Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Φιλοσοφία και επιστήμη: μια ιστορία της αλήθειας

Ελάχιστος ατενίζει το σύμπαν απ’ τον μικρό του πλανήτη, τη μια δικαστής και την άλλη κατηγορούμενος, αναζητά την αλήθεια και το νόημα. Από ένα Γιατί σε ένα Πώς, σαν στίλβη, ο πρώτος φιλοσοφικός στοχασμός του ανθρώπινου νου.
 
Το 2003 χρονολογημένα ευρήματα του homo sapiens στο Χέρτο της Αιθιοπίας είχαν δείξει μια ηλικία ίση με 154.000-160.000 έτη. Ωστόσο πολύ πρόσφατα το περιοδικό Nature δημοσίευσε έρευνες βασισμένες σε νέα ευρήματα από το χωριό Τζμπελ Ιρχούντ στο νότιο Μαρόκο -μεταξύ των οποίων και μια κάτω γνάθος. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία η ηλικία του homo sapiens ανέρχεται σε πάνω από 300.000 έτη. Με όρους διάρκειας ανθρώπινης ζωής, η αυγή του είδους μας είναι σίγουρα μακρινή, αλλά άγνωστο το πόσο ακριβώς, ώστε μπορεί να μην ανακαλύψουμε ποτέ την ένδοξη εκείνη στιγμή όπου ξεκινήσαμε την πορεία μας στον πλανήτη. Όμως πέρα από τη χρονολόγηση και τη γεωγραφική προέλευση, οι ανθρωπολογικές, παλαιοντολογικές και παλαιογενετικές μελέτες μας έχουν προσφέρει πολυάριθμα στοιχεία, τα οποία σε συνδυασμό με άλλα πεδία ερευνών (ιστορικά και αρχαιολογικά) συνάδουν σε μια άλλη, περισσότερο ασφαλή, υπόθεση: κατά πάσα πιθανότητα η πρώτη αντιμετώπιση του κόσμου από τον homo sapiens ήταν μυθική, θεολογική και η επιβολή αυτών των μύθων, ως απαραβίαστες εξηγήσεις, ήταν κάτι το δεδομένο.
 
Για χιλιάδες χρόνια ο άνθρωπος θεωρούσε ότι οι ξεχωριστές πνευματικές του ικανότητες ήταν ένα θεϊκό δώρο που άλλοτε του εκχωρούσε δικαιωματικά την επιβολή και επικυριαρχία πάνω στους υπόλοιπους ζώντες οργανισμούς, κι άλλοτε τον υπέτασσε στις επιταγές και στους νόμους του δημιουργισμού, ενός θεϊκά ευφυούς σχεδιασμού. Γύρω από αυτή την πεποίθηση δομήθηκε το πραγματολογικό ζήτημα του θεού και σε συνδυασμό με την βέβαιη γνώση του θανάτου (και την ανθρώπινη ανάγκη απώθησής του), αναπτύχθηκαν οι πρώτοι μεταφυσικοί στοχασμοί και στη συνέχεια οι οργανωμένες θρησκείες. Η διαμόρφωση μιας ηθικής συνείδησης του μέσου πιστού είναι ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, κοινό σε όλες τις μεγάλες θρησκείες. Πράγματι η φιλοσοφία με τη θεολογία έχουν πολύ μεγάλες ιστορικές περιόδους ταύτισης με την πρώτη να λειτουργεί επί μακρόν, κυρίως κατά την διάρκεια της θεοκρατίας του μεσαίωνα, ως θεραπαινίδα της δεύτερης (ancilla theologiae). Όμως πρέπει να διευκρινιστεί εξαρχής: σε καμία περίπτωση δεν είμαστε σύμφωνοι με την νεωτερική άποψη που θεωρεί ότι οι μεταφυσικές ανάγκες του ανθρώπου, αλλά κυρίως οι κοινωνικές διαστάσεις τους, όπως εκφράστηκαν μέσα από τις διάφορες θρησκείες ή με άλλους τρόπους, ταυτίζονται κατ’ανάγκη με βάρβαρες ή πρωτόγονες πρακτικές.
Ο άνθρωπος γνωρίζει πως είναι μόνος στη αδιάφορη απεραντοσύνη του σύμπαντος από το οποίο και προέκυψε κατά τύχη. Το καθήκον του όπως και η μοίρα του δεν είναι γραμμένα πουθενά. Είναι αποκλειστικά δική του η επιλογή ανάμεσα στο φως και στο έρεβος. (Jacques Lucien Monod)
Σε σχέση με τις δεκάδες χιλιάδες χρόνια πορείας του homo sapiens στην γη, μόνον για τα τελευταία 3.000-3.500 χρόνια έχουμε αρκετά στοιχεία, ώστε να περιγράψουμε τον άνθρωπο συνολικά. Δηλαδή όχι μόνον ως έναν οργανισμό που επιβιώνει προσαρμόζοντας -περισσότερο από κάθε άλλο ζώο- το περιβάλλον στα μέτρα του, κατασκευάζει εργαλεία και εστίες και επιβάλλεται στη φύση, αλλά και ως έναν νου που αναρωτιέται και αναζητά την αλήθεια. Αν και μάλλον δεν την χρησιμοποιούσαν ως όρο όπως εμείς, οι πρώτοι που προσέγγισαν την αλήθεια (ως α-λήθη και ως α-λανθάνω) με έναν τρόπο ολιστικό και συστηματικό ήταν οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Αυτό το έκαναν με τη φιλοσοφία η οποία ως ενέργεια της ανθρώπινης συνείδησης, μέσω της θεωρίας, προσπαθεί να θεωρήσει τον κόσμο -ως εκ τούτου να τον φέρει κοντά της, αλλά και μέσω της πράξης, προσπαθεί να τον μεταβάλει. Έτσι γεννήθηκε η φιλοσοφία ως αναζήτηση της αλήθειας και του Λόγου. Όπου ο Λόγος, νοείται όχι μόνον ως ρασιοναλισμός (rationalism), αλλά και ως το λογικό, άρα αυτό που είναι κατανοητό μέσα από την φωνή και την ομιλία. Στον αρχαιοελληνικό κόσμο, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, τα θεϊκά στοιχεία κινήθηκαν σε άλλα, διακριτά πεδία από τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία στον ευρύτερο δυνατό ορισμό της γίνεται η θεωρία του κόσμου ως ενότητας και ως όλου. Ο άνθρωπος γίνεται παρατηρητής και ερμηνευτής τόσο του κόσμου όσο και του εαυτού του. Τα έσχατα κριτήρια του νοήματος της ζωής η αρχαιοελληνική φιλοσοφία τα θέτει μέσα από τις ιδέες τις οποίες εκφράζει πλέον ως λόγο του ανθρώπου. Ένας από αυτούς τους έσχατους σκοπούς της ζωής, μια από τις ιδέες, είναι και η ιδέα της αλήθειας, ενώ το μέσο για να φτάσει ο άνθρωπος σε αυτή, είναι η επιστήμη. Για τη φιλοσοφία η επιστήμη είναι η ίδια η πραγματοποίηση της ιδέας της αλήθειας ως γέννημα του νου, ήτοι ως μιας εκ των ιδεών του πνεύματος. Όσα γράφονται  παρακάτω στην αδελφοσύνη, ισχύουν και για την αλήθεια ως ιδέα:
Τις μεγάλες ιδέες τις προσεγγίζουμε αρχικά απορρίπτοντας ό,τι δεν εμπίπτει στο περιεχόμενό τους, μη μπορώντας να τις ορίσουμε ευθέως. Αυτό συμβαίνει, επειδή αυτές είναι μεγάλες αφαιρέσεις με μεγάλη ευρύτητα και βάθος, πέραν των χειροπιαστών πραγμάτων της καθημερινότητάς μας, πράγμα που μας φέρνει σε δύσκολη ερμηνευτική θέση, γιατί το περιεχόμενό τους αποδεικνύεται δυσπρόσιτο όσο δυσπρόσιτη είναι και η δική μας φύση.
Υποθέτοντας ότι το έργο της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας ήταν να συλλάβει θεωρητικά την ολότητα του κόσμου, αυτό αρχικά το έκανε μέσα από την κοσμογονία και τη θεογονία όπου το όλον του κόσμου βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο και στη συνέχεια μέσα από τη σοφιστική όπου τώρα διαμέσου της πλατωνικής διαλεκτικής, λαμβάνεται υπόψη το ίδιο υποκείμενο που θεωρεί, με άλλα λόγια η εσωτερική ζωή του ανθρώπου. Έτσι γεννιέται η ιδεαλιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα η οποία έκτοτε σε μακροϊστορικό επίπεδο φαίνεται να συμπορεύεται πιστά με θεοκρατικές-μεταφυσικές αντιλήψεις αλλά και με διάφορα ιδεολογήματα που μας ακολουθούν μέχρι και σήμερα. Ίσως ο πρώτος μεγάλος αγνωστικιστής και «οπαδός» της ανθρώπινης αλήθειας να ήταν ο Πρωταγόρας ο οποίος στο θέμα της ύπαρξης των θεών, θεώρησε τον άνθρωπο μέτρο όλων των πραγμάτων. Για τον Πρωταγόρα αλήθεια είναι το σύνολο ηθικών αξιών και κανόνων που έχουν θεμελίωση σε πολιτικές αποφάσεις των ανθρώπων και όχι στη θέληση των θεών. Η αλήθεια του μεγάλου σοφιστή είναι πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιδιώξει την ευδαιμονία χωρίς την ηθικά και πολιτειακά ρυθμισμένη κοινωνική συμβίωση.
 
Αν και η διάκριση μεταξύ του «έξω από» τον άνθρωπο και «μέσα σε» αυτόν δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη, ένα από τα πρώτα ζητήματα που θέτει η φιλοσοφία είναι η αλήθεια που θα αναζητήσει. Δεν περιορίζεται όμως μόνο σε αυτό γιατί η αλήθεια εφόσον είναι ιδέα, τότε αυτή οδηγεί και προσδιορίζει τη συνείδηση. Η συνείδηση ωστόσο δεν μπορεί να φτάσει την ιδέα που οδηγεί. Η ιδέα είναι το άφταστο πολικό αστέρι στο ταξίδι του νου. Η συνείδηση λοιπόν κινείται, εξελίσσεται, ανακαλύπτει απόψεις και αντινομίες, έχει επομένως ιστορία γιατί αγωνίζεται να βρει την αλήθεια σε μια πορεία προς έναν πιθανόν ανέφικτο σκοπό. Το πρώτο μεγάλο βήμα στην πορεία αναζήτησης της αλήθειας είναι ακριβώς αυτό -η επίγνωση του πιθανόν ανέφικτου. Αυτός είναι ο πρώτος μεγάλος ιστορικός της σταθμός. Η επίγνωση του πιθανόν ανέφικτου μια απόλυτης και ενιαίας αλήθειας είναι και το πρώτο μεγάλο βήμα απελευθέρωσης της φιλοσοφίας από την θεολογία. Διότι η φιλοσοφία θέτει ως στόχο της το όλον, αλλά γνωρίζει ότι η ιδέα της αλήθειας και κατά συνέπεια η πιθανή εύρεσή της, δεν μπορεί παρά να εκφράζεται μέσα από την ιστορία της συνείδησης. Αυτή η ιστορία δεν μπορεί να είναι ούτε απόλυτη, ούτε ενιαία.
 
Έτσι η επιστήμη, με το αγαθό θράσος της μεθόδου, έρχεται να δώσει λύση στο άλυτο πρόβλημα της αλήθειας που διαφορετικά θα οδηγούσε ή σε μια δογματική και αδιάλλακτη σχηματική τοποθέτηση, ή στην απόφανση πως η εύρεση της αλήθειας είναι αδύνατη. Χωρίς τη θεμελίωση της επιστήμης η ιστορία της φιλοσοφίας θα ήταν μια σειρά από μυθολογήματα και πλάνες της συνείδησης που μας βαυκαλίζουνε αιώνες τώρα ή θα οδηγούσε στο μηδέν της απόλυτης σχετικότητας.  Η υπόθεση είναι ότι η εύρεση της αλήθειας ταυτίζεται με την ιστορική διαδικασία απελευθέρωσης του νου. Απελευθέρωση διαμέσου της επιστήμης και της λογικής από την έμφυτη ροπή του νου προς τον σκεπτικισμό -σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του με τον άλλον άνθρωπο-, σε αντίθεση με τη ροπή του προς την ευπιστία, απέναντι στις θρησκευτικές παραστάσεις.
 
Η φιλοσοφία λοιπόν είναι θεωρία συστηματική, άρα και επιστημονική, αλλά σε σχέση με την οποιαδήποτε επιστήμη δεν σταματά στα επί μέρους, αλλά αναφέρεται πάντα στην αλήθεια του κόσμου -στο όλον του κόσμου. Γιατί η φιλοσοφία δεν περιορίζεται σε ένα είδος σύνοψης των επιμέρους «ειδικών» επιστημών. Ο ρόλος της είναι σαφώς μεγαλύτερος. Τα αντικείμενα που έχουν διαγνώσει οι διάφορες ειδικές επιστήμες και όπως δίνονται από αυτές ως πορίσματα, η φιλοσοφία δεν τα συζητά, αλλά τα κρίνει. Και δεν κρίνει εάν είναι πραγματικά ή όχι -αυτό το λένε και το υποστηρίζουν οι ειδικές επιστήμες- αλλά εξετάζει την αποστολή τους στη ζωή του ανθρώπου, ποιοι είναι λοιπόν οι σκοποί τους και τι αξία έχουν προς αυτούς τους σκοπούς. Και οι σκοποί για τη φιλοσοφία είναι πάντα οι ιδέες, αυτή ρωτά ποιος είναι ο λόγος που η επιστημονική θεωρία και μάλιστα η φιλοσοφική θεωρία, δίνει αλήθεια. Με το τρόπο αυτό κάνει κριτική της επιστήμης και της ίδιας της φιλοσοφίας. Εξετάζει ποια φιλοσοφία εκφράζουν και ποια κοινωνία έρχονται να υπηρετήσουν, για παράδειγμα, τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα. Επομένως ο θάνατος της θεόπνευστης βεβαιότητας και η άρνηση των θεών είναι το μεγάλο και απαραίτητο βήμα στην αναζήτηση της αλήθειας που οδηγεί στις επιστήμες (από το ρήμα επίσταμαι = γνωρίζω) άρα στη βέβαιη γνώση που έχει αποκτηθεί και δεν έχει δοθεί από κάποια ανώτερη δύναμη. Η ελεύθερη έκφραση της Δόξας, δηλαδή της υποκειμενικής άποψης (γνώμης), αποτελεί βασικό στοιχείο μιας δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας με μέτρο τον άνθρωπο, ενώ η επιστήμη ζητά αποδείξεις για τα επιμέρους και βγάζει πορίσματα με αξιώσεις διυποκειμενικής ισχύος.
 
Σήμερα εκτός από την επίγνωση ότι κάθε ανθρώπινη γνωστική κατασκευή στηρίζεται σε αβέβαια θεμέλια και έχει υποθετικό χαρακτήρα και πως η αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας μπορεί να είναι ένας ανέφικτος σκοπός, η επιστήμη προϋποθέτει τουλάχιστον τρία εννοιολογικά στοιχεία: α) να είναι μια συστηματική, λογική, πνευματική δραστηριότητα, β) να είναι το δυνατό αντικειμενική, να ξεπερνά δηλαδή τις προσωπικές αντιλήψεις του κάθε επιστήμονα-ερευνητή και γ) τα συμπεράσματά της να μπορούν να επαναληφθούν. Η επίγνωση της έλλειψης ενός απόλυτου κριτηρίου αληθείας των αξιολογήσεων της επιστήμης, δεν αποκλείει την κατασκευή και αποδοχή μιας κοινής επιστημονικής αντίληψης -μιας επιστημονικής μεθόδου.
 
Από την άλλη για τους αρχαίους επιστήμη ήταν η βέβαιη γνώση, η αντικειμενική. Οι σύγχρονες διακρίσεις των επιστημών στην αρχαιότητα ήταν άγνωστες. Πράγματι σήμερα οι επιστήμες στον ευρύτερο δυνατό προσδιορισμό του όρου «επιστήμη» χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
  • (α) επιστήμες αναλυτικού τύπου (Φυσική, Βιολογία, Χημεία, Ιατρική, Μαθηματικά, Πληροφορική, κλπ.).
  • (β) δεοντολογικές ή κανονιστικές επιστήμες που επιδιώκουν αξιολογικούς-ρυθμιστικούς σκοπούς (Νομική, μέρος της Οικονομικής Επιστήμης, μέρος της Πολιτικής Επιστήμης, κλπ.).
  • (γ) ανθρωπιστικές επιστήμες  (Ηθική, Λογική, Φιλολογία, Ιστορία, Κοινωνική Ανθρωπολογία, κλπ.).
Αυτή η ταξινόμηση είναι μεν χρήσιμη και σκόπιμη, αλλά καθόλου απόλυτη, καθώς ορισμένες επιστήμες είναι δυνατό να περιέχουν μέρη που ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες. Επίσης υπάρχουν κάποιες που δεν μπορούμε να τις προσεγγίσουμε μόνο με βάση το αντικείμενό τους, αλλά και με βάση τους σκοπούς που επιδιώκουν και τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για να τους πετύχουν. Ήδη από τα τέλη του προηγούμενου, αλλά κυρίως στις αρχές του 21ου αιώνα ο ρόλος των ανθρωπιστικών επιστημών βρίσκεται υπό ριζική συζήτηση και αναθεώρηση. Σε γενικές γραμμές έχουν σχηματιστεί δύο θεωρήσεις:
  • η μια βλέπει αυτές τις επιστήμες ως εργαλεία ενσωμάτωσης (στην ήδη υπάρχουσα παράδοση) των σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων κάνοντας παράλληλα ένα είδος συμψηφισμού των ζημιών που έχει προκαλέσει η ραγδαία ανάπτυξη του τεχνολογικού πολιτισμού.
  • η άλλη θέλει να προσδώσει σε αυτές τις επιστήμες έναν περισσότερο κριτικό ρόλο και ερευνητικούς σκοπούς, ώστε να διευρύνει τις δραστηριότητές τους πέρα από την απλή ανακατασκευή ιστορικών εποχών (και ιστορικής μνήμης) και την αναπαραγωγή μεγάλων έργων του παρελθόντος. Θέλει επομένως αυτές να εκπληρώνουν έναν κριτικό και απομυθοποιητικό ρόλο ο οποίος προϋποθέτει συνεπή εφαρμογή της κριτικής αρχής και είναι αναγκαίος, απαραίτητος για τους πολίτες σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία.
Σε αντίθεση με τη σύγχρονη εποχή, οι επιστήμες των αρχαίων, αρχικά μάλλον ανήκαν σε μια ενιαία κατηγορία που το βασικό της κριτήριο ήταν η αντικειμενικότητα, η βέβαιη γνώση. Ο Αριστοτέλης (Ηθικά Νικομάχεια, Πολιτικά) είναι αυτός που περνάει σε μια πρώτη οργανωμένη διάκριση σε τρεις μεγάλες κατηγορίες επιστημών (θεωρητικές, πρακτικές και ποιητικές) κάνοντας μια διαφοροποίηση ανάμεσα στην αμετακίνητη γνώση των αιώνιων αντικειμένων (φύσης και θεών), από την ανθρώπινη ηθική και πολιτική συμπεριφορά που μεταβάλλεται και διαμορφώνεται. Επίσης η επιστήμη στην αρχαιότητα δεν ήταν αποκομμένη από την μεταφυσική. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι οι μεταφυσικές υποθέσεις της επιστήμης δε σχετίζονται με κάποια θρησκευτικότητα. Η επιστήμη από την γέννησή της λειτούργησε μόνο μέσα από τη διαρκή αναζήτηση, ενώ οι θρησκείες κατά κύριο λόγο παρουσιάζουν αλλεργίες στην αμφισβήτηση και την αναζήτηση. Οι επιστήμες δεν θεωρούν τίποτε δεδομένο και γι’ αυτό δε σταματούν να εξελίσσονται, ενώ οι θρησκείες στην πραγματικότητα θεωρούν τα πάντα προκαθορισμένα και δεδομένα. Συνεπώς το να συγκαταλέγουμε για παράδειγμα την αριστοτελική μεταφυσική στη θεοκρατική-θρησκευτική αντίληψη, δεν είναι απλώς μια παρανόηση, είναι μια απόλυτη εννοιολογική σύγχυση. Το αριστοτελικό σύστημα παρουσιάζει ασφαλώς αντινομίες, αλλά η βασική μεταφυσική υπόθεση του Αριστοτέλη είναι ο «σκοπός» των φυσικών διεργασιών. Είναι δηλαδή το τελικό αίτιο που πρέπει να μελετήσουμε σε κάθε διαδικασία της φύσης, ώστε να βρούμε και να κρίνουμε το νόημα. Στις θρησκείες αντιθέτως ο κόσμος αυτός του νοήματος προσεγγίζεται με την αποκάλυψη, την ενόραση ή μέσα από προφητικούς και εσχατολογικούς διαύλους. Με αποτέλεσμα να διατυπώνονται θέσεις και υποθέσεις σε μια γλώσσα που εμποδίζει ή και απαγορεύει τον κριτικό έλεγχο και την αξιολόγηση. Και εδώ θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις ταυτίσεις. Διότι κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η «μη συζητήσιμη αλήθεια» των ιερών-θρησκευτικών κειμένων, αντιστοιχεί στο «μη συζητήσιμο» ή αδιανόητο της απόρριψης της δημοκρατίας από μια δημοκρατία, εξομοιώνοντας έτσι την «ιερότητα» της αυτοσυντήρησης ενός πολιτεύματος με το δόγμα κάποιας θρησκείας.
 
Η αλήθεια ως αρχαιοελληνική αποκλειστικότητα.
Για πολλά χρόνια η επιστήμη και η φιλοσοφία θεωρούνταν αποκλειστικά καρποί του αρχαιοελληνικού «θαύματος». Σήμερα, δικαίως, η άποψη αυτή έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Η γεωγραφική περιοχή στην οποία άνθισε ο αρχαίος κλασικός πολιτισμός είχε αποδεδειγμένα δεχθεί την επίδραση άλλων, προγενέστερων πολιτισμών. H Αίγυπτος, η Μεσοποταμία και η Εγγύς Ανατολή διατηρούσαν σχέσεις με την περιοχή όπου αργότερα ονομάστηκε Ελλάδα. Ήδη από τη νεολιθική περίοδο (3.000-2.000 π.Χ.) το Αιγαίο Πέλαγος ήταν πεδίο επικοινωνίας ανάμεσα στη Μικρά Ασία, τα διάφορα νησιά και την ελληνική ηπειρωτική χώρα. Γύρω στο 3.000 π.Χ. εισήχθησαν στην Ελλάδα μεταλλουργικές τεχνικές (επιστήμες) από την Εγγύς Ανατολή. Στον τάφο του Νεμπαμούν στις Θήβες (περ. 1417 π.Χ.), από την εποχή του φαραώ Τούθμωσις Γ’, εμφανίζονται αναπαραστάσεις προσφορών από Αιγαίους που αναφέρονται ως Κεφτιού (Keftiu) και κατά πάσα πιθανότητα ήταν Κρήτες. Οι κάτοικοι του Κεφτιού μιλούσαν μια διαφορετική γλώσσα από αυτή των Αιγυπτίων, μάλιστα θεραπευτικά αιγυπτιακά ξόρκια στη γλώσσα των Κεφτιού καταγράφονται σε ιατρικό πάπυρο του 15ου αιώνα π.Χ. Ακόμη σε αρχεία των Χετταίων του 13ου και 14ου αιώνα π.Χ. γίνονται αναφορές στο βασίλειο των Αchchiyawa οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα ταυτίζονται με τους Αχαιούς. Στη Συρία, αλλά και την Αίγυπτο έχουν βρεθεί μυκηναϊκά αντικείμενα, κυρίως κεραμικά. Η Κύπρος επίσης φαίνεται να αποτελεί σημαντικό κόμβο εμπορικών συναλλαγών, λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Πράγματι, η Κύπρος, αρχικά ανήκει στην Κρητική-Μυκηναϊκή σφαίρα επιρροής και διαμέσου της (κατά τον 10ο αιώνα π.Χ.) γίνονται εμπορικές συναλλαγές με τους Φοίνικες. Αργότερα το πολύπαθο αυτό νησί θα κατακτηθεί από τους Ασσυρίους (στο τέλος του 8ου αιώνα), έπειτα από τους Αιγυπτίους και στη συνέχεια από τους Πέρσες.
 
Ο αρχαιοελληνικός κόσμος επομένως δέχτηκε επιδράσεις από διάφορους πολιτισμούς, τις οποίες όμως επεξεργάστηκε με έναν συστηματικό και πρωτότυπο τρόπο. Εκτός από τη συστηματικότητα, το εύρος και το βάθος της σκέψης τους, οι άνθρωποι της κλασικής αρχαιότητας χαρακτηρίζονται από την υπέρμετρη αγάπη τους για τη γνώση, ενώ οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, έλαμψαν κυρίως για την μεγάλη τους αγάπη για τον πλούτο. Η αρχαιοελληνική γνώση υπήρξε κατά βάση μια «καθαρή» γνώση, ενώ η αιγυπτιακή ήταν περισσότερο αφοσιωμένη στις εφαρμογές. Ασφαλώς δεν θα πρέπει να εξάγουμε βιαστικά συμπεράσματα. Διότι επιστήμη ήταν και η ρητορική, ωστόσο με την πρακτική εφαρμογή της βέβαιης γνώσης (της επιστήμης) της Ναυπηγικής και της Ναυσιπλοΐας επικράτησαν οι Αθηναίοι στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.
 
Έχοντας λοιπόν προηγηθεί οι προσωκρατικές φιλοσοφικές θεωρίες, που αμφισβήτησαν την αυθεντία της παράδοσης και σε ένα σύνθετο ιστορικό πλαίσιο από το τέλος του 7ου αιώνα με τον ξεπεσμό των τυραννικών καθεστώτων, η φιλοσοφία αρχίζει να αναπτύσσεται, όχι τόσο στην κυρίως Ελλάδα, όσο στις αποικίες. Εκεί όπου η διαφθορά ακμάζει και οι κοινωνικοί αγώνες είναι σκληροί, οι θρησκευτικές παραδόσεις, οι μύθοι και τα δόγματα είναι λιγότερο ριζωμένα. Στην Αθήνα η φιλοσοφική ζωή συγκεντρώνεται μόνο προς το τέλος του 5ου αιώνα για να φτάσει στο απόγειό της και να αρχίσει να θρυμματίζεται στη συνέχεια με την καταστροφή του πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.). Η παρακμή της ελληνικής σκέψης είναι σταδιακή και διαρκεί αιώνες ολόκληρους μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.Χ. όπου σβήνεται σχεδόν ολοκληρωτικά για να μετουσιωθεί, κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος, στο δόγμα της Εκκλησίας του Χριστού. Ο ίσκιος του Σταυρού είναι βαρύς και παχύς, η αναζήτηση της αλήθειας που ξεκίνησε σχεδόν δέκα αιώνες πριν, περνάει την πρώτη παγκόσμια μελαγχολία της.
 
Ξεκινά έτσι η ιστορία κυριαρχίας του χριστιανισμού, μιας από τις πιο ισχυρές και οργανωμένες θρησκείες, που θα επιβάλλει το δικό του Λόγο του θεού. Θα χρειαστεί να περάσουν αιώνες ολόκληροι μέχρι οι πρώτοι διαφωτιστές αρχίσουν να αντιμάχονται τη χριστιανική ερμηνεία του θεού, προκρίνοντας μια φυσική θρησκεία. Άλλωστε οι διαφωτιστές δεν μπορούσαν να πετύχουν την κυριαρχία των ιδεών τους εάν αρνούνταν ό,τι ήταν προφανές στην εποχή τους, δηλαδή το θεό. Αυτό το γνώριζαν καλά σε μια εποχή όπου ο αθεϊσμός συνεπαγόταν μηδενισμό, σα να λέμε την επιδίωξη καταστροφής της κοινωνίας. Τότε  κάποιος έπρεπε να είναι προσεκτικός στις διατυπώσεις του, ακόμη κι αν πίστευε σε μια «άπιστη» αλήθεια. Δεν έπρεπε λοιπόν να αρνείται το θεό, καθώς τέτοιου είδους υποθέσεις ήταν πολύ επικίνδυνες και οι τιμωρίες ιδιαίτερα αυστηρές. Χρειάστηκε πολύς κόπος και έλλογη προσπάθεια, αλλά και σκεπτικιστικά τεχνάσματα για να επικρατήσουν αυτές οι «νέες» ιδέες. Για παράδειγμα ο άθεος Ντιντερό έλεγε: «η κατάλυση της φυσικής τάξης με την εμφάνιση τεράτων, αποτελεί σίγουρη ένδειξη εναντίον του ισχυρισμού ότι η φύση κατευθύνεται από τη σοφία του θεού» . Γιατί ο «τέλειος» θεός δεν μπορεί να επιτρέπει μια φύση με τέτοιες ατέλειες.  Ως και τον 18ο αιώνα, η φύση δεν μπορούσε να θεοποιηθεί, διότι ακόμα θεωρούνταν σημαντικά τα θέματα της δίκαιης τιμωρίας ή της αμοιβής του κάθε ατόμου. Κανείς δεν ήθελε ένα συνεπακόλουθο «Φυσικό Δίκαιο» όπου όλοι οι άνθρωποι θα είναι ίσοι εκ γενετής και θα απαιτούν κοινωνική δικαιοσύνη.
 
Όταν αυτά έπαψαν να θεωρούνται σημαντικά σε κοινωνικό επίπεδο, όταν οι θεολογικές παρατάξεις αποδυναμώνονται και η μια στρέφεται εναντίον της άλλης και δίχως πλέον κρατική υποστήριξη, τότε δεν απομένει παρά η αντίληψη του ανθρωπιστικού αθεϊσμού ή αλλιώς του κοσμικού ουμανισμού του 19ου αιώνα. Ο άνθρωπος σκοτώνοντας το θεό μπορεί να πάρει στα χέρια του το πεπρωμένο του. Η θεοκτονία αυτή φυσικά δεν έγινε ποτέ οριστική και αμετάκλητη ώστε να επαληθευτεί ή να διαψευστεί η ορθότητα του προφητικού «αν δεν υπάρχει θεός, όλα επιτρέπονται» που αναφέρει ο Ντοστογιέφσκι στο εξαίσιο μυθιστόρημά του Αδελφοί Καραμάζοφ. Δεν ξέρουμε εάν ο σύγχρονος και αλαζονικός homo sapiens θα γίνει ο πλέον αμαρτωλός τιμωρός των υπολοίπων αμαρτωλών και ο κύριος του σύμπαντος. Προς το παρόν φαίνεται πως το δεύτερο, τουλάχιστον ως ενδεχόμενο ή φαντασίωση, του έχει επιτραπεί.  Όμως η σκληρή θεοκρατική κυριαρχία άρχισε να αποδυναμώνεται σταδιακά με την άρνηση στη Σχολαστική και στην Εκκλησία του δικαιώματος να επικαλούνται το Λόγο του θεού ως απόδειξη της «αλήθειας» και της αυθεντίας τους, προκειμένου να εξουσιάζουν και να εκμεταλλεύονται την κοινωνία των ανθρώπων. Στο σύγχρονο δυτικό κόσμο έχει γίνει ως ένα βαθμό αντιληπτό ότι οι θεοί και οι θρησκείες συνεπάγονται εκκλησιαστικά ιερατεία που, με θεόσταλτες αλήθειες, σωτηριολογίες, θεοδικίες και ετερογονίες των σκοπών, καταλήγουν να εξυπηρετούν καλά μόνο λίγους εκλεκτούς.
Η ζωή στην μη βιολογική της έννοια, το χρονικό διάστημα που βρίσκεται στη διάθεση του ανθρώπου ανάμεσα στην γέννησή του και στο θάνατό του, εκδηλώνεται στην πράξη και στην ομιλία και συνιστά έναν αυτόνομο και αυθεντικά ανθρώπινο τρόπο ζωής. (Hannah Arendt)
Έχοντας υπόψη τα λεγόμενα της Άρεντ περί του βίου, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι πρώτοι οι αρχαίοι δεν φοβήθηκαν να αγωνιστούν συστηματικά ενάντια σε θεούς, τυράννους και τέρατα ώστε να βρουν μια νέα, άλλη εξήγηση του κόσμου τους, για αυτό και η κοινωνική τους φιλοσοφία υπήρξε μοναδική σε παγκόσμιο επίπεδο. Ξεγέλασαν τους θεούς, δημιούργησαν ημίθεους ως ενδιάμεσα στάδια απομυθοποίησης, ανθρωποποίησαν τις θεϊκές δυνάμεις προσδίδοντάς τους αδυναμίες και πάθη, χάλασαν τα σχέδια των δημαγωγών, έκαναν θέατρο την απελευθέρωσή τους από τις ίδιες τους τις εμμονές και πεποιθήσεις. Έμαθαν να ζουν αναζητώντας τη δική τους αλήθεια, αντιμαχόμενοι την ασημαντότητα μέσα από την υστεροφημία, χωρίς προκατασκευασμένες εσχατολογίες. Και έμαθαν να πεθαίνουν σαν ολόκληροι άνθρωποι, όχι άσκοπα, αλλά ηρωικά και αμετάκλητα. Κατάλαβαν πως ο μύθος είναι δόγμα, νόμος της συνείδησης και τελικά επιβεβλημένη κοινωνική επιταγή. Μέσα από την αυτοθέσμιση και την αυτονομία της Αθηναϊκής κοινωνίας, ως ένα απελευθερωτικό γεγονός, γεννήθηκε η «ιερή αλήθεια» της δημοκρατίας (462 π.Χ.-322 π.Χ.), αλλά και ένας διαφορετικός νοηματικός ορίζοντας και κοινωνικοπολιτικός βίος που κάποιους συνεχίζει να μας εμπνέει. Όχι ως αταβιστική νοσταλγία που εξιδανικεύει, αλλά ως επιλεκτική αμφισβήτηση του κυρίαρχου προτύπου ζωής και ως καλλιέργεια δημοκρατικού ήθους.
 
Το κείμενο αυτό δεν θα μπορούσε να υπερβεί τις πανάρχαιες αντινομίες που συνδέονται με την ανθρώπινη φύση και θα κλείσει υποκειμενικά και με ερωτήματα. Καταλήγοντας λοιπόν πρέπει να παραδεχτούμε ότι ελάχιστες έννοιες έχουν σχετικοποιηθεί και διαστρεβλωθεί όσο αυτή της αλήθειας. Στην πορεία του δυτικού ανθρώπου μέσα στο χρόνο, η έννοια αυτή έγινε όλο και πιο προσωπική, όλο και πιο σχετική, όλο και πιο κοντινή στο «εγώ». Όμως ταυτόχρονα ταυτίστηκε απόλυτα με πολλά και διαφορετικά πράγματα: από ιδέα έγινε θρησκεία, αγάπη, τέχνη, επιστήμη, ιδεολογία, όμως κυρίως έγινε, συνειδητά και/ή ασυνείδητα, ισχυρή εξουσία στα χέρια των κομιστών της. Ωστόσο η λεγόμενη μετανεωτερική εποχή πρεσβεύει την οριστική παραίτηση από την αξίωση για κατοχή της αλήθειας. Με άλλα λόγια την επικαλείται για να θέσει τον μεταμοντέρνο θάνατό της ως ιδέα. Μιλά ακόμη και για απαλλαγή από τα υπολείμματα ενός αλλοτινού ευρωπαϊκού ουμανιστικού συναισθηματισμού, που μάλιστα κάποιοι τον χαρακτήρισαν νοσηρό. Εδώ θα έπρεπε να αναρωτηθούμε τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο, γιατί μοιάζει με πνευματική αυτοκτονία. Και τέλος πάντων, για να θυμηθούμε τον Καζαντζάκη, δίχως μια βεβαιότητα και λίγο πνεύμα, πώς θα βρει μέτρο και πώς θα δώσει ο άνθρωπος «μορφή και νόημα στην άμορφη, άμυαλη απεραντοσύνη»;
 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου