτεται τό μαντείο τού Τροφωνίου στην Λεβάδεια
XIX. ’Αφού έπί σαράντα ήμέρες άσχολήθηκε μέ συζητήσεις στήν ’Ολυμπία καί καταπιάστηκε μέ πάρα πολλά καί σπουδαία ζητήματα, είπε: «Καί στήν κάθε μιά άπό τίς πόλεις χωριστά θά συζητήσω μαζί σας κατά τίς πανηγύρεις, τίς ιερές πομπές, τά μυστήρια, τίς θυσίες καί τίς δημόσιες σπονδές σας – καί αύτά χρειάζονται τίς ύπηρεσίες ένός εύφυούς άνδρα. Τώρα όμως πρέπει νά μεταβώ στήν Λεβάδεια, διότι μέ τόν Τροφώνιο δέν συναντήθηκα ποτέ ώς τώρα, άν καί έπισκέφθηκα κάποτε τό ίερό»Καί άφού είπε αύτά πορευόταν προς τήν Βοιωτία, άποσπώντας τόν θαυμασμό όλων άνεξαιρέτως κατά τήν διαδρομή τής πορείας του.
Τό άντρο, πού βρίσκεται στήν Λεβάδεια, είναι άφιερωμένο στόν Τροφώνιο, τόν γιο τού ’Απόλλωνα, καί έπιτρέπεται νά μπούν μέσα σ’ αυτό μόνον έκείνοι πού τό έπισκέπτονται αυτοπροσώπως, γιά νά πάρουν χρησμό, καί δεν είναι ορατό μέσα στόν ναό, αλλά βρίσκεται λίγο πιο πάνω άπό αύτόν σε έναν γήλοφο· την είσοδο τήν κλείνουν σιδερένιοι οβελίσκοι, οί όποιοι περιβάλλουν τό στόμιο, καί ή κάθοδος σ’ αυτό γίνεται, σάν νά κατακάθεται καί νά τραβιέται αυτό προς τά κάτω. Όσοι μπαίνουν μέσα στο άντρο ντύνονται μέ λευκά ένδΰματα καί κρατούν στά χέρια τους πλακούντες άπό μέλι, οί όποιοι καταπραύνουν τά έρπετά, όταν αύτά έπιτίθενται εναντίον των εισερχομένων.
Άλλους άπό αύτούς ή γη τούς ξαναφέρνει στην έπιφάνεια όχι πολύ μακριά άπό τό σημείο έκείνο, ένώ άλλους πάρα πολύ μακριά· διότι τούς άνεβάζει στην έπιφάνεια πέρα άπό τήν Λοκρίδα καί τήν Φωκίδα, καί τούς πιό πολλούς στά όρια τής Βοιωτίας. Ό Απολλώνιος λοιπόν μπήκε στόν ναό καί είπε: «Θέλω νά κατεβώ στήν σπηλιά καί νά ύποβάλλω έρώτηση σχετική μέ τήν φιλοσοφία». Οί ιερείς όμως είχαν άντιρρήσεις καί έλεγαν στούς άλλους ότι ποτέ δέν θά έπιτρέψουν σέ έναν μάγο τήν χρήση τού μαντείου, ένώ στόν ίδιο προφασίζονταν ότι οί ή μέρες ήταν άποφράδες καί μιαρές γιά χρησμούς.
Γι’ αυτό έκείνη τήν ήμέρα ό Απολλώνιος έπιδόθηκε σέ συζητήσεις κοντά στίς πηγές τής Έρκύνης, σχετικά μέ τήν καταγωγή καί τόν χαρακτήρα τού μαντείου· διότι αύτό είναι τό μόνο μαντείο, πού δίνει άπαντήσεις σέ όποιον αύτοπροσώπως ζητάει τήν συμβουλή του. Τό ίδιο όμως άπόγευμα πήγε στό στόμιο τής σπηλιάς, μαζί μέ τούς νέους πού τόν άκολουθούσαν, καί άφού ξήλωσε τέσσερις άπό τούς οβελίσκους, πού συγκρατούσαν τήν άμπάρα τού περάσματος, προχώρησε στό βάθος τής γής, όπως ήταν ντυμένος μέ τόν μανδύα τών φιλοσόφων, σάν νά μετέβαινε γιά συνομιλία· καί τόσο εύάρεστη στόν θεό ήταν ή ένέργειά του αύτή, ώστε νά έμφανιστεί ό Τροφώνιος στούς ιερείς καί νά τούς έπιπλήξει γιά τήν συμπεριφορά τους άπέναντι στόν Απολλώνιο καί νά τούς διατάξει νά μεταβούν στήν Αύλίδα, διότι έκεί θά άναδυόταν ό σοφός, κατά τρόπο πιό θαυμαστό από ό,τι συνέβη μέ όποιονδήποτε άλλον άνθρωπο.
’Αναδύεται άπό τό άντρο τού Τροφωνίου μέ ένα βιβλίο τού Πυθαγόρα στά χέρια
Πράγματι βγήκε στην έπιφάνεια τής γής στήν Αύλίδα μετά άπό έπτά ήμερες, μετά άπό τόσο μακρύ χρονικό διάστημα δηλαδή, όσο δεν έκαμε ποτέ κανένας, άπό όσους εισέδυσαν στό μαντείο, καί κρατούσε στά χέρια του ένα βιβλίο, πού περιείχε άπάντηση, άπόλυτα άνταποκρινόμενη στό έρώτημα τού ’Απολλώνιου. Διότι αύτός, όταν κατέβηκε, ρώτησε τόν Τροφώνιο: «Ποιάν φιλοσοφία θεωρείς, Τροφώνιε, ως τήν πιό άρτια καί πιό καθαρή;» Καί τό βιβλίο περιείχε τίς φιλοσοφικές άρχές τού Πυθαγόρα ώς άπόδειξη, ότι καί τό μαντείο συμφωνεί μέ τίς άρχές τής σοφίας αυτής.
Ή περιπέτεια τού βιβλίου
XX. Τό βιβλίο αυτό διασώζεται στό Άνθιο, καί τό χωριό αύτό, τό οποίο βρίσκεται στά παράλια τής ’Ιταλίας, τό έπισκέπτονται πολλοί, μέ σκοπό νά δουν τό βιβλίο. Τίς άλλες πληροφορίες ομολογώ ότι τίς άκουσα άπό τούς κατοίκους τής Λεβάδειας· γιά τήν τύχη τού βιβλίου όμως οφείλω νά έκφράσω τήν πεποίθησή μου, ότι αύτό μεταβιβάστηκε άργότερα στον αύτοκράτορα Άδριανό, τήν ίδια έποχή πού μεταβιβάστηκαν καί μερικές άπό τίς έπιστολές τού ’Απολλώνιου, καί όχι βέβαια όλες, καί ότι παρέμειναν στά άνάκτορα τού Άνθίου, πού ό αύτοκράτορας τά άγαπούσε περισσότερο άπό όλα τά άλλα άνάκτορα τής Ίταλίας.
Ή ομάδα των μαθητών του διευρύνεται
XXI. Άπό τήν ’Ιωνία έπίσης ήλθαν, γιά νά τόν δούν, όλοι οί σύντροφοί του, τούς όποιους ή Ελλάς τούς ονόμαζε «Άπολλωνιείους» αυτοί ένώθηκαν μέ τούς έντόπιους καί συγκρότησαν όλοι μαζί μιάν ομάδα νέων άξια θαυμασμού, τόσο γιά τό πλήθος της όσο καί γιά τόν ένθουσιασμό της γιά την φιλοσοφία. Για την ρητορική άδιαφορούσαν καί έλάχιστη σημασία έδιναν στά στοιχεία, πού συνθέτουν την τέχνη αύτή, διότι θεωρούσαν την γλώσσα ώς τόν μοναδικό τους δάσκαλο· άντίθετα όλοι τους συνωστίζονταν στην σπουδή τής φιλοσοφίας έκείνου. Καί εκείνος, όπως γιά τόν Γύγη καί τόν Κροίσο λένε ότι άφηναν άνοικτές τις πόρτες τών θησαυρών τους, γιά νά παίρνουν άπό αύτούς όσοι είχαν άνάγκη, έτσι προσέφερε τήν σοφία του σ’ έκείνους, πού τήν επιθυμούσαν μέ πάθος, επιτρέποντας νά τόν ρωτούν γιά όποιοδήποτε ζήτημα.
Ή στάση του άπέναντι στους ρήτορες
XXII. Μερικοί κατηγορούσαν τόν ’Απολλώνιο ότι άποφεύγει τήν παρουσία τών κυβερνητών καί ότι οδηγεί τούς άκροατές του ώς έπί τό πλείστον σέ άπόμερα σημεία· άλλά όταν κάποιος θέλοντας νά τόν περιπαίξει είπε ότι άπομακρύνει τό κοπάδι τών προβάτων, μόλις πληροφορείται ότι πλησιάζουν οί ικανοί ρήτορες, άπάντησε: «Ναί, μά τόν Δία, γιά νά μή όρμούν οί λύκοι στο κοπάδι». Ποιό όμως ήταν τό νόημα τών λόγων του αύτών;
Επειδή έβλεπε τούς ρήτορες νά άποσπούν τόν θαυμασμό τού πλήθους καί νά μεταβαίνουν άπό τήν φτώχεια στόν πλούτο καί νά άποδέχονται τό μίσος έτσι, ώστε καί νά τό εμπορεύονται άκόμη, προσπαθούσε νά άπομακρύνει τούς νέους άπό τήν συναναστροφή αύτών, ενώ όσους τούς συναναστρέφονταν τούς συμβούλευε μέ καυστικούς χαρακτηρισμούς, σάν νά τούς ξέπλενε άπό έναν τερατώδη λεκέ. Έτρεφε άπό πάντα μιάν καχυποψία άπέναντι στούς ρήτορες, άλλά στήν Ρώμη τόσο άσχημα διατέθηκε έναντίον τής τέχνης τους έξ αιτίας τών δεσμωτηρίων, τών δεσμωτών καί τών θυμάτων, ώστε όλα αύτά νά τά θεωρεί έργα τών συκοφαντών καί αύτών πού είχαν μεγάλη ιδέα γιά τήν ρητορική τους ικανότητα μάλλον παρά τών τυράννων.
Ό Νερούας γίνεται αύτοκράτορας καί προσκαλεί τον Απολλώνιο στήν Ρώμη
XXVII. Ένώ άκόμη επικρατούσε σκεπτικισμός γύρω άπό αύτά, ήλθαν οί ταχυδρόμοι των ευχάριστων ειδήσεων, πού έπιβεβαίωσαν τήν σοφία τού άνδρα· διότι ή σφαγή τού τυράννου καί ή ήμερα πού αύτή συνέβη, ή ώρα τού μεσημεριού καί οί δολοφόνοι, πρός τούς όποιους ειχεν άπευθύνει τήν προτροπή, είχαν έτσι άκριβώς, όπως οί θεοί τό καθένα άπό αύτά άπεκάλυψαν σ’ έκεΐνον, τήν στιγμή πού μιλούσε.
Τριάντα μέρες μετά άπό αύτά ό Νερούας πληροφόρησε μέ επιστολή τον Απολλώνιο ότι κατέχει πλέον τήν αύτοκρατορική έξουσία τής Ρώμης, σύμφωνα μέ τήν θέληση τών θεών καί έκείνου, καί τού έλεγε ότι θά μπορούσε νά τήν διαχειριστεί αύτήν εύκολώτερα, αν ό ίδιος μετέβαινε κοντά του ώς σύμβουλος. Μόλις πήρε τήν έπιστολή ό Απολλώνιος, τού έγραψε άμέσως τά έξής αινιγματικά λόγια: «Θά βρεθούμε οί δυο μας, βασιλιά μου, γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά τό οποίο ούτε έμείς θά κυβερνούμε άλλον ούτε άλλος έμάς». Είχε καταλάβει, όπως φαίνεται, ότι ό ίδιος δέν θα βρίσκεται γιά πολύ άκόμη μεταξύ τών άνθρώπων καί ότι ό Νερούας θά κυβερνήσει γιά μικρό χρονικό διάστημα· διότι πράγματι έναν χρόνο καί τέσσερις μήνες κράτησε ή βασιλεία του καί στο διάστημα αύτό άποδείχθηκε ένας νηφάλιος καί σοβαρός βασιλιάς.
Ό Απολλώνιος άρνείται, άλλα τού στέλνει μιαν έπιστολή με τον Δάμι
XXVIII. Γιά νά μή φανεί όμως ότι παραμελεί έναν καλό φίλο καί βασιλιά, ΰσιερα από αύτά τού έγραφε μιαν έπιστολή, με περιεχόμενο συμβουλές πρός άρχοντες, καί, άφού κάλεσε τόν Δάμι, τού είπε: «Αύτά έχουν την άνάγκη σου, διότι τά άπόρρητα έχουν άποδέκτη τόν βασιλιά, είναι όμως τέτοια, ώστε ή άπό μένα πρέπει νά λεχθούν σ’ αυτόν ή άπό σένα νά διαβιβαστούν. Καί ό Δάμις λέγει ότι μόνον άργότερα κατάλαβε τό τέχνασμα τού δασκάλου του, διότι τό περιεχόμενο τής έπιστολής ήταν βέβαια σημαντικό, θά μπορούσε όμως αυτή νά σταλεί καί μέ άλλον. Ποιό λοιπόν ήταν τό τέχνασμα τού σοφού;
Σ’ όλη του τήν ζωή λέγεται ότι συνήθιζε νά λέγει: «Ζήσε άφανώς καί, άν αυτό δεν τό μπορείς, φύγε άπό τήν ζωή, χωρίς νά γίνεις αντιληπτός». Θέλοντας λοιπόν νά άπομακρύνει τόν Δάμι άπό τόν έαυτό του, γιά νά μή υπάρχουν κοντά του μάρτυρες, προέβαλε ώς πρόσχημα τήν έπιστολή καί τήν μετάβαση τού Δάμι στήν Ρώμη. Γι’ αυτό ό Δάμις λέγει ότι αυγκινήθηκε κάπως ό ίδιος φεύγοντας άπό κοντά του, άν καί δέν γνώριζε τι έπρόκειτο νά έπακολουθήσει, ένώ ό ’Απολλώνιος, άν καί γνώριζε πολύ καλά τί θά συνέβαίνε στή συνέχεια, δέν τού είπε τίποτε άπό εκείνα πού συνηθίζουν νά λένε αυτοί πού δέν πρόκειται νά ξαναϊδωθούν, τόσο μεγάλη ήταν ή πεποίθησή του, ότι θά ύπάρχει γιά πάντα, καί ότι μόνο του παρήγγειλε τά έξής: «Δάμι, άκόμη κι άν φιλοσοφήσεις μοναχός σου, παρακολούθα έμένα».
Περί τού βίου του, τού Πυθαγόρα, τού Αισχύλου, τής τέχνης, τής υπεροχής τής Ινδικής σοφίας κ.ά.
XI. “Οταν τελείωσε τον λόγο του ό Θεσπεσίων, όλοι στράφηκαν προς τόν ’Απολλώνιο· οί δικοί του, έπειδή ήξεραν ότι θά άπαντήσει, καί οί σύντροφοι τού Θεσπεσίωνα άπό περιέργεια γιά τό τι θά μπορούσε νά άντιτάξει. ’Εκείνος, όμως, άφού τόν συγχάρηκε γιά την εύφράδειά του καί τόν τόνο τής φωνής του, «μήπως θέλεις νά προσθέσεις κάτι;» τόν ρώτησε καί αύτός «όχι, μά τόν Δία» άπάντησε, «διότι είπα ήδη ό,τι είχα νά πω». Καί όταν έκείνος ξαναρώτησε, «μήπως κάποιος άλλος άπό τούς Αιγυπτίους;» ό Θεσπεσίων άπάντησε «όλους μέσω έμού τούς ακόυσες».
Τότε, λοιπόν, άφού στάθηκε γιά λίγο καί συγκέντρωσε τήν προσοχή του σ’ αύτά πού είχαν λεχθεί, είπε τά έξής: «Ή εκλογή τού Ηρακλή, τήν οποία λέγει ό Πρόδικος ότι αύτός ώς έφηβος έκαμε, σωστά μάς έχει άναπτυχθεί καί σύμφωνα μέ τό πνεύμα τής φιλοσοφίας, σοφοί Αιγύπτιοι, καί δέν μένει τίποτε γιά μένα νά πώ· ούτε όμως έχω έλθει έδώ, γιά νά κάνω έσάς συμβούλους τής ζωής μου, άφού έχω έκλέξει τή ζωή πού έκρινα καλή γιά τόν έαυτό μου. ’Αλλά, επειδή είμαι πολύ πιο ήλικιωμένος άπό έσάς, έκτος άπό τόν Θεσπεσίωνα, θά μπορούσα έγώ μάλλον νά συμβουλεύσω έσάς στην έκλογή τής σοφίας, έάν βέβαια βρίσκομαι μπροστά σέ άνθρώπους, πού δέν έχουν κάμει άκόμη τήν έπιλογή τους.
’Ακριβώς, λοιπόν, έπειδή είμαι σέ τόσο προχωρημένη ήλικία καί έχω φθάσει σέ τόσο ύψηλό βαθμό σοφίας, δέν θά διστάσω νά σάς χρησιμοποιήσω ώς έλεγκτές τής δικής μου άπόφασης, έξηγώντας γιατί έκαμα σωστά, διαλέγοντας αύτά, άπό τά όποια τίποτε καλύτερο δέν ήλθε στο νού μου. Διότι, όταν διαπίστωσα κάτι μεγάλο στή φιλοσοφία τού Πυθαγόρα καί ότι ένεκα κάποιας μυστικής σοφίας όχι μόνο τόν έαυτό του γνώριζε, ποιος δηλ. ήταν, άλλά καί ποιος θά γινόταν καί ότι πήγαινε καθαρός στους βωμούς καί διατηρούσε άμόλυντο τό στομάχι του άπό ζωικές τροφές καί τό σώμα του καθαρό από όλα τά ρούχα, όσα είναι κατασκευασμένα άπό προϊόντα ζώων, καί ότι αυτός πρώτος άπό τούς άνθρώπους συγκρότησε τή γλώσσα, άνακαλύπτοντας τό δόγμα τής σιωπής, καί ότι τήν υπόλοιπη φιλοσοφία τήν εξομοίωσε μέ τούς χρησμούς καί τήν άλήθεια, τότε προσχώρησα στό σύστημά του, χωρίς νά χρειαστεί νά διαλέξω τή μία άπό κάποιες δύο φιλοσοφίες, όπως έσυ συμβουλεύεις, θαυμάσιε Θεσπεσίων.
Διότι, άφού ή φιλοσοφία παρουσίασε σ’ έμένα τις δικές της άπόψεις, όσες ύπάρχουν καί τις στόλισε μέ τά κοσμήματα πού ταιριάζουν στήν κάθε μιά χωριστά, μέ πρόσταζε νά κυττάξω προς αυτές καί νά διαλέξω σωστά. Ήταν, λοιπόν, ή στιγμή εκείνη ή πιο ιερή καί θεία καί θά μπορούσε νά κλείσει κανείς τά μάτια άπό τρόμο μπροστά σέ μερικές άπό αυτές· τό δικό μου όμως βλέμμα στάθηκε επάνω σέ όλες καί διότι επί πλέον μέ ένθάρρυναν, παρουσιάζοντας καί διακηρύσσοντας πόσα θά μού δώσουν. Κάποια άπό αύτές έλεγε ότι θά άπολαύσω άφθονες ήδονές, χωρίς καθόλου νά μοχθήσω, άλλη πάλι ότι, άφού μοχθήσω, θά μέ άναπαύσει, άλλη ότι θά άναμίξει εύχαριστήσεις μέσα στό μόχθο καί παντού έκαμναν τήν έμφάνισή τους άπολαύσεις καί χαλαρές δίαιτες διατροφής, τό χέρι ήταν έλεύθερο στον πλούτο καί δέν ύπήρχε καμιά άπαγόρευση στά μάτια, άντίθετα έπιτρέπονταν οί έρωτες, οί έπιθυμίες καί τά παρόμοια πάθη.
Σέ άντίθεση προς όλες αύτές, κάποια άλλη καυχιόταν ότι συγκρατεί άπό τέτοια πράγματα καί ήταν τολμηρή, έπιπληκτική καί άπωθούσε μέ τούς άγκώνες τά πάντα· είδα, λοιπόν, σ’ αύτήν άπερίγραπτη μορφή σοφίας, άπό τήν όποια καί ό Πυθαγόρας κάποτε νικήθηκε καί δέν στάθηκε στις πολλές, άλλά τίς άποκήρυξε καί άφοσιώθηκε στή σιωπή. Αυτή, επειδή κατάλαβε ότι δέν συμφωνώ μέ τίς άλλες, άλλά καί ότι τά δικά της δέν τά γνώριζα άκόμη, «νεαρέ», είπε, «έγώ είμαι άποκρουστική καί γεμάτη κόπους· διότι, εάν κάποιος προσχωρήσει στά δικά μου ήθη, θά έχει άποδεχθεί νά καταργήσει κάθε ζωική τροφή πού ύπάρχει, νά ξεχάσει τελείς τό κρασί καί νά μή θολώνει τον κρατήρα τής σοφίας, ό ποιος έδρεύει στις νηφάλιες ψυχές· ούτε χλαίνη θά τον θερμάνει, ούτε μάλλινο ρούχο κατασκευασμένο άπό προϊόντα Ζώων.
Αντίθετα, στούς οπαδούς μου προσφέρω παπούτσια πιό πάπυρο καί ζητώ νά κοιμούνται όπως τύχει καί αν καταλάβω ότι κάποιοι ύπέκυψαν στά άφροδίσια, έχω βαθείς λάκκους, κάτω στούς οποίους οδηγεί καί σπρώχνει αύτούς ή ακόλουθος τής σοφίας δικαιοσύνη· καί τόσο αύστηρή είμαι εγώ πρός έκείνους πού μέ διαλέγουν, ώστε καί χαλινάρια έτοιμα νά έχω, γιά νά περιορίσουν τίς γλώσσες τους.
Καί τώρα μάθε άπό εμένα τι θά ώφεληθείς, εάν ύπομείνεις αυτά: Τό άμεσο κέρδος σου θά είναι ή σωφροσύνη καί ή δικαιοσύνη· άξιοζήλευτο νά μή θεωρείς κανέναν νά έμπνέεις φόβο στούς τυράννους μάλλον, παρά νά υποτάσσεται σ’ αύτούς· στούς θεούς νά είσαι έσύ πιό εύχάριστος κι όταν άκόμη τούς προσφέρεις μικρές θυσίες, παρά έκείνοι πού χύνουν τό αίμα ταύρων· καί έπειδή θά είσαι καθαρός, θά σού δώσω τό χάρισμα νά προφητεύεις καί τά μάτια σου θά τά γεμίσω μέ τέτοιο φώς, ώστε νά διακρίνουν τόν θεό, θά άναγνωρίζουν τόν ηρώα καί νά έξευτελίζουν τούς βρικόλακες όταν αύτοί παίρνουν άπατηλές μορφές άνθρώπων».
Αύτή είναι ή δική μου έκλογή, σοφοί Αιγύπτιοι, τήν όποία, άφού τήν έπέλεξα ορθά καί σύμφωνα μέ τόν Πυθαγόρα, ούτε έγώ έξαπάτησα αύτήν, ούτε άπό αύτήν έγώ έξαπατήθηκα· έγινα δηλ. ό,τι πρέπει νά γίνει ό φιλόσοφος, ένώ, όσα αύτή ύποσχέθηκε ότι θά προσφέρει στόν φιλόσοφο, όλα τά έχω. Διότι μελέτησα σέ βάθος τή γένεση τής τέχνης καί τίς ρίζες αύτής καί μου φάνηκε ότι αύτή προέρχεται άπό ανθρώπους, στούς όποιους πλεονάζουν οί θείες ιδιότητες καί οί όποιοι έρευνούν κατά τόν πιό άριστο τρόπο τήν ψυχή, τής όποιας οί ιδιότητες τής άθανασίας καί τού άγέννητου είναι οί πηγές γενέσεως.
Τό διανόημα όμως αύτό δέν μού φαινόταν ότι έχει καμιά σχέση μέ τούς Αθηναίους, διότι τον ορισμό πού ό Πλάτων μέ θαυμάσιο καί πάνσοφο τρόπο διατύπωσε στην πόλη τους σχετικά μέ την ψυχή, αύτοί τον άπέρριψαν μέ τό νά παραδεχθούν άντίθετες μέ αύτόν καί εξωπραγματικές άπόψεις περί ψυχής· γι’ αυτό έπρεπε νά ψάχνω εγώ, γιά νά βρω ποιά πόλη υπάρχει καί ποιων άνδρών έθνος, όπου όχι ό ένας νά παραδέχεται καί ό άλλος νά άπορρίπτει, άλλά όλων των ήλικιών οί άνθρωποι τά ίδια νά ύποστηρίζουν περί ψυχής.
Καί έγώ, πρώτον, διότι ή νεότητά μου αυτό τό δρόμο μού έδειχνε καί, δεύτερον, διότι δέν είχα γνώσεις άκόμη, έστρεψα τήν προσοχή μου σ’ έσάς, τούς Αιγυπτίους, έπειδή έλεγαν ότι εσείς πάρα πολλά καί μέ τρόπο άξιοθαύμαστο γνωρίζετε. Αύτά τά διηγήθηκα λεπτομερώς στο δάσκαλό μου καί εκείνος έφιστώντας μου τήν προσοχή μού είπε: «’Εάν τύχαινε νά είσαι κάποιος άπό τούς έρωτύλους ή άπό εκείνους πού έχουν τήν ήλικία νά έρωτεύονται καί άφού συναντούσες ένα όμορφο παλληκάρι καί τό λιμπιζόσουν γιά τό κάλλος του, ζητούσες νά μάθεις τίνος παιδί είναι καί ήταν αύτός παιδί κάποιου «ίπποτρόφου» ή «στρατηγού» καί οί πρόγονοί του υπήρξαν «χορηγοί» έσύ όμως τό άποκαλούσες παιδί κάποιου «τριηράρχου» ή «φυλάρχου- άραγε νομίζεις ότι θά μπορούσες νά έλκύσεις προς τόν έαυτό σου τό ποθητό αύτό πρόσωπο μέ αύτά ή ότι θά τό κατόρθωνες, καί αν άκόμη τό δυσαρεστούσες, μή ονομάζοντας τό παλληκαράκι αύτό άπό τόν πατέρα του, άλλά άπό ξένη καί νόθα γενιά;
Ένώ, λοιπόν, ποθείς τή σοφία αύτή, τήν όποια έπινόησαν οί Ινδοί, δέν άποκαλείς αύτήν μέ τό όνομα τών φυσικών πατέρων της, άλλά τών θετών, καί άποδίδεις στούς Αιγυπτίους μεγαλύτερο εύεργέτημα καί άπό τήν περίπτωση άκόμη νά ξανασυμβεί αύτό, τό οποίο διηγούνται οί ποιητές τους, έάν δηλαδή ξεχειλίζοντας ό Νείλος άποδεικνυόταν ότι είναι γεμάτος μέλι; Αύτά έμένα, πρίν άπό σάς, μέ έκαμαν νά στραφώ πρός τούς ’Ινδούς, όταν κατάλαβα ότι είναι εύφυέστεροι οί τέτοιου είδους άνθρωποι, επειδή άναστρέφονται μέ καθαρότερες ακτίνες, καί ότι είναι πολύ πιο κοντά στην άλήθεια οί γνώμες τους, οί σχετικές μέ τή φύση καί τούς θεούς, έπειδή είναι πλησιέστεροι πρός τούς θεούς καί βρίσκονται τοποθετημένοι κοντά στά πρώτα αίτια τής γόνιμης καί θερμής ούσίας.
Όταν ήλθα σέ έπαφή μαζί τους, έπαθα σχετικά μέ τήν προσφορά τών άνδρών έκείνων κάτι άνάλογο μ’ αύτό, πού λένε ότι έπαθαν μέ τή σοφία τού Αισχύλου οί Αθηναίοι. Αύτός ύπήρξε ποιητής τραγωδιών καί, επειδή έβλεπε ότι ή τέχνη θά είναι άφτιαχτη κι άστόλιστη, αν περιόριζε τά χορικά μέρη πού ήταν σχοινοτενή, έφεύρε τούς διαλόγους τών ήθοποιών, περικόπτοντας τό μήκος τών μονωδιών ή έπινόησε τις εκτός σκηνής θανατώσεις, γιά νά μή παρουσιάζει φόνους μπροστά στά μάτια τών θεατών καί ας μή νομιστεί ότι καί αυτά στερούνται σοφίας.
Νά σημειωθεί όμως ότι τό ενδιαφέρον του γιά τήν ποίηση τον έκαμε νά στραφεί καί σέ κάποιες μικρότερης σημασίας επινοήσεις. Οταν δηλ. συνειδητοποίησε ότι επαινείται ώς άξιος τραγωδοποιός καί ότι ή τέχνη έχει στενή έξάρτηση άπό τή μεγαλοπρέπεια μάλλον, παρά άπό τήν εύτελή καί παραμελημένη εμφάνιση, δραστηριοποιήθηκε στήν κατασκευή προσωπίδων καί παρόμοιων σκηνικών σκευών, πού παρίσταναν μορφές ήρώων καί τοποθέτησε τούς ύποκριτές σέ έξέδρα γιά νά τούς έξισώσει μ’ αυτούς, καί ήταν ό πρώτος πού τούς φρόντισε ένδυματολογικά, όπως ταιριάζει σέ ήρωες καί ήρωίδες.
Γι’ αύτό οί ’Αθηναίοι πατέρα τής τραγωδίας τον θεωρούσαν καί τόν τιμούσαν καί μετά τον θάνατό του άκό- μη κατά τά Διονύσια, διότι τά δράματα τού Αισχύλου μέ κοινή άπόφαση ξαναπαίζονταν στό θέατρο καί ό ποιητής άποσπούσε εκ νέου νίκες. Παρόλα αυτά ή τέρψη, τήν οποία προσφέρει ή τραγωδία, είναι μικρής διάρκειας, διότι αυτή ευχαριστεί γιά περιορισμένο διάστημα τής ήμέρας, όπως κατά τήν περίοδο τών Διονυσίων, ένώ ή τέρψη, τήν όποια προσφέρει ή φιλοσοφία, όταν αύτή είναι καλοσυγκροτημένη, όπως τού Πυθαγόρα, καί άνάγεται στό έπίπεδο τού θείου, όπως έκαμαν οι Ινδοί πριν άπό τον Πυθαγόρα, δεν διαρκεί μικρό, άλλα άτέλειωτο καί άνυπολόγιστο χρονικό διάστημα. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι μου ουνέβη τίποτε τό παράδοξο, όταν γοητεύθηκα άπό την καλλωπισμένη φιλοσοφία, την όποια οί ’Ινδοί, άφού την τοποθέτησαν έκεί πού τήςάρμόζει, την παρουσίασαν έπάνω σέ υψηλό καί ιερό μηχάνημα^260).
Καί είναι ώρα νά μάθετε, γιατί δίκαια τούς θαύμασα καί δίκαια τούς θεωρώ σοφούς καί εύτυχείς: είδα άνδρες έπάνω στη γη καί όχι έπάνω σ’ αύτήν, περιτειχισμένους χωρίς τείχη, νά μην κατέχουν τίποτε καί νά τά έχουν όλα. Καί έάν χρησιμοποιώ αινίγματα, αυτό μού τό επιτρέπει ή σοφία τού Πυθαγόρα, διότι αυτός μάς άφησε καί τό αίνιγμα ώς μέσο διδασκαλίας, έπινοώντας μέ τον τρόπο αύτό ένα είδος έκφράσεως στην ύπηρεσία τής σιωπής.
Καί τή σοφία αύτή έσείς οί ίδιοι τήν ύποδείξατε στον Πυθαγόρα, τον καιρό πού ένστερνιζόσασταν τά ήθη των Ινδών, γιατί στά πολύ παλιά χρόνια ήσασταν Ινδοί. Επειδή όμως νοιώθατε ντροπή γιά τό λόγο, έξαιτίας τού όποιου ήλθατε σ’ αύτό τό μέρος τής γής, καί ό λόγος ήταν κάποιες προγονικές ένοχές, θέλατε νά θεωρείστε άλλοι μάλλον παρά οί Αίθίοπες, πού έχετε έλθει άπό τήν Ινδία· γι’ αύτό κάμνατε τά πάντα πρός τήν κατεύθυνση αύτή. Έτσι γυμνωθήκατε άπό τά ένδύματα πού φορούσατε έκεί, σάν νά άπογυμνωνόσασταν συγχρόνως καί άπό τήν Αίθιοπική σας καταγωγή, καί άποφασίσατε νά λατρεύετε τούς θεούς μέ τόν Αιγυπτιακό μάλλον τρόπο, παρά μέ τόν δικό σας, ένώ μιλάτε προσβλητικά γιά τούς Ινδούς, σάν νά μή αύτοδιασύρεστε, τή στιγμή πού κατάγεστε άπό εκείνους πού ύφίστανται τόν διασυρμό καί δέν έχετε άλλάξει ώς πρός αύτό μέχρι τώρα, άφού καί σήμερα άκόμη δείχνετε συμπεριφορά υβριστική καί σκωπτική άπέναντί τους, ίσχυριζόμενοι ότι οί Ινδοί δέν κάμνουν τίποτε καλό, πέρα άπό τό νά εκστασιάζονται καί νά επιδίδονται σέ θεραπείες των ματιών καί των άφτιών.
Καί έπειδή δεν γνωρίζετε άκόμη την δική μου σοφία, δίνετε την έντύπωση ότι άγνοείτε τη γνώμη πού έχουν άλλοι επάνω στό ζήτημα αυτό. Έγώ όμως δεν θά πώ τίποτε γιά τόν έαυτό μου· καί μακάρι νά ήμουν έκείνος πού οί Ινδοί με θεωρούν. Τούς Ινδούς όμως δεν έπιτρέπω νά τούς παίρνετε στό στόμα σας. ’Αλλά, έάν διαθέτετε κι έσείς τήν ορθή σοφία τού Ίμεραίου, ό όποιος γράφοντας ώδή πρός τήν Ελένη, άντίθετη σέ μιά προηγούμενη, παλινωδία ονόμασε τήν καινούρια του ώδή, είναι ώρα νά πείτε κι έσείς ότι δέν είναι άληθινά όσα λέτε, άλλάζοντας γνώμη γι’ αύτούς καί σχηματίζοντας καλύτερη άπό αυτήν πού τώρα έχετε. Καί άν δέν έχετε ικανότητες γιά μιά παλινωδία, πρέπει τουλάχιστο νά είσαστε προσεκτικοί άπέναντι τών άνδρών έκείνων, τούς όποιους οί θεοί όχι μόνο τούς θεωρούν άξιους νά μετέχουν στά ύπάρχοντά τους, άλλά ούτε καί περιφρονούν όσα έκείνοι διακοσμούν.
Έκαμες, Θεσπεσίων, καί κάποιαν άναφορά στήν Πυθώ, δηλ. ενεργεί άπλοϊκά καί άτεχνα καί ώς παράδειγμα γιά τόν ισχυρισμό σου αυτό έπικαλέσθηκες έναν ναό πού κατασκευάστηκε άπό κερί καί φτερά· σ’ έμένα όμως ούτε αύτό φαίνεται άτεχνο, διότι τό «φέρτε φτερά τά πουλιά καί οί μέλισσες κερί» άναφερόταν σέ κάποιον πού κατασκευάζει σπίτι καί σχέδιο σπιτιού· ό θεός όμως, θεωρώντας τα αύτά μικρά καί κατώτερα τής σοφίας του, ζήτησε καί άλλους ναούς, άπό τούς μεγάλους καί έκατόμπεδους, καί σέ έναν άπό αύτούς λέγεται ότι πρόσφερε ώς άφιέρωμα χρυσές σουσουράδες, πού είχαν τήν καταπειστική δύναμη τών Σειρήνων, καί μάζεψε τά πιό λαμπρά άναθήματα στήν Πυθώ γιά στολισμό καί ούτε τήν άγαλματοποιία τήν άπέκλεισε, ή όποια έφερνε πρός τιμήν του στό ιερό κολοσσούς θεών, άνθρώπων, ίππων, ταύρων καί άλλων ζώων, ούτε τόν Γλαύκο έδιωξε, πού ήλθε μέ τή βάση τού κρατήρα, ούτε την άλωση τής άκροπόλεως τού Ιλίου άρνήθηκε, τήν όποια ζωγράφισε έκεί ό Πολύγνωτος.
Τον Λυδικό χρυσό δεν τον θεωρούσε, βέβαια, στολίδι τής Πυθούς, τον δεχόταν όμως μέσα στό ιερό προς χάρη των Ελλήνων, έπιδεικνύοντας, νομίζω, σ’ αυτούς τον πλούτο των βαρβάρων, γιά νά ποθούν έκεΐνον μάλλον παρά ό ένας νά αρπάζει τά άγαθά τού άλλου καί έτσι καί τόν έλληνικό χαρακτήρα σύμφωνο μέ τή δική του σοφία διαμόρφωνε καί τήν Πυθώ μ’ αυτόν τήν λάμπρυνε.
Νομίζω άκόμη ότι γιά λόγους καλλωπισμού έβαλε καί τούς χρησμούς μέσα σέ έμμετρους στίχους. Διότι, άν δέν τό άπαιτούσε αύτό, κάπως έτσι θά ήταν οί άποκρίσεις του: «κάμε αύτό ή μή τό κάμνεις», «πήγαινε ή μή πηγαίνεις», «κάμε συμμάχους ή μή κάμεις», αυτά δηλ. τά σύντομα ή, όπως λέτε έσείς, τά γυμνά. ’Εκείνος, όμως, γιά νά δίνει έμφαση καί νά φαίνεται πιο ευχάριστος σέ όσους τόν ρωτούσαν, συνέδεσε τις άποκρίσεις μέ τήν ποιητική τέχνη. Καί διαβεβαιώνει ότι δέν υπάρχει τίποτε, πού νά μή τό γνωρίζει, άλλά λέγει ότι καί τήν άμμο τήν γνωρίζει, πόση είναι, άφού τήν μέτρησε, καί τό βάθος όλων των θαλασσών ότι τό έρεύνησε καί τό γνωρίζει.
Ή μήπως καί αύτά ώς παραδοξολογίες τά καταγράφεις, όταν ό ’Απόλλων τά λέγει σοβαρά καί στοχαστικά; Έάν όχι, θά δυσανασχετήσεις, Θεσπεσίων, μέ τήν έξής διήγηση: κάποιες γριές κουβαλώντας κόσκινα επισκέπτονται τούς βοσκούς προβάτων καί βοδιών καί θεραπεύουν τά άρρωστα ζώα μέ τήν κόσκινό μαντεία, όπως ισχυρίζονται, καί έχουν τήν άξίωση νά ονομάζονται σοφές καί σοφώτερες άκόμη άπό ό,τι είναι γενικά οί μάντεις. Αύτή τήν έντύπωση μού δίνετε κι έσείς, όταν συγκρίνω τή σοφία σας μέ τή σοφία τών ’Ινδών, διότι έκείνοι είναι θεοί καί ή γνώση τους είναι στολισμένη, όπως τών άνδρών τού Πυθικού μαντείου· έσείς όμως, άλλά δέν θά πώ τίποτε περισσότερο, διότι σ’ έμένα καθώς καί στούς ’Ινδούς είναι προσφιλής ή σιωπή, ή όποια θά ήμουν ευτυχής νά άκολουθεί και νά συμβουλεύει τήν γλώσσα μου, όταν έπιχειρώ νά εγκωμιάζω καί νά δείχνω τήν άγάπη μου σε όσα μου είναι δυνατόν, ένώ, ό,τι βρίσκεται πιό πάνω άπό τίς δυνάμεις μου, νά τό άφήνω άνέγγιχτο άπό κατηγορίες.
Έσύ, όμως, όταν άκοϋς τόν Όμηρο στήν Κυκλωπία νά λέγει ότι ή γή τούς άγριότατους καί άσεβέστατους άσπαρτη καί άνόργωτη τούς τρέφει, χαίρεσαι μέ τήν διήγηση αύτή, καί αν κάποιοι Ήδωνοί ή Λυδοί τελούν τά μυστήρια τού Βάκχου, καθόλου δέν δυσπιστείς ότι ό θεός θά δώσει σ’ αύτούς πηγές άπό γάλα καί κρασί καί θά τούς ποτίσει μ’ αύτά, καί τούς γεμάτους άπό έμπνευση σοφίας θά τούς στερήσεις άπό τά δώρα, πού αύτόματα προέρχονται άπό τήν γή;
Τρίποδες όμως αυτόματοι ύπάρχουν καί στά συμπόσια των θεών καί ό Άρης, άν καί είναι άπαίδευτος καί μισητός, δέν έχει κατηγορήσει ώς τώρα τόν Ήφαιστο, ούτε ποτέ άκουσαν οί θεοί κατηγορία σάν κι αύτήν: «άδικείς, Ήφαιστε, έπειδή διακοσμείς τό συμπόσιο των θεών καί στήνεις γύρω άπό αύτό θαύματα». Ούτε ποτέ κατηγορήθηκε γιά τήν κατασκευή ύπηρετριών άπό χρυσό, ότι δηλ. έξευτελίζει τά μέταλλα, επειδή δίνει πνοή στόν χρυσό, διότι κάθε τέχνη έχει ώς άποστολή τή διακόσμηση, έπειδή καί ή ίδια ή ύπαρξη τής τέχνης έπινοήθηκε γιά τή διακόσμηση.
Ή ξυπολυσιά, τό τριμμένο έπανωφόρι καί τό κρεμασμένο στόν ώμο ταγάρι κι αύτά επινοήθηκαν γιά στολισμό· ένώ τό νά ξεγυμνώνεται κανείς τελείως, όπως άκριβώς έσείς, άν καί μοιάζει μέ άτημέλητη καί λιτή έμφάνιση, στήν ούσία άποτελεί έπιτήδευση στολισμού καί δέν άπουσιάζει άπό αυτόν, λένε, ή άλλη όψη τής έπιδεικτικής ύπερηφάνειας· 0σο γιά τήν πατροπαράδοτη θρησκεία τού Ήλιου καί τίς έθνικές τελετές των Ινδών, καθώς καί γιά κάθε λατρεία, μέ τήν όποια ό θεός αύτός εύχαριστείται, πρέπει νά κρίνουμε μέ τά δικά τους κριτήρια· διότι οί θεοί τού κάτω κόσμου λ.χ. μέ μεγάλη χαρά δέχονται τά ορύγματα καί όσα διαδραματίζονται στή γεμάτη μέ κοιλότητες γή, ένώ τό μεταφορικό μέσο τού Ήλιου είναι ό άέρας καί πρέπει, αυτοί πού θά έπιχειρήσουν νά τον ύμνήσουν, όπως τού ταιριάζει, νά υψωθούν έπάνω άπό τή γή καί νά διέλθουν τά ύψη μαζί μέ τόν θεό· καί αύτό, βέβαια, όλοι τό θέλουν, τό κατορθώνουν όμως μόνον οί Ινδοί».
Ό Απολλώνιος σκώπτει τίς ζωόμορφες παραστάσεις των θεών.
XIX. «Ρώτα, λοιπόν», είπαν, «διότι ό λόγος, όπως είναι γνωστό, άκολουθεί τήν έρώτηση». Καί ό ’Απολλώνιος: «Θά σάς ρωτήσω πρώτα γιά τούς θεούς, τί δηλ. είναι αυτό πού μάθατε καί δημιουργήσατε τήν παράδοση στούς εδώ άνθρώπους γιά άνάρμοστες καί γελοίες άπεικονίσεις τών θεών, πλήν λίγων· τί λίγων δηλαδή; έλαχίστων θεών οί παραστάσεις έχουν άποδοθεί σοφά καί θεόμορφα, ένώ οί ύπόλοιπες ιερές σας παραστάσεις δείχνουν νά τιμούν άλογα καί άσήμαντα ζώα μάλλον παρά θεούς».
Ό Θεσπεσίων δυσανασχέτησε καί είπε: «Τά δικά σας άγάλματα πώς θά πεις ότι είναι κατασκευασμένα;». «Όπως είναι πιό ώραίο» είπε «καί πιό ευσεβές νά δημιουργεί κάποιος θεούς». «Τόν Δία άσφαλώς έννοείς», είπε, «στήν ’Ολυμπία καί τό είδωλο τής Άθηνάς και τής Κνιδίας καί τής Άργείας καί όσα είναι σάν κι αυτά ώραία καί γεμάτα άπό χάρη». «Όχι μόνον αύτά», είπε, «άλλά γενικότερα έννοώ ότι ή άγαλματοποιία των άλλων άνταποκρίνεται σ’ έκείνο πού άρμόζει καί ότι άντίθετα εσείς γελοιοποιείτε τό θείο μάλλον παρά τό τιμάτε».
«Καί οί Φειδίες» είπε «καί οί Πραξιτέλες μήπως, άφού άνέβηκαν στόν ουρανό καί άποτύπωσαν σε κέρινα έκμαγεία τις μορφές των θεών, τις άπέδωσαν εν συνεχεία μέ τήν τέχνη τους ή μήπως κάτι άλλο ήταν αύτό πού τούς καθοδηγούσε στο πλάσιμο;». «Κάτι άλλο» είπε «καί γεμάτο σοφία». «Ποιο;» ρώτησε «γιατί δέν θά πεις άσφαλώς κάτι άλλο παρά τή μίμηση».
«Ή φαντασία», άπάντησε, «τά έκαμε αύτά, ή όποια είναι δημιουργός σοφώτερη άπό τή μίμηση· διότι ή μίμηση θά δημιουργήσει αύτό πού είδε, ή φαντασία όμως κι έκείνο πού δέν είδε, διότι αύτό θά τεθεί ώς βάση προς τήν άναγωγή στο πρότυπο· τή μίμηση έξάλλου τήν απωθεί πολλές φορές ό τρόμος, τή φαντασία όμως τίποτε, διότι αύτή προχωρεί άτάραχη πρός έκείνο, τό οποίο ή ίδια έθεσε ώς βάση. Καί πρέπει, ίσως, όταν στοχάζεσαι τή μορφή τού Δία, νά βλέπεις αύτόν σέ σχέση μέ τόν ουρανό, τίς έποχές καί τά άστρα, όπως άκριβώς καί ό Φειδίας τότε ξεκίνησε τό έργο του, καί, όταν έπρόκειτο νά δημιουργήσει τήν Άθηνά, ότι σκεπτόταν στρατόπεδα, σοφία, τέχνες καί τό γεγονός, ότι αύτή άναπήδησε άπό τό κεφάλι τού ίδιου τού Δία. Άν, όμως, άφού κατασκευάσεις γεράκι ή κουκουβάγια ή λύκο ή σκύλο, τά φέρεις αύτά στά ιερά άντί γιά τόν Ερμή, τήν Άθηνά καί τόν Απόλλωνα, τά θηρία καί τά όρνια θά φανούν άσφαλώς άξιοζήλευτα χάρη στίς εικόνες, οί θεοί όμως θά χάσουν πάρα πολύ άπό τό μεγαλείο τους».
«Δείχνεις», είπε, «νά έξετάζεις μέ έπιπολαιότητα τά δικά μας· σοφό όμως, άν κάτι τέτοιο ύπάρχει οπούς Αιγυπτίους, θεωρείται καί τό νά μή είναι κανείς ύπερβολικά τολμηρός (στήν άπόδοση τών θεϊκών μορφών, άλλά νά τίς κάμνει συμβολικές καί ύπονοούμενες, διότι έτσι θά φαίνονταν πιο σεβάσμιες». Τότε ό Απολλώνιος γέλασε καί είπε ειρωνικά: «Άνθρωποι, έχετε ωφεληθεί πολύ άπό τή σοφία των Αιγυπτίων καί των Αίθιόπων, έάν πιό άξιοσέβαστο καί πιό θεόμορφο θά θεωρείται άπό έσάς ή ίβις τό σκυλί καί ό τράγος, γιατί αύτά άκούω άπό τον Θεσπεσίωνα τον σοφό. Τί όμως τό σεβαοτό υπάρχει σ’ αύτά ή τί πού νά προκαλεί φόβο;
Διότι οί έπίορκοι, οί ιερόσυλοι, καθώς καί τά άσεβή έθνη είναι φυσικό νά περιφρονούν παρά νά φοβούνται αύτά τά ιερά δημιουργήματα· έφόσον όμως τά ιερά ύπονοούν κάτι σεβαστότερο, πολύ πιό σεβάσμιοι θά ήταν οί θεοί στην Αίγυπτο, αν δεν στήνονταν κανένα άγαλμά τους καί χρησιμοποιούσατε κάποιον άλλο τρόπο σοφώτερο καί πιό μυστηριακό γιά τή θεολογία· διότι θά ήταν δυνατό π.χ. νά άνοικοδομήσετε πρός τιμήν τους ναό καί νά ορίσετε ποιά πρέπει νά θυσιάζουν καί ποιά όχι, πότε καί γιά πόσο διάστημα, καθώς καί τί λέγοντας καί έκτελώντας· άγαλμα όμως νά μή βάζετε μέσα στό ναό, άλλά τίς μορφές των θεών νά τις αφήνετε στή φαντασία αύτών πού συχνάζουν στούς ναούς, διότι ό νους χαράζει μέσα του καί σχηματίζει κάτι άνώτερο άπό τή δημιουργία· άντίθετα, έσείς στερήσατε άπό τούς θεούς τή δυνατότητα καί στό νά βλέπονται καί στό νά υπονοούνται ώραίοι».
Απέναντι σ’ αύτά ό Θεσπεσίων είπε: «Υπήρξε κάποιος Αθηναίος, ό Σωκράτης, ένας άνόητος γέρος, όπως άκριβώς εμείς, ό όποιος τον σκύλο, τή χήνα καί τόν πλάτανο τά θεωρούσε θεούς καί ορκιζόταν σ’ αύτά». «Όχι άνόητος», είπε, «άλλά θείος καί πράγματι σοφός, διότι όρκιζόταν σ’ αύτά όχι ώς πρός θεούς, άλλά γιά νά μή όρκίζεται στούς θεούς».
Περί των Λακωνικών μαστιγώσεων
XX. ‘Ύστερα άπό αύτά ό Θεσπεσίων, σάν νά ήθελε νά απομακρυνθεί άπό τό θέμα αύτό, ρώτησε τόν Απολλώνιο για τό Λακωνικό μαστίγιο καί γιά τό αν οί Λακεδαιμόνιοι μαστιγώνονται δημόσια. «Ναι, Θεσπεσίων», απάντησε, «όσο δυνατά μπορούν νά τους χτυπήσουν άνθρωποι· καί μεταξύ αυτών πού μαστιγώνονται είναι ιδίως οί εύγενείς καί διακεκριμένοι». «Ένώ τούς δούλους», είπε, «όταν αυτοί άδικούν, τί τούς κάνουν;». «Δεν τούς σκοτώνουν πλέον», άπάντησε, «πράγμα πού έπέτρεπε κάποτε ό Λυκούργος, άλλά καί γιά έκείνους ισχύει τό ίδιο μαστίγωμα».
«Καί οί Έλληνες», ρώτησε, «τί γνώμη έχουν γι’ αύτά;». «Συγκεντρώνονται», είπε, «όπως στά Ύακίνθια καί τίς Γυμνοπαιδιές, γιά νά παρακολουθήσουν τό θέαμα μέ εύχαρίστηση καί μεγάλο ένθουσιασμό». «Καί δέν ντρέπονται», είπε, «οί ένάρετοι Έλληνες ή νά βλέπουν αύτούς πού κάποτε ήταν άρχοντές τους νά μαστιγώνονται σέ κοινή θέα ή νά έχουν κυβερνηθεί άπό άνθρώπους, οί όποιοι μαστιγώνονται δημόσια; Καί σύ πώς δέν τά διόρθωσες αύτά; Γιατί λένε ότι φρόντισες καί τούς Λακεδαιμονίους».
«Όσα τουλάχιστον», είπε, «ήταν δυνατόν νά διορθωθούν, γι’ αύτά τούς έδινα συμβουλές καί έκείνοι μέ προθυμία συμμορφώνονταν, διότι έχουν αύξημένο τό αίσθημα τής έλευθερίας περισσότερο άπό τούς άλλους Έλληνες καί αύτοβούλως ύπακούουν σέ εκείνον πού τούς συμβουλεύει σωστά· τό έθιμο όμως τού μαστιγώματος τηρείται πρός χάρη τής Άρτέμιδας τής Σκυθικής, λένε, ύστερα άπό υπόδειξη κάποιων χρησμών καί τό νά έρχεται κανείς σέ άντίθεση μέ τή θέληση τών θεών, τό θεωρώ τρέλλα».
«Άσοφους, Απολλώνιε», είπε, «άποκαλείς τούς θεούς τών Ελλήνων, έάν συμβουλεύουν τίς μαστιγώσεις σάν μέρος τής πειθαρχημένης έλευθερίας». «Δέν τούς συμβουλεύει, τίς μαστιγώσεις άκριβώς», είπε, «άλλά νά ραντίζουν μέ αίμα άνθρώπων τόν βωμό, έπειδή καί άπό τούς Σκύθες άπαιτούσε τό ίδιο· ξεγλιστρώντας, λοιπόν, μέ τέχνασμα οί Λακεδαιμόνιοι άπό τήν υποχρέωση τής άνθρωποθυσίας, έχουν έπινοήσει τόν άγώνα καρτερίας, ώστε μ’ αύτόν καί νά μή θανατώνεται κανείς καί νά προσφέρουν συγχρόνως μέρος άπό τό αίμα τους στή θεά».
«Γιατί δεν θυσιάζουν στην Άρτέμιδα τούς ξένους, όπως άκριβώς νόμιζαν σωστό κάποτε οί Σκύθες;». «Διότι δέν ταιριάζει στό χαρακτήρα κανενός από τούς Έλληνες νά εφαρμόζουν βάρβαρα έθιμα». «Καί όμως θά θεωρούνταν πιό φιλάνθρωποι, έάν θυσίαζαν έναν, υποθέτω, καί δύο παρά νά εφαρμόζουν την άπέλαση όλων άνεξαιρέτως των ξένων». «Ας μην έπιτιθέμεθα κατά τού Λυκούργου, Θεσπεσίων», είπε, «διότι πρέπει νά άναγνωρίσουμε στον άνδρα καί ότι τό νά μη έπιτρέπει στούς ξένους νά παραμένουν στην πόλη, δέν είχε τήν έννοια τής άποφυγής έπιμιξίας, άλλά γιά νά διατηρείται άναλλοίωτος ό χαρακτήρας των Σπαρτιατών μέ τήν άπαγόρευση των ξένων νά συναναστρέφονται μαζί τους».
«Έγώ όμως», είπε, «θά θεωρούσα άνδρες τούς Σπαρτιάτες, όπως έχουν τήν άπαίτηση νά θεωρούνται, έάν, ένώ συναναστρέφονται μέ τούς ξένους, δέν άπομακρύνονται άπό τά πατροπαράδοτα· διότι έπρεπε όχι μόνο μέ τήν άπουσία, άλλά καί μέ τήν παρουσία των ξένων νά φαίνονται, νομίζω, ότι μπορούν νά άποκτούν τις ίδιες άρετές. Αυτοί, όμως, αν καί έφάρμοσαν τις άπελάσεις των ξένων, οδηγήθηκαν στή διαφθορά τού χαρακτήρα τους καί φάνηκαν νά ένεργούν παρόμοια μέ έκείνους, τούς όποιους μισούσαν περισσότερο άπό τούς άλλους Έλληνες.
Όπως τά ναυτικά προγράμματα καί τή μετά άπό αύτά κατ’ άναλογία έπιβολή φόρων μέ σκληρότερο καί άπό τούς ’Αττικούς άκόμη τρόπο τά έπέβαλαν καί γιά όσα νόμιζαν ότι αύτοί πρέπει νά πολεμήσουν έναντίον των ’Αθηναίων, έφθασαν στό σημείο καί οί ίδιοι νά κάμνουν όμοια, νικώντας τούς ’Αθηναίους στον πόλεμο, άλλά ύποκύπτοντας συγχρόνως σέ όσα τούς φαίνονταν ότι έκείνοι έπιδίδονταν. Καί αυτό, λοιπόν, τό ότι δήθεν ή θεά τών Ταύρων καί τών Σκυθών έφερε στήν πόλη ξένα έθιμα, ήταν τής φαντασίας τους πλάσμα. Έάν όμως αύτά ήταν άπαίτηση χρησμών, τί χρειαζόταν τό μαστίγιο; Καί γιατί νά Επινοήσουν τήν καρτερία, πού άρμόζει μόνο στούς δούλους;
Ταίριαζε περισσότερο στον λακωνικό χαρακτήρα, ώς πρός την άφοβία μπροστά στό θάνατο, τό έξης, νομίζω, νά θυσιάζουν δηλ. έναν Σπαρτιάτη έφηβο μέ τή θέλησή του έπάνω στό βωμό. Διότι κάτι τέτοιο θά άναδείκνυε γενναιότερους τούς Σπαρτιάτες καί θά άπομάκρυνε τούς Έλληνες άπό ό,τι τούς είναι μισητό. Καί εάν στόν πόλεμο ήταν εύλογο νά φείδονται τούς νέους, παρόλα αύτά τό νόμο των Σκυθών, πού ισχύει γιά τούς έξηντάρηδες, θά ήταν σωστότερο νά τόν έφαρμόζουν οί Λακεδαιμόνιοι παρά οί Σκύθες, έάν πραγματικά καί όχι γιά καυχησιά έπαινούν τόν θάνατο.
Αύτά δέν τά είπα γιά τούς Λακεδαιμονίους, άλλά γιά σένα, ’Απολλώνιε. Διότι, έάν τά παλιά έθιμα καί αύτά πού είναι τόσο απομακρυσμένα, ώστε νά μή μπορούμε νά τά γνωρίζουμε, τά έξετάζουμε αύστηρά προχωρώντας στην κριτική τού θείου, διότι χάριν αυτού ισχύουν πολλοί καί παράδοξοι λόγοι θά προέκυπταν γιά μιά τέτοιου είδους φιλοσοφία· διότι θά μπορούσαμε νά άναφερθούμε καί στήν τελετή τής ’Ελευσίνας καί σέ όσα οί Σαμόθρακες τελούν, όταν όχι τό τάδε, άλλά τό τάδε κάμνουν αυτοί, καί στά Διονύσια καί στό σύμβολο τού φαλλού καί στό σχήμα τής Κυλλήνης. Άς προχωρήσουμε, λοιπόν, σέ ό,τι άλλο θέλεις, δείχνοντας τήν έκτίμησή μας καί στού Πυθαγόρα τή θεωρία, πού έχει τήν προέλευσή της άπό έμάς· διότι είναι καλό, άν καί όχι γιά όλα, άλλά γιά παρόμοια θέματα νά σιωπούμε».
Καί ό ’Απολλώνιος παίρνοντας τό λόγο είπε: «Έάν ήθελες νά έξετάσουμε σέ βάθος τό θέμα, θά σού φαινόταν ότι πολλά καί σημαντικά λέγουν οί Λακεδαιμόνιοι, σχετικά μέ όσα ορθά καί περισσότερο άπό τούς άλλους Έλληνες άσχολούνται· άφού όμως τόσο τό περιφρονείς αύτό τό θέμα, ώστε ούτε καν όσια νά θεωρείς μιά τέτοια συζήτηση, άς προχωρήσουμε σέ άλλο θέμα πολύ σπουδαίο, όπως πιστεύω· διότι θά ρωτήσω κάτι γιά τή δικαιοσύνη».
Απολλώνιος καί Θεσπεσίων συζητούν περί τού δικαίου άνδρός.
XXI. «Ας διαπραγματευθούμε τό θέμα», είπε, «γιατί αυτό είναι κατάλληλο καί για σοφούς καί για άσοφους. Άλλα, για νά μή προκαλέσουμε σύγχυση στή συζήτηση, παρεμβάλλοντας σ’ αύτήν τίς γνώμες των Ινδών καί έτσι ξεφύγουμε άπό τό θέμα χωρίς άποτέλεσμα, πρώτα νά μάς πεις τίς γνώμες τών Ινδών περί δικαιοσύνης, διότι είναι φυσικό νά τίς έχεις εξετάσει εκεί, καί αν ή άποψη είναι ορθή, θά συμφωνήσουμε, έάν όμως έμείς κάτι σοφώτερο πούμε, νά συμφωνήσετε μαζί μας, γιατί κι αύτό είναι χαρακτηριστικό τής δικαιοσύνης».
«Υπέροχα, Θεσπεσίων» είπε «καί γιά μένα πολύ ευχάριστα μίλησες. Άκου, λοιπόν, αύτά πού συζητήσαμε εκεί: Διηγόμουν πρός αύτούς ότι ύπήρξα καπετάνιος μεγάλου πλοίου, όταν ή ψυχή μου είχε τήν φροντίδα άλλου σώματος, καί ότι θεωρούσα τόν εαυτό μου δικαιότατο, έπειδή κάποιοι ληστές μέ δωροδοκούσαν, γιά νά προδώσω τό πλοίο, άγκυροβολώντας εκεί, όπου έπρόκειτο νά στήσουν ένέδρα, γιά νά αρπάξουν τό φορτίο του, άλλά έγώ, ένώ τούς ύποσχέθηκα αύτά, γιά νά μή μάς επιτεθούν, τούς προσπέρασα, παρακάμπτοντας τήν τοποθεσία έκείνη».
«Καί συμφώνησαν οί Ινδοί», είπε ό Θεσπεσίων, «ότι αύτά είναι δικαιοσύνη;». «Γέλασαν περιπαικτικά», είπε, «διότι δεν είναι δικαιοσύνη τό νά μή άδικεί κανείς». «Όρθά», είπε, «διότι ούτε φρόνηση είναι τό νά μή σκέπτεται κανείς άνόητα ούτε ανδρεία τό νά μή λιποτακτεί ούτε σωφροσύνη τό νά μή μοιχεύει ούτε άξιο επαίνου τό νά μή φαίνεται κανείς κακός· διότι κάθε τι πού άπέχει ίση άπόσταση άπό τήν άμοιβή καί τήν τιμωρία, δέν είναι καθόλου άρετή».
«Πώς, λοιπόν, Θεσπεσίων», ρώτησε, «θά τιμήσουμε τόν δίκαιο ή τι όταν αυτός κάμνει;». «Χωρίς διακοπές καί διεξοδικά μπορέσατε νά διαπραγματευθήτε τό θέμα τής δικαιοσύνης ή όταν ό βασιλιάς, πού κυβερνάει μιά τόσο μεγάλη καί τόσο πλούσια χώρα, παρευρέθηκε στη συζήτησή σας για τή βασιλεία ώς δικαιότατου άποκτήματος;». «Έάν έκείνος πού ήλθε ήταν ό Φραώτης, είπε, «με τό δίκιο σου θά μάς μεμφόσουν γιά τό ότι δεν άσχοληθήκαμε με τή δικαιοσύνη μπροστά του· έπειδή όμως είδες τόν άνθρωπο, με τά όσα χθές γι’ αύτόν διηγόμουν, νά μεθάει καί νά δυσανασχετεί με τή φιλοσοφία γενικά, ποιά άνάγκη υπήρχε νά τόν ένοχλούν με τέτοια συζήτηση; Καί ποιά έπίσης ή άνάγκη νά κοπιάζουν αύτοί άγωνιζόμενοι μέ ζήλο γιά έναν άνθρωπο πού όλα τά θεωρεί διασκέδαση; ’Αλλ’ έπειδή οι σοφοί άνδρες, όπως άκριβώς εμείς, πρέπει νά άνιχνεύουν τή δικαιοσύνη μάλλον παρά οί βασιλείς καί οί στρατηγοί, ας προχωρήσουμε στήν ουσία τού θέματος περί δικαίου. Διότι ώς προς έκείνο πού νόμιζα γιά τόν έαυτό μου στό περιστατικό μέ τό πλοίο καί γιά τούς άλλους πού δέν άδικούν, έσείς καθόλου δίκαιους δέν τούς ιυτοκαλείτε, ούτε άξιους οποιοσδήποτε τιμής».
«Καί εύλογα», είπε, «διότι ούτε άπό τούς ’Αθηναίους ούτε άπό τούς Λακεδαιμονίους θά μπορούσε νά γίνει πρόταση, νά τιμήσουν τόν τάδε, έπειδή δέν άνήκει σ’ εκείνους πού δέν έχουν έραστή ή τόν τάδε νά τόν άναγορεύσουν πολίτη, έπειδή δέν είναι ιερόσυλος. Ποιος λοιπόν είναι δίκαιος καί τί πράττοντας αυτός; Διότι δέν γνωρίζω κανέναν, πού νά έχει τιμηθεί γιά τή δικαιοσύνη του, ούτε νά έχει γίνει γιά άνδρα δίκαιο πρόταση, όπως λ.χ. νά τιμηθεί ό τάδε, έπειδή κάμνοντας τό τάδε άποδεικνύεται δίκαιος· έάν μάλιστα θυμηθεί κανείς τήν περίπτωση τού Παλαμήδη στήν Τροία καί τού Σωκράτη στήν Αθήνα, θά καταλάβει ότι ή δικαιοσύνη δέν εύημερεί μεταξύ τών άνθρώπων, διότι αύτοί οί δύο έπαθαν τήν πιο μεγάλη αδικία, αν καί ήταν δικαιότατοι. Καί αύτοί βέβαια άφανίστηκαν μέ τήν εικασία ότι άδίκησαν, ύστερα άπό άμεση δικαστική άπόφαση, τόν ’Αριστείδη όμως, τόν γιό του Λυσιμάχου, ή ίδια ή δικαιοσύνη τόν κατέστρεψε καί ένας άνδρας τόσο όνομαστός γιά τή δικαιοσύνη του χάθηκε στήν έξορία.
Καί τό ξέρω ότι ή δικαιοσύνη θά φανεί γελοία, διότι, αν καί είναι ταγμένη άπό τό Δία καί τίς Μοίρες στό νά μή αδικούνται οί άνθρωποι, πουθενά δεν ορίζει νά μή άδικεΐται ή ίδια. Σ’ έμενα άρκούν τα σχετικά με τόν ’Αριστείδη, προκειμένου νά άποδείξω ποιος είναι ό μή άδικος καί ποιος ο δίκαιος· διότι, πες μου, αυτός δεν ήταν ό ’Αριστείδης, έκεΐνος ό όποιος λέτε έσείς, πού έρχεστε άπό τήν Ελλάδα, ότι, άφού έπλευσε στά νησιά γιά τούς φόρους, όρισε στό καθένα άπό αυτά τόν άναλογούντα φόρο καί ότι έπέστρεψε φορώντας τό ίδιο τριμμένο ρούχο;». «Αυτός», είπε, «χάρη στόν όποιο ό πόθος τής φτώχειας γνώρισε κάποτε δόξες».
«Έάν, λοιπόν», είπε, «έμφανίζονταν δύο ’Αθηναίοι ήγέτες τού λαού καί έπαινούσαν τόν ’Αριστείδη, μόλις αυτός είχε έπιστρέψει άπό τίς συμμαχικές πόλεις, καί ό ένας πρότεινε νά τόν τιμήσουν, επειδή έπέστρεψε χωρίς νά είναι πλούσιος καί χωρίς νά έχει άποκτήσει καμιά περιουσία, άλλά πιο φτωχός άπό όλους τούς ’Αθηναίους καί πιο φτωχός άπ’ ό,τι όταν πήγε, καί ό άλλος υπέβαλλε μιά τέτοια περίπου πρόταση; έπειδή ό ’Αριστείδης όρισε φόρους όχι πάνω άπό τίς δυνατότητες των συμμάχων, άλλά άνάλογο μέ τήν έκταση γής πού κατέχουν, καί φρόντισε νά τούς μονοιάσει μέ τούς Αθηναίους καί νά τούς κάνει νά μή δυσανασχετούν μ’ αύτά, άς ψηφίσουμε νά τιμηθεί αυτός γιά δικαιοσύνη, δέν θά σού φαινόταν άραγε ότι ό ’Αριστείδης θά διαφωνούσε μέ τήν πρώτη πρόταση, χαρακτηρίζοντας την άνάξια των άρχών του, έπειδή δηλ. τόν τιμούν γιά όσα δέν άδίκησε, ένώ τή δεύτερη ίσως καί ό ίδιος θά τήν έπαινούσε, έπειδή στηρίζει τό σκεπτικό της σέ όσα καί ό ίδιος πρέσβευε;
Διότι, άποβλέποντας βεβαίως στό συμφέρον των ’Αθηναίων καί των ύπηκόων, ύπολόγισε σωστά τήν άναλογία των φόρων, καί αύτό φάνηκε περισσότερο μετά τόν ’Αριστείδη· έπειδή δηλ. οί Αθηναίοι, άφού παρέβησαν τήν συμφωνία γιά τούς φόρους, πού έκρινε σωστούς έκείνος, προσδιόρισαν βαρύτερους φόρους στά νησιά, διασπάστηκε ή ναυτική τους δύναμη, μέ τήν οποία ήταν έξαιρετικά φοβεροί, ένώ έκαμε τήν έμφάνισή της ή ναυτική δύναμη των Λακεδαιμονίων καί έτσι δέν διατηρήθηκε τίποτε άπό τή δική τους δύναμη, άλλα όλοι οί ήπήκοοι έπαναστάτησαν καί άπομακρύνθηκαν άπό αύτούς. Δίκαιος, λοιπόν, είναι, ’Απολλώνιε, σύμφωνα μέ τόν σωστό όριομό, όχι ό μή άδικος, άλλα έκείνος ό όποιος καί ό ίδιος ενεργεί δίκαια καί τούς άλλους τούς οδηγεί σε σημείο, ώστε νά μή άδικούν καί θά βλαστήσουν άπό μιά τέτοια δικαιοσύνη καί άλλες άσφαλώς άρετές καί κυρίως ή δικαστική καί ή νομοθετική· διότι ένας τέτοιος άνθρωπος θά δικάσει πολύ δικαιότερα παρά έκείνοι πού ορκίστηκαν έπάνω στά ιερά σφάγια καί θά νομοθετήσει όπως άκριβώς οί Σάλωνες καί οί Λυκούργοι, διότι κι έκείνους τούς κατηύθυνε ή δικαιοσύνη στο νομοθετικό τους έργο».
Ετοιμασίες για τό ταξίδι στις πηγές τού Νείλου
XXII. Τόσα λέγει ό Δάμις ότι συζήτησαν αύτοί γιά τόν δίκαιο άνδρα καί ότι ό ’Απολλώνιος συμφώνησε άπολύτως μέ τόν ορισμό, ότι δηλ. αυτός είναι σύμφωνος προς τόν όρθό λόγο. ’Αφού συζήτησαν καί γιά τήν ψυχή, ότι δηλ. αυτή είναι άθάνατη, καί γιά τή φύση, μέ άπόψεις παραπλήσιες προς τού Πλάτωνα στον «Τίμαιο», καί άφού πάρα πολλά είπαν γιά τούς νόμους τών Ελλήνων, ό ’Απολλώνιος είπε: «Τό ταξίδι μου έδώ έγινε γιά σάς καί γιά τίς πηγές τού Νείλου, τίς όποιες συγχωρείται σ’ έκείνον πού έφθαοε μέχρι τήν Αίγυπτο νά τίς άγνοήσει, γιά έκείνον όμως πού προχώρησε μέχρι τήν Αιθιοπία, μέ τόν δικό μου τρόπο, θά μπορούσε νά άποτελέσει αιτία ντροπής, τό νά τίς προσπεράσει καί νά μή άντλήσει άπό αυτές κάποιους λόγους». «Πήγαινε στο καλό» τού είπε «καί προσευχήσου στις πηγές ό,τι ίπιθυμείς, διότι είναι ιερές. Καί νομίζω ότι θά έχεις οδηγό τόν παλαιότερα Ναυκρατίτη καί τώρα Μεμφίτη, τόν Τιμασίωνα, ό όποιος είναι γνώστης των πηγών καί τόσο καθαρός, ώστε νά μή χρειάζεται ραντισμό. Με σένα όμως, Νείλε, θέλουμε νά μιλήσουμε κάτι ιδιαιτέρως».
Τό νόημα των λόγων αύτών ήταν ολοφάνερο στόν ’Απολλώνιο, διότι κατάλαβε ότι αυτοί ένοχλήθηκαν, πού ό Νείλος ένιωσε μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτόν. ’Αφού, όμως, άποσύρθηκε άπό τη συζήτηση μ’ αυτούς, πήγε νά έτοιμαστεί, προκειμένου νά ξεκινήσει μέ τό ξημέρωμα. ‘Ύστερα άπό λίγο ήλθε καί ό Νείλος, δέν είπε, βέβαια, τίποτε άπό όσα ακούσε, γελούσε όμως μόνος του· κανένας δέν τόν ρωτούσε γιά τήν αίτια τού γέλοιου, διότι όλοι σέβονταν τό μυστικό του.
Επισκέπτεται τό μαντείο τού Τροφωνίου στην Λεβάδεια
XIX. ’Αφού έπί σαράντα ήμέρες άσχολήθηκε μέ συζητήσεις στήν ’Ολυμπία καί καταπιάστηκε μέ πάρα πολλά καί σπουδαία ζητήματα, είπε: «Καί στήν κάθε μιά άπό τίς πόλεις χωριστά θά συζητήσω μαζί σας κατά τίς πανηγύρεις, τίς ιερές πομπές, τά μυστήρια, τίς θυσίες καί τίς δημόσιες σπονδές σας – καί αύτά χρειάζονται τίς ύπηρεσίες ένός εύφυούς άνδρα. Τώρα όμως πρέπει νά μεταβώ στήν Λεβάδεια, διότι μέ τόν Τροφώνιο δέν συναντήθηκα ποτέ ώς τώρα, άν καί έπισκέφθηκα κάποτε τό ίερό»Καί άφού είπε αύτά πορευόταν προς τήν Βοιωτία, άποσπώντας τόν θαυμασμό όλων άνεξαιρέτως κατά τήν διαδρομή τής πορείας του.
Τό άντρο, πού βρίσκεται στήν Λεβάδεια, είναι άφιερωμένο στόν Τροφώνιο, τόν γιο τού ’Απόλλωνα, καί έπιτρέπεται νά μπούν μέσα σ’ αυτό μόνον έκείνοι πού τό έπισκέπτονται αυτοπροσώπως, γιά νά πάρουν χρησμό, καί δεν είναι ορατό μέσα στόν ναό, αλλά βρίσκεται λίγο πιο πάνω άπό αύτόν σε έναν γήλοφο· την είσοδο τήν κλείνουν σιδερένιοι οβελίσκοι, οί όποιοι περιβάλλουν τό στόμιο, καί ή κάθοδος σ’ αυτό γίνεται, σάν νά κατακάθεται καί νά τραβιέται αυτό προς τά κάτω. Όσοι μπαίνουν μέσα στο άντρο ντύνονται μέ λευκά ένδΰματα καί κρατούν στά χέρια τους πλακούντες άπό μέλι, οί όποιοι καταπραύνουν τά έρπετά, όταν αύτά έπιτίθενται εναντίον των εισερχομένων.
Άλλους άπό αύτούς ή γη τούς ξαναφέρνει στην έπιφάνεια όχι πολύ μακριά άπό τό σημείο έκείνο, ένώ άλλους πάρα πολύ μακριά· διότι τούς άνεβάζει στην έπιφάνεια πέρα άπό τήν Λοκρίδα καί τήν Φωκίδα, καί τούς πιό πολλούς στά όρια τής Βοιωτίας. Ό Απολλώνιος λοιπόν μπήκε στόν ναό καί είπε: «Θέλω νά κατεβώ στήν σπηλιά καί νά ύποβάλλω έρώτηση σχετική μέ τήν φιλοσοφία». Οί ιερείς όμως είχαν άντιρρήσεις καί έλεγαν στούς άλλους ότι ποτέ δέν θά έπιτρέψουν σέ έναν μάγο τήν χρήση τού μαντείου, ένώ στόν ίδιο προφασίζονταν ότι οί ή μέρες ήταν άποφράδες καί μιαρές γιά χρησμούς.
Γι’ αυτό έκείνη τήν ήμέρα ό Απολλώνιος έπιδόθηκε σέ συζητήσεις κοντά στίς πηγές τής Έρκύνης, σχετικά μέ τήν καταγωγή καί τόν χαρακτήρα τού μαντείου· διότι αύτό είναι τό μόνο μαντείο, πού δίνει άπαντήσεις σέ όποιον αύτοπροσώπως ζητάει τήν συμβουλή του. Τό ίδιο όμως άπόγευμα πήγε στό στόμιο τής σπηλιάς, μαζί μέ τούς νέους πού τόν άκολουθούσαν, καί άφού ξήλωσε τέσσερις άπό τούς οβελίσκους, πού συγκρατούσαν τήν άμπάρα τού περάσματος, προχώρησε στό βάθος τής γής, όπως ήταν ντυμένος μέ τόν μανδύα τών φιλοσόφων, σάν νά μετέβαινε γιά συνομιλία· καί τόσο εύάρεστη στόν θεό ήταν ή ένέργειά του αύτή, ώστε νά έμφανιστεί ό Τροφώνιος στούς ιερείς καί νά τούς έπιπλήξει γιά τήν συμπεριφορά τους άπέναντι στόν Απολλώνιο καί νά τούς διατάξει νά μεταβούν στήν Αύλίδα, διότι έκεί θά άναδυόταν ό σοφός, κατά τρόπο πιό θαυμαστό από ό,τι συνέβη μέ όποιονδήποτε άλλον άνθρωπο.
’Αναδύεται άπό τό άντρο τού Τροφωνίου μέ ένα βιβλίο τού Πυθαγόρα στά χέρια
Πράγματι βγήκε στην έπιφάνεια τής γής στήν Αύλίδα μετά άπό έπτά ήμερες, μετά άπό τόσο μακρύ χρονικό διάστημα δηλαδή, όσο δεν έκαμε ποτέ κανένας, άπό όσους εισέδυσαν στό μαντείο, καί κρατούσε στά χέρια του ένα βιβλίο, πού περιείχε άπάντηση, άπόλυτα άνταποκρινόμενη στό έρώτημα τού ’Απολλώνιου. Διότι αύτός, όταν κατέβηκε, ρώτησε τόν Τροφώνιο: «Ποιάν φιλοσοφία θεωρείς, Τροφώνιε, ως τήν πιό άρτια καί πιό καθαρή;» Καί τό βιβλίο περιείχε τίς φιλοσοφικές άρχές τού Πυθαγόρα ώς άπόδειξη, ότι καί τό μαντείο συμφωνεί μέ τίς άρχές τής σοφίας αυτής.
Ή περιπέτεια τού βιβλίου
XX. Τό βιβλίο αυτό διασώζεται στό Άνθιο, καί τό χωριό αύτό, τό οποίο βρίσκεται στά παράλια τής ’Ιταλίας, τό έπισκέπτονται πολλοί, μέ σκοπό νά δουν τό βιβλίο. Τίς άλλες πληροφορίες ομολογώ ότι τίς άκουσα άπό τούς κατοίκους τής Λεβάδειας· γιά τήν τύχη τού βιβλίου όμως οφείλω νά έκφράσω τήν πεποίθησή μου, ότι αύτό μεταβιβάστηκε άργότερα στον αύτοκράτορα Άδριανό, τήν ίδια έποχή πού μεταβιβάστηκαν καί μερικές άπό τίς έπιστολές τού ’Απολλώνιου, καί όχι βέβαια όλες, καί ότι παρέμειναν στά άνάκτορα τού Άνθίου, πού ό αύτοκράτορας τά άγαπούσε περισσότερο άπό όλα τά άλλα άνάκτορα τής Ίταλίας.
Ή ομάδα των μαθητών του διευρύνεται
XXI. Άπό τήν ’Ιωνία έπίσης ήλθαν, γιά νά τόν δούν, όλοι οί σύντροφοί του, τούς όποιους ή Ελλάς τούς ονόμαζε «Άπολλωνιείους» αυτοί ένώθηκαν μέ τούς έντόπιους καί συγκρότησαν όλοι μαζί μιάν ομάδα νέων άξια θαυμασμού, τόσο γιά τό πλήθος της όσο καί γιά τόν ένθουσιασμό της γιά την φιλοσοφία. Για την ρητορική άδιαφορούσαν καί έλάχιστη σημασία έδιναν στά στοιχεία, πού συνθέτουν την τέχνη αύτή, διότι θεωρούσαν την γλώσσα ώς τόν μοναδικό τους δάσκαλο· άντίθετα όλοι τους συνωστίζονταν στην σπουδή τής φιλοσοφίας έκείνου. Καί εκείνος, όπως γιά τόν Γύγη καί τόν Κροίσο λένε ότι άφηναν άνοικτές τις πόρτες τών θησαυρών τους, γιά νά παίρνουν άπό αύτούς όσοι είχαν άνάγκη, έτσι προσέφερε τήν σοφία του σ’ έκείνους, πού τήν επιθυμούσαν μέ πάθος, επιτρέποντας νά τόν ρωτούν γιά όποιοδήποτε ζήτημα.
Ή στάση του άπέναντι στους ρήτορες
XXII. Μερικοί κατηγορούσαν τόν ’Απολλώνιο ότι άποφεύγει τήν παρουσία τών κυβερνητών καί ότι οδηγεί τούς άκροατές του ώς έπί τό πλείστον σέ άπόμερα σημεία· άλλά όταν κάποιος θέλοντας νά τόν περιπαίξει είπε ότι άπομακρύνει τό κοπάδι τών προβάτων, μόλις πληροφορείται ότι πλησιάζουν οί ικανοί ρήτορες, άπάντησε: «Ναί, μά τόν Δία, γιά νά μή όρμούν οί λύκοι στο κοπάδι». Ποιό όμως ήταν τό νόημα τών λόγων του αύτών;
Επειδή έβλεπε τούς ρήτορες νά άποσπούν τόν θαυμασμό τού πλήθους καί νά μεταβαίνουν άπό τήν φτώχεια στόν πλούτο καί νά άποδέχονται τό μίσος έτσι, ώστε καί νά τό εμπορεύονται άκόμη, προσπαθούσε νά άπομακρύνει τούς νέους άπό τήν συναναστροφή αύτών, ενώ όσους τούς συναναστρέφονταν τούς συμβούλευε μέ καυστικούς χαρακτηρισμούς, σάν νά τούς ξέπλενε άπό έναν τερατώδη λεκέ. Έτρεφε άπό πάντα μιάν καχυποψία άπέναντι στούς ρήτορες, άλλά στήν Ρώμη τόσο άσχημα διατέθηκε έναντίον τής τέχνης τους έξ αιτίας τών δεσμωτηρίων, τών δεσμωτών καί τών θυμάτων, ώστε όλα αύτά νά τά θεωρεί έργα τών συκοφαντών καί αύτών πού είχαν μεγάλη ιδέα γιά τήν ρητορική τους ικανότητα μάλλον παρά τών τυράννων.
Ό Νερούας γίνεται αύτοκράτορας καί προσκαλεί τον Απολλώνιο στήν Ρώμη
XXVII. Ένώ άκόμη επικρατούσε σκεπτικισμός γύρω άπό αύτά, ήλθαν οί ταχυδρόμοι των ευχάριστων ειδήσεων, πού έπιβεβαίωσαν τήν σοφία τού άνδρα· διότι ή σφαγή τού τυράννου καί ή ήμερα πού αύτή συνέβη, ή ώρα τού μεσημεριού καί οί δολοφόνοι, πρός τούς όποιους ειχεν άπευθύνει τήν προτροπή, είχαν έτσι άκριβώς, όπως οί θεοί τό καθένα άπό αύτά άπεκάλυψαν σ’ έκεΐνον, τήν στιγμή πού μιλούσε.
Τριάντα μέρες μετά άπό αύτά ό Νερούας πληροφόρησε μέ επιστολή τον Απολλώνιο ότι κατέχει πλέον τήν αύτοκρατορική έξουσία τής Ρώμης, σύμφωνα μέ τήν θέληση τών θεών καί έκείνου, καί τού έλεγε ότι θά μπορούσε νά τήν διαχειριστεί αύτήν εύκολώτερα, αν ό ίδιος μετέβαινε κοντά του ώς σύμβουλος. Μόλις πήρε τήν έπιστολή ό Απολλώνιος, τού έγραψε άμέσως τά έξής αινιγματικά λόγια: «Θά βρεθούμε οί δυο μας, βασιλιά μου, γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά τό οποίο ούτε έμείς θά κυβερνούμε άλλον ούτε άλλος έμάς». Είχε καταλάβει, όπως φαίνεται, ότι ό ίδιος δέν θα βρίσκεται γιά πολύ άκόμη μεταξύ τών άνθρώπων καί ότι ό Νερούας θά κυβερνήσει γιά μικρό χρονικό διάστημα· διότι πράγματι έναν χρόνο καί τέσσερις μήνες κράτησε ή βασιλεία του καί στο διάστημα αύτό άποδείχθηκε ένας νηφάλιος καί σοβαρός βασιλιάς.
Ό Απολλώνιος άρνείται, άλλα τού στέλνει μιαν έπιστολή με τον Δάμι
XXVIII. Γιά νά μή φανεί όμως ότι παραμελεί έναν καλό φίλο καί βασιλιά, ΰσιερα από αύτά τού έγραφε μιαν έπιστολή, με περιεχόμενο συμβουλές πρός άρχοντες, καί, άφού κάλεσε τόν Δάμι, τού είπε: «Αύτά έχουν την άνάγκη σου, διότι τά άπόρρητα έχουν άποδέκτη τόν βασιλιά, είναι όμως τέτοια, ώστε ή άπό μένα πρέπει νά λεχθούν σ’ αυτόν ή άπό σένα νά διαβιβαστούν. Καί ό Δάμις λέγει ότι μόνον άργότερα κατάλαβε τό τέχνασμα τού δασκάλου του, διότι τό περιεχόμενο τής έπιστολής ήταν βέβαια σημαντικό, θά μπορούσε όμως αυτή νά σταλεί καί μέ άλλον. Ποιό λοιπόν ήταν τό τέχνασμα τού σοφού;
Σ’ όλη του τήν ζωή λέγεται ότι συνήθιζε νά λέγει: «Ζήσε άφανώς καί, άν αυτό δεν τό μπορείς, φύγε άπό τήν ζωή, χωρίς νά γίνεις αντιληπτός». Θέλοντας λοιπόν νά άπομακρύνει τόν Δάμι άπό τόν έαυτό του, γιά νά μή υπάρχουν κοντά του μάρτυρες, προέβαλε ώς πρόσχημα τήν έπιστολή καί τήν μετάβαση τού Δάμι στήν Ρώμη. Γι’ αυτό ό Δάμις λέγει ότι αυγκινήθηκε κάπως ό ίδιος φεύγοντας άπό κοντά του, άν καί δέν γνώριζε τι έπρόκειτο νά έπακολουθήσει, ένώ ό ’Απολλώνιος, άν καί γνώριζε πολύ καλά τί θά συνέβαίνε στή συνέχεια, δέν τού είπε τίποτε άπό εκείνα πού συνηθίζουν νά λένε αυτοί πού δέν πρόκειται νά ξαναϊδωθούν, τόσο μεγάλη ήταν ή πεποίθησή του, ότι θά ύπάρχει γιά πάντα, καί ότι μόνο του παρήγγειλε τά έξής: «Δάμι, άκόμη κι άν φιλοσοφήσεις μοναχός σου, παρακολούθα έμένα».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου