Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Η ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΙΛΗΤΟΥ

1. Ἀ­πό τίς κο­σμο­γο­νί­ες στήν κο­σμο­λο­γί­α.

Ἄν ὑ­πάρ­χει μιά φι­λο­σο­φί­α πού βλέ­πει τόν κό­σμο ὡς πρό­βλη­μά της κεν­τρι­κό καί σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κό, εἶ­ναι ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α στήν πρώ­τη πε­ρί­ο­δο τῆς ἱ­στο­ρί­ας της, πρίν ἀ­πό τό Σω­κρά­τη. Ὁ φι­λό­σο­φος τα­ῆς κλασ­σι­κῆς Ἀ­θή­νας θε­ω­ρεῖ­ται ὁ­ριο, για­τί, ὁ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, «Πε­ρί ζῴ­ων μο­ρί­ων» A 1,642a 28 ἔπ., «ἐ­πί Σω­κρά­τους τοῦ­το μέν ηὐ­ξή­θη [sc. τό ὁ­ρί­σα­σθαι τήν οὐ­σί­αν], τό δέ ζη­τεῖν τά πε­ρί φύ­σε­ως ἔ­λη­ξε». Ἡ φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γί­νε­ται γιά τόν Ἕλ­λη­να τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν κυ­ρί­ως χρό­νων τό πρῶ­το ἐ­ρέ­θι­σμα πού βά­ζει σέ κί­νη­ση τό πνεῦ­μα του καί τό ὁ­δη­γεῖ στό νά γεν­νή­σει τή φι­λο­σο­φί­α. Ἔ­τσι μπο­ροῦ­με νά πού­με ἀ­πό τήν ἀρ­χή ὁ­τι στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ ἀν­θρώ­που ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τοῦ κο­σμο­λο­γι­κοῦ προ­βλή­μα­τος καί ἡ γέν­νη­ση τῆς φι­λο­σο­φί­ας συμ­πί­πτουν. Ἡ ἑλ­λη­νι­κή κο­σμο­λο­γί­α πού ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ νε­ροῦ καί ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­τό­μου, ση­μα­δεύ­ε­ται ἀ­πό μιά σει­ρά σταθ­μούς, πού δι­α­μορ­φώ­νουν συ­στή­μα­τα καί σχο­λές στό χῶ­ρο τοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ της. Ὁ πρῶ­τος ἀ­πό αὐ­τούς τούς σταθ­μούς εἶ­ναι ἡ σχο­λή τῆς Μι­λή­του, πού δι­α­τύ­πω­σε τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου.

Λέ­γον­τας ὅ­τι ἡ προ­σω­κρα­τι­κή φι­λο­σο­φί­α ἔ­χει τόν κό­σμο ὡς πρό­βλη­μά της κεν­τρι­κό καί σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κό, δέν πα­ρα­θε­ω­ροῦ­με τό γε­γο­νός ὁ­τί οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της ἔ­χουν ἀ­πό­ψεις καί γιά τόν ἄν­θρω­πο, τήν κοι­νω­νί­α, τό κρά­τος, τή γνώ­ση καί τήν πρά­ξη. Εἴ­μα­στε ὁ­μως ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἐ­ξη­γή­σο­με ὁ­τι οἱ ἀ­πό­ψεις αὐ­τές ἀ­πο­τε­λοῦν προ­ε­κτά­σεις τῆς φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας τους. Ὁ ἄν­θρω­πος καί ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του ἐ­δῶ ἐ­ξε­τά­ζον­ται ὡς ἄ­με­σα ἐ­ξαρ­τή­μα­τα τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου. Δέν ἔ­χουν γί­νει ἀ­κό­μα ἀν­τι­κεί­με­να εἰ­δι­κῶν κλά­δων τοῦ ἐ­πι­στη­τοῦ.

Μέ τήν ἁ­πλή δή­λω­ση ὅ­τι οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί προ­σπά­θη­σαν πρῶ­τοι νά ἐ­ξη­γή­σουν τή σύ­στα­ση τοῦ κό­σμου ἀ­σφα­λῶς δέν γί­νε­ται φα­νε­ρό σέ ὁ­λες τίς δι­α­στά­σεις του τό μέ­γε­θος τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος. Ὅ­ταν αὐ­τοί οἱ στο­χα­στές ξε­κι­νοῦν, ὁ δρό­μος τῆς ἐ­πι­στή­μης δέν ἔ­χει ἀ­κό­μα χα­ρα­χθῆ, καί πρέ­πει νά τόν ἀ­νοί­ξουν οἱ ἴ­διοι. Στήν ἐ­πο­χή τους τό μό­νο δε­δο­μέ­νο εἶ­ναι ἡ δι­ά­χυ­τη ἀ­πο­ρί­α μπρο­στά στήν ποι­κι­λί­α τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων, στήν ἀ­δι­ά­κο­πη γέ­νε­ση καί φθο­ρά, σέ ὁ­λα ὁ­σα συμ­βαί­νουν στή στε­ριά καί στή θά­λασ­σα, στόν οὐ­ρα­νό ψη­λά καί μέ­σα στή ζω­ή τῶν ζώ­ων καί τῶν φυ­τῶν, ἀ­πο­ρί­α πού ἔ­χει πη­γή της τοῦ ἀρ­χα­ϊ­κοῦ Ἕλ­λη­να τήν ἐ­φη­βι­κή ὁρ­μή γιά γνώ­ση. Ἀλ­λά τό πα­ρα­στα­τι­κό ὑ­λι­κό εἶ­ναι φτω­χό, τά ὄρ­γα­να λεί­πουν καί ἡ κρι­τι­κή γιά τό κύ­ρος τῆς γνώ­σης εἶ­ναι ἀ­νύ­παρ­κτη. Ἔ­τσι οἱ πρω­το­πό­ροι της κο­σμο­λο­γί­ας πρέ­πει μα­ζί μέ τή θε­ω­ρί­α τους νά οἰ­κο­δο­μή­σουν καί τή γλώσ­σα τῆς φι­λο­σο­φί­ας, τήν ὁ­ρο­λο­γί­α τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τόν κρι­τι­κό λό­γο. Ἡ συ­νέ­χεια τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ καί τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πνεύ­μα­τος ἔ­δει­ξε τήν ἐ­πι­τυ­χί­α αὐ­τῶν τῶν στο­χα­στών. Σή­με­ρα ὁ­λοι ξέ­ρο­με ὁ­τι οἱ βά­σεις τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης βρί­σκον­ται στήν προ­σω­κρα­τι­κή φι­λο­σο­φί­α καί ὁ­τι ἀ­πό αὐ­τήν δι­α­τυ­πώ­θη­καν οἱ κυ­ρι­ώ­τε­ρες ἔν­νοι­ες ὁ­λων τῶν κλά­δων τοῦ ἐ­πι­στη­τοῦ. Εἰ­δι­κά γιά τό πρό­βλη­μά μας πρέ­πει νά θυ­μη­θοῦ­με ὅ­τι οἱ αὐ­το­νό­η­τες πιά ἔν­νοι­ες κό­σμος, φύ­ση, ἄ­πει­ρο, χῶ­ρος, χρό­νος, ἄ­το­μο, κε­νό, ὕ­λη, δύ­να­μη, μέ­γε­θος, κί­νη­ση, ἀ­ριθ­μός, συ­νε­χές, μέ­ρος, ὁ­λο, φθο­ρά, ἕ­νω­ση, δι­ά­λυ­ση καί ἕ­να πλῆ­θος ἄλ­λες ἔν­νοι­ες τῆς φυ­σι­κῆς πέ­ρα­σαν στή γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης καί κα­θι­ε­ρώ­θη­καν, ἀ­φοῦ τίς εἰ­ση­γή­θη­καν οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί.

Ἡ κο­σμο­λο­γί­α εἶ­ναι ἀ­νά­στη­μα τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ 6ου αἰ­ώ­να π.Χ. Τό­τε ὁ Ἕλ­λη­νας ἔ­χει ἀ­φή­σει πί­σω του τή γνω­στή μας ἀ­πό τήν ἐ­πι­κή ποί­η­ση παι­δι­κή ψυ­χο­λο­γί­α του, ἡ συ­νεί­δη­σή του εὐ­ρύ­νε­ται καί βα­θαί­νει, αἰ­τή­μα­τα προ­σω­πι­κά τόν κα­τα­κλύ­ζουν καί τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει πιό κρι­τι­κή στά­ση ἀ­πέ­ναν­τι στή ζω­ή. Τό ὡ­ρί­μα­σμα ἀρ­χί­ζει, ὁ­ταν ἡ ζω­ή στήν Ἑλ­λά­δα μέ τούς ἀ­ποι­κι­σμούς, τή ναυ­τι­λί­α καί τό ἐμ­πό­ριο παίρ­νει μορ­φή ἀ­στι­κή. Τό­τε στά λι­μά­νια τῆς Με­σο­γεί­ου δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται τ’ ἀ­γα­θά τα­ῆς γῆς καί οἱ ἰ­δέ­ες τῶν ἀν­θρώ­πων. Μέ τοῦ­τα οἱ Ἕλ­λη­νες πλου­τί­ζουν τά σπί­τια τους, μ’ ἐ­κεῖ­νες τό μυα­λό τους. Ἡ ζω­ή προ­ά­γε­ται καί ἐ­κλε­πτύ­νε­ται. Οἱ δρό­μοι τῆς θά­λασ­σας δεί­χνουν ἀ­κό­μα στούς φτω­χούς πο­λί­τες τόν τρό­πο νά ὑ­ψώ­σουν ἀ­νά­στη­μα μπρο­στά στούς κλη­ρο­νο­μι­κούς κυ­ρί­ους τῆς γῆς τους. Ἔ­τσι σχη­μα­τί­ζε­ται μιά ἰ­σχυ­ρή με­σαί­α τά­ξη, πού μπο­ρεῖ ν’ ἀμ­φι­σβη­τεῖ στούς εὐ­γε­νεῖς τό ἀ­πο­κλει­στι­κό δι­καί­ω­μα στήν ἐ­ξου­σί­α. Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ 7ου αἰ­ώ­να καί ὁ­λό­κλη­ρος ὁ 6ος χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πό σκλη­ρούς πο­λι­τι­κούς ἀ­γῶ­νες καί με­τα­πο­λι­τεύ­σεις. Σ’ αὐ­τή τήν πε­ρί­ο­δο οἱ πιό πολ­λές καί οἱ πιό ση­μαν­τι­κές ἑλ­λη­νι­κές πό­λεις περ­νοῦν ἀ­πό τή βα­σι­λεί­α στή δη­μο­κρα­τί­α, ἄλ­λες ἄ­με­σα, ὁ­που οἱ λα­ϊ­κό­τε­ρες τά­ξεις κα­τορ­θώ­νουν νά ἐ­πι­βά­λουν ἀ­νό­θευ­τη τή βού­λη­σή τους, καί ἄλ­λες ἔμ­με­σα, ὁ­που ἰ­σχυ­ρά πρό­σω­πα, οἱ τύ­ραν­νοι, τίς χει­ρα­γω­γοῦν ἕ­ναν και­ρό, κρα­τών­τας γιά προ­σω­πι­κή τους ὠ­φέ­λεια τά προ­νό­μια πού ἀ­φαι­ροῦν ἀ­πό τους κλη­ρο­νο­μι­κούς ἄρ­χον­τες. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὁ­μως τό φε­ου­δαρ­χι­κό σύ­στη­μα πα­ρα­χω­ρεῖ βαθ­μια­ία τή θέ­ση του στό κρά­τος τοῦ δι­καί­ου. Τό δί­και­ο γί­νε­ται ὁ νέ­ος δι­αν­θρώ­πι­νος δε­σμός. Ἡ νέ­α μορ­φή τοῦ κρά­τους ἀ­φή­νει στόν πο­λί­τη ὁ­λο­έ­να πιό πλα­τιά πε­ρι­θώ­ρια ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί ὁ­λο­έ­να πιό πολ­λές δυ­να­τό­τη­τες γιά συμ­με­το­χή στά κοι­νά. Ἀ­κό­μα καί ἡ θρη­σκεί­α τήν ἔ­πο­χη αὐ­τή μπαί­νει σέ κά­ποι­ο κρι­τι­κό στά­διο. Τή δυ­να­μω­μέ­νη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ζω­ή τοῦ Ἕλ­λη­να δέν τήν ἱ­κα­νο­ποι­οῦν πιά οἱ πα­λι­ές ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­ες, καί γί­νε­ται αἰ­σθη­τή ἡ ἀ­νάγ­κη γιά πιό προ­σω­πι­κή σχέ­ση μέ τό θε­ό. Τήν ἀ­πο­μά­κρυν­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος ἀ­πό τό μυ­θι­κό κό­σμο καί τή στρο­φή του στό ἐ­γώ, τό ἐ­δῶ καί τό τώ­ρα τήν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με κυ­ρί­ως ἀ­πό τά κεί­με­να τῶν λυ­ρι­κῶν ποι­η­τῶν, πού ἐκ­φρά­ζουν μιά βαθ­μί­δα πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς με­τα­γε­νέ­στε­ρη ἀ­πό τήν ἐ­πι­κή ποί­η­ση καί προ­γε­νέ­στε­ρη ἀ­πό τήν προ­σω­κρα­τι­κή φι­λο­σο­φί­α. Στή λυ­ρι­κή ποί­η­ση ἀ­κρι­βῶς συ­ναν­τοῦ­με τά πρῶ­τα προ­σω­πι­κά ἐ­ρω­τή­μα­τα γιά τόν κό­σμο, τό θε­ό, τόν ἄν­θρω­πο, τήν ψυ­χή, τή ζω­ή, τή γνώ­ση καί τήν πρά­ξη, δη­λα­δή αὐ­τά πού ὁ­δη­γοῦν στή φι­λο­σο­φί­α.

Ὡς τή στιγ­μή πού οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­κα­ναν συ­νεί­δη­σή τους τό πρό­βλη­μα τοῦ κό­σμου, στό χῶ­ρο πού κα­τοι­κοῦ­σαν, ὁ­πως καί στό χῶ­ρο τῶν ἄλ­λων λα­ῶν, εἶ­χαν δι­ά­δο­ση ὁ­ρι­σμέ­νοι μύ­θοι, πού προ­βάλ­λον­τας μιά γε­νε­α­λο­γί­α ἀ­πό θε­ϊ­κά ὄν­τά ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά ἐ­ξη­γή­σουν ὄ­χι τό­σο τήν οὐ­σί­α καί τή δο­μή τοῦ κό­σμου ὁ­σο τή χρο­νι­κή ἔ­ναρ­ξή του καί τήν ἱ­ε­ραρ­χί­α τῶν δυ­νά­με­ών του. Ἀ­πη­χή­σεις ἀ­πό τέ­τοι­ες ἑρ­μη­νεῖ­ες συ­ναν­τοῦ­με στόν Ὅ­μη­ρο, στόν Ἡ­σί­ο­δο, στούς Ὀρ­φι­κούς, στόν Ἐ­πι­με­νί­δη, στόν Ἀ­κου­σί­λα­ο καί στό Φε­ρε­κύ­δη.

Στόν Ὅ­μη­ρο, «Ἰ­λιας» Ξ 201 καί 244 ἔπ., ὁ Ὠ­κε­α­νός καί ἡ Τη­θύς, μορ­φές πού ἐν­σαρ­κώ­νουν τίς δυ­νά­μεις τοῦ ὕ­γροῦ καί τοῦ στε­ρε­οῦ στοι­χεί­ου, εἶ­ναι οἱ γο­νεῖς τῶν θε­ῶν καί φυ­σι­κά οἱ προ­πά­το­ρες ὁ­λων τῶν ὄν­των τοῦ κό­σμου: «’Ὠκεανόν τέ, θε­ῶν γέ­νε­σιν, καί μη­τέ­ρα Τη­θύν». Στήν ἴ­δια ρα­ψω­δί­α, 258, ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται καί δεύ­τε­ρος κο­σμο­γο­νι­κός μύ­θος, ἴ­σως τό­σο πα­λιός ὁ­σο καί ὁ πρῶ­τος. Σύμ­φω­να μέ αὖ­τον ἡ κυ­ρί­α τῶν θε­ῶν καί τῶν ἄν­θρω­πων εἶ­ναι ἡ Νύ­χτα, πράγ­μα πού ἔκ­φρα­ζει τήν πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι μιά χα­ώ­δης σκο­τει­νή οὐ­σί­α ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ὕ­λη τοῦ κό­σμου.

Κα­τά τόν Ἡ­σί­ο­δο, «Θε­ο­γο­νί­α» 116 ἔπ., πρῶ­τα ἔ­γι­νε τό Χά­ος, ὕ­στε­ρα ἡ Γῆ, ὕ­στε­ρα ὁ Ἔ­ρω­τας, τρεῖς πα­ρα­στά­σεις πού ὑ­πο­δη­λώ­νουν, θά λέ­γα­με, μιά νη­πια­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ χώ­ρου, τῆς ὕ­λης καί τῆς ἔλ­ξης: «Ἤ­τοι μέν πρώ­τι­στα Χά­ος γέ­νε­τ’· αὐ­τάρ ἔ­πει­τα | Γαῖ’ εὐ­ρύ­στερ­νος, πάν­των ἕ­δος ἀ­σφα­λές αἰ­εί | κτλ. ἠ­δ’ Ἔ­ρος». Ὅ­λα τά ὄν­τα ἔ­χουν τήν ἀρ­χή τους σ’ αὐ­τή τήν τριά­δα. Ἀ­πό τό Χά­ος γεν­νι­έ­ται τό σκο­τά­δι καί ἡ Νύ­χτα, ἀ­πό τό Σκο­τά­δι καί τή Νύ­χτα ὁ Αἰ­θέ­ρας καί ἡ Μέ­ρα. Ἡ Γῆ γεν­νᾶ τόν Οὐ­ρα­νό, τά Βου­νά καί τή Θά­λασ­σα : «Ἐκ Χά­ε­ος δ’ Ἔ­ρε­βός τέ μέ­λαι­να τε Νύξ ἐ­γέ­νον­το· | Νυ­κτός δ’ αὐ­τ’ Αἰ­θήρ τέ καί Ἡ­μέ­ρη ἐ­ξε­γέ­νον­το·| οὕς τέ­κε κυ­σα­μέ­νη Ἐ­ρέ­βει φι­λό­τη­τι μι­γεῖ­σα. | Γαῖ­α δέ τοι πρῶ­τον μέν ἐ­γεί­να­το ἴ­σον ἑ­ω­υ­τῇ | Οὐ­ρα­νόν ἀ­στε­ρο­ενθ’, ἵ­να μιν πε­ρί πά­σαν ἐ­έρ­γοι,| ὄ­φρ’ ἐ­ΐ­η μα­κά­ρεσ­σι θε­οῖς ἕ­δος ἀ­σφα­λές αἰ­εί. | Γεί­να­το δ’ Οὔ­ρε­α μα­κρά, θε­άν χα­ρί­εν­τας ἐ­ναύ­λους | Νύμ­φέ­ων, αἵ ναί­ου­σιν ἀ­ν’ οὔ­ρε­α βησ­σή­εν­τα. | Ἥ δέ καί ἄ­τρυ­γε­τον πέ­λα­γος τέ­κεν, οἴδ­μα­τι θυῖ­ον, | Πόν­τον».

Κα­τά τούς Ὀρ­φι­κούς φαί­νε­ται ὅ­τι τά πρῶ­τα ὄν­τα πού γεν­νή­θη­καν ἤ πού ἦ­ταν αἰ­ώ­νια, εἶ­ναι τό Χά­ος, ἡ Νύ­χτα, τό Σκο­τά­δι καί τά Τάρ­τα­ρα. Ἡ Νύ­χτα γέν­νη­σε ἕ­να αὐ­γό καί ἀ­πό αὐ­τό βγῆ­κε ὁ Ἔ­ρω­τας, πού ἑ­νώ­θη­κε μέ τό Χά­ος, και γέν­νη­σε τους Θε­ούς, τον Ὠ­κε­α­νό και τη γῆ. Στους «Ὄρ­νι­θες» τοῦ Ἀ­ρι­στο­φά­νη, 693 ἑπ. συ­ναν­τοῦ­με μιά πα­ρω­δί­α αὐ­τῆς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Χο­ρός α­πό που­λιά δι­η­γεῖ­ται τρα­γου­δών­τας : «Χά­ος ἦν καί Νύξ Ἔ­ρε­βός τε μέ­λαν πρῶ­τον καί Τάρ­τα­ρος εὐ­ρύς, | γῆ δ’ οὐ­δ’ ἀ­ήρ οὐ­δ’ οὐ­ρα­νός ἦν·Ἐ­ρέ­βους δ’ ἐν ἀ­πεί­ρο­σι κόλ­ποις | τί­κτει πρώ­τι­στον ὑ­πη­νέ­μιον Νύξ ἡ με­λα­νό­πτε­ρος ᾠ­όν, | ἕξ οὗ πε­ρι­τελ­λο­μέ­ναις ὥ­ραις ἔ­βλα­στεν Ἔ­ρως ὁ πο­θει­νός, | στίλ­βων νῶ­τον πτε­ρύ­γοιν χρυ­σαῖν, εἰ­κώς ἀ­νε­μώ­κε­σι δί­ναις. | Οὗ­τος δέ Χά­ει πτέ­ρό­εν­τι μι­γείς νυ­χί­ῳ κα­τά Τάρ­τα­ρον εὐ­ρύν | ἐ­νε­ότ­τευ­σεν γέ­νος ἡ­μέ­τε­ρον, καί πρῶ­τον ἀ­νή­γα­γεν εἰς φῶς. | Πρό­τε­ρον δ’ οὐκ ἦν γέ­νος ἀ­θα­νά­των, πρίν Ἔ­ρως ξυ­νέ­μει­ξεν ἅ­παν­τα· | ξυμ­μι­γνυ­μέ­νων δ’ ἑ­τέ­ρων ἑ­τέ­ροις γέ­νε­τ’ οὐ­ρα­νὁς ὠ­κε­α­νός τέ | καί γῆ πάν­των τέ θε­ῶν μα­κά­ρων γέ­νος ἄ­φθι­τον». Βα­σι­κά καί στούς Ὀρ­φι­κούς κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἀν­τί­λη­ψη πού ἐκ­φρά­ζε­ται στή «Θε­ο­γο­νί­α» τοῦ Ἡ­σι­ό­δου. Τό Χά­ος, πα­ρά­στα­ση τοῦ ἄ­πει­ρου χώ­ρου, βρί­σκε­ται καί ἐ­δῶ στό προ­οί­μιο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Ἡ Νύ­χτα, τό Σκο­τά­δι καί τά Τάρ­τα­ρα δέν εἶ­ναι πα­ρά εἰ­κό­νες συμ­πλη­ρω­μα­τι­κές τοῦ Χά­ους. Τό αὐ­γό τῶν Ὀρ­φι­κῶν, ὡς δεύ­τε­ρο ὄν με­τά τό Χά­ος, ἀν­τι­στοι­χεῖ στή Γῆ τοῦ Ἡ­σι­ό­δου, ἀ­φοῦ τό­σο το ἕ­να ὅ­σο καί τό ἄλ­λο ὑ­πο­δη­λώ­νουν τήν ἔν­νοι­α μί­ας πρώ­της μορ­φῆς τῆς ὕ­λης ἤ ἀρ­χῆς τα­ῆς ζω­ῆς. Καί ἀ­κο­λου­θεῖ ὡς ὑ­πο­δή­λω­ση τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἕλ­ξης, κοι­νός καί στίς δυ­ό δι­δα­σκα­λί­ες, ὁ Ἔ­ρω­τας, πού ἑ­νώ­νει τά πρῶ­τα ὄν­τα ἤ ἑ­νώ­νε­ται μέ αὐ­τά καί γεν­νᾶ τίς δυ­νά­μεις τοῦ κό­σμου καί ὅ­λο τόν κό­σμο.

Κα­τά τόν Ἐ­πι­με­νί­δη] ἄ­πο­σπ. 5 Diels, πρῶ­τα ἔ­γι­νε ὁ Ἀ­έ­ρας καί ἡ Νύ­χτα, ὕ­στε­ρα, ἀ­πό τό ζευ­γά­ρω­μά τους, τά Τάρ­τα­ρα, ὕ­στε­ρα δυ­ό Τι­τά­νες, πού ἑ­νώ- θη­καν καί ἔ­κα­ναν ἕ­να αὐ­γό, πη­γή ὅ­λης τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Στόν Ἀ­κου­σί­λα­ο, ἀ­πο­σπ. 1 Diels, τό Χά­ος εἶ­ναι πά­λι στήν ἀρ­χή τα­ῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Ἀ­πό αὐ­τό βγαί­νουν τό Σκο­τά­δι («Ἔ­ρε­βος») καί ἡ Νύ­χτα, καί ἀ­πό τήν ἕ­νω­σή τους ὁ Αἰ­θέ­ρας, ὁ Ἔ­ρω­τας καί ἡ δύ­να­μη τοῦ πνεύ­μα­τος («Μῆ­τις») καί ὕ­στε­ρα ὄ­λα τά ἄλ­λα ὄν­τα. Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι οἱ ἀ­πη­χή­σεις τῶν κο­σμο­γο­νι­κῶν μύ­θων στόν Ἐ­πι­με­νί­δη καί στόν Ἀ­κου­σί­λα­ο ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ραλ­λα­γές τοῦ μύ­θου τόν Ὀρ­φι­κῶν. Τό Χά­ος, τό αὐ­γό, ὁ Ἔ­ρω­τας εἶ­ναι οἱ ὅ­ροι τῆς ὀρ­φι­κῆς ἑρ­μη­νεί­ας. Χω­ρίς δυ­σκο­λί­α μπο­ροῦ­με νά ταυ­τί­σο­με ἀ­κό­μα καί τόν Ἀ­έ­ρα τοῦ Ἐ­πι­με­νί­δη μέ τό ὀρ­φι­κό Χά­ος, ἀ­φοῦ γιά κά­θε πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη τό­σο τό πρῶ­το ὅ­σο καί τό δεύ­τε­ρο ἐκ­φρά­ζουν τήν ἔν­νοι­α τοῦ κε­νοῦ χώ­ρου.

Κα­τά τό Φε­ρε­κύ­δη, ἀ­πο­σπ. 1 Diels, ὑ­πάρ­χουν τρί­α ὄν­τα αἰ­ώ­νια, ὁ Δί­ας, ὁ Χρό­νος καί ἡ Γῆ : «Ζάς μέν καί Χρό­νος ἦ­σαν ἀ­εί καί Χθο­νί­η». Ὁ Δί­ας παίρ­νει γυ­ναί­κα του τή Γῆ καί τῆς προ­σφέ­ρει ὡς γα­μή­λιο δῶ­ρο (ἀ­πο­σπ. 2) ἕ­ναν πέ­πλο, πού ὑ­φαί­νει ὁ ἴ­διος καί πού τόν δι­α­κο­σμεῖ κεν­τών­τας ἀ­πά­νω του τή στε­ριά καί τή θά­λασ­σα, δη­λα­δή ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο: «Τό­τε Ζᾶς ποι­εῖ φᾶ­ρος μέ­γα τέ καί κα­λόν καί ἐν αὐ­τᾧ ποι­κίλ­λει Γῆν καί Ὠ­γη­νόν καί τά Ὠ­γη­νοῦ δώ­μα­τα». Ἔ­τσι ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου στον Φε­ρε­κύ­δη ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ὡς ἔρ­γο τέ­χνης, βγαλ­μέ­νο ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἀρ­χή «Ζάς» τοῦ Φε­ρε­κύ­δη φαί­νε­ται να ἀ­πέ­χει πά­ρα πο­λύ ἀ­πό την ἀρ­χή «Χά­ος» τοῦ Ἡ­σι­ό­δου και τα­ῶν Ὀρ­φι­κῶν, ἀλ­λά αὐ­τό δεν εἶ­ναι ἀ­λή­θεια για­τί ὁ Συ­ρια­νός θε­λό­γος, ὅ­πως δεί­χνει ἡ μαρ­τυ­ρί­α 9 Diels, μέ τόν ὅ­ρο «Ζάς» έν­νο­εῖ βα­σι­κά τόν αἰ­θέ­ρα, τόν ὑ­πέρ­γει­ο ἐ­να­έ­ριο χῶ­ρο, πού γιά τήν πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη εἶ­ναι πα­ρά­στα­ση συγ­γε­νι­κή τοῦ Χά­ους. Ὡ­στό­σο ὑ­πάρ­χει ἕ­να νέ­ο στοι­χεῖ­ο στήν πρώ­τη ἀρ­χή τοῦ Φε­ρε­κύ­δη. Ὁ Δί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ μορ­φή πιό ὁ­ρι­σμέ­νη ἀ­πό τό Χά­ος, ἀ­φοῦ πρό­κει­ται γιά τό πρό­σω­πο τοῦ πιό με­γά­λου θε­οῦ τῶν Ἑλ­λή­νων καί ἀ­φή­νει νά ὑ­πο­δη­λω­θῆ γιά πρώ­τη φο­ρά ἡ ἔν­νοι­α μιάς πνευ­μα­τι­κῆς ἀρ­χῆς, ἐ­νέρ­γειας δη­μι­ουρ­γοῦ τοῦ κό­σμου. Νέ­ο στοι­χεῖ­ο πε­ρι­έ­χε­ται ἐ­πί­σης στήν πα­ρά­στα­ση τοῦ Χρό­νου, μο­λο­νό­τι ἡ πα­ρά­στα­ση αὐ­τή δέν εἶ­ναι ἄ­γνω­στη στόν ὀρ­φι­κό κύ­κλο.

Θά λέ­γα­με λοι­πόν ὁ­τι ὁ κο­σμο­γο­νι­κός μύ­θος στό Φε­ρε­κύ­δη ἀ­πο­τε­λεῖ κρά­μα ἀ­πό πο­λύ πα­λαι­ά καί πο­λύ νέ­α στοι­χεῖ­α, ἀ­φοῦ ἀ­πό τή μιά φαί­νε­ται νά κα­ταν­τᾶ πα­ρα­μύ­θι καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη νά προ­α­ναγ­γέλ­λει τή με­τά­βα­ση ἀ­πό τό μύ­θο στό λό­γο. Ὅ­μως ἡ ἀ­λή­θεια δέν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἔ­τσι, για­τί στήν ἐ­πο­χή πού ὁ Φε­ρε­κύ­δης συν­θέ­τει τή θε­ο­λο­γί­α του, οἱ πρῶ­τοι κο­σμο­λό­γοι, ὁ Θα­λῆς καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, ἔ­χουν ἡ­δη προ­η­γη­θῆ, ἑ­πο­μέ­νως ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη ἀ­πο­τε­λεῖ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ζω­ῆς. Ἔ­τσι ὁ θε­ο­λό­γος ἔ­χει τήν εὐ­χέ­ρεια νά δα­νεί­ζε­ται ἔν­νοι­ες ἀ­πό τίς πρω­το-ε­πι­στη­μο­νι­κές κα­τα­κτή­σεις τοῦ τό­που του καί νά τίς ντύ­νει μέ πρό­σω­πα μυ­θι­κά, γιά νά κά­νει μιά θε­ο­λο­γι­κή ποί­η­ση. Γι’ αὐ­τό ἡ ἀ­ξί­α τοῦ μύ­θου στό Φε­ρε­κύ­δη εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη. Ὡ­στό­σο μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι ἀ­πό αὐ­τή τήν προ­σμί­ξη τοῦ μυ­θι­κοῦ μέ τόν πρω­το-ε­πι­στη­μο­νι­κό λό­γο βγαί­νει μιά προ­ϋ­πο­τύ­πω­ση τοῦ «ἔ­νυ­λου εἴ­δους» τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας : Ἡ ἐ­νέρ­γεια στό πρό­σω­πο τοῦ Δί­α ζευ­γα­ρώ­νε­ται μέ τήν ὕ­λη στό πρό­σω­πο τῆς Γῆς καί τή ντύ­νει μέ τίς μορ­φές τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.

Τε­λευ­ταί­α στόν κό­σμο τῆς ἔ­ρευ­νας ση­μει­ώ­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρος ζῆ­λος στήν προ­σπά­θεια νά ἐ­ξη­γη­θῆ ἡ γέν­νη­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κο­σμο­λο­γί­ας μέ­σα ἀ­πό τόν πα­ρα­στα­τι­κό κύ­κλο αὐ­τῶν τῶν κο­σμο­γο­νι­κῶν μύ­θων τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ καί τοῦ ἐ­ξω­ελ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου. Ἔ­τσι ἀ­να­ζη­τοῦν σ’ αὐ­τούς τους μύ­θους τά σπέρ­μα­τα τῶν προ­βλη­μά­των καί τά στοι­χεῖ­α τῆς με­θό­δου τῆς προ­σω­κρα­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ἡ τά­ση αὐ­τή δι­και­ώ­νε­ται βέ­βαι­α ἀ­πό τήν ἀ­νἀγ­κη νά ἀ­ξι­ο­λο­γή­σο­με τό ὑ­πό­στρω­μα τῆς φι­λο­σο­φί­ας, νά γνω­ρί­σο­με τήν ἀ­φε­τη­ρί­α της, ἀλ­λά δέν ἑρ­μη­νεύ­ει κα­θαυ­τό τό φαι­νό­με­νο τῆς με­τά­βα­σης ἀ­πό τό μύ­θο στό λό­γο.

Ἐ­κεῖ­νο πού συ­χνά πα­ρα­θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πό τους νε­ό­τε­ρους ἐ­ρευ­νη­τές εἶ­ναι τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ὁ­μοι­ό­τη­τες τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν κο­σμο­λο­γι­κῶν θε­ω­ρι­ῶν μέ τίς κο­σμο­γο­νι­κές δο­ξα­σί­ες, ντό­πι­ες καί ξέ­νες, εἶ­ναι στήν ἐ­πι­φά­νεια, ὄ­χι στό βά­θος : Οἱ δο­ξα­σί­ες ἔ­χουν νά κά­νουν μέ πα­ρα­στά­σεις, ἐ­νῶ οἱ θε­ω­ρί­ες λει­τουρ­γοῦν με ἔν­νοι­ες, οἱ πρῶ­τες ἀ­πο­τε­λοῦν μυ­θι­κές ἐ­πι­νο­ή­σεις, ἐ­νῶ οἱ δεύ­τε­ρες συν­θέ­τουν λο­γι­κές ἐ­ξη­γή­σεις. Ἄν το στοι­χεῖ­ο τοῦ μύ­θου μό­νο του ἦ­ταν ἱ­κα­νό να γεν­νή­σει την ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη, θα ἔ­πρε­πε ὅ­λοι οἱ λα­οί τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου, ἀ­φοῦ εἶ­χαν μύ­θους να φτά­σουν και στη φι­λο­σο­φί­α. Ὅ­μως εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι οἱ ἀρ­χαῖ­οι λα­οί πρίν ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες δέν μπό­ρε­σαν νά ὁ­δη­γη­θοῦν πο­τέ σέ ἀ­φαί­ρε­σεις, γε­νι­κεύ­σεις καί ἀ­να­κά­λυ­ψεις φυ­σι­κῶν καί ἱ­στο­ρι­κῶν νό­μων. Ἔ­μει­ναν σέ ἐ­πι­δό­σεις πά­νω σέ ὁ­ρι­σμέ­νους πρα­κτι­κούς το­μεῖς τοῦ ἐ­πι­στη­τοῦ, με­τρή­σεις, ἀ­θροί­σεις καί γε­νι­κά ἐμ­πει­ρι­κές γνώ­σεις. Οἱ Ἕλ­λη­νες πῆ­ραν βέ­βαι­α ἀ­πό τούς λα­ούς τῆς Μέ­σης Ἀ­να­το­λῆς καί μυ­θο­λο­γι­κό ὑ­λι­κό καί πρα­κτι­κές γνώ­σεις, ἄ­γνω­στο ὅ­μως σέ ποι­ό βαθ­μό, ἀ­φοῦ δέν μπο­ροῦ­με νά ὑ­πο­λο­γί­σο­με τί εἶ­χαν κλη­ρο­νο­μή­σει ἄ­με­σα ἀ­πό τόν αἰ­γαῖ­ο πο­λι­τι­σμό. Ση­μα­σί­α πάν­τως ἔ­χει τό γε­γο­νός ὅ­τι τά στοι­χεῖ­α, πού πῆ­ραν οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­πό ἄλ­λους λα­ούς, τά ἐ­πε­ξερ­γά­στη­καν μέ τό δι­κό τους πνεῦ­μα, πού βα­σι­κά γνω­ρί­σμα­τά του εἶ­ναι ἡ σα­φή­νεια καί ὀ­ξυ­δέρ­κεια. Ἀ­πό αὐ­τη τή ζύ­μω­ση προ­έ­κυ­ψε ὁ ὀρ­θος λό­γος, πού ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὡς ἀ­φαί­ρε­ση καί θε­ώ­ρη­ση τοῦ ὅ­λου, ὡς τά­ση γιά γε­νί­κευ­ση, ὡς δι­α­μόρ­φω­ση τα­ῆς εἰ­κό­νας σέ ἔν­νοι­α καί ὡς δι­α­τύ­πω­ση νό­μων. Θά λέ­γα­με μα­ζί μέ τό Guthrie ὅ­τι ἄν ὁ Ἕλ­λη­νας τῆς ἀρ­χα­ϊ­κῆς πε­ρι­ό­δου κα­τα­τρι­βό­ταν μέ με­τρή­σεις καί πα­ρα­τη­ρή­σεις πά­νω σέ με­μο­νω­μέ­να θέ­μα­τα, ὡς τό­τε ὁ ἀ­να­το­λί­της καί ὅ­πως σή­με­ρα ὁ εἰ­δι­κός ἐ­πι­στή­μων, ἡ φι­λο­σο­φί­α δέν θά γεν­νι­ό­ταν πο­τέ! Δέν ξέ­ρει κα­νείς ἄν ἡ σα­φή­νεια τῶν γραμ­μῶν, πλα­στι­κό­τη­τα τῶν σχη­μά­των, ἡ δι­α­φά­νεια, ἡ κα­θα­ρό­τη­τα καί ἡ ἐ­πο­πτι­κό­τη­τα, πού εἶ­ναι γνω­ρί­σμα­τα τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου, δέν ἔ­γι­ναν μέ τόν και­ρό γνω­ρί­σμα­τα καί τοῦ νοῦ τῶν κα­τοί­κων του καί δέν τοῦ ἔ­δω­σαν τήν εὐ­χέ­ρεια σέ κά­ποι­α στιγ­μή τῆς ἱ­στο­ρί­ας του νά ἀ­να­στή­σει ἀ­πό τίς νε­φε­λο­γεν­νη­μέ­νες μυ­θι­κές μορ­φές τίς πλα­στι­κές ἔν­νοι­ες καί ἀ­πό τίς προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νες φυ­σι­κές δυ­νά­μεις τούς τε­τρά­γω­νους νό­μους τοῦ πνεύ­μα­τος.

Ἡ ἱ­στο­ρι­κή στιγ­μή πού συν­τε­λέ­στη­κε ἡ γέν­νη­ση τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου εἶ­ναι ὁ ἕ­κτος αἰ­ώ­νας. Προ­η­γή­θη­κε μα­κρό­χρο­νη ἐ­ξε­λι­κτι­κή δι­α­δι­κα­σί­α, πού τά ση­μά­δια της εἶ­ναι φα­νε­ρά καί μέ­σα στήν ἴ­δια τή μυ­θο­λο­γί­α τῶν Ἑλ­λή­νων. Πο­λύ πρίν ἐκ­δη­λω­θῆ ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη τους, οἱ Ἕλ­λη­νες βαθ­μια­ία φορ­τί­ζουν μέ λό­γο τούς μύ­θους, πού παίρ­νουν ἀ­πό τους ἄλ­λους λα­ούς, καί με τή σα­φή­νεια καί τήν ὀ­ξυ­δέρ­κεια τοῦ νοῦ τους προσ­δί­δουν σ’ αὐ­τούς πλα­στι­κό­τη­τα καί ἐ­πο­πτι­κό­τη­τα, ἄ­γνω­στη στήν ἐ­ξω­ελ­λη­νι­κή μορ­φή τους. Οἱ ἱ­στο­ρι­κοί ὅ­ροι τῆς δι­ερ­γα­σί­ας πού ὁ­δη­γεῖ τούς Ἕλ­λη­νες στήν ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι μέ­σα στήν ἐ­λευ­θε­ρί­α, πού γεν­νή­θη­κε στίς ἀν­θη­ρές πό­λεις τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν χρό­νων. Ἡ σκέ­ψη μέ­σα σ’ αὐ­τές λει­τουρ­γεῖ χω­ρίς τούς φραγ­μούς τοῦ δόγ­μα­τος καί ἡ γνώ­ση δέν φυ­λα­κί­ζε­ται πί­σω ἀ­πό τά ἀ­δι­α­πέ­ρα­στα τεί­χη ἑ­νός ἱ­ε­ρα­τεί­ου, ἀλ­λά προ­σφέ­ρε­ται στό λα­ό ὡς θεί­α δω­ρε­ά καί ἀ­νοί­γει τή λε­ω­φό­ρο τῆς ἐ­θνι­κῆς παι­δεί­ας του. Ἡ τά­ση γιά δι­α­φω­τι­σμό εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο αἰ­σθη­τή ἀ­κρι­βῶς στούς Ἕλ­λη­νες κο­σμο­λό­γους. Αὐ­τοί ἀ­πο­τολ­μοῦν γε­νι­κό­τε­ρα τό­σο ἀ­μεί­λι­κτη κρι­τι­κή τοῦ βα­σι­σμέ­νου στό μύ­θο γνω­σια­κοῦ, λα­τρευ­τι­κοῦ, κοι­νω­νι­κοῦ και πο­λι­τι­κοῦ κα­τε­στη­μέ­νου τῆς ἐ­πο­χής τους, ὥ­στε ὁ­ρι­σμέ­νοι του­λά­χι­στο ἀ­πό αὐ­τούς ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν δυ­σμέ­νει­ες και δι­ώ­ξεις. Στά κεί­με­νά τους ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­πό το μύ­θο πα­ρου­σι­ά­ζε­ται συν­τε­λε­σμέ­νη και ἔ­χει ἀρ­χί­σει ἤ­δη ἡ ἀν­τι­μα­χί­α ἐ­πι­στή­μης και μύ­θου πού θα συ­νε­χι­στή ὡς τό τέ­λος τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὡς ἀν­τί­θε­ση τῆς φαν­τα­σί­ας καί τῆς λο­γι­κής.

2. Ἡ θά­λασ­σα.

Ἡ προ­σπά­θεια γιά τόν προσ­δι­ο­ρι­σμό τῆς οὐ­σί­ας τοῦ κό­σμου καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῆς δο­μῆς του ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μέ τήν ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ πρώ­του ά­νά­με­σα στά στοι­χεῖ­α, πού συν­θέ­τουν τά σώ­μα­τα. Κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τῶν πρώ­των φι­λο­σό­φων αὐ­τή ἡ πρώ­τη ὕ­λη θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­πο­τε­λεῖ τή βά­ση ὄ­χι μό­νο γιά τή σύ­στα­ση τῶν σω­μά­των ἀλ­λά καί γιά τήν ὕ­παρ­ξη τῶν στοι­χεί­ων. Θά ἔ­πρε­πε δη­λα­δή νά ἀ­πο­τε­λεῖ τή στα­θε­ρή οὐ­σί­α, πού μο­λο­νό­τι ἀλ­λοι­ώ­νε­ται ποι­ο­τι­κά καί με­τα­μορ­φώ­νε­ται σέ ἄλ­λα στοι­χεῖ­α, πού μέ τήν προ­σμι­ξή τους γί­νε­ται ἡ σύν­θε­ση τῶν σω­μά­των, ὅ­μως μέ­νει αἰ­ώ­νια στό βά­θος ὁ­λων τῶν ὄν­των καί δέν φθεί­ρε­ται οὔ­τε μέ τήν ἀ­πο­σύν­θε­ση τῶν σω­μά­των οὔ­τε μέ τή με­τα­τρο­πή τῶν στοι­χεί­ων. Ὁ πρῶ­τος ἀ­να­βαθ­μός σ’ αὐ­τή τήν πο­ρεί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ στο­χα­σμοῦ εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ νε­ροῦ. Ὁ Θα­λῆς (πε­ρί­που 625-546) εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Δι­ο­γέ­νη τοῦ Λα­ερ­τί­ου 1.27= μάρ­τυ­ρία 1 Diels «ἀρ­χήν τῶν πάν­των ὕ­δωρ ὑ­πε­στή­σα­το».

Αὐ­τή ἡ πρώ­τη σύλ­λη­ψη, θε­ω­ρη­μέ­νη ἀ­πό τήν ὀ­πτι­κή γω­νί­α τοῦ τέ­λους τῆς φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας, φαί­νε­ται βέ­βαι­α ἁ­πλο­ϊ­κή καί σχε­δόν μυ­θι­κή, ἐν­σαρ- κώ­νει ὅ­μως μιά οὐ­σι­α­στι­κή δι­α­φο­ρά ἀ­π’ ὅ­λες τίς μέ­χρι τό­τε ἑρ­μη­νεί­ες τοῦ κό­σμου: Ἐ­κεῖ­νες ἔ­κα­ναν τήν ἀ­να­γω­γή τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων σέ μιά μορ­φή μυ­θι­κή, σ’ ἕ­να προ­σω­πι­κό θε­ό. Ὁ σο­φός της Μι­λή­του κά­νει τήν ἀ­να­γω­γή σέ μιά γυ­μνή φυ­σι­κή δύ­να­μη. Ἀ­πό τοῦ νά φαν­τά­ζε­ται κα­νείς, ὅ­πως ὁ Ὅ­μη­ρος (βλ. σέλ. 339) ὅ­τι ἡ ἀρ­χή τῶν ὄν­των βρί­σκε­ται στό πρό­σω­πο τοῦ Ὠ­κε­α­νοῦ μέ­χρι τοῦ νά συμ­πε­ραί­νει ὅ­τι αὐ­τή ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι τό ἴ­διο τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, ὑ­πάρ­χει βέ­βαι­α κά­ποι­α ἀ­πο­στα­ση. Οὐ­σι­α­στι­κά πρό­κει­ται γιά τήν πρώ­τη ἀ­πο­μύ­θω­ση τοῦ κό­σμου. Ἡ προ­η­γού­με­νη σκέ­ψη τοῦ ἀν­θρώ­που κα­τα­δυ­να­στευ­ό­ταν ἀ­πό τή δύ­να­μη τοῦ νε­ροῦ καί τή θε­ο­ποι­οῦ­σε. Τώ­ρα ὁ ἄν­θρω­πος δα­μά­ζει αὐ­τή τή δύ­να­μη, τήν ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ καί τῆς ἀ­να­γνω­ρί­ζει μιά ὁ­ρι­σμέ­νη θέ­ση μέ­σα στόν κό­σμο. Πρῶ­τα ὁ ἄν­θρω­πο, ἦ­ταν πιό κά­τω ἀ­πό τό νε­ρό, για­τί τό νε­ρό ἦ­ταν θε­ός. Τώ­ρα ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι πιό πά­νω ἀ­πό τό νε­ρό, για­τί τό νε­ρό εἶ­ναι σῶ­μα.

Ἴ­σως δέν θά ἦ­ταν ἄ­στο­χο νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει κα­νείς ὅ­τι αὐ­τή ἡ κα­τά­κτη­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος εἶ­ναι σχε­τι­κή μέ μιάν ἄλ­λη πού ἔ­χει προ­η­γη­θῆ, δη­λα­δή μέ τήν κα­τά­κτη­ση τῆς Με­σο­γεί­ου. Τήν ὥ­ρα πού ὁ Θα­λῆς ἀρ­θρώ­νει τό λό­γο του, οἱ Ἕλ­λη­νες ὁ­ρι­ζουν τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο ἀ­πό τόν Εῦ­ξει­νο Πόν­το ὡς τό Γι­βραλ­τάρ καί ἀ­πό τό δέλ­τα τοῦ Νεί­λου ὥς τή Μασ­σα­λί­α. Μό­νο ἡ πα­τρί­δα τοῦ Θα­λῆ ἔ­χει γί­νει μη­τέ­ρα ἐ­νε­νήν­τα πό­λε­ων στις ὄ­χθες τα­ῆς τε­ρά­στιας αὐ­τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς λί­μνης. Ὁ ἴ­διος ὁ ἀρ­χη­γός τα­ῆς ἑλ­λη­νι­κῆ­ε κο­σμο­λο­γί­ας ἔ­χει ἐ­πο­πτεί­α τοῦ με­γα­λεί­ου της, κα­θώς τα­ξι­δεύ­ει για να γνω­ρί­σει τη σο­φί­α τα­ῶν ἄλ­λων λα­ῶν. Ἀλ­λά ἡ πο­λι­τι­κή ὑ­πο­δο­μή αυ­τό­ῦ τοῦ πο­λι­τι­κοῦ κα­τωρ­θώ­μα­τος τοῦ ἀρ­χα­ϊ­κοῦ Ἕλ­λη­να δεν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ὥς ἐ­δῶ. Ἡ νέ­α κοι­νω­νι­κή τά­ξη, πού ἀ­νε­βαί­νει αὐ­τή τήν ἔ­πο­χη καί ἀμ­φι­σβη­τεῖ στούς γαι­ο­κτή­μο­νες τήν ἀ­πο­κλει­στι­κή δι­α­χεί­ρι­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας, ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό κα­ρα­βο­κυ­ραί­ους, ἐμ­πο­ρευ­ό­με­νους καί γε­νι­κά ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες, πού ἀν­τλοῦν τήν οἰ­κο­νο­μι­κή, ἑ­πο­μέ­νως καί τήν κοι­νω­νι­κή δύ­να­μή τους ἀ­πό τή θά­λασ­σα. Ἔ­τσι ἡ ση­μα­σί­α τοῦ ὑ­γροῦ στοι­χεί­ου δε­σπό­ζει στήν ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῆς νέ­ας κοι­νω­νί­ας τό­σο, ὥ­στε νά δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ψυ­χο­λο­γι­κές του­λά­χι­στο προῦ­πο­θέ­σεις προ­βο­λῆς της καί σέ ἐ­πί­πε­δο κο­σμο­λο­γι­κό. Ὁ Θα­λῆς το­πο­θε­τεῖ τόν ἑ­αυ­τό του στόν ἰ­δε­ο­λο­γι­κό χῶ­ρο ὄ­χι τῆς τά­ξης μέ τά προ­νό­μια τοῦ αἵ­μα­τος ἀλ­λά ἐ­κεί­νης πού τά δι­και­ώ­μα­τά της τά στη­ρί­ζει στήν ἐρ­γα­σί­α ἤ κα­λύ­τε­ρα στήν εὐ­φυί­α, στή βού­λη­ση καί στή φυ­σι­κή δύ­να­μη. Ἀ­πό τή σκο­πιά τῆς ἐ­πο­χῆς του ὁ Μι­λή­σιος σο­φός, ὅ­ταν βά­ζει τό νε­ρό «ἀρ­χήν τῶν πάν­των», συ­νει­δη­τά ἡ ἀ­συ­νεί­δη­τα, ἀ­δι­ά­φο­ρο, ὅ­μως κα­τα­θέ­τει μιά μαρ­τυ­ρί­α ἐ­νι­σχυ­τι­κή στόν ἀ­γώ­να τῆς νέ­ας κοι­νω­νί­ας. Ἡ θέ­ση του στό κο­σμο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα πο­λι­τι­κά ἑρ­μη­νεύ­ε­ται: Ὁ κό­σμος τῆς θά­λασ­σας ἔ­χει τόν πρῶ­το λό­γο, ὄ­χι ἡ τά­ξη τῶν κλη­ρο­νο­μι­κῶν κυ­ρί­ων τῆς γῆς. Καί ὅ­ταν, ὁ­πως θά δοῦ­με στή συ­νέ­χεια, ὁ Θα­λῆς ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι ἡ γῆ πλέ­ει σάν κα­ρά­βι πά­νω στή θά­λασ­σα, πά­λι σ’ αὐ­τή τή θέ­ση ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται ἡ ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῆς νέ­ας κοι­νω­νί­ας : Ὁ κό­σμος τῆς γῆς στη­ρί­ζε­ται στόν κό­σμο τῆς θά­λασ­σας.

Ἀ­πό κα­θα­ρά κο­σμο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη τώ­ρα θά πρέ­πει κα­νείς νά ἀ­να­ρω­τη­θῆ πῶς ὁ Θα­λῆς σκέ­φτη­κε νά αἰ­τι­ο­λο­γή­σει τά ὄν­τα μέ τό νε­ρό καί ὄ­χι μέ ἕ­να ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, «Τά με­τά τά Φυ­σι­κά» A 3, 983b 20 ἑπ. ὑ­πο­θέ­τει ὁ­τι ὁ Μι­λή­σιος ἔ­φτα­σε σ’ αὐ­το, πα­ρα­τη­ρών­τας ὅ­τι ἡ τρο­φή ὅ­λων τῶν ζων­τα­νῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν, ἡ θερ­μο­κρα­σί­α τους καί τά σπέρ­μα­τά τους ἔ­χουν φύ­ση ὑ­γρή, πράγ­μα πού ση­μαί­νει ὅ­τι μέ­σα τους ἔ­χουν νε­ρό : «Ἀλ­λά Θα­λῆς μέν ὁ τῆς τοια­ύτης ἀρ­χη­γός φι­λο­σο­φί­ας ὕ­δωρ φη­σίν εἶ­ναι κτλ., λα­βῶν ἴ­σως τήν ὑ­πο­λη­ψιν ταύ­την ἐκ τοῦ πάν­των ὁ­ρᾶν τήν τρο­φήν ὑ­γράν ὖ­σαν καί αὐ­τό τό θερ­μόν ἐκ τού­του γι­γνό­με­νον καί τού­τῳ ζῶν (τό δ’ ἐξ οὗ γί­γνε­ται, τοῦ­τ’ ἔ­στιν ἀρ­χή πάν­των), διά τέ δή τοῦ­το τήν ὑ­πό­λη­ψιν λα­βών ταύ­την καί διά τό πάν­των τά σπέρ­μα­τα τήν φύ­σιν ὑ­γράν ἔ­χειν τό δ’ ὕ­δωρ ἀρ­χή τῆς φύ­σε­ώς ἐ­στι τοῖς ὑ­γροῖς». Ἡ πι­θα­νό­τη­τα νά πλη­σιά­ζει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης τήν ἀ­φε­τη­ρια­κή σκέ­ψη τοῦ Θα­λῆ ἐ­νι­σχύ­ε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὁ­τι ἕ­νας συ­νε­χι­στής τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ σο­φοῦ τῆς Μι­λή­του στόν 5ο αἰ­ώ­να, ὁ Ἵπ­πων ὁ Ρη­γῖ­νος) μέ πα­ρα­τη­ρή­σεις τοῦ πά­νω στή φυ­σι­ο­λο­γί­α τοῦ ὀρ­γα­νι­σμοῦ ἐ­πι­χει­ρεῖ νά δώ­σει νέ­ο κύ­ρος στήν ἀρ­χή τοῦ νε­ροῦ. Ἔ­τσι ὁ Ἵπ­πων, σύμ­φω­να μέ τή μαρ­τυ­ρί­α 11 Diels, φαί­νε­ται νά πι­στεύ­ει ὅ­τι ὁ ὀρ­γα­νι­σμός ἔ­χει μιά δι­κή του ὑ­γρό­τη­τα, πού τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει τίς λει­τουρ­γί­ες τῶν αἰ­σθή­σε­ων καί τήν ἴ­δια τή ζω­ή καί ὅ­τι ὅ­ταν ἡ ὑ­γρό­τη­τα αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους βρί­σκε­ται στο βαθ­μό πού πρέ­πει, ὁ ὀρ­γα­νι­σμός ὑ­για­ίνει, ἐ­νῶ ὅ­ταν ἡ ὑ­γρό­τη­τα μει­ω­θεί ἤ χα­θεῖ, οἱ αἰ­σθή­σεις δεν λει­τουρ­γούν και ὁ ὀρ­γα­νι­σμός πε­θαί­νει: «Ἐν ἡ­μῖν οἰ­κεί­αν εἶ­ναι ὑ­γρό­τη­τα, κα­θ’­ἥν και αἰ­σθα­νό­με­θα και ᾖ ζῶ­μεν·ὅ­ταν μέν οὖν οἰ­κεί­ως ἔ­χῃ «τοια­ύτη ὑ­γρό­της, ὑ­για­ίνει το ζῷ­ον, ὅ­ταν δε ἀ­να­ξη­ραν­θῆ, ἀ­ναι­σθη­τεῖ το ζῷ­ον και ἀ­πο­θνῄ­σκει».

Γιά νά δοῦ­με σω­στά πῶς ὁ Θα­λῆς ἐν­νο­οῦ­σε τό ρό­λο τοῦ ὕ­γροῦ στοι­χεί­ου μέ­σα στόν κό­σμο, πρέ­πει νά στα­θοῦ­με στήν ἱ­στο­ρι­κή πε­ρι­ο­χή πρίν ἀ­πό τό σχη­μα­τι­σμό τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ στοι­χεί­ου καί τῆς δι­ά­κρι­σης τῆς ὕ­λης ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια, γε­γο­νό­τα πού ἀ­πο­τε­λοῦν κα­τα­κτή­σεις τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή γλώσ­σας. Στήν ἐ­πο­χή τοῦ Θα­λή ἡ λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου βρί­σκε­τα ἀ­κό­μα στό πρῶ­το στά­διο, δη­λα­δή ἐν­το­πί­ζε­ται στήν προ­σπά­θεια νά ἀ­φαι­ρε­θοῦν ἀ­πό τίς φυ­σι­κές δυ­νά­μεις τά θε­ϊ­κά προ­σω­πεῖ­α καί νά ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν τά μέ­ρη τοῦ κό­σμου κα­θαυ­τά. Ἔ­τσι ὁ Θα­λῆς ἐγ­κα­τα­λεί­πει τό εἴ­δω­λο τοῦ θε­οῦ Ὠ­κε­α­νοῦ ὡς πα­τέ­ρα ὅ­λων τῶν ὄν­των καί ἀ­να­γνω­ρί­ζει τόν ἴ­διο τόν Ὠ­κε­α­νό ὡς πη­γή τους. Στό ὑ­γρό σῶ­μα, πού οἱ Ἕλ­λη­νες ὀ­νο­μά­ζουν ὠ­κε­α­νό ἤ πόν­το ἤ θά­λασ­σα, ὡς τά χρό­νια τοῦ Θα­λῆ βλέ­πουν ὄ­χι τό στοι­χεῖ­ο τας φυ­σι­κῆς ἀλ­λά ἕ­να τμῆ­μα τοῦ κό­σμου. Σ’ αὐ­τό τό τμῆ­μα ὁ Θα­λῆς ἀ­να­γνω­ρί­ζε τήν πρω­το­πο­ρεί­α γιά τήν κα­τα­γω­γή καί τόν ἀ­παρ­τι­σμό τῆς φύ­σης. Ὁ Θα­λῆς δέν ἔ­χει ἀ­κό­μα ἰ­σχυ­ρι­στῆ ὅ­τι ἡ οὔ­σια ὅ­λων τῶν ὄν­των εἶ­ναι ἡ θά­λασ­σα, ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι θά­λασ­σα, κα­τά τόν τρό­πο πού δυ­ό γε­νι­ές ἀρ­γό­τε­ρα ὅ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἀ­πο­σπ. 30 Diels, θά κη­ρύ­ξει ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι φω­τιά. Ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι κοι­ταγ­μέ­νη ἀ­πό τό Θα­λή ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὡς μή­τρα τῆς ζω­ῆς καί ἴ­σως πιό γε­νι­κά ὡς πρῶ­το δο­μή­σι­μο ὑ­λι­κό τοῦ κό­σμου, ὄ­χι ὅ­μως ὡς λο­γι­κή ἀρ­χή, ὅ­πως ἑρ­μη­νεύ­ει ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή σχο­λή. Ἀ­κό­μα θά ἦ­ταν πρό­ω­ρο γιά τό Θα­λή νά ἔ­χει θε­ω­ρί­ες γιά τή δι­α­δι­κα­σί­α τοῦ με­τα­σχη­μα­τι­σμοῦ τῆς ὕ­λης, πού ὁ­δη­γεῖ στή δο­μή καί τή λει­τουρ­γί­α τοῦ κό­σμου, καί νά ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θῆ μέ ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­να προ­βλή­μα­τα τῆς φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ὡ­στό­σο ἡ ση­μα­σί­α τοῦ Θα­λῆ ὡς ἀρ­χη­γοῦ της ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας καί ἐ­πι­στή­μης δέν πρέ­πει γι’ αὐ­τό τό λό­γο οὔ­τε νά ἀ­γνο­η­θῆ οὔ­τε νά ὑ­πο­τι­μη­θή. Για­τί ὅ­σο εἶ­ναι ἀ­λή­θεια τό ὅ­τι ὁ πρῶ­τος συ­στη­μα­τι­κός νοῦς πά­νω στό πρό­βλη­μα τοῦ κό­σμου εἶ­ναι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος. ἄλ­λο τό­σο εἶ­ναι ἀ­λή­θεια καί αὐ­τό πού ἔ­χει ἤ­δη πα­ρα­τη­ρή­σει ὁ Popper, ὅ­τι δη­λα­δή ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος δί­νει ἀ­παν­τή­σεις σέ προ­βλή­μα­τα, πού κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο ἔ­χουν τε­θῆ ἀ­πό πρίν, δη­λα­δή ἀ­πό τό Θα­λῆ.

Ὁ Ἀ­έ­τιος 1,7,11 = μάρτ. 23 μᾶς κά­νει νά στα­θοῦ­με στή φρά­ση «δι­ή­κειν δέ καί διά τοῦ στοι­χει­ώ­δους ὑ­γροῦ δύ­να­μιν θεί­αν κι­νη­τι­κήν αὐ­τοῦ». Ἡ δι­α­τύ­πω­ση εἶ­ναι βέ­βαι­α πε­ρι­πα­τη­τι­κή, ἀλ­λά ὑ­πο­δη­λώ­νει τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ Μι­λή­σιος δέ­χε­ται τό φυ­σι­κό σῶ­μα, ὄ­χι σάν τό νε­κρό στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς με­τα­φυ­σι­κῆς ἀ­φαί­ρε­σης, στε­ρη­μέ­νο ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια, ἄλ­λα ὡς ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γεια μα­ζί. Θά ἡ­μα­στε πιό κον­τά καί στή γλώσ­σα καί στή σκέ­ψη τοῦ σο­φοῦ τα­ῆς Μι­λή­του ἄν λέ­γα­με σέ ὁ Θα­λῆς καί οἱ λοι­ποί ὑ­λο­ζω­ι­στές τό φυ­σι­κό σῶ­μα ὡς κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή. Πρό­κει­ται γιά τό ἀ­πό­σπα­σμα 30, πού ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι ὁ κό­σμος εἶ­ναι μιά πάν­τα ζων­τα­νή φω­τιά, «πῦρ ἀ­εί­ζω­ον». Κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του ἡ ζω­ή πού ὑ­πάρ­χει μέ­σα στή φω­τιά καί πού ἀ­πο­τε­λε­ΐ τή δη­μι­ουρ­γι­κή αἰ­τί­α τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου, δέν εἶ­ναι κά­τι πού ἔρ­χε­ται ἀ­π’ ἔ­ξω καί ζευ­γα­ρώ­νε­ται μέ τή φω­τιά οὔ­τε κά­τι πού ὀ­φεί­λει τήν ὕ­παρ­ξή του σέ κά­ποι­α ἄλ­λη κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή, για­τί μό­νη κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή εἶ­ναι ἡ φω­τιά· ἡ ζω­ή πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει μό­νι­μα τή φω­τιά εἶ­ναι σύμ­φυ­τη μέ αὐ­τήν καί ἀ­πο­τε­λοῦν ταυ­τό­τη­τα. Ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή δι­ά­κρι­ση τῆς ὕ­λης ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια γιά τή σκέ­ψη του­λά­χι­στο τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν χρό­νων εἶ­ναι ἔν­νοι­α ἀ­δι­α­νό­η­τη. Ἔ­τσι κα­τά τό «πῦρ ἄ­ει­ζω­ον» τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του δι­και­ού­μα­στε νά φαν­τα­στοῦ­με ἕ­να «ὕ­δωρ ἀ­εί­ζω­ον» τοῦ Θα­λή, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἕ­να «ἄ­πει­ρον ἀ­εί­ζω­ον» τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου καί ἕ­ναν «ἀ­έ­ρα ἀ­εί­ζω­ον» τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη.

Ἡ ἀ­που­σί­α κει­μέ­νου τοῦ Θα­λῆ μᾶς στε­ρεῖ τήν ἐ­πο­πτεί­α τοῦ λει­τουρ­γι­κοῦ ρό­λου, πού ὁ σο­φός ἀ­πο­δί­δει στό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο. Γιά νά πά­ρο­με μιά ἰ­δέ­α γι’ αὐ­το τό πράγ­μα, εἴ­μα­στε ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά κα­τα­φύ­γο­με πά­λι σέ φι­λο­σό­φους νε­ό­τε­ρους τοῦ Θα­λῆ. Σύμ­φω­να μέ τά «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, Β 1, 353b 6 ἑπ., ὁ μα­θη­τής τοῦ Θα­λῆ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, μάρτ. 27 Diels, δί­δα­σκε ὅ­τι ἡ γῆ ἦ­ταν κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη σκε­πα­σμέ­νη ἀ­πό τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, ὅ­τι ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι ὑ­πό­λειμ­μα ἐ­κεί­νου τοῦ ἀρ­χι­κοῦ ὕ­γροῦ καί ὅ­τι μέ τίς ἐ­ξα­τμί­σεις πού προ­κα­λεῖ ὁ ἥ­λιος κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ γῆ μπο­ρεῖ νά γί­νει στε­ριά. Αὐ­τη ἡ θέ­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου θά μπο­ροῦ­σε ἴ­σως νά θε­ω­ρη­θῆ ὡς πρώ­τη ἔν­δει­ξη τοῦ ρό­λου τοῦ ὑ­γροῦ στοι­χεί­ου κα­τά τή θε­ω­ρί­α τοῦ Θα­λῆ. Ἐ­ξάλ­λου ὁ Ξε­νο­φά­νης καί ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, πρῶ­τοι φι­λό­σο­φοι, πού ἀ­πό τό ἔρ­γο τους σώ­θη­καν κά­πως δι­ε­ξο­δι­κά ἀ­πο­σπά­σμα­τα, μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν μέ αὐ­το­λε­ξεί σω­ζό­με­νες προ­τά­σεις τους πά­νω στό ρό­λο τοῦ νε­ροῦ νά φαν­τα­στοῦ­με τήν ἔκ­θε­ση τοῦ Θα­λῆ σ’ αὐ­το τό ση­μεῖ­ο της. Κα­τά τό ἀ­πό­σπα­σμα 26 Farina τοῦ Ξε­νο­φά­νη ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι ἡ πη­γή τοῦ νε­ροῦ καί τοῦ ἀ­νέ­μου. Για­τί χω­ρίς τό με­γά­λο πόν­το, λέ­ει ὁ Ξε­νο­φά­νης, προ­ε­κτεί­νον­τας τήν ὁ­μη­ρι­κή ἀν­τί­λη­ψη («Ἰ­λιάς» Φ 195 ἑπ.), οὔ­τε τά σύν­νε­φα θά ὑ­πῆρ­χαν οὔ­τε τά ρεύ­μα­τα τῶν πο­τα­μῶν οὔ­τε ἀ­πό τον αἰ­θέ­ρα τό νε­ρό τῆς βρο­χῆς. Καί κα­τα­λή­γει: Ὁ με­γά­λος πόν­τος εἶ­ναι ὁ πα­τέ­ρας τῶν νε­φῶν καί τῶν ἀ­νέ­μων καί τῶν πο­τα­μῶν. Ἡ κεν­τρι­κή θέ­ση πού δί­νει στή θά­λασ­σα ὁ Ξε­νο­φά­νης δέν ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται μό­νο ἀ­πό αὐ­τό τό ἀ­πό­σπα­σμα ἀλ­λά καί ἀ­πό τή γε­νι­κό­τε­ρη θε­ω­ρί­α του (μάρτ. 32, 33, 38, 40 καί 43) ὅ­τι ἀ­κό­μα καί τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα σχη­μα­τί­ζον­ται ἀ­πό τίς ἀ­να­θυ­μιά­σεις τῆς θά­λασ­σας. Στη­ριγ­μέ­νος σ’ αὐ­τό τό προ­η­γού­με­νο ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, μιά γε­νιά νε­ό­τε­ρος τοῦ Ξε­νο­φά­νη, θά δώ­σει στή θά­λασ­σα ἀ­νά­λο­γη θέ­ση μέ­σα στή φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α του. Ἀ­πό τό ἀ­πό­σπα­σμα 31 τοῦ σο­φοῦ της Ἐ­φέ­σου μα­θαί­νου­με ὅ­τι το πρῶ­το σῶ­μα πού σχη­μα­τί­ζε­ται ἀ­πό το «ἀ­εί­ζῳ­ον πῦρ», θα λέ­γα­με ἀ­πό τη θερ­μι­κή έ­νέρ­γεια τοῦ σύμ­παν­τος, εἶ­ναι ἡ θά­λασ­σα· ‘πό το σῶ­μα της θά­λασ­σας το μι­σό γί­νε­ται στε­ριά και το ἄλ­λο μι­σό θύ­ελ­λες ἤ πύ­ρι­να ρεύ­μα­τα, πού, μπο­ρού­με να συμ­πλη­ρώ­σου­με, γεν­νοῦν οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα και φαι­νό­με­να. Και στους δύ­ο λοι­πόν ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ ἀρ­χα­ϊ­κοῦ δι­α­φω­τι­σμοῦ ἡ θά­λασ­σα κρα­τᾶ μιά τό­σο κεν­τρι­κή θέ­ση, πού δέν θά ἦ­ταν ἄ­στο­χο νά ἑρ­μή­νευ­τῆ ὡς ἀ­να­λαμ­πή τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ πρώ­του κο­σμο­λό­γου. Καί ἐ­πει­δή καί οἱ δύ­ο φι­λό­σο­φοι, πού τά λό­για τους ἐ­πι­κα­λε­στή­κα­με, μι­λοῦν ὄ­χι γιά νε­ρό ἤ γιά ὑ­γρό ἀλ­λά γιά θά­λασ­σα ὡς πρῶ­το φυ­σι­κό μέ­γε­θος, φτά­νο­με στή σκέ­ψη ὁ­τι καί ὁ Θα­λῆς, αὐ­τός ὁ ἀ­πο­λο­γητ τοῦ κό­σμου τῆς θά­λασ­σας, ἀ­κρι­βῶς τή «θά­λασ­σα», ὄ­χι τό «ὕ­δωρ» ἡ τό «ὑ­γρόν», εἶ­πε ἀρ­χή τῶν ὄν­των.

Ἀ­πο­μέ­νει νά σχη­μα­τί­σο­με γνώ­μη γύ­ρω ἀ­πό τό κο­σμο­εί­δω­λο τοῦ Θα­λῆ. Καί ἐ­δῶ ὅ­μως οἱ μαρ­τυ­ρί­ες εἶ­ναι φτω­χές, ἄν καί, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά ἐ­πι­δό­σεις τοῦ σο­φοῦ σέ με­μο­νω­μέ­να προ­βλή­μα­τα τῆς ἀ­ριθ­μη­τι­κῆς καί τῆς γε­ω­με­τρί­ας, τῆς μη­χα­νι­κῆς καί τῆς ἀ­στρο­νο­μί­ας, εἶ­ναι μᾶλ­λον φλύ­α­ρες καί ἴ­σως τοῦ ἀ­πο­δί­δουν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ ὅ­σα σκέ­φτη­κε. Ἄν δέν μᾶς ἀ­πα­τᾶ ὁ δο­ξο­γρά­φος Ἀ­έ­τιος 2,13,1 = μάρτ. 17a καί 3,11,1 = μάρτ. 15, ὁ Θα­λῆς πί­στευ­ε ὁ­τι ὁ­λα τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα ἔ­χουν φύ­ση ὅ­μοι­α μέ τή φύ­ση τῆς γῆς ἀλ­λά εἶ­ναι σέ δι­ά­πυ­ρη κα­τά­στα­ση, καί ὅ­τι στό κέν­τρο τοῦ οὐ­ρά­νιου χώ­ρου βρί­σκε­ται ἡ γῆ. Ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τή γῆ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἐμ­πνέ­ει ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή μαρ­τυ­ρί­α, «Πε­ρί οὐ­ρα­νοῦ» Β 13. 294a 28 ἔπ. = μαρτ. 14 ὅ­τι ὁ Θα­λῆς τή φαν­τα­ζό­ταν νά πλέ­ει σάν κα­ρά­βι πά­νω στό νε­ρό : «Ἐ­φ’ ὕ­δα­τος κεῖ­σθαι. Τοῦ­τον γάρ ἀρ­χαι­ο­τα­τον πα­ρει­λή­φα­μεν τόν λό­γον, ὅν φα­σιν εἰ­πεῖν Θα­λῆν τόν Μι­λή­σιον ὡς διά τό πλω­τήν εἶ­ναι μι­έ­νου­σαν ὥ­σπερ ξύ­λο­νἤ­ἡ τί τοι­οῦ­τον ἕ­τε­ρον». Ἡ θέ­ση αὐ­τή, μό­λο πού ἠ­χεῖ πα­ρά­δο­ξα καί φαί­νε­ται ἁ­πλο­ϊ­κή ἤ ἀ­κό­μα καί μυ­θι­κή, ὄ­χι μό­νο ἐ­ναρ­μο­νί­ζε­ται ἀ­πό­λυ­τα μέ τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ νε­ροῦ ὡς πρώ­του δο­μή­σι­μου ὕ­λι­κοῦ τοῦ κό­σμου, ἀλ­λά καί ἀ­πο­τε­λεῖ βῆ­μα στόν ἀ­γώ­να γιά τήν ἀ­πο­μύ­θω­ση τοῦ κο­σμο­ει­δώ­λου τῶν Ἑλ­λή­νων. Τό πράγ­μα παίρ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρη κα­θα­ρό­τη­τα, ὁ­ταν θυ­μη­θοῦ­με τούς στί­χους ἅ 52-54 τῆς «Ὀ­δυσ­σεί­ας», ὁ­που ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ ἀρ­χαι­ό­τε­ρη ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη γι’ αὐ­τό τό θέ­μα : Ἡ γῆ μα­ζί μέ τόν οὐ­ρα­νό στη­ρί­ζε­ται δυ­ό κο­λό­νες, πού τίς ση­κώ­νει ὁ Ἄ­τλας. Λέ­γον­τας ὁ Θα­λῆς ὁ­τι ἡ γῆ ἀ­κουμ­πᾶ στή θά­λασ­σα, ἀ­νοί­γει τό δρό­μο γιά νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει σέ λί­γο ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (βλ. σέλ. 352) ὁ­τι ἡ γῆ δέν στη­ρί­ζε­ται που­θε­νά. Στήν ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς θε­ω­ρί­ας ὁ­τι ἡ γῆ ἀ­κουμ­πᾶ στή θά­λασ­σα ἀ­να­κα­λύ­πτο­με ποι­κί­λους μέ­σο­γεια­κούς μύ­θους γιά χῶ­ρες ἡ νη­σιά πού πλέ­ουν (π.χ. ἡ Δῆ­λος), καί εἰ­δι­κώ­τε­ρα τή γνω­στή ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο, «Ἰ­λιάς» Σ 607, ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι ἡ γῆ εἶ­ναι ζω­σμέ­νη γύ­ρω τρι­γύ­ρω ἀ­πό τόν Ὠ­κε­α­νό, ἀν­τί­λη­ψη πού μέ τή σει­ρά της ἀ­νά­γε­ται σέ ἀ­να­το­λι­κά προ­τυ­πα, καί ἀρ­κεῖ γι’ αὐ­τό νά φέ­ρει κα­νείς στό νοῦ του τούς στί­χους τοῦ Δαυ­ίδ 23,3 «αὐ­τός [sc. ὁ κύ­ριος] ἐ­πί θα­λασ­ςῶν ἐ­θε­με­λί­ω­σεν αὐ­τήν[sc. Την γῆν» και 135,6 «τῷ στε­ρώ­σαν­τι[sc. Κυ­ρί­ῳ] την γῆν ἐ­πί τῶν ὑ­δά­των».

Πα­ρα­δό­σεις, ὅ­πως αὐ­τές, ὅ­τι ὁ Θα­λῆς ἐ­χώ­ρι­σε «την τοῦ παν­τός οὐ­ρα­νοῦ σφαῖ­ραν εἰς κύ­κλους πέν­τε, οὕ­στι­νας προ­σα­γο­ρεύ­ου­σι ζώ­νας» (Ἀ­έ­τιος 2, 12,1 = μάρτ. 13c), ὅ­τι «πρῶ­τος τό τοῦ ἡ­λί­ου μέ­γε­θος (τοῦ ἡ­λια­κοῦ κύ­κλου ὥ­σπερ καί τό τῆς σε­λή­νης μέ­γε­θος) τοῦ σε­λη­ναί­ου ἑ­πτα­κο­σι­ο­στόν καί εἰ­κο­στόν μέ­ρος ἀ­πε­φή­να­το» (Δι­ο­γέ­νης 1,24= μάρτ. 1), ὅ­τι «πρῶ­τος ἔ­φη ὑ­πό τοῦ ἡ­λί­ου φω­τί­ζε­σθαι τήν σε­λή­νην» (Ἀ­έ­τιος 2,27,5= μάρτ. 17b), ὅ­τι «εὗ­ρε τόν ἥ­λιον ἐ­κλεί­πειν ἐξ ὑ­πο­δρο­μής σε­λή­νης» («Σχό­λια εἰς Πλά­τω­νος Πο­λι­τεί­αν» 600a = μάρτ. 3), ὅ­τι προῦ­πο­λό­γι­σε τήν ἡ­λια­κή ἔ­κλει­ψη τῆς 28ης Μα­ΐ­ου 584 (μάρτ. 5), ὅ­τι μέ­τρη­σε τό ὕ­ψος τῶν πυ­ρα­μί­δων «τήν βα­κτη­ρί­αν στή­σας ἐ­πί τῷ πέ­ρα­τι τῆς σκιᾶς ἥν ἡ πυ­ρα­μίς ἐ­ποί­ει, γε­νο­μέ­νων τῇ ἐ­πα­φῇ της ἀ­κτῖ­νος δυ­οῖν τρι­γώ­νων» (Πλού­ταρ­χος, «Συμ­πό­σιον» 2,147a = μάρτ. 21) καί ὅ­τι με­τα­τό­πι­σε τήν κοί­τη τοῦ πο­τα­μοῦ Ἄ­λυ, γιά νά πε­ρά­σει ὁ στρα­τός τοῦ Κροί­σου (Ἡ­ρό­δο­τος 1,75= μάρτ. 6), μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν νά φαν­τα­στοῦ­με ὅ­τι ἐ­πε­ξερ­γά­στη­κε τίς γνώ­σεις πού πῆ­ρε «εἰς Αἴ­γυ­πτον ἐλ­θών» (Πρό­κλος, «Εἰς τό πρῶ­τον τῶν Εὐ­κλεί­δου στοι­χεί­ων» 65,3 = μάρτ. II) καί ὅ­τι οἰ­κο­δό­μη­σε εὐ­ρύ βά­θρο γνω­ρι­μί­ας τοῦ κό­σμου, γιά νά στη­ρί­ξει ἐ­πά­νω του τή φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α του, τήν πρώ­τη θε­ω­ρη­τι­κή στιγ­μή τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ

3. Τό ἀ­πέ­ραν­το.

Τό κο­σμο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα πού ἐγ­και­νί­α­σε ὁ Θα­λῆς εἶ­χε τή συ­νέ­χειά του στό μα­θη­τή καί συμ­πο­λί­τη του Ἀ­να­ξί­μαν­δρο (πε­ρί­που 610-546). Ὁ δεύ­τε­ρος ὑ­λο­ζω­ι­στής φαί­νε­ται νά ἀ­να­ζή­τη­σε τή φυ­σι­κή ἀρ­χή τοῦ κό­σμου σέ πλαί­σια εὐ­ρύ­τε­ρα ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς θά­λασ­σας. Στό αἴ­τη­μά του αὐ­τό μπο­ροῦ­σαν νά ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν κυ­ρί­ως οἱ πα­ρα­στά­σεις τοῦ χά­ους, τοῦ αἰ­θέ­ρα καί τοῦ ἀ­έ­ρα, πού δέ­σπο­ζαν στήν ἐ­πο­χή του, κα­θώς φαί­νε­ται ἀ­πό τά κεί­με­να τοῦ Ἡ­σι­ό­δου, τῶν Ὀρ­φι­κῶν, τοῦ Ἐ­πι­με­νί­δη καί τοῦ Φε­ρε­κύ­δη (βλ. σέλ. 339-341). Μέ τίς πα­ρα­στά­σεις αὐ­τές τό ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα εἶ­χε τήν πρώ­τη του ἐ­νο­ρα­ση τοῦ δι­α­στη­μι­κοῦ γώ­ρου. Μπρο­στά στήν ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη του στά­θη­κε καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος καί ὅ­ρι­σε τήν ἀρ­χή τοῦ κό­σμου μέ τόν ὅ­ρο τοῦ Ἀ­πέ­ραν­του.

Τό νό­η­μα πού ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἔ­δι­νε στόν ὅ­ρο, πού ὁ ἴ­διος ἐ­σχη­μά­τι­σε, οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό οὐ­δέ­τε­ρο τοῦ ἐ­πι­θέ­του «ἄ­πει­ρος», ἀ­πο­τέ­λε­σε πρό­βλη­μα τό­σο γιά τούς ἀρ­χαί­ους ὅ­σο καί γιά τούς νε­ο­τέ­ρους. Ἔ­τσι δό­θη­καν στόν ὅ­ρο ποι­κί­λες ἑρ­μη­νεῖ­ες, ἀν­τλη­μέ­νες δυ­στυ­χῶς ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τή γλώσ­σα τῆς φυ­σι­κῆς. Ἄν ὅ­μως ἡ ἑρ­μη­νεί­α προ­σα­να­το­λι­στῆ μέ ἀ­κρί­βεια στόν νο­η­μα­τι­κό πε­ρί­γυ­ρο τῆς ἰ­ω­νι­κῆς φυ­σι­κῆς, ὁ προ­βλη­μα­τι­σμός δέν δι­και­ο­λο­γεῖ­ται. Οἱ Ἴ­ω­νες, ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στό φλέ­γον­ταν ἀ­πό την έ­πι­θυ­μία να ἐ­ξα­κρι­βώ­σουν την ὕ­λη και τη σύ­στα­ση τοῦ κό­σμου και οἱ ἀρ­χές τα­ῆς φυ­σι­κῆς θε­ω­ρί­ας τους εἶ­ναι μό­νο σώ­μα­τα: Θά­λασ­σα, ἀ­έ­ρας, φω­τιά, δη­λα­δή ἔν­νοι­ες χώ­ρου-ὄγ­κου. Με ποι­ο δι­καί­ω­μα λοι­πόν θα δί­να­με στην ἀρ­χή τοῦ δεύ­τε­ρου κο­σμο­λό­γου τῆς Μι­λή­του ἕ­να νό­η­μα δι­α­φο­ρε­τι­κό; Θε­σπί­ζον­τας ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος τόν ὅ­ρο «ἄ­πει­ρον» ὡς ἀρ­χή τοῦ κό­σμου, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν να πρό­σφε­ρε τούς σύγ­χρο­νούς του ἕ­να νό­η­μα λι­γό­τε­ρο προ­σι­τό ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού ἐγ­κλεί­ουν οἱ ὅ­ροι θά­λασ­σα, ἀ­έ­ρας, φω­τιά. Ἔ­τσι τό «ἄ­πει­ρον» μό­νο τήν κοι­νή ση­μα­σί­α τοῦ ἀ­πέ­ραν­του, δη­λα­δή ἀ­προ­σμέ­τρη­του χώ­ρου-ὄγ­κου μπο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νευ­τῆ. Ἄλ­λω­στε τή ση­μα­σί­α αὐ­τή καί μό­νο δι­και­ο­λο­γεῖ ἡ φι­λο­σο­φι­κή γλώσ­σα τοῦ ἕ­κτου αἰ­ώ­να, κα­θώς βγαί­νει ἀ­πό τή χρή­ση τοῦ ὅ­ρου στούς πιό κον­τι­νούς στόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο, δη­λα­δή στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη μάρτ. 6 Diels, καί στόν Ξε­νο­φά­νη, ἄ­πο­σπ.28 Diels (πρβλ. Εὐ­ρι­πί­δη, ἀ­πό­σπ. 941,1 Nauck, καί Λεύ­κιπ­πο, μάρτ. 1 καί 24 Diels). Ἄ­πει­ρο, χά­ος, ἀ­χα­νές ἀ­κό­μα ἀ­έ­ρας καί αἰ­θέ­ρας, εἶ­ναι ἔν­νοι­ες σχε­δόν ταυ­τό­ση­μες στήν πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη. Μέ ἄλ­λα λό­για, ὅ­πως ὁ Θα­λῆς ἀ­πο­μυ­θώ­νει τόν ὁ­μη­ρι­κό Ὠ­κε­α­νό, ἔ­τσι καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀ­πο­μυ­θώ­νει τό ἡ­σι­ό­δει­ο Χά­ος. Καί ὁ μα­θη­τής τοῦ πρώ­του κο­σμο­λό­γου τῆς Μι­λή­του ἀ­φαι­ρεῖ ἕ­να θε­ϊ­κό προ­σω­πεῖ­ο καί ἀ­πο­λύ­πτει ἕ­να γυ­μνό φυ­σι­κό μέ­γε­θος. Ἡ ἀ­πο­μύ­θω­ση θά συ­νε­χι­στή, κα­θώς θά πε­ρι­γρά­φον­ται τά γνω­ρί­σμα­τα τοῦ ἀ­πέ­ραν­του. Σύμ­φω­να με τά ἀ­πο­σπά­σμα­τα 2 καί 3 τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου τό ἀ­πέ­ραν­το εἶ­ναι «ἀ­γή­ρω» «ἀ­θά­να­τον» καί «ἀ­νώ­λε­θρον». Τέ­τοι­ες ἰ­δι­ό­τη­τες κο­σμοῦ­σαν ὡς τώ­ρα μό­νο τή θε­ο­τη­τα. Ἀ­πό τώ­ρα καί ἔ­πει­τα στήν ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη θά συν­θέ­τουν τήν ἔν­νοι­α τῆς ἀ­φθαρ­σί­ας τῆς ὕ­λης.

Πῶς ἀ­πό τό ἀ­πέ­ραν­το ἐ­ξη­γεῖ­ται ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ σύμ­παν­τος κα­τά τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου, τό ξέ­ρο­με μέ κά­ποι­α σχε­τι­κή σα­φή­νεια μό­νο ἀ­πό μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ψευ­δό-Πλου­τάρ­χου, «Στρω­μα­τεῖς» 2 = μάρτ. 10. Σύμ­φω­να με αὐ­τήν ἀ­πό τό ἀ­πέ­ραν­το ἀ­πο­χω­ρί­στη­κε τό σπέρ­μα τοῦ θερ­μού και τοῦ ψυ­χροῦ, πού ἐ­δῶ πρέ­πει νά νο­η­θοῦν ὡς οὐ­σί­ες, ὄ­χι ὡς ποι­ό­τη­τες· ἀ­πό αὐ­τές τίς δυ­ό ἀν­τί­θε­τες οὐ­σί­ες σχη­μα­τί­στη­κε στόν ἀ­έ­ρα ἡ κα­λύ­τε­ρα, ὅ­πως ἐν­νο­οῦ­με ἐ­μεῖς, στόν κε­νό γῶ­ρο γύ­ρω ἀ­πό τή γῆ, δη­λα­δή τό κέν­τρο τοῦ κό­σμου κα­τά τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο, μιά πύ­ρι­νη σφαί­ρα, ὅ­πως στο δέν­δρο ὁ φλοι­ός, ὅ­ταν αὐ­τό τό πε­ρί­βλη­μα ἔ­σκα­σε καί τά κομ­μά­τια τῆς πύ­ρι­νης μά­ζας ἐ­κτο­ξεύ­τη­καν στό δι­ά­στη­μα καί πε­ρι­κλεί­στη­καν σέ σφαῖ­ρες, ἀ­πο­τε­λέ­στη­καν ὁ ἥ­λιος, ἡ σε­λή­νη καί τά ἄ­στρα : «Φη­σί δέ τό ἐκ τοῦ ἀι­δί­ου γό­νι­μον θερ­μοῦ τέ καί ψυ­χροῦ κα­τά τήν γέ­νε­σιν τοῦ­δε τοῦ κό­σμου ἀ­πο­κρι­θῆ­ναι καί τι­να ἐκ τού­του φλο­γός σφαί­ραν πε­ρι­φυ­ῆ­ναι τῷ πε­ρί τήν γῆν ἀ­έ­ρι ὡς τῷ δέν­δρῳ φλοι­όν· ἧ­στι­νος ἀ­πορ­ρα­γεί­σης καί εἴς τι­νας ἀ­πο­κλει­σθεί­σης κύ­κλούς ὑ­πο­στῆ­ναι τόν ἥ­λιον καί τήν σε­λή­νην καί τούς ἀ­στέ­ρας». Ἐ­δῶ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή πα­ρά­δο­ση, μάρτ. 17, προ­σγρά­φει στόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο τήν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι μέ τόν πα­ρα­πά­νω τρό­πο γεν­νι­οῦν­ται ἀ­πό τό ἀ­πέ­ραν­το ἀ­με­τρη­τα ἡ­λια­κά συ­στή­μα­τα, πού ὑ­πάρ­χουν ό­χι μό­νο δι­α­δο­χι­κά ἀλ­λά και ταυ­τό­χρο­να. Ἔ­τσι ἐμ­φα­νί­ζει τον Ἀ­να­ξί­μαν­δρο ὡς πρό­δρο­μο τα­ῶν Ἀ­το­μι­κῶν στη θε­ω­ρί­α τοῦ ἄ­πει­ρου πλή­θους κό­σμων. Ὁ Cornfordκά­νει πο­λύ ἀμ­φί­βο­λο το κύ­ρος αύ­τῆς τῆς πα­ρά­δο­σης, κα­θώς δεί­χνει ὅ­τι στον αἰ­ώ­να τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου ἡ προ­σπά­θεια τῶν Ἑλ­λή­νων δέν ἦ­ταν ἀ­κό­μα και­ρός νά ξε­πε­ρά­σει τή φι­λο­δο­ξί­α του νά ἐ­ξη­γή­σει τή σύ­στα­ση τοῦ δε­δο­μέ­νου καί μο­να­δι­κοῦ κό­σμου τῆς ἐμ­πει­ρί­ας.

Ἀ­πό τό πρῶ­το ἀ­πο­σπα­σμα τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου μα­θαί­νο­με ὅ­τι κά­θε φυ­σι­κό ὄν ὀ­φεί­λει τήν ὕ­παρ­ξή του σέ δο­μή­σι­μα ὑ­λι­κά πού ἀ­φαί­ρε­σε ἀ­πό ἄλ­λα φυ­σι­κά ὄν­τα καί ὅ­τι μέ τόν ἀ­φα­νι­σμό του ἐ­πι­στρέ­φει αὐ­τά τά ὑ­λι­κά στά ὄν­τα, πού τά ἔ­χα­σαν, δι­α­δι­κα­σί­α πού ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πό τό νό­μο τῆς ἀ­νάγ­κης· δη­λα­δή τά ὄν­τα τι­μω­ροῦν­ται καί πλη­ρώ­νουν ἀ­μοι­βαί­α καί σύμ­φω­να μέ τή χρο­νι­κή τά­ξη γιά τήν ἀ­μοι­βαί­α ἀ­δι­κί­α πού ἔ­χουν κά­νει, προ­κα­λών­τας μέ τή γέν­νη­σή τους τό θά­να­το ἄλ­λων ὄν­των :«Ἐξ ὧν δέ ἡ γέ­νε­σίς ἐ­στι τοῖς οὖ­σι, καί τήν φθο­ράν εἰς ταῦ­τα γί­νε­σθαι κα­τά τό χρε­ῶν δι­δό­ναι γάρ αὐ­τά δί­κην καί τί­σιν ἀλ­λή­λοις της ἀ­δι­κί­ας κα­τά τήν τοῦ χρό­νου τά­ξιν». Τό κεί­με­νο αὐ­τό φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι τό ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα ἔ­χει ἡ­δη κα­τα­κτή­σει ὁ­ρι­σμέ­νες ἔν­νοι­ες, βα­σι­κές γιά τή θε­ω­ρί­α τῆς φύ­σης : Τήν ἔν­νοι­α, ὄ­χι πιά τήν πα­ρά­στα­ση, τα­ῆς ἀ­νάγ­κη­ς’)(«χρε­ών»), τήν ἔν­νοι­α τῆς σχέ­σης(«ἀλ­λή­λοις») καί τήν ἔν­νοι­α τῆς τά­ξης τῶν πραγ­μά­των μέ­σα στό χρό­νο («κα­τά τήν τοῦ χρό­νου τά­ξιν»). Ὁ νό­μος τῆς με­τα­βο­λῆς αἰ­τι­ο­λο­γεῖ­ται ἐ­δῶ ἀ­κό­μα μέ ἔν­νοι­ες τῆς ἠ­θι­κῆς: Ἡ γέ­νε­ση κά­θε ὄν­τος συμ­βαί­νει μέ τήν ἐ­ξόν­τω­ση ἕ­νος ἄλ­λου· ἔ­τσι κά­θε ὄν βα­ρύ­νε­ται ἀ­πό τή γέν­νη­σή του μέ ἕ­να ἔγ­κλη­μα, πού τι­μω­ρεῖ­ται μέ θά­να­το. Τό ὄν θά φθα­ρῆ καί θά πα­ρα­χω­ρή­σει τή θέ­ση του σέ κά­ποι­ο ἄλ­λο, ὅ­πως τό ἴ­διο μέ τή γέν­νη­σή του πῆ­ρε τή θέ­ση κά­ποι­ου προ­η­γού­με­νου. Ἡ γέν­νη­ση λοι­πόν εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα, ὁ θά­να­τος τι­μω­ρί­α. Δύ­ο γε­νι­ές ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Ἕλ­λη­νας θά μπο­ρεῖ νά δι­α­τυ­πώ­σει αὐ­τή τή δι­α­δι­κα­σί­α μέ τή γλώσ­σα τῆς φυ­σι­κῆς. Ἔ­τσι ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἀ­πο­σπ. 36 θά πεῖ: «Ψυ­χή­σιν θά­να­τος ὕ­δωρ γε­νέ­σθαι, ὕ­δα­τι δέ θά­να­τος γῆν γε­νέ­σθαι κτλ.» Ή, ἀ­κό­μα κα­λύ­τε­ρα, ἀ­πό­σπ. 31 : «Πυ­ρός τρο­παί πρῶ­τον θά­λασ­σα, θα­λάσ­σης δέ τό μέν ἥ­μι­συ γῆ, τό δέ ἥ­μι­συ πρη­στήρ». Ἐ­κεῖ­νο ὁ­μως πού ἔ­γει με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, ὅ­πως πα­ρα­τή­ρη­σε ὁ Vlastos, ἔ­χει φτά­σει στήν ἰ­δέ­α ἕ­νος νό­μου αὐ­τορ­ρυθ­μι­ζό­με­νης ἰ­σορ­ρο­πί­ας μέ­σα στή φύ­ση.

Εἶ­ναι φα­νε­ρό ἀ­π’ ὅ­σα εἴ­πα­με ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος πού ἔ­χει ὁ­ρι­σμέ­νη εἰ­κό­να τοῦ σύμ­παν­τος. Τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα εἶ­ναι ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πό τήν πρώ­τη πύ­ρι­νη μά­ζα τοῦ κό­σμου. Ἡ ὕ­λη τους ἔ­χει πά­ρει σχῆ­μα τρο­χοῦ καί μιά ἀ­έ­ρι­νη σφαί­ρα εἶ­ναι τό πε­ρί­βλη­μά τους. Σέ ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α τό πε­ρί­βλη­μα δι­α­θέ­τει στό­μια, ἀ­π’ ὅ­που ἡ πύ­ρι­νη μά­ζα στέλ­νει πρός τά ἔ­ξω τίς φλό­γες της, καί ἔ­τσι τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα γί­νον­ται ἀν­τι­λη­πτά στίς αἰ­σθή­σεις μας. Ὅ­ταν τά στό­μιά τους φρά­ξουν, ση­μαί­νει ἔ­κλει­ψη (βλ. γνω­στό ἀ­κό­μα ὅ­τι αὐ­τή ἡ δι­ά­τα­ξη τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου εἶ­χε καί ὀ­πα­δούς στούς αἰ­ῶ­νες πού ἀ­κο­λού­θη­σαν : «Ἀ­να­ξί­μαν­δρος καί Μη­τρό­δω­ρος ὁ Χί­ος καί Κρά­της ἀ­νω­τά­τω μέν πάν­των τόν ἥ­λιον τε­τά­χθαι, με­τ’ αὐ­τόν δέ τήν σε­λή­νην, ὑ­πό δέ αὐ­τούς τά ἀ­πλα­νῆ τῶν ἄ­στρων καί τούς πλά­νη­τας». Ἡ θέ­ση αὐ­τή ὑ­πο­δη­λώ­νει ὅ­τι κα­τά τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο ἀ­νά­με­σα στή γῆ καί στόν ἥ­λιο εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό­στα­ση, ὕ­στε­ρα ἔρ­χε­ται ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­πό τή γῆ σε­λή­νη καί τε­λευ­ταί­α ἡ ἀ­πό­στα­ση τῶν ἄλ­λων ἄ­στρων, δη­λα­δή οἱ πλα­νῆ­τες καί οἱ ἀ­πλα­νεῖς πλη­σιά­ζουν τή γῆ πε­ρισ­σό­τε­ρο καί ἀ­πό τό φεγ­γά­ρι. Αὐ­τή ἡ δι­ά­τα­ξη τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των μέ­σα στό δι­ά­στη­μα σέ σχέ­ση μέ τη γῆ ἔ­χει ἀ­να­το­λι­κή κα­τα­γω­γή.

Ὁ ἥ­λιος τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου εἶ­ναι κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Δι­ο­γέ­νη 2 μάρτ. 1 «κα­θα­ρώ­τα­τον πῦρ» καί ὄ­χι μι­κρό­τε­ρος ἀ­πό τή γῆ. Ἀ­κρι­βε­στε­ρα κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 2,20,1 καί 2,21,1 = μάρτ. 21, ὁ πυ­ρή­νας του εἶ­ναι ἴ­σος μέ τόν ὄγ­κο τῆς γῆς, ἄλ­λα ἡ πε­ρι­φέ­ρειά του εἶ­ναι 27 (ἡ 28) φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό ἐ­κεί­νη της γῆς, ἐ­νῶ ἡ πε­ρι­φέ­ρεια τῆς σε­λή­νης εἶ­ναι 18 (ἤ 19) φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό ἐ­κεί­νη της γῆς. Ἡ μέ­τρη­ση τοῦ ὄγ­κου τό­σο τα­ῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των ὅ­σό καί τῆς ἴ­διας της γής – ὅ­πως θά δοῦ­με, θε­ω­ρεῖ­ται κύ­λιν­δρος μέ ὕ­ψος τό 1/3 τοῦ πλά­τους της – μέ πολ­λα­πλά­σια καί ὑ­πό­πολ­λα­πλά­σια τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἀ­ριθ­μοῦ 3 μᾶς ὁ­δη­γεῖ πραγ­μα­τι­κά σέ πο­λύ πα­λαι­ά τυ­πά στο­χα­σμού. ‘Ὡστόσο ἡ γνω­ρι­μί­α τῆς κο­σμο­γέ­νε­σης τοῦ Ἄ­να­ξι­μάν­δρου δέν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά φαν­τα­στοῦ­με οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τή γῆ ἡ ἴ­σα μέ αὐ­τήν. Ἡ γῆ, σύμ­φω­να μέ τίς ἐ­ξη­γή­σεις πού δό­θη­καν καί πού πρό­κει­ται νά δο­θοῦν πιό κά­τω, ὑ­πο­χρε­ω­τι­κά πρέ­πει νά θε­ω­ρεῖ­ται κέν­τρο ὁ­λό­κλη­ρής της κο­σμι­κῆς μά­ζας τό­σο πρίν ὅ­σο καί με­τά τό σχῆ­μα­τι­σμό τοῦ σύμ­παν­τος. Ἄν λοι­πόν ὁ­ρι­σμέ­να τμή­μα­τα πού ἀ­πο­σπά­στη­καν ἀ­πό τό σύ­νο­λο τῆς κο­σμι­κῆς μά­ζας ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τή γῆ, δέν θά μπο­ροῦ­σε βέ­βαι­α νά γί­νει λό­γος γιά κεν­τρι­κή θέ­ση τῆς γῆς μέ­σα στό κο­σμι­κό σύ­στη­μα, ἀ­φοῦ αὐ­τό­μα­τα στήν ἀν­τί­λη­ψη τῶν θε­ω­ρη­τῶν τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης ὁ ἄ­ξο­νας τοῦ κό­σμου θά με­τα­το­πι­ζό­ταν. Τό πράγ­μα φω­τί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἄν πα­ρα­κο­λου­θή­σο­με τή θε­ώ­ρη­ση τοῦ ἥ­λιου ἀ­πό Ἕλ­λη­νες πού σκέ­φτη­καν ὕ­στε­ρα ἀ­πό τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο. Ἔ­τσι ὁ Ξε­νο­φά­νης δυ­ό γε­νι­ές ἀρ­γό­τε­ρα, θά μας δι­δά­ξει, μάρτ. 32, 33, 40, 41 καί 41a, ὅ­τι, ὅ­πως ὅ­λα τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα ἔ­τσι καί ὁ ἥ­λιος ἡ κα­λύ­τε­ρα οἱ ἥ­λιοι, για­τί ὁ Ξε­νο­φά­νης δέ­χε­ται ἕ­να πλῆ­θος ἥ­λιους, πού λει­τουρ­γο­ΰν πά­νω ἀ­πό τίς δι­ά­φο­ρες ζῶ­νες καί πε­ρι­ο­χές τῆς γῆς δέν εἶ­ναι πα­ρά σώ­μα­τα κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἐ­φή­με­ρα, ἀ­θροί­σμα­τα ἀ­πό σπί­θες μέ πη­γή τίς ἀ­να­θυ­μιά­σεις τῆς θά­λασ­σας καί μέ πραγ­μα­τι­κό, ὄ­χι φαι­νο­με­νι­κό ἄ­ναμ­μα καί σβή­σι­μο πρω­ί βρά­δι. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τόν Ξε­νο­φά­νη ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἄ­πο­σπ. 3 καί 6, θά μᾶς πεῖ ὅ­τι δ ἥ­λιος ἔ­χει πλά­τος ἑ­νός πο­διοῦ καί ὅ­τι εῖ­ναι και­νούρ­γιος κά­θε μέ­ρα, ἐ­νῶ ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας, πού ἡ δρά­ση του το­πο­θε­τεῖ­ται ὄ­χι πια στους ἀρ­χα­ϊ­κούς ἀλ­λά στους κλασ­σι­κούς χρό­νους, πρέ­πει να ἐ­κα­νε ἐκ­πλη­ξη με τον ἰ­σχυ­ρι­σμό του, ὅ­τι ὁ ἥ­λιος εἶ­ναι «μεί­ζων» ἤ και «πολ­λα­πλά­σιος» τα­ῆς Πε­λο­πον­νή­σου (μαρτ. 1.42 και 72 Diels). Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος φαν­τά­ζε­ται τον ἥ­λιο σαν ἕ­να τρο­χό με ἀ­ξο­νι­κό κέν­τρο, ἀ­κτί­νες καί πε­ρι­φέ­ρεια. Τό ἀ­ξο­νι­κό κέν­τρο εἶ­ναι γε­μά­το φω­τιά πού ἀ­πό τίς ἀ­κτί­νες δι­ο­χε­τεύ­ε­ται πρός τήν πε­ρι­φέ­ρεια. Ἡ σε­λή­νη κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Δι­ο­γέ­νη 2,1 = μάρτ. 1 παίρ­νει τό φῶς της ἀ­πό τόν ἥ­λιο, ἐ­νῶ κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2,25,1 καί 2,28,1 = μάρτ. 22 εἶ­ναι αὐ­τό­φω­τη. Ἡ πρώ­τη ἐκ­δο­χή δέν φαί­νε­ται πι­θα­νή, μιά καί δε­χό­μα­στε ὅ­τι ὁ ’Ἀναξίμανδρος φαν­τά­ζε­ται τή σε­λή­νη ὅ­μοι­α μέ τόν ἥ­λιο, δη­λα­δή τρο­χό μέ τή γνω­στή δο­μή του, καί ὅ­τι ἐ­ξη­γεῖ τό γέ­μι­σμα καί τό ἄ­δεια­σμά της ἀ­πό τά γυ­ρί­σμα­τα τοῦ τρο­χοῦ.

Στό κέν­τρο τοῦ κό­σμου βρί­σκε­ται ἡ γῆ (μάρτ. 1, 2 καί 26), πού βέ­βαι­α δέν ἀ­κουμ­πᾶ οὔ­τε στή θά­λασ­σα τοῦ Θα­λῆ (βλ. σέλ. 347) οὔ­τε που­θε­νά ἀλ­λοῦ, ἀλ­λά μέ­νει με­τέ­ω­ρη, για­τί ἀ­πέ­χει τό ἴ­διο ἀ­πό παν­τοῦ. Ἐ­δῶ πρό­κει­ται γιά ἀ­πο­φαν­ση, πού, ὅ­πως δεί­χνει ὁ Dicks, Astronomy 44 ἑπ., ὑ­πο­δη­λώ­νει τήν τά­ση γιά ἀ­πο­μύ­θω­ση τοῦ κό­σμου, ὄ­χι τίς ἀ­δύ­να­τες γιά τόν ἕ­κτο αἴ­ω­να γνώ­σεις μα­θη­μα­τι­κῆς φυ­σι­κῆς. Γιά τό σχῆ­μα τῆς γῆς ὁ Δι­ο­γέ­νης 2,1 = μάρτ. 1 λέ­ει ὅ­τι εἶ­ναι σφαι­ρι­κό, ἀλ­λά καί σ’ αὐ­τη τήν πε­ρί­πτω­ση δέν φαί­νε­ται νά φέρ­νει εἰ­δή­σεις ἐ­ξα­κρι­βω­μέ­νες. Τρεῖς ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς, ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος, «Ἔ­λεγ­χος» 1,6,3 = μάρτ. 11, ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 2= μάρτ. 10, καί ὁ Ἀ­έ­τιος 3,10,2= μάρτ. 25, δη­λώ­νουν ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος τό φαν­τα­ζό­ταν κυ­λιν­δρι­κό, σάν σπόν­δυ­λο ἀ­πό κο­λό­να, σύλ­λη­ψη πού φυ­σι­κά μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θῆ σκα­λο­πά­τι γιά τήν κα­τά­κτη­ση τῆς ἔν­νοι­ας τῆς γή­ι­νης σφαι­ρι­κό­τη­τας. Κα­τά τόν Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χο ἀ­κό­μα ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἔ­λε­γε ὅ­τι τό ὕ­ψος της εἶ­ναι τό ἕ­να τρί­το τοῦ πλά­τους της. Σύμ­φω­να μέ τά «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη Β 1, 353b 6 ἑπ. = μάρτ. 27, ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος δί­δα­σκε ὅ­τι ἡ γῆ ἦ­ταν κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη σκε­πα­σμέ­νη ἀ­πό τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, ὅ­τι ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι ὑ­πό­λειμ­μα ἔ­κει­νου τοῦ ἀρ­χι­κοῦ ὑ­γροῦ καί ὅ­τι μέ τίς ἐ­ξα­τμί­σεις πού προ­κα­λεῖ ὁ ἥ­λιος κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη μπο­ρεῖ νά γί­νει στε­ριά. Ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος ὁ­ἁ­φρο­δι­σι­εύς, «Εἰς Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» 67,3= μάρτ. 27 δη­λώ­νει ὅ­τι αὐ­τἠ τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου τήν ἀ­κο­λου­θεῖ ὁ Δι­ο­γέ­νης ὁ Ἀ­πολ­λω­νιά­της. Φαί­νε­ται ἀ­κό­μα ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος πού κα­τα­σκεύ­α­σε χάρ­τη τῆς ὑ­δρο­γεί­ου. Ὅ­πως λέ­ει ὁ Ἀ­γα­θή­με­ρος 1,1 = μάρτ. 6 «πρῶ­τος ἐ­τόλ­μη­σε τήν οἰ­κου­μέ­νην ἐν πί­να­κι γρά­ψαι» ἤ κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Στρά­βω­να 1,7= μάρτ. 6 «ἐκ­δοῦ­ναι πρῶ­τον γε­ω­γρα­φι­κόν πί­να­κα». Καί σ’ αὐ­τό τό ἐ­πί­τευγ­μα ἡ ἐ­πι­στή­μη δι­α­βλέ­πει βα­βυ­λω­νια­κό ἡ γε­νι­κά ἀ­να­το­λι­κό προ­τυ­πο. Ἡ πα­ρά­δο­ση τοῦ ἔ­χει πρό­σγρά­ψει ἀ­κό­μα πλού­σι­ες γνώ­σεις πά­νω σέ ἀ­στρο­νο­μι­κα καί με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά θέ­μα­τα, ὅ­πως οἱ ἀ­πό­στα­σεις τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των, οἱ ἰ­ση­με­ρί­ες, οἱ ἐ­κλεί­ψεις, οἱ βρον­τές, οἱ ἀ­στρα­πές, οἱ βρο­χές, οἱ ἄ­νε­μοι κτλ. Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ση­μει­ώ­σο­με ὅ­τι γιά τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἀ­στρο­νο­μί­ας καί τῆς με­τε­ω­ρο­λο­γί­ας σ’­αὐ­τά τά χρό­νια πού συ­νε­τέ­λε­σαν ἀ­πό τή μια οἱ ἐ­πι­δό­σεις τῶν λα­ῶν στήν ἀ­στρο­λο­γί­α, πού ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σε την πε­ρι­έρ­γεια τῶν ἀν­θρώ­πων πά­νω στο ἄν τά ἄ­στρα ἐ­πη­ρε­ά­ζουν και ὡς ποι­ο, και ἀ­πό την ἄλ­λη οἱ ἀ­νάγ­κες τα­ῶν Ἑλ­λή­νων οἱ σχε­τι­κές με τις καλ­λι­έρ­γει­ες και τις ἐ­κτε­τα­μέ­νες θα­λάσ­σι­ες ἐ­πι­χεί­ρη­σεις τους. Βέ­βαι­α γιά ἀ­στρο­νο­μι­κές γνώ­σεις πού θά ξε­περ­νο­ΰ­σαν τό γνω­στό ἀ­πό τήν ποί­η­ση πρα­κτι­κό ἐ­πί­πε­δο καί θά ἔ­φτα­ναν στή μα­θη­μα­τι­κή θε­ω­ρί­α, ὅ­πως δεί­χνει ὁ Dicks, Solstices 39ἑπ., δεν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­κό­μα λό­γος στόν ἕ­κτο αἰ­ώ­να.

Ἰ­δι­αί­τε­ρα τρα­βᾶ τήν προ­σο­χή μας ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου γιά τήν κα­τα­γω­γή τῆς ζω­ῆς. Ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος, «Ἔ­λεγ­χος» 1.6.6=11. τοῦ ἀ­πο­δί­δει τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι τά «ζῷ­α γί­νε­σθαι (ἐξ ὕ­γροῦ) ἐ­ξα­τμι­ζο­μέ­νου ὑ­πό τοῦ ἡ­λί­ου» πράγ­μα πού ση­μαί­νει πε­ρί­που ὅ­τι αἰ­τι­ο­λο­γοῦ­σε τήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς ζω­ῆς ἀ­πό θερ­μο­κρα­σια­κές με­τα­πτώ­σεις πά­νω στόν πλα­νή­τη. Κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 5,19,4 = μάρτ. 30 πί­στευ­ε ὅ­τι τά πρῶ­τα ζῶ­α γεν­νή­θη­καν μέ­σα στό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο καί ἦ­ταν κλει­σμέ­να σέ «φλοι­ούς» ἀγ­κα­θω­τούς· σέ προ­χω­ρη­μέ­νη ἡ­λι­κί­α ἀ­πο­ξε­ραί­νον­ταν, ἔ­σκα­ζε ὁ φλοι­ός τους καί σέ λί­γο πέ­θαι­ναν : «Ἐν ὑ­γρῷ γεν­νη­θῆ­ναι τά πρῶ­τα ζῶ­α φλοι­οῖς πε­ρι­ε­χό­με­να ἀ­καν­θώ­δε­σι, προ­βαι­νού­σης δέ τῆς ἡ­λι­κί­ας ἀ­πο­βαί­νειν ἐ­πί τό ξη­ρό­τε­ρον καί πε­ριρ­ρη­γνυ­μέ­νου τοῦ φλοι­οῦ ἐ­π’ ὀ­λί­γον χρό­νον με­τα­βι­ῶ­ναι». Ὅ­σο γιά τήν κα­τα­γω­γή τοῦ ἀν­θρώ­που φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­χε φτά­σει σ’ ἕ­να εἶ­δος θε­ω­ρί­ας τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως. Ξε­κι­νών­τας, ὅ­πως λέ­ει ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 2 = μάρτ. 10 ἀ­πό τή σκέ­ψη ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τό μό­νο ἴ­σως ζῷ­ο πού δέν ἔ­χει αὐ­τάρ­κεια, μέ τή γέν­νη­σή του, ἀλ­λά χρει­ά­ζε­ται γιά πο­λύν και­ρό τή φρον­τί­δα τῆς μη­τέ­ρας, ἔ­φτα­σε στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι, ἄν ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν ἀ­νά­με­σα στά πρῶ­τα ζῶ­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, θά μπο­ροῦ­σε εὔ­κο­λα νά ἐ­ξα­φα­νι­στῆ, καί γι’ αὐ­τό πρέ­πει νά βρί­σκε­ται στό τέρ­μα μί­ας ἐ­ξε­λι­κτι­κῆς πο­ρεί­ας: «Ἔ­τι φη­σίν, ὅ­τι κα­τ’ ἀρ­χάς ἐξ ἀλ­λο­ει­δῶν ζῴ­ων ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­γεν­νη­θη, ἐκ τοῦ τά μέν ἄλ­λα δί’ ἑ­αυ­τῶν τα­χύ νέ­με­σθαι, μό­νον δέ τόν ἄν­θρω­πον πό­λυ­χρο­νίου δεῖ­σθαι τι­θη­νή­σε­ως· διό καί κα­τ’ ἀρ­χάς οὐκ ἄν πο­τε τοι­οῦ­τον ὄν­τα δι­α­σω­θῆ­ναι». Μπρο­στά σέ τέ­τοι­α εἴ­δη­ση γί­νε­ται πιό ἔν­το­να αἰ­σθη­τή ἡ ἔλ­λει­ψη ἀ­πο­σπα­σμά­των καί μαρ­τυ­ρι­ῶν, πού νά προ­σκο­μί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεῖ­α γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τή τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου. Τό μό­νο πού μπο­ροῦ­με νά προ­σθέ­σο­με, βγαί­νει ἀ­πό μιά εἴ­δη­ση τοῦ Πλου­τάρ­χου, «Συμ­πο­σια­κά» 8,4,730e = μάρτ. 30, πρβλ. μάρτ. 11, πού πα­ρου­σιά­ζει τον Ἀ­να­ξί μαν­δρο «τῶν ἀν­θρώ­πων πα­τέ­ρα καί μη­τέ­ρα κοι­νόν ἀ­πο­φή­νας τόν ἰ­χθῦν». Γε­νι­κεύ­ον­τας μπο­ρο­ΰ­με νά ποῦ­με μα­ζί μέ τόν ν. Fritz ὅ­τι ὁ με­γά­λος ρό­λος πού ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀ­πο­δί­δει στό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, τό­σο σέ σχέ­ση τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς γῆς ὅ­σο καί μέ τήν κα­τα­γω­γή τῆς ζω­ῆς, δεί­χνει τήν ἐ­πί­δρά­ση τοῦ Θα­λή στό δι­ά­δο­χό του.

4. Ὁ ἀ­έ­ρας

Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (πε­ρί­που 565-525) πρέ­πει να ξε­κι­νᾶ ἀ­πό την ἐ­πι­θυ­μί­α να κα­τα­στή­σει πιο συγ­κε­κρι­μέ­νη την κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή τοῦ δα­σκά­λου του. Μέ βά­ση τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς γή­ι­νης ἀ­τμό­σφαι­ρας φτά­νει στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ὁ ἀ­έ­ρας ἀ­πο­τε­λεῖ τό πε­ρι­ε­χό­με­νο ὁ­λο­κλη­ρου τοῦ δι­α­στη­μι­κοῦ χώ­ρου ἤ μᾶλ­λον ὅ­τι ἡ ἀ­έ­ρι­νη μά­ζα ἀ­παρ­τί­ζει τό κο­σμι­κό δι­ά­στη­μα ὡς τά ἔ­σχα­τα ὅ­ριά του. Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­χε θε­ω­ρή­σει ὡς ἀρ­χή τοῦ κό­σμου τό ἀ­πέ­ραν­το δι­ά­στη­μα. Ὁ μα­θη­τής του τό γε­μί­ζει μέ τή μά­ζα τοῦ ἀ­έ­ρα. Ἔ­τσι ἡ κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή τοῦ δα­σκά­λου συγ­κε­κρι­με­νο­ποι­εῖ­ται. Αὐ­τή τήν ἀ­έ­ρί­νη μά­ζα, πού ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τή θε­ω­ροῦ­σε ὡς πρώ­τη ὕ­λη καί γεν­νη­τι­κή αἰ­τί­α τοῦ κό­σμου, τήν ἐν­νο­οῦ­σε βέ­βαι­α, ὅ­πῶς καί οἱ ἄλ­λοι ὑ­λο­ζω­ι­στές τίς κο­σμο­λο­γι­κές ἀρ­χές τους, ὡς ἔμ­ψυ­χη καί αὐ­το­κί­νη­τη ἡ κα­λύ­τε­ρα ὡς ταυ­τό­ση­μη μέ τήν ψυ­χή καί συ­νε­κτι­κό δε­σμό τοῦ συμ­παν­τος. Τό γε­γο­νός ὅ­τι στόν ἀ­έ­ρα εἶ­ναι πιό ἔν­το­να αἰ­σθη­τή ἡ κι­νη­τι­κό­τη­τα ἀ­σφα­λῶς θά ἔ­παι­ξε τό ρό­λο του στήν ἐ­κλο­γή αὐ­τοῦ τοῦ σώ­μα­τος ὡς αὐ­το­κί­νη­της ἀρ­χῆς. ὉὉ ἴ­διος ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης λέ­ει στό δεύ­τε­ρο ἀ­πό­σπα­σμα του ὅ­τι, ὅ­πως ἡ ψυ­χή μας, πού εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­έ­ρας, μᾶς συ­νέ­χει, δη­λα­δή δι­α­σφα­λί­ζει τήν ἑ­νό­τη­τά μας, ἔ­τσι καί ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο τόν συ­νέ­χει γύ­ρω τρι­γύ­ρω μιά πνο­ή καί ἕ­νας ἀ­έ­ρας : «Οἶ­ον ἡ ψυ­χή ἡ ἡ­μέ­τε­ρα ἀ­ήρ οὖ­σα συγ­κρα­τεὶ ἡ­μας, καί ὅ­λον τόν κό­σμον πνεῦ­μα καί ἀ­ήρ πε­ρι­έ­χει». Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Gigon 103, τό ἀ­πό­σπα­σμα μᾶς ὁ­δη­γε­ϊ στήν ἰ­δέ­α ἑ­νός κό­σμου, πού τό σῶ­μα του εἶ­ναι ζων­τα­νό ὅ­πως τό σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που. Γι’ αὐ­τή τή σύλ­λη­ψη ὁ πιό ἄ­με­σος πρό­δρο­μος τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τοῦ μύ­θου βέ­βαι­α, εἶ­ναι ὁ Ἐ­πι­με­νί­δης. Αὐ­τός εἶ­χε φαν­τα­στῆ ὡς πρῶ­το ὄν τοῦ κό­σμου τό θε­ό Ἀ­έ­ρα (βλ. σέλ. 340).

Ἕ­νας ὀ­πα­δός τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἕ­κα­το χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ Δι­ο­γέ­νης ὁ Ἀ­πολ λω­νιά­της, ἀ­να­νε­ώ­νει καί ἀ­να­πτύσ­σει τή θε­ω­ρί­α τοῦ ἀ­έ­ρα, ἐ­νι­σχύ­ον­τας τη μέ τή γνώ­ση τῆς ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νης φυ­σι­ο­λο­γί­ας. Ἀ­πό τά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα τοῦ ἔρ­γου του τό πέμ­πτο θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρη­θῆ ὡς τό ἀρ­χαι­ό­τε­ρο ἑρ­μη­νευ­τι­κό σχό­λιο πά­νω στήν κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη. Καί μοῦ φαί­νε­ται, λέ­ει ὁ Δι­ο­γέ­νης, ὅ­τι αὐ­τό πού κα­τέ­χει τή νό­η­ση εἶ­ναι ὅ,τι οἱ ἄν­θρω­ποι ὀ­νο­μά­ζουν ἀ­έ­ρα, καί αὐ­τό κυ­βερ­νᾶ τά πάν­τα καί εἶ­ναι κυ­ρί­αρ­χο πά­νω σέ ὅ­λα τά πράγ­μα­τα· δη­λα­δή μοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι αὐ­τό τό ἴ­διο εἶ­ναι θε­ός καί φτά­νει παν­τοῦ καί δι­ευ­θε­τεῖ τά πάν­τα καί ὑ­πάρ­χει μέ­σα σέ ὁ,τι­δή­πο­τε. Καί δέν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε ἕ­να πράγ­μα πού νά μή με­τέ­χει σ’ αὐ­τό· δέν με­τέ­χουν ὅ­μως ὅ­λα μέ τόν ἴ­διο τρό­πο, ἀλ­λά ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί τρό­ποι καί τοῦ ἴ­διου τοῦ ἀ­έ­ρα καί τῆς νό­η­σης· για­τί ὁ ἀ­έ­ρας ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ πολ­λούς τρό­πους, δη­λα­δή εἶ­ναι καί πιό θερ­μός καί πιό ψυ­χρός καί πιό ξη­ρός καί πιό ὑ­γρός καί πιό ἀρ­γο­κί­νη­τος καί πιό γρή­γο­ρος, καί ἔ­χει μέ­σα του πολ­λούς ἄλ­λους τύ­πους με­τα­βο­λῆς καί ἄ­πει­ρους τύ­πους ὀ­σμῆς καί χρώ­μα­τος : «Καί μοί δο­κεῖ τό τήν νό­η­σιν ἔ­χον εἶ­ναι ὁ ἀ­ήρ κα­λού­με­νος ὑ­πό τῶν ἄν­θρω­πων καί ὑ­πό τού­του πάν­τα και κυ­βερ­νᾶ­σθαι και πάν­των κρα­τεῖν· αὐ­τό γάρ μοι τοῦ­το θε­ός δο­κεῖ μοι εῖ­ναι και ἐ­πί πᾶν ά­φῖ­χθαι και πάν­τα δι­α­τι­θέ­ναι και ἐν παν­τί ἐ­νεῖ­ναι. Και ἔ­στιν οὐ­δέ ἕν ὅ τι μη με­τέ­χει τού­του· με­τέ­χει δε οὐ­δέ ἑν ὁ­μοί­ως το ἑ­τε­ρον τῷ ἑ­τέ­ρῳ, ἀλ­λά πολ­λοί τρό­ποι και αυ­τό­ῦ τοῦ ἀ­έ­ρος και τα­ῆς νο­ή­σιός εἰ­σίν· ἔ­στι γάρ πο­λύ­τρο­πος, καί θερ­μό­τε­ρος καί ψυ­χρό­τε­ρος και ξη­ρό­τε­ρος καί ὑ­γρό­τε­ρος καί στα­σι­μώ­τε­ρος καί ὀ­ξυ­τέ­ρην κί­νη­σιν ἔ­χων, καί ἄλ­λαι πολ­λαί ἑ­τε­ροι­ώ­σι­ες ἔ­νει­σι καί ἡ­δο­νῆς καί χροι­ῆς ἄ­πει­ροι». Και ἡ ψυ­χή ὅ­λων τῶν ζῴ­ων, συ­νε­χί­ζει ὁ Δι­ο­γέ­νης, εἶ­ναι τό ἴ­διο πράγ­μα, δη­λα­δή ἀ­έ­ρας, πού εἶ­ναι πιό θερ­μός βέ­βαι­α ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον πού μᾶς πε­ρι­βάλ­λει ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ἀλ­λά πιό ψυ­χρός ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον πού ἀ­νή­κει στή σφαῖ­ρα τοῦ ἥ­λιου. Καί ἡ θερ­μό­τη­τα αὐ­τή, λέ­ει, δέν εἶ­ναι ὅ­μοι­α ἀ­νά­με­σα σ’ ὁ­λα τά ζῶ­α (ἀ­φοῦ δέν εἶ­ναι οὔ­τε ἀ­νά­με­σα στούς ἀν­θρώ­πους), ἀλ­λά εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή ὄ­χι βέ­βαι­α σέ με­γά­λο βαθ­μό, ἀρ­κε­τά ὅ­μως ὥ­στε νά πα­ραλ­λάσ­σουν. Στ’ ἀ­λή­θεια λοι­πόν, λέ­ει, κα­νέ­να ἀ­π’ ὅ­σα με­τα­βάλ­λον­ται δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ὅ­μοι­ο μέ κά­τι ἄλ­λο, προ­τοῦ γί­νει ταυ­τό­ση­μο στήν οὐ­σί­α. Ἀ­φοῦ λοι­πόν, συ­νε­χί­ζει, οἱ τρό­ποι τῆς με­τα­βο­λῆς εἶ­ναι ποι­κί­λοι, ποι­κί­λα καί πολ­λά εἶ­ναι καί τά ζῷ­α καί ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ πλή­θους τῶν τύ­πων τῆς με­τα­βο­λῆς δέν μοιά­ζουν με­τα­ξύ τους οὔ­τε στή μορ­φή οὔ­τε στή δί­αι­τα οὔ­τε στή νο­η­μο­σύ­νη: «Καί πάν­των τῶν ζῴ­ων δέ ἡ ψυ­χή τό αὐ­τό ἔ­στιν, ἀ­ήρ θερ­μό­τε­ρος μέν τοῦ ἔ­ξω ἐν ᾦ ἐ­σμεν τοῦ μέν­τοι πα­ρά τῷ ἡ­λί­ῳ πολ­λόν ψυ­χρό­τε­ρος. Ὅ­μοι­ον δέ τοῦ­το τό θερ­μόν οὐ­δε­νός τῶν ζῴ­ων ἔ­στιν (ἐ­πεί οὐ­δέ τῶν ἀν­θρώ­πων ἀλ­λή­λοις), ἀλ­λά δι­α­φέ­ρει μέ­γα μέν οὔ, ἀλ­λ’ ὥ­στε πα­ρα­πλή­σια εἶ­ναι. Οὐ μέν­τοι ἀ­τρε­κέ­ως γέ ὅ­μοι­ον οὐ­δέν οἶ­ον τέ γε­νέ­σθαι τῶν ἑ­τε­ροι­ου­μέ­νων ἕ­τε­ρον τῷ ἑ­τέ­ρῳ, πρίν το αὐ­τό γέ­νη­ται. Ἅ­τε οὖν πο­λυ­τρό­που ἐ­ού­σης τα­ῆς ἑ­τε­ροι­ώ­σιος πο­λύ­τρο­πα και τά ζῷ­α καί πολ­λά καί οὔ­τε ἰ­δέ­αν ἀλ­λή­λοις ἐ­οι­κό­τα οὔ­τε δί­αι­ταν οὔ­τε νό­η­σιν ὑ­πό τοῦ πλή­θε­ος τῶν ἑ­τε­ροι­ώ­σε­ων». Καί κα­τα­λή­γει ὁ Δι­ο­γέ­νης : Ὅ­μως ὅ­λα μέ τήν ἴ­δια οὐ­σί­α καί ζοῦν καί βλέ­πουν καί ἀ­κοῦν, καί ἔ­χουν καί τίς ἄλ­λες πνευ­μα­τι­κές λει­τουρ­γί­ες ἀ­πό τήν ἴ­δια οὐ­σί­α: «Ὅ­μως δέ πάν­τα τῷ αὐ­τῷ καί ζῇ καί ὁ­ρᾷ καί ἀ­κου­ει, καί τήν ἄλ­λην νό­η­σιν ἔ­χει ἀ­πό τοῦ αὐ­τοῦ πάν­τα».

Ὁ ἀ­έ­ρας τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ὁ­πως μᾶς βε­βαι­ώ­νουν οἱ μαρ­τυ­ρί­ες 5. 6 και 7 εἶ­ναι ἄ­πει­ρος, καί κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, «Ἔ­λεγ­χος» 1, μάρτ. 7 σ’ αὐ­τόν ὀ­φεί­λουν τή γέ­νε­σή τους καί τά τω­ρι­νά καί τά πε­ρα­σμέ­να καί τά μελ­λον­τι­κά καί οἱ θε­οί καί τά ἀ­θά­να­τα πράγ­μα­τα καί ὅ­λα τά ἄλ­λα πού προ­έρ­χον­ται ἀ­πό αὐ­τά : «Ἐξ οὗ τά γι­νό­με­να καί τά γε­γο­νό­τα καί τά ἐ­σό­με­να καί θε­ούς καί θεῖ­α γί­νε­σθαι, τά δέ λοι­πά ἐκ τῶν τού­του ἀ­πο­γό­νων». Ὁ­λό­κλη­ρο τό κο­σμι­κό σύ­στη­μα ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τό ἐ­ξη­γεῖ μέ τήν ἀ­ραί­ω­ση καί τήν πύ­κνω­ση τοῦ ἀ­έ­ρα. Οἱ ποι­κί­λες οὐ­σί­ες δέν ἀν­τι­πο­ο­σω­πεύ­ουν πα­ρά βαθ­μούς τῆς πυ­κνό­τη­τάς του. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ὁ ἀ­έ­ρας ὅ­ταν ἀ­ραι­ώ­νε­ται γί­νε­ται φω­τιά, ὅ­ταν πυ­κνώ­νε­ται, ἄ­νε­μος, ὕ­στε­ρα σύν­νε­φο, νε­ρό, χώ­μα, πέ­τρω­μα, καί ἀ­πό αὐ­τά ὅ­λα τά ἄλ­λα. Ἡ κί­νη­ση τοῦ ἀ­έ­ρα εἶ­ναι αἰ­ώ­νια, καί ἀ­πο­τε­λεῖ τήν αἰ­τί­α τῶν με­τα­βο­λῶν: «Δι­α­φέ­ρειν [sc. τόν ἀ­έ­ρα] μα­νό­τη­τι καί πυ­κνό­τη­τι κα­τά τάς οὐ­σί­ας. Και ἀ­ραι­ού­με­νον μέν πῦρ γί­νε­σθαι, πυ­κνού­με­νον δε ἄ­νε­μον, εἶ­τα νέ­φος, ἔ­τι δε μᾶλ­λον ὕ­δωρ, εἶ­τα γῆν, εἶ­τα λί­θους, τά δε ἄλ­λα ἐκ τού­των. Κί­νη­σιν δε και οὗ­τος [sic ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης] ἀί­διον ποι­εῖ δι­’­ἥν και την με­τα­βο­λήν γί­νε­σθαι». Δυ­στυ­χῶς, ὅ­πως συμ­βαί­νει και με τους προ­η­γού­με­νους ὑ­λο­ζω­ι­στές, ἔ­τσι καί στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἡ ἀ­πώ­λεια τοῦ κει­μέ­νου του μᾶς στε­ρεῖ πολ­λές γνώ­σεις ἀ­πό τή θε­ω­ρί­α του στίς λε­πτο­μέ­ρει­ές της. Τίς πα­ρα­πά­νω εἰ­δή­σεις τίς ὀ­φεί­λο­με στήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή πα­ρά­δο­ση. Ἡ δι­α­τύ­πω­ση εἶ­ναι τοῦ Σιμ­πλι­κί­ου, «Εἰς Φυ­σι­κῆς» 24, 28 ἑπ. = μάρτ. 5.

Μέ τήν ἀρ­χή τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη πα­ρα­τη­ροῦ­με μιά ὀ­πι­σθο­δρό­μη­ση καί μιά πρό­ο­δο στό κο­σμο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα τῶν Ἑλ­λή­νων. Ἀ­πό τή μιά ση­μει­ώ­νε­ται ἐ­πι­στρο­φή σ’ ἕ­να φυ­σι­κό σῶ­μα προ­σι­τό στήν ἄ­με­ση ἐμ­πει­ρί­α καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ξε­πέ­ρα­σμα τῆς ἀ­να­ξι­μαν­δρι­κης ἀν­τί­λη­ψης ὅ­τι τό ζε­στό καί τό κρύ­ο εἶ­ναι αὐ­θυ­πό­στα­τες οὐ­σί­ες (βλ. σέλ. 349), για­τί ἐ­δῶ ἑρ­μη­νεύ­ον­ται ὡς ποι­ο­τι­κές κα­τα­στά­σεις τοῦ ἀ­έ­ρα, πού ὅ­μως ἔ­χουν τή βά­ση τους σέ ἀ­να­λο­γί­ες πο­σο­τι­κές. Πρέ­πει νά ὁ­μο­λο­γή­σο­με ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης κα­τορ­θώ­νει ἐ­πι­δέ­ξια νά πε­ρι­σώ­σει τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς ἀρ­χι­κής αἰ­τί­ας τοῦ κό­σμου, γε­γο­νός πού τόν ἀ­πο­δει­κνύ­ει μο­νι­στή μέ συ­νέ­πεια. Ὁ μο­νι­σμός τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη μέ τόν ἀ­έ­ρα προ­ε­τοι­μά­ζει τό μο­νι­σμό τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του μέ τή φω­τιά.

Ἀ­πό τήν ἀ­να­ξι­με­νι­κή κο­σμο­γέ­νε­ση οἱ ἀρ­χαῖ­ες μαρ­τυ­ρί­ες μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν νά σχη­μα­τί­σο­με τήν ἀ­κό­λου­θη εἰ­κό­να : Μέ τή συμ­πύ­κνω­ση τοῦ ἀ­ε­ρα, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 3 = μάρτ. 6, σχη­μα­τί­στη­κε πρῶ­τα ἡ γῆ, καί ἀ­πό τή μά­ζα της τά ἄλ­λα οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα : «Πί­λου­μέ­νου δέ τοῦ ἀ­έ­ρος πρώ­την γε­γε­νῆ­σθαι τήν γῆν κτλ., καί τόν ἥ­λιον καί τήν σε­λή­νην καί τά λοι­πά ἄ­στρα τήν ἀρ­χήν τα­ῆς γε­νέ­σε­ως ἔ­χειν ἐκ γῆς». Γιά τόν τρό­πο πού ἔ­γι­νε αὐ­τό ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,5= μάρτ. 7, ση­μει­ώ­νει ὅ­τι ἡ ὑ­γρα­σί­α τῆς γῆς ἐ­ξα­τμί­στη­κε, ἀ­ραι­ώ­θη­κε καί γί­νη­κε φω­τιά, πού ἔ­μει­νε με­τέ­ω­ρη καί δι­α­μορ­φώ­θη­κε σέ ἄ­στρα: «Γε­γο­νέ­ναι δέ τά ἄ­στρα ἐκ γῆς διά τό τήν ἰκ­μά­δα ἐκ ταύ­της ἀ­νί­στα­σθαι, ἧς ἀ­ραι­ου­μέ­νης τό πῦρ γί­νε­σθαι, ἐκ δέ τοῦ πυ­ρός με­τε­ω­ρι­ζο­μέ­νου τούς ἀ­στέ­ρας συ­νί­στα­σθαι». Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη εἶ­ναι μᾶλ­λον πα­ραλ­λα­γή ἐ­κεί­νης τοῦ δα­σκά­λου του. Καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (βλ. σέλ. 349) δε­χό­ταν ὡς πρώ­τη δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ὕ­λης καί κέν­τρο τοῦ κό­σμου τόν ὄγ­κο τῆς γῆς, ἀ­π’ ὅ­που μέ ἔ­κρη­ξη ἀ­πο­σπά­στη­καν τμή­μα­τά της καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα. Στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη γί­νε­ται πιό ξε­κά­θα­ρη ἡ γε­ω­κεν­τρι­κή ἀν­τί­λη­ψη. Ὅ,τι πι­στεύ­ει ὁ ση­με­ρι­νός ἄν­θρω­πος γιά τό ρό­λο τῆς μά­ζας τοῦ ἥ­λιου στό ἡ­λια­κό μας σύ­στη­μα, οἱ ἀρ­χα­ϊ­κοί Ἕλ­λη­νες τό πί­στευ­αν γιά τή μά­ζα τῆς γῆς. Ἐ­δῶ θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά προ­σθέ­σει ὅ­τι ἡ ἰ­δέ­α τῆς κα­τα­γω­γῆς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ἀ­πό τή γῆ ἔ­χει ρί­ζες στήν ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη, ἀ­φοῦ στόν Ἡ­σί­ο­δο, «Θε­ο­γο­νί­α» 126 ἔπ., 150 χρό­νια πρίν ἀ­πό τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη, δι­α­βά­ζο­με : «Γαῖ­α δέ τοι πρῶ­τον μέν ἐ­γεί­να­το ἴ­σον ἑ­ω­υ­τῇ | Οὐ­ρα­νόν ἀ­στε­ρό­ενθ’, ἵ­να μιν πε­ρί­πᾶ­σαν ἐ­έρ­γει,| ὄ­φρ’ εἴ­η μα­κά­ρεσ­σι θε­οῖ­ςἕ­δος ἀ­σφα­λές αἰ­εί». Ἡ δο­ξο­γρα­φί­α τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2,2,4= μαρτ. 12 ἀ­πο­δί­δει στον Ἀ­να­ξι­μέ­νη τη θε­ω­ρί­α ὅ­τι ὁ κό­σμος ἔ­χει κί­νη­ση ὅ­μοι­α με την πε­ρι­στρο­φή τα­ῆς μυ­λό­πε­τρας, ἐ­νῶ στον Ἀ­να­ξί­μαν­δρο προ­σγρά­φει τή γνώ­μη ὅ­τι ἡ κί­νη­ση τοῦ κό­σμου εἶ­ναι ὅ­μοι­α μέ τήν πε­ρι­στρο­φή τοῦ τρο­χοῦ. Ἄν οἱ εἰ­δή­σεις αὐ­τές ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στά πράγ­μα­τα, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης πρέ­πει νά εἶ­χε τρο­πο­ποι­ή­σει ἐ­λα­φρά τήν ἄ­πο­ψη τοῦ δα­σκά­λου του. Σύμ­φω­να μέ τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Σιμ­πλι­κί­ου, «Εἰς Φυ­σι­κῆς» 1121,12 ἔπ. 11, ὁ κό­σμος τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη εἶ­ναι αἰ­ώ­νιος καί φθαρ­τός. Ἡ θέ­ση αὐ­τή δέν συν­θέ­τει βέ­βαι­α οὔ­τε ὀ­ξύ­μω­ρο οὔ­τε πα­ρα­δο­ξο­λό­γη­μα. Ὁ κό­σμος εἶ­ναι αἰ­ώ­νιος, για­τί ὑ­πάρ­χει πάν­τα, ἀλ­λά εἶ­ναι καί φθαρ­τός, για­τί ὁ­λο­έ­να με­τα­βάλ­λε­ται, ἑ­πο­μέ­νως ὑ­πάρ­χει πάν­τα, χω­ρίς πο­τέ νά εἶ­ναι ὁ ἴ­διος. Καί σ’­αὐ­τή τήν ἀν­τί­λη­ψη ὁ μα­θη­τής δέν ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται πο­λύ ἀ­πό τό δά­σκα­λο σέλ. 349 ἑπ.).

 Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται καί συμ­πλη­ρώ­νει τήν εἰ­κό­να πού εἶ­χαν σχη­μα­τί­σει γιά τόν κό­σμο οἱ προ­η­γού­με­νοι ὑ­λο­ζω­ι­στές συμ­πο­λί­τες του. Τον οὐ­ρά­νιο χῶ­ρο, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­έ­τιου 2,11,1 = μάρτ. 13, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τόν φαν­τά­ζε­ται σάν μιά σφαῖ­ρα, πού κλεί­νει μέ­σα της, καί στό κέν­τρο της, τή γῆ. Ὁ δο­ξο­γρά­φος πι­στεύ­ει ὅ­τι σ’ αὐ­τή τή θέ­ση ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἔ­χει μα­θη­τή τόν Παρ­με­νί­δη: «Ἀ­να­ξι­μέ­νης καί Παρ­με­νί­δης την πε­ρι­φο­ράν τήν ἐ­ξω­τά­τω τῆς γῆς εἶ­ναι τόν οὐ­ρα­νόν». Τή σφαῖ­ρα αὐ­τή ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ὑ­λο­ζω­ι­στής πρέ­πει νά τή φαν­τα­ζό­ταν σάν σῶ­μα στε­ρε­ό μέ­νο ἀ­πό κά­ποι­α κρυ­σταλ­λι­κή μά­ζα, ἀ­φοῦ ὁ ἴ­διος δο­ξο­γρά­φος, : μάρτ. 14, τοῦ προ­σγρά­φει τήν αἰ­γυ­πτια­κῆς ἴ­σως κα­τα­γω­γής ἄ­πο­ψη ὅ­τι τά ἄ­στρα εἶ­ναι καρ­φω­μέ­να σάν καρ­φιά πά­νω στήν κρυ­σταλ­λώ­δη ἐ­πι­φά­νεια τοῦ οὐ­ρα­νοῦ : «Ἥ­λων δί­κην κα­τα­πε­πηγ­μέ­να τά ἄ­στρα τῷ κρυ­σταλ­λο­ει­δεῖ». Ἡ θέ­ση αὐ­τή προ­φα­νῶς ἀ­να­φέ­ρε­ται στούς ἀ­πλα­νεῖς, για­τί οἱ πλα­νῆ­τες στή θε­ώ­ρη­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη με­τε­ω­ρί­ζον­ται, ὅ­πως θά δοῦ­με, στόν ἀ­έ­ρα καί ἀ­κο­λου­θοῦν τρο­χι­ές. Ἡ ἐκ­δο­χή γιά τόν οὐ­ρά­νιο θό­λο ὡς κρυ­σταλ­λι­κή μά­ζα εἶ­ναι βέ­βαι­α ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ἀ­να­ξι­μαν­δρι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, μάρτ. 17, ὅ­τι ὁ οὐ­ρα­νός εἶ­ναι κα­μω­μέ­νος ἀ­πό ἕ­να μίγ­μα θερ­μοῦ καί ψυ­χροῦ, ἀλ­λά μᾶς ὁ­δη­γεῖ πο­λύ πί­σω, στό προ­ε­πι­στη­μο­νι­κό στά­διο τῆς ζω­ῆς τῶν Ἕλ­λή­νων ὁ οὐ­ρα­νός ἦ­ταν νο­η­τός σάν σῶ­μα στε­ρε­ό. Στόν Ὅ­μη­ρο, «Ἰ­λιάς» Ρ «Ὀ­δύσ­σεια» Γ 2, ὁ 329 καί ρ 565, ὁ οὐ­ρα­νός πε­ρι­γρά­φε­ται ἄλ­λο­τε χάλ­κι­νος καί ἄλ­λο­τε ὡς σι­δε­ρέ­νιος. Στό κέν­τρο τῆς οὐ­ρά­νιας σφαί­ρας βρί­σκε­ται, ὅ­πως εἴ­πα­με, ἡ γῆ, πού κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 3,10,3 20, εἶ­ναι τρα­πε­ζό­σχη­μη, πράγ­μα πού ση­μαί­νει ὅ­τι ἐ­δῶ ἔ­χο­με σχη­μα­τι­κή πα­ραλ­λα­γή τοῦ ἐ­πί­πε­δου τοῦ Θα­λή (βλ. σέλ. 347) καί τοῦ σπον­δύ­λου τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου (βλ. σέλ. 352). Ὅ­πως ὁ πρῶ­τος ὑ­λο­ζω­ι­στής τή φαν­τά­ζε­ται νά πλέ­ει πά­νω στό νε­ρό (βλ. σέλ. 347) καί ὁ δεύ­τε­ρος νά με­τε­ω­ρί­ζε­ται στό κέν­τρο τοῦ ἀ­πέ­ραν­του χώ­ρου (βλ. σέλ. 00), ἔ­τσι καί ὁ τρί­τος καί τε­λευ­ταῖ­ος τα­ῆς σχο­λῆς τα­ῆς Μι­λή­του τη θέ­λει ν’­ἀ­κουμ­πᾶ πά­νω σ’­ἕ­να στρῶ­μα ἀ­έ­ρος. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη αὐ­τή θη­τεύ­ει στο γε­νι­κό κρι­τή­ριο τα­ῆς σχο­λῆς, ὅ­τι ἡ γῆ πρέ­πει να στη­ρί­ζε­ται πά­νω στην άρ­χι­κή ὕ­λη τοῦ σύμ­παν­τος, εἴ­τε τη λέ­με νε­ρό εἴ­τε ἄ­πει­ρο εἴ­τε ἀ­έ­ρα. Ἀ­πό φυ­σι­κο­τε­χνι­κή ἄ­πο­ψη ὁ με­τε­ω­ρι­σμός τῆς γῆς ἑρ­μη­νεύ­ε­ται μέ τό με­γά­λο πλά­τος, πού κα­τά τήν ὁ­μό­φω­νη βε­βαί­ω­ση τῶν ἀρ­χαί­ων μαρ­τυ­ρι­ῶν (6, 7 καί 20) τῆς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης. Ὅ­πως ἐ­ξη­γεῖ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, «Πε­ρί οὐ­ρα­νοῦ» Β 13, 294b 13 ἑπ. = μάρτ. 20, πού προ­σθέ­τει στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη καί ὀ­πα­δούς γι’ αὐ­τή του τήν ἀν­τί­λη­ψη τόν Ἀ­να­ξα­γό­ρα καί τό Δη­μο­κρι­το, «τό πλά­τος αἴ­τιον εἶ­ναί φα­σι τοῦ μέ­νειν αὐ­τήν. Οὐ γάρ τέ­μνειν ἀλ­λ’ ἐ­πι­πω­μα­τί­ζειν τόν ἀ­έ­ρα τόν κά­τω­θεν». Ὁ ἥ­λιος καί τό φεγ­γά­ρι, πού, ὁ­πως καί τά ἄλ­λα οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα, εἶ­ναι, κα­θώς εἴ­δα­με, ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῆς γή­ι­νης μά­ζας, σύμ­φω­να μέ τίς μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2, 20,2 καί 2,22,1 = μάρτ. 15, ἐ­πί­σης 2,25,2 = μάρτ. 16, καί τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, «Ἔ­λεγ­χος» 2,7,4 == μάρτ. 7, θε­ω­ροῦν­ται ἀ­πό τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη κα­μω­μέ­να ἀ­πό φω­τιά, μέ πλά­τος πού τούς ἐ­πι­τρέ­πει νά στη­ρί­ζον­ται στά στρώ­μα­τα τοῦ ἀ­έ­ρα. Γιά τήν πυ­ρα­κτω­μέ­νη μά­ζα τοῦ ἥ­λιου ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 3= μάρτ. 6, μᾶς δι­α­βι­βά­ζει τήν ἀ­να­ξι­με­νι­κή αἰ­τι­ο­λό­γη­ση : «Διά τήν ὀ­ξεῖ­αν κί­νη­σιν καί μά­λ’ ἱ­κα­νῶς θερ­μήν ταύ­την καῦ­σιν λα­βεῖν». Ὅ­σο γιά τό φῶς τοῦ φεγ­γα­ριοῦ, ὁ Θέ­ων ὁ Σμυρ­ναῖ­ος 198,14= μάρτ. 16, λέ­γον­τας ὅ­τι «ἐκ τοῦ ἥ­λιου ἔ­χει τό φῶς» πα­ρου­σιά­ζει τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη νά μέ­νει πι­στός στή θε­ω­ρί­α τοῦ Θα­λή. Ὁ Gigon 109 πα­ρα­τη­ρεῖ εὔ­στο­χα ὅ­τι μέ τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἡ ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη ἔ­χει ἀρ­χί­σει νά ἀ­να­γνω­ρί­ζει στόν ἥ­λιο μιά θέ­ση κεν­τρι­κή, ἀ­φοῦ τόν θε­ω­ρεῖ, ὅ­πως θά δοῦ­με, πη­γή ὅ­λων τῶν με­τε­ω­ρο­λο­γι­κῶν φαι­νο­μέ­νων. Ὁ ἐ­ρευ­νη­τής αὐ­τος ἔ­χει ἐ­πί­σης δί­κιο, ὅ­ταν ἀ­να­ζη­τεῖ στίς ρί­ζες αὐ­τῆς της ἀ­να­ξι­με­νι­κῆς θε­ω­ρί­ας τό ρό­λο πού ἔ­παι­ξαν ἑλ­λη­νι­κές καί ἀ­να­το­λι­κές δο­ξα­σί­ες γιά τό θε­ό Ἥ­λιο.

Ὅ­ταν ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης, σύμ­φω­να μέ τίς μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2,13,10 = μάρτ. 14 καί τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,4= μάρτ. 7, θε­ω­ρεῖ τά ἄ­στρα «πύ­ρι­να», δέν κά­νει ἄλ­λο ἀ­πό τό νά μέ­νει πι­στός σέ πά­για ἡ­δη ἀν­τί­λη­ψη (βλ. σέλ. 347 καί 350). Καί ἡ ἐ­ξή­γη­ση τοῦ για­τί δέν γί­νε­ται αἰ­σθη­τή ἡ θερ­μό­τη­τά τους στή γῆ ἔρ­χε­ται ἀ­πό τόν Ἰπ­πό­λυ­το, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,6= μάρτ. 7 : «Διά τό μῆ­κος τῆς ἀ­πο­στά­σε­ως». Ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἀ­κό­μα, καί μα­ζί του συμ­φω­νοῦν ὁ Ἀ­έ­τιος 2,16,6= μάρτ. 14 καί ὁ Δι­ο­γέ­νης 2, 3 = μάρτ. 1, ὅ­τι κα­τά τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη τά ἄ­στρα, πού «ὅ­πως καί ἡ γῆ ἀ­κουμ­ποῦν στόν ἀ­έ­ρα, κι­νοῦν­ται σέ τρο­χι­ές πού περ­νοῦν ὄ­χι κά­τω ἀ­πό τή γῆ ἀλ­λά γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τή, καί ἀ­κρι­βῶς, σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­ξή­γη­ση τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, πού πρέ­πει νά δι­α­σώ­ζει αὐ­θεν­τι­κή πα­ρο­μοί­ω­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, οἱ τρο­χι­ές τῶν ἄ­στρων γύ­ρω ἀ­πό τή γῆ εἶ­ναι ὅ­πως ὁ γύ­ρος τοῦ κα­πέλ­λου στό κε­φά­λι. Τό πρό­τυ­πο τῆς θέ­σης αὐ­τῆς τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἴ­σως βρί­σκε­ται στούς Βα­βυ­λω­νί­ους. Ἡ δι­δα­σκα­λί­α γιά τήν κί­νη­ση τῶν ἄ­στρων ἀ­να­φέ­ρε­ται φυ­σι­κά στούς πλα­νή­τες, ἀ­φοῦ οἱ ἀ­πλα­νεῖς θε­ω­ροῦν­ται, ὅ­πως εἴ­πα­με, σάν καρ­φιά καρ­φω­μέ­να στην ἐ­σω­τε­ρι­κή ἐ­πι­φά­νεια τοῦ κρυ­στάλ­λι­νου τει­χώ­μα­τος τοῦ οὐ­ρά­νιου θό­λου.

Ἀ­κο­λου­θών­τας τό πνεῦ­μα μί­ας ἐ­πο­χῆς, πού με­λε­τοῦ­σε μέ πά­θος τά πό φυ­σι­κά φαι­νό­με­να καί προ­σπα­θοῦ­σε νά τά ἑρ­μη­νεύ­σει (πρβλ. σέλ. 352 ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἀ­σχο­λή­θη­κε καί μέ τή με­τε­ω­ρο­λο­γί­α. Κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» Β 7, 365b 6 ἑπ. = μάρτ. 21, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἐ­ξη­γεῖ τους σει­σμούς ἀ­πό τά ρήγ­μα­τα τῆς γῆς, πού ἔ­χουν τήν αἰ­τί­α σέ κά­ποι­α ξη­ρα­σί­α, ὁ­πό­τε συμ­βαί­νουν κα­το­λι­σθή­σεις. Τίς τρο­πές ἄ­στρων τίς ἀ­πο­δί­δει κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 2,23,1 = μάρτ. 15 στήν ἐ­ξώ­θη­ση ἀ­πό πυ­κνό ἀν­τι­κρου­ό­με­νο ἀ­έ­ρα. Ὁ ἄ­νε­μος κα­τά τίς μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ Γα­λη­νοῦ «Εἰς Ἱπ­πο­κρά­τους Πε­ρί χυ­μῶν» 3,16,395 = μάρτ. 19, καί τοῦ Ἱπ­πο­λύ­του «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,7= μάρτ. 7, δέν εἶ­ναι πα­ρά συμ­πυ­κνω­μέ­νος ἀ­έ­ρας, πού κι­νεῖ­ται βί­αι­α σπρωγ­μέ­νος ἀ­πό κά­ποι­α αἰ­τί­α καί ἴ­σως ἐμ­πε­ρι­έ­χει νε­ρό. Ἄν ὁ Ἀ­έ­τιος 3,7,1 = μάρτ. 24, προ­σκο­μί­ζει κά­ποι­α σω­στή εἴ­δη­ση, πρέ­πει καί ὁ δά­σκα­λος τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη νά θε­ω­ροῦ­σε τόν ἄ­νε­μο δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ ἀ­έ­ρα, μέ τή δι­α­φο­ρά ὁ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος κα­τά τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» Β 1, 353b 6 ἑπ. = μάρτ. 27, ἐ­ξη­γοῦ­σε τήν κί­νη­ση τοῦ ἀ­νέ­μου ἀ­πό τίς ἐ­ξα­τμί­σεις πού ἐ­νερ­γεῖ ὁ ἥ­λιος. Τά σύν­νε­φα σχη­μα­τί­ζον­ται πα­χυν­θέν­τος ἐ­πί πλεῖ­ον τοῦ ἀ­έ­ρος», καί μέ τή συμ­πί­ε­σή τους ἡ βρο­χή ( 7 καί 17). Τό χα­λά­ζι ὀ­φεί­λε­ται στό πή­ξι­μο τοῦ νε­ροῦ τῆς βρο­χῆς κα­τά τήν κά­θο­δό του. Τό χι­ό­νι κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 3,4,1 = μάρτ. 17, γί­νε­ται ὅ­ταν τό νε­ρό πά­ρει μα­ζί του καί κά­ποι­α πνο­ή ἀ­έ­ρα, ἐ­νῶ κα­τά τόν Ἱπ­πό­λυ­το, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,7 = μάρτ. 7, ὅ­ταν τά ἴ­δια τά σύν­νε­φα εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ὑ­γρά καί πή­ξουν, προ­τοῦ ἀ­να­λυ­θοῦν σέ νε­ρό. Οἱ ἴ­δι­ες μαρ­τυ­ρί­ες μᾶς προ­σκο­μί­ζουν στοι­χεῖ­α καί γιά τό πῶς ἐ­ξη­γεῖ ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τίς ἀ­στρα­πές. Αὐ­τές γί­νον­ται ὅ­ταν σκί­ζον­ται τά σύν­νε­φα. Ἡ ἐ­ξή­γη­ση αὐ­τή ταυ­τί­ζε­ται μ’ ἐ­κεί­νη τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου (μάρτ. 23). Ὁ Ἀ­έ­τιος 3,3,2= μάρτ. 17, δι­α­σώ­ζει καί μιά με­τα­φο­ρι­κή εἰ­κό­να τῆς ἀ­να­ξι­με­νι­κῆς ἑρ­μη­νεί­ας γιά τήν ἀ­στρα­πή, ὅ­ταν λέ­ει «προ­στι­θείς [sc. ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης] τό ἐ­πί τῆς θα­λάσ­σης, ἥ­τις σχι­ζο­μέ­νη ταῖς κὠ­παις πα­ρα­στίλ­βει». Τέ­λος τό οὐ­ρά­νιο τό­ξο σχη­μα­τί­ζε­ται, ὅ­ταν οἱ ἀ­κτί­νες τοῦ ἥ­λιου πέ­σουν κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 3,5,10= μάρτ. 18 πά­νω σέ πυ­κνό καί μαῦ­ρο σύν­νε­φο, ἐ­νῶ κα­τά τόν Ἰπ­πό­λυ­το, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,8 = μάρτ. καί τά Σχό­λια στόν Ἄ­ρα­το 515,27 = μάρτ. 18, ὅ­ταν πέ­σουν σέ πα­χύ καί πυ­κνό ἀ­έ­ρα. Ὅ­λες αὐ­τές οἱ πα­ρα­τη­ρή­σεις, πού γιά τό ση­με­ρι­νό ἄν­θρω­πο ἔ­χουν ἐ­λά­χι­στο ἐν­δι­α­φέ­ρον, γιά τήν κοι­νω­νί­α τῆς ἐ­πο­χῆς τους εἶ­χαν με­γά­λη ση­μα­σί­α, για­τί ἄ­νοι­γαν νέ­ους δρό­μους στήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή γνώ­ση καί ὅ­ρι­ζαν στούς λα­ούς τή δύ­να­μη τοῦ φό­βου.

Ἔ­τσι οἱ Μι­λή­σιοι ὁ­λο­κλη­ρώ­νουν τήν πρώ­τη συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια τῶν Ἑλ­λή­νων γιά λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων. Αὐ­τοί στρώ­νουν τό δρό­μο στίς με­γά­λες σχο­λές τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν χρό­νων. Μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς σφαι­ρι­κό­τη­τας τοῦ κό­σμου προ­ε­τοι­μά­ζουν ἀ­πό τή μιά τήν ὑ­περ­βα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α τοῦ Ξε­νο­φά­νη καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη τή μα­θη­μα­τι­κή καί ὀν­το­λο­γι­κή σκέ­ψη τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων καί τῶν Ἐ­λε­α­τῶν, ἐ­νῶ μέ τήν ἔμ­ψυ­χη πρω­το­ΰ­λη καί τίς ἀν­τι­θέ­σεις της κά­νουν δυ­να­τή τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του γιά τό «ἀ­εί­ζω­ον πῦρ» καί γιά τήν ἁρ­μο­νί­α πού στη­ρί­ζε­ται σέ ἀν­τίρ­ρο­πες δυ­νά­μεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου