Από τον Σωκράτη στους Κυνικούς
Ποιοι είναι οι Κυνικοί; Φιλοσοφικά αναδύονται ως μια «αιρετική» διεκδίκηση του ορθού μέσα στον κατακερματισμό της ελληνικής κοινωνίας. Αυτός ο κατακερματισμός άρχισε να γίνεται αισθητός από το δεύτερο ήμισυ του 5ου π.Χ. αιώνα· αποκορυφώθηκε δε κατά τον 4ο αι. και εντεύθεν. Η Κυνική φιλοσοφία δεν χάραξε κάποια χωριστή αλλά συμβατή κατεύθυνση με την κανονιστική πορεία της τοτινής κοινωνίας και πολιτείας των ανθρώπων. Απεναντίας εξέφραζε τάσεις στοχαστικής και εν ταυτώ βιωματικής απόσυρσης ως κριτικής εναντίωσης στη μαζική έκφραση της ανθρώπινης κοινότητας. Οι τάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από ποικίλες διακυμάνσεις και αποκλίσεις. Ωστόσο, κατά την ύστερη περίοδο εξέλιξής του Κυνισμού, ας πούμε κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, εμφανιζόταν μια πιο ομοιογενής τάση προς τον «μονώτην βίον». Αυτός ο βίος ταιριάζει στον Κυνικό σοφό, γιατί του επιτρέπει, όπως μας λέει ο Διογένης με τον δικό του «μονώτην βίο», να είναι μέσα στον κοινωνικό-πολιτικό θόρυβο της καθημερινότητας ο αυθεντικός, ο πραγματικός άρχοντας που δύναται και δικαιούται να διδάξει στους μη σοφούς το ορθό. Ο «αιρετικός» χαρακτήρας, υπό ένα πιο ευρύ βλέμμα βέβαια, του Κυνικού έγκειται στο να προβάλλει την Κυνική σύζευξη θεωρείν και πράττειν ως το υπό-δειγμα, δυνάμει του οποίου μπορεί και πρέπει να οργανώνεται ο ιδιωτικός και ο δημόσιος-πολιτικός βίος των ανθρώπων. Έτσι η «αιρετική» του διεκδίκηση ηχεί περισσότερο ως ανειλημμένη αποστολή για μεταρρύθμιση της κοινωνίας σύμφωνα με το «πολύτροπο» (Αντισθένης) του σοφού.
Το πολύτροπο σημαίνει πως ο σοφός πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους ακροατές του, αλλά και τον «καιρόν», τις εκάστοτε συνθήκες και περιστάσεις. Με γνώμονα αυτό το «πολύτροπον», ο σοφός δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε ειδικούς που θέλουν να ακούσουν ή να μάθουν και μη ειδικούς. Και τούτο δεν θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση της Κυνικής φιλοσοφίας, γιατί τότε θα έπαυε να είναι «αίρεσις βίου».
Από τη σκοπιά της ιστορίας της φιλοσοφίας η Κυνική φιλοσοφία φαίνεται να ανάγει τις θεμελιώδεις καταβολές της στη Σωκρατική φιλοσοφία. Συνιστά, ως ένα μεγάλο βαθμό, ένα είδος φιλοσοφικής εξέγερσης ενάντια στη θεωρητική και στοχαστική μετεξέλιξη που υπέστη το πρωταρχικό φιλοσοφικό θεώρημα εν όλω του Σωκράτη. Έτσι ξαναπιάνει το νήμα της Σωκρατικής θεώρησης των πραγμάτων και κηρύσσει την έμπρακτη περισσότερο εφαρμογή του αγαθού παρά την επιστημονική του θεώρηση. Ακριβώς όπως και στον Σωκράτη, οι Κυνικοί αναγνωρίζουν ως βασική θεμιτή αρχή του βίου –θεωρητικού και πρακτικού– τη μετάβαση από την πράξη στη σκέψη και όχι αντίστροφα. Αυτή η πράξη κατανοείται, για τους Κυνικούς, κυρίως ως ένας σωκρατικός τρόπος ύπαρξης, με όλες βέβαια τις διαφοροποιήσεις που υπαγορεύουν οι διαφορετικές συνθήκες δράσης. Σωκρατικός τρόπος ύπαρξης για αυτούς σημαίνει πρωτίστως ανα-τροπή της τελετουργικής ιεράρχησης των αξιών και άμεση αναζήτηση, καθίδρυση μιας μορφής ηθικής τέχνης, η οποία οξύνει τον ανθρώπινο νου και τον καθιστά ικανό σε όλα τα επίπεδα της ζωής, από το ηθικό με την στενή έννοια του όρου ως το οικονομικό και πολιτικό, να έχει άμεση και καθαρή εποπτεία των πραγμάτων. Ετούτη η αμεσότητα, η καθαρότητα του εποπτεύειν εφαρμόζεται ως ένας συνεχής, κοπιαστικός έλεγχος του δημόσιου λέγειν και πράττειν.
Ένας τέτοιος έλεγχος λαμβάνει, μέσα από την άμεση πράξη και στάση του Κυνικού σοφού, τον χαρακτήρα ενός ανηλεούς «σφυροκοπήματος» του οποιουδήποτε ανίδεου όντος, που θέλει είτε να «κυβερνήσει» είτε να «φιλοσοφήσει» με παραμορφωτικό τρόπο, δηλαδή έξω από τον πόνο [=από τον κόπο της εργασίας] και την άσκηση. Όπως ο τεχνικός, κατά την ηθική τέχνη των Κυνικών, ξέρει το αντικείμενό του, όχι όταν το θεωρεί γενικά, αλλά μόνο όταν το πιάνει με τα χέρια του και το υποβάλλει σε εξαντλητική, σε πρακτική και ουσιώδη επεξεργασία, ώστε να αυτο-εξαγνίζεται και ο ίδιος, να γιγνώσκει εαυτόν εν έργω, έτσι και όποιος βούλεται να συμβάλει στην κατασκευή, στην οικοδόμηση του ορθού βίου, είτε διανοητής είτε πολιτικός είτε ιδιώτης, πρέπει να επιτυγχάνει την «παραχάραξη του νομίσματος» (Διογένης), δηλαδή εν έργω να ξεθεμελιώνει τις ψευδείς γνώμες περί του πράττειν και περί του εαυτού του και με ένθερμη διαύγεια ήθους και λόγου να πορεύεται προς το «εστί» των πραγμάτων. Τότε και μόνον τότε συμβαίνει στον χώρο της αγοράς να αναπτύσσεται δράση και αντίδραση ανάμεσα σε όμοιους και όχι, όπως συμβαίνει στην ενδοχώρα της δυσώδους κοινωνικο-πολιτικής αγοράς του σήμερα: οι ανίκανοι και οι φαύλοι, είτε δεσμώτες των κυβερνητών είναι αυτοί είτε κυβερνήτες των δεσμωτών, να θεωρούν εαυτόν αναντικατάστατο «αναμορφωτή» των ιστορικών μας πεπρωμένων.
Ποιοι είναι οι Κυνικοί; Φιλοσοφικά αναδύονται ως μια «αιρετική» διεκδίκηση του ορθού μέσα στον κατακερματισμό της ελληνικής κοινωνίας. Αυτός ο κατακερματισμός άρχισε να γίνεται αισθητός από το δεύτερο ήμισυ του 5ου π.Χ. αιώνα· αποκορυφώθηκε δε κατά τον 4ο αι. και εντεύθεν. Η Κυνική φιλοσοφία δεν χάραξε κάποια χωριστή αλλά συμβατή κατεύθυνση με την κανονιστική πορεία της τοτινής κοινωνίας και πολιτείας των ανθρώπων. Απεναντίας εξέφραζε τάσεις στοχαστικής και εν ταυτώ βιωματικής απόσυρσης ως κριτικής εναντίωσης στη μαζική έκφραση της ανθρώπινης κοινότητας. Οι τάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από ποικίλες διακυμάνσεις και αποκλίσεις. Ωστόσο, κατά την ύστερη περίοδο εξέλιξής του Κυνισμού, ας πούμε κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, εμφανιζόταν μια πιο ομοιογενής τάση προς τον «μονώτην βίον». Αυτός ο βίος ταιριάζει στον Κυνικό σοφό, γιατί του επιτρέπει, όπως μας λέει ο Διογένης με τον δικό του «μονώτην βίο», να είναι μέσα στον κοινωνικό-πολιτικό θόρυβο της καθημερινότητας ο αυθεντικός, ο πραγματικός άρχοντας που δύναται και δικαιούται να διδάξει στους μη σοφούς το ορθό. Ο «αιρετικός» χαρακτήρας, υπό ένα πιο ευρύ βλέμμα βέβαια, του Κυνικού έγκειται στο να προβάλλει την Κυνική σύζευξη θεωρείν και πράττειν ως το υπό-δειγμα, δυνάμει του οποίου μπορεί και πρέπει να οργανώνεται ο ιδιωτικός και ο δημόσιος-πολιτικός βίος των ανθρώπων. Έτσι η «αιρετική» του διεκδίκηση ηχεί περισσότερο ως ανειλημμένη αποστολή για μεταρρύθμιση της κοινωνίας σύμφωνα με το «πολύτροπο» (Αντισθένης) του σοφού.
Το πολύτροπο σημαίνει πως ο σοφός πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους ακροατές του, αλλά και τον «καιρόν», τις εκάστοτε συνθήκες και περιστάσεις. Με γνώμονα αυτό το «πολύτροπον», ο σοφός δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε ειδικούς που θέλουν να ακούσουν ή να μάθουν και μη ειδικούς. Και τούτο δεν θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση της Κυνικής φιλοσοφίας, γιατί τότε θα έπαυε να είναι «αίρεσις βίου».
Από τη σκοπιά της ιστορίας της φιλοσοφίας η Κυνική φιλοσοφία φαίνεται να ανάγει τις θεμελιώδεις καταβολές της στη Σωκρατική φιλοσοφία. Συνιστά, ως ένα μεγάλο βαθμό, ένα είδος φιλοσοφικής εξέγερσης ενάντια στη θεωρητική και στοχαστική μετεξέλιξη που υπέστη το πρωταρχικό φιλοσοφικό θεώρημα εν όλω του Σωκράτη. Έτσι ξαναπιάνει το νήμα της Σωκρατικής θεώρησης των πραγμάτων και κηρύσσει την έμπρακτη περισσότερο εφαρμογή του αγαθού παρά την επιστημονική του θεώρηση. Ακριβώς όπως και στον Σωκράτη, οι Κυνικοί αναγνωρίζουν ως βασική θεμιτή αρχή του βίου –θεωρητικού και πρακτικού– τη μετάβαση από την πράξη στη σκέψη και όχι αντίστροφα. Αυτή η πράξη κατανοείται, για τους Κυνικούς, κυρίως ως ένας σωκρατικός τρόπος ύπαρξης, με όλες βέβαια τις διαφοροποιήσεις που υπαγορεύουν οι διαφορετικές συνθήκες δράσης. Σωκρατικός τρόπος ύπαρξης για αυτούς σημαίνει πρωτίστως ανα-τροπή της τελετουργικής ιεράρχησης των αξιών και άμεση αναζήτηση, καθίδρυση μιας μορφής ηθικής τέχνης, η οποία οξύνει τον ανθρώπινο νου και τον καθιστά ικανό σε όλα τα επίπεδα της ζωής, από το ηθικό με την στενή έννοια του όρου ως το οικονομικό και πολιτικό, να έχει άμεση και καθαρή εποπτεία των πραγμάτων. Ετούτη η αμεσότητα, η καθαρότητα του εποπτεύειν εφαρμόζεται ως ένας συνεχής, κοπιαστικός έλεγχος του δημόσιου λέγειν και πράττειν.
Ένας τέτοιος έλεγχος λαμβάνει, μέσα από την άμεση πράξη και στάση του Κυνικού σοφού, τον χαρακτήρα ενός ανηλεούς «σφυροκοπήματος» του οποιουδήποτε ανίδεου όντος, που θέλει είτε να «κυβερνήσει» είτε να «φιλοσοφήσει» με παραμορφωτικό τρόπο, δηλαδή έξω από τον πόνο [=από τον κόπο της εργασίας] και την άσκηση. Όπως ο τεχνικός, κατά την ηθική τέχνη των Κυνικών, ξέρει το αντικείμενό του, όχι όταν το θεωρεί γενικά, αλλά μόνο όταν το πιάνει με τα χέρια του και το υποβάλλει σε εξαντλητική, σε πρακτική και ουσιώδη επεξεργασία, ώστε να αυτο-εξαγνίζεται και ο ίδιος, να γιγνώσκει εαυτόν εν έργω, έτσι και όποιος βούλεται να συμβάλει στην κατασκευή, στην οικοδόμηση του ορθού βίου, είτε διανοητής είτε πολιτικός είτε ιδιώτης, πρέπει να επιτυγχάνει την «παραχάραξη του νομίσματος» (Διογένης), δηλαδή εν έργω να ξεθεμελιώνει τις ψευδείς γνώμες περί του πράττειν και περί του εαυτού του και με ένθερμη διαύγεια ήθους και λόγου να πορεύεται προς το «εστί» των πραγμάτων. Τότε και μόνον τότε συμβαίνει στον χώρο της αγοράς να αναπτύσσεται δράση και αντίδραση ανάμεσα σε όμοιους και όχι, όπως συμβαίνει στην ενδοχώρα της δυσώδους κοινωνικο-πολιτικής αγοράς του σήμερα: οι ανίκανοι και οι φαύλοι, είτε δεσμώτες των κυβερνητών είναι αυτοί είτε κυβερνήτες των δεσμωτών, να θεωρούν εαυτόν αναντικατάστατο «αναμορφωτή» των ιστορικών μας πεπρωμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου