Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΠΛ Πολ 336b–337a

Ο σοφιστής Θρασύμαχος ασκεί δριμεία κριτική στη σωκρατική διαλεκτική μέθοδο

Στη συζήτηση για τη φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας τον λόγο πήρε αρχικά ο Πολέμαρχος, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι δικαιοσύνη είναι να κάνει κάποιος καλό στους φίλους και κακό στους εχθρούς, να ανταποδίδει δηλαδή στον καθένα ό,τι του οφείλεται, συμφώνησε όμως τελικά με τον Σωκράτη ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι δίκαιο να βλάπτουμε κάποιον.


[336b] Καὶ ὁ Θρασύμαχος πολλάκις μὲν καὶ διαλεγομένων ἡμῶν
μεταξὺ ὥρμα ἀντιλαμβάνεσθαι τοῦ λόγου, ἔπειτα ὑπὸ
τῶν παρακαθημένων διεκωλύετο βουλομένων διακοῦσαι τὸν
λόγον· ὡς δὲ διεπαυσάμεθα καὶ ἐγὼ ταῦτ’ εἶπον, οὐκέτι
ἡσυχίαν ἦγεν, ἀλλὰ συστρέψας ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον ἧκεν
ἐφ’ ἡμᾶς ὡς διαρπασόμενος.

Καὶ ἐγώ τε καὶ ὁ Πολέμαρχος δείσαντες διεπτοήθημεν·
ὁ δ’ εἰς τὸ μέσον φθεγξάμενος, Τίς, ἔφη, ὑμᾶς πάλαι φλυαρία
[336c] ἔχει, ὦ Σώκρατες; καὶ τί εὐηθίζεσθε πρὸς ἀλλήλους ὑπο-
κατακλινόμενοι ὑμῖν αὐτοῖς; ἀλλ’ εἴπερ ὡς ἀληθῶς βούλει
εἰδέναι τὸ δίκαιον ὅτι ἔστι, μὴ μόνον ἐρώτα μηδὲ φιλοτιμοῦ
ἐλέγχων ἐπειδάν τίς τι ἀποκρίνηται, ἐγνωκὼς τοῦτο, ὅτι
ῥᾷον ἐρωτᾶν ἢ ἀποκρίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἀπόκριναι καὶ
εἰπὲ τί φῂς εἶναι τὸ δίκαιον. καὶ ὅπως μοι μὴ ἐρεῖς ὅτι τὸ
[336d] δέον ἐστὶν μηδ’ ὅτι τὸ ὠφέλιμον μηδ’ ὅτι τὸ λυσιτελοῦν μηδ’
ὅτι τὸ κερδαλέον μηδ’ ὅτι τὸ συμφέρον, ἀλλὰ σαφῶς μοι
καὶ ἀκριβῶς λέγε ὅτι ἂν λέγῃς· ὡς ἐγὼ οὐκ ἀποδέξομαι
ἐὰν ὕθλους τοιούτους λέγῃς.

Καὶ ἐγὼ ἀκούσας ἐξεπλάγην καὶ προσβλέπων αὐτὸν
ἐφοβούμην, καί μοι δοκῶ, εἰ μὴ πρότερος ἑωράκη αὐτὸν ἢ
ἐκεῖνος ἐμέ, ἄφωνος ἂν γενέσθαι. νῦν δὲ ἡνίκα ὑπὸ τοῦ
λόγου ἤρχετο ἐξαγριαίνεσθαι, προσέβλεψα αὐτὸν πρότερος,
[336e] ὥστε αὐτῷ οἷός τ’ ἐγενόμην ἀποκρίνασθαι, καὶ εἶπον ὑπο-
τρέμων· Ὦ Θρασύμαχε, μὴ χαλεπὸς ἡμῖν ἴσθι· εἰ γάρ τι
ἐξαμαρτάνομεν ἐν τῇ τῶν λόγων σκέψει ἐγώ τε καὶ ὅδε, εὖ
ἴσθι ὅτι ἄκοντες ἁμαρτάνομεν. μὴ γὰρ δὴ οἴου, εἰ μὲν
χρυσίον ἐζητοῦμεν, οὐκ ἄν ποτε ἡμᾶς ἑκόντας εἶναι ὑπο-
κατακλίνεσθαι ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει καὶ διαφθείρειν τὴν
εὕρεσιν αὐτοῦ, δικαιοσύνην δὲ ζητοῦντας, πρᾶγμα πολλῶν
χρυσίων τιμιώτερον, ἔπειθ’ οὕτως ἀνοήτως ὑπείκειν ἀλλήλοις
καὶ οὐ σπουδάζειν ὅτι μάλιστα φανῆναι αὐτό. οἴου γε σύ,
ὦ φίλε. ἀλλ’ οἶμαι οὐ δυνάμεθα· ἐλεεῖσθαι οὖν ἡμᾶς πολὺ
[337a] μᾶλλον εἰκός ἐστίν που ὑπὸ ὑμῶν τῶν δεινῶν ἢ χαλεπαί-
νεσθαι.

***
Όση ώρα συζητούσαμε ο Θρασύμαχος επανειλημμένα επιχείρησε να πάρει το λόγο, δεν τον άφηναν όμως οι διπλανοί του, που ήθελαν να ακούσουν το επιχείρημα ως το τέλος· όταν όμως κάναμε μια παύση, κι εγώ τα είπα αυτά, εκείνος δεν ηρεμούσε αλλά μαζεύτηκε και σαν θηρίο χύμηξε καταπάνω μας να μας κατασπαράξει.

Από τον τρόμο μας εγώ κι ο Πολέμαρχος τα χρειαστήκαμε· κι εκείνος, βάζοντάς μας τις φωνές μπροστά σε όλους, Τι φλυαρία, είπε, είναι αυτή που σας δέρνει τόσην ώρα, Σωκράτη; Και τι ανοησία αυτές οι υποχωρήσεις ―όλο ευγένεια― του ενός στον άλλο! Αν στ' αλήθεια θες να μάθεις τι είναι το δίκιο, μην περιορίζεσαι να ρωτάς μόνο ούτε να προσπαθείς να ανασκευάσεις την απάντηση που σου δίνει ο άλλος, αφού το ξέρεις δα ότι είναι ευκολότερο να κάνεις ερωτήσεις παρά να απαντάς, αλλά δώσε κι εσύ μια απάντηση και πες τι υποστηρίζεις πως είναι το δίκαιο. Και μη μου πεις ότι είναι το πρέπον ή το ωφέλιμο ή το πρόσφορο ή το επικερδές ή το συμφέρον αλλά εξήγησε με σαφήνεια και ακρίβεια ό,τι έχεις να πεις· γιατί αν αρχίσεις να μου αραδιάζεις τέτοιες μπούρδες, εγώ δεν θα τις δεχθώ.

Κι εγώ ακούγοντάς τον τα 'χασα και καθώς τον κοιτούσα με κυρίευε φόβος, και νομίζω πως αν δεν τον είχα δει πρώτος εγώ, προτού να με δει εκείνος, θα μού 'χε κοπεί η μιλιά. Έτυχε όμως, όταν άρχισε να εξαγριώνεται από τη συζήτηση, να πέσει το δικό μου βλέμμα πρώτο επάνω του κι έτσι μπόρεσα να του απαντήσω, και σχεδόν τρέμοντας του είπα: Θρασύμαχε, μη γίνεσαι τόσο σκληρός μαζί μας· αν μας ξέφυγε κάποιο λάθος καθώς εξετάζαμε, εγώ και τούτος εδώ, τα επιχειρήματα, να είσαι βέβαιος ότι αυτό έγινε χωρίς να το θέλουμε. Μη φανταστείς πως ενώ αν ψάχναμε για χρυσάφι δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να υποχωρούμε ―εκεί που θα ψάχναμε― με τη θέλησή μας ο ένας στον άλλο και να ματαιώνουμε έτσι την ανεύρεση, τώρα που ψάχνουμε για τη δικαιοσύνη, ένα πράγμα πολυτιμότερο κι από μπόλικο χρυσάφι, υποκλινόμαστε έτσι ανόητα ο ένας στον άλλο και δεν βάζουμε όλες τις δυνάμεις μας για να την ανακαλύψουμε. Πίστεψέ με, αγαπητέ, ότι προσπαθούμε. Όμως, νομίζω, δεν μπορούμε. Μάλλον λοιπόν θα 'πρεπε κατά κάποιον τρόπο να μας συμπονάτε, και πολύ μάλιστα, εσείς οι προικισμένοι με φοβερές ικανότητες παρά να οργίζεσθε μαζί μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου