Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΡΟΔΩΠΙΣ

ΡΟΔΩΠΙΣ
(πηγή)
 
Η Ροδώπις εμφανίζεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στην οργή δύο θεαινών, της Άρτεμης και της Αφροδίτης. Η δεύτερη οργίστηκε, γιατί η κόρη δεν την τιμούσε, αρνούμενη τον έρωτα· η πρώτη οργίστηκε με τη θνητή κόρη, τη συνοδό της στο κυνήγι και ορκισμένη παρθένα, όταν εκείνη υπέκυψε στον έρωτα, τιμώντας την Αφροδίτη και πατώντας τον όρκο της στην Άρτεμη -οι άνθρωποι μοιάζουν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στις δικαιοδοσίες των θεών, εκ προοιμίου, επομένως, καταδικασμένοι σε πτώση και τιμωρία.
 
Η Ροδώπις ανήκε στον κύκλο της Άρτεμης και, όπως άλλες νύμφες της συνοδείας της θεάς, είχε ορκιστεί να διαφυλάξει την παρθενία της. Όπως και στην περίπτωση του Ιππόλυτου, η προσβεβλημένη από την απάρνηση του έρωτα θεά Αφροδίτη προκάλεσε έρωτα που θα οδηγούσε σε τιμωρία. Εμφύσησε στην κόρη έρωτα για τον εξίσου ανυπότακτο νεαρό κυνηγό Ευθύνικο.
 
Η συνάντησή τους στο βουνό προκάλεσε την απώλεια της παρθενίας και των δύο νέων. Θυμωμένη η Άρτεμη με την εκλεκτή ακόλουθό της Ροδώπι τη μεταμόρφωσε σε πηγή που πήρε το όνομα Στύγα και ανέβλυζε στη σπηλιά όπου η κόρη είχε χάσει την παρθενία της. Στην πηγή αυτή δοκιμαζόταν η ειλικρίνεια του όρκου των κοριτσιών ότι είναι παρθένες. Έγραφαν τον όρκο σε πινακίδα, την κρεμούσαν στον λαιμό τους και κατέβαιναν στην πηγή. Ρηχά τα νερά της πηγής, έφταναν κανονικά μέχρι τα γόνατά τους. Αν όμως ο όρκος ήταν ψευδής, τα νερά φούσκωναν, έφταναν μέχρι τον λαιμό και κάλυπταν την πινακίδα που διαβεβαίωνε ψευδώς την παρθενία τους.
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο μύθος αυτός παραδίδεται από μεταγενέστερους μυθιστοριογράφους, τον Αχιλλέα Τάτιο (5ος ή 6ος ή 2ος αι. μ.Χ.) και τον Νικήτα Ευγενειανό (12ος αι. μ.Χ.), στα μυθιστορήματά τους Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα* και Τα κατά Δρόσιλλαν και Χαρικλέα (αντίστοιχα).
----------------------------

*Ροδώπις και Ευθύνικος στο μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου «Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα»

 
Τὸ δὲ τῆς Στυγὸς ὕδωρ εἶχεν οὕτως. παρθένος ἦν εὐειδής, ὄνομα Ῥοδῶπις, κυνηγίων ἐρῶσα καὶ θήρας· πόδες ταχεῖς, εὔστοχοι χεῖρες, ζώνη καὶ μίτρα καὶ ἀνεζωσμένος εἰς γόνυ χιτὼν καὶ κατὰ ἄνδρας κουρὰ τριχῶν. ὁρᾷ ταύτην Ἄρτεμις καὶ ἐπῄνει καὶ ἐκάλει καὶ σύνθηρον ἐποιήσατο, καὶ τὰ πλεῖστα κοινὰ ἦν αὐταῖς θηράματα. ἀλλὰ καὶ ὤμοσεν ἀεὶ παραμένειν καὶ τὴν πρὸς ἄνδρας ὁμιλίαν φυγεῖν καὶ τὴν ἐξ Ἀφροδίτης ὕβριν μὴ παθεῖν. ὤμοσεν ἡ Ῥοδῶπις, καὶ ἤκουσεν ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὀργίζεται καὶ ἀμύνασθαι θέλει τὴν κόρην τῆς ὑπεροψίας. νεανίσκος ἦν Ἐφέσιος, καλὸς ἐν μειρακίοις ὅσον Ῥοδῶπις ἐν παρθένοις· Εὐθύνικον αὐτὸν ἐκάλουν· ἐθήρα δὲ καὶ αὐτὸς ὡς Ῥοδῶπις, καὶ τὴν Ἀφροδίτην ὁμοίως οὐκ ἤθελεν εἰδέναι. ἐπ᾽ ἀμφοτέρους οὖν ἡ θεὸς ἔρχεται καὶ τὰς θήρας αὐτῶν εἰς ἓν συνάγει· τέως γὰρ ἦσαν κεχωρισμένοι· ἡ δὲ Ἄρτεμις τηνικαῦτα οὐ παρῆν. παραστησαμένη δὲ τὸν υἱὸν τὸν τοξότην ἡ Ἀφροδίτη εἶπε· "Τέκνον, ζεῦγος τοῦτο ὁρᾷς ἀναφρόδιτον καὶ ἐχθρὸν ἡμῶν καὶ τῶν ἡμετέρων μυστηρίων; ἡ δὲ παρθένος καὶ θρασύτερον ὤμοσε κατ᾽ ἐμοῦ. ὁρᾷς δὲ αὐτοὺς ἐπὶ τὴν ἔλαφον συντρέχοντας. ἄρξαι καὶ σὺ τῆς θήρας ἀπὸ πρώτης τῆς τολμηρᾶς κόρης· καὶ πάντως γε τὸ σὸν βέλος εὐστοχώτερόν ἐστιν." ἐντείνουσιν ἀμφότεροι τὰ τόξα, ἡ μὲν ἐπὶ τὴν ἔλαφον, ὁ δὲ Ἔρως ἐπὶ τὴν παρθένον· καὶ ἀμφότεροι τυγχάνουσι, καὶ ἡ κυνηγέτις μετὰ τὴν θήραν ἦν τεθηραμένη. καὶ εἶχεν ἡ μὲν ἔλαφος εἰς τὰ νῶτα τὸ βέλος, ἡ δὲ παρθένος εἰς τὴν καρδίαν· τὸ δὲ βέλος, Εὐθύνικον φιλεῖν. δεύτερον δὲ καὶ ἐπὶ τοῦτον ὀϊστὸν ἀφίησι. καὶ εἶδον ἀλλήλους Εὐθύνικος καὶ ἡ Ῥοδῶπις. καὶ ἔστησαν μὲν τὸ πρῶτον τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑκάτεροι, μηδέτερος ἐκκλῖναι θέλων ἐπὶ θάτερα· κατὰ μικρὸν δὲ τὰ τραύματα ἀμφοῖν ἐξάπτεται, καὶ αὐτοὺς ὁ Ἔρως ἐλαύνει κατὰ τουτὶ τὸ ἄντρον, οὗ νῦν ἐστιν ἡ πηγή, καὶ ἐνταῦθα τὸν ὅρκον ψεύδονται. ἡ Ἄρτεμις ὁρᾷ τὴν Ἀφροδίτην γελῶσαν καὶ τὸ πραχθὲν συνίησι, καὶ εἰς ὕδωρ λύει τὴν κόρην, ἔνθα τὴν παρθενίαν ἔλυσε. καὶ διὰ τοῦτο, ὅταν τις αἰτίαν ἔχῃ Ἀφροδισίων, εἰς τὴν πηγὴν εἰσβᾶσα ἀπολούεται· ἡ δέ ἐστιν ὀλίγη καὶ μέχρι κνήμης μέσης. ἡ δὲ κρίσις· ἐγγράψασα τὸν ὅρκον γραμματείῳ μηρίνθῳ δεδεμένον περιεθήκατο τῇ δέρῃ. κἂν μὲν ἀψευδῇ τὸν ὅρκον, μένει κατὰ χώραν ἡ πηγή· ἂν δὲ ψεύδηται, τὸ ὕδωρ ὀργίζεται καὶ ἀναβαίνει μέχρι τῆς δέρης καὶ τὸ γραμματεῖον ἐκάλυψε. ταῦτα εἰπόντες καὶ τοῦ καιροῦ προελθόντος εἰς ἑσπέραν ἀπῄειμεν κοιμηθησόμενοι, χωρὶς ἕκαστος.
(Αχιλλεύς Τάτιος, Τα περί Λευκίππην και Κλειτοφώντα, 8.12.1.1-6.3)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου