ΠΛ Αλκ2 141c–143a
Οι άνθρωποι εύχονται συχνά να αποκτήσουν αγαθά που τελικά τους προκαλούν δυστυχία
Ο Σωκράτης συζητά με τον Αλκιβιάδη για τη σημασία που έχει να προσέχει κανείς τι ζητά με τις προσευχές του από τους θεούς, καθώς πολύ συχνά πρόκειται για πράγματα που τελικά του προξενούν συμφορές. Ο Αλκιβιάδης παραδέχτηκε, μάλιστα, ότι δεν θα ήθελε να του προσφερθεί το αξίωμα του τυράννου όλης της Ευρώπης, σε περίπτωση που γνώριζε εκ των προτέρων ότι το τίμημα θα ήταν η ψυχή του ή η κακή και επιβλαβής χρήση του αξιώματος. Τότε ο Σωκράτης παρατηρεί:
ΣΩ. Ὁρᾷς οὖν ὡς οὐκ ἀσφαλὲς οὔτε τὰ διδόμενα εἰκῇ
δέχεσθαί τε οὔτε αὐτὸν εὔχεσθαι γενέσθαι, εἴ γέ τις
[141d] βλάπτεσθαι μέλλοι διὰ ταῦτα ἢ τὸ παράπαν τοῦ βίου
ἀπαλλαγῆναι. πολλοὺς δ’ ἂν ἔχοιμεν εἰπεῖν, ὅσοι τυραν-
νίδος ἐπιθυμήσαντες ἤδη καὶ σπουδάσαντες τοῦτ’ αὐτοῖς
παραγενέσθαι, ὡς ἀγαθόν τι πράξαντες, διὰ τὴν τυραννίδα
ἐπιβουλευθέντες τὸν βίον ἀφῃρέθησαν. οἶμαι δέ σε οὐκ
ἀνήκοον εἶναι ἔνιά γε χθιζά τε καὶ πρωϊζὰ γεγενημένα,
ὅτε Ἀρχέλαον τὸν Μακεδόνων τύραννον τὰ παιδικά, ἐρα-
σθέντα τῆς τυραννίδος οὐθὲν ἧττον ἤπερ ἐκεῖνος τῶν παι-
δικῶν, ἀπέκτεινε τὸν ἐραστὴν ὡς τύραννός τε καὶ εὐδαίμων
[141e] ἀνὴρ ἐσόμενος· κατασχὼν δὲ τρεῖς ἢ τέτταρας ἡμέρας τὴν
τυραννίδα πάλιν αὐτὸς ἐπιβουλευθεὶς ὑφ’ ἑτέρων τινῶν
ἐτελεύτησεν. ὁρᾷς δὴ καὶ τῶν ἡμετέρων πολιτῶν ―ταῦτα
γὰρ οὐκ ἄλλων ἀκηκόαμεν, ἀλλ’ αὐτοὶ παρόντες οἴδαμεν―
[142a] ὅσοι στρατηγίας ἐπιθυμήσαντες ἤδη καὶ τυχόντες αὐτῆς οἱ
μὲν ἔτι καὶ νῦν φυγάδες τῆσδε τῆς πόλεώς εἰσιν, οἱ δὲ
τὸν βίον ἐτελεύτησαν· οἱ δὲ ἄριστα δοκοῦντες αὐτῶν πράτ-
τειν διὰ πολλῶν κινδύνων ἐλθόντες καὶ φόβων οὐ μόνον
ἐν ταύτῃ τῇ στρατηγίᾳ, ἀλλ’ ἐπεὶ εἰς τὴν ἑαυτῶν κατῆλθον,
ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν
ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων διετέλεσαν, ὥστε ἐνίους
αὐτῶν εὔχεσθαι ἀστρατηγήτους εἶναι μᾶλλον ἢ ἐστρατηγη-
[142b] κέναι. εἰ μὲν οὖν ἦσαν οἱ κίνδυνοί τε καὶ πόνοι φέροντες
εἰς ὠφέλειαν, εἶχεν ἄν τινα λόγον· νῦν δὲ καὶ πολὺ τοὐ-
ναντίον. εὑρήσεις δὲ καὶ περὶ τέκνων τὸν αὐτὸν τρόπον,
εὐξαμένους τινὰς ἤδη γενέσθαι καὶ γενομένων εἰς συμφοράς
τε καὶ λύπας τὰς μεγίστας καταστάντας. οἱ μὲν γὰρ
μοχθηρῶν διὰ τέλους ὄντων τῶν τέκνων ὅλον τὸν βίον
λυπούμενοι διήγαγον· τοὺς δὲ χρηστῶν μὲν γενομένων,
[142c] συμφοραῖς δὲ χρησαμένων ὥστε στερηθῆναι, καὶ τούτους
οὐδὲν εἰς ἐλάττονας δυστυχίας καθεστηκότας ἤπερ ἐκείνους
καὶ βουλομένους ἂν ἀγένητα μᾶλλον εἶναι ἢ γενέσθαι.
ἀλλ’ ὅμως τούτων τε καὶ ἑτέρων πολλῶν ὁμοιοτρόπων τού-
τοις οὕτω σφόδρα καταδήλων ὄντων, σπάνιον εὑρεῖν ὅστις
ἂν ἢ διδομένων ἀπόσχοιτο ἢ μέλλων δι’ εὐχῆς τεύξεσθαι
παύσαιτο ἂν εὐχόμενος· οἱ δὲ πολλοὶ οὔτε ἂν τυραννίδος
διδομένης ἀπόσχοιντο ἂν οὔτε στρατηγίας οὐδ’ ἑτέρων
[142d] πολλῶν, ἃ παρόντα βλάπτει μᾶλλον ἢ ὠφελεῖ, ἀλλὰ κἂν
εὔξαιντο ἂν γενέσθαι, εἴ τῳ μὴ παρόντα τυγχάνει· ὀλίγον
δὲ ἐπισχόντες ἐνίοτε παλινῳδοῦσιν, ἀνευχόμενοι ἅττ’ ἂν
τὸ πρῶτον εὔξωνται. ἐγὼ μὲν οὖν ἀπορῶ μὴ ὡς ἀληθῶς
μάτην θεοὺς ἄνθρωποι αἰτιῶνται, ἐξ ἐκείνων φάμενοι
κακά σφισιν εἶναι· οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ σφῇσιν εἴτε ἀτα-
σθαλίαισιν εἴτε ἀφροσύναις χρὴ εἰπεῖν, ὑπὲρ μόρον
[142e] ἄλγε’ ἔχουσι. κινδυνεύει γοῦν, ὦ Ἀλκιβιάδη, φρόνιμός
τις εἶναι ἐκεῖνος ὁ ποιητής, ὃς δοκεῖ μοι φίλοις ἀνοήτοις
τισὶ χρησάμενος, ὁρῶν αὐτοὺς καὶ πράττοντας καὶ εὐχο-
μένους ἅπερ οὐ βέλτιον ἦν, ἐκείνοις δὲ ἐδόκει, κοινῇ ὑπὲρ
ἁπάντων αὐτῶν εὐχὴν ποιήσασθαι· λέγει δέ πως ὡδί―
[143a] Ζεῦ βασιλεῦ, τὰ μὲν ἐσθλά, φησί, καὶ εὐχομένοις
καὶ ἀνεύκτοις
ἄμμι δίδου, τὰ δὲ δειλὰ καὶ εὐχομένοις ἀπαλέξειν
κελεύει. ἐμοὶ μὲν οὖν καλῶς δοκεῖ καὶ ἀσφαλῶς λέγειν ὁ
ποιητής· σὺ δ’ εἴ τι ἐν νῷ ἔχεις πρὸς ταῦτα, μὴ σιώπα.
***
ΣΩ. ― Βλέπεις λοιπόν ότι δεν είναι ακίνδυνον ούτε τα διδόμενα να δέχεται κανείς ασυλλόγιστα ούτε ο ίδιος να εύχεται να γίνουν, αν βέβαια θα έμελλε να βλαφθή δι' αυτά ή όλως διόλου να απαλλαγή από την ζωήν. Πολλούς δε θα ηδυνάμεθα να είπωμεν, όσοι επειδή επεθύμησαν να γίνουν τύραννοι μέχρι τούδε και εφρόντισαν να επιτύχουν τούτο, διότι ενόμιζαν ότι θα αποκτήσουν κάποιαν ευτυχίαν εξ αίτιας της τυραννίδος, εστερήθησαν της ζωής από επιβουλάς. Νομίζω δε ότι έχεις ακούσει μερικά πράγματα, τα οποία συνέβησαν εις το εγγύς παρελθόν, ότε τον Αρχέλαον, τον βασιλέα των Μακεδόνων, ο ευνοούμενός του, επειδή ερωτεύθη την βασιλείαν όχι ολιγώτερον, παρ' όσον εκείνος αυτόν, εφόνευσε τον εραστήν, με την ελπίδα ότι θα γίνη βασιλεύς και ευτυχής άνθρωπος· αφού δε εκράτησε την βασιλείαν τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εφονεύθη και αυτός από μερικούς άλλους, που τον επεβουλεύθησαν. Βλέπεις δε και από τους ιδικούς μας συμπολίτας ―διότι αυτά δεν έχομεν ακούσει από άλλους, αλλ' ημείς οι ίδιοι παρόντες τα είδαμεν― πόσοι μέχρι τούδε, επειδή επεθύμουν να γίνουν στρατηγοί και επέτυχον τούτο, άλλοι ακόμη και τώρα είναι εξόριστοι απ' αυτήν εδώ την πόλιν, άλλοι δε απέθαναν· άλλοι δ' απ' αυτούς, οι οποίοι ενόμιζαν ότι ευρίσκοντο εις μεγίστην ευτυχίαν, αφού επέρασαν πολλούς κινδύνους και φόβους, όχι μόνον κατά το διάστημα της στρατηγίας αυτής, αλλ' αφού επέστρεψαν εις την πατρίδα των εξηκολούθησαν να υφίστανται πολιορκίαν από τους συκοφάντας ουδόλως κατωτέραν τής από τους εχθρούς, ώστε μερικοί απ' αυτούς να εύχωνται να μη εγίνοντο στρατηγοί μάλλον παρά να έχουν στρατηγήσει. Αν λοιπόν οι κίνδυνοι και οι κόποι έφερον εις ωφέλειαν, θα είχε το πράγμα κάποιαν δικαιολογίαν· τώρα όμως συμβαίνει και όλως το εναντίον. Θα εύρης δε και περί τέκνων κατά τον ίδιον τρόπον, ότι ηυχήθησαν μερικοί ήδη να αποκτήσουν τοιαύτα, και όταν εγεννήθησαν αυτά, κατήντησαν αυτοί εις τας πάρα πολύ μεγάλας συμφοράς και λύπας. Διότι άλλοι μεν, επειδή τα τέκνα των ήσαν μέχρι τέλους ελεεινά, επέρασαν την ζωήν των όλην με λύπας· άλλοι δε, επειδή τα τέκνα των έγιναν μεν καλά, αλλ' όμως περιέπεσαν εις συμφοράς, ώστε να τα στερηθούν, και ούτοι έχουν καταντήσει εις όχι ολιγωτέρας δυστυχίας παρά εκείνοι και θα ήθελαν να μη εγεννώντο μάλλον ταύτα παρά να γεννηθούν. Αλλ' όμως αν και είναι τόσον πολύ ολοφάνερα και αυτά και άλλα πολλά όμοια με αυτά, είναι σπάνιον να εύρωμεν άνθρωπον, όστις ή, αν εδίδοντο εις αυτόν, θα τα ηρνείτο ή, αν έμελλε δι' ευχής να τα επιτύχη, ήθελε παύσει να εύχεται. Οι περισσότεροι δε ούτε βασιλεία, αν τους εδίδετο, θα την ηρνούντο, ούτε στρατηγία ούτε άλλα πολλά, τα οποία, όταν τα έχωμεν, περισσότερον βλάπτουν ή ωφελούν∙ αλλά και θα ηύχοντο να γίνουν, αν τυχόν δεν τα είχαν. Αφού δε ολίγον σταματήσουν κάποτε, αναιρούν όσα την πρώτην φοράν τυχόν είχον ευχηθή. Εγώ λοιπόν απορώ μήπως αληθινά οι άνθρωποι αδίκως θεωρούν αίτιους τους θεούς, ισχυριζόμενοι ότι εξ αιτίας εκείνων είναι τα κακά εις αυτούς· διότι και αυτοί οι ίδιοι είτε από τους υπερηφάνους τρόπους των είτε από τας ανοησίας των, πρέπει να ειπή κανείς, υποφέρουν δυστυχήματα, χωρίς να είναι της μοίρας των. Φαίνεται λοιπόν, Αλκιβιάδη, ότι ήτο πολύ φρόνιμος ο ποιητής εκείνος, όστις, επειδή μου φαίνεται είχε φίλους μερικούς ανοήτους και τους έβλεπεν ότι και έκαμναν και ηύχοντο όσα ακριβώς δεν τους συνέφεραν, εις εκείνους όμως εφαίνοντο καλά, έκαμε δημοσία χάριν όλων αυτών ανεξαιρέτως μίαν ευχήν. Λέγει δε περίπου τα εξής:
Θεέ μου βασιλεύ, τα μεν καλά, λέγει, και όταν τα ευχώμεθα και όταν δεν τα ευχώμεθα, να μας τα δίδης· τα κακά όμως, και όταν τα ζητούμεν προσευχόμενοι, να τα απομακρύνης από ημάς.
Εις εμέ λοιπόν ο ποιητής φαίνεται ότι ομιλεί καλώς και χωρίς λάθος· συ δε, αν έχης εις τον νουν σου καμμίαν αντίρρησιν προς αυτά, λέγε.
ΣΩ. ― Βλέπεις λοιπόν ότι δεν είναι ακίνδυνον ούτε τα διδόμενα να δέχεται κανείς ασυλλόγιστα ούτε ο ίδιος να εύχεται να γίνουν, αν βέβαια θα έμελλε να βλαφθή δι' αυτά ή όλως διόλου να απαλλαγή από την ζωήν. Πολλούς δε θα ηδυνάμεθα να είπωμεν, όσοι επειδή επεθύμησαν να γίνουν τύραννοι μέχρι τούδε και εφρόντισαν να επιτύχουν τούτο, διότι ενόμιζαν ότι θα αποκτήσουν κάποιαν ευτυχίαν εξ αίτιας της τυραννίδος, εστερήθησαν της ζωής από επιβουλάς. Νομίζω δε ότι έχεις ακούσει μερικά πράγματα, τα οποία συνέβησαν εις το εγγύς παρελθόν, ότε τον Αρχέλαον, τον βασιλέα των Μακεδόνων, ο ευνοούμενός του, επειδή ερωτεύθη την βασιλείαν όχι ολιγώτερον, παρ' όσον εκείνος αυτόν, εφόνευσε τον εραστήν, με την ελπίδα ότι θα γίνη βασιλεύς και ευτυχής άνθρωπος· αφού δε εκράτησε την βασιλείαν τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εφονεύθη και αυτός από μερικούς άλλους, που τον επεβουλεύθησαν. Βλέπεις δε και από τους ιδικούς μας συμπολίτας ―διότι αυτά δεν έχομεν ακούσει από άλλους, αλλ' ημείς οι ίδιοι παρόντες τα είδαμεν― πόσοι μέχρι τούδε, επειδή επεθύμουν να γίνουν στρατηγοί και επέτυχον τούτο, άλλοι ακόμη και τώρα είναι εξόριστοι απ' αυτήν εδώ την πόλιν, άλλοι δε απέθαναν· άλλοι δ' απ' αυτούς, οι οποίοι ενόμιζαν ότι ευρίσκοντο εις μεγίστην ευτυχίαν, αφού επέρασαν πολλούς κινδύνους και φόβους, όχι μόνον κατά το διάστημα της στρατηγίας αυτής, αλλ' αφού επέστρεψαν εις την πατρίδα των εξηκολούθησαν να υφίστανται πολιορκίαν από τους συκοφάντας ουδόλως κατωτέραν τής από τους εχθρούς, ώστε μερικοί απ' αυτούς να εύχωνται να μη εγίνοντο στρατηγοί μάλλον παρά να έχουν στρατηγήσει. Αν λοιπόν οι κίνδυνοι και οι κόποι έφερον εις ωφέλειαν, θα είχε το πράγμα κάποιαν δικαιολογίαν· τώρα όμως συμβαίνει και όλως το εναντίον. Θα εύρης δε και περί τέκνων κατά τον ίδιον τρόπον, ότι ηυχήθησαν μερικοί ήδη να αποκτήσουν τοιαύτα, και όταν εγεννήθησαν αυτά, κατήντησαν αυτοί εις τας πάρα πολύ μεγάλας συμφοράς και λύπας. Διότι άλλοι μεν, επειδή τα τέκνα των ήσαν μέχρι τέλους ελεεινά, επέρασαν την ζωήν των όλην με λύπας· άλλοι δε, επειδή τα τέκνα των έγιναν μεν καλά, αλλ' όμως περιέπεσαν εις συμφοράς, ώστε να τα στερηθούν, και ούτοι έχουν καταντήσει εις όχι ολιγωτέρας δυστυχίας παρά εκείνοι και θα ήθελαν να μη εγεννώντο μάλλον ταύτα παρά να γεννηθούν. Αλλ' όμως αν και είναι τόσον πολύ ολοφάνερα και αυτά και άλλα πολλά όμοια με αυτά, είναι σπάνιον να εύρωμεν άνθρωπον, όστις ή, αν εδίδοντο εις αυτόν, θα τα ηρνείτο ή, αν έμελλε δι' ευχής να τα επιτύχη, ήθελε παύσει να εύχεται. Οι περισσότεροι δε ούτε βασιλεία, αν τους εδίδετο, θα την ηρνούντο, ούτε στρατηγία ούτε άλλα πολλά, τα οποία, όταν τα έχωμεν, περισσότερον βλάπτουν ή ωφελούν∙ αλλά και θα ηύχοντο να γίνουν, αν τυχόν δεν τα είχαν. Αφού δε ολίγον σταματήσουν κάποτε, αναιρούν όσα την πρώτην φοράν τυχόν είχον ευχηθή. Εγώ λοιπόν απορώ μήπως αληθινά οι άνθρωποι αδίκως θεωρούν αίτιους τους θεούς, ισχυριζόμενοι ότι εξ αιτίας εκείνων είναι τα κακά εις αυτούς· διότι και αυτοί οι ίδιοι είτε από τους υπερηφάνους τρόπους των είτε από τας ανοησίας των, πρέπει να ειπή κανείς, υποφέρουν δυστυχήματα, χωρίς να είναι της μοίρας των. Φαίνεται λοιπόν, Αλκιβιάδη, ότι ήτο πολύ φρόνιμος ο ποιητής εκείνος, όστις, επειδή μου φαίνεται είχε φίλους μερικούς ανοήτους και τους έβλεπεν ότι και έκαμναν και ηύχοντο όσα ακριβώς δεν τους συνέφεραν, εις εκείνους όμως εφαίνοντο καλά, έκαμε δημοσία χάριν όλων αυτών ανεξαιρέτως μίαν ευχήν. Λέγει δε περίπου τα εξής:
Θεέ μου βασιλεύ, τα μεν καλά, λέγει, και όταν τα ευχώμεθα και όταν δεν τα ευχώμεθα, να μας τα δίδης· τα κακά όμως, και όταν τα ζητούμεν προσευχόμενοι, να τα απομακρύνης από ημάς.
Εις εμέ λοιπόν ο ποιητής φαίνεται ότι ομιλεί καλώς και χωρίς λάθος· συ δε, αν έχης εις τον νουν σου καμμίαν αντίρρησιν προς αυτά, λέγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου