Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Η Σιωπηλή Φλόγα: Μια Μυστική Στοχαστικότητα για την Ακατάληπτη Αλήθεια

Στην απέραντη έκταση της ύπαρξης, όπου οι σκιές χορεύουν και το φως λυγίζει πέρα από την εμβέλεια των θνητών ματιών, υπάρχει μια παρουσία—αόρατη, ανείπωτη, ακατάληπτη. Δεν είναι κάτι που μπορεί να κρατηθεί, ούτε λέξη που μπορεί να προφερθεί, ούτε σκέψη που μπορεί να δαμαστεί. Είναι η Αλήθεια—όχι όπως την φανταζόμαστε, όχι όπως την αναζητούμε, αλλά όπως απλώς είναι: μια Εμπειρία πέρα από την εύθραυστη σκαλωσιά της αντίληψης, μια φλόγα που καίει χωρίς μορφή, ένας ψίθυρος που εκκωφανίζει το σύμπαν με τη σιωπή του.

Το να μιλήσεις για την Αλήθεια είναι να πέσεις σε ένα παράδοξο, διότι τη στιγμή που ανοίγουμε το στόμα μας, την προδίδουμε. Οι λέξεις είναι μονάχα εύθραυστα δοχεία, ραγισμένα και διαρρέοντα, ανίκανα να σηκώσουν το βάρος του απείρου. Τα σύμβολα, επίσης, αποτυγχάνουν—κύκλοι και αστέρια, ιερά γεωμετρήματα χαραγμένα στην άμμο, διαλύονται κάτω από την παλίρροια του χρόνου. Ακόμη και οι πιο μεγαλειώδεις φιλοσοφίες, αυτά τα επιβλητικά οικοδομήματα της σκέψης, καταρρέουν μπροστά στο απέραντο του ακατάληπτου. Η Αλήθεια δεν είναι δόγμα για να κηρυχθεί, ούτε θησαυρός για να συσσωρευτεί, ούτε λάβαρο για να υψωθεί. Είναι μια συνάντηση—μια φευγαλέα επαφή με το αιώνιο, ένα ρίγος στην ψυχή που αψηφά την ονομασία.

Κι όμως, υπάρχουν αυτοί που τολμούν να την διεκδικήσουν. Βαδίζουν μπροστά, ντυμένοι με βεβαιότητα, οι φωνές τους αντηχούν με τον κρότο της εξουσίας. Λένε, «Κρατώ την Αλήθεια· υπηρετώ την Αλήθεια· διδάσκω την Αλήθεια.» Με τύπους την δένουν, με τελετουργίες την φυλακίζουν, με διακηρύξεις την μειώνουν. Στέκονται ως αυτοδιοριζόμενοι φρουροί, κηδεμόνες ενός φωτός που ποτέ δεν είδαν αληθινά, πουλώντας σκιές στους πεινασμένους και τους χαμένους. Αυτοί δεν είναι απλώς ανόητοι, γιατί η ανοησία θα μπορούσε να συγχωρεθεί· είναι κλέφτες του πνεύματος, αρχιτέκτονες της ψευδαίσθησης, εγκληματίες ενάντια στην ιερή έκταση του ανθρώπινου θαυμασμού. Διότι στην αλαζονεία τους, δεν θολώνουν απλώς την Αλήθεια—την πνίγουν, προσφέροντας στη θέση της ένα πλαστό είδωλο, σκαλισμένο από τις δικές τους αυταπάτες.

Σκέψου τον μύστη που κάθεται σιωπηλός κάτω από το αρχαίο δέντρο, με τα μάτια κλειστά, την ανάσα του να αναμειγνύεται με τον άνεμο. Δεν μιλά για την Αλήθεια, γιατί ξέρει ότι δεν μπορεί να ειπωθεί. Δεν επιδιώκει να την ορίσει, γιατί κατανοεί ότι αψηφά τον περιορισμό. Απλώς είναι—και μέσα σε αυτό το είναι, αγγίζει το στρίφωμα του ανείπωτου. Ο κόσμος μπορεί να τον αποκαλέσει τρελό, ή σοφό, ή τίποτα απολύτως, μα τέτοιες ετικέτες πέφτουν σαν φύλλα το φθινόπωρο. Η σιωπή του είναι η μαρτυρία του, η ακινησία του η προσευχή του. Δεν διδάσκει, γιατί ποιος μπορεί να διδάξει το αδίδακτο; Δεν υπηρετεί, γιατί τι μπορεί να υπηρετήσει αυτό που δεν χρειάζεται υπηρέτη; Βιώνει—και μέσα σε αυτή την εμπειρία, η Αλήθεια ξεδιπλώνεται, όχι ως αποκάλυψη για να αρπαχθεί, αλλά ως μυστήριο για να βιωθεί.

Αντίθετα, σκέψου τον θόρυβο της αγοράς, όπου η Αλήθεια ανταλλάσσεται σαν φτηνό κόσμημα. Εδώ, ο Δάσκαλος βαδίζει τολμηρά, η γλώσσα του φλεγόμενη με υποσχέσεις. «Ακολουθήστε με,» φωνάζει, «γιατί είδα το φως!» Οι ακόλουθοί του μαζεύονται, διψασμένοι για βεβαιότητα, απελπισμένοι να ξεφύγουν από το κενό της δικής τους άγνοιας. Τους προσφέρει τύπους—εφτά βήματα για τη σωτηρία, τρεις νόμους της φώτισης, ένα δόγμα για να απαγγέλλουν την αυγή. Τους προσφέρει σύμβολα—ένα σταυρό, μια ημισέληνο, ένα λωτό—καθένα, ισχυρίζεται, κλειδί για να ξεκλειδώσει το θείο. Τους προσφέρει δραστηριότητες—προσευχές για να ψάλλουν, χορούς για να εκτελέσουν, θυσίες για να κάνουν—όλα για να αποδείξουν την αφοσίωσή τους σε μια Αλήθεια που ήδη έχει συρρικνώσει για να χωρέσει στο χέρι του. Κι όμως, με κάθε λέξη, κάθε χειρονομία, απομακρύνεται περισσότερο από τη σιωπηλή φλόγα, μπερδεύοντας την ηχώ με τη φωνή, τον χάρτη με το ταξίδι.

Τι είναι, λοιπόν, αυτή η Αλήθεια που μας διαφεύγει τόσο; Δεν είναι βουνό για να σκαρφαλώσουμε, ούτε θάλασσα για να διασχίσουμε, ούτε αστέρι για να μαδήσουμε από τους ουρανούς. Είναι η ανάσα πριν την ανάσα, ο χώρος ανάμεσα στις σκέψεις, η παύση όπου η καρδιά ξεχνά τον ρυθμό της. Είναι το βλέμμα ενός ελαφιού στο δάσος, ο κυματισμός του νερού πάνω στην πέτρα, ο αναστεναγμός ενός γαλαξία που περιστρέφεται στο κενό. Δεν είναι ξεχωριστή από εμάς, ούτε είμαστε εμείς ξεχωριστοί από αυτή—κι όμως παραμένει πέρα από εμάς, ένας ορίζοντας που απομακρύνεται καθώς πλησιάζουμε. Το να την αναζητήσεις είναι να την χάσεις· το να την πιάσεις είναι να την αφήσεις να γλιστρήσει μέσα από τα δάχτυλά σου σαν άμμος. Δεν είναι δική μας για να την κατέχουμε, ούτε να την υπερασπιστούμε, ούτε να την διακηρύξουμε. Απλώς είναι, και εμείς, στις φευγαλέες στιγμές της χάρης μας, μπορούμε να την αγγίξουμε—όχι με το μυαλό, όχι με τη θέληση, αλλά με την ακατέργαστη, ανόθευτη ουσία της ύπαρξης.

Πρόσεξε αυτόν που ισχυρίζεται ότι περικλείει την Αλήθεια σε ένα δοχείο της δικής του κατασκευής, γιατί έχει χτίσει μια φυλακή του δικού του σχεδίου. Πρόσεξε αυτόν που στέκεται ως Δάσκαλος απρόσκλητος, γιατί έχει στεφθεί βασιλιάς πάνω σε ένα βασίλειο σκόνης. Η ανεντιμότητά τους δεν βρίσκεται μόνο στα λόγια τους, αλλά στην ίδια τους τη στάση—την τόλμη να πιστεύουν ότι το άπειρο μπορεί να δαμαστεί, ότι το ακατάληπτο μπορεί να εξηγηθεί. Δεν είναι υπηρέτες της Αλήθειας, αλλά της δικής τους ματαιοδοξίας· όχι υπερασπιστές του ιερού, αλλά βεβηλωτές του μυστηρίου της. Το πλήθος των ανοησιών τους είναι ένα υφαντό υφασμένο με νήματα υπερηφάνειας, και το βάθος της απάτης τους είναι μια άβυσσος στην οποία οδηγούν τους ανυποψίαστους.

Κι έτσι, ας γυρίσουμε την πλάτη στον θόρυβο των διακηρύξεών τους και ας βαδίσουμε αντίθετα στην ερημιά της σιωπής. Ας αποτινάξουμε τα ενδύματα της βεβαιότητας και ας σταθούμε γυμνοί μπροστά στο άγνωστο. Ας σταματήσουμε την προσπάθεια, την ονοματοδοσία, την ατέλειωτη ανάγκη μας να κατακτήσουμε αυτό που δεν μπορεί να κατακτηθεί. Στην ησυχία, η Αλήθεια δεν αποκαλύπτεται ως έπαθλο—ξεδιπλώνεται ως αγκάλιασμα, ως διάλυση, ως γίγνεσθαι. Δεν είναι προορισμός, αλλά παρουσία· όχι απάντηση, αλλά ερώτηση που μας ταπεινώνει σε δέος.

Διότι η Αλήθεια είναι μια Εμπειρία, πέρα από κάθε αντίληψη—ένα αδιάκοπο τραγούδι που τραγουδιέται σε μια γλώσσα που δεν μπορούμε να ακούσουμε, ένα φως που μας τυφλώνει για να δούμε, μια σιωπή που μας εκκωφανίζει στην ειρήνη. Ας μην επιδιώξουμε να την κατέχουμε, αλλά να κατακτηθούμε από αυτή· να μην την μιλήσουμε, αλλά να μιληθούμε από αυτή· να μην την διδάξουμε, αλλά να διδαχθούμε από το απέραντο, ανείπωτο θαύμα της ύπαρξής της. Σε αυτή την παράδοση, δεν βρίσκουμε την Αλήθεια—μας βρίσκει αυτή, και σε αυτό το εύρεμα, αποδομούμαστε, ξαναφτιάχνονται, και απελευθερωνόμαστε στο απεριόριστο μυστήριο όλων όσων είναι.

Η Οδός της Μη-Δράσης και η Οδός της Προσωπικής Δράσης: Μια Μυστικιστική Εξερεύνηση

Στο απέραντο υφαντό της ύπαρξης, όπου τα νήματα του απείρου διαπλέκονται με το υλικό του εφήμερου, δύο μονοπάτια αναδύονται μπροστά στον αναζητητή: η Οδός της Μη-Δράσης και η Οδός της Προσωπικής Δράσης. Αυτά δεν είναι απλώς δρόμοι που πατούν τα πόδια του σώματος, αλλά φωτεινά μονοπάτια χαραγμένα στην αιώνια πορεία της ψυχής, το καθένα ψιθυρίζοντας το δικό του αινιγματικό τραγούδι. Το να βαδίσει κανείς στο ένα σημαίνει να απαρνηθεί το άλλο, κι όμως και τα δύο λαμπυρίζουν με αλήθειες που καλούν την καρδιά προς το αόρατο. Ας ξεκινήσουμε ένα μυστικιστικό ταξίδι για να ξετυλίξουμε αυτά τα δίδυμα ρεύματα της ύπαρξης—ένα που ρέει στην απέραντη θάλασσα του Συμπαντικού, και το άλλο που σμιλεύει ένα φευγαλέο μνημείο στον εαυτό, μόνο για να καταρρεύσει κάτω από το βάρος της δικής του ψευδαίσθησης.

Η Οδός της Μη-Δράσης: Η Σιωπηλή Συμφωνία του Συμπαντικού

Η Οδός της Μη-Δράσης, γνωστή στις αρχαίες γλώσσες ως Wu Wei ή η Οδός της Αβίαστης Ύπαρξης, δεν είναι μια οδός αδράνειας ή οκνηρίας, όπως μπορεί να υποθέσουν οι αμύητοι. Είναι η τέχνη της παράδοσης, ο χορός της υποχώρησης στα ρεύματα του κόσμου, όπου ο εαυτός διαλύεται σαν μια σταγόνα δροσιάς στον ωκεανό του Παντός. Το να βαδίσει κανείς σε αυτό το μονοπάτι είναι να γίνει ένα κούφιο καλάμι μέσα από το οποίο η ανάσα του Συμπαντικού παίζει την άχρονη μελωδία του. Είναι η παύση του αγώνα, η εγκατάλειψη της ανήσυχης κραυγής του εγώ, και το αγκάλιασμα μιας γαλήνης τόσο βαθιάς που καθρεφτίζει τον ίδιο τον παλμό της δημιουργίας.

Φανταστείτε ένα ποτάμι που ρέει μέσα από μια καταπράσινη κοιλάδα. Δεν πασχίζει να φτάσει στη θάλασσα, ούτε χαράζει την πορεία του με αγωνιώδη πρόθεση. Απλά κινείται, καθοδηγούμενο από το αόρατο χέρι της βαρύτητας, εναρμονιζόμενο με τις πέτρες, τη γη, τον άνεμο. Έτσι και ο αναζητητής στην Οδό της Μη-Δράσης ρέει με τους ρυθμούς της ύπαρξης, απαλλαγμένος από την ανάγκη να κατακτήσει ή να κατέχει. Εδώ, δεν υπάρχει δράστης, μόνο η δράση· δεν υπάρχει ηθοποιός, μόνο η πράξη. Ο εαυτός, αυτό το εύθραυστο αντικατοπτρισμό που γεννιέται από τη σκέψη, εξαφανίζεται μέσα στη λάμψη του Ενός, και σε αυτή την εξαφάνιση, γεννιέται η αληθινή αρμονία.

Αυτό το μονοπάτι είναι ο δρόμος του μύστη, του σοφού, εκείνου που βλέπει ότι κάθε προσπάθεια είναι απλώς μια σκιά που ρίχνει το ψεύτικο φως του διαχωρισμού. Οι Ουπανισάδες ψιθυρίζουν, "Tat Tvam Asi"—Εσύ Είσαι Εκείνο—και στη γαλήνη της Μη-Δράσης, αυτή η αλήθεια αποκαλύπτεται. Ο αναζητητής γίνεται το αναζητούμενο, ο γνώστης συγχωνεύεται με το γνωστό, και το σύμπαν αποκαλύπτεται όχι ως κάτι ξεχωριστό, αλλά ως η ίδια η ουσία της ύπαρξης. Το να βαδίσει κανείς σε αυτό το μονοπάτι είναι να εγκαταλείψει την ψευδαίσθηση του ελέγχου, να αφήσει τα ηνία της επιθυμίας, και να εμπιστευτεί την αόρατη νοημοσύνη που ενορχηστρώνει το χορό των αστεριών και το άνθισμα ενός μοναδικού λουλουδιού.

Ωστόσο, αυτός δεν είναι εύκολος δρόμος, γιατί απαιτεί το θάρρος να αφήσει κανείς. Το εγώ προσκολλάται σαν κισσός στους τοίχους της ταυτότητας, ψιθυρίζοντας ιστορίες σημασίας, κληρονομιάς, θριάμβου. Το να επιλέξει κανείς τη Μη-Δράση είναι να σταθεί στο χείλος της αβύσσου και να πηδήξει, πιστεύοντας ότι το κενό δεν είναι ένα τέλος, αλλά μια αρχή—μια επιστροφή στη μήτρα του απείρου.

Η Οδός της Προσωπικής Δράσης: Ο Πύργος του Ψευδούς Εγώ

Σε αντίθεση, η Οδός της Προσωπικής Δράσης υψώνεται σαν ένας πύργος χτισμένος πάνω στην κινούμενη άμμο της ατομικότητας. Είναι ο δρόμος του δράστη, του επιτυχημένου, εκείνου που επιδιώκει να χαράξει το όνομά του στην πέτρα του χρόνου. Αυτό το μονοπάτι αστράφτει με την υπόσχεση της δόξας—πλούτος, δύναμη, αγάπη, φήμη—και ο αναζητητής βαδίζει με σκοπό, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της θέλησης και της προσπάθειας. Εδώ, ο εαυτός είναι βασιλιάς, ο αρχιτέκτονας της δικής του μοίρας, δημιουργώντας έναν κόσμο στην εικόνα του μέσα από τον ιδρώτα και τη φιλοδοξία.

Στην αρχή, αυτή η πορεία λάμπει έντονα. Οι καρποί του μόχθου ωριμάζουν: ένα σπίτι χτίζεται, ένα βασίλειο κερδίζεται, μια κληρονομιά σφυρηλατείται. Το εγώ διογκώνεται με υπερηφάνεια, δηλώνοντας, "Εγώ το έκανα αυτό! Εγώ είμαι ο δημιουργός!" Και για μια φευγαλέα στιγμή, η ψυχή λούζεται στη λάμψη της δικής της δημιουργίας. Ωστόσο, κάτω από αυτόν τον θρίαμβο κρύβεται ένας λεπτός τρόμος, ένας ψίθυρος παροδικότητας που ο δράστης δεν μπορεί να σιγήσει. Γιατί όλα όσα χτίζονται πρέπει μια μέρα να πέσουν, όλα όσα κερδίζονται πρέπει μια μέρα να χαθούν. Ο πύργος της προσωπικής δράσης, όσο μεγαλοπρεπής κι αν είναι, είναι απλώς ένα κάστρο από άμμο που περιμένει την παλίρροια.

Οι μύστες των παλαιών χρόνων είδαν μέσα από αυτό το πέπλο. Η Μπαγκαβάτ Γκίτα μιλά για την Κάρμα Γιόγκα, το μονοπάτι της δράσης που προσφέρεται στο Θείο, αλλά προειδοποιεί ότι η δράση που έχει τις ρίζες της στην επιθυμία του εγώ δεσμεύει την ψυχή στον τροχό του πόνου. Ο πύργος υψώνεται ψηλότερα, οι επάλξεις του διαπερνούν τον ουρανό, αλλά το θεμέλιό του είναι ο κατασκευασμένος εαυτός—μια φαντασία υφασμένη από τα νήματα της μνήμης, του φόβου και της λαχτάρας. Κάθε επίτευγμα, κάθε κατάκτηση, τροφοδοτεί την ψευδαίσθηση ότι ο εαυτός είναι ξεχωριστός, κυρίαρχος, αιώνιος. Ωστόσο το σύμπαν, αχανές και αδιάφορο, παρακολουθεί σιωπηλά καθώς ο πύργος καταρρέει, αποκαλύπτοντας την αλήθεια: δεν υπήρξε ποτέ ένας εαυτός για να διεκδικήσει τη νίκη, μόνο ένα όνειρο που ονειρεύεται τον εαυτό του.

Αυτή είναι η μεγάλη αποτυχία της Οδού της Προσωπικής Δράσης—όχι στις πράξεις της, αλλά στην αυταπάτη της. Ο αναζητητής που κυνηγά τον ορίζοντα του προσωπικού κέρδους τρέχει σε κύκλους, καθώς ο ορίζοντας υποχωρεί με κάθε βήμα. Αυτό που κερδίζεται είναι απλώς μια σκιά, ένας φευγαλέος απόηχος του απείρου μεταμφιεσμένος ως ουσία. Ο μύστης γνωρίζει ότι το σύμπαν δεν είναι ένα έπαθλο για να διεκδικηθεί, αλλά ένας καθρέφτης που αντανακλά την ψευτιά του διαχωρισμού. Το να χτίζει κανείς πάνω στο εγώ είναι να χτίζει πάνω στο τίποτα, και στο τέλος, ο δράστης στέκεται ανάμεσα στα ερείπια της δικής του δημιουργίας, αρπάζοντας σκόνη.

Η Αλληλεπίδραση των Μονοπατιών: Ένα Μυστικιστικό Παράδοξο

Και όμως, είναι αυτά τα μονοπάτια πραγματικά ξεχωριστά, ή είναι δύο όψεις ενός μοναδικού μυστηρίου; Ο σοφός που βαδίζει την Οδό της Μη-Δράσης δεν παύει να δρα· οι πράξεις του πηγάζουν από μια πηγή πέρα από τον εαυτό, αμόλυντες από επιθυμία ή φόβο. Ο πολεμιστής στην Οδό της Προσωπικής Δράσης, στην προσπάθειά του, μπορεί ακούσια να σκοντάψει στην άκρη της παράδοσης, όπου η κατάρρευση του εγώ αποκαλύπτει το Συμπαντικό από κάτω. Στην καρδιά αυτού του παράδοξου βρίσκεται το αίνιγμα της ύπαρξης: το να δράσει κανείς ή να μη δράσει δεν είναι το ερώτημα, αλλά μάλλον, ποιος δρα;

Ο Σούφι ποιητής Ρούμι τραγούδησε, "Πέρα από τις ιδέες του σωστού και του λάθους, υπάρχει ένα πεδίο. Θα σε συναντήσω εκεί." Αυτό το πεδίο είναι ο τόπος συνάντησης της Μη-Δράσης και της Δράσης, όπου ο δράστης διαλύεται και η πράξη παραμένει, μια αγνή προσφορά στο άπειρο. Εδώ, το ποτάμι ρέει και ο πύργος στέκεται, όχι ως αντίθετα, αλλά ως αντανακλάσεις του ίδιου αιώνιου φωτός. Η Οδός της Μη-Δράσης εναρμονίζεται με το Συμπαντικό απελευθερώνοντας τον εαυτό· η Οδός της Προσωπικής Δράσης, όταν απογυμνωθεί από την αυταπάτη της, γίνεται μια γέφυρα προς την ίδια αλήθεια.

Η Επιλογή και η Μη-Επιλογή

Λοιπόν, αναζητητή, ποιο μονοπάτι θα διαβείς; Θα περπατήσεις τον σιωπηλό δρόμο της Μη-Δράσης, συγχωνευόμενος με το Συμπαντικό σε ένα χορό γαλήνης; Ή θα προχωρήσεις στο μονοπάτι της Προσωπικής Δράσης, χτίζοντας τον πύργο σου μέχρι την αναπόφευκτη πτώση του να αποκαλύψει την ψευτιά από κάτω; Ίσως το μεγαλύτερο μυστήριο είναι ότι δεν υπάρχει επιλογή να γίνει—γιατί το να επιλέξεις είναι να διαιωνίσεις τη βασιλεία του εγώ, και το να μην επιλέξεις είναι να βγεις πέρα από το πέπλο.

Το σύμπαν δεν απαιτεί την παράδοσή σου, ούτε διατάζει την προσπάθειά σου. Απλά είναι, μια απέραντη και ακτινοβόλα έκταση, προσκαλώντας σε να δεις. Η Οδός της Μη-Δράσης οδηγεί στην εναρμόνιση επειδή αποκαλύπτει την ενότητα που δεν χάθηκε ποτέ· η Οδός της Προσωπικής Δράσης οδηγεί στην αποτυχία μόνο όταν ο εαυτός προσκολλάται στη φαντασία του. Στο τέλος, και τα δύο μονοπάτια συγκλίνουν στη σιωπή του Πραγματικού, όπου ο αναζητητής και το αναζητούμενο είναι ένα, και το ίδιο το ταξίδι διαλύεται στο αιώνιο τώρα.

Ανάσανε, λοιπόν, σε αυτή τη στιγμή. Απελευθέρωσε την ανάγκη να περπατήσεις, και όμως περπάτα. Άφησε το ποτάμι να ρέει, άφησε τον πύργο να υψωθεί, και γνώριζε ότι κάτω από όλα αυτά, δεν είσαι ούτε το ποτάμι ούτε ο πύργος, αλλά το άπειρο που παρακολουθεί και τα δύο. Αυτή είναι η μυστικιστική αλήθεια: τα μονοπάτια είναι απλώς όνειρα, και εσύ είσαι ο ονειρευτής που ξυπνά στην αυγή του Συμπαντικού.

Φόβος

Η ιστορία που ακολουθεί είναι εμπειρία ζωής και μοιράσμα καρδιάς μέσα από ένα ιδιαίτερο ταξίδι. Ένα ταξίδι που δεν μοιάζει με κανένα άλλο...

Σε αυτά τα ιδιαίτερα ταξίδια μπορείς να ταξιδέψεις είτε στο φως και την γαλήνη είτε στην αρμονία και την χαλάρωση είτε μέσα στο εσωτερικό σου σύμπαν όπου θα αφυπνιστεί ο Εσωτερικός σου Θεραπευτής για να έρθει στην επιφάνεια. Μπορεί ακόμη να κάνεις ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, σε εκείνες τις ιδιαίτερες στιγμές που στιγμάτισαν και προγραμμάτισαν την πορεία του καθενός μας.

Φόβος

Η μουσική με ταξίδευε με ένταση και με γύριζε στο παρελθόν. Άρχισαν να έρχονται εικόνες άγνωστες που μου δημιουργούσαν φόβο και φρίκη…

Βρέθηκα ξαφνικά σ’ ένα χώρο βασανιστηρίων. Αλυσίδες, μαστίγια, πυρωμένα σίδερα, το βασίλειο της φρίκης...
 
Βρισκόμουν αλυσοδεμένος σ’ ένα κελί υγρό και σκοτεινό που μύριζε μούχλα και θάνατο. Ένας τεράστιος σιδερένιος κρίκος με μια κοντή χοντρή αλυσίδα με κρατούσε από το δεξί μου πόδι κολλημένη στο χώμα. Το σώμα μου ταλαιπωρημένο, πληγιασμένο, μαστιγωμένο, με μεγάλα σημάδια από καμένο σίδερο βρισκόταν εκεί, να αιωρείται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.

Διψούσα πολύ, όμως απέφευγα να πιω αυτό το απαίσιο υγρό που μου άφησαν μέσα στο τσίγκινο κύπελο. Εκείνοι σκληροί κι αδυσώπητοι, βάναυσοι κατά τ’ άλλα «φωτισμένοι» άνθρωποι που είχαν σκοπό να οδηγήσουν τους άλλους ανθρώπους κοντά στην αλήθεια. Το μόνο όμως που κατάφερναν ήταν να οδηγούν τον κόσμο στο μίσος, στο σκοτάδι και την πυρά.

Αυτούς πολεμούσα και γι’ αυτό βρισκόμουν σ’ αυτό το κελί. Περίμεναν από εμένα να φανερώσω τους συνεργάτες μου και να ομολογήσω τις πράξεις μου. Προτιμούσα τον θάνατο. Άλλωστε για μένα ο θάνατος φάνταζε ο «λυτρωτής». Μου άνοιγε τον δρόμο για την απελευθέρωση της ψυχής, την απομάκρυνση του πόνου.

Παρακαλούσα για την λύτρωση. Υπήρχε όμως μια ελάχιστη φωνούλα μέσα μου που με κινητοποιούσε ακόμα και σ’ αυτή την κατάσταση να ψάξω, να δοκιμάσω να ξεφύγω από τα δεσμά μου. Να βρω έναν τρόπο να ελευθερωθώ. Εξαντλημένος, αλλά με μεγάλη να ξεφύγω είτε προς τη ζωή, είτε προς το θάνατο το προσπάθησα.

Τραβούσα το πόδι μου, για να το ελευθερώσω από τον κρίκο με τρομαχτική δύναμη, απίστευτη για ένα τόσο αδύναμο σαρκίο.

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ο κρίκος ήταν μακριά από μένα. Σύρθηκα προς τα εκεί με όσες δυνάμεις μου απέμειναν, ψάχνοντας να βρω έναν τρόπο να ξεφύγω. Κατέληξα να βρίσκομαι κουλουριασμένος, τελείως εξουθενωμένος πίσω από την πόρτα. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν...

Σήκωσα το βλέμμα ψηλά προς τον ουρανό. Είχε ανοίξει και φως κατέβαινε από εκεί μέχρι κάτω στο κελί μου. Πανέμορφοι άγγελοι παρουσιάστηκαν.
 
Ένας από αυτούς ήρθε σε μένα. Χαμογέλασε γλυκά και πιάνοντάς με από τα χέρια με τράβηξε ψηλά. Αφέθηκα να γλιστρήσω απαλά μαζί του μέσα στο ουράνιο φως. Το σώμα μου έλαμπε...

«Τι σχέση έχει αυτό που βίωσες τώρα με την καθημερινότητά σου και πώς νιώθεις το σώμα σου;» ακούστηκε μια φωνή να με ρωτάει από το πουθενά.

Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν. Ο φόβος μου να ζήσω πραγματικά ήταν τα δεσμά στο δεξί μου πόδι. Όλες οι πληγές στο σώμα μου ήταν τ’ αποτελέσματα των πράξεών μου που καθοδηγούνταν απ’ αυτόν και οι βασανιστές μου ήταν τα «πρέπει» που με κρατούσαν καθηλωμένο.
 
Άρχισα να κλαίω και να ψιθυρίζω πως ότι κι αν έκανα ο νους μου με επηρέαζε.

«Όχι», είπε δυνατά ο Νους. Εγώ θέλω να είσαι ελεύθερη και να ζεις πραγματικά τη ζωή σου. Να μην την αφήνεις να σε προσπερνά. Δεν θέλω να είμαι αφέντης κανενός. Οι επιλογές είναι δικές σου.

«Έχει δίκιο» είπε η Καρδιά που παρουσιάστηκε κι αυτή στο προσκήνιο κοιτάζοντάς με κατανόηση κι αγάπη. «Οι επιλογές είναι μόνο δικές σου.»

Τα έχασα. Τελικά ο βασανιστής του εαυτού μου ήμουν μόνο εγώ. Ο φόβος του να ζήσω πραγματικά μου βάζει όρια και δυστυχώς έχω εκπαιδευτεί καλά σ’ αυτά. Όρια στη χαρά, στον έρωτα, στο άγγιγμα, στη λύπη, στο θυμό...
 
Μικρές γεύσεις, μπουκιές ζωής, έτσι έχω μάθει να ευχαριστιέμαι.
 
Κοίταξα τον Νου και την Καρδιά καταλαβαίνοντας με ακρίβεια το παιχνίδι που έπαιζα ως τώρα. Το φως από τον ουρανό απλώθηκε και γέμισε το σώμα μου δείχνοντάς μου ότι ευτυχώς έχω την επιλογή στη ζωή.

Δ. Λιαντίνης: Η οντολογική απάτη

Λέγοντας οντολογική απάτη εννοώ πως ο άνθρωπος σήμερα, προκειμένου να ανταποκριθεί στα χρέη και στα πάθη της ζωής του, εγείρει αξιώσεις που είναι ασύμμετρες απέναντι στα αποθεματικά και στα παραγωγικά κεφάλαια της φύσης και της ζωής.

Ζητά δηλαδή περισσότερα από όσα μπορούν να δώσουν τα πράγματα. Και προσφέρει λιγότερα απ’ όσα τα ίδια τα πράγματα του ζητούν σαν αντάλλαγμα για κείνα που παίρνει. Σαν λύτρα, θά’ λεγα, που οφείλουνται στη ζωή και στη φύση, για να μην ταράζεται ο ρυθμός και η τάξη του κόσμου.

Η αντιδικία αυτή μοιάζει το παράδειγμα του αγωνιστή που κατεβαίνει στον στίβο με την έμφυτη αξίωση να αναδειχθεί ολυμπιονίκης, χωρίς να συλλογιστεί τον απλούστερο συλλογισμό: ότι ποτέ δεν αθλήθηκε!

Αυτό το παράλογο παρουσιάζεται με δύο όψεις. Στην τάξη των συμπτωματικά ευνοημένων, στην ολιγαρχία της δύναμης και του πλούτου, παίρνει την όψη της τυφλής εμμονής στην αδικία και στην ευήθεια αυτού που κατέχουν. Στην τάξη των πολλών –ο δήμος ή ο όχλος- παίρνει την όψη της αγελαίας ορμής να κολαστεί η δυναστεία της αυθαίρετης αταξίας, να αναποδογυριστεί το αφύσικο σχήμα της μετοχής στα αγαθά και όσο γίνεται στο βάθρο του ‘εσείς’ να θρονιαστεί το ‘εμείς’. Το απαίσιο συνειδητά ήταν εξαίσιο υποσυνείδητα. Πόσοι άραγε στις Ερυθρές Ταξιαρχίες πέθαναν σαν αγνοί ιδεολόγοι!

Οι πρώτοι ποτέ δε ρωτούν, αν αξίζουν εκείνο που κατέχουν. Οι πένητες ποτέ δεν στοχάζουνται, τι είναι εκείνο που ζητούν.

Κοντολογής, η οντολογική απάτη βλασταίνει από τη δυσαρμονία ανάμεσα στα μέτρα της φύσης και στα μέτρα της ανθρώπινης στάσης απέναντι στη ζωή. Από τη δυσκολία να συμπέσουν στο αυτό η δραστικότητα του ανθρώπου και η χωρητικότητα της ζωής.

Εκείνοι οι οδοιπόροι που πριν τον Θησέα πέφτοντας στα χέρια του Προκρούστη έβρισκαν το μπόι τους στα μέτρα του κρεβατιού του ήταν ελάχιστα λίγοι, και άπειρα τυχεροί. Ο Πλούταρχος και ο Παυσανίας δυστυχώς δεν αναφέρουν κανέναν.

Μπροστά σ’ αυτό το στενόχωρο αίσθημα της αναρμοστίας ο άνθρωπος, αντί να προσπαθήσει να συμμορφώνει τη στάση του στα μέτρα της φύσης, πασχίζει να προσαρμόσει τη φύση στη δική του συμπεριφορά.

Επειδή όμως η τάξη της φύσης ούτε από τον άνθρωπο ούτε από τον εαυτό της να βιάζεται, ο άνθρωπος την κακοποιεί νοητά. Το επόμενο βήμα είναι η προσπάθεια να προσαρμόσει τη στάση της ζωής του, στη δική του, και όχι στην αληθινή, παράσταση για τη φύση.

Αναγκαία λοιπόν, τα υποδείγματα της φύσης απέναντι στα οποία οφείλει να αντιστοιχεί και να εξισώνεται η πράξη του είναι απατηλά.

Ο σοφός Φάουστ για μια στιγμή νόμισε πως η βούλησή του εξισώθηκε με τα φυσικά υποδείγματα. Ότι ταυτίστηκε με την άπειρη παράσταση που είχε μπροστά του. Τότε αναφώνησε:

Τον εαυτό μου πόσο κοντά σου νοιώθω!

Η απόκριση που του δόθηκε συνοδευόταν από μια κυνική συμπόνοια:

Με ό,τι φαντάζεσαι μοιάζεις· όχι με μένα[i].

Εάν εκείνος μπροστά στη συναρπαγή του από την αλήθεια υποχώρησε έντρομος, ο σύγχρονος άνθρωπος δε χολοσκά για την απόκριση. Με δεμένα μάτια ρίχνεται μπροστά.

Ω αυτοί οι άνθρωποι, είναι σαν να μασάς ομίχλη[ii].

Ο ποιητής πάντα κυριολεκτεί.
----------------------------------
[i] Goethe, Faust I, 511-512:
- Wie nah fühl‘ ich mich dir!
- Du gleichst dem Geist, den du begreifst, Nicht mir.

[ii] Σεφέρη Γ., Μέρες Ε’, σ. 100 (Ίκαρος 1977).
-----------------------------
Δημήτρης Λιαντίνης, Η Οντολογική Απάτη - Homo Educandus (Φιλοσοφία της Αγωγής)

Σενέκας: Η ζωή είναι σύντομη, αν δεν τη ζεις

Ο ρήτορας και φιλόσοφος Λούκιος Ανναίος Σενέκας (4 π.Χ.- 65) αποτελεί μοναδική περίπτωση στην ιστορία της φιλοσοφίας. Η ζωή του, τα έργα του, ο θάνατος του συγκρούονται μεταξύ τους δημιουργώντας μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα φιλοσόφου. Υπήρξε ένας από τους πλουσιότερους φιλοσόφους, καθώς, παρότι Στωικός, απέκτησε περιουσία (300 εκατομμύρια σηστέρτιους από τόκους σε δάνεια στην Ιταλία και τις επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) επωφελούμενος από τη θέση που κατείχε στην αυλή του αυτοκράτορα Νέρωνος, του οποίου υπήρξε δάσκαλος και σύμβουλος. Ο Νέρων όμως δεν ήταν μόνο μαθητής του, αλλά και δολοφόνος του. Το 65 διέταξε τον θάνατο του Σενέκα, δίνοντάς του ταυτόχρονα την επιλογή να αυτοκτονήσει, την οποία ο φιλόσοφος ακολούθησε.

Ωστόσο, τα γραπτά του αναμφίβολα αποτελούν φιλοσοφικά κείμενα αντάξια ενός ρήτορα που έμελλε να μείνει στην Ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους Στωικούς φιλοσόφους, ανάμεσα στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και τον δούλο Επίκτητο. Το ηθικό του δοκίμιο «Περί της συντομίας της ζωής» (De Brevitate Vitae) μια επιστολή με παραλήπτη τον πεθερό του Παυλίνο (Paulinus) αποτελεί ένα από τα γνωστότερα έργα του όπου με ρητορική καλαισθησία παροτρύνει τον αναγνώστη της εποχής του Νέρωνος (αλλά και της σημερινής) να εκτιμήσει τον χρόνο του:

«Θυμήσου και συλλογίσου, όποτε είχες ένα συγκεκριμένο σχέδιο στη ζωή σου, πόσο λίγες μέρες πέρασες όπως τις είχες σχεδιάσει, πόσες φορές ήσουν πράγματι διαθέσιμος για τον εαυτό σου, πότε το πρόσωπό σου είχε τη φυσική του έκφραση, πότε το μυαλό σου ήταν ατάραχο, τι έργο έχεις τέλος πάντων ολοκληρώσει σε μια τόσο μακρά ζωή, πόσοι ήταν εκείνοι που σου απέσπασαν ένα τμήμα από την ζωή σου όταν εσύ δεν ήξερες ακόμα τι έχανες, πόσο μέρος της ζωής σου ξόδεψες σε άσκοπη λύπη, σε ανόητη χαρά, σε άπληστη επιθυμία, σε συμβατικές συζητήσεις και, τελικά, πόσο λίγο μέρος από τον εαυτό σου σου έχει απομείνει· και τότε θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις πολύ πριν από την ώρα σου». (Σενέκας, Περί της συντομίας της ζωής, ΙΙΙ)

Το πολυτιμότερο που κατέχει κάποιος είναι ο χρόνος του. Ο Σενέκας τοποθετεί τον χρόνο μπροστά μας και μας προτρέπει να τον αδράξουμε, προτού είναι αργά. Ο χρόνος μας είναι η ζωή μας. Και όμως, πόσοι από εμάς, από την εποχή του Σενέκα έως σήμερα, δεν τον θεωρούμε δεδομένο; Αλλά, όσο σπαταλούμε τον χρόνο μας, μικραίνουμε τη ζωή μας. Πρόκειται για μία συνειδητοποίηση που έρχεται με τα γεράματα, όταν είναι πια αργά. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ο Σενέκας απευθύνεται σε όλους μας:

«Και ποια είναι άραγε η αιτία αυτού του φαινομένου; Αιτία είναι το ότι ζείτε σαν να επρόκειτο να ζήσετε για πάντα, χωρίς να σκέφτεστε ποτέ πόσο εύθραυστοι είστε και χωρίς ποτέ να παρατηρείτε πόσος χρόνος από την ζωή σας έχει ήδη χαθεί. Σπαταλάτε το χρόνο σας σαν να τον αντλείτε από κάποια πλήρη και άφθονη παρακαταθήκη, και όλα αυά όταν η μέρα που χαρίζετε σε κάποιον άνθρωπο ή σε κάποιο πράγμα θα μπορούσε να είναι η τελευταία μέρα της ζωής σας». (ΙΙΙ)

Memento Mori. Θυμήσου ότι θα πεθάνεις. Η Στωική υπενθύμιση της θνητότητάς μας είναι η μόνη που προσφέρει τη συνειδητότητα της ζωής που πρέπει να ζούμε κάθε μέρα. Γιατί κάθε μέρα είναι πολύτιμη, όχι μόνο η τελευταία. Κατανοούμε τη ζωή με τον θάνατο.

«Πόσο αργά είναι να αρχίζουμε τότε μόνο να ζούμε, όταν η ζωή μας κατ’ ανάγκην τελειώνει!». (ΙΙΙ)

Οι άνθρωποι, υπερφίαλοι απέναντι στον χρόνο, νομίζουν ότι θα ζουν για πάντα και περιμένουν τις ημέρες να περάσουν σχεδιάζοντας πάντα το αύριο ή αναπολώντας το χθες. Η ζωή όμως είναι τώρα.

Δίνοντας αξία στον χρόνο μας, δίνουμε αξία στη ζωή μας. Και παύει πλέον να είναι σύντομη.

Αρχετυπικά σύμβολα και συμβολική αντίληψη

Για τον Πλωτίνο ή φαντασία, είναι η γέφυρα μεταξύ διάνοιας και λογικής. Αναφέρει χαρακτηριστικά, στις Εννεάδες : «Ο δρόμος προς τη Σοφία και την απελευθέρωση από την ύλη βρίσκεται μέσα στην συμβολική αντίληψη, την ανάπτυξη της ενεργητικής φαντασίας η οποία έχει την ικανότητα να μεταφράζει τα σύμβολα σε Γνώση». Ακόμα και ο ορθολογιστής Αριστοτέλης, παραδέχεται πως : «η ψυχή δεν σκέφτεται χωρίς εικόνες».

Σύμφωνα με την Νεοπλατωνική αλλά και Ερμητική συλλογιστική, τα αρχετυπικά σύμβολα (η τα Πλατωνικά Ιδεώδη) υλοποιούνται σε εικόνες, έτσι ώστε η υλική εικόνα να μας ταξιδεύει ξανά στις ιδέες και την αλληλεπίδραση μεταξύ μικρόκοσμου και μακρόκοσμου.

Ξεκινώντας από την οπτική επαφή με ένα σύμβολο, εάν εντρυφήσουμε επισταμένως σε αυτό μέσω της συμβολικής αντίληψης, μπορούμε να αντιληφθούμε τόσο την εσωτερική φύση των πραγμάτων και του ανθρώπου, όσο και την μεταξύ τους σχέση, συνεπώς την σχέση μας με το Όλον. Tο σώμα και η ψυχή μιλούν δύο διαφορετικές γλώσσες, ενίοτε αντιφατικές, αλλά και μη κατανοητές η μία της άλλης. Μόνο η εσωτερική αίσθηση μπορεί να ακούσει και να καταλάβει και τις δύο.

H συμβολική αντίληψη, ερμηνεύεται βάση ενός ένα τετραπλού ερμηνευτικού σχήματος, που περιλαμβάνει τον κυριολεκτικό/ιστορικό, τον αλληγορικό, τον ηθικό και τέλος, τον διαισθητικό τύπο ερμηνείας ενός συμβόλου αλλά και της πραγματικότητας. Ο τελευταίος τύπος, δηλαδή η αναγωγική αντίληψη, υπαινίσσεται και μια μυητική εμπειρία μέσα από σύνδεση της εξωτερικής αποκάλυψης με μια βαθιά διαισθητική γνώση...!

Τα ιερογλυφικά ως το πρώτο είδος γραφής αποτελούσαν μια θαυμαστή γλώσσα η οποία μετέφερε μία μυστική γνώση σε συμβολική μορφή, και που περιέγαφε τις έννοιες πίσω από τα φυσικά αντικείμενα. Ακόμα όμως και η ανάπτυξη της γραφής, η οποία μας οδήγησε στον πολιτισμό, δημιούργησε την λήθη στην βιωματική γνώση, υποστηρίζει στο τελευταίο τμήμα του Πλατωνικού Φαίδρου [Φαίδρος, 274c - 275b], ο Πλάτωνας μέσω του Σωκράτη:

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Άκουσα λοιπόν, πως γύρω εκεί στη Ναύκρατιν, στην Αίγυπτο, υπάρχει ένας από τους παλιούς θεούς του τόπου· αυτού είναι και το ιερό πουλί που το λένε Ίβι. Και του ίδιου του θεού το όνομα είναι Θεύθ. Κι αυτός πρώτος βρήκε και τον αριθμό και την αρίθμηση και τη γεωμετρία και την αστρονομία, ακόμα και το παιχνίδι με τους πεσσούς και το παιχνίδι με τους κύβους και ακόμα και τα γράμματα.

Και τον καιρό εκείνο ήτανε βασιλιάς σ' όλη την Αίγυπτο ο Θαμούς κι έμενε στη μεγάλη πόλη του επάνω τόπου, που οι Έλληνες την ονομάζουν Αιγυπτιακές Θήβες, και το θεό τον ονομάζουν Άμμωνα· σ' αυτόν ήλθε ο Θεύθ κι έδειξε τις τέχνες του και είπε, ότι πρέπει να διαδοθούν στους άλλους Αιγύπτιους. Κι ο βασιλιάς ρώτησε, ποια ωφέλεια έχει κανείς από την καθεμιά. Κι ενώ εκείνος τα εξηγούσε, ο βασιλιάς ό,τι νόμιζε πως το έλεγε καλά, ό,τι νόμιζε πως το έλεγε άσχημα, το ένα το έψεγε, το άλλο το επαινούσε.

Πολλά λοιπόν για την κάθε τέχνη χωριστά καλά και κακά λένε πως ο Θαμούς είπε στο Θεύθ, και θα πολυλογούσαμε, αν τα λέγαμε ένα–ένα. Και όταν ήρθανε στα γράμματα:

«Τούτο δα το μάθημα βασιλιά μου», είπεν ο Θεύθ, «θα κάμη τους Αιγύπτιους πιο σοφούς, και το μνημονικό τους πιο καλό, γιατί για τη μνήμη και για τη σοφία βρέθηκε το φάρμακο».

Ο βασιλιάς όμως είπε: «Πολύτεχνε Θεύθ, άλλος έχει τη δύναμη να γεννάη τις τέχνες, κι άλλος πάλι να κρίνη πόσο θε να βλάψουν και θε να ωφελήσουν εκείνους που μέλλουν να τις μεταχειρισθούν.

Και συ τώρα, σαν πατέρας των γραμμάτων, από εύνοια είπες το αντίθετο απ' εκείνο που αυτά μπορούν. Γιατί τα γράμματα στις ψυχές εκείνων που θα τα μάθουν, θα φέρουν λησμονιά, μια και αυτοί θα παραμελήσουν τη μνήμη τους, γιατί από εμπιστοσύνη στη γραφή θα φέρνουν τα πράγματα στη μνήμη τους απ' έξω με ξένα σημάδια, όχι από μέσα από τον εαυτό τους τον ίδιο. Ώστε δεν ευρήκες το φάρμακο για τη μνήμη την ίδια, αλλά για το να ξαναφέρνης κάτι στη θύμηση.

Κι από τη σοφία δίνεις στους μαθητές σου μια δόκηση, κι όχι την αλήθεια∙ γιατί έχοντας πολλά ακούσει χωρίς να τα διδαχθούνε, θά 'χουν τη γνώμη πως ξέρουνε πολλά, ενώ είναι ανίδεοι στα πιο πολλά και φορτικοί στη συντροφιά τους, και θα έχουν γίνει αντίς σοφοί δοκησίσοφοι.»

Ποσειδών

Η Ελλάς ήταν από την αρχαιότητα ένα ναυτικό έθνος, καθώς στο Αιγαίο βρίσκονται διάσπαρτα χιλιάδες νησιά. Η ναυτιλία διαμόρφωσε τον χαρακτήρα των Ελλήνων· καθώς οι ναυτικοί δρόμοι, τα ταξίδια, οι εξερευνήσεις, οι απειλές και το εμπόριο δια θαλάσσης διαμόρφωσαν και σφυρηλάτησαν τον χαρακτήρα τους. Δεν είναι τυχαίο πως ένας από τους κορυφαίους θεούς των Ελλήνων ήταν ο Ποσειδώνας.

Στον Χριστιανισμό, προστάτης των ναυτικών είναι ο Άγιος Νικόλαος που δεν είδε ποτέ του θάλασσα (sic), ο οποίος έλαβε χαρακτηριστικά του θεού της θάλασσας, του Ποσειδώνα.

Στο παρόν άρθρο θα αναφερθώ στις ιδιότητες και στους αρχετυπικούς συμβολισμούς του θεού Ποσειδώνα.

Στον ιερό, τριπλό άξονα του κόσμου οι τρεις κυρίαρχοι, άρρενες θεοί του Ολύμπου σχηματίζουν μια ιερή και σημαίνουσα τριαδικότητα:

Δίας — ουρανός, φλόγα νοήματος και πνευματική επήρεια·

Ποσειδών — ύδατα, ροή, γονιμότητα και ύλη·

Άδης — κάτω κόσμος, η άφατη μητρική γη της ανακύκλωσης και του βάθους.

Ο Δίας κρατάει το πνεύμα — την πνοή που φωτίζει, που κινητοποιεί τις μορφές. Είναι ο αστρικός κώδικας, η ενέργεια που θεμελιώνει νόημα και προσανατολίζει τα κύματα σε μορφές. Η άναρθρη πνοή του Διός εισδύει στο υλικό σώμα της ύλης και την εμψυχώνει· χωρίς τη θεία πνοή το κύμα είναι μόνο θάλασσα, αλλά με αυτήν γίνεται ζωτική κίνηση και νόημα.

Ο Ποσειδών, ως αντιπρόσωπος των υδάτων, είναι ο φορέας της πρωτίστης ζωής: από τα υγρά ξεκινά η γένεση· από την υγρασία της μήτρας της γης άνθισε το πρώτο σπέρμα — έτσι η θάλασσα γίνεται μητέρα κάθε μορφής. Όμως ο Ποσειδών δεν είναι μόνο η μήτερα της ζωής· είναι και όργανο της ύλης: σεισμοί, τμήματα γης που ανασηκώνονται, κύματα — σαν αφηνιασμένα άλογα — χτυπούν τις ακτές· όλα εκδηλώνουν τη βίαιη, γήινη όψη της ύλης. Η τρίαινα, αρχικά πρωτόγονος τρόπος αλιείας, απλή σαν εργαλείο ψαρέματος, μετατρέπεται σε ιερό σύμβολο: τρεις αιχμές, τρεις άξες που ενώνουν — ως μεσότητα — ουρανό, γη και κάτω κόσμο. Η τρίαινα θυμίζει πως ο άνθρωπος πρώτα αλίευσε την τροφή του από το νερό — και από αυτήν την πράξη γεννήθηκε ο σεβασμός στον Ποσειδώνα, ως δότη αλλά και ως δυνάστη.

Ο Άδης, κάτω από την επιφάνεια, εκπροσωπεί την άφατη γονιμότητα της γης· την ακινησία που μεταμορφώνει και ανακυκλώνει. Είναι ο μεγάλος θησαυρός των σπόρων, το σκοτεινό εργαστήριο όπου ό,τι έσβησε επιστρέφει ως ύλη για νέα ζωή. Ο Άδης δεν είναι αντίθετος στη ζωή· είναι ο κύκλος που την συντηρεί, ο μυστικός φούρνος της αναγέννησης.

Η θεϊκή αυτή τριάδα σχηματίζει μια ιεράρχηση που δεν είναι ιερατική μόνον, αλλά λειτουργική:

— Δίας: πνευματική αιτία, νόμος, πνοή.

— Ποσειδών: μέσο και μορφοποιητής, φορέας της ζωής και της ύλης.

— Άδης: μνημονικό — ανακυκλωτικός πυρήνας, κοιτίδα μεταμόρφωσης.

Στον μύθο τούτο η ζωή εμφανίζεται ως ενδοσύνθεση: το νερό (Ποσειδών) φέρει και διασπείρει το πρωταρχικό υλικό, ο ουρανός (Δίας) το εμψυχώνει με νόημα και πνοή, και ο κάτω κόσμος (Άδης) το δέχεται, το δουλεύει και το επιστρέφει σε νέο σχήμα. Το αρχετυπικό τοπίο γίνεται σκηνή μυσταγωγίας: στις ακτές στήνονται τελετές με αλάτι, όστρακα και ίππους· στα πηγάδια ψάλλονται ύμνοι· στα όρη υψώνεται το βλέμμα προς τα άστρα. Η τρίαινα, το άρμα, το κέρας του Άδη — όλα όργανα που δηλώνουν την ίδια λειτουργία από διαφορετικές μεριές.

Μυθαγωγικά, ο Ποσειδών δεν είναι απλώς «το νερό». Είναι ο φορέας των ορίων και των διελεύσεων — εκεί όπου το άλλο της γης συναντά το άλλο του ουρανού· εκεί όπου το συναίσθημα δεσμεύει αλλά και απελευθερώνει, εκεί όπου το ανθρώπινο σώμα μαθαίνει την οριακή του φύση. Είναι ο δάσκαλος της ρευστότητας: ό,τι αντιστέκεται πάει να σπάσει· ό,τι ρέει μεταμορφώνεται. Και μέσα στην τριάδα αυτή κάθε στοιχείο βρίσκει το νόημά του: ο ουρανός προσανατολίζει, τα ύδατα γεννούν και δοκιμάζουν, η γη συντηρεί, μεταμορφώνει, και ανακυκλώνει.

Στοιχεία Εσωτερισμού στην Οδύσσεια του Ομήρου

Ένας ιδιαίτερα σημαντικός συμβολισμός στην Οδύσσεια είναι η Πηνελόπη, το σύμβολο της ψυχής. Μπορούμε να πούμε ότι η αθάνατη ψυχή του ανθρώπου, αυτή που δε χρειάζεται να εξελιχθεί γιατί είναι τέλεια, αυτή που μένει σταθερή στο κέντρο της είναι η Πηνελόπη.

Και ο άνθρωπος – Οδυσσέας, που ήδη είναι παντρεμένος μαζί της, μετά από μακροχρόνιο αποχωρισμό, τείνει να ταυτιστεί μ’ αυτήν. Επιστρέφει μετά από πολλές μετενσαρκώσεις, δοκιμασίες κι εμπειρίες στην πηγή προέλευσής του, στην αθάνατη ψυχή του, στην Πηνελόπη.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι και η Ιλιάδα και η Οδύσσεια συμβολίζουν τον εσωτερικό πόλεμο, με κάποιες διαφοροποιήσεις όμως. Στη Ιλιάδα ο άνθρωπος μάχεται για τον έλεγχο και την κατάκτηση της προσωπικότητάς του, για τον έλεγχο του ψυχισμού του (Ελένη) και τελικά το καταφέρνει. Ας θυμηθούμε εδώ ότι οι Αχαιοί παίρνουν την Τροία χάρη στο σχέδιο του πολυμήχανου Οδυσσέα. Αυτό που κυριαρχεί λοιπόν είναι ο νους, ο βασιλιάς της προσωπικότητας. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου, αλλά δεν είναι το τέρμα.

Η συνέχεια δίνεται στην Οδύσσεια. Εδώ ο άνθρωπος Οδυσσέας μάχεται πλέον για να ταυτιστεί με το Εγώ του, για να κατακτήσει την ατομικότητά του, για να ταυτιστεί με την αθάνατη ψυχή του (Πηνελόπη). Και το όπλο του ανθρώπου σ’ αυτή την περίπτωση είναι η Σοφία. Γι’ αυτό βλέπουμε την Αθηνά να παίζει κυρίαρχο ρόλο στην Οδύσσεια. Όταν ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη, στον τόπο προέλευσής του, μιλάει με την Αθηνά έχοντας πλέον την επίγνωση ότι μιλάει με την ίδια τη θεά. Εκεί, στο λιμάνι της Ιθάκης (ραψ. ν), η Αθηνά αποκαλύπτει την ταυτότητά της.

Ο Οδυσσέας είναι εκείνος ο άνθρωπος που καταφέρνει να σωθεί από την ύλη (θάλασσα, Ποσειδώνας) και να κατευθυνθεί προς το βραχώδες νησί της Ιθάκης (Αθηνά-Σοφία). Αντίθετα, οι σύντροφοί του, τα κατώτερα στοιχεία του, οι κατώτερες επιθυμίες του πεθαίνουν, για να φτάσει ο ίδιος χωρίς περιττά βάρη στον τόπο προέλευσής του. Είναι σημαντικό να προσέξουμε και τους χαρακτηρισμούς που υπάρχουν μέσα στο έργο για τον Οδυσσέα: κανείς άλλος δε φτάνει τον Οδυσσέα στη γνώση, λέει ο Δίας (ραψ. α 67-68), είναι πολυμήχανος, σοφός, θεϊκός, πολύπαθος, πολύπειρος, πολύσοφος.

Ο Οδυσσέας, πριν φτάσει στην πατρίδα του, περνάει 12 δοκιμασίες, μοτίβο που βρίσκουμε και σε άλλους ήρωες που ξεπερνούν το ανθρώπινο επίπεδο εξέλιξης.

Θα δούμε πολύ σύντομα παρακάτω τους σταθμούς-δοκιμασίες που πέρασε ο Οδυσσέας στο ταξίδι του προς την Ιθάκη και το βασικό συμβολισμό του καθενός. Ο Οδυσσέας είναι ένας Ηλιακός ήρωας, όπως ο Θησέας ή ο Ηρακλής. Καθένα από τα εμπόδια που βρίσκει στο δρόμο του (θάλασσα-δοκιμασίες ζωής) συμβολίζει ένα σημείο του ζωδιακού με τα χαρακτηριστικά του. Κι αφού ο ήρωας έχει περάσει απ’ όλα τα σημεία του ζωδιακού κι έχει ολοκληρώσει το συμβολικό αριθμό 12, ταυτίζεται με τον ήλιο.

Θα δούμε παρακάτω πώς φαίνονται όλα αυτά στην Οδύσσεια.

Πρώτος σταθμός του Οδυσσέα φεύγοντας από την Τροία είναι η χώρα των Κικόνων, σε σχέση με το ζώδιο του Κριού. Εκεί ο Οδυσσέας μάχεται με τους κατοίκους και λεηλατεί τη χώρα, επηρεασμένος από τον Άρη, τον πλανήτη που κυβερνά το ζώδιο του Κριού. Αλλά και πολλοί σύντροφοι του Οδυσσέα, πολλά στοιχεία της προσωπικότητάς του πεθαίνουν εκεί.

Δεύτερος σταθμός είναι η χώρα των Λωτοφάγων. Όποιος έτρωγε λωτό σ’ αυτή τη χώρα, έπεφτε στη λήθη, στη λησμονιά, συμβολικά στη λησμονιά της αθάνατης ψυχής του και του στόχου του ανθρώπου, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η επιστροφή στην Ιθάκη. Μαγεύεται και πλανάται από τις απολαύσεις της γήινης ζωής. Τα χαρακτηριστικά της χώρας των Λωτοφάγων σχετίζονται με το ζώδιο του Ταύρου.

Τρίτος σταθμός του Οδυσσέα είναι η χώρα των Κυκλώπων, που σχετίζεται με το ζώδιο των Διδύμων και τα χαρακτηριστικά του πλανήτη Ερμή που διοικεί το ζώδιο αυτό. Ο Οδυσσέας χρησιμοποιεί δύο ονόματα (Κανένας-Οδυσσέας), δεν πάει με όλους τους συντρόφους του στη σπηλιά του Πολύφημου, αλλά χωρίζονται, κάποιοι μένουν στο λιμάνι και κάποιοι άλλοι πάνε μαζί του (χαρακτηριστικά των Διδύμων). Καταφέρνει να νικήσει τον Κύκλωπα Πολύφημο με την πολυμηχανία του, που είναι στοιχείο ερμητικό. Μ’ αυτήν την πράξη βέβαια θα κινήσει την οργή του Ποσειδώνα που θα τον καταδιώκει σε ολόκληρο το ταξίδι του. Ο Οδυσσέας εκεί αντιμετωπίζει και νικάει, παροδικά όμως, τα πάθη του ψυχισμού που εκφράζονται μέσα από το γιο του Ποσειδώνα, αλλά δεν τα σκοτώνει, γι’ αυτό και θα τον κυνηγούν στη συνέχεια.

Τέταρτος σταθμός του Οδυσσέα είναι το νησί του Αιόλου, που σχετίζεται με τον Καρκίνο και τη Σελήνη που κυβερνά αυτό το ζώδιο. Ο Αίολος βοηθάει τον Οδυσσέα. Αλλά η επιπολαιότητα και η περιέργεια των συντρόφων του θα ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου και θα τους κάνουν να επιστρέψουν εκεί από όπου ξεκίνησαν. Εξάλλου, εκεί, στο νησί του Αιόλου, ο Αίολος χαρακτηρίζει τον Οδυσσέα μισητό στους θεούς. Αυτό σημαίνει και το ίδιο το όνομα του ήρωα, ο οποίος όμως μέσα από τον αγώνα του θα κερδίσει ξανά την εύνοια των θεών. Άλλωστε, σε ολόκληρη την Οδύσσεια γίνεται λόγος για το πόσο πολύ βασανίστηκε ο Οδυσσέας από τους θεούς.

Πέμπτος σταθμός η γη των Λαιστρυγόνων, που σχετίζεται με το ζώδιο του Λέοντα. Σ’ αυτήν τη γη κυριαρχεί το πάθος και η βιαιότητα των Λαιστρυγόνων που καταστρέφουν τους συντρόφους του Οδυσσέα. Τώρα πια σώζεται μόνο το καράβι του Οδυσσέα με τους λίγους συντρόφους του και συνεχίζει την πορεία.

Έκτος σταθμός το νησί της Κίρκης, που σχετίζεται με το ζώδιο της Παρθένου και τα χαρακτηριστικά του πλανήτη Ερμή. Η Κίρκη μεταμορφώνει τους συντρόφους του Οδυσσέα σε χοίρους. Ο θεός Ερμής (πολυμηχανία) τον βοηθάει να ξεπεράσει αυτή τη δοκιμασία, δίνοντάς του ένα μαγικό βοτάνι που είχε μαύρη ρίζα και λευκό ανθό (σύνθεση αντιθέτων, επίσης ερμητικό στοιχείο). Η μεταμόρφωση των συντρόφων του Οδυσσέα σε χοίρους φανερώνει την επίδραση των γήινων απολαύσεων στον άνθρωπο, όπως είχαμε δει και στη χώρα των Λωτοφάγων. Παρατηρούμε εξάλλου ότι οι σύντροφοι του Οδυσσέα, αφού ξαναπαίρνουν την ανθρώπινη μορφή τους, μένουν στο νησί της Κίρκης απολαμβάνοντας τη ζωή εκεί.

Έβδομος σταθμός είναι η χώρα των Κιμμερίων, ο Άδης, που σχετίζεται με το ζώδιο του Ζυγού. Η κάθοδος στον Άδη είναι ένα συνηθισμένο μοτίβο στις περιπέτειες των ηλιακών ηρώων και συμβολίζει τη νίκη του θανάτου, τη μύηση. Εκεί ο Οδυσσέας μαθαίνει τα περασμένα και τα μελλούμενα, «ζυγίζει» το παρελθόν και το μέλλον κι έρχεται σε επαφή με τις σκιές των νεκρών του κάτω κόσμου.

Όγδοος σταθμός οι Σειρήνες, που σχετίζονται με το Σκορπιό, αυτές που με το μαγευτικό τους τραγούδι παραπλανούν τους ταξιδιώτες. Γι’ αυτό ο Οδυσσέας δένεται στο κατάρτι και κλείνει τα αυτιά των συντρόφων του. Οι Σειρήνες συμβολίζουν την κριτική, την κολακεία αλλά και τη δυσμενή κριτική των άλλων, που ο άνθρωπος πρέπει να ξεπεράσει, για να φτάσει στην αλήθεια. Αυτό μας θυμίζει τη Φωνή της Σιγής που, για να ακουστεί, πρέπει ο άνθρωπος να σταματήσει να επηρεάζεται από τις κολακείες και τις απειλές.

Ένατος σταθμός η Σκύλα και η Χάρυβδη, που σχετίζονται με το ζώδιο του Τοξότη. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του για να σωθούν, θα πρέπει να περάσουν σαν τόξο ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη.

Δέκατος σταθμός το νησί του Ήλιου, που σχετίζεται με το ζώδιο του Αιγόκερω και την υλική ζωή. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα για τρίτη φορά παρασύρονται από τους πειρασμούς της υλικής ζωής και πεθαίνουν όλοι. Ο Οδυσσέας μένει μόνος του, χωρίς συντρόφους, και ταξιδεύει.

Ενδέκατος σταθμός το νησί της Καλυψώς, στο οποίο πια ο ήρωας φτάνει μόνος του. Σχετίζεται με το ζώδιο του Υδροχόου. Ο ήρωας, εξαγνισμένος από το υγρό στοιχείο, φτάνει στη σπηλιά της Καλυψώς, η οποία σχετίζεται με το αστρικό. Παρόλο που ο ήρωας θα μπορούσε να παραμείνει εκεί και να γίνει αθάνατος, όπως του είχε υποσχεθεί η Καλυψώ, ο ίδιος θέλει να συνεχίσει το ταξίδι του και να φτάσει στον προορισμό του. Ξεπερνάει και αυτόν τον πειρασμό για να φτάσει στη χώρα των Φαιάκων.

Δωδέκατος, λοιπόν, σταθμός είναι η χώρα των Φαιάκων, που σχετίζεται με τους Ιχθείς. Οι Φαίακες είναι ένας ναυτικός, ειρηνικός και φιλόξενος λαός και είναι απόγονοι του Ποσειδώνα. Αν προσέξουμε τα ονόματά τους, θα δούμε ότι σχετίζονται με τη θάλασσα. Πριν φτάσει στη χώρα των Φαιάκων, τον συναντάει ο Ποσειδώνας μέσα στη θάλασσα και τον χτυπάει για τελευταία φορά. Οι Φαίακες φροντίζουν για την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη.

Ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη. Στο λιμάνι συναντάται με την Αθηνά-Σοφία κάτω από μια ελιά που υπήρχε εκεί, στη ρίζα της οποίας είχαν αφήσει και οι Φαίακες τα δώρα που είχαν δώσει στον Οδυσσέα. Η Αθηνά συμβουλεύει τον Οδυσσέα να πάει μεταμφιεσμένος στην καλύβα του Εύμαιου. Αυτό το θέμα της μεταμφίεσης συναντάται συχνά στην Οδύσσεια. Εκεί, στην καλύβα του Εύμαιου, και αφού γίνεται η αναγνώριση Οδυσσέα-Τηλέμαχου, ο ήρωας προχωράει στον 13ο θα λέγαμε άθλο του, που είναι η μνηστηροφονία.

Κάποια στοιχεία που πρέπει να προσέξουμε εδώ είναι τα παρακάτω:
Οι μνηστήρες προέρχονται από 4 περιοχές. Από το Δουλίχι, τη Σάμη, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη. Ο ρόλος που παίζουν μέσα στην Οδύσσεια και ο αριθμός των περιοχών από τις οποίες προέρχονται (4) συμβολίζει τους 4 φορείς της προσωπικότητας και ο καθένας διεκδικεί για λογαριασμό του τη ζωτικότητα της ψυχής (Πηνελόπη). Εδώ μπορούμε να δούμε τον ίδιο συμβολισμό που υπάρχει στους Παντάβας και Κουράβας στη Μαχαμπάρατα, το μεγάλο ινδικό έπος. Επίσης, συμβολικό είναι και το όνομα ενός από τους μνηστήρες που είχε ιδιαίτερη θέση μεταξύ τους και ήταν ο πιο θρασύς, ο Αντίνοος.

Πριν φτάσει στη μνηστηροφονία ο Οδυσσέας, παρουσιάζεται ο αγώνας τόξου, τον οποίο προκηρύσσει η Πηνελόπη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πελέκεις μέσα από τους οποίους πρέπει να περάσει το βέλος είναι 12 και φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι μόνο ο Οδυσσέας μπορεί να καταφέρει κάτι τέτοιο, αφού αυτός κατάφερε να περάσει σαν βέλος μέσα από τις δοκιμασίες.

Ένα άλλο συμβολικό στοιχείο είναι το υφαντό της Πηνελόπης, το οποίο ύφαινε την ημέρα και ξήλωνε τη νύχτα για 3 συνεχόμενα χρόνια. Εκτός από την Πηνελόπη, βλέπουμε ότι υφαίνει η Αρήτη στη χώρα των Φαιάκων, αλλά και η Καλυψώ και η Κίρκη. Είναι γνωστό ότι όλες οι θεές της Μοίρας και του Χρόνου είναι κλώστριες και υφάντριες. Και βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Αθηνά, η οποία παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην Οδύσσεια, είναι η θεά που έδωσε αυτή την τέχνη στους ανθρώπους.

Στην Οδύσσεια, όπως και στην Ιλιάδα, παίζει σημαντικό ρόλο η Μοίρα (Κάρμα) αλλά και η Ελεύθερη Βούληση, η οποία εδώ φαίνεται πολύ πιο έντονα. Επίσης, παρουσιάζεται η επίδραση που έχουν οι θεοί στα ανθρώπινα. Σημεία στα οποία φαίνεται η δύναμη της Μοίρας, απ’ την οποία δεν μπορεί να γλιτώσει κανείς, είναι τα παρακάτω: γ 174, 251-253 και 286, δ 110, ε 43, ζ 11, η 202, θ 531, κ 27-28 (συνδυασμός Μοίρας και Ελεύθερης Βούλησης) και 178, π 448, σ 256, τ 128 και 558.

Στην Οδύσσεια βλέπουμε ότι η επιστροφή του Οδυσσέα είναι θέμα που απασχολεί το συμβούλιο των θεών, οι οποίοι, με πρωτοβουλία της Αθηνάς και τη συγκατάθεση του Δία μεριμνούν για την επιστροφή του. Είναι πολλά τα σημεία στα οποία φαίνονται αυτές οι επεμβάσεις των θεών στα ανθρώπινα, που στην ουσία πρόκειται για ανώτερες δυνάμεις μέσα στον άνθρωπο που τον ωθούν στη δράση. Όταν ο άνθρωπος ακολουθεί το Δάρμα του, υπάρχει και η ανάλογη βοήθεια από αυτές τις ανώτερες δυνάμεις. Βέβαια, υπάρχουν και οι αντίξοες δυνάμεις. Αυτό το ρόλο παίζει εδώ ο Ποσειδώνας. Αλλά, πώς θα γινόταν ένας ηλιακός ήρωας ο Οδυσσέας αν δεν είχε στο δρόμο του εμπόδια να ξεπεράσει, εμπόδια που ουσιαστικά βρισκόταν μέσα στον ίδιο, όπως βρίσκονται μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ιδιαίτερα αισθητή στην Οδύσσεια είναι η επέμβαση της Αθηνάς για λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω.

Σημεία στα οποία φαίνονται αυτές οι θεϊκές επεμβάσεις είναι τα παρακάτω:
α 17, 19, 45, 241-251, 274-275, 358-359 και 410-411, β 153, γ 26-28, 168-169, 296 και 305, δ 211-212, 238-239 και 291, ε 399 και 444, ζ 114, 141-142, 190-192, 231 και 242, η 15 και 136, θ 7-10, 86-87, 175-183 και 203-207, κ 279-305, ν 195- 200, ο 1-3, π 175 και εξής και 214-215, ρ 63 και 365, σ 69- 70, 159 και 187-191, υ 30 και 100-120, χ 215, ω 95, 465-485 και 520-540.

Επίσης, υπάρχουν σημεία στα οποία φαίνεται η δύναμη της ανθρώπινης βούλησης. Στη ραψωδία α στ. 7, όπως και στη ραψ. μ στ. 343-344 βλέπουμε ότι οι σύντροφοι του Οδυσσέα χάθηκαν από δικό τους κρίμα που έφαγαν τα βόδια του Ήλιου. Επίσης, στη ραψ. α στ. 336 λέγεται ότι οι Αχαιοί είχαν κάνει άνομες πράξεις στην Τροία, οι οποίες κίνησαν την οργή των θεών. Στη ραψ. γ στ. 135-142 βλέπουμε να συνδυάζεται η ανθρώπινη βούληση με τη θεϊκή επέμβαση. Σε ολόκληρο το έργο βέβαια φαίνεται η δύναμη της ανθρώπινης βούλησης, αφού ο Οδυσσέας, παρά τα τόσα βάσανα που συναντάει στο δρόμο του, μένει πιστός στο στόχο του που είναι να επιστρέψει στην Ιθάκη.

Ακόμα είναι γνωστή η συμβολική αξία των αριθμών. Γι αυτόν το λόγο, παραθέτουμε κάποιους συμβολικούς αριθμούς που απαντώνται στην Οδύσσεια:

Αριθμός 3:
Σε 3 γενιές ανθρώπων βασίλεψε ο Νέστορας.
Δύο ημέρες παλεύει ο Οδυσσέας με τα κύματα και την 3η φτάνει στη χώρα των Φαιάκων.
3 φορές συνήθιζαν να φωνάζουν τα ονόματα των νεκρών για να τους φέρουν μ’ αυτό τον τρόπο στην πατρίδα.
Κάτω από 3 κριάρια έδεσε ο Οδυσσέας κάθε σύντροφό του για να βγουν από τη σπηλιά του Πολύφημου.
3 φορές ήπιε κρασί ο Πολύφημος.
3 μέρες μένει ο Οδυσσέας στη χώρα των Φαιάκων.
3 χρόνια μένουν οι μνηστήρες στο σπίτι του Οδυσσέα.
3 χρόνια η Πηνελόπη υφαίνει και ξηλώνει το υφαντό της.
3 μέρες και 3 νύχτες μένει ο Οδυσσέας στο καλύβι του Εύμαιου.

Αριθμός 4:
4 βρύσες υπήρχαν στο νησί της Καλυψώς.
4 μέρες κάνει ο Οδυσσέας για να φτιάξει τη σχεδία του.
4 στρέμματα ήταν ο κήπος του παλατιού του βασιλιά Αλκίνου.
4 υπηρέτριες είχε η Κίρκη.
Από 4 μέρη προέρχονταν οι μνηστήρες.
Στη μνηστηροφορία λαμβάνουν μέρος, εκτός από τον Οδυσσέα, ο Τηλέμαχος και δύο υπηρέτες, συνολικά 4.

Αριθμός 7:
7 χρόνια βασίλεψε ο Αίγισθος στις Μυκήνες.
7 γιους είχε ο Νέστορας.
7 χρόνια έμεινε ο Οδυσσέας στο νησί της Καλυψώς.
Την 7η ημέρα φτάνει στους Λαιστρυγόνες, αφού έφυγε από το νησί του Αιόλου.

Αριθμός 10:
Τη 10η ημέρα φτάνει ο Οδυσσέας στο νησί της Καλυψώς.
10 χρόνια πολεμάει στην Τροία.
10 χρόνια περιπλανιέται.

Αριθμός 12:
Οι ραψωδίες είναι 12χ2.
12 είναι οι δοκιμασίες του Οδυσσέα.
Μέσα από 12 πελέκεις περνάει το βέλος.
Μετά από 12 ημέρες θα μπορούσε η Ευρύκλεια να πει στην Πηνελόπη για την αναχώρηση του Τηλέμαχου.
12 συντρόφους πήρε ο Οδυσσέας από το καράβι του για να πάει στη σπηλιά του Πολύφημου.
12 ταύρους θυσιάζουν οι Φαίακες στον Ποσειδώνα.
12 από τις δούλες του Οδυσσέα δε σεβάστηκαν ούτε τον ίδιο ούτε την Πηνελόπη όσο καιρό αυτός έλειπε.

Αριθμός 20:
20 χρόνια συνολικά απουσιάζει ο Οδυσσέας από την Ιθάκη.
20 μέρες κάνει ο Οδυσσέας για να φτάσει από το νησί της Καλυψώς στη χώρα των Φαιάκων.

Αυτά και πολλά άλλα στοιχεία εσωτερισμού μπορεί να βρει κανείς μέσα σ’ αυτό το έργο του Ομήρου, αν προσπαθεί να βρει τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα και κυρίως αν συνειδητοποιεί ότι ο Οδυσσέας είναι ένα σύμβολο που βρίσκεται μέσα στον ίδιο τον εαυτό του.

ΘΕΟΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ

Ρωμ. Dioscuri, ιωνικά Διόσκοροι, Διοσκουρίται.
«Δίδυμοι» δωρικοί Θεοί των Ελλήνων αλλά και των Ρωμαίων (Κάστωρ και Πολυδεύκης στους Έλληνες και Castor και Pollux στους Ρωμαίους

ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ

Κατά την Παράδοση (Απολλώνιος Ρόδιος 1.149, Θεόκριτος 22, Ομηρικός ύμνος 13.5, Πίνδαρος, κ.ά.), οι Διόσκουροι γεννήθηκαν μέσα από ένα αυγό στο όρος Ταϋγετος (ή, κατ' άλλους, στις Αμύκλες, την νήσο Πέφνο και τις Θαλάμες), ως «Λακεδαιμόνιοι παίδες», από την μία ο αθάνατος Πολυδεύκης υιός του Θεού Διός και της Λήδας («Κούρος Διός») και από την άλλη ο θνητός Κάστωρ υιός της Λήδας και του βασιλιά της Σπάρτης Τυνδάρεω («Τυνδαρίδης»). Τα ονόματα «Διόσκουροι» και «Τυνδαρίδαι» χρησιμοποιούνται ωστόσο και για τους δυο. Σε ένα δεύτερο αυγό παραδίδεται ότι είχε γεννηθεί η γονιμοποιητική θεότητα Ελένη, που αργότερα η ομηρική ποίηση την μετέτρεψε στο πρόσωπο που έμεινε γνωστό ως «Ωραία Ελένη».

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Σύμφωνα με διάφορους μύθους, οι Διόσκουροι πρόσωπα έλαβαν μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και στην Αργοναυτική Εκστρατεία, εξεστράτευσαν κατά των Αθηνών του Θησέως για να απελευθερώσουν την αιχμάλωτη μικρή Ελένη και πολέμησαν επίσης ενάντια στους υιούς του Ιπποκόοντα που είχαν εκθρονίσει τον Τυνδάρεω, ο δε Παυσανίας (3.1.5) υποστηρίζει ότι και οι ίδιοι βασίλευσαν κάποτε στην Σπάρτη.

Μία μυθολογική αφήγηση που διασώζει ο Πίνδαρος (στον 10ο «Νεμεονίκη» του) διηγείται ότι όταν ο θνητός Κάστωρ σκοτώθηκε από τον Μεσσήνιο Ίδα (υιό του Αφαρέως και εξαδέλφου των διδύμων, που θεωρείτο ο ισχυρότερος όλων των θνητών), ο αθάνατος Πολυδεύκης ζήτησε από τον πατέρα του Θεό Δία να τον αναστήσει, δηλώνοντας πρόθυμος να αποποιηθεί ακόμη και αυτή την αθανασία του. Ο Θεός Ζεύς κανόνισε έκτοτε να ανεβαίνουν εκ περιτροπής στον Όλυμπο, ημέρα παρά ημέρα, ως αιώνια (ηλιακά) σύμβολα της κυκλικής ροής της θείας ουσίας μέσα σε αθάνατες και θνητές μορφές για την εξασφάλιση του Αενάου. Για να αποτυπώσει αυτή την θαυμαστή αμοιβαία αιώνια αφοσίωσή τους, ο Θεός Ζευς τους εμφάνισε επιπρόσθετα στον ουράνιο θόλο ως αστερισμό των «Διδύμων» (σχολ. σε «Ορέστεια», 465), ενώ ο Θεός Ποσειδών τους αντάμειψε με το να προστατεύουν αιώνια όσους ναυτικούς προσεύχονταν σε αυτούς για προστασία (Ομηρ. Ύμνος 13. 9, Στράβων 1. 48 και Ευριπίδης, Οράτιος)

ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Εκτός από ηλιακοί Θεοί της αφοσίωσης, της γενναιοψυχίας, της ευγένειας, της αδελφότητας, της εντιμότητας και της Αρετής (ηθική πλευρά) αλλά και της κυκλικότητας των πραγμάτων (φυσική πλευρά), οι «λευκόπωλοι» (ιππείς λευκών αλόγων) Θεοί Διόσκουροι είναι επίσης και δωρητές στους ανθρώπους των ιππευτικών και πυγμαχικών τεχνικών, αλλά και των πολεμικών χορών και ασμάτων.

Στην ηθική τους πλευρά είναι επίσης Θεοί του μαχητικού θάρρους, του αγωνιστικού έθους (ως «Αφετήριοι», δηλαδή Θεοί που ορίζουν την έναρξη του αγώνα), της Φιλότητας, της φιλοξενίας (Παυσανίας, 3. 16), της πολιτικής βούλησης (υπό την επίκληση «Αμβούλιοι», με ιδιαίτερο βωμό τους στην Σπάρτη), της εκπαιδευτικής αγωγής των νεαρών ανδρών και της φιλοξενίας, καθώς επίσης, στην φυσική πλευρά τους, και έφοροι κάποιων μετεωρολογικών φαινομένων και προστάτες των ναυτικών από τις τρικυμίες (όπως και οι Κάβειροι, με τους οποίους συσχετίστηκαν μετά τον 3ο π.α.χ.χ. αιώνα, στη δε Δήλο, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ταυτίστηκαν προς αυτούς με ιδιαίτερο ιερέα «Διοσκούρων Καβείρων», παρά την σαφή χθόνια φύση των δευτέρων). Οι ναυτικοί προσεύχονταν σε αυτούς ως «Θεούς Σωτήρες» για κατάπαυση των τρικυμιών και μετά τους τιμούσαν, ως Ολυμπίους, σε ευχαριστήρια θυσία με προσφορά λευκού προβάτου.

Από την κλασική αρχαιότητα και εντεύθεν οι «Σωτήρες Θεοί» Διόσκουροι επεκτείνουν την σφαίρα τους ως ηλιακές συνειδήσεις και στο πεδίο της θεραπευτικής (λ.χ. ως ακόλουθοι του Ασκληπιού στην Επίδαυρο), ενώ ως «Θεοί Μεγάλοι» λατρεύτηκαν στον Κλείτορα της Αρκαδίας και τις Κεφαλές Αττικής.

ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Σύμβολό τους είναι ένα ζευγάρι «πίλων», δηλαδή ημισφαιρικών κρανών (που συμβολίζουν τα δύο ημίσεα του αυγού της Λήδας, ως «του ωού τα ημίτομα» τα περιγράφει ο είρων Λουκιανός). Από το τέλος του 4ου π.α.χ.χ. αιώνος προστέθηκε από ένα αστέρι στην κορυφή του κάθε «πίλου»: ο σχολιάζοντας τον «Λυκόφρονα» ο Τζέτζης, διασώζει αόριστα στο σημείο 88 την μυθολογική αφήγηση ότι ο Ζεύς ενώθηκε με τη Λήδα υπό μορφή άστρου. Άλλα σύμβολά τους είναι τα λεγόμενα «Δόκανα», δύο κάθετα ξύλα που συνδέονται με άλλα δύο χιαστί, ως σύμβολο της ακλόνητης συντροφικότητας, το οποίο αποτελούσε την πολεμική «σημαία» των Σπαρτιατών, δύο επιμήκεις λήκυθοι που περιτυλίγονται από φίδια, καθώς και το στεφάνι με κλαδιά φοινικιάς. Ιερείο τους είναι το λευκό πρόβατο, ιερό χρώμα τους το κόκκινο και το χρυσό και ιερό τους ζώο ο λευκός ίππος.

ΛΑΤΡΕΙΑ

Η λατρεία των Διοσκούρων είχε σταδιακή αλλά ευρεία διάδοση από την Πελοπόννησο στην υπόλοιπη Ελλάδα, την Σικελία, την νότια Ιταλία (Παυσανίας 10.33.3 και 10.38.3) και τέλος στην Ετρουρία (ως Castur και Pulutuke ή Poloces ή Pultuke) και το Λάτιο, όπου σε πολλές περιπτώσεις λατρεύτηκαν και ως Πενάτες, δηλαδή προγονικά πνεύματα που προστατεύουν τους οίκους (Di Penates).

Προς τιμήν τους εορτάζονταν τα «Διοσκούρια» σε μια σειρά από αχαϊκές και δωρικές πόλεις, με γυμνικούς αγώνες και θυσίες. Στην Σπάρτη και την Κυρήνη εορτάζονταν επιπρόσθετα με παιδιές και συμπόσια, καθώς και τα σπαρτιατικά «Αμυκλαία», μία ετήσια μεγαλοπρεπέστατη θυσία των Σπαρτιατών προς τιμή του Θεού Απόλλωνος και των Διοσκούρων, στη διάρκεια της οποίας γινόταν και η ανά έτος αφιέρωση στο Αμυκλαίο Ιερό ενός ιερού χιτώνα για την ένδυση του περίφημου χάλκινου αρχαϊκού αγάλματος του Θεού, έργου του Βαθυκλέους. «Διοσκούρια» εόρταζαν από το 496 π.α.χ.χ. και οι Ρωμαίοι, που καθιέρωσαν για αυτά την 8η Απριλίου του κάθε έτους, σε ανάμνηση του θριάμβου τους κατά των Λατίνων και Ετρούσκων στην μάχη της λίμνης Ρηγίλλης, κατά την οποία η Παράδοση ήθελε να έχουν επιφανεί οι Θεοί Διόσκουροι επάνω σε λευκούς ίππους, ως συμπολεμιστές των Ρωμαίων.

Στο Άργος, όπου ο Κάστωρ θεωρείτο αρχηγέτης των γενών της Λέρνης και ένας από τους Δώδεκα Ολυμπίους Θεούς, οι Έλληνες εόρταζαν επίσης προς τιμήν των Διοσκούρων τα λεγόμενα «Μιξαρχαγέτια», με θυσίες και πλούσια δείπνα. Στην Αθήνα οι δύο Θεοί λατρεύονταν με το όνομα «Άνακες Παίδες» ή «Άνακτες Παίδες» (Στράβων 5. 232, καθώς και Παυσανίας, Αιλιανός, Αριστοφάνης, Πλούταρχος, κ.ά.) και με το αυτό όνομα τελούντο μυστήρια προς τιμήν τους στην Άμφισσα της Λοκρίδος (Παυσανίας, 10.38.7).

Η λατρεία των Διοσκούρων τέθηκε εκτός νόμου το έτος 359 από τον χριστιανό αυτοκράτορα Κωστάντιο, ο οποίος διέταξε την καταστροφή όλων των Ιερών τους και την θανάτωση των ιερέων τους.

ΟΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ

Όπως προείπαμε, οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν το 496 π.α.χ.χ. την λατρεία των Dioscuri σε ανάμνηση της επιφάνειας και βοήθειας που παρείχαν στον στρατό τους οι δύο Θεοί Κάστωρ (Castor) και Πόλουξ (Pollux) στην μάχη της Ρηγίλλης (Regillus) την προηγούμενη χρονιά, όπως είχε ορκιστεί στην διάρκεια της μάχης ο ηγέτης τους Aulo Postumio Albo. Στις 15 Ιουλίου 414 καθιερώθηκε στο Φόρουμ της Ρώμης απέναντι από τον Ναό της Θεάς Βέστα (Vesta, Εστίας), στο σημείο όπου έγινε η δεύτερη επιφάνειά τους στην οποία ανακοίνωσαν την ίδια ημέρα στον λαό της Ρώμης την νίκη στην λίμνη Ρηγίλλης, ένας περικαλλής Ναός τους (Αedes Castoris et Pollucis), ο οποίος γύρω στο 160 π.α.χ.χ. φιλοξενούσε και συνεδριάσεις της Συγκλήτου.

Αργότερα τους αφιερώθηκαν δύο ακόμη Ναοί, ο ένας στο «Circus Maximus» και ο άλλος στο «Circus Flaminius» (Βιτρούβιος, 4.7) και τους προσφέρονταν αντίστοιχα θυσίες στις 27 Ιανουαρίου και 13 Αυγούστου. Ο πρώτος Ναός έγινε το λατρευτικό κέντρο της τάξης των Ιππέων (Εquites), που από το 305 π.α.χ.χ. και μετά έφιπποι και στεφανωμένοι συμμετείχαν κάθε χρόνο στις 15 Ιουλίου σε μία μεγαλειώδη πομπή (που είχε καθιερώσει ο Fabius Maximus Rullianus) από τον Ναό του Θεού Μαρς (Mars, Άρεως) στον Ναό των Θεών Διοσκούρων. Άλλο μεγάλο λατρευτικό κέντρο τους υπήρξε το ετρουσκικό Τούσκουλο (Τusculum, 16 χιλιόμετρα νοτιανατολικά της Ρώμης, στο οποίο ήσαν οι προστάτες Θεοί), η Όστια, το επίνειο της Ρώμης, με Ναό στα δυτικά του αυτοκρατορικού ανακτόρου που ανακαίνισε την εποχή των Αντωνίνων ο P. Lucilius Gamala, καθώς και ένα νησί της Καλαβρίας, δέκα μίλια από το ακρωτήριο Λακίνιο Άκρο (Lacinium), που ονομαζόταν «νησί των Διοσκούρων» (Πλίνιος, «Φυσική Ιστορία» 3. 97). Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν συχνά στο όνομά τους για να εκφράσουν θαυμασμό ή μια ισχυρή εντύπωση, «mecastor!» ή «ecastor!» («μα τον Castor!») οι γυναίκες και «edepol!» («μα τον Pollux!») οι άνδρες.

ΟΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΕΛΤΩΝ

Τέλος, οι Dioscuri ήσαν κατά την «ρωμαϊκή ερμηνεία» («interpretatione Romana») του Τάκιτου στο «Germania» (43.4) Θεοί αντίστοιχοι των επίσης «διδύμων» τευτονικών Θεών Alcis («Άλσις», ίσως «Αλσίων», θεοτήτων των αλσών), προστατών των εφήβων του έθνους των Σουηβών Ναχαρβαλών (Naharvali), στους οποίους ήταν αφιερωμένο ένα ιερό άλσος. Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, οι Διόσκουροι λατρεύονταν και από τους Κελτούς (Κέλτες) της δυτικής Γαλατίας. Ως επιβεβαίωση του ισχυρισμού του, βρέθηκε στο Παρίσι μεταγενέστερος βωμός, στον διάκοσμο τους οποίου απεικονίζονται οι δύο Θεοί ανάμεσα σε άλλες κελτικές μορφές.

Η αξιοπρέπεια ενός λαού

Η αξιοπρέπεια ενός λαού
δεν μετριέται με το χρήμα
αλλά με τους αγώνες
που έδωσε
που δείνει
και που θα δώσει

τίποτα άλλο
δεν έχει σημασία
διότι μόνο με αυτούς
παράγει ένα έργο
για την ανθρωπότητα

κι αν λυπάσαι
που πολλοί δεν το κατανοούν
πρέπει να το ξεπεράσεις
μόνο μερικοί αρκούν
αρκεί να είναι έτοιμοι
να το παλέψουν
και να θυσιαστούν

έτσι ώστε τα ίχνη τους
να είναι η γραφή
της ανθρωπιάς
που δεν εγκατέλειψε
μια πιθαμή
όχι της γης
αλλά του χρόνου
που μας δόθηκε
για ν'αλλάξουμε
τα δεδομένα
και να δημιουργήσουμε
αυτό που ονόμαζαν
ουτοπία

όσοι μας κατηγορούσαν
διότι φοβόντουσαν
για την κοινωνία τους
δίχως να αντιληφθούν
το κενό τους.

Γι'αυτό μη γονατίσεις.

Σίβυλλα Ηροφίλη: 'Ηρθα να προφητέψω τη νόηση του Δία

Στην αρχαιότητα με τη λέξη Σίβυλλα χαρακτηριζόταν η γυναίκα με μαντική ικανότητα που προφήτευε αυθόρμητα χωρίς να ερωτηθεί , όταν περιερχόταν σε έκσταση, μελλοντικά συμβάντα συνήθως δυσάρεστα ή φοβερά...

Η κάθε Σίβυλλα πιστευόταν ότι είχε το προφητικό χάρισμα από τη γέννησή της. Τη θεωρούσαν μια ύπαρξη ανάμεσα στον θεό και στο άνθρωπο. Στην ελληνική μυθολογία η Ηροφίλη ήταν μία από τις Σίβυλλες. Γεννήθηκε στην πόλη Μάρπησσο της Τρωάδας και ήταν θυγατέρα μιας ανώνυμης Νύμφης των δασών (κατ' άλλους της Ιδαίας, όνομα που άλλωστε σημαίνει απλώς «η καταγόμενη από την Ίδη) και ενός απλού βοσκού της Ίδης, του Θεοδώρου. Η Ηροφίλη έδωσε για πρώτη φορά χρησμούς που προ έλεγαν ότι η Τροία θα καταστρεφόταν εξαιτίας μιας γυναίκας που θα είχε γεννηθεί στη Σπάρτη.
 
Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει [10, 12,1]:

«Η Ηροφίλη όμως ήταν νεότερη απ΄ αυτή, (την παλιά Σίβυλλα) αν και φαίνεται παλιότερη από τον Τρωϊκό πόλεμο, και προφήτεψε για την Ελένη, τον όλεθρο Ασίας και Ευρώπης που θα ανατραφεί στη Σπάρτη, και πως γι΄αυτήν θα πέσει το Ίλιο από τους Έλληνες»
 
Οι Δήλιοι θυμούνται και έναν ύμνο της γυναίκας αυτής για τον Απόλλωνα. Στο ποίημά της ονομάζει τον εαυτό της όχι μόνο Ηροφίλη, αλλά και Άρτεμη και λέει πως είναι σύζυγος νόμιμη του Απόλλωνα, άλλοτε όμως αδελφή του και άλλοτε κόρη του. Έκαμε το ποίημα αυτό ευρισκόμενη σε μανία και κατεχόμενη από τον θεό. Σε άλλους στίχους των χρησμών της είπε πως η μητέρα της είναι μια από τις αθάνατες νύμφες της Ίδης και ο πατέρας της άνθρωπος.
 
Οι στίχοι είναι οι εξής: «Είμαι γεννημένη μισή θνητή μισή θεϊκή από αθάνατη νύμφη και από πατέρα σιτοφάγο. Από την μητέρα μου κατάγομαι από την Ίδη, η πατρική μου γη είναι η κόκκινηΜαρπησσος, ιερή της Μεγάλης Μητρός, και ο Αϊδωνεύς ποταμός».

Ο Κλήμης Αλεξανδρείας γράφει πως η πρώτη Σίβυλλα ήταν και αυτή από την Μικρά Ασία: «Η Σίβυλλα είναι παλιότερη από τον Ορφέα».
 
Λέγονται πολλά γι΄ αυτήν και τους πασίγνωστους χρησμούς της και την επωνυμία της. Ήταν Φρύγια, αποκλήθηκε Άρτεμη, και φτάνοντας στους Δελφούς έψαλε: 

"Ώ Δελφοί, αφιερωμένοι στον τοξότη Απόλλωνα, εγώ ήρθα να προφητέψω τη νόηση του Δία που κρατά την Αιγίδα, γιατί έχω πικραθεί από τον αδελφό μου τον Απόλλωνα". 

Είναι και άλλη μια, από την Ερυθραία [της Μικράς Ασίας] που την λέγανε Ηροφίλη. Αυτές τις αναφέρει ο Ηρακλείδης ο Ποντικός στο ΄΄Περί χρηστηρίων΄΄ Η Ηροφίλη ήλθε στους Δελφούς και στάθηκε στην ίδια πέτρα που είχε σταθεί πριν η Σίβυλλα της Λιβύης.

Επανήλθε στην Τρωάδα και έγινε ιέρεια του Σμινθέως Απόλλωνος. Θεωρείτο σεμνή και αρκετές φορές της δινόταν ο τίτλος της συζύγου, της αδελφής, αλλά και της θυγατρός του Απόλλωνος.

Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Σάμο, πήγε όμως και στην Κλάρο της περιοχής της Κολοφώνας στην Δήλο και στους Δελφούς.

Σε αυτά τα μέρη χρησμοδοτούσε ανεβαίνοντας πάνω σε μία πέτρα που μετέφερε πάντα μαζί της.
 
Το λεξικό της Σούδας λέει πως η Σίβυλλα δεν ήταν άλλη από τη γνωστή μάντισσα από την Τροία, την Κασσάνδρα, του Πρίαμου την κόρη. Ο Παυσανίας αναφέρει πως και άλλες περιοχές διεκδικούσαν την καταγωγή της Σίβυλλας, αλλά πιστεύει πως η ομολογία της ίδιας είναι καθοριστική.
 
Ο χρησμός αυτός ήταν καταγραμμένος: «Οι Ερυθραίοι – γιατί αυτοί φιλονικούν περισσότερο από όλους τους Έλληνες για την Ηροφίλη λένε ότι είναι κόρη του ντόπιου βοσκού Θεόδωρου και μιας νύμφης. Η νύμφη είχε το επώνυμο «Ιδαία» όχι για άλλο, παρά ότι τα δασωμένα μέρη τα λέγανε τότε οι άνθρωποι ΄Ιδες. Το στίχο που αναφέρεται στη Μάρπησσο και τον ποταμό Αϊδωνέα οι Ερυθραίοι τον αφαιρούν από τους χρησμούς»
 
Κάθε φορά που επισκεπτόταν τους Δελφούς έψαλλε πάνω σε έναν βράχο. Το μοιραίο την βρήκε στην Τρωάδα. Στα χρόνια του περιηγητή Παυσανία έδειχναν τον «τάφο» της (Παυσανίας, Ι' 12, 2). Μετά τον θάνατό της ετάφη στην Τρωάδα στο άλσος του Απόλλωνος.
 
Μέσα στο άλσος του Σμινθέα με το εξής ελεγείο πάνω στη στήλη:
 
"Είμαι εγώ, η άσφαλτη προφήτισσα του Φοίβου Σίβυλλα κρυμμένη κάτω από τον πέτρινο αυτόν τάφο παρθένος με φωνή πριν, τώρα όμως για πάντα άφωνη που εξαιτίας μιας μοίρας στιβαρής βρήκα τα δεσμά τούτα. Αλλά είμαι θαμμένη κοντά στις νύμφες και τον Ερμή τούτον διατηρώντας στον κάτω κόσμο ένα μέρος του άλλοτε ηγεμονικού αξιώματός μου."
 
Κοντά στον τάφο της ήταν στημένος ο λίθινος Ερμής.

ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ ΔΙΟΣ - INVOCATION TO ZEUS

ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ ΔΙΟΣ

Ὦ Ζεῦ͵ πάτερ Ζεῦ͵ σὸν μὲν οὐρανοῦ κράτος͵
σὺ δ΄ ἔργ΄ ἐπ΄ ἀνθρώπων ὁρᾶις
λεωργὰ καὶ θεμιστά͵ σοὶ δὲ θηρίων
ὕβρις τε καὶ δίκη μέλει!


Ώ Ζεύ, πάτερ Ζεύ, δικό Σου είναι το Βασίλειο τ' Οὐρανοῦ,
και Συ είσαι που εποπτεύεις τα έργα των ανθρώπων,
τόσο τα ανόσια όσο και τα θεμιτά, και δικό Σου μέλημα
είναι των «θηρίων» η ύβρις και η δίκαιη τιμωρία!

Αρχίλοχος ο Πάριος

INVOCATION TO ZEUS

Oh Zeus, father Zeus, Yours is the Kingdom of Heaven,
and you watch men's deeds, the crafty and the right,
and You are who cares
for beasts' transgression and justice.

Archilochus the Parian

Θεωρίες γνώσης στα κύρια ρεύματα της προχριστιανικής Ελληνιστικής φιλοσοφίας: Κήπος, Στοά, Σκέψις

Κύρια ρεύματα της προχριστιανικής ελληνιστικής φιλοσοφίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η αναζήτηση της γνώσης ήγουν της έγκυρης αληθούς πίστης[1] υπήρξε εξαρχής το βασικό κίνητρο για την ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης. Στα ελληνιστικά χρόνια (300π.Χ- 300μ.Χ) τα τρία κυρίαρχα φιλοσοφικά ρεύματα, ο επικουρισμός, ο στωικισμός και ο σκεπτικισμός, αναπτύσσουν διαφορετικές θέσεις όσον αφορά το περιεχόμενο, τα όρια, τις προϋποθέσεις, τη μέθοδο και τα μέσα απόκτησης γνώσης.

Τα δύο πρώτα εξ’ αυτών, ο Κήπος και η Στοά, αντιμετωπίζουν θετικά το ενδεχόμενο απόκτησης ασφαλούς γνώσης για τα πράγματα του κόσμου αυτού – και όχι μόνον – σε αντίθεση με το τρίτο, τη Σκέψη, που κινείται από την αμφιβολία ως την απόλυτη άρνηση. Σε κάθε περίπτωση καθοριστικός είναι ο ρόλος που αποδίδεται στις αισθήσεις και στο ανθρώπινο λογικό, ως κατεξοχήν γνωστικά εργαλεία. Ακόμη, οι τρεις ανωτέρω φιλοσοφικές κατευθύνσεις συγκλίνουν ως προς τη θέση τους για τη σκοπιμότητά της γνώσης, η οποία είναι πρακτική, αφού προσβλέπει στην επίτευξη της ψυχικής ηρεμίας, και εν γένει ως προς το χαρακτήρα της φιλοσοφικής τους σκέψης, που είναι ευδαιμονικός, καθώς αποσκοπεί στην ατομική ευδαιμονία των ανθρώπων.

Στα συμπεράσματα αυτά θα καταλήξουμε με την ολοκλήρωση της παρούσας μελέτης, αντικείμενο της οποίας είναι οι γνωστικές θεωρίες των τριών προαναφερθεισών φιλοσοφικών σχολών. Στο επίκεντρο αυτής τίθενται θέματα όπως το ενδεχόμενο απόκτησης γνώσης και τα ερείσματα της (θετικής ή αρνητικής) σχετικής θέσης, τα μέσα, τα όρια και οι προϋποθέσεις απόκτησης γνώσης, τα γνωστικά αντικείμενα, τα θεωρούμενα ως κριτήρια βεβαιότητας και βέβαια η σκοπιμότητα στην προσέγγιση της αλήθειας.

Ι. ΑΙΣΘΗΣΗ

Η απάντηση που δίνουν οι κυριότερες σχολές της ελληνιστικής φιλοσοφίας στο ερώτημα αν και κατά πόσο ο άνθρωπος μπορεί η δε μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του, σχετίζεται πρωτίστως με την αναγνώριση της αξίας των αισθήσεων, αφού τόσο εκείνοι που είναι θετικοί στην προοπτική απόκτησης γνώσης, επικούρειοι και στωικοί, όσο και οι αρνητικοί σε αυτή, σκεπτικοί, στηρίζονται πρωτίστως στην αξία της συμβολής των αισθήσεων.

Ο Επίκουρος στο ερώτημα σχετικά με την αφετηρία της σκέψης και της διανοητικής δυνατότητας στον άνθρωπο υποστήριξε μια μέση θέση μεταξύ της νοησιοκρατίας και της αισθησιοκρατίας. Το Κανονικό, που περιλαμβάνει τα κύρια περί γνώσεως δόγματα του επικούρειου φιλοσοφικού συστήματος, έχει ως καθοριστικούς παράγοντες τις αισθήσεις και τα πάθη. Δεδομένου ότι το σύμπαν αποτελείται, κατά την δημοκρίτεια θεωρία, από άτομα, εννοείται ότι κάθε μέρος του έχει συγκεκριμένες ιδιότητες, όπως το σχήμα, το βάρος και το μέγεθος, οι οποίες προσλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα[2]. Συνεπώς, ως αίσθηση ορίζεται ακριβώς η ικανότητα των αισθητηρίων οργάνων να προσλαμβάνουν με τη μέγιστη δυνατή ενάργεια τα «είδωλα» των εξωτερικών αντικειμένων και τις ιδιότητές τους και οδηγεί στη δημιουργία δευτερογενών ιδιοτήτων και άρα ο ρόλος της είναι βασικός στην λειτουργία της μάθησης, γιατί κάθε λογική πρόταση εξαρτάται και προσδιορίζεται από τις αισθήσεις. Επομένως, οι αισθήσεις, μαζί με το πάθος, το κατεξοχήν αίσθημα κάθε ζωντανού οργανισμού[3], συνιστούν το συνδετικό κρίκο μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου, ήτοι της φύσης και του ανθρώπου. Η εξωτερική πραγματικότητα οδηγεί στη δημιουργία αντίστοιχων μνημονικών παραστάσεων, ώστε ως κριτήρια της αλήθειας δε λειτουργούν μόνον οι αισθήσεις, αλλά επίσης τα συναισθήματα και οι έννοιες που δημιουργούνται[4]. Η αμεσότητα, με την οποία προσφέρουν οι αισθήσεις την πραγματικότητα μέσα από την πρόκληση ηδονής ή πόνου στον άνθρωπο[5], συνεπάγεται την επαλήθευση της δόξας και συνιστά εχέγγυο της αλήθειας. Αν ο άνθρωπος πέφτει σε πλάνη, αυτό, σύμφωνα με τη θεωρία των Επικούρειων, δεν οφείλεται στις αισθήσεις, αλλά στη λαθεμένη κρίση του[6]. Έτσι, αντίθετα με τον ορθολογισμό του Δημόκριτου, ο Επίκουρος παρουσιάζει τις αισθήσεις ως θεμελιωδώς αξιόπιστες[7].

Η μελέτη της λειτουργίας της αισθήσεως για τους Στωικούς συνδέεται επίσης με τη μελέτη των σωματικών μερών του σύμπαντος, εκείνων δηλαδή που έχουν αντικειμενική υπόσταση και δη τρεις διαστάσεις. Η γνώση των σωματικών προϋποθέτει τη διερεύνηση του τρόπου αντίληψης των πραγμάτων από τον ανθρώπινο νου. Σύμφωνα, δηλαδή, με τους Στωικούς ο άνθρωπος πρωτοέρχεται σε επαφή με τον κόσμο και άρα σταδιακά οδηγείται στη γνώση του, μέσω των αισθήσεων · μάλιστα η συνεισφορά των αισθήσεων στη γνωστική διαδικασία είναι τόσο σημαντική, ώστε να θεωρείται αδύνατη η απόκτηση γνώσης και κάθε νοητικής διαδικασίας άνευ της αισθητικής εμπειρίας και εν γένει των αισθήσεων.

Ο όρος αίσθησις χρησιμοποιούμενος από τους Στωικούς προσέλαβε διάφορες αποχρώσεις. Με την έννοια αυτή υποδηλώνονται άλλοτε τα αισθητήρια όργανα, άλλοτε η ενέργεια των αισθητηρίων οργάνων, άλλοτε η κατάληψις των εννοιών μέσω των αισθητηρίων οργάνων και άλλοτε, πάλι, το πνεύμα, το οποίο διοχετεύεται από το ήγεμονικόν στις αισθήσεις[8]. Το ήγεμονικόν μέρος της ψυχής είναι, κατά τους Στωικούς, υλοζωικού χαρακτήρα και κυρίαρχο και στις αισθήσεις και στη διάνοια[9]. Το μέρος αυτό είναι ειδικά προορισμένο και διαμορφωμένο έτσι, ώστε να είναι δεκτικό στην καταγραφή εμπειριών, εννοιών και γενικά πληροφοριών προερχόμενων από τον έξω κόσμο, είναι δηλαδή κάτι σαν χαρτί κενό, κατάλληλο για γραφή – το αριστοτελικό tabula rasa. To ήγεμονικόν είναι η έκφραση, που προλαμβάνει στα έλλογα πλάσματα το πνεύμα, η κίνηση που εκδηλώνεται άλλοτε προς τα μέσα δηλαδή προς το κέντρο και άλλοτε προς τα έξω δηλαδή προς την επιφάνεια και που προσφέρει συνοχή και ζωτικότητα στο κάθε ον. Το πνεύμα – επίσης φυσικόν ήτοι υλικό στη σύστασή του και συγκεκριμένα προϊόν της μείξης του αέρα με τη φωτιά –είναι η κίνηση δηλαδή, που εκδηλώνεται από το ήγεμονικόν με προορισμό τα αισθητήρια όργανα και έπειτα επιστρέφει πάλι στην πηγή του ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, από τα αισθητήρια όργανα μέσω των νευρώνων με προορισμό το νου[10]. Στην εξωτερική του κίνηση προσδίδει στα πράγματα τις ιδιότητές τους, ενώ στην εσωτερική τα καθιστά ενοποιημένα αντικείμενα[11]. Η συμβολή του πνεύματος, επομένως, είναι καθοριστική, γιατί επιτρέπει στην αίσθησι να συνιστά ενέργεια. Οι αισθήσεις είναι διακριτές από τα αντίστοιχα όργανα ως δυνάμεις, αλλά η λειτουργία τους είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ύπαρξη και λειτουργία αυτών[12]. Οι αισθήσεις αποτελούν παραφυάδες , που απλώνονται από το ήγεμονικόν μέρος της ψυχής στα αντίστοιχα όργανα[13] μεταφέροντας τις πληροφορίες και με μια ορισμένη -αλλά όχι προδιαγεγραμμένη – διαδικασία, στο νου, ώστε εγείρουν μια δραστηριότητα[14] που τελικά οδηγεί στην συγκρότηση γνώσης[15]. Γι’ αυτό και υπάρχει κάποιες φορές ταύτιση του όρου αίσθησις με την κατάληψι, γιατί για τους Στωικούς η αίσθηση και οι αισθήσεις συνιστούν βασικότατο μέσο, που ενεργοποιεί τις γνωστικές διαδικασίες και τελικά οδηγεί στη γνώση.

Οι σκεπτικοί, Ακαδημαϊκοί και Πυρρωνιστές , αντίθετα, στηρίζονται πάλι στις αισθήσεις, για να υποστηρίξουν όμως το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή δεν υπάρχει καμία προοπτική ασφαλούς γνώσης και η αιτία της κατάστασης αυτής είναι οι αισθήσεις. Για τους Ακαδημεικούς σκεπτικιστές η αλήθεια δε μπορεί να βασιστεί στις αισθήσεις, καθότι αυτές είναι απατηλές. Συγκεκριμένα, ο Αρκεσίλαος, εισηγητής του ακαδημαϊκού σκεπτικισμού[16], ακολουθώντας τον πλατωνικό δυισμό[17], υποστήριξε ότι οι αισθήσεις, στις οποίες έδωσαν τόσο μεγάλη σημασία τόσο οι Επικούρειοι, όσο και οι Στωικοί, δεν είναι ικανές να αποκαλύψουν την ουσία των πραγμάτων, ώστε τελικά τα αισθητήρια όργανα προσφέρουν μια στρεβλή ή πάντως απατηλή εικόνα των πραγμάτων .

II. ΓΝΩΣΗ

Η σημασία που αποδίδουν οι φιλόσοφοι των τριών κυριότερων φιλοσοφικών σχολών των ελληνιστικών χρόνων στην αξία των αισθήσεων συνδέεται με τη θέση τους για τη δυνατότητα απόκτησης γνώσης. Έτσι, Επικούρειοι και Στωικοί που αξιοποιούν τις αισθήσεις, αποδεικνύονται θετικοί στην προοπτική της γνώσης, ενώ αντίθετα οι σκεπτικιστές την απορρίπτουν.

Για τους Επικούρειους η αίσθηση είναι μόνο ένα από τα κριτήρια γνώσης, καθώς αντίστοιχο ρόλο επέχουν η πρόληψις, η υπόληψις και οι φανταστικαί επιβολαί. Ο σχηματισμός μιας μνήμης τον πολλάκις έξωθεν φανέντος οδηγεί στη συγκρότηση προλήψεων, η επανάληψη των οποίων σχηματίζει συνδυασμούς πάνω στα εσωτερικά στοιχεία και έτσι δημιουργεί υπολήψεις. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο άνθρωπος αποκτά ενημερωτικές θεωρήσεις της πραγματικότητας, ήτοι φανταστικάς έπιβολάς, και φτάνει τελικά στην αληθινή ουσία των όντων . Επομένως, η γνώση, σύμφωνα με τους επικούρειους εξαρτάται βασικά από την αντίληψη[18]. Έτσι, ο άνθρωπος κατά τους επικούρειους είναι σε θέση, με βάση τα δεδομένα των αισθήσεων, να γνωρίσει τον κόσμο μέσω των αισθήσεών του, που είναι θεμελιωδώς αξιόπιστες[19]. Μπορεί να γνωρίσει το σύμπαν, τον κόσμο, αποτελούμενο από άτομα και κενό[20], αλλά και οντότητες, που δεν ανήκουν στο κόσμο αυτό, όπως είναι οι ζώντες στο μετακόσμιο θεοί[21].

Η θεωρία των Στωικών για τη γνωστική δυνατότητα του ανθρώπου είναι επίσης θετική[22] και αυτή η θέση εδράζεται στην αντίληψη, ότι μια καθολική επιστημονική γνώση είναι δυνατή[23], λόγω του ότι πραγματικά είναι μόνο τα εμπειρικά[24] και ότι ο άνθρωπος μετέχει της πρώτης αρχής και ουσίας του κόσμου, της ανώτατης αρχής, η οποία διέπει και καθορίζει τα πάντα , του Λόγου. Αυτός δομεί και διέπει όλο τον κόσμο[25] και μπορεί να γίνει γνωστός στον άνθρωπο (οίκείωσις)[26], γιατί – αντίθετα με τα άλλα ζώα μόνο εκείνος – έχει προικιστεί με αυτόν[27] και διαθέτει έμφυτες προϋποθέσεις, τον έν ήμϊν λόγο[28]. Το ανθρώπινο λογικό, που συνιστά τμήμα του συμπαντικού λόγου , εισκρίνεται ακριβώς για να οδηγήσει στη γνώση , αναπτύσσεται σταδιακά και ολοκληρώνεται με την ενηλικίωση του ατόμου. Με τη δύναμη του λογικού, ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί τον εαυτό του ως μέρος του σύμπαντος και δη ως έναν μικρόκοσμο[29] και να ζήσει σε συμφωνία με το λόγο ήτοι τη φύση του[30].

Η γνωστική ικανότητα του ανθρώπου αποδίδεται από τους Στωικούς σε ορισμένες φυσικές και έμφυτες έννοιες, τις προλήψεις[31], στις οποίες συνίσταται ο κανόνας της αλήθειας[32]. Η πρόσληψη και σημασιοδότηση των όποιων έξωθεν πληροφοριών γίνεται (με συγκεκριμένους τρόπους, παραδείγματος χάριν κατά περίπτωσιν, καθ’ ομοιότητα, κατ’ αναλογίαν, κατά σύνθεσιν, και ούτω καθεξής)[33]. Οι έννοιες σχηματίζονται με την ενεργό συμμετοχή του ηγεμονικού στη γνωστική διαδικασία[34], καθώς προϋποτίθεται επιμέλεια και διδασκαλία. Η τύπωσις οδηγεί στη συγκρότηση της φαντασίας, μιας επίγνωσης της αλήθειας, που έρχεται σαν φως στην ψυχή[35]. Αν υπάρξει ένας ικανός αριθμός φαντασιών, συντελείται η καταληπτική φαντασία, μια έννοια, που λειτουργεί ως κριτήριο διάγνωσης της αλήθειας[36], καθώς σχετίζεται με την ένταση και τη ζωντάνια της εικόνας, που μεταφέρουν οι αισθήσεις, διαχωρίζοντας, έτσι, τις αληθείς από τις ψευδείς . Όταν το ηγεμονικό παρέχει υπόσταση στις καταληπτικές φαντασίες, ουσιαστικά προσφέρει συγκατάθεση, μια προϋπόθεση για την εγγύηση της αλήθειας του πράγματος.

Έτσι, Επικούρειοι και Στωικοί υποστηρίζουν ότι με αφετηρία τις αισθήσεις και την ανάπτυξη της ανθρώπινης διάνοιας είναι δυνατή η γνώση των πάντων. Στον αντίποδά τους βρίσκονται οι σκεπτικοί, οι φιλόσοφοι, που απορρίπτουν κάθε δυνατότητας ασφαλούς γνώσης και αντιμετωπίζουν τα πάντα με διστακτικότητα[37] και διάθεση αμφισβήτησης[38]. Οι Σκεπτικοί των ελληνιστικών χρόνων διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τους Ακαδημαϊκούς και τους Πυρρωνιστές[39]. Οι πρώτοι ή άλλως οι «εφεκτικοί» στηρίχτηκαν στην πλατωνική αντιμετώπιση του εμπειρικού κόσμου πάνω στην οποία δομούν τη θέση τους. Σύμφωνα με αυτή δεν υπάρχουν τεκμήρια, που να θεμελιώνουν την εγκυρότητα της γνώσης και άρα, κατ’ επέκταση, δεν έχει νόημα η αναζήτηση της αλήθειας. Αλλά κι οι θεωρητικοί συλλογισμοί, τους οποίους αποπειράται ο άνθρωπος, δε μπορούν να εξασφαλίσουν κάποια ασφαλή κριτήρια επαλήθευσης της δόξας, και άρα να οδηγούν σε γνώση[40]. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια αναπόφευκτη και αδιέξοδη σύγχυση του αληθινού και του απατηλού. Έτσι, οι σκεπτικοί καταλήγουν στο ίδιο σημείο, όπου είχε αφήσει ο Σωκράτης το φιλοσοφικό στοχασμό, ότι δηλαδή η μόνη γνώση, που είναι ενδεχομένως δυνατή στον άνθρωπο, είναι η αδυναμία επιβεβαίωσης του αληθούς οποιασδήποτε γνώσης[41].

Η άλλη κατεύθυνση του ελληνιστικού Σκεπτικισμού[42], εκείνη του Πύρρωνος[43], ακολουθεί επίσης τη θεωρία του Σωκράτη για τη γνώση. Σε αντίθεση όμως με αυτόν οδηγείται σε έναν θεωρητικό μηδενισμό[44] υποστηρίζοντας ότι, όχι μόνο δε μπορεί να βρεθεί η αλήθεια ή να οριστεί ένα κριτήριο εγκυρότητάς της, κάτι που θα άνοιγε το δρόμο για τη γνώση, αλλά – μάλλον περισσότερο κατά το παράδειγμα των σοφιστών[45] – κάθε θέση είναι αμφισβητήσιμη και ανατρέψιμη. Συνεπώς η προβολή της ως αληθούς ή ψευδούς είναι θέμα παρουσίασής της[46]. Παράλληλα, όμως, απορρίπτουν το ενδεχόμενο να στηριχτεί μια αλήθεια στο λόγο, γιατί αυτός μπορεί να συγκροτήσει αποδείξεις με βάση προκείμενες που είναι μη – αποδείξιμες[47]. Οι σκέψεις του ανθρώπινου νου είναι αβάσιμες και η δυνατότητά του να γνωρίσει την αλήθεια μέσω αυτών ανύπαρκτη[48].

Η στάση των ακαδημαϊκών σκεπτικών της ελληνιστικής περιόδου απέναντι στην προοπτική απόκτησης κάποιας γνώσης φαίνεται να μετριάζεται κατά τη μέση φάση της , όταν τα ηνία της σχολής ανέλαβαν ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης . Ο Καρνεάδης φαίνεται ότι υποστήριζε πώς, αν και δεν είναι δυνατή η γνώση της αλήθειας, όμως είναι δυνατή η διατύπωση κρίσεων πιθανών ή έστω αληθοφανών[49]. Η πιθανότητα γνώσης των αντικειμένων διαθέτει κατ’ αυτόν τρία επίπεδά, ήτοι κλιμακώνεται σε φαντασίαν πιθανήν, απερίσπαστον, όταν είναι συνεπής προς τις λοιπές εντυπώσεις που μοιάζουν αληθινές, ώστε να μην αναιρείται, και σε διεξωδευμένη, όταν έχουν προσεκτικά ελεγχθεί οι συνθήκες κάτω από τις οποίες σχηματίστηκε η κρίση[50]. Οι δέκα τρόποι του Αινησίδημου, από τη νέα φάση της σχολής, δεν ήταν παρά ακριβώς η επισήμανση μερικών διαφορών, που επηρεάζουν την κρίση και δυσχεραίνουν τη βέβαιη περί του περιβάλλοντος γνώση, όπως για παράδειγμα η λειτουργία των αισθητηρίων οργάνων, η συχνότητα της παρατήρησης, η θέση / απόσταση, η σχετικότητα, η διαφορά ηθών και εθίμων, και άλλες συναφείς διαφοροποιές της αντιλήψεως παράμετροι[51]. Και ακόμη, ο Σέξτος ο Εμπειρικός[52]υποστήριζε ότι κάθε άνθρωπος βρίσκεται πάντοτε σε μια κατάσταση, κατά την οποία δε μπορεί να λειτουργήσει ως αντικειμενικός παρατηρητής, ώστε όλοι είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, μεροληπτικοί[53]. Επομένως, κάθε θέση είναι αμφισβητήσιμη, ενώ ελάχιστα έως μηδαμινά είναι εκείνα που μπορούν να γίνουν γνωστά με βεβαιότητα[54].

ΙΙΙ. ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Στην ανώτερη γνωστική βαθμίδα βρίσκεται η επιστήμη, η απόλυτη και ασφαλής γνώση. Εννοείται ότι για όσους φιλοσόφους αντιμετωπίζουν θετικά τη δυνατότητα απόκτησης γνώσης, προβλέπεται μια συγκεκριμένη – διαφορετική ανά σχολή – οδός προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ για όσους είναι αρνητικά διακείμενοι απορρίπτεται συλλήβδην κάθε παρόμοια περίπτωση.

Οι Επικούρειοι εντάσσουν, όπως προαναφέρθηκε, τις γνωσιολογικές θέσεις τους στο κανονικόν μέρος της φιλοσοφίας τους και σύμφωνα με αυτό η γνώση ξεκινάει από τις αισθήσεις και κορυφώνεται με τις φανταστικές επιβολές, ενημερωτικές δηλαδή θεωρήσεις της πραγματικότητας, που αποκαλύπτουν την αληθινή ουσία των όντων. Οι σημερινές νοούμενες ως επιστήμες, οι θετικές, όπως τα μαθηματικά και η φυσική, δε συνεισφέρουν ουσιαστικά σε αυτό, καθότι τα πρώτα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ενώ η δεύτερη βοηθά μόνο στην αντιμετώπιση του φόβου για το θάνατο και τη δράση των θεών[55]. Αυτό που ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, ήτοι ένας φιλόσοφος, μπορεί και οφείλει να κάνει για να οδηγηθεί στην ανώτερη γνωστική κατάσταση είναι να αποστασιοποιείται από προλήψεις και δοξασίες και γενικώς να διατηρεί μια διαφορετική από εκείνη του απλού κόσμου αντίληψη για τα πράγματα.

Η επιστήμη είναι και για τους Στωικούς το ανώτερο δυνατό γνωστικό επίπεδο στο οποίο μπορεί να οδηγηθεί ο ανθρώπινος νους. Για την ακρίβεια το ανώτερο γνωστικό επίπεδο στο οποίο μπορεί να φτάσει, κατά τους στωικούς, ένας απλός νους είναι η δημιουργία καταλήψεων, που προκύπτει από τη συγκατάθεση μεταξύ δόξας και αντικειμενικής πραγματικότητας συγκροτεί καταλήψεις. Αντίθετα, η μετάβαση από την κατάληψη στην επιστήμη θεωρείται δυνατή μόνο για έναν σοφό[56], γιατί μόνο αυτός μπορεί να διατηρήσει ασφαλή μια μνήμη, να διακρίνει ποιες είναι οι αξιόπιστες εντυπώσεις[57], να επιβεβαιώσει τη γνώση και να της προσδώσει διάρκεια με το λόγο[58]. Έτσι η ψυχή οδηγείται σταδιακά στην τύπωση εννοημάτων, στη δημιουργία αναμνήσεων και εμπειριών, στην αναγνώριση ορισμένων εξ αυτών ως αντικειμενικών, στη συγκατάθεση μεταξύ δόξης και αληθούς γνώσης[59]. Επομένως, η επιστήμη, η επιστημονική γνώση[60], και σε αυτή την περίπτωση συνδέεται με την απομάκρυνση από το επίπεδο της δόξας και με την προσέγγιση της αληθινής σοφίας .

Οι Σκεπτικοί, όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, υπεραμύνθηκαν της αδυναμίας απόκτησης γνώσης μέσω των αισθήσεων[61](άκαταληψία)18 ή του λόγου και γενικότερα της αδυναμίας ασφαλούς γνώσης για οτιδήποτε, επομένως συνεπάγεται ότι τοποθετήθηκαν αρνητικά και στην προοπτική συγκρότησης επιστήμης. Αντίθετα, η δέουσα στάση ενός φιλοσόφου ενώπιον αυτού του γνωστικού αδιεξόδου (άπορία)19 είναι η αποφυγή από κάθε απόφανση (εποχή) , η άφασία , η πλήρη άρνηση χρήσης της γλώσσας ως μέσου για τη σύνθεση μιας εικόνας προκειμένου να αποδοθεί η πραγματικότητα[62] και φυσικά η παραίτηση από κάθε προσδοκία γνώσης και η ουδετερότητα (άρρεψία)[63].

ΤΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

Ανάμεσα στις τρεις κυριότερες φιλοσοφικές σχολές των ελληνιστικών χρόνων, τους Επικούρειους, τους Στωικούς και τους Σκεπτικούς, οι δύο πρώτες υποστηρίζουν ότι είναι δυνατό ο άνθρωπος να οδηγηθεί με μια ορισμένη – διαφορετική κάθε φορά, ανάλογα με τις ειδικότερες εκφάνσεις της γνωσιοθεωρίας τους – διαδικασία στη γνώση, την αληθή δηλαδή και ασφαλή δόξα, αρχής γενομένης των δεδομένων, που προσπορίζουν οι αισθήσεις, όπως επίσης και να συγκροτήσει επιστήμη – αν και η δυνατότητα αυτή προσφέρεται περισσότερο στο σοφό, και όχι στο μέσο νου. Αντίθετα, ο σκεπτικισμός αναπτύσσει μια δυναμική επιχειρηματολογία, που κατατείνει στην έλλειψη εχέγγυων για την αλήθεια.

Η επικούρεια γνωσιοθεωρία παρέχει προτεραιότητα στις αισθήσεις, τάσσεται, επομένως, υπέρ του εμπειρισμού και ειδικά της αισθησιοκρατίας, την οποία υποστήριξε μια πληθώρα νεότερων φιλοσόφων, όπως ο Condillac, που κατέληξε πως όλες οι ψυχικές λειτουργίες είναι μετασχηματισμένα αισθήματα, ενώ ο Hegel πρόβαλε τη θέση ότι η ύλη είναι το πρωταρχικό και το πνεύμα το παράγωγό της . Οι Στωικοί, πάλι, ακολουθώντας περισσότερο τον Αριστοτέλη στη θέση ότι το ηγεμονικό είναι μέρος της ψυχής κατάλληλο για γραφή, τάσσονται υπέρ του εμπειρισμού, όπως θα κάνει πολύ αργότερα και ο Λοκ, ο οποίος συμφώνησε ότι η ψυχή είναι ένα άγραφο χαρτί πάνω στο οποίο αποτυπώνονται σταδιακά οι εντυπώσεις που αποκτούνται με τις αισθήσεις[64]. Ο στωικός εμπειρισμός, βεβαια, μετριάζεται από την παραδοχή της μεταγενέστερης ανάπτυξης της λογικής, θέση, που τους φέρνει κοντά στο αντίπαλο δέος, στη νοησιοκρατία, την οποία ανέπτυξαν πιο πρόσφατα ο Descartes, ο Spinoza, ο Kant και πληθώρα άλλων φιλοσόφων .

Η συνεχόμενη αναβάθμιση των γνώσεων του ανθρώπου σε πληθώρα αντικειμένων και η διαρκώς προώθηση της εμβάθυνσης σε αυτά ίσως προσφέρει μια κάποια ερμηνεία για την μακροβιότητα του σκεπτικισμού και την πολυμορφία των επιχειρημάτων, που κατά καιρούς επιστρατεύτηκαν · ο Hume υποστήριζε ότι η πραγματικότητα συγκροτεί αισθητηριακές και μνημονικές εντυπώσεις, αλλά δεν αρκεί για τη θεμελίωση της όποιας πεποίθησης για την ύπαρξη κάποιων σταθερών φυσικών αντικειμένων, ώστε η προοπτική αυτή υπερβαίνει τις διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου[65], όπως επίσης και ο Descartes επιχείρησε την ασφαλή θεμελίωση της γνώσης πάνω σε ένα συστηματικό σκεπτικισμό[66].

Η σχέση μεταξύ αισθήσεων και γνώσεως συνέχισε να διχάζει τους φιλοσόφους, από τους οποίους άλλοι τάχθηκαν υπέρ της «ρεαλιστικής» θεωρίας, σύμφωνα με την οποία οι πρώτες πληροφορούν άμεσα και αντικειμενικά για τον εξωτερικό κόσμο, και άλλοι υπέρ της «αναπαραστατικής», που υποστηρίζει μια σαφή απόσταση ανάμεσα στην αντιληπτική πράξη και την εξωτερική πραγματικότητα. Τις δυο αυτές θεωρίες επιχειρεί να συγκεράσει η «οργανισμική», που προβάλλει δύο μορφές επικοινωνίες με τον έξω κόσμο, μια πρωτογενή, την αιτιώδη αποτελεσματικότητα, και μια δευτερογενή, την παραστατική αμεσότητα, οι οποίες κατόπιν συνδυάζονται κατά τη σύλληψη της πραγματικότητας σε μια μικτή αντιληπτική μορφή, τη συμβολική αναφορά. Κατά τ’ άλλα και η «αιτιώδης» θεωρία διατείνεται ότι δε μπορεί να υπάρξει άμεση αντίληψη του φυσικού κόσμου, γιατί η γνώση ξεκινάει από την αισθητηριακή αναπαράσταση των αντικειμένων και οδηγεί στην κατ’ αίσθηση αντίληψη, που ποικίλλει ανάλογα με τις διανοητικές δυνατότητες και δραστηριότητες του κάθε νου. Επίσης, και η θεωρία της «αντιληπτικής σχετικότητας», με τη σειρά της αναγνωρίζει ότι η γνώση προσδιορίζεται βάσει της αντιληπτικότητας, που είναι σχετική, καθώς συναρτάται με βιολογικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους[67].

Η διχογνωμία σχετικά με το κατά πόσο η γνώση και η επιστήμη συγκροτούνται συναρτήσει της διαμόρφωσης δεδομένων βάσει των πληροφοριών, που προσπορίζει το εξωτερικό περιβάλλον, φέρνει σε αντιπαράθεση τους υποστηρικτές της εμφυτιοκρατίας, με κύριο εκπρόσωπο τον Fodor, και της κατασκευαστικής γνωσιολογίας, την οποία εισήγαγε ο Piaget. Ο πρώτος υποστήριξε ότι υπάρχουν γενετικά προκαθορισμένα και λειτουργικά ανεξάρτητα συστήματα εισροής, «σπόνδυλοι», που επεξεργάζονται τις πληροφορίες του εξωτερικού περιβάλλοντος, οι οποίες περνούν από ένα σύστημα αισθητηριακών μεταγωγών[68]. Ο δεύτερος, όπως και οι συμπεριφοριστές, υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν έμφυτες δομές, αλλά βιολογικά προκαθορισμένες διεργασίες, που παρέχουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα αποτύπωσης των δεδομένων του εξωτερικού περιβάλλοντος και άρα συγκρότησης γνώσης[69]. Μάλιστα, κατά τον ίδιο, η νοητική ανάπτυξη γίνεται κατά περιόδους, αρχής γενομένης από την αισθησιοκινητική, που διαδέχεται η προσυλλογιστική, ακολουθεί η φάση της συγκεκριμένης σκέψης και καταλήγει σε εκείνη της αφαιρετικής, διαδικασία, που φαίνεται να φτάνει σε μια επαρκή ολοκλήρωση κατά την ηλικία των 12 ετών και άνω[70] – περίπου, δηλαδή στην ίδια ηλικία, κατά την οποία οι Στωικοί υποστήριξαν ότι ο νους «εισκρίνεται» στον άνθρωπο (!)

Δεδομένων αυτών των αντιπαραθέσεων και του αδιέξοδου στο οποίο οδηγούσαν, πρόβαλε πλέον επιτακτικά η αναγκαιότητα διάκρισης μεταξύ φιλοσοφικής αναζήτησης και επιστημονικής διερεύνησης. Η στροφή της επιστήμης στη μελέτη της διάνοιας και της διαδικασίας πρόσληψης της πραγματικότητας και συγκρότησης γνώσης σημειώθηκε σε διάφορες περιοχές, όπως στην ψυχολογία, γνωσιακή και αναπτυξιακή – εξελικτική, τη γνωσιακή ανθρωπολογία, τη γλωσσολογία, την τεχνητή νοημοσύνη, τη νευροεπιστήμη και ούτω καθεξής.

Οι γνωσιοθεωρητικοί συγκλίνουν στο ότι η γνώση συνυφαίνεται με την αληθή πίστη και δή, σύμφωνα με την θεωρία της αξιοπιστίας, ότι γνώση είναι η αληθής πίστη, που συγκροτείται βάσει μιας αξιόπιστης γνωστικής διεργασίας . Ο Dewey, κύριος εκπρόσωπος του πραγματισμού, υποστήριζε ότι μόνον οι αληθείς πίστεις συνιστούν γνώση, ή, υψηλού βαθμού γνώση είναι μια ασφαλώς θεμελιωμένη βεβαιότητα[71] και ως εκ τούτου ως μοναδικός κριτής της αλήθειας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο πειραματισμός σε όλα τα επίπεδα, όπως και στη φιλοσοφία. Παρόμοιες θέσεις κάνουν ένα αισιόδοξο άνοιγμα στην προοπτική συνεργασίας των δύο περιοχών του πνεύματος, της φιλοσοφικής και της επιστημονικής σκέψης και μιας συλλογικής προσπάθειας, εφόσον η απάντηση στα γνωσιοθεωρητικά ερωτήματα, που κληρονόμησαν και ανέπτυξαν με τη σειρά τους οι φιλόσοφοι των ελληνιστικών χρόνων, φαίνεται ακόμη να εκκρεμεί…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Έχοντας ολοκληρώσει τη μελέτη των γνωστικών θεωριών των τριών κυριότερων φιλοσοφικών κατευθύνσεων των προχριστιανικών ελληνιστικών χρόνων, του Κήπου, της Στοάς και της Σκέψεως, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε ορισμένα γενικά συμπεράσματα κυρίως όσον αφορά τα σημεία σύγκλισης και απόκλισής του σε γνωσιοθεωρητικό επίπεδο. Καταρχήν, διακρίνονται δύο διαμετρικά αντίθετες θέσεις: μια θετική στη δυνατότητα απόκτησης γνώσης και μια – στον ένα ή τον άλλο βαθμό ή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – αρνητική, με την πρώτη να εκπροσωπείται κυρίως από τους Επικούρειους και τους Στωικούς, και τη δεύτερη να εκφράζεται μέσω των Σκεπτικών.

Οι φιλόσοφοι της πρώτης κατηγορίας, πέραν της θετικής τους στάσης, παρουσιάζουν επίσης ομοιότητες στους γνωστικούς όρους, που μετέρχονται, στην παρουσίαση της γνωσιοθεωρίας τους καθώς και αναλογίες στην πορεία που υποστηρίζουν ότι οδηγεί στη γνώση · οι Επικούρειοι περιγράφουν τη διαδικασία αυτή ως μετάβαση από την αίσθησιν, στην πρόληψιν, στην νπόληψιν και στις φανταστικάς έπιβολάς, ενώ οι Στωικοί την αποδίδουν ως πέρασμα από την αίσθησιν στη φαντασία, στην καταληπτικήν φαντασία, στη συγκατάθεσιν, στην κατάληψιν και στην έπιστήμη. Φαίνεται λοιπόν ότι σε αυτή την ευρετική πορεία προς την αλήθεια θεωρείται εξίσου καθοριστικός ο ρόλος των αισθήσεων και των διανοητικών δυνατοτήτων του ανθρώπινου νου, όπως της μνήμης ή της φαντασίας. Οι φιλόσοφοι, αντίθετα, της δεύτερης κατηγορίας, διάκεινται αρνητικά, ακριβώς λόγω του ότι οι αισθήσεις και η λογική αποδεικνύονται επισφαλές εχέγγυο για την αλήθεια και ανεπαρκή μέσα για τη γνώση. Έτσι, Ακαδημαϊκοί και Πυρρωνιστές, κυμαίνονται από την επιφυλακτικότητα και την αμφιβολία, έως την πλήρη άρνηση ύπαρξης ασφαλούς και αληθούς δόξας, ήγουν γνώσης – πόσο μάλλον επιστήμης!

Πέρα, όμως, από αυτές τις διαφορές, υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο κοινό σημείο στα γνωσιοθεωρητικά συστήματα των τριών αυτών σχολών και αυτό συναρτάται με τις ιστορικές, κοινωνικοπολιτικές και ευρύτερες συνθήκες, μέσα στις οποίες αναπτύχθηκαν. Και στις τρεις, δηλαδή, περιπτώσεις ενυπάρχει μια πρακτική σκοπιμότητα, καθώς η φιλοσοφία αποσκοπεί στην απαλλαγή του ανθρώπου από φόβους και πλάνες και στην επίτευξη της ψυχικής ειρήνευσης, μιας βασικότατης προϋπόθεσης για την ευτυχισμένη ζωή. Φαίνεται, όμως, ότι, όσο το ερώτημα για τη γνώση παραμένει ανοικτό, άλλο τόσο, το όραμα της ευτυχίας διατηρείται μετέωρο.
 --------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΒΙΒΛΙΑ-ΑΡΘΡΑ

Andriopoulos, D.Z., «The stoic theory of perceiving and knowing», Φιλοσοφία, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1972

Brun, J., «Ο Ζήνων εν Αθήναις και τα Πρώτα Βήματα της «Στοάς»», ΔΙΙΠΕΤΕΣ, τ. 35, Μάϊος 2000

Clark, St.R.L, Στωικοί, Επικούρειοι και περιπλανώμενοι σοφοί, στο Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, του Kenny, Ant., University of Oxford, μτφρ. Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2005

Δελλή, Ι.Γ., «Ένας σωκρατικός και πυρρώνειος ορισμός της φιλοσοφίας», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τόμ.4, τεύχ.10, Ιανουάριος 1987

Δελλή, Ι.Γ., «Η πυρρώνειος γνωσιολογία και οι παράγοντες διαμορφώσεως αυτής», Πλάτων, Δελτίον της εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, τόμ.19, τεύχ.57/58, εν Αθήναις,

1977

Goldman, A.I., Γνωσιοεπιστήμη, Φιλοσοφικές εφαρμογές, μτφρ. Γ. Μαραγκός, εκδ.

Οδυσσέας, 1998,

Καραμπατζάκη – Περδίκη, Ελ., «Οι στωικές περί λόγου αντιλήψεις και η επίδρασή τους σε φιλοσόφους του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τόμ.12, τεύχ. 36, Σεπτ. 1995

Karmiloff – Smith, An., Πέρα από τη σπονδυλωτή διάνοια, Η γνωσιοεπιστήμη στην προοπτική της αναπτυξιακής ψυχολογίας, μτφρ. Γ. Μαραγκός, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα,

1998

Lindberg, D., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ,

Αθήνα, 2003

Θεωρίες γνώσης στα κύρια ρεύματα της προχριστιανικής ελληνιστικής φιλοσοφίας: Κήπος, Στοά, Σκέψις

Μπαρτζελιώτη, Λ.Κ., Φιλοσοφία και επιστημονική έρευνα, Γνωσιοθεωρία, Β’έκδ. Aθήνα, 1989

Παρασκευόπουλου, Ι.Ν., Εξελικτική ψυχολογία, Η ψυχική ζωή από τη σύλληψη ως την ενηλικίωση, τ.3, Σχολική ηλικία, Αθήνα, αχ

Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997 Πελεγρίνη, Φιλοσοφία και Αμφισβήτηση, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 1996 Πολίτου, Ν.Γ., Φιλοσοφήματα, έν Αθήναις, 2004

Ράσσελ Μπ., Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας και η συνάρτησή της με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της εποχής μας, τ. Α’, Η αρχαία Φιλοσοφία, Η καθολική Φιλοσοφία, Μτφρ. Αιμ. Χουρμουζίου, Εκδ. Ι.Δ. Αρδενίδης & Σια, α.χ.

Tennenman, W.G., Σύνοψις της ιστορίας της φιλοσοφίας, μτφρ. ΚΚ.Κούμας, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1973

Τσάτσου, Κ., Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ., Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα, 2002

Vegetti, M., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, εκδ. Τραυλός, Αθήνα, 2000, Windelband, W. & Heimsoeth, H., Εγχειρίδιο της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, μτφρ.

Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2001

Woodruff, P., «Aporetic Pyrrhonism», Oxford Studies in Ancient Philosophy, vol.VI, ed. J. Annas, Clarendon Press, Oxford, 1988

Zeller, Ed. & Nestle, W., Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, μτφρ. Χ. Θεοδωρίδης, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2000
---------
[1] http://www.philosophypages.eom/dy/k9htm#know

[2] Lindberg, D., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις, ΕΜΠ, 2003, σ. 112

[3] Πολίτου, Ν.Γ., Φιλοσοφήματα, έν Αθήναις, 2004, σ. 347

[4] Zeller, Ed. & Nestle, W., Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, μτφρ. Χ. Θεοδωρίδης, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2000, σσ. 299 – 300

[5] όπ.π., σ. 299

[6] Windelband, W. & Heimsoeth, H., Εγχειρίδιο της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2001, σσ. 238 – 239

[7] Lindberg, όπ.π. σ. 112

[8] Andriopoulos, D.Z., «The stoie theory of perceiving and knowing*, Φιλοσοφία, ΑκαδημίαΑθηνών, Αθήνα,1972 , σ. 305

[9] Καραμπατζάκη – Περδίκη, Ελ., «Οι στωικές περί λόγου αντιλήψεις και η επίδρασή τους σε φιλοσόφους του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τόμ.12, τεύχ. 36, Σεπτ. 1995, σ.192

[10]Andriopoulos, όπ. π, σ. 305

[11]Stanford Eneyeloredia of Philosophy, p. 4 (http://plato.stanford.edu/entries/stoieism)

[12] Andriopoulos, όπ. π, σ. 307

[13]Zeller & Nestle, όπ.π., σ. 279, Windelband & Heimsoeth, όπ.π., σ. 218 http://www.iep.utm.edu/s/stoiemind.htm, σ.4

[14]Windelband & Heimsoeth, όπ.π., σ. 196

[15] Πολίτου, όπ.π., σ. 338

[16] όπ.π., σσ. 131 – 133, Ράσσελ Μπ., Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας και η συνάρτησή της με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της εποχής μας, τ. Α’, Η αρχαία Φιλοσοφία, Η καθολική Φιλοσοφία, Μτφρ. Αιμ. Χουρμουζίου, Εκδ. Ι.Δ. Αρδενίδης & Σια, σ. 400

[17] Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997 σ. 125

[18] Τσάτσου, Κ., Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ., Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα, 2002, σ. 293

[19] Lindberg, όπ.π., σ. 112

[20] όπ.π., σ. 112, Windelband, W. & Heimsoeth, H., όπ.π., σ. 213

[21] Clark, St.R.L, Στωικοί, Επικούρειοι και περιπλανώμενοι σοφοί, στο Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, του Kenny, Ant., UniversityofOxford, μτφρ. Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2005, σ. 71

[22] Πολίτου, όπ.π., σσ. 331 κ.ε.

[23] http://www.iep.utm.edu/s/stoicism.htm, σ. 1

[24] Zeller & Nestle, οπ.π., σ. 274

[25] Καραμπατζάκη – Περδίκη, όπ.π., σ. 191

[26] Andriopoulos, όπ.π., σσ. 308 – 309

[27] Καραμπατζάκη – Περδίκη, όπ.π., σ. 192

[28] Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, όπ.π., σ. 117, Zeller & Nestle, όπ.π., σσ. 280, 286

[29] http://encarta.msn.com/encyclopedia, σ. 1, http://www.philosophypages.com/hy/2w.htm, σ. 1

[30] Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, όπ.π., σ. 118, http://www.iep.utm.edu/s/StoicEth.htm, σ. 1

[31] Andriopoulos, όπ.π., σ. 314

[32] Tennenman, W.G., Σύνοψις της ιστορίας της φιλοσοφίας, μτφρ. Κούμας, ΚΚ., Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1973,σ. 77

[33] Andriopoulos, οπ.π., σσ. 324 – 325

[34] όπ.π., σ. 305

[35] όπ.π, σσ. 311, 313

[36] Tenneman, όπ.π.,σ. 76 και Windelband & Heimsoeth, όπ.π., σ. 243

[37] Πολίτου, όπ.π., σσ. 355 κ.ε.

[38] Ράσσελ, όπ.π., σ. 398

[39] Πελεγρίνη, Φιλοσοφία και Αμφισβήτηση, όπ.π., σ. 131

[40]Zeller & Nestle, όπ.π., σ. 310

[41]Vegetti, όπ.π., σ. 279

[42] Δελλή, Ι.Γ., «Η πυρρώνειος γνωσιολογία και οι παράγοντες διαμορφώσεως αυτής», Πλάτων, Δελτίον της εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, τόμ.19, τεύχ.57/58, εν Αθήναις, 1977, σ. 129

[43] Τσάτσου, όπ.π., σ. 300

[44] Δελλή, Ι.Γ., «Ένας σωκρατικός και πυρρώνειος ορισμός της φιλοσοφίας», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τόμ.4, τεύχ.10, Ιανουάριος 1987, σ. 37 και Δελλή, «Η πυρρώνειος γνωσιολογία και οι παράγοντες διαμορφώσεως αυτής», όπ.π., σ.127

[45]Windelband & Heimsoeth, ο.π., σ. 232,

http://encarta.msn.com/encyclopedia_761574677_4/Philosophy.html, σ. 2

[46]Vegetti, όπ.π., σ. 277

[47] Δελλή, «Η πυρρώνειος γνωσιολογία και οι παράγοντες διαμορφώσεως αυτής», όπ.π., σ. 127

[48]Clark, ο.π., σ. 71

[49] Πελεγρίνη, Φιλοσοφία και Αμφισβήτηση, ο.π., σσ. 133 – 134, Ράσσελ, ο.π., σσ. 400 – 401, Windelband & Heimsoeth, όπ.π., σ. 241

[50]Tenneman, όπ.π.,σ. 81

[51]Woodruff, P., «Aporetic Pyrrhonism», Oxford Studies in Ancient Philosophy, vol.VI, ed. J. Annas, Clarendon Press, Oxford, 1988, pp. 154 – 161

[52]Zeller & Nestle, όπ.π., σ. 357 κ.ε

[53] Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, όπ.π., σ. 127

[54] http://www.philosophypages.com/hy/2w.htm, σ. 2

[55]Zeller & Nestle, όπ.π., σ.298

[56]Andriopoulos, όπ.π, σ. 321

[57] Clark, ο.π., σ. 72

[58] http://www.iep.utm.edu/s/stoicmind.htm, σσ. 5 – 6

[59] http://plato.stanford.edu/entries/stoicism/, σ. 10

[60] Zeller & Nestle, ο.π., σ. 271, Vegetti, ο.π., σσ. 294 – 295

[61] Πολίτου, όπ.π., σ. 356

[62] Πελεγρίνη, Φιλοσοφία και Αμφισβήτηση, όπ.π., σσ. 136 – 137

[63] Δελλή, «Η πυρρώνειος γνωσιολογία και οι παράγοντες διαμορφώσεως αυτής», όπ.π., σ. 123

[64] Πελεγρίνη, όπ.π., σ. 272

[65] Μπαρτζελιώτη, Λ.Κ., Φιλοσοφία και επιστημονική έρευνα, Γνωσιοθεωρία, Β’έκδ. Αθήνα, 1989, σσ. 154-155, 159 και Πελεγρίνη, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, όπ.π., σσ. 279 – 280

[66] όπ.π., σσ. 253 – 254

[67] Μπαρτζελιώτη, όπ.π., σσ. 13 – 19

[68]Karmiloff – Smith, An., Πέρα από τη σπονδυλοπή διάνοια, Η γνωσιοεπιστήμη στην προοπτική της αναπτυξιακής ψυχολογίας, μτφρ. Γ. Μαραγκός, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1998, σσ. 18 – 22

[69]Karmiloff – Smith, όπ.π., σσ. 26-28

[70] Παρασκευόπουλου, Ι.Ν., Εξελικτική ψυχολογία, Η ψυχική ζωή από τη σύλληψη ως την ενηλικίωση, τ.3, Σχολική ηλικία, Αθήνα, αχ, σ. 42

[71] Μπαρτζελιώτη, όπ.π., σ. 208