Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Το βρόμικο παρελθόν τού Χριστιανισμού – Η επιβολή της «θρησκείας της αγάπης» με πολέμους και καταπίεση

Α' ΜΕΡΟΣ: Το βρόμικο παρελθόν

Στα σχολικά βιβλία υποστηρίζεται ότι ο Χριστιανισμός έγινε ασμένως δεκτός από τους λαούς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και οι όποιες βιαιότητες κατά την επιβολή του δεν είχαν σημαντική έκταση. Αυτό το επιχείρημα καταρρίπτεται από μόνο του, αν εξετάσουμε όλες τις ιστορικές περιόδους.

Διαπιστώνεται ότι η επιβολή του Χριστιανισμού υπήρξε πάντα βίαιη, όταν ο υπό εκχριστιανισμό λαός είχε συγκροτημένη θρησκεία και εθνικές παραδόσεις, κατά τεκμήριο υψηλότερου πολιτισμικού επιπέδου από τις μεσανατολικές και δεν ενδιαφερόταν να προσχωρήσει σε οποιαδήποτε νέα θρησκεία.

Πέρα από τους λαούς της αρχαίας Ιταλίας, Ελλάδας και Μικράς Ασίας, παραδείγματα αποδοχής ή επιβολής του Χριστιανισμού έχουμε στους Αρμένιους και στους Γότθους, μερικούς αιώνες αργότερα στους Σάξονες και στους Σλάβους, επίσης μερικούς αιώνες αργότερα στους ιθαγενείς της Αμερικής και στους λαούς της Άπω Ανατολής.

Χριστιανισμός και εκκλησιαστικός μηχανισμός

Η χριστιανική θρησκεία σταθεροποιήθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο, παρά την ιουδαϊκή προέλευσή της, επειδή κατάφερε να ενσωματώσει σταδιακά στη διδασκαλία και στο τελετουργικό της στοιχεία από τη θρησκεία του Δωδεκαθέου και του Ορφισμού, τις διάφορες θεότητες των ευρωπαϊκών εθνικών θρησκειών, τις αρχαίες αιγυπτιακές θρησκείες του Όσιρι, της Ίσιδος, της Αστάρτης και του Άττι, την ινδοπερσική του Μίθρα κ.ά. Όλες αυτές οι θρησκείες είχαν μικρότερη ή μεγαλύτερη διάδοση στη Rωμαϊκή Aυτοκρατορία, λόγω:

α) Των λαών με μεγάλο όγκο πληθυσμού που εισέρχονταν σταδιακά στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τις διάφορες επιδρομές και διαχέονταν στην αυτοκρατορία,
β) Του μεγάλου αριθμού δούλων από αφρικανικές, ασιατικές αλλά και ευρωπαϊκές χώρες που διακινούνταν στα όρια της αυτοκρατορίας
γ) Του μεγάλου αριθμού μισθοφόρων από Ανατολή και Δύση που υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό και τοποθετούνταν οπουδήποτε σε φρουρές.

Δίπλα στα περισσότερα ρωμαϊκά στρατόπεδα βρισκόταν ένα ιερό του Μίθρα ή του Όσιρι για τους Περσοάραβες και Αιγύπτιους μισθοφόρους. Στην Ελλάδα υπάρχουν διάσπαρτα ιερά της Ίσιδος και άλλων αιγυπτιακών θεοτήτων.

Η επικράτηση του Χριστιανισμού, αρχικά στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, οφείλεται κατά κύριον λόγο:

– Στη σταδιακή παρακμή των θεσμών της πόλης-κράτους και της άμεσης δημοκρατίας, ήδη μετά την επιβολή των Μακεδόνων, αλλά κυρίως κατά την εποχή των ελληνιστικών κρατών και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας,
– Στην υιοθέτηση ανατολικών προτύπων στην ιδιωτική ζωή, στις αυλές των ηγεμόνων και στη διοίκηση του κράτους (μυστικισμός, αυτοκρατορία, θεοποιημένος αυτοκράτορας κ.ά.),
– Στην απουσία ενιαίας ιδεολογίας για τη λειτουργία και τους στόχους του κράτους και στην υποκατάσταση της πολιτικής με μεσοπρόθεσμα μέτρα για τη σταθεροποίηση της προσωπικής εξουσίας,
– Στην εκμετάλλευση των λαών που βρίσκονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό την επιρροή του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και στις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες που υπήρχαν στην αχανή αυτοκρατορία, καταστάσεις που αξιοποίησαν οι διανοούμενοι αυτών των λαών για προσωπική και εθνική ανέλιξη,
– Στις συνεχείς και ευέλικτες προσαρμογές της χριστιανικής «φιλοσοφίας» στις εκάστοτε πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες, αφού δεν υπήρχε για αρκετούς αιώνες μια συγκεκριμένη ενιαία φιλοσοφία, από την «πόρνη Βαβυλώνα» στην αυτοκρατορία ως τμήματος «θείου σχεδίου» και από εκεί στο «civitas dei», το θεϊκό κράτος που δεν βρισκόταν όμως στη Γη αλλά στον ουρανό.

Οι Έλληνες διανοούμενοι, ήδη από την εποχή της μακεδονικής κυριαρχίας, και στη συνέχεια οι Ρωμαίοι διανοούμενοι ανέχθηκαν και επιδοκίμασαν τις κοινωνικές ανισότητες, ευτέλισαν την εθνική θρησκεία με την ανοχή και την επικρότηση των θεοποιήσεων συχνά φρενοβλαβών ή μεγαλομανών τυράννων, στρατηγών, αυτοκρατόρων (συχνά και των συγγενών ή των ευνοούμενών τους), αποδέχθηκαν την απολυταρχία του «ελέω θεού» αυτοκράτορα, απεμπόλησαν τους θεσμούς της κυριαρχίας των «πολιτών» και δεν απέτρεψαν τη χειροτέρευση της θέσης των δούλων. Έτσι, υποχώρησαν οι αντιστάσεις του λαού στις ανατολικές μυστικιστικές υποσχέσεις και στις γνωστικιστικές θρησκείες που προέκυψαν από συγκρητισμούς των εθνικών, φυσικών θρησκειών με ανατολίτικες εξ αποκαλύψεως δοξασίες.

Κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα υιοθέτησαν οι Ρωμαίοι στρατηγοί μία από τις πολλές θρησκείες που διαδίδονταν, τον Χριστιανισμό, ως ενοποιητική ιδεολογία όλων των λαών της αυτοκρατορίας, με κύριο στόχο την αποτροπή φυγόκεντρων κινήσεων και τη διατήρηση της εδαφικής ενότητας του κράτους. Αυτή η σχετικά νέα μονοθεϊστική θρησκεία είχε συσπειρώσει από τις πρώτες δεκαετίες αξιόλογο αριθμό πιστών, κυρίως δούλων, φτωχών, ανήμπορων και κοινωνικά παραμελημένων ανθρώπων. Ήδη όμως από το 2ο μ.Χ. αιώνα έγινε μια στροφή στους προσανατολισμούς και τους στόχους του Χριστιανισμού: Από τις διακηρυγμένες αρχές της αλληλεγγύης, της κοινοκτημοσύνης και του κοινοτισμού στην ατομική «σωτηρία», στην υποστήριξη των πλουσίων και στον καθαγιασμό της περιουσίας. από την ισότητα στην κοινωνία, στην εξίσωση μεν αλλά «απέναντι στον θεό», από την παραδοσιακή εχθρότητα προς τη Ρώμη (πόρνη Βαβυλώνα), στην αποδοχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας και στον θρησκευτικό πατριωτισμό. από τη φιλειρηνική διδασκαλία, στην υιοθέτηση των στρατιωτικών στόχων του κράτους και στην ανακήρυξη στρατιωτικών ψευδοαγίων (Δημήτριος, Γεώργιος κ.ά.). Η απελευθέρωση των δούλων μετατράπηκε σε υποχρέωση υποταγής εν ζωή και σε «σωτηρία» μετά θάνατον. H υπακοή στην κρατική εξουσία έγινε πρώτο μέλημα του «καλού χριστιανού». Το «μακάριοι οι πτωχοί» μετατράπηκε σε «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» κ.ο.κ.

Το δίλημμα αν ο Χριστιανισμός ακολούθησε ή προκάλεσε την υποβάθμιση της γνώσης και του πολιτισμού στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Εγγύτερη στην πραγματικότητα φαίνεται η ερμηνεία ότι οι νέες αντιλήψεις κάλυπταν τα κενά που προέκυπταν από την πολιτισμική παρακμή στο ρωμαϊκό κράτος. Σίγουρο είναι ότι ο Χριστιανισμός και οι επιφανείς «πατέρες» δεν στήριξαν τον πολιτισμό, ταυτίζοντας την επιστήμη, τις τέχνες και τη φιλοσοφία με την ειδωλολατρεία και συκοφαντώντας αυτά τα κορυφαία επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού στις αντιλήψεις των μορφωμένων πολιτών που ήταν υποχρεωμένοι να προσχωρήσουν στη νέα θρησκεία για να σταθούν και εξελιχθούν στην κοινωνία.

Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι οι ηγετικές ομάδες της ρωμαϊκής εξουσίας διέβλεψαν τους κινδύνους που εγκυμονούσε για τη συνοχή της απέραντης αυτοκρατορίας η πολυδιάσπαση του πληθυσμού σε ανταγωνιστικές θρησκείες, ο οποίος πληθυσμός απαρτιζόταν από λαούς με διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις, διαφορετική ιστορική συνείδηση και διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο. Με την επιβολή ως συνεκτικής ιδεολογίας μιας νέας θρησκείας, χωρίς συγκεκριμένες εθνικές αναφορές και χωρίς ανάγκη ορθολογικής επιβεβαίωσης των δογμάτων, λόγω της εξ αποκαλύψεως προέλευσης αυτής της θρησκείας, πιστευόταν ότι θα ξεπεραστούν οι εγγενείς εθνικές και κοινωνικές αντιθέσεις που οδηγούσαν σε εξεγέρσεις και αποσχιστικά κινήματα.

Βέβαια, οι κοινωνικές και εθνικές αντιθέσεις και η περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, ιδίως στις ανατολικές και αφρικανικές επαρχίες, οι οποίες σημειωτέον προμήθευαν τα σιτηρά για τη διατροφή των μεγάλων πόλεων, εκδηλώθηκε πλέον με τις χριστιανικές «αιρέσεις». Αυτές οι αιρέσεις που προέβαλαν, σχεδόν πάντα, ασήμαντες διαφοροποιήσεις από τα κεντρικά δόγματα, υπέθαλπταν στην ουσία ισχυρές αποσχιστικές τάσεις.

Η πολιτική θεολογία και πρακτική

Ενώ στην Ελληνική αρχαιότητα αποτελούσε η δημοκρατία την κοινωνική έκφραση του πολυθεϊσμού, ο οποίος είχε ως αρχή του την πολλαπλότητα των πρώτων αιτιών, κατά την παρακμιακή ελληνιστική περίοδο καλλιεργούνται οι εισηγμένες από την Ανατολή μονιστικές αντιλήψεις και κατασκευάζονται συσχετισμοί μεταξύ μονοθεϊσμού και μοναρχικού καθεστώτος. Οι νεοπυθαγόρειοι ισχυρίζονται ότι η μοναρχία έχει θεϊκό, άρα τέλειο χαρακτήρα, επειδή αποτελεί απομίμηση της «ουράνιας κυριαρχίας» ή επίσης ότι ο μονάρχης είναι το ενδιάμεσο μεταξύ θεού και ανθρώπου. Αυτές και άλλες όμοιες ανατολίτικες απόψεις απέβλεπαν στη μείωση της σπουδαιότητας της συμμετοχικής άμεσης δημοκρατίας των ελληνικών πόλεων. Οι τιμές που αποδίδονταν π.χ. στους Σασσανίδες βασιλείς της Περσίας υιοθετήθηκαν, μέσω των Μακεδόνων, σχεδόν πανομοιότυπα από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Όλοι όσοι λάμβαναν την άδεια να εισέλθουν στο χώρο της ιερής παρουσία ενός αυτοκράτορα, όφειλαν να τον προσκυνούν και να ασπάζονται την άκρη του βασιλικού του ενδύματος. Υπήρχαν όμως ακόμα διαφορές με τις μετέπειτα ρωμαϊκές και βυζαντικές πρακτκές: Π.χ. ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός δεν επέβαλλε την κληρονομική διαδοχή του θρόνου, γι’ αυτό συγκρότησε την τετραρχία με στελέχη από το στράτευμα (στρατηγούς) και όχι με συγγενείς του.

Όταν διαδόθηκαν και εμπεδώθηκαν σταδιακά στην αντίληψη του λαού οι οπισθοδρομικές αντιλήψεις των ανατολικών λαών, αξιοποιήθηκαν αυτές από το χριστιανικό ιερατείο για τη συγκρότηση της δικής του πολιτικής θεολογίας, στην οποία προβλεπόταν επίσης επιφανής θέση για τον αυτοκράτορα. Ο εκάστοτε αυτοκράτορας ανάγεται σε «σκεύος επιλογής» του Θεού και σε φορέα της «σωτηρίας του ανθρώπινου γένους». Η εκκλησιαστική ιστοριογραφία (Ευσέβιος κ.ά.) συνέβαλε στη διαμόρφωση αυτής της ιδεολογίας περί ρωμαϊκού βασιλείου και Ρωμαίου αυτοκράτορα, η οποία αποτέλεσε τη θεμελιώδη πολιτική και εκκλησιαστική ιδεολογία σε όλο τον παράλληλο βίο Εκκλησίας και ρωμαϊκού Κράτους, μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Επειδή δε και οι Οθωμανοί που δημιούργησαν μια νέα αυτοκρατορία στα ερείπια της βυζαντινής, προβλήθηκαν εντέχνως (από τον Μάρκο Ευγενικό και τον Σχολάριο, μέχρι τον Κοσμά Αιτωλό και τους πατριάρχες του 18ου-19ου αιώνα) ως εντολοδόχοι του Θεού, άλλοτε για «τιμωρία» των χριστιανών και άλλοτε για «προστασία» τους από τον Πάπα, γίνεται σαφές ότι το ιδεολόγημα περί σκεύους επιλογής του Θεού διαπέρασε την πολιτική θεολογία 17 αιώνων, μέχρι των ημερών μας.

Με την ανακήρυξη του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο (272-337 μ.Χ.), ο οποίος ήταν μιθραϊστής και ύπατος αρχιερέας των ρωμαϊκών θεοτήτων μέχρι που, όπως λέγεται, βαφτίστηκε χριστιανός λίγο πριν πεθάνει, εξελίσσεται η νέα θρησκεία από διωκόμενη σε διώκτη των άλλων θρησκειών και πολιτισμών. Ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε οριστικά πολλές πρακτικές της προγενέστερης ρωμαϊκής εποχής και θεμελίωσε μία νέα αντίληψη για τον αυτοκράτορα, ταυτίζοντάς τον, κατά την περσική συνήθεια πολλών αιώνων, με τον εκπρόσωπο του Θεού στη Γη. Η διαδοχή του θρόνου έγινε πλέον κληρονομική, με αποτέλεσμα η διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας να ταυτιστεί με τον δεσποτισμό της Ανατολής. Επειδή όμως η κληρονομική διαδοχή κρύβει συχνά και ανεξέλεγκτες τυχαιότητες, ο Κωνσταντίνος φρόντιζε με δολοφονίες στενών συγγενών του να κατευθύνει τη «θεία βούληση» σε επιθυμητές ατραπούς. Έτσι κι αλλιώς, ο Κωνσταντίνος φαίνεται να προβληματιζόταν, αν θα επιβάλει ως μοναδική «αληθή» θρησκεία τον πέρσικης προέλευσης Μιθραϊσμό, τον ιουδαϊκής προέλευσης Χριστιανισμό ή κάποια άλλη παρόμοια θρησκεία. Η τελικά επιλεγείσα, ιστορικά νεότερη θρησκεία, διαμορφώθηκε με μυθοπλασίες από όλες σχεδόν τις τότε διαδεδομένες στην αυτοκρατορία θρησκείες.

Στηρίγματα της δυναστείας και της αυτοκρατορικής εξουσίας αποτέλεσαν αφενός η αφοσίωση του στρατού και αφετέρου η επιλεγείσα, κατάλληλα διαμορφωμένη και προσαρμοσμένη θρησκεία, ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί η δεσποτική εξουσία. Το παλαιό ρωμαϊκό πολίτευμα με την Σύγκλητο και τον λαό έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται την εποχή του Κωνσταντίνου, παραχωρώντας την θέση του σε ένα πολιτειακό σύστημα που επικράτησε τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση επί πολλούς αιώνες, την «ελέω θεού» μοναρχία. Την ίδια εποχή επήλθε και το τέλος ενός άλλου θεμελιώδους ιδανικού του ελληνορωμαϊκού κόσμου, δηλαδή της ιδιότητας του πολίτη και της ελευθερίας. Στο μοναρχικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Κωνσταντίνος δεν υπήρχε χώρος για τους ελεύθερους πολίτες που κάποτε κατοικούσαν στις πόλεις-κράτη της Ελλάδας και της Ιταλίας, καθώς τη θέση τους κατέλαβαν πλέον οι υποτελείς υπήκοοι, οι οποίοι είχαν ελάχιστα δικαιώματα, όπως και οι υπήκοοι των βασιλέων της Περσίας.

Με την πάροδο των δεκαετιών και αιώνων συγκροτεί η χριστιανική Εκκλησία, άλλοτε με την υποστήριξη του κράτους σε πνεύμα «συναλληλίας», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε η στενή διαπλοκή των δύο φορέων, και άλλοτε με αξιοποίηση πολιτικών και πολεμικών γεγονότων, ένα επαγγελματικό ιερατείο με κλιμακωτή ιεραρχία, όπως στην ιουδαϊκή θρησκεία, και ένα εκτεταμένο διοικητικό μηχανισμό, ο οποίος απέκτησε μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία (δωρεές, κατασχέσεις, εξαγορές κ.ά.) και πηγές εσόδων με σημαντική ροή χρημάτων. Έτσι, αυτοεπιβαλλόμενη και ως αποκλειστικός διαμεσολαβητής μεταξύ επίγειου και θείου, αναδεικνύεται η Εκκλησία σταδιακά σε φορέα πλούτου και εξουσίας και λειτουργεί ως μηχανισμός πολιτικού, οικονομικού και πνευματικού καταναγκασμού και ελέγχου της ζωής σε Ανατολή και Δύση.

Με την πάροδο των δεκαετιών και αιώνων συγκροτεί η χριστιανική Εκκλησία, άλλοτε με την υποστήριξη του κράτους σε πνεύμα «συναλληλίας», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε η στενή διαπλοκή των δύο φορέων, και άλλοτε με αξιοποίηση πολιτικών και πολεμικών γεγονότων, ένα επαγγελματικό ιερατείο με κλιμακωτή ιεραρχία, όπως στην ιουδαϊκή θρησκεία, και ένα εκτεταμένο διοικητικό μηχανισμό, ο οποίος απέκτησε μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία (δωρεές, κατασχέσεις, εξαγορές κ.ά.) και πηγές εσόδων με σημαντική ροή χρημάτων. Έτσι, αυτοεπιβαλλόμενη και ως αποκλειστικός διαμεσολαβητής μεταξύ επίγειου και θείου, αναδεικνύεται η Εκκλησία σταδιακά σε φορέα πλούτου και εξουσίας και λειτουργεί ως μηχανισμός πολιτικού, οικονομικού και πνευματικού καταναγκασμού και ελέγχου της ζωής σε Ανατολή και Δύση.

Βέβαια, η Εκκλησία δεν ήταν ανεξάρτητη «αρχή» και μόνο σε εποχές πολιτικών και στρατιωτικών ανακατατάξεων κατάφερε να χαράξει μια κάπως ανεξάρτητη πορεία, η οποία ως πρωταρχικό στόχο είχε την αύξηση της εξουσίας της. Η ανακυκλούμενη αναφορά στις μέρες μας περί ανεξαρτησίας του εκκλησιαστικού μηχανισμού από το βυζαντινό κράτος, αποτελεί μύθευμα. Ο αυτοκράτορας είχε εκτεταμένες εξουσίες στον εκκλησιαστικό τομέα και πρωτίστως επέλεγε τον πατριάρχη Κων/πόλεως από μια λίστα με τρία πρόσωπα που του υπέβαλε η Ιερά Σύνοδος. Όχι σπάνια, διόριζε απευθείας τον πατριάρχη χωρίς καν να πάρει υπόψη του κάποιες εισηγήσεις! Αν κάποιος πατριάρχης αψηφούσε τον αυτοκράτορα, σχεδόν πάντα ακολουθούσε η εκθρόνιση και η αντικατάστασή του με άλλο πατριάρχη, συνήθως από τον κύκλο των αυτοκρατορικών συγγενών ή αυλικών. Ο αυτοκράτορας συγκαλούσε τις οικουμενικές συνόδους, καθόριζε την ημερήσια διάταξη και προήδρευε σ’ αυτές ή ανέθετε αυτό το έργο σε κάποιο εκπρόσωπό του. Ανάλογη ήταν η «συνεργασία» του εκκλησιαστικού μηχανισμού με την οθωμανική εξουσία μετά την οριστική κατάλυση του Βυζαντίου.

Μια πολύτιμη υπηρεσία που προσέφερε διαχρονικά ο εκκλησιαστικός μηχανισμός στην πολιτική και στρατιωτική εξουσία, ήταν η νομιμοποίησή τους, όταν υπήρχαν ισχυρές αμφιβολίες για τη σωστή διαδοχή ή για την κατάληψη ηγετικών θέσεων. Στα βυζαντινά χρόνια συνηθέστερο τέχνασμα ήταν οι ετεροχρονισμένες «προρρήσεις», προφητείες μοναχών και κληρικών για τα μελλούμενα. Επρόκειτο προφανώς για «πρόβλεψη» τετελεσμένων γεγονότων, ώστε να υπάρχει η πρέπουσα νομιμοποίηση στα μάτια του λαού. Έτσι, για παράδειγμα, μετά την καθαίρεση και δολοφονία του αυτοκράτορα Μαυρίκιου (Flavius Mauricius Tiberius Augustus, 539-602 μ.Χ.), ο οποίος έκανε συνετή οικονομική πολιτική και δυσαρεστούσε το πλήθος, ανακαλύφθηκε ο μοναχός Θεόδωρος Συκεώτης, ο οποίος είχε διατυπώσει δήθεν σε ανύποπτο χρόνο προρρήσεις για το «δραματικό τέλος του Μαυρίκιου με θεϊκή βούληση». Μπροστά στη «βούληση» του Θεού, υποχωρούσε κάθε πιθανή αντίρρηση για την πραξικοπηματική αλλαγή στην ηγεσία του κράτους. Από τις σημαντικότερες ανατροπές στη διοίκηση του βυζαντινού κράτους που κατέστησε απαραίτητη τη «νομιμοποίησή» της με την επινόηση προρρήσεων, ήταν η δολοφονία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ το έτος 867 από τον παρακοιμόμενο φρουρό του, θηριώδη και αναλφάβητο Βασίλειο (811-886). Τέτοιες «υπηρεσίες» νομιμοποίησης προς την εξουσία έχουν καταγραφεί πάμπολλες, τόσο κατά το Μεσαίωνα στο Βυζάντιο και στη Δύση, όσο και μέχρι των ημερών μας, με συστηματική εύνοια των «προφητών» σε βασιλιάδες και δικτάτορες, αφού επικρατήσουν.

Χριστιανισμός εναντίον Ελληνισμού

Η ύστερη αρχαιότητα κλείνει και ο Μεσαίωνας ξεκινάει με συστηματικές επιδρομές χριστιανών κληρικών, μοναχών και λαϊκών εναντίον ιστορικών, θρησκευτικών και άλλων δημιουργημάτων ενός ανώτερου πολιτισμού, του ελληνικού και του διαδόχου του, ρωμαϊκού. Οι πυρπολήσεις βιβλιοθηκών με τα έργα των Ελλήνων και Ρωμαίων διανοητών, οι καθαιρέσεις ναών και έργων τέχνης του ένδοξου παρελθόντος και η καταπίεση κάθε εθνικής παραδόσεως, αλλά και κάθε δημιουργικής έμπνευσης που ξέφευγε από τον έλεγχο του εκκλησιαστικού ιερατείου και των νεοφώτιστων στον Χριστιανισμό Ρωμαίων μεν, βαρβαρικής καταγωγής δε στρατηγών, προδιέγραψαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε έκτοτε και για αρκετούς αιώνες η πνευματική ζωή στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι επιθέσεις και οι καταστροφές από φανατισμένους χριστιανούς είχαν αρχίσει ήδη κατά τους αποστολικούς χρόνους, βλέπε π.χ. την περιγραφή της επίσκεψης του Παύλου στην Έφεσο (Πράξεις ΙΘ’ 19 κ.ε.), γεγονός που αποτυπώθηκε κατά την Αναγέννηση και σε πίνακα ζωγραφικής.

Η ειρήνη ως πολιτικός και κοινωνικός στόχος και αγαθό είχε για τους εκκλησιαστικούς κύκλους μια συγκεκριμένη σημασία και όχι μόνο εκείνες τις εποχές. Μια ειρήνη που δεν αναφέρεται στην απουσία πολέμου, θανάτων και καταστροφών, αλλά στην εγκαθίδρυση της «ορθής τάξης», φυσικά της χριστιανικής και σε αντιστοιχία με την «επουράνια τάξη». Πρώτος είχε εισαγάγει την έννοια του «δίκαιου πολέμου» (bellum iustum) ο Αυγουστίνος και έκτοτε κάθε κατακτητική και καταστροφική δραστηριότητα χαρακτηρίστηκε ως δίκαιη με πατερική κάλυψη. Όποτε θίγεται η «ορθή τάξη» επιβάλλεται η πολεμική σύγκρουση για την αποκατάστασή της. Έτσι, καμιά καταστροφή, καμιά λεηλασία και μαζική δολοφονία δεν υπήρχε περίπτωση να καταδικαστεί ηθικά, γιατί ήταν εξ ορισμού «δίκαιη».

Στο πλαίσιο αυτών των καταστροφών και δηώσεων μετατράπηκε στα τέλη του 6ου αιώνα ο Παρθενώνας, το κατεξοχήν σύμβολο του Ελληνικού πολιτισμού και ειδικότερα της αθηναϊκής δημοκρατίας, σε τρίκλιτη βασιλική, με υπερώα, δύο νάρθηκες και βαπτιστήριο -κατά τη χριστιανική ορολογία «εξαγνίστηκε». Κατά τη μετατροπή αυτή προκλήθηκαν σημαντικές καταστροφές σε μεγάλο μέρος του γλυπτού διακόσμου του αρχαίου ναού. Ακόμα και το 12ο αιώνα, οπότε λειτουργούσε ο Παρθενών ως μητροπολιτικός χριστιανικός ναός, πραγματοποιούνταν σ’ αυτόν επισκευές, προσθήκες και εργασίες εξωραϊσμού, με ολέθριες συνέπειες για το συνολικό οικοδόμημα και τον διάκοσμό του (Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών).

Οι καταστροφείς αρχαίων ναών και βωμών, όσοι έγιναν γνωστοί, αγιοποιήθηκαν από την Εκκλησία και παρουσιάζονται σε εικόνες, ακόμα σήμερα, με ένα σφυρί στο χέρι! Γράφει ο φιλόσοφος Λιβάνιος (314-394 μ.Χ.) στην επιστολή του προς Θεοδόσιο («Υπέρ των ελληνικών ναών» – Εκδόσεις Θύραθεν, Αθήνα): «(Οι χριστιανοί) ορμούν πάνω στους ναούς κρατώντας ξύλα και πέτρες και σίδερα, και μερικές φορές χωρίς αυτά, με χέρια και πόδια. Ακολουθεί η εκ του ασφαλούς λεηλασία, το γκρέμισμα της στέγης, η κατεδάφιση των τοίχων, σπάσιμο των αγαλμάτων, αναποδογύρισμα των βωμών… Κι αποχωρούν τελικά οι εισβολείς κουβαλώντας τη λεία τους από τα μέρη που εκπόρθησαν. Και δεν τους φτάνει αυτό αλλά σφετερίζονται και ξένα κτήματα, λέγοντας ότι η γη του τάδε γεωργού ήταν περιουσία του ναού, και πολλοί έχουν χάσει έτσι πατρικές περιουσίες, επειδή προβάλλοντα ψεύτικοι τίτλοι. Από τα δεινά των άλλων καλοπερνούν αυτοί, που ισχυρίζονται ότι κάνοντας νηστείες λατρεύουν το θεό τους».

Γράφει ο Θεοδώρητος (393–457), χριστιανός επίσκοπος και ιστορικός που έζησε στα έτη 393–457, «ο μεγαλύτερος ερμηνευτής της Ανατολής» όπως γράφουν τα χριστιανικά κείμενα, στην εκκλησιαστική ιστορία, «Επιστολή Δαμάσου» (Τόμος 5ος, 329/8 – 330/8): «Ο δε μέγας Ιωάννης (ο λεγόμενος Χρυσόστομος) ασκητάς πυρπολούμενους από ζήλον θεού συνέλεξε, με βασιλικούς δε νόμους αυτούς οπλίσας, κατά των ειδωλικών έπεμψε τεμενών. Με τούτον τον τρόπον, τους υπολειπόμενους Σηκούς (ελληνικούς ναούς) εκ βάθρων απέσπασεν».

Γράφει ακόμα ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Ευνάπιος (346-414), στο σύγγραμμά του «Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών» (6.11): «Θεοδόσιου βασιλεύοντος και (πατριάρχου Αλεξανδρείας) Θεοφίλου πρωτοστατούντος…του Σεραπείου (ναός και παράρτημα της αλεξανδρινής βιβλιοθήκης) κατελυμένοντο. Τους ανδριάντες και τα αναθήματα τόσο γενναία εμάχοντο, ώστε όχι μόνο νικούσαν, αλλά και έκλεπτον…του δε Σεραπείου μόνο το έδαφος δεν απέσπασαν κι αυτό διά το βάρος των λίθων. Αυτοί δε ήσαν αμετακίνητοι. Οι πολεμικότατοι δε αυτοί φιλοχρήματοι γενναίοι…την ασέβειαν αυτήν εις έπαινον αυτών των ιδίων καταλόγιζαν. Έπειτα εισέβαλαν οι καλούμενοι μοναχοί, άνθρωποι κατά το είδος, ο δε βίος αυτών συώδης και εμφανώς πάσχοντες, μύρια έκαμον κακά και ανείπωτα, αλλά αυτά ευσέβειαν ενόμιζαν…τότε πας άνθρωπος μέλαιναν φορών αισθήτα τυραννικήν είχεν εξουσίαν και δημοσίως να ασχημονεί ημπορούσε. Σε τόση αρετή άλλαξε η νέα θρησκεία τους ανθρώπους…».

Αλλά δεν είχαν μόνο τα κτήρια και τα κτήματα ως στόχο τους οι χριστιανοί πλιατσικολόγοι! Γράφει ο χριστιανός χρονογράφος Σωζομενός (400-450 μ.Χ.): «Όλοι σχεδόν οι Ελληνιστές θανατώθηκαν, δόθηκε διαταγή να καούν και άλλοι να φονευτούν με το ξίφος. Και κοντά σ’ αυτούς έχασαν για τον ίδιο λόγο τη ζωή τους, σ’ ολόκληρη την επικράτεια, όσοι λάμπρυναν τη φιλοσοφία. Αλλά έχαναν τη ζωή τους ακόμα και άνθρωποι που δεν ήσαν καν φιλόσοφοι και που απλώς φορούσαν ρούχα ίδια με αυτά των φιλοσόφων». Η θρησκεία της αγάπης προετοίμαζε με τις ορδές δολοφόνων τα εγκλήματα του Μεσαίωνα που αποτέλεσαν και την πιο λαμπρή προσφορά της στην ανθρωπότητα!

Σήμερα εξηγούν οι απολογητές αυτού του εγκληματικού παρελθόντος ότι ξένοι επιδρομείς κατέστρεφαν τους ελληνικούς ναούς και τα ιερά. Είναι αυτονόητο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις επιτάθηκαν οι μεθοδικές καταστροφές που επέφεραν ο κρατικός και ο εκκλησιαστικός μηχανισμός, από ενέργειες βάρβαρων επιδρομέων, αλλά και από φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πλημμύρες κ.ά.) Αν και είναι αδύνατον να επιμεριστεί ακριβοδίκαια η υπαιτιότητα γι’ αυτές τις ανυπολόγιστες καταστροφές, αυτό που μπορεί να καταγραφεί με βεβαιότητα είναι ότι οι σεισμοί και οι πλημμύρες, ως φυσικά φαινόμενα, επέδρασαν απρόβλεπτα, οι βάρβαροι κατέστρεφαν λόγω άγνοιας, αλλά οι χριστιανοί δρούσαν απολύτως συνειδητά…

[Βλέπε επίσης: «Ελληνισμός και Χριστιανισμός: Από που κι ως που χέρι-χέρι;», «Κυριακή τής Ορθοδοξίας» και «Περί ορθοδόξου και βυζαντινής Ιεράς Εξετάσεως»]

Εκχριστιανισμός Ευρωπαίων και Σλάβων

Η αποδοχή του Χριστιανισμού υπήρξε σχετικά ειρηνική, μόνο εκεί που έγιναν συμφωνίες κορυφής και προσχώρησαν στη νέα θρησκεία οι ηγετικές ομάδες κάθε λαού (Πολωνία, Ρωσία). Αυτή η διαδικασία θεσμοποιήθηκε κατά την Αναγέννηση με τον κανόνα «cujus regio, ejus religio», που δηλώνει ότι εκείνος που ελέγχει μια περιοχή, προσδιορίζει και τη θρησκεία των κατοίκων της. Στις περιπτώσεις συμφωνημένης προσχώρησης, προσάρμοζαν σταδιακά τα ιερατεία των αντίστοιχων εθνικών θρησκειών τις ονομασίες των θεοτήτων, τις εθνικές μυθοπλασίες και τις παραδοσιακές ιεροτελεστίες τους, οι περισσότερες από τις οποίες αφομοιώνονταν και ενσωματώνονταν στη νέα, χριστιανική πλέον πρακτική· εξ αυτού προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου και διάφορες ιδιαιτερότητες στις αντιλήψεις, στα σύμβολα και στις ιεροτελεστίες των εκχριστιανιζόμενων λαών.

Οι Σλάβοι και οι Ούγγροι εκχριστιανίστηκαν, όχι πάντα εύκολα και ειρηνικά, από τον 8ο αιώνα και μετά, οι δυτικοί Σλάβοι και οι Ούγγροι από το κράτος των Καρολιδών (Φράγκοι) και οι ανατολικοί Σλάβοι από τους Βυζαντινούς. Οι πολεμικές συγκρούσεις ανατολικών και δυτικών χριστιανικών δυνάμεων με σλαβικούς λαούς αφενός απέβλεπαν στην απώθηση μετακινούμενων πληθυσμών ή στον έλεγχο εδαφών και στην είσπραξη φόρων υποτέλειας κ.λπ. και, αφετέρου, είχαν προσηλυτιστικούς και κατακτητικούς στόχους (Ντέσνερ: «Η εγκληματική ιστορία του Χριστιανισμού», Κάκτος). Πάντα, οι εκστρατείες γίνονταν μετά από συνεννόηση κράτους και Εκκλησίας και στα (σχεδόν αποκλειστικά μισθοφορικά) στρατεύματα συμμετείχαν κληρικοί και δουλέμποροι, έτοιμοι να μεταφέρουν το «μήνυμα της αγάπης», σε όσους επιβίωναν από τις πολεμικές συγκρούσεις.

Οι Σάξονες που πεισματικά δεν αποδέχονταν στην αλλαγή από τον 8ο στον 9ο αιώνα (772-804), το φράγκικο κράτος και τη νέα θρησκεία, κατασφάγηκαν σε πολλές μάχες από τα στρατεύματα του Καρλομάγνου και προσχώρησαν στον Χριστιανισμό ως ηττημένοι και κατακτημένοι. Αργότερα, 9ος-11ος αιώνας, πρωτοστάτησαν οι ίδιοι οι Σάξωνες με τους τρεις αυτοκράτορες Όθωνες και τον «Άγιο» Ερίκο (Heinrich ΙΙ., «ένας, πριν απ’ όλα, εκκλησιαστικός άνδρας») στον εκχριστιανισμό και την υποδούλωση των σλάβικων φύλων μεταξύ του Έλβα και του Όντερ (Σόρβοι, Βένδοι κ.ά.).

Στα σχολικά βοηθήματα παρουσιάζονται αυτοί οι πόλεμοι συνήθως ως ασκήσεις επί χάρτου, με αναφορά των στρατιωτικών κινήσεων και με περιγραφή των προσόντων των ηγετών της φιλικής πλευράς. Η πραγματικότητα είναι προφανώς τελείως διαφορετική. Μία περιγραφή από χρονικογράφους της εποχής, όλοι χριστιανοί ιερωμένοι, είναι πολύ χαρακτηριστική. Στα τέλη του έτους 929 συγκρούστηκε μια στρατιά Σαξόνων στην περιοχή δεξιά του κάτω Έλβα με επαναστατημένους Σλάβους. Αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν, μάλλον καθ’ υπερβολήν, από 120 μέχρι 200 χιλιάδες Βένδοι (Wenden) από τους σιδηρόφρακτους Σάξονες. Ο επίσκοπος Θίμαρ αναφέρει ότι «σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι οι επαναστάτες και μόνο λίγοι διέφυγαν».

Ο μοναχός Γουίντουκιντ γράφει ότι «από τους πεζοπόρους βαρβάρους (εννοεί τους Σλάβους) δεν σώθηκε κανένας και από τους ιππείς μόνο λίγοι, ενώ στους πολεμιστές του Θεού (εννοεί τους Σάξονες) επικρατούσε ευθυμία, επειδή πέτυχαν με τη βοήθεια του Θεού μια περίφημη νίκη. Όλα τα μέλη των οικογενειών των Σλάβων σκλαβώθηκαν και διατέθηκαν ως δούλοι». Ανάλογες φρικαλεότητες γίνονταν, φυσικά, και σε περιπτώσεις που νικούσε η άλλη πλευρά, η οποία δεν δήλωσε όμως ποτέ ότι εκπροσωπεί τη «θρησκεία της αγάπης»!

Με τέτοιες και άλλες ανάλογες πολεμικές ενέργειες κράτησε ο εκχριστιανισμός και σταδιακός εκγερμανισμός των Σλάβων αρκετούς αιώνες -των Πρώσων που είναι επίσης σλαβικής προέλευσης, κράτησε μάλιστα μέχρι και το 17ο αιώνα. Η επιβολή του Χριστιανισμού στους ιθαγενείς της Αμερικής από τους Ευρωπαίους επιδρομείς θα περιγραφεί περεταίρω σε αυτοτελές κείμενο και γι’ αυτό δεν θα γίνει εδώ εκτενής αναφορά.

Αμερική: Η συνδρομή τής Εκκλησίας και η θεολογική κάλυψη στην μεγαλύτερη γενοκτονία της ανθρωπότητος

Μεγαλώσαμε διαβάζοντας βιβλία, μεγάλου σχήματος με χρωματιστά σκληρά εξώφυλλα, για τους θρυλικούς κονκισταδόρες, που διέδιδαν τον δυτικό πολιτισμό στους αγρίους, με χίλιους κινδύνους, αλλά πάντα με τη βοήθεια του Θεού. Από μικρή ηλικία αφομοιώναμε την ιστορία εντελώς στρεβλά. Πολλοί συμπολίτες μας δεν ξέφυγαν απ’ αυτή την πλάνη ποτέ. Η καθολική (από χριστιανούς) εξαφάνιση πολιτισμών χιλιετιών και ολόκληρου του πληθυσμού της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής μέσα σε μερικές δεκαετίες, από τους Ευρωπαίους «ευγενείς», δεν διδάσκεται στο σχολείο, σαν να μην έχει συμβεί. Αργότερα, οι έποικοι και οι απόγονοί τους έκαναν τα ίδια στη Βόρεια Αμερική. Σχεδόν το σύνολο των λαών μιας ολόκληρης ηπείρου ξεκληρίστηκε και ο φυσικός πλούτος λεηλατήθηκε. Κι εμείς διασκεδάζαμε στα θερινά σινεμά με τους καλούς καουμπόιδες που σκότωναν τους κακούς Ινδιάνους. Έτσι, χτίστηκε η ιδεολογία του Δυτικού πολίτη που απολαμβάνει τα αγαθά της ευημερίας, χωρίς να θέλει να ξέρει τη σκληρή αλήθεια που διαστρεβλώνεται ή κρύβεται επιμελώς από πίσω.

Από τα πιο έντονα γεγονότα βίαιου εκχριστιανισμού συντελέστηκαν από τους καθολικούς, Ισπανούς κονκισταδόρες τον 16ο αιώνα, στην κατάκτηση της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής από τη χώρα τους. Στη διάρκεια των επιχειρήσεων αυτών, πολλοί ιστορικοί υπογραμμίζουν τις ωμότητες των Ισπανών ενάντια στους ιθαγενείς και τον θρησκευτικό φανατισμό τους που οδήγησε σε βίαιο εκχριστιανισμό των ντόπιων πληθυσμών, με υποχρεωτικές βαπτίσεις κ.ά. Ελάχιστα φωτεινά παραδείγματα υπήρξαν που προστάτεψαν τους ντόπιους από τη βία, η οποία συνεχίστηκε και μετά την κατάκτηση των περιοχών τους.

Οι Ισπανοί, επηρεασμένοι από την παράδοση των εξερευνήσεων του Χριστόφορου Κολόμβου, ήταν γεμάτοι δίψα για κατακτήσεις, πλούτη και περιπέτειες. Άνθρωποι σκληροί, μαθημένοι στις κακουχίες, τολμηροί, γενναίοι πολεμιστές, μπροστά στην τυχοδιωκτική φιλοδοξία τους δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν απάνθρωπα μέσα. Έτσι οι επιχειρήσεις των κονκισταδόρες προκάλεσαν την κατακραυγή ακόμα και των συγχρόνων τους, εξαιτίας κυρίως της σκληρής συμπεριφοράς τους απέναντι στους ιθαγενείς κατοίκους των περιοχών. Απόδειξη του κλίματος που επικρατούσε κατά των κονκισταδόρες είναι οι επιστολές του μοναχού Βαρθολομαίου ντε Λας Κάζας, που πρόσφερε ως κρησφύγετο για τους Ινδιάνους την εκκλησία. Επίσης ο φραγκισκανός Βάσκο ντε Κιρόγκα προσπάθησε με κάθε τρόπο να πείσει το βασιλιά να σταματήσει η εκμετάλλευση των Ινδιάνων χωρικών, που είχαν εγκατασταθεί στις νέες αποικίες. Οι ενέργειες των κονκισταδόρες επικυρώθηκαν μόνο από την Ιερή Εξέταση και ορισμένους ανώτερους κληρικούς, που φέρονταν και οι ίδιοι με παρόμοιο τρόπο στους ιθαγενείς. Οι πρωταγωνιστές της κατάκτησης ήταν κυρίως γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών, που είχαν αντιδράσει στην καταδίκη τους από τα ήθη της εποχής και ζητούσαν περιπέτειες για να αποδείξουν την ανδρεία τους. Οι κυριότερες κατακτήσεις έγιναν από τους ταπεινούς χωρικούς που θέλησαν να συνεχίσουν το έργο του Κολόμβου. Οι πιο γνωστοί κατακτητές ήταν ο Φερνάνδο Κορτέζ, που υπέταξε το Μεξικό, ο Γκαρθία ντε Περέδες, που κατέλαβε τη Βενεζουέλα, ο Πέντρο ντε Βαλντίβια, που ίδρυσε το Σαντιάγκο και την Κονσεψιόν, ο Σεμπαστιάν ντε Μπελαλκάθαρ, κατακτητής του Ισημερινού και της Κολομβίας, ο Πέντρο ντε Μεντόθα, που εξερεύνησε το Ρίο ντε λα Πλάτα και ίδρυσε το 1535 τη Σάντα Μαρία ντε Μπουένος Άιρες. Οι περισσότεροι από τους κονκισταδόρες κατάγονταν από τις δύο Καστίλες, την Εστρεμαδούρα και την Ανδαλουσία.

Ίσως καμία άλλη επίσημη αναφορά στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν εμπεριέχει τόσο παρατεταμένη, εκτεταμένη και σκληρή απανθρωπιά, όσο η αναφορά που υποβάλλει ο Βαρθολομαίος ντε Λας Κάζας στον «Υψηλότατο και Παντοδύναμο Κύριο» πρίγκιπα δον Φίλιππο της Ισπανίας, για να καταγγείλει τα εγκλήματα των Ισπανών χριστιανών στις (νομιζόμενες) ανατολικές Ινδίες, δηλαδή στην Αμερική. Ο Λας Κάζας (ο οποίος συμμετείχε στην κατάληψη της Κούβας) είναι δομινικανός ιερέας και ανήκει στην πανίσχυρη Καθολική Εκκλησία της Ισπανίας η οποία συνδράμει στην κατάληψη και εκμετάλλευση των νέων εδαφών. Είναι η εποχή που η Ιερά Εξέταση βρίσκεται στο απόγειο της ισχύος της, εξοντώνοντας με τα πιο βάναυσα μέσα τους «εχθρούς» της. Οι απεσταλμένοι τής Εκκλησίας στην Αμερική συνεργούν στα εγκλήματα που πραγματοποιούν οι «κονκισταδόρες» στο όνομα του Θεού.

Οι περιγραφές τού Λας Κάζας δεν θα μπορούσαν να είναι ούτε κατ’ ελάχιστον ψευδείς ή υπερβολικές, γιατί απευθύνονται στην αρχή η οποία έχει απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους υπηκόους της και τους υποτελείς λαούς. Γι’ αυτό το λόγο είναι συγκλονιστικές, σε σημείο που δυσκολεύεσαι, μισή χιλιετία αργότερα, να τις διαβάσεις χωρίς να υποστείς ένα ισχυρό σοκ. Για το χρυσάφι και το ασήμι που τόσο χρειάζονται οι αυλές των «ευγενών» για τον πλούτο και τη χλιδή τους, αλλά και για τη διεξαγωγή συνεχών πολέμων εναντίον άλλων ηγεμόνων, οι πολιτισμένοι λαοί της Δύσης επιδίδονται σε μία απόλυτη γενοκτονία η οποία, στην κυριολεξία, εξαφανίζει την ίδια τη ζωή σε πολύ μεγάλες περιοχές οι οποίες μέχρι τότε είχαν πολυπληθείς και ακμάζουσες κοινωνίες.

Ο Λας Κάζας κάνει ξεχωριστές αναφορές, ανά τόπο, με ονομασίες, γεγονότα και αριθμούς. Και όχι μόνο αποκαλύπτει τα φρικιαστικά εγκλήματα, αλλά δείχνει και ποιος ήταν ο πραγματικά πολιτισμένος. Ο θεωρητικός Χουάν Γκινές ντε Σεπούλβεδα υποστήριζε ότι άξιζε στους Ινδιάνους αυτή η μεταχείριση, γιατί οι αμαρτίες και οι δοξασίες τους πρόσβαλαν τον Θεό. Ο Μπουφόν τους θεωρούσε ψυχρά και ασθενικά ζωά, χωρίς κανένα σημάδι ψυχής. Και ο ιερέας Γκρεγκόριο Γκαρθία αποφαινόταν ότι είναι Εβραίοι, αφού δεν πιστεύουν στα θαύματα του Χριστού.

Η αναφορά του Λας Κάζας καλύπτει όλη τη σημερινή ισπανόφωνη(!) Αμερική. Οι περιγραφές του ανά περιοχή, σε Γουατεμάλα, Περού, Νικαράγουα, Βενεζουέλα κ.λπ. είναι κάτι παραπάνω από ανατριχιαστικές. Με τους Ινδιάνους, οι Ευρωπαίοι τάιζαν τα σκυλιά τους! Και στους Ινδιάνους μετέδωσαν την ευλογιά, την ιλαρά και τα αφροδίσια νοσήματα που τους αποδεκάτισαν, αφού το ανοσοποιητικό τους σύστημα δεν είχε άμυνες για να αντιμετωπίσει τα άγνωστα αυτά μικρόβια των Ευρωπαίων.

Κατά τους σύγχρονους μελετητές Ντ. Ριμπέιρο, Φ. Ντόμπινς, Π. Τόμσον κ.ά., Αζτέκοι, Ίνκας και Μάγια υπολογίζονται συνολικά ανάμεσα σε εβδομήντα και ενενήντα εκατομμύρια άτομα, όταν έκαναν την εμφάνισή τους οι κονκισταδόρες. Ενάμισι αιώνα αργότερα, δεν απέμεναν απ’ αυτούς παρά μόνο τριάμισι εκατομμύρια! Σύμφωνα με τον Τζ. Κόντερ, μόνο στα ορυχεία του Ποτοζί, απ’ όπου εξόρυξαν οι Ισπανοί 45 χιλιάδες τόνους καθαρού ασημιού, πέθαναν οχτώ εκατομμύρια Ινδιάνοι! Σχεδόν τέσσερις αιώνες κράτησε αυτό το μαρτύριο! Επειδή, δε, οι Ινδιάνοι εξολοθρεύτηκαν μέσα σε λίγες δεκαετίες, αντικαταστάθηκαν με εκατομμύρια σκλάβους που μετέφεραν οι Ευρωπαίοι στην Αμερική από την Αφρική. Πάνω από εκατό εκατομμύρια Ινδιάνοι της Αμερικής και Αφρικανοί εξοντώθηκαν σαν αναλώσιμα ζώα για να πλουτίσουν οι Ευρωπαίοι και να αναπτύξουν τις βιομηχανίες και τον Καπιταλισμό.

Με την εγκατάσταση των λευκών στην αμερικανική ήπειρο, οι Ινδιάνοι κατηγορούνται από την Εκκλησία ως ασκητές μαγείας και φανατικοί ειδωλολάτρες. Όμως και αυτό ήταν ένα άλλοθι για την απαίδευτη τότε κοινωνία της Ευρώπης, που η μεγάλη και τυφλή πίστη στα λόγια της Εκκλησίας και κυρίως ο πουριτανισμός και το δόγμα του «πίστευε και μη ερεύνα» έκανε τον απαίδευτο λαό της Αμερικής να καταδιώξει τους Ινδιάνους σαν δαίμονες.

Ο Χριστιανισμός στην Άπω Ανατολή

Λιγότερο ή καθόλου γνωστά είναι όμως τα γεγονότα κατά τις πολλαπλές προσπάθειες εκχριστιανισμού λαών της Άπω Ανατολής, κυρίως των πολυπληθών λαών των Ινδιών, της Κίνας και της Ιαπωνίας. Αυτά τα γεγονότα, για τα οποία υπάρχουν πολλά στοιχεία, αλλά και περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, δίνουν μια υποψία, τί πρέπει να συνέβη και στον ελληνικό χώρο περίπου 1-1,5 χιλιετία νωρίτερα και τί θα μπορούσε να είχε προκύψει, αν οι ελληνόφωνοι λαοί δεν ήταν εκείνη την εποχή υπόδουλοι στους Ρωμαίους αλλά διέθεταν μία δική τους ισχυρή εθνική ηγεσία. Εκτιμάται ότι αυτή ακριβώς η ηγεσία θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον παραδοσιακό πολιτισμό και τα έθιμα του λαού, απέναντι σ’ εκείνους που επέβαλαν κατά την εποχή της ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης μία νέα θρησκεία.

Στα μέσα του 16ου αιώνα είχε επιβληθεί ο Χριστιανισμός ήδη στο ινδικό βασίλειο της Γκόα που ήταν πορτογαλική αποικία μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Η τοπική ινδουϊστική θρησκεία είχε τεθεί υπό απαγόρευση, με απαίτηση για καταστροφή όλων των «ειδώλων». Με βασιλικά διατάγματα είχαν οργανωθεί από Ιησουΐτες δημόσιες διδασκαλίες συκοφάντησης της παραδοσιακής θρησκείας και βαπτίσεις (ράντισμα με νερό) με πανηγυρισμούς για την «ήττα των δαιμόνων» -περίπου όπως γινόταν και στην Ευρώπη παλαιότερα. Οι βασιλείς του Κότε, του Κάντι και του Τρινκομαλί της Κεϋλάνης, υπό τις υποσχέσεις των Πορτογάλων για στρατιωτική υποστήριξή τους, βαπτίσθηκαν χριστιανοί και διέταξαν τον υποχρεωτικό εκχριστιανισμό όλων των υπηκόων τους.

Το έτος 1551, προσηλυτίστηκαν οι πρώτοι Ιάπωνες από τον Ιησουΐτη κληρικό Φραγκίσκο Ξαβέριος (1506-1552) με το κινέζικο όνομα Φανγκ Χιγκέ, που εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη για άσυλο ενός καταζητούμενου για φόνο, του Γιαχίρο. Με πυρήνα την οικογένεια και το υπηρετικό προσωπικό του τελευταίου, δημιουργήθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα στην Καγκοσίμα της Ιαπωνίας. Το 1552 προσπάθησε ο Ξαβέριος να εισέλθει κρυφά στην Κίνα, όπου απαγορευόταν ο προσηλυτισμός σε άλλες θρησκείες, αλλά πέθανε, μάλλον από τις κακουχίες της εποχής και της περιοχής.

Στα έτη 1558-1570 και παρ’ ότι στην Ιαπωνία έχει ήδη νομοθετηθεί η απαγόρευση του χριστιανικού προσηλυτισμού, οι Πορτογάλοι ιεροκήρυκες διείσδυσαν στην χώρα, εκμεταλλευόμενοι την προσπάθεια του πολέμαρχου ηγεμόνα Όντα Νομπουνάγκα, από το 1568 υποστηρικτή του Γιοσιάκι, τελευταίου Σογκούν, δηλαδή αρχιστράτηγου, της γραμμής των Ασικάγκα, να εξουδετερώσει τη μεγάλη επιρροή εκείνης της εποχής των πολεμιστών βουδιστών μοναχών στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Από τα ιεραποστολικά κέντρα τους στο Γιαμαγκούτσι, το Χιράντο και το Μπούνγκο, οι Ιησουΐτες συντόνιζαν μεγάλη δυσφημιστική εκστρατεία κατά του Βουδισμού Ζεν, κυρίως ανάμεσα στους ανθρώπους των κατωτέρων τάξεων και γύρω στο 1562, πέτυχαν τη βάπτιση πολλών ευγενών πολεμιστών του Κιότο, πρωτεύουσας του σογκουνάτου Ασικάγκα.

Το έτος 1563, οι Ιησουΐτες βάπτισαν χριστιανό το διοικητή της Ομούρα, Ομούρα Σουμιτάδα, ο οποίος τους παραχώρησε τη διαχείριση του εμπορικού λιμανιού στο Ναγκασάκι και πλήρη ελευθερία προσηλυτιστικής δράσης ανάμεσα στους υπηκόους του, ενώ τον Απρίλιο του 1569 ο Πορτογάλος Ιησουΐτης ιεραπόστολος Λουίς Φρόις (1532-1597) εγκαταστάθηκε κανονικά στο Κιότο. Το έτος 1583 είχαν προσηλυτιστεί στον Χριστιανισμό ένας ναύαρχος, ένας από τους δύο στρατηγούς της ιαπωνικής εκστρατείας κατά της Κορέας, ένας ανιψιός, καθώς και ο προσωπικός ιατρός του κυβερνήτη Τογιοτόμι Χιντεγιόσι. Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι Ιάπωνες ευγενείς, είχαν βαπτισθεί χριστιανοί, ενώ ο τοπικός διοικητής της Αρίμα όχι απλώς ασπάσθηκε τη νέα θρησκεία αλλά και διέταξε επιπλέον την υποχρεωτική βάπτιση όλων των κατοίκων τριών πόλεων της δικαιοδοσίας του, συνολικά 3.000 άτομα. Εκείνη την εποχή άρχισε όμως μια αντισυσπείρωση Ιαπώνων γύρω από την παραδοσιακή θρησκεία του Σίντο (Shintoism, εκ του shin tao, δηλαδή «ο Τρόπος των Θεών») και τον Βουδισμό Ζεν.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1587, κυκλοφόρησαν στην κοινωνία της Ιαπωνίας πληροφορίες για την καταστροφή πολιτισμών που είχαν προκαλέσει οι Ιησουΐτες σε άλλες χώρες. Τον Ιούλιο αυτού του έτους ενημέρωσε ο γιατρός Σεϊγιακόν Χόιν τον κυβερνήτη για τους στόχους και τις δραστηριότητες των ιεραποστόλων χριστιανών σε παλαιότερες και σύγχρονες εποχές. Λέγεται ότι στην αναφορά του απαρίθμησε ο γιατρός καταστροφές σιντοϊστικών και βουδιστικών ναών από χριστιανούς, τον αναγκαστικό προσηλυτισμό των υποτελών λαών στον Χριστιανισμό και τη συμμετοχή των καθολικών κληρικών σε εμπόριο δούλων -περίπου αυτά που έγιναν και κατά την επιβολή του Χριστιανισμού στους λαούς της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης. Σίγουρα θα είχε ο Χιντεγιόσι υπόψην του και διάφορες υπονομευτικές δραστηριότητες των Ιησουϊτών ιεραποστόλων στην Ιαπωνία, οπότε κάλεσε τον επικεφαλής της χριστιανικής ιεραποστολής, Γκασπάρ Κοέλιο (1531-1590) και του έθεσε τέσσερα συγκεκριμένα ερωτήματα, τα οποία έχουν καταγραφεί:

1. Γιατί οι χριστιανοί ιερωμένοι επιζητούν επίμονα τον προσηλυτισμό;
2. Γιατί καταστρέφουν τους εθνικούς ναούς και εκδιώκουν τους ιερείς τους;
3. Γιατί διδάσκουν περί νηστείας αλλά τρώνε κρέας;
4. Γιατί οι Πορτογάλοι «αγοράζουν» Ιάπωνες πολίτες και τους μεταπωλούν σε άλλες χώρες ως σκλάβους;

Οι απαντήσεις του Κοέλιο δεν πρέπει να ήταν επαρκείς, οπότε ο κυβερνήτης εξέδωσε τον Ιούλιο του ίδιου έτους ένα νόμο κατά της «ξένης θρησκείας». Με αυτό το νόμο ανακηρύχθηκε η Ιαπωνία χώρα αγαπητή στους θεούς («γινκόκου»), η οποία δεν ήταν δυνατόν να ανέχεται όσους καθύβριζαν και συκοφαντούσαν την εθνική θρησκεία των Ιαπώνων ως «ειδωλολατρική». Οι ιεραπόστολοι διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα εντός 20 ημερών και ταυτόχρονα απαγορεύθηκε η άφιξη νέων Πορτογάλων εμπόρων, εφόσον συνοδεύονταν από κληρικούς. Συγκεκριμένα το διάταγμα προέβλεπε, όπως κατέγραψε ο Ιησουΐτης Φρόις, στου οποίου τα ωραιοποιημένα γραπτά προς την ιεραποστολή, στηρίζονται έκτοτε όλοι οι Ιστορικοί:

– Η Ιαπωνία είναι χώρα σιντοϊστικών θεοτήτων («κάμι») και κάκιστα έρχονται εδώ χριστιανοί ιεραπόστολοι,
– Η καταστροφή σιντοϊστικών και βουδιστικών ναών είναι πράγμα ανήκουστο και οι δράστες αξίζουν κάθε τιμωρία,
– Οι ιεραπόστολοι δεν επιτρέπεται να παραμείνουν στο ιαπωνικό έδαφος και πρέπει να αποχωρήσουν μέσα σε 20 ημέρες,
– Οι Πορτογάλοι έμποροι μπορούν να συνεχίσουν ανενόχλητοι τις δοσοληψίες τους.

Είναι αυτονόητο ότι τα αίτια της ρήξης ήταν αμιγώς εθνικά και θρησκευτικά και δεν υπήρχαν εμπορικές υστεροβουλίες, όπως διέδιδαν αργότερα οι Ιησουΐτες και αναφέρεται μέχρι σήμερα σε διάφορα βιβλία.

Ο Κοέλιο αντέδρασε με τον τρόπου που συνηθίζουν οι κατακτητές: Ξεσήκωσε τους βαφτισμένους Ιάπωνες εναντίον της εξουσίας, έκανε δηλαδή αυτό ακριβώς που κατηγορούσε τους χριστιανούς ο Χιντεγιόσι και ταυτόχρονα ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τους αποικιακούς στρατούς στις Φιλιππίνες, τη Γκόα και το Μακάο. Και οι δύο αυτές ενέργειες δεν οδήγησαν όμως σε στρατιωτική επιβολή του Χριστιανισμού, όπως ήλπιζε ο Κοέλιο.

Ωστόσο, ο Ιάπωνας κυβερνήτης δεν επέμενε πολύ στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου, δεχόμενος συνεχείς παρατάσεις ως προς την ημερομηνία που όφειλαν οι ιεραπόστολοι να εγκαταλείψουν τη χώρα, πράγμα που σήμαινε ουσιαστικά ακύρωση του νόμου. Μια εξήγηση γι’ αυτή την ήπια στάση του έχει να κάνει με τον κίνδυνο διχασμού του λαού και τις αναπόφευκτες εκδικητικές διώξεις ενάντια στη χριστιανική μειοψηφία των χριστιανών.

Η ήπια στάση του Χιντεγιόσι είχε όμως ως αποτέλεσμα να δεχθεί η Ιαπωνία σύντομα ένα νέο κύμα προσηλυτιστών, αυτή την φορά δομινικανών και φραγκισκανών, οι οποίοι θεώρησαν ότι το πεδίο ήταν ελεύθερο για τις δραστηριότητές τους. Σημειωτέον ότι στους διαβόητους δομινικανούς μοναχούς είχε ανατεθεί στην Ευρώπη και αλλού η συγκρότηση της «Ιεράς Εξέτασης» και το εγκληματικό «κυνήγι των μαγισσών», που κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανύποπτους ανθρώπους.

Για μία περίπου δεκαετία, με ανενεργό τον νόμο του Χιντεγιόσι, οι ιεραπόστολοι έδρασαν στην «γινκόκου» Ιαπωνία ουσιαστικά ελεύθερα. Εκείνη ακριβώς την εποχή άλλωστε οι χριστιανοί αλώνουν και την Κίνα και παράλληλα εντατικοποιούν το αφρικανικό δουλεμπόριο. Ενώ οι Πορτογάλοι καταλύουν με την βία των όπλων το βασίλειο της Χάφνα και αρχίζουν συστηματική καταστροφή των ινδουϊστικών ιερών και μωαμεθανικών τεμενών, καθώς και κατασχέσεις περιουσιών, τις οποίες ακολούθως αποδίδουν στους Φραγκισκανούς μοναχούς. Παράλληλα έγιναν στην Καντόνα της Κίνας σφαγές βουδιστών ιερέων και υποχρεωτικές μαζικές βαπτίσεις του πληθυσμού -ολόκληρα χωριά βαπτίζονταν μέσα σε λίγες ώρες υπό την απειλή των πορτογαλικών όπλων. Ο κληρικός Ματέο Ρίτσι (1552-1610), προσπαθεί να πετύχει εισοδισμό στην κινεζική κοινωνία. Οι Ιησουΐτες συνεργάτες του παρουσιάζονται στους εκεί αξιωματούχους ως εξωτικοί μαθηματικοί και αστρονόμοι και κερδίζουν την εμπιστοσύνη τους, ο δε Ρίτσι περιφέρεται αρχικά ντυμένος ως βουδιστής μοναχός και, αργότερα, όταν αντιλαμβάνεται ότι οι βουδιστές μοναχοί δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια, ως κομφουκιανός διδάσκαλος.

Η πληροφόρηση που απέκτησε σταδιακά ο Χιντεγιόσι για τους στόχους και το παρελθόν του Χριστιανισμού ως θρησκεία και ως εξουσία, σηματοδότησε το τέλος του προσηλυτισμού το έτος 1596. Ο Χιντεγιόσι, που από το 1590 είχε ενώσει υπό την εξουσία του όλη την Ιαπωνία, διέταξε τώρα την αυστηρή εφαρμογή του νόμου από το έτος 1587. Αφορμή στάθηκε ένα τυχαίο επεισόδιο με το εμπορικό πλοίο «Άγιος Φίλιππος», το οποίο μετέφερε προϊόντα από τις Φιλιππίνες στο Μεξικό. Ένας τυφώνας έρριξε όμως το πλοίο στις ιαπωνικές ακτές και οι Ιάπωνες αμφιταλαντεύονταν μεταξύ κατάσχεσης του πλοίου και προσφοράς βοήθειας στους Ισπανούς ναυτικούς. Πάνω εκεί έβγαλε ο καπετάνιος του πλοίου Φραντσίσκο ντε Ολάντια έναν εκφοβιστικό λόγο στους Ιάπωνες, αναφέροντας ότι ο πολύ ισχυρός βασιλιάς της Ισπανίας, στέλνει μεν αρχικά ιεραποστόλους, αλλά πίσω τους ακολουθούν πάντα στρατιωτικοί, οι οποίοι και θα τιμωρήσουν οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια των Ιαπώνων προς το πλήρωμα του πλοίου. Και για να τεκμηριώσει τις απειλές του, ανέφερε ο ντε Ολάντια τα παραδείγματα της κεντρικής και νότιας Αμερικής, των Φιλιππίνων κ.ά.

Ο πλοίαρχος, του οποίου η μοίρα έμεινε έκτοτε στο σκοτάδι, επιβεβαίωνε αυτά που κυκλοφορούσαν από ετών στην ιαπωνική κοινωνία για τους απώτερους στόχους των ιεραποστόλων. Η αντίδραση της ιαπωνικής εξουσίας ήταν λοιπόν ακαριαία! Είκοσι έξι πρωτεργάτες των χριστιανικών ιεραποστολών συνελήφθησαν, καταδικάσθηκαν σε θάνατο και σταυρώθηκαν δημόσια στο Ναγκασάκι, ενώ διατάχθηκε επίσης η άμεση απέλαση όλων των προσηλυτιστών και το γκρέμισμα των εκκλησιών που είχαν δημιουργήσει. Απαγορεύθηκε δε στους κρατικούς αξιωματούχους να ασπάζονται την «ξένη θρησκεία».

Ο Χιντεγιόσι πέθανε το έτος 1598 και για τη διαδοχή του ακολούθησε μία μικρή περίοδος αναρχίας, στη διάρκεια της οποίας η αντίσταση στον εκχριστιανισμό σταματά εντελώς και οι ιεραπόστολοι βρίσκουν ευκαιρία να αναπτύξουν ξανά τις δραστηριότητές τους. Εκείνη ακριβώς την εποχή θανατώνει η «Ιερά Εξέταση» στην Ινδία περισσότερα από 5.000 άτομα, ενώ στην Άπω Ανατολή καίγονται αμέτρητα τεμένη και δολοφονούνται συστηματικά οι ιερείς των εθνικών θρησκειών.

Στον αγώνα για κατάκτηση της εξουσίας της Ιαπωνίας επικράτησε ως Σογκούν με πρωτεύουσά του το Έντο ή Γιέντο, ο Τοκουγιάβα Ιγεγιάσου, του οποίου το γένος (Τοκουγιάβα), θα κυβερνήσει την «Αυτοκρατορία του Ηλίου» περί τα 260 χρόνια, έως το έτος 1867. Ο νέος ηγεμόνας καθοδηγήθηκε στην πολιτική του από τον παραδοσιακό ηθικό κώδικα τιμής και συμπεριφοράς του ΜπουσίντοΟ Τρόπος του Πολεμιστή») και των πολεμιστών Σαμουράι. Στα πρώτα έτη της εξουσίας του κήρυξε ο Ιγεγιάσου τον αυτοκράτορα (μικάδο) «απόγονο των Θεών», αθέατο έκτοτε στα ανάκτορά του στο Κιότο και έδειξε ανοχή προς τους Ιησουΐτες που άρχισαν να εισέρχονται πάλι στη χώρα, με αποτέλεσμα να προσχωρήσουν στον Χριστιανισμό σε μερικά χρόνια δεκάδες χιλιάδες Ιάπωνες.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1600 κτίσθηκαν εκατοντάδες χριστιανικές εκκλησίες, πολύ συχνά με οικονομική βοήθεια από τον ίδιο τον Σογκούν, ακόμη και στην πρωτεύουσα Έντο, το μετέπειτα ονομαζόμενο Τόκιο, και οικοδομήθηκαν δεκάδες κτήρια για ιεραποστολές, όχι μόνον από τους Ιησουΐτες αλλά και από αυγουστινιανούς, φραγκισκανούς και δομινικανούς, στο δε Ναγκασάκι η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων ήσαν πλέον βαπτισμένοι χριστιανοί. Χριστιανικά βιβλία άρχισαν να εκδίδονται στην ιαπωνική γλώσσα, ενώ ιδρύθηκαν αρκετά χριστιανικά σχολεία με σκοπό να δημιουργήσουν αντίβαρο στη βουδιστική παιδεία, καθώς και ειδικά κέντρα εκπαιδεύσεως Ιαπώνων προσηλυτιστών στην Μανίλα των Φιλιππίνων. Εντός μόνον δύο ετών, από το 1603 έως το 1605, υπερτετραπλασιάστηκαν οι χριστιανοί της Ιαπωνίας.

Το 1612, έχοντας ήδη επαρκή αριθμό πιστών για ένα τέτοιο εγχείρημα, προσπάθησαν οι χριστιανοί να ανατρέψουν τον Ιγεγιάσου και να κάνουν ανοικτές επιθέσεις κατά των εθνικών παραδόσεων της χώρας. Ο Ιγεγιάσου, αντιλαμβανόμενος πλέον το σφάλμα της ανοχής του απέναντι στους ιεραποστόλους που απέβλεπαν ουσιαστικά στην καταστροφή του ιαπωνικού πολιτισμού, αρχίζει απηνή διωγμό εναντίον τους. Οι προσηλυτιστές συνελήφθησαν και, όσοι δεν εκτελέστηκαν, απελάθηκαν, απαγορεύθηκε το εμπόριο με χριστιανικές χώρες, ισοπεδώθηκαν όλες οι χριστιανικές εκκλησίες και η ιδιότητα του χριστιανού εξισώθηκε πλέον με προδοσία κατά της χώρας. Όπως είναι αναμενόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις, οι βαπτισμένοι Ιάπωνες, είτε αποστατούσαν και επανέρχονταν στην παραδοσιακή θρησκεία, είτε εγκατέλειπαν τη χώρα αναζητώντας καταφύγιο κυρίως στις Φιλιππίνες. Μέσα σε δύο μόνον έτη οι εναπομείναντες βαπτισμένοι Ιάπωνες αποστάτησαν για να γλιτώσουν τη θανατική καταδίκη, δεδομένου ότι οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν προσχωρήσει στη νέα θρησκεία κατ’ απαίτηση κάποιων χριστιανών αρχόντων τους.

Μετά από την Ιαπωνία, αντίστοιχα γεγονότα εξελίχθηκαν και στην Κίνα. Εγκατεστημένος στο Πεκίνο, ο διάδοχος του Ρίτσι Γερμανός προσηλυτιστής Γιόχαν Άνταμ Σαλ φον Μπελ (1592-1666), χρηματοδοτημένος δεόντως από τον Δούκα της Βαυαρίας, συνεργάσθηκε με αντικαθεστωτικά στοιχεία στην Κίνα αλλά και χριστιανούς του Μακάο για την ανατροπή της δυναστείας των Μινγκ. Οι ηγεμόνες του μεγάλου έθνους δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την εθνική τους παράδοση και θρησκεία. Με νόμο του έτους αυτού, απαγορεύθηκε εφεξής σε Κινέζους να βαπτίζονται χριστιανοί και απελάθηκαν στο Μακάο όλοι οι προσηλυτιστές.

Στις ασιατικές υποχωρήσεις απάντησαν οι ιεραπόστολοι με ένταση της προσηλυτιστικής δράσης τους. Το έτος 1622 ίδρυσε ο Πάπας τη λεγόμενη «Sacra Congregatio de Propaganda Fide» (Ιερά Σύναξη για τη Διάδοση της Πίστης ή απλά «Προπαγάνδα»). Πρόκειται για έναν άρτιο μηχανισμό εκπαιδεύσεως στελεχών του προσηλυτισμού. Στην Κίνα ωστόσο, νέος νόμος κατά του Χριστιανισμού επέβαλε την απέλαση όλων των ξένων προσηλυτιστών που είχαν εισέλθει ξανά και εγκατασταθεί στη χώρα, μετά τα χαλαρά μέτρα εναντίον τους του έτους 1616. Οι εκχριστιανισμένοι Κινέζοι είχαν φθάσει σε 7 επαρχίες της Κίνας τους 13.000, ενώ στην Ιαπωνία, καίγονται στην πυρά οι προσηλυτιστές Σνίγκα και Φλόρες, που επεχείρησαν να εισέλθουν στη χώρα μεταμφιεσμένοι ως έμποροι. Αποκεφαλίσθηκαν επίσης τα 12 μέλη πληρώματος του πλοίου που τους μετέφερε, ενώ ο Σογκούν Χιντετάντα διέταξε ως αντίποινα την εκτέλεση 50 περίπου φυλακισμένων χριστιανών στο Ναγκασάκι και την Σουζούτα.

Το επόμενο έτος, ο Σογκούν Ιγιεμίτσου, διάδοχος του Χιντετάντα, εξάρθρωσε πολλούς παράνομους μηχανισμούς των χριστιανών και οι Ιησουΐτες προσηλυτιστές Αντζέλις και Μόντο Χάρα, θανατώθηκαν μαζί με περίπου είκοσι οπαδούς τους. Δέκα έτη αργότερα, το 1633, ο Ιγιεμίτσου εξέδωσε νόμο με τον οποίο απαγορεύτηκαν τα ταξίδια των Ιαπώνων στο εξωτερικό, όπως και η ανάγνωση ξένων βιβλίων, για να αποφευχθεί η «μόλυνση» του ιαπωνικού έθνους από τα «καταστροφικά χριστιανικά ήθη». Ο πόλεμος κατά των ξένων ιεραποστόλων είχε πάρει πλέον άγριες μορφές, δεδομένου ότι πίσω από τους «αγνούς» προσηλυτιστές καραδοκούσαν στρατιωτικοί επιδρομείς και έμποροι υφασμάτων, μπαχαρικών και ναρκωτικών ουσιών, αλλά και δουλέμποροι.

Το έτος 1637, με αφορμή τη βαριά φορολογία του τοπικού κυβερνήτη της πόλης Αρίμα, η οποία από το 1583 αποτελούσε κέντρο της χριστιανικής δράσης, κατόρθωσαν οι μυστικές οργανώσεις των χριστιανών, αξιοποιώντας τώρα τη λαϊκή δυσφορία, να εξεγείρουν τον πληθυσμό της περιοχής. Μεγάλος αριθμός από επαναβαπτισμένους χριστιανούς που είχαν «αποστατήσει» και τους οποίους οι προσηλυτιστές είχαν «συγχωρήσει» για το «θανάσιμο αμάρτημα» της αποστασίας, πήραν μέρος σε επανάσταση με ωμότητες και μεγάλες καταστροφές σε κτίρια και μνημεία. Αυτή η εξέγερση που εξελίχθηκε υπό το λάβαρο με χριστιανικά σύμβολα (Άγιο Δισκοπότηρο) έμεινε στην ιστορία της Ιαπωνίας ως «Επανάσταση Σιμαμπάρα».

Για την καταστολή της απαιτήθηκε περίπου ένα έτος και οι τελευταίοι απελπισμένοι οπαδοί της κλείστηκαν στον, εκείνη την εποχή, εγκαταλελειμμένο πύργο Σιμαμπάρα, όπου εξοντώθηκαν όλοι μετά από πολιορκία περίπου ενός μηνός. Οι διαπραχθείσες από τους επαναστάτες ωμότητες, προκάλεσαν νέους σκληρούς διωγμούς σ’ όλη την Ιαπωνία κατά των χριστιανών ή των «εχθρών του ανθρώπινου πολιτισμού», όπως τους αποκαλούσαν οι Ιάπωνες, ενώ ταυτόχρονα ιδρύθηκαν ειδικά αστυνομικά σώματα για τον εντοπισμό και την εξάρθρωση των παράνομων μηχανισμών των προσηλυτιστών.

Στα περίπου 250 χρόνια της αυτοαπομόνωσης από κάθε ξένη επιρροή αναπτύχθηκε η Ιαπωνία ειρηνικά, παρά τις σκληρές φεουδαρχικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα. Παράλληλα αναπτύχθηκαν τέχνες και γράμματα και, γενικότερα, ένας εντυπωσιακός πολιτισμός. Με αυτή την ευκαιρία είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι ο όρος «απομόνωση» προέρχεται από το Γερμανό γιατρό Ένγκελμπερτ Κέμπφερ (1651-1716), ο οποίος έζησε στο Ναγκασάκι για κάποιο χρονικό διάστημα και περιέγραψε σε βιβλίο του με τίτλο «Ιστορία και περιγραφή της Ιαπωνίας» που εκδόθηκε μετά θάνατον στα χρόνια 1777-1779, πόσο ειρηνικά και πολιτισμένα ζούσε ο ιαπωνικός λαός χωρίς καμιά επαφή και εξάρτηση από την ευρωπαϊκή Δύση. Ο Καίμπφερ είχε υπόψη του την κατεστραμμένη Ευρώπη του τριακονταετούς πολέμου και η σύγκριση είχε προφανή κατάληξη. Αυτόν ακριβώς τον όρο της απομόνωσης μετέφεραν το έτος 1801 οι Ιάπωνες ως «Σακόκου» στην ιστορία τους.

Το 1639, ο Χριστιανισμός έχει πλέον ξεριζωθεί εντελώς στην Ιαπωνία. Από τον Σογκούν Ιγιεμίτσου διατάχθηκε, στα πλαίσια του «Σακόκου», η άμεση καταστροφή όλων των ξένων πλοίων που εισέρχονταν στα χωρικά ύδατα και η εξόντωση όλων ανεξαιρέτως των επιβατών που θεωρούντο φορείς της ξένης θρησκείας. Τα λίγα ολλανδικά πλοία που γίνονταν δεκτά για εμπορικές συναλλαγές, επειδή εκτιμάτο ότι οι Ολλανδοί ήσαν μάλλον αδιάφοροι για προσηλυτισμούς, οδηγούνταν σε ένα μόνο λιμάνι, το Ναγκασάκι, και τα πληρώματά τους παρακολουθούνταν στενά. Οτιδήποτε από τα προσωπικά είδη των ναυτικών θύμιζε Χριστιανισμό, κλειδωνόταν σε κιβώτια και επιστρεφόταν πάλι μόνο κατά την αναχώρηση του πλοίου.

Το πρώτο πορτογαλικό πλοίο που προσπάθησε το 1640 να εισδύσει στην Ιαπωνία χωρίς άδεια, μετά την απαγόρευση, αιχμαλωτίσθηκε και πυρπολήθηκε, ενώ εξοντώθηκαν πλήρωμα και επιβάτες. Η τελευταία γνωστή «αποστολή αυτοκτονίας» χριστιανών ιεραποστόλων σημειώνεται ιστορικά το έτος 1642, όταν Ιησουΐτες προσηλυτιστές από την πορτογαλική αποικία του Μακάο που εισήλθαν κρυφά στη χώρα, συνελήφθησαν, φυλακίσθηκαν και στη συνέχεια θανατώθηκαν δημόσια για παραδειγματισμό, μετά από φρικτά βασανιστήρια. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα βρει στον πίνακα των καθολικών «μαρτύρων» και «αγίων» αρκετά ονόματα από αυτούς τους προσηλυτιστές, αλλά και γιαπωνέζικα ονόματα χριστιανών που εκτελέστηκαν από την εξουσία στα πλαίσια της απόκρουσης της ξένης θρησκείας.

Το «Σακόκου» άντεξε σε όλη την διάρκεια του 18ου αιώνα και το πρώτο μισό του 19ου. Δύο νεότερες απόπειρες χριστιανών ιεραποστόλων να διεισδύσουν στο Ναγκασάκι, η πρώτη το έτος 1797 και η δεύτερη το έτος 1799, απέτυχαν οικτρά, ενώ το 1837 βομβαρδίστηκε το αμερικανικό πλοίο «Μόρισον» που επιχείρησε να αποβιβάσει εμπόρους και χριστιανούς προσηλυτιστές χωρίς την απαραίτητη άδεια. Στις 2 Ιουλίου του 1853 ωστόσο, ο Αμερικανός ναύαρχος Μάθιου Πέρι (1794-1858) με 4 μεγάλα πολεμικά πλοία («μαύρα πλοία» κατά του Ιάπωνες) και 61 κανόνια, θα φθάσει κατευθείαν στην Ουράγκα της Ιαπωνίας, κοντά στην πρωτεύουσα Έντο, και θα επιδώσει στον 13ο Σογκούν Ιεσάντα, μια λίστα με απαιτήσεις, μεταξύ άλλων, να ανοίξει η χώρα δύο λιμάνια της και να παρέχει σωστική βοήθεια σε αμερικανικά ναυάγια. Μετά από διαπραγματεύσεις, οι Ιάπωνες αποδέχθηκαν αυτούς τους δύο όρους που έθεσε ο Πέρι.

Λίγο αργότερα, το έτος 1858, πιέζοντας οι χριστιανοί τους επιτρόπους του ανήλικου, μόλις 12χρονου, Σογκούν Ιεμόχι, πέτυχαν την κατάργηση του προσβλητικού για τους Ευρωπαίους, ετήσιου «φουμιέ» του Ναγκασάκι και τη χαλάρωση των απαγορευτικών μέτρων για τη δράση μελών των ιεραποστολών.

Ένας εκ των Ιησουϊτών, με το χριστιανικό όνoμα Κριστοφάο Φερέιρα (1580-1650), όχι απλώς αποστάτησε, αλλά επιπροσθέτως άρχισε να πρωτοστατεί στο διωγμό των πρώην ομοθρήσκων του και συνέγραψε έκτοτε ολόκληρη σειρά βιβλίων, στα οποία κατέρριπτε τις χριστιανικές μυθοπλασίες και αποκάλυπτε τους πραγματικούς σκοπούς των επιδρομέων που ήταν, με πρόσχημα τη θρησκεία, η «καταστροφή του ιαπωνικού έθνους, η υποδούλωση των ανθρώπων του και η δημιουργία αποικιών στην Ιαπωνία», όπως είχε συμβεί και σε άλλες χώρες εξ άλλου. Πέρα από αυτά, ο Φερέιρα κατέδειξε με θεολογική επιχειρηματολογία το ασυμβίβαστο της θρησκείας από τη μεσανατολική έρημο με τις παραδοσιακές θρησκείες της ανατολικής Ασίας.

Από το έτος αυτό άρχισε το λεγόμενο «Σακόκου», η απομόνωση δηλαδή της Ιαπωνίας από όλον τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς απαγορεύθηκε επί ποινή θανάτου πλέον στους Ιάπωνες να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες και παράλληλα διακόπηκε κάθε εμπορική συναλλαγή όχι μόνον με τους Ευρωπαίους αλλά και την εκχριστιανισμένη ισπανική αποικία των Φιλιππίνων που θεωρείτο πηγή πολιτισμικής μολύνσεως. Ο Σογκούν Ιγιεμίτσου παρίστατο αυτοπροσώπως σε όλες τις δίκες των ανατρεπτικών, ενώ όλοι οι ύποπτοι υποχρεώνονταν να τσαλαπατήσουν εικόνες, σταυρούς και ομοιώματα του Εσταυρωμένου, το λεγόμενο «φουμιέ», για να αποδειχτεί η αθωότητά τους. Είναι γνωστό δε ότι ακόμη και στα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι του Ναγκασάκι, της πόλης που είχε φιλοξενήσει το αρχηγείο των προσηλυτιστών, έπρεπε μια φορά κάθε χρόνο να αποδεικνύουν με το «φουμιέ», ότι δεν έχουν μολυνθεί από την «καταστροφική ξένη θρησκεία».

Ακολούθησαν διάφορες εξεγέρσεις των Σαμουράι ενάντια στην «έκκληση ηθών» της ιαπωνικής κοινωνίας και στον αυξανόμενο εξευρωπαϊσμό της. Στα μάτια αυτών των συντηρητικών εκπροσώπων της ιαπωνικής παράδοσης είχαν τοποθετηθεί όλες οι ιδέες από τη Δύση στο ίδιο «καλάθι», ο χριστιανικός μυστικισμός και ο ορθολογικός Διαφωτισμός, η εξουσιομανία και φιλαργυρία των κληρικών και η φιλελεύθερη κοινωνία.

Η συγκροτημένη παιδεία του γιαπωνέζικου λαού εξασφάλισε όμως σταδιακά στην κοινωνία μια ισορροπία, κατά καιρούς με διάφορες αποκλίσεις, μεταξύ των ίδιων παραδόσεων της χώρας και των τεχνολογικών αλλαγών. Κατά τη δημιουργική πορεία τους στηρίζονται οι Ιάπωνες, αφενός στον παμπάλαιο, συγκροτημένο πολιτισμό τους και αφετέρου στα υψηλά διανοητικά προσόντα τους, χωρίς να δείχνουν ανάγκη οποιουδήποτε δανείου φιλοσοφίας και θεολογίας από την καθ’ ημάς Μέση Ανατολή.

Β' ΜΕΡΟΣ: Το βρόμικο σήμερα

ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΑΛΥΜΜΕΝΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΟΦΘΟΡΑ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ
Ποια είναι η κινητήρια δύναμη ενός λαού; Από πού πηγάζει η δημιουργική του δυνατότητα; Η υγεία του; Η ισορροπημένη διαβίωσή του; Η φυσιολογική του εξέλιξη; Η εξασφάλιση της συνέχειάς του; Το στέρεο και ακλόνητο πολιτιστικό και πολιτισμικό πεπρωμένο του; Ασφαλώς η ψυχή του.
 
Τι είναι ψυχή ενός λαού; Είναι ο χαρακτήρας του, η ιδιοσυγκρασία του. Η νοοτροπία που διαμορφώθηκε από τους προγόνους του, σε χιλιάδες χρόνια, μέσα σ’ όλο το παρελθόν του. Αυτό που λέμε το ιδιαίτερο «είναι» του. Αυτά τα στοιχεία που τον διακρίνουν από τους άλλους λαούς. Η διαφοροποίηση αυτή είναι ο κατ’ εξοχήν πλούτος της ανθρωπότητας.

Η αρετή της ανεκτικότητας – χαρακτηριστικό των πολυθεϊστικών πολιτισμών, αυτών που η μονοδιάστατη χριστιανική πανούκλα της μισαλλοδοξίας τους αποκαλεί ειρωνικά και περιφρονητικά «ειδωλολατρικούς» – είναι αυτή που σέβεται και εκτιμά την διαφορά.

Δεν θα πάψουμε να το λέμε: «ο πολυθεϊσμός είναι θέμα ποιοτικής κι όχι ποσοτικής φύσης».

Ποιος είναι αυτός που απεχθάνεται το διαφορετικό; Που θέλει όλους τους ανθρώπους κλεισμένους μέσα στο ίδιο μαντρί, κάτω από την επίβλεψη ενός και μοναδικού τσομπάνη; Που θέλει όλες τις ψυχές βγαλμένες από το ίδιο καλούπι; Αυτός που περνάει τα πάντα πάνω από προκρούστεια κλίνη του; Είναι χωρίς αμφιβολία ο χριστιανισμός.

Ο χριστιανισμός, αφού τέλειωσε την ισοπέδωση της Ευρώπης με τον ιουδαιοχριστιανικό της οδοστρωτήρα, ξεκίνησε το θεάρεστο (θεάρεστο μόνο στον θεό της τον Γιαχβέ, «ουκ έσοντέ σοι θεοί έτεροι πλην εμού») έργο του εκχριστιανισμού της υπολοίπου ανθρωπότητας. Για να κατορθώσει αυτό το απαίσιο έγκλημά του, έπρεπε πρώτα να γκρεμίσει, σε κάθε ξένο τόπο, οτιδήποτε θύμιζε τον εντόπιο πολιτισμό. Να ξεριζώσει κυριολεκτικά την ψυχή του δύστυχου λαού, για την σωτηρία του οποίου υποτίθεται ότι ενδιαφερόταν.

Η κακοήθεια του χριστιανισμού αυτοαποδεικνύεται από το γεγονός ότι ενώ αυτός προσπαθεί να επιβληθεί στους μη χριστιανικούς λαούς, δεν ανέχεται με τίποτε ανάλογη συμπεριφορά από την πλευρά των άλλων. Όταν συμβαίνει αυτό το τελευταίο, αντιδρά λυσσαλέα.

Δεν πρέπει να είμαστε επιεικείς με τον χριστιανισμό και τα εγκλήματά του. Κι αυτό διότι εξακολουθεί να χτικιάζει τις ψυχές μας. Διότι εξακολουθεί να εκφυλίζει τους λαούς της Αφρικής της Αμερικής και της Αυστραλίας. Η Ευρώπη εδώ και καιρό μπήκε στην διαδικασία της αποχριστιανοποίησης. Έχει υποχρέωση να προστατεύσει τους λαούς αυτούς που οι πρόγονοί της κατέστρεψαν και εκφύλισαν αλλά επί πλέον και καταλήστεψαν.

Όσο για τους χριστιανούς της Αμερικής τα αμαρτήματά που διέπραξαν κατά των Ινδιάνων και των Αφρικανών, απαιτούν τεράστιες χειρονομίες έμπρακτης μεταμέλειας. Χώρια που σε μερικές περιπτώσεις αυτό είναι αδύνατο, διότι η απανθρωπιά τους ευθύνεται για την εξαφάνιση ολόκληρων φυλών, από το πρόσωπο της γης.

Τα λόγια μας μπορεί να φαντάζουν υπερβολικά, σ’ αυτούς που αγνοούν την αμαρτωλή αυτή ιστορία. Για τον λόγο αυτό θα δώσουμε τον λόγο στον CHARLES FOUBERT , που είναι μέλος στην οργάνωση που λέγεται «ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ». Το κείμενό του, που θα παραθέσουμε, εκφωνήθηκε σε συνέδριο της οργάνωσης αυτής και είναι γραμμένο στο βιβλίο «Ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ», έκδ. «Ηρόδοτος», 1987. Ο τίτλος της ομιλίας του είναι «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ». Ας τον ακούσουμε:

Παρουσιάζοντας αυτή τη μελέτη πάνω σ’ ένα θέμα τόσο πλατύ και σύνθετο, όπως εκείνο της πολιτιστικής διείσδυσης του ιμπεριαλισμού μέσα από τις χριστιανικές ιεραποστολές, θα περιοριστώ στην επισήμανση μερικών γενικών γραμμών που θ’ απαιτούσαν μια γενικότερη εμβάθυνση και μια έρευνα πιο προχωρημένη.

Αν οι ιστορικοί δεσμοί μεταξύ των ιεραποστολών και της αποικιοκρατίας είναι ολοφάνεροι και ευδιάκριτοι, οι δεσμοί μεταξύ της παρουσίασης μιας θρησκευτικής πίστης και των προτεινόμενων πολιτιστικών αξιών είναι περισσότερο λεπτοί και αναγνωρίζονται δύσκολα.

Το θείο κήρυγμα μπαίνει βαθιά στις συνειδήσεις και φέρνει μαζί του αξίες και συμπεριφορές που, πολλές φορές, δεν έχουν τίποτα το κοινό με την πίστη, αλλά διευκολύνουν την αποδοχή του κυρίαρχου συστήματος.

Για τον εντοπισμό αυτής της διάκρισης απαιτείται μια πολύ σχολαστικότερη μελέτη από αυτήν που μπόρεσα να κάνω εν όψει αυτού εδώ του συνεδρίου. Όμως αυτό που θα ήθελα να πω απ’ αυτή την έδρα δεν είναι καρπός μιας ξαφνικής έμπνευσης ή ενός αυθόρμητου αυτοσχεδιασμού. Θα περιοριστώ σε μια προσωπική εμπειρία τριών χρόνων ιεραποστολικής δράσης στις Φιλιππίνες και σε εξάχρονη έρευνα που έκανα στο διεθνές κέντρο στοιχειοθέτησης Idoc της Ρώμης.

Αντιλαμβάνομαι ότι αντί για μένα θα έπρεπε να μιλήσουν για τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό που ασκείται μέσα από τους ιεραποστολικούς θεσμούς όσοι υπέστησαν την επίθεση και πολλές φορές την καταστροφή του πολιτισμού τους από ιεραποστόλους που προέρχονται από χώρες της δικής μου καταγωγής.

Από την πλευρά μου λοιπόν θα εκθέσω την εμπειρία μου όπως και την αντίληψη που έχω για τον ρόλο του ιεραποστολικού θεσμού στα πλαίσια της δομής της παγκόσμιας κυριαρχίας. Θέλω να διευκρινίσω ότι θα αναλύσω τις δομές του ιεραποστολικού θεσμού καθαυτού, χωρίς να κατηγορήσω τα άτομα που τον υλοποιούν.

[Παρένθεση του αντιγράφοντος: η επιείκεια του CHARLES FOUBERT προς τους ιεραποστόλους, πράγματι μας δημιουργεί κάποια ερωτήματα αφού, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, αυτοί ευθύνονται μέχρι και για τη καταστροφή του πολιτισμού των λαών, στους οποίους μάλιστα λέει ότι επιτίθενται.

Πρόκειται ακριβώς για την αντίθετη λογική που μας παρουσιάζει το χριστιανικό ιερατείο, σε σχέση με την αξία της θρησκείας και το ήθος το δικό του. Το γεγονός ότι η μεγαλύτερη μερίδα των ιερωμένων είναι άτομα διεφθαρμένα, κι αυτό ισχύει διαχρονικά, είναι γνωστό ότι σκανδαλίζει το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημα αυτό. Ένας θεολογικός συμβιβασμός. Βρέθηκε λοιπόν η γνωστή κουτοπόνηρη λύση που λέει ότι δεν έχει σημασία το ήθος του ιερέα για την τέλεση των μυστηρίων, διότι από την στιγμή που ο λειτουργός του υψίστου εισέλθει στο ιερό, αυτομάτως καθαγιάζεται, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, από τον ίδιο τον θεό. Έτσι «και η πίτα μένη ολόκληρη και ο σκύλος είναι χορτάτος».

Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια καλή θρησκεία με κακούς λειτουργούς, ενώ στην περίπτωση του CHARLES FOUBERT έχουμε έναν κακό θεσμό με καλούς λειτουργούς. Και στις δυο περιπτώσεις τίποτε δεν μπορεί να συμβεί δίχως τους ανθρώπους. Διότι και η θρησκεία και ο ιεραποστολικός θεσμός είναι δημιουργήματα ανθρώπων κι εκτός αυτών κανείς άλλος δεν είναι υπεύθυνος για οτιδήποτε. Υπεύθυνοι δεν είναι μόνον αυτοί που καθιέρωσαν μια θρησκεία ή μια ιεραποστολή αλλά, εξ ίσου, είναι κι αυτοί που υπηρετούν μια θρησκεία ή λαμβάνουν μέρος σε μια ιεραποστολή.

Ούτε πρέπει να απαλλάσσεται κανείς από τα εγκλήματά του διότι όταν τα διέπραττε, νόμιζε ότι κάνει κάτι καλό. Διότι αν έτσι έπρεπε να έχει το πράγμα, τότε και οι Ναζί θα έπρεπε να απαλλαγούν από τα εγκλήματά τους. Τότε και οι δολοφόνοι αποικιοκράτες θα έπρεπε να απαλλαγούν από τα φρικτά εγκλήματα που διέπραξαν, διότι ισχυρίζονταν ότι στο όνομα του θεού προέβαιναν στις απάνθρωπες χειρονομίες τους. Υπάρχουν όλ’ αυτά τα ντοκουμέντα γραμμένα μάλιστα με τα ίδια τους τα χέρια. Δηλαδή από πού προκύπτει η άφεση τη ευθύνης αποκλειστικά για τους ανθρώπους της χριστιανικής θρησκείας;

Θα σας το πούμε τώρα αμέσως:

«1 Όταν δε Κύριος ο Θεός σου σε εισαγάγει εις την χώραν, προς την οποίαν τώρα πορεύεσαι, δια να την κληρονομήσεις ως ιδικήν σου, και εκβάλη από εμπρός σου έθνη μεγάλα, τους Χετταίους...Ιεβουσαίους, επτά έθνη πολυαριθμότερα και ισχυρότερα από σας, 2 και θα παραδώσει αυτούς Κύριος ο Θεός σου εις τας χείρας σου, θα κτυπήσης αυτούς, θα τους εξαφανίσης τελείως, δεν θα συνάψης καμμίαν συνθήκην μαζή των και δεν θα τους λυπηθήτε καθόλου...5 Αλλά και αυτά ακόμη θα πράξης εναντίον των ειδωλολατρών αλλοεθνών: Θα κρημνίσετε τους βωμούς των, θα συντρίψετε τας ειδωλολατρικάς των στήλας, θα κατακόψετε τα ιερά δάση των και θα κάψετε εις την φωτιά τα ξυλόγλυπτα αγάλματά των. 6 Διότι συ εν αντιθέσει προς εκείνους είσαι λαός άγιος, αφιερωμένος εις τον Κύριον και Θεόν σου. Κύριος και Θεό σου σε εξέλεξεν ανάμεσα από όλα τα άλλα έθνη της γης να είσαι ιδική του εκλεκτή περιουσία... 8... αλλά διότι σας αγαπά ο Κύριος και διότι τηρεί τον όρκον, τον οποίον έδωσεν εις τους προπάτοράς σας ... Αλλά είναι και Θεός δίκαιος, ο οποίος ανταποδίδει προσωπικώς εις τους μισούντας αυτόν και αμετανοήτους κατά τα έργα αυτών και εξολοθρεύει αυτούς... 16 Συ θα απολαύσης τα λάφυρα των εθνών τα οποία ο Κύριος σου δίδει... 22 Κύριος ο Θεός σου θα καταστρέψη και θα εξαφανίση ολίγον κατ’ ολίγον τα έθνη αυτά από εμπρός σου. Δεν θα ημπορέσης και δεν πρέπει, να εξαφανίσης αυτούς ταχέως, δια να μη μείνη έρημος και ακατοίκητος η χώρα από ανθρώπους και πληθυνθούν τα άγρια θηρία εναντίον σου. 23 Αυτούς Κύριος ο Θεός σου θα τους παραδώση εις τας χείρας σου και θα καταστρέφης αυτούς ολοκληρωτικώς μέχρις ότου εξολοθρευθούν και εξαφανισθούν πλήρως. 24 Ο Θεός θα παραδώση εις τα χέρια σας τους βασιλείς των εθνών αυτών, θα τους εξοντώσετε, ώστε να χαθούν και τα ονόματα αυτών από τον τόπον, όπου εβασίλευον. Κανείς δεν θα ημπορέση να αντισταθή απέναντί σας, μέχρις ότου τους εξολοθρεύσετε όλους. 25 Τα αγάλματά τών θεών των θα τα παραδώσετε εις το πυρ, δια να καούν..

Από το βιβλίο των Αριθμών (λα΄ 7) της Βίβλου διαβάζουμε τα κατορθώματα του Ισραήλ τα οποία με την προτροπή του Γιαχβέ έπραττε: «... και απέκτειναν παν αρσενικόν και τους βασιλείς Μαδιάν απέκτειναν άμα τοις τραυματίες αυτών). Τώρα γνωρίζουμε γιατί οι χριστιανοί αποικιοκράτες και ιεραπόστολοι απαιτούν την αθωότητα και το απυρόβλητο για τα εγκλήματά τους. Η Βίβλος είναι ιερό βιβλίο των χριστιανών. Οι χριστιανοί είναι πολίτες της νέας Σιών. Τέλος παρένθεσης].

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

 α. Η εποχή των κατακτήσεων.

Είναι περιττό να επιμείνουμε στους ιστορικούς δεσμούς μεταξύ τη αποικιακής εξάπλωσης και της ιεραποστολής. Μπορούμε να συζητήσουμε, ανάλογα με τις επιπτώσεις, αν οι ιεραπόστολοι προετοίμασαν την εισβολή των άλλων αποικιοκρατικών δυνάμεων ή ακολούθησαν τα ίχνη τους.

Δεν υπάρχει όμως η παραμικρή αμφιβολία ότι, στην πραγματικότητα, οι ιεραπόστολοι στάθηκαν οι πράκτορες της αποικιοκρατίας, αν και μερικοί απ’ αυτούς δεν θεωρούνται τέτοιοι. Τα ρήματα «εκπολιτίζω» και «εκχριστιανίζω» βρίσκονται, πράγματι, σ’ όλα τα κλασικά κείμενα που νομιμοποιούν την αποικιακή εξάπλωση.

Είναι όμως ενδιαφέρον να κατανοήσουμε απόλυτα την υποκειμενική συμπεριφορά του ιεραποστόλου, επειδή πρόκειται για συμπεριφορά που συνεχίστηκε αδιάκοπα μέχρι τις μέρες μας, αν και με προσαρμογές που, συχνά, αφορούν μονάχα το χρησιμοποιούμενο λεξιλόγιο.

Εκτός από την κατακτητική νοοτροπία και τη γεύση της περιπέτειας, κοινές σ’ όλους τους κατακτητές, οι ιεραπόστολοι ξεκινούσαν με την αίσθηση της πολιτιστικής τους υπεροχής, αποτέλεσμα της χριστιανικής πίστης και της πεποίθησης ότι έχουν επιλεγεί και σταλεί από «ψηλά».

Στην Ασία το δόγμα του μονοπωλίου της αλήθειας και της αποκάλυψης είναι απόλυτα ξένο για την ντόπια νοοτροπία. Για τον Ινδό, που πιστεύει ότι κάθε δρόμος της αρετής οδηγεί στο Θεό και για τον Βουδιστή, που έμαθε να τελειοποιείται σύμφωνα με το γενναιόδωρο μονοπάτι των οκτώ διακλαδώσεων, φάνηκε πάντοτε παράλογη και παράδοξη η απαίτηση των ακόλουθων οποιασδήποτε αίρεσης να είναι οι μόνοι που κατέχουν την αλήθεια καταδικάζοντας στην αιώνια τιμωρία όποιον σκεπτόταν διαφορετικά…

Το αίσθημα της πολιτιστικής ανωτερότητας εξηγεί τη συστηματική καταστροφή του πολιτισμού που προηγήθηκε της άφιξης των Ευρωπαίων. Αυτό είναι περισσότερο αληθινό για χώρες που έγιναν αποικίες των Ισπανών στη Λατινική Αμερική και τις Φιλιππίνες στην Ασία. Σ’ αυτές τις χώρες δεν μπορούμε να μιλήσουμε για διείσδυση της χριστιανικής θρησκείας μέσω κουλτούρας, αλλά για επιβολή της θρησκείας από τους κατακτητές, επιβολή βασισμένη στη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική τους δύναμη.

Οι βαφτίσεις γίνονταν μαζικά σαν ένδειξη υποταγής στη νέα δύναμη κατοχής. Αυτή η τελευταία παραχωρούσε στους ιεραποστόλους τη γη που πατροπαράδοτα ανήκε στους χωρικούς, για ν’ ασκήσουν την εξουσία στην ύπαιθρο και στα μέρη που ήταν μακριά από τις πόλεις και τα φρούρια.

Περάσαμε έτσι από έναν πολιτισμό «κοινοτικό» σ’ ένα πολιτισμό βασισμένο σε σχέσεις αφεντικών και δούλων. Όλα όσα θύμιζαν την προηγούμενο πολιτισμό καταστρέφονταν συστηματικά σαν έργα του διαβόλου. Ενδεικτική είναι, μια αναφορά ενός Πορτογάλου κυβερνήτη του Τιμόρ, που όμως ισχύει και για όλες τις χώρες που έγιναν αποικίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας:

«Στο Τιμόρ η θρησκευτική εκπαίδευση είναι ένα ισχυρό εκπολιτιστικό μέσο. Σ’ αυτή τη χώρα λείπουν και θα συνεχίσουν να μας λείπουν οι απαραίτητες δυνάμεις για να δαμάσουμε τον πληθυσμό. Πρέπει να χρησιμοποιούμε τα λόγια για να κατακτήσουμε όσα δεν μπορούμε να κατακτήσουμε με το σπαθί. Χάρη στη θρησκευτική εκπαίδευση ιδρύσαμε μια αποικία. Χάρη στη θρησκευτική εκπαίδευση θα τη διατηρήσουμε (…). για έναν κάτοικο του Τιμόρ το να είναι χριστιανός σημαίνει να είναι υπήκοος της Αυτού Μεγαλειότητας του βασιλιά της Πορτογαλίας. Αυτό είναι που μας ενδιαφέρει από πολιτική άποψη. Πάνω απ’ όλα – και το λέω δίχως προκατάληψη – οι θρησκευτικές μεταστροφές στο Τιμόρ έχουν μεγαλύτερη πολιτική σημασία παρά θρησκευτική».

Πράγματι, χάρη σ’ αυτές η Πορτογαλία απόκτησε νέους υπηκόους ενώ η δύναμη της εκκλησίας δεν αναπτύχθηκε αφού πρόκειται για μεταστροφές μόνο κατ’ όνομα…

Τον Ιανουάριο του 1970 μια ομάδα ανθρωπολόγων που είχαν συγκεντρωθεί στο νησί Barbados έδωσαν στη δημοσιότητα μια διακήρυξη μα την οποία κατάγγειλαν την πολιτιστική γενοκτονία των Ινδιάνων της Λατινικής Αμερικής, την ευθύνη των κυβερνήσεων και το ρόλο της ανθρωπολογίας σαν οργάνου αποικιοκρατίας.

Όσον αφορά την ευθύνη των θρησκευτικών ιεραποστολών, η διακήρυξη του Barbados εκφραζόταν μ’ αυτούς τους όρους:

«Το έργο της διάδοσης του Ευαγγελίου από τις ιεραποστολικές αποστολές στη Λατινική Αμερική ανταποκρίνεται στην αποικιοκρατική πραγματικότητα και είναι εμποτισμένο από τις αξίες της. Η ιεραποστολική παρουσία σήμαινε την επιβολή κριτηρίων και προτύπων ξένων προς τις κυριαρχούμενες ιθαγενείς κοινωνίες, κρύβοντας κάτω από το επικάλυμμα της θρησκείας την οικονομική και ανθρώπινη εκμετάλλευση των ιθαγενών πληθυσμών.

Το εθνοκεντρικό περιεχόμενο της δραστηριότητας για τη διάδοση του Ευαγγελίου αποτελεί ένα συστατικό αυτής αποικιοκρατικής ιδεολογίας και βασίζεται σε τρία σημεία: τις διακρίσεις και την εχθρότητα για τον ιθαγενή πολιτισμό που θεωρείται ειδωλολατρικός ή αιρετικός. την προσπάθεια ενοχοποίησης και υποδούλωσης των Ινδιάνων, μ’ αντάλλαγμα μελλοντικές αποζημιώσεις υπερφυσικού χαρακτήρα. τη μετατροπή των ιεραποστολών σε μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις αποικισμού που θα εξυπηρετούσαν τα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα».

Ο Βραζιλιάνος ανθρωπολόγος Darcy Ribeiro περιγράφει τη διαδικασία αφομοίωσης των ιθαγενών πληθυσμών με πολύ ρεαλιστικούς όρους:

«Πρόκειται για το μετασχηματισμό του ειδικού Ινδιάνου σε γενικό Ινδιάνο. Η διαδικασία αυτή τον απογύμνωσε από την πολιτιστική, κοινωνική και γλωσσική του οντότητα που του επέτρεπε ν’ αναγνωρίζει τον εαυτό του σαν διαφορετικό από τους άλλους Ινδιάνους και τ’ άλλα μέλη της εθνικής κοινωνίας, χωρίς, επιπλέον, να του δώσει σ’ αντάλλαγμα μια καινούργια πολιτιστική και κοινωνική ταυτότητα, εκτός από εκείνη του να είναι «ένας Ινδιάνος. Η απώλεια της πολιτιστικής ταυτότητας οδήγησε, λοιπόν, σε μια αποπροσωποποίηση που, με τη σειρά της, οδηγεί στην ανικανότητα επίγνωσης ότι είναι ένας λαός καταπιεσμένος».

Στο αίσθημα της πολιτιστικής ανωτερότητας πρέπει να προσθέσουμε το ρατσισμό. Στην Αφρική το εμπόριο των σκλάβων προηγήθηκε του αποικισμού με την κύρια έννοια του όρου και κανένας λαός δεν μπορεί να κρατάει σκλάβο κάποιον άλλο για αιώνες, χωρίς ένα αίσθημα ανωτερότητας που, με την παρουσία διαφορετικών φυλετικών χαρακτηριστικών, παίρνει το όνομα του ρατσισμού.

Μέχρι ενός βαθμού ανοχής η ίδια η χριστιανική εκκλησία συμμετείχε στο εμπόριο των σκλάβων

Η εκκλησία έπαιζε ακόμα το ρόλο διαιτητή στο ν’ αποφασίζονται εκείνα που ήταν πολιτιστικά σωστά, χαρακτηρίζοντας τους πρωτόγονους πολιτισμούς έργα του διαβόλου και εισάγοντας μέσα από την εκπαίδευση αξίες και τρόπους ζωής εντελώς καινούργιους…


Είναι οπωσδήποτε απαραίτητο ν’ αναφερθούμε στις τωρινές σχέσεις του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού και του ιεραποστολικού θεσμού. Είμαστε διατεθειμένοι πράγματι να αποδεχθούμε τις βαριές ευθύνες των χριστιανικών ιεραποστολών της αποικιοποίησης, και ο ίδιος ο θεσμός φαίνεται άλλωστε να έχει αφομοιώσει αυτές τις κριτικές. Αλλά τόσο αυτός ο τελευταίος όσο και οι αυταρχικές κυβερνήσεις, πιστοί υπηρέτες του ιμπεριαλισμού, ελαχιστοποιούν το ρόλο του σχολείου, των μέσων μαζικής επικοινωνίας, του λεξιλογίου της πολιτιστικής κυριαρχίας που σήμερα διαιωνίζεται.

Επιβάλλεται λοιπόν να εμβαθύνουμε στο ρόλο της ιεραποστολικής παιδείας σήμερα φορέα μετάδοσης των πιο συντηρητικών δυτικών πολιτιστικών σχημάτων και ακόμα μέσο προσαρμογής των καταπιεσμένων πληθυσμών στο ίδιο το σύστημα της καταπίεσης: κοινωνική και πολιτιστική περιχαράκωση, αυτή είναι η λειτουργία των εκκλησιών σήμερα.

Οι εκκλησίες επιτυγχάνουν την περιχαράκωση των μαζών επειδή χαράζουν τις αξίες και αποτελούν χώρο νομιμοποίησης των αξιών των «εκπολιτισμένων» μελών. Απ’ αυτήν την άποψη οι εκκλησίες (υπο)βοηθούν τους άλλους θεσμούς, όπως το σχολείο, τα μέσα πληροφόρησης, για να διαδώσουν την παιδεία, την προσαρμογή στον κώδικα των κυρίαρχων αξιών του δυτικού πολιτισμού.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι, σε πολλές περιοχές, οι επαφές μεταξύ πολιτών και πολιτικής εξουσίας γίνονται ακόμα διαμέσου των ιεραποστολών. Η βάφτιση, για παράδειγμα, είναι συχνά απαραίτητη για την απόκτηση ενός πιστοποιητικού γέννησης με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε υποχρεωτική διεργασία για την πολιτική ενσωμάτωση και σε μέσο για κοινωνικο-πολιτιστική άνοδο.

Γέννηση, μετάληψη, γάμος, θάνατος κλπ. Έχουν σχέση με την εκκλησία που τις επωμίζεται, ενώ συγχρόνως καθορίζει τις διαδικασίες τους, με τρόπο ώστε κάθε παρέκκλιση του ατόμου αναφορικά με αυτά τα θρησκευτικά έθιμα, που είναι και κοινωνικά ταυτόχρονα, να φαίνεται ύποπτη κι επικίνδυνη.

Πολλά άτομα που από καιρό έσπασαν τους δεσμούς με οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη αναγκάζονται αργά ή γρήγορα – κάτω από την κοινωνική πίεση – να ακολουθούν θρησκευτικές τελετές…

[Παρένθεση του αντιγράφοντος: αναρωτηθήκαμε ποτέ ποιό είναι το ποσοστό των ανθρώπων που ανήκουν στη τελευταία αυτή κατηγορία που περιγράφει ο CHARLES FOUBERT; Μάλλον πρόκειται για την πλειοψηφία των Νεοελλήνων. Κι όσοι αμφισβητούν αυτό το ποσοστό, ας ρίξουν μια πιο προσεκτική ματιά γύρω τους για να το διαπιστώσουν, όπως διαπιστώσαμε κι εμείς που ήδη την έχουμε ρίξει, εδώ και καιρό].

Μέσα από τα κανάλια της εξουσίας η ιεραποστολική εκκλησία γίνεται θεσμός του «χριστιανικού» δυτικού κόσμου, του «ελεύθερου» κόσμου, που κινείται συντονισμένα με τους άλλους θεσμούς του, από τις πολυεθνικές μέχρι τους οργανισμούς που ρυθμίζουν τις άνισες εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη. Χάρη στις πολυπληθείς οργανώσεις της που απλώνονται σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, ο ιεραποστολικός θεσμός χρησιμοποιεί τις ηθικές και πολιτιστικές προσβάσεις της σε μια κατεύθυνση που, αντικειμενικά, ταυτίζεται με τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.

Αυτή η κατάσταση πραγμάτων έχει περιγραφεί με πολλές λεπτομέρειες και με εντυπωσιακά στοιχεία σε δύο βιβλία που δημοσιεύτηκαν στην Ιταλία και αναφέρονται σε χώρες που απελευθερώθηκαν πρόσφατα από την αποικιακή ή ιμπεριαλιστική κυριαρχία:

Στο «Σταυρός και σπαθί στη Μοζαμβίκη» ο ιερέας Cesare Bertulli, που πρόσφατα σκοτώθηκε σ’ αυτοκινητικό δυστύχημα, πρώην ανώτερος βαθμοφόρος των ιεραποστολών «Λευκοί Πατέρες» στη Μοζαμβίκη, διωγμένος από τις αποικιακές πορτογαλικές αρχές το 1971, περιγράφει τη συμβίωση της εκκλησίας με τις αποικιακές αρχές στη Μοζαμβίκη.

Τελευταία, ο Βιετναμέζος ιερέας Tran Tam Tinh έδωσε στη δημοσιότητα μια παρόμοια μελέτη για την καθολική εκκλησία στο Βιετνάμ.

Και τις δύο περιπτώσεις, διαφαίνεται από την ανάγνωση, το δράμα των εθνικιστών χριστιανών και των ιεραποστόλων που διακήρυξαν, με έργα και με λόγια, τη συμπαράστασή τους στον απελευθερωτικό αγώνα των λαών, και που καταπιέστηκαν τόσο από την πολιτική εξουσία όσο κι από την εκκλησία στην οποία ανήκαν.

Να όσα γράφει ο ιερέας Tran Tam Tinh:

«Το μεγαλύτερο μέρος των πιστών ήταν αγρότες που ζούσαν σε χωριά, διαχωρισμένοι από τους ειδωλολάτρες και κάτω από την επίβλεψη επιμελητών που κρατούσαν το λαό σ’ ένα μεσαιωνικό συσκοτισμό. Αυτό το σύστημα του «γκέτο» απομόνωνε τους χριστιανούς από το υπόλοιπο του πληθυσμού, τους μεταμόρφωνε σε μια παθητική και ταυτόχρονα φανατική μάζα απορρίπτοντας ό,τι δεν είχε διδαχθεί ή εγκριθεί από την επίσημη εκκλησία.

Περισσότερο καθολικοί και από τον πάπα, δεν έχουν ούτε το δικαίωμα να διαβάσουν ένα αριστούργημα της βιετναμικής ποίησης, Kim Van Kien, ή την Αγία Γραφή, της οποίας υπήρχε μόνο μια δίγλωσση λατινοβιετναμική έκδοση, σε σχήμα πρακτικά αδύνατο να χρησιμοποιηθεί από κοινούς θνητούς. Δεν επιτρεπόταν τίποτα από την βιετναμική κουλτούρα…»… αυτά από τον CHARLES FOUBERT.

Στη συνέχει θα ακούσουμε έναν άλλο σύνεδρο, τον LELIO BASO:

Η συμβολή των θρησκευτικών αποστολών στην αποικιοκρατία είναι γνωστή. Σχεδόν πάντα ακολούθησαν τους εμπόρους και προηγήθηκαν των στρατιωτικών, ώστε σε πολλά κράτη αυτή η ακολουθία των τριών Μ – merkanti (έμποροι), missionari (ιεραπόστοοι), militari (στρατιωτικοί) – θεωρήθηκε σωστά σαν μια ενιαία μέθοδος υποδούλωσης.

Το έργο των ιεραποστόλων ήταν καταστρεπτικό κύρια γιατί εμφύτευσε στις συνειδήσεις την έννοια της ηθικής και πολιτιστικής υπεροχής της Δύσης… Ενώ όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Δύση είναι φορέας μιας περισσότερο προηγμένης τεχνολογίας, δεν μπορώ να καθόλου να βεβαιώσω ότι οι ηθικές αξίες της Δύσης είναι ανώτερες από εκείνες των λεγομένων «βάρβαρων» ή «άγριων» λαών, των οποίων η ηθική κληρονομιά αντίθετα πιστεύω ότι πρέπει να σωθεί, αν θέλουμε να σώσουμε τη Δύση από το κατρακύλισμα στην παρακμή και στη κρίση αξιών.

Οι ιεραποστολές όμως ανέλαβαν αυτήν ακριβώς τη καταστροφή τόσων αυθεντικών πνευματικών θησαυρών της ανθρωπότητας, μόνο και μόνο, επειδή δεν αντιγράφουν το χριστιανικό πρότυπο…

Διαβάσαμε το λοιπόν τις απόψεις κάποιων ανθρώπων που αγωνίζονται για την απελευθέρωση των λαών που βρίσκονται κάτω από πολιτικο-οικονομικό και θρησκευτικο-πολιτισμικό ζυγό.

Ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι η αξιολόγηση του ειδικού αρνητικού βάρους που αναλογεί στα δυο είδη αυτών των καταναγκασμών , που επιβάλλονται στους λαούς από τους κατακτητές τους, σχετικά με το πεπρωμένο τους. Ποιος από τους δυο έχει την πρωτοκαθεδρία, στην κλίμακα των καταστροφικών συνεπειών.

Επίσης ποιες επιπτώσεις, από τους καταναγκασμούς αυτούς, εξακολουθούν να δρουν αρνητικά και σε ποιο βαθμό, ακόμα και μετά την απελευθέρωση των λαών αυτών, από τον κατακτητικό ζυγό.

Είναι γεγονός ότι η αποικιοκρατία εξέπνευσε. Τουλάχιστον φαινομενικά. Οι Άγγλοι αποχώρησαν από την Ινδία. Οι Γάλλοι από την Αλγερία. Οι Αμερικάνοι από το Βιετνάμ. Το «απαρτχάιντ» στη Νότια Αφρική φαίνεται να αποτελεί παρελθόν.

Τι απέγιναν οι Αβορίγινες της Αυστραλίας; Ουσιαστικά εξαφανίστηκαν. Μερικές χιλιάδες. κι αυτοί σε κάποια γκέτο. Οι Ινδιάνοι των Η.Π.Α.; Ολόκληρες φυλές δίχως ούτε ένα δείγμα, όπως και στην Αφρική. Και οι ελάχιστοι εναπομείναντες εκφυλισμένοι και κατεστραμμένοι από το αλκοόλ και τον μαρασμό. Αυτό λέγεται γενοκτονία. Τι απέγιναν οι Αζτέκοι; Οι Μάγια; Οι φυλές του Αμαζονίου; Ποιοι καταστρέφουν τώρα τα δάση του Αμαζονίου, το φυσικό περιβάλλον των εναπομεινάντων εκεί φυλών και επομένως και τις ίδιες αυτές φυλές, οι οποίες ζούνε εκεί χιλιάδες χρόνια;

Είναι γνωστό πλέον ότι απ’ όπου αποχώρησαν οι αποικιοκράτες, άφησαν πίσω τους τον μαρασμό και τον εκφυλισμό. Ο βαθμός αλλοτρίωσης των κατακτημένων λαών συντελέστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα να ορθοποδήσουν, όπως κατηγορηματικά δηλώνουν οι σχετικοί επιστήμονες που ερεύνησαν και ερευνούν το πρόβλημα αυτό.

Δεν είναι στις προθέσεις μας να επεκταθούμε στο τεράστιας σημασίας αυτό θέμα. Για όσους ενδιαφέρονται να πληροφορηθούν λεπτομερώς και διεξοδικά, για τον τρόπο καταστροφής των λαών από τους ιεραποστόλους και τους συνενόχους τους αποικιοκράτες, νομίζουμε ότι αρκεί να διαβάσουν το βιβλίο που αναφέραμε («Ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ», έκδ. «Ηρόδοτος», 1987). Στο βιβλίο αυτό περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια οι μέθοδοι και οι τρόποι της θανάσιμης αλλοτρίωσης και της τελικής καταστροφής των δύστυχων λαών. Μέθοδοι και τρόποι που συνεχίζουν να λειτουργούν. εξ ίσου καταστροφικά, μέχρι και σήμερα. Κι αυτό διότι οι εναπομείναντες ντόπιοι, σε κάθε περίπτωση, έχουν διαβρωθεί ολοκληρωτικά, ψυχικά και πολιτισμικά.

Όταν ένας λαός απολέσει την ψυχή του, ουσιαστικά παύει πλέον να υφίσταται. Αυτό που απομένει από έναν άψυχο λαό είναι μια καρικατούρα του πρώην εαυτού του. Ένα κενό σκήνωμα.

Η οικουμένη των ανθρώπων δεν έφτασε ακόμα σε τέτοιο ανθρωπιστικό επίπεδο, ώστε να διαθέτει νομοθεσία και δικαστήρια γι’ αυτά τα εγκλήματα, που είναι τα καταστροφικότερα εις βάρος της. Η δυνατότητά της αυτή εξαντλήθηκε στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Οι περιπτώσεις των Μιλόσεβιτς και Κάρατζιτς υποδηλώνουν κατηγορηματικά την άνομη και υποκριτική της αναλγησία. Πρόκειται για όλον αυτόν τον ιουδαιοχριστιανικό κόσμο ο οποίος εγκλημάτησε και εξακολουθεί να εγκληματεί, τώρα υποχθόνια ή με το γάντι, κατά των υπολοίπων λαών, αλλά ακόμα και κατά του εαυτού του.

Η Ευρώπη μπορεί να εισήλθε στο στάδιο της αποχριστιανοποίησης, αλλά η αλλότρια αυτή θρησκεία χτίκιασε την ψυχή της σε βαθμό που κάποια μέρη της φαίνεται ότι θα παραμείνουν ανίατα. Ίσως για το ανίατο αυτό μέρος της ψυχής της, κάποιες ευγενικότερες μελλοντικές γενιές θα παράξουν καταλυτικά ιαματικά φάρμακα.

Φαίνεται ότι η μαγιά δεν καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Είδαμε την επενέργειά της στην Αναγέννηση και στον Διαφωτισμό. Την οσφραινόμαστε τώρα στην ατμόσφαιρα της Ευρώπης. Στα εργαστήρια των επιστημόνων. Στα θαύματα της ιατρικής. Στο ξεδόντιασμα του ιερατείου. Στις απόπειρες επανίδρυσης λαών, μετά από την απελευθέρωσή τους από ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Σήμερα η ορθόδοξη εκκλησία συνεχίζει με την οικονομική αφαίμαξη των πιστών της (δίσκους εράνους κλπ) ενώ η εκκλησία ποτέ δεν αναλώνει την περιουσία της! το αισχρό εθνοδιαλυτικό της έργο κυρίως σε τριτοκοσμικές χώρες (Αφρική, Μαδαγασκάρη, Ασία, Αμερική) που με την πρόφαση ότι τους προσφέρει τροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, πολιτισμό (sic), εκπαίδευση, στέγαση ενώ στην πραγματικότητα τους καταστρέφει τον πολιτισμό, την κουλτούρα, τα έθιμα, την παράδοση, την μυθολογία, την ιστορία, την κοινωνία, την ψυχοσύνθεση τους, την συνείδησή τους (με το βδέλυγμα της χριστιανικής αμαρτίας), τους οικογενειακούς θεσμούς, και τους εξαγοράζει σαν άμισθους δούλους. Καταστρατηγεί τα θεμελιώδη δικαιώματα της ελευθερίας και της προσωπικότητας. Επίσης τους καταστρέφει την χώρα με την εκμετάλλευση του φυσικού της πλούτου, του περιβάλλοντος, της οικονομίας, την καταπιεστική εργασίας και της αλλοίωσης των φυλετικών τους ομάδων.

«Όταν ήρθαν οι ιεραπόστολοι, οι Αφρικανοί είχαν την γη και οι ιεραπόστολοι κρατούσαν τη Βίβλο. Μας έμαθαν να προσευχόμαστε με τα μάτια κλειστά. Όταν τα ανοίξαμε, εκείνοι είχαν τη γη κι εμείς κρατούσαμε τη Βίβλο -Γιόμο Κενυάτα

Βλέπουμε, επί τέλους, εδώ και τώρα, αλλά και στον ορίζοντα περισσότερη Ιστορία.

*************************************
 Black History Month Liverpool Trip


ΔΕΣ:

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΙΑΙΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ο καθαγιασμός τής δουλείας στον Χριστιανισμό, μέσα από τις «ιερές» γραφές και τα πατερικά κείμενα

 Άγιοι καταστροφείς

Οι αρχαίοι κίονες γίνανε πέτρες, για να χτιστούν οι τοίχοι των νέων ναών…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου