Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ (1801 - 1855)

ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ

ΠΡΟΟΙΜΙΟ 

Το Θαύµα του '21 η Παράδοση της Φυλής και η Παιδεία του Έθνους

Ο βίος της Ελληνικής φυλής, η οποία ανεβαίνει υπερήφανα τις χιλιετηρίδες µε συνοχή αδιάπτωτο και αναλλοίωτο πνεύµα, είναι αυτός καθ’ εαυτός ένα θαύµα. Είναι θαύµα η εγκατάσταση του αρίστου συστήµατος των αποικιών. Θαύµα η εξαίσια άνθηση των Αθηνών, που τόσο αρµονικά ανέπτυξε όλη τη σοφία, τη τέχνη και την αρετή, ώστε να είναι σήµερα ο κανόνας ζωής όλων των λαών της γης. Θαύµατα οι Μαραθώνες και οι Σαλαµίνες. Θαύµα η εξόρµηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Θαύµα η επιβίωση και αναγέννηση στη Ρώµη και κατά τη Ρωμαϊκή Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο θρίαµβος του Ελληνικού πνεύµατος. Θαύµα η επανάσταση του 1821. Πρώτιστος παράγοντας του θαύµατος του 1821 είναι η υψηλή και αείζωος παράδοση της φυλής. Που υπήρξε πάντα για τους Έλληνες ζώσα δύναµη, ζυµωµένη µε τα κύτταρα των Ελλήνων, κυκλοφορούσα στο αίµα τους, και συχνά, σε πολλούς, ανεπίγνωστος...

Διότι την ηθική συνείδηση του έθνους, δεν αποτελούν µόνο η συνείδηση της ιστορίας του, αλλά και οι κληρονοµηµένες υποσυνείδητες τάσεις, προ πάντων αυτές, που φαίνονται σαν αγνοούµενες, αλλά αιφνιδίως αφυπνίζονται και καταπλήσσουν ακόµα και τον ίδιο το φορέα τους. Το έθνος στο 1821 βρήκε όλη τη δύναµη του µέσα στις παραδόσεις του. Δεν συµβουλεύτηκε διαπρεπείς διπλωµάτες, όπως ο Καποδίστριας. Δεν ερώτησε µεγάλους σοφούς, ως ο Κοραής. Οι φιλικοί ήταν άνθρωποι απλοί. Τα τέκνα της Ελλάδος, όταν επαναστάτησαν, είχαν ολίγα όπλα, ολίγους πόρους. Είχαν όµως µέγα εφόδιο, την υπερηφάνεια της καταγωγής τους, όπως την είχε σφυρηλατήσει επί µακρούς αιώνες η παράδοση του έθνους.

Ο αγών της παλιγγενεσίας δεν άρχισε το 1821, όπως συνηθίζεται να λέγεται, αλλ’ ευθύς µετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Αν αξιοθαύµαστος είναι ο επί του πεδίου της µάχης αγών, όχι µικρότερου θαυµασµού είναι ο κρυφός αλλ’ επίσης ηρωικός αγών, τον οποίο διεξήγαγε το έθνος από το 1453 µέχρι το 1821. Και ο αρµατολός, ο κλέφτης, ο ναυτίλος, ο κληρικός, ο διδάσκαλος, ο λόγιος, ο έµπορος, η ηρωική µητέρα, ο βασανισµένος ραγιάς, όλοι είναι παράγοντες άµεσοι ή έµµεσοι , οι οποίοι συνετέλεσαν να διατηρηθεί άσβεστη η ελληνική συνείδηση και να διαµορφωθεί το εθνικό συναίσθηµα, χωρίς το οποίο ήταν αδύνατο να προκύψει το 1821.

Επί τέσσαρες ολόκληρους αιώνες διεξάγει το δύσµοιρο, αλλά γενναίο έθνος τον σκληρότατο αγώνα κατά του κατακτητή, ενώ τα άτοµα βασανίζονται και θανατούνται, οι κώµαι και τα χωρία δηούνται και πυρπολούνται, τα ιερά του συλούνται, τα αγαθά του δηµεύονται. Και διεξάγει τον αγώνα αυτό οδηγούµενο µόνο από τον πόθο για την ελευθερία. Όταν ήλθε το πλήρωµα του χρόνου δύο σχεδόν αµαθείς έµποροι, ο Σκουφάς και ο Ξάνθος, συνέλαβαν την ιδέα της Φιλικής Εταιρίας, που έδωσε στον διάχυτο πόθο της ελευθερίας τη µορφή πανελληνίου συνωµοσίας. Καταλυτική ήταν η συµβολή σε αυτό της παιδείας.

Η από των µέσων του 18ου αιώνος αλµατώδης διάδοση της Ελληνικής παιδείας παρασκεύασε νέα γενεά στον Ελληνικό λαό, µε φρόνηµα υψωµένο και πόθους σαφείς, και αυτό αποδεικνύεται από την ταχύτητα µε την οποία διαδόθηκε η Φιλική Εταιρία. Βεβαίως, οι ένδοξοι ήρωες, ήσαν άγευστοι υψηλής παιδείας, είχαν όµως ανατραφεί εν µέσω του από της παιδείας και της εκκλησίας απαυγάζοντος ανεσπέρου φωτός, εν µέσω των θρησκευτικών και εθνικών παραδόσεων. Εξ’ αυτών ενεπνέοντο, και υπ’ αυτών εκινούντο στον υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνα. Με τον τρόπο αυτό, προελήφθη η αφοµοίωση των δουλωθέντων ελλήνων, διασώθηκε η θρησκεία και οι παραδόσεις τους, η γλώσσα και η εθνική συνείδηση, πράγµα που αποτελεί ένα από τα θαυµασιώτερα γεγονότα της Ελληνικής ιστορίας.

Η ιστορία δηµιουργεί τους ήρωες. Οι Έλληνες ήρωες όµως δεν χρησιµοποιούν µόνο το απαραίτητο ξίφος. Ροµφαία υπήρξε πάντα το πνεύµα. Χωρίς αυτό η σωµατική ανδρεία των ολίγων δεν θα µπορούσε να νικήσει τις υπέρτερες στρατιές των πολλών. Χωρίς αυτό δεν θα υπήρχαν Μαραθώνες, Θερµοπύλες. Μ’ αυτές έζησε και µ’ αυτές θα ζήσει η Ελλάς, και αυτές αποτελούν την ακατάλυτη περιουσία της. Πτωχή και εξαντληµένη η Ελληνική ύλη διαθέτει πάντα αλώβητη ψυχή. Παρ’ όλες τις υλικές ήττες η Ελλάς νικά πάντα µε το πνεύµα, και εκεί έγκειται η αξία της και η αιτιολογία της αντοχής της και της αιωνίας επιβίωσης της.

Η Ανάδειξη Ηγητόρων και η Δηµιουργία Πολεµικών Πυρήνων

Οι πόθοι της φυλής θα ήταν κτήµα λίγων εκατοντάδων διανοουµένων, εάν δεν υπήρχαν σ’ όλες σχεδόν τις Ελληνικές επαρχίες πολεµικοί πυρήνες οργανωµένοι και εκπαιδευµένοι, οι αρµατολοί και οι κλέφτες. Είχαν πολεµική πείρα και ηρωικές παραδόσεις, εκτίµηση και εµπιστοσύνη ολοκλήρου του λαού της επαρχίας τους. Η λιτότητα και η σεµνότητα βίου, η γνώση του εδάφους και η άσκηση στις πορείες και στη βολή προετοίµαζε µε τον καλύτερο τρόπο τους αυριανούς µαχητές της εθνικής µας ανεξαρτησίας. Αγύµναστοι και απόλεµοι οι ραγιάδες, πλην των Μανιατών, των Σουλιωτών και των αρµατολών της Βορείου Ελλάδος, διδάσκονται τώρα από το παράδειγµα όλων αυτών, αρµατολών και κλεφτών, Σουλιωτών και Μανιατών, και εξεγείρονται υπέρ της ελευθερίας, του ιστορικού δικαίου και της πατρικής κληρονοµιάς που είχε αφαιρεθεί δια της βίας.

Στον αγώνα της ανεξαρτησίας µεγαλόπρεπο παρουσιάζεται το δαιµόνιο του Ελληνισµού σε άλλη του σηµαντική εκδήλωση. Την πλούσια ανάδειξη ηγητόρων, αυτών που αποτελούν τα κεφαλαία γράµµατα της ιστορίας. Άφθονες ηγετικές φυσιογνωµίες αναπηδούν από κάθε γωνιά της Ελληνικής γης, για να προσφέρουν στον αγώνα επισκόπους, στρατηγούς, ναυάρχους, υπουργούς, παιδαγωγούς. ιστορικούς, δηµοσιογράφους, ποιητές. Ξύπνησε ο Ελληνισµός, και υπό το πρόσταγµα «Δεύτε παίδες Ελλήνων, η πατρίς σας καλεί», ανέλαβε το ηράκλειο έργο της εθνικής του αποκαταστάσεως. Όλη η χώρα είχε µεταβληθεί σε απέραντο πεδίο συγκρούσεων.

Τα Επτάνησα Εστία Συγκροτηµένου Ελληνικού Στρατού

Φθάνοντας στον 19ο αιώνα τα βουνά της Ελλάδος είναι πληµµυρισµένα από ένοπλους ραγιάδες. Η Πύλη δεν µπορεί πλέον να ανεχτεί τους οπλισµένους αυτούς αντάρτες, που πλήθαιναν και αποτελούσαν δικό τους κράτος στην καρδιά της Αυτοκρατορίας. Συγκεντρώνει τις πολεµικές της δυνάµεις και αρχίζει ένα κυνηγητό άγριο και ανελέητο. Εκείνοι αντιστέκονται όσο µπορούν. Όµως δεν είναι δυνατό να αντέξουν τον άνισο αυτό αγώνα. Αρχηγοί σκοτώνονται και τα καπετανάτα τους διαλύονται. Όσοι κατορθώνουν να γλιτώσουν περνούν στα Επτάνησα, το πρόθυµο και στοργικό καταφύγιο των κατατρεγµένων ραγιάδων.


Εκεί κάτω, υπό τη Ρωσική, τη Γαλλική και την Αγγλική σηµαία, θα δηµιουργηθεί µια συστηµατική οργάνωση των πολεµικών δυνάµεων του Έθνους, και θα αναδειχτούν οι αρχηγοί που θα το οδηγήσουν στην αποφασιστική αναµέτρηση τους µε τους Τούρκους. Πρώτοι οι Ρώσοι, όταν στα 1793 πήραν τα Επτάνησα, σκέφθηκαν να τους χρησιµοποιήσουν κατά του Ναπολέοντα. Εκείνοι συγκρότησαν τα πρώτα ελληνικά σώµατα, που αποτέλεσαν τις αναγκαίες σχολές , στις οποίες διδάχθηκαν την τέχνη των αρµάτων οι πρωτόγονοι πολεµιστές των ελληνικών βουνών. Όταν, στα 1807, οι Γάλλοι έδιωξαν τους Ρώσους, διατήρησαν τα Ελληνικά σώµατα, αφού τα συµπλήρωσαν και τα ανασχηµάτισαν.

Ακολούθησε η Αγγλική κατοχή της Επτανήσου, κατά την οποία αυξήθηκαν και συστηµατοποιήθηκαν. Τότε µπήκαν στις τάξεις των αξιωµατικών τους οι ενδοξότερες µορφές του 1821, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Πλαπούτας, ο Βιλαέτης, οι Πετµεζαίοι κ.ά. Και µαζί µ’ όλους αυτούς ο Κίτσος Τζαβέλας, σε νεαρότατη τότε ηλικία.

Η Ιστορική Δικαιοσύνη για το Αιµατοβαµµένο Σούλι και τον Κίτσο Τζαβέλα

Οι Αρχαίοι Έλληνες τιµούσαν και λάτρευαν µεταξύ των θεών τη Μνηµοσύνη. Της Μνηµοσύνης θυγατέρες ήταν οι εννέα Μούσες, µεταξύ των οποίων η Κλειώ εφέρετο σαν εφορεύουσα της Ιστορίας, φέρουσα στέφανο δάφνης και σάλπιγγα στη δεξιά χείρα. Τη Μούσα Κλειώ ας φέρουµε ενώπιον µας για να σαλπίσει τη δόξα των πατέρων µας. Η δάφνη την οποία φέρει ανήκει στους ήρωες που θα µνηµονεύσει και στους οποίους θα την επιδώσει. Όση αλήθεια και αν κλείνει η κρίση ότι η ιστορία των εθνών είναι η ιστορία των µεγάλων της ανδρών, µεγαλύτερη και απόλυτη αλήθεια είναι ότι αν τα έθνη, αν οι λαοί δεν προσφέρουν το απαραίτητο ηθικό έδαφος, οι µεγάλοι τους άνδρες δεν µπορούν να εξωραΐσουν την ιστορία.

Το Σούλι και το Ζάλογγο επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Ήταν η ρίζα της φυλής που εθριάµβησε. Του λαού ήταν το φυλλοκάρδι που θαυµατούργησε. Μέσα στην ιστορική αυτή αλήθεια και µόνο µπορούµε να προσµετρήσουµε το µέγεθος και την αξία της συµβολής του Κίτσου Τζαβέλα, όπως και των άλλων ηρώων του 1821. Τη παρθενικότητα του ηρωισµού του, τη µεγαλοσύνη του ονόµατος του. Η µεγίστη αρετή της ιστορίας είναι η δικαιοσύνη, και πιστεύω ότι η ακριβής εκτίµηση προσώπων και καταστάσεων του 21 δεν έχει συντελεστεί ακόµα. Ο βράχος του Σουλίου, του αθάνατου Σουλίου κατά τον Παπαρηγόπουλο, εµάχετο δεκαετίες στο βορά, πριν γίνει έρηµος βωµός του ηρωισµού.

Απασχολώντας µετά του Αλή Πασά όλη τη Τουρκική δύναµη της Ηπείρου και της Αλβανίας . Πρόκειται για την επανάσταση του Αλή που συµµαχεί µε τους Σουλιώτες, επανερχοµένους στο προ 16 ετών απολεσθέν Σούλι, και συµπαρασύρουν τους Αλβανούς σε συµµαχικό επί έτος αγώνα, λόγω µεν υπέρ του Αλή, έργω δε υπέρ της Ελληνικής επαναστάσεως. Η Μούσα της ιστορίας, κάθε φορά που της δίδεται η ευκαιρία, είναι έτοιµη να καλέσει στο προσκήνιο πρόσωπα, να προσηµειώσει τόπους. Στων τόπων αυτών το προσκύνηµα ας προσέλθουµε µε την ευκαιρία αυτού του πονήµατος, καθώς τα χωριά και τα κάστρα έχουν κι αυτά τη µοίρα τους και το ριζικό τους.

Ρίχνοντας µια γρήγορη µατιά στη µοίρα των έµψυχων εκείνη την ιστορική περίοδο του 1821, βλέπουµε να ξεπηδούν πάµφωτα το αιµατοβαµένο Σούλι, το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησιού, η Κλείσοβα του Μεσολογγίου, η Άµπλιανη, η Καλιακούδα, το Κρεµµύδι, τόποι γιγαντοµαχιών για την επιβίωση της φυλής µας. Τόποι και γιγαντοµαχίες στις οποίες πρωτοστάτησε η θρυλική µορφή του Κίτσου Τζαβέλα.

ΤΟ ΣΟΥΛΙ ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ ΤΟΥ 1821 

Η Εθνογραφική Προέλευση των Σουλιωτών - Το Τοπωνύµιο Σούλι

Η προέλευση και ετυμολογία του ονόματος του Σουλίου δεν έχει αποσαφηνιστεί αν και έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες. Ο Περραιβός, σύμφωνα με τη ντόπια παράδοση, αναφέρει ότι το όνομα αποδίδεται σε κάποιον Σούλη ή Σούλιου που φονεύτηκε στην τοποθεσία όπου σήμερα είναι το Σούλι. Λέει ότι οι οικιστές του Σουλίου μετοίκησαν κατά διαστήματα από το 1500 - 1600 από τα γειτονικά χωριά για να αποφύγουν την Τουρκική δουλεία. Οι φυγάδες αυτοί αφού εγκαταστάθηκαν στο Σούλι με τις οικογένειες τους αυξήθηκαν και έκτισαν τα πρώτα τέσσερα χωριά δηλ. το Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα και Αβαρίκος. Ο μεγάλος ποιητής Aνδρέας Kάλβος, πιστεύει ότι οι Σουλιώτες είναι απόγονοι των Σελλών και ονομάζει την περιοχή «Σελλαΐδα» εξ ου και το όνομα «Σούλι».

Σύμφωνα με τον ιστορικό Kων/νο Πανταζή, η ερμηνεία αυτή του ποιητή, στηρίζεται στην ιστορική πραγματικότητα. Η περιοχή αυτή κατοικήθηκε από το 800 π.X. από τους πρώτους Έλληνες και ονομάστηκε Θεσπρωτία. Γύρω στο 1600 από χωριά της Θεσπρωτίας, μεμονωμένες οικογένειες που ήθελαν να αποφύγουν την Οθωμανική καταπίεση, ανέβηκαν στα βράχια της Μούργκας και έχτισαν το Τετραχώρι. Αυτές οι οικογένειες εκπροσωπούσαν ολόκληρη την περιοχή της Σελλαΐδος και κατά τον Kων/νο Πανταζή, σωστά ο ποιητής Kάλβος τους θεωρεί απογόνους των Σελλών. Ο Βασίλειος Μπόλωσης, που ήταν μόνιμος κάτοικος της περιοχής, αναφέρει στο μικρό ιστορικό του δοκίμιο ότι:

«Κάποιος στο Μαργαρίτη είχε κάνει έγκλημα (είχε σκοτώσει) και πήρε την οικογένειά του και ανέβηκε στα μέρη ετούτα φοβούμενος τους Τούρκους στο Μαργαρίτι. Αυτός ονομάζονταν Σούλης και από το όνομά του, πήρε η περιοχή το όνομα «Σούλι». Αυτό είχε γίνει, όπως μου έλεγαν το έτος 1550 περίπου».

Άλλες θεωρίες για την καταγωγή της ονομασίας της περιοχής είναι το ότι η λέξη «Σούλι» στα σλαβικά σημαίνει σκοπιά, ή ότι, οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου ήταν Αλβανόφωνοι και πως η λέξη «Σούλι» είναι Αλβανική και σημαίνει δοκάρι.

''Η Σουλιώτικη Συμπολιτεία''

Το Σούλι αποτελούσε τον αρχαιότερο οικισμό και πρωτεύουσα του τετραχωρίου (Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα, Αβαρίκος) και κάλυπτε έκταση 1.000 στρεμμάτων. Σύμφωνα με τον Περραιβό στα αραιοχτισμένα σπίτια του κατοικούσαν τετρακόσιες πενήντα οικογένειες κατανεμημένες σε φάρες που εξυπηρετούνταν από 100 και πάνω πηγάδια. Από τις σπουδαιότερες φάρες ήσαν οι Τζαβελλαίοι, Μποτσαραίοι, Κουτσονικαίοι, Μπουσμπαίοι, Φωτομαραίοι, Κασκαραίοι, Σεχαίοι, Καλογεραίοι, Ζορμπαίοι κ.ά. Στην Σαμονίβα κατοικούσαν 50 οικογένειες φάρες, οι Δαγκλαίοι, Μπεκαίοι κ.ά. Στην Κιάφα 90 οικογένειες, σε τέσσερις φάρες, οι Ζερβαίοι, Φωταίοι, Νικαίοι και στον Αβαρίκο 60 οικογένειες, σε τρεις φάρες.

Με μια «Σπαρτιατική» εκπαίδευση, από μικροί εκπαιδεύονταν στα όπλα και εκμεταλλευόταν στο έπακρον τα πλεονεκτήματα που τους πρόσφερε η φυσική οχυρή θέση της περιοχής. «Όθεν ο βίος των Σουλιωτών ουδέποτε απέβη βιομηχανικός ή εμπορικός ή λόγιος όπως ο βίος των άλλων Ελληνικών κοινοτήτων. Το κύριον αυτών ενασχόλημα ήτο ο πόλεμος ή η προς πόλεμον παρασκευή. Κανένας καμίαν τέχνην ή πραγματεία δεν μεταχειρίζεται παρά όλη η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα» (Χ. Περραιβός). Οι κάτοικοι του τετραχωρίου αποτελούσαν αυτόνομη προνομιούχα πολιτεία με δικούς της νόμους, στρατό, νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα.


Τη διοίκηση στο Σούλι ασκούσαν η Γερουσία, στην οποία ανήκε η πολιτική και δικαστική εξουσία, η οποία και αποφάσιζε για πόλεμο ή ειρήνη. Το Συμβούλιο των Καπεταναίων, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την πολεμική προετοιμασία και για την διεξαγωγή πολέμου. Αυτό διόριζε τον Αρχιστράτηγο, ο οποίος αποκαλούνταν Πολέμαρχος. Για τη θέση του Αρχιστράτηγου επιλέγονταν ο ικανότερος, γενναιότερος και εμπειρότερος των Καπεταναίων. «Το Κριτήριο της Πατρίδος» αποτελεί την ανώτατη δικαστική εξουσία της Συμπολιτείας και συνεδρίαζε σε ιδιαίτερο οίκημα, του οποίου σώζονται τα ερείπια. Τις μικρές διαφορές των φαρών τις έλυνε ο αρχηγός της φάρας. Κάθε ύβρις προς κάποιο άτομο της φάρας θεωρούνταν ότι αντανακλούσε σε ολόκληρη τη φάρα.

Τις διαφορές μεταξύ των ανδρών της ίδιας φάρας επίλυαν συνήθως οι γυναίκες. Απλή υπόνοια για την τιμή κάποιας γυναίκας αρκούσε για να λιθοβοληθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Την μοιχαλίδα την έβαζαν σε σάκο και την γκρέμιζαν από τον Αχέροντα. H εκκλησία του Δήμου επικύρωνε ή απέρριπτε τις αποφάσεις. Οι νόμοι των Σουλιωτών δεν ήταν γραφτοί, αλλά άγραφοι. Νόμοι τους ήταν τα Ελληνικά ήθη και έθιμα, καθώς και οι πατροπαράδοτες συνήθειες του τόπου. Από το 1720 ιδίως και μετά οι έποικοι του Σουλίου πληθύνονταν και ο πληθυσμός του τετραχωρίου έφθασε σε 2.500 κατοίκους. Με το πέρασμα των χρόνων ήρθαν σε προστριβές με τους Αγάδες του Μαργαριτίου, της Πάργας, της Παραμυθιάς, του Φαναριού και των Ιωαννίνων.

Μέχρι το 1740 οι Σουλιώτες βρίσκονται σε συνεχείς αγώνες για απόκρουση των επιδρομών και για την διαφύλαξη της ανεξαρτησίας τους. Στη συνέχεια οι επιχειρήσεις των Σουλιωτών από αμυντικές έγιναν επιθετικές. Το 1741 κατέλυσαν την Τουρκική εξουσία σε πολλά γειτονικά τους χωριά και τα υποτάσσουν. Προσπαθούν αφ' ενός μεν να ελευθερώσουν τους καταδυναστευόμενους από τους Τουρκολβανούς γείτονές τους, αφ' ετέρου δε επιδίωκαν να αυξήσουν τα έσοδα με τους φόρους τους. Τα χωριά αυτά έμειναν στην ιστορία με την ονομασία Παρασούλια και οι κάτοικοι με το όνομα Παρασουλιώτες.

Το Τετραχώρι μαζί με τα επτά πλησιέστερα χωριά το Επταχώρι (Τσεκουράτι, Περιχάτι, Βίλλια, Αλποχώρι, Κοντάταις, Γκιονάλα και Τσεφλήκι), είναι ένα είδος Ομοσπονδίας και οι κάτοικοί τους ονομάζονται Σουλιώτες. Τα υπόλοιπα χωριά υπάκουαν στη Σουλιώτικη ομοσπονδία, ανέλαβαν τη φροντίδα για τον επισιτισμό τους, ενώ οι ίδιοι επωμίστηκαν την άμυνα της περιοχής από τους Τούρκους. Ως το 1760 είχαν ήδη την επικυριαρχία σε όλη σχεδόν τη Ν.Α. Ήπειρο (το τμήμα της Ηπείρου που περιλαμβάνεται μεταξύ Λούρου - Ιωαννίνων - Παραμυθιάς - Μαργαριτίου και Πάργας), έχοντας στο κέντρο το Σούλι όπου ήταν η πρωτεύουσα της Συμπολιτείας.

Η Συμπολιτεία του Σουλίου κατοικείται από 12.000 κατοίκους, Παρασουλιώτες και συντηρούσε στρατό που ανερχόταν σε 2.000 έως 2.500. Οι Σουλιώτες ήσαν λιτοδίαιτοι, ολιγαρκείς και πολύ σκληραγωγημένοι. Τίποτε δεν θεωρούσαν ανώτερο και πολυτιμότερο από την ανδρεία. Στην αρχή οι Τούρκοι δεν αντέδρασαν, γιατί οι Παρασουλιώτες ήταν συνεπείς στις φορολογικές υποχρεώσεις απέναντί τους. Η Συμπολιτεία πλήρωνε ετησίως φόρο στο σουλτάνο τον οποίο έπαιρνε από τους Παρασουλιώτες συγκεντρωμένο από τον κεφαλικό φόρο και το Προβατονόμιο. Οι Παρασουλιώτες πλήρωναν στους Σουλιώτες και φόρο υποτέλειας σε είδη και τρόφιμα. Η περιοχή αποτελούσε ένα είδος «ουδέτερης» ζώνης ανάμεσα στους Τούρκους και στους Βενετούς.

Πολλές φορές οι Τούρκοι κινούμενοι από συμφέροντα βοηθούσαν τους Σουλιώτες στους πολέμους τους. Η Βενετία θεωρούσε αναγκαία τη διατήρηση σχέσεων με την ημιανεξάρτητη αυτή πολιτεία γιατί έτσι αναχαιτίζονταν κάθε Τουρκικό κίνδυνο στις παραθαλάσσιες κτήσεις της. Αργότερα συγκρούονται τα συμφέροντα Τούρκων, Ρώσων, Γάλλων και Άγγλων, κυρίως για τον έλεγχο των παραλίων του Ιονίου. Οι Γάλλοι, οι οποίοι διαδέχτηκαν τους Βενετούς, άνοιξαν στενές σχέσεις με τους Σουλιώτες. Το γεγονός αυτό οι Τούρκοι το θεώρησαν εχθρική πράξη, γι' αυτό και δεν αντέδρασαν στις προσπάθειες των τοπικών Πασάδων να υποτάξουν τους Σουλιώτες.

Η Συµβολή των Αρµατολών και Κλεφτών 

Οι κλέφτες και οι αρματολοί συνιστούν κεντρική θεματική της Ελληνικής ιστορίας. Από αυτούς προήλθε το σημαντικότερο και το πιο έμπειρο δυναμικό των επαναστατικών στρατευμάτων του 1821. Ο καθοριστικός ρόλος τους στον αγώνα επέτρεψε σε πολλούς οπλαρχηγούς να αποκτήσουν κοινωνικό κύρος και πολιτική και οικονομική ισχύ στην επανάσταση και στη μετεπαναστατική περίοδο. Έτσι πολλοί πρώην κλέφτες ή αρματολοί κατόρθωσαν να αναδειχθούν στα ανώτερα κλιμάκια της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ιεραρχίας της Ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα.

Αρκετοί από αυτούς συνέγραψαν απομνημονεύματα στα οποία, επιδιώκοντας την ενίσχυση του κοινωνικού κύρους τους, υπερτόνιζαν και εξωράιζαν ως πατριωτική την προεπαναστατική δράση των κλεφτών και αρματολών. Το εγχείρημα αυτό συνέπιπτε άλλωστε με τις ανάγκες τής υπό συγκρότηση εθνικής ιδεολογίας και ιστοριογραφίας: χρειάζονταν απτά δείγματα ένοπλης αντιστασιακής δράσης ώστε να στοιχειοθετηθεί ο πόθος για ελευθερία, η ανυποταξία και, συνεπώς, η ενεργός ύπαρξη του ελληνικού έθνους κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Έτσι στηριζόταν η συνέχεια του έθνους από την αρχαιότητα ως το 1821.

Η εθνική ιστοριογραφία διαμόρφωσε στερεότυπη εικόνα περί «κλεφταρματολών», η οποία εν πολλοίς αντέχει ως σήμερα, τουλάχιστον εκτός του ακαδημαϊκού χώρου. Συνοπτικά, το στερεότυπο αυτό βασίζεται στις ακόλουθες παραδοχές: οι «κλεφταρματολοί» συνιστούν θεσμό αναλλοίωτο καθ' όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ οι φορείς του θεσμού αποτελούν τη διαρκή και κύρια έκφραση της αντίστασης του Ελληνικού έθνους απέναντι στον Τούρκο κατακτητή. Ατίθασοι Έλληνες, μη αντέχοντας τις Τουρκικές καταπιέσεις, «σηκώθηκαν» κλέφτες και χτυπούσαν τους Τούρκους και τους πλούσιους Ρωμιούς συνεργάτες τους, τους κοτζαμπάσηδες. 

Οι Τούρκοι επειδή δεν μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αναγκάστηκαν να προσλάβουν στην υπηρεσία τους κλέφτες, οι οποίοι ονομάστηκαν αρματολοί, και στους οποίους ανέθεσαν τη δίωξη των υπολοίπων κλεφτών. Οι αρματολοί, όμως, που απέκτησαν μεγάλη κοινωνική ισχύ, προστάτευαν κατά το δυνατόν τους υπόδουλους Έλληνες απέναντι στις καταπιέσεις των Τούρκων, απέφευγαν να καταδιώκουν τους κλέφτες ενώ, όταν πιέζονταν από τους Τούρκους, παρατούσαν τα αρματολίκια τους και ξαναγίνονταν κλέφτες. Παράλληλα οι κλέφτες και οι αρματολοί συμμετείχαν σε όλες τις εξεγέρσεις του υπόδουλου έθνους, εξεγέρσεις των οποίων συνήθως ήταν δημιουργοί και πρωταγωνιστές. 


Κατ' αυτόν τον τρόπο οι κλέφτες και οι αρματολοί διατήρησαν και διέσωσαν τον Ελληνικό χαρακτήρα και την εθνική συνείδηση αναλλοίωτη ως την επανάσταση και συνέβαλαν ενεργά στη διάσωση του γένους από τον αφανισμό. Το σχήμα αυτό βασίστηκε κυρίως στα απομνημονεύματα και στα κλέφτικα τραγούδια. Τα πρώτα, όμως, γράφτηκαν μετεπαναστατικά, σε ένα πολύ διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, ενώ τα κλέφτικα, όπως έδειξε η νεότερη έρευνα, είναι συχνά γραμμένα από τους ίδιους τους κλέφτες, παρουσιάζουν εξιδανικευμένη εικόνα τους και δεν εκφράζουν εθνικοαπελευθερωτικά ιδανικά. Αναπαράγουν κυρίως το α-εθνικό ανδρικό πρότυπο του παλικαριού που ζει με την ένοπλη βία και την κλεψιά. 

Κοινό πρότυπο άλλωστε στα ληστρικά τραγούδια τόσο των Μουσουλμάνων όσο και των Χριστιανών. Είναι η εκ των υστέρων και μέσα από το πρίσμα της εθνικής ιδεολογίας ανάγνωση που ανασημασιοδότησε με εθνικό περιεχόμενο την πολεμική δράση και τις κοινωνικές συγκρούσεις που περιγράφουν τα κλέφτικα. Από τη δεκαετία του 1960 η ιστορική έρευνα, ξαναδιαβάζοντας με σύγχρονες οπτικές τις πηγές και αξιοποιώντας νέα τεκμήρια, κυρίως των οθωμανικών και βενετικών αρχείων, ανέτρεψε βαθμιαία την παραδοσιακή εθνική προσέγγιση του «κλεφταρματολισμού», και ανέδειξε σειρά εμφιλοχωρούντων μυθολογικών στοιχείων. 

Σύμφωνα με τις σύγχρονες, επιστημονικά τεκμηριωμένες, προσεγγίσεις, η ληστεία συνιστούσε τυπική συμπληρωματική οικονομική δραστηριότητα των ορεινών νομαδικών ή ημινομαδικών ποιμενικών φύλων, σε ορισμένες μάλιστα περιοχές, όπως στον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας, ήταν ενδημικό φαινόμενο από την αρχαιότητα. Την ύστερη Βυζαντινή περίοδο, στον Βαλκανικό χώρο, Βλάχοι, Αλβανοί, Σλάβοι και Έλληνες μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι ασκούσαν ληστρική δραστηριότητα ή προσλαμβάνονταν ως μισθοφόροι από τους ηγεμόνες της εποχής. Όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν τα Βαλκάνια, προσέλαβαν μεγάλο μέρος των προαναφερόμενων ποιμενικών-πολεμικών ομάδων στην υπηρεσία τους. 

Πρόκειται για τους γνωστούς αρματολούς που συμμετείχαν στις Οθωμανικές εκστρατείες ως άτακτοι επιδρομείς, αναλάμβαναν τη φύλαξη των συνόρων ή τη φρούρηση των κάστρων. Βαθμιαία και καθώς τα σύνορα επεκτείνονταν, οι αρματολοί ανέλαβαν υπηρεσίες ασφαλείας της υπαίθρου. Η ένταση της ληστείας φαίνεται ότι αυξάνεται στον Οθωμανικό κόσμο από τον 17ο αιώνα κ.ε., κυρίως ως έμμεσο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης της Αυτοκρατορίας. Πολλοί ληστές είναι πρώην αρματολοί ή μέλη άλλων παρόμοιων στρατιωτικών σχηματισμών που απολύθηκαν μετά το τέλος εκστρατειών στο πλαίσιο του περιορισμού των εξόδων και στράφηκαν στη ληστεία για βιοποριστικούς λόγους. 

Παράλληλα, η βαθμιαία επέκταση της γεωργίας εις βάρος των βοσκοτόπων ευνόησε την αύξηση της ληστρικής δραστηριότητας των ποιμενικών πληθυσμών. Σταδιακά η ληστεία θα αποτελέσει μέθοδο εκβιασμού των Οθωμανικών αρχών για την παραχώρηση αρματολικιού. Μια κλέφτικη ομάδα όσο πιο επικίνδυνη γινόταν για την τοπική ασφάλεια τόσο ανεπαρκέστερο καθιστούσε τον τοπικό αρματολό στη διαχείριση της βίας: μόνη λύση απέμενε η αντικατάσταση των αρματολών με τους ως τότε κλέφτες. Έτσι οι κλέφτες ενσωματώνονταν στην Οθωμανική νομιμότητα, ενώ οι πρώην αρματολοί με τη σειρά τους μετατρέπονταν σε κλέφτες. 

Η εναλλαγή ρόλων γίνεται πολύ συχνή τον 18ο αιώνα και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για τις αρματολικές θέσεις οδηγεί ενίοτε σε μακροχρόνιες βεντέτες μεταξύ αντιπάλων οικογενειών. Μολονότι Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι εύποροι συνιστούσαν ελκυστικότερο αντικείμενο ληστείας, οι κλέφτες προτιμούσαν τους φτωχούς χωρικούς που δύσκολα μπορούσαν να αντιδράσουν. Οι ισχυρότεροι ληστές «πουλούσαν προστασία» ή έπιαναν ομήρους για να αποσπάσουν λύτρα. Οι αρματολοί, από την άλλη μεριά, επέβαλλαν αυθαίρετα δοσίματα στους χωρικούς, ασκούσαν τοκογλυφία, επένδυαν στην ενοικίαση φόρων και στην κτηνοτροφία. 

Έτσι κλέφτες και αρματολοί ενέπνεαν φόβο στα αγροτικά στρώματα μολονότι γίνονταν παράλληλα αντικείμενο θαυμασμού καθώς κατόρθωναν μέσω της βίας να ξεφύγουν από τη μίζερη αγροτική ζωή και κάποτε να αποκτήσουν εξουσία ως αρματολοί. Λίγοι ωστόσο καπετάνιοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν άξιες λόγου περιουσίες. Κάποιοι άλλοι, εκμεταλλευόμενοι τις οικονομικές ευκαιρίες που δημιούργησε η Επανάσταση του 1821, απέκτησαν οικονομική ισχύ συγκρίσιμη με εκείνη των προεστών. Η ληστρική δραστηριότητα δεν αποτελούσε αποκλειστικότητα των Χριστιανών. Εξάλλου οι κλέφτες και οι αρματολοί συμμετέχουν σε διαθρησκευτικά πελατειακά δίκτυα ώστε να εξασφαλίζουν υποστήριξη.

Η συμμετοχή των κλεφτών και αρματολών σε εξεγέρσεις έχει υπερτονιστεί από την εθνική ιστοριογραφία. Από τη μια, σκόρπιες μάχες και συγκρούσεις λανθασμένα θεωρήθηκαν εξεγέρσεις. Από την άλλη, αποδόθηκαν εθνικοαπελευθερωτικά κίνητρα στη συμμετοχή κλεφτών σε ευρύτερες εξεγέρσεις ή σε πολέμους του οθωμανικού κράτους με ευρωπαϊκές δυνάμεις που διαδραματίζονται στον νότιο ελλαδικό χώρο. Ωστόσο αυτή η δράση των κλεφτών δεν αμφισβητούσε τη νομιμότητα της εξουσίας αλλά στόχευε στη βελτίωση της θέσης τους στο πλαίσιο της δεδομένης κοινωνικής δομής, συνήθως στην απόκτηση αρματολικιού: «φέρτε μας τ' αρματολίκι γιατί ερχόμαστε σα λύκοι» τραγουδούν οι κλέφτες της Ρούμελης στα Ορλωφικά του 1770. 

Εξάλλου ο εθνικός προσανατολισμός των εξεγέρσεων είναι ισχνός· ορισμένες μάλιστα ανταρσίες τέμνουν τις θρησκευτικές κοινότητες και δεν φέρνουν μονοδιάστατα αντιμέτωπους τους χριστιανούς με τους μουσουλμάνους. Οι ανταρσίες αυτές εκφράζουν δυσαρέσκειες που λειτουργούν στο πλαίσιο διαθρησκευτικών ανισοτήτων και αντιθέσεων της οθωμανικής κοινωνίας και όχι στον άξονα: Χριστιανοί εναντίον Μουσουλμάνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι σποραδικές συμμαχίες των Σουλιωτών με τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες σε μια προσπάθεια διαφύλαξης της τοπικής εξουσίας τους που απειλείται από τον Αλή Πασά. Αντίστροφα στα Αληπασαδικά στρατεύματα που πολεμούν τους Σουλιώτες στο Σούλι, στον Ζάλογγο ή στον Σέλτσο συμμετέχουν Χριστιανοί αρματολοί.

Στις αρχές του 19ου αιώνα η Οθωμανική εξουσία κατάφερε να περιορίσει δραστικά τη δύναμη των κλεφτών και των αρματολών, εξοντώνοντας ορισμένους και αναγκάζοντας πολλούς να βρουν καταφύγιο στα Επτάνησα, όπου οι περισσότεροι προσλήφθηκαν στους ξένους στρατούς των Ναπολεόντειων πολέμων. Όταν οι τελευταίοι έληξαν το 1815, οι εξόριστοι ένοπλοι βρέθηκαν άνεργοι και χωρίς πόρους ζωής. Ήταν συνεπώς ευεπίφοροι σε επαναστατικούς σχεδιασμούς που έδιναν διέξοδο στην ανεργία τους και προοπτικές ανατροπής της δυσμενούς κατάστασής τους. 

Η συμμετοχή στην επανάσταση και στη διαμόρφωση του Ελληνικού κράτους και η ενσωμάτωσή τους στο νεωτερικό εθνικό κίνημα δεν θα τους καταστήσει απλώς ήρωες της Ελληνικής ιστορίας αλλά θα προσδώσει αναδρομικά εθνικό χαρακτήρα στη δράση τους κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.


Oι Αγώνες των Σουλιωτών 

  • Ο πρώτος πόλεμος (1721) έγινε από τον Χατζή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος απέτυχε.8.000 Τουρκοτσάμηδες και οι Σουλιώτες μόνον 300.
  • Ο δεύτερος πόλεμος (1760) έγινε από το Μουσταφά Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος και αυτός απέτυχε. Ο Μουσταφά Πασάς είχε 7.000 στρατιώτες και οι Σουλιώτες ήταν ολιγάριθμοι.
  • Ο τρίτος πόλεμος (1761) έγινε από τον Πασά του Δελβίνου Δόσμπεη, με 8.000 στρατιώτες και ολιγάριθμους Σουλιώτες, ο οποίος και αυτός απέτυχε.
  • Ο τέταρτος πόλεμος (1762) αποτυχημένος και αυτός, έγινε από το Μαχμούτ Αγά, ο οποίος αιφνιδίασε τους Σουλιώτες με 6.000 στρατό.
  • Ο πέμπτος (1772) αμυντικός πόλεμος έγινε κατά του Αγά της Τσαμουργιάς Σουλεϊμάν Τσαπάρη. Οι μάχες έγιναν στο Σούλι μεταξύ Σαμονίβας και Κιάφας, όπου οι Σουλιώτες πήραν αιχμαλώτους όλους τους Οθωμανούς.
  • Ο έκτος κατά του Μουσταφά Κόκαν Πασά με 4.000 Τουρκαλβανούς.
  • Ο έβδομος από τον Μπεκήρ Πασά που με 5.000 Τουρκαλβανούς πολιόρκησε το Σούλι.
  • Ο όγδοος πόλεμος (1792) με την ηγεσία των: Ιμπραήμ Χασάν, Σουλεϊμάν, Μουχτάρ Αγά κ.α.

Οι Σουλιώτες και ο Αλή Πασάς

Το 1791 έγινε η πρώτη εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών αλλά δεν πέτυχε. Επικεφαλής ο ίδιος με 3.000 Τουρκαλβανούς χτύπησε το Σούλι. Οι Σουλιώτες, έχοντας αρχηγό τον Λάμπρο Τζαβέλα, πρόβαλλαν γενναία αντίσταση και στη συνέχεια καταδίωξαν τους Τουρκαλβανούς ως τον κάμπο των Ιωαννίνων. Σκότωσαν 2.000 άνδρες και πήραν πολλά λάφυρα. Αποτυχημένη ήταν και η δεύτερη επίθεση του 1792. Ο Αλή Πασάς για να παραπλανήσει τους Σουλιώτες διέδωσε ότι θα εκστρατεύσει κατά του πασά του Αργυρόκαστρου και ζήτησε τη βοήθειά τους, υποσχόμενος προνόμια. Οι Σουλιώτες αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για τέχνασμα, ωστόσο για να του δείξουν ότι τον πιστεύουν, του έστειλαν 70 παλικάρια με αρχηγό το Λάμπρο Τζαβέλα.

Ο Αλής τους έπιασε αιχμαλώτους, τους έστειλε στα Γιάννενα στις φυλακές του Κάστρου. Κάλεσε στη συνέχεια το Λάμπρο Τζαβέλα, για να διαπραγματευτούν την παράδοση του Σουλίου. Ο Λ. Τζαβέλας προσποιήθηκε, ότι δέχεται τις προτάσεις του. Ο Αλής τον άφησε ελεύθερο να γυρίσει στο Σούλι και για επιβεβαίωση της συμφωνίας τους κρατά ομήρους το γιο του Φώτο και άλλους 70 άνδρες. Όταν έφτασε ο Λ. Τζαβέλας στο Σούλι, οργάνωσε καλύτερα την άμυνα και έστειλε στον Αλή Πασά το ακόλουθο γράμμα:

«Αλήπασα, χαίρομαι όπου εγέλασα έναν δόλιον, είμαι εδώ να διαφεντέψω την πατρίδα μου εναντίον εις έναν κλέφτην. Ο υιός μου θέλει αποθάνει, εγώ όμως απελπίστως θέλω τον εκδικήσω πριν να αποθάνω. Κάποιοι Τούρκοι, καθώς εσύ, θέλουν ειπείν, ότι είμαι άσπλαγχνος πατέρας με το να θυσιάσω τον υιόν μου δια τον ιδικό μου λυτρωμόν. Αποκρίνομαι ότι αν εσύ πάρεις το βουνόν θέλεις σκοτώσει τον υιόν μου με το επίλοιπον της φαμίλιας μου και τους συμπατριώτας μου, τότε δεν θα μπορέσω να εκδικήσω τον θάνατόν του αμή αν νικήσωμε θέλει έχω και άλλα παιδιά, η γυναίκα μου είναι νέα. Εάν ο υιός μου νέος, καθώς είναι, δεν μένει ευχαριστημένος ν' αποθάνει δια την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήσει και να γνωρίζεται ως υιός μου· προχώρησε λοιπόν άπιστε, είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ. Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου καπετάν Λάμπρος Τζαβέλας».

Ο Αλή Πασάς προστάζει γενική επίθεση με 8.000 Τουρκαλβανούς. Η δεύτερη εκστρατεία του Αλή Πασά εναντίον του Σουλιού κατάληξε σε πανωλεθρία. Ένα μικρό μόνο μέρος από το στρατό του σώθηκε. Αναγκάστηκε να κλείσει ταπεινωτική ειρήνη με τους Σουλιώτες, που κράτησε οχτώ χρόνια. Απελευθέρωσε το Φώτο Τζαβέλα και τους ομήρους. Στη μάχη πήραν μέρος και οι Σουλιώτισσες με επικεφαλής τη Μόσχω Τζαβέλα γυναίκα του Λάμπρου και η κόρη του Σόφω. Ο Λάμπρος Τζαβέλας πληγώθηκε και πέθανε τρία χρόνια αργότερα από το τραύμα του. Μετά το θάνατό του, την αρχηγία της φάρας του ανάλαβε η Μόσχω και την κράτησε μέχρι να την αναλάβει ο γιος της Φώτος.

Το 1798 ο Αλή Πασάς, καταφέρνει και ελέγχει όλη την περιοχή και το 1800 αρχίζει ένα σχέδιο αποκλεισμού του Σουλίου. Εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές έριδες μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικογενειών των Τζαβελαίων και των Μποτσαραίων πείθει τον Κίτσο Μπότσαρη να φύγει από το Σούλι και ν' αναλάβει το αρματολίκι των Τζουμέρκων. Οι Σουλιώτες χάνουν έτσι, 800 πολεμιστές. Ο Φώτος Τζαβέλας αναλαμβάνει ως πολέμαρχος. Τον Ιούνιο του 1800, ο Αλή Πασάς ξεκινά με 15.000 άνδρες, χωρίζοντάς τους σε τρία σώματα, τα οποία εισέρχονται στο Σούλι από τις τρεις δυνατές εισόδους που υπήρχαν. Οι Σουλιώτες τους αποκρούουν και η συνέχεια για τους Τούρκους είναι δραματική. Ο Αλής όμως, δεν ησυχάζει και αποφασίζει να πολιορκήσει το Σούλι.

Χτίζει νέα φρούρια στην περιοχή, ενισχύει τα παλιά, αποκλείει κάθε έξοδο, φέρνει πολλά στρατεύματα και ζήτησε τη βοήθεια των Αλβανών και Τσάμηδων της περιοχής. Έτσι οι Σουλιώτες κουρασμένοι δέχονται την πρόταση ειρήνης το 1801, την οποία ο ίδιος ο Αλής παραβίασε σκοτώνοντας τους 24 ομήρους που έστειλαν οι Σουλιώτες για το κλείσιμο της συμφωνίας. Οι Σουλιώτες αρνούνται την δεύτερη πρόταση ειρήνης του Αλή και παραμένουν πολιορκημένοι, για δυο χρόνια. Το 1803 αρχίζουν οι επιθέσεις του Αλή Πασά και του γιου του Βελή. Οι Σουλιώτες, με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα, αντιστάθηκαν στις μάχες του Σιστρουνίου, της Λίππας και της Λιβίκιστας. Εκείνος όμως, συνεχίζει και το Δεκέμβριο του 1803, το Σούλι δεν άντεξε άλλο.

Οι εσωτερικές διαμάχες για την αρχηγία μεταξύ των Φ. Τζαβέλα και Κ. Μπότσαρη, η έλλειψη από τροφές, νερό και πολεμοφόδια, αναγκάζει τους Σουλιώτες στις 12 Δεκεμβρίου του 1803, να υπογράφουν συνθήκη και να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους. Ο καλόγηρος Σαμουήλ, δεν δέχθηκε την συνθηκολόγηση. Έμεινε στο Κούγκι μαζί με άλλους πέντε Σουλιώτες και επέλεξαν να ταφούν μέσα στα συντρίμμια από την έκρηξη της πυριτιδαποθήκης. Λίγο νοτιότερα από το Σούλι, στο σημερινό χωριό Ριζά, ένα έτος πριν από την παράδοση του Σουλίου είχαν εγκατασταθεί 20 Σουλιώτικες οικογένειες με την άδεια του Αλή Πασά. Οι Τούρκοι, βρίσκουν τις γυναίκες απροστάτευτες από τους άνδρες.


Η Δέσπω Μπότση, όμως, μάζεψε γύρω της όλες τις γυναίκες της φάρας βάζει φωτιά στο μπαρούτι και τους τινάζει όλους στον αέρα. Οι υπόλοιποι Σουλιώτες ξεκίνησαν για την προσφυγιά σε τρεις φάλαγγες. Το πρώτο τμήμα, 1500 άτομα, με αρχηγό το Φ. Τζαβέλα προς την Πάργα. Ο Αλής τους κυνήγησε με 4.000 άνδρες, τους πρόλαβε και τελικά οι Σουλιώτες κατάφεραν να μπουν στην Πάργα, που την κατείχαν οι Ρώσοι, με πολλές απώλειες. Το δεύτερο τμήμα του Κ. Μπότσαρη φεύγει προς τα Τζουμέρκα. Ο Κ. Μπότσαρης, με 1.200 άτομα, αποσύρεται στη Μονή Σέλτσου που βρίσκεται σε μία οχυρή και απόκρημνη θέση πάνω από τον Αχελώο. Ο Αλής τους πολιόρκησε με 7.000 άνδρες και τελικά, μόνο 50 Σουλιώτες γλίτωσαν.

Η τρίτη φάλαγγα, του Κουτσονίκα με 800 άτομα, βάδιζε προς το Λούρο ποταμό. Όταν έφτασαν στο Ζάλογγο για ασφάλεια αποσύρθηκαν στο Μοναστήρι πάνω στο βουνό. Σώμα 3.000 Αλβανών, με επικεφαλής τον Μπεκήρ Tζογαδώρο τους καταδίωξε. Επιχειρούν έξοδο αλλά δεν τα κατάφεραν. Οι λίγοι που γλίτωσαν κατευθύνθηκαν προς το Βουλγαρέλι. Πενήντα έξι γυναίκες, όμως, δεν συμμετείχαν στην έξοδο. Παρέμειναν στο Μοναστήρι. Όταν τις πλησίασαν οι Αρβανίτες, έστησαν χορό και μια-μια έπεφτε στο βάραθρο. Πολλοί Σουλιώτες που γλίτωσαν και από τις τρεις ομάδες πήγαν στην Κέρκυρα και εντάχθηκαν σε στρατιωτικά σώματα Γάλλων και Άγγλων που κατείχαν το νησί.

Ο Σουλτάνος, το 1820, αποφασίζει να εξοντώσει τον Αλή Πασά στέλνοντας εναντίον του τον Ισμαήλ Πασά. Ο Αλή Πασάς καλεί τους Σουλιώτες να συμμαχήσουν με αντάλλαγμα να τους αφήσει να επιστρέψουν το Σούλι. Ο Μάρκο Μπότσαρης ορίστηκε αρχιστράτηγος και διαπραγματεύτηκε με τον Αλή Πασά. Μετά την αποτυχία του Ισμαήλ τον αγώνα κατά του Αλή Πασά αναλαμβάνει ο Χουρσίτ Πασάς που αφήνει στρατιωτικά ακάλυπτη την Πελοπόννησο στην οποία ξεσπά η Επανάσταση (1821). Ο Χουρσίτ, έχοντας σκοτώσει τον Αλή, είναι ελεύθερος ν' ασχοληθεί μαζί τους. Το 1822 ξεκινά με 15.000 άνδρες και πολιορκεί το Σούλι. Στάλθηκαν τότε για να βοηθήσουν τους Σουλιώτες ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Η επιχείρηση όμως απέτυχε. Μετά την καταστροφική μάχη στο Πέτα (4 Ιουλίου 1822) οι Σουλιώτες αναγκάσθηκαν μετά από συμφωνία με τον Ομέρ Βρυώνη. Φεύγουν οριστικά από την πατρίδα τους. Άλλοι πήγαν στα Επτάνησα και άλλοι στο Μεσολόγγι, όπου έλαβαν μέρος στην επανάσταση.

ΟΙ ΤΖΑΒΕΛΑΙΟΙ

Οι Τζαβελαίοι ήταν παλιά και μεγάλη Ελληνική οικογένεια αγωνιστών από το Σούλι. Σύμφωνα με μία παράδοση της Ηλείας κατάγονταν από την Οικογένεια Τζαβέλα της Ηλείας, στην πραγματικότητα η οικογένεια κατάγεται από την Δραγάνη της Παραμυθιάς με γενάρχη τον Παπα Ζάχο. Κατά τις αρχές του 17ου αιώνα, στο χωριό Δραγώγι της Φιγαλίας, απαντάται η οικογένεια Τζαβέλα. Ένας εξ αυτών ήταν και ο κλεφτοκαπετάνιος Βασίλης Τζαβέλας, ο οποίος διακρίθηκε άπειρες φορές για την παλικαριά αι σωφροσύνη του. Παιδιά του Βασίλη, ήσαν ο Δημάκης, ο Τάσος ο Μήτρος και ο Πάνος. Οι μεγαλύτεροι εξ αυτών ο Δημάκης ο Μήτρος και ο Τάσος, παρέμειναν στο Δραγώγι.

Κατά την επανάσταση του 1821, ο Δημάκης που ήταν ο πιο έμπειρος και ικανότατος καπετάνιος, διορίστηκε και ορκίστηκε οπλαρχηγός της περιοχής του. Έλαβε ενεργό μέρος στην Μάχη του Αγίου Αθανασίου της Καρύταινας μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στην μάχη του Πουσίου Λάλα, αρχικά με τον Γιωργάκη και κατόπιν με τον Δημητράκη Πλαπούτα. Η παράδοση αναφέρει ότι, ο Βασίλης, παιδί του γερό Δημάκη ήταν το μικρότερο από τα έξι αρσενικά παιδιά που είχε ο πατέρας του. Αυτά τα Τζαβελόπουλα είχαν και μια αδερφή, την ονομαστή Κάϊντω ή Κάντω. Η λυγερόκορμη ομορφιά της που έλαμπε σαν το άστρο της αυγής, ήταν το καμάρι όλων των ραγιάδων του καζά και ο τρανός καημός των Τούρκων αφεντάδων και κυρίως των σκληρών αγάδων του Φαναριού.

Μια ημέρα ο Αγάς που την είδε σε κάποιο γάμο, τυφλώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε ταχύτατα να την εντάξει στο χαρέμι του και να βρεθεί σύντομα στον οντά του. Παρακάλεσε, έταξε, απήλλαξε από φόρους, πλήρωσε, αγρίεψε, μα που να δεχθούν τα αδέρφια της μια τέτοια πρόταση, να μπει η μονάκριβη αδελφή τους στο χαρέμι και να μολύνει το περήφανο Τζαβελαίϊκο. Ποτέ μα ποτέ δεν σκέφθηκαν ν’ αφήσουν το καμάρι τους να βρεθεί έστω και για μια στιγμή στα χέρια των άπιστων, έστω και να πλήρωναν αυτή την επιθυμία του Αγά τους με αίμα. Που ακούστηκε τέτοιο πράγμα, τα Τζαβελόπουλα να αφήσουν την αδερφή τους. Έδωκε και πήρε ο Αγάς, έταξε πως μεγάλες τιμές, φοροαπαλλαγές, και ένα σωρό άλλα ταξίματα σε όποιον την έπειθε να έρθει η Κάντω στον οντά του.

Κάποια αποφράδα κακόημερα, που τα Τζαβελόπουλα έλλειπαν στα λημέρια των Μποζινακαίων στο χωριό Σκληρού Φιγαλείας, η Κάντω η μονάκριβη αδελφή τους βρισκόταν στο χωριό της μαζί με το στερνοπούλι αδελφάκι της τον Βασίλη. Εκείνη την ημέρα οι Τούρκοι πλιατσικολόγουσαν από χωριό σε χωριό και αφού την βρήκανε την αρπάξανε και την οδήγησαν στον οντά του πολυχρονεμένου αγά τους. Η Κάντω που το έλεγε η καρδιά της, την στιγμή που αντιλήφθηκε τις προθέσεις των Τούρκων όταν ακόμη ήτανε στο σπίτι της, πρόλαβε και άρπαξε ένα δίκοπο μαχαίρι και το τρύπωσε στον κόρφο της. Όταν την παρουσίασαν στον Αγά, αυτός έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά της και βάλθηκε να την μολέψει.

Αυτή υπερήφανη καθώς ήτανε, στεκότανε μπροστά του σαν αγριόγατα που ήτανε έτοιμη να χώσει τα νύχια της στα μάτια του δυνάστη. Πριν προλάβει να επιτεθεί μπήκε μέσα η υπηρεσία του αγά και την οδήγησαν πρώτα στα λουτρά του σαραγιού. Η Κάντω κατάλαβε τα σχέδια των και όταν μπήκε στο στον οντά για ν’ αλλάξει την φορεσιά της για να φορέσει την ρόμπα του λουτρού, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της τράβηξε το μαχαίρι της και το έμπηξε βαθιά στα φυλλοκάρδια της. Και τοιουτοτρόπως έβαλε τέλος στην ζωή της προτού την μολέψουν οι άπιστοι. Τα αδέλφια της σαν έμαθαν τα καθέκαστα, λυπήθηκαν πολύ για τον χαμό της μονάκριβης αδελφής τους όμως τους εξύψωσε το ηθικό και την υπερηφάνεια η ανδρεία της αδελφής των.

Όμως το κακό είχε γίνει και έπρεπε σύμφωνα με τους άγραφους νόμους της εποχής εκείνης να πάρουν πίσω το αίμα της αδελφής των. Και του το φύλαγαν περιμένοντας πότε θα τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία να τον ξεκάνουν. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, ο Αγάς με την συνοδεία του, όπως συνήθιζε κάθε χρόνο, πήγαινε στο Μαυροματέϊκο πανηγύρι, για να γλεντήσει. Αυτοί στήσανε ενέδρα στην θέση Βάλτα κοντά στον οικισμό Πλατιά ή Μποϊκά, χρησιμοποιώντας για ταμπούρια δυο-τρία εγκαταλειμμένα πετροκάλυβα (αχούρια). Ο Αγάς εκτός από την συνοδεία του και τους σωματοφύλακές του, είχε κοντά και καμιά σαρανταριά τσοπανόσκυλα για να τον φυλάνε.

Μόλις πλησίασε ο αγάς με την συνοδεία του, οι Τζαβελαίοι με τα παλικάρια τους έκαναν γιουρούσι κατά του αγά και αφού τον σκότωσαν τον έκαναν κομματάκια κρέας και το έριξαν στα σκυλιά του να τον φάνε. Η τοποθεσία που έγινε η ενέδρα και το άγριο φονικό του Αγά, σήμερα λέγεται «Τ’ Αγά τ’ αχούρια». Οι Τούρκοι του Φαναριού μόλις πληροφορήθηκαν τα γεγονότα και τον σκοτωμό του Αγά εξαπέλυσαν λυσσαλέες επιθέσεις κατά των Ελλήνων και ιδίως κατά των Τζαβελαίων του χωριού Δραγώγι. Οι Τζαβελαίοι μετά από αυτά τα γεγονότα ένοιωσαν ότι ο τόπος δεν τους χώραγε πια και έτσι αποφάσισαν να διασκορπισθούν μακριά από τον τόπο τους, για να μην χαθεί η γενιά τους.


Μονάχα ο Βασιλάκης απέμεινε επειδή ήταν βυζανιάρικο ακόμη και δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει. Μια πονόψυχη χανούμισσα τον έκρυψε κι’ έμεινε για πάντα στο Δραγώγι. Όταν μεγάλωσε αντρειώθηκε και από εκείνον σιγά-σιγά κρατήθηκε η περήφανη Τζαβελαίϊκη γενιά στο Δραγώγι. Τα πέντε αδέρφια που φύγανε, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, άλλος έσαξε προς την Μεσσηνία, άλλος έφθασε στην Αρκαδία, ένας ακόμη πήγε στην Κόρινθο και ένας κατευθύνθηκε στο Σούλι της Ηπείρου κι από αυτόν θέλει η ιστορία την περιβόητη Τζαβελαίϊκη γενιά της περιοχής εκείνης.

Γνωστά Μέλη της Οικογένειας 

Τα πιο ονομαστά μέλη της ήταν ο Λάμπρος Τζαβέλας, ο Φώτος Τζαβέλας και ο Κίτσος Τζαβέλας.
Λάμπρος Τζαβέλας

Λάμπρος Τζαβέλας (1745 - 1792) 

Γεννήθηκε στο Σούλι κι αναδείχτηκε αρχηγός της φάρας των Τζαβελαίων. Το 1792 τον κάλεσε ο διαβόητος Πασάς των Ιωαννίνων για να τον βοηθήσει δήθεν στην εκστρατεία του, κατά του Αργυροκάστρου. Ο Λάμπρος και το παιδί του ο Φώτος και 70 άλλοι Σουλιώτες, παρά τη γνώμη των άλλων Σουλιωτών, πήγαν να βοηθήσουν τον Αλή, αλλά κοντά στη Ζίτσα τους έπιασαν όλους και τους οδήγησαν στα Γιάννενα. Ο Αλής νόμισε πως αν δεν ήταν αρχηγός στο Σούλι ο Λάμπρος Τζαβέλας, θα μπορούσε να το καταλάβει. Τις επιθέσεις του όμως τις απέκρουσαν με ηρωισμό και τόλμη οι άλλοι Σουλιώτες κι έτσι κατέφυγε στο δόλο. Ελευθέρωσε από τα Γιάννενα τον Λάμπρο, κρατώντας όμηρο τον Φώτο, και τον έστειλε να του παραδώσει το Σούλι.

Μα όταν εκείνος έφτασε στο Σούλι του έγραψε το παρακάτω ιστορικό γράμμα:«Χαίρομαι που γέλασα έναν δόλιο σαν και σένα. Είμαι δω για να διαφεντέψω το Σούλι. Αν ο γιος μου δεν είναι πρόθυμος να πεθάνει για την πατρίδα, δεν είναι άξιος να ζήσει και να γνωρίζεται για γιος μου». Ο Αλής γεμάτος θυμό και λύσσα ρίχτηκε τον Ιούλιο του 1792 ενάντια στο Σούλι με μεγάλες δυνάμεις. Νικήθηκε όμως πάλι και ντροπιασμένος δέχτηκε ειρήνη κι άφησε ελεύθερους τους 70 Σουλιώτες και τον Φώτο. Στη μάχη αυτή όμως ο Λάμπρος πέθανε από τις πληγές του.

Φώτος Τζαβέλας (1770 - 1809) 

Ήταν γιος του Λάμπρου Τζαβέλα και της Μόσχως. Ύστερα από την απελευθέρωσή του και το θάνατο του πατέρα του, έγινε αρχηγός, των Σουλιωτών. Οι αγώνες του κατά του Αλή Πασά υπήρξαν περίφημοι. Αναδείχτηκε μεγάλος πολέμαρχος κι έδειξε τόση ανδρεία που οι Σουλιώτες ορκίζονταν "στο σπαθί του Φώτου". Ατυχώς το Σούλι κατά το 1803 παραδόθηκε, ο Φώτος με 2.000 Σουλιώτες κατόρθωσε να περάσει στην Πάργα κι από εκεί στην Κέρκυρα, που την είχαν στην κατοχή τους οι Γάλλοι. Ο Φώτος κατατάχτηκε στο γαλλικό στρατό ως εκατόνταρχος της Ελληνικής λεγεώνας. Κατά το 1809 δολοφονήθηκε στην Κέρκυρα από πράκτορες του Αλή Πασά και θάφτηκε στο μοναστήρι της Πλατυτέρας, όπου σώζεται ο τάφος του μέχρι σήμερα.

Μόσχω Τζαβέλα (1760 - 1803) 

Ήταν γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα. Γεννήθηκε το 1760 και αγωνίστηκε το 1792 εναντίον του Αλή Πασά, στη μάχη της Κιάφας, ως αρχηγός 400 Σουλιωτισσών. Όταν οι Τουρκαλβανοί αποπειράθηκαν να αιχμαλωτίσουν τις Σουλιώτισσες, αυτές τους επιτέθηκαν και κατάφεραν να τους τρέψουν σε φυγή. Ο ηρωισμός της Μόσχως έχει απαθανατιστεί στα δημοτικά τραγούδια. Η Μόσχω μετά την καταστροφή του Σουλίου ακολούθησε το δρόμο προς την Πάργα και από 'κει στα Επτάνησα. Πέθανε τελικά κατά το 1803.

Ζυγούρας Τζαβέλας 

Ο Ζυγούρας Τζαβέλας ήταν αδελφός του Φώτου Τζαβέλα. Όταν γύρισε από την Κέρκυρα το 1820, πολέμησε μαζί με τον Αλή Πασά κατά των στρατευμάτων του Χουρσίτ Πασά. Ύστερα από τη συντριβή του Αλή και τη νέα πτώση του Σουλίου, κατέβηκε στη Στερεά Ελλάδα και πήρε μέρος στην Επανάσταση επικεφαλής των Σουλιωτών. Σκοτώθηκε στη μάχη της Καλιακούδας στην Ευρυτανία το 1823, πολεμώντας τους Τούρκους. Μετά τον θάνατο του η φάρα του κατέφυγε στα βουνά της Μακεδονίας.Απόγονοι του Ζυγούρα Τζαβέλα βρίσκονται στο χωρίο Γέρμας Καστοριάς, έχοντας διατηρήσει το επωνυμο Ζυγούρας.

Ο Κίτσος Τζαβέλας (1801 - 1855) 

Ήταν παιδί του Φώτου Τζαβέλα. Μεγάλωσε στην Κέρκυρα και το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στο Σούλι, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος σε ηλικία μόλις 19 χρονών. Πήγε στην Πίζα της Ιταλίας για να συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για την Επανάσταση. Το 1822 - 1823 γύρισε και πήρε μέρος στις μάχες του Κεφαλόβρυσου μαζί με τον Μάρκο Μπότσαρη. Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ιούνιο του 1825 στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη.

Στις 25 Μαρτίου 1826 πρωταγωνίστησε στη μάχη της Κλείσοβας, κατά την οποία επικεφαλής 137 αγωνιστών στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας απώθησαν τα Τουρκο-Αιγυπτιακά στρατεύματα που επιχείρησαν να καταλάβουν το νησάκι, προκαλώντας τους τρομακτικές απώλειες (περίπου 3.500 Οθωμανοί νεκροί και τραυματίες). Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών αρχηγός 2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στα Σάλωνα με 1.300 άνδρες. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά το θάνατο του συνεργάτη του, ανατέθηκε σ' αυτόν η αρχιστρατηγία προσωρινά. Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο.

Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στα χρόνια της Αντιβασιλείας, ρίχτηκε στη φυλακή. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο κι αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών πάλι. Είναι ένας από τους τρεις καλύτερους πολεμιστές του 1821 μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Ανδρούτσο.

Γιώργος Τζαβέλας

Ο Γιώργος Τζαβέλας ήταν αδελφός του Κίτσου Τζαβέλα. Πήρε μέρος σε πάρα πολλές μάχες και τραυματίστηκε στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Στην έξοδο των Μεσολογγιτών σώθηκε μαζί με τον αδελφό του Κίτσο. Σκοτώθηκε όμως στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ακρόπολη, το 1827.

Νικόλαος Τζαβέλας

Ο Νικόλαος Τζαβέλας (1881 - 1921) πήρε μέρος στον πόλεμο του 1897 ως αξιωματικός, επίσης στο Μακεδονικό Αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους και στη Μ. Ασία, όπου και σκοτώθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη στη μάχη του Καλέ-Γκρότο το 1921.

Κώστας Τζαβέλας

Ο Κώστας Τζαβέλας ήταν ίλαρχος κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Διακρίθηκε σε 11 νικηφόρες μάχες και έπεσε στις 2 Δεκέμβρη 1940, στη μάχη της Πρεμετής.


Έγγραφα

Ένα έγγραφο οπλαρχηγών, δίνει τις ειδήσεις, ότι Τζαβελαίοι συμμετείχαν ενεργά στην πολιορκία του Λάλα και στην μάχη του Πουσίου, το υπογράφουν και οι Τζαβελαίοι Δημάκης και Μήτρος.

«Υποσχόμεθα εμείς οι καπεταναίοι Φαναρίου ότι να έχωμεν τους άνδρας μας έτοιμους εις κάθε καιρόν. Υποσχόμεθα έως της τελευταίας σταλαγματιάς του αίματός μας να διαφεντεύσωμεν αυτήν την συμφωνίαν και να φέρωμεν και τους λοιπούς όπου φέρουν άρματα. Υπόσχονται οι καπεταναίοι να γράψουν στα χωριά να κρατούν παστρικούς λογαριασμούς και να πηγαίνουν όπου διορισθούν μέχρι της αλώσεως του Μορέα και ότι πράγμα ευρίσκεται κινητόν και ακίνητον είναι του Έθνους. Και όποιος παραβή αυτήν την συμφωνίαν να κριθή με το κρίμα του Ιούδα και πρόσωπον Βασιλέως μας να μην ιδή».

Ιουνίου 9 στρατόπεδον Πούσι
Α' έτος της ελευθερίας 1821.
Καπετάν Δημάκης Τζαβέλλας, Μήτρος Τζαβέλλας

Κατά τον Φωτάκον, κατά την εκστρατείαν κατά του Λάλα στο στρατόπεδο του Πουσίου επήλθε διχόνοια εις το στρατόπεδο των Ολυμπίων, μεταξύ στρατιωτών και ιδιοκτητών για τοπικά των ζητήματα, περί φόρου της δεκάτης, παρασπορίων, διανομής κ.λπ. Η δυσφορία αυτή εκδηλώθηκε, σοβαρά για να καταστεί ζωηρότερη με μεγάλο κίνδυνο να γενικευθεί και να επιφέρει την διάλυση του στρατοπέδου. Περί της διαφωνίας αυτής ομιλούν και οι λαβόντες μέρος σε εκείνη την εκστρατεία. Ευτυχώς που επενέβησαν ο αρχηγός των Ολυμπίων Τζανέτος Χριστόπουλος, ο οποίος θέλοντας να προλάβει την διάλυση, έκαμε το ακόλουθο έγγραφο και τοιουτοτρόπως τους καθησύχασε.

Σ’ αυτήν την συμφωνία μεταξύ άλλων οπλαρχηγών υπογράφει και ο Μήτρος Τζαβέλας.

«Υπόσχομαι εις όλους τους καπεταναίους και λοιπούς στρατιώτας της επαρχίας μας κατά την καταγραφήν, όπου θα έχωμεν εις τας χείρας μας ότι το τρίτον να μην το ζητήσωμεν, ει μη μόνον την δεκατίαν και παρασπόρια, και υποσχόμεθα ότι έως της τελευταίας σταλαγματίας του αίματός μας να διαφεντεύσωμεν αυτήν την συμφωνίαν υπόσχονται και οι καπεταναίοι όλοι μετά των στρατιωτών των προς τον Αρχιστράτηγον Κύριον Τζανέτον Χριστόπουλον δια να τον ακολουθούν και υπακούουν εις κάθε του, προσταγήν. 

Υπόσχομαι ακόμη ότι όχι μόνον δεν έχουν την άδειαν να διώξουν αυτούς που είναι κατατρεγμένοι, αλλά να φέρουν και τους λοιπούς όσοι βαστούν άρματα, και αν ιδούν κανένα Καπετάνιον και διαπαρτισθή από την συμφωνίαν μας οι άλλοι Καπεταναίοι να τον παιδεύουν και να του παίρνουν και το τρίτον και όλο του το πράγμα, επειδή και οι δεκατίαι και παρασπόρια είναι αφεντικά τα οποία μέλλουν να φάνε οι στρατιώτες, εάν δεν εξαρκέσουν δια να φάγουν. Συμφώνως οι καπεταναίοι με τον Αρχιστράτηγον θέλει ομιλούν και θέλει εύρουν το μονασίπικον δια να δώση έκαστος κατά την δύναμίν του, όποιος δε χαριζόμενος ήθελε δώσει τρίτον να παιδεύηται από τους λοιπούς και από τον Αρχιστράτηγον. 

Όθεν δι’ ασφάλειαν και των δύο μερών έγιναν δύο όμοια και εδόθη από ένα σε κάθε μέρος. Υπόσχονται προς τοις άλλοις οι Καπεταναίοι δια να γράψουν εις τα χωριά τους να βαστούν λογαριασμόν παστρικόν των δεκατιών και παρασπορίων και να πηγαίνουν όπου διορισθούν από τον Αρχιστράτηγον και ότι πρέζες ήθελον κάμουν να τας μοιράζουν εξίσου όλοι οι στρατιώται μέχρι της αλώσεως του Μορέως και ότι πράγμα ευρίσκεται τουρκικόν εις την επαρχίαν μας κινητόν και ακίνητον να το μοιράζουν όλοι οι στρατιώται και όποιος παραβή αυτήν την συμφωνίαν, να κριθή μετά του προδότου Ιούδα και πρόσωπον Βασιλέως μας να μην ιδή, και ούτως υποσχόμεθα».

Ιουνίου 9 Στρατόπεδον Πούσι
1821 πρώτον έτος ελευθερίας.
Yπογραφαί
 
Δημήτριος Πρωτόπαπας, Μήτρος Τζαβέλας, Καπ. Π. Λυμπερόπουλος, Γιάννης Αμπελιανίτης, Αγγελής, Καπ. Γιαν. Δρακόπουλος, Μιχάλης, Γεώργης Βεργής, Γιάννης Θανούλας, Δημήτρ. Καράμπελας, Αδάμ Δημητρακόπουλος, Χριστ. Δελδιώτης, Γιάννης Γκούτης, Αναστ. Τζάπρος, Γιαν. Μπιζιμπαρδιώτης, Λάμπρος Ληνιστιάνος, Γιωργάκη Παλαλιώτη, Γιωργάκη Σκλάβος, Δημήτριος Δεληγιαννόπουλος, υπόσχομαι τούτων.

Επίσης ο Δήμος Τζαβέλας συμμετείχε και στην μάχη των Δερβενακίων κατά του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη. Ακόμη ο Δημάκης, έλαβε μέρος και σε μάχες κατά του Ιμπραήμ Πασά. Σε μια επιστολή προς τον Δημητράκη Πλαπούτα, συνυπογράφει με τους υπόλοιπους καπεταναίους της επαρχίας Φαναρίου:

«Γενναιότατε Στρατηγέ, αδελφικώς ασπάζομαι. Με τον ανεψιόν τον κύρ Φώτην ελάβομεν το αδελφικόν σας. Είδομεν τα όσα μας γράφεις και δια στόματος μας ωμίλησεν ο κύρ Φώτης και επληροφορήθημεν την καλήν σου προαίρεσιν δια το κοινόν όφελος της Πατρίδος και δια να σβύση ο εμφύλιος πόλεμος των δύο κομμάτων αντιφερομένων.

Αδελφέ και ημείς αυτό αγαπώμεν και επιθυμώμεν και αμέσως εγράψαμεν εις Αρκαδίαν, ομοίως και εις Ανδρούσαν του Καπετάν Πέτροβα, όπου και αυτοί να κινηθούν εις αυτό το καλόν έργον και ελπίζομεν να κινηθούν και αυτοί μάλιστα ο καπετάν Πέτροβας, μας γράφει ότι είναι έτοιμοι…. συμφώνως όλες οι επαρχίες να κάμουν να κοιτάζωμεν δια το όφελος της Πατρίδας, οπόταν γίνετε έτοιμος η γενναιότης σου ειδέασε μας και εμάς να κινηθώμεν όθεν κάμνει χρέος και μένομεν με το αδελφικόν σέβας».

Οι Αδελφοί σου:
 
Δημάκης Τζαβέλλας και λοιποί καπεταναίοι Φαναρίου.
Ανδρίτσαινα 1824
Τω γενναιοτάτω στρατηγώ Δημητράκη Πλαπούτα. Παλούμπα.


Αριστεία Τζαβελλαίων

O βασιλιάς Όθωνας το έτος 1844, τίμησε τον Δημάκη Τζαβέλα, για την προσφορά του στο ένοπλο αγώνα για την απελευθέρωση της Πατρίδας:

«Αριθμός 7164. Βασίλειον Της Ελλάδος.
Το Υπουργείον Στρατιωτικών προς τον κ. Δημάκην Τζαβέλλαν.

Η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς, ηυδόκησε να εγκρίνη να δοθή κατά συνέπειαν των της 20 Μαΐου 1 Ιουνίου και 8/30 Σεπτεμβρίου 1835 διαταγμάτων εις τον κ. Δημάκην Τζαβέλλαν, το αργυρούν νομισματόσημον δι’ ανταμοιβήν των κατά των υπέρ ανεξαρτησίας πόλεμον εκδουλεύσεων και χορηγεί εις αυτόν την άδειαν να το φέρη εις πάσαν περίπτωσιν».

Αθήναι τη 24 Απριλίου 1844
 
Ο Υπουργός
(Τ.Σ.) Π. ΡΟΪΛΟΣ

Περί «απονομής αριστείων του αγώνος».

1. Τζαβέλης Δημήτριος, Δραγώγι Ολυμπίας (Αρχείο Αγωνιστών). Χαρακτηρίσθηκε Αξιωματικός ΣΤ' Τάξεως με αριθμόν Α.Μ. 1580. Υπό τον Τζανέτο Χριστόπουλον. Είχε στρατιώτες υπό την οδηγίαν του. Συμμετείχε σε μάχες και πολιορκίες Λάλα, Πουσίου, Τρικόρφων, Γράνας, Τριπόλεως, Ναυπλίου, Κορίνθου και Αθηνών του 1827 υπό τον Γεώργιον Καραϊσκάκην. Έγινε Λοχαγός της Β' Φάλλαγγος.

2. Τζαβέλης Δήμος (Δημάκης), από το Δραγώγι Φιγαλείας, τιμήθηκε από την Πατρίδα με Αργυρό Αριστείον, με αρ. Φ. 281.

3. Τζαβέλης Τάσος, από το Δραγώγι Φιγαλείας, τιμήθηκε από την Πατρίδα με Σιδηρούν Αριστείον με αρ. Φ. 239.

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ ΤΖΑΒΕΛΑ 

ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ

Γενικά

Ο Κίτσος Τζαβέλας γεννήθηκε στο Σούλι, το 1801. Γαλουθήθηκε µε τα νάµατα της θρυλικής µάνας του Δέσπως, αδελφής του οπλαρχηγού του 1821 Ζώη Πάνου από την Παραµυθιά Σουλίου. Ανδρώθηκε στις δοξασµένες Σουλιώτικες κορφές, πλάι στον αγέρωχο πατέρα του Φώτο Τζαβέλα, του οποίου ήταν δευτερότοκος γιος, κι εγγονός του θρυλικού Λάµπρου Τζαβέλα. Όταν γεννήθηκε ο Κίτσος Τζαβέλας, το Σούλι ήταν παγκόσµια γνωστό σαν τόπος των θρύλων. Στο βράχο του Σουλίου ήλθαν και εγκαταστάθηκαν, πριν πάνω από διακόσια χρόνια, πολλοί από τους Έλληνες, που εφλέγοντο από τον πόθο της λευτεριάς. Σιγά-σιγά σχηµατίστηκε το Τετραχώρι, Σούλι - Σαµονίβα - Κιάφα - Αβαρίκος, και αργότερα το Εφταχώρι, η συµπολιτεία του Σουλίου.

Τη διοικούσαν οι αρχηγοί από τις 47 φάρες, που συναποτελούσαν το κοινοβούλιο. Αποτέλεσε πραγµατική εστία στρατιωτικής αλκής, και οι φάρες του έδωσαν εξαίρετους αγωνιστές της ελευθερίας. Οι Σουλιώτες ήταν λαός αδούλωτος και φιλοπόλεµος. Μοναδική τους δουλειά ο πόλεµος και η προετοιµασία για τη µάχη. Η φήµη των Σουλιωτών είχε διαδοθεί απ’ άκρου σ’ άκρο της Ευρώπης και ενθουσίαζε ποιητές και λαογράφους. Η Ρωσία για την εκπλήρωση των επιδιώξεων της στην Ελληνική χερσόνησο στους ανδρείους Σουλιώτες ητένιζε, και εδέχετο στην αυλή της τους απεσταλµένους της µε µεγάλες τιµές, σαν εκπροσώπους ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους.

Αλλά και σ’ όλες σχεδόν τις Ελληνικές επαρχίες υπήρχαν µαζί µε τους Σουλιώτες πολεµικοί πυρήνες οργανωµένοι και εκπαιδευµένοι, οι αρµατολοί και οι κλέφτες. Είχαν αρχηγούς που συνδύαζαν πολεµική πείρα, ηρωικές παραδόσεις, εκτίµηση και εµπιστοσύνη ολοκλήρου του λαού της επαρχίας τους. Οι πυρήνες αυτοί ήσαν τελείως προπονηµένοι προς τις απαιτήσεις του αγώνα. Τελεία γνώση του εδάφους, εξαιρετική άσκηση στη βολή και τις πορείες, λιτότητα και σεµνότητα βίου, πειθαρχία και αφοσίωση στον αρχηγό. Χάρις στους πυρήνες αυτούς, κατόρθωσε το δουλωµένο έθνος να ετοιµάσει λαµπρά στελέχη, ολόκληρη στρατιωτική τάξη, που κατά τη διάρκεια του αγώνα έδειξαν την υπεροχή τους.

Οι σωµατικές ικανότητες των Σουλιωτών, όπως και των αρµατολών και των κλεφτών, έφθασαν σε απίστευτη ακµή. Μ’ ένα πήδηµα περνούσαν πάνω από τρία και τέσσερα άλογα στη σειρά. Έφθαναν στο τρέξιµο άτια που κάλπαζαν. Με µία µόνο αστραπή γιαταγανιού χώριζαν το σφάγιο στα δύο. Στο ντουφέκι έγιναν τόσο άξιοι ώστε να περνούν το βόλι από δακτυλίδι. Και είχαν ιεραρχία, βαθµούς, άγραφους και όµως αυστηρότατους κανονισµούς. Μάχες και θάνατοι ήσαν οι καθηµερινές τους ασκήσεις. Και «καλό βόλι» η συνηθισµένη ευχή. Από τα σπλάχνα τους έµελλε να εκπηδήσουν οι αρχηγοί του αγώνα του 1821.

Κάτω από την εξαίρετη πολεµική ηγεσία πλήθος εµπειροπόλεµα παλικάρια, µε το γιαταγάνι στο πλευρό, µε το καριοφίλι στο χέρι, ξεφύτρωναν πολεµόχαρα, ορµητικά για το γιουρούσι, καρτερικά για την άµυνα, µε την ευχή καλό βόλι στο στόµα, µε το όραµα της ελεύθερης Ελλάδος στα µάτια.

Οι Αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά - Ο Κίτσος Τζαβέλας στα Επτάνησα

Ενώ τα αρµατολίκια ήταν διάσπαρτα στα βουνά της Ελλάδος, το Σούλι και η Μάνη υπήρξαν εκείνη τη περίοδο πραγµατικά ηφαίστεια ελευθερίας, έτοιµα να εκραγούν ανά πάσα στιγµή. Το Σούλι ιδιαίτερα, ευρισκόµενο ανάµεσα στα βουνά της Ηπείρου Μούργκα, Ζαβρούχο και Τρούλια, ήταν από τη φύση του απόρθητο. Η πολεµική δραστηριότητα των Σουλιωτών εµφανίζεται κυρίως το 1789, όταν οι οπλαρχηγοί τους µε γράµµα προς το Λουδοβίκο Σωτήρη, συνεργάτη του Λάµπρου Κατσώνη, φανέρωναν την απόφαση τους να αγωνιστούν εναντίον του Αλή και του Σουλτάνου. Ο Αλής που πληροφορήθηκε τα σχέδια τους εξεστράτευσε εναντίον τους το 1789 και το 1792 χωρίς αποτέλεσµα.

Το 1799 άρχισε συντονισµένες επιχειρήσεις για την κατάληψη των απόρθητων βουνών του Σουλίου, και το 1803 κυρίευσε τα χωριά του Σουλίου και Αβαρίκου, ύστερα από ασύλληπτη σε µεγαλείο και πράξεις αυτοθυσίας αντίσταση των κατοίκων, από τους οποίους όσοι επέζησαν, κατέφυγαν στη Κέρκυρα. Μαζί τους έφυγε στην Κέρκυρα και ο Κίτσος Τζαβέλας. Μετά τη συνθήκη του Τίλσιτ (1807) και τη Γαλλική επικράτηση στα Επτάνησα, οι 2000 περίπου πολεµιστές Σουλιώτες που είχαν καταφύγει εκεί κατανεµήθηκαν σε κάθε Γαλλικό Τάγµα ανά δύο Λόχοι, και έδωκαν όρκο πίστεως στο Ναπολέοντα, που θέλησε να χρησιµοποιήσει την φηµισµένη ανδρεία τους.

Στα χρόνια της δεύτερης κατοχής των Ιονίων Νήσων µετά το 1814 από τα Αγγλικά Στρατεύµατα, καταρτίσθηκαν 6 Ελληνικά Τάγµατα. Ο Κίτσος Τζαβέλας είχε πλέον ενηλικιωθεί, και ανέλαβε τη διοίκηση Τάγµατος, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Ζώης Πάνου, ο Νικόλας Τζαβέλας και άλλοι Σουλιώτες οπλαρχηγοί. Η Κέρκυρα ήταν τότε ένα από τα σταυροδρόµια των συµφερόντων και της διπλωµατίας των Δυνάµεων της εποχής. Στον ίδιο χώρο εργάζονταν µυστικά και η Φιλική Εταιρία που προετοίµαζε την ανάσταση του γένους. Έλληνες στρατιωτικοί και οπλαρχηγοί µυούνται στη Φιλική Εταιρία και ετοιµάζονται για τον αγώνα.

Μαζί τους µυούνται, κατά µια εκδοχή στα 1818 από κάποιον φιλικό Αριστείδη, ο Παραµυθιώτης οπλαρχηγός Ζώης Πάνου µαζί µε τον Κίτσο Τζαβέλα. Από τότε ο Τζαβέλας έχει και επίσηµα το χρίσµα της ευθύνης για την απελευθέρωση της πατρίδος.


Η Επιστροφή στο Σούλι και η Σύµπραξη µε τον Αλή Πασά

Ύστερα από ένα διάλειµµα εξορίας 17 - 18 χρόνων στα Επτάνησα, όπου υπηρέτησαν διαδοχικά Ρώσους, Γάλους και Άγγλους, οι Σουλιώτες ξαναγύρισαν την 12η Δεκεμβρίου 1820 στα αγαπηµένα τους χώµατα, µετά την επικήρυξη του Αλή Πασά από τον Σουλτάνο. Ο Κίτσος Τζαβέλας υπέγραψε κι αυτός τη συµφωνία µε τους Αρβανίτες Αγαδοµπέηδες, φίλους του Αλή Πασά, στις 11 Γενάρη του 1821, για την Ελληνοαλβανική σύµπραξη. Κατά τη διάρκεια της Ελληνοαλβανικής σύµπραξης συµµετέχει στις επιχειρήσεις εναντίον των σουλτανικών στρατευµάτων σ’ όλη την Ήπειρο.

Οι Σουλιώτες, σφηνωµένοι στα βουνά τους, όπου τους επισκέφθηκε και τους οργάνωσε ο απόστολος της Φιλικής Εταιρίας Χριστόφορος Περαιβός, αποτελούσαν ένα Ελληνικό προµαχώνα στα νώτα των Σουλτανικών στρατευµάτων που πολεµούσαν τον Αλή. Δηµιουργούσαν τις επίλεκτες µονάδες του στρατού που θα πολεµούσαν στον αγώνα της ανεξαρτησίας, και η φήµη τους είχε διαβεί τα σύνορα της Ελλάδος. Ο κόµης Pecchio που τους επισκέφθηκε τους χαρακτηρίζει ως εξής: «Είδα τους περήφανους Γρεναδιέρους του Ναπολέοντα και τις περήφανες Αγγλικές φρουρές. Μα µου φαίνεται πως οι Σουλιώτες ξεπερνούν και εκείνους και αυτούς». Η σύναξη των Σουλιωτών µε τον Αλή ήταν το προανάκρουσµα των µεγάλων αγώνων του Ελληνικού έθνους.

Η ανταρσία του Αλή συµπίπτει απόλυτα µε τα συµφέροντα του Έθνους και τις κατευθυντήριες γραµµές του αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας, όπως τις είχε διαγράψει στο γράµµα του προς τον Κολοκοτρώνη στις 29 Ιανουαρίου 1821. «Να είναι οι καπετάνιοι µονιασµένοι και να χτυπούν µαζί µε τον Αλή τα σουλτανικά στρατεύµατα, και να προσποιούνται πως πολεµούν γι’ αυτόν, στην πραγµατικότητα να απελευθερώνουν τους Ελληνικούς τόπους». Οι Σουλιώτες είχαν διαισθανθεί πρώτοι τις ανάγκες του έθνους, δεν είχαν ανάγκη να περιµένουν τις οδηγίες αυτές. Μετά την επιστροφή τους, αφού αναπαύθηκαν δύο ηµέρες στο Σούλι, όρµησαν στα γύρω χωριά, εκτοπίζοντας τις Τουρκικές φρουρές.

Έστειλαν αργότερα τον Κίτσο Τζαβέλα στον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο στη Πίζα της Ιταλίας για να ζητήσει πολεµοφόδια, πληροφορίες και συµβουλές, γιατί πλησίαζε η ώρα του γενικού ξεσηκωµού των Ελλήνων.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ 

Οι Αγώνες των Σουλιωτών κατά του Χουρσίτ και η Εκστρατεία στην Ήπειρο

Μετά την εξουδετέρωση και καταστροφή του Αλή Πασά, ο Χουρσίτ Πασάς κυρίευσε ολόκληρη την Ήπειρο, εκτός από το Σούλι. Αφού απέτυχαν οι προσπάθειες συµβιβασµού του µε τους Σουλιώτες, ο Χουρσίτ αποφάσισε να αναβάλει τη κάθοδο του στη Νότια Ελλάδα, και να εκστρατεύσει εναντίον του Σουλίου µε όλες του τις πολεµικές δυνάµεις, που υπερέβαιναν τους 14.000 πεζούς και αρκετό ιππικό. Οι Σουλιώτες µόλις κατόρθωσαν να αντιτάξουν χιλίους πολεµιστές. Τους διαίρεσαν σε τρία σώµατα, και µε αρχηγούς τους Νότη Μπότσαρη στο πρώτο Σώµα, Διαµαντή Ζέρβα στο Δεύτερο και τους Δράκο, Δαγκλή και Γούση στο τρίτο, κατέλαβαν το Στενό του Αγίου Νικολάου, τη διάβαση του Ζαβρούχου και τη διάβαση του Μαµάκου, απαγορεύοντας στον εχθρό να προσεγγίσει τον τόπο τους.

Ο Νότης Μπότσαρης, δεχθείς ισχυρή πίεση του εχθρού, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Αγ. Νικόλαο και να πιάσει θέσεις στα υψώµατα πίσω από την Κιάφα. Ο Ζέρβας, πιεσθείς κινδύνευσε να αιχµαλωτιστεί, και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη διάβαση Ζαβρούχου. Ο Δράκος πρόλαβε να καταλάβει την περιτειχισµένη εκκλησία Αγίου Δονάτου στη θέση ράχη Κούγκι, µέχρι την οποία είχαν προχωρήσει οι εχθρικές δυνάµεις. Μετά από αιφνιδιαστική επίθεση του Δράκου, οι Τούρκοι ετράπησαν σε φυγή. Ο Χουρσίτ, που αφίχθηκε την εποµένη µέρα, έδωσε διαταγή να κινηθεί όλος ο στρατός κατά του Ναυαρίκου και της Κιάφας. Στις 17 Ιουνίου 1822 ο Βρυώνης και ο Μουχουδάρης µε 6.000 Τουρκαλβανούς επιτίθενται στο Ναυαρίκο, ο δε Αλβανός αρχηγός Μπότας επιτίθεται στην Κιάφα.

Ο Κίτσος Τζαβέλας διακρίνεται στις επιχειρήσεις για την άµυνα της Κιάφας, και ο Σ. Τρικούπης εκφράζει τον ηρωισµό των Σουλιωτών µε τη παροιµιώδη φράση «Εάν η υπερέχουσα ανδρεία των Σουλιωτών δεν ήταν πανταχόθεν γνωστή, τα περί ων ο λόγος της εποχής αυτής κατορθώµατα ήρκουν να το µαρτυρήσωσι». Οι επανειληµµένες επιθέσεις των Τούρκων προσκρούουν στον ηρωισµό των Σουλιωτών και αποτυγχάνουν. Ο Χουρσίτ αφήνει τον Οµέρ Βρυώνη γενικό αρχηγό της Ηπείρου και ο ίδιος γύρισε στην Λάρισα. Ο Μαυροκορδάτος που είχε την προεδρία του εκτελεστικού από τις αρχές του 1822 διαπίστωσε ότι θα ήταν προς όφελος των Ελλήνων να διατηρηθεί η αντίσταση των Σουλιωτών, που απασχολούσε µεγάλες Τουρκικές δυνάµεις.

Και προσπάθησε να µεταφερθεί το θέατρο του πολέµου στην Ήπειρο, για να ανακουφιστούν οι περιοχές του Μοριά και της Ρούµελης. Στις 23 του Απρίλη ψηφίστηκε διάταγµα και συγκροτήθηκε ένα Σύνταγµα Πεζικού από πέντε Λόχους. Συγκροτήθηκε επίσης µια διλοχία από εκατόν είκοσι φιλέλληνες, όλοι σχεδόν αξιωµατικοί, µε διοικητή τον Ιταλό Συνταγµατάρχη Αντρέα Δάνια. Οργανώθηκε ακόµη και µία πυροβολαρχία µε δύο κανόνια και διοικητή το Γάλλο Συνταγµατάρχη Ολιβιέ Βουτιέ. Αρχηγός δε και διοικητής ολόκληρου του τακτικού στρατού που επρόκειτο να εκστρατεύσει στην Ήπειρο τοποθετήθηκε ο Γερµανός Στρατηγός Κάρολος Νόρµαν. Στις 22 του Μάη το Στράτευµα του Μαυροκορδάτου µπάρκαρε σε πλοία που θα τον µετέφεραν στο Μεσολόγγι.

Μαζί του πήρε το Μάρκο Μπότσαρη και τον Θοδωράκη Γρίβα, όπως επίσης και τον Κυριακούλη Μαυροµιχάλη. Στις 8 Ιουνίου έφθασε από το Μεσολόγγι στο Κοµπότι Άρτας και κατασκήνωσε στην κορυφή του υψώµατος. Ελάχιστοι τοπικοί αρχηγοί δέχτηκαν καθ’ οδόν να τον ενισχύσουν, και τα σώµατα τους, που δεν ξεπερνούσαν τις 3.000 άνδρες, στρατοπέδευσαν στην πλαγιά του Κοµποτίου προς την Άρτα. Ο τουρκικός στρατός είχε στη διάθεση του πάνω από 15.000 πεζούς και αρκετό ιππικό. Οι Σουλιώτες που εµάχοντο ηρωικά στην Κιάφα εξακολουθούσαν να ζητούν επίµονα βοήθεια, αλλά µόλις στις 21 Ιουνίου ο Μάρκος Μπότσαρης ξεκίνησε για το Σούλι µε χιλίους άνδρες.

Στο δρόµο βρέθηκε ξαφνικά αντιµέτωπος µε ένα Τουρκικό απόσπασµα από 3.000 ιππείς, τους οποίους αντιµετώπισε αποτελεσµατικά. Αλλ’ ενώ συνέχισε το δρόµο του για το Σούλι, πήρε πληροφορίες ότι ο Γρίβας και ο Ίσκος είχαν κτυπηθεί από προφυλακές του Οµέρ Βρυώνη και διαλυθεί, και κατόπιν αυτού αποφάσισε να διακόψει την πορεία του προς το Σούλι και να επιστρέψει στην Πλάκα. Στις 30 Ιουνίου πολυάριθµα σώµατα από Γκέκηδες και Τόσκηδες Τουρκαλβανούς ρίχτηκαν ορµητικά κατά των Ελληνικών θέσεων στην Πλάκα. Οι Έλληνες τους απόκρουσαν καρτερικά επί τέσσαρες ώρες, αλλά κατέφθασαν ισχυρές ενισχύσεις από την Άρτα µε τον Αχµέτ Βρυώνη.

Η Τουρκική επίθεση συνεχίζετο αµείωτη επί ώρες, ώσπου τα ελληνικά σώµατα άρχισαν να υποχωρούν άτακτα και επήλθε πραγµατική καταστροφή. Ύστερα από την πανωλεθρία της Πλάκας µειώθηκε πλέον κάθε ελπίδα ότι ο Ελληνικός Στρατός θα µπορούσε να ενωθεί µε τους λίγους ηρωικούς Σουλιώτες, που εξακολουθούσαν την απεγνωσµένη άµυνα τους στην Κιάφα.


Η Καταστροφή στο Πέτα

Μετά την Τουρκική επίθεση στο Κοµπότι, που ήταν κατά κάποιο τρόπο αναγνωριστική κρούση, ακολούθησε γενικότερη αποφασιστική επίθεση κατά του Ελληνικού Στρατοπέδου. Ο τακτικός στρατός και οι φιλέλληνες είχαν ταχθεί στις δύο λοφοσειρές, ανάµεσα από τις οποίες βρίσκεται το χωρίο Πέτα. Στο κέντρο της πρώτης σειράς τοποθετήθηκε ο τακτικός στρατός µε τον Ταρέλλα, ενισχυµένος µε δύο κανόνια και δέκα πυροβολητές. Η διλοχία των φιλελλήνων µε το Δάνια έπιασε θέσεις στο αριστερό, που ήταν και το πιθανότερο σηµείο Τουρκικής επίθεσης. Στο δεξιό πήραν θέση οι Επτανήσιοι µε τον Σπύρο Πανά.

Στα υψώµατα που βρίσκονταν πίσω από το χωριό έµειναν για εφεδρεία τα άτακτα Ελληνικά σώµατα, µε το Βαρνακιώτη στο κέντρο, τον Μπότσαρη αριστερά και δεξιά τον Γώγο µε τον Βλαχόπουλο, ενώ λίγο πιο πίσω έπιασαν θέσεις ο Ίσκος, ο Γάτσος και ο Δηµοτσέλιος. Όλες αυτές οι δυνάµεις των Ελλήνων δεν ξεπερνούσαν τις 2.000, µε το πολυαριθµότερο µέρος τα σώµατα των ατάκτων, που ήταν εφεδρεία. Ο στρατός αυτός έµεινε ανοχύρωτος, επειδή οι φιλέλληνες και οι τακτικοί που είχαν ταχθεί στην πρώτη σειρά, θεωρούσαν ταπεινωτικό για τον ηρωισµό τους να χτίσουν ταµπούρια, όπως έκαναν τα άτακτα πολεµικά σώµατα. Ο οπλαρχηγός Γώγος εις µάτην υπέδειξε και στον αρχηγό των φιλελλήνων και στον αρχηγό του τακτικού Συνταγµατάρχη Ταρέλλα να οχυρωθούν.

Πήρε την απάντηση: «Ξέρουµε και εµείς να πολεµάµε καπετάν Γώγο!». Η Τουρκική επίθεση άρχισε µε κρούση στο Κοµπότι. Τη νύχτα της 3ης προς 4η Ιουλίου, Τουρκικός στρατός από 8.000 άνδρες βγήκε από την Άρτα µε αρχηγούς τους πασάδες Μεχµέτ Ρεσίτ και Ισµαήλ Πλιάσα. Μονάδες του Τουρκικού στρατού τράβηξαν προς το Κοµπότι, ενώ η κύρια δύναµη κατευθύνθηκε στο Πέτα. Λίγο πριν ξηµερώσει ο Τουρκικός στρατός, µε πρωτοπορία το ιππικό, κινείται κυκλωτικά προς τις γραµµές των φιλελλήνων. Ο αγώνας για κάθε σπιθαµή εδάφους παίρνει άγρια µορφή. Οι ντελήδες ορµούν κατά των πυροβολητών, που µε κανένα τρόπο δεν εγκαταλείπουν τα πυροβόλα τους.

Δίπλα τους οι τακτικοί στρώνονται στο έδαφος κατακρεουργηµένοι από τις σπάθες του ιππικού, τους αντικαθιστούν οι επόµενοι, που πέφτουν και αυτοί νεκροί. Οι Επτανήσιοι επίσης, συσπειρωµένοι γύρω από τους αρχηγούς τους, µπαίνουν και αυτοί στο µακάβριο χορό, προξενούν σηµαντικές απώλειες στα µαινόµενα στίφη των Τουρκαλβανών, αλλά τελικά, ο ένας µετά τον άλλο στρώνονται νεκροί στο έδαφος. Οι Τούρκοι κατορθώνουν να διασπάσουν τις γραµµές των τακτικών και να διασκορπίσουν τους ηρωικούς αυτούς µαχητές. Θα σκοτώνονταν όλοι αν δεν κατέφθανε ο οπλαρχηγός Γώγος µε τους άνδρες του, που κτύπησαν τους Τούρκους και διευκόλυναν την διαφυγή τους.

Ανάµεσα τους σοβαρά τραυµατισµένος και ο στρατηγός Νόρµαν. Τραγικότερη η θέση των φιλελλήνων, που αποµονώθηκαν στο Πέτα. Ο Συνταγµατάρχης Δάνιας, βλέποντας ότι ο αγώνας ήταν άνισος, έδωσε εντολή για υποχώρηση προς το Κοµπότι, βλέποντας όµως ότι πέφτει πάνω σε µεγάλη δύναµη Τούρκων, ξαναγυρίζει προς το Πέτα. Οι φιλέλληνες, πιεζόµενοι τώρα από όλα τα µέρη, δεν σκέφτονταν πλέον παρά πως θα πουλήσουν ακριβότερα τη ζωή τους. Σκηνές άφθαστου ηρωισµού και δραµατικού µεγαλείου ακολουθούν. Είκοσι Τόσκηδες ρίχνονται συγχρόνως κατά του Συνταγµατάρχη Δάνια, τον ανατρέπουν, τον κτυπούν όλοι µαζί, και του παίρνουν το κεφάλι.

Δώδεκα Πολωνοί µε τον αξιωµατικό Μαρζέφσκι, έχοντας εξαντλήσει τα πυροµαχικά τους, ανεβαίνουν στη στέγη µιας εκκλησίας. Οι Τούρκοι ανεβαίνουν στην εκκλησία, και ο αγώνας συνεχίζεται σώµα προς σώµα, µε τις γροθιές και τα δόντια. Τελικά και οι δώδεκα Πολωνοί σκοτώθηκαν, αφού έστρωσαν το έδαφος γύρω τους µε Τουρκικά κορµιά. Ο Γάλλος λοχαγός Μονιάκ, τραυµατισµένος στην κνήµη, στηρίζεται στον κορµό µιας ελιάς, όταν ολόκληρο µπουλούκι ρίχνεται εναντίον του. Θέλουν να τον παραδώσουν ζωντανό στον Πασά, υπολογίζοντας ότι θα πάρουν γερό µπαξίσι. Όµως οι φοβεροί σπαθισµοί του Μονιάκ ρίχνουν τους τούρκους γύρω του στο χώµα, µε κραυγές λύσσας και πόνου.

Τότε κάποιος πηγαίνει πίσω του και τον πυροβολεί από τα νώτα. Και τότε οι τουρκαλβανοί ρίχνονται πάνω του και του παίρνουν το κεφάλι. Τώρα οι περισσότεροι φιλέλληνες κείτονται άψυχοι στο πεδίο της µάχης. Μόνο δύο λοχαγοί, ο Γερµανός Χέλµαν και ο Βέλγος Ανναί, µ’ όλο που είναι τραυµατισµένοι, κατορθώνουν µε είκοσι πέντε άλλους, να ανοίξουν δρόµο µε τα σπαθιά, και να προχωρήσουν προς ορεινή διάβαση που ήταν αφύλακτη. Και την τραγικότερη τύχη είχαν όσοι πιάστηκαν αιχµάλωτοι. Φορτώθηκαν τα κεφάλια των σκοτωµένων συντρόφων τους και τα µετέφεραν στην Άρτα. Η τύχη του Ελληνικού στρατού στο Κοµπότι και το Πέτα ήταν κάτι πολύ σοβαρότερο από µια απλή ήττα.

Τα δύο τρίτα από το σώµα των φιλελλήνων και ο αρχηγός τους, οι µισοί από τους Επτανησίους, καθώς και το τρίτο του τακτικού στρατού µε το Συνταγµατάρχη του έπεσαν στο πεδίο της µάχης, ενώ τα άτακτα σώµατα διαλύθηκαν και σκορπίστηκαν. Έτσι η εκστρατεία της Ηπείρου κατέληξε σε ολοκληρωτική καταστροφή.

Η Απόβαση στη Σπλάντζα

Τις µέρες που διαδραµατιζόταν η µεγάλη καταστροφή του Πέτα, δραµατικά περιστατικά εξελίσσονταν και στην Σπλάντζα, σηµερινή Αµµουδιά, ένα µικρό χωριό στις εκβολές του Αχέροντα. Ο Κυριακούλης Μαυροµιχάλης είχε σταλεί από το Μαυροκορδάτο στα Ηπειρωτικά παράλια µε δέκα πέντε Υδραίικα πλοία, πεντακόσιους Μανιάτες και λίγους Μεσολογγίτες, για να ανοίξει από εκεί το δρόµο προς την Κιάφα, ανακουφίζοντας τους πολιορκηµένους Σουλιώτες, µέχρι να φθάσει η βοήθεια µε τον Μάρκο Μπότσαρη. Στα µέσα Ιουνίου ο Κυριακούλης αποβιβάστηκε στο Μούρτο (Σήµερα Σύβοτα), και ύστερα από αντίδραση των Αγγλικών αρχών, προσορµίστηκε στην Σπλάντζα.

Οι Σουλιώτες έστειλαν εκεί τον Λάµπρο Ζάρµπα για συνεννόηση, και αργότερα το Ζώη Πάνου και το Βασίλη Ζέρβα µε εκατό άνδρες. Εναντίον του οι Τούρκοι πασάδες έστειλαν 3.000 Τουρκαλβανούς, µε επικεφαλής τον Κεχαγιάµπεη της Τριπολιτσάς, που είχε αιχµαλωτιστεί από τους Έλληνες στις 23 του Σεπτέµβρη και είχε πρόσφατα απελευθερωθεί. Οι Έλληνες αποφάσισαν να αντιµετωπίσουν τους Τούρκους, και τοποθέτησαν τους 120 Σουλιώτες του Πάνου και του Ζέρβα σε πρόχειρο τοίχο που κατασκευάστηκε εν τάχει κατά µήκος της ακτής, το Ζάρµπα µε τους άνδρες του σ’ ένα πύργο που βρισκόταν στις εκβολές του ποταµού.

Έτσι ώστε να χτυπήσει από κει το ιππικό, που υποχρεωτικά θα περνούσε το σηµείο αυτό, και ο Μαυροµιχάλης µε τους Μανιάτες έπιασε τη δεξιά πλευρά, µέχρι τα απόκρηµνα βράχια της ακτής. Στις 4 Ιουλίου 1822, µία ώρα πριν βγει ο ήλιος, εµφανίστηκαν απέναντι από την ακτή οι Τούρκοι, που κινήθηκαν αθόρυβα τη νύχτα, και ήλπιζαν να αιφνιδιάσουν τους Έλληνες. Οι Ελληνικοί εύστοχοι πυροβολισµοί κράτησαν τους Τούρκους απέναντι από το µανδρότοιχο, και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν προς στιγµή πίσω από το υπάρχον έλος. Η µάχη περιορίστηκε στους Σουλιώτες που βρίσκονταν πίσω από τον µανδρότοιχο και τους Τουρκαλβανούς απέναντι, ενώ ούτε ο Ζάρµπας, που ήταν οχυρωµένος στον πύργο, µπορούσε να επέµβει, ούτε οι Μανιάτες που βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση.


Ο Κυριακούλης όµως δεν µπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Άρπαξε το γιαταγάνι του και καλώντας τους άνδρες του να τον ακολουθήσουν έτρεξε προς τον µανδρότοιχο για να βοηθήσει τους Σουλιώτες. Ο Κεχαγιάµπεης, βλέποντας την κρισιµότητα της κατάστασης, πήδησε στο άλογο του και ρίχθηκε στη µάχη, παρακινώντας τους άνδρες του να πηδήσουν το οχύρωµα των Μανιατών. Και καθώς οι δύο αρχηγοί έτρεχαν αντίθετα βρέθηκαν αντικριστά και αναγνωρίστηκαν, καθώς πολλές φορές βρέθηκαν αντιµέτωποι στο Μοριά. Εκείνη τη στιγµή ένα βόλι χτύπησε τον Κυριακούλη στην αριστερή µασχάλη και τον σώριασε στο χώµα. Οι σύντροφοι του τον τράβηξαν στις φίλιες γραµµές, όπου µετά από λίγο ξεψύχησε.

Οι Έλληνες µετά από αυτό κινδύνευαν σοβαρά, αν δεν συνέβαινε το ίδιο περιστατικό και στον αρχηγό των Τούρκων. Μια σφαίρα χτύπησε καίρια τον Κεχαγιάµπεη καθώς βρισκόταν πάνω στο άλογο του και τον σώριασε στο χώµα. Ο θάνατος του κατατάραξε τους Τούρκους, που από τη στιγµή αυτή σταµάτησαν τον πόλεµο και άρχισαν να µεταφέρουν από το πεδίο της µάχης τους νεκρούς και τους τραυµατίες. Οι Μανιάτες πάλι µπάρκαραν στα πλοία τους και βγήκαν στο Βασιλάδι. Από κει µετέφεραν το νεκρό αρχηγό τους στο Μεσολόγγι, το οποίο τον κήδεψε µε µεγάλες τιµές. Η ατυχία της Σπλάντζας ήλθε ύστερα από την ήττα του Κοµπότι και την καταστροφή του Πέτα για να ολοκληρώσει την αποτυχία του Μαυροκορδάτου, που ήταν ο δηµιουργός και κατηύθυνε την άστοχη εκστρατεία στην Ήπειρο.

Οι διαδοχικές αποτυχίες των επιχειρήσεων στην Ήπειρο έκαµψε το ηθικό των αµυνοµένων Σουλιωτών. Τα πράγµατα οδήγησαν σε συνθήκη µε τους Τούρκους την 28 Ιουλίου 1822 και εγκατάλειψη του Σουλίου για τα Επτάνησα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1822. Οι Σουλιώτες και µαζί τους ο Κίτσος Τζαβέλας διέρρευσαν απ’ εκεί στα µέτωπα της Νότιας Ελλάδας, για να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον των Τούρκων.

Α' Πολιορκία του Μεσολογγίου

Οι Σουλιώτες µετά την πτώση του Σουλίου διασκορπίστηκαν σε µικρά σώµατα υπό την αρχηγία παλιών αρχηγών φαρών, και πολέµησαν σε παρά πολλές µάχες στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Σπάνια κάποιοι απ’ αυτούς τέθηκαν υπό την αρχηγία άλλων Ελλήνων καπεταναίων. Κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (20 Οκτωβρίου - 31 Δεκεμβρίου 1822) η παρουσία των Σουλιωτών οπλαρχηγών και στρατιωτών ήταν δυναµική, και η συµβολή τους, ιδίως των δύο οπλαρχηγών Κίτσου Τζαβέλα και Μάρκου Μπότσαρη, υπήρξε καθοριστική. Οι πολιορκηµένοι ενηµερώνονταν έγκαιρα για τις προθέσεις των Τούρκων, χάριν στις πληροφορίες που έδινε ο Ηπειρώτης αγωνιστής Γεώργιος Ιωάννου Ζούκας, και απέκρουσαν επιτυχώς την τουρκική επίθεση.

Η πόλη του Μεσολογγίου είχε για τους Έλληνες πολλά στρατηγικά πλεονεκτήµατα. Χτισµένη στο βάθος ενός κόλπου µε ρηχά νερά, του οποίου τα χείλη ενώνονταν µε µια αλυσίδα µικρών νησιών, παρουσίαζε µεγάλη ευκολία στους ανεφοδιασµούς που γινόταν από τις ευκίνητες µονάδες του ελληνικού ναυτικού, ενώ οι βαριές και δυσκολοκίνητες µονάδες του Τουρκικού ναυτικού δεν µπορούσαν να πλησιάσουν περισσότερο από τρία µίλια. Η θέση του ανάµεσα στα νησιά του Ιονίου και το Μοριά δηµιουργούσε την ευχέρεια να ενισχύεται και από τα δύο αυτά µέρη. Και τρίτον προστατευόταν σε ολόκληρη τη περιφέρεια του από ένα χανδάκι δύο µέτρα πλάτος και ένα βάθος, καθώς και από ένα προκάλυµµα οχυρωµένο µε 14 κανόνια.

Στις 26 Οκτωβρίου ο Οµέρ Βρυώνης και ο Κιουταχής στρατοπέδευσαν έξω από το Μεσολόγγι µε είκοσι χιλιάδες στρατό και ισχυρό πυροβολικό. Ταυτόχρονα ο Γιουσούφ Πασάς το απέκλεισε από τη θάλασσα µε τρία πλοία. Στη πόλη βρισκόταν ο Μάρκος Μπότσαρης και ο πρόεδρος της κυβέρνησης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Στις 8 Νοεµβρίου έφθασε ο στόλος της Ύδρας και βύθισε ένα Τουρκικό πολεµικό. Τα υπόλοιπα έφυγαν τροµοκρατηµένα, και ο Υδραίικος στόλος εφοδίασε τους πολιορκηµένους µε άφθονα τρόφιµα. Νέα τρόφιµα και πολεµοφόδια στάλθηκαν και από τα Επτάνησα. Οι πολιορκηµένοι ενήργησαν έφοδο, και στις 28 Νοεµβρίου έδιωξαν τους Τούρκους από τα χαρακώµατα τους.

Τη νύχτα της παραµονής των Χριστουγέννων επιχειρήθηκε από τον Οµέρ Βρυώνη νέα γενική επίθεση, η οποία όµως είχε για αυτόν οικτρά αποτελέσµατα. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν τελικά να υποχωρήσουν, αφήνοντας πεντακόσιους νεκρούς και δώδεκα σηµαίες, ενώ οι Έλληνες είχαν µόνο 2 νεκρούς και τέσσερις πληγωµένους. Η σηµασία της νίκης υπήρξε πολύ µεγάλη για την πορεία της εθνικής εξέγερσης, τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Ελλάδα.

Η Εκστρατεία του Μουσταή Πασά της Σκόδρας και οι Διχόνοιες και Αντιζηλίες µεταξύ των Ελλήνων Οπλαρχηγών

Η Τουρκία, µετά την αποτυχία προσπαθειών δύο χρόνων να καταστείλει την Ελληνική επανάσταση, αποφάσισε να συγκροτήσει µια ισχυρή στρατιά από επίλεκτους και εµπειροπόλεµους Τουρκαλβανούς, για να δώσει το αποφασιστικό κτύπηµα κατά της Ελληνικής ανταρσίας. Αρχηγός της στρατιάς αυτής, της οποίας η δύναµη έφτανε τις δέκα έξι χιλιάδες, ορίστηκε ο Μουσταή Πασάς της Σκόδρας. Ο Τούρκος αυτός στρατηγός είχε τόσο µεγάλη φήµη για την ικανότητα, την ανδρεία και την αποφασιστικότητα του ώστε, όταν διαδόθηκε ότι θα εκστρατεύσει κατά της Ελλάδος, δηµιουργήθηκε η γενική πεποίθηση ότι έφθασε πλέον το τέλος της επανάστασης, η οποία δεν θα κατόρθωνε να αντέξει την ορµητικότητα του Τούρκου αυτού σερασκέρη.

Εκτός από την ισχυρή και πολυάριθµη στρατιά του ο Μουσταή υπολόγιζε και στις πολεµικές δυνάµεις του Οµέρ Βρυώνη, ο οποίος θα τον βοηθούσε µε έξι χιλιάδες Τουρκαλβανούς ακόµα. Κατάστρωσαν λοιπόν κοινό σχέδιο επιχειρήσεων οι δύο Πασάδες, σύµφωνα µε το οποίο ο µεν Μουσταή θα κατέβαινε από τα Άγραφα, ο δε Βρυώνης θα ακολουθούσε τις στενωπούς του Μακρυνόρους. Μετά τη διάβαση του Μακρυνόρους θα ξανάσµιγαν, θα προχωρούσαν ενωµένοι, και αφού θα εξουδετέρωναν εύκολα, όπως υπολόγιζαν, τις αντιστάσεις των Ελλήνων, θα κτυπούσαν το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι. Η Ελληνική κυβέρνηση, µε διάταγµα της 13 Ιουνίου 1823 είχε διορίσει γενικό έπαρχο της περιοχής τον Κωνσταντίνο Μεταξά, ο οποίος στα αποµνηµονεύµατα του µας περιγράφει τις διχόνοιες και αντιζηλίες µεταξύ των οπλαρχηγών.

Τρείς αιτίες προκαλούσαν τις διενέξεις και δυσαρέσκειες. Λίγους µήνες πριν η κυβέρνηση είχε προβιβάσει τον Μάρκο Μπότσαρη στο βαθµό του στρατηγού. Αυτό δυσαρέστησε τους Τζαβελαίους και τους άλλους οπλαρχηγούς, που θεώρησαν την προαγωγή του Μάρκου σαν αρχηγεία, κάτω από την οποία ήταν υποχρεωµένοι να υπηρετήσουν οι άλλοι οπλαρχηγοί, πράγµα που κανένας δεν δεχόταν. Η δεύτερη αιτία αφορούσε τους Σουλιώτες γενικά. Η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να τους δώσει το Ζαπάντι µε όλες τις τουρκικές ιδιοκτησίες. Αυτό δυσαρέστησε τους ντόπιους που διεκδικούσαν την περιοχή. Τέλος τη τρίτη αιτία αποτελούσε η έχθρα που υπήρχε ανάµεσα στους Χασαπαίους και το Θοδωράκη Γρίβα, ο οποίος είχε σκοτώσει τρείς από την οικογένεια τους.


Ο Τσόγκας και ο Μάρκος Μπότσαρης βοήθησαν τους Χασαπαίους και χτύπησαν το Γρίβα, ο οποίος αναγκάστηκε να κλειστεί στους πύργους του Δραγαµέστου. Από εκεί πρόσπεσε στους Τζαβελαίους, µε την βοήθεια των οποίων βγήκε από τους πύργους και ενώθηκε µε τους άλλους οπλαρχηγούς. Θυµωµένοι τότε ενώθηκαν ο Τσόγκας µε τον Μπότσαρη, κλείστηκαν στο Μεσολόγγι, και δήλωσαν ότι δεν θα έβγαιναν να πολεµήσουν τους Τούρκους, αν ο Γρίβας δεν έφευγε από τη Δυτική Ελλάδα. Ο Μεταξάς για να ικανοποιήσει τους Χασαπαίους και το Μπότσαρη έπεισε το Γρίβα να εγκαταλείψει την Δυτική Ελλάδα και να φύγει για το Μοριά. Ακόµα δήλωσε ότι µε κανένα τρόπο η στρατηγία του Μάρκου Μπότσαρη δεν σηµαίνει αρχηγία, αλλά είναι στρατιωτικός βαθµός, και αρχηγός των άλλων οπλαρχηγών είναι ο ίδιος.

Όσο για το Ζαπάντι, που ήταν ακόµα στα χέρια των Τούρκων, ήταν αστείο, τους είπε, να φιλονικούν για κάτι, πριν ακόµα το αποκτήσουν. Ύστερα από τις εξηγήσεις αυτές κατευνάστηκαν τα πνεύµατα και σταµάτησαν οι διαµάχες ανάµεσα στους οπλαρχηγούς. Και τότε ενωµένοι όλοι συνεννοήθηκαν για τον τρόπο µε τον οποίο θα αντιµετωπίσουν τον εχθρό. Έτσι ο Ίσκος και ο Ράγκος τοποθετήθηκαν στο Μακρυνόρος, ο Μακρής στη Λάσπη και ο Τσόγκας στη Βόνιτσα, για να αντιµετωπίσουν τον Οµέρ Βρυώνη, ενώ ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Τζαβέλας µε τους Σουλιώτες θα τραβούσαν προς το Καρπενήσι, όπου θα έσµιγαν µε τους Γιολδασαίους, τον Πεσλή και το Σαδήµα, για να αντιµετωπίσουν από κοινού το Μουσταή Πασά.

Για να λείψουν οι αντιζηλίες που εκδηλώθηκαν ανάµεσα στους συµπατριώτες του, ο Μάρκος προσκάλεσε τους Σουλιώτες και, αφού τους τόνισε ότι το µόνο που έχει σηµασία στην περίσταση ήταν η οµόνοια για να αντιµετωπίσουν ενωµένοι τον τροµερό κίνδυνο που τους απειλούσε, έσκισε το δίπλωµα της στρατηγίας σε µικρά κοµµατάκια και τα σκόρπισε στα πόδια τους, µε τα λόγια: «Αύριο που θα πολεµήσουµε τον Μουσταή, όποιος σταθεί παλικάρι, ας πάρει το δίπλωµα του στη µάχη».

Οι Μάχες Κεφαλόβρυσου και Καλιακούδας

Ο Μουσταή µε το αµέτρητο ασκέρι του στα µέσα Ιουλίου 1823 έφτασε στα Τρίκαλα. Από κει ξεκίνησε να ξεκαθαρίσει τον Ασπροπόταµο και τα Άγραφα. Ήταν τέλος Ιουλίου όταν έφτασε στο Καρπενήσι. Ο ίδιος έµεινε µε το επιτελείο του σε ένα πύργο που είχε χτίσει εκεί ο Αλής για να παραθερίζει, ενώ το ασκέρι του απλώθηκε στο Λειβαδάκι, στα Πλατάνια και το Κεφαλόβρυσο. Οι Σουλιώτες παρακολουθούσαν µε µεγάλη προσοχή τις κινήσεις του Μουσταή Πασά. Ο Μάρκος έπιασε το Μικρό χωριό και οι Τζαβελαίοι το Μεγάλο. Το σχέδιο µε το οποίο αποφάσισαν να κτυπήσουν τους τουρκαλβανούς, ήταν τολµηρό, και το µόνο που θα µπορούσε να πετύχει ικανοποιητικό αποτέλεσµα. Θα επιχειρούσαν νυχτερινή έφοδο µέσα στο ορδί των Πασάδων και θα τους ξάφνιαζαν.

Το εγχείρηµα ήταν δύσκολο και επικίνδυνο. Και για αυτό χρειάζονταν νωπές πληροφορίες για την κατάσταση στο εχθρικό στρατόπεδο, που ανέλαβαν να συλλέξουν ο Τούσας Μπότσαρης, ο Θανάσης Κουτσονίκας και ο Γιάννης Μπαϊρακτάρης. Θαρρετά γύρισαν όλη τη νύχτα της 7ης Ιουλίου και το πρωινό της 8ης Ιουλίου το εχθρικό στρατόπεδο, συλλέγοντας πληροφορίες. Την άλλη µέρα οριστικοποιήθηκε το σχέδιο µε βάση τις πληροφορίες αυτές, και προέβλεπε οι ελληνικές δυνάµεις να ριχτούν την ίδια νύχτα στο Τουρκικό ορδί και να προσπαθήσουν να πιάσουν ή να σκοτώσουν τους αρχηγούς. Ο Τζαβέλας θα χτυπούσε τους εχθρούς στα Πλατάνια και θα δυσκόλευε κάθε απόπειρα βοήθειας του τουρκικού στρατοπέδου.

Την 9η Αυγούστου ο Μάρκος µε 450 Σουλιώτες ενήργησε νυκτερινή καταδροµική επίθεση στο εχθρικό στρατόπεδο Κεφαλόβρυσου στο Καρπενήσι, όπου πριν από δέκα λεπτά είχαν στρατοπεδεύσει 5000 πεζοί και ιππείς υπό τον Τζελαλεντίν Μπέη. Ταυτόχρονα άλλοι 800 Σουλιώτες υπό την αρχηγία του Κίτσου Τζαβέλα προσέβαλαν τη θέση Πλατάνια. Ατρόµητος ο Μάρκος πηδά στην πρώτη σκηνή που βρέθηκε µπροστά του. Καθώς την ανοίγει βρίσκεται µπροστά στον Τουρκαλβανό αρχηγό Άγο Βασιάρη που µόλις είχε ξυπνήσει και τον κοιτούσε σαστισµένος. Με τον Βασιάρη είχε παλιά γνωριµία ο Μάρκος, από τότε που υπηρετούσαν µαζί στην αυλή του Αλή Πασά. Τον αιχµαλωτίζει και τον παραδίνει στα παλικάρια του.

Μέσα στη σύγχυση και τον πανικό που επηκολούθησε οι Τούρκοι έχασαν περί τους 800 µαχητές νεκρούς, αλλά δυστυχώς εφονεύθη από Τούρκικο βόλι ο στρατηγός Μάρκος Μπότσαρης. Νικητές γύρισαν στη βάση τους οι Σουλιώτες, αλλά και πολύ λυπηµένοι για το χαµό του αγαπηµένου τους αρχηγού. Χίλιοι πεντακόσιοι ήταν οι σκοτωµένοι του εχθρού, και πολλές εκατοντάδες οι πληγωµένοι. Από τους Σουλιώτες σκοτώθηκαν εξήντα, ενώ σαράντα δύο λαβωµένοι µεταφέρθηκαν στις πλάτες των συντρόφων τους. Αµέτρητα ήταν τα λάφυρα. Χίλια εξακόσια τυφέκια, χίλιες οκτακόσιες πιστόλες, τέσσερα µπαϊράκια, τριακόσια σπαθιά, χίλια διακόσια άλογα και πολλές εκατοντάδες µουλάρια

Τίποτε όµως δεν µπορούσε να ισοφαρίσει τη µεγάλη ζηµιά, το χαµό του ηρωικού αρχηγού. Ο χαµός του Μάρκου αποτέλεσε πραγµατική εθνική συµφορά. Το επόµενο πρωινό, στις 10 Αυγούστου 1823, µια πένθιµη Σουλιώτικη φάλαγγα έφθασε στο Μεσολόγγι. Προηγείτο ο Τούσας Μπότσαρης,που µετέφερε στις πλάτες το άτυχο σώµα του Μάρκου. Λίγο πριν µπει στην πόλη, έφτασε απεσταλµένος της αδελφής του Μάρως, για να µεταφερθεί στο σπίτι της ο νεκρός. Εκεί, τον έπλυναν, τον λαµπροστόλισαν, και τον θρήνησαν µε αυτοσχέδια µοιρολόγια, µε τα οποία επαινούσαν την παλικαριά και την ανδρεία του. Σε λίγη ώρα ξεκινούσε η κηδεία από το σπίτι της Μάρως για την εκκλησία της Μητρόπολης.

Η διάταξη της νεκρικής ποµπής θύµιζε εικόνες από τα ηρωικά έπη του Οµήρου. Μπροστά πήγαιναν οι αιχµάλωτοι Τούρκοι µε δεµένα τα χέρια. Ύστερα τα άλογα των Μπέηδων και των Πασάδων µε τα χρυσοπλουµισµένα χράµια, και πίσω τους σκυµµένα προς τη Γη τα Τούρκικα µπαϊράκια. Ακολουθούσε ο κλήρος της περιοχής µε επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο. Ύστερα θλιµµένοι οι σύντροφοι του έφεραν στους ώµους το φέρετρο, και δίπλα του η αδελφή, οι συγγενείς, οι επίσηµοι, και χιλιάδες ο λαός. Και η θλιβερή κηδεία έκλινε µε δύο χιλιάδες αλογοµούλαρα φορτωµένα µε τα όπλα και τα άλλα λάφυρα που είχαν αποκοµίσει από το τουρκικό στρατόπεδο. Πραγµατική εικόνα θριάµβου. Μόνο που ο θριαµβευτής ήρωας δεν έµπαινε στην πόλη για να δοξαστεί, αλλά για να ταφεί.

Τάφηκε δίπλα στον Κυριακούλη Μαυροµιχάλη, εκεί που σήµερα βρίσκεται «ο κήπος των ηρώων». Και όταν τον κατέβαζαν στον τάφο, τα κανόνια από τις ντάπιες του Μεσολογγίου τον αποχαιρετούσαν µε τριάντα τρεις κανονιές, όσα και τα χρόνια της ζωής του. Μετά τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη αρχηγός ανέλαβε ο Ζυγούρης Λάµπρου Τζαβέλας, που παρά την ηλικία του ήθελε να δείξει ανάλογη µ’ αυτόν ευψυχία. Μετά τη µάχη του Κεφαλόβρυσου, έπιασε θέσεις και περίµενε τον εχθρό στο ύψ Καλιακούδα, 4 ώρες νότια του Καρπενησίου. Οι Σουλιώτες ενισχύθηκαν και µε άλλους Έλληνες µαχητές, και η συνολική δύναµη ανήρχετο στους 2.500 άνδρες.


Η αµυντική θέση Καλιακούδα ήταν ισχυρότατη και απόρθητη, και άντεξε σε επανειληµµένες επιθέσεις των Τούρκων. Δυστυχώς 400 τούρκοι διέβησαν στο νότιο µέρος της διάταξης αφύλακτο µονοπάτι και βρέθηκαν στα νώτα των Ελλήνων. Την 28 / 8 / 1823 έγινε άγρια συµπλοκή σώµα µε σώµα, στην οποία έπεσε ενδόξως ο Ζυγούρης Λάµπρου Τζαβέλας µε 150 παλικάρια. Ο δρόµος για το Μεσολόγγι ήταν πλέον ανοικτός για τον εχθρό, που επιχειρεί την Β' πολιορκία του Μεσολογγίου (Μέσα Σεπτεµβρίου - τέλη Νοεµβρίου 1823). Το Μεσολόγγι όµως άντεξε και πάλι τις επιθέσεις, που τώρα γινόταν µε ενωµένες τις δυνάµεις του Μουσταφά Πασά µε αυτές του Οµέρ Βρυώνη, που είχε εν τω µεταξύ καταφθάσει από την Άρτα.

Τις σοβαρότατες δυσχέρειες που αντιµετώπιζαν οι Σουλιώτες του Μεσολογγίου από την έλλειψη τροφών και χρηµάτων ήλθε να µετριάσει η παρέµβαση του Λόρδου Βύρωνα, που άφησε την τελευταία του πνοή την άνοιξη του 1824, βαθιά θλιµµένος από τις κοµµατικές διαιρέσεις των αγωνιστών, τις υπερβολικές οικονοµικές απαιτήσεις και αταξίες των Σουλιωτών και την εν γένει χαλαρότητα. Τα γεγονότα αυτά δεν επέτρεψαν την υποκίνηση νέας επαναστατικής αναταραχής στην Ήπειρο, όπως επεδίωκε ο Αθαν. Ψαλίδας.

Το Ανατολικό (Αιτωλικό)

Στις 2 Οκτωβρίου 1823 οι Μουσταής και Οµέρ άρχισαν από κοινού να βοµβαρδίζουν το Ανατολικό, νησίδα µέσα στη λιµνοθάλασσα Μεσολογγίου µε 2.000 κατοίκους, αλλά το ίδιο έκαναν και οι Έλληνες, πλήττοντες τις εχθρικές θέσεις. Αυτό συνεχιζόταν για 40 συνεχείς µέρες, ενώ το Μεσολόγγι έµενε απείραχτο. Στο τέλος ο Κίτσος Τζαβέλας σοφίστηκε να στήσει µε 300 άνδρες ενέδρα στη θέση Σκαλί, πάνω στο δρόµο από Ανατολικό προς Μεσολόγγι. Οι Τούρκοι απώλεσαν 350 ιππείς και πολλά λάφυρα περιήλθαν στα χέρια του Κίτσου Τζαβέλα.

Τελικά οι δύο Πασάδες, βλέποντας ότι το ηθικό των ανδρών τους κατέπιπτε από τις επιτυχίες των Ελλήνων, αλλά και επειδή ο στόλος τους είχε αποσυρθεί και ο στρατός τους υπέφερε από το κλίµα του Μεσολογγίου, στις 17 Νοεμβρίου εγκατέλειψαν τη πολιορκία του Ανατολικού και στις 19 πέρασαν τον Ασπροπόταµο µε κατεύθυνση τα πασαλίκια τους. Η εκστρατεία Δυτ. Στερεάς που τόσο είχε διαφηµιστεί απέτυχε, και η Ναύπακτος και το Αντίρριο ήταν τα µόνα τουρκικά φρούρια σ’ αυτή. Η πολεµική αρετή και ιδιοφυΐα του Κίτσου Τζαβέλα έλαµψε σ’ όλη την επαναστατηµένη Ελλάδα.

Η Μάχη της Άµπλιανης

Ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Χρ. Περαιβός και άλλοι Σουλιώτες πολεµιστές και οπλαρχηγοί, έδωκαν τα µέσα Ιουλίου του 1824 τη νικηφόρα και σηµαντικότατη µάχη της Άµπλιανης, επάνω στο δρόµο Σαλώνων - Γραβιάς, όπου κυριολεκτικά ο Κίτσος Τζαβέλας διακρίθηκε για την στρατιωτική του ιδιοφυΐα. Στα µέσα του Ιουνίου 1824 ο Δερβίς πασάς µε 10.000 άνδρες στρατοπέδευσε στο Λιανοκλάδι. Ο Γιουσούφ Πασάς και ο Αµπίζ Πασάς µε 6.000 πεζούς και 1.000 ιππείς πήραν διαταγή να προχωρήσουν στη Γραβιά, και να επιτεθούν στα Σάλωνα. Την αναχαίτιση του εχθρού στα Σάλωνα ανέλαβαν ο Πανουργιάς, ο Δυοβουνιώτης και ο Γ. Δράκος, τους οποίους αργότερα ενίσχυσε ο Κίτσος Τζαβέλας µε τους Σουλιώτες και ο Παν. Νοταράς.

Τη νύχτα της 13 Ιουλίου οι Τούρκοι, που στο µεταξύ ενισχύθηκαν, κίνησαν 12.000 Αλβανούς µε δύο κανόνια από τη Γραβιά προς τα Σάλωνα. Ξηµερώνοντας έφθασαν στην Άµπλιανη, που βρήκαν αµυνόµενους περίπου 3.000 άνδρες. Οι τούρκοι έκαναν σφοδρές επιθέσεις στην τοποθεσία µέχρι το απόγευµα. Μέχρι που έφθασαν ενισχύσεις των Ελλήνων που κατόρθωσαν να αντεπιτεθούν και να διασπάσουν το αριστερό πλευρό της διάταξης τους. Ο Κίτσος Τζαβέλας, επωφελούµενος τότε από τη δυσχερή θέση του εχθρού, όρµησε κατά πάνω µε τους άνδρες του και τους ανάγκασε σε άτακτο φυγή. Η φυγή σε λίγο γενικεύθηκε και οι Τούρκοι αποδεκατίστηκαν στην κυριολεξία. Άφησαν στο πεδίο της µάχης περί τους 2.000 νεκρούς.

Οι Εµφύλιες Διαµάχες

Οι τελευταίοι µήνες του 1824 χαρακτηρίζονται από την οξεία πολιτική διαµάχη µεταξύ των Ρουµελιωτών, υποστηριζόµενων και υπό των Σουλιωτών, και των Πελοποννησίων. Ο Κωλέττης, που ενδιαφερόταν κυρίως για τη σύλληψη του Ζαΐµη, ενήργησε ώστε στις 3 Δεκεμβρίου να αποβιβαστούν από το Στρατόπεδο Σαλώνων στο Αίγιο 3.000 άνδρες µε αρχηγούς τους Κίτσο Τζαβέλα, Λ. Βέϊκο, Χρ. Περραιβό, Κ. Μπότσαρη, Α. Ίσκο, Γ. Βαλτινό, Τ. Ζέρβα και Γ. Δράκο. Μαζί τους αυτόκλητος ήλθε και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Η τελευταία µάχη µε τους λεγόµενους «αντάρτες» δόθηκε στην Κερπινή. Μετά από σφοδρές µάχες οκτώ ηµερών κατόρθωσαν στις 17 Δεκεμβρίου να καταλάβουν την κωµόπολη.

Οι Ζαΐµης, Λόντος και Νικηταράς µε τους οπαδούς τους πέρασαν στο Μεσολόγγι και ζήτησαν άσυλο από το Μαυροκορδάτο. Τα γεγονότα είχαν ως εξής: Στις πρώτες φάσεις της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης και οι Πελοποννήσιοι προύχοντες συσπειρώνονται γύρω από την Πελοποννησιακή Γερουσία και αντιµάχονται την ιδέα της δηµιουργίας συγκεντρωτικών κρατικών δοµών δυτικού τύπου, την οποία εισηγείται ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Μετά την Εθνοσυνέλευση του Άστρους (1823), οι οπαδοί της ιδέας της δηµιουργίας συγκεντρωτικού κρατικού µηχανισµού ενισχύουν τη θέση τους περιορίζοντας, ταυτόχρονα,τη δύναµη όσων επιµένουν στη διατήρηση της ύπαρξης τοπικών κέντρων εξουσίας.

Όµως, µετά την ένταξη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο νέο κυβερνητικό σχηµατισµό από τη θέση του αντιπροέδρου του Εκτελεστικού, η πολιτική σύγκρουση µεταξύ κεντρικής διοίκησης και τοπικών φορέων εξουσίας µετατρέπεται σε αντιπαράθεση µεταξύ των φορέων της εκτελεστικής και αυτών της νοµοθετικής εξουσίας. Γύρω από τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας -τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Πετρόµπεη Μαυροµιχάλη- συσπειρώνονται -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων και συγκεκριµένα των προκρίτων του Αιγίου Ανδρέα Λόντου και των Καλαβρύτων Ανδρέα Ζαΐµη, που τάσσονται αλληλέγγυοι µε τον Μαυροκορδάτο-οι προύχοντες της Πελοποννήσου και οι τοπικοί στρατιωτικοί ηγέτες.

Αντίθετα, γύρω από τους φορείς της νοµοθετικής εξουσίας, του Βουλευτικού δηλαδή, συσπειρώνονται οι «ετερόχθονες» πολιτικοί, οι εκπρόσωποι των νησιών, οι οπλαρχηγοί της Στερεάς (π.χ. Γκούρας, Καραϊσκάκης, Μακρυγιάννης), καθώς και οι Σουλιώτες οπλαρχηγοί (Κίτσος Τζαβέλας). Η ρήξη των σχέσεων µεταξύ Εκτελεστικού και Βουλευτικού οδήγησε τελικά στον Εµφύλιο Πόλεµο του 1824. Τον Νοέµβριο του 1824 Ρουµελιώτες και Σουλιώτες οπλαρχηγοί (µε προεξάρχοντα τον Γκούρα) εισέβαλαν στην Πελοπόννησο για να καταστείλουν την εξέγερση των εντόπιων προκρίτων και οπλαρχηγών, µε τους οποίους είχαν συµπαραταχθεί πλέον και οι Ζαΐµης και Λόντος, και να εδραιώσουν µε τη βία την κεντρική εξουσία που αµφισβητούνταν.


Η στρατιωτική σύγκρουση κατέληξε στην ήττα των Πελοποννησίων και στη φυλάκιση των ηγετών τους, οι οποίοι, ωστόσο, στη συνέχεια αµνηστεύτηκαν σε µια προσπάθεια υπέρβασης των αντιπαραθέσεων, εµπέδωσης του εθνικού φρονήµατος και συγκρότησης µιας νέας εθνικής -και όχι τοπικής πλέον- συλλογικότητας, αφού όµως προηγουµένως είχαν διαµορφωθεί νέοι συσχετισµοί πολιτικής δύναµης. Ο µόνος που πλήρωσε µε τη ζωή του την εµφύλια διαµάχη ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο οποίος δολοφονήθηκε στην Ακρόπολη, αν και δεν είχε συµµετοχή στα γεγονότα που διαδραµατίστηκαν.

Η Μάχη στο Κρεµµύδι

Ο Σουλτάνος Μαχµούτ έβλεπε µε δυσάρεστη έκπληξη τις αλλεπάλληλες αποτυχίες των στρατηγών του, στην προσπάθεια να καταπνίξουν την Ελληνική επανάσταση, τόσο στη Ρούµελη όσο και στο Μοριά. Αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από το πασά της Αιγύπτου Μωχάµετ Άλυ, που αν και ήταν υποτακτικός του σουλτάνου, είχε εξελιχθεί σε ισχυρό τοπάρχη, µε ηγεµονικές εξουσίες, χωριστά οικονοµικά και δικές του αξιόλογες πολεµικές δυνάµεις. Ο σουλτάνος του πρότεινε τη γενική αρχηγία του αγώνα κατά των Ελλήνων. Ο Μωχάµετ Άλυ είδε τη µεγάλη ευκαιρία και άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια του για την εκστρατεία στην Ελλάδα. Αρχηγός της εκστρατείας θα ανελάµβανε ο θετός γιος του Ιµπραήµ, που είχε γεννηθεί στη Καβάλα από Έλληνες γονείς.

Ο Αιγυπτιακός στόλος, αφού θα εξουδετέρωνε κάθε ναυτική επαναστατική δράση στο Αιγαίο, θα αποβίβαζε στρατό στο Μοριά. Σαν αµοιβή για τις υπηρεσίες του, ο Ιµπραήµ θα έπαιρνε τα Πασαλίκια της Κρήτης και του Μοριά. Ο Αιγυπτιακός στόλος, µε πενήντα έξι πολεµικά σκάφη και τριακόσια µεταγωγικά, ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον Ιούλιο του 1824. Το στρατό που βρισκόταν στα πλοία αποτελούσαν δέκα πέντε χιλιάδες Άραβες και φελάχοι. Υπολογιζόταν πως όταν ολοκληρωνόταν η συνεχιζόµενη στρατολογία και εκγύµναση στην Αίγυπτο, ο αιγυπτιακός στρατός θα µπορούσε να φτάσει τις ενενήντα χιλιάδες, η πιο πολυάριθµη και πιο άρτια οργανωµένη δύναµη που παρέταξε ποτέ η Τουρκική Αυτοκρατορία.

Ο επιτελάρχης της Σουλεϊµάν µπέης ήταν συνταγµατάρχης του γαλλικού στρατού, ονοµαζόταν Σέβ και είχε χρηµατίσει υπασπιστής του στρατάρχη Νέυ. Ο Ελληνικός στόλος ξανοίχτηκε στο πέλαγος για να αντιµετωπίσει το τροµερό αυτό αντίπαλο. Όλες οι δόξες του ναυτικού, οι ναύαρχοι Σαχτούρης, Μιαούλης, Αποστόλης και οι πυρπολητές Κανάρης, Παπανικολής, Πιπίνος, Ματρόζος, Βατικιώτης και άλλοι µπήκαν στα καράβια και τα µπουρλότα τους για να αναµετρηθούν µε τον αιγυπτιακό στόλο και του κόψουν το δρόµο για το Μοριά. Χτυπήθηκαν µαζί του στις 24 και 29 Αυγούστου ανάµεσα στη Κώ και την Αλικαρνασσό και του προξένησαν σηµαντικές ζηµιές. Τίναξαν στον αέρα δύο αιγυπτιακά πολεµικά και αιχµαλώτισαν πέντε µεταγωγικά.

Αλλά και τα Ελληνικά πλοία έπαθαν ζηµιές και χρειάζονταν επισκευές, τα δε µπουρλότα είχαν εξαντληθεί. Έτσι ο Ελληνικός στόλος ξαναγύρισε στις βάσεις του και ο Ιµπραήµ συνέχισε το ταξίδι του προς την Κρήτη. Του χρειάστηκαν δέκα πέντε µέρες να αποβιβάσει το στρατό του και τα πολεµοφόδια. Στις αρχές του Φλεβάρη του 1825 συµπλήρωσε τις προετοιµασίες του στη Κρήτη και ξεκίνησε για το Μοριά, που ήταν και ο αντικειµενικός του σκοπός. Η Ελληνική κυβέρνηση ήταν απασχοληµένη µε τις δάφνες που αποκόµισε από τον εµφύλιο πόλεµο και δεν έκανε τίποτε για να δυσκολέψει την αποβίβαση των αιγυπτιακών δυνάµεων. Έτσι ο Ιµπραήµ κατόρθωσε να µπει ανενόχλητος στο λιµάνι της Μεθώνης και να αποβιβάσει τέσσερις χιλιάδες πεζούς και εξακόσιους ιππείς.

Αµέσως κατόπι τα Αιγυπτιακά πλοία έφυγαν για τη Σούδα και στις 5 του Μάρτη ξαναγύρισαν, φέρνοντας ακόµα επτά χιλιάδες πεζούς και τετρακόσιους ιππείς. Ο πρόεδρος της Ελληνικής κυβερνήσεως Γεώργιος Κουντουριώτης, που είχε συγκεντρώσει στα χέρια του την αρχιστρατηγία µε ειδικό θέσπισµα του βουλευτικού και του εκτελεστικού, απεφάσισε να εκστρατεύσει κατά του Ιµπραήµ. Σαν να µην έφτανε το ότι ο γενικός αρχηγός της εκστρατείας δεν είχε ιδέα από πόλεµο της στεριάς, διόρισε αρχιστράτηγο τον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη, τίµιο και ικανό ναυτικό, αλλά εντελώς ξένο προς τα στρατιωτικά, και τον οποίο, όπως ήταν φυσικό, δεν ανέχονταν οι τόσο έµπειροι και ικανοί στρατηγοί που έθεσε υπό την αρχηγία του.

Τα κυριότερα Ελληνικά σώµατα που είχαν σταλεί για να αντιµετωπίσουν τους Αιγυπτίους ήταν του Καραϊσκάκη, του Δράκου, του Κώστα Μπότσαρη και του Τζαβέλα. Με διαταγή του Σκούρτη παρατάχθηκαν στο Κρεµµύδι. Μόνο ο Καρατάσος διαφώνησε, επειδή έκρινε τη θέση αυτή ακατάλληλη, και τοποθετήθηκε µε τους Μακεδόνες του στο Σχοινόλακα. Εξάλλου, στη κωµόπολη Χώρα της Τριφυλίας είχε σχηµατιστεί εφεδρική δύναµη µε αρκετές δυνάµεις από Αρκαδινούς. Διατάχθηκε να τους ενισχύσει ο Πλαπούτας, για να προλάβει ενδεχόµενη προέλαση των Αιγυπτίων προς το εσωτερικό του Μοριά. Δόθηκε ακόµα εντολή στο Μακρυγιάννη, που βρισκόταν στην Αρκαδία, να ενισχύσει το Σώµα του µε ντόπιους στρατιώτες και να κατεβεί στο Νεόκαστρο.

Ο Ιµπραήµ έστειλε πρώτα ένα Τάγµα κατά του Καρατάσου στο Σχοινόλακα. Οι εµπειροπόλεµοι Μακεδόνες κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους Αιγυπτίους, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφήνοντας στο πεδίο της µάχης εκατό όπλα, τα οποία συγκέντρωσε ο Καρατάσος και τα έστειλε στη Τριπολιτσά. Στις 6 Απρίλη συγκροτήθηκε στο Νεόκαστρο πολεµικό συµβούλιο µε τη συµµετοχή του Μαυροκορδάτου, µε εντολή του προέδρου. Αποφασίστηκε να σχηµατιστεί παράταξη σε σχήµα ηµικυκλίου. Το αριστερό της, που στηριζόταν στους λόφους του Κρεµµυδιού, θα υποστηριζόταν από τον Χατζηχρήστο, και το δεξιό από τον Καραϊσκάκη και το Τζαβέλα.

Το κέντρο, που βρισκόταν στο βάθος της κοιλάδας, έπιασε ο Σκούρτης και ο Παναγ. Ζαφειρόπουλος µε χίλιους Υδραίους, Σπετσιώτες, Κρανιδιώτες και Αγιοπετρίτες. Την Αυγή της εποµένης 7 Απριλίου 1825 ο Ιµπραήµ όρµησε µε µεγάλες δυνάµεις εναντίον των Ελληνικών θέσεων στο Κρεµµύδι, όπου είχαν ταχθεί περι τους 3.250 άνδρες. Οι Έλληνες είχαν ταχθεί σε σχήµα ηµικυκλίου : Στο άκρο αριστερό, στους λόφους γύρω από το χωριό, Κ. Μπότσαρης και ο Χατζηχρήστος. Στο δεξιό µέρος, στο χωριό, ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Καραϊσκάκης. Και στο κέντρο, σε µια µικρή κοιλάδα, ο Σκούρτης. Όλοι είχαν οχυρωθεί σε ταµπούρια, εκτός από τους άνδρες του Σκούρτη, επειδή ο αρχηγός τους έλεγε ότι ταµπούρια ήταν τα σπαθιά τους.

Η αµυαλωσύνη αυτή του άπειρου για χερσαίες επιχειρήσεις ναυτικού ήταν και µοιραία για την εξέλιξη της µάχης. Ο στρατηγικός Ιµπραήµ έριξε όλο το βάρος των επιθέσεων στο αδύναµο της διάταξης, τους άνδρες του Σκούρτη, που διασπάστηκε. Αποτέλεσµα ο Μπότσαρης να υπερφαλαγγιστεί και λίγο έλειψε να πιαστεί αιχµάλωτος. Ο Κίτσος Τζαβέλας αναγκάζεται να ανοίξει δρόµο µέσα από τις γραµµές του εχθρικού ιππικού. Οι Έλληνες άφησαν στο πεδίο της µάχης 600 νεκρούς. Μετά την πανωλεθρία στο Κρεµµύδι, καµία κίνηση δεν εκδηλώθηκε κατά του Ιµπραήµ, που συνέχισε να αλωνίζει το Μοριά ανενόχλητος, σκορπίζοντας στο πέρασµα του τη καταστροφή και την ερήµωση.


Οι Έλληνες, αφού έχασαν σηµαντικό µέρος από τη δύναµη τους, απόµειναν µε κουρελιασµένο το ηθικό, και απέδιδαν την ήττα τους στην έλλειψη κατάλληλης στρατηγικής ηγεσίας. Η εσωτερική διάσταση, τα προσωπικά πάθη και οι µνησικακίες που είχαν αναπτυχθεί ανάµεσα στους Μοραΐτες και τους Ρουµελιώτες, τους έκαναν να υποβλέπονται και να διακρίνουν σε κάθε ενέργεια ανύπαρκτες δολοπλοκίες και προδοσίες.

Καταδροµικές Κρούσεις στο Μεσολόγγι - Προσβολές των Μετόπισθεν

Στις αρχές του 1825 ο σουλτάνος κάλεσε τον Κιουταχή Πασά και τον διόρισε αρχηγό του στρατού της Ρούµελης. Μαζί µε τον διορισµό του ανακοίνωσε και τη τροµερή του απόφαση: «Το Μεσολόγγι ή το κεφάλι σου». Τον Απρίλιο του 1825, ο Μεχµέτ Ρεσίτ Πασάς ή Κιουταχής µε πολυάριθµο στρατό είχε εισβάλει στη Δυτ. Ελλάδα, και στις 15 Απριλίου άρχισε τη Γ' πολιορκία του Μεσολογγίου (15 Απριλίου 1825 - 10 Απριλίου 1826). Επανειληµµένες επιθέσεις του Τουρκικού στρατού είχαν οικτρά αποτυχία. Από τις ελλείψεις σε τρόφιµα και πυροµαχικά δηµιουργούνται στον Κιουταχή αρκετές δυσκολίες, και αρχίζουν να σηµειώνονται αρκετές λιποταξίες.

Αλλά στις 10 Ιουλίου ισχυρός τουρκικός στόλος µε την αρχηγία του Καπουδάν Πασά εφοδιάζει τον Κιουταχή µε τροφές και πολεµοφόδια. Ο βοµβαρδισµός ξαναρχίζει µε µεγαλύτερη ένταση, αλλά η έφοδος των Τούρκων αντιµετωπίζεται και πάλι επιτυχώς. Στις 2 Αυγούστου επιχειρείται νέα λυσσώδης επίθεση, αλλά η ηρωική αντίσταση των πολιορκηµένων δεν αφήνει περιθώρια για επιτυχία. Στο µεταξύ έφθασε ο Ελληνικός στόλος µε αρχηγούς τους ναυάρχους Μιαούλη και Αποστόλη. Στην εµφάνιση του τα Τουρκικά πολεµικά βιάστηκαν να φύγουν, και οι Έλληνες αφού τα καταδίωξαν µέχρι τη Κεφαλονιά εφοδίασαν το Μεσολόγγι µε τροφές και πολεµοφόδια.

Ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Καραϊσκάκης µε κυβερνητική διαταγή αποσπάστηκαν από το Στρατόπεδο των Σαλώνων, και µε δύναµη 3.000 ανδρών δηµιουργούν αντιπερισπασµό στη πλάτη των Τούρκων. Η άφιξη τους στη περιοχή ανύψωσε το ηθικό των πολιορκηµένων. Έδρασαν µε προσβολές των εχθρικών γραµµών ανεφοδιασµού και καταδροµικές κρούσεις στο εσωτερικό της διάταξης των τούρκων, σε συντονισµό πάντα µε τους πολιορκηµένους. Σε µια τέτοια µεγάλη καταδροµή, το βράδυ της 25 Ιουλίου, οι Σουλιώτες µε το σύνθηµα «τσεκούρι» βρέθηκαν σφάζοντας και καίοντας στις σκηνές των Τούρκων, στο ίδιο το κατάλυµα του Ρεσίτ Πασά, που κινδύνευσε να συλληφθεί. Το βράδυ εκείνο οι Τούρκοι είχαν απώλειες 2.000 νεκρούς, και οι Έλληνες µόνο 9.

Παρόλα αυτά ο Κιουταχής ούτε σκέψη µπορεί να κάνει για εγκατάλειψη της πολιορκίας. Είχε πάντα στο νου του την απειλή του σουλτάνου για το κεφάλι του. Για αυτό, µη µπορώντας να κάνει τίποτε άλλο, έσκαψε χαρακώµατα και περιορίστηκε σε αµυντικό αγώνα.

Η Μάχη της Κλείσοβας

Ο σουλτάνος, αφού µάταια περίµενε αποτέλεσµα από την πολιορκία του Κιουταχή, αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Αιγυπτίου στρατάρχου. Ο Ιµπραήµ πρόθυµα ανταποκρίθηκε στην επιθυµία του σουλτάνου, και στις 20 Δεκεµβρίου του 1825 αποβιβάστηκε στο Κρυονέρι µε οκτώ χιλιάδες τακτικό στρατό και έξι χιλιάδες ατάκτους. Έχει ακόµα σαράντα όλµους και πολλά κανόνια µε Γάλλους πολυβολητές. Με περιφρόνηση αντικρίζει ο περήφανος στρατάρχης το Μεσολόγγι και τον Κιουταχή, και του πετά κατάµουτρα, πως µπόρεσε να σταµατήσει οχτώ µήνες έξω από αυτόν το φράχτη. Η Ελληνική κυβέρνηση µε εράνους κατορθώνει να εξοπλίσει τον Υδραίικο στόλο και στέλλει τον Μιαούλη για να εφοδιάσει τους πολιορκηµένους.

Ο Πολίτης µε το µπουρλότο του τινάζει στον αέρα µια τουρκική φρεγάτα µε 24 κανόνια, και µετά από αυτά η Τουρκική µοίρα από είκοσι πολεµικά φεύγει τροµοκρατηµένη. Έτσι ο Μιαούλης κατορθώνει να ξεφορτώσει τα εφόδια και στις αρχές Φλεβάρη ξαναγυρίζει στη βάση του. Τώρα όµως αντίπαλος του Μεσολογγίου είναι ο Ιµπραήµ, που δεν τον τροµάζει καµιά αποτυχία. Αφού είδε ότι δεν έφεραν αποτέλεσµα οι αλλεπάλληλες προτάσεις του για παράδοση, άρχισε τροµερό και αδιάκοπο βοµβαρδισµό. Μόνο στις 25 Φεβρουαρίου έπεσαν στη πόλη του Μεσολογγίου οκτώ χιλιάδες βόµβες. Σε τρεις µέρες διατάζει µεγάλη επίθεση. Ύστερα από τροµερή µάχη οι αραπάδες του κατορθώνουν να κυριεύσουν το εξωτερικό οχυρό του Μπότσαρη.

Αλλά το πρωί οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου, µε θυελλώδη επίθεση τους εξαναγκάζουν να το εγκαταλείψουν. Οργισµένος Ο Ιµπραήµ επιχειρεί καινούργια επίθεση. Το οχυρό κυριεύεται και πάλι. Οι Έλληνες όµως στο µεταξύ το έχουν υπονοµεύσει, και το τινάζουν στον αέρα, µαζί µε τους Αιγυπτίους. Ο αιγύπτιος στρατάρχης αποφασίζει να επιτεθεί από τη θάλασσα. Φέρνει από τη Πάτρα σχεδίες και άλλα ρηχά πλοία, φορτώνει σε αυτά τρεις χιλιάδες επίλεκτους στρατιώτες και ρίχνεται µ’ αυτούς στο µικρό νησί Βασιλάδι, που είναι το κλειδί της λιµνοθάλασσας. Το Βασιλάδι πέφτει, και λίγο αργότερα το µικρό νησάκι Ντολµά.

Από τα µέσα Φεβρουαρίου οι συνθήκες διαβίωσης των πολιορκηµένων στο Μεσολόγγι επιδεινώθηκαν ακόµα περισσότερο, παρά τη γενναιότατη αντίσταση τους, τις φονικές συγκρούσεις και τη δυναµικότατη Σουλιώτικη δράση. Στις 25 Μαρτίου 1826 ο Κιουταχής επεχείρησε να καταλάβει το µικρό νησί Κλείσοβα, που το υπεράσπιζαν 130 µόνο άνδρες. Ενώ ο βοµβαρδισµός των πολιορκηµένων συνεχίζεται σφοδρός και στολίσκος πλοιαρίων φαίνεται ότι κινείται εναντίον τους, ο Τουρκικός στολίσκος έκανε απότοµα στροφή και κατευθύνθηκε προς τη Κλείσοβα. Αµέσως ο Κίτσος Τζαβέλας επιβιβάστηκε σε µικρό πλοιάριο µε 8 συντρόφους του και αποβιβάστηκε πρώτος στην Κλείσοβα.

Η παρουσία του ενίσχυσε το ηθικό της µικρής φρουράς, που ως το µεσηµέρι απέκρουσε 6 αλλεπάλληλες εφόδους. Τις επιχειρήσεις διηύθυνε ο ίδιος ο Κιουταχής, που πληγώθηκε στο πόδι. Το µεσηµέρι οι Τουρκικές δυνάµεις απεχώρησαν αφήνοντας 1.000 νεκρούς, και στον αγώνα µπήκαν τρία νέα Συντάγµατα Αιγυπτίων µε αρχηγό τον τροµερό Χουσείν Μπέη. Παρ’ όλο το σφοδρό Τουρκικό πυρ, οι επιτιθέµενοι έµειναν καθηλωµένοι στην ακτή µε µεγάλες απώλειες. «Σωροί πτωµάτων και λέµβοι είχαν γίνει ένα µίγµα», γράφει ο Κασοµούλης. Η µάχη συνεχίστηκε µέχρι το σούρουπο που σκοτώθηκε ο Χουσείν, ο δε θάνατος του προκάλεσε πανικό. Τότε όρµησαν στην Κλείσοβα µε πλοιάρια και οι άλλοι άνδρες του Τζαβέλα.


Κατά τη διάρκεια της µάχης εχθρική σφαίρα έσπασε το σπαθί του Τζαβέλα, ο οποίος στη συνέχεια το αφιέρωσε στην εικόνα της Παναγίας του ναού Αγίας Τριάδος στο νησάκι. Πάνω από 1200 είναι τα πτώµατα των Αιγυπτίων µπρος από τα χαρακώµατα της Κλείσοβας. Η δόξα του Κίτσου Τζαβέλα ταξίδεψε σ΄όλη την επαναστατηµένη Ελλάδα. Ο Παραµυθιώτης οπλαρχηγός Ζώης Πάνου που έλαβε µέρος στη µάχη της Κλείσοβας έγραψε για την σηµασία της τα εξής:

«Η µάχη της Κλείσοβας πρέπει να θεωρηθεί ανωτέρα των Θερµοπυλών, και αυτό το αποδεικνύοµεν τετραγωνικώς, κάµνοντες την εξής παρατήρησιν : Η Μάχη των Θερµοπυλών έγινε καθ’ όν καιρόν το Ελληνικόν γένος ήκµαζε και ήτον ακόµη εις την λαµπρότητα του και εις την τελειότητα της µαθήσεως, της ασκήσεως των όπλων και της ελευθερίας του, ελεύθερον ανέκαθεν . Ο πόλεµος τότε ήτον κατά του Ξέρξου, ο οποίος ήλθε µεν εις την Ελλάδα µε πολλάς µυριάδας, αλλ’ από την Περσία, πού Περσία και πού Ελλάς . Ο Ξέρξης επολέµησε κατά του Λεωνίδου και κατά τριακοσίων Σπαρτιατών.

Οι Σπαρτιάται ηφάνισαν τους Πέρσας πολεµίσαντες ενδόξως και γενναίως, αλλά δεν έµεινε κανείς από αυτούς, όλοι εφονεύθησαν εις την µάχην. Ο δε σηµερινός Ξέρξης είναι ο δεσπόζων Οθωµανός και ο τυραννών τέσσαρας περίπου αιώνας τους Έλληνας. Οι Έλληνες της Κλείσοβας ήταν µόνον εκατόν υπό την οδηγίαν του Κίτζου Τζαβέλλα, επολέµησαν από την αυγήν έως το εσπέρας µε είκοσι χιλιάδας Οθωµανών, τους οποίους έτρεψαν οπίσω. Εκ των εκατόν επέζησαν πεντήκοντα έξ, και απέθανον τεσσεράκοντα τέσσαρες. Ός τις αγαπά άς κάµει την αναλογίαν».

Η Έξοδος του Μεσολογγίου

Αλλά τα γεγονότα εξελίσσονταν ραγδαία, και όταν οι πολιορκηµένοι, που αντιµετώπιζαν παντελή έλλειψη τροφίµων, ξεπέρασαν κάθε όριο αντοχής, αποτόλµησαν το δεύτερο Ζάλογγο, την ηρωική έξοδό, που σφράγισε τη λαµπρή αυτή σελίδα της Ελληνικής ιστορίας. Τη νύχτα της 10 / 11 Απριλίου 1826 η έξοδος του Μεσολογγίου ήταν γεγονός. Το τίµηµα της εξόδου ήταν βαρύτατο και στοίχισε 1700 νεκρούς. Από τις γυναίκες 13 µόνο γλίτωσαν το θάνατο, κι’ αυτές ήταν Σουλιώτισσες. Η απόφαση της εξόδου δεν ήταν µια απεγνωσµένη προσπάθεια απαγκίστρωσης και φυγής. Ήταν µελετηµένη και συνδυασµένη επιχείρηση αιφνιδιασµού και καταστροφής των πολιορκητών.

Αρχηγοί των τριών επιθετικών φαλάγγων: Ο Νότης Μπότσαρης, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Δ. Μακρής. Διασώθηκαν και οι τρεις. Δυστυχώς το σχέδιο της εξόδου είχε προδοθεί από δραπετεύσαντα νεαρό Βούλγαρο αιχµάλωτο, και οι Τούρκοι, άγρυπνοι, περίµεναν την Έξοδο. Μέσα στη σύγχυση που επακολούθησε οι συγκρούσεις πήραν τη µορφή ανελέητης σφαγής εκ του συστάδην. Ήταν τόσο το µίσος, το πάθος, η λυσσαλέα ορµή, ώστε η συµπλοκή έπαιρνε τη µορφή συγκρούσεως τυφλών ασυγκράτητων φυσικών δυνάµεων και όχι ανθρωπίνων υπάρξεων. Σκοτώθηκαν επί τόπου ο βουλευτής Ι. Παπαδιαµαντόπουλος, ο Μάγερ µε την Ελληνίδα γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους, ο Ραζηκώτσικας, ο Στουρνάρης και άλλοι οπλαρχηγοί.

Διασώθηκαν ο Νότης Μπότσαρης, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Μακρής, ο Παν. Σωτηρόπουλος, ο Κασοµούλης. Ο ήρωας της Κλείσοβας Παν. Σωτηρόπουλος κατόρθωσε να διακρίνει ανάµεσα στο συνωστισµό των κατασφαζοµένων γυναικόπαιδων τη µνηστή και κατόπιν σύζυγο του Κίτσου Τζαβέλα. Την ανέβασε στο άλογο του και σώθηκε µαζί της, για να σκοτωθεί αργότερα, το σεµνό παλικάρι, στην πολιορκία των Αθηνών. Η πρώτη εντύπωση από την πτώση του Μεσολογγίου ήταν ότι χάθηκε πλέον το πάν. Αλλ’ ο αντίκτυπος δεν ήταν, όπως πρωτοφάνηκε θανάσιµος. Ήταν αναστάσιµος, σωτήριος. Το παράδειγµα του Μεσολογγίου, το αχτιδοβόλο κλέος του, αναζωπύρωσε το πατριωτικό πνεύµα και σθένος.

Καταλάγιασε την εθνοφθόρο διχόνοια που είχε παραλύσει την ιερή προσπάθεια . Ανόρθωσε το εθνικό ηθικό. Όταν το µήνα Μάιο του 1826 έφταναν στο Ναύπλιο σκελετωµένα και µπαρουτοκαπνισµένα τα λείψανα της Φρουράς του Μεσολογγίου, 2.000 άνδρες είχαν αποµείνει, άλλοι τόσοι είχαν σκοτωθεί, ρίγη συγκίνησης διέτρεχαν τον πληθυσµό. Τους θαύµαζαν και τους έφλεγε η επιθυµία να τους µιµηθούν, να αποκτήσουν κι΄ εκείνοι τη δόξα τους. Οι δυνάµεις του γένους αξιοποίησαν εκείνη τη κρίσιµη ώρα τη θυσία του Μεσολογγίου, και η ελευθερία άνοιξε και πάλι τα φτερά της πάνω από τη ρηµαγµένη χώρα.

Η Μάχη της Αράχοβας

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου παρέλυσε κάθε αντίσταση στη Δυτ. Ελλάδα, και ο Κιουταχής κατευθύνθηκε στην Αττική. Τον Οκτώβριο 1826 τα σχέδια του Καραϊσκάκη, που έγιναν δεκτά από τους άλλους οπλαρχηγούς και από την Κυβέρνηση, προέβλεψαν εκστρατεία αντιπερισπασµού στις επαρχίες της Στερεάς, ώστε να αναγκάσει τον Κιουταχή να εξασθενίσει το Στρατόπεδό του στην Αττική, στέλλοντας δυνάµεις εναντίον του. Ο Καραϊσκάκης αφού παρέκαµψε τους πολιορκηµένους Πύργους της Δόµβραινας για τους οποίους δίκαια πίστευε ότι δεν είχαν καµία στρατηγική σηµασία, κατευθύνθηκε στα παράλια του Κορινθιακού, µε σκοπό να εξασφαλίσει εύκολη επικοινωνία και ανεφοδιασµό από την κυβέρνηση.

Τη µεγάλη στρατηγική σηµασία είχε κατ’ αυτόν η Αράχοβα, στην οποία και δόθηκε µεγάλη µάχη και πέτυχε περιφανή νίκη. Στην επταήµερη µάχη πήραν µέρος ο Κίτσος Τζαβέλας πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί, όπως ο Σπυροµήλιος, ο Γιώτης Δαγκλής, ο Διαµάντης Ζέρβας, ο Χρήστος Περραιβός, ο Δήµος Τσέλιος, ο Λάµπρος Βέικος, ο Γ. Δράκος, ο Βασ. Μπούσγος, ο Νικήτας Σταµατελόπουλος, ο Χατζηµιχάλης Νταλιάνης, ο Νάσος Κουτσονίκας κ.ά., που υπέγραψαν το έγγραφο µε το οποίο ανήγγειλαν τη νίκη στην κυβέρνηση. Την εποµένη της νίκης ο Καραϊσκάκης, σύµφωνα µε παλαιό έθιµο των Τούρκων, έστησε σ’ ένα λόφο τρόπαιο σε σχήµα κούλουρου κώνου µε τριακόσια κεφάλια των εχθρών του και την επιγραφή:

«Τρόπαιο των Ελλήνων κατά των βαρβάρων Οθωµανών, ανεγερθέν κατά το 1826 έτος Νοεµβρίου 24. Εν Αράχοβα». Συγχρόνως έστειλε στην κυβέρνηση στην Αίγινα τα κεφάλια του Μουστάµπεη και του Κεχαγιάµπεη, καθώς και 12 αιχµαλώτους Τούρκους αξιωµατικούς.

Η Μάχη του Φαλήρου

Μετά από λίγες µέρες αρχίζει η µεγάλη πολιορκία της Ακροπόλεως των Αθηνών, όπου είχε καταφύγει ο Γκούρας µε τα στρατεύµατα του. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διορίστηκε Αρχιστράτηγος και αφού εντός τετραµήνου είχε εκκαθαρίσει τη Κεντρική Ρούµελη από τους Τούρκους, επέστρεψε στην Αττική για να αντιµετωπίσει τον Κιουταχή. Στο πλευρό του Γεωργίου Καραϊσκάκη είχαν ταχθεί πολλοί Σουλιώτες, µεταξύ των οποίων και ο Κίτσος Τζαβέλας. Με τον διορισµό όµως των Άγγλων Κόχραν και Τσώρτς στόλαρχου και αρχιστρατήγου αντίστοιχα των Ελλήνων, η κατάσταση οδηγείται στην καταστροφή. Στις 23 Απριλίου 1827 σε αψιµαχία στο Ν. Φάληρο τραυµατίζεται θανάσιµα ο Καραϊσκάκης, και την επόµενη µέρα οι Έλληνες υπέστησαν τροµερή καταστροφή στη θέση Ανάλατο.


Ενώ ο θάνατος του Καραϊσκάκη τους είχε παραλύσει όλους, ο Κόχραν επέµενε στην άµεση διεξαγωγή της επιθέσεως σε ανοιχτό έδαφος, χωρίς να υπολογίσει την ψυχολογική κατάσταση των ανδρών. Το πρωί της 24ης Απριλίου τα Σώµατα των Βάσου, των Νοταραίων, του Βεϊκου, του Καλλέργη, του Δράκου, του Ζέρβα, εξορµούν. Σε µάχη σώµα µε σώµα, οι Έλληνες, αν και µάχονται υπεράνθρωπα, υπεχώρησαν, και σφάγησαν από το πλήθος του εχθρού. Στο έλεος των Τούρκων αφέθηκε το άνθος του Ελληνικού στρατού. Στο πεδίο της µάχης έπεσαν 2.000 νεκροί (ο Τρικούπης δίνει 1.000) και ανάµεσα στους επιφανείς νεκρούς είναι οι : Λάµπρος Βέϊκος, Ιω. Νοταράς, Γ. Τζαβέλας, Φ. Φωτοµάρας, Ιγγλέσης, Αθ. Τούσας Μπότσαρης, Αθηναίος Σ. Ζαχαρίτσας κ.ά.

Η καταστροφή του Φαλήρου που ακολούθησε την πτώση του Μεσολογγίου, ολοκλήρωσε τα Τουρκικά σχέδια για την τελική επικράτηση και αποµάκρυνε κάθε πιθανότητα απελευθέρωσης χωρίς τη δυναµική παρέµβαση των Μεγάλων Δυνάµεων.

Ο ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ ΧΙΛΙΑΡΧΟΣ

Στα τα τέλη του Ιανουαρίου του 1828, δηλαδή τον πρώτο αµέσως µήνα µετά την άνοδο του Καποδίστρια στην εξουσία, και για την αντιµετώπιση της δυσαρέσκειας των Πελοποννησίων πολιτικών και στρατιωτικών, ο Καποδίστριας χρησιµοποίησε τέχνασµα για τον εναγκαλισµό της δύναµης, του Στρατού, πριν να αρχίσουν να διαδίδονται και στον λαό οι δυσαρέσκειαι. Ενηγκαλίσθη τους πολιτικούς και στρατιωτικούς της Στερεάς Ελλάδος, ιδίως τους Σουλιώτες, για να τους αντιπαρατάξει στους Μοραΐτες. Γράφει ο Κασοµούλης: «Προσκάλεσε τον Υψηλάντη, τον Κίτσο Τζαβέλα, το Νότη Βότσαρη, και τον γέρο Νάσην Φωτοµάραν και συγχρόνως κάλεσε και τον κύριο Κωλέττη, τους οποίους νόµιζε ότι είχαν όλη την επήρεια στο Στρατό».

Τους ανακοίνωσε τον νέον οργανισµό του Στρατού, «Διοργανισµό στρατιωτικό ατελέστατο και ακατάλληλο», τονίζει ο Κασοµούλης, που απαιτούσε και προσωπικές θυσίες από τους ένδοξους οπλαρχηγούς, διότι τους υπεβίβαζε κατά ένα βαθµό και τους έθετε υπό τις διαταγές του Υψηλάντη. Από τον στρατηγό Τζαβέλα ιδιαιτέρως, ζητούσε ο Καποδίστριας να δεχθεί τον βαθµό του χιλίαρχου και µε ευχαρίστηση να υπακούει στις διαταγές του Υψηλάντη, τον οποίο διόριζε ως Στρατάρχη. Ο Τζαβέλας δίστασε να το δεχθεί, «Θεωρών ότι του αφαιρούσε πολύ από την υπόληψη και διότι δεν άφηνε στάδιο για τους ισότιµους συναγωνιστές του αξιωµατικούς να λάβουν, αναλόγως, τους βαθµούς τους».

Για να τον πείσει δεν δυσκολεύθηκε να του δώσει πλούσιες υποσχέσεις για µελλοντικές παροχές, τις οποίες όµως δεν επρόκειτο να τηρήσει:. «Οπωσδήποτε -συνεχίζει ο Κασοµούλης- απλούστατος ο ήρωας της Κλείσοβας, δεν εδυνήθη να αντισταθεί περισσότερο εις την πειθώ του διπλωµάτου, αλλ΄ εµπιστευθείς στις υποσχέσεις του θυσίασε και φιλοτιµία και όλα και υπεσχέθη να δεχθεί το βαθµό του χιλίαρχου ούτω και να υπακούει στας διαταγάς του Στρατάρχου». Ως την 14η Φεβρουαρίου είχαν συγκροτηθεί οι Α' και Β' χιλιαρχίες, και µέχρι τον Ιούλιο άλλες 6 χιλιαρχίες. Ο Κίτσος Τζαβέλας έγινε χιλίαρχος της Α' χιλιαρχίας, µε πεντακοσίαρχους τους Χρήστο Φωτοµάρα και Γιαννούση Πανοµάρα.

Η Εκστρατεία του Κίτσου Τζαβέλα στην Κεντρική Στερεά

Στις 27 Ιουλίου 1828 ο Καποδίστριας γράφει στον Υψηλάντη ότι έπρεπε να εµποδιστεί ο εφοδιασµός του Ιµπραήµ από τον Κιουταχή µέσω Ναυπάκτου, αναθέτοντας την αποστολή αυτή στην Α' χιλιαρχία, «τελείως εµπιστεύοντες», όπως έγραφε, «εις τον ζήλο και τη φιλοπατρία του χιλίαρχου Τζαβέλα, και θέλοντες να του το είπετε». Έτσι έγινε η εκστρατεία του Κίτσου Τζαβέλα στην Κεντρική Στερεά. Τον Αύγουστο του 1828, 1.400 συνολικά άνδρες, η πρώτη χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλα και η πεντακοσιαρχία του αδελφού του Νικολού, αποβιβάστηκαν µε πλοιάρια από το Λουτράκι στην απέναντι ακτή και κατευθύνθηκαν στα Τροιζόνια.

Έπειτα από ενίσχυση και µε άλλες ελληνικές δυνάµεις, όπως η Α' πεντακοσιαρχία του Χρ. Φωτοµάρα, άνδρες του τοπικού οπλαρχηγού Γιάννη Φαρµάκη κ.ά., ο Κ. Τζαβέλας συνήψε σκληρές µάχες µε τα τουρκικά στρατεύµατα και πέτυχε σηµαντικές νίκες στο Μυρµηγκάρι στις 14 Σεπτεµβρίου, στο Καστέλι στις 16 Σεπτεµβρίου και στη Γραµµένη Οξιά στις 23 Σεπτεµβρίου. Με την άφιξη και της Γ' χιλιαρχίας υπό τον Ι. Στράτο πετυχαίνει νέα περιφανή νίκη στη Τέρνοβα στις 10 Οκτωβρίου και οι τούρκοι, κατά τον Κασοµούλη, «µη ηµπορούντες πλέον να ανθέξουν εις την φωτιά των Ελλήνων, και βλέποντες όλα τα βουνά να αστράπτουν από τας ερχοµένας βοηθείας ετράπησαν εις φυγήν, και οι Έλληνες τους κατεδίωξαν έως επάνω στους Άγιους Αποστόλους».

Με το τέλος Οκτωβρίου είχαν απελευθερωθεί οι επαρχίες Λιδορικίου, Μαλανδρίνου, Σαλώνων, Κραβάρων και Αποκούρου, και εδραιώθηκε η ελληνική κυριαρχία στο µεγαλύτερο µέρος της Κεντρικής Στερεάς. Μετά τη νίκη στην Τέρνοβα ο Κ. Τζαβέλας και ο Στράτος µαζί µε άλλους οπλαρχηγούς κατευθύνθηκαν στην επαρχία Καρπενησίου, και αφού ενώθηκαν µε τον στρατηγό Δέντζελον κατεδίωξαν και πολιόρκησαν τους Τούρκους στο Καρπενήσι. Τουρκική δύναµη 1.700 ανδρών υπό τον Καρανφίλµπεη είχε κατορθώσει να εισέλθει στη πόλη για ενίσχυση των αµυνοµένων. Έλαβαν χώρα σφοδρότατες µάχες µεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, που επεδίωκαν είτε να φέρουν ενισχύσεις στην πόλη είτε να διασπάσουν τον κλοιό των Ελλήνων.

Τελικά την 23 Νοεµβρίου οι Τούρκοι, 4.500 συνολικά άνδρες, κατόρθωσαν να διαφύγουν τη νύχτα από την πόλη και κατευθύνθηκαν στη Ρεντίνα Αγράφων, χωρίς να αποφύγουν τις σοβαρότατες απώλειες. Η νέα αυτή επιτυχία του Κίτσου Τζαβέλα είχε αποτέλεσµα να απελευθερωθεί ολόκληρη η επαρχία Καρπενησίου.

Οι Επιχειρήσεις στην Δυτική Στερεά και η Συνθηκολόγηση των Τούρκων στο Μεσολόγγι

Το φθινόπωρο του 1828, ενώ συνεχιζόταν η πολιορκία της Βόνιτσας και οι Ελληνικές δυνάµεις της Στερεάς είχαν σχεδόν ολοκληρώσει τη κατοχή τους στον Αµβρακικό κόλπο και προπαρασκεύαζαν το έδαφος για την τελική εξόρµηση τους προς Καρβασαρά και τις ακτές της Ηπείρου, οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάµεων και ο Καποδίστριας διαβουλευόταν στον Πόρο (Σεπτέµβριος - Δεκέµβριος 1828). Τελικά η συνδιάσκεψη του Πόρου τάχθηκε υπέρ της οροθετικής γραµµής Βόλου - Άρτας, και παράλληλα µε τις επιχειρήσεις που κατέληξαν στην απελευθέρωση της Βόνιτσας, του Κραβασαρά και του Μακρυνόρους, άρχισαν επιχειρήσεις υπό τον Αυγουστίνο Καποδίστρια για την απελευθέρωση της Ναυπάκτου και του Μεσολογγίου.

Τον Μάρτιο του 1829 κατευθύνθηκε στη Ναύπακτο η Α' χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλα και η πεντακοσιαρχία του αδελφού του Νικολού. Αργότερα έφθασε η Β' χιλιαρχία του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, µε πεντακοσιάρχους τους Σπυροµήλιο και Γ. Βάγια. Στις Νότιες ακτές της Δυτ. Στερεάς είχε καταφθάσει ο Μιαούλης µε τη φρεγάτα «Ελλάς». Με συνδυασµένες ενέργειες του Κίτσου Τζαβέλα και του Μιαούλη παραδίνεται στις 13 Μαρτίου η φρουρά του Αντιρρίου, και όλες οι Ελληνικές δυνάµεις κατευθύνθηκαν εναντίον της Ναυπάκτου. Στη Ναύπακτο είχε καταφύγει ο ικανότατος Κιορ Ιµπραήµ Πασάς µε 5.000 άνδρες, που από τις 29 Μαρτίου κλείστηκαν στα τείχη, από τη παραλία, µέχρι την ακρόπολη, το Ίτς Καλέ.

Ακολούθησε πολυήµερη πολιορκία των Τούρκων στο φρούριο της πόλης. Τελικά οι Τούρκοι υπέκυψαν και υπέγραψαν στις 11 Απριλίου δεκαήµερη ανακωχή, και η εκκένωση της πόλης άρχισε µετά από συµφωνία στις 18 Απριλίου, οπότε υψώθηκε για πρώτη φορά από την αρχή της επαναστάσεως η Ελληνική σηµαία στο φρούριο Ίτς Καλέ. Η εκκένωση της πόλης συµπληρώθηκε στις 21 και 22 Απριλίου. Από τότε η Ελληνική σηµαία κυµατίζει περήφανα στο φρούριο της Ναυπάκτου. Μετά την παράδοση της Ναυπάκτου στρατιωτική δύναµη από 4.000 πεζούς, ιππικό και στόλο κατευθύνθηκε προς το Μεσολόγγι.


Η δεινή θέση στην οποία βρέθηκαν οι Τούρκοι στο Μεσολόγγι, ύστερα από την κατάληψη των στενών του Μακρυνόρους που καθιστούσε δύσκολο τον ανεφοδιασµό τους, τους ανάγκασε να υπογράψουν συνθηκολόγηση στις 3 Μαΐου. Ο αντίκτυπος από όλες αυτές τις επιτυχίες ήταν τεράστιος. Η χαρµόσυνη είδηση ότι στο Μεσολόγγι, σύµβολο του ηρωισµού και της αυτοθυσίας, κυµάτιζε και πάλι η Ελληνική σηµαία, σκόρπιζε παντού ρίγη συγκινήσεως. Με την απελευθέρωση δε της Δυτ. Στερεάς, όλες οι περιοχές που παραχωρούσε στους Έλληνες το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 10ης Μαρτίου 1829 βρίσκονται ήδη στην κατοχή της Ελλάδος.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ 

Δυσαρέσκειες και Στάσεις στο Στράτευµα

Κατά την διάρκεια της Καποδιστριακής διακυβέρνησης είχαµε νέες δυσαρέσκειες και στάσεις, µε κυριότερα τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1829. Ο Καποδίστριας, µετά από κίνηµα της Β' χιλιαρχίας, αποφάσισε να διαλύσει τις χιλιαρχίες και να σχηµατίσει νέες µονάδες, τα «Τάγµατα», µε τους αφοσιωµένους στο καθεστώς, και µε αρχηγό του στρατεύµατος τον αδελφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια. Τότε οι ανώτεροι στρατιωτικοί, σε συνεννόηση µε τον στρατάρχη Υψηλάντη, κατά τον Κασοµούλη «συνήλθαν εις µυστική σύσκεψη, ώστε να µη δεχθούν κανένα διοργανισµό, αλλά να ζητήσουν τα δίκαια των», που αφορούσαν κυρίως την καταβολή των αποδοχών τους, που τους στερούσαν επί αρκετούς µήνες. Οι διαφορές τελικά διευθετήθηκαν και επανήλθε η ηρεµία στο στράτευµα.

Ο Κίτσος Τζαβέλας Υπασπιστής του Όθωνα και Υποστράτηγος

Στη διάρκεια της αντιβασιλείας του Armasperg προκλήθηκε µεγάλη δυσαρέσκεια . Στο πλευρό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που αντιτάχθηκε στην εκκλησιαστική πολιτική της αντιβασιλείας, στάθηκε και ο Κίτσος Τζαβέλας, συµπέθερος του Κολοκοτρώνη, αφού η αδελφή του Κίτσου πανδρεύθηκε το γιο του Κολοκοτρώνη. Το Σεπτέµβριο του 1833 συνελήφθη ο Κίτσος Τζαβέλας, µαζί µε τους Θεόδωρο, Γενναίο Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα και φυλακίστηκε.

Αργότερα, που ο Όθων απέκτησε ισχυρά ερείσµατα στους Σουλιώτες, διόρισε υπασπιστές του τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Νότη Μπότσαρη. Αλλά και ο Κίτσος Τζαβέλας, µαζί µε τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Κώστα Μπότσαρη και το Γεώργιο Κουντουριώτη, είχαν κουραστεί, επειδή είχαν δοκιµάσει κινδύνους και απογοητεύσεις όσες φορές είχαν αντιστρατευτεί το καθεστώς, και αναζήτησαν τώρα την ηρεµία και ασφάλεια στη βασιλική προστασία. Αργότερα αναµίχθηκε στη πολιτική ως αρχηγός του Γαλλόφιλου κόµµατος. Είχε φτάσει τότε το βαθµό του υποστρατήγου, και το προσωπικό του γόητρο του εξασφάλιζε πολλούς οπαδούς.

Ο Κίτσος Τζαβέλας Πληρεξούσιος των Σουλιωτών στις Εθνοσυνελεύσεις

Ο Κίτσος Τζαβέλας διετέλεσε πληρεξούσιος των Σουλιωτών στη Γ' Εθνοσυνέλευση το 1827. Σώφρων και αµετακίνητη ήταν τότε η θέση του για τα εθνικά θέµατα, όπως φανερώνεται από την πιο κάτω κοινή αναφορά Στερεοελλαδιτών (Αρχεία Λάζαρου και Γεωργίου Κουντουριώτη, 1827):

«Σεβαστή Εθνική Συνέλευσις Από διάφορα διδόµενα, πληροφορούµεθα όσα η ιδιοτέλεια των εν τοις πράγµασι µας µαγειρεύει ολέθρια δια την πατρίδα και διόλου ανοίκεια ως προς τον εθνικόν χαρακτήρα, ως προς τάς θυσίας και τα αίµατα τά οποία έχυσε και χύνει το έθνος δια υψηλοτέρους σκοπούς, την πολύτιµη ανεξαρτησίαν του. Ηµείς οι Στερεοελλαδίται την γνώµην µας και τελευταίαν απόφασιν µας παρουσιάζοµεν ως εφεξής: 

α'. Ότι δέν θέλει δεχθώµεν ποτέ συµβιβασµόν αποβλέποντα τήν στέρησιν τών δικαιωµάτων των όσων επαρχιών έλαβον τα όπλα και εθυσιάστηκαν υπέρ τής σωτηρίας της Πατρίδος. 

β'. Αν ποτέ εξωτερική τις δύναµις υποχρεώσει το Έθνος εις τούτο, ηµείς οι Στερεοελλαδίται εννοούµεν κοινά τα δικαιώµατα µας στρατιωτικά και πολιτικά, µηδενός εξαιρουµένου, επάνω εις το µέρος εκείνο, όπου µείνει ελεύθερον, ως θυσιάσαντες το πάν και συντελέσαντες τα µέγιστα εις τον κοινόν του Έθνους σκοπόν». 

Εν Ερµιόνη τη 17 Φεβρ. 1827 
Οι Πληρεξούσιοι της Στερεάς Ελλάδος και αδελφός Δηµάκης Ιεροµνήµων.
Κίτζος Τζαβέλας Γεώργιος Κίτζος Ζώης Πάνου 

Διατέλεσε επίσης πληρεξούσιος και στην Α' Εθνοσυνέλευση που προήλθε από την επανάσταση της 3ης Σεπτεµβρίου 1843 για Σύνταγµα. Για το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος η κατάκτηση του Συντάγµατος δεν ήταν µικρή, και η ώρα της Α' Δηµοκρατικής Εθνοσυνέλευσης ήταν πραγµατικά ιστορική. Για την εθνοσυνέλευση αυτή ο Αλ. Σούτσος γράφει: «Ω σεις πρόµαχοι του Έθνους, οίτινες λησµονηµένοι απεθάνατε µε ράκη, πλην µε δόξα καλυµένοι, πληρεξούσιοι του Άστρους εκ των τάφων σηκωθείτε, και ευλογείτε µας, Ελλήνων Βουλή πάλιν συγκροτείται».

Το θέαµα που παρουσίαζαν οι πληρεξούσιοι ήταν συνταρακτικό. Όλοι οι επιζώντες Τουρκοµάχοι βρίσκονταν µέσα στην αίθουσα. Πετρόµπεης Μαυροµιχάλης, Κανάρης, Μακρυγιάννης, Κίτσος Τζαβέλας, Θεόδωρος Γρίβας, Γ. Κουντουριώτης, Μαυροκορδάτος, Μεταξάς, Κωλέττης, Σπ. Τρικούπης, Κριεζώτης, Δ. Καλλέργης, Α. Λόντος, Ρήγας Παλαµήδης, Πλαπούτας, Κ. Μπότσαρης, Α. Ανδρούτσος, Σπυροµήλιος, Ν. Πετµεζάς κ.ά. Όλα τα ονόµατα που ανήκαν στις τρανές φαµίλιες του Αγώνα. Ποτέ άλλοτε δεν συγκεντρώθηκε στην αίθουσα του Ελληνικού Κοινοβουλίου τόση δόξα.

Νέες Απόπειρες Στάσεων και Ανταρσίες

Το αντιοθωνικό ρεύµα ήταν ισχυρότατο καθ’ όλη τη διάρκεια της Βαυαρικής δυναστείας, και τροφοδοτούσε συχνές στάσεις και ανταρσίες, κυρίως µετά την Σεπτεµβριανή επανάσταση. Στις 30 Μαρτίου 1844 σχηµάτισε µονοκοµµατική κυβέρνηση ο Μαυροκορδάτος, που παραπλανήθηκε από τις απατηλές υποσχέσεις του Κωλέττη ότι θα τον στήριζε, από τη φιλαρχία του και από τον Άγγλο πρεσβευτή, που πίστευε ότι µόνο έτσι θα εδραιωνόταν η Αγγλική επιρροή. Αµέσως µετά η Ρωσόφιλη παράταξη εξαπέλυσε εναντίον του βιαιότατη επίθεση. Οι µάζες κινητοποιήθηκαν και άρχισε µια σειρά λαϊκών εξεγέρσεων µε συνθήµατα που αφορούσαν το επίµαχο εκκλησιαστικό ζήτηµα, όπως για παράδειγµα: «Αυτοί οι κουτόφραγκοι θα µας χαλάσουν τη θρησκεία».

Τον Μάιο συγκεντρώθηκαν στην Τζίµοβα της Μάνης 2.000 ένοπλοι, οπαδοί της φάρας του Μαυροµιχάλη, του Τζανετάκη, και του Πιερράκου, και η κυβέρνηση έστειλε εναντίον τους το πολεµικό πλοίο «Όθων» µε στρατό, υπό την αρχηγία του Κίτσου Τζαβέλα και το κίνηµα κατεστάλη. Έτερο κίνηµα εξεδηλώθη στην Αιτωλοακαρνανία, από τον περιβόητο Θοδωρή Γρίβα, που διέθετε µεγάλη τοπική δύναµη. Τάγµατα τουρκοαλβανών υπό τον Αχµέτ Ντίνο κατέφθαναν από την Ήπειρο για να ενωθούν µε τους στασιαστές και να ανατρέψουν τη Κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, αλλά και να εκθρονίσουν τον Όθωνα.


Ο Κυβερνητικός Στρατός που εστάλη υπό τον Κίτσο Τζαβέλα και πάλι, πολιόρκησε το Αβαρίκο, όπου είχαν οχυρωθεί οι στασιαστές, και ο Γρίβας περιήλθε σε δυσχερή θέση. Παρενέβη όµως ο Γάλλος Πρέσβης Πισκατόρυ, που έστειλε στο Αβαρίκο το πλοίο «Παπέν» για να παραλάβει τον Γρίβα και να τον µεταφέρει στον Πειραιά, και εκείθεν µε άλλο πλοίο στην Αλεξάνδρεια.

Ο Κίτσος Τζαβέλας στην Κυβέρνηση του Κωλέττη

Στις 6 Αυγούστου 1844 ο Κωλέττης σχηµατίζει κυβέρνηση, µε Υπουργό Στρατιωτικών το Κίτσο Τζαβέλα, Ναπαίο στρατιωτικό και φίλο του Όθωνα. Η εισδοχή του Κίτσου Τζαβέλα στο στενό κύκλο των βασιλικών υποτακτικών οφειλόταν στη γενικότερη προσπάθεια του Όθωνος να σχηµατίσει γύρω του το κόµµα των «Αφοσιωµένων», όπως συνήθιζε να τους αποκαλεί ο ίδιος ο Όθων, µε αξιωµατούχους του Στρατού και της Διοικήσεως, που εκαλούντο να πάψουν να ανήκουν ιδεολογικά στα υφιστάµενα κόµµατα, Ρωσικό, Αγγλικό, Γαλλικό, και να ενταχθούν στο συγκροτούµενο απ’ αυτόν βασιλικό κόµµα. Ο Κίτσος Τζαβέλας υπήρξε επί χρόνια ένας ακραιφνής Ρωσόφιλος. Τώρα είχε απεµπολήσει το παλαιό πολιτικό του φρόνηµα.

Οµοίως ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ρωσόφιλος από τη εποχή που ο πατέρας του ηγείτο αυτής της παρατάξεως, τώρα κατατάχθηκε και αυτός στο κόµµα των «Αφοσιωµένων». Να θυµίσουµε εδώ, ότι ο Γενναίος και ο Τζαβέλας συνδεόταν µε συγγένεια, αφού ο πρώτος ήταν παντρεµένος µε την αδελφή του δεύτερου.

Ο Κίτσος Τζαβέλας Πρωθυπουργός

Ο Όθων πολλές φορές φανέρωνε την αδίστακτη θέληση του να κυβερνά µόνος του, χρησιµοποιώντας τους υποθετικούς πρωθυπουργούς σαν µαριονέτες του θρόνου. Στις 7 Σεπτεµβρίου 1847, µία εβδοµάδα µετά το θάνατο του Κωλέττη, που επήλθε την 31 Αυγούστου 1847, ο Όθων αποφάσισε να διατηρήσει στην κυβέρνηση το Κωλεττικό κόµµα, αναθέτοντας την πρωθυπουργία στον Υποστράτηγο Κίτσο Τζαβέλα, Υπουργό των στρατιωτικών ως τότε, και µεταθέτοντας το Υπουργείο εξωτερικών στον Γεώργιο Γλαράκη, µέχρι τότε Υπουργό εκκλησιαστικών και Δηµόσιας εκπαίδευσης. Ο στρατηγός Κίτσος Τζαβέλας, ήταν Σουλιώτης πολέµαρχος µε θαυµαστή δράση στον επαναστατικό αγώνα.

Είχε εκπροσωπήσει τους Σουλιώτες σε πολλές εθνικές συνελεύσεις και είχε διατελέσει βουλευτής και γερουσιαστής (1827,1847) όπως είχε διατελέσει επί µακρόν υπασπιστής του Βασιλέως, αλλά και ήταν αγράµµατος καθ’ ολοκληρίαν. Το παράδοξο είναι ότι ο θρυλικός αυτός ήρωας της Κλείσοβας είχε πλήρη και µετριόφρονα επίγνωση του εαυτού του. Είχε αρνηθεί ήδη, τρία χρόνια πρωτύτερα, να γίνει Υπουργός, όπως αναφέρει ο Α. Γούδας στους «βίους παράλληλους». Αλλά ήταν η περίοδος που η χώρα είχε ανάγκη από έµπειρους πολιτικούς και εύστροφους διπλωµάτες.

Έπρεπε να αντιµετωπιστεί η εκκρεµότητα του επεισοδίου Μουσούρου, του Πρέσβη της Τουρκίας, Τούρκου και Έλληνα µαζί, που ο βασιλιάς είχε προσβάλει σε επίσηµη δεξίωση των ανακτόρων από τον Ιανουάριο 1847, µε αποτέλεσµα την απόσυρση του και τη διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το βάρος των διπλωµατικών χειρισµών ανέλαβε ο Γλαράκης, και στις 8 Φεβρουαρίου 1848 ο Μουσούρης ξαναγυρίζει στην Ελλάδα. Η εξάµηνη πρωθυπουργία του Κίτσου Τζαβέλα (7 Σεπτεµβρίου 1847 - 7 Μαρτίου 1848 )πέρασε µέσα σε µια γενικότερη αναταραχή, που προκάλεσαν ανταρτικά κινήµατα που δρούσαν από την εποχή του Κωλέττη.

Πρόκειται για τις στάσεις του Φαρµάκη, του Παπακώστα, του Βελέντζα, και των Κοντογιανναίων,που είχαν αίτηµα και σύνθηµα τους την υπεράσπιση των ελευθεριών από τις αυθαιρεσίες του Όθωνα. Ο Κίτσος Τζαβέλας παραιτήθηκε από πρωθυπουργός στις 6 Μαρτίου 1848. Όσο κι αν κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του, κατά τον Μακρυγιάννη, «δεν γνώριζε το σκυλί τον αφέντη του, κλεψιές στα ταµεία και στα σοδήµατα, ληστείες, η αρετή, η αλήθεια ο πατριωτισµός εχάθηκαν», η πτώση του Τζαβέλα επήλθε και από την αποτυχία των προσπαθειών που έγιναν για την προσέγγιση του Ρωσικού και του Γαλλικού κόµµατος.

Κατά την πρωθυπουργία του Κίτσου Τζαβέλα οι Ηπειρώτες διαδραµάτισαν σηµαντικό ρόλο σε διάφορους τοµείς. Διακρίθηκαν, καθένας στον τοµέα τους, ο Ευστάθιος Σίµος από τα Γιάννενα, ο Κωνσταντίνος Καραπάνος από την Άρτα, ο Ιωάννης Γεννάδιος, ο Λέων Μελάς, ο Νότης Μπότσαρης, ο Δηµήτριος Νότης Μπότσαρης, ο Ιωάννης Δούµας από το Καπέσοβο του Ζαγορίου, ο Γιαννιώτης Αλέξιος Πάλλης, ο Ζαγοριανός Πέτρος Στρούµπος και πολλοί άλλοι.

Ο Κριµαϊκός Πόλεµος και η Εξέγερση στην Θεσσαλία και την Ήπειρο

Κατά τη διάρκεια του Κριµαϊκού πολέµου το 1854, η Ήπειρος σείεται απ’ άκρου σε άκρο από επαναστατικό κίνηµα. Η καταστροφή του Τουρκικού στόλου στη Σινώπη έδωκε το σύνθηµα για την εξέγερση των αδούλωτων εδαφών, καθώς όλα τα Τουρκικά στρατεύµατα είχαν αποσυρθεί από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία για την αντιµετώπιση της Ρωσικής απειλής. Πρώτα ξεσηκώθηκε τον Ιανουάριο 1854 η περιοχή Ραδοβιζίου Άρτας, και ακολούθησαν η περιοχή των Τζουµέρκων, της Λάµαρης, η περιοχή της Λάκας Πρεβέζης, όπως και τα χωριά του Σουλίου, της Παραµυθιάς, του Τσαµαντά και της Χιµάρας. Ακολουθεί η Θεσσαλία και η Μακεδονία.

Οι επιτυχίες των επαναστατών είναι απανωτές. Στο πλευρό των επαναστατών προσέτρεξαν παλαίµαχοι Ηπειρώτες και ρουµελιώτες αγωνιστές, όπως ο Κίτσος Τζαβέλας, και οι Ι. Ράγκος, Νικόλαος Ζέρβας, Θεόδωρος Γρίβας. Στα τέλη του Ιανουαρίου 1854 ο Θεόδωρος Γρίβας αναλαµβάνει την γενική αρχηγία του επαναστατικού κινήµατος. Στη Βόνιτσα, στον Κραβασαρά, στη Ναύπακτο και το Αγρίνιο είχε αναληφθεί σοβαρότατη κινητοποίηση για συµπαράσταση. Οι συντονισµένες κινήσεις των επαναστατών περιέσφιξαν την Άρτα, που καταλήφθηκε προσωρινά. Αλλεπάλληλες Τουρκικές και Ελληνικές ενισχύσεις συσσωρεύονταν γύρω από την Άρτα, και στο στρατόπεδο του Πέτα συγκροτήθηκε το Επτανησιακό σώµα.

Μέσα σ’ ένα µήνα ξεσηκώθηκε ολόκληρη η Ήπειρος και απειλήθηκαν ακόµα και τα Ιωάννινα. Η πορεία των γεγονότων ανέδειξε αδιαφιλονίκητο αρχηγό των ελληνικών δυνάµεων τον Κίτσο Τζαβέλα. Αλλά η αντίστροφη µέτρηση άρχισε από τον Απρίλιο του 1854. Από τις πρώτες συγκρούσεις µετά την 12 Απριλίου διαφάνηκε η έλλειψη συντονισµού των επιχειρήσεων των επαναστατών, που αντιµετώπιζαν κατά πολύ υπέρτερες δυνάµεις. Από την άλλη πλευρά η Αγγλία και η Γαλλία πήραν φανερά το µέρος της Τουρκίας, και έφθασαν µέχρι τον ναυτικό αποκλεισµό της Ελλάδος µε την κατοχή του Πειραιά. Η Ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να σταµατήσει την βοήθεια που χορηγούσε ανεπίσηµα και να διατάξει την αποχώρηση των Ελλήνων αξιωµατικών.


Η µαζική Τουρκική επίθεση στο στρατόπεδο Πέτα στις 13 Απριλίου 1854 έκρινε και την τελική έκβαση της επανάστασης. Οι Σουλιώτες συνέχισαν να µάχονται στα Πέντε Πηγάδια µέχρι τις 6 Μαΐου που συµφωνήθηκε η αµνήστευση τους, ενώ παρόµοια αποτυχία είχε το κίνηµα στη Μακεδονία και στις 6 Ιουνίου το κίνηµα της Θεσσαλίας. Η γενεά του 1854 δεν θύµιζε πλέον σε τίποτα τη γενεά των Τουρκοµάχων του 1821. Η µακρά εξοντωτική Βαυαροκρατία, η αποπνικτική απολυταρχία, η παραλυτική πολιτική διαπάλη, και οι άθλιοι κοµµατικοί αγώνες είχαν υπονοµεύσει το φρόνηµα και τη µαχητικότητα του Ελληνικού λαού.

Ο Κίτσος Τζαβέλας είχε µεταβεί στο Μεσολόγγι για να βοηθήσει στην απελευθέρωση των αδούλωτων εδαφών, και είχε αναλάβει την αρχηγία όλου του αγώνος. Αφού είδε τις ελπίδες του να χάνονται, πέθανε, όπως λέγεται, από µαρασµό.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ 

Οι Αρχές και το Σθένος της Φάρας των Τζαβελαίων Τον Κίτσο Τζαβέλα είναι δύσκολο να τον βιογραφήσουµε. Διότι θα ήταν ανάγκη τότε να αναπτύξουµε όλον τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, αφού στις περισσότερες µάχες, µαζί µε άλλους αγωνιστές του 1821, παρέστη και έδρασε. Σε µια περίοδο που όλη η χώρα είχε µετατραπεί σε απέραντο πεδίο συγκρούσεων. Αλλά ποίο ήτο το φρόνηµα, τα συναισθήµατα και τα ιδεώδη, που δονούσαν τη ψυχή και την καρδία του αγωνιστή Κίτσου Τζαβέλα; Η Ελλάς κοιµάται ακόµη, ήδη όµως πολεµάει κατά του Αλή το Σούλι. Ο Φώτος, του καπετάν Λάµπρου Τζαβέλα ο υιός, ευρίσκεται όµηρος στα χέρια του τυράννου Αλή, επιστρέψας δε στη φωλιά των ηρώων το Σούλι, γράφει ο Λάµπρος στον Αλή:

«Αλή Πασά χαίροµαι πού γέλασα ένα δόλιο. Είµαι εδώ να διαφεντεύσω την πατρίδα µου εναντίον εις ένα κλέπτη. Ο υιός µου θέλει αποθάνει, εγώ όµως απελπίστως θέλει τον εκδικήσω πριν αποθάνω. Εάν ο υιός µου, νέος καθώς είναι δεν µένει ευχαριστηµένος να θυσιαστεί για την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήσει και να γνωρίζεται ως υιός µου, µήτε να γνωρίζεται άξιος υιός της Ελλάδος πατρίδος µας, εάν µε γενναιότητα δεν υποφέρει το θάνατο. Προχώρησε λοιπόν άπιστε, είµαι ανυπόµονος να εκδικηθώ».

Η επιστολή αυτή αντικατοπτρίζει την Ελληνική ψυχή και την Ελληνική συνείδηση των Σουλιωτών, τη άπελπι πάλη και τους διωγµούς τους, τους υπεράνθρωπους αγώνες και τα δάκρυα µε την άλωση των πατρίων βουνών, τη πικρία της εγκαταλείψεως του ηρωικού Σουλίου και όλο εκείνο το σθένος, το οποίο ηρύοντο κατά τις ηµέρες της µεγάλης επαναστάσεως οι οικογένειες των Τζαβελαίων και των Μποτσαραίων. Το φρόνηµα και τα ιδεώδη που καλλιέργησε στη ψυχή του Κίτσου Τζαβέλα η µητέρα του, η θρυλική Δέσπω Τζαβέλα, αδελφή του εκ Παραµυθίας Σουλίου οπλαρχηγού Ζώη Πάνου, που τόσο πολύ τραγούδησε η λαϊκή µας µούσα.

Η Ελληνική Ψυχή, οι Πνευµατικές Παρακαταθήκες, και η Εθνική Αρετή του Κίτσου Τζαβέλα

Αυτοί που εξόντωσαν τον Τούρκο κατακτητή στον αγώνα της ανεξαρτησίας δεν ελέγοντο Κοραής και Τρικούπης, αλλά Κανάρης και Μιαούλης, Καραϊσκάκης και Τζαβέλας. Δεν ήταν σοφοί και λόγιοι, αλλά πολεµιστές αγράµµατοι. Και η υψηλή ιδέα που δόνησε την καρδία των απλοϊκών εκείνων ανθρώπων ήταν η αιώνια Ελληνική ψυχή. Η Ελληνική ψυχή, που από του Οµήρου µέχρι των αγνώστων ποιητών των κλέφτικων τραγουδιών, από τον Πλάτωνα και τον Αισχύλο µέχρι τον Κοραή και τον Φεραίο, υπήρξε µία και αναλλοίωτος. Δεν έσβησε ποτέ. Τα γράµµατα των σχολείων του γένους, τα τυπογραφεία της Βενετίας και της Μοσχοπόλεως, τα κλέφτικα τραγούδια και οι θούριοι του Ρήγα και του Κοραή, την διατήρησαν θερµή πάντοτε.

Ώστε να µη τη παγώσει το ψύχος της δουλείας. Αν η ελληνική πολιτεία µε την άλωση της Κων/πόλεως κατελύθη, η Ελληνική ψυχή, βαρέως πληγείσα, ουδέποτε απέθανε. Η ψυχή του γένους ήταν πάντα ζωντανή και ακµαία. Ανέβαζε τους κλέφτες στα φαράγγια της Γκιώνας και της Λιάκουρας, κατέβαζε τους αρµατολούς στη πολεµική ακαδηµία του Αλή πασά, άναβε τη θρυαλλίδα της εξέγερσης που άρχισε από τα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς και συνεχίστηκε, πότε στη Μάνη, πότε στο Σούλι, πότε στον Πόντο, πότε στην Ήπειρο, από τον Κροκόνδιλο Κλαδά µέχρι το Διονύσιο Τρίκκης, από τον Μπούα Γρίβα µέχρι το Λάµπρο Κατσώνη.

Το έθνος, µε τις αιωνόβιες παραδόσεις του, µε τον υψηλό πολιτισµό του, προσπαθεί και αγωνίζεται µε καταπληκτικό σθένος και µε αξιοθαύµαστη επιµονή, εν µέσω αφάνταστων δυσχερειών και µεγίστων κινδύνων, προσπαθεί και αγωνίζεται να απαλλαγεί της καταθλιπτικής τυραννίας. Η Ελλάδα, µεταµορφώνοντας σε σπαθί το µέταλλο των αλυσίδων της, πεθαίνει πολεµώντας, για να αναστηθεί στη δόξα της. Την εποχή εκείνη κάθε ξεσηκωµένος ραγιάς, ήταν ενσάρκωση της πιο µεγάλης ιδέας του ανθρώπινου πολιτισµού, της ιδέας της ελευθερίας. Και η ιδέα αυτή δεν ήταν µόνο πνεύµα, ήταν και πράξη, δεν ήταν µόνο λόγος ήταν και ξίφος. Ήταν απόφαση θανάτου. Χωρίς απόφαση θανάτου δεν υπάρχει το ενδοξότερο της ζωής στεφάνωµα, η αθανασία.

Σκότος και ζόφος στυγνής δουλείας κάλυπτε τη χώρα µας. Τύραννος πανίσχυρος και απηνής σαν βαρύς εφιάλτης επεκάθητο επ’ αυτής. Και έξωθεν η απροκάλυπτος απειλή της Ιεράς Συµµαχίας, η οποία, εν ονόµατι της θεωρίας της « νοµιµότητας », καταδίκαζε κάθε πολιτική µεταρρύθµιση γινοµένη δια των όπλων. Αλλ’ όµως η ελληνική ψυχή, αδούλωτος και απτόητος, δεν υπελόγιζε όλα αυτά. Και όταν ήλθε το πλήρωµα του χρόνου, το ασθενές σε µέσα, αλλά πανίσχυρο στην ψυχή έθνος, δηµιουργεί µέσω των απλοϊκών ηρώων του 1821 µεγάλα, του Κανάρη και του Παπαφλέσσα, του Καραϊσκάκη και του Τζαβέλα, ένδοξα, αθάνατα κατορθώµατα, που προκαλούν τον τρόµο και τη λύσσα του τυράννου, τον θαυµασµό κάθε φιλελεύθερης καρδίας πανταχού του πολιτισµένου κόσµου.

Η ελευθερία και η δόξα περιτρέχουν την οικεία Ελληνική γη. Ο Αδαµάντιος Κοραής προσπάθησε να διαδοθεί στο γένος η παιδεία. Η παιδεία όχι µόνο της κεφαλής, αλλά και της καρδίας, του στήθους, όπως έλεγε. Αυτή η παιδεία τόνωσε τη συνείδηση των ιερών υποχρεώσεων, και χάλκευσε τα πνευµατικά όπλα µε τα οποία εθραύσθησαν τα δεσµά της δουλείας. Εις αυτήν οφείλεται η διάσωση του πατριωτισµού, της θρησκείας και της γλώσσας, η προσήλωση στις πατρώες παραδόσεις. Σ’ αυτήν οφείλεται το ιερό εκείνο συναίσθηµα που δηµιούργησε το Σούλι, το Δραγατσάνι, τα Ψαρά, και γέννησε τους ήρωες του 1821, οι οποίοι, αν και εστερούντο µορφώσεως, ασυνείδητα ανέπνεαν τον πνευµατικό αέρα, και καθοδηγούντο από τις παραδόσεις του έθνους.

Άπειρα παραδείγµατα µας αποδεικνύουν ότι στην απλοϊκή ψυχή του Κ. Τζαβέλα και των άλλων αγωνιστών του 1821 υπήρχε µεγάλη και υψηλή η ιδέα του Ελληνικού πνεύµατος. Ήταν αυτή που ενέπνεε στον αγώνα το αίσθηµα της υπεροχής έναντι του κατακτητή. Αόριστος και ασαφής, αλλά πάντοτε µεγάλη ήταν σ’ αυτούς εµφυτευµένη η ιδέα του Ελληνικού φρονήµατος. «Σταθείτε Πέρσες να πολεµήσουµε», φώναζαν οι οπλαρχηγοί στους Τούρκους, όταν οι τελευταίοι πανικόβλητοι ετρέποντο σε φυγή. Η καταφρόνηση του θανάτου υπαγόρευε στον Καραϊσκάκη, λίγο πριν σφραγίσει ο θάνατος τα µάτια του, κατά τη µαρτυρία του ιστορικού, τα λόγια : «Η τιµή και το καύχηµα των Ελλήνων παλικαριών είναι να τους κράζουνε σφαγάδια και όχι ψοφίµια».

Για τον Κίτσο Τζαβέλα ο Όµηρος, ο Δηµοσθένης, ο Θεµιστοκλής, των οποίων γνώριζε τα ονόµατα και αµυδρώς τη δράση, από τις διηγήσεις των γραµµατισµένων, ήταν οι ηµίθεοι της χώρας, και αυτός ο φυσικός κληρονόµος. Ο Παρθενώνας εκπροσωπούσε την εύκλεια των αρχαίων χρόνων, που ήθελε να αναστήσει, και όταν οι Τούρκοι εντός της Ακροπόλεως ήθελαν να αποσπάσουν το µόλυβδο που συνέδεε τους λίθους, τότε από τους πολιορκητές εστάλη µόλυβδος , για να περισωθούν τα αρχαία µνηµεία. Προτιµούσαν να πέσουν από το βόλι του Τούρκου οι ίδιοι, παρά τα µνηµεία. Αγράµµατοι οι ίδιοι, έκαναν πράξη τη ρήση του Σωκράτη «ταις µεν πόλεσι τα τείχη, ταις δε ψυχές ο εκ παιδείας νους κόσµον και ασφάλεια παρέχει».

Τα χρόνια εκείνα, διέλαµψε, όσο και στην εποχή του Μαραθώνα, όσο και την εποχή του Διγενή Ακρίτα, η εθνική µας αρετή. Έντονα προβλήθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά της. Ακαταγώνιστη αποδείχθηκε η δύναµη της. Και το µέγα θαύµα είναι ότι η προαιώνια και αστείρευτη αυτή αρετή δεν εξόπλισε ψυχικά µόνο τους λίγους και τους διαλεχτούς. Αλλά και τους πολλούς, τους ταπεινούς και τους πιο αφανείς. Εξόπλισε τη γενεά όλη. Το γένος ολόκληρο. Επειδή ο αγώνας ήταν πανελλήνιος, δεν ήταν ποτέ αγώνας ταξικός.

Οι Συνέπειες και τα Διδάγµατα του Αγώνα

Οι αγωνιστές του 1821 έγραψαν ιστορία στην Ευρώπη. Προκάλεσαν το εκπληκτικό κίνηµα του φιλελληνισµού, και απασχόλησαν επί σειρά ετών την Ευρωπαϊκή διπλωµατία µε το Ελληνικό ζήτηµα. Κατέφεραν ισχυρό πλήγµα στο καθεστώς της Ιεράς Συµµαχίας. Στη συνείδηση του έθνους, οι αγωνιστές του 1821 έγιναν θρύλοι. Ενέπνευσαν γενεές Ελλήνων για απελευθερωτικά κινήµατα, και σε καιρούς δοκιµασίας, τους εµψύχωσαν για καρτερία και αντίσταση. Σήµερα ο κοσµοπολιτισµός παρουσιάζεται αποκλειστικά σαν αντίµαχος της πατριδολατρίας. Ελκυστικά θρασύστοµα δαιµόνια κερνούν το µεθυστικό κρασί νεοπρόσφερτων ιδεών. Θείες πατρίδες προσβάλλονται, ιερές λατρείες γίνονται σκοποί στα χτυπήµατα θρησκευµάτων ύποπτων, ήρωες του 1821 παρουσιάζονται σαν αλλοεθνείς.

Αλλά η προπαγάνδα καταρρίπτεται, και οι πατρίδες αντέχουν, γιατί είναι αδύνατο να λείψουν. Είναι ριζωµένες στα έγκατα της ιστορίας, που δεν είναι δυνατό σ’ αυτές να παραµελήσουν τους θησαυρούς των περασµένων και τους αγώνες των ηρώων του 1821. Οι ισχυροί της Γης συµβουλεύουν κάποτε ανήθικους συµβιβασµούς για αλύτρωτες πατρίδες µας. Ευτυχώς οι αδύνατοι, όταν αυτοί είναι Έλληνες που εµπνέονται από τους ήρωες του 1821, απαντούν εµπράκτως µε την άτεγκτο εφαρµογή του ηθικού νόµου, που πρώτο και τελευταίο άρθρο του έχει το ιδανικό της ελευθερίας. Εξ’ άλλου την ηθική πορεία της ανθρωπότητας χαράζει και χειραγωγεί όχι τόσο η ισχύς των µεγάλων, όσο η θυσία των µικρών.

Οι παγκόσµιες συνέπειες των αγώνων του 1821 υπήρξαν άπειροι, και ακόµα και σήµερα δεν έχουν εξαντληθεί. Η Ιερά Συµµαχία, καταρρακωµένη ηθικά, διαλύεται σαν πολιτικός συνασπισµός µετά τη διάσπαση Ρωσίας και Αυστρίας. Ο αγών του 1821 ενίσχυσε στην Ιταλία το αίσθηµα της εθνικής ενότητας και της πολιτικής ελευθερίας. Στη Γαλλία, τα φιλελεύθερα πολιτικά κόµµατα, ενδυναµωµένα από τη διάλυση της Ιεράς Συµµαχίας, κατέλυσαν το 1830 το απολυταρχικό σύστηµα, χωρίς η άλλη µοναρχική Ευρώπη να τολµήσει να παρέµβει. Τέλος η Ελληνική επανάσταση δηµιούργησε το νέο δίκαιο στις σχέσεις µεταξύ των λαών, το δίκαιο των εθνοτήτων που έγινε η σηµαία του Α' παγκοσµίου πολέµου και είναι σήµερα η βάση του διεθνούς δικαίου.

Πέραν όλων αυτών η Ελληνική επανάσταση ανέδειξε ολόκληρη γενεά υπέρλαµπρων ηρώων, τη γενεά των αγωνιστών του 1821. Και επισφράγισε εσαεί τη δόξα των Σουλιωτών, των οποίων και ο τελευταίος οπλίτης ήταν ανώτερος σε στρατιωτική αξία πολλών αρχηγών της επαναστάσεως. Ο Κίτσος Τζαβέλας, µαζί µε τους άλλους ισάξιους του Σουλιώτες οπλαρχηγούς, αναβίωσε στη συνείδηση µας το κλέος και την πολεµική αρετή των λεοντόκαρδων Σουλιωτών.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου