ΒΑ. πολλοῖς μὲν αἰεὶ νυκτέροις ὀνείρασιν
ξύνειμ᾽, ἀφ᾽ οὗπερ παῖς ἐμὸς στείλας στρατὸν
Ἰαόνων γῆν οἴχεται πέρσαι θέλων·
ἀλλ᾽ οὔτι πω τοιόνδ᾽ ἐναργὲς εἰδόμην
180 ὡς τῆς πάροιθεν εὐφρόνης· λέξω δέ σοι.
ἐδοξάτην μοι δύο γυναῖκ᾽ εὐείμονε,
ἡ μὲν πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη,
ἡ δ᾽ αὖτε Δωρικοῖσιν, εἰς ὄψιν μολεῖν,
μεγέθει τε τῶν νῦν ἐκπρεπεστάτα πολύ,
185 κάλλει τ᾽ ἀμώμω, καὶ κασιγνήτα γένους
ταὐτοῦ· πάτραν δ᾽ ἔναιον ἡ μὲν Ἑλλάδα
κλήρῳ λαχοῦσα γαῖαν, ἡ δὲ βάρβαρον.
τούτω στάσιν τιν᾽, ὡς ἐγὼ ᾽δόκουν ὁρᾶν,
τεύχειν ἐν ἀλλήλῃσι· παῖς δ᾽ ἐμὸς μαθὼν
190 κατεῖχε κἀπράυνεν, ἅρμασιν δ᾽ ὕπο
ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ λέπαδν᾽ ὑπ᾽ αὐχένων
τίθησι. χἠ μὲν τῇδ᾽ ἐπυργοῦτο στολῇ
ἐν ἡνίαισί τ᾽ εἶχεν εὔαρκτον στόμα,
ἡ δ᾽ ἐσφάδᾳζε, καὶ χεροῖν ἔντη δίφρου
195 διασπαράσσει, καὶ ξυναρπάζει βίᾳ
ἄνευ χαλινῶν, καὶ ζυγὸν θραύει μέσον.
πίπτει δ᾽ ἐμὸς παῖς, καὶ πατὴρ παρίσταται
Δαρεῖος οἰκτίρων σφε· τὸν δ᾽ ὅπως ὁρᾷ
Ξέρξης, πέπλους ῥήγνυσιν ἀμφὶ σώματι.
200 καὶ ταῦτα μὲν δὴ νυκτὸς εἰσιδεῖν λέγω.
ἐπεὶ δ᾽ ἀνέστην καὶ χεροῖν καλλιρρόου
ἔψαυσα πηγῆς, σὺν θυηπόλῳ χερὶ
βωμὸν προσέστην, ἀποτρόποισι δαίμοσιν
θέλουσα θῦσαι πέλανον, ὧν τέλη τάδε.
205 ὁρῶ δὲ φεύγοντ᾽ αἰετὸν πρὸς ἐσχάραν
Φοίβου· φόβῳ δ᾽ ἄφθογγος ἐστάθην, φίλοι·
μεθύστερον δὲ κίρκον εἰσορῶ δρόμῳ
πτεροῖς ἐφορμαίνοντα καὶ χηλαῖς κάρα
τίλλονθ᾽· ὁ δ᾽ οὐδὲν ἄλλο γ᾽ ἢ πτήξας δέμας
210 παρεῖχε. ταῦτ᾽ ἔμοιγε δείματ᾽ ἔστ᾽ ἰδεῖν,
ὑμῖν δ᾽ ἀκούειν. εὖ γὰρ ἴστε, παῖς ἐμὸς
πράξας μὲν εὖ θαυμαστὸς ἂν γένοιτ᾽ ἀνήρ,
κακῶς δὲ πράξας—οὐχ ὑπεύθυνος πόλει,
σωθεὶς δ᾽ ὁμοίως τῆσδε κοιρανεῖ χθονός
***
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μες σ᾽ όνειρα πολλά περνώ τις νύχτες μου όλες,
από τότε π᾽ αρμάτωσε στρατόν ο γιος μου
και πήε τη χώρα να υποτάξει των Ιώνων·
μ᾽ ακόμα τόσο φανερό δεν είδα κι άλλο,
180 σαν τη νύχτα που πέρασε, και θα τ᾽ ακούσεις.
Μου φάνηκε μπροστά μου δυο καλοντυμένες
πως βγήκανε γυναίκες, στολισμένη η μια τους
με περσικούς κ᾽ η δεύτερη με δώριους πέπλους,
πολύ απ᾽ τις τωρινές ξεχωριστές στο μπόι
και στην ασύγκριτη ομορφιά· κι απ᾽ το ίδιο γένος
αδερφές, της μιας έδωσε πατρίδα ο κλήρος
την Ελλάδα, της άλλης τη γη των βαρβάρων.
μου φάνηκε λοιπόν σαν κάποια ανάμεσό τους
να ᾽χανε στήσει αμάχη αυτές, κι ως το είδε ο γιος μου,
190 να τις κρατήσει επάσκιζε και τις μερέψει,
ως που τις ζέβει στο άρμα του και ζυγολούρια
στο σβέρκο των περνά· κορδώνουνταν η μια τους
με τα στολίδια αυτά κ᾽ έδινε υπάκουο στόμα
στα γκέμια της, ενώ φτερνοκοπιόνταν η άλλη
και μια τα σύνεργα του δίφρου θρυμματίζει,
και με βια τον ξεσέρνει δίχως χαλινάρια,
ως που τέλος σε δυο το ζυγό σπα στη μέση.
και πέφτει ο γιος μου κι ο πατέρας του κοντά του
φτάνει γεμάτος λύπηση κι άμα τον βλέπει
σκίζει τα ρούχα επάνω του που φόραε ο Ξέρξης.
200 Αυτά είναι, λέγω, τα όνειρα που είδα τη νύχτα·
μ᾽ αφού πάνω σηκώθηκα κι από καθάρια
πηγή τα χέρια μου έβρεξα, προσφορές παίρνω
και πήγα στο βωμό μπροστά, να τις προσφέρω
στους αποτρόπαιους τους θεούς, που τους ανήκουν
αυτ᾽ οι εξιλασμοί· και, νά, βλέπω να φεύγει
ένας αϊτός προς το βωμό του Φοίβου· στέκω
βουβή απ᾽ το φόβο, φίλοι μου, κι ευτύς αμέσως
βλέπω να χύνει επάνω του ένα κιρκινέζι
γοργόφτερο και να μαδάει την κεφαλή του
με τ᾽ αρπάγια του· εκείνος τίποτ᾽ άλλο, μόνο
του παρατούσε ζαρωμένος το κορμί του.
210 Τρόμος για μέν᾽ αυτά να δω, και να τ᾽ ακούτε
όμοια και σεις. γιατί, το ξέρετε, που ο γιος μου,
αν θα πετύχει, δόξα ασύγκριτη θα πάρει,
μα κι αν του ερθούν ενάντια, δεν έχει να δώσει
λόγο στη χώρα του και, φτάνει να ᾽ρθει πίσω,
το ίδιο πάντα ρήγας της κι αφέντης θα ᾽ναι.
ξύνειμ᾽, ἀφ᾽ οὗπερ παῖς ἐμὸς στείλας στρατὸν
Ἰαόνων γῆν οἴχεται πέρσαι θέλων·
ἀλλ᾽ οὔτι πω τοιόνδ᾽ ἐναργὲς εἰδόμην
180 ὡς τῆς πάροιθεν εὐφρόνης· λέξω δέ σοι.
ἐδοξάτην μοι δύο γυναῖκ᾽ εὐείμονε,
ἡ μὲν πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη,
ἡ δ᾽ αὖτε Δωρικοῖσιν, εἰς ὄψιν μολεῖν,
μεγέθει τε τῶν νῦν ἐκπρεπεστάτα πολύ,
185 κάλλει τ᾽ ἀμώμω, καὶ κασιγνήτα γένους
ταὐτοῦ· πάτραν δ᾽ ἔναιον ἡ μὲν Ἑλλάδα
κλήρῳ λαχοῦσα γαῖαν, ἡ δὲ βάρβαρον.
τούτω στάσιν τιν᾽, ὡς ἐγὼ ᾽δόκουν ὁρᾶν,
τεύχειν ἐν ἀλλήλῃσι· παῖς δ᾽ ἐμὸς μαθὼν
190 κατεῖχε κἀπράυνεν, ἅρμασιν δ᾽ ὕπο
ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ λέπαδν᾽ ὑπ᾽ αὐχένων
τίθησι. χἠ μὲν τῇδ᾽ ἐπυργοῦτο στολῇ
ἐν ἡνίαισί τ᾽ εἶχεν εὔαρκτον στόμα,
ἡ δ᾽ ἐσφάδᾳζε, καὶ χεροῖν ἔντη δίφρου
195 διασπαράσσει, καὶ ξυναρπάζει βίᾳ
ἄνευ χαλινῶν, καὶ ζυγὸν θραύει μέσον.
πίπτει δ᾽ ἐμὸς παῖς, καὶ πατὴρ παρίσταται
Δαρεῖος οἰκτίρων σφε· τὸν δ᾽ ὅπως ὁρᾷ
Ξέρξης, πέπλους ῥήγνυσιν ἀμφὶ σώματι.
200 καὶ ταῦτα μὲν δὴ νυκτὸς εἰσιδεῖν λέγω.
ἐπεὶ δ᾽ ἀνέστην καὶ χεροῖν καλλιρρόου
ἔψαυσα πηγῆς, σὺν θυηπόλῳ χερὶ
βωμὸν προσέστην, ἀποτρόποισι δαίμοσιν
θέλουσα θῦσαι πέλανον, ὧν τέλη τάδε.
205 ὁρῶ δὲ φεύγοντ᾽ αἰετὸν πρὸς ἐσχάραν
Φοίβου· φόβῳ δ᾽ ἄφθογγος ἐστάθην, φίλοι·
μεθύστερον δὲ κίρκον εἰσορῶ δρόμῳ
πτεροῖς ἐφορμαίνοντα καὶ χηλαῖς κάρα
τίλλονθ᾽· ὁ δ᾽ οὐδὲν ἄλλο γ᾽ ἢ πτήξας δέμας
210 παρεῖχε. ταῦτ᾽ ἔμοιγε δείματ᾽ ἔστ᾽ ἰδεῖν,
ὑμῖν δ᾽ ἀκούειν. εὖ γὰρ ἴστε, παῖς ἐμὸς
πράξας μὲν εὖ θαυμαστὸς ἂν γένοιτ᾽ ἀνήρ,
κακῶς δὲ πράξας—οὐχ ὑπεύθυνος πόλει,
σωθεὶς δ᾽ ὁμοίως τῆσδε κοιρανεῖ χθονός
***
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μες σ᾽ όνειρα πολλά περνώ τις νύχτες μου όλες,
από τότε π᾽ αρμάτωσε στρατόν ο γιος μου
και πήε τη χώρα να υποτάξει των Ιώνων·
μ᾽ ακόμα τόσο φανερό δεν είδα κι άλλο,
180 σαν τη νύχτα που πέρασε, και θα τ᾽ ακούσεις.
Μου φάνηκε μπροστά μου δυο καλοντυμένες
πως βγήκανε γυναίκες, στολισμένη η μια τους
με περσικούς κ᾽ η δεύτερη με δώριους πέπλους,
πολύ απ᾽ τις τωρινές ξεχωριστές στο μπόι
και στην ασύγκριτη ομορφιά· κι απ᾽ το ίδιο γένος
αδερφές, της μιας έδωσε πατρίδα ο κλήρος
την Ελλάδα, της άλλης τη γη των βαρβάρων.
μου φάνηκε λοιπόν σαν κάποια ανάμεσό τους
να ᾽χανε στήσει αμάχη αυτές, κι ως το είδε ο γιος μου,
190 να τις κρατήσει επάσκιζε και τις μερέψει,
ως που τις ζέβει στο άρμα του και ζυγολούρια
στο σβέρκο των περνά· κορδώνουνταν η μια τους
με τα στολίδια αυτά κ᾽ έδινε υπάκουο στόμα
στα γκέμια της, ενώ φτερνοκοπιόνταν η άλλη
και μια τα σύνεργα του δίφρου θρυμματίζει,
και με βια τον ξεσέρνει δίχως χαλινάρια,
ως που τέλος σε δυο το ζυγό σπα στη μέση.
και πέφτει ο γιος μου κι ο πατέρας του κοντά του
φτάνει γεμάτος λύπηση κι άμα τον βλέπει
σκίζει τα ρούχα επάνω του που φόραε ο Ξέρξης.
200 Αυτά είναι, λέγω, τα όνειρα που είδα τη νύχτα·
μ᾽ αφού πάνω σηκώθηκα κι από καθάρια
πηγή τα χέρια μου έβρεξα, προσφορές παίρνω
και πήγα στο βωμό μπροστά, να τις προσφέρω
στους αποτρόπαιους τους θεούς, που τους ανήκουν
αυτ᾽ οι εξιλασμοί· και, νά, βλέπω να φεύγει
ένας αϊτός προς το βωμό του Φοίβου· στέκω
βουβή απ᾽ το φόβο, φίλοι μου, κι ευτύς αμέσως
βλέπω να χύνει επάνω του ένα κιρκινέζι
γοργόφτερο και να μαδάει την κεφαλή του
με τ᾽ αρπάγια του· εκείνος τίποτ᾽ άλλο, μόνο
του παρατούσε ζαρωμένος το κορμί του.
210 Τρόμος για μέν᾽ αυτά να δω, και να τ᾽ ακούτε
όμοια και σεις. γιατί, το ξέρετε, που ο γιος μου,
αν θα πετύχει, δόξα ασύγκριτη θα πάρει,
μα κι αν του ερθούν ενάντια, δεν έχει να δώσει
λόγο στη χώρα του και, φτάνει να ᾽ρθει πίσω,
το ίδιο πάντα ρήγας της κι αφέντης θα ᾽ναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου