Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Η πλάνη και η απάτη της χριστιανικής εσχατολογίας

Μέρος Α’

Αποδείξεις από τα «τα ιερά» χριστιανικά κείμενα ότι η Β΄ Παρουσία του Ιησού θα έπρεπε να είχε συμβεί κατά την διάρκεια του πρώτου αποστολικού αιώνα. Πλαστογραφήσεις εκκλησιαστικών συγγραφέων, και η εξέλιξη του εσχατολογικού* δόγματος, προκειμένου να δικαιολογηθούν τα ψεύδη του Ιησού.

Α'. Εσχατολογία στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό


Εσχατολογία είναι ο λόγος για τα έσχατα. Τα «έσχατα», είναι η περίοδος που προηγείται της παλιγγενεσίας, δηλαδή της ανακαινίσεως της κτίσης και της θεϊκής διακυβέρνησης. Για να καταλάβουμε τον ρόλο αυτής της διδασκαλίας, πρέπει να έχουμε υπόψη μας τρία πράγματα: α) την εκ του μηδενός δημιουργία, β) τον τρόπο κατανόησης της έννοιας «χρόνος» και γ) ότι είναι μια προσπάθεια απάντησης στο πρόβλημα του «κακού» και της «θεοδικίας». Συνέπεια του Ιουδαϊσμού είναι ο Χριστιανισμός. Λογικό και επόμενο, εφόσον μοιράζονται κοινά «ιερά» κείμενα, να έχουν κοινά σημεία αλλά και ορισμένες διαφορές. Όσον αφορά την δημιουργία, και οι δύο θρησκείες δέχονται (εξ «αποκαλύψεως») ένα εξωτερικό αίτιο (τον Θεό), που δημιουργεί από το τίποτα και προνοεί και συντηρεί την δημιουργία του. Δηλαδή, ο κόσμος, δεν είναι ένα σύστημα αυτοσυντηρούμενο και αιώνιο. Έχει την ανάγκη του Δημιουργού του. Κατά τα «έσχατα», θα ολοκληρωθεί το θεϊκό σχέδιο. Θα εξαλειφθεί το κακό και η φθορά, με την αναδημιουργία του κόσμου. Διαβάζουμε στο βιβλίο «Ησαίας»: «ο ουρανός καινός και η γη καινή α εγώ ποιώ μένει ενώπιον μου λέγει Κύριος» (Ησαΐας, 66:22). Και στην «Β΄ Πέτρου», «καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β΄ Πέτρου, 3:13). Όσον αφορά τον χρόνο, υπάρχει μια διαφοροποίηση. Ο Ιουδαϊσμός τον κατανοεί ως «γραμμικό». Ο Χριστιανισμός, υιοθετώντας την «εκ του μηδενός δημιουργία», κατά ανάγκην υιοθετεί και την αντίληψη του χρόνου ως ευθεία γραμμή. Έχει αρχή ο κόσμος και οδεύει κάπου. Το «τέλος», νοείται ως το τέλος της ανθρώπινης διακυβέρνησης και την αρχή της θεϊκής. Στον Χριστιανισμό όμως, μεταπλάθεται η έννοια του «Μεσσία» και γίνεται «πάσχων». Συνεπώς, προστίθεται άλλη μια νοητή κάθετος και ο χρόνος κατανοείται πλέον ως «σταυρικός». Αυτό συμβολίζει την κάθοδο του Μεσσία στον κόσμο και το σχήμα που δημιουργείται, το πάθος του. Και οι δύο αυτές οπτικές, βλέπουν τα έσχατα ως μια περίοδο «ανταμοιβής» των πιστών, και «κατάκρισης» των ασεβών. Τότε θα φανεί η δικαιοκρισία του Θεού, και τότε θα θριαμβεύσει το «καλό» έναντι του «κακού». Στον μεν Ιουδαϊσμό, ο Μεσσίας θα έρθει ένδοξα να ανυψώσει το Ισραήλ και να το ελευθερώσει από τους φυσικούς εχθρούς του, στον δε Χριστιανισμό θα έρθει για όλους «εκ δευτέρου χωρίς αμαρτίας οφθήσεται τοις αυτόν απεκδεχομένοις εις σωτηρίαν» (Προς Εβραίους, 9:28). Όπως σημειώνει ο καθηγητής Γ. Πατρώνος, «Ο κατ’ εξοχήν Χριστός Κυρίου θεωρείται ο εν τω μέλλοντι αναμενόμενος Μεσσίας, ίνα κυρίως σώσει τον Ισραήλ και ανυψώσει τον λαόν μεταξύ των εθνών, ώστε να καταστή η Ιερουσαλήμ ιερά πόλις και έδρα του αιωνίου βασιλείου αυτού» (Μεσσιανικές και Εσχατολογικές προσδοκίες της μεσοδιαθηκικής περιόδου, περιοδικό «Θεολογία», τ. ΜΓ, 1972, τεύχη 3-4).

Κάποιοι από τους οπαδούς του Ιησού, θεώρησαν ότι ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος «Μεσσίας». Για να το στηρίξουν, βρήκαν κάποια κομμάτια από τις Γραφές, τα οποία είτε πλαστογράφησαν είτε παρερμήνευσαν, προκειμένου να δικαιολογήσουν την πίστη τους στην μεσσιανικότητα του Ιησού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι η εποχή εκείνη, ήταν εποχή έντονου κοινωνικού αναβρασμού. Εποχή πολλών «χριστών», πολλών «μεσσιών». Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης στα οποία αποτυπώνονται οι πρώτες πεποιθήσεις που αφορούν το θέμα μας, έχουν σαφείς επιρροές από την Ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία. Γράφει πάλι ο ίδιος καθηγητής…
Η περί των εσχάτων διδασκαλία της Αποκαλυπτικής καίτοι προήλθε δια μιας ιστορικής εξελίξεως εκ του περιεχομένου της προφητείας και διαφέρει ουσιωδώς του υψηλού προφητικού κηρύγματος μας παρουσίασε σημαντικόν αριθμόν θεμάτων, ως είδομεν, άτινα ενδιαφέρουν αμέσως και τους συγγραφείς την Κ. Διαθήκης. Το δε γεγονός ότι εν τω συνόλω της αποκαλυπτικής ταύτης φιλολογίας ευρίσκομεν το υπόβαθρον της διατυπώσεως των πλείστων εσχατολογικών πεποιθήσεων της Κ. Διαθήκης καθιστά το θέμα της παρούσης εργασίας λίαν ενδιαφέρον. Η πλήρης και ορθή κατανόησις της Κ. Διαθήκης είναι αδύνατος άνευ της γνώσεως ουχί μόνον των βιβλίων της Π. Διαθήκης αλλά και των αποκρύφων αυτής, καθώς επίσης και ολοκλήρου της αποκαλυπτικής γραμματείας, διότι εν αυτοίς περιλαμβάνονται άπασαι αι εκδηλώσεις του μεσσιανικού και εσχατολογικού πνεύματος της εποχής (ο. π).
Εφόσον, λοιπόν, υπάρχει σύνδεση μεταξύ ορθόδοξων ιουδαϊκών βιβλίων (Παλαιά Διαθήκη), απόκρυφων ιουδαϊκών βιβλίων, αποκαλυπτικής ιουδαϊκής γραμματείας, και βιβλίων Καινής Διαθήκης, επομένως υπάρχει σύνδεση και ως προς την αντίληψη για τη φύση αυτής της «βασιλείας», αλλά και του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου πραγματοποιείται. Οι αρχικοί οπαδοί του Ιησού ανέμεναν την επικείμενη έλευση του Ιησού και οραματίζονταν την «βασιλεία» κατά έναν τρόπο περισσότερο υλιστικό από αυτό που θεωρήθηκε αργότερα.

Β'. Το «επικείμενο τέλος» και ο αμφιταλαντευόμενος πλαστογράφος «Λουκάς»


Οι έσχατες ημέρες αρχίζουν από τον πρώτο αποστολικό αιώνα. «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Προς Εβραίους, 1:1-2). Το πότε τελειώνουν, ας αφήσουμε να μας το πουν τα ευαγγέλια:
«Μετὰ δὲ τὸ παραδοθῆναι τὸν Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ• μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» (Κατά Μάρκον, 1:14-15).

«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν Μετανοεῖτε• ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Κατά Ματθαίον, 4:17).

Οι φράσεις-κλειδιά σε αυτά τα χωρία του πρώιμου κηρύγματος του Ιησού, είναι το «πεπλήρωται ο καιρός» και «ήγγικεν η βασιλεία του Θεού». Και τα δύο, οριοθετούν την έλευση της «βασιλείας» κατά ορατό τρόπο, στην διάρκεια του πρώτου αιώνα. Η «βασιλεία» είναι που πλησιάζει, και όχι εμείς στην βασιλεία.

Αυτός ο «αποκαλυπτικός» χαρακτήρας του κηρύγματος του Ιησού, αντανακλά το κλίμα της εποχής στην Παλαιστίνη, αλλά και τις αρχικές πεποιθήσεις για τον Ιησού. Η αποκαλυπτική γραμματεία βρίθει από αναφορές περί του επικείμενου «τέλους», και τα γραπτά του Ιώσηπου μαρτυρούν επίδοξους «Μεσσίες», δηλαδή «Χριστούς», που υπόσχονταν την άμεση αποκατάσταση του Ισραήλ και την συντριβή των δυνάμεων του «κακού» (Ρώμη και ειδωλολατρία). Η εποχή της διακυβέρνησης του Θεού μέσω του «κεχρισμένου» του, ήταν πλησίον.

Όταν απέστειλε τους δώδεκα, τους παρήγγειλε τα επόμενα: «Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων, Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε• πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ· πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι Ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Κατά Ματθαίον, 10:7).

Η εντολή είναι ξεκάθαρη. Δεν πρέπει να πάνε στους εθνικούς και στους Σαμαρείτες. Η αποκλειστικότητα του κηρύγματος στους Ιουδαίους, ενισχύει αυτό που γράφτηκε παραπάνω. Βεβαίως, στο ίδιο ευαγγέλιο, ο Ιησούς φέρεται να αποστέλλει τους μαθητές στα έθνη, μετά την «ανάστασή» του. Αυτά, προστέθηκαν αργότερα, όταν πλέον το συγκεκριμένο κίνημα ανοίχθηκε στα έθνη. Στο βιβλίο των «Πράξεων», υπήρχε μεγάλη διχογνωμία στο αν έπρεπε οι απόστολοι να κηρύξουν στους εθνικούς. Ας θυμηθούμε την περίπτωση του Πέτρου, που αρχικά είχε ενδοιασμούς στο αν έπρεπε να κηρύξει στον Κορνήλιο και τους δικούς του, που ήταν εθνικοί. Αλλά και στην πρώτη αποστολική σύνοδο, συζητήθηκε το αν έπρεπε τελικά να προχωρήσουν στα έθνη, πέρα από τους προσήλυτους στον Ιουδαϊσμό. Εάν ο Ιησούς τους είχε δώσει την εντολή, τότε δεν θα υπήρχε λόγος ούτε να αμφιβάλλουν ούτε να το συζητούν.

Ο συγγραφέας του κατά «Λουκάν» ευαγγελίου, ο οποίος γράφει μεταγενέστερα σε σχέση με τους συγγραφείς του «κατά Μάρκον» και «κατά Ματθαίον», επεξεργάζεται το σημείο όπου ο Ιησούς αποστέλλει τους δώδεκα, απαλείφοντας κάθε απαγόρευση για κήρυγμα στους μη Ιουδαίους. Ο ίδιος συγγραφέας, ενίοτε εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενος όσον αφορά την φύση της «βασιλείας των ουρανών». Είναι μια εσωτερική κατάσταση, ή είναι κάτι ανεξάρτητο από τον άνθρωπο και παρατηρείται; Πολύ πιθανόν, αυτή η στάση του να οφείλεται στο ανεκπλήρωτο της ελεύσεως της «βασιλείας» με την κυριολεκτική της σημασία. Όταν αναφέρεται στις εντολές του Ιησού προς τους εβδομήντα αποστόλους, γράφει: «και λέγετε αὐτοῖς Ἤγγικεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ» (Κατά Λουκάν, 10:9).

Η φράση κλειδί είναι το «εφ’ υμάς». Τώρα η βασιλεία δεν πλησιάζει γενικά, αλλά ειδικά σε εσάς. Σε άλλο σημείο, πάλι από τον ίδιο συγγραφέα, ο Ιησούς ερωτάται από τους Ιουδαίους περί της βασιλείας: «Ἐπερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἀπεκρίθη αὐτοῖς καὶ εἶπεν Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως· οὐδὲ ἐροῦσιν Ἰδού, ὧδε ἤ ἰδού, Ἐκεῖ Ἰδού, γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (17:20-21).

Στο ερώτημα «πότε έρχεται» (ορατά), ο Ιησούς φέρεται να απαντά κάτι ξένο και μη οικείο με την παραδοσιακή ιουδαϊκή διδασκαλία. Η βασιλεία δεν έρχεται μετά παρατηρήσεως. Είναι μέσα μας. Δεν έρχεται εξωτερικά, ούτε προσδιορίζεται τοπικά. Αυτό έρχεται σε αντίφαση με το ρητό του Ιησού, όπως μας το παρουσιάζει ο συγγραφέας του «κατά Ματθαίον». «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν» (5:5). Είναι το πρώτο ψήγμα το οποίο αργότερα θα γίνει καθεστώς στην χριστιανική σκέψη. Ειδικά, όταν φτάσουμε στον 4ο αιώνα και μετά, όπου η Εκκλησία γίνεται δύναμη και συμπορεύεται με την πολιτική εξουσία. Τότε η βασιλεία γίνεται «πνευματική», μακρινή, και σταματάει το «εγγύς ο Κύριος».

Στο ίδιο συμπέρασμα μπορεί να καταλήξει κανείς, αφού συγκρίνει την διατύπωση στα εξής χωρία:

«μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν εἰσίν τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ» (Κατά Ματθαίον, 16:27-28).

«Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσίν τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Κατά Μάρκον, 9:1).

«ὃς γὰρ ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους τοῦτον ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων· λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς εἰσίν τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων οἳ οὐ μὴ γεύσονται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ» (Κατά Λουκάν, 9:26-27).

Είναι τα λόγια που υποτίθεται ότι είπε ο Ιησούς. Αφορούν την βασιλεία του Θεού. Στην πρώτη περίπτωση, «μέλλει» να έλθει σύντομα και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Στην δεύτερη περίπτωση, «έρχεται» με δύναμη. Στο κατά «Λουκάν», η διατύπωση είναι ασθενέστερη («όταν έλθει»), ενώ λείπει η αναφορά στην αποκατάσταση. Να τονίσουμε στο σημείο αυτό, ότι αυτά δεν σχετίζονται με την «μεταμόρφωση» που αναφέρεται στα αμέσως επόμενα. Οι απολογητές για να αντιπαρέλθουν τον σκόπελο της μη εκπλήρωσης (και) αυτής της υποσχέσεως του Ιησού, εφόσον πέθαναν όλοι οι μαθητές αλλά ο Ιησούς δεν ήρθε εκ δευτέρου, θεωρούν ότι η «βασιλεία» για την οποία γίνεται λόγος εδώ, είναι η θέαση του Ιησού «εν δόξη». Όμως, κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί. Διότι, ούτε ήρθε κάποια αποκατάσταση (όπως αναφέρεται στο «κατά Ματθαίον» με την απόδοση στον καθένα κατά την πράξη του), ούτε πέθανε κάποιος από τους μαθητές μέχρι τότε. Διότι, σύμφωνα με τα ευαγγέλια, η μεταμόρφωση έλαβε χώρα είτε έξι μέρες μετά (Ματθαίος/Μάρκος), είτε οκτώ (Λουκάς). Τους είπε όμως ότι έως τότε, κάποιοι δεν θα γεύονταν θάνατο. Που σημαίνει ότι κάποιοι τον γεύθηκαν. Η τοποθέτηση, επομένως, της ελεύσεως της Βασιλείας μερικές μέρες αργότερα ως «μεταμόρφωσης του Ιησού», είναι άστοχη και άσχετη με τα συμφραζόμενα.

Στο βιβλίο «Πράξεις», οι μαθητές ρωτάνε λίγο πριν την «ανάληψη» του Ιησού: «Κύριε εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;» (1:6).

Το ερώτημα αυτό έχει δύο στοιχεία. Μιλάει για άμεσο χρόνο, και αναφέρεται στο Ισραήλ. Μάλιστα, στην αποκατάσταση στο Ισραήλ. Αυτό θυμίζει πολύ έντονα την ιουδαϊκή αποκαλυπτική, όπου η βασιλεία είναι μια αποκατάσταση του Ισραήλ στην θέση που πρέπει, κατά τους Ιουδαίους. Οι μαθητές δεν ρωτάνε ούτε αυθαίρετα ούτε άσχετα σε σχέση με όσα γνώριζαν. Οι ίδιοι ζουν σε ένα περιβάλλον αποκαλυπτικό με την εσχατολογία να είναι βαθιά ριζωμένη μέσα τους. Αυτές οι αντιλήψεις, αντανακλούν τις πρώτες πεποιθήσεις, που αργότερα θα παραποιηθούν και θα πλαστογραφηθούν από τον Παύλο και από τους υπόλοιπους διαμορφωτές της χριστιανικής πίστης. Ο Ιησούς απαντά, «Οὐχ ὑμῶν ἐστιν γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ» (1:7). Ο συγγραφέας του «κατά Λουκάν» με τον συγγραφέα των «Πράξεων», είναι το ίδιο πρόσωπο. Όπως είχε αναφερθεί και παραπάνω, οι αντιλήψεις του συγκεκριμένου συγγραφέα είναι λιγότερο ενθουσιαστικές από ότι στους άλλους. Ο Ιησούς δεν λέει αν είναι κοντά ή μακριά ο καιρός. Είναι στην αποκλειστική εξουσία του Πατρός. Αυτή η απάντηση όμως, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα είπε ο Ιησούς ενώπιον του θρησκευτικού συνεδρίου που τον δίκαζε. Διότι ο συγγραφέας του «κατά Ματθαίον» αναφέρει ότι ο Ιησούς τούς είχε πει ότι «από τώρα» θα τον έβλεπαν να κάθεται στα δεξιά της Δυνάμεως και να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού. Δηλαδή, θα έβλεπαν οι ίδιοι στην εποχή τους, τόσο την ανάληψη όσο και την Β΄ Παρουσία του: «λέγω ὑμῖν ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (26:64).

Αυτό όμως δεν έγινε και το γνωρίζει ο συγγραφέας των «Πράξεων», που δρα σε μεταγενέστερη εποχή, όπου πιθανώς είχαν πεθάνει και οι άνδρες του συνεδρίου. Έτσι εξηγείται όχι μόνο η απάντηση του Ιησού που καταγράφει (ή καλύτερα επινοεί), αλλά και η πλαστογραφία στην οποία προβαίνει. Παίρνει λοιπόν το παραπάνω χωρίο και το παραποιεί. Έτσι, στο «κατά Λουκάν» ευαγγέλιο, η απάντηση του Ιησού είναι διαφορετική: «Απὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ θεοῦ» (22:69). Τώρα πλέον, οι άνδρες του συνεδρίου δεν έχουν σχέση ούτε με την ανάληψη ούτε με την Β’ Παρουσία.

Γ'. Είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ο προφήτης Ηλίας;


Ένα ακόμα σημείο από τα ευαγγέλια που έχει άμεση σχέση με το θέμα μας, είναι η ταύτιση του Ιωάννη του Βαπτιστή με τον Ηλία. Το σημείο αυτό δεν έχει προσεχθεί ιδιαίτερα, αν και είναι πάρα πολύ διαφωτιστικό. Τα ευαγγέλια αντιφάσκουν και σε αυτό. Ο συγγραφέας του «κατά Ματθαίον» βάζει τον Ιησού να λέει ότι είναι. Ο συγγραφέας του «κατά Ιωάννην», βάζει τον Βαπτιστή να το αρνείται (1:19-27). Ο συγγραφέας του «κατά Λουκάν», λέει ότι δεν είναι το αυτό πρόσωπο, αλλά ότι έχουν το ίδιο πνεύμα (1:17).

Ο Ιησούς ταυτίζει τον Ιωάννη με τον Ηλία:

«ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν· πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου προεφήτευσαν• καὶ εἰ θέλετε δέξασθαι, αὐτός ἐστιν Ἠλίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι» (Κατά Ματθαίον, 11:12-14).

«καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες Τί οὖν οἱ γραμματεῖς λέγουσιν ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον· δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, Ἠλίας μὲν ἔρχεται πρῶτον καὶ ἀποκαταστήσει πάντα• λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Ἠλίας ἤδη ἦλθεν καὶ οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτὸν ἀλλ’ ἐποίησαν ἐν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν• οὕτως καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ’ αὐτῶν· τότε συνῆκαν οἱ μαθηταὶ ὅτι περὶ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ εἶπεν αὐτοῖς» (Κατά Ματθαίον, 17:10-13).

Και στα δύο χωρία ταυτίζεται ο Ιωάννης με τον Ηλία, και υπάρχει συσχέτιση με τα έσχατα, την βασιλεία των ουρανών. Για να καταλάβουμε αυτήν την σύνδεση, πρέπει να ανατρέξουμε στο βιβλίο «Μαλαχίας» της Παλαιάς Διαθήκης. Εκεί αναφέρεται ότι θα έλθει ο Ηλίας ο Θεσβίτης, λίγο πριν την Ημέρα του Κυρίου την Μεγάλη. Αυτή η μέρα περιγράφεται ως ημέρα εκδίκησης επί τους ασεβείς και θριάμβου για τους Ιουδαίους. Ας δούμε τα ίδια τα χωρία…
Διοτι ιδου ημερα Κυριου ερχεται καιομενη ως κλιβανος και φλεξει αυτους και εσονται παντες οι αλλογενεις και παντες οι ποιουντες ανομα καλαμη και αναψει αυτους η ημερα η ερχομενη λεγει Κυριος παντοκρατωρ και ου μη υπολειφθη εξ αυτων ριζα ουδε κλημα και ανατελει υμιν τοις φοβουμενοις το ονομα μου ηλιος δικαιοσυνης και ιασις εν ταις πτερυξιν αυτου και εξελευσεσθε και σκιρτησετε ως μοσχαρια εκ δεσμων ανειμενα και καταπατησετε ανομους διοτι εσονται σποδος υποκατω των ποδων υμων εν τη ημερα η εγω ποιω λεγει Κυριος παντοκρατωρ μνησθητε νομου Μωυση του δουλου μου καθοτι ενετειλαμην αυτω εν Χωρηβ προς παντα τον Ισραηλ προσταγματα και δικαιωματα και ιδου εγω αποστελλω υμιν Ηλιαν τον Θεσβιτην πριν ελθειν ημεραν κυριου την μεγαλην και επιφανη ος αποκαταστησει καρδιαν πατρος προς υιον και καρδιαν ανθρωπου προς τον πλησιον αυτου μη ελθω και παταξω την γην αρδην.
(Μαλαχίας, 4:1-6)
Το μήνυμα είναι εσχατολογικό, αφορά το Ισραήλ και ερμηνεύεται από τον Ιησού (ή τον ανώνυμο ευαγγελιστή) ότι η Ημέρα Κυρίου είναι ήδη οι ημέρες από την εμφάνιση του Ιωάννη του Βαπτιστή μέχρι την εποχή του Ιησού. Κατά συνέπεια, η βασιλεία των ουρανών έπρεπε να είχε έρθει ήδη από τότε, και μάλιστα με τρόπο εμφανή, όπως περιγράφει η περικοπή. Δεν συνέβη τίποτα.

Δ'. Το σημάδι της παρουσίας και η «γενεά αύτη» – Ο Χρυσόστομος πλαστογραφεί τα περί της «τελευταίας» γενεάς


Οι μαθητές καθώς έδειχναν στον Ιησού τα οικοδομήματα του ιερού στην Ιερουσαλήμ, τα θαύμαζαν. Ο Ιησούς τους είπε ότι δεν θα έμενε πέτρα πάνω στην πέτρα. Αυτό έκανε εντύπωση στους μαθητές και όταν πήγαν στο Όρος των Ελαιών, τον ρώτησαν κατ’ ιδίαν, «πότε ταῦτα ἔσται καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καὶ τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Κατά Ματθαίον, 24:3). Διαβάζοντας κανείς ολόκληρο το κεφάλαιο, πουθενά ο Ιησούς στην διδασκαλία που αναπτύσσει πάνω στο ερώτημα των μαθητών, δεν ξεχωρίζει την εποχή της καταστροφής του ιερού από την εποχή της συντέλειας. Ξεκινάει την διδασκαλία του λέγοντας στους μαθητές να μην πλανηθούν, καθώς πολλοί θα εμφανιστούν που θα ισχυριστούν ότι είναι ο Χριστός. Αυτό αντανακλά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, όπου πολλοί είχαν εμφανιστεί διεκδικώντας τον τίτλο του «Μεσσία». Η συγκεκριμένη μερίδα οπαδών, όμως, έπρεπε να πιστεύει στον «συγκεκριμένο Χριστό». Ο συγγραφέας του «κατά Λουκάν», προσθέτει: «Πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὃτι Ἐγώ εἰμι καί Ὁ καιρὸς ἤγγικεν μὴ οὖν πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν» (21:8). Στην συνέχεια, τους μιλάει για πολέμους, πείνες, λοιμούς, σεισμούς. Οι άλλοι προσθέτουν ταραχές και φόβητρα από τον ουρανό. Αυτά είναι «ἀρχὴ ὠδίνων» (24:8). Αυτά που έχει πει ως τώρα, δεν είναι τα «σημεία», αλλά ο χρονικός προσδιορισμός στο «πότε». Άλλωστε, ένα και μοναδικό σημείο θα δώσει για την παρουσία του και την συντέλεια. Θα το δούμε παρακάτω. Στην συνέχεια, τους διδάσκει (τί άλλο!) ότι θα περάσουν θλίψεις και ταλαιπωρίες, θα τους μισούν όλα τα έθνη για το όνομά του. Θα αυξηθούν οι ψευδοπροφήτες, θα ψυχρανθεί η αγάπη, και πολλοί θα πλανηθούν (24:9-13). Οι άλλοι προσθέτουν ότι θα πρέπει να σταθούν ενώπιον βασιλέων και αρχόντων για να δώσουν την μαρτυρία τους υπέρ του Χριστού.

Στον στίχο 14, ο Ιησούς τους λέει κάτι πολύ σημαντικό: «καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσιν τοῖς ἔθνεσιν καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος» (24:14). Στο σημείο αυτό, θα μπορούσε η χριστιανική απολογητική να ισχυριστεί ότι ο Ιησούς μιλώντας για το κήρυγμα της βασιλείας σε όλα τα έθνη, απομακρύνει το ενδεχόμενο σύνδεσης της συντέλειας με την εποχή του. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί το ερμηνεύουμε με τα σημερινά δεδομένα. Όμως την εποχή εκείνη, δεν είχαν την ίδια αντίληψη με μας για τον κόσμο και την οικουμένη. Για παράδειγμα, ο συντάκτης της «Προς Κολοσσαείς» επιστολής, θεωρεί ότι ήδη το ευαγγέλιο έχει κηρυχθεί σε όλον τον κόσμο, ασχέτως ότι ακόμα δεν ήξεραν για την ύπαρξη ούτε της Αμερικής, ούτε της Αυστραλίας: «τοῦ εὐαγγελίου οὗ ἠκούσατε τοῦ κηρυχθέντος ἐν πάσῃ τῇ κτίσει τῇ ὑπὸ τὸν οὐρανόν» (1:23). Συνεπώς, συνδέοντας ο Ιησούς την μαρτυρία του ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο με το τέλος, όχι μόνο δεν αναφέρεται σε κάποια άλλη μακρινή εποχή, αλλά επιπλέον προσδιορίζει το «τέλος» στην γενεά που τον άκουγε. Τους μιλάει για την καταστροφή του Ναού και της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους και για το «βδέλυγμα της ερημώσεως» (24:15-28).

Αυτά, ιστορικά συνέβησαν περίπου το 70 κ. ε. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας εκπλήττει αυτό. Ο συγγραφέας του ευαγγελίου γράφει μετά τα γεγονότα, εκ του ασφαλούς. Απόδειξη για αυτό, είναι ότι σε άλλο σημείο του ευαγγελίου, αναφέρει ο Ιησούς στους Φαρισαίους ότι ο Ζαχαρίας ο γιος του Βαραχίου, φονεύθηκε από αυτούς μεταξύ του Ναού και του θυσιαστηρίου (Κατά Ματθαίον, 23:35). Αυτό συνέβη μεν, αλλά συνέβη λίγο πριν την άλωση της Ιερουσαλήμ και της καταστροφής του Ναού, σύμφωνα με τον Ιώσηπο: «Οἱ δὲ ἤδη διαμεμισηκότες τὸ φονεύειν ἀνέδην εἰρωνεύοντο δικαστήρια καὶ κρίσεις. Καὶ δή τινα τῶν ἐπιφανεστάτων ἀποκτείνειν προθέμενοι Ζαχαρίαν υἱὸν Βαρούχου» (Ιουδαϊκοί πόλεμοι, βιβλίο 4, 5:4). Πρόκειται σαφώς περί αναχρονισμού, εφόσον υποτίθεται ότι ο Ιησούς το λέει περίπου στο 32-33 κ.ε., ενώ αυτό συνέβη πάνω από τριάντα χρόνια αργότερα.

Συνεχίζοντας, να σημειωθεί ότι ο Ιησούς λέει ρητά ότι οι μαθητές θα ζούσαν όταν θα συνέβαιναν αυτά: «Ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως…» (24:15). Αλλά και παρακάτω: «ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν Ἰδού, ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστίν, μὴ ἐξέλθητε• Ἰδού, ἐν τοῖς ταμείοις μὴ πιστεύσητε• ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (24:26-27). Αφού τους απάντησε στο «πότε» θα καταστραφεί ο Ναός, έρχεται τώρα να τους πει για το σημείο: «Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς καὶ οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς» (24:29-30).

Να προσεχθεί ιδιαίτερα, ότι μετά την θλίψη εκείνων των ημερών (όπου θα ζουν οι μαθητές), ευθέως θα σκοτιστεί ο ήλιος και η σελήνη, και τότε θα φανεί το σημείο του Υιού του ανθρώπου στον ουρανό. Συνεπώς, όλα αυτά γίνονται στην εποχή των μαθητών, όπως λέει και παρακάτω: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται» (24:34). Η γενεά αυτή, των ανθρώπων που άκουγαν. Μία γενεά είναι η χρονική διαφορά μεταξύ πατέρα και γιού. Δεν είναι κάτι σταθερό, αλλά κατά την κοινή λογική, πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 30-40 χρόνια. Έστω, 50. Όπως και να το κάνουμε, η γενεά δεν θα μπορούσε να υπερβεί τον πρώτο αποστολικό αιώνα. Στο «κατά Λουκάν», προστίθεται: «ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν» (21:28). «Οὕτως καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ» (21:31). Κι ενώ τα πράγματα είναι τόσο καθαρά, αλλά άβολα για την Εκκλησία, οι πατέρες έρχονται να ερμηνεύσουν ότι γενεά, είναι η γενεά των πιστών, και όχι των αποστόλων. Σύμφωνα με την παρερμηνεία του Χρυσοστόμου, «Πως ουν, φησίν, είπεν, “η γενεά αύτη”; Ου περί της τότε λέγων, αλλά περί της των πιστών» (ΕΠΕ τ. 12, ομιλία 77, «Εις το κατά Ματθαίον»). Συνεπώς, εξαλείφεται η ψευδοπροφητεία του Ιησού, πλαστογραφώντας το νόημα.

Παρατηρούμε ότι στην πραγματικότητα, πουθενά δεν δίδεται συγκεκριμένη χρονολογία για την καταστροφή του Ναού. Επίσης, και το «σημείο» για την συντέλεια που δίνει ο Ιησούς, δεν είναι συγκεκριμένο. Σύμφωνα με την ερμηνευτική παράδοση της Εκκλησίας, είναι ο σταυρός. Παρακάτω, ο Ιησούς μέσω παραβολών, προσπαθεί επιμελώς να αποφύγει συγκεκριμένες ημερομηνίες. Έτσι πάντα λειτουργούσαν και λειτουργούν οι «προφήτες» και οι «προφητείες» τους.

Ε'. Οι άνδρες του συνεδρίου θα έβλεπαν την «Ανάληψη» και την «Δευτέρα Παρουσία» του Ιησού – Η πλαστογραφία του «Λουκά» και του Ζιγαβηνού


Ο Ιησούς αναφέρει ρητά στους άνδρες του συνεδρίου που τον δίκαζε, ότι θα τον έβλεπαν να έρχεται στην Δευτέρα Παρουσία του…
καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ, οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; ὁ δὲ ἰησοῦς ἐσιώπα. καὶ ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ, ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ ἰησοῦς, σὺ εἶπας: πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ.
(Κατά Ματθαίον, 26:62-64)
Ο συγγραφέας του «κατά Λουκάν» παίρνει την απάντηση του Ιησού όπως είναι διατυπωμένη στα προγενέστερα ευαγγέλια και την τροποποιεί πλαστογραφώντας την στο κείμενό του. Γράφει: «ἀπὸ τοῦ νῦν δὲ ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ θεοῦ» (Κατά Λουκάν, 22:69). Αφαιρεί την αναφορά στην «ανάληψη» και στην «Β΄ Παρουσία», καθώς και την σύνδεση αυτών των «γεγονότων» με τους άνδρες του συνεδρίου. Ο μεσαιωνικός θεολόγος Ευθύμιος Ζιγαβηνός, του οποίου τις ερμηνείες περιλαμβάνει στα υπομνήματά του ο Π. Τρεμπέλας, υπομνηματίζοντας το «Κατά Ματθαίον», γράφει…
Απάρτι, αντί του, Μετά μικρόν. Δηλοί δε τον μέχρι της αναστάσεως αυτού καιρόν. Όψεσθέ με, τον παρ’ υμών αναιρούμενον, καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως της του Θεού, ήγουν σύνθρονον τω Θεώ Πατρί. Έτι δε και ερχόμενον κατά την Δευτέραν Παρουσίαν επί των νεφελών του ουρανού, ως Θεόν. Όψεσθε δε είπεν, ουχ ως δυναμένων ούτως ιδείν αυτόν, αλλ’ ως διαμαρτυρόμενος· η και προς τους μέλλοντας εξ αυτών πιστεύειν ο λόγος. Το δε Όψεσθε δηλοί και το, Γνώσεσθε. Φησί δε και ο Λουκάς ότι Από του νυν έσται ο Υιός του ανθρώπου καθήμενος εκ δεξιών της δυνάμεως του Θεού, τουτέστι, Βραχύς ο καιρός της κατ’ εμού επιβουλής· ουκ εις μακράν γαρ ανώτερος των επιβουλευόντων γενήσομαι.
(PG τ. 129, σ. 697)
Τι κάνει εδώ ο μεσαιωνικός μας θεολόγος; Ενώ ορθά αποδίδει το «απ’ άρτι» ως «μετά μικρόν» (=μετά από λίγο) και ορθά μας λέει ότι αυτά τα λόγια απευθύνονται στους άνδρες του συνεδρίου (διότι δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς), μετά μας λέει ότι ο Ιησούς δεν το είπε κυριολεκτώντας, αλλά διαμαρτυρόμενος! «Όψεσθε δε είπεν, ουχ ως δυναμένων ούτως ιδείν αυτόν, αλλ’ ως διαμαρτυρόμενος». Μετά, επιχειρεί μια παρερμηνεία, αφού «Το δε Όψεσθε δηλοί και το, Γνώσεσθε». Τώρα πλέον ο Ιησούς (σύμφωνα με την θεολογική αυτή ερμηνεία), δεν εννοούσε ότι θα τον έβλεπαν, αλλά θα το γνώριζαν. Και προς επίρρωσην αυτού, ο Ζιγαβηνός προχωράει και σε μια άλλη πονηριά. Φέρνει το παράλληλο χωρίο του «κατά Λουκάν», που σχολιάσαμε πριν. Όμως, αν ήθελε ο Ζιγαβηνός να είναι συνεπής ως προς τα κείμενα που ερμηνεύει και αφού χρησιμοποιεί την εκ παραλλήλου μέθοδο ερμηνείας, θα έπρεπε να αναφέρει και αυτό που γράφει ο συγγραφέας του «κατά Μάρκον»: «ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (14:62).

Στ'. Εσχατολογία στο «κατά Ιωάννην» και στην «Α΄ Ιωάννου»


Στο «κατά Ιωάννη» ευαγγέλιο βλέπουμε μια διαφορετική εσχατολογία. Είναι το τελευταίο χρονικά ευαγγέλιο, γραμμένο προς τα τέλη του πρώτου αιώνος, και είναι απολύτως «φυσιολογικό» ο συγγραφέας του να μην συνδέει τα έσχατα με τα γεγονότα της άλωσης της Ιερουσαλήμ. Πουθενά δεν αναφέρεται σε αυτά (σε αντίθεση με τους προγενέστερούς του συνοπτικούς), αλλά στην εσχατολογία του ασχολείται με την «ανάσταση» και τον «αντίχριστο», του οποίου η δράση θα προηγηθεί της βασιλείας. Αυτά αναφέρονται περισσότερο στις επιστολές. Τις εσχατολογικές πλάνες του βιβλίου της «Αποκαλύψεως», θα τις δούμε ξεχωριστά, εφόσον δεν ανήκει στον συγγραφέα του ευαγγελίου και των τριών καθολικών επιστολών.

«μὴ θαυμάζετε τοῦτο ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Κατά Ιωάννην, 5:28-29).

Το χωρίο αυτό δεν μπορεί να εκληφθεί μεταφορικά, σε αντίθεση με το προηγούμενο χωρίο «ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστιν ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» (στ. 25). Εδώ, «νεκροί» είναι οι πνευματικά νεκροί. Όσοι από αυτούς ακούσουν την φωνή του Υιού του Θεού, θα ζήσουν. Στο παραπάνω χωρίο όμως, γίνεται αναφορά σε αυτούς που είναι στα μνήματα. Όλοι θα ακούσουν το πρόσταγμα της ανάστασης (όχι μόνο οι δεκτικοί) και θα πορευθούν είτε στην ανάσταση της ζωής είτε στην ανάσταση της κρίσεως. Στην εσχατολογία του συγγραφέα, δεν υφίσταται κρίση για τους πιστούς (3:18/ 5:24), σε αντίθεση με την παραβολή της τελικής κρίσης, όπως παρουσιάζεται στο «κατά Ματθαίον», κεφάλαιο 25. Εκεί η κρίση γίνεται για όλους, μόνο βάση των έργων. Η φράση «έρχεται ώρα», δεν θα έπρεπε να μας κάνει να νομίζουμε ότι αναφέρεται στο άμεσο μέλλον. Η εσχατολογία του είναι μια θολή εσχατολογία. Και σε άλλα σημεία του ευαγγελίου του αναφέρεται σε αυτήν την ημέρα, η οποία τοποθετείται κάπου όχι συγκεκριμένα. Κάπου κοντά και ταυτόχρονα μακριά. Κοντά ως όραμα, αλλά μακριά, εφόσον σε κάθε περίπτωση ο πιστός μέλλει να αναστηθεί από τον Ιησού.

«πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (6:40).

«οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (6:44).

Η στιχομυθία του Ιησού με την Μάρθα είναι χαρακτηριστική, όσον αφορά την «έσχατη» μέρα: «εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν Κύριε εἰ ἦς ὧδε ὁ ἀδελφός μου• οὐκ ἂν ἐτεθνήκει ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν θεὸν δώσει σοι ὁ θεός· λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου· λέγει αὐτῷ Μάρθα Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (11:21-24).

Ο Ιησούς της λέει ότι θα αναστηθεί ο Λάζαρος. Η Μάρθα απαντά ότι ξέρει ότι θα αναστηθεί στην γενική ανάσταση, την έσχατη μέρα. Ενώ ο Ιησούς είναι παρών, το μυαλό της Μάρθας πάει για πολύ αργότερα. Η «έσχατη μέρα», φράση κλειδί στην εσχατολογία του συγγραφέα, είναι ταυτόχρονα επικείμενη και μακρινή. Ξεκάθαρη και θολή. Παρέχει άμεσα ελπίδα και απαιτεί αναμονή.

Πριν την έλευση της βασιλείας, επίκειται η δράση του αντίχριστου. Στις επιστολές παρατηρούμε το ίδιο μοτίβο. Η βασιλεία είναι κοντά και μακριά: «Παιδία ἐσχάτη ὥρα ἐστίν καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν» (Α΄ Ιωάννου, 2:18).

Είναι έσχατη ώρα, και ο αντίχριστος έρχεται (δεν ήρθε). Όμως, ήδη από τώρα (τότε), πολλοί αντίχριστοι υπάρχουν. Εδώ, η «έσχατη ώρα» δεν σημαίνει τον αμέσως μετά ερχομό του Ιησού. Προηγείται ο αντίχριστος που «έρχεται», ακόμα δεν έχει εμφανιστεί. Σαν να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο ο συγγραφέας και μαζί με αυτό να τονώσει την ελπίδα των πιστών. Ως αντίχριστους, προδρόμους του αντίχριστου, θέτει τους «αιρετικούς». «οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν» (2:22). Όπως κι αν έχει, τίποτα δεν εκπληρώθηκε. Η «έσχατη» ώρα ολοένα και μακραίνει. Ιστορικά, βλέπουμε ότι οι «αιρέσεις» υπεραυξήθηκαν σε σχέση με την τότε εποχή, αλλά ο αντίχριστος ακόμα έρχεται. Το «πνεύμα του αντίχριστου» ήταν ήδη παρόν από τότε (Α΄ Ιωάννου, 4:3), αλλά ο αντίχριστος ως πρόσωπο ποτέ δεν εμφανίστηκε.

Μέρος Β

Αποδείξεις για την πλάνη της εσχατολογίας από τις επιστολές, το βιβλίο της «Αποκάλυψης», και τα γραπτά των τριών πρώτων αιώνων. Η πλαστογράφηση της πραγματικότητας από τους εκκλησιαστικούς.

Α'. «ὁ Κύριος ἐγγύς» («Προς Φιλιππησίους», 4:5), και επιπλέον χριστιανικές απάτες


Το ίδιο πνεύμα, ότι δηλαδή «εγγύς ο Κύριος», υπάρχει και στα υπόλοιπα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ο Παύλος γράφει στους Κορίνθιους τα εξής: «ἰδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω• πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα ἐν ἀτόμῳ ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι• σαλπίσει γάρ καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι» (Α’ Προς Κορινθίους, 15:51-52).

Ο Παύλος θέτει «την έσχατη σάλπιγγα» που θα σημάνει την ανάσταση των νεκρών, στην εποχή του. Κατά την διάρκεια της ζωής του και της ζωής των Κορινθίων πρόκειται να γίνει η ανάσταση και η μεταμόρφωση των σωμάτων. Ούτε ο Παύλος ούτε οι παραλήπτες της επιστολής θα πέθαιναν. Όμως, ο πανδαμάτωρ χρόνος απέδειξε ότι το «μυστήριο» του Παύλου ήταν μία πλάνη.


Το ίδιο γράφει και στους Θεσσαλονικείς: «ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας•ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα» (Α΄ Προς Θεσσαλονικείς, 4:15-17).

Ο Παύλος αναφέρει ότι δεν θα προλάβουν να πεθάνουν, διότι θα κατέβει ο Ιησούς για να αναστήσει πρώτα τους πιστούς. Μετά, «εμείς» οι ζωντανοί, θα αρπαχθούμε στις νεφέλες για να συναντήσουμε εκεί τον Κύριο. Ο Παύλος δεν μιλάει γενικά, αλλά συγκεκριμενοποιεί το πράγμα, εφόσον βάζει μέσα σε αυτά τα «γεγονότα» που θα λάβουν χώρα άμεσα, τον εαυτόν του και έναν σωρό κόσμο. Αξιοπρόσεκτο είναι, ότι ο Ιησούς «έρχεται-κατεβαίνει» και οι ζώντες πιστοί αρπάζονται. Αργότερα, όταν θα έχουν περάσει οι αιώνες και τίποτα δεν θα έχει γίνει, όπως θα δούμε, οι εκκλησιαστικοί πατέρες μιλώντας για «συντέλεια», αναφέρονται στον βιολογικό θάνατο. Τώρα πια, η κίνηση είναι από την πλευρά του πιστού που πεθαίνοντας πάει στον ουρανό, και η βασιλεία καθίσταται ένα μακρινό όραμα…
Ας υποθέσουμε ότι η συντέλεια γίνεται ύστερα από είκοσι χρόνια, ύστερα από τριάντα, ύστερα από εκατό• τι σχέση έχει αυτό για μας; Δεν είναι η συντέλεια του καθενός το τέλος της ζωής του; Γιατί ασχολείσαι και αγωνιάς για το κοινό τέλος όλων;
(Ι. Χρυσοστόμου, Ομιλία 9η εις την προς Θεσσαλονικείς, ΕΠΕ τ. 22)
Στην ίδια επιστολή, στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο, γράφει:
Περὶ δὲ τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν ἀδελφοί οὐ χρείαν ἔχετε ὑμῖν γράφεσθαι· αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται· ὅταν γὰρ λέγωσιν Εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια τότε αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐφίσταται ὄλεθρος ὥσπερ ἡ ὠδὶν τῇ ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ καὶ οὐ μὴ ἐκφύγωσιν· ὑμεῖς δέ ἀδελφοί οὐκ ἐστὲ ἐν σκότει ἵνα ἡ ἡμέρα ὑμᾶς ὡς κλέπτης καταλάβῃ• πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας οὐκ ἐσμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους• ἄρα οὖν μὴ καθεύδωμεν ὡς καὶ οἱ λοιποί ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν.
(Α’ Προς Θεσσαλονικείς, 5:1-6).
Τους λέει ότι δεν είναι ανάγκη να τους γράψει για τους χρόνους και τους καιρούς, διότι ξέρουν ότι η Ημέρα του Κυρίου θα έρθει όπως ο κλέφτης την νύχτα. Δηλαδή, ξαφνικά. Θα γίνονταν όμως σίγουρα στην γενιά τους, όπως είδαμε παραπάνω.

Ενδιαφέρον έχει η «Β΄ Προς Θεσσαλονικείς» επιστολή, που πλαστογραφείται αργότερα στο όνομα του Παύλου, για να δικαιολογήσει όσα δήθεν παρανοήθηκαν στην πρώτη. Είναι εμφανής η προσπάθεια μετάθεσης του «επικείμενου» ερχομού για το μέλλον. Στο δεύτερο κεφάλαιο της επιστολής, ο πλαστογράφος, γράφει στους Θεσσαλονικείς να μην αναστατώνονται από επιστολές που αναφέρουν ότι πλησίασε η Ημέρα. Δηλαδή, μια πλαστή επιστολή απαξιώνει μια αυθεντική! «Μή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατὰ μηδένα τρόπον», τους γράφει, γιατί πρέπει πρώτα να έρθει η αποστασία και να αποκαλυφθεί ο αντίχριστος (2:1-4). Αυτά όμως που τους γράφει εδώ, δεν αναφέρθηκαν από τον Παύλο σε κανένα σημείο της επιστολής του. Για να δικαιολογηθεί η απουσία, ο άγνωστος συντάκτης προσποιούμενος τον Παύλο, τους λέει ότι όσα δεν τους έγραψε στην πρώτη επιστολή, τους τα είχε πει προφορικά. «Οὐ μνημονεύετε ὅτι ἔτι ὢν πρὸς ὑμᾶς ταῦτα ἔλεγον ὑμῖν;» (2:5).

Τους γράφει παρακάτω τα εξής:
καὶ νῦν τὸ κατέχον οἴδατε εἰς τὸ ἀποκαλυφθῆναι αὐτὸν ἐν τῷ ἑαυτοῦ καιρῷ· τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας• μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται·καὶ τότε ἀποκαλυφθήσεται ὁ ἄνομος ὃν ὁ Κύριος ἀναλώσει τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ καταργήσει τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς παρουσίας αὐτοῦ.
(Β’ Προς Θεσσαλονικείς, 2:6-8).

Η Παρουσία του Κυρίου προϋποθέτει την αποκάλυψη του ανόμου, δηλαδή του αντίχριστου. Όταν θα φύγει από την μέση «ο κατέχων», τότε θα αποκαλυφθεί ο άνομος. Το πράγμα είναι τώρα διαφορετικό σε σχέση με όσα γράφτηκαν στην πρώτη επιστολή. Ο άγνωστος συντάκτης, συσκοτίζει τα πράγματα παρά τα διαφωτίζει, στην προσπάθειά του να εξαλείψει τις αμφιβολίες για την Δευτέρα Παρουσία που καθυστερεί. Κινούμενος στην ομίχλη, δεν λέει καθαρά τι εννοεί με την λέξη «κατέχον».

Προτάθηκαν πολλές διαφορετικές ερμηνείες, όχι μόνο κατά τους πρώτους αιώνες, αλλά μέχρι και σήμερα. Ο Χρυσόστομος πάντως ήταν υπέρ της άποψης ότι «ο κατέχων» ήταν η ρωμαϊκή εξουσία.
Τί άραγε σημαίνει το «κατέχον»; […] Άλλοι λένε ότι είναι η χάρη του Πνεύματος, άλλοι πάλι η ρωμαϊκή εξουσία, με τους οποίους εγώ βέβαια συμφωνώ. Γιατί; Γιατί, αν ήθελε να πει το Πνεύμα, δεν θα το έλεγε με ασάφεια, αλλά φανερά, γιατί και τώρα αυτόν τον εμποδίζει η χάρη του Πνεύματος, δηλαδή τα χαρίσματα. Άλλωστε θα έπρεπε ήδη να είχε έλθει, αν επρόκειτο να έρθει, αφού εξέλειπαν τα χαρίσματα, καθόσον από παλιά έχουν εκλείψει. Επειδή όμως το λέγει αυτό για την ρωμαϊκή εξουσία, εύλογα έκανε υπαινιγμό, και στην αρχή ομιλεί σκοτεινά· γιατί ασφαλώς δεν ήθελε να επισύρρει περιττές έχθρες και ανωφελείς κινδύνους.
(Ομιλία 4 στην Β’ Προς Θεσσαλονικείς, ΕΠΕ τ. 23)
Η ρωμαϊκή εξουσία όμως πέρασε, και τίποτα δεν έγινε.

Στην προς «Ρωμαίους», γράφει ο Παύλος: «ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν· ἡ νὺξ προέκοψεν ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν» (Προς Ρωμαίους, 13:11-12).

Ο Χρυσόστομος και ο Φώτιος, αμφότεροι πλαστογραφούν ξανά τα πράγματα. Ο Χρυσόστομος εξηγεί:
Τί όμως σημαίνει αυτό που λέγει, «είναι ώρα να σηκωθούμε από τον ύπνο»; Δηλαδή, κοντά είναι η ανάσταση, κοντά η φοβερή κρίση, κοντά η ημέρα που καίγεται σαν φούρνος, και πρέπει πλέον να απαλλαγούμε από την αδιαφορία. Γιατί τώρα είναι πιο κοντά η σωτηρία μας, παρά τότε που πιστέψαμε. Βλέπεις πως παρουσιάζει σ’ αυτούς τώρα την ανάσταση; Γιατί καθώς περνάει ο χρόνος, λέγει, ξοδεύεται ο καιρός της παρούσας ζωής, ενώ έρχεται πιο κοντά ο καιρός της μέλλουσας ζωής.
(Ομιλία 25 στην Προς Ρωμαίους, ΕΠΕ τ. 17)
Ο Φώτιος σχολιάζει κατά τον ίδιο τρόπο το εδάφιο. Γράφει:
Γιατί έχει συντομευθεί ο χρόνος της ζωής μας και πρέπει εμείς, αν κοιμόμαστε και δεν κάνουμε τίποτα, να σηκωθούμε, ώστε και τώρα, σαν από ύπνο. Γιατί είναι φανερό ότι τώρα είμαστε προς το τέλος της ζωής μας, γιατί τότε μάλλον αποκαλύπτεται στους άξιους η σωτηρία και η απόλαυση των αγαθών.
(Ερμηνεία στην Προς Ρωμαίους, ΕΠΕ τ. 14).

Δεν πλησιάζει πλέον η βασιλεία στους ζώντες ανθρώπους, όπως κήρυττε ο Ιησούς, αλλά ο άνθρωπος στην βασιλεία…μετά θάνατον.

Β'. Επιπλέον στοιχεία από την «Προς Εβραίους», την επιστολή του Ιακώβου, την «Ά Πέτρου», την «Αποκάλυψη» και τους αποστολικούς πατέρες – Πλαστογράφηση Οικουμένιου, Θεοφύλακτου και Νικοδήμου Αγιορείτου


«τι γαρ μικρον οσον ο ερχομενος ηξει και ου χρονιει» (Προς Εβραίους, 10:37).

Ο συγγραφέας της επιστολής είναι πεπεισμένος ότι ο ερχόμενος Ιησούς δεν αργεί.

Ο Χρυσόστομος σχολιάζει: «Είπε ότι όταν θα κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη, τότε θα έλθει το τέλος· και να, φθάσαμε πλέον προς το τέλος. Διότι το ευαγγέλιο έχει κηρυχθεί στο μεγαλύτερο μέρος της οικουμένης· άρα λοιπόν το τέλος πλησιάζει» (Ομιλία 21 στην Προς Εβραίους, ΕΠΕ, τ. 25).

Ο Κύριος ολοένα και…μακραίνει. Άλλη η εποχή του Χρυσοστόμου και άλλη η εποχή της συγγραφής της υπό σχολιασμό επιστολής: «ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἤγγικεν» (Ιακώβου, 5:8).

Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, δέχεται ότι αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία: «Λέγει να υπομένετε και να μακροθυμείτε έως ότου να έλθει η Δευτέρα Παρουσία…» (Ερμηνεία στις επτά καθολικές επιστολές, σ. 61, έκδοση 1806). Παρ’ όλα αυτά, αποφεύγει να σχολιάσει το «ήγγικεν». Στην υποσημείωση, στην ίδια σελίδα, παρουσιάζει την ερμηνεία τριών πατέρων της Εκκλησίας, του Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, του Οικουμένιου, και του Χρυσοστόμου: «Παρουσίαν του Κυρίου εννοεί ο Αδελφόθεος και τον εις τα Ιεροσόλυμα ερχομόν των Ρωμαίων. Οίτινες μετά ολίγον έμμελον να έλθουν τότε, και να αιχμαλωτίσουν αυτά. […] Ερχομός γαρ λέγεται και η έλευσις του Θεού, ο θυμός και η οργή αυτού. Κατά τον Χρυσορρήμονα…».

Ο Ιάκωβος (πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων, σύμφωνα με την παράδοση) περίμενε την Δευτέρα Παρουσία στην εποχή του. Οι κατοπινοί, μετέτρεψαν την «παρουσία του Κυρίου» σε «ερχομό των Ρωμαίων», και στην οργή του Θεού. Ο Ιάκωβος στήριζε την ελπίδα των αδικούμενων στον ερχομό του Ιησού και την απόδοση της δικαιοσύνης. Επειδή δεν έγινε αυτό, αργότερα ερμήνευσαν ότι δήθεν εννοούσε την άλωση της Ιερουσαλήμ, και ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο αποδόθηκε δικαιοσύνη.

«ἰδού, κριτὴς πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν» (Ιακώβου, 5:9).

Ο Νικόδημος ερμηνεύει: «Αινιγματωδώς φανερώνει τον θάνατον. Ός τις αιφνιδίως και παρ’ ελπίδα πολλαίς φοραίς έρχεται» (ο. π. σ. 62).

Ο Κριτής Ιησούς, μετατρέπεται σε… «θάνατο». Αλλάζοντας έννοιες και λέξεις, γίνεται προσπάθεια αλλοίωσης των αρχικών νοημάτων!

«ἀποδώσουσιν λόγον τῷ ἑτοίμως ἔχοντι κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ νεκροῖς εὐηγγελίσθη ἵνα κριθῶσιν μὲν κατὰ ἀνθρώπους σαρκὶ ζῶσιν δὲ κατὰ θεὸν πνεύματι. Πάντων δὲ τὸ τέλος ἤγγικεν» (Α’ Πέτρου 4:5-7).

Νικόδημος: «Όλοι ομού εις το αυτό τέλος έχουν να καταντήσουν, και όλοι έχουν να αποθάνουν» (ο. π. σ. 129). Το τέλος πλησίασε, μετατρέπεται στο προσωπικό τέλος.

Και στο βιβλίο της «Αποκάλυψης» συνεχίζεται το ίδιο.

«Ἀποκάλυψις Ἰησοῦ Χριστοῦ ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ θεός δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει καὶ ἐσήμανεν ἀποστείλας διὰ τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ τῷ δούλῳ αὐτοῦ Ἰωάννῃ» (1:1).

«Ἰδού, ἔρχεται μετὰ τῶν νεφελῶν καὶ ὄψεται αὐτὸν πᾶς ὀφθαλμὸς καὶ οἵτινες αὐτὸν ἐξεκέντησαν καὶ κόψονται ἐπ’ αὐτὸν πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς ναί ἀμήν» (1:7).

«ἰδού, ἔρχομαι ταχύ» (3:11)

«Οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοί καὶ κύριος ὁ θεὸς τῶν ἁγίων προφητῶν ἀπέστειλεν τὸν ἄγγελον αὐτοῦ δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει· ἰδού, ἔρχομαι ταχύ» (22:6-7).

«Μὴ σφραγίσῃς τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου ὅτι ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν» (22:10).

«Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα, Ναί ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναί, ἔρχου, κύριε Ἰησοῦ» (22:20).

Το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο από εικόνες και σύμβολα. Η ουσία του πράγματος (χωρίς να μπλέκουμε με ερμηνείες και αποσυμβολισμούς -κατά τους αιώνες που ακολούθησαν έκτοτε, δόθηκαν πολλές και διαφορετικές ερμηνείες), είναι ότι όλα όσα λέει, θα έπρεπε να είχαν συμβεί από τότε.

Ο Ιουστίνος πίστευε ότι «βραχύ» θα έρθει ο Ιησούς. Λέει λοιπόν στον Ιουδαίο Τρύφωνα να πιστέψει στις αποδείξεις που του φέρνει από τις Γραφές, περί το 135: «Επειδή από τε των Γραφών και των πραγμάτων τας τε αποδείξεις και τας ομιλίας ποιούμαι, έλεγον, μη υπερτίθεσθε μηδέ διστάζετε πιστεύσαι τω απεριτμήτω εμοί. Βραχύς ούτος υμίν περιλείπεται προσηλύσεως χρόνος· εάν φθάση ο Χριστός ελθείν, μάτην μετανοήσατε, μάτην κλαύσατε· ου γαρ εισακούσεται υμών» (Διάλογος προς Τρύφωνα, 28.2, ΕΠΕ τ. 1).

Σε άλλο σημείο του ίδιου έργου: «Από των εθνών απάντων δια της πίστεως της του Χριστού θεοσεβείς και δίκαιοι γενόμενοι, πάλιν παραγενησόμενον αυτόν προσδοκώμεν» (ο. π. 52.4). «Παραγενησόμενος», σημαίνει «βρίσκομαι κοντά», «καταφθάνω».

Δέχεται ότι στην εποχή του θα εγκαθιδρύσει ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ χιλιόχρονη επίγεια Βασιλεία, ένα θέμα αμφιλεγόμενο από τους πρώτους Χριστιανούς, όπως αναφέρει στο κεφάλαιο 80. Αμφιλεγόμενο, διότι κάποιοι δέχονταν κατά γράμμα αυτήν την βασιλεία στην Ιερουσαλήμ, άλλοι αλληγορικά.

«Εγώ δε, και ει τινές εισίν ορθογνωμόνες κατά πάντα Χριστιανοί, και σαρκός ανάστασιν γενήσεσθαι επιστάμεθα και χίλια έτη εν Ιερουσαλήμ οικοδομηθείση και κοσμηθείση και πλατυνθείση, ως οι προφήται Ιεζεκιήλ και Ησαίας και οι άλλοι ομολογούσι» (ο. π. 80.5).

Μετά τα χίλια έτη, θα γίνει η γενική ανάσταση και η κρίση. «Χίλια έτη ποιήσειν εν Ιερουσαλήμ τους τω ημετέρω Χριστώ πιστεύσαντας, και μετά ταύτα την καθολικήν και, συνελόντι φάναι, αιώνιαν ομοθυμαδόν άμα πάντων ανάστασιν γενήσεσθαι και κρίσιν» (ο. π. 81.4).

Ο Ιππόλυτος Ρώμης, γράφει το 200 στο έργο του «Περί Χριστού και Αντίχριστου» με αφορμή το ερώτημα του Θεόφιλου εκ μέρους των χριστιανών αν η Ρώμη ήταν το κράτος του Αντίχριστου και αν θα καθυστερούσε το τέλος της εξουσίας του. Εκεί απαντά: «Ταύτα σοι παρέστησα δια βραχέων αρυσάμενος, Θεόφιλε, όπως φυλάσσων μετάπίστεως τα γεγραμμένα, και προβλέπων τα εσόμενα, απρόσκοπον εαυτόν και Θεώ και ανθρώποις φυλάξης, προσδεχμενος την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν του Θεού και Σωτήρος ημών, εν η αναστήσας τους αγίους ημών συν αυτοίς ευφρανθήσεται δοξάζων Πατέρα» (κεφ. 67). Σε άλλο έργο του το 204 «Εις τον Δανιήλ», γράφει το πότε θα γίνει η Β΄ Παρουσία. «Από γενέσεως ουν Χριστού δει ψηφίζειν πεντακόσια έτη τα επίλοιπα εις συμπλήρωσιν εξακισχιλίων ετών, και ούτως έσται το τέλος» (κεφ. 6).

Ο Ειρηναίος της Λυών το 185, τοποθετεί την συντέλεια στο έτος 6000 από Αδάμ…
Ὅσαις γὰρ ἡμέραις ἐγένετο ὁ κόσμος, τοσαύταις χιλιονταέτεσι συντελεῖται· καὶ διὰ τοῦτό φησιν ἡ γραφή· «Καὶ συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν. Καὶ συνετέλεσεν ὁ Θεὸς τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ ἃ ἐποίησε καὶ κατέπαυσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ.» Τοῦτο δ’ ἔστι καὶ τῶν προγεγονότων διήγησις, ὡς ἐγένετο, καὶ τῶν ἐσομένων προφητεία. Εἰ γὰρ «ἡμέρα Κυρίου ὡς χίλια ἔτη», ἐν δὲ ἓξ ἡμέραις συνετελέσθη τὰ γεγονότα, φανερὸν ὅτι ἡ συντέλεια αὐτῶν τὸ ἑξακισχιλιοστὸν ἔτος ἐστίν.
(Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, βιβλίο 5, κεφ.29. παράγραφος 3)
Αμφότερες οι χρονολογίες έχουν παρέλθει κατά αιώνες.

Κατά τον συντάκτη του βιβλίου «Ποιμένας του Ερμά», περί το 120- 140, όταν ολοκληρωθεί η πνευματική οικοδομή της Εκκλησίας (που παραλληλίζεται με πύργο), τότε θα είναι το τέλος:

«Επηρώτων δε αυτήν περί των καιρών, ει ήδη συντέλεια εστίν. Η δε ανέκραγε φωνή μεγάλη λέγουσα· Ασύνετε άνθρωπε, ουχ οράς τον πύργον έτι οικοδομούμενον; Ως εάν ουν συντελεσθή ο πύργος οικοδομούμενος, έχει τέλος. Αλλά ταχύ οικοδομηθήσεται» (Όραση 3η, 9).

Στην επιστολή (δήθεν) Βαρνάβα, περί το 100-130…
Το Σάββατον λέγει εν αρχή της κτίσεως· και εποίησεν ο θεός εν εξ ημέραις τα έργα των χειρών αυτού, και συνετέλεσεν εν τη ημέρα τη εβδόμη και κατέπαυσεν εν αυτή και ηγίασεν αυτήν’’. Προσέχετε τέκνα, τι λέγει το, «συνετέλεσεν εν εξ ημέραις». Τούτο λέγει, ότι εν εξακισχιλίοις έτεσιν συντελέσει Κύριος τα σύμπαντα. Η γαρ ημέρα παρ’ αυτώ χίλια έτη
(15.3-4)
Δηλαδή, 6.000 χρόνια μετά την δημιουργία, που είναι κοντά.

«Εγγύς η ημέρα εν η συναπολείται πάντα τω πονηρώ. Εγγύς ο Κύριος και ο μισθός αυτού» (ο. π. 21:3).

Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας συμβουλεύει τον Πολύκαρπο Σμύρνης, μεταξύ 107-117, «Τους καιρούς καταμάνθανε. Τον υπέρ καιρόν προσδόκα».(Αποστολικοί πατέρες, ΕΠΕ, τ. 4). Αν δεν τον περίμεναν την εποχή τους, δεν θα είχε νόημα η προσδοκία. Άλλωστε, κατά τον δεύτερο αιώνα, είναι ακόμα σε εγρήγορση οι πιστοί. Σε αυτό βοηθά ψυχολογικά και το γεγονός ότι ακόμα δεν είναι εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι χωρίζουν τον κόσμο σε “εμείς” και οι “άλλοι”, κάτι που τους συσφίγγει και τους δίνει ενθουσιασμό.

Στο έργο «Διδαχή των Αποστόλων», γραμμένο μεταξύ 100-110, αναφέρεται η προσεχής έλευση του Ιησού…
Γρηγορεῖτε ὑπὲρ τῆς ζωῆς ὑμῶν• οἱ λύχνοι ὑμῶν μὴ σβεσθήτωσαν, καὶ αἱ ὀσφύες ὑμῶν μὴ ἐκλυέσθωσαν, ἀλλὰ γίνεσθε ἕτοιμοι• οὐ γὰρ οἴδατε τὴν ὥραν, ἐν ᾗ ὁ κύριος ἡμῶν ἔρχεται. 2 Πυκνῶς δὲ συναχθήσεσθε ζητοῦντες τὰ ἀνήκοντα ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν• οὐ γὰρ ὠφελήσει ὑμᾶς ὁ πᾶς χρόνος τῆς πίστεως ὑμῶν, ἐὰν μὴ ἐν τῷ ἐσχάτῳ καιρῷ τελειωθῆτε.
(16.1-2)
Να επαγρυπνούν, οι λύχνοι τους να μην σβήσουν, να γίνονται έτοιμοι διότι δεν ξέρουν την ακριβή ώρα που έρχεται ο Κύριος. Να συγκεντρώνονται μαζί συχνά, διότι δεν θα τους ωφελήσει όλος ο χρόνος της πίστεώς τους αν δεν τελειωθούν τον έσχατο καιρό.

Γ'. Τα παράπονα των πιστών και η χριστιανική δικαιολογία «μία ημέρα ως χίλια έτη»


Ήδη από τότε, υπήρξαν πιστοί που άρχισαν να αμφιβάλλουν. Ας δούμε τον προβληματισμό και την απάντηση του άγνωστου συντάκτη της «Β΄ Πέτρου»…
ἐλεύσονται ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἰδίας αὐτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι καὶ λέγοντες Ποῦ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία τῆς παρουσίας αὐτοῦ ἀφ’ ἡς γὰρ οἱ πατέρες ἐκοιμήθησαν πάντα οὕτως διαμένει ἀπ’ ἀρχῆς κτίσεως. […] Ἓν δὲ τοῦτο μὴ λανθανέτω ὑμᾶς ἀγαπητοί ὅτι μία ἡμέρα παρὰ κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη καὶ χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία· οὐ βραδύνει ὁ κύριος τῆς ἐπαγγελίας ὥς τινες βραδύτητα ἡγοῦνται ἀλλὰ μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μὴ βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι ἀλλὰ πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι. Ἥξει δὲ ᾗ ἡμέρα κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ…
(3:3-10)
Οι πιστοί που προβληματίζονται και ρωτούν, χαρακτηρίζονται «εμπαίκτες». Δηλαδή, άνθρωποι που κοροϊδεύουν, και ζουν σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες και όχι με τις επιταγές των ταγών τους. Ακολουθείται και εδώ ο στιγματισμός προσώπων, μια συνήθης μέθοδος των χριστιανών συγγραφέων, προκειμένου να σπιλώσει τους ιδεολογικούς του αντιπάλους ώστε να αποδυναμωθεί όσο γίνεται περισσότερο ο αντίλογός τους. Αυτοί οι άνθρωποι ρωτούν κάτι πολύ συγκεκριμένο. Που είναι η υπόσχεση της Παρουσίας του; Το ερώτημα επιβεβαιώνει ότι ήταν κοινή πεποίθηση στους χριστιανούς ότι η Δευτέρα Παρουσία θα γίνονταν στην εποχή τους. Από τότε που πέθαναν οι πατέρες, όλα μένουν όπως ήταν από την αρχή. Καμία μεταβολή, καμία εξέλιξη στα πράγματα. Ακριβώς το ίδιο που θα μπορούσε να ειπωθεί και σήμερα και σε κάθε αιώνα. Και η δικαιολογία πάντα η ίδια. «Μία μέρα είναι χίλια έτη, και χίλια έτη ως μια μέρα» για τον Κύριο. Ο χρόνος δεν πρέπει πλέον να εκλαμβάνεται κατά γράμμα. Το «ρολόι» του Θεού μετράει διαφορετικά. Με αυτόν τον τρόπο διευρύνονται τα οροθέσια, και δικαιολογείται για άλλη μια φορά η μη πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Ιησού.

Ο Κλήμης Ρώμης αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με τον συντάκτη της «Β΄ Πέτρου» επιστολής»· έπρεπε να απαντήσει στο γιατί καθυστερεί η έλευση του Κυρίου. Έτσι, γράφει το έτος 95- 98:
Διο μη διψυχώμεν, μηδέ ινδαλλέσθω η ψυχή ημών επί ταις υπερβαλλούσας και ενδόξοις δωρεαίς αυτού. Πόρρω γενέσθω αφ’ ημών η γραφή αύτη, όπου λέγει· ‘’Ταλαίπωροιεισίν οι δίψυχοι, οι διστάζοντες τη ψυχή, οι λέγοντες ταύτα ηκούσαμεν και επί των πατέρων ημών, και ιδού γεγηράκαμεν και ουδέν ημίν τούτων συνβέβηκεν.
(Προς Κορινθίους, 23:2-3)
Τους προτρέπει να μην διστάζουν, να μην αμφιβάλλουν, αλλά να πιστεύουν, διότι «ταύτα πάντα βεβαιοί η εν Χριστώ πίστις» (ο. π. 22:1). «Επ’ αληθείας ταχύ και εξαίφνης τελειωθήσεται το βούλημα αυτού, συνεπιμαρτυρούσης και της γραφής ότι “ταχύ ήξει και ου χρονιεί”, και εξαίφνης ήξει Κύριος εις τον ναόν αυτού, και ο άγιος ον υμείς προσδοκάτε» (ο. π. 23:5).

Επίλογος


Η εσχατολογία των τριών πρώτων αιώνων είναι σε αρμονία. Η συντέλεια του παρόντος εξουσιαστικού συστήματος και η «Βασιλεία» αναμένεται να έρθει σύντομα. Τα πράγματα όμως αλλάζουν στο χρόνο. Ο Ιησούς δεν φάνηκε, και η Εκκλησία απέκτησε δύναμη κατεξουσιαστική. Η Εκκλησία προετοιμάζει τον πιστό για να συναντήσει τον Ιησού μετά θάνατον.Η ερχόμενη βασιλεία των ουρανών αντικαταστάθηκε από την χριστιανική αυτοκρατορία στην γη. Ένας Θεός, ένας επίγειος αυτοκράτορας. Η μία «αλήθεια» δεν μπορεί να ανεχθεί διαφορετικές απόψεις. Οι «αιρετικοί» διώκονται κρατικά (με τα έδικτα) και εκκλησιαστικά (με αφορισμούς-καταδίκες). Η φιλοσοφία όπου εξυπηρετεί υιοθετούνται στοιχεία της, όπου εκφράζει αντίθετες απόψεις διώκεται (π.χ. τα αναθέματα), και οι φορείς της χαρακτηρίζονται επίσης «αιρετικοί», «άθεοι», «πλανεμένοι».

Όπως αναφέρει ο βυζαντινολόγος Α. Βασίλιεφ, «Η ιδέα της επί γης Βασιλείας ήταν τελείως νέα και αντίθετη προς τη βασική αρχή του Χριστιανισμού πως η Βασιλεία του Θεού δεν είναι του κόσμου τούτου και ότι πλησιάζει σύντομα το τέλος του κόσμου» (Ιστορία Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ. Α΄, σ. 79).

Ο Ευσέβιος Καισαρείας, στον εγκωμιαστικό του λόγο «Εις Κωνσταντίνον Τριακονταετηρικός», εξυμνεί την δυναστεία του Κωνσταντίνου. Η «θεόδοτη» διακυβέρνηση των Χριστιανών Αυτοκρατόρων «θείων προφητών αποπληροί θεσπίσματα, α δη πάλαι και πρόπαλαι ωδέ πη εβόα και διαλήψονται την βασιλείαν άγιοι υψίστου» (3.2, ΕΠΕ τ. 4). Δηλαδή, είναι εκπλήρωση των προφητών που είπαν ότι την βασιλεία θα την αναλάβουν οι άγιοι του Υψίστου.

Σε άλλο σημείο του λόγου, ότι «της ουρανίου Βασιλείας εικόνι κεκοσμημένος, άνω βλέπων κατά την αρχέτυπον ιδέαν τους κάτω διακυβερνών ιθύνει, μονάρχου δυναστείας μιμήματι κραταιούμενος. […] Μοναρχία δε της πάντων υπέρκειται συστάσεως και διοικήσεως. Αναρχία γαρ μάλλον και στάσις η εξ ισοτιμίας αντιπαρεξαγομένη πολυαρχία. Διο δη εις Θεός αλλ’ ου δύο ουδέ τρις έτι πλείονες…» (ο. π. 3.6). Δηλαδή, ο επίγειος βασιλιάς και η βασιλεία του είναι εικόνα της ουράνιας. Όπως εκεί δεν επικρατεί αναρχία, έτσι πρέπει και εδώ. Και αυτό επιτυγχάνεται με την μοναρχία. Ο βασιλιάς χαρακτηρίζεται «φίλος του Θεού», και «εικόνα» του Θεού Λόγου, που διακυβερνά και κατευθύνει τα πάντα «κατά μίμηση» εκείνου (ο. π. 2.6). Σε όσες υπερβολές και αν προβαίνει ο αυλοκόλακας Ευσέβιος, δεν παύει να εκφράζει μια νέα διαμορφωθείσα κατάσταση.

Στα ευαγγέλια «Κατά Μάρκον» (1:14-15) και «Κατά Ματθαίον» (4:17/10:7), ο καιρός έχει ήδη συμπληρωθεί και πλησιάσει. Κάποιοι από τους μαθητές δεν θα πέθαιναν, διότι η βασιλεία θα έρχονταν στον καιρό τους («Κατά Μάρκον», 9:1 – «Κατά Ματθαίον» 16:27-28 – «Κατά Λουκάν», 9:26-27). Ο Ιησούς είπε πολύ καθαρά ότι οι άνδρες του θρησκευτικού συνεδρίου που τον ανέκρινε, θα έβλεπαν την Δευτέρα Παρουσία («Κατά Ματθαίον», 26:64). Μάλιστα, η γενεά που άκουγε το εσχατολογικό του κήρυγμα, θα ζούσε τα «γεγονότα» («Κατά Ματθαίον», 24:34). Ο ίδιος ο Ιησούς, τοποθέτησε την «Ημέρα του Κυρίου», στην εποχή την δική του («Κατά Ματθαίον», 11:12-14/17.10-13 – Μαλαχίας, 4:1-6).

Ο Παύλος που γράφει κάποιες δεκαετίες πριν τα ευαγγέλια, λέει ότι τόσο αυτός όσο και οι παραλήπτες των επιστολών του, θα είναι ζωντανοί όταν θα έρθει πάλι ο Ιησούς (Α΄ Προς Κορινθίους, 15:51-52/Α΄ Προς Θεσσαλονικείς 4:15-17).

Στις τελευταίες δεκαετίες του πρώτου αιώνα, το ίδιο μήνυμα επαναλαμβάνεται. Είναι έσχατη ώρα (Ά Ιωάννου, 2:18), πλησίασε η Β΄ Παρουσία (Ιακώβου, 5:8), δεν αργεί ο Ιησούς (Προς Εβραίους, 10:37), έρχεται γρήγορα (Αποκάλυψη, 1:1/1:7/3:11/22:6-7/22:10). Παρ’ όλα αυτά, δεν λείπουν και οι αμφιβάλλοντες πιστοί που αντιμετωπίζονται εχθρικά (Β΄ Πέτρου, 3:3-10) και υποτιμητικά (επιστολή Κλήμη προς Κορινθίους) από τους εκκλησιαστικούς ηγήτορες.

Και τον δεύτερο αιώνα, το ίδιο. Ο Ιησούς έρχεται «βραχύ» (Ιουστίνος), «ταχύ» (Ποιμένας του Ερμά). Είναι «εγγύς» (επιστολή Βαρνάβα).

Αν και έχουμε τόσες πολλές και τόσο ξεκάθαρες μαρτυρίες, οι σημερινοί χριστιανοί συνεχίζουν την ίδια πλαστογράφηση και παραποίηση των ίδιων τους των κειμένων. Από τον 4ο-5ο αιώνα και μετά, το κήρυγμα αλλάζει. Κανείς δεν περιμένει πια πραγματικά τον Ιησού. Και αν υπήρχαν ελάχιστες εξαιρέσεις, αυτές έχουν εκλείψει. Και φαίνεται από την ζωή των ίδιων των Χριστιανών.

Ο Ιερόθεος Βλάχος, αναφέρει απολογητικά τα παρακάτω. Ο αναγνώστης ας βγάλει τα συμπεράσματά του…
Επίσης ο Χριστιανισμός δεν μεταθέτει απλώς το πρόβλημα στο μέλλον, ούτε περιμένει την απόλαυση της Βασιλείας των Ουρανών μετά την ιστορία και μετά το τέλος του χρόνου. Το μέλλον στον Χριστιανισμό βιώνεται στο παρόν και η Βασιλεία του Θεού αρχίζει από αυτήν την ζωή. Βασιλεία του Θεού, κατά την πατερική ερμηνεία, είναι η Χάρη του Τριαδικού Θεού, η θεωρία του ακτίστου Φωτός. Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν περιμένουμε το τέλος της ιστορίας και του χρόνου, αλλά με την εν Χριστώ ζωή τρέχουμε προς το τέλος της ιστορίας και έτσι βιώνουμε αυτά που πρόκειται να συμβούν στην μετά την Δευτέρα Παρουσία ζωή από τώρα.
(Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία, κεφ. 1)
--------------------------------------
* Η Εσχατολογία είναι τομέας της Θεολογίας που ασχολείται με τα έσχατα γεγονότα της ιστορίας του κόσμου ή την κατάληξη του ανθρώπινου γένους, που διατυπώνεται συνήθως ως «συντέλεια του κόσμου», και των προσδοκιών που σχετίζονται με αυτά. Ευρύτερα, η εσχατολογία καλύπτει επίσης έννοιες που αφορούν την τελική κατάσταση του κάθε ατόμου, όπως η Μεσσιανική εποχή και η Ημέρα της Κρίσης, η μετά θάνατον ζωή, ο Παράδεισος, η Κόλαση, το Καθαρτήριο, η ανάσταση των νεκρών και η ψυχή.

Η διάκριση μεταξύ «Τέλους των Αιώνων» και «Συντέλειας του Κόσμου» έχει ιδιαίτερη θεολογική σημασία, γιατί σε πολλές θρησκείες οι τελευταίες μέρες μπορούν να περιλαμβάνουν την καταστροφή του πλανήτη (ή όλων των έμβιων όντων), αλλά με την ανθρώπινη φυλή να επιζεί σε κάποια νέα μορφή, τελειώνοντας την τρέχουσα "εποχή" υπάρξεως και αρχίζοντας μία νέα.

Οι περισσότερες θρησκείες έχουν δόγματα που υποστηρίζουν ότι τα "επιλεγμένα" ή "άξια" μέλη της μιας και αληθινής πίστης θα σωθούν από την επερχόμενη κρίση και την οργή του Θεού. Θα εισέλθουν στον παράδεισο πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά από την κρίση ανάλογα με το εσχατολογικό πλαίσιο της κάθε θρησκείας.

Βουδιστική Εσχατολογία

 

Στην εποχή του ο Βούδας είχε προβλέψει ότι οι διδασκαλίες του θα εξαφανίζονταν μετά από 500 έτη. Σύμφωνα με το Σούττα Πιτάκα (Sutta Pitaka), οι "δέκα ηθικές πορείες της συμπεριφοράς" θα εξαφανιστούν και οι άνθρωποι θα ακολουθήσουν τις δέκα ανήθικες έννοιες της κλοπής, της βίας, της δολοφονίας, του ψεύδους, της κακής ομιλίας, της μοιχείας, της προσβλητικής και ανόητης συζήτησης, της έντονης και αρρωστημένης επιθυμίας, της αχαλίνωτης πλεονεξίας με συνέπεια να κυριαρχήσει η ένδεια και το τέλος των κοσμικών νόμων του αληθινού Ντάρμα.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ο χρόνος της απώλειας των διδασκαλιών επεκτάθηκε σε 5.000 έτη. Σχολιαστές όπως ο Βουδαγκόσα προέβλεψαν βαθμιαία εξαφάνιση των διδασκαλιών του Βούδα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου, το αραχάτς (arahats) δεν θα εμφανιζόταν πλέον στον κόσμο. Αργότερα, το περιεχόμενο των αληθινών διδασκαλιών του Βούδα θα εξαφανιζόταν και μόνο η μορφή τους θα συντηρούνταν. Τέλος, ακόμη και η μορφή του Ντάρμα θα ξεχνιόταν. Κατά τη διάρκεια του τελικού σταδίου, ο ίδιος ο Βούδας θα λησμονούσε τη μορφή του και το τελευταίο των λειψάνων του θα μαζευόταν στη Μποντ Γκάγια και θα αποτεφρωνόταν. Έπειτα από κάποιο διάστημα ένας νέος Βούδας με το όνομα Μαιτρέγια θα παρουσιαζόταν για να ανακαινίσει τις διδασκαλίες του Βουδισμού και να ανακαλύψει πάλι την πορεία προς το νιρβάνα. Ο Μαιτρέγια θεωρείται ότι κατοικεί αυτήν την περίοδο στον ουρανό Τουσίτα, όπου αναμένει την τελική αναγέννησή του στον κόσμο.

Η πτώση του Βουδισμού στον κόσμο και η ενδεχόμενη αποκατάστασή του από τον Μαιτρέγια είναι σύμφωνη με τη γενική μορφή της βουδιστικής κοσμολογίας. Όπως και οι Ινδουιστές έτσι και οι Βουδιστές πιστεύουν γενικά σε έναν κύκλο δημιουργίας και καταστροφής, του οποίου η τρέχουσα εποχή αντιπροσωπεύει μόνο το τελευταίο βήμα. Ο ιστορικός Βούδας Σακυγιαμούνι (563 – 422 π.Χ.) είναι μόνο ο τελευταίος σε μία σειρά από Βούδες που ξετυλίγεται στο παρελθόν.

Η πίστη στην πτώση και την εξαφάνιση του Βουδισμού στον κόσμο έχει ασκήσει σημαντική επιρροή στην ανάπτυξη του Βουδισμού από την εποχή του Βούδα. Στο βουδισμό Βατζραγιάννα και διάφορες άλλες μορφές εσωτερικού βουδισμού, η χρήση του τάντρα δικαιολογείται από την εκφυλισμένη κατάσταση του παρόντος κόσμου. Η ανατολική ασιατική πίστη για την πτώση του Ντάρμα (αποκαλούμενου μάππο στα ιαπωνικά) συνέβαλε στην εμφάνιση του Βουδισμού του Αγνού Βασιλείου. Μέσα στην παράδοση Θεραβάντα, η συζήτηση για το εάν το νιρβάνα ήταν ακόμα εφικτό στη σημερινή εποχή βοήθησε στη δημιουργία του Τάγματος Νταμαγιούτ στην Ταϊλάνδη.

Χριστιανική Εσχατολογία

 

Οι μαθητές του Χριστού είχαν πιστέψει εσφαλμένα ότι ήταν πολύ κοντά χρονικά το τέλος του κόσμου νομίζοντας ότι θα ερχόταν κατά τη διάρκεια ζωής τους. Ο Ιησούς στο Μαρκ. 13.8 σύγκρινε το τέλος του κόσμου με τον πόνο της γέννας μιας μητέρας και η εικόνα υπονοούσε ότι ο κόσμος ήδη εγκυμονούσε την καταστροφή του αλλά κανένας πέρα από το Θεό δεν ξέρει πότε ακριβώς θα συμβεί. Όταν οι νεοφώτιστοι του Παύλου στη Θεσσαλονίκη διώχτηκαν από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θεώρησαν ότι το τέλος είχε έρθει. Στα 130 ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας δήλωσε ότι ο Θεός καθυστερούσε το τέλος του κόσμου επειδή επιθυμούσε για το Χριστιανισμό να γίνει μια παγκόσμια θρησκεία. Το 250 ο Κυπριανός έγραψε ότι οι χριστιανικές αμαρτίες εκείνου του καιρού ήταν ένα προοίμιο και μια απόδειξη ότι το τέλος ήταν κοντά. Ταυτόχρονα, ψευδόχριστοι (ψευδομεσσίες) και ψευδοπροφήτες προωθούσαν και έτρεφαν ανυπόστατες προσδοκίες όσον αφορά το επικείμενο τέλος.

Εκκλησιαστικοί ηγέτες αλλά και διάφορες χριστιανικές ομάδες προσπαθούσαν να προσδιορίσουν το τέλος του κόσμου με βάση τις πληροφορίες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ως αποτέλεσμα, ένας από τους υπολογισμούς υπεδείκνυε ότι το τέλος θα συνέβαινε το 202. Τον 3ο αιώνα ως ημερομηνία της "συντέλειας του κόσμου" προτάθηκε το 500. Σε αυτή την ημερομηνία κατέληξε ο επίσκοπος Ρώμης Ιππόλυτος στην ερμηνεία της προφητείας του Δανιήλ, υπολογίζοντας ότι το τέλος θα έρθει στη συμπλήρωση των 6.000 ετών από καταβολής κόσμου, η οποία είχε λάβει χώρα 5.500 έτη προ Χριστού[1]. Εκείνη την περίοδο αρχίζει να εμφανίζεται μια σαφή πολεμική κατά αυτής της μορφής εσχατολογίας.

Ερμηνεύοντας τις Γραφές, οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων τοποθετούσαν το τέλος του κόσμου μέσα στη διάρκεια ζωής τους ή σύντομα μετά από αυτή. Στους πρόσφατους αιώνες μέχρι και σήμερα χριστιανικές ομολογίες και προσωπικότητες έχουν ερμηνεύσει παρόμοια Βιβλικές προφητείες, οι οποίες εδράζονται σε ένα συνδυασμό των τραγωδιών που συμβαίνουν παγκόσμια και της ερμηνείας χωρίων της Βίβλου.

Το ζήτημα εάν οι πραγματικοί πιστοί θα δουν το τέλος προκαλεί διαμάχες σε προτεσταντικούς κύκλους. Επίσης, σε κύκλους της Ορθόδοξης Εκκλησίας γίνονται κατά καιρούς προσπάθειες προσδιορισμού των «εσχάτων ημερών» με σημείο αναφοράς το χρόνο εμφάνισης του Αντιχρίστου[2].

"Αποκατάσταση των πάντων" 


Η θεολογική αυτή φράση χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους Πατέρες και Εκκλησιαστικούς συγγραφείς, στην προσπάθεια τους να προσεγγίσουν το μυστήριο των εσχάτων (εσχατολογία) και ειδικότερα, τον τρόπο, με τον οποίο θα ολοκληρωθεί το θείο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου και της αποκαταστάσεως της Δημιουργίας στο "αρχαίο της κάλλος". Πρόκειται για μια θεολογική διδασκαλία που την εκπροσωπούν κυρίως οι Ωριγένης, Γρηγόριος Νύσσης και Μάξιμος Ομολογητής (αλλά και οι Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Δίδυμος ο Τυφλός, Ευάγριος ο Ποντικός, Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας κ.ά.).
  • Κατά τον Ωριγένη το πυρ της κολάσεως δεν είναι τιμωρό, αλλά "καθάρσιο" και ιαματικό. Επομένως υπάρχει η κόλαση ως θεραπευτήριο, δεν είναι όμως αιώνια και το Σχέδιο του Θεού θα ολοκληρωθεί τελικά με την αποκατάσταση όλων των δημιουργημάτων, ακόμη και των αμαρτωλών ανθρώπων και των δαιμόνων.
  • Ο Γρηγόριος Νύσσης, στηριζόμενος σε χωρία όπως τα Ματθ. 18:34 (ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοίς βασανισταίς έως ού αποδώ πάν το οφειλόμενον αυτώ) και Α' Κορ. 15:28 (όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο υιός υποταγήσεται τώ υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσιν), αποδέχεται ότι το πυρ της κολάσεως καίει τις ψυχές μαζί με την κακία. Η κακία θα δαπανηθεί, θα εκλείψει, ενώ η ψυχή θα καθαρθεί.
  • Ο Μάξιμος Ομολογητής δέχεται την αποκατάσταση, αλλά διευκρινίζει τη θεωρία του Ωριγένη και του Νύσσης: ο αφανισμός του κακού και η σιγή της κόλασης σημαίνει αποβολή της μνήμης του κακού και αποκατάσταση των δυνάμεων της ψυχής που έχουν διαβρωθεί. Όλες οι ψυχές που έχουν ξεστρατίσει, και είναι υπό το κράτος της κακίας, με την παράταση των αιώνων θα αποβάλουν τις μνήμες της κακίας και το κακό, ως μη όν, δεν θα έχει καμιά δύναμη ούτε και μνήμη. Η λήθη του κακού είναι ο αφανισμός του. Έτσι ο Θεός θα φανεί, κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, πως είναι αναίτιος του κακού.
Η συγκεκριμένη διδασκαλία παρουσιάζει προβλήματα δογματικής ακρίβειας σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία και περισσότερο αποτελεί θεολογούμενο δηλ. διδασκαλία με πιθανότητα αληθείας (που διατυπώνεται στα πλαίσια της υποκειμενικής ελευθερίας ως προς την ενασχόληση με τα θεία), σε αντίθεση με το δόγμα που παρέχει βεβαιότητα αληθείας. Η διδασκαλία αυτή δεν γίνεται επίσημα αποδεκτή από την Εκκλησία διότι θεωρείται πως δεν στηρίζεται στην Αγία Γραφή και πως δεν κηρύσσεται ομόφωνα από όλους τους Πατέρες ώστε να υπάρχει «Συμφωνία Πατέρων».

Ινδουϊστική Εσχατολογία


Οι ινδουϊστικές προφητείες διακηρύσσουν ότι ο κόσμος θα περιέλθει στο χάος και την εξαθλίωση. Θα υπάρξει έπειτα μια στροφή του κόσμου προς τη διαστροφή, την πλεονεξία και τη διαπάλη.

Αυτή η κατάσταση θα ακολουθηθεί από την εμφάνιση μίας ενσαρκωμένης εκδήλωσης της θεότητας, "ο Κύριος θα φανερωθεί ως αβατάρα Kalki...Θα καθιερώσει την ευθύτητα επάνω στη γη και οι διάνοιες των ανθρώπων θα γίνουν τόσο καθαρές όσο το κρύσταλλο...Ως επακόλουθο θα έρθει η Sat ή το Krta Yuga (χρυσή εποχή)."

Ισλαμική Εσχατολογία


Η ισλαμική εσχατολογία άπτεται θεμάτων όπως το τέλος του κόσμου και η έσχατη κρίση της ανθρωπότητας. Η εσχατολογία είναι μια από τις τρεις κύριες δοξασίες του Ισλάμ, σε παραβολή με τη μοναδικότητα του Αλλάχ και την προφητεία. Όπως και οι άλλες θρησκείες της αρχαίας σημιτικής παράδοσης, το Ισλάμ διδάσκει τη σωματική ανάσταση των νεκρών, την εκπλήρωση ενός θείου σχεδίου για τη δημιουργία, και την αθανασία της ανθρώπινης ψυχής. Ο δίκαιος ανταμείβεται με τις απολαύσεις του Παραδείσου ενώ ο φαύλος τιμωρείται στην Κόλαση. Αυτές οι αρχές εξετάζονται σε μεγάλο μέρος του Κορανίου καθώς επίσης και στην ισλαμική προφητική παράδοση.

Ιουδαϊκή Εσχατολογία


Στον Ιουδαϊσμό, το τέλος του κόσμου καλείται acharit hayamim (τέλος των ημερών). Τα ταραχώδη γεγονότα θα ανατρέψουν την παλαιά παγκόσμια τάξη, δημιουργώντας μια νέα τάξη στην οποία ο Θεός θα αναγνωρίζεται ως απόλυτος κυρίαρχος σε όλη την οργανική και ανόργανη κτίση. Ένας από τους σοφούς συγγραφείς του Ταλμούδ λέει: «ας έρθει το τέλος των ημερών, αλλά μακάρι εγώ να μη ζω για να το δω», επειδή θα επιφέρει πολλές συγκρούσεις και πόνο.

Το Ταλμούδ, στην πραγματεία Avodah Zarah, δηλώνει ότι αυτός ο κόσμος όπως τον ξέρουμε θα υπάρξει μόνο για έξι χιλιάδες έτη. Το εβραϊκό ημερολόγιο (luach) λειτουργεί υποθέτοντας ότι ο χρόνος αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου από το Θεό στη Γένεση. Πολλοί άνθρωποι (ειδικότερα Εβραίοι συντηρητικοί και μεταρρυθμιστές και οι περισσότερες Χριστιανικές ομολογίες) πιστεύουν ότι τα έτη της Τορά, της εβραϊκής Βίβλου, είναι συμβολικά. Σύμφωνα με τις αρχαίες εβραϊκές διδασκαλίες που εξακολουθούν να διδάσκονται από τους σημερινούς ορθόδοξους Εβραίους, τα έτη είναι κυριολεκτικά και πέρα για πέρα σύμφωνα σε όλο το χρόνο, με 24 ώρες ανά ημέρα και μέσο όρο 365 ημερών ετησίως. Ο υπολογισμός των ετών, φυσικά, γίνεται με δίσεκτα έτη, για να ισοσκελίσουν τη διαφορά μεταξύ του σεληνιακού και του ηλιακού ημερολογίου, δεδομένου ότι το εβραϊκό ημερολόγιο είναι βασισμένο και στα δύο. Κατά συνέπεια το έτος 2005 είναι ίσο με 5765 έτη από τη δημιουργία στο εβραϊκό ημερολόγιο. Σύμφωνα με αυτόν τον υπολογισμό, το τέλος των ημερών θα πραγματοποιηθεί το έτος 2240.

Κατά την ιουδαϊκή παράδοση το τέλος του κόσμου θα σημάνει:
  • Σύναξη όλων των Εβραίων της διασποράς στο γεωγραφικό Ισραήλ.
  • Κατατρόπωση όλων των εχθρών του Ισραήλ.
  • Οικοδόμηση του τρίτου εβραϊκού ναού στην Ιερουσαλήμ και επανάληψη των θυσιών και των τελετών σε αυτόν.
  • Ανάσταση των νεκρών
  • Ο Εβραίος Μεσσίας θα γίνει ο νέος βασιλιάς του Ισραήλ. Θα διαιρέσει τους Εβραίους του Ισραήλ στις πρότερες φυλετικές ομάδες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Γωγ, βασιλιάς της Μαγώγ, θα επιτεθεί στο Ισραήλ. Η ταυτότητα του Γωγ και του έθνους της Μαγώγ είναι άγνωστη. Η Μαγώγ θα διεξάγει μια μεγάλη μάχη, στην οποία θα αφανιστούν πολλοί και από τις δύο πλευρές, αλλά ο Θεός θα επέμβει και θα σώσει τους Εβραίους. Αυτή είναι η αποκαλούμενη μάχη του Αρμαγεδώνα. Ο Θεός, που θα έχει συντρίψει αυτόν τον τελικό εχθρό μια για πάντα, θα εξοβελίσει όλο το κακό από την ανθρώπινη ύπαρξη. Μετά το έτος 6000 (κατά το εβραϊκό ημερολόγιο), η έβδομη χιλιετία θα είναι μια εποχή αγιότητας, γαλήνης, πνευματικής ζωής και παγκόσμιας ειρήνης, αποκαλούμενης Olam Haba ("μελλοντικός κόσμος"), όπου όλοι οι άνθρωποι θα γνωρίζουν το Θεό άμεσα.

Υποσημειώσεις

  1. «Οἱ γὰρ χρόνοι ἀπὸ καταβολῆς κόσμου καὶ ἀπὸ Ἀδὰμ καταριθμούμενοι εὔδηλα ἡμῖν παριστῶσι τὰ ζητούμενα. Ἡ γὰρ πρώτη παρουσία τοῦ κυρίου ἡμῶν ἡ ἔνσαρκος, ἐν ᾗ γεγέννηται ἐν Βηθλεέμ, ἐγένετο πρὸ ὀκτὼ καλανδῶν ἰανουαρίων, ἡμέρᾳ τετράδι, βασιλεύοντος Αὐγούστου τεσσαρακοστὸν καὶ δεύτερον ἔτος, ἀπὸ δὲ Ἀδὰμ πεντακισχιλιοστῷ καὶ πεντακοσιοστῷ ἔτει· […] Δεῖ οὖν ἐξ ἀνάγκης τὰ ἑξακισχίλια ἔτη πληρωθῆναι, ἵνα ἔλθῃ τὸ σάββατον͵ ἡ κατάπαυσις, ἡ ἁγία ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ὁ θεὸς ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ποιεῖν. Τὸ σάββατον τύπος ἐστὶν καὶ εἰκὼν τῆς μελλούσης βασιλείας τῶν ἁγίων, ἡνίκα συμβασιλεύσουσιν τῷ Χριστῷ, παραγινομένου αὐτοῦ ἀπ΄ οὐρανῶν, ὡς Ἰωάννης ἐν τῇ Ἀποκαλύψει αὐτοῦ διηγεῖται. Ἡμέρα γὰρ κυρίου ὡς χίλια ἔτη. Ἐπεὶ οὖν ἐν ἓξ ἡμέραις ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ πάντα, δεῖ τὰ ἑξακισχίλια ἔτη πληρωθῆναι· οὐδέπω γὰρ πεπλήρωνται, ὡς Ἰωαννῆς λέγει· Οἱ πέντε ἔπεσον, ὁ εἷς ἔστιν, τοῦτ΄ ἔστιν ὁ ἕκτος, ὁ ἄλλος οὔπω ἦλθεν, τὸν ἄλλον δὲ λέγων τὸν ἕβδομον διηγεῖται, ἐν ᾧ ἔσται ἡ κατάπαυσις. Ἀλλὰ πάντως ἐρεῖ τις· πῶς μοι ἀποδείξεις εἰ πεντακισχιλιοστῷ καὶ πεντακοσιοστῷ ἔτει ἐγεννήθη ὁ σωτήρ; Εὐκόλως διδάχθητι, ὦ ἄνθρωπε· τὰ γὰρ ἐν τῇ ἐρήμῳ πάλαι ὑπὸ Μωϋσέως περὶ τὴν σκηνὴν γεγενημένα τύποι καὶ εἰκόνες τῶν πνευματικῶν ἐτελοῦντο μυστηρίων, ἵνα ἐλθούσης ἐπ΄ ἐσχάτων τῆς ἀληθείας ἐν Χριστῷ, ταῦτα πεπληρωμένα νοῆσαι δυνηθῇς. […] ἵνα δειχθῇ τὰ πεντακισχίλια πεντακόσια ἔτη, ἐν ᾧ χρόνῳ παρὼν ὁ σωτὴρ ἐκ τῆς παρθένου τὴν κιβωτόν, τὸ ἴδιον σῶμα, ἐν τῷ κόσμῳ προσήνεγκεν χρυσίῳ καθαρῷ κεχρυσωμένην ἔνδοθεν μὲν τῷ λόγῳ, ἔξωθεν δὲ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ. Ώστε ἀποδέδεικται ἡ ἀλήθεια καὶ πεφανέρωται ἡ κιβωτός. Ἀπὸ γενέσεως οὖν Χριστοῦ δεῖ ψηφίζειν πεντακόσια ἔτη τὰ ἐπίλοιπα εἰς συμπλήρωσιν τῶν ἑξακισχιλίων ἐτῶν, καὶ οὕτως ἔσται τὸ τέλος. Ότι δὲ πέμπτῳ καὶ ἡμίσει καιρῷ παρῆν ὁ σωτὴρ ἐν τῷ κόσμῳ φέρων τὴν ἄσηπτον κιβωτόν, τὸ ἴδιον σῶμα, λέγει ὁ Ἰωάννης ἦν δὲ ὥρα ἕκτη, ἵνα τὸ ἥμισυ τῆς ἡμέρας ἐπιδείξῃ, ἡμέρα δὲ κυρίου χίλια ἔτη· τούτων οὖν τὸ ἥμισυ γίνεται πεντακόσια». (Ιππόλυτος Ρώμης, Σχολιολόγιο Εις τον Δανήλ 4.23, 24)
  2. Σχετικές προβλέψεις είχαν αναφερθεί στην εμφάνιση του Αντιχρίστου κατά την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα των ΗΠΑ στις 19 Ιουλίου 1996. Πιο πρόσφατα, ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού της Μητρόπολης Κορίνθου, κ. Μάξιμος Βαρβάρης, ισχυρίσθηκε ότι «ο Αντίχριστος γεννήθηκε το 1983 και θα εμφανιστεί το 2013 για να κυβερνήσει το κόσμο για 7 περίπου χρόνια». (Ο Αντίχριστος Ήλθεν 1983-2013, 2006, απόσπασμα εδώ στον ιστότοπο patrokosmas.gr)

ΔΕΣ:

Δευτέρα Παρουσία: Η μωρία της νεκραναστάσεως

Οι αποτυχημένες προφητείες του Ιησού των Ευαγγελίων

Oι αμαρτίες του Χριστιανισμού

Ιερές παραχαράξεις

Αποστολικά ευαγγέλια – Μυθεύματα και ασυμφωνίες ευαγγελιστών

Δείγματα βιβλικής «θεοπνευστίας» – «Ιερές» αντιφάσεις και ασυναρτησίες

Η διαχρονική απάτη των «προφητειών» ως εργαλείο για την χειραγώγηση του θρησκευόμενου όχλου

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη – Ένα αρρωστημένο κι αλλόκοτο «προφητικό» κείμενο, ύμνος στην παράνοια, την καταστροφολογία και την αιμοδιψία

Παυλικός Χριστιανισμός - Ο Χριστός του απόστολου Παύλου

Ο μύθος της χριστιανικής αγάπης

Η ιλαροτραγωδία στην «θεόπνευστη» Αγία Γραφή - «Ιερής» ανοησίας το ανάγνωσμα

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου