Η περίφημη Φλάβια Μαρτυρία ή Testimonium Flavianum.
(Η δημοσίευση αυτή είναι τμήμα της σειράς δημοσιεύσεων περί της Ιστορικότητας του Ιησού).
Γιατί ο Ιησούς θεωρείται από την πλειοψηφία των σύγχρονων ιστορικών ως αποτέλεσμα μυθικής διεργασίας και αν τελικά υπήρξε, τότε ήταν κάποιος άσημος και δευτερεύον δάσκαλος που δεν έχει καμία σχέση με τα θρυλούμενα στα Ευαγγέλια; Γιατί πέρα από την χριστιανική γραμματεία, είναι άγνωστος ιστορικά. Και είναι άγνωστος ιστορικά γιατί κανείς μη χριστιανός στην εποχή του δεν μίλησε για αυτόν. Γιατί δεν υπήρχε κανείς αυτόπτης μάρτυρας της περίφημης δράσης του, γιατί όσοι έγραψαν για αυτόν, αυτό έγινε πολύ αργότερα από τον αναφερόμενο θάνατό του και με βάση τα θρυλούμενα στα Ευαγγέλια ή στους οπαδούς του, έναν αιώνα μετά από την θεωρούμενη δράση του. Να σημειωθεί ότι ιστορικά οι πρώτοι χριστιανοί αναφέρονται το 112 κ.ε. μέχρι τότε δεν διακρίνονται αν υπάρχουν από τους υπόλοιπους Εβραίους. Υπάρχει όμως ένας ιστορικός που στα κείμενά του υπάρχει αναφορά, η πρώτη χρονολογικά που μιλάει για αυτόν και θα δούμε γιατί αυτή η αναφορά είναι πλαστογραφημένη.
Ο μοναδικός ιστορικός που εξιστόρησε σε μεγάλη λεπτομέρεια το τι συνέβαινε στην Παλαιστίνη, ήταν ο Ιώσηπος, ειδικά την εποχή του 1ου αιώνα που μας ενδιαφέρει και υποτίθεται ότι έζησε ο Ιησούς Χριστός, έχει στο έργο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, τρεις αναφορές που έχουν κάποια σχέση με τα Ευαγγέλια (η μία είναι για τον Βαπτιστή και δεν θα εξετασθεί τώρα), και αν και έχουν αναφερθεί διεξοδικά, θα κάνουμε και εδώ μια σύνοψη, γιατί θα μας χρειαστεί για αργότερα.
Ποιος όμως ήταν ο Ιώσηπος; Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένας ορθόδοξος Εβραίος, δηλαδή Φαρισαίος, που μετά από την επαμφοτερίζουσα δράση του μέχρι να “ενηλικιωθεί”, κάνει μια προσπάθεια σύζευξης της ελληνορωμαϊκής με την εβραϊκή προσέγγιση, κατανοώντας το άτοπο και αδύνατο της ιουδαϊκής επανάστασης στην Ρώμη.
Η Αρχαιολογία είναι το τελευταίο του έργο και είναι εκτός από μια ιστορική αναδρομή της πορείας του λαού του, μια εμπλουτισμένη αναδιατύπωση ενός άλλου σπουδαίου του έργου, του Ιουδαϊκού Πολέμου, με επιπλέον πηγές στα κοινά τους σημεία, ίσως λόγω των νέων πηγών που χρησιμοποιεί και διαφορετικής οπτικής. Το χαρακτηριστικό σε όλο του το έργο, είναι ότι προσπαθεί να αιτιολογήσει την καταστροφή της πατρίδας του από τους Ρωμαίους το 70 κ.ε., σαν αποτέλεσμα της δράσης φανατικών ζηλωτών και περιφερόμενων τσαρλατάνων, που με προφητείες και δήθεν θαύματα, φανάτιζαν τον λαό, δημιουργώντας ψεύτικες ελπίδες για το ανέφικτο. Το σημαντικό πάντως στο έργο του, είναι ότι μας δίνει μια καλή ιδέα από το ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο της Παλαιστίνης την εποχή του πρώτου αιώνα.
Πρώτη Αναφορά ή Πρώτη Φλάβια Μαρτυρία.
Στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία στο 18.63, αμέσως μετά από ένα συμβάν στάσης των Ιουδαίων κατά του Πιλάτου για την κατασκευή ενός υδραγωγείου, που είχε κακή κατάληξη για τους Εβραίους, αναφέρει:
“[63]Γίνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς σοφὸς ἀνήρ, εἴγε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή· ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ τἀληθῆ δεχομένων, καὶ πολλοὺς μὲν Ἰουδαίους, πολλοὺς δὲ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο· ὁ χριστὸς οὗτος ἦν.
[64] καὶ αὐτὸν ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ᾽ ἡμῖν σταυρῷ ἐπιτετιμηκότος Πιλάτου οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τὸ πρῶτον ἀγαπήσαντες· ἐφάνη γὰρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν τῶν θείων προφητῶν ταῦτά τε καὶ ἄλλα μυρία περὶ αὐτοῦ θαυμάσια εἰρηκότων. εἰς ἔτι τε νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοῦδε ὠνομασμένον οὐκ ἐπέλιπε τὸ φῦλον.
[65] Καὶ ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους ἕτερόν τι δεινὸν ἐθορύβει τοὺς Ἰουδαίους...” (Ιουδαϊκή αρχαιολογία, 18.63).
Το κείμενο αυτό το 90% των ιστορικών και θεολόγων το θεωρεί πλαστογραφημένο. Το 40% το απορρίπτει τελείως σαν ολική προσθήκη, το 50% θεωρεί ότι κάτι υπήρχε που έχει διαστρεβλωθεί και μόλις το 10% το θεωρούν γνήσιο όπως έχει, αν και τα στοιχεία που πλήττουν την γνησιότητά του είναι καταφανή. Από αυτούς που το θεωρούν διαστρεβλωμένο, έχουν γίνει αρκετές προτάσεις στο πως ίσως θα μπορούσε να ήταν, αν όντως κάτι υπήρχε στο αντίστοιχο τμήμα και δεν έχουν διαγραφεί στοιχεία από αυτό.
Αναφέρει σε μια μόνο φράση σε όλο το τεράστιο έργο του, σημεία και τέρατα που υποτίθεται έκανε αυτός ο Ιησούς, όπως και την ανάστασή του, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, ενώ το αμέσως επόμενο ήσσονος σημασίας θέμα του, το αναλύει για πολλές σελίδες. Φυσικά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ένας Φαρισαίος όπως ήταν ο Ιώσηπος, θα ήταν αδύνατο να θεωρεί τον Ιησού ως “Χριστό” ή ακόμα ως “τον Χριστό”, ειδικά ένας συγγραφέας που όλο του το έργο ήταν να καταδείξει ότι η καταστροφή των Εβραίων έγινε ακριβώς από τους διάφορους παρουσιαζόμενους ως Χριστούς ή Μεσσίες και τα γεννήματα τους, που ήταν οι Ζηλωτές. Τα έντονα γράμματα είναι λέξεις που δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχουν γραφτεί από τον τυπικό Φαρισαίο Ιώσηπο, αντίθετα μεταφέρουν μεταγενέστερη χριστιανική πεποίθηση όπως και την δήθεν επιβεβαίωση των προφητών, την ορολογία “φύλον”, η δε φράση “σοφός ανήρ” είναι η τιμητικότερη έκφραση που έχει δώσει ο Ιώσηπος σε ελάχιστους στην ιστορία του, και δεν υπάρχει περίπτωση να αφιέρωνε μόνο μια παράγραφο σε ένα τέτοιο σοφό πρόσωπο.
Ας δούμε όμως την ροή του κειμένου. Λίγο παραπάνω στο 60-62, αναφέρεται η τραγική κατάληξη για τους Εβραίους μιας στάσης κατά της προσπάθειας του νεοαφιχθέντος Πιλάτου, να φτιάξει ένα υδραγωγείο. Το συμβάν αυτό υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι πετσοκομμένο επίσης, γιατί είναι παράλογο να γίνει στάση για μια κατασκευή κοινής ωφέλειας που θα υδρεύσει όλη την πόλη της Ιερουσαλήμ. Από ό,τι φαίνεται, το Όρος των Ελαιών είχε στρατηγική σημασία για τους Εβραίους ζηλωτές, γιατί από εκεί επέδραμαν όπως θα δούμε πολλοί από αυτούς τους μεσσίες στις στάσεις τους. Η δικαιολογία φυσικά ότι χρηματοδοτήθηκε από τα λεφτά του Ναού είναι καλή. Όπως και να έχει εκεί έγινε στάση και μια περιορισμένη σφαγή. Μεσολαβεί η αμφισβητήσιμη αναφορά περί Ιησού και αμέσως μετά συνεχίζει “Καὶ ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους ἕτερόν τι δεινὸν ἐθορύβει τοὺς Ἰουδαίους.” Αν δεν υπήρχε η παρεμβολή περί Ιησού, το κείμενο θα ήταν κανονικότατο, μετά το ένα δεινόν έρχεται το άλλο, αν μεσολαβεί κάτι, είναι καταφανές ότι πάλι δεινόν θα ήταν, δηλαδή μιλάμε για δεινά του λαού, τα οποία προήλθαν από κάποια στασιαστική κατάσταση, ίσως κάποιου επίδοξου μεσσία και όχι κάποιου “σοφού άνδρα”, όπως θέλει να μας πει ο διαστρεβλωτής του κειμένου.
Δεύτερη Αναφορά περί του Ιακώβου ή Δεύτερη Φλάβια Μαρτυρία.
Επίσης στο τελευταίο βιβλίο της Αρχαιολογίας στο 20.200 διαβάζουμε:
“[200] ἅτε δὴ οὖν τοιοῦτος ὢν ὁ Ἄνανος, νομίσας ἔχειν καιρὸν ἐπιτήδειον διὰ τὸ τεθνάναι μὲν Φῆστον, Ἀλβῖνον δ᾽ ἔτι κατὰ τὴν ὁδὸν ὑπάρχειν, καθίζει συνέδριον κριτῶν καὶ παραγαγὼν εἰς αὐτὸ τὸν ἀδελφὸν Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ, Ἰάκωβος ὄνομα αὐτῷ, καί τινας ἑτέρους, ὡς παρανομησάντων κατηγορίαν ποιησάμενος παρέδωκε λευσθησομένους.
[201] ὅσοι δὲ ἐδόκουν ἐπιεικέστατοι τῶν κατὰ τὴν πόλιν εἶναι καὶ περὶ τοὺς νόμους ἀκριβεῖς βαρέως ἤνεγκαν ἐπὶ τούτῳ καὶ πέμπουσιν πρὸς τὸν βασιλέα κρύφα παρακαλοῦντες αὐτὸν ἐπιστεῖλαι τῷ Ἀνάνῳ μηκέτι τοιαῦτα πράσσειν· μηδὲ γὰρ τὸ πρῶτον ὀρθῶς αὐτὸν πεποιηκέναι.
[202] τινὲς δ᾽ αὐτῶν καὶ τὸν Ἀλβῖνον ὑπαντιάζουσιν ἀπὸ τῆς Ἀλεξανδρείας ὁδοιποροῦντα καὶ διδάσκουσιν, ὡς οὐκ ἐξὸν ἦν Ἀνάνῳ χωρὶς τῆς ἐκείνου γνώμης καθίσαι συνέδριον.
[203] Ἀλβῖνος δὲ πεισθεὶς τοῖς λεγομένοις γράφει μετ᾽ ὀργῆς τῷ Ἀνάνῳ λήψεσθαι παρ᾽ αὐτοῦ δίκας ἀπειλῶν. καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀγρίππας διὰ τοῦτο τὴν Ἀρχιερωσύνην ἀφελόμενος αὐτὸν ἄρξαντα μῆνας τρεῖς Ἰησοῦν τὸν τοῦ Δαμναίου κατέστησεν.” (Ιουδαϊκή αρχαιολογία, 20.200).
Η αναφορά εδώ είναι έμμεση για τον Ιησού. Και εδώ υπάρχει διχογνωμία, διαβάστε και εδώ.
Κανένας δεν το θεωρεί ως προσθήκη, ήταν γνωστό άλλωστε από τον Ωριγένη, σε αντίθεση με την 1η αναφορά που του ήταν άγνωστη, αλλά αρκετοί ως πιθανή αλλοίωση του κειμένου, με την προσθήκη της φράσης “τοῦ λεγομένου Χριστοῦ”, ή “τοῦ λεγομένου” μόνο, αφού αμέσως παρακάτω (203) μας λέει ότι ο βασιλιάς Αγρίππας, από τις αντιδράσεις του κόσμου, αντικατέστησε τον Άννα με τον Ιησού του Δαμναίου. Να σημειωθεί, ότι στο Ιώσηπο αναφέρονται 20 διαφορετικά πρόσωπα με το όνομα Ιησούς, όσο για το “χριστός”, όλοι οι αρχιερείς εθεωρούντο χρισμένοι, δηλαδή χριστοί.
Το ουσιαστικό ερώτημα εδώ, είναι γιατί οι Εβραίοι να ξεσηκωθούν και να ζητήσουν αντικατάσταση του αρχιερέα τους για τον φόνο ενός “χριστιανού”, αν όντως ήταν έτσι όπως μας παρουσιάζεται ως αναφερόμενο στον αδελφό του Ιησού των Ευαγγελίων, τον οποίο η Εκκλησία παρουσιάζει μάλιστα και ως τον πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων; Γιατί αν και οι Πράξεις χρησιμοποιούν την Αρχαιολογία σαν πηγή, δεν αναγράφουν το περιστατικό αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι η δεύτερη αυτή αναφορά, έτσι όπως την βλέπουμε, έχει νόημα και αξία μέσα στην Αρχαιολογία, μόνο σε συνδυασμό με την πρώτη. Χωρίς αυτή, είναι ξεκάθαρη αλλοίωση του κειμένου. Αξίζει όμως να δούμε σε σχέση και με την εικόνα περί Ιησού και των μαθητών του από τα Ευαγγέλια την συνέχεια, που λέει ότι ο Άννας αυτός, (αρχιερέας γιος του άλλου παλαιότερου αρχιερέα Άννα και αδερφός του Καΐάφα) ήταν δυσάρεστος και τελικά κυνηγούσε αυτούς που ήταν τυπικοί με τους νόμους, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την μη τυπικότητα που κήρυττε υποτίθεται ο Ιησούς, όπως στο θέμα του Σαββάτου ή σε άλλους υποτιθέμενους “νεοτερισμούς” του. Άρα αν υπήρχε εδώ κάτι, σίγουρα έρχεται σε αντίθεση με αυτά που μας λένε τα Ευαγγέλια και ο εδώ “Ιάκωβος” κυνηγήθηκε για την τυπικότητα και την προσήλωσή του στους πατροπαράδοτους νόμους, δηλαδή κάτι σαν φαρισαίος, από τον Άννα, που ήταν ελαστικός με αυτούς τους νόμους.
Να σημειωθεί ότι την πρώτη μαρτυρία την αγνοούν οι: Μάρτυρας Ιουστίνος, Θεόφιλος Αντιοχείας, Μελίτων Σάρδεων, Μινούκιος Φέλιξ, Ειρηναίος, Κλήμης Αλεξανδρείας, Επιφάνειος, Ιούλιος Αφρικανός, Ψευδοϊουστίνος, Τερτυλλιανός, Ιππόλυτος Ρώμης, Μεθόδιος, Λακτάντιος, Ωριγένης, Ιουλιανός, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ακόμα και ο Φώτιος τον 9ο αιώνα. Αυτός όμως που την γνωρίζει και είναι και ο πρώτος που την αναφέρει, είναι ο Ευσέβιος όπως θα δούμε παρακάτω. Να σημειωθεί επίσης ότι η ορολογία “φῦλον”, δεν αναφέρεται με αυτή την έννοια, ούτε από τον Ιώσηπο, ούτε από κανέναν άλλο πριν από τον Ευσέβιο, που είναι λέξη με την έννοια συγκεκριμένης ομάδας “τὸ Χριστιανῶν φῦλον μὴ ἐκζητεῖσθαι μέν” (Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλίο Γ’). Άλλωστε πολλοί ιστορικοί συμφωνούν ότι η πρώτη μαρτυρία συμφωνεί με τον τρόπο γραψίματος του Ευσέβιου και ότι αυτός είναι που την δημιούργησε ή την χάλκεψε.
Η δεύτερη προσθήκη, κατά τη γνώμη μου, αναφέρεται σε κάποιον αδερφό του Ιησού του Δαμναίου, σε μια προσωπική τους διεκδίκηση για το αξίωμα, που αμέσως παρακάτω θα γίνει αρχιερέας, άρα και αυτός χριστός, από τον ανταγωνιστή του Άννα, και κάποιος απλά προσέθεσε το “τοῦ λεγομένου Χριστοῦ” και έσβησε το του Δαμναίου και το όνομα του συγγενή του που σκότωσε ο Άννας, αν και το Ιάκωβος επίσης ήταν συνηθισμένο όνομα και θα μπορούσε να είναι το ίδιο, ή όντως αναφέρεται σωστά και παραπέμπει στην πρώτη αναφορά, μόνο που η πρώτη αναφορά ήταν τελείως διαφορετική και τελείως απαξιωτική για τον “λεγόμενο Χριστό” όπως ο ίδιος ο Ωριγένης (185-251) μας δείχνει να καταλάβουμε, αλλά και η άγνοια όλων των άλλων όπως ο Επιφάνειος που επίσης ήξερε και αντέγραψε στην εκκλησιαστική ιστορία του την 2η αναφορά, όχι όμως την πρώτη.
Όσο για την πρώτη αναφορά, η γνώμη μου είναι ότι αν κάτι είχε η σχετική παράγραφος, δεν έχει φυσικά σχέση με το τελικό αποτέλεσμα, όπως θα δούμε και στο αντίστοιχο κείμενο του Ιουδαϊκού Πολέμου, κάτι όμως που δεν έχει σχέση με τον Ιησού, τουλάχιστον αυτόν που γνωρίζουμε από τα χριστιανικά κείμενα, για τον λόγο αυτό και ο Ωριγένης δεν το αναφέρει.
Ας δούμε τι λέει ο Ωριγένης:
“εἰρηκέναι κατὰ μῆνιν θεοῦ ταῦτα αὐτοῖς ἀπηντηκέναι διὰ τὰ εἰς Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ ὑπ’ αὐτῶν τετολμημένα.” (Εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον Εξηγητικών σελ. 12).
“ὁ Ἰώσηπος μαρτυρεῖ τῷ Ἰωάννῃ ὡς βαπτιστῇ γεγενημένῳ..... Ὁ δ' αὐτός, καίτοι γε ἀπιστῶν τῷ Ἰησοῦ ὡς Χριστῷ,...δέον αὐτὸν εἰπεῖν ὅτι ἡ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ἐπιβουλή τούτων αἰτία γέγονε τῷ λαῷ, ἐπεὶ ἀπέκτειναν τὸν προφητευόμενον Χριστόν·” (Προς τον επιγεγραμένον Κέλσου Αληθήν Λόγον 1.47 σελ. 23).
“οὗ ὁ υἱὸς Τίτος καθεῖλε τὴν Ἱερουσαλήμ ὡς μὲν Ἰώσηπος γράφει, διὰ Ἰάκωβον τὸν δίκαιον, τὸν ἀδελφὸν Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ” (ο.π. 2.13 σελ. 45).
Εδώ, έχουμε ήδη μια προσπάθεια διαστρέβλωσης από τον Ωριγένη του τι είπε ο Ιώσηπος, λέγοντας μας ότι θεώρησε ως αιτία της καταστροφής των Εβραίων την δολοφονία του (όποιου) Ιακώβου, κάτι που σημαίνει ότι ή διαστρεβλώνει το κείμενο, γιατί δεν λέει κάτι τέτοιο ο Ιώσηπος, ή του μετέφεραν λάθος το κείμενο του. Όπως και να έχει, δείχνει άγνοια της πρώτης αναφοράς, ή αυτή αν υπήρχε, ήταν τελείως διαφορετική και απαξιωτική για τον Ιησού, ο πρώτος δε που την αναφέρει και την σχολιάζει όπως ακριβώς την έχουμε τώρα, θετικά, είναι όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Ευσέβιος τον 4ο αιώνα. που παραθέτει το κείμενο κατά λέξη και προσθέτει “ταῦτα τοῦ ἐξ αὐτῶν Ἑβραίων συγγραφέως ἀνέκαθεν τῇ ἑαυτοῦ γραφῇ περί τε τοῦ βαπτιστοῦ Ἰωάννου καὶ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν παραδεδωκότος”, στο τέλος του πρώτου του βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας.
Το ενδιαφέρον είναι, ότι ακόμα και μετά τον Ευσέβιο, αρκετοί σχολιαστές του Ιώσηπου συνεχίζουν να αγνοούν την πρώτη αυτή μαρτυρία, όπως ο Φώτιος, αρκετούς αιώνες μετά, που σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά στην πρώτη αυτή δήλωση και σίγουρα δεν ήταν έτσι όπως εμφανίζεται σήμερα, αλλά ίσως να ανέφερε για άλλον έναν μεσσία και αντίστοιχης στάσης των Εβραίων, που ίσως να είχε μερικά κοινά με τον Ιησού των Ευαγγελίων ίσως όχι όμως αρκετά, για να μην σχολιαστεί αντίστοιχα.
“Ο Φώτιος έχει γράψει τρία άρθρα για τον Ιώσηπο, αλλά και εκεί δεν γράφει τίποτα για την μαρτυρία του. Σε άλλο άρθρο του, περί του Ιούστου της Τιβεριάδος, ο Φώτιος εμφαντικώς δηλώνει ότι ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος δεν έχει σημειώσει την παραμικρή παρατήρηση για τον Χριστό τις πράξεις και τα θαύματά του. Έξαλλος ο Φώτιος εξαφάνισε διά της πυράς και διά παντός το σύγγραμμα του Ιούστου. Όλα αυτά σημαίνουν ότι αυτοί οι Πατέρες μετά τον Ευσέβιο, είτε δεν είχαν ένα πλαστογραφημένο αντίγραφο του Ιωσήπου στα χέρια τους, είτε εγνώριζαν ότι η παράγραφος αυτή ήταν παραχάραξη και συνεπώς την αγνόησαν”.
Εδώ θα προσθέσω και την εύλογη μου:“Ο Ιώσηπος εγεννήθηκε το +37 και έζησε εις την Ρώμη από το +74 μέχρι τον θάνατό του το + 100 περίπου. Εδημοσίευσε τα έργα του περί τα έτη +93-95. Ουδέν όμως αναφέρει περί των χριστιανικών κοινοτήτων της Ρώμης ή έστω τού Πετρικού ή Παυλικού Χριστιανισμού πού υποτίθεται ότι υπήρχε εκεί και αποτελούσε ύβριν διά τόν Ορθόδοξον Ιουδαϊκόν Φαρισαϊσμόν.
Το γεγονός ότι ο πολυγραφότατος Ιουδαίος Φίλων Αλεξανδρινός μέσα στα τόσα έργα του δεν αναφέρει τον Ιησού ούτε κατά διάνοια, συνηγορεί στο ότι ο Ιησούς Χριστός είναι μύθος και η αναφορά του Ιωσήπου είναι πλαστογραφία. Ο Φίλων έζησε από το -15 Π. Κ.Ε. μέχρι +50 Κ.Ε. και είχε αναμειχθεί ενεργά στα κοινωνικά, πολιτικά, θρησκευτικά κλπ. θέματα της Ιουδαίας και των Εβραίων. Όπως βλέπομε το διάστημα της ζωής του αρχίζει αρκετά χρόνια πριν και τελειώνει αρκετά χρόνια μετά την ζωή του υποτιθεμένου Ιησού. Αν και ήταν σύγχρονος του Ιησού, μέσα στο μακροσκελές έργο του, δεν αναφέρει ούτε μία λέξη γι’ αυτόν ή για τα τρομερά γεγονότα που χαρακτηρίζουν την ζωή του σύμφωνα με τα Ευαγγέλια. Άρα κατά τον Φίλωνα Ιησούς Χριστός δεν υπήρχε. Ο κατά 60 χρόνια υστερόγραφος Ιώσηπος εγνώριζε καλά το έργο του Φίλωνος. Τότε πως είναι δυνατόν αυτός να αναφέρει τον Ιησού, ενώ ο πρόδρομος του και σύγχρονος των συμβάντων Φίλων τον αγνοεί;
Ο Γαλιλαίος Ιστορικός Ιούστος της Τιβεριάδος (+35-100 Κ.Ε.) αν και προηγείται του Ιωσήπου στο γράψιμο κατά 15 χρόνια, αλλά υστερεί κατά 5 χρόνια στην δημοσίευση, δεν αναφέρει καθόλου τον Ιησού και τους Χριστιανούς.
Ο διάσημος Ρωμαίος φυσιοδίφης επιστήμων Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (+23-79 Κ.Ε.) ο οποίος κατέγραψε τα διάφορα αναπάντεχα και ασυνήθη φυσικά φαινόμενα των εποχών του (σεισμούς, εκλείψεις ηλίου και σελήνης, κλπ.), και χρονικά έζησε πολύ κοντά στα χρόνια του υποτιθεμένου Ιησού, και είχε ταξιδέψει ανά την αυτοκρατορία, δεν αναφέρει τίποτα απολύτως από τα διάφορα θαύματα και φαινόμενα που αναφέρονται στα Ευαγγέλια γύρω από τον Ιησού. Κανείς δεν του είπε κάτι τι γι ́αυτά!”!
Αξίζει εδώ να αναφερθεί και η άποψη του ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής, Σάββα Αγουρίδη, σε κείμενό του που θα δούμε αναλυτικότερα για τον Ιουδαϊκό Πόλεμο του Ιώσηπου: “Καὶ περὶ τῶν ὑπαρχουσῶν έν τῇ Ἀρχαιολογία μαρτυριῶν τοῦ Ἰωσήπου εὑρίσκεται τις μᾶλλον έν τῇ ἀληθείᾳ, ἐὰν θεωρήση ἁπάσας, ὑπό τὴν παροῦσαν αὐτῶν μορφήν, ὡς χριστιανικῆς επεξεργασίας κατασκευάσματα”.
Τέλος, στον Ιώσηπο υπάρχει και αναφορά στον Ιωάννη τον Βαπτιστή που αξίζει να την δούμε σε μια αυτοτελή μελλοντική δημοσίευση για αυτόν.
Το έργο γράφτηκε λίγο πριν την εκπνοή του πρώτου αιώνα, το 93-94 κ.ε., 60 χρόνια μετά την Σταύρωση. Θα ακολουθήσει μια παρουσίαση κάποιων στοιχείων από τους Ιουδαϊκούς Πολέμους του ιδίου συγγραφέα για να κλείσει ο κύκλος των υποτιθέμενων αναφορών που υπάρχουν για τον Ιησού από τον 1ο αιώνα.
Ο Σλαβονικός Ιώσηπος
Θα δούμε εδώ, ένα θέμα που στο ελληνικό διαδίκτυο δεν θα βρείτε πολλά και είναι μάλλον άγνωστο σε αρκετούς. Εδώ θα δούμε κάποια αποσπάσματα απ’ ένα άλλο έργο του, τον Ιουδαϊκό Πόλεμο.
Σχετικά με τον Ιουδαϊκό Πόλεμο του Ιώσηπου, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το παλαιότερο ελληνικό χειρόγραφο αντίγραφο που έχουμε είναι του 11ου αιώνα. Το κείμενο αρχικά γράφηκε στα Αραμαϊκά, όπως ο ίδιος ο Ιώσηπος αναφέρει, έργο που έχει χαθεί. Τα κείμενα που έχουμε είναι από μεταγραφή του ελληνικού κειμένου που έχουμε σήμερα και που μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Κάτι σημαντικό στη συγγραφή των ιστοριών του Ιώσηπου, όπως ήδη έχω αναφέρει, είναι η κατάδειξη των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από τις μεσσιανικές ιδέες, με υπεύθυνους τους ζηλωτές και το έντονο προφητικό κήρυγμα της εποχής, που δυνάμωσε το κίνημα των ζηλωτών και που οδήγησε τελικά στην μόνιμη αναταραχή και καταστροφή των Εβραίων από τους Ρωμαίους.
Το κείμενο γράφτηκε το 75-79 κ.ε., δηλαδή μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού που έγινε το 70 κ.ε. που είχε μεγάλη σημασία για τους Εβραίους. Έχουμε επιπλέον δύο μεταγενέστερες λατινικές μεταφράσεις που μάλλον έγιναν τον 5-6ο αιώνα, μία συριακή ενός μόνο βιβλίου (του 6ου) και μια εβραϊκή του 10ου αιώνα. Το 1893 όμως (από τον A. Harnack) έγινε γνωστή, στην Δύση, μια ακόμα μετάφραση στα Σλαβονικά, αλλά αρκετά χρόνια αργότερα έγινε κάποια ανάλυσή της (Schweitzer–Berendts). Το ενδιαφέρον με αυτήν είναι, ότι αν και προέρχεται από το ελληνικό πρότυπο, έχει αρκετές αξιοσημείωτες ελλείψεις και προσθήκες. Ο Alexander Berendts (1910), λέγει στα πρώτα του σχόλια ότι “σε σημεία που αναφέρονται στον Βαπτιστή ή ίσως και στον Ιησού, για μεν έναν χριστιανό είναι λίγα, για έναν όμως Ιουδαίον του 70 κ.ε. είναι πάρα πολλά”.
Ήδη ο Emil Schűrer (1920), ο πρώτος μετά τον Berends σχολιαστής, αναφέρει ότι υπάρχουν έντονες χριστιανικές απόψεις μέσα στο κείμενο. Ακολουθούν και άλλοι κυρίως Γερμανοί, και αρκετές αντικρουόμενες απόψεις. Αυτό που έδειξε τελικά η έρευνα είναι ότι οι προσθήκες δεν προέρχονται από το πρωτότυπο ή τον Ιώσηπο, αλλά από χριστιανικές μεταγενέστερες παρεμβολές (Αγουρίδης σ. 12). Στην ανάλυση των παραλείψεων φαίνεται όλες να εμφανίζονται στα τέσσερα πρώτα βιβλία ισομερώς. Κατά τον Αγουρίδη, οι παραλείψεις οφείλονται σε προσπάθεια σύντμησης του ελληνικού προτύπου για την σχετική περίοδο και είναι άνευ σημασίας. Αντίθετα οι προσθήκες τουλάχιστον οι μεγαλύτερες, ευρίσκονται εις την ιστορία από της εποχής του Ηρώδη του Μεγάλου μέχρι και των αρχών του πολέμου με την Ρώμη (66 κ.ε.).
Ας δούμε τώρα κάποιες χαρακτηριστικές προσθήκες:
Η πρώτη και η δεύτερη που έχουν ενδιαφέρον, φαίνεται να αναφέρονται στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και έχει τον χριστιανικό τίτλο "Ιωάννης ο Πρόδρομος" και το δεύτερο ο Αγριάνθρωπος.
(Οι κόκκινοι αριθμοί στις αγκύλες και με παρενθέσεις στην αρχή της κάθε παρέμβασης, είναι η αρίθμηση των παρεμβολών όπως τις αναλύει ο Αγουρίδης).
Το πρώτο κείμενο παρεμβάλλεται μεταξύ 2.110 & 2.111, ενώ το δεύτερο επεκτείνει το 8.138 και θα αναλυθούν σε ειδική αναφορά που θα πρέπει να γίνει στον Πρόδρομο.
[(12)] Η επόμενη σημαντική για εμάς προσθήκη είναι εκεί που αναφέρεται σε έναν “θαυματοποιό” του Όρους των Ελαιών, στην κρίση σας ποιος μπορεί να είναι αυτός ή τι θέλει να πει ο αντιγραφέας γιατί έχει και συνέχειες.
Το κείμενο σε κόκκινο είναι η απόδοση στα Ελληνικά από τα Γερμανικά των Berendts & Grass, από την μετάφραση από τα Σλαβονικά του πανεπιστημίου του Dorpat και του ίδιου του Alexander Berendts. Μπορείτε να δείτε μια απόδοση του στην δημοτική στην ιστοσελίδα agiotokos-kappadokia.gr.
Το κείμενο λοιπόν που παρεμβάλλεται μεταξύ 2.174 & 2.175 είναι αυτό:
«1. Τότε δὲ ἐφάνη ἀνήρ τις, ἐὰν ἁρμόζῃ νὰ ὀνομάσῃ τις αὐτὸν ἄνδρα.
2. Καὶ ἡ μὲν φύσις καὶ ἡ μορφὴ αὐτοῦ ἦτο ἀνθρώπινη, ἡ δὲ ὄψις αὐτοῦ ἦτο ὑπὲρ ἄνθρωπον·
3. ἀλλὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ ἦσαν θεῖα. Τέρατα ἐποίει παράδοξα καὶ δυνατά.
4. Διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ὀνομάσω αὐτόν ἄνθρωπον·
5. ἐὰν δὲ πάλιν εἰς τὴν κοινὴν [αὐτοῦ] φύσιν ἀπίδω, δὲν θὰ ὀνομάσω αὐτόν ἄγγελον.
6. Πάντα δὲ ὅσα ἐποίει δι’ ἀοράτου τινὸς δυνάμεως, διὰ λόγου ἐτέλει καὶ προστάγματος
7. Καὶ οἱ μὲν ἔλεγον περί αὐτοῦ· «ὁ πρῶτος ἡμῶν νομοθέτης ἠγέρθη ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ ἐπέδειξε πολλάς ἰάσεις καὶ τέρατα».
8. Οἱ δὲ ἐνόμιζον αὐτὸν ἀπεσταλμένον ἀπὸ Θεοῦ.
9. Ἀλλ’ ἀντετάσσετο ἐν πολλοῖς εἰς τὸν Νόμον καὶ δὲν ἐτήρει τὸ Σάββατον κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν πατέρων.
10. Οὐδέν ὅμως ἐποίει ἐπονείδιστον οὔτε διὰ τῶν χειρῶν ἐποίει τι, ἀλλὰ διὰ μόνου τοῦ λόγου ἐπετέλει πάντα.
11. Καὶ πολλοὶ ἐκ τοῦ λαοῦ ἠκολούθουν αὐτόν καὶ ἤκουον τὴν διδασκαλίαν αὐτοῦ·
12. πολλῶν δ’ αἱ ψυχαὶ ἐδονοῦντο ἐπὶ τῆ σκέψει, ὅτι δι’ αὐτοῦ αἱ Ἰουδαϊκαὶ φυλαί θὰ ἐλευθερωθῶσι τῆς ῥωμαϊκῆς κυριαρχίας.
13. Ἦτο ὅμως συνήθειά του νὰ διατρίβῃ πρὸ τῆς πόλεως ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν·
14. ἐκεῖ δὲ παρεῖχε τὰς ἰάσεις πρὸς τὸν λαόν.
15. Καὶ συνοιθροίζοντο πρὸς αὐτὸν ἀπὸ μὲν τῶν βοηθῶν (ὑπηρετῶν) 150, ἀπὸ δὲ τοῦ λαοῦ πλῆθος.
16. Ὅτε δὲ εἶδον τὴν δύναμιν αὐτοῦ, ὅτι πάντα ὅσα θέλει δύναται διὰ μόνου τοῦ λόγου, καί γνωστὴν ἐποίησαν εἰς αὐτὸν τὴν βουλὴν αὐτῶν, ὅπως εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν και φονεύσῃ τοὺς Ρωμαίους στρατιώτας καὶ τὸν Πιλᾶτον και βασιλεύση ἐφ’ ἡμῶν,
17. οὗτος δὲν περιεφρόνησεν ἡμᾶς.
18. Καὶ ὅτε μετά ταῦτα ἐπληροφορήθησαν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων περὶ τούτου, συνῆλθον μετὰ τοῦ ἀρχιερέως καὶ εἶπον· «ἡμεῖς εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ ἀσθενεῖς, διὰ νὰ ἀντιστῶμεν εἰς τοὺς Ρωμαίους.
19. Ἐπειδὴ δὲ τό τόξον εἶναι (ἤδη) τεταμένον, θὰ ὑπάγωμεν καὶ θὰ κάμωμεν γνωστὰ εἰς τὸν Πιλᾶτον ὅσα ἠκούσαμεν, καὶ ἡμεῖς θὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι πάσης θλίψεως, ἵνα μὴ τοῦτο παρ’ ἄλλων πληροφορηθῇ καὶ τῆς περιουσίας ἡμᾶς στερήσῃ καὶ ἡμᾶς ἀποκτείνῃ καὶ (τὰ) τέκνα διασκορπίση».
20. Καὶ ἀπῆλθον καὶ ἔκαμαν (τοῦτο) γνωστὸν εἰς τὸν Πιλᾶτον.
21. Καὶ οὗτος ἀπέστειλε καὶ ἐφόνευσε πολλούς ἐκ τοῦ πλήθους.
22. Τὸν δὲ θαυματοποιὸν ἐκεῖνον διέταξε νὰ φέρωσι ἐνώπιόν του καὶ ἐξετάσας τὰ κατ’ αὐτὸν ἀπεφάνθη, ὅτι «οὗτος εἶναι εὐεργέτης καὶ ὄχι κακοῦργος, οὔτε στασιαστής, οὔτε ἐπιδιώκων τὴν ἐξουσίαν» Καὶ ἀπέλυσεν αὐτόν·
23. διότι εἶχε θεραπεύσει τὴν ἀποθνῄσκουσαν σύζυγόν του.
24. Καὶ ἀφοῦ οὗτος ἀπῆλθεν εἰς τὸν συνήθη αὐτοῦ τόπον, ἐποίει τὰ συνήθη αὐτοῦ ἔργα.
25. Ὅτε δὲ πάλιν πλείονες ἐκ τοῦ ὄχλου συνήχθησαν περὶ αὐτόν, ὑπέρ πάντας ἐδόξαζεν ἑαυτόν διὰ τῶν ἔργων αὐτοῦ.
26. Καταληφθέντες ὑπὸ φθόνου οἱ Γραμματεῖς, ἔδωκαν εἰς τὸν Πιλᾶτον τριάκοντα τάλαντα, ἵνα αὐτόν θανατώσῃ.
27. Ἐκεῖνος δέ ἔλαβε (ταῦτα) καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς τὴν ἐξουσίαν, ὅπως αὐτοὶ «ἐκτελέσωσι τὴν βουλὴν αὐτῶν.
28. Καὶ ἐκεῖνοι συνέλαβον αὐτόν καὶ ἐσταύρωσαν αὐτὸν ἐναντίον τῴ νόμῳ τῶν πατέρων αὐτῶν.
[175] Μετὰ δὲ ταῦτα ταραχὴν ἑτέραν ἐκίνει τὸν ἱερὸν θησαυρόν...
Το κείμενο, όπως λέει και ο Αγουρίδης (σ. 51), δεν έχει συνάφεια εκεί που έχει τοποθετηθεί. Εκ πρώτης όψεως θα λέγαμε ότι έχει πάρα πολλά κοινά με τον Ιησού των Ευαγγελίων, παρ' όλο που δεν τον κατονομάζει, αλλά και αρκετές διαφορές.
Τα “σημεία και τέρατα”, ότι δίδασκε με τον λόγο, για το Όρος των Ελαιών, τα 30 τάλαντα (ή αργύρια που λέει η μετάφραση στην δημοτική), την σταύρωση του, την μη τήρηση του Σαββάτου, όλα αυτά μυρίζουν Ιησού των Ευαγγελίων.
Από την άλλη έχει μεγάλες διαφορές. Στα Ευαγγέλια η βασική δράση του Ιησού ήταν στην Γαλιλαία και ελάχιστα στην Ιουδαία (τουλάχιστον στα συνοπτικά, στον Ιωάννη αλλάζει το πράγμα), οι μαθητές του ήταν 12+70, (Oι επιπλέον 70 αναφέροντε μόνο στον Λουκά) το πολύ 82, εδώ 150. Εδώ μιλάει για ένα είδος στάσης που δημιούργησε ρωμαϊκή επέμβαση και πολλά θύματα. Μιλάει για δύο συλλήψεις του Ιησού. Ο Πιλάτος αν και τον αθωώνει, γιατί του θεράπευσε την γυναίκα, τελικά χρηματίζεται από τους υποτελείς του με 30 τάλαντα που είναι τεράστιο ποσό και τον συλλαμβάνει, χωρίς αυτή τη φορά να γίνει σφαγή; Την σταύρωση την έκαναν οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι δεν συμμετείχαν. Η προδοσία του Ιούδα και τα δικά του 30 αργύρια επίσης διαφέρουν.
Ας δούμε τώρα τι από όλα αυτά αποκλείεται να είναι του Ιώσηπου:
Από το 1 έως το 6 υπάρχει μια συνεχής χρήση αντιθετικών εκφράσεων άγνωστες στο γράψιμο του Ιώσηπου, όπως παρατηρεί και ο Αγουρίδης και είναι ξεκάθαρα χριστιανικής προέλευσης ενώ ο στίχος 5 είναι προσπάθεια του αντιγραφέα να φανεί ως ο Ιώσηπος. Ο στίχος 17 “οὗτος δὲν περιεφρόνησεν ἡμᾶς” είναι επίσης άτοπος, γιατί μέσα στο πλήθος εντάσσει και τον ίδιο τον Ιώσηπο. Μάλιστα ο Αγουρίδης τονίζει την συνάφεια των παραπάνω με το “τὸν εὐεργέτην τῶν ἀνθρώπων, ὅστις ἐν τοῖς ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ δὲν ἦτο ἄνθρωπος.” που θα δούμε πάρα κάτω στην παρεμβολή [(21)]. Να σημειώσω ότι με εκτενή ανάλυση ο Αγουρίδης ανατρέπει τους ισχυρισμούς του Goguel, περί ιουδαϊκής παρεμβολής (σελ. 54 και για όλο το κείμενο σελ. 65).
Τον στίχο 6, αν και ο Seeberg τον θεωρεί ως ιουδαϊκής προέλευσης, ο Αγουρίδης το θεωρεί ως απολογητική για την συκοφαντία ότι ο Ιησούς ήταν μάγος (Κέλσος και Schabbath, Pal Schabbath, Bab Schabbath θα τα δούμε στην δημοσίευση περί πολλών μεσσιών της εποχής). Ο Αγουρίδης απορεί μάλιστα γιατί πολλοί μελετητές θεωρούν τους στίχους 6-11, ως το αρχικό και γνήσιο κείμενο (σελ. 58). Αντίθετα, θεωρεί ότι ο αριθμός 150 μαθητών στον στίχο 15, μπορεί να μην έχει αλλοιωθεί στο κείμενο.
Ο στίχος 19 και 26 που στην μία περίπτωση αναφέρει “οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων” και στην άλλη “Καταληφθέντες ὑπὸ φθόνου οἱ Γραμματεῖς”, επίσης χωλαίνει, αφού ο ίδιος ο Ιώσηπος ήταν Φαρισαίος και συγκαταλεγόταν στην ιδεολογία με τους άρχοντες. Αν αναφέρει για την προβληματική συμπεριφορά ενός άρχοντα είτε Φαρισαίος, είτε Γραμματέας να ήταν, τον αναφέρει με το όνομά του. Η ίδια η φρασεολογία είναι χριστιανική.
Ο στίχος 22 όπως και ο Αγουρίδης τονίζει, ξαναμπαίνει στο παιχνίδι των αντιθετικών επιθέτων: όχι κακοποιός αλλά ευεργέτης, όχι επαναστάτης ή που ορέγεται την βασιλεία και έτσι τον αφήνει ελεύθερο αντί να τον συλλάβει όπως θα ήταν το λογικό.
Ο χρηματισμός του Πιλάτου θεωρείται απίθανος, δεδομένου ότι στον Ιώσηπο ο Πιλάτος ήταν ιδιαίτερα σκληρός και άτεγκτος ως προς τους Εβραίους, σπάνια υπαναχωρούσε και μόνο σε ακραίες καταστάσεις, από την άλλη σε κάποια απόκρυφα αναφέρονται επίσης σε χρηματισμό του Πιλάτου για να θανατωθεί ο Ιησούς, υπάρχει όμως περίπτωση να έχουν αυτό το κείμενο σαν πηγή όπως και ο ίδιος ο Αγουρίδης τονίζει.
Το ότι έγινε η πρώτη σύλληψη και ο σφαγιασμός του όχλου και μετά επανήλθε ο θαυματοποιός στο ίδιο σημείο και να έχει πάλι νέους οπαδούς και όχλο, και όλα αυτά σαν να μην συμβαίνει τίποτα, είναι επίσης ένα τραγελαφικό για να θεωρηθεί αληθές. Ο Αγουρίδης εδώ λέει ότι ο χριστιανός παρεμβολέας αισθανόμενος την έλλειψη των βασικών στοιχείων της πρώτης δίκης δηλαδή τις παράστασης των Ιουδαίων, τον Άννα και τον Καϊάφα, εφεύρε την δεύτερη σύλληψη κατόπιν δωροδοκίας του Πιλάτου χωρίς δίκη μάλιστα, χρησιμοποιώντας γενικευμένες εκφράσεις. Ενώ δε στην πρώτη περίπτωση ανησυχούσαν οι Γραμματείς μήπως ο Πιλάτος θεωρήσει όλο αυτό στάση, εδώ παρά που το πλήθος ήταν περισσότερο, οι Διδάσκαλοι του Νόμου ανησυχούν μόνο από φθόνο και για αυτό δωροδοκούν τον Πιλάτο. Ο Αγουρίδης τονίζει ότι οι στίχοι 21 και 28 αναφέρουν στην ουσία, δύο παράλληλες περί του τέλους του θαυματοποιού διηγήσεις (σελ. 64). Δηλαδή, τελικά τονίζεται ο αχταρμάς της χριστιανικής φιλολογίας στο ποιοι ήταν υπεύθυνοι για την σταύρωση του Ιησού, αν ήταν οι Ρωμαίοι ή οι Ιουδαίοι.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι το κείμενο είναι ακριβώς πριν από το συμβάν με το υδραγωγείο που ξεκινά με την φράση “Μετά δὲ ταῦτα ταραχὴν ἑτέραν...”. Στην Αρχαιολογία αντίθετα η γνωστή “Φλάβια Μαρτυρία” για τον Ιησού των Ευαγγελίων είναι αμέσως μετά το συμβάν στο υδραγωγείο, και αρχίζει δε με την ίδια φράση. “ἐὰν ἁρμόζῃ νὰ ὀνομάσῃ τις αὐτὸν ἄνδρα.” αντί του “εἴγε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή·” που σημαίνει ότι μάλλον ο αντιγραφέας την γνώριζε και την μιμήθηκε.
Είναι προφανές, ότι όπως και με το αντίστοιχο εδάφιο της Αρχαιολογίας, εδώ υπάρχουν πιθανότητες κάτι να υπήρχε σε σχέση με ταραχή και σίγουρα δεν φαίνεται να είναι όπως και εκεί αυτό που βλέπουμε σαν τελικό κείμενο, γιατί το χέρι του διαστρεβλωτή έχει επέμβει καταλυτικά. Αυτό που υπήρχε σίγουρα ήταν πολύ κακό για τον Χριστιανισμό, γιατί πέρα από το σλαβονικό κείμενο έχει αφαιρεθεί οτιδήποτε υπήρχε εκεί, στο αντίστοιχο ελληνικό κείμενο που έχουμε. Επίσης, όπως είδαμε, ο διαστρεβλωτής αντιγραφέας φαίνεται να έχει γνώση του κειμένου της "Φλάβιας Μαρτυρίας". Να θυμηθούμε πάλι, ότι ο Ωριγένης που ήταν πιο κοντά από εμάς στο πρωτότυπο κείμενο, θεωρούσε ότι ο Ιώσηπος δεν πίστευε στον Ιησού ως Μεσσία, κάτι προφανές ως Φαρισαίος που ήταν και που όλο του το κείμενο βοά κατά των περιφερόμενων μεσσιών και αγυρτών που ξεσήκωναν τον κόσμο. Άρα αν υπήρχε κάτι εκεί που θύμιζε τον Ιησού για να αναγκάσει έναν τουλάχιστον αντιγραφέα να το σβήσει και έναν άλλο να το “διορθώσει”, πάλι για έναν λαοπλάνο αγύρτη μιλούσε, ή για κάτι σχετικό που δημιούργησε ταραχή, Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Αρχαιολογία, όπως ήδη αναφέραμε.
[(13)] Η επόμενη αναφορά αντικαθιστά το 2.219-222 και το συνεχίζει, αναφέρεται δε στους οπαδούς του “θαυματοποιού”. Ας δούμε τι λέει το ελληνικό κείμενο:
“[219] ἀλλ' ἔφθη πρὶν ὑψῶσαι τὸ ἔργον τελευτήσας ἐν Καισαρείᾳ, βεβασιλευκὼς μὲν ἔτη τρία, πρότερον δὲ τῶν τετραρχιῶν τρισὶν ἑτέροις ἔτεσιν ἀφηγησάμενος.
[220] καταλείπει δὲ τρεῖς μὲν θυγατέρας ἐκ Κύπρου γεγενημένας, Βερνίκην καὶ Μαριάμμην καὶ Δρουσίλλαν, υἱὸν δὲ ἐκ τῆς αὐτῆς Ἀγρίππαν. οὗ παντάπασιν ὄντος νηπίου πάλιν τὰς βασιλείας Κλαύδιος ἐπαρχίαν ποιήσας ἐπίτροπον πέμπει Κούσπιον Φᾶδον, ἔπειτα Τιβέριον Ἀλέξανδρον, οἳ μηδὲν παρακινοῦντες τῶν ἐπιχωρίων ἐθῶν ἐν εἰρήνῃ τὸ ἔθνος διεφύλαξαν.
[221] μετὰ ταῦτα καὶ ὁ βασιλεύων τῆς Χαλκίδος Ἡρώδης τελευτᾷ, καταλιπὼν ἐκ μὲν τῆς ἀδελφιδῆς Βερνίκης δύο παῖδας Βερνικιανόν τε καὶ Ὑρκανόν, ἐκ δὲ τῆς προτέρας Μαριάμμης Ἀριστόβουλον. τεθνήκει δ' αὐτῷ καὶ ἕτερος ἀδελφὸς Ἀριστόβουλος ἰδιώτης καταλιπὼν Ἰωτάπην θυγατέρα.
[222] οὗτοι μὲν οὖν ἦσαν, ὡς προεῖπον, Ἀριστοβούλου τοῦ Ἡρώδου παῖδες, Ἀριστόβουλος δὲ καὶ Ἀλέξανδρος ἐκ Μαριάμμης Ἡρώδῃ γεγόνεισαν υἱεῖς, οὓς ὁ πατὴρ ἀνεῖλεν: ἡ δὲ Ἀλεξάνδρου γενεὰ τῆς μεγάλης Ἀρμενίας ἐβασίλευσεν.
[223] Μετὰ δὲ τὴν Ἡρώδου τελευτήν.”
To σλαβονικό κείμενο το αντικαθιστά ως εξής:
“1. Πάλιν ὁ Κλαύδιος ἀπέστειλε τοὺς ἐπιτρόπους αὐτοῦ πρὸς τὰ βασίλεια ἐκεῖνα, τὸν Κούσπιον Φάδον καὶ τὸν Τιβέριον Ἀλέξανδρον, ἀμφότεροι δὲ τὸν λαὸν διετήρησαν ἐν εἰρήνῃ, μὴ συγχωροῦντες οὐδενίαν παρέκκλισιν ἀπὸ τῶν καθαρῶν νόμων.
2. Ὅταν δὲ τις ἀπὸ τοῦ λόγου τοῦ Νόμου ἐξέκλινεν καὶ ἐνεκαλεῖτο ἐνώπιον τῶν Γραμματέων,
3. οὗτοι ἐτιμώρουν καὶ ἐδίωκον αὐτόν, ἤ ἀπέστελλον (αὐτὸν) πρὸς τὸν Καίσαρα.
4. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ τὸν χρόνον τῶν δύο τούτων ἐπιτρόπων πολλοὶ βοηθοὶ (ὑπηρέται) τοῦ περὶ οὗ εἶπομεν θαυματοποιοῦ ἀνεφάνησαν καὶ ἐκήρυττον πρὸς τὸν λαὸν περὶ τοῦ Διδασκάλου αὐτῶν, ὅτι ζῇ, ἄν καὶ οὖτος εἶχεν ἀποθάνει, καὶ ὅτι «αὐτὸς θὰ ἀπελευθερώσῃ ὑμᾶς ἐκ τῆς δουλείας», πολλοὶ ἐκ τοῦ πληθους ἤκουον τὸ κήρυγμα αὐτῶν καὶ ἔδιδον προσοχὴν εἰς τὰς ἐντολὰς αὐτῶν – ὄχι διὰ τὴν φήμην αὐτῶν, διότι ἦσαν ἐκ τῶν πτωχῶν, τινὲς μὲν ὑποδηματοποιοί, ἄλλοι δὲ σκανδαλοποιοί (καὶ) ἄλλοι (κοινοί) ἐργάται.
5. Θαυμαστὰ ὅμως σημεῖα ἐτέλουν, ἀληθῶς πᾶν ὅ,τι ἐβούλοντο.
6. Ἀλλ’ ὅτε οἱ εὐγενεῖς οὗτοι ἐπίτροποι εἶδον τὴν ἀποπλάνησιν τοῦ λαοῦ, ἔλαβον ἀπόφαιν μετὰ τῶν Γραμματέων, ὅπως συλλάβωσιν (αὐτούς) [καὶ φονεύσωσιν αὐτούς], διότι τὸ μικρὸν, ὅταν τελειωθῇ εἰς τὸ μεγάλον.
7. Ἀλλ’ ἐφοβοῦντο καὶ ἔτρεμον πρὸ τῶν σημείων, λέγοντες· «οὐχὶ διὰ φαρμάκων τελοῦνται τοιαῦτα θαύματα· ἐὰν ὅμως δὲν προέρχωνται ἐκ τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ταχέως θὰ ἀποκαλυφθῶσι». Καὶ ἔδωκαν εἰς αὐτούς τὴν ἐξουσίαν νὰ πράττωσι κατὰ τὸ θέλημα αὐτῶν.
10. Ἀλλὰ μετὰ ταῦτα προκληθέντες ὑπ’ αὐτῶν ἀπέστειλαν ἐξ αὐτῶν ἄλλους μὲν πρὸς Καίσαρα, ἄλλους δὲ εἰς Ἀντιόχειαν πρὸς κρίσιν, ἄλλους δὲ είς μακρυνὰς νήσους.
11. Ὁ δὲ Κλαύδιος μετέθεσε τοὺς δύο έπιτρόπους ἀποστείλας τὸν Κουμάνον.”
Όπως τονίζει ο Αγουρίδης, οι στίχοι 1-3 έχουν σοβαρές ιστορικές ανακρίβειες και τονίζουν την συνεργασία των δύο Ρωμαίων επιτρόπων με τους νομοδιδάσκαλους όσο και τους αιρετικούς. Με την επίκληση των “καθαρῶν νόμων”, μιλάει για τον ορθόδοξο Ιουδαϊσμό, ενώ με την παρέκκλιση, για τους οπαδούς του θαυματοποιού που αναφέρει παρακάτω. Ενώ στους στίχους 4-5 ταυτίζει την διδασκαλία των μαθητών του θαυματοποιού με την απελευθέρωση του Ισραήλ από τους Ρωμαίους. Από την άλλη έχει την φράση του στίχου 5 ότι μπορούσαν να κάνουν ότι θέλουν, αλλά δεν φαίνεται και να μην ήθελαν την απελευθέρωση από τους Ρωμαίους, που προφανώς αδυνατούσαν.
Ο στίχος 6, όλοι θεωρούν ότι είναι ιουδαϊκής προέλευσης, αλλά μετά η λογική σειρά χάνεται και η σύλληψη των μαθητών δεν έχει καμία αιτιολογία. Ενώ αρχικά θαυμάζουν τα έργα τους, μετά άλλους απελαύνουν ή εξορίζουν σε μακρινές νήσους, κάτι που δεν έχει ξαναεμφανιστεί στον Ιώσηπο. Τους ταραξίες αν δεν τους σταύρωναν ή σκότωναν, τους εκτόπιζαν στην Ρώμη ή στον Καίσαρα για να δικαστούν.
Ο Αγουρίδης τονίζει ότι με την διασπορά αυτή προσπαθεί ο χριστιανός αντιγραφέας να δικαιολογήσει πως ο χριστιανισμός απευθύνθηκε “στα έθνη”. Αν και δεν θεωρεί την απέλαση χριστιανικό δάκτυλο, θεωρεί όλη την παραπάνω παρεμβολή ως χριστιανική, την ίδια που έδρασε και στο προηγούμενο περί του θαυματοποιού, που ίσως καλύπτει κατά τον Αγουρίδη πάντα την πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων ως ένα καθαρός ιουδαϊκό εθνικοπολιτικό κόμμα αντιρωμαϊκό και αντιφαρισαϊκό που προκάλεσε ανησυχίες.
[(20)] Ὰλλη μία προσθήκη υπάρχει στο 5.194 όπου όλη η φράση έχει αλλάξει ως:
“Ἑν αὐτῷ δὲ ἵσταντο στῆλαι ἴσαι καὶ ἐπ’ αύτῶν τίτλος ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς και ἑβραϊκοῖς γράμμασι, προσημαίνουσαι (τὸν) νόμον (τῆς) ἁγνεῖας [ἤτοι] οὐδεὶς ἀλλόφυλλος ἐπετρέπετο νὰ εἰσέλθῃ· διότι τοῦτο ἐκαλεῖτο (τὸ) ἱερόν, ἀναβατὸν διὰ δεκατεσσάρων βαθμίδων καὶ ᾠκοδομημένον εἰς τετράγωνον ἐν τῆ ἄνω περιοχῇ. Καὶ ἐπὶ τῶν τίτλων τούτων ἀνηρτήθη τέταρτος τίτλος τοῖς αὐτοῖς γράμμασιν ἀναγγέλων, ὅτι ὁ Ἰησοῦς (ὁ) βασιλεὺς δὲν ἐβασίλευσεν, άλλ’ έσταυρώθη ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, διότι ἐπροφήτευσε (την) καθαίρεσιν τῆς πόλεως καὶ (τὴν) ἐρήμωσιν τοῦ ναοῦ”.
Όπως τονίζει ο Αγουρίδης ο τέταρτος τίτλος είναι παρεμβολή για τους εξής λόγους:
Θα έπρεπε για να έχει συνάφεια να είναι σε άλλη θέση (στο “οὐδεὶς ἀλλόφυλλος ἐπετρέπετο νὰ εἰσέλθῃ·”).
Εδώ αναφέρεται το όνομα Ιησούς, ενώ μέχρι στιγμής αναφερόταν στον “θαυματοποιό”. Αν ήταν πραγματικό δεν θα αναφερόταν σκέτη η λέξη Ιησούς αλλά και κάτι άλλο όπως Ιησούς τέκτων εκ Ναζαρέτ, ή Ιησούς υιός Ιωσήφ ή κάτι παρόμοιο.
Στο σλαβονικό κείμενο προσθέτει και τα Εβραϊκά σαν γλώσσα των επιγραφών. Να σημειωθεί ότι μια από τις στήλες αυτές ανακαλύφθηκε το 1871 (M.Crermont-Ganneau) που βρίσκεται πλέον στην Κωνσταντινούπολη, και αναφέρει : “μηδένα ἀλλογενῆ εἰσπορεύεσθαι ἐντός τοῦ περὶ τὸ ἱερὸν τρυφάκτου καὶ περιβόλου. Ὅς δ’ ἄν ληφθῇ ἑαυτῷ αἴτιος ἔσται διὰ τὸ ἐξακολουθεῖν θάνατον”.
Αλλά και για άλλους λόγους που εκθέτει στις σελ. 77-78 και λέει ότι η “επιγραφή” αυτή παρήχθη από την επιγραφή του Ιησού στον σταυρό των Ευαγγελίων και την (ας πούμε) προφητεία του Ιησού περί της καταστροφής της πόλεως και του Ναού.
[(21)] Στο 5.214
“1. Τὸ καταπέτασμα τοῦτο ἦτο ἀκέραιον πρὸ τῆς γενεᾶς ταύτης, ὅτε ὁ λαὸς ἦτο εὐσεβής· τώρα ὅμως ἦτο ἀξιοθρήνητος ἡ θέα αὐτοῦ·
2. διότι ἐξαίφνης ἐσχίσθη ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω, ὅτε διὰ δώρων παρέδωκαν εἰς θάνατον τὸν εὐεργέτην τῶν ἀνθρώπων, ὅστις ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ δὲν ἦτο ἄνθρωπος.
3. Πολλὰ δὲ ἄλλα φοβερά σημεῖα θὰ ἠδύνατό τις νὰ διηγηθῇ, ἅτινα τότε συνέβαινον.
4. Διότι τινὲς ἔλεγον, ὅτι οὗτος, ἀφοῦ ἐθανατώθη καὶ ἐτέθι ἐν τῷ μνημείῳ, δὲν εὑρέθη.
5. Ἄλλοι μὲν διακηρύττουν, ὅτι οὗτος, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, ἄλλοι δὲ ὅτι ἐκλάπη ὑπὸ τῶν φίλων.
6. Ἐγὼ δὲ δὲν γνωρίζω τίνες ὀρθότερον ὁμιλοῦσι.
7. Διότι ὁ νεκρὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναστηθῇ ἐξ ἑαυτοῦ εἰ μὴ διὰ τῆς προσευχῆς ἄλλου τινὸς δικαίου, ἐκτὸς ἑὰν οὗτος εἶναι ἄγγελος ἤ ἄλλη τις τῶν οὐρανίων δυνάμεων ἠ αύτός ὁ Θεὸς φανῇ ὡς ἄνθρωπος καὶ ποιήσῃ κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ μετὰ τῶν ἀνθρώπων περιπατήσῃ καὶ ἀποθάνῃ καὶ ταφῇ καὶ ἀναστήσῃ ἑαυτὸν κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ.
8. Ἄλλοι δὲ ἔλεγον, ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κλέψωσιν αὐτόν, διότι ἔθεσαν φρουρὰν πέριξ τοῦ τάφου αὐτοῦ τριάκοντα Ρωμαίους καὶ χιλίους Ἰουδαίους.
9. Τοιαῦτα περὶ τοῦ καταπετάσματος τούτου διηγοῦνται. Άλλ’ ὑπάρχουσι καὶ (ἄλλαι ἐκδοχαὶ) ὡς πρὸς τὴν αἰτίαν τοῦ σχίσματος τούτου [τοῦ καταπετάσματος].”.
Και εδώ η παρεμβολή του χριστιανού αντιγραφέα είναι ξεκάθαρη παρά την προσπάθεια του στον στίχο 9 να υποδυθεί πάλι τον Ιώσηπο. Χρησιμοποιεί τον ευαγγελικό όρο “καταπέτασμα” αντί του “πέπλος” που χρησιμοποιεί ο Ιώσηπος, επαναλαμβάνει την δωροδοκία όπως στο [(12)], ενώ η φράση “ὅστις ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ δὲν ἦτο ἄνθρωπος” είναι γνωστή και από τις άλλες παρεμβολές.
Οι στίχοι 4-5, όπως και ο Αγουρίδης λέει (σελ. 79), προϋποθέτουν την ιστορία των Ευαγγελίων, ενώ στους 6-8 ο παρεμβολέας παραθέτει τις διαφορετικές απόψεις για το θέμα αυτό. Ο στίχος 6 είναι αδύνατον να ειπωθεί από τον Ιώσηπο, ως γνωστό Φαρισαίο, αλλά και όπως έλεγε ο Ωριγένης, “ο Ιώσηπος δεν επίστευσεν τον Ιησούν ως τον Μεσσίαν”. Ο στίχος 7 δείχνει τον δοκητικό και πατροπασχιτικό του τόνο “ἠ αύτός ὁ Θεὸς φανῇ...θέλημα αὐτοῦ”. Η προτίμηση του συγγραφέα–παρεβολέα περί αναστάσεως και η χριστιανική του ταυτότητα, τονίζεται στον στίχο 8, με την αναφορά περί του τεράστιου μεγέθους της φρουράς, που αποκλείει οτιδήποτε άλλο από την Ανάσταση.
[(22)] Τέλος, άλλη μια παρεμβολή (μεταφρασθείσα από την μετάφραση του Eisler, Cod. Kyr. Bjelos 64/1303) άξια μνείας, είναι στο 6.313 που αλλάχτηκε ως εξής:
“Καὶ εἴ τις εὖ ἐννοεῖ, τότε εὑρήσει Θεὸν προσημαίνοντα ἀνθρώπῳ καὶ παντὶ τρόπῳ προμηνύοντα γένει ἡμετέρῳ ὅ,τι πρὸς σωτηρίαν, (και) ἡμεῖς δὲ ἀνοία καὶ κακουργίᾳ αὐθαιρέτῳ ἀπολλυόμεθα. Θεὸς γὰρ σημεῖα ὀργῆς ἐμήνυσεν, ὥστε γνῶναι ἀνθρώπους θείαν ὀργήν καὶ παύσασθαι ἀπὸ σφετέρας κακίας καὶ διὰ τοῦτο κάμψαι Θεόν.
Οὔσης (δ’) ἐν Ἰουδαίοις προφητείας ὅτι τετραγώνῳ σχήματι ἐρημωθήσεται (ἡ) πόλις και (τὸ) ἱερὸν [τότε αὐτοὶ ἤρξαντο σταυροὺς ποιεῖν εἰς σταύρωσιν ὅ ἐστίν, ὡς ἔφαμεν τετρασχήματόν τι] καὶ μετὰ τὴν καθαίρεσιν (τῆς) Ἀντωνίας τὸ ἱερόν τετράγωνον ἐποίησαν. Εἰς (τὸν) πόλεμον ἐκίνησε κηρύγματα ἀμφίβολα ἐν ἁγίοις βίβλοις εὑρημένα λέγοντα ὡς κατ’ ἐκείνους καιρούς τις ἐξ ἰουδαϊκῆς γῆς ἔσται ἄρχων δι’ ὅλης (τῆς) οἱκουμένης. Περὶ τούτου διάφοροί εἰσιν ἑρμηνεῖαι· οἱ μὲν ἐνομισαν (τὸν) Ἡρώδην, οἱ δὲ τὸν σταυρωθέντα θαυματοποιόν, οἱ δε Βεσπασιανόν. Ἀλλὰ γὰρ οὐ δυνατὸν ἀνθρώπους (τὴν) κρίσιν διαφυγεῖν οὐδὲ καὶ προορωμένους. Ἰουδαῖοι μὲν τοι (τὰ) σημεῖα προνοοῦντες, ὡς δὲ ἤθελον τρέψαντες πρὸς ἡδονήν, τὰ ἄλλα δὲ ἐβλασφήμουν μέχρι (τὸ) ἀπολέσθαι καὶ ἑαυτούς καὶ τὴν πατρίδα. Ἠλέγχθησαν καὶ ᾐσχύνθησαν καὶ ἐφάνησαν ἄφρονες”
Ο Eisler θεωρεί αυτά που έβαλε σε αγκύλες χριστιανική παρεμβολή, αλλά τελικά και όλο το κείμενο όπως λέει ο Αγουρίδης είναι χριστιανική παρεμβολή παρόμοια με τις παρεμβολές [(12)], [(13)], [(20)] και [(21)]. (σ.84) αποδίδοντάς του παρεμβολέα, δύο ιδιότητες, την ικανότητα για προσποίηση και την τέλεια αδιαφορία για την συνάφεια: “Ἀναγνώσας οὗτος τὸ κείμενον τοῦ Πολέμου ᾐσθάνθη ἀπέχθειαν καὶ ἱερὰν ἀγανάκτησιν, ὅταν ἔφθασεν ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἰώσηπος ἑρμηνεύει τὴν προφητείαν περὶ του ἄρχοντος τῆς οἰκουμένης ὡς ἀναφερομένην εἰς τὸν Βεσπασιανόν... Ἦλθον ἀμέσως εἰς τὸν νοῦν του δύο κατ’ ἐξοχὴν μέρη τοῦ ἔργου, ἤτοι τα τμήματα [(2)] (αναφέρεται σε συζήτηση των Ιουδαίων αν ο Ηρώδης ήταν μεσσίας ή όχι) και [(12)], ὅπου λόγος γίνεται καὶ περὶ ἄλλων δύο ὑποψηφίων διὰ τὴν κοσμοκρατορίαν. Ἡ ἱστορική συνάφεια, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐτοποθέτησε τὰ τρία ὀνόματα, ἦτο εἰς αὐτὸν ἐντελῶς ἀδιάφορος· ὅ,τι τὸν ἐνδιέφερε ἦτο ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας ἐν τῇ οὐσίᾳ της. Τοῦτο καὶ ἔπραξε”.
Ο Αγουρίδης υποστηρίζει ότι στο σλαβονικό κείμενο έχει επέμβει κατά τι ένας Ιουδαίος αντιγραφέας ιδιόρρυθμος Φαρισαίος, αλλά οι βασικές αλλαγές που είδαμε είναι αποτέλεσμα χριστιανικού παρεμβολέα κατά πάσα πιθανότητα πατροπασχίτη που θέλησε να αλλάξει σημαντικά το τελικό συμπέρασμα του κειμένου. Επίσης σε υποσημείωση στην σελ. 80 αναφέρει θετικά την άποψη του K. Heussi (Kirchengesehichte) και άλλων ιστορικών, ότι τόσο στο σλαβονικό κείμενο του Ιουδαϊκού Πολέμου όπως και στην Αρχαιολογία, εκεί που υπάρχει η Φλάβια Ομολογία, υπήρχε αρχικά άλλο κείμενο, εχθρικό για τον Χριστιανισμό, που εμφάνιζε τον Ιησού ως γόητα, και τους μαθητές του ως ταραχοποιούς και μεταξύ των ετών 150-300 κ.ε. χριστιανοί επεξεργάστηκαν τα κείμενα για να γίνουν συμβατά με την χριστιανική οπτική. Και όπως προσθέτει επιπλέον πρέπει να θεωρήσουμε ότι ή ο Ιώσηπος μίλησε επαρκώς περί του Ιησού (θεωρώντας ότι ήταν ήσσονος σημασίας συμβάντα), ή ότι έγραψε μεν ικανά περί του Ιησού, αλλά η μαρτυρία του εξαλείφθηκε γιατί δεν ανταποκρινόταν στις χριστιανικές απόψεις (σελ. 88).
Στο τρίτο κεφάλαιο της διδακτορικής του διατριβής ο Αγουρίδης, αντικρούει ξεκάθαρα την θεωρία ότι οι σλαβονικές παρεμβολές είναι οι πρωτότυπες του ίδιου του Ιώσηπου, όπως και τα περί Ιησού στην Αρχαιολογία (σ. 88-9):
“Στην Αρχαιολογία, οι μαρτυρίες διακρίνονται για την περιεκτικότητα και συντομία της φράσεως, και την έλλειψη ειλικρίνειας εις τον παρόντα τόνο του κειμένου. Ο συγγραφέας ήταν λόγιος (σε παραπομπή αναφέρει την μεγάλη πιθανότητα να είναι ο Ευσέβιος) και όπως λέγει και ο Harnack κάθε τίμιο πνεύμα διαπιστώνει ότι τα κείμενα αυτά δεν εκφράζουν το βάθος της σκέψεως του συγγραφέα. Αντίθετα οι σλαβονικές προσθήκες χαρακτηρίζονται από το είδος της απλότητας της ευαγγελικής ιστορίας στα κανονικά και τα απόκρυβα Ευαγγέλια. Η χριστιανική επεξεργασία τους φέρνει και αυτή εντελώς λαϊκό χρώμα. Περιττόν να σημειωθεί ότι ο εθνικοπολιτικός μεσσιανισμός των σλαυονικών τεμαχίων απουσιάζει εκ των μαρτυριών της Αρχαιολογίας”.
Ο Ιώσηπος ανήκε στην ιουδαϊκή αριστοκρατία της εποχής, δια την οποία η εθνική αποκλειστικότης σήμαινε επαρχιώτικη οπισθοδρομικότητα. Τα έργα του όταν μιλούν περί της μεσσιανικής κινήσεως, νοθεύουν συγχρόνως το νόημά της και την εμφανίζουν κάτω από το ελληνορωμαϊκό πρίσμα, είτε σαν τον μανδύα συγκάλυψης πολιτικών σκοπών λίγων ηγετών, είτε ως εξωφρενική δεισιδαιμονία φαντασιόπληκτων εκκολαπτόμενων μεσσιών. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να είναι ο συντάκτης των προσθηκών αυτών, που από αρχής ως τέλους διαπνέονται από την εθνικοπολιτική ελπίδα του Ισραήλ (σελ. 90-92).
Με την παρουσίαση των “αναφορών” στο έργο του Ιώσηπου, αρχίζει να φαίνεται ξεκάθαρα πόσο αδύναμος και ανύπαρκτος ιστορικά είναι ο Ιησούς των Ευαγγελίων στα κείμενα του 1ου αι, που σε συνδυασμό με τις ανακαλύψεις των κειμένων της σέκτας του Κουμράν που έχουν την ίδια διδασκαλία, τις αντιφάσεις ή τα λάθη των Ευαγγελίων, αλλά και την διαφορετική γνώμη από τα Ευαγγέλια που εκφράζουν οι πρώτοι χριστιανοί, να καταλάβατε γιατί όλο και περισσότερο, θεωρείται η “ιστορία” του προϊόν μυθικής διεργασίας.
Το ενδιαφέρον όμως συμπέρασμα όλης αυτής της ιστορίας, είναι η συνεχής απόδειξη, για όποιον ασχολείται με τις απαρχές αυτής της θρησκείας, της ευκολίας και του μεγέθους της παραχάραξης που οι χριστιανοί αντιγραφείς, έκαναν πάρα πολύ εύκολα σε ότι δεν τους ικανοποιούσε, άλλωστε το ίδιο κατηγορούσε ότι έκανε ο ένας τον άλλο μεταξύ τους με τις διάφορες αιρέσεις, για να μοιάζει τελικά το κάθε παλαιότερο κείμενο με το αφήγημά τους, δηλαδή ότι ο σκοπός τους αγιάζει τα μέσα, ή έβαζαν το όνομα ενός γνωστού προφήτη ή μαθητή σας συγγραφέα για να περάσουν τις ιδέες τους.
Είναι εξωφρενική η κατανόηση του πλήθους των συμβάντων που έγιναν να διορθώσουν ή να διαστρεβλώσουν την Αλήθεια όπως αυτή νομίζουν, ή να καταστρέψουν και να εξαφανίσουν κάθε αντίθετη άποψη που φθάνει στα όρια συνωμοσίας, γιατί την ήξεραν την Αλήθεια υποτίθεται καλύτερα· δηλαδή τελικά να διαδίδουν ψέματα για να πείσουν για την δική τους “αλήθεια” και τώρα να έρχονται και να μας λένε ότι είναι η θρησκεία της Αγάπης και της Αλήθειας.
(Η δημοσίευση αυτή είναι τμήμα της σειράς δημοσιεύσεων περί της Ιστορικότητας του Ιησού).
Γιατί ο Ιησούς θεωρείται από την πλειοψηφία των σύγχρονων ιστορικών ως αποτέλεσμα μυθικής διεργασίας και αν τελικά υπήρξε, τότε ήταν κάποιος άσημος και δευτερεύον δάσκαλος που δεν έχει καμία σχέση με τα θρυλούμενα στα Ευαγγέλια; Γιατί πέρα από την χριστιανική γραμματεία, είναι άγνωστος ιστορικά. Και είναι άγνωστος ιστορικά γιατί κανείς μη χριστιανός στην εποχή του δεν μίλησε για αυτόν. Γιατί δεν υπήρχε κανείς αυτόπτης μάρτυρας της περίφημης δράσης του, γιατί όσοι έγραψαν για αυτόν, αυτό έγινε πολύ αργότερα από τον αναφερόμενο θάνατό του και με βάση τα θρυλούμενα στα Ευαγγέλια ή στους οπαδούς του, έναν αιώνα μετά από την θεωρούμενη δράση του. Να σημειωθεί ότι ιστορικά οι πρώτοι χριστιανοί αναφέρονται το 112 κ.ε. μέχρι τότε δεν διακρίνονται αν υπάρχουν από τους υπόλοιπους Εβραίους. Υπάρχει όμως ένας ιστορικός που στα κείμενά του υπάρχει αναφορά, η πρώτη χρονολογικά που μιλάει για αυτόν και θα δούμε γιατί αυτή η αναφορά είναι πλαστογραφημένη.
Ο μοναδικός ιστορικός που εξιστόρησε σε μεγάλη λεπτομέρεια το τι συνέβαινε στην Παλαιστίνη, ήταν ο Ιώσηπος, ειδικά την εποχή του 1ου αιώνα που μας ενδιαφέρει και υποτίθεται ότι έζησε ο Ιησούς Χριστός, έχει στο έργο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, τρεις αναφορές που έχουν κάποια σχέση με τα Ευαγγέλια (η μία είναι για τον Βαπτιστή και δεν θα εξετασθεί τώρα), και αν και έχουν αναφερθεί διεξοδικά, θα κάνουμε και εδώ μια σύνοψη, γιατί θα μας χρειαστεί για αργότερα.
Ποιος όμως ήταν ο Ιώσηπος; Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένας ορθόδοξος Εβραίος, δηλαδή Φαρισαίος, που μετά από την επαμφοτερίζουσα δράση του μέχρι να “ενηλικιωθεί”, κάνει μια προσπάθεια σύζευξης της ελληνορωμαϊκής με την εβραϊκή προσέγγιση, κατανοώντας το άτοπο και αδύνατο της ιουδαϊκής επανάστασης στην Ρώμη.
Η Αρχαιολογία είναι το τελευταίο του έργο και είναι εκτός από μια ιστορική αναδρομή της πορείας του λαού του, μια εμπλουτισμένη αναδιατύπωση ενός άλλου σπουδαίου του έργου, του Ιουδαϊκού Πολέμου, με επιπλέον πηγές στα κοινά τους σημεία, ίσως λόγω των νέων πηγών που χρησιμοποιεί και διαφορετικής οπτικής. Το χαρακτηριστικό σε όλο του το έργο, είναι ότι προσπαθεί να αιτιολογήσει την καταστροφή της πατρίδας του από τους Ρωμαίους το 70 κ.ε., σαν αποτέλεσμα της δράσης φανατικών ζηλωτών και περιφερόμενων τσαρλατάνων, που με προφητείες και δήθεν θαύματα, φανάτιζαν τον λαό, δημιουργώντας ψεύτικες ελπίδες για το ανέφικτο. Το σημαντικό πάντως στο έργο του, είναι ότι μας δίνει μια καλή ιδέα από το ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο της Παλαιστίνης την εποχή του πρώτου αιώνα.
Πρώτη Αναφορά ή Πρώτη Φλάβια Μαρτυρία.
Στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία στο 18.63, αμέσως μετά από ένα συμβάν στάσης των Ιουδαίων κατά του Πιλάτου για την κατασκευή ενός υδραγωγείου, που είχε κακή κατάληξη για τους Εβραίους, αναφέρει:
“[63]Γίνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς σοφὸς ἀνήρ, εἴγε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή· ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ τἀληθῆ δεχομένων, καὶ πολλοὺς μὲν Ἰουδαίους, πολλοὺς δὲ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο· ὁ χριστὸς οὗτος ἦν.
[64] καὶ αὐτὸν ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ᾽ ἡμῖν σταυρῷ ἐπιτετιμηκότος Πιλάτου οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τὸ πρῶτον ἀγαπήσαντες· ἐφάνη γὰρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν τῶν θείων προφητῶν ταῦτά τε καὶ ἄλλα μυρία περὶ αὐτοῦ θαυμάσια εἰρηκότων. εἰς ἔτι τε νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοῦδε ὠνομασμένον οὐκ ἐπέλιπε τὸ φῦλον.
[65] Καὶ ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους ἕτερόν τι δεινὸν ἐθορύβει τοὺς Ἰουδαίους...” (Ιουδαϊκή αρχαιολογία, 18.63).
Το κείμενο αυτό το 90% των ιστορικών και θεολόγων το θεωρεί πλαστογραφημένο. Το 40% το απορρίπτει τελείως σαν ολική προσθήκη, το 50% θεωρεί ότι κάτι υπήρχε που έχει διαστρεβλωθεί και μόλις το 10% το θεωρούν γνήσιο όπως έχει, αν και τα στοιχεία που πλήττουν την γνησιότητά του είναι καταφανή. Από αυτούς που το θεωρούν διαστρεβλωμένο, έχουν γίνει αρκετές προτάσεις στο πως ίσως θα μπορούσε να ήταν, αν όντως κάτι υπήρχε στο αντίστοιχο τμήμα και δεν έχουν διαγραφεί στοιχεία από αυτό.
Αναφέρει σε μια μόνο φράση σε όλο το τεράστιο έργο του, σημεία και τέρατα που υποτίθεται έκανε αυτός ο Ιησούς, όπως και την ανάστασή του, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, ενώ το αμέσως επόμενο ήσσονος σημασίας θέμα του, το αναλύει για πολλές σελίδες. Φυσικά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ένας Φαρισαίος όπως ήταν ο Ιώσηπος, θα ήταν αδύνατο να θεωρεί τον Ιησού ως “Χριστό” ή ακόμα ως “τον Χριστό”, ειδικά ένας συγγραφέας που όλο του το έργο ήταν να καταδείξει ότι η καταστροφή των Εβραίων έγινε ακριβώς από τους διάφορους παρουσιαζόμενους ως Χριστούς ή Μεσσίες και τα γεννήματα τους, που ήταν οι Ζηλωτές. Τα έντονα γράμματα είναι λέξεις που δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχουν γραφτεί από τον τυπικό Φαρισαίο Ιώσηπο, αντίθετα μεταφέρουν μεταγενέστερη χριστιανική πεποίθηση όπως και την δήθεν επιβεβαίωση των προφητών, την ορολογία “φύλον”, η δε φράση “σοφός ανήρ” είναι η τιμητικότερη έκφραση που έχει δώσει ο Ιώσηπος σε ελάχιστους στην ιστορία του, και δεν υπάρχει περίπτωση να αφιέρωνε μόνο μια παράγραφο σε ένα τέτοιο σοφό πρόσωπο.
Ας δούμε όμως την ροή του κειμένου. Λίγο παραπάνω στο 60-62, αναφέρεται η τραγική κατάληξη για τους Εβραίους μιας στάσης κατά της προσπάθειας του νεοαφιχθέντος Πιλάτου, να φτιάξει ένα υδραγωγείο. Το συμβάν αυτό υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι πετσοκομμένο επίσης, γιατί είναι παράλογο να γίνει στάση για μια κατασκευή κοινής ωφέλειας που θα υδρεύσει όλη την πόλη της Ιερουσαλήμ. Από ό,τι φαίνεται, το Όρος των Ελαιών είχε στρατηγική σημασία για τους Εβραίους ζηλωτές, γιατί από εκεί επέδραμαν όπως θα δούμε πολλοί από αυτούς τους μεσσίες στις στάσεις τους. Η δικαιολογία φυσικά ότι χρηματοδοτήθηκε από τα λεφτά του Ναού είναι καλή. Όπως και να έχει εκεί έγινε στάση και μια περιορισμένη σφαγή. Μεσολαβεί η αμφισβητήσιμη αναφορά περί Ιησού και αμέσως μετά συνεχίζει “Καὶ ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους ἕτερόν τι δεινὸν ἐθορύβει τοὺς Ἰουδαίους.” Αν δεν υπήρχε η παρεμβολή περί Ιησού, το κείμενο θα ήταν κανονικότατο, μετά το ένα δεινόν έρχεται το άλλο, αν μεσολαβεί κάτι, είναι καταφανές ότι πάλι δεινόν θα ήταν, δηλαδή μιλάμε για δεινά του λαού, τα οποία προήλθαν από κάποια στασιαστική κατάσταση, ίσως κάποιου επίδοξου μεσσία και όχι κάποιου “σοφού άνδρα”, όπως θέλει να μας πει ο διαστρεβλωτής του κειμένου.
Δεύτερη Αναφορά περί του Ιακώβου ή Δεύτερη Φλάβια Μαρτυρία.
Επίσης στο τελευταίο βιβλίο της Αρχαιολογίας στο 20.200 διαβάζουμε:
“[200] ἅτε δὴ οὖν τοιοῦτος ὢν ὁ Ἄνανος, νομίσας ἔχειν καιρὸν ἐπιτήδειον διὰ τὸ τεθνάναι μὲν Φῆστον, Ἀλβῖνον δ᾽ ἔτι κατὰ τὴν ὁδὸν ὑπάρχειν, καθίζει συνέδριον κριτῶν καὶ παραγαγὼν εἰς αὐτὸ τὸν ἀδελφὸν Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ, Ἰάκωβος ὄνομα αὐτῷ, καί τινας ἑτέρους, ὡς παρανομησάντων κατηγορίαν ποιησάμενος παρέδωκε λευσθησομένους.
[201] ὅσοι δὲ ἐδόκουν ἐπιεικέστατοι τῶν κατὰ τὴν πόλιν εἶναι καὶ περὶ τοὺς νόμους ἀκριβεῖς βαρέως ἤνεγκαν ἐπὶ τούτῳ καὶ πέμπουσιν πρὸς τὸν βασιλέα κρύφα παρακαλοῦντες αὐτὸν ἐπιστεῖλαι τῷ Ἀνάνῳ μηκέτι τοιαῦτα πράσσειν· μηδὲ γὰρ τὸ πρῶτον ὀρθῶς αὐτὸν πεποιηκέναι.
[202] τινὲς δ᾽ αὐτῶν καὶ τὸν Ἀλβῖνον ὑπαντιάζουσιν ἀπὸ τῆς Ἀλεξανδρείας ὁδοιποροῦντα καὶ διδάσκουσιν, ὡς οὐκ ἐξὸν ἦν Ἀνάνῳ χωρὶς τῆς ἐκείνου γνώμης καθίσαι συνέδριον.
[203] Ἀλβῖνος δὲ πεισθεὶς τοῖς λεγομένοις γράφει μετ᾽ ὀργῆς τῷ Ἀνάνῳ λήψεσθαι παρ᾽ αὐτοῦ δίκας ἀπειλῶν. καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀγρίππας διὰ τοῦτο τὴν Ἀρχιερωσύνην ἀφελόμενος αὐτὸν ἄρξαντα μῆνας τρεῖς Ἰησοῦν τὸν τοῦ Δαμναίου κατέστησεν.” (Ιουδαϊκή αρχαιολογία, 20.200).
Η αναφορά εδώ είναι έμμεση για τον Ιησού. Και εδώ υπάρχει διχογνωμία, διαβάστε και εδώ.
Κανένας δεν το θεωρεί ως προσθήκη, ήταν γνωστό άλλωστε από τον Ωριγένη, σε αντίθεση με την 1η αναφορά που του ήταν άγνωστη, αλλά αρκετοί ως πιθανή αλλοίωση του κειμένου, με την προσθήκη της φράσης “τοῦ λεγομένου Χριστοῦ”, ή “τοῦ λεγομένου” μόνο, αφού αμέσως παρακάτω (203) μας λέει ότι ο βασιλιάς Αγρίππας, από τις αντιδράσεις του κόσμου, αντικατέστησε τον Άννα με τον Ιησού του Δαμναίου. Να σημειωθεί, ότι στο Ιώσηπο αναφέρονται 20 διαφορετικά πρόσωπα με το όνομα Ιησούς, όσο για το “χριστός”, όλοι οι αρχιερείς εθεωρούντο χρισμένοι, δηλαδή χριστοί.
Το ουσιαστικό ερώτημα εδώ, είναι γιατί οι Εβραίοι να ξεσηκωθούν και να ζητήσουν αντικατάσταση του αρχιερέα τους για τον φόνο ενός “χριστιανού”, αν όντως ήταν έτσι όπως μας παρουσιάζεται ως αναφερόμενο στον αδελφό του Ιησού των Ευαγγελίων, τον οποίο η Εκκλησία παρουσιάζει μάλιστα και ως τον πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων; Γιατί αν και οι Πράξεις χρησιμοποιούν την Αρχαιολογία σαν πηγή, δεν αναγράφουν το περιστατικό αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι η δεύτερη αυτή αναφορά, έτσι όπως την βλέπουμε, έχει νόημα και αξία μέσα στην Αρχαιολογία, μόνο σε συνδυασμό με την πρώτη. Χωρίς αυτή, είναι ξεκάθαρη αλλοίωση του κειμένου. Αξίζει όμως να δούμε σε σχέση και με την εικόνα περί Ιησού και των μαθητών του από τα Ευαγγέλια την συνέχεια, που λέει ότι ο Άννας αυτός, (αρχιερέας γιος του άλλου παλαιότερου αρχιερέα Άννα και αδερφός του Καΐάφα) ήταν δυσάρεστος και τελικά κυνηγούσε αυτούς που ήταν τυπικοί με τους νόμους, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την μη τυπικότητα που κήρυττε υποτίθεται ο Ιησούς, όπως στο θέμα του Σαββάτου ή σε άλλους υποτιθέμενους “νεοτερισμούς” του. Άρα αν υπήρχε εδώ κάτι, σίγουρα έρχεται σε αντίθεση με αυτά που μας λένε τα Ευαγγέλια και ο εδώ “Ιάκωβος” κυνηγήθηκε για την τυπικότητα και την προσήλωσή του στους πατροπαράδοτους νόμους, δηλαδή κάτι σαν φαρισαίος, από τον Άννα, που ήταν ελαστικός με αυτούς τους νόμους.
Να σημειωθεί ότι την πρώτη μαρτυρία την αγνοούν οι: Μάρτυρας Ιουστίνος, Θεόφιλος Αντιοχείας, Μελίτων Σάρδεων, Μινούκιος Φέλιξ, Ειρηναίος, Κλήμης Αλεξανδρείας, Επιφάνειος, Ιούλιος Αφρικανός, Ψευδοϊουστίνος, Τερτυλλιανός, Ιππόλυτος Ρώμης, Μεθόδιος, Λακτάντιος, Ωριγένης, Ιουλιανός, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ακόμα και ο Φώτιος τον 9ο αιώνα. Αυτός όμως που την γνωρίζει και είναι και ο πρώτος που την αναφέρει, είναι ο Ευσέβιος όπως θα δούμε παρακάτω. Να σημειωθεί επίσης ότι η ορολογία “φῦλον”, δεν αναφέρεται με αυτή την έννοια, ούτε από τον Ιώσηπο, ούτε από κανέναν άλλο πριν από τον Ευσέβιο, που είναι λέξη με την έννοια συγκεκριμένης ομάδας “τὸ Χριστιανῶν φῦλον μὴ ἐκζητεῖσθαι μέν” (Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλίο Γ’). Άλλωστε πολλοί ιστορικοί συμφωνούν ότι η πρώτη μαρτυρία συμφωνεί με τον τρόπο γραψίματος του Ευσέβιου και ότι αυτός είναι που την δημιούργησε ή την χάλκεψε.
Η δεύτερη προσθήκη, κατά τη γνώμη μου, αναφέρεται σε κάποιον αδερφό του Ιησού του Δαμναίου, σε μια προσωπική τους διεκδίκηση για το αξίωμα, που αμέσως παρακάτω θα γίνει αρχιερέας, άρα και αυτός χριστός, από τον ανταγωνιστή του Άννα, και κάποιος απλά προσέθεσε το “τοῦ λεγομένου Χριστοῦ” και έσβησε το του Δαμναίου και το όνομα του συγγενή του που σκότωσε ο Άννας, αν και το Ιάκωβος επίσης ήταν συνηθισμένο όνομα και θα μπορούσε να είναι το ίδιο, ή όντως αναφέρεται σωστά και παραπέμπει στην πρώτη αναφορά, μόνο που η πρώτη αναφορά ήταν τελείως διαφορετική και τελείως απαξιωτική για τον “λεγόμενο Χριστό” όπως ο ίδιος ο Ωριγένης (185-251) μας δείχνει να καταλάβουμε, αλλά και η άγνοια όλων των άλλων όπως ο Επιφάνειος που επίσης ήξερε και αντέγραψε στην εκκλησιαστική ιστορία του την 2η αναφορά, όχι όμως την πρώτη.
Όσο για την πρώτη αναφορά, η γνώμη μου είναι ότι αν κάτι είχε η σχετική παράγραφος, δεν έχει φυσικά σχέση με το τελικό αποτέλεσμα, όπως θα δούμε και στο αντίστοιχο κείμενο του Ιουδαϊκού Πολέμου, κάτι όμως που δεν έχει σχέση με τον Ιησού, τουλάχιστον αυτόν που γνωρίζουμε από τα χριστιανικά κείμενα, για τον λόγο αυτό και ο Ωριγένης δεν το αναφέρει.
Ας δούμε τι λέει ο Ωριγένης:
“εἰρηκέναι κατὰ μῆνιν θεοῦ ταῦτα αὐτοῖς ἀπηντηκέναι διὰ τὰ εἰς Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ ὑπ’ αὐτῶν τετολμημένα.” (Εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον Εξηγητικών σελ. 12).
“ὁ Ἰώσηπος μαρτυρεῖ τῷ Ἰωάννῃ ὡς βαπτιστῇ γεγενημένῳ..... Ὁ δ' αὐτός, καίτοι γε ἀπιστῶν τῷ Ἰησοῦ ὡς Χριστῷ,...δέον αὐτὸν εἰπεῖν ὅτι ἡ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ἐπιβουλή τούτων αἰτία γέγονε τῷ λαῷ, ἐπεὶ ἀπέκτειναν τὸν προφητευόμενον Χριστόν·” (Προς τον επιγεγραμένον Κέλσου Αληθήν Λόγον 1.47 σελ. 23).
“οὗ ὁ υἱὸς Τίτος καθεῖλε τὴν Ἱερουσαλήμ ὡς μὲν Ἰώσηπος γράφει, διὰ Ἰάκωβον τὸν δίκαιον, τὸν ἀδελφὸν Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ” (ο.π. 2.13 σελ. 45).
Εδώ, έχουμε ήδη μια προσπάθεια διαστρέβλωσης από τον Ωριγένη του τι είπε ο Ιώσηπος, λέγοντας μας ότι θεώρησε ως αιτία της καταστροφής των Εβραίων την δολοφονία του (όποιου) Ιακώβου, κάτι που σημαίνει ότι ή διαστρεβλώνει το κείμενο, γιατί δεν λέει κάτι τέτοιο ο Ιώσηπος, ή του μετέφεραν λάθος το κείμενο του. Όπως και να έχει, δείχνει άγνοια της πρώτης αναφοράς, ή αυτή αν υπήρχε, ήταν τελείως διαφορετική και απαξιωτική για τον Ιησού, ο πρώτος δε που την αναφέρει και την σχολιάζει όπως ακριβώς την έχουμε τώρα, θετικά, είναι όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Ευσέβιος τον 4ο αιώνα. που παραθέτει το κείμενο κατά λέξη και προσθέτει “ταῦτα τοῦ ἐξ αὐτῶν Ἑβραίων συγγραφέως ἀνέκαθεν τῇ ἑαυτοῦ γραφῇ περί τε τοῦ βαπτιστοῦ Ἰωάννου καὶ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν παραδεδωκότος”, στο τέλος του πρώτου του βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας.
Το ενδιαφέρον είναι, ότι ακόμα και μετά τον Ευσέβιο, αρκετοί σχολιαστές του Ιώσηπου συνεχίζουν να αγνοούν την πρώτη αυτή μαρτυρία, όπως ο Φώτιος, αρκετούς αιώνες μετά, που σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά στην πρώτη αυτή δήλωση και σίγουρα δεν ήταν έτσι όπως εμφανίζεται σήμερα, αλλά ίσως να ανέφερε για άλλον έναν μεσσία και αντίστοιχης στάσης των Εβραίων, που ίσως να είχε μερικά κοινά με τον Ιησού των Ευαγγελίων ίσως όχι όμως αρκετά, για να μην σχολιαστεί αντίστοιχα.
“Ο Φώτιος έχει γράψει τρία άρθρα για τον Ιώσηπο, αλλά και εκεί δεν γράφει τίποτα για την μαρτυρία του. Σε άλλο άρθρο του, περί του Ιούστου της Τιβεριάδος, ο Φώτιος εμφαντικώς δηλώνει ότι ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος δεν έχει σημειώσει την παραμικρή παρατήρηση για τον Χριστό τις πράξεις και τα θαύματά του. Έξαλλος ο Φώτιος εξαφάνισε διά της πυράς και διά παντός το σύγγραμμα του Ιούστου. Όλα αυτά σημαίνουν ότι αυτοί οι Πατέρες μετά τον Ευσέβιο, είτε δεν είχαν ένα πλαστογραφημένο αντίγραφο του Ιωσήπου στα χέρια τους, είτε εγνώριζαν ότι η παράγραφος αυτή ήταν παραχάραξη και συνεπώς την αγνόησαν”.
Εδώ θα προσθέσω και την εύλογη μου:“Ο Ιώσηπος εγεννήθηκε το +37 και έζησε εις την Ρώμη από το +74 μέχρι τον θάνατό του το + 100 περίπου. Εδημοσίευσε τα έργα του περί τα έτη +93-95. Ουδέν όμως αναφέρει περί των χριστιανικών κοινοτήτων της Ρώμης ή έστω τού Πετρικού ή Παυλικού Χριστιανισμού πού υποτίθεται ότι υπήρχε εκεί και αποτελούσε ύβριν διά τόν Ορθόδοξον Ιουδαϊκόν Φαρισαϊσμόν.
Το γεγονός ότι ο πολυγραφότατος Ιουδαίος Φίλων Αλεξανδρινός μέσα στα τόσα έργα του δεν αναφέρει τον Ιησού ούτε κατά διάνοια, συνηγορεί στο ότι ο Ιησούς Χριστός είναι μύθος και η αναφορά του Ιωσήπου είναι πλαστογραφία. Ο Φίλων έζησε από το -15 Π. Κ.Ε. μέχρι +50 Κ.Ε. και είχε αναμειχθεί ενεργά στα κοινωνικά, πολιτικά, θρησκευτικά κλπ. θέματα της Ιουδαίας και των Εβραίων. Όπως βλέπομε το διάστημα της ζωής του αρχίζει αρκετά χρόνια πριν και τελειώνει αρκετά χρόνια μετά την ζωή του υποτιθεμένου Ιησού. Αν και ήταν σύγχρονος του Ιησού, μέσα στο μακροσκελές έργο του, δεν αναφέρει ούτε μία λέξη γι’ αυτόν ή για τα τρομερά γεγονότα που χαρακτηρίζουν την ζωή του σύμφωνα με τα Ευαγγέλια. Άρα κατά τον Φίλωνα Ιησούς Χριστός δεν υπήρχε. Ο κατά 60 χρόνια υστερόγραφος Ιώσηπος εγνώριζε καλά το έργο του Φίλωνος. Τότε πως είναι δυνατόν αυτός να αναφέρει τον Ιησού, ενώ ο πρόδρομος του και σύγχρονος των συμβάντων Φίλων τον αγνοεί;
Ο Γαλιλαίος Ιστορικός Ιούστος της Τιβεριάδος (+35-100 Κ.Ε.) αν και προηγείται του Ιωσήπου στο γράψιμο κατά 15 χρόνια, αλλά υστερεί κατά 5 χρόνια στην δημοσίευση, δεν αναφέρει καθόλου τον Ιησού και τους Χριστιανούς.
Ο διάσημος Ρωμαίος φυσιοδίφης επιστήμων Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (+23-79 Κ.Ε.) ο οποίος κατέγραψε τα διάφορα αναπάντεχα και ασυνήθη φυσικά φαινόμενα των εποχών του (σεισμούς, εκλείψεις ηλίου και σελήνης, κλπ.), και χρονικά έζησε πολύ κοντά στα χρόνια του υποτιθεμένου Ιησού, και είχε ταξιδέψει ανά την αυτοκρατορία, δεν αναφέρει τίποτα απολύτως από τα διάφορα θαύματα και φαινόμενα που αναφέρονται στα Ευαγγέλια γύρω από τον Ιησού. Κανείς δεν του είπε κάτι τι γι ́αυτά!”!
Αξίζει εδώ να αναφερθεί και η άποψη του ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής, Σάββα Αγουρίδη, σε κείμενό του που θα δούμε αναλυτικότερα για τον Ιουδαϊκό Πόλεμο του Ιώσηπου: “Καὶ περὶ τῶν ὑπαρχουσῶν έν τῇ Ἀρχαιολογία μαρτυριῶν τοῦ Ἰωσήπου εὑρίσκεται τις μᾶλλον έν τῇ ἀληθείᾳ, ἐὰν θεωρήση ἁπάσας, ὑπό τὴν παροῦσαν αὐτῶν μορφήν, ὡς χριστιανικῆς επεξεργασίας κατασκευάσματα”.
Τέλος, στον Ιώσηπο υπάρχει και αναφορά στον Ιωάννη τον Βαπτιστή που αξίζει να την δούμε σε μια αυτοτελή μελλοντική δημοσίευση για αυτόν.
Το έργο γράφτηκε λίγο πριν την εκπνοή του πρώτου αιώνα, το 93-94 κ.ε., 60 χρόνια μετά την Σταύρωση. Θα ακολουθήσει μια παρουσίαση κάποιων στοιχείων από τους Ιουδαϊκούς Πολέμους του ιδίου συγγραφέα για να κλείσει ο κύκλος των υποτιθέμενων αναφορών που υπάρχουν για τον Ιησού από τον 1ο αιώνα.
Ο Σλαβονικός Ιώσηπος
Θα δούμε εδώ, ένα θέμα που στο ελληνικό διαδίκτυο δεν θα βρείτε πολλά και είναι μάλλον άγνωστο σε αρκετούς. Εδώ θα δούμε κάποια αποσπάσματα απ’ ένα άλλο έργο του, τον Ιουδαϊκό Πόλεμο.
Σχετικά με τον Ιουδαϊκό Πόλεμο του Ιώσηπου, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το παλαιότερο ελληνικό χειρόγραφο αντίγραφο που έχουμε είναι του 11ου αιώνα. Το κείμενο αρχικά γράφηκε στα Αραμαϊκά, όπως ο ίδιος ο Ιώσηπος αναφέρει, έργο που έχει χαθεί. Τα κείμενα που έχουμε είναι από μεταγραφή του ελληνικού κειμένου που έχουμε σήμερα και που μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Κάτι σημαντικό στη συγγραφή των ιστοριών του Ιώσηπου, όπως ήδη έχω αναφέρει, είναι η κατάδειξη των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από τις μεσσιανικές ιδέες, με υπεύθυνους τους ζηλωτές και το έντονο προφητικό κήρυγμα της εποχής, που δυνάμωσε το κίνημα των ζηλωτών και που οδήγησε τελικά στην μόνιμη αναταραχή και καταστροφή των Εβραίων από τους Ρωμαίους.
Το κείμενο γράφτηκε το 75-79 κ.ε., δηλαδή μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού που έγινε το 70 κ.ε. που είχε μεγάλη σημασία για τους Εβραίους. Έχουμε επιπλέον δύο μεταγενέστερες λατινικές μεταφράσεις που μάλλον έγιναν τον 5-6ο αιώνα, μία συριακή ενός μόνο βιβλίου (του 6ου) και μια εβραϊκή του 10ου αιώνα. Το 1893 όμως (από τον A. Harnack) έγινε γνωστή, στην Δύση, μια ακόμα μετάφραση στα Σλαβονικά, αλλά αρκετά χρόνια αργότερα έγινε κάποια ανάλυσή της (Schweitzer–Berendts). Το ενδιαφέρον με αυτήν είναι, ότι αν και προέρχεται από το ελληνικό πρότυπο, έχει αρκετές αξιοσημείωτες ελλείψεις και προσθήκες. Ο Alexander Berendts (1910), λέγει στα πρώτα του σχόλια ότι “σε σημεία που αναφέρονται στον Βαπτιστή ή ίσως και στον Ιησού, για μεν έναν χριστιανό είναι λίγα, για έναν όμως Ιουδαίον του 70 κ.ε. είναι πάρα πολλά”.
Ήδη ο Emil Schűrer (1920), ο πρώτος μετά τον Berends σχολιαστής, αναφέρει ότι υπάρχουν έντονες χριστιανικές απόψεις μέσα στο κείμενο. Ακολουθούν και άλλοι κυρίως Γερμανοί, και αρκετές αντικρουόμενες απόψεις. Αυτό που έδειξε τελικά η έρευνα είναι ότι οι προσθήκες δεν προέρχονται από το πρωτότυπο ή τον Ιώσηπο, αλλά από χριστιανικές μεταγενέστερες παρεμβολές (Αγουρίδης σ. 12). Στην ανάλυση των παραλείψεων φαίνεται όλες να εμφανίζονται στα τέσσερα πρώτα βιβλία ισομερώς. Κατά τον Αγουρίδη, οι παραλείψεις οφείλονται σε προσπάθεια σύντμησης του ελληνικού προτύπου για την σχετική περίοδο και είναι άνευ σημασίας. Αντίθετα οι προσθήκες τουλάχιστον οι μεγαλύτερες, ευρίσκονται εις την ιστορία από της εποχής του Ηρώδη του Μεγάλου μέχρι και των αρχών του πολέμου με την Ρώμη (66 κ.ε.).
Ας δούμε τώρα κάποιες χαρακτηριστικές προσθήκες:
Η πρώτη και η δεύτερη που έχουν ενδιαφέρον, φαίνεται να αναφέρονται στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και έχει τον χριστιανικό τίτλο "Ιωάννης ο Πρόδρομος" και το δεύτερο ο Αγριάνθρωπος.
(Οι κόκκινοι αριθμοί στις αγκύλες και με παρενθέσεις στην αρχή της κάθε παρέμβασης, είναι η αρίθμηση των παρεμβολών όπως τις αναλύει ο Αγουρίδης).
Το πρώτο κείμενο παρεμβάλλεται μεταξύ 2.110 & 2.111, ενώ το δεύτερο επεκτείνει το 8.138 και θα αναλυθούν σε ειδική αναφορά που θα πρέπει να γίνει στον Πρόδρομο.
[(12)] Η επόμενη σημαντική για εμάς προσθήκη είναι εκεί που αναφέρεται σε έναν “θαυματοποιό” του Όρους των Ελαιών, στην κρίση σας ποιος μπορεί να είναι αυτός ή τι θέλει να πει ο αντιγραφέας γιατί έχει και συνέχειες.
Το κείμενο σε κόκκινο είναι η απόδοση στα Ελληνικά από τα Γερμανικά των Berendts & Grass, από την μετάφραση από τα Σλαβονικά του πανεπιστημίου του Dorpat και του ίδιου του Alexander Berendts. Μπορείτε να δείτε μια απόδοση του στην δημοτική στην ιστοσελίδα agiotokos-kappadokia.gr.
Το κείμενο λοιπόν που παρεμβάλλεται μεταξύ 2.174 & 2.175 είναι αυτό:
«1. Τότε δὲ ἐφάνη ἀνήρ τις, ἐὰν ἁρμόζῃ νὰ ὀνομάσῃ τις αὐτὸν ἄνδρα.
2. Καὶ ἡ μὲν φύσις καὶ ἡ μορφὴ αὐτοῦ ἦτο ἀνθρώπινη, ἡ δὲ ὄψις αὐτοῦ ἦτο ὑπὲρ ἄνθρωπον·
3. ἀλλὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ ἦσαν θεῖα. Τέρατα ἐποίει παράδοξα καὶ δυνατά.
4. Διὰ τοῦτο δὲν δύναμαι νὰ ὀνομάσω αὐτόν ἄνθρωπον·
5. ἐὰν δὲ πάλιν εἰς τὴν κοινὴν [αὐτοῦ] φύσιν ἀπίδω, δὲν θὰ ὀνομάσω αὐτόν ἄγγελον.
6. Πάντα δὲ ὅσα ἐποίει δι’ ἀοράτου τινὸς δυνάμεως, διὰ λόγου ἐτέλει καὶ προστάγματος
7. Καὶ οἱ μὲν ἔλεγον περί αὐτοῦ· «ὁ πρῶτος ἡμῶν νομοθέτης ἠγέρθη ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ ἐπέδειξε πολλάς ἰάσεις καὶ τέρατα».
8. Οἱ δὲ ἐνόμιζον αὐτὸν ἀπεσταλμένον ἀπὸ Θεοῦ.
9. Ἀλλ’ ἀντετάσσετο ἐν πολλοῖς εἰς τὸν Νόμον καὶ δὲν ἐτήρει τὸ Σάββατον κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν πατέρων.
10. Οὐδέν ὅμως ἐποίει ἐπονείδιστον οὔτε διὰ τῶν χειρῶν ἐποίει τι, ἀλλὰ διὰ μόνου τοῦ λόγου ἐπετέλει πάντα.
11. Καὶ πολλοὶ ἐκ τοῦ λαοῦ ἠκολούθουν αὐτόν καὶ ἤκουον τὴν διδασκαλίαν αὐτοῦ·
12. πολλῶν δ’ αἱ ψυχαὶ ἐδονοῦντο ἐπὶ τῆ σκέψει, ὅτι δι’ αὐτοῦ αἱ Ἰουδαϊκαὶ φυλαί θὰ ἐλευθερωθῶσι τῆς ῥωμαϊκῆς κυριαρχίας.
13. Ἦτο ὅμως συνήθειά του νὰ διατρίβῃ πρὸ τῆς πόλεως ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν·
14. ἐκεῖ δὲ παρεῖχε τὰς ἰάσεις πρὸς τὸν λαόν.
15. Καὶ συνοιθροίζοντο πρὸς αὐτὸν ἀπὸ μὲν τῶν βοηθῶν (ὑπηρετῶν) 150, ἀπὸ δὲ τοῦ λαοῦ πλῆθος.
16. Ὅτε δὲ εἶδον τὴν δύναμιν αὐτοῦ, ὅτι πάντα ὅσα θέλει δύναται διὰ μόνου τοῦ λόγου, καί γνωστὴν ἐποίησαν εἰς αὐτὸν τὴν βουλὴν αὐτῶν, ὅπως εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν και φονεύσῃ τοὺς Ρωμαίους στρατιώτας καὶ τὸν Πιλᾶτον και βασιλεύση ἐφ’ ἡμῶν,
17. οὗτος δὲν περιεφρόνησεν ἡμᾶς.
18. Καὶ ὅτε μετά ταῦτα ἐπληροφορήθησαν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων περὶ τούτου, συνῆλθον μετὰ τοῦ ἀρχιερέως καὶ εἶπον· «ἡμεῖς εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ ἀσθενεῖς, διὰ νὰ ἀντιστῶμεν εἰς τοὺς Ρωμαίους.
19. Ἐπειδὴ δὲ τό τόξον εἶναι (ἤδη) τεταμένον, θὰ ὑπάγωμεν καὶ θὰ κάμωμεν γνωστὰ εἰς τὸν Πιλᾶτον ὅσα ἠκούσαμεν, καὶ ἡμεῖς θὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι πάσης θλίψεως, ἵνα μὴ τοῦτο παρ’ ἄλλων πληροφορηθῇ καὶ τῆς περιουσίας ἡμᾶς στερήσῃ καὶ ἡμᾶς ἀποκτείνῃ καὶ (τὰ) τέκνα διασκορπίση».
20. Καὶ ἀπῆλθον καὶ ἔκαμαν (τοῦτο) γνωστὸν εἰς τὸν Πιλᾶτον.
21. Καὶ οὗτος ἀπέστειλε καὶ ἐφόνευσε πολλούς ἐκ τοῦ πλήθους.
22. Τὸν δὲ θαυματοποιὸν ἐκεῖνον διέταξε νὰ φέρωσι ἐνώπιόν του καὶ ἐξετάσας τὰ κατ’ αὐτὸν ἀπεφάνθη, ὅτι «οὗτος εἶναι εὐεργέτης καὶ ὄχι κακοῦργος, οὔτε στασιαστής, οὔτε ἐπιδιώκων τὴν ἐξουσίαν» Καὶ ἀπέλυσεν αὐτόν·
23. διότι εἶχε θεραπεύσει τὴν ἀποθνῄσκουσαν σύζυγόν του.
24. Καὶ ἀφοῦ οὗτος ἀπῆλθεν εἰς τὸν συνήθη αὐτοῦ τόπον, ἐποίει τὰ συνήθη αὐτοῦ ἔργα.
25. Ὅτε δὲ πάλιν πλείονες ἐκ τοῦ ὄχλου συνήχθησαν περὶ αὐτόν, ὑπέρ πάντας ἐδόξαζεν ἑαυτόν διὰ τῶν ἔργων αὐτοῦ.
26. Καταληφθέντες ὑπὸ φθόνου οἱ Γραμματεῖς, ἔδωκαν εἰς τὸν Πιλᾶτον τριάκοντα τάλαντα, ἵνα αὐτόν θανατώσῃ.
27. Ἐκεῖνος δέ ἔλαβε (ταῦτα) καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς τὴν ἐξουσίαν, ὅπως αὐτοὶ «ἐκτελέσωσι τὴν βουλὴν αὐτῶν.
28. Καὶ ἐκεῖνοι συνέλαβον αὐτόν καὶ ἐσταύρωσαν αὐτὸν ἐναντίον τῴ νόμῳ τῶν πατέρων αὐτῶν.
[175] Μετὰ δὲ ταῦτα ταραχὴν ἑτέραν ἐκίνει τὸν ἱερὸν θησαυρόν...
Το κείμενο, όπως λέει και ο Αγουρίδης (σ. 51), δεν έχει συνάφεια εκεί που έχει τοποθετηθεί. Εκ πρώτης όψεως θα λέγαμε ότι έχει πάρα πολλά κοινά με τον Ιησού των Ευαγγελίων, παρ' όλο που δεν τον κατονομάζει, αλλά και αρκετές διαφορές.
Τα “σημεία και τέρατα”, ότι δίδασκε με τον λόγο, για το Όρος των Ελαιών, τα 30 τάλαντα (ή αργύρια που λέει η μετάφραση στην δημοτική), την σταύρωση του, την μη τήρηση του Σαββάτου, όλα αυτά μυρίζουν Ιησού των Ευαγγελίων.
Από την άλλη έχει μεγάλες διαφορές. Στα Ευαγγέλια η βασική δράση του Ιησού ήταν στην Γαλιλαία και ελάχιστα στην Ιουδαία (τουλάχιστον στα συνοπτικά, στον Ιωάννη αλλάζει το πράγμα), οι μαθητές του ήταν 12+70, (Oι επιπλέον 70 αναφέροντε μόνο στον Λουκά) το πολύ 82, εδώ 150. Εδώ μιλάει για ένα είδος στάσης που δημιούργησε ρωμαϊκή επέμβαση και πολλά θύματα. Μιλάει για δύο συλλήψεις του Ιησού. Ο Πιλάτος αν και τον αθωώνει, γιατί του θεράπευσε την γυναίκα, τελικά χρηματίζεται από τους υποτελείς του με 30 τάλαντα που είναι τεράστιο ποσό και τον συλλαμβάνει, χωρίς αυτή τη φορά να γίνει σφαγή; Την σταύρωση την έκαναν οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι δεν συμμετείχαν. Η προδοσία του Ιούδα και τα δικά του 30 αργύρια επίσης διαφέρουν.
Ας δούμε τώρα τι από όλα αυτά αποκλείεται να είναι του Ιώσηπου:
Από το 1 έως το 6 υπάρχει μια συνεχής χρήση αντιθετικών εκφράσεων άγνωστες στο γράψιμο του Ιώσηπου, όπως παρατηρεί και ο Αγουρίδης και είναι ξεκάθαρα χριστιανικής προέλευσης ενώ ο στίχος 5 είναι προσπάθεια του αντιγραφέα να φανεί ως ο Ιώσηπος. Ο στίχος 17 “οὗτος δὲν περιεφρόνησεν ἡμᾶς” είναι επίσης άτοπος, γιατί μέσα στο πλήθος εντάσσει και τον ίδιο τον Ιώσηπο. Μάλιστα ο Αγουρίδης τονίζει την συνάφεια των παραπάνω με το “τὸν εὐεργέτην τῶν ἀνθρώπων, ὅστις ἐν τοῖς ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ δὲν ἦτο ἄνθρωπος.” που θα δούμε πάρα κάτω στην παρεμβολή [(21)]. Να σημειώσω ότι με εκτενή ανάλυση ο Αγουρίδης ανατρέπει τους ισχυρισμούς του Goguel, περί ιουδαϊκής παρεμβολής (σελ. 54 και για όλο το κείμενο σελ. 65).
Τον στίχο 6, αν και ο Seeberg τον θεωρεί ως ιουδαϊκής προέλευσης, ο Αγουρίδης το θεωρεί ως απολογητική για την συκοφαντία ότι ο Ιησούς ήταν μάγος (Κέλσος και Schabbath, Pal Schabbath, Bab Schabbath θα τα δούμε στην δημοσίευση περί πολλών μεσσιών της εποχής). Ο Αγουρίδης απορεί μάλιστα γιατί πολλοί μελετητές θεωρούν τους στίχους 6-11, ως το αρχικό και γνήσιο κείμενο (σελ. 58). Αντίθετα, θεωρεί ότι ο αριθμός 150 μαθητών στον στίχο 15, μπορεί να μην έχει αλλοιωθεί στο κείμενο.
Ο στίχος 19 και 26 που στην μία περίπτωση αναφέρει “οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων” και στην άλλη “Καταληφθέντες ὑπὸ φθόνου οἱ Γραμματεῖς”, επίσης χωλαίνει, αφού ο ίδιος ο Ιώσηπος ήταν Φαρισαίος και συγκαταλεγόταν στην ιδεολογία με τους άρχοντες. Αν αναφέρει για την προβληματική συμπεριφορά ενός άρχοντα είτε Φαρισαίος, είτε Γραμματέας να ήταν, τον αναφέρει με το όνομά του. Η ίδια η φρασεολογία είναι χριστιανική.
Ο στίχος 22 όπως και ο Αγουρίδης τονίζει, ξαναμπαίνει στο παιχνίδι των αντιθετικών επιθέτων: όχι κακοποιός αλλά ευεργέτης, όχι επαναστάτης ή που ορέγεται την βασιλεία και έτσι τον αφήνει ελεύθερο αντί να τον συλλάβει όπως θα ήταν το λογικό.
Ο χρηματισμός του Πιλάτου θεωρείται απίθανος, δεδομένου ότι στον Ιώσηπο ο Πιλάτος ήταν ιδιαίτερα σκληρός και άτεγκτος ως προς τους Εβραίους, σπάνια υπαναχωρούσε και μόνο σε ακραίες καταστάσεις, από την άλλη σε κάποια απόκρυφα αναφέρονται επίσης σε χρηματισμό του Πιλάτου για να θανατωθεί ο Ιησούς, υπάρχει όμως περίπτωση να έχουν αυτό το κείμενο σαν πηγή όπως και ο ίδιος ο Αγουρίδης τονίζει.
Το ότι έγινε η πρώτη σύλληψη και ο σφαγιασμός του όχλου και μετά επανήλθε ο θαυματοποιός στο ίδιο σημείο και να έχει πάλι νέους οπαδούς και όχλο, και όλα αυτά σαν να μην συμβαίνει τίποτα, είναι επίσης ένα τραγελαφικό για να θεωρηθεί αληθές. Ο Αγουρίδης εδώ λέει ότι ο χριστιανός παρεμβολέας αισθανόμενος την έλλειψη των βασικών στοιχείων της πρώτης δίκης δηλαδή τις παράστασης των Ιουδαίων, τον Άννα και τον Καϊάφα, εφεύρε την δεύτερη σύλληψη κατόπιν δωροδοκίας του Πιλάτου χωρίς δίκη μάλιστα, χρησιμοποιώντας γενικευμένες εκφράσεις. Ενώ δε στην πρώτη περίπτωση ανησυχούσαν οι Γραμματείς μήπως ο Πιλάτος θεωρήσει όλο αυτό στάση, εδώ παρά που το πλήθος ήταν περισσότερο, οι Διδάσκαλοι του Νόμου ανησυχούν μόνο από φθόνο και για αυτό δωροδοκούν τον Πιλάτο. Ο Αγουρίδης τονίζει ότι οι στίχοι 21 και 28 αναφέρουν στην ουσία, δύο παράλληλες περί του τέλους του θαυματοποιού διηγήσεις (σελ. 64). Δηλαδή, τελικά τονίζεται ο αχταρμάς της χριστιανικής φιλολογίας στο ποιοι ήταν υπεύθυνοι για την σταύρωση του Ιησού, αν ήταν οι Ρωμαίοι ή οι Ιουδαίοι.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι το κείμενο είναι ακριβώς πριν από το συμβάν με το υδραγωγείο που ξεκινά με την φράση “Μετά δὲ ταῦτα ταραχὴν ἑτέραν...”. Στην Αρχαιολογία αντίθετα η γνωστή “Φλάβια Μαρτυρία” για τον Ιησού των Ευαγγελίων είναι αμέσως μετά το συμβάν στο υδραγωγείο, και αρχίζει δε με την ίδια φράση. “ἐὰν ἁρμόζῃ νὰ ὀνομάσῃ τις αὐτὸν ἄνδρα.” αντί του “εἴγε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή·” που σημαίνει ότι μάλλον ο αντιγραφέας την γνώριζε και την μιμήθηκε.
Είναι προφανές, ότι όπως και με το αντίστοιχο εδάφιο της Αρχαιολογίας, εδώ υπάρχουν πιθανότητες κάτι να υπήρχε σε σχέση με ταραχή και σίγουρα δεν φαίνεται να είναι όπως και εκεί αυτό που βλέπουμε σαν τελικό κείμενο, γιατί το χέρι του διαστρεβλωτή έχει επέμβει καταλυτικά. Αυτό που υπήρχε σίγουρα ήταν πολύ κακό για τον Χριστιανισμό, γιατί πέρα από το σλαβονικό κείμενο έχει αφαιρεθεί οτιδήποτε υπήρχε εκεί, στο αντίστοιχο ελληνικό κείμενο που έχουμε. Επίσης, όπως είδαμε, ο διαστρεβλωτής αντιγραφέας φαίνεται να έχει γνώση του κειμένου της "Φλάβιας Μαρτυρίας". Να θυμηθούμε πάλι, ότι ο Ωριγένης που ήταν πιο κοντά από εμάς στο πρωτότυπο κείμενο, θεωρούσε ότι ο Ιώσηπος δεν πίστευε στον Ιησού ως Μεσσία, κάτι προφανές ως Φαρισαίος που ήταν και που όλο του το κείμενο βοά κατά των περιφερόμενων μεσσιών και αγυρτών που ξεσήκωναν τον κόσμο. Άρα αν υπήρχε κάτι εκεί που θύμιζε τον Ιησού για να αναγκάσει έναν τουλάχιστον αντιγραφέα να το σβήσει και έναν άλλο να το “διορθώσει”, πάλι για έναν λαοπλάνο αγύρτη μιλούσε, ή για κάτι σχετικό που δημιούργησε ταραχή, Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Αρχαιολογία, όπως ήδη αναφέραμε.
[(13)] Η επόμενη αναφορά αντικαθιστά το 2.219-222 και το συνεχίζει, αναφέρεται δε στους οπαδούς του “θαυματοποιού”. Ας δούμε τι λέει το ελληνικό κείμενο:
“[219] ἀλλ' ἔφθη πρὶν ὑψῶσαι τὸ ἔργον τελευτήσας ἐν Καισαρείᾳ, βεβασιλευκὼς μὲν ἔτη τρία, πρότερον δὲ τῶν τετραρχιῶν τρισὶν ἑτέροις ἔτεσιν ἀφηγησάμενος.
[220] καταλείπει δὲ τρεῖς μὲν θυγατέρας ἐκ Κύπρου γεγενημένας, Βερνίκην καὶ Μαριάμμην καὶ Δρουσίλλαν, υἱὸν δὲ ἐκ τῆς αὐτῆς Ἀγρίππαν. οὗ παντάπασιν ὄντος νηπίου πάλιν τὰς βασιλείας Κλαύδιος ἐπαρχίαν ποιήσας ἐπίτροπον πέμπει Κούσπιον Φᾶδον, ἔπειτα Τιβέριον Ἀλέξανδρον, οἳ μηδὲν παρακινοῦντες τῶν ἐπιχωρίων ἐθῶν ἐν εἰρήνῃ τὸ ἔθνος διεφύλαξαν.
[221] μετὰ ταῦτα καὶ ὁ βασιλεύων τῆς Χαλκίδος Ἡρώδης τελευτᾷ, καταλιπὼν ἐκ μὲν τῆς ἀδελφιδῆς Βερνίκης δύο παῖδας Βερνικιανόν τε καὶ Ὑρκανόν, ἐκ δὲ τῆς προτέρας Μαριάμμης Ἀριστόβουλον. τεθνήκει δ' αὐτῷ καὶ ἕτερος ἀδελφὸς Ἀριστόβουλος ἰδιώτης καταλιπὼν Ἰωτάπην θυγατέρα.
[222] οὗτοι μὲν οὖν ἦσαν, ὡς προεῖπον, Ἀριστοβούλου τοῦ Ἡρώδου παῖδες, Ἀριστόβουλος δὲ καὶ Ἀλέξανδρος ἐκ Μαριάμμης Ἡρώδῃ γεγόνεισαν υἱεῖς, οὓς ὁ πατὴρ ἀνεῖλεν: ἡ δὲ Ἀλεξάνδρου γενεὰ τῆς μεγάλης Ἀρμενίας ἐβασίλευσεν.
[223] Μετὰ δὲ τὴν Ἡρώδου τελευτήν.”
To σλαβονικό κείμενο το αντικαθιστά ως εξής:
“1. Πάλιν ὁ Κλαύδιος ἀπέστειλε τοὺς ἐπιτρόπους αὐτοῦ πρὸς τὰ βασίλεια ἐκεῖνα, τὸν Κούσπιον Φάδον καὶ τὸν Τιβέριον Ἀλέξανδρον, ἀμφότεροι δὲ τὸν λαὸν διετήρησαν ἐν εἰρήνῃ, μὴ συγχωροῦντες οὐδενίαν παρέκκλισιν ἀπὸ τῶν καθαρῶν νόμων.
2. Ὅταν δὲ τις ἀπὸ τοῦ λόγου τοῦ Νόμου ἐξέκλινεν καὶ ἐνεκαλεῖτο ἐνώπιον τῶν Γραμματέων,
3. οὗτοι ἐτιμώρουν καὶ ἐδίωκον αὐτόν, ἤ ἀπέστελλον (αὐτὸν) πρὸς τὸν Καίσαρα.
4. Ἐπειδὴ δὲ κατὰ τὸν χρόνον τῶν δύο τούτων ἐπιτρόπων πολλοὶ βοηθοὶ (ὑπηρέται) τοῦ περὶ οὗ εἶπομεν θαυματοποιοῦ ἀνεφάνησαν καὶ ἐκήρυττον πρὸς τὸν λαὸν περὶ τοῦ Διδασκάλου αὐτῶν, ὅτι ζῇ, ἄν καὶ οὖτος εἶχεν ἀποθάνει, καὶ ὅτι «αὐτὸς θὰ ἀπελευθερώσῃ ὑμᾶς ἐκ τῆς δουλείας», πολλοὶ ἐκ τοῦ πληθους ἤκουον τὸ κήρυγμα αὐτῶν καὶ ἔδιδον προσοχὴν εἰς τὰς ἐντολὰς αὐτῶν – ὄχι διὰ τὴν φήμην αὐτῶν, διότι ἦσαν ἐκ τῶν πτωχῶν, τινὲς μὲν ὑποδηματοποιοί, ἄλλοι δὲ σκανδαλοποιοί (καὶ) ἄλλοι (κοινοί) ἐργάται.
5. Θαυμαστὰ ὅμως σημεῖα ἐτέλουν, ἀληθῶς πᾶν ὅ,τι ἐβούλοντο.
6. Ἀλλ’ ὅτε οἱ εὐγενεῖς οὗτοι ἐπίτροποι εἶδον τὴν ἀποπλάνησιν τοῦ λαοῦ, ἔλαβον ἀπόφαιν μετὰ τῶν Γραμματέων, ὅπως συλλάβωσιν (αὐτούς) [καὶ φονεύσωσιν αὐτούς], διότι τὸ μικρὸν, ὅταν τελειωθῇ εἰς τὸ μεγάλον.
7. Ἀλλ’ ἐφοβοῦντο καὶ ἔτρεμον πρὸ τῶν σημείων, λέγοντες· «οὐχὶ διὰ φαρμάκων τελοῦνται τοιαῦτα θαύματα· ἐὰν ὅμως δὲν προέρχωνται ἐκ τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ταχέως θὰ ἀποκαλυφθῶσι». Καὶ ἔδωκαν εἰς αὐτούς τὴν ἐξουσίαν νὰ πράττωσι κατὰ τὸ θέλημα αὐτῶν.
10. Ἀλλὰ μετὰ ταῦτα προκληθέντες ὑπ’ αὐτῶν ἀπέστειλαν ἐξ αὐτῶν ἄλλους μὲν πρὸς Καίσαρα, ἄλλους δὲ εἰς Ἀντιόχειαν πρὸς κρίσιν, ἄλλους δὲ είς μακρυνὰς νήσους.
11. Ὁ δὲ Κλαύδιος μετέθεσε τοὺς δύο έπιτρόπους ἀποστείλας τὸν Κουμάνον.”
Όπως τονίζει ο Αγουρίδης, οι στίχοι 1-3 έχουν σοβαρές ιστορικές ανακρίβειες και τονίζουν την συνεργασία των δύο Ρωμαίων επιτρόπων με τους νομοδιδάσκαλους όσο και τους αιρετικούς. Με την επίκληση των “καθαρῶν νόμων”, μιλάει για τον ορθόδοξο Ιουδαϊσμό, ενώ με την παρέκκλιση, για τους οπαδούς του θαυματοποιού που αναφέρει παρακάτω. Ενώ στους στίχους 4-5 ταυτίζει την διδασκαλία των μαθητών του θαυματοποιού με την απελευθέρωση του Ισραήλ από τους Ρωμαίους. Από την άλλη έχει την φράση του στίχου 5 ότι μπορούσαν να κάνουν ότι θέλουν, αλλά δεν φαίνεται και να μην ήθελαν την απελευθέρωση από τους Ρωμαίους, που προφανώς αδυνατούσαν.
Ο στίχος 6, όλοι θεωρούν ότι είναι ιουδαϊκής προέλευσης, αλλά μετά η λογική σειρά χάνεται και η σύλληψη των μαθητών δεν έχει καμία αιτιολογία. Ενώ αρχικά θαυμάζουν τα έργα τους, μετά άλλους απελαύνουν ή εξορίζουν σε μακρινές νήσους, κάτι που δεν έχει ξαναεμφανιστεί στον Ιώσηπο. Τους ταραξίες αν δεν τους σταύρωναν ή σκότωναν, τους εκτόπιζαν στην Ρώμη ή στον Καίσαρα για να δικαστούν.
Ο Αγουρίδης τονίζει ότι με την διασπορά αυτή προσπαθεί ο χριστιανός αντιγραφέας να δικαιολογήσει πως ο χριστιανισμός απευθύνθηκε “στα έθνη”. Αν και δεν θεωρεί την απέλαση χριστιανικό δάκτυλο, θεωρεί όλη την παραπάνω παρεμβολή ως χριστιανική, την ίδια που έδρασε και στο προηγούμενο περί του θαυματοποιού, που ίσως καλύπτει κατά τον Αγουρίδη πάντα την πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων ως ένα καθαρός ιουδαϊκό εθνικοπολιτικό κόμμα αντιρωμαϊκό και αντιφαρισαϊκό που προκάλεσε ανησυχίες.
[(20)] Ὰλλη μία προσθήκη υπάρχει στο 5.194 όπου όλη η φράση έχει αλλάξει ως:
“Ἑν αὐτῷ δὲ ἵσταντο στῆλαι ἴσαι καὶ ἐπ’ αύτῶν τίτλος ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς και ἑβραϊκοῖς γράμμασι, προσημαίνουσαι (τὸν) νόμον (τῆς) ἁγνεῖας [ἤτοι] οὐδεὶς ἀλλόφυλλος ἐπετρέπετο νὰ εἰσέλθῃ· διότι τοῦτο ἐκαλεῖτο (τὸ) ἱερόν, ἀναβατὸν διὰ δεκατεσσάρων βαθμίδων καὶ ᾠκοδομημένον εἰς τετράγωνον ἐν τῆ ἄνω περιοχῇ. Καὶ ἐπὶ τῶν τίτλων τούτων ἀνηρτήθη τέταρτος τίτλος τοῖς αὐτοῖς γράμμασιν ἀναγγέλων, ὅτι ὁ Ἰησοῦς (ὁ) βασιλεὺς δὲν ἐβασίλευσεν, άλλ’ έσταυρώθη ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, διότι ἐπροφήτευσε (την) καθαίρεσιν τῆς πόλεως καὶ (τὴν) ἐρήμωσιν τοῦ ναοῦ”.
Όπως τονίζει ο Αγουρίδης ο τέταρτος τίτλος είναι παρεμβολή για τους εξής λόγους:
Θα έπρεπε για να έχει συνάφεια να είναι σε άλλη θέση (στο “οὐδεὶς ἀλλόφυλλος ἐπετρέπετο νὰ εἰσέλθῃ·”).
Εδώ αναφέρεται το όνομα Ιησούς, ενώ μέχρι στιγμής αναφερόταν στον “θαυματοποιό”. Αν ήταν πραγματικό δεν θα αναφερόταν σκέτη η λέξη Ιησούς αλλά και κάτι άλλο όπως Ιησούς τέκτων εκ Ναζαρέτ, ή Ιησούς υιός Ιωσήφ ή κάτι παρόμοιο.
Στο σλαβονικό κείμενο προσθέτει και τα Εβραϊκά σαν γλώσσα των επιγραφών. Να σημειωθεί ότι μια από τις στήλες αυτές ανακαλύφθηκε το 1871 (M.Crermont-Ganneau) που βρίσκεται πλέον στην Κωνσταντινούπολη, και αναφέρει : “μηδένα ἀλλογενῆ εἰσπορεύεσθαι ἐντός τοῦ περὶ τὸ ἱερὸν τρυφάκτου καὶ περιβόλου. Ὅς δ’ ἄν ληφθῇ ἑαυτῷ αἴτιος ἔσται διὰ τὸ ἐξακολουθεῖν θάνατον”.
Αλλά και για άλλους λόγους που εκθέτει στις σελ. 77-78 και λέει ότι η “επιγραφή” αυτή παρήχθη από την επιγραφή του Ιησού στον σταυρό των Ευαγγελίων και την (ας πούμε) προφητεία του Ιησού περί της καταστροφής της πόλεως και του Ναού.
[(21)] Στο 5.214
“1. Τὸ καταπέτασμα τοῦτο ἦτο ἀκέραιον πρὸ τῆς γενεᾶς ταύτης, ὅτε ὁ λαὸς ἦτο εὐσεβής· τώρα ὅμως ἦτο ἀξιοθρήνητος ἡ θέα αὐτοῦ·
2. διότι ἐξαίφνης ἐσχίσθη ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω, ὅτε διὰ δώρων παρέδωκαν εἰς θάνατον τὸν εὐεργέτην τῶν ἀνθρώπων, ὅστις ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ δὲν ἦτο ἄνθρωπος.
3. Πολλὰ δὲ ἄλλα φοβερά σημεῖα θὰ ἠδύνατό τις νὰ διηγηθῇ, ἅτινα τότε συνέβαινον.
4. Διότι τινὲς ἔλεγον, ὅτι οὗτος, ἀφοῦ ἐθανατώθη καὶ ἐτέθι ἐν τῷ μνημείῳ, δὲν εὑρέθη.
5. Ἄλλοι μὲν διακηρύττουν, ὅτι οὗτος, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, ἄλλοι δὲ ὅτι ἐκλάπη ὑπὸ τῶν φίλων.
6. Ἐγὼ δὲ δὲν γνωρίζω τίνες ὀρθότερον ὁμιλοῦσι.
7. Διότι ὁ νεκρὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναστηθῇ ἐξ ἑαυτοῦ εἰ μὴ διὰ τῆς προσευχῆς ἄλλου τινὸς δικαίου, ἐκτὸς ἑὰν οὗτος εἶναι ἄγγελος ἤ ἄλλη τις τῶν οὐρανίων δυνάμεων ἠ αύτός ὁ Θεὸς φανῇ ὡς ἄνθρωπος καὶ ποιήσῃ κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ μετὰ τῶν ἀνθρώπων περιπατήσῃ καὶ ἀποθάνῃ καὶ ταφῇ καὶ ἀναστήσῃ ἑαυτὸν κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ.
8. Ἄλλοι δὲ ἔλεγον, ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κλέψωσιν αὐτόν, διότι ἔθεσαν φρουρὰν πέριξ τοῦ τάφου αὐτοῦ τριάκοντα Ρωμαίους καὶ χιλίους Ἰουδαίους.
9. Τοιαῦτα περὶ τοῦ καταπετάσματος τούτου διηγοῦνται. Άλλ’ ὑπάρχουσι καὶ (ἄλλαι ἐκδοχαὶ) ὡς πρὸς τὴν αἰτίαν τοῦ σχίσματος τούτου [τοῦ καταπετάσματος].”.
Και εδώ η παρεμβολή του χριστιανού αντιγραφέα είναι ξεκάθαρη παρά την προσπάθεια του στον στίχο 9 να υποδυθεί πάλι τον Ιώσηπο. Χρησιμοποιεί τον ευαγγελικό όρο “καταπέτασμα” αντί του “πέπλος” που χρησιμοποιεί ο Ιώσηπος, επαναλαμβάνει την δωροδοκία όπως στο [(12)], ενώ η φράση “ὅστις ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ δὲν ἦτο ἄνθρωπος” είναι γνωστή και από τις άλλες παρεμβολές.
Οι στίχοι 4-5, όπως και ο Αγουρίδης λέει (σελ. 79), προϋποθέτουν την ιστορία των Ευαγγελίων, ενώ στους 6-8 ο παρεμβολέας παραθέτει τις διαφορετικές απόψεις για το θέμα αυτό. Ο στίχος 6 είναι αδύνατον να ειπωθεί από τον Ιώσηπο, ως γνωστό Φαρισαίο, αλλά και όπως έλεγε ο Ωριγένης, “ο Ιώσηπος δεν επίστευσεν τον Ιησούν ως τον Μεσσίαν”. Ο στίχος 7 δείχνει τον δοκητικό και πατροπασχιτικό του τόνο “ἠ αύτός ὁ Θεὸς φανῇ...θέλημα αὐτοῦ”. Η προτίμηση του συγγραφέα–παρεβολέα περί αναστάσεως και η χριστιανική του ταυτότητα, τονίζεται στον στίχο 8, με την αναφορά περί του τεράστιου μεγέθους της φρουράς, που αποκλείει οτιδήποτε άλλο από την Ανάσταση.
[(22)] Τέλος, άλλη μια παρεμβολή (μεταφρασθείσα από την μετάφραση του Eisler, Cod. Kyr. Bjelos 64/1303) άξια μνείας, είναι στο 6.313 που αλλάχτηκε ως εξής:
“Καὶ εἴ τις εὖ ἐννοεῖ, τότε εὑρήσει Θεὸν προσημαίνοντα ἀνθρώπῳ καὶ παντὶ τρόπῳ προμηνύοντα γένει ἡμετέρῳ ὅ,τι πρὸς σωτηρίαν, (και) ἡμεῖς δὲ ἀνοία καὶ κακουργίᾳ αὐθαιρέτῳ ἀπολλυόμεθα. Θεὸς γὰρ σημεῖα ὀργῆς ἐμήνυσεν, ὥστε γνῶναι ἀνθρώπους θείαν ὀργήν καὶ παύσασθαι ἀπὸ σφετέρας κακίας καὶ διὰ τοῦτο κάμψαι Θεόν.
Οὔσης (δ’) ἐν Ἰουδαίοις προφητείας ὅτι τετραγώνῳ σχήματι ἐρημωθήσεται (ἡ) πόλις και (τὸ) ἱερὸν [τότε αὐτοὶ ἤρξαντο σταυροὺς ποιεῖν εἰς σταύρωσιν ὅ ἐστίν, ὡς ἔφαμεν τετρασχήματόν τι] καὶ μετὰ τὴν καθαίρεσιν (τῆς) Ἀντωνίας τὸ ἱερόν τετράγωνον ἐποίησαν. Εἰς (τὸν) πόλεμον ἐκίνησε κηρύγματα ἀμφίβολα ἐν ἁγίοις βίβλοις εὑρημένα λέγοντα ὡς κατ’ ἐκείνους καιρούς τις ἐξ ἰουδαϊκῆς γῆς ἔσται ἄρχων δι’ ὅλης (τῆς) οἱκουμένης. Περὶ τούτου διάφοροί εἰσιν ἑρμηνεῖαι· οἱ μὲν ἐνομισαν (τὸν) Ἡρώδην, οἱ δὲ τὸν σταυρωθέντα θαυματοποιόν, οἱ δε Βεσπασιανόν. Ἀλλὰ γὰρ οὐ δυνατὸν ἀνθρώπους (τὴν) κρίσιν διαφυγεῖν οὐδὲ καὶ προορωμένους. Ἰουδαῖοι μὲν τοι (τὰ) σημεῖα προνοοῦντες, ὡς δὲ ἤθελον τρέψαντες πρὸς ἡδονήν, τὰ ἄλλα δὲ ἐβλασφήμουν μέχρι (τὸ) ἀπολέσθαι καὶ ἑαυτούς καὶ τὴν πατρίδα. Ἠλέγχθησαν καὶ ᾐσχύνθησαν καὶ ἐφάνησαν ἄφρονες”
Ο Eisler θεωρεί αυτά που έβαλε σε αγκύλες χριστιανική παρεμβολή, αλλά τελικά και όλο το κείμενο όπως λέει ο Αγουρίδης είναι χριστιανική παρεμβολή παρόμοια με τις παρεμβολές [(12)], [(13)], [(20)] και [(21)]. (σ.84) αποδίδοντάς του παρεμβολέα, δύο ιδιότητες, την ικανότητα για προσποίηση και την τέλεια αδιαφορία για την συνάφεια: “Ἀναγνώσας οὗτος τὸ κείμενον τοῦ Πολέμου ᾐσθάνθη ἀπέχθειαν καὶ ἱερὰν ἀγανάκτησιν, ὅταν ἔφθασεν ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἰώσηπος ἑρμηνεύει τὴν προφητείαν περὶ του ἄρχοντος τῆς οἰκουμένης ὡς ἀναφερομένην εἰς τὸν Βεσπασιανόν... Ἦλθον ἀμέσως εἰς τὸν νοῦν του δύο κατ’ ἐξοχὴν μέρη τοῦ ἔργου, ἤτοι τα τμήματα [(2)] (αναφέρεται σε συζήτηση των Ιουδαίων αν ο Ηρώδης ήταν μεσσίας ή όχι) και [(12)], ὅπου λόγος γίνεται καὶ περὶ ἄλλων δύο ὑποψηφίων διὰ τὴν κοσμοκρατορίαν. Ἡ ἱστορική συνάφεια, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐτοποθέτησε τὰ τρία ὀνόματα, ἦτο εἰς αὐτὸν ἐντελῶς ἀδιάφορος· ὅ,τι τὸν ἐνδιέφερε ἦτο ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας ἐν τῇ οὐσίᾳ της. Τοῦτο καὶ ἔπραξε”.
Ο Αγουρίδης υποστηρίζει ότι στο σλαβονικό κείμενο έχει επέμβει κατά τι ένας Ιουδαίος αντιγραφέας ιδιόρρυθμος Φαρισαίος, αλλά οι βασικές αλλαγές που είδαμε είναι αποτέλεσμα χριστιανικού παρεμβολέα κατά πάσα πιθανότητα πατροπασχίτη που θέλησε να αλλάξει σημαντικά το τελικό συμπέρασμα του κειμένου. Επίσης σε υποσημείωση στην σελ. 80 αναφέρει θετικά την άποψη του K. Heussi (Kirchengesehichte) και άλλων ιστορικών, ότι τόσο στο σλαβονικό κείμενο του Ιουδαϊκού Πολέμου όπως και στην Αρχαιολογία, εκεί που υπάρχει η Φλάβια Ομολογία, υπήρχε αρχικά άλλο κείμενο, εχθρικό για τον Χριστιανισμό, που εμφάνιζε τον Ιησού ως γόητα, και τους μαθητές του ως ταραχοποιούς και μεταξύ των ετών 150-300 κ.ε. χριστιανοί επεξεργάστηκαν τα κείμενα για να γίνουν συμβατά με την χριστιανική οπτική. Και όπως προσθέτει επιπλέον πρέπει να θεωρήσουμε ότι ή ο Ιώσηπος μίλησε επαρκώς περί του Ιησού (θεωρώντας ότι ήταν ήσσονος σημασίας συμβάντα), ή ότι έγραψε μεν ικανά περί του Ιησού, αλλά η μαρτυρία του εξαλείφθηκε γιατί δεν ανταποκρινόταν στις χριστιανικές απόψεις (σελ. 88).
Στο τρίτο κεφάλαιο της διδακτορικής του διατριβής ο Αγουρίδης, αντικρούει ξεκάθαρα την θεωρία ότι οι σλαβονικές παρεμβολές είναι οι πρωτότυπες του ίδιου του Ιώσηπου, όπως και τα περί Ιησού στην Αρχαιολογία (σ. 88-9):
“Στην Αρχαιολογία, οι μαρτυρίες διακρίνονται για την περιεκτικότητα και συντομία της φράσεως, και την έλλειψη ειλικρίνειας εις τον παρόντα τόνο του κειμένου. Ο συγγραφέας ήταν λόγιος (σε παραπομπή αναφέρει την μεγάλη πιθανότητα να είναι ο Ευσέβιος) και όπως λέγει και ο Harnack κάθε τίμιο πνεύμα διαπιστώνει ότι τα κείμενα αυτά δεν εκφράζουν το βάθος της σκέψεως του συγγραφέα. Αντίθετα οι σλαβονικές προσθήκες χαρακτηρίζονται από το είδος της απλότητας της ευαγγελικής ιστορίας στα κανονικά και τα απόκρυβα Ευαγγέλια. Η χριστιανική επεξεργασία τους φέρνει και αυτή εντελώς λαϊκό χρώμα. Περιττόν να σημειωθεί ότι ο εθνικοπολιτικός μεσσιανισμός των σλαυονικών τεμαχίων απουσιάζει εκ των μαρτυριών της Αρχαιολογίας”.
Ο Ιώσηπος ανήκε στην ιουδαϊκή αριστοκρατία της εποχής, δια την οποία η εθνική αποκλειστικότης σήμαινε επαρχιώτικη οπισθοδρομικότητα. Τα έργα του όταν μιλούν περί της μεσσιανικής κινήσεως, νοθεύουν συγχρόνως το νόημά της και την εμφανίζουν κάτω από το ελληνορωμαϊκό πρίσμα, είτε σαν τον μανδύα συγκάλυψης πολιτικών σκοπών λίγων ηγετών, είτε ως εξωφρενική δεισιδαιμονία φαντασιόπληκτων εκκολαπτόμενων μεσσιών. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να είναι ο συντάκτης των προσθηκών αυτών, που από αρχής ως τέλους διαπνέονται από την εθνικοπολιτική ελπίδα του Ισραήλ (σελ. 90-92).
Με την παρουσίαση των “αναφορών” στο έργο του Ιώσηπου, αρχίζει να φαίνεται ξεκάθαρα πόσο αδύναμος και ανύπαρκτος ιστορικά είναι ο Ιησούς των Ευαγγελίων στα κείμενα του 1ου αι, που σε συνδυασμό με τις ανακαλύψεις των κειμένων της σέκτας του Κουμράν που έχουν την ίδια διδασκαλία, τις αντιφάσεις ή τα λάθη των Ευαγγελίων, αλλά και την διαφορετική γνώμη από τα Ευαγγέλια που εκφράζουν οι πρώτοι χριστιανοί, να καταλάβατε γιατί όλο και περισσότερο, θεωρείται η “ιστορία” του προϊόν μυθικής διεργασίας.
Το ενδιαφέρον όμως συμπέρασμα όλης αυτής της ιστορίας, είναι η συνεχής απόδειξη, για όποιον ασχολείται με τις απαρχές αυτής της θρησκείας, της ευκολίας και του μεγέθους της παραχάραξης που οι χριστιανοί αντιγραφείς, έκαναν πάρα πολύ εύκολα σε ότι δεν τους ικανοποιούσε, άλλωστε το ίδιο κατηγορούσε ότι έκανε ο ένας τον άλλο μεταξύ τους με τις διάφορες αιρέσεις, για να μοιάζει τελικά το κάθε παλαιότερο κείμενο με το αφήγημά τους, δηλαδή ότι ο σκοπός τους αγιάζει τα μέσα, ή έβαζαν το όνομα ενός γνωστού προφήτη ή μαθητή σας συγγραφέα για να περάσουν τις ιδέες τους.
Είναι εξωφρενική η κατανόηση του πλήθους των συμβάντων που έγιναν να διορθώσουν ή να διαστρεβλώσουν την Αλήθεια όπως αυτή νομίζουν, ή να καταστρέψουν και να εξαφανίσουν κάθε αντίθετη άποψη που φθάνει στα όρια συνωμοσίας, γιατί την ήξεραν την Αλήθεια υποτίθεται καλύτερα· δηλαδή τελικά να διαδίδουν ψέματα για να πείσουν για την δική τους “αλήθεια” και τώρα να έρχονται και να μας λένε ότι είναι η θρησκεία της Αγάπης και της Αλήθειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου