Μεταξύ μύθου και ιστορίας βρίσκεται η μορφή του Επιμενίδη που στα αρχαϊκά χρόνια πήρε τη θέση του Περίανδρου στον κατάλογο των επτά σοφών. Είναι ξακουστός σοφός και μάντης, με καταγωγή από την Κρήτη (κατά τον Διογένη Λαέρτιο από την Κνωσό, κατά τον Πλούταρχο από τη Φαιστό) αλλά και με παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή της Αθήνας, τόσο με τρόπο θρησκευτικό όσο και πιο καθαρά πολιτικό. Ο Θεόπομπος και πολλοί άλλοι συγγραφείς υποστήριζαν ότι είναι γιος του Φαιστίου, ενώ άλλοι πίστευαν πως είναι γιος του Δωσιάδα ή του Αγήσαρχου. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, όταν τον είχε στείλει ο πατέρας του να ψάξει κάποιο πρόβατο στα χωράφια, ο Επιμενίδης μπερδεύτηκε και μπήκε σε μια σπηλιά όπου κοιμήθηκε για πενήντα επτά χρόνια, εξ ου και η παροιμιώδης φράση Επιμενίδειος ύπνος. Όταν ξύπνησε, άρχισε και πάλι να ψάχνει το πρόβατο, πιστεύοντας ότι έχει κοιμηθεί λίγο. Δεν το έβρισκε και έτσι κατευθύνθηκε προς το χωράφι του, όπου τα βρήκε όλα διαφορετικά και με ξένο ιδιοκτήτη. Κατευθύνθηκε στην πόλη για να αναζητήσει απαντήσεις και βρήκε τον αδελφό του, γέροντα πια, ο οποίος του αποκάλυψε την αλήθεια. Όταν έμαθαν αυτή την ιστορία οι Έλληνες, τον θεώρησαν αγαπημένο των θεών, διότι στη διάρκεια του ύπνου του συνάντησε θεούς (Μάξιμος Τύριος, Διάλεξις 10.1.a-f)· ακόμη λεγόταν ότι ο Πυθαγόρας κατέβηκε μαζί με τον Επιμενίδη στο Ιδαίο άντρο, για να μυηθεί (Διογ. Λ. 8.3.4).
Ο Επιμενίδης έζησε συνολικά 157 ή 299 χρόνια. Το μόνο ιστορικό γεγονός του βίου του αφορά στην κάθαρση της Αθήνας από το Κυλώνειο Άγος (596 π.Χ.). Την αιτία του προβλήματος της Αθήνας περιγράφει ο Πλούταρχος στον βίο του Σόλωνα:
«Την πόλη των Αθηνών κρατούσε σε ταραχή και αναστάτωση το Κυλώνειο άγος [632 ή 628 π.Χ.], ακριβώς από την εποχή που ο άρχοντας Μεγακλής πρότεινε στους συνωμότες του Κύλωνα, οι οποίοι είχαν προσφύγει ικέτες στον ναό της θεάς, να κατέλθουν στην πόλη, για να δικαστούν. Οι συνωμότες αφού έδεσαν νήμα από το άγαλμα της θεάς, κρατιόντουσαν από αυτό και άρχισαν να κατεβαίνουν προς την πόλη. Όταν όμως έφτασαν κοντά στον ιερό χώρο τον αφιερωμένο στις σεμνές θεές, το νήμα κόπηκε αυτόματα και τότε ο Μεγακλής και οι άλλοι συνάρχοντές του όρμησαν και συνέλαβαν τους συνωμότες με την πρόφαση ότι η θεά δεν δεχόταν την ικεσία τους. Όσους συνέλαβαν έξω από τα ιερά τους σκότωσαν με λιθοβολισμό, κατέσφαξαν όμως όσους προσέφυγαν στους βωμούς, ενώ διασώθηκαν μόνο εκείνοι που είχαν καταφύγει ως ικέτες στις γυναίκες των αρχόντων». (Πλούτ., Σόλων 12)
Οι Αθηναίοι επέβαλαν ηθικές ποινές στον Άρχοντα Μεγακλή, από την οικογένεια των Αλκμαιωνίδων, και σε όσους είχαν πάρει, μαζί με αυτόν, μέρος στη σφαγή: τον καταράστηκαν και τον απέφευγαν (είναι η ίδια ποινή που είχε διακηρύξει ο Οιδίποδας ότι έπρεπε να επιβληθεί στον φονιά του Λάιου). Όμως επειδή οι συνέπειες από το άγος συνεχίζονταν, το 597 π.Χ. επέβαλαν και νομικές ποινές: ο Μεγακλής και οι προσωπικοί του βοηθοί, όσοι ακόμη ζούσαν, όταν έπεσαν επιδημίες στην Αθήνα πέρασαν από δίκη μετά από υποκίνηση του Σόλωνα, κρίθηκαν ένοχοι και εξορίστηκαν ισόβια από την Αττική. Επειδή όμως η εξορία της ισχυρής οικογένειας των Αλκμαιωνίδων δεν απάλλαξε τους Αθηναίους από τις συμφορές και τους φόβους, το 596 π.Χ. προσκάλεσαν τον σοφό κρήτα Επιμενίδη:
«Και κάποιοι αόριστοι φόβοι από δεισιδαιμονία κατέλαβαν την πόλη και φαντάσματα την τρόμαζαν και οι μάντεις διακήρυσσαν ότι κατά τις θυσίες προς τιμή των θεών φαίνονταν μολύσματα και μιάσματα, τα οποία είχαν ανάγκη από καθαρμό. Ο Επιμενίδης με εξιλασμούς και καθαρμούς και με την κτίση ναών καθαγίασε και καθοσίωσε την πόλη και με τον τρόπο αυτό την κατέστησε ικανή να είναι υπήκοος του δικαίου και περισσότερο ευπειθής στην ομόνοια». (Πλούτ., Σόλων 12).
Στο γένος των Αλκμαιωνίδων ανήκαν ο Κλεισθένης, ο Περικλής και ο Αλκιβιάδης, οι δύο τελευταίοι από την πλευρά της μητέρας τους. Επομένως, η αναμόχλευση και η διατήρηση του ζητήματος είχαν προφανώς και πολιτικά κίνητρα.
Ο Επιμενίδης έγινε αφορμή και για ένα γνωστό παράδοξο στη Λογική. Σε ένα ποίημά του είχε γράψει: «Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται (οι Κρήτες είναι πάντα ψεύτες)». Κατά τον 19ο αιώνα διατυπώθηκε με βάση τη φράση αυτή το εξής λογικό παράδοξο, γνωστό και ως παράδοξο του Επιμενίδη:
Ο Επιμενίδης λέει ότι όλοι οι Κρήτες είναι ψεύτες
Ο Επιμενίδης είναι Κρητικός
Άρα ο Επιμενίδης λέει ψέματα
Άρα οι Κρήτες λένε την αλήθεια
Άρα και ο Επιμενίδης λέει την αλήθεια
Άρα οι Κρήτες είναι ψεύτες κ.ο.κ.
Τη φράση του Επιμενίδη χρησιμοποίησε ο Απ. Παύλος στην επιστολή του προς τον επίσκοπο Κρήτης Τίτο, προκειμένου να ψέξει τους Κρητικούς για τα ελαττώματά τους με τα λόγια ενός δικού τους: «εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί» (1:12).
Για τη ζωή του Επιμενίδη
Ο Επιμενίδης [περ. 600 π.Χ.], σύμφωνα με όσα γράφει ο Θεόπομπος και πολλοί άλλοι συγγραφείς, ήταν γιος του Φαιστίου· κατ' άλλους, του Δωσιάδα, και κατ' άλλους του Αγήσαρχου. Ήταν Κρητικός από την Κνωσό, μολονότι τα μακριά μαλλιά του δεν έδιναν την εντύπωση Κρητικού. Κάποτε που τον έστειλε ο πατέρας του να ψάξει για κάποιο πρόβατο στο χωράφι, περιπλανήθηκε και μπήκε σ' ένα σπήλαιο, όπου ξάπλωσε και κοιμήθηκε πενήντα επτά χρόνια. Όταν ξύπνησε, άρχισε πάλι να ψάχνει για το πρόβατο, γιατί νόμιζε ότι είχε πάρει έναν μικρόν υπνάκο. Καθώς δεν το 'βρισκε, και έβλεπε τα πάντα αλλαγμένα γύρω του, και το χωράφι να το έχει άλλος, γύρισε στην πόλη απορημένος. Έφτασε στο σπίτι του και τον ρωτούσαν ποιος είναι. Τέλος, βρήκε τον νεὀτερο αδελφό του, γέροντα πια, από τον οποίο έμαθε όλη την αλήθεια. Το πράγμα μαθεύτηκε από όλους τους Έλληνες, που τον θεώρησαν ιδιαίτερα αγαπητό στους θεούς.
Γι' αυτό, και όταν οι Αθηναίοι προσεβλήθησαν από πανούκλα και η Πυθία έβγαλε χρησμό ότι πρέπει να καθαρισθεί η πόλη, έστειλαν ένα πλοίο στην Κρήτη με τον Νικία του Νικήρατου να προσκαλέσουν τον Επιμενίδη. Πραγματικά, αυτός ήρθε στην Αθήνα κατά την 46ην Ολυμπιάδα [595-592 π.Χ], καθάρισε την πόλη και σταμάτησε την πανούκλα, με τον εξής τρόπο: Πήρε κάμποσα πρόβατα, άσπρα και μαύρα, και τα πήγε στον Άρειο Πάγο. Εκεί τ' άφησε ελεύθερα, να πάνε όπου θέλουν, πρόσταξε να παρακολουθήσουν πού θα κοιμηθεί το καθένα και εκεί να κάμουν θυσία στον τοπικό θεό. Και έτσι σταμάτησε το κακό. Γι' αυτό, και σήμερα βρίσκει κανείς ανά τούς δήμους των Αθηνών ανώνυμους βωμούς, κατάλοιπο του εξιλασμού που είχε γίνει τότε. Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι τους είπε πως αιτία του κακού είναι το Κυλώνειο άγος, και τους υπέδειξε πώς θα το απομακρύνουν. Και γι' αυτό, θυσιάστηκαν δύο νέοι, ο Κρατίνος και ο Κτησίβιος, και η πόλη απαλλάχτηκε από την συμφορά.
Οι Αθηναίοι ψήφισαν να του δοθεί ένα τάλαντο σε χρήμα και ένα πλοίο να τον πάει πίσω στην Κρήτη. Δεν δέχθηκε τα χρήματα και συνήψε σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας μεταξύ των Κνωσίων και των Αθηναίων.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός αφ' ότου γύρισε στο σπίτι του, και πέθανε σε ηλικία εκατόν πενήντα επτά ετών, όπως λέγει ο Φλέγων στο «Περί μακροβίων» βιβλίο του. Κατά τούς Κρήτες έζησε 299 χρόνια, ο δε Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος λέγει ότι άκουσε πως πέθανε σε ηλικία 154 ετών.
Έγραψε και ένα ποίημα για τη γέννηση των Κουρήτων και των Κορυβάντων και μια θεογονία, αποτελούμενα συνολικά από 5.000 στίχους. Επίσης, ένα ποίημα για τη ναυπήγηση της Αργώς και για το ταξίδι του Ιάσονα στην Κολχίδα με 6.500 στίχους. Ακόμη, έγραψε σε πεζό λόγο «Περί θυσιών και του εν Κρήτη πολιτεύματος», καθώς και ένα ποίημα «Περί Μίνω και Ραδαμάνθυος», αποτελούμενο από 4.000 στίχους. Στην Αθήνα ανήγειρε το ιερό των Σεμνών (των Ευμενίδων), όπως μαρτυρεί ο Λόβων στο «Περί ποιητών» έργο του. Λέγεται δε ότι υπήρξε ο πρώτος που καθάρισε σπίτια και χωράφια και πρώτος ίδρυσε ιερά. Μερικοί υποστηρίζουν ότι δεν κοιμήθηκε, αλλά απλώς αποσύρθηκε στην ύπαιθρο για ορισμένο χρόνο ασχολούμενος με τη συλλογή βοτάνων.
Δική του θεωρείται και μια επιστολή προς τον Σόλωνα τον νομοθέτη, που περιέχει σύστημα διακυβέρνησης που ο Μίνωας σχεδίασε για τους Κρητικούς. Όμως ο Δημήτριος ο Μάγνης, στο περί ομωνύμων ποιητών και συγγραφέων έργο του, επιχειρεί να αποδείξει ότι η επιστολή είναι μεταγενέστερη και ότι δεν είναι γραμμένη σε κρητική διάλεκτο αλλά σε αττική, και μάλιστα στη νέα αττική. Εγώ όμως βρήκα και άλλη επιστολή που έχει ως εξής:
«Μην αποθαρρύνεσαι, φίλε μου. Γιατί, αν ο Πεισίστρατος είχε πλήξει ανθρώπους συνηθισμένους στη δουλεία και οι οποίοι δεν είχαν διοικηθεί ποτέ με καλούς νόμους, θα εξασφάλιζε για πάντα την εξουσία, εξανδραποδίζοντας τον λαό. Αλλά εδώ υποδούλωσε όχι άνανδρους, αλλά ανθρώπους που με πόνο και ντροπή θυμούνται τις προειδοποιήσεις του Σόλωνα, και οι οποίοι δεν θα ανεχθούν να τυραννιούνται. Αλλά, αν ο Πεισίστρατος έγινε κύριος της πόλης, όμως δεν θα μπορέσει να μεταβιβάσει την εξουσία στα παιδιά του. Γιατί είναι δύσκολο, άνθρωποι που έζησαν ελεύθεροι και με άριστους νόμους, να παραμείνουν επί μακρόν υπόδουλοι. Όσον αφορά εσένα, μην περιπλανάσαι, αλλά έλα σ' εμένα, στην Κρήτη, όπου δεν υπάρχει επικίνδυνος μονάρχης. Ενώ, ταξιδεύοντας διαρκώς, φοβούμαι μήπως πάθεις κανένα κακό από φίλους του (του Πεισίστρατου)».
Αυτό ήταν το περιεχόμενο της επιστολής. Επιπλέον, ο Δημήτριος γράφει ότι, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Επιμενίδης είχε λάβει από τις Νύμφες κάποιο έδεσμα, που το φύλαγε μέσα σε νύχι από βόδι, και από το οποίο ρουφούσε από λίγο. Δεν είχε κενώσεις, ούτε τον είδε ποτέ κανένας να τρώει. Το αναφέρει και ο Τίμαιος στο δεύτερο βιβλίο του. Μερικοί λένε ότι οι Κρήτες έκαμναν σ' αυτόν θυσίες σαν να ήταν θεός· γιατί, λένε, ήταν και διορατικότατος. Βλέποντας π.χ. το λιμανάκι της Μουνιχίας, κοντά στην Αθήνα, είπε στους Αθηναίους ότι καθόλου δεν υποπτεύονται πόσα κακά θα τους προξενήσει το χωριό αυτό· αλλιώς, με τα δόντια θα το κατεδάφιζαν. Και αυτά τα είπε χρόνια πριν από τα συμβάντα. Αναφέρεται, επίσης, ότι υπήρξε ο πρώτος που απεκάλεσε τον εαυτό του Αιακό και προείπε στους Λακεδαιμονίους ότι θα νικηθούν από τους Αρκάδες· και ισχυριζόταν ότι έζησε πολλές ζωές.
Ο Θεόπομπος γράφει στα «Θαυμάσιά» του πως, όταν αυτός ασχολούνταν με την ανέγερση του Ιερού των Νυμφών, ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό που του έλεγε: «Επιμενίδη, όχι Ιερό των Νυμφών αλλά του Διός». Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι προείπε στους Κρητικούς και την ήττα που, όπως και προηγουμένως είπα, θα υφίσταντο οι Λακεδαιμόνιοι από τους Αρκάδες. Και πραγματικά, αυτοί συνετρίβησαν κοντά στον Ορχομενό.
Τα γηρατειά του βάσταξαν τόσες μέρες, όσα και τα χρόνια που κοιμήθηκε (στο σπήλαιο)· έτσι λέει ο Θεόπομπος. Ο Μυρωνιανός εξάλλου, αναφέρει στους «Ομοίους» του ότι οι Κρήτες τον έλεγαν Κούρητα. Το σώμα του το διαφυλάσσουν οι Λακεδαιμόνιοι, υπακούοντας σε κάποιο χρησμό, όπως λέει ο Σωκράτης ο Λάκων.
Υπήρξαν και δύο άλλοι Επιμενίδες, ο γενεαλόγος και εκείνος που έγραψε για τη Ρόδο σε δωρική διάλεκτο. (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου