O μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Immanuel Kant είναι ο φιλόσοφος του Διαφωτισμού που συνέδεσε πρώτος τον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό τον 18ο αιώνα. Ξεκινώντας από την κριτική και την αμφισβήτηση της μεταφυσικής φιλοσοφίας έστρεψε το βλέμμα πέρα από την οντολογία, στην επιστημολογία. Το κέντρο για τον Καντ ήταν η γνώση.
Γεννήθηκε στην πόλη Königsberg της Ανατολικής Πρωσίας το 1724. Ο Καντ σπούδασε μαθηματικά, θεολογία και φιλοσοφία από το 1740 μέχρι το 1746. Μπορούμε να διακρίνουμε γενικά δύο φάσεις στο έργο του, μέχρι τις αρχές του 1770 την προ-κριτική και από εκεί και πέρα την κριτική. Τα σημαντικότερα έργα του, ωστόσο, γράφτηκαν στην τελευταία περίοδο.
Η καντιανή κριτική φιλοσοφία θεμελιώνεται στη διάκριση της αισθητής και της νοητής γνώσης. Έτσι η γνώση μπορεί να συλληφθεί και σε παραστάσεις του εμπειρικού κόσμου. Το ζητούμενο είναι η αυτοκριτική της γνωστικής ικανότητας που συνοψίζεται στο ερώτημα “τι μπορώ να γνωρίζω;”. Ο Καντ, λοιπόν απαντά με μια ιεράρχηση. Μπορούμε να γνωρίζουμε αρχικά με τις αισθήσεις, στη συνέχεια με τη διάνοια και τελικά με το νου.
Επίσης ζητούμενο είναι μια γνώση αποδεδειγμένη που να ισχύει γενικά. Για τον Καντ αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν αυτή συνδέεται με a priori καθαρά στοιχεία της αισθητής και νοητικής γνώσης (που ισχύουν υπερβατολογικά, πέρα από την εμπειρία και δεν χρειάζονται καμία απόδειξη). Έτσι η αισθητή και νοητική γνώση δεν αντιμάχονται μεταξύ τους στην καντιανή φιλοσοφία, αντιθέτως η “συνεργασία” τους είναι αναγκαία.
O Goethe χαρακτήρισε τον Kant, όχι μόνο ως τον «αναμφίβολα σημαντικότερο των σύγχρονων φιλοσόφων» αλλά και εκείνον, του οποίου «η διδασκαλία αποδείχθηκε μακράς επιδράσεως και έχει εισχωρήσει βαθύτατα στο γερμανικό πολιτισμό». «Η φιλοσοφία του», συνεχίζει ο Goethe, «έχει επηρεάσει τους πάντες, ακόμα κι αν δεν τον έχουν διαβάσει.»
Τα κυριότερα έργα του Immanuel Kant στην κριτική φιλοσοφία είναι: «Η κριτική του καθαρού λόγου» (1781), «Η κριτική του πρακτικού λόγου» (1788) και «Η κριτική της κρίσης» (1790).
Πολλοί θεωρούν ότι η ιστορία της φιλοσοφίας τέμνεται από μια διαχωριστική γραμμή το 1781, τη χρονιά της δημοσίευσης του πιο σημαντικού έργου του, της «Κριτικής του καθαρού λόγου». Υπάρχει ένα πριν και ένα μετά. Και μετά τίποτα πλέον δεν ήταν το ίδιο. Πράγματι, είμαστε όλοι λίγο ώς πολύ καντιανοί, ακόμα και αν δεν το αντιλαμβανόμαστε. Δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη τιμή για ένα στοχαστή από το να έχουν επηρεαστεί όλοι από αυτόν χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Ποιος σκέφτεται πλέον σήμερα ότι ο κόσμος είναι μόνον ένας σωρός από αισθήσεις;
Κανείς, επειδή ο Καντ μας δίδαξε να στηρίζουμε σταθερά τον κόσμο πάνω σε στέρεες δομές: τον χρόνο, τον χώρο, την αιτιότητα, την κρίση που σταθμίζει την αλήθεια. Χωρίς αυτά τα στηρίγματα δεν θα μπορούσαμε ούτε να αποκτήσουμε εμπειρία του κόσμου, ούτε να τον σκεφτούμε, ούτε και να έχουμε συνείδηση του εαυτού μας.
Ποιος αντιλαμβάνεται πλέον σήμερα την ηθική ως υποχρέωση να υπακούμε σε ένα κατάλογο -λογικών έστω- εντολών; Κανείς, επειδή ο Καντ μετατόπισε τον άξονα της ηθικότητας πάνω σε διαφορετικές αρχές, πάνω σε μια μορφή που πρέπει να είναι και αυτή τέλεια και όχι πλέον μόνον στα περιεχόμενα. Είναι ηθικό αυτό που πηγάζει από ένα εσωτερικό κριτήριο, το οποίο αναγορεύεται σε οικουμενικό νομοθέτη. Ο ηθικός κανόνας που ορίζω για τον εαυτό μου πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να μπορεί να γίνει κανόνας για όλους παντού και πάντοτε.
Ποιος σήμερα, είτε είναι πιστός είτε όχι, μπορεί να διανοηθεί μια θρησκεία η οποία θα απορρίπτει όλους τους κανόνες του λόγου; Θα ήθελα να μπορούσα να πω κανείς, αλλά ας πούμε σίγουρα κανείς στα δικά μας μέρη. Ο Καντ μάς δίδαξε να τοποθετούμε και τη θρησκεία μέσα στους κανόνες του λόγου, για να την υπερβαίνουμε έστω, αν έτσι αποφασίσουμε, αλλά ποτέ για να την αρνούμαστε.
Ποιος πιστεύει πλέον σήμερα ότι εμείς ερχόμαστε στον κόσμο σαν tabula rasa και ότι όλα αυτά που μαθαίνουμε μας έρχονται παθητικά, επειδή μας τα προμηθεύει η εμπειρία; Κανείς, επειδή ο Καντ κατέδειξε ότι οι κανονικότητες του κόσμου, οι νόμοι της φύσης δεν θα μας φαίνονταν ως κανονικότητες, ως νόμοι, αν ήδη δεν είχαμε μέσα μας την ίδια την ιδέα του νόμου, της κανονικότητας.
Ολα αυτά εμείς τα προβάλλουμε στην εμπειρία σαν μια δέσμη φωτός και δεν τα παίρνουμε παθητικά από την εμπειρία. Ακριβώς από τον Καντ μάθαμε να αναρωτιόμαστε πάντοτε κάτω από ποιες προϋποθέσεις η εμπειρία είναι δυνατή.
Οταν έπειτα μετατοπιζόμαστε σε προβλήματα πολύ κοντινά σε εκείνα που μας απασχολούν όλους, αγγίζοντας ορισμένα πολύ κεντρικά για την ψυχολογία, τις φυσικές επιστήμες και προφανώς τη φιλοσοφία, η καντιανή κληρονομιά είναι μια μέθοδος για να τα θέτουμε και ακόμη περισσότερο για να τα λύνουμε. Ανέκαθεν οι φιλόσοφοι μελετούσαν τις έννοιες σαν να ήσαν πολύτιμα μαργαριτάρια. Ο Καντ αποφάσισε να μελετήσει μάλλον τα περιδέραια στα οποία τοποθετούνται από μας τα μαργαριτάρια, δηλαδή τις κρίσεις.
Από αυτόν προέρχεται η επιμέλεια με την οποία μεγάλο μέρος της σύγχρονης φιλοσοφίας μελετά τις «γλώσσες» (τη γλώσσα της επιστήμης, τη γλώσσα της τέχνης, τη γλώσσα της εξουσίας και προφανώς την αληθινή γλώσσα καθεαυτή).
Είναι απόγονος του Καντ όποιος θεωρεί ότι η γλώσσα είναι μια λεπτή συναρμολόγηση μερών και ότι το νόημα μιας φράσης είναι το προϊόν του νοήματος των μερών της και του τρόπου συνδυασμού τους.
Τέλειο από κάθε άποψη είναι το απόφθεγμα που σηματοδοτεί τη διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και στην αμέσως προηγούμενη φιλοσοφία, τον λεγόμενο εμπειρισμό. Για τους εμπειριστές τίποτα δεν μπορούσε να υπάρχει στη νόηση, που δεν θα είχε προηγούμενα περάσει από τις πόρτες της εμπειρίας.
Ο Καντ συγκατένευσε. Αλλά προσέθεσε: «Τίποτα, εκτός από την ίδια τη νόηση». Εδώ και δύο αιώνες προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτό το αστραποβόλο και καταραμένο «εκτός»
Δες και, Η Αισθητική των Φιλοσόφων
Γεννήθηκε στην πόλη Königsberg της Ανατολικής Πρωσίας το 1724. Ο Καντ σπούδασε μαθηματικά, θεολογία και φιλοσοφία από το 1740 μέχρι το 1746. Μπορούμε να διακρίνουμε γενικά δύο φάσεις στο έργο του, μέχρι τις αρχές του 1770 την προ-κριτική και από εκεί και πέρα την κριτική. Τα σημαντικότερα έργα του, ωστόσο, γράφτηκαν στην τελευταία περίοδο.
Η καντιανή κριτική φιλοσοφία θεμελιώνεται στη διάκριση της αισθητής και της νοητής γνώσης. Έτσι η γνώση μπορεί να συλληφθεί και σε παραστάσεις του εμπειρικού κόσμου. Το ζητούμενο είναι η αυτοκριτική της γνωστικής ικανότητας που συνοψίζεται στο ερώτημα “τι μπορώ να γνωρίζω;”. Ο Καντ, λοιπόν απαντά με μια ιεράρχηση. Μπορούμε να γνωρίζουμε αρχικά με τις αισθήσεις, στη συνέχεια με τη διάνοια και τελικά με το νου.
Επίσης ζητούμενο είναι μια γνώση αποδεδειγμένη που να ισχύει γενικά. Για τον Καντ αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν αυτή συνδέεται με a priori καθαρά στοιχεία της αισθητής και νοητικής γνώσης (που ισχύουν υπερβατολογικά, πέρα από την εμπειρία και δεν χρειάζονται καμία απόδειξη). Έτσι η αισθητή και νοητική γνώση δεν αντιμάχονται μεταξύ τους στην καντιανή φιλοσοφία, αντιθέτως η “συνεργασία” τους είναι αναγκαία.
O Goethe χαρακτήρισε τον Kant, όχι μόνο ως τον «αναμφίβολα σημαντικότερο των σύγχρονων φιλοσόφων» αλλά και εκείνον, του οποίου «η διδασκαλία αποδείχθηκε μακράς επιδράσεως και έχει εισχωρήσει βαθύτατα στο γερμανικό πολιτισμό». «Η φιλοσοφία του», συνεχίζει ο Goethe, «έχει επηρεάσει τους πάντες, ακόμα κι αν δεν τον έχουν διαβάσει.»
Τα κυριότερα έργα του Immanuel Kant στην κριτική φιλοσοφία είναι: «Η κριτική του καθαρού λόγου» (1781), «Η κριτική του πρακτικού λόγου» (1788) και «Η κριτική της κρίσης» (1790).
Πολλοί θεωρούν ότι η ιστορία της φιλοσοφίας τέμνεται από μια διαχωριστική γραμμή το 1781, τη χρονιά της δημοσίευσης του πιο σημαντικού έργου του, της «Κριτικής του καθαρού λόγου». Υπάρχει ένα πριν και ένα μετά. Και μετά τίποτα πλέον δεν ήταν το ίδιο. Πράγματι, είμαστε όλοι λίγο ώς πολύ καντιανοί, ακόμα και αν δεν το αντιλαμβανόμαστε. Δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη τιμή για ένα στοχαστή από το να έχουν επηρεαστεί όλοι από αυτόν χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Ποιος σκέφτεται πλέον σήμερα ότι ο κόσμος είναι μόνον ένας σωρός από αισθήσεις;
Κανείς, επειδή ο Καντ μας δίδαξε να στηρίζουμε σταθερά τον κόσμο πάνω σε στέρεες δομές: τον χρόνο, τον χώρο, την αιτιότητα, την κρίση που σταθμίζει την αλήθεια. Χωρίς αυτά τα στηρίγματα δεν θα μπορούσαμε ούτε να αποκτήσουμε εμπειρία του κόσμου, ούτε να τον σκεφτούμε, ούτε και να έχουμε συνείδηση του εαυτού μας.
Ποιος αντιλαμβάνεται πλέον σήμερα την ηθική ως υποχρέωση να υπακούμε σε ένα κατάλογο -λογικών έστω- εντολών; Κανείς, επειδή ο Καντ μετατόπισε τον άξονα της ηθικότητας πάνω σε διαφορετικές αρχές, πάνω σε μια μορφή που πρέπει να είναι και αυτή τέλεια και όχι πλέον μόνον στα περιεχόμενα. Είναι ηθικό αυτό που πηγάζει από ένα εσωτερικό κριτήριο, το οποίο αναγορεύεται σε οικουμενικό νομοθέτη. Ο ηθικός κανόνας που ορίζω για τον εαυτό μου πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να μπορεί να γίνει κανόνας για όλους παντού και πάντοτε.
Ποιος σήμερα, είτε είναι πιστός είτε όχι, μπορεί να διανοηθεί μια θρησκεία η οποία θα απορρίπτει όλους τους κανόνες του λόγου; Θα ήθελα να μπορούσα να πω κανείς, αλλά ας πούμε σίγουρα κανείς στα δικά μας μέρη. Ο Καντ μάς δίδαξε να τοποθετούμε και τη θρησκεία μέσα στους κανόνες του λόγου, για να την υπερβαίνουμε έστω, αν έτσι αποφασίσουμε, αλλά ποτέ για να την αρνούμαστε.
Ποιος πιστεύει πλέον σήμερα ότι εμείς ερχόμαστε στον κόσμο σαν tabula rasa και ότι όλα αυτά που μαθαίνουμε μας έρχονται παθητικά, επειδή μας τα προμηθεύει η εμπειρία; Κανείς, επειδή ο Καντ κατέδειξε ότι οι κανονικότητες του κόσμου, οι νόμοι της φύσης δεν θα μας φαίνονταν ως κανονικότητες, ως νόμοι, αν ήδη δεν είχαμε μέσα μας την ίδια την ιδέα του νόμου, της κανονικότητας.
Ολα αυτά εμείς τα προβάλλουμε στην εμπειρία σαν μια δέσμη φωτός και δεν τα παίρνουμε παθητικά από την εμπειρία. Ακριβώς από τον Καντ μάθαμε να αναρωτιόμαστε πάντοτε κάτω από ποιες προϋποθέσεις η εμπειρία είναι δυνατή.
Οταν έπειτα μετατοπιζόμαστε σε προβλήματα πολύ κοντινά σε εκείνα που μας απασχολούν όλους, αγγίζοντας ορισμένα πολύ κεντρικά για την ψυχολογία, τις φυσικές επιστήμες και προφανώς τη φιλοσοφία, η καντιανή κληρονομιά είναι μια μέθοδος για να τα θέτουμε και ακόμη περισσότερο για να τα λύνουμε. Ανέκαθεν οι φιλόσοφοι μελετούσαν τις έννοιες σαν να ήσαν πολύτιμα μαργαριτάρια. Ο Καντ αποφάσισε να μελετήσει μάλλον τα περιδέραια στα οποία τοποθετούνται από μας τα μαργαριτάρια, δηλαδή τις κρίσεις.
Από αυτόν προέρχεται η επιμέλεια με την οποία μεγάλο μέρος της σύγχρονης φιλοσοφίας μελετά τις «γλώσσες» (τη γλώσσα της επιστήμης, τη γλώσσα της τέχνης, τη γλώσσα της εξουσίας και προφανώς την αληθινή γλώσσα καθεαυτή).
Είναι απόγονος του Καντ όποιος θεωρεί ότι η γλώσσα είναι μια λεπτή συναρμολόγηση μερών και ότι το νόημα μιας φράσης είναι το προϊόν του νοήματος των μερών της και του τρόπου συνδυασμού τους.
Τέλειο από κάθε άποψη είναι το απόφθεγμα που σηματοδοτεί τη διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και στην αμέσως προηγούμενη φιλοσοφία, τον λεγόμενο εμπειρισμό. Για τους εμπειριστές τίποτα δεν μπορούσε να υπάρχει στη νόηση, που δεν θα είχε προηγούμενα περάσει από τις πόρτες της εμπειρίας.
Ο Καντ συγκατένευσε. Αλλά προσέθεσε: «Τίποτα, εκτός από την ίδια τη νόηση». Εδώ και δύο αιώνες προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτό το αστραποβόλο και καταραμένο «εκτός»
Δες και, Η Αισθητική των Φιλοσόφων
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου