Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Αριστοτέλης, η ολική και η μερική αδικία

Ο Αριστοτέλης ξεκινώντας το Ε΄ βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» θέτει τα θεμέλια για τη διερεύνηση των εννοιών της δικαιοσύνης και της αδικίας. Με δεδομένο ότι η δικαιοσύνη αποτελεί αρετή ξεκαθαρίζεται αμέσως ότι πρόκειται για μεσότητα που ισαπέχει από τα δύο άκρα: «Ενσχέσει με τη δικαιοσύνη και την αδικία πρέπει να εξετάσουμε α) μέσα σε τι είδους πράξεις κάνουν την εμφάνισή τους, β) τι είδους μεσότητα είναι η δικαιοσύνη, γ) ανάμεσα σε ποια άκρα είναι μεσότητα η δικαιοσύνη» (1129a 1, 1-4).
 
Κι από τη στιγμή που η αρετή είναι προϊόν έξης (εθισμού), η δικαιοσύνη δε θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό: «Βλέπουμε λοιπόν ότι όλοι οι άνθρωποι λέγοντας “δικαιοσύνη” εννοούν εκείνη την έξη που α) τους κάνει να έχουν την τάση και την ικανότητα να πράττουν ό,τι είναι δίκαιο, β) χάρη στην οποία πράττουν το δίκαιο, και γ) χάρη στην οποία θέλουν ό,τι είναι δίκαιο» (1129a 1, 5-8). Κατ’ επέκταση, με τον ίδιο τρόπο νοείται και η αδικία: «Το ίδιο και για την αδικία: λέγοντας “αδικία” εννοούν την έξη που τους κάνει να πράττουν το άδικο και να θέλουν ό,τι είναι άδικο» (1129a 1, 8-10).
 
Αυτό που μένει είναι να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο της έξης, το οποίο βέβαια είναι ανάλογο με την ιδιότητα ή τη δράση ή την κατάσταση που επιφέρει. Και η βαθιά γνώση για ένα πράγμα πολλές φορές διευκολύνεται από την επίγνωση του αντίθετού του: «Σε πολλές λοιπόν περιπτώσεις μια έξη μάς γίνεται γνωστή και σαφής από την αντίθετή της, και σε πολλές επίσης περιπτώσεις οι έξεις μάς γίνονται γνωστές και σαφείς από όλα αυτά που αποτελούν την πραγμάτωσή τους» (1129a 1, 18-20).
 
Το παράδειγμα της ευεξίας και της καχεξίας θα λειτουργήσει διαφωτιστικά: «Αν ξέρουμε, πράγματι, τι είναι η ευεξία, ξέρουμε και τι είναι η καχεξία, όπως και από όλα όσα αποτελούν πραγμάτωση της ευεξίας ξέρουμε τι είναι η ευεξία. Αν, πράγματι, η ευεξία είναι η σφιχτή και πυκνή σάρκα, υποχρεωτικά η καχεξία θα είναι η μαλακή και χαλαρή σάρκα· επίσης: πραγμάτωση της ευεξίας θα είναι η πυκνότητα της σάρκας» (1129a 1, 20-25).
 
Αντιλαμβανόμενοι την εννοιολογική αλληλοσυμπλήρωση των αντιθέτων είναι πιο εύκολο να φτάσουμε και στις έξεις που τα επιφέρουν. Με δεδομένο ότι η δικαιοσύνη είναι αποτέλεσμα εθισμού είναι φανερό ότι και η αδικία, ως αντίθετό της, είναι επίσης εθισμός, ο οποίος όμως έχει το ακριβώς αντίθετο περιεχόμενο. Όπως εθίζεται κανείς να είναι δίκαιος, έτσι εθίζεται να είναι άδικος. Το ζητούμενο είναι η ποιότητα του εθισμού που θα επιφέρει το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα.

Στην περίπτωση, όμως, του αντιθετικού ζευγαριού δικαιοσύνης και αδικίας υπάρχει ένας επιπλέον παράγοντας που περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση: «Η “δικαιοσύνη”, τώρα, και η “αδικία” είναι λέξεις με περισσότερες σημασίες, καθώς όμως οι διαφορετικές αυτές σημασίες βρίσκονται πολύ κοντά η μια στην άλλη, μένουν απαρατήρητες κάτω από την κοινή λέξη και δε γίνονται τόσο φανερές όσο στις περιπτώσεις που η μεταξύ τους απόσταση είναι μεγάλη, όπως γίνεται επιπαραδείγματι (εδώ, πράγματι, υπάρχει μεγάλη διαφορά στην εξωτερική μορφή) με τη χρήση της λέξης κλειδί για το κόκαλο των ζώων που βρίσκεται κάτω από τον αυχένα τους και για το όργανο με το οποίο κλείνουμε τις πόρτες» (1129 a 1, 28-34).
 
Κι εδώ ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται μόνο στην πολλαπλότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, που εμπεριέχει πάρα πολλές εκφάνσεις δικαιοσύνης και αδικίας (κάθε αρετή – ανδρεία, σωφροσύνη κλπ – είναι μορφή δικαιοσύνης) και στη συνακόλουθη σκέψη ότι κάποιος μπορεί να είναι δίκαιος σε μία από αυτές και ταυτόχρονα άδικος σε κάποια άλλη, αλλά και στη λεπτότητα των καταστάσεων που μπορούν να δημιουργηθούν, ώστε άλλος να υποστηρίζει ότι είναι δίκαιη μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, ενώ κάποιος άλλος όχι. Η διαφοροποίηση τόσο στην εκδήλωση όσο και στην αντίληψη του δικαίου μπορεί να επιφέρει τέτοια πληθώρα διαφορετικών οπτικών σαν να πρόκειται για άλλες έννοιες (απλά ομόηχες) όπως το κλειδί από τον αυχένα των ζώων και το κλειδί της πόρτας.
 
Αυτό που ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη είναι να θέσει το δίκαιο και το άδικο μέσα σε συγκεκριμένες σταθερές, ώστε να τα διαχωρίσει εννοιολογικά από τις αρετές και τις κακίες που έχει ήδη αναλύσει: «Κατά την κοινή λοιπόν αντίληψη άδικος είναι και ο άνθρωπος που παραβαίνει το νόμο, αλλά και ο πλεονέκτης, που περιφρονεί το ισομοίρασμα των αγαθών. Γίνεται έτσι φανερό ότι δίκαιος θα είναι ο άνθρωπος που σέβεται το νόμο και το ισομοίρασμα των αγαθών. Το δίκαιο, επομένως, είναι η νομιμότητα και η ισότητα, ενώ το άδικο είναι η παράβαση του νόμου και η ανισότητα» (1129a 1, 35-37 και 1129b 1, 1-2).
 
Όμως, πλεονεξία δεν είναι μόνο να διεκδικεί κανείς μεγαλύτερο μερίδιο στα οφέλη από αυτό που του αναλογεί, αλλά και να προσπαθεί να αποφύγει ενδεχόμενες ζημιές φορτώνοντάς τες σε άλλους: «Ο άδικος, πάντως, άνθρωπος δεν επιλέγει για τον εαυτό του πάντοτε το περισσότερο, αλλά και το λιγότερο: είναι η περίπτωση των πραγμάτων που είναι αυτά καθαυτά κακά· επειδή, ωστόσο, και το λιγότερο κακό θεωρείται κατά κάποιο τρόπο αγαθό και η πλεονεξία έχει να κάνει με το αγαθό, γι’ αυτό και ο άνθρωπος αυτός θεωρείται πλεονέκτης» (1129b 1, 7-11).
 
Με δυο λόγια, η αδικία είναι η πραγμάτωση της πλεονεξίας, δηλαδή της ανισότιμης συμφεροντολογικής μοιρασιάς είτε πρόκειται για κέρδη είτε για ζημιές. Και κυρίως έχει να κάνει με ζητήματα διαμοίρασης πλούτου, δηλαδή υλικών αγαθών, για τα οποία ο καθένας μπορεί να έχει διαφορετικές προτεραιότητες, αφού άλλος μπορεί να προτιμά την απόλαυση του ενός κι άλλος του άλλου αγαθού: «Δεδομένου ότι ο άδικος είναι πλεονέκτης, θα είναι άδικος ενσχέσει με τα αγαθά – όχι βέβαια ενσχέσει με όλα, αλλά ενσχέσει με αυτά που εξαρτώνται από την καλή ή την κακή τύχη» (1129b 1, 2-3).
 
Η καλή και η κακή τύχη σηματοδοτεί τα υλικά αγαθά που διαχωρίζονται από τα «καθαυτό αγαθά», όπως είναι η υγεία, η φιλία ή η ατομική ελευθερία. Γι’ αυτό και τα πρώτα (υλικά αγαθά) δεν είναι τα ίδια για όλους, ενώ τα δεύτερα (καθαυτά αγαθά) είναι. Η προτίμηση στον πλούτο είναι ο αποπροσανατολισμός του ανθρώπου σε σχέση με τις αξίες που θα τον οδηγήσουν στην ευτυχία: «Αυτά τα αγαθά εύχονται οι άνθρωποι για τον εαυτό τους και αυτά επιδιώκουν, μολονότι δε θα έπρεπε: εκείνο που θα έπρεπε να κάνουν είναι να εύχονται, τα πράγματα που είναι αυτά καθαυτά αγαθά να είναι αγαθά και γι’ αυτούς, και ύστερα να επιλέγουν αυτά που είναι αγαθά γι’ αυτούς τους ίδιους». (1129b 1, 4-6).

Θα έλεγε κανείς ότι ο άνθρωπος εγκλωβισμένος στα «αγαθά της τύχης» θυμάται κι εκτιμά τα «καθαυτά αγαθά» μονάχα εάν τα χάσει. Κι αν πρέπει να ειπωθεί αλλιώς, οι περισσότεροι ασχολούνται πρωτίστως με τα αγαθά που εκτιμούν «αυτοί οι ίδιοι» βάζοντας σε δεύτερη μοίρα εκείνα που αφορούν όλους και κατ’ επέκταση «και αυτούς». Η επιθυμία για τα «αγαθά της τύχης» είναι τόσο έντονη, που κάποιοι παρασύρονται σε βαθμό να διακινδυνεύουν τα «καθαυτό αγαθά» για χάρη τους. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να εκθέσουν σε κίνδυνο ακόμη και την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα, αν ο υποσχόμενος πλούτος είναι αρκούντως δελεαστικός.
 
Η ιστορία έχει δείξει ότι ο άνθρωπος είναι τόσο ευάλωτος στα υλικά αγαθά που μπορεί να προβεί σε κάθε αδικία και κάθε ανοσιούργημα. Κι αυτή είναι η μέριμνα του νόμου που πρέπει να λειτουργήσει αποθαρρυντικά αποσκοπώντας στην τέλεση του δικαίου προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας: «Οι νόμοι, πάλι, ορίζουν τα πάντα, με σκοπό το κοινό συμφέρον ή όλων των πολιτών ή των αρίστων ή αυτών που έχουν την εξουσία με κριτήριο την αρετή ή με κάποιο άλλο τέτοιο κριτήριο. Από μια πρώτη λοιπόν άποψη ονομάζουμε δίκαια όλα αυτά που παράγουν και διαφυλάσσουν την ευδαιμονία και τα μόριά της για την πολιτική κοινωνία» (1129b 1, 16-22).
 
Διευκρινίζοντας ότι άριστοι για τον Αριστοτέλη είναι οι άξιοι καθίσταται σαφές ότι η αναφορά στο «συμφέρον των αρίστων» δεν προκρίνει τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κάστας, αλλά τη διασφάλιση της αξιοκρατίας που θα λειτουργήσει ευεργετικά στο σύνολο της πόλης, όπως και η εξουσία που ασκείται με κριτήριο την αρετή. Η δικαιοσύνη έχει χρέος να «διαφυλάσσει την ευδαιμονία» ολόκληρης της πόλης εξασφαλίζοντας την αρμονία των σχέσεων με την απόδοση στον καθένα αυτών που του αναλογούν σύμφωνα με τους μόχθους του.

Η εξάλειψη της αδικίας είναι η πραγμάτωση της ύψιστης αρετής σε συλλογικό επίπεδο. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο νόμος έχει ως μέλημα να ωθήσει τους πολίτες προς την άσκηση της αρετής σε όλα τα επίπεδα: «Ο νόμος μάς προστάζει να ενεργούμε όπως ο ανδρείος άνθρωπος (π.χ. να μην εγκαταλείπουμε τη θέση μας στη μάχη ούτε να τρεπόμαστε σε φυγή ούτε να πετούμε τα όπλα μας), όπως ο σώφρων άνθρωπος (π.χ. να μη διαπράττουμε μοιχείες ούτε να συμπεριφερόμαστε προσβλητικά), όπως ο πράος άνθρωπος (π.χ. να μη χτυπούμε κανέναν ούτε να μιλούμε άσχημα για κανέναν) – παρόμοια και ενσχέσει με τις υπόλοιπες αρετές και κακίες» (1129b 1, 22-27).
 
Από αυτή την άποψη δικαιοσύνη δεν είναι μόνο να μην αδικεί κανείς τον άλλο στο προσωπικό επίπεδο των ιδιωτικών υποθέσεων, αλλά στο ευρύτερο επίπεδο του συνολικού καλού για την πόλη. Ο δειλός που εγκαταλείπει τη θέση του την ώρα της μάχης μπορεί να μην αδικεί κάποιον προσωπικά, αλλά η πράξη του είναι άδικη γιατί στρέφεται ενάντια στο συμφέρον της πόλης. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θεωρεί τη δικαιοσύνη «αγαθό κάποιου άλλου», δίνοντας έμφαση στην κοινωνική της διάσταση: «η δικαιοσύνη θεωρείται – μόνη αυτή από όλες τις αρετές – “κάποιου άλλου αγαθό”, επειδή έχει να κάνει με τον άλλον· γιατί κάνει ό,τι είναι ωφέλιμο σε κάποιον άλλον, άρχοντα ή συμπολίτη» (1130a 1, 3-7).
 
Ο αλληλοσεβασμός, το ενδιαφέρον, η ανταπόδοση μιας ευεργεσίας, το φιλότιμο, το αίσθημα της ντροπής, η αναγνώριση της ανωτερότητας του άλλου σε κάποιο τομέα, με δυο λόγια η συνείδηση της αμοιβαιότητας που ξεπερνά κάθε ατομικό συμφέρον είναι η βάση της δικαιοσύνης που αναγκαστικά μεταφράζεται σε πεμπτουσία της συνύπαρξης. Χωρίς δικαιοσύνη είναι αδύνατο να υπάρξει συλλογικότητα: «Η δικαιοσύνη είναι τέλεια –στο μέγιστο βαθμό– αρετή, επειδή αποτελεί άσκηση/εφαρμογή της τέλειας αρετής· και είναι τέλεια, γιατί ο άνθρωπος που έχει αυτή την αρετή μπορεί να τη χρησιμοποιήσει και στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, όχι λοιπόν μόνο για τον εαυτό του» (1129b 1, 36-39).
 
Ο διπλός ρόλος της δικαιοσύνης που εμπλέκεται και στις σχέσεις με τους άλλους και στην προστασία του εαυτού καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται ούτε για παραχώρηση ούτε για διεκδίκηση, αλλά για απόδοση της μεσότητας στις σχέσεις των ανθρώπων, που ανάλογα με τις περιστάσεις μπορεί να πάρει και τις δύο μορφές (παραχώρηση – διεκδίκηση). Δίκαιος άνθρωπος είναι αυτός που ξέρει να κρατά σωστά τις ισορροπίες. Αυτός που μόνο διεκδικεί είναι άδικος, κι αυτός που μόνο παραχωρεί είναι θύμα.
 
Και βέβαια, δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη του δίκαιου ανθρώπου από την αδέκαστη άσκηση ενός αξιώματος: «Αυτός είναι και ο λόγος που όλοι οι άνθρωποι θεωρούν σωστή τη ρήση του Βίαντα, ότι “το αξίωμα θα δείξει τον άνθρωπο”· γιατί ο άρχοντας έχει, βέβαια, να κάνει με τους άλλους και είναι μέλος μιας κοινωνίας» (1130a 1, 1-3).
 
Η δικαιοσύνη αυτού του είδους είναι για τον Αριστοτέλη η ολοκληρωμένη εκδοχή της αρετής (θα έλεγε κανείς η απόλυτη αρετή), αφού εμπεριέχει όλες τις άλλες εκφράζοντας την τελειότητα: «Η με αυτό λοιπόν το νόημα δικαιοσύνη δεν είναι ένα μέρος της αρετής, αλλά ολόκληρη η αρετή. Και πάλι: το αντίθετό της, η αδικία, δεν είναι ένα μέρος της κακίας, αλλά ολόκληρη η κακία» (1130a 1, 10-12).
Όμως, ο Αριστοτέλης σπεύδει να διευκρινίσει: «Αυτό, ωστόσο, που εμείς διερευνούμε είναι η δικαιοσύνη που είναι μέρος της αρετής· γιατί, όπως υποστηρίζουμε, μια τέτοια δικαιοσύνη υπάρχει. Με τον ίδιο τρόπο αντικείμενο της έρευνάς μας είναι και η αδικία ως μέρος της κακίας. Ότι κάτι τέτοιο υπάρχει ιδού η απόδειξη: ο άνθρωπος που διαπράττει τις άλλες μορφές κακίας και βέβαια αδικεί, με κανέναν όμως τρόπο δε διεκδικεί για τον εαυτό του “το πιο μεγάλο μέρος”. Τέτοιες είναι, επιπαραδείγματι, οι περιπτώσεις του ανθρώπου που πέταξε από δειλία την ασπίδα του, ή αυτού που λόγω κακού χαρακτήρα μίλησε άσχημα, ή αυτού που από τσιγγουνιά δεν πρόσφερε χρηματική βοήθεια» (1130a 2, 17-22).
 
Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης δεν προτίθεται να αναφερθεί στην κακία με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή την κακία που οφείλεται στη δειλία, το θράσος, την τσιγγουνιά κτλ. Εξάλλου, όλες αυτές τις μορφές κακίας τις έχει ήδη εξηγήσει στο τέταρτο βιβλίο. Αυτό που τον ενδιαφέρει τώρα είναι η αδικία που αφορά τη διάθεση να κερδίσει κάποιος σε βάρος του άλλου, δηλαδή την αδικία που ασκείται λόγω πλεονεξίας ανατρέποντας την ισοκατανομή της μοιρασιάς. Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο τομέα κακίας, θα έλεγε κανείς για έναν κλάδο στην άδικη συμπεριφορά, που τον αναφέρει ως «μερική» αδικία προκειμένου να τον διαχωρίσει από όλα τα υπόλοιπα είδη της «ολικής» αδικίας, που στην παρούσα φάση δε θα τον απασχολήσουν.
 
Αυτός είναι και λόγος που διευκρινίζει: «Όταν, αντίθετα, ενεργεί διεκδικώντας για τον εαυτό του “το πιο μεγάλο μέρος”, συχνά δεν ωθείται από καμιά από αυτές τις κακίες, ούτε φυσικά και από όλες μαζί, σίγουρα όμως ωθείται από κάποια κακία (αφού τον ψέγουμε) και από διάθεση αδικίας. Υπάρχει, επομένως, ένα άλλο είδος αδικίας ως μέρος της ολικής αδικίας, και ένα “άδικο” ως μέρος του ολικού “αδίκου”, δηλαδή του “αντίθετου προς το νόμο”» (1130a 2, 22-27).
 
Και για να γίνει πιο σαφής θα φέρει παραδείγματα: «αν κάποιος διέπραξε μοιχεία, η πράξη του ανάγεται στην ακολασία, αν εγκατέλειψε το σύντροφό του στη μάχη, τότε στη δειλία, αν χτύπησε κάποιον, τότε στην οργή· αν όμως ενήργησε όπως ενήργησε με μοναδικό του στόχο να κερδίσει, η πράξη του δεν ανάγεται σε καμιά κακία παρά μόνο στην αδικία» (1130a 2, 34-37).
 
Με δυο λόγια, άλλο να εγκαταλείψει κανείς κάποιον στη μάχη από καθαρή δειλία κι άλλο γιατί έχει να κερδίσει από αυτό. Η πρώτη περίπτωση έχει να κάνει με την πραγμάτωση μιας κακίας (δειλία) που αντικατέστησε μια αρετή (ανδρεία) για το προφανές κέρδος της σωτηρίας της ζωής, ενώ η δεύτερη με το δόλο της υστεροβουλίας κάποιου επιπρόσθετου κέρδους. Κι αυτή είναι μια άλλη μορφή αδικίας, που τη διαχωρίζει αποκαλώντας τη «μερική» αδικία.
 
Με τον ίδιο τρόπο αποδίδεται και η δικαιοσύνη ως κάτι διαφορετικό από την ολική αρετή. Πρόκειται αντιστοίχως για τη δικαιοσύνη που δεν έχει να κάνει με την ανδρεία ή τη σωφροσύνη ή τις άλλες αρετές, αλλά με την έκφανση του δικαίου που σχετίζεται με την ισότιμη απονομή των κερδών. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για τη δικαιοσύνη που επέρχεται ως αντίδοτο της πλεονεξίας: «Είναι λοιπόν φανερό ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη δικαιοσύνης» (πρόκειται για τις άλλες αρετές που επίσης πραγματώνουν το δίκαιο), «και ακόμη ότι υπάρχει και κάποια άλλη δικαιοσύνη δίπλα στην ολική αρετή. Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι είναι αυτή η δικαιοσύνη και ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της» (1130b 2, 7-9).
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια, βιβλίο Ε΄

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου