[III] Πρῶτον μὲν οὖν σκεπτέον πότερον εἰδότες ἢ οὔ, καὶ πῶς εἰδότες· εἶτα περὶ ποῖα τὸν ἀκρατῆ καὶ τὸν ἐγκρατῆ θετέον, λέγω δὲ πότερον περὶ πᾶσαν ἡδονὴν καὶ λύπην ἢ περί τινας ἀφωρισμένας, καὶ τὸν ἐγκρατῆ καὶ τὸν καρτερικόν, πότερον ὁ αὐτὸς ἢ ἕτερός ἐστιν· ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τῶν ἄλλων ὅσα συγγενῆ τῆς θεωρίας ἐστὶ ταύτης. ἔστι δ᾽ ἀρχὴ τῆς σκέψεως, πότερον ὁ ἐγκρατὴς καὶ ὁ ἀκρατής εἰσι τῷ περὶ ἃ ἢ τῷ ὣς ἔχοντες τὴν διαφοράν, λέγω δὲ πότερον τῷ περὶ ταδὶ εἶναι μόνον ἀκρατὴς ὁ ἀκρατής, ἢ οὒ ἀλλὰ τῷ ὥς, ἢ οὒ ἀλλ᾽ ἐξ ἀμφοῖν· ἔπειτ᾽ εἰ περὶ πάντ᾽ ἐστὶν ἀκρασία καὶ ἐγκράτεια ἢ οὔ. οὔτε γὰρ περὶ ἅπαντ᾽ ἐστὶν ὁ ἁπλῶς ἀκρατής, ἀλλὰ περὶ ἅπερ ὁ ἀκόλαστος, οὔτε τῷ πρὸς ταῦτα ἁπλῶς ἔχειν (ταὐτὸν γὰρ ἂν ἦν τῇ ἀκολασίᾳ), ἀλλὰ τῷ ὡδὶ ἔχειν. ὃ μὲν γὰρ ἄγεται προαιρούμενος, νομίζων ἀεὶ δεῖν τὸ παρὸν ἡδὺ διώκειν· ὃ δ᾽ οὐκ οἴεται μέν, διώκει δέ.
Περὶ μὲν οὖν τοῦ δόξαν ἀληθῆ ἀλλὰ μὴ ἐπιστήμην εἶναι παρ᾽ ἣν ἀκρατεύονται, οὐδὲν διαφέρει πρὸς τὸν λόγον· ἔνιοι γὰρ τῶν δοξαζόντων οὐ διστάζουσιν, ἀλλ᾽ οἴονται ἀκριβῶς εἰδέναι. εἰ οὖν διὰ τὸ ἠρέμα πιστεύειν οἱ δοξάζοντες μᾶλλον τῶν ἐπισταμένων παρὰ τὴν ὑπόληψιν πράξουσιν, οὐθὲν διοίσει ἐπιστήμη δόξης· ἔνιοι γὰρ πιστεύουσιν οὐδὲν ἧττον οἷς δοξάζουσιν ἢ ἕτεροι οἷς ἐπίστανται· δηλοῖ δ᾽ Ἡράκλειτος. ἀλλ᾽ ἐπεὶ διχῶς λέγομεν τὸ ἐπίστασθαι (καὶ γὰρ ὁ ἔχων μὲν οὐ χρώμενος δὲ τῇ ἐπιστήμῃ καὶ ὁ χρώμενος λέγεται ἐπίστασθαι), διοίσει τὸ ἔχοντα μὲν μὴ θεωροῦντα δὲ καὶ τὸ θεωροῦντα ἃ μὴ δεῖ πράττειν [τοῦ ἔχοντα καὶ θεωροῦντα]· τοῦτο γὰρ δοκεῖ δεινόν, ἀλλ᾽ οὐκ εἰ μὴ θεωρῶν. ἔτι ἐπεὶ δύο
[1147a] τρόποι τῶν προτάσεων, ἔχοντα μὲν ἀμφοτέρας οὐδὲν κωλύει πράττειν παρὰ τὴν ἐπιστήμην, χρώμενον μέντοι τῇ καθόλου ἀλλὰ μὴ τῇ κατὰ μέρος· πρακτὰ γὰρ τὰ καθ᾽ ἕκαστα. διαφέρει δὲ καὶ τὸ καθόλου· τὸ μὲν γὰρ ἐφ᾽ ἑαυτοῦ τὸ δ᾽ ἐπὶ τοῦ πράγματός ἐστιν· οἷον ὅτι παντὶ ἀνθρώπῳ συμφέρει τὰ ξηρά, καὶ ὅτι αὐτὸς ἄνθρωπος, ἢ ὅτι ξηρὸν τὸ τοιόνδε· ἀλλ᾽ εἰ τόδε τοιόνδε, ἢ οὐκ ἔχει ἢ οὐκ ἐνεργεῖ· κατά τε δὴ τούτους διοίσει τοὺς τρόπους ἀμήχανον ὅσον, ὥστε δοκεῖν οὕτω μὲν εἰδέναι μηδὲν ἄτοπον, ἄλλως δὲ θαυμαστόν. ἔτι τὸ ἔχειν τὴν ἐπιστήμην ἄλλον τρόπον τῶν νῦν ῥηθέντων ὑπάρχει τοῖς ἀνθρώποις· ἐν τῷ γὰρ ἔχειν μὲν μὴ χρῆσθαι δὲ διαφέρουσαν ὁρῶμεν τὴν ἕξιν, ὥστε καὶ ἔχειν πως καὶ μὴ ἔχειν, οἷον τὸν καθεύδοντα καὶ μαινόμενον καὶ οἰνωμένον. ἀλλὰ μὴν οὕτω διατίθενται οἵ γε ἐν τοῖς πάθεσιν ὄντες· θυμοὶ γὰρ καὶ ἐπιθυμίαι ἀφροδισίων καὶ ἔνια τῶν τοιούτων ἐπιδήλως καὶ τὸ σῶμα μεθιστᾶσιν, ἐνίοις δὲ καὶ μανίας ποιοῦσιν. δῆλον οὖν ὅτι ὁμοίως ἔχειν λεκτέον τοὺς ἀκρατεῖς τούτοις. τὸ δὲ λέγειν τοὺς λόγους τοὺς ἀπὸ τῆς ἐπιστήμης οὐδὲν σημεῖον· καὶ γὰρ οἱ ἐν τοῖς πάθεσι τούτοις ὄντες ἀποδείξεις καὶ ἔπη λέγουσιν Ἐμπεδοκλέους, καὶ οἱ πρῶτον μαθόντες συνείρουσι μὲν τοὺς λόγους, ἴσασι δ᾽ οὔπω· δεῖ γὰρ συμφυῆναι, τοῦτο δὲ χρόνου δεῖται· ὥστε καθάπερ τοὺς ὑποκρινομένους, οὕτως ὑποληπτέον λέγειν καὶ τοὺς ἀκρατευομένους. ἔτι καὶ ὧδε φυσικῶς ἄν τις ἐπιβλέψειε τὴν αἰτίαν. ἣ μὲν γὰρ καθόλου δόξα, ἡ δ᾽ ἑτέρα περὶ τῶν καθ᾽ ἕκαστά ἐστιν, ὧν αἴσθησις ἤδη κυρία· ὅταν δὲ μία γένηται ἐξ αὐτῶν, ἀνάγκη τὸ συμπερανθὲν ἔνθα μὲν φάναι τὴν ψυχήν, ἐν δὲ ταῖς ποιητικαῖς πράττειν εὐθύς· οἷον, εἰ παντὸς γλυκέος γεύεσθαι δεῖ, τουτὶ δὲ γλυκὺ ὡς ἕν τι τῶν καθ᾽ ἕκαστον, ἀνάγκη τὸν δυνάμενον καὶ μὴ κωλυόμενον ἅμα τοῦτο καὶ πράττειν. ὅταν οὖν ἡ μὲν καθόλου ἐνῇ κωλύουσα γεύεσθαι, ἣ δέ, ὅτι πᾶν γλυκὺ ἡδύ, τουτὶ δὲ γλυκύ (αὕτη δὲ ἐνεργεῖ), τύχῃ δ᾽ ἐπιθυμία ἐνοῦσα, ἣ μὲν οὖν λέγει φεύγειν τοῦτο, ἡ δ᾽ ἐπιθυμία ἄγει· κινεῖν γὰρ ἕκαστον δύναται τῶν μορίων· ὥστε συμβαίνει
[1147b] ὑπὸ λόγου πως καὶ δόξης ἀκρατεύεσθαι, οὐκ ἐναντίας δὲ καθ᾽ αὑτήν, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκός —ἡ γὰρ ἐπιθυμία ἐναντία, ἀλλ᾽ οὐχ ἡ δόξα— τῷ ὀρθῷ λόγῳ· ὥστε καὶ διὰ τοῦτο τὰ θηρία οὐκ ἀκρατῆ, ὅτι οὐκ ἔχει καθόλου ὑπόληψιν ἀλλὰ τῶν καθ᾽ ἕκαστα φαντασίαν καὶ μνήμην.
Πῶς δὲ λύεται ἡ ἄγνοια καὶ πάλιν γίνεται ἐπιστήμων ὁ ἀκρατής, ὁ αὐτὸς λόγος καὶ περὶ οἰνωμένου καὶ καθεύδοντος καὶ οὐκ ἴδιος τούτου τοῦ πάθους, ὃν δεῖ παρὰ τῶν φυσιολόγων ἀκούειν. ἐπεὶ δ᾽ ἡ τελευταία πρότασις δόξα τε αἰσθητοῦ καὶ κυρία τῶν πράξεων, ταύτην ἢ οὐκ ἔχει ἐν τῷ πάθει ὤν, ἢ οὕτως ἔχει ὡς οὐκ ἦν τὸ ἔχειν ἐπίστασθαι ἀλλὰ λέγειν ὥσπερ ὁ οἰνωμένος τὰ Ἐμπεδοκλέους. καὶ διὰ τὸ μὴ καθόλου μηδ᾽ ἐπιστημονικὸν ὁμοίως εἶναι δοκεῖν τῷ καθόλου τὸν ἔσχατον ὅρον καὶ ἔοικεν ὃ ἐζήτει Σωκράτης συμβαίνειν· οὐ γὰρ τῆς κυρίως ἐπιστήμης εἶναι δοκούσης παρούσης γίνεται τὸ πάθος, οὐδ᾽ αὕτη περιέλκεται διὰ τὸ πάθος, ἀλλὰ τῆς αἰσθητικῆς. περὶ μὲν οὖν τοῦ εἰδότα καὶ μή, καὶ πῶς εἰδότα ἐνδέχεται ἀκρατεύεσθαι, τοσαῦτα εἰρήσθω.
***
[3] Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε α) αν οι ακρατείς άνθρωποι ενεργούν εν γνώσει τους ή όχι, και αν ενεργούν εν γνώσει τους, τί ακριβώς σημαίνει αυτό· β) ενσχέσει με ποιά πράγματα πρέπει να πούμε ότι οι άνθρωποι είναι ακρατείς ή εγκρατείς; θέλω να πω: ενσχέσει με κάθε είδος ηδονής ή λύπης, ή μήπως μόνο ενσχέσει με κάποιες, ορισμένες όμως, μορφές τους; επίσης: γ) ο εγκρατής και ο καρτερικός είναι το ίδιο πρόσωπο ή μήπως ο καθένας τους είναι κάτι άλλο; δ) Με παρόμοιο τρόπο και για τα άλλα ερωτήματα που σχετίζονται στενά με την παρούσα μας έρευνα.
Αρχή της έρευνάς μας είναι το ερώτημα αν ο εγκρατής και ο ακρατής διαφοροποιούνται ως προς το αντικείμενο της επιθυμίας τους ή μήπως ως προς τη συμπεριφορά τους· θέλω να πω: αν ο ακρατής είναι ακρατής μόνο γιατί η επιθυμία του στρέφεται προς αυτό ή προς εκείνο το αντικείμενο ή μήπως λόγω της στάσης του απέναντι σ᾽ αυτό, ή μήπως, τέλος, και για τους δύο αυτούς λόγους. Το επόμενο ερώτημα είναι αν η ακράτεια και η εγκράτεια σχετίζονται με όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής ή μήπως όχι. Γιατί ο ακρατής άνθρωπος (με το γενικό και απόλυτο νόημα της λέξης) δεν σχετίζεται με όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, αλλά με όσα έχει σχέση ο ακόλαστος· ούτε και είναι ακρατής για μόνο τον λόγο ότι έχει σχέση με αυτά τα πράγματα (γιατί τότε ακράτεια και ακολασία θα ήταν το ίδιο πράγμα), αλλά γιατί κρατάει μια ορισμένη στάση απέναντι σ᾽ αυτά: ο ακόλαστος άνθρωπος φέρεται προς τα πράγματα αυτά από δική του επιλογή και προτίμηση, επειδή θεωρεί ότι πρέπει πάντοτε να κυνηγάει το ευχάριστο της κάθε στιγμής· ο ακρατής δεν είναι αυτής της γνώμης, και αυτός όμως κυνηγάει το ευχάριστο της κάθε στιγμής.
Η άποψη ότι, όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με ακράτεια, περιφρονούν και παραβαίνουν την αληθινή γνώμη και όχι τη γνώση, δεν έχει καμιά σημασία για τη συζήτησή μας· γιατί κάποιοι από τους ανθρώπους που έχουν μόνο γνώμες δεν έχουν μέσα τους καμιά αμφιβολία και πιστεύουν ότι έχουν ακριβή γνώση. Αν λοιπόν υπάρχει η άποψη ότι σε σύγκριση με τους ανθρώπους που έχουν γνώση οι άνθρωποι που έχουν μόνο γνώμες έχουν, εξαιτίας της αδυναμίας της πίστης τους, περισσότερες πιθανότητες να ενεργήσουν αντίθετα προς την αντίληψή τους για το τί είναι σωστό, εμείς θα πούμε ότι η γνώση δεν θα είναι τότε κάτι διαφορετικό από τη γνώμη· γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που έχουν όχι μικρότερη εμπιστοσύνη στις γνώμες τους από αυτήν που άλλοι έχουν στη γνώση τους. Το δείχνει η περίπτωση του Ηράκλειτου.
Όμως:
α) Επειδή στη λέξη «γνωρίζω» δίνουμε διπλό νόημα (λέμε δηλαδή ότι «γνωρίζει» και αυτός που έχει γνώση, αλλά δεν τη χρησιμοποιεί, και αυτός που τη χρησιμοποιεί), θα είναι κάτι διαφορετικό αν, όταν κάνει κανείς ό,τι δεν θα έπρεπε, έχει γνώση αλλά δεν τη χρησιμοποιεί, ή αν τη χρησιμοποιεί· γιατί το δεύτερο φαίνεται αδιανόητο, όχι όμως και το πρώτο.
β) Επειδή υπάρχουν δύο
[1147a] είδη προκείμενων προτάσεων, αν κάποιος κατέχει και τις δύο, κάνει όμως χρήση μόνο της γενικής/καθολικής και όχι της μερικής, τίποτε δεν εμποδίζει ο άνθρωπος αυτός να κάνει πράξεις που έρχονται σε αντίθεση προς τη γνώση του· γιατί αντικείμενο των (ηθικών) πράξεων είναι τα μερικά, τα επιμέρους. Και στην περίπτωση όμως της καθολικής πρότασης πρέπει να διακρίνουμε δύο είδη: το ένα αφορά στο πρόσωπο, το άλλο στο πράγμα. Παράδειγμα: «Οι ξηρές τροφές κάνουν καλό σε κάθε άνθρωπο» και «Εγώ είμαι άνθρωπος» ή «Αυτού και αυτού του είδους η τροφή είναι ξερή»· το αν όμως «αυτή η τροφή είναι αυτού και αυτού του είδους», αυτού του πράγματος ο ακρατής άνθρωπος ή δεν έχει γνώση ή δεν κάνει χρήση της. Κατά τις διαφορετικές λοιπόν αυτές μορφές των μειζόνων προκείμενων προτάσεων θα υπάρξει μια τεράστια διαφορά, έτσι ώστε να μη φαίνεται καθόλου αδιανόητο ο ακρατής να «γνωρίζει» κατά το ένα νόημα, ενώ θα ήταν πολύ περίεργο αν «γνώριζε» κατά το άλλο νόημα.
Υπάρχει, επίσης, στους ανθρώπους άλλος ένας τρόπος —πέρα από αυτούς που μνημονεύσαμε— να έχουν γνώση· γιατί στην περίπτωση που κάποιος έχει γνώση χωρίς να τη χρησιμοποιεί βλέπουμε ότι αυτό το «έχω» έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα: να έχει, κατά κάποιον τρόπο και συγχρόνως να μην έχει γνώση· τέτοια είναι, επιπαραδείγματι, η περίπτωση του ανθρώπου που κοιμάται, ή η περίπτωση του τρελού ανθρώπου, ή η περίπτωση του μεθυσμένου ανθρώπου. Ακριβώς όμως σε μια τέτοια κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από την επήρεια των παθών: είναι ολοφάνερο ότι οι θυμοί, οι γενετήσιες επιθυμίες και κάποια άλλα τέτοια πάθη επιφέρουν αλλαγές και στη σωματική μας κατάσταση — σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλούν ακόμη και κρίσεις τρέλας. Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να πούμε ότι οι ακρατείς άνθρωποι βρίσκονται σε μια παρόμοια κατάσταση. Το ότι χρησιμοποιούν λόγια και εκφράσεις σαν τα λόγια και τις εκφράσεις που προέρχονται από τη γνώση, δεν αποτελεί απόδειξη του ότι έχουν πράγματι γνώση· γιατί και οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από την επήρεια των παθών που είπαμε, εκθέτουν επιστημονικές αποδείξεις ή απαγγέλλουν στίχους του Εμπεδοκλή· και οι άνθρωποι που μόλις έχουν αρχίσει να μαθαίνουν μια επιστήμη αραδιάζουν τη μια δίπλα στην άλλη τις διάφορες προτάσεις της, δεν έχουν όμως ακόμη γνώση αυτής της επιστήμης· γιατί αυτή πρέπει να γίνει, στην πραγματικότητα, ένα μέρος του εαυτού τους, γι᾽ αυτό όμως χρειάζεται χρόνος. Πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε ότι οι ακρατείς άνθρωποι μιλούν όπως ακριβώς οι ηθοποιοί.
Θα μπορούσε όμως κανείς και με τον ακόλουθο τρόπο να δει την αιτία της ακράτειας, αντιμετωπίζοντας το πράγμα κατά τους νόμους της φύσης: Η γενική/καθολική προκείμενη πρόταση είναι μια γνώμη, ενώ η άλλη αφορά στα επιμέρους, που εμπίπτουν στη σφαίρα της αισθητηριακής αντίληψης: όταν από τις δύο αυτές προτάσεις προέλθει μια άλλη πρόταση, τότε, στην περίπτωση που ο συλλογισμός είναι θεωρητικού χαρακτήρα, η ψυχή πρέπει να επιβεβαιώσει το συμπέρασμα, ενώ στην περίπτωση που ο συλλογισμός είναι πρακτικού χαρακτήρα, το συμπέρασμα πρέπει να μετατραπεί αμέσως σε πράξη. Παράδειγμα: Αν η καθολική πρόταση λέει: «Πρέπει να γευόμαστε όλα τα γλυκά πράγματα», και η μερική λέει: «Αυτό το πράγμα είναι γλυκό» («αυτό το πράγμα» με το νόημα της επιμέρους περίπτωσης μέσα στη γενική κατηγορία), το υποκείμενο, αν μπορεί και δεν εμποδίζεται, πρέπει την ίδια στιγμή να προχωρήσει και στην πράξη της γεύσης. Αν λοιπόν είναι παρούσα μέσα μας μια γενική/καθολική γνώμη που μας εμποδίζει να γευτούμε, και μια άλλη που μας λέει «Όλα τα γλυκά πράγματα είναι ευχάριστα» —συνοδευμένη από την ελάσσονα «Αυτό εδώ το πράγμα είναι γλυκό»— (και είναι αυτή η δεύτερη γενική/καθολική γνώμη που προσδιορίζει την πράξη), και τύχει να υπάρχει επιπλέον και μια επιθυμία, στην περίπτωση αυτή, ενώ η πρώτη γενική/καθολική κρίση αποτρέπει το άτομο από αυτή την τροφή, η επιθυμία το σπρώχνει προς αυτήν (γιατί έχει τη δύναμη να κινεί όλα τα μέλη του σώματος). Αποτέλεσμα: Ακρατής είναι κανείς
[1147b] κάτω από την επήρεια ενός λόγου, θα λέγαμε, και μιας γνώμης, μιας γνώμης που είναι αντίθετη προς τον ορθό λόγο όχι καθεαυτήν, αλλά μόνο κατά σύμπτωση (γιατί αντίθετη είναι η επιθυμία, όχι η γνώμη). Αυτός, επομένως, είναι και ο λόγος που δεν είναι ακρατή τα ζώα: γιατί δεν έχουν γενικές/καθολικές κρίσεις, παρά μόνο εντυπώσεις και μνήμες επιμέρους πραγμάτων.
Πώς, τώρα, διαλύεται η άγνοιά του και γίνεται πάλι κάτοχος της γνώσης (του) ο ακρατής άνθρωπος; Στην πραγματικότητα, η εξήγηση που δίνεται είναι η ίδια όπως στην περίπτωση του μεθυσμένου και του κοιμισμένου ανθρώπου: δεν είναι μια εξήγηση που προσιδιάζει μόνο στην κατάσταση που συζητούμε. Αυτήν όμως πρέπει να τη μάθουμε από τους φιλοσόφους/ερευνητές της φύσης. Καθώς, λοιπόν, η τελευταία προκείμενη πρόταση α) είναι μια γνώμη για ένα πράγμα που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, και β) προσδιορίζει τις πράξεις μας, αυτήν ή δεν την έχει ο άνθρωπος που βρίσκεται κάτω από την επήρεια του πάθους ή την έχει με το νόημα που είπαμε παραπάνω, όπου αυτό το «έχω» δεν σημαίνει «γνωρίζω», αλλά απλώς και μόνο «λέω», όπως ο μεθυσμένος λέει στίχους του Εμπεδοκλή. Και καθώς ο τελευταίος αυτός όρος δεν έχει γενικό/καθολικό περιεχόμενο και ούτε φαίνεται να ανήκει στον χώρο της επιστημονικής γνώσης με τον ίδιο τρόπο όπως η γενική/καθολική κρίση, μοιάζει να προκύπτει το συμπέρασμα που επιζητούσε ο Σωκράτης· γιατί το πάθος της ακράτειας κάνει την εμφάνισή του όχι όταν είναι παρούσα μέσα μας η θεωρούμενη κυρίως γνώση (ούτε και είναι αυτού του είδους η γνώση που σέρνεται μια αποδώ και μια αποκεί λόγω του πάθους), αλλά όταν είναι παρούσα η γνώση/προϊόν των αισθήσεων.
Για το θέμα λοιπόν: «”Με γνώση” ή “δίχως γνώση” είναι κανείς ακρατής, και αν με “γνώση”, τότε με ποιό ακριβώς νόημα;», ας θεωρηθούν αρκετά αυτά που είπαμε.
Περὶ μὲν οὖν τοῦ δόξαν ἀληθῆ ἀλλὰ μὴ ἐπιστήμην εἶναι παρ᾽ ἣν ἀκρατεύονται, οὐδὲν διαφέρει πρὸς τὸν λόγον· ἔνιοι γὰρ τῶν δοξαζόντων οὐ διστάζουσιν, ἀλλ᾽ οἴονται ἀκριβῶς εἰδέναι. εἰ οὖν διὰ τὸ ἠρέμα πιστεύειν οἱ δοξάζοντες μᾶλλον τῶν ἐπισταμένων παρὰ τὴν ὑπόληψιν πράξουσιν, οὐθὲν διοίσει ἐπιστήμη δόξης· ἔνιοι γὰρ πιστεύουσιν οὐδὲν ἧττον οἷς δοξάζουσιν ἢ ἕτεροι οἷς ἐπίστανται· δηλοῖ δ᾽ Ἡράκλειτος. ἀλλ᾽ ἐπεὶ διχῶς λέγομεν τὸ ἐπίστασθαι (καὶ γὰρ ὁ ἔχων μὲν οὐ χρώμενος δὲ τῇ ἐπιστήμῃ καὶ ὁ χρώμενος λέγεται ἐπίστασθαι), διοίσει τὸ ἔχοντα μὲν μὴ θεωροῦντα δὲ καὶ τὸ θεωροῦντα ἃ μὴ δεῖ πράττειν [τοῦ ἔχοντα καὶ θεωροῦντα]· τοῦτο γὰρ δοκεῖ δεινόν, ἀλλ᾽ οὐκ εἰ μὴ θεωρῶν. ἔτι ἐπεὶ δύο
[1147a] τρόποι τῶν προτάσεων, ἔχοντα μὲν ἀμφοτέρας οὐδὲν κωλύει πράττειν παρὰ τὴν ἐπιστήμην, χρώμενον μέντοι τῇ καθόλου ἀλλὰ μὴ τῇ κατὰ μέρος· πρακτὰ γὰρ τὰ καθ᾽ ἕκαστα. διαφέρει δὲ καὶ τὸ καθόλου· τὸ μὲν γὰρ ἐφ᾽ ἑαυτοῦ τὸ δ᾽ ἐπὶ τοῦ πράγματός ἐστιν· οἷον ὅτι παντὶ ἀνθρώπῳ συμφέρει τὰ ξηρά, καὶ ὅτι αὐτὸς ἄνθρωπος, ἢ ὅτι ξηρὸν τὸ τοιόνδε· ἀλλ᾽ εἰ τόδε τοιόνδε, ἢ οὐκ ἔχει ἢ οὐκ ἐνεργεῖ· κατά τε δὴ τούτους διοίσει τοὺς τρόπους ἀμήχανον ὅσον, ὥστε δοκεῖν οὕτω μὲν εἰδέναι μηδὲν ἄτοπον, ἄλλως δὲ θαυμαστόν. ἔτι τὸ ἔχειν τὴν ἐπιστήμην ἄλλον τρόπον τῶν νῦν ῥηθέντων ὑπάρχει τοῖς ἀνθρώποις· ἐν τῷ γὰρ ἔχειν μὲν μὴ χρῆσθαι δὲ διαφέρουσαν ὁρῶμεν τὴν ἕξιν, ὥστε καὶ ἔχειν πως καὶ μὴ ἔχειν, οἷον τὸν καθεύδοντα καὶ μαινόμενον καὶ οἰνωμένον. ἀλλὰ μὴν οὕτω διατίθενται οἵ γε ἐν τοῖς πάθεσιν ὄντες· θυμοὶ γὰρ καὶ ἐπιθυμίαι ἀφροδισίων καὶ ἔνια τῶν τοιούτων ἐπιδήλως καὶ τὸ σῶμα μεθιστᾶσιν, ἐνίοις δὲ καὶ μανίας ποιοῦσιν. δῆλον οὖν ὅτι ὁμοίως ἔχειν λεκτέον τοὺς ἀκρατεῖς τούτοις. τὸ δὲ λέγειν τοὺς λόγους τοὺς ἀπὸ τῆς ἐπιστήμης οὐδὲν σημεῖον· καὶ γὰρ οἱ ἐν τοῖς πάθεσι τούτοις ὄντες ἀποδείξεις καὶ ἔπη λέγουσιν Ἐμπεδοκλέους, καὶ οἱ πρῶτον μαθόντες συνείρουσι μὲν τοὺς λόγους, ἴσασι δ᾽ οὔπω· δεῖ γὰρ συμφυῆναι, τοῦτο δὲ χρόνου δεῖται· ὥστε καθάπερ τοὺς ὑποκρινομένους, οὕτως ὑποληπτέον λέγειν καὶ τοὺς ἀκρατευομένους. ἔτι καὶ ὧδε φυσικῶς ἄν τις ἐπιβλέψειε τὴν αἰτίαν. ἣ μὲν γὰρ καθόλου δόξα, ἡ δ᾽ ἑτέρα περὶ τῶν καθ᾽ ἕκαστά ἐστιν, ὧν αἴσθησις ἤδη κυρία· ὅταν δὲ μία γένηται ἐξ αὐτῶν, ἀνάγκη τὸ συμπερανθὲν ἔνθα μὲν φάναι τὴν ψυχήν, ἐν δὲ ταῖς ποιητικαῖς πράττειν εὐθύς· οἷον, εἰ παντὸς γλυκέος γεύεσθαι δεῖ, τουτὶ δὲ γλυκὺ ὡς ἕν τι τῶν καθ᾽ ἕκαστον, ἀνάγκη τὸν δυνάμενον καὶ μὴ κωλυόμενον ἅμα τοῦτο καὶ πράττειν. ὅταν οὖν ἡ μὲν καθόλου ἐνῇ κωλύουσα γεύεσθαι, ἣ δέ, ὅτι πᾶν γλυκὺ ἡδύ, τουτὶ δὲ γλυκύ (αὕτη δὲ ἐνεργεῖ), τύχῃ δ᾽ ἐπιθυμία ἐνοῦσα, ἣ μὲν οὖν λέγει φεύγειν τοῦτο, ἡ δ᾽ ἐπιθυμία ἄγει· κινεῖν γὰρ ἕκαστον δύναται τῶν μορίων· ὥστε συμβαίνει
[1147b] ὑπὸ λόγου πως καὶ δόξης ἀκρατεύεσθαι, οὐκ ἐναντίας δὲ καθ᾽ αὑτήν, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκός —ἡ γὰρ ἐπιθυμία ἐναντία, ἀλλ᾽ οὐχ ἡ δόξα— τῷ ὀρθῷ λόγῳ· ὥστε καὶ διὰ τοῦτο τὰ θηρία οὐκ ἀκρατῆ, ὅτι οὐκ ἔχει καθόλου ὑπόληψιν ἀλλὰ τῶν καθ᾽ ἕκαστα φαντασίαν καὶ μνήμην.
Πῶς δὲ λύεται ἡ ἄγνοια καὶ πάλιν γίνεται ἐπιστήμων ὁ ἀκρατής, ὁ αὐτὸς λόγος καὶ περὶ οἰνωμένου καὶ καθεύδοντος καὶ οὐκ ἴδιος τούτου τοῦ πάθους, ὃν δεῖ παρὰ τῶν φυσιολόγων ἀκούειν. ἐπεὶ δ᾽ ἡ τελευταία πρότασις δόξα τε αἰσθητοῦ καὶ κυρία τῶν πράξεων, ταύτην ἢ οὐκ ἔχει ἐν τῷ πάθει ὤν, ἢ οὕτως ἔχει ὡς οὐκ ἦν τὸ ἔχειν ἐπίστασθαι ἀλλὰ λέγειν ὥσπερ ὁ οἰνωμένος τὰ Ἐμπεδοκλέους. καὶ διὰ τὸ μὴ καθόλου μηδ᾽ ἐπιστημονικὸν ὁμοίως εἶναι δοκεῖν τῷ καθόλου τὸν ἔσχατον ὅρον καὶ ἔοικεν ὃ ἐζήτει Σωκράτης συμβαίνειν· οὐ γὰρ τῆς κυρίως ἐπιστήμης εἶναι δοκούσης παρούσης γίνεται τὸ πάθος, οὐδ᾽ αὕτη περιέλκεται διὰ τὸ πάθος, ἀλλὰ τῆς αἰσθητικῆς. περὶ μὲν οὖν τοῦ εἰδότα καὶ μή, καὶ πῶς εἰδότα ἐνδέχεται ἀκρατεύεσθαι, τοσαῦτα εἰρήσθω.
***
[3] Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε α) αν οι ακρατείς άνθρωποι ενεργούν εν γνώσει τους ή όχι, και αν ενεργούν εν γνώσει τους, τί ακριβώς σημαίνει αυτό· β) ενσχέσει με ποιά πράγματα πρέπει να πούμε ότι οι άνθρωποι είναι ακρατείς ή εγκρατείς; θέλω να πω: ενσχέσει με κάθε είδος ηδονής ή λύπης, ή μήπως μόνο ενσχέσει με κάποιες, ορισμένες όμως, μορφές τους; επίσης: γ) ο εγκρατής και ο καρτερικός είναι το ίδιο πρόσωπο ή μήπως ο καθένας τους είναι κάτι άλλο; δ) Με παρόμοιο τρόπο και για τα άλλα ερωτήματα που σχετίζονται στενά με την παρούσα μας έρευνα.
Αρχή της έρευνάς μας είναι το ερώτημα αν ο εγκρατής και ο ακρατής διαφοροποιούνται ως προς το αντικείμενο της επιθυμίας τους ή μήπως ως προς τη συμπεριφορά τους· θέλω να πω: αν ο ακρατής είναι ακρατής μόνο γιατί η επιθυμία του στρέφεται προς αυτό ή προς εκείνο το αντικείμενο ή μήπως λόγω της στάσης του απέναντι σ᾽ αυτό, ή μήπως, τέλος, και για τους δύο αυτούς λόγους. Το επόμενο ερώτημα είναι αν η ακράτεια και η εγκράτεια σχετίζονται με όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής ή μήπως όχι. Γιατί ο ακρατής άνθρωπος (με το γενικό και απόλυτο νόημα της λέξης) δεν σχετίζεται με όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, αλλά με όσα έχει σχέση ο ακόλαστος· ούτε και είναι ακρατής για μόνο τον λόγο ότι έχει σχέση με αυτά τα πράγματα (γιατί τότε ακράτεια και ακολασία θα ήταν το ίδιο πράγμα), αλλά γιατί κρατάει μια ορισμένη στάση απέναντι σ᾽ αυτά: ο ακόλαστος άνθρωπος φέρεται προς τα πράγματα αυτά από δική του επιλογή και προτίμηση, επειδή θεωρεί ότι πρέπει πάντοτε να κυνηγάει το ευχάριστο της κάθε στιγμής· ο ακρατής δεν είναι αυτής της γνώμης, και αυτός όμως κυνηγάει το ευχάριστο της κάθε στιγμής.
Η άποψη ότι, όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με ακράτεια, περιφρονούν και παραβαίνουν την αληθινή γνώμη και όχι τη γνώση, δεν έχει καμιά σημασία για τη συζήτησή μας· γιατί κάποιοι από τους ανθρώπους που έχουν μόνο γνώμες δεν έχουν μέσα τους καμιά αμφιβολία και πιστεύουν ότι έχουν ακριβή γνώση. Αν λοιπόν υπάρχει η άποψη ότι σε σύγκριση με τους ανθρώπους που έχουν γνώση οι άνθρωποι που έχουν μόνο γνώμες έχουν, εξαιτίας της αδυναμίας της πίστης τους, περισσότερες πιθανότητες να ενεργήσουν αντίθετα προς την αντίληψή τους για το τί είναι σωστό, εμείς θα πούμε ότι η γνώση δεν θα είναι τότε κάτι διαφορετικό από τη γνώμη· γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που έχουν όχι μικρότερη εμπιστοσύνη στις γνώμες τους από αυτήν που άλλοι έχουν στη γνώση τους. Το δείχνει η περίπτωση του Ηράκλειτου.
Όμως:
α) Επειδή στη λέξη «γνωρίζω» δίνουμε διπλό νόημα (λέμε δηλαδή ότι «γνωρίζει» και αυτός που έχει γνώση, αλλά δεν τη χρησιμοποιεί, και αυτός που τη χρησιμοποιεί), θα είναι κάτι διαφορετικό αν, όταν κάνει κανείς ό,τι δεν θα έπρεπε, έχει γνώση αλλά δεν τη χρησιμοποιεί, ή αν τη χρησιμοποιεί· γιατί το δεύτερο φαίνεται αδιανόητο, όχι όμως και το πρώτο.
β) Επειδή υπάρχουν δύο
[1147a] είδη προκείμενων προτάσεων, αν κάποιος κατέχει και τις δύο, κάνει όμως χρήση μόνο της γενικής/καθολικής και όχι της μερικής, τίποτε δεν εμποδίζει ο άνθρωπος αυτός να κάνει πράξεις που έρχονται σε αντίθεση προς τη γνώση του· γιατί αντικείμενο των (ηθικών) πράξεων είναι τα μερικά, τα επιμέρους. Και στην περίπτωση όμως της καθολικής πρότασης πρέπει να διακρίνουμε δύο είδη: το ένα αφορά στο πρόσωπο, το άλλο στο πράγμα. Παράδειγμα: «Οι ξηρές τροφές κάνουν καλό σε κάθε άνθρωπο» και «Εγώ είμαι άνθρωπος» ή «Αυτού και αυτού του είδους η τροφή είναι ξερή»· το αν όμως «αυτή η τροφή είναι αυτού και αυτού του είδους», αυτού του πράγματος ο ακρατής άνθρωπος ή δεν έχει γνώση ή δεν κάνει χρήση της. Κατά τις διαφορετικές λοιπόν αυτές μορφές των μειζόνων προκείμενων προτάσεων θα υπάρξει μια τεράστια διαφορά, έτσι ώστε να μη φαίνεται καθόλου αδιανόητο ο ακρατής να «γνωρίζει» κατά το ένα νόημα, ενώ θα ήταν πολύ περίεργο αν «γνώριζε» κατά το άλλο νόημα.
Υπάρχει, επίσης, στους ανθρώπους άλλος ένας τρόπος —πέρα από αυτούς που μνημονεύσαμε— να έχουν γνώση· γιατί στην περίπτωση που κάποιος έχει γνώση χωρίς να τη χρησιμοποιεί βλέπουμε ότι αυτό το «έχω» έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα: να έχει, κατά κάποιον τρόπο και συγχρόνως να μην έχει γνώση· τέτοια είναι, επιπαραδείγματι, η περίπτωση του ανθρώπου που κοιμάται, ή η περίπτωση του τρελού ανθρώπου, ή η περίπτωση του μεθυσμένου ανθρώπου. Ακριβώς όμως σε μια τέτοια κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από την επήρεια των παθών: είναι ολοφάνερο ότι οι θυμοί, οι γενετήσιες επιθυμίες και κάποια άλλα τέτοια πάθη επιφέρουν αλλαγές και στη σωματική μας κατάσταση — σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλούν ακόμη και κρίσεις τρέλας. Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να πούμε ότι οι ακρατείς άνθρωποι βρίσκονται σε μια παρόμοια κατάσταση. Το ότι χρησιμοποιούν λόγια και εκφράσεις σαν τα λόγια και τις εκφράσεις που προέρχονται από τη γνώση, δεν αποτελεί απόδειξη του ότι έχουν πράγματι γνώση· γιατί και οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από την επήρεια των παθών που είπαμε, εκθέτουν επιστημονικές αποδείξεις ή απαγγέλλουν στίχους του Εμπεδοκλή· και οι άνθρωποι που μόλις έχουν αρχίσει να μαθαίνουν μια επιστήμη αραδιάζουν τη μια δίπλα στην άλλη τις διάφορες προτάσεις της, δεν έχουν όμως ακόμη γνώση αυτής της επιστήμης· γιατί αυτή πρέπει να γίνει, στην πραγματικότητα, ένα μέρος του εαυτού τους, γι᾽ αυτό όμως χρειάζεται χρόνος. Πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε ότι οι ακρατείς άνθρωποι μιλούν όπως ακριβώς οι ηθοποιοί.
Θα μπορούσε όμως κανείς και με τον ακόλουθο τρόπο να δει την αιτία της ακράτειας, αντιμετωπίζοντας το πράγμα κατά τους νόμους της φύσης: Η γενική/καθολική προκείμενη πρόταση είναι μια γνώμη, ενώ η άλλη αφορά στα επιμέρους, που εμπίπτουν στη σφαίρα της αισθητηριακής αντίληψης: όταν από τις δύο αυτές προτάσεις προέλθει μια άλλη πρόταση, τότε, στην περίπτωση που ο συλλογισμός είναι θεωρητικού χαρακτήρα, η ψυχή πρέπει να επιβεβαιώσει το συμπέρασμα, ενώ στην περίπτωση που ο συλλογισμός είναι πρακτικού χαρακτήρα, το συμπέρασμα πρέπει να μετατραπεί αμέσως σε πράξη. Παράδειγμα: Αν η καθολική πρόταση λέει: «Πρέπει να γευόμαστε όλα τα γλυκά πράγματα», και η μερική λέει: «Αυτό το πράγμα είναι γλυκό» («αυτό το πράγμα» με το νόημα της επιμέρους περίπτωσης μέσα στη γενική κατηγορία), το υποκείμενο, αν μπορεί και δεν εμποδίζεται, πρέπει την ίδια στιγμή να προχωρήσει και στην πράξη της γεύσης. Αν λοιπόν είναι παρούσα μέσα μας μια γενική/καθολική γνώμη που μας εμποδίζει να γευτούμε, και μια άλλη που μας λέει «Όλα τα γλυκά πράγματα είναι ευχάριστα» —συνοδευμένη από την ελάσσονα «Αυτό εδώ το πράγμα είναι γλυκό»— (και είναι αυτή η δεύτερη γενική/καθολική γνώμη που προσδιορίζει την πράξη), και τύχει να υπάρχει επιπλέον και μια επιθυμία, στην περίπτωση αυτή, ενώ η πρώτη γενική/καθολική κρίση αποτρέπει το άτομο από αυτή την τροφή, η επιθυμία το σπρώχνει προς αυτήν (γιατί έχει τη δύναμη να κινεί όλα τα μέλη του σώματος). Αποτέλεσμα: Ακρατής είναι κανείς
[1147b] κάτω από την επήρεια ενός λόγου, θα λέγαμε, και μιας γνώμης, μιας γνώμης που είναι αντίθετη προς τον ορθό λόγο όχι καθεαυτήν, αλλά μόνο κατά σύμπτωση (γιατί αντίθετη είναι η επιθυμία, όχι η γνώμη). Αυτός, επομένως, είναι και ο λόγος που δεν είναι ακρατή τα ζώα: γιατί δεν έχουν γενικές/καθολικές κρίσεις, παρά μόνο εντυπώσεις και μνήμες επιμέρους πραγμάτων.
Πώς, τώρα, διαλύεται η άγνοιά του και γίνεται πάλι κάτοχος της γνώσης (του) ο ακρατής άνθρωπος; Στην πραγματικότητα, η εξήγηση που δίνεται είναι η ίδια όπως στην περίπτωση του μεθυσμένου και του κοιμισμένου ανθρώπου: δεν είναι μια εξήγηση που προσιδιάζει μόνο στην κατάσταση που συζητούμε. Αυτήν όμως πρέπει να τη μάθουμε από τους φιλοσόφους/ερευνητές της φύσης. Καθώς, λοιπόν, η τελευταία προκείμενη πρόταση α) είναι μια γνώμη για ένα πράγμα που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, και β) προσδιορίζει τις πράξεις μας, αυτήν ή δεν την έχει ο άνθρωπος που βρίσκεται κάτω από την επήρεια του πάθους ή την έχει με το νόημα που είπαμε παραπάνω, όπου αυτό το «έχω» δεν σημαίνει «γνωρίζω», αλλά απλώς και μόνο «λέω», όπως ο μεθυσμένος λέει στίχους του Εμπεδοκλή. Και καθώς ο τελευταίος αυτός όρος δεν έχει γενικό/καθολικό περιεχόμενο και ούτε φαίνεται να ανήκει στον χώρο της επιστημονικής γνώσης με τον ίδιο τρόπο όπως η γενική/καθολική κρίση, μοιάζει να προκύπτει το συμπέρασμα που επιζητούσε ο Σωκράτης· γιατί το πάθος της ακράτειας κάνει την εμφάνισή του όχι όταν είναι παρούσα μέσα μας η θεωρούμενη κυρίως γνώση (ούτε και είναι αυτού του είδους η γνώση που σέρνεται μια αποδώ και μια αποκεί λόγω του πάθους), αλλά όταν είναι παρούσα η γνώση/προϊόν των αισθήσεων.
Για το θέμα λοιπόν: «”Με γνώση” ή “δίχως γνώση” είναι κανείς ακρατής, και αν με “γνώση”, τότε με ποιό ακριβώς νόημα;», ας θεωρηθούν αρκετά αυτά που είπαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου