ΞΕΝ ΚΑναβ 6.1.25–6.1.31
Ο Ξενοφώντας αρνείται να εκλεγεί αρχηγός των Μυρίων
Μόλις συγκέντρωσαν τα απαιτούμενα πλοία, οι Έλληνες απέπλευσαν για τη Σινώπη, όπου κάποιοι πρότειναν να εκλεγεί ένας στρατηγός ως αρχηγός με απόλυτη εξουσία. Καθώς υπήρχαν σκέψεις να προταθεί ο Ξενοφώντας, αυτός θυσίασε στον Δία, ζητώντας να μάθει αν θα έπρεπε να αποδεχθεί το αξίωμα. Ο Ξενοφώντας προσέρχεται στη συνέλευση του στρατού, έχοντας λάβει αρνητική απάντηση από τον θεό.
[6.1.25] ἡ δὲ στρατιὰ συνῆλθε, καὶ πάντες ἔλεγον ἕνα αἱρεῖσθαι·
καὶ ἐπεὶ τοῦτο ἔδοξε, προὐβάλλοντο αὐτόν. ἐπεὶ δὲ ἐδόκει
δῆλον εἶναι ὅτι αἱρήσονται αὐτόν, εἴ τις ἐπιψηφίζοι, ἀνέστη
καὶ ἔλεξε τάδε.
[6.1.26] Ἐγώ, ὦ ἄνδρες, ἥδομαι μὲν ὑφ’ ὑμῶν τιμώμενος, εἴπερ
ἄνθρωπός εἰμι, καὶ χάριν ἔχω καὶ εὔχομαι δοῦναί μοι τοὺς
θεοὺς αἴτιόν τινος ὑμῖν ἀγαθοῦ γενέσθαι· τὸ μέντοι ἐμὲ
προκριθῆναι ὑφ’ ὑμῶν ἄρχοντα Λακεδαιμονίου ἀνδρὸς παρόν-
τος οὔτε ὑμῖν μοι δοκεῖ συμφέρον εἶναι, ἀλλ’ ἧττον ἂν διὰ
τοῦτο τυγχάνειν, εἴ τι δέοισθε παρ’ αὐτῶν· ἐμοί τε αὖ οὐ
πάνυ τι νομίζω ἀσφαλὲς εἶναι τοῦτο. [6.1.27] ὁρῶ γὰρ ὅτι καὶ τῇ
πατρίδι μου οὐ πρόσθεν ἐπαύσαντο πολεμοῦντες πρὶν ἐποίη-
σαν πᾶσαν τὴν πόλιν ὁμολογεῖν Λακεδαιμονίους καὶ αὐτῶν
ἡγεμόνας εἶναι. [6.1.28] ἐπεὶ δὲ τοῦτο ὡμολόγησαν, εὐθὺς ἐπαύ-
σαντο πολεμοῦντες καὶ οὐκέτι πέρα ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν.
εἰ οὖν ταῦτα ὁρῶν ἐγὼ δοκοίην ὅπου δυναίμην ἐνταῦθ’ ἄκυρον
ποιεῖν τὸ ἐκείνων ἀξίωμα, ἐκεῖνο ἐννοῶ μὴ λίαν ἂν ταχὺ
σωφρονισθείην. [6.1.29] ὃ δὲ ὑμεῖς ἐννοεῖτε, ὅτι ἧττον ἂν στάσις
εἴη ἑνὸς ἄρχοντος ἢ πολλῶν, εὖ ἴστε ὅτι ἄλλον μὲν ἑλό-
μενοι οὐχ εὑρήσετε ἐμὲ στασιάζοντα· νομίζω γὰρ ὅστις ἐν
πολέμῳ ὢν στασιάζει πρὸς ἄρχοντα, τοῦτον πρὸς τὴν ἑαυτοῦ
σωτηρίαν στασιάζειν· ἐὰν δὲ ἐμὲ ἕλησθε, οὐκ ἂν θαυμάσαιμι
εἴ τινα εὕροιτε καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοὶ ἀχθόμενον.
[6.1.30] Ἐπεὶ ταῦτα εἶπε, πολὺ πλείονες ἀνίσταντο λέγοντες
ὡς δέοι αὐτὸν ἄρχειν. Ἀγασίας δὲ Στυμφάλιος εἶπεν ὅτι
γελοῖον εἴη, εἰ οὕτως ἔχοι· <ἢ> ὀργιοῦνται Λακεδαιμόνιοι
καὶ ἐὰν σύνδειπνοι συνελθόντες μὴ Λακεδαιμόνιον συμ-
ποσίαρχον αἱρῶνται; ἐπεὶ εἰ οὕτω γε τοῦτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ
λοχαγεῖν ἡμῖν ἔξεστιν, ὡς ἔοικεν, ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν. ἐν-
ταῦθα δὴ ὡς εὖ εἰπόντος τοῦ Ἀγασίου ἀνεθορύβησαν. [6.1.31] καὶ
ὁ Ξενοφῶν ἐπεὶ ἑώρα πλείονος ἐνδέον, παρελθὼν εἶπεν·
Ἀλλ’, ὦ ἄνδρες, ἔφη, ὡς πάνυ εἰδῆτε, ὀμνύω ὑμῖν θεοὺς
πάντας καὶ πάσας, ἦ μὴν ἐγώ, ἐπεὶ τὴν ὑμετέραν γνώμην
ᾐσθανόμην, ἐθυόμην εἰ βέλτιον εἴη ὑμῖν τε ἐμοὶ ἐπιτρέψαι
ταύτην τὴν ἀρχὴν καὶ ἐμοὶ ὑποστῆναι· καί μοι οἱ θεοὶ οὕτως
ἐν τοῖς ἱεροῖς ἐσήμηναν ὥστε καὶ ἰδιώτην ἂν γνῶναι ὅτι
τῆς μοναρχίας ἀπέχεσθαί με δεῖ.
***
Η δε στρατιά συνήλθε και όλοι ομοφώνως επρότειναν να εκλέξουν ένα αρχηγόν και αφού τούτο απεφασίσθη, επρότειναν τον Ξενοφώντα. Όταν δε πλέον εφαίνετο καθαρά, ότι θα τον εκλέξουν, εάν ετίθετο το ζήτημα εις ψηφοφορίαν, εσηκώθη ο Ξενοφών και είπε τα εξής: «Εγώ, ω άνδρες, ευχαριστούμαι μεν, διότι τιμώμαι από σας, αφού είμαι άνθρωπος, και σας ευχαριστώ δια τούτο και εύχομαι εις τους θεούς να με αξιώσουν να γίνω δια σας αίτιος κάποιου καλού. Το να προτιμηθώ όμως εγώ από σας ως άρχων, ενώ παρευρίσκεται εδώ ανήρ Λακεδαιμόνιος, νομίζω ότι ούτε εις σας είναι συμφέρον τούτο, τουναντίον μάλιστα εξ αιτίας τούτου δυσκολώτερον ηθέλετε επιτύχει κάτι εκ μέρους αυτών, εάν ηθέλετε έχει ανάγκην τινός∙ αφ' ετέρου δεν είμαι βέβαιος, εάν τούτο είναι ασφαλές δι' εμέ. Διότι γνωρίζω ότι και εναντίον της πατρίδος μου δεν έπαυσαν να πολεμούν, παρά αφού την ηνάγκασαν να αναγνωρίση ομοφώνως την ηγεμονίαν των Λακεδαιμονίων. Αφού δε ανεγνώρισαν τούτο, αμέσως έπαυσαν να πολεμούν κατ' αυτών και δεν επολιόρκησαν επί μακρότερον χρόνον την πόλιν. Εάν λοιπόν εγώ, καίτοι γνωρίζω ταύτα, ήθελον φανή ότι, όπου δύναμαι, εκεί προσπαθώ να μειώσω την εξουσίαν των, τότε φοβούμαι μήπως πολύ γρήγορα ήθελον σωφρονισθή υπ' αυτών. Ως προς εκείνο δε το οποίον σεις σκέπτεσθε, ότι δηλαδή ολιγώτεραι στάσεις θα εγίνοντο, εάν ένας ήθελεν άρχει και όχι πολλοί, να είσθε βέβαιοι ότι, εάν μεν εκλέξητε άλλον, εμέ ποτέ δεν θα με εύρετε στασιάζοντα∙ διότι έχω την γνώμην, ότι εκείνος ο οποίος στασιάζει εν καιρώ πολέμου κατά του άρχοντος, ούτος στασιάζει εναντίον της ιδίας αυτού σωτηρίας∙ εάν δε εκλέξετε εμέ, δεν ήθελον παραξενευθή εάν ηθέλετε εύρει κάποιον δυσφορούντα και εναντίον σας και εναντίον μου».
Αφού λοιπόν είπεν αυτά, πολύ περισσότεροι εσηκώνοντο και έλεγον, ότι αυτός πρέπει και όχι άλλος να άρχη. Ο Αγασίας δε ο Στυμφάλιος είπεν ότι θα ήτο γελοίον, εάν το πράγμα είχεν ούτως∙ «θα οργισθούν οι Λακεδαιμόνιοι, προσέθηκεν, αν συνδαιτημόνες συνελθόντες εις συμπόσιον δεν εκλέξουν προϊστάμενον του συμποσίου Λακεδαιμόνιον; Διότι, εάν τούτο βεβαίως έχη τοιουτοτρόπως, είπε, δεν πρέπει ούτε λοχαγοί να είμεθα ημείς, καθώς φαίνεται, διότι είμεθα Αρκάδες». Τότε λοιπόν, επειδή ωμίλησεν ορθώς ο Αγασίας, οι στρατιώται μετά θορύβου επεδοκίμασαν τους λόγους του. Και ο Ξενοφών, επειδή έβλεπεν, ότι υπήρχεν ανάγκη περισσοτέρων εξηγήσεων, λαβών τον λόγον είπεν: «Αλλ', ω άνδρες, δια να βεβαιωθήτε, σας ορκίζομαι εις το όνομα όλων των θεών και θεαινών, ότι εγώ βεβαίως ευθύς μόλις αντελήφθην την περί εμού απόφασίν σας, θυσιάζων ηρώτησα τους θεούς, εάν θα ήτο καλόν εις σας να μου αναθέσετε αυτό το αξίωμα και εγώ να το δεχθώ. Και οι θεοί τόσον φανερά σημεία έδωσαν εις εμέ δια των θυσιών, ώστε όχι μόνον ένας μάντις, αλλά και ένας άπειρος της μαντικής θα ηδύνατο να γνωρίση ότι έπρεπε να απόσχω της γενικής αρχηγίας του στρατεύματος».
Η δε στρατιά συνήλθε και όλοι ομοφώνως επρότειναν να εκλέξουν ένα αρχηγόν και αφού τούτο απεφασίσθη, επρότειναν τον Ξενοφώντα. Όταν δε πλέον εφαίνετο καθαρά, ότι θα τον εκλέξουν, εάν ετίθετο το ζήτημα εις ψηφοφορίαν, εσηκώθη ο Ξενοφών και είπε τα εξής: «Εγώ, ω άνδρες, ευχαριστούμαι μεν, διότι τιμώμαι από σας, αφού είμαι άνθρωπος, και σας ευχαριστώ δια τούτο και εύχομαι εις τους θεούς να με αξιώσουν να γίνω δια σας αίτιος κάποιου καλού. Το να προτιμηθώ όμως εγώ από σας ως άρχων, ενώ παρευρίσκεται εδώ ανήρ Λακεδαιμόνιος, νομίζω ότι ούτε εις σας είναι συμφέρον τούτο, τουναντίον μάλιστα εξ αιτίας τούτου δυσκολώτερον ηθέλετε επιτύχει κάτι εκ μέρους αυτών, εάν ηθέλετε έχει ανάγκην τινός∙ αφ' ετέρου δεν είμαι βέβαιος, εάν τούτο είναι ασφαλές δι' εμέ. Διότι γνωρίζω ότι και εναντίον της πατρίδος μου δεν έπαυσαν να πολεμούν, παρά αφού την ηνάγκασαν να αναγνωρίση ομοφώνως την ηγεμονίαν των Λακεδαιμονίων. Αφού δε ανεγνώρισαν τούτο, αμέσως έπαυσαν να πολεμούν κατ' αυτών και δεν επολιόρκησαν επί μακρότερον χρόνον την πόλιν. Εάν λοιπόν εγώ, καίτοι γνωρίζω ταύτα, ήθελον φανή ότι, όπου δύναμαι, εκεί προσπαθώ να μειώσω την εξουσίαν των, τότε φοβούμαι μήπως πολύ γρήγορα ήθελον σωφρονισθή υπ' αυτών. Ως προς εκείνο δε το οποίον σεις σκέπτεσθε, ότι δηλαδή ολιγώτεραι στάσεις θα εγίνοντο, εάν ένας ήθελεν άρχει και όχι πολλοί, να είσθε βέβαιοι ότι, εάν μεν εκλέξητε άλλον, εμέ ποτέ δεν θα με εύρετε στασιάζοντα∙ διότι έχω την γνώμην, ότι εκείνος ο οποίος στασιάζει εν καιρώ πολέμου κατά του άρχοντος, ούτος στασιάζει εναντίον της ιδίας αυτού σωτηρίας∙ εάν δε εκλέξετε εμέ, δεν ήθελον παραξενευθή εάν ηθέλετε εύρει κάποιον δυσφορούντα και εναντίον σας και εναντίον μου».
Αφού λοιπόν είπεν αυτά, πολύ περισσότεροι εσηκώνοντο και έλεγον, ότι αυτός πρέπει και όχι άλλος να άρχη. Ο Αγασίας δε ο Στυμφάλιος είπεν ότι θα ήτο γελοίον, εάν το πράγμα είχεν ούτως∙ «θα οργισθούν οι Λακεδαιμόνιοι, προσέθηκεν, αν συνδαιτημόνες συνελθόντες εις συμπόσιον δεν εκλέξουν προϊστάμενον του συμποσίου Λακεδαιμόνιον; Διότι, εάν τούτο βεβαίως έχη τοιουτοτρόπως, είπε, δεν πρέπει ούτε λοχαγοί να είμεθα ημείς, καθώς φαίνεται, διότι είμεθα Αρκάδες». Τότε λοιπόν, επειδή ωμίλησεν ορθώς ο Αγασίας, οι στρατιώται μετά θορύβου επεδοκίμασαν τους λόγους του. Και ο Ξενοφών, επειδή έβλεπεν, ότι υπήρχεν ανάγκη περισσοτέρων εξηγήσεων, λαβών τον λόγον είπεν: «Αλλ', ω άνδρες, δια να βεβαιωθήτε, σας ορκίζομαι εις το όνομα όλων των θεών και θεαινών, ότι εγώ βεβαίως ευθύς μόλις αντελήφθην την περί εμού απόφασίν σας, θυσιάζων ηρώτησα τους θεούς, εάν θα ήτο καλόν εις σας να μου αναθέσετε αυτό το αξίωμα και εγώ να το δεχθώ. Και οι θεοί τόσον φανερά σημεία έδωσαν εις εμέ δια των θυσιών, ώστε όχι μόνον ένας μάντις, αλλά και ένας άπειρος της μαντικής θα ηδύνατο να γνωρίση ότι έπρεπε να απόσχω της γενικής αρχηγίας του στρατεύματος».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου