Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Graf Zeppelin: Το αεροπλανοφόρο των Ναζί

Η γένεση, η ατυχής πορεία και το τέλος του μοναδικού αεροπλανοφόρου του Kriegsmarine

Το RV St. Barbara, πλοίο πετρελαϊκών ερευνών πλέει στη Βαλτική. Το σκάφος ανήκει στην πολωνική πετρελαιοβιομηχανία Petrobaltic και η αποστολή του είναι ο εντοπισμός νέων κοιτασμάτων πετρελαίου. Ενώ οι έρευνες βρίσκονται εν εξελίξει και τα σόναρ «χτενίζουν» τον πυθμένα της Βαλτικής, το πλήρωμα πέφτει πάνω σε κάτι ασυνήθιστο: ένα, υπέρ το δέον μεγάλο, ναυάγιο: το μήκος του είναι 265 μ. και κείτεται σε βάθος 87 μ.

Οι έρευνες ξεκινούν αμέσως, ενώ ενημερώνεται το πολωνικό Ναυτικό. Παρά την αρχική έκπληξη, σύντομα μία υποψία αρχίζει να σχηματίζεται στα μυαλά τόσο των μελών του πληρώματος του σκάφους, όσο και στους άνδρες των πολεμικών σκαφών που καταφτάνουν σύντομα στην περιοχή: πρόκειται για αεροπλανοφόρο. Αλλά ποιο αεροπλανοφόρο;

Η απάντηση δεν αργεί να δοθεί: δεν πρόκειται για κάποιο βρετανικό αεροπλανοφόρο το οποίο καταβυθίστηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου, αλλά για το μόνο αεροπλανοφόρο της άλλης πλευράς: το Graf Spee. Ένα από τα πιο φιλόδοξα και συνάμα πιο άτυχα προγράμματα του Kriegsmarine.

Η επιβεβαίωση δίνεται στις 26 Ιουλίου: δύτες του ORP Arctowski ξεκινούν έρευνες στο ναυάγιο: το πολωνικό Ναυτικό επιβεβαιώνει πως το σκάφος που κείτεται στον υγρό εκείνο τάφο είναι το ένα και μοναδικό Graf Spee – το χαμένο αεροπλανοφόρο των Ναζί, του οποίου όλοι (πλην του ρωσικού Ναυτικού, όπως έγινε γνωστό αργότερα) αγνοούσαν τη μοίρα.

Graf Zeppelin: Ένας νέος πολεμιστής για ένα ανανεωμένο Ναυτικό

1935: Ο πυρετώδης επανεξοπλισμός της Γερμανίας είναι γεγονός. Στρατός ξηράς, αεροπορία και ναυτικό ετοιμάζονται για μία αναμέτρηση η οποία θα σφυρηλατήσει το μέλλον της Ευρώπης. Νέες τεχνολογίες βρίσκουν τον δρόμο τους σε μοντέρνα οπλικά συστήματα και νέα δόγματα διεξαγωγής επιχειρήσεων διερευνώνται από τα επιτελεία, καθώς το Γ΄ Ράιχ να συγκρουστεί με τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου.

Το Kriegsmarine αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς οι περιορισμοί που έχουν τεθεί από τη συνθήκη των Βερσαλλιών στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ιδιαιτέρως επαχθείς σε σχέση με τα άλλα Όπλα: οι γερμανικές ναυτικές δυνάμεις επιτρέπονταν να έχουν μέχρι 15.000 άνδρες προσωπικό, 6 θωρηκτά (εκτοπίσματος μέχρι 10.000 τόνων έκαστο), 6 καταδρομικά (εκτοπίσματος μέχρι 6.000 τόνων το καθένα), 6 αντιτορπιλικά (αντίστοιχο όριο: 800 τόνοι) και 12 τορπιλακάτους (εκτοπίσματος 200 τόνων). Τα υποβρύχια απαγορεύονταν, όπως -προφανώς- και τα αεροπλανοφόρα.

Οι περιορισμοί αυτοί άρθηκαν και επίσημα στις 18 Ιουνίου του 1935: Ήταν η ημερομηνία υπογραφήςτης AGNA (Anglo-German Naval Agreement), κατά την οποία έγιναν αλλαγές στις ρυθμίσεις περί μεγέθους του γερμανικού στόλου. Σύμφωνα με τη συνθήκη, το Kriegsmarine μπορούσε να έχει το 35% του συνολικού τονάζ του Βασιλικού Ναυτικού.



Επρόκειτο για μία εξαιρετικά φιλόδοξη συμφωνία και από τις δύο πλευρές.

Οι Γερμανοί ήλπιζαν πως θα αποτελούσε την αρχή μίας συμμαχίας με το Ηνωμένο Βασίλειο εναντίον της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ οι Βρετανοί θεωρούσαν πως αποτελούσε μία καλή αρχή για μία σειρά επιβολής όρων που θα λειτουργούσαν ελεγκτικά/ανασχετικά για τους γερμανικούς εξοπλισμούς.

Η συνθήκη προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο εξωτερικό, καθώς, εκτός του ότι ουσιαστικά ακύρωνε τη συνθήκη των Βερσαλλιών, οι Βρετανοί είχαν ενεργήσει εντελώς μόνοι τους, χωρίς να ενημερώσουν τη Γαλλία ή την Ιταλία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν οι ρυθμίσεις της συνθήκης σχετικά με τα υποβρύχια και τα αεροπλανοφόρα. Το τονάζ των υποβρυχίων της Γερμανίας θα έπρεπε να αντιστοιχεί στο 45% του αντιστοίχου των Βρετανικών – ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση διατηρούσε το δικαίωμα, σε περιπτώσεις «ειδικών καταστάσεων» να αυξήσει τον υποβρυχιακό της στόλο φτάνοντας στο 100% του βρετανικού, με μόνη προϋπόθεση τη σχετική ενημέρωση της βρετανικής κυβέρνησης και τη διεξαγωγή «φιλικών διαπραγματεύσεων» σχετικά με το αν ήταν δόκιμο να ασκηθεί αυτό το δικαίωμα.

Όσον αφορά τα αεροπλανοφόρα, η Γερμανία απέκτησε το δικαίωμα κατασκευής και χρήσης αεροπλανοφόρων εκτοπίσματος μέχρι και 38.500 τόνων.

Επρόκειτο για το «πράσινο φως». Σε διάγγελμά του ο Αδόλφος Χίτλερ ανακοίνωσε την έναρξη σχεδιασμού και κατασκευής αεροπλανοφόρων, με σκοπό την ενίσχυση του Kriegsmarine, ενώ παράλληλα ο Βίλχελμ Χάντελερ, ανώτερο στέλεχος του τμήματος Ναυπηγικών Κατασκευών του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου, αναλάμβανε τη δημιουργία προκαταρκτικών σχεδίων κατασκευής αεροπλανοφόρων.

Ωστόσο, εξακολουθούσε να υφίσταται το γεγονός ότι η εμπειρία των Γερμανών στην κατασκευή αεροπλανοφόρων ήταν (εν αντιθέσει με τους τομείς των θωρηκτών και των υποβρυχίων) μηδενική, οπότε το Γ΄ Ράιχ απευθύνθηκε στους «ειδικούς»: τριμελής ομάδα, που αποτελούνταν από έναν αξιωματικό της Luftwaffe, έναν του Kriegsmarine και ένα ναυπηγό επισκέφθηκε την Ιαπωνία, με σκοπό την απόκτηση σχεδίων, καθώς και την επιθεώρηση του αεροπλανοφόρου «Ακάγκι» (ενός εκ των πιο μάχιμων αεροπλανοφόρων του Αυτοκρατορικού Ναυτικού, το οποίο τον Δεκέμβριο του 1941 θα αποτελούσε τη ναυαρχίδα του ναυάρχου Ναγκούμο στην επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και θα υπηρετούσε με διάκριση τον Ανατέλλοντα Ήλιο μέχρι τη βύθισή του στη ναυμαχία του Μιντγουέι τον Μάιο του 1942).

Τα γερμανικά σχέδια ναυπήγησης αεροπλανοφόρων το 1937 προέβλεπαν την κατασκευή τεσσάρων σκαφών μέχρι το 1945 – αριθμός που το 1939 μειώθηκε στα δύο. Το πρώτο αεροπλανοφόρο καθελκύστηκε το 1938. Επρόκειτο για το Flugzeugträger A, (Αεροπλανοφόρο Α), το οποίο κατά την καθέλκυσή του έλαβε το κανονικό του όνομα: Graf Zeppelin.

Οι ατυχίες του σκάφους ξεκίνησαν εξαρχής. Το πρόγραμμα κατασκευής αεροπλανοφόρων αποτέλεσε τον λόγο πολλών διενέξεων ανάμεσα στο διοικητή της Luftwaffe, Χέρμαν Γκέρινγκ, και στον επικεφαλής του Kriegsmarine, Έριχ Ρέντερ, καθώς ο Γκέρινγκ έβλεπε την εμφάνιση των αεροπλανοφόρων ως αμφισβήτηση του ελέγχου του πάνω στην αεροπορία.

Επίσης, ο Ρέντερ (ο οποίος δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής ούτε στα μάτια του Αδόλφου Χίτλερ) είχε ένα σφοδρό αντίπαλο μέσα στο ίδιο του το Όπλο: ο λόγος για τον Καρλ Ντένιτς, ο οποίος και θα τον διαδεχόταν το Ρέντερ το 1943. Ο Ντένιτς αποτελούσε τον μεγαλύτερο πολέμιο της ενίσχυσης του στόλου επιφανείας, υποστηρίζοντας πως το «κλειδί» για την επικράτηση της Γερμανίας στον ναυτικό αγώνα ήταν τα υποβρύχια.


Αεροπλανοφόρο στόλου ή επιδρομέας;

Το κύριο ερώτημα στον σχεδιασμό του Graf Zeppelin ήταν το εξής: Ποιος θα είναι ο κύριος ρόλος του αεροπλανοφόρου; Οι Ιάπωνες, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί είχαν επικεντρωθεί στην κατασκευή μεγάλων αεροπλανοφόρων στόλου – ωκεανοπόρων σκαφών, ικανών να φέρουν σε πέρας ενέργειες εναντίον κάθε είδους εχθρού. Τα αεροπλανοφόρα στόλου είχαν πλήρεις επιθετικές και αμυντικές δυνατότητες, οι οποίες ωστόσο σήμαιναν πως το κόστος κατασκευής και συντήρησης τέτοιων σκαφών ήταν εξαιρετικά υψηλό.

Το Kriegsmarine, από την πλευρά του, ήθελε να κινηθεί αλλού. Το θέατρο επιχειρήσεων του αεροπλανοφόρου αυτού θα ήταν κυρίως η Βόρεια Θάλασσα, η οποία διέφερε από τον Ειρηνικό ή τον Ατλαντικό. Επίσης, ο ρόλος του θα ήταν διαφορετικός.

Το Graf Zeppelin δεν θα λειτουργούσε ως «κέντρο» μίας πλήρους αεροναυτικής δύναμης κρούσης (Task Force) με συνοδεία θωρηκτών, καταδρομικών και αντιτορπιλικών, για τον απλό λόγο ότι η υπεροπλία του Βασιλικού Ναυτικού στον τομέα των πλοίων επιφανείας ήταν κάτι το οποίο δε μπορούσε να αμφισβητηθεί.

Μία γερμανική Task Force θα δεχόταν την επίθεση σχεδόν του συνόλου του βρετανικού στόλου και, ακόμη και αν κατάφερνε να επιφέρει βαριές απώλειες, το αποτέλεσμα θα ήταν πάλι η καταστροφή της.

Αντ’ αυτού, το Graf Zeppelin σχεδιάστηκε βάσει της ίδιας φιλοσοφίας που βρισκόταν πίσω από τον σχεδιασμό των μεγάλων μονάδων επιφανείας του γερμανικού Ναυτικού (Bismarck, Scharnhorst, Admiral Scheer κλπ). Αυτή του επιδρομέα, του σκάφους που θα μπορούσε να επιφέρει βαρύτατα πλήγματα σε νηοπομπές εμπορικής ναυτιλίας και μεμονωμένων εχθρικού στόλου, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να διαφύγει από τις ομάδες των διωκτών του.

Η θωράκισή του κυμαινόταν από 100 χλστ. μέχρι 20 χλστ. και την «καρδιά» του αποτελούσαν 16 λέβητες υψηλής πίεσης La Mont, αντίστοιχοι αυτών που χρησιμοποιούνταν στα βαρέα καταδρομικά κλάσης Admiral Hipper. Οι κινητήρες του επέτρεπαν μέγιστη ταχύτητα 35 κόμβων και η εκτιμώμενη ακτίνα δράσης του ήταν 15.400 χλμ.

Το κατάστρωμα/αεροδιάδρομός του είχε μήκος 242 μ. και πλάτος 30 μ. Ο αποθηκευτικός του χώρος επαρκούσε για να εξυπηρετήσει 41 αεροσκάφη: 18 τορπιλοπλάνα Fieseler Fi 167, 13 βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Jukners Ju 87 C και 10 καταδιωκτικά Messerschmitt Bf 109T.

Τρεις οκταγωνικοί ηλεκτρικοί ανελκυστήρες ικανοί να σηκώσουν βάρος μέχρι 5,5 τόνων αναλάμβαναν τη μεταφορά των αεροσκαφών από και προς τον αεροδιάδρομο. Ένας στην πλώρη, ένας στη μέση και ένας στην πρύμνη του σκάφους.

Επίσης, το Graf Zeppelin ήταν εφοδιασμένο με δύο καταπέλτες που λειτουργούσαν με συμπιεσμένο αέρα, για περιπτώσεις υποβοηθούμενης απογείωσης. Οι καταπέλτες αυτοί είχαν τη δυνατότητα εκτόξευσης εννέα αεροσκαφών ο καθένας, με διαφορά 30 δευτερολέπτων μεταξύ τους μέχρι να εξαντληθούν τα αποθέματα αέρα.

Οι σχεδιαστές του είχαν προβλέψει εξαρχής ότι υπό κανονικές συνθήκες όλες οι απογειώσεις θα γίνονταν με τη χρήση καταπελτών. Μία ιδιαίτερη γερμανική πρωτοτυπία πάνω στο θέμα της απογείωσης των αεροσκαφών από το αεροπλανοφόρο ήταν η χρήση ενός ειδικού μείγματος πετρελαίου και βενζίνης 87 οκτανίων: μικρές ποσότητες του, ταχύτατα θερμαινόμενου, μείγματος αυτού, ήταν τοποθετημένες σε κάθε γερμανικό αεροσκάφος που ήταν σχεδιασμένο για χρήση από αεροπλανοφόρα.

Το πλεονέκτημα που έδινε ήταν πως τα αεροσκάφη ανέβαιναν από το εσωτερικό του σκάφους και απογειώνονταν αμέσως, χωρίς να χρειάζεται προθέρμανση του κινητήρα. Έχοντας απογειωθεί, οι πιλότοι περίμεναν να πάρουν το επιθυμητό ύψος και θερμοκρασία κινητήρα, οπότε και άλλαζαν στο κύριο ντεπόζιτο.



Ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του Graf Zeppelin ήταν ο βαρύς, για αεροπλανοφόρο, οπλισμός του. Τη στιγμή που Αμερικανοί, Ιάπωνες και Βρετανοί έβγαζαν εκτός των σχεδίων τα όπλα για χρήση εναντίον άλλων πλοίων επιφανείας (με το σκεπτικό πως, εφόσον το αεροπλανοφόρο αποτελούσε το κέντρο μίας Task Force, άλλα σκάφη επιφανείας θα αναλάμβαναν την προστασία του από τα εχθρικά θωρηκτά και καταδρομικά), προτιμώντας την εγκατάσταση περισσοτέρων αντιαεροπορικών, το Graf Zeppelin διέθετε 16 πυροβόλα των 5,9 ιντσών, ειδικά για χρήση εναντίον εχθρικών πλοίων, από δύο σε οκτώ θωρακισμένους πυργίσκους.

Τα αρχικά σχέδια προέβλεπαν τον εξοπλισμό του αεροπλανοφόρου με οκτώ πυροβόλα, σε οκτώ μονούς πυργίσκους, ωστόσο μεταβολές και παρανοήσεις όσον αφορά τον αρχικό σχεδιασμό οδήγησαν στα 16. Η αντιαεροπορική άμυνα του σκάφους παρεχόταν από δώδεκα πυροβόλα των 4,1 ιντσών, τοποθετημένα ανά δύο σε έξι πυργίσκους, τοποθετημένους τρεις μπροστά και τρεις πίσω από τη «νησίδα» του αεροπλανοφόρου. Η κάλυψη που παρείχαν τα πυροβόλα αυτά συμπληρωνόταν από 11 συζυγή των 1,5 ιντσών, καθώς και από επτά των 0,79.

Ένα μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τους σχεδιαστές του Graf Zeppelin, ήταν αυτό των αεροσκαφών, καθώς με την πάροδο των ετών προέκυπταν νέες πραγματικότητες όσον αφορά τις απαιτήσεις των σύγχρονων αεροναυτικών επιχειρήσεων.

Η αρχική κατανομή δεν άργησε να αλλάξει, με την αφαίρεση των Fieseler Fi 167 (διπλάνα των οποίων ο ρόλος ήταν η αναγνώριση και οι επιθέσεις με τορπίλες) και την προσθήκη περισσοτέρων καταδιωκτικών Bf 109- και δη της εκδοχής «Τ», η οποία ήταν ειδικά σχεδιασμένη για χρήση από αεροπλανοφόρα.

Το Messerschmitt Bf 109 T είχε μέγιστη ταχύτητα 568 χλμ. ανά ώρα και ήταν οπλισμένο με δύο πολυβόλα των 7,92 χλστ. MG17 συν είτε δύο πυροβόλα MG FF/M των 20 χλστ. είτε δύο επιπλέον MG17. Ειδικές μετατροπές έγιναν για την αύξηση της σταθερότητάς του και την ευκολότερη εκτόξευσή του από τους καταπέλτες του μητρικού σκάφους, ενώ ενισχύθηκε και το σύστημα προσγείωσης, για να μπορεί να ανταπεξέλθει στις «σκληρές» συνθήκες που χαρακτηρίζουν μία προσνήωση σε αεροπλανοφόρο.

Έγινε παραγγελία για 155 αεροσκάφη, ωστόσο η ματαίωση του προγράμματος κατασκευής ενός δεύτερου αεροπλανοφόρου οδήγησε σε μείωση των παραγγελθέντων αεροσκαφών σε 70. Περαιτέρω καθυστερήσεις στη ναυπήγηση του Graf Spee (το οποίο, αν και είχε καθελκυστεί από το 1938, συναντούσε σημαντικά εμπόδια στην ολοκλήρωσή του) οδήγησαν σε καθυστερήσεις και στην κατασκευή των Bf 109 T, με αποτέλεσμα τα αεροσκάφη να είναι έτοιμα τον Ιούνιο του 1941. Ωστόσο, δεν θα επιχειρούσαν από το (ακόμα ημιτελές) αεροπλανοφόρο.

Αντ’ αυτού στάλθηκαν στη Νορβηγία – από όπου θα ανακαλούνταν ξανά στα τέλη του 1941, καθώς οι εργασίες για την αποπεράτωση του Graf Spee φάνηκαν να παίρνουν νέα δύναμη. Αυτό θα άλλαζε πάλι το 1943, όταν σταμάτησε κάθε εργασία στο αεροπλανοφόρο, οπότε τα καταδιωκτικά τέθηκαν ξανά στην υπηρεσία της Luftwaffe.

Όσον αφορά το Fieseler Fi 167, ήταν ένα διπλάνο το οποίο είχε σχεδιαστεί με σκοπό την εκτέλεση αποστολών βομβαρδισμού, τορπιλισμού και αναγνώρισης. Η μέγιστη ταχύτητά του ήταν 320 χλμ./ώρα και χαρακτηριζόταν από αξιοσημείωτη σταθερότητα σε χαμηλές ταχύτητες. Ο οπλισμός του ήταν μία βόμβα του ενός τόνου ή μία τορπίλη, καθώς και δύο πολυβόλα MG17.

H εμβέλειά του έφτανε (μετά της προσθήκης εξωτερικής δεξαμενής καυσίμων) τα 1.500 χλμ. Ωστόσο, οι εξελίξεις στα πεδία των αεροναυτικών μαχών έδειξαν πως η ανάγκη για μεγαλύτερη δύναμη κρούσης από τα αεροσκάφη των αεροπλανοφόρων ήταν μεγαλύτερη από ό,τι αυτή για ικανά αναγνωριστικά, οπότε και αντικαταστάθηκε από μία ειδική έκδοση του Ju 87.

Το Ju 87 C θα ήταν το βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως του Graf Spee, και αποτελούσε μία εξειδικευμένη έκδοση του γνωστού Stuka, με πτυσσόμενα φτερά, ειδική διαμόρφωση για χρήση των καταπελτών και (όπως και στο Bf 109 T) βελτιωμένο σύστημα προσγείωσης. Επίσης, αξιοπρόσεκτη ήταν η απουσία των χαρακτηριστικών σειρήνων των Stuka, καθώς και η δυνατότητα απόρριψης του συστήματος προσγείωσης, σε περίπτωση αναγκαστικής προσθαλάσσωσης.

Η εμβέλειά του έφτανε τα 1.100 χλμ. Ο οπλισμός του: συνολικό φορτίο βομβών 700 κιλών, δύο πυροβόλα των 7,92 χλστ. μπροστά και ένα στο πίσω μέρος, το οποίο χειριζόταν ο πλοηγός/ασυρματιστής. Παραγγέλθηκαν 170 αλλά ελάχιστα κατασκευάστηκαν- και αυτά αργότερα είδαν επιχειρησιακή χρήση μετά την μετατροπή τους σε Ju 87 B-2.

Το τορπιλοπλάνο του Graf Zeppelin ήταν το Ju 87 E: Η ανάγκη ανάπτυξης μίας εκδοχής του Stuka για χρήση σε τορπιλικές επιχειρήσεις είχε προκύψει από νωρίς (αν και για το θέατρο της Μεσογείου). Ουσιαστικά, επρόκειτο για το Ju 87C, με κάποιες ειδικές μετατροπές για να μπορεί να μεταφέρει μία τορπίλη.

Παραγγέλθηκαν 115 αεροσκάφη, αλλά κανένα τους δε θα έβλεπε δράση, καθώς η παραγγελία ακυρώθηκε μαζί με τον τερματισμό των εργασιών στο Graf Spee το 1943.

Το πιο φιλόδοξο αεροσκάφος το οποίο πέρασε από τα γραφεία των σχεδιαστών του Graf Spee ήταν το Messerschmitt Me 155.

Το 1942, το Bf 109T είχε ήδη αρχίσει να θεωρείται ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις τα καλύτερα μοντέλα των Συμμάχων, οπότε και ένας αντικαταστάτης σχεδιάστηκε: το Me 155 θα είχε μέγιστη ταχύτητα 649 χλμ./ώρα και θα ήταν οπλισμένο με τρία πυροβόλα των 20 χλστ. MG151 και δύο πολυβόλα των 13 χλστ. MG 131. Ωστόσο, δεν θα κατασκευαζόταν ούτε πρωτότυπο.

Θύμα των προτεραιοτήτων: η ανολοκλήρωτη μοίρα του Graf Spee

Το «αδελφό» σκάφος του Graf Zeppelin αποδείχτηκε θνησιγενές, καθώς η ναυπήγησή του ακυρώθηκε το 1939.

Το Kriegsmarine είχε αρχίσει ήδη να ακολουθεί το «δόγμα Ντένιτς», στρεφόμενο προς την κατασκευή U-Boats (υποβρυχίων), κάτι που άρχισε να απειλεί και το μέλλον του ίδιου του Graf Zeppelin.

Οι εξελίξεις έκαναν ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Η κατάληψη της Νορβηγίας δημιούργησε την ανάγκη κατασκευής επάκτιων πυροβολαρχιών, για την εξασφάλιση της άμυνας των κατακτηθέντων περιοχών τόσο εναντίον πλοίων επιφανείας όσο και αεροσκαφών. Ο ίδιος ο Ρέντερ τάχθηκε κατά της ναυπήγησης του σκάφους, για τους παραπάνω λόγους και επειδή η ολοκλήρωσή του θα καθυστερούσε.

Το ημιτελές αεροπλανοφόρο (το οποίο είχε ήδη καθελκυστεί) μεταφέρθηκε από το Κίελο στο Γκοτενχάφεν, όπου έμεινε παρατημένο από τον Ιούλιο του 1940 μέχρι το Ιούνιο του 1941, οπότε και μεταφέρθηκε στο Στετίν, για προστασία από σοβιετικές αεροπορικές επιθέσεις, καθώς οι εχθροπραξίες με τη Σοβιετική Ένωση ήταν πραγματικότητα, για να επιστρέψει στο Γκοτενχάφεν όταν η Βέρμαχτ εισχώρησε βαθιά μέσα στο εχθρικό έδαφος, εξαλείφοντας τον κίνδυνο.

Εκεί, το σκάφος -καρπός ενός από τα πλέον φιλόδοξα προγράμματα του Kriegsmarine- χρησιμοποιήθηκε ως… πλωτή αποθήκη ξυλείας.

Ωστόσο, δεν είχαν τελειώσει όλα. Ο Ρέντερ, ο οποίος και είχε εισηγηθεί τον τερματισμό των εργασιών, έκανε μία απόπειρα ανάνηψης το 1942. Η δράση των βρετανικών αεροπλανοφόρων είχε επιφέρει βαριά πλήγματα στον Άξονα (χαρακτηριστικά παραδείγματα οι περιπτώσεις των θωρηκτών Bismarck και Tirpitz, καθώς και η ταπείνωση του ιταλικού ναυτικού στον Τάραντα), ενώ οι Ιάπωνες είχαν επιδείξει τη σημασία που είχαν τα αεροπλανοφόρα στον σύγχρονο πόλεμο με την επίθεσή τους στο Περλ Χάρμπορ.

Οι εργασίες ξεκίνησαν ξανά, και μάλιστα ο Ρέντερ ζήτησε τον εκσυγχρονισμό της πτέρυγας μάχης του αεροπλανοφόρου, με πιο μοντέρνα αεροσκάφη – αίτημα που προκάλεσε την οργή του Γκέρινγκ, ο οποίος θεωρούσε (δικαιολογημένα) πως η Luftwaffe είχε ήδη πάρα πολλά «βάρη» να σηκώσει, για να προστεθεί σε αυτά και η υποστήριξη ενός προγράμματος στο οποίο ο ίδιος ήταν εξαρχής αντίθετος.

Εν τέλει υπήρξε κάποιος συμβιβασμός: η μετατροπή/ειδική διαμόρφωση υπαρχόντων αεροσκαφών.

Τα πράγματα έδειξαν ότι το Graf Zeppelin θα έβλεπε δράση μέσα στο 1943- μάλιστα, οι Βρετανοί του έκαναν την… αμφίβολη τιμή να το δουν σαν στόχο, καθώς το Γκοτενχάφεν βομβαρδίστηκε (χωρίς επιτυχία) τον Αύγουστο του 1942, με αντικειμενικό σκοπό την καταστροφή του ημιτελούς αεροπλανοφόρου. Εν τέλει όμως, το Graf Zeppelin έπεσε θύμα της απώλειας εμπιστοσύνης του Χίτλερ προς το στόλο επιφανείας.

Το αεροπλανοφόρο «έπεσε» μαζί με το Ρέντερ (ο οποίος χαρακτήρισε το «πάγωμα» της ναυπήγησής του ως την «πιο εύκολη ναυτική νίκη που κέρδισαν ποτέ οι Βρετανοί»), καθώς ο ναύαρχος αντικαταστάθηκε από τον Ντένιτς, που, όπως ήταν φυσικό, στράφηκε εξολοκλήρου στα υποβρύχια.

Το αεροπλανοφόρο μεταφέρθηκε σε μία προβλήτα κοντά στο Στετίν, όπου έμεινε παρατημένο από το 1943 μέχρι το 1945. Όταν οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού πλησίαζαν, το 40μελές πλήρωμα που είχε αναλάβει τη φύλαξή του άνοιξε τις βαλβίδες, με αποτέλεσμα να μείνει κολλημένο στα ρηχά, ενώ επίσης προχώρησε στην παγίδευσή σημαντικών τμημάτων του, για να εξασφαλιστεί πως δεν θα χρησιμοποιούνταν με κάποιον τρόπο από τους Σοβιετικούς.

Αν και η πυροδότηση των εκρηκτικών έγινε με επιτυχία, η ιστορία του Graf Zeppelin δεν είχε λάβει ακόμη τέλος: η παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας σήμανε το ξεκίνημα του Ψυχρού Πολέμου, με τους Σοβιετικούς (όπως και τους δυτικούς Συμμάχους) να διαμορφώνουν ήδη δόγματα διεξαγωγής πολέμου εναντίον του νέου αντιπάλου.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι σοβιετικές Ένοπλες Δυνάμεις (και δη ο, τότε μικρής μαχητικής αξίας, σε σχέση με τα αντίστοιχα ναυτικά των Συμμάχων, Κόκκινος Στόλος) ήταν η παρουσία των αμερικανικών και βρετανικών αεροπλανοφόρων, τα οποία είχαν εγκαινιάσει μία νέα εποχή αεροναυτικού πολέμου, εκθρονίζοντας τα θωρηκτά από «βασιλείς των θαλασσών».

Ως εκ τούτου, η Κόκκινη Αεροπορία και ο Στόλος θεωρήθηκε πως έπρεπε να αποκτήσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα εμπειρία σε επιχειρήσεις εναντίον αεροπλανοφόρων. Και οι Σοβιετικοί είχαν στα χέρια τους ένα αεροπλανοφόρο, το Graf Zeppelin.

Στις 16 Αυγούστου του 1947, το αεροπλανοφόρο ξεκίνησε το τελευταίο του ταξίδι. Υπό την ονομασία πλέον PO -101, αποτέλεσε στόχο εξάσκησης για προσβολές από αεροσκάφη και πολεμικά πλοία στη Βαλτική, 50 χλμ. από το πολωνικό λιμάνι του Βλαντισλάβοβο.

Ακόμα και σε αυτό τον ρόλο το Graf Zeppelin δικαίωσε τους κατασκευαστές του, δεχόμενο 24 πλήγματα βομβών και βλημάτων πριν υποκύψει σε επίθεση με τορπίλες. Η μοίρα του ήταν άγνωστη, μέχρι το 2006.


What if…?

Όπως είναι φυσικό, το Graf Zeppelin αποτελεί έναν από τους βασικούς πρωταγωνιστές των στρατιωτικών σεναρίων «εναλλακτικής ιστορίας», καθώς επρόκειτο για ένα σκάφος το οποίο, αν τελείωνε εγκαίρως και έβλεπε επιχειρησιακή δράση, θα άλλαζε τα δεδομένα τόσο στη Βόρεια Θάλασσα όσο και ενδεχομένως στον Ατλαντικό.

Δεν επρόκειτο για αεροπλανοφόρο στόλου, αλλά για επιδρομέα – δεν θα επιζητούσε σύγκρουση με τις βρετανικές Task Forces, αλλά θα αναλάμβανε ρόλο αντίστοιχο των άλλων μεγάλων γερμανικών μονάδων επιφανείας που είδαν χρήση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: αυτή του κυνηγού νηοπομπών.

Συνοδευόμενο από μικρό αριθμό μονάδων επιφανείας, θα μπορούσε να επιφέρει βαρύτατα πλήγματα εναντίον της Συμμαχικής εμπορικής ναυτιλίας – ίσως και να κερδίσει τη Μάχη του Ατλαντικού, καθώς η ισχύς του ήταν παραπάνω από επαρκής για να εξασφαλίσει την επικράτηση εναντίον μίας «συμβατικής» συνοδείας νηοπομπής.

Η αντίδραση του Βασιλικού Ναυτικού θα έπρεπε να είναι είτε παροχή επιπλέον κάλυψης των νηοπομπών με θωρηκτά και αεροπλανοφόρα (μία αντίδραση που αναγκαστικά θα τα διέσπειρε, κάνοντάς τα τρωτά σε μία αποφασισμένη γερμανική Task Force, η οποία θα είχε το πλεονέκτημα, καθώς τα αεροσκάφη του Graf Spee, αν και λιγότερα, ήταν κατά πολύ ανώτερα των αεροσκαφών που χρησιμοποιούσαν τα βρετανικά αεροπλανοφόρα κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου), είτε δέσμευση μεγάλου αριθμού σκαφών, τα οποία θα αφοσιώνονταν στο κυνήγι του Graf Spee και των συνοδευτικών του μέχρι την καταβύθισή του, κάτι που θα ανάγκαζε τους Βρετανούς να μειώσουν τον βαθμό προστασίας/κάλυψης των νηοπομπών στον Ατλαντικό, οι οποίες υπέφεραν ήδη από τις επιδρομές των U-Boats.

Επίσης, ενδεχόμενη αποτυχία του Βασιλικού Ναυτικού να εξουδετερώσει το Graf Spee θα εξανάγκαζε το ναυτικό των ΗΠΑ να εμπλακεί στην υπόθεση, δεσμεύοντας δικά του αεροπλανοφόρα και φέρνοντας τους Αμερικανούς σε εξαιρετικά δεινή θέση, λόγω των εξαιρετικά πιεστικών συνθηκών στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού.

Άλλο ένα πιο «εξωτικό» σενάριο θέλει το Graf Spee να ηγείται μίας δύναμης κρούσης η οποία θα έπληττε τη Νέα Υόρκη, σε μία εξαιρετικά ριψοκίνδυνη αποστολή.

Ωστόσο, το συγκεκριμένο σενάριο θεωρείται ως το λιγότερο πιθανό από όλα, καθώς η αποστολή αυτή, εκτός του ότι θα ήταν μάλλον «αποστολή αυτοκτονίας», πέραν των προπαγανδιστικών, θα απέφερε μηδαμινά οφέλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου