ΗΛΙΑΔΕΣ
(δέντρα, ιτιές)
Μερόπη, Ηλίη, Φοίβη, Αιθερίη, Διοξίππη (ή Λαμπετίη) είναι οι πέντε κόρες του Ήλιου και της Ωκεανίδας Κλυμένης, αδελφής του Φαέθοντα, γνωστές όχι τόσο με τα ονόματά τους και η καθεμιά χωριστά αλλά ως Ηλιάδες, δηλαδή ως κόρες του Ήλιου. Η μοίρα τους συνδέεται με του αδελφού τους.
Κάποτε ο Φαέθοντας ζήτησε από τον πατέρα τους Ήλιο να του επιτρέψει να οδηγήσει το άρμα του, να μεταφέρει εκείνος τον δίσκο του ήλιου στον δρόμο που είχε χαραχθεί στον ουράνιο θόλο. Με δισταγμό και πολλές συστάσεις στον γιο του ο Ήλιος έδωσε το άρμα. Όμως εκείνος, νέος και άπειρος, ζαλίστηκε από το ύψος, τρόμαξε από τα ζώα του ζωδιακού κύκλου και άρχισε μια να ανεβαίνει ψηλά, μια να κατεβαίνει χαμηλά και να κινδυνεύουν γη και ουρανός με ολοκαύτωμα. Αναγκαστικά τον κεραυνοβόλησε ο Δίας και ο νέος έπεσε στα νερά του Ηριδανού ποταμού. Ο θάνατός του προκάλεσε μεγάλη θλίψη στις αδελφές του, τις Ηλιάδες, που παρέμεναν θρηνώντας στις όχθες του ποταμού, σε αντίθεση με αυτό που όριζε το εθιμικό δίκαιο για τη λήξη του πένθους και την επαναφορά στην ομαλή κοινωνική ζωή. Από τα δάκρυα των Ηλιάδων γεννήθηκαν οι σταγόνες του ήλεκτρου*, η λάμψη του οποίου ενέχεται και σε κάποια από τα ονόματα των πέντε κοριτσιών. Οι θεοί, από οίκτο, ή μη ανεχόμενοι το μόνιμο ήθος του θρήνου, τις μεταμόρφωσαν** σε ιτιές. Μεταμόρφωσαν και τον φίλο του Φαέθοντα Κύκνο, βασιλιά της Λιγυρίας, γιατί και ο δικός του θρήνος ήταν ακατάπαυστος. Και καθώς ήταν προικισμένος από τον Απόλλωνα με μελωδική φωνή, ο Δίας τον μεταμόρφωσε σε κύκνο που τραγουδά μελωδικά την ώρα που πεθαίνει (κύκνειο άσμα).
Σύμφωνα με παραλλαγή του μύθου η μεταμόρφωσή των Ηλιάδων ήταν η τιμωρία τους, γιατί έδωσαν στον Φαέθοντα το άρμα και τα άλογα του πατέρα τους, χωρίς να ζητήσουν την άδειά του.
Σύμφωνα με τον Άρατο καταστερίστηκε και ο Ηριδανός ποταμός, όπου έπεσε ο Φαέθοντας, σχηματίζοντας τον αστερισμό του Ποταμού***. Κατά άλλους, ο αστερισμός αυτός ήταν ο Νείλος ποταμός.
Ο παραδοξογράφος Ηράκλειτος αναφέρει ότι ο μύθος στηρίχτηκε σε μια παρανόηση. Πράγματι, ο νεαρός χάθηκε στον Ηριδανό ποταμό και οι αδελφές του βγήκαν να τον αναζητήσουν αλλά χάθηκαν και αυτές. Βγήκαν άλλοι για να τις αναζητήσουν αλλά δεν τις βρήκαν και φύτεψαν γι' αυτές τρεις ρίζες δέντρων που μεγάλωσαν και έγιναν δέντρα. Έτσι βγήκε η φήμη ότι αυτές οι ίδιες έγιναν δέντρα (περί απίστων 36).
----------------------
*Φαέθων και Ηλιάδες Νύμφες
ἀρθείην δ᾽ ἐπὶ πόντιον
κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς
ἀκτᾶς Ἠριδανοῦ θ᾽ ὕδωρ
ἔνθα πορφύρεον σταλάσ-
σουσ᾽ ἐς οἶδμα τάλαιναι
κόραι Φαέθοντος οἴκτωι δακρύων
τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς
(Ευρ., Ιππόλυτος 735-741)
**Ο θάνατος του Φαέθοντα, ο θρήνος των Ηλιάδων
Γκρεμίζεται ο Φαέθων στο κενό, οι φλόγες διαγουμίζουν τα μαλλιά του,
κατάκορφο το βάρος τον τραβά, γράφει στον ουρανό τροχιά θανάτου,
καθώς τις νύχτες με αστροφεγγιά κάποιος κοιτάει -ψηλά το πεφταστέρι
που μοιάζει να γλιστράει προς τη γη, μα αν έπεσε στ' αλήθεια δεν το ξέρει.
Τον δέχεται νεκρό ο Ηριδανός, αλαργινός, στην πέρα οικουμένη -
και στου νερού τη δίνη ο ποταμός την καπνισμένη όψη του ξεπλένει.
Τον μάζεψαν οι νύμφες σπλαχνικές, τον κήδεψαν, μαζί κορμί και τέφρα,
σε τάφο τον απίθωσαν κι αυτά τα λίγα λόγια σκάλισαν στην πέτρα:
ΕΔΩ Ο ΦΑΕΘΩΝ ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΝΕΚΡΟΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΜΑ ΝΑ
ΔΑΜΑΣΕΙ
ΟΜΩΣ ΠΡΟΤΟΥ ΝΑ ΠΕΣΕΙ ΧΑΜΗΛΑ ΕΤΟΛΜΗΣΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΝΑ
ΦΤΑΣΕΙ.
Πήρε η Κλυμένη να μοιρολογά, η μάνα του, λόγια πολλά θλιμμένα
σαν πού ήταν ταιριαστά στη συμφορά· τα λογικά απ' τον πόνο της χαμένα
να σέρνεται με κλάμα γοερό, μες στο χαμό της να στηθοκοπιέται,
μέλη και κόκαλα γυρεύοντας παντού γυρόφερνε ολάκερο τον κόσμο.
Σε τόπο άγνωρο, σιμά στου ποταμού τον όχτο βρήκε, τέλος, μιαν ημέρα
παραχωμένα κόκαλα· εκεί γονάτισε στο μνήμα, και στην πέτρα
σαν διάβασε το όνομα σφιχτά αγκάλιαζε το λείψανο θρηνώντας.
Από κοντά κι οι κόρες της θρηνούν, οι Ηλιάδες - οδυρμός και θρήνος, ανώφελη για κείνον προσφορά. Στηθοκοπιούνται μάνα κι αδερφάδες,
πιάνουν μαζί παράπονο πικρό και στα χαμένα κράζουν τ' όνομά του·
μέρα και νύχτα κράζουν τον νεκρό κι απάνω στο μνημούρι του κυλιούνται.
Τα κέρατά της τέσσερις φορές τα είχε σμίξει ολόγιομη ησελήνη,
κι εκείνες μέρα-νύχτα στον καημό (γιατί χωρίς το κλάμα δεν μπορούσαν)
πενθούσαν τον χαμένο αδερφό. Φαέθουσα την πιο τρανή τη λέγαν,
κι αυτή μια μέρα κλίνοντας στη γη να γονατίσει ένιωσε τα πόδια
να γίνονται βαριά· κι ή Λαμπέτη, ωραία με την πάλλευκη θωριά της,
που κίνησε να της παρασταθεί ερίζωσε στον τόπο που στεκόταν. Μοιρολογούσε η τρίτη αδερφή κι έκανε να τραβήξει τα μαλλιά της - αντί για κείνα πιάνει φυλλωσιά. Της αλληνής κορμός τα πόδια ζώνει, βαρυγγομάει η τέταρτη γιατί τα χέρια της γίναν μακριά κλωνάρια.
Κι όπως σάστισαν με την αλλαγή, η φλούδα αγκαλιάζοντας τις κόρες αγάλι ανέβαινε και σκέπαζε σφιχτά μέση και στήθια, ώμους και τα χέρια·
μόνα τα χείλη άσκεπα, κι αυτά όλα μαζί τη μάνα τους καλούσαν.
Η δόλια η μάνα, τι να κάνει, τι; Σε παραζάλη εδώ κι εκεί ορμούσε
κι όσο περίσσευε καιρός για το φιλί τις έδινε φιλιά πάνω στο στόμα.
Λίγο της φάνηκε να δίνει τα φιλιά- μες στους κορμούς γυρεύει τα κορμιά
τους,
τραβολογάει τα τρυφερά κλαριά, κι όπως απ' τον κορμό τα ξεριζώνει
σαν αίμα από βαριά λαβωματιά πάνω στα δέντρα φάνηκαν σταγόνες.
Καθώς τον πόνο νιώθει η καθεμιά «μανούλα μου, λυπήσου με», φωνάζει,
«λαβώνεις δέντρο, μάνα, και μαζί ένα κορμί που μέσα του φωλιάζει».
«Χαίρε», της είπαν τέλος, κι η φωνή ήρθε απ' της φλούδας την απάνω άκρη.
Δακρύζουνε ακόμα οι κορμοί, στεγνώνει ο ήλιος πάνω τους το δάκρυ,
που κεχριμπάρι γίνεται λαμπρό, το παίρνουνε του ποταμού οι δίνες,
γιορντάνι από χάντρες να γενεί να το φοράν μια μέρα οι Λατίνες.
(Οβ., Μεταμορφώσεις 1. 319-366)
***Αστερισμός του Ποταμού
Οὗτος ἐκ τοῦ ποδὸς τοῦ Ὠρίωνος τοῦ ἀριστεροῦ τὴν ἀρχὴν ἔχει· καλεῖται δὲ κατὰ μὲν τὸν Ἂρατον Ἠριδανός· οὐδεμίαν δὲ ἀπόδειξιν περὶ αὐτοῦ φέρει· ἕτεροι δέ φασι δικαιότατον αὐτὸν εἶναι Νεῖλον· μόνος γὰρ οὗτος ἀπὸ μεσημβρίας τὰς ἀρχὰς ἔχει. πολλοῖς δὲ ἄστροις διακεκόσμηται. ὑπόκειται δὲ αὐτῷ καὶ ὁ καλούμενος ἀστὴρ Κάνωβος, ὃς ἐγγίζει τῶν πηδαλίων τῆς Ἀργοῦς· τούτου δὲ οὐδὲν ἄστρον κατώτερον φαίνεται, διὸ καὶ Περίγειος καλεῖται.
Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,37
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου