Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 7.27.1–7.28.4

Συνέπειες από την οχύρωση της Δεκέλειας

Μετά την άλωση του Πλημμυρίου (βλ. σχετικά ΘΟΥΚ 7.21.5–7.24.3), οι Συρακούσιοι ενθαρρυμένοι έστειλαν πρέσβεις στην Ελλάδα, για να ζητήσουν ενισχύσεις, ενώ το στράτευμα του Δημοσθένη, αφού ολοκλήρωσε επιτυχημένα κάποιες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λακωνία, ξεκίνησε για την Κέρκυρα, τελευταίο σταθμό πριν από τη Σικελία.


[7.27.1] Ἀφίκοντο δὲ καὶ Θρᾳκῶν τῶν μαχαιροφόρων τοῦ Διακοῦ
γένους ἐς τὰς Ἀθήνας πελτασταὶ ἐν τῷ αὐτῷ θέρει τούτῳ
τριακόσιοι καὶ χίλιοι, οὓς ἔδει τῷ Δημοσθένει ἐς τὴν Σικελίαν
ξυμπλεῖν. [7.27.2] οἱ δ’ Ἀθηναῖοι, ὡς ὕστεροι ἧκον, διενοοῦντο
αὐτοὺς πάλιν ὅθεν ἦλθον ἐς Θρᾴκην ἀποπέμπειν. τὸ γὰρ
ἔχειν πρὸς τὸν ἐκ τῆς Δεκελείας πόλεμον αὐτοὺς πολυτελὲς
ἐφαίνετο· δραχμὴν γὰρ τῆς ἡμέρας ἕκαστος ἐλάμβανεν.
[7.27.3] ἐπειδὴ γὰρ ἡ Δεκέλεια τὸ μὲν πρῶτον ὑπὸ πάσης τῆς
στρατιᾶς ἐν τῷ θέρει τούτῳ τειχισθεῖσα, ὕστερον δὲ φρουραῖς
ἀπὸ τῶν πόλεων κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἐπιούσαις τῇ χώρᾳ
ἐπῳκεῖτο, πολλὰ ἔβλαπτε τοὺς Ἀθηναίους, καὶ ἐν τοῖς πρῶτον
χρημάτων τ’ ὀλέθρῳ καὶ ἀνθρώπων φθορᾷ ἐκάκωσε τὰ πρά-
γματα. [7.27.4] πρότερον μὲν γὰρ βραχεῖαι γιγνόμεναι αἱ ἐσβολαὶ
τὸν ἄλλον χρόνον τῆς γῆς ἀπολαύειν οὐκ ἐκώλυον· τότε δὲ
ξυνεχῶς ἐπικαθημένων, καὶ ὁτὲ μὲν καὶ πλεόνων ἐπιόντων,
ὁτὲ δ’ ἐξ ἀνάγκης τῆς ἴσης φρουρᾶς καταθεούσης τε τὴν
χώραν καὶ λῃστείας ποιουμένης, βασιλέως τε παρόντος τοῦ
τῶν Λακεδαιμονίων Ἄγιδος, ὃς οὐκ ἐκ παρέργου τὸν πόλεμον
ἐποιεῖτο, μεγάλα οἱ Ἀθηναῖοι ἐβλάπτοντο. [7.27.5] τῆς τε γὰρ
χώρας ἁπάσης ἐστέρηντο, καὶ ἀνδραπόδων πλέον ἢ δύο
μυριάδες ηὐτομολήκεσαν, καὶ τούτων τὸ πολὺ μέρος χειρο-
τέχναι, πρόβατά τε πάντα ἀπωλώλει καὶ ὑποζύγια· ἵπποι τε,
ὁσημέραι ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων πρός τε τὴν Δεκέλειαν
καταδρομὰς ποιουμένων καὶ κατὰ τὴν χώραν φυλασσόντων,
οἱ μὲν ἀπεχωλοῦντο ἐν γῇ ἀποκρότῳ τε καὶ ξυνεχῶς ταλαι-
πωροῦντες, οἱ δ’ ἐτιτρώσκοντο. [7.28.1] ἥ τε τῶν ἐπιτηδείων παρα-
κομιδὴ ἐκ τῆς Εὐβοίας, πρότερον ἐκ τοῦ Ὠρωποῦ κατὰ γῆν
διὰ τῆς Δεκελείας θάσσων οὖσα, περὶ Σούνιον κατὰ θάλασσαν
πολυτελὴς ἐγίγνετο· τῶν τε πάντων ὁμοίως ἐπακτῶν ἐδεῖτο
ἡ πόλις, καὶ ἀντὶ τοῦ πόλις εἶναι φρούριον κατέστη. [7.28.2] πρὸς
γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν μὲν ἡμέραν κατὰ διαδοχὴν οἱ Ἀθηναῖοι
φυλάσσοντες, τὴν δὲ νύκτα καὶ ξύμπαντες πλὴν τῶν ἱππέων,
οἱ μὲν ἐφ’ ὅπλοις †ποιούμενοι†, οἱ δ’ ἐπὶ τοῦ τείχους, καὶ
θέρους καὶ χειμῶνος ἐταλαιπωροῦντο. [7.28.3] μάλιστα δ’ αὐτοὺς
ἐπίεζεν ὅτι δύο πολέμους ἅμα εἶχον, καὶ ἐς φιλονικίαν
καθέστασαν τοιαύτην ἣν πρὶν γενέσθαι ἠπίστησεν ἄν τις
ἀκούσας. τὸ γὰρ αὐτοὺς πολιορκουμένους ἐπιτειχισμῷ ὑπὸ
Πελοποννησίων μηδ’ ὣς ἀποστῆναι ἐκ Σικελίας, ἀλλ’ ἐκεῖ
Συρακούσας τῷ αὐτῷ τρόπῳ ἀντιπολιορκεῖν, πόλιν οὐδὲν
ἐλάσσω αὐτήν γε καθ’ αὑτὴν τῆς τῶν Ἀθηναίων, καὶ τὸν
παράλογον τοσοῦτον ποιῆσαι τοῖς Ἕλλησι τῆς δυνάμεως καὶ
τόλμης, ὅσον κατ’ ἀρχὰς τοῦ πολέμου οἱ μὲν ἐνιαυτόν, οἱ δὲ
δύο, οἱ δὲ τριῶν γε ἐτῶν οὐδεὶς πλείω χρόνον ἐνόμιζον
περιοίσειν αὐτούς, εἰ οἱ Πελοποννήσιοι ἐσβάλοιεν ἐς τὴν
χώραν, ὥστε ἔτει ἑπτακαιδεκάτῳ μετὰ τὴν πρώτην ἐσβολὴν
ἦλθον ἐς Σικελίαν ἤδη τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρυχω-
μένοι, καὶ πόλεμον οὐδὲν ἐλάσσω προσανείλοντο τοῦ πρότερον
ὑπάρχοντος ἐκ Πελοποννήσου. [7.28.4] δι’ ἃ καὶ τότε ὑπό τε τῆς
Δεκελείας πολλὰ βλαπτούσης καὶ τῶν ἄλλων ἀναλωμάτων
μεγάλων προσπιπτόντων ἀδύνατοι ἐγένοντο τοῖς χρήμασιν.
καὶ τὴν εἰκοστὴν ὑπὸ τοῦτον τὸν χρόνον τῶν κατὰ θάλασσαν
ἀντὶ τοῦ φόρου τοῖς ὑπηκόοις ἐποίησαν, πλείω νομίζοντες
ἂν σφίσι χρήματα οὕτω προσιέναι. αἱ μὲν γὰρ δαπάναι
οὐχ ὁμοίως καὶ πρίν, ἀλλὰ πολλῷ μείζους καθέστασαν, ὅσῳ
καὶ μείζων ὁ πόλεμος ἦν· αἱ δὲ πρόσοδοι ἀπώλλυντο.

***
[7.27.1] Το ίδιο αυτό καλοκαίρι έφτασαν στην Αθήνα και χίλιοι τρακόσιοι Θράκες, από το γένος των Δίων, οπλισμένοι με μικρές ασπίδες και μαχαίρια, που επρόκειτο να μπαρκάρουνε για τη Σικελία με το Δημοσθένη. [7.27.2] Οι Αθηναίοι όμως, μια και είχανε φτάσει πολύ αργά, σκόπευαν να τους στείλουν πίσω από κει που ήρθαν, στη Θράκη. Γιατί θεώρησαν πως θα τους κόστιζε πάρα πολύ να τους κρατήσουνε για τον πόλεμο που τους γινόταν από τη Δεκέλεια, αφού έπαιρναν μισθό μια δραχμή την ημέρα ο καθένας. [7.27.3] Γιατί από την πρώτη στιγμή που είχε οχυρωθεί η Δεκέλεια απ' όλο το στρατό των Πελοποννησίων το καλοκαίρι εκείνο, και ύστερα έμεναν μέσα διαδοχικά φρουρές από κάθε συμμαχική πολιτεία, έτσι που αποτελούσε αδιάκοπη απειλή για την ύπαιθρο όλο το χρόνο, ζημίωνε πάρα πολύ τους Αθηναίους, και το κυριότερο, χάνονταν τα υπάρχοντά τους και σκοτώνονταν άνθρωποι όλη την ώρα, ώστε η κατάσταση είχε πολύ χειροτερέψει. [7.27.4] Ενώ δηλαδή οι προηγούμενες εισβολές κρατούσαν λίγον καιρό και δεν εμπόδιζαν τους ανθρώπους να νέμονται τα χτήματά τους το υπόλοιπο μέρος του χρόνου, τώρα, που έμεναν εχτρικές φρουρές εκεί ― μέσα αδιάκοπα, κι άλλοτε έρχονταν περισσότεροι, κι άλλοτε η ταχτική φρουρά ξεχυνότανε στην ύπαιθρο, πιεσμένη από την ανάγκη και καταλήστευαν τα πάντα, κι ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων ο Άγις, που δεν έπαιρνε τον πόλεμο ξώφαρσα, βρισκόταν πάντα επί τόπου, βασανίζονταν οι Αθηναίοι πάρα πολύ. [7.27.5] Γιατί είχαν στερηθεί ολόκληρη την ύπαιθρο και περισσότερο από είκοσι χιλιάδες δούλοι είχαν αυτομολήσει στον εχτρό, οι περισσότεροί τους ειδικευμένοι εργάτες, κι όλα τα πρόβατα καθώς και τα μεγάλα ζώα που έσερναν τ' αμάξια, είχαν αφανιστεί· τ' άλογα πάλι, επειδή οι καβαλλάρηδες έβγαιναν κάθε μέρα, είτε κάνοντας επιδρομές στη Δεκέλεια, είτε για να διαφεντέψουν τα κοντινά χτήματα, άλλα είχαν κουτσαθεί σε κακοτράχαλα μέρη κι από την αδιάκοπη κούραση, κι άλλα κάθε τόσο πληγώνονταν.

[7.28.1] Επίσης η μεταφορά των τροφίμων από την Εύβοια, που γινόταν προτήτερα πιο γρήγορα από τη στεριά, από τον Ωρωπό, περνώντας από τη Δεκέλεια, τώρα κόστιζε πολύ περισσότερο, με τα καράβια γύρω στο Σούνιο. Και η πολιτεία ήταν αναγκασμένη να τα φέρνει όλα απ' έξω, όλα όσα της χρειάζονταν, και κατάντησε να μην είναι μια πολιτεία, παρά φρούριο. [7.28.2] Γιατί ήταν οι Αθηναίοι σ' επιφυλακή κοντά στα τείχη την ημέρα, η κάθε ομάδα με τη σειρά εξόν από τους καβαλλάρηδες, άλλοι στα οπλοστάσια κι άλλοι στις επάλξεις, και τη νύχτα σχεδόν όλοι χειμώνα–καλοκαίρι και τυραννιούνταν υπερβολικά. [7.28.3] Εκείνο που τους βασάνιζε περισσότερο απ' όλα ήταν πως βρίσκονταν μπλεγμένοι σε δυο πολέμους συγχρόνως· και τους είχε πιάσει τέτοιο πείσμα να νικήσουν, που θα ήταν αδύνατο να το φανταστεί κανείς αν το άκουγε προτήτερα, πως δηλαδή, ενώ ήταν οι ίδιοι σαν πολιορκημένοι από το οχύρωμα των ΙΙελοποννησίων στη χώρα τους, ούτε και μ' αυτό δεν αποφάσιζαν ν' αποτραβηχτούν από τη Σικελία, αλλά έκαναν εκεί κατά τον ίδιο τρόπο αντίθετη πολιορκία στις Συρακούσες, πολιτεία που και μόνη της δεν ήταν πολύ μικρότερη από την Αθήνα· κ' έκαναν τους Έλληνες να τα χάνουν με την ανυπολόγιστη δύναμη και τόλμη τους, ενώ στην αρχή του πολέμου άλλοι νόμιζαν πως θα κρατούσαν ένα χρόνο, άλλοι δύο, και κανείς δεν πίστευε πως θα βαστούσαν περισσότερο από τρία χρόνια, αν έκαναν οι Πελοποννήσιοι εισβολή στην Αττική· και τώρα, δέκα εφτά χρόνια μετά την πρώτη εισβολή, είχαν πάει στη Σικελία, τσακισμένοι κι όλας από τον πόλεμο από κάθε άποψη, κι αναλάβει νέον πόλεμο καθόλου μικρότερο από τούτον, που είχαν κι όλας φορτωθεί από την Πελοπόννησο. [7.28.4] Για όλους αυτούς τους λόγους, και μετά τις μεγάλες ζημιές που πάθαιναν από τη Δεκέλεια, κ' επειδή όλα τ' άλλα έξοδα που έπεφταν απάνω τους ήταν τεράστια, έφτασαν τα οικονομικά τους σε κρίσιμη κατάσταση. Και κατά την περίοδο αυτή επέβαλαν στους υποταχτικούς τους συμμάχους, αντί για τον τακτό φόρο, να πληρώνουν πέντε τοις εκατό για όλες τις θαλασσινές μεταφορές, νομίζοντας πως θα εισπράξουν έτσι περισσότερα χρήματα· γιατί τα έξοδα δεν ήταν τα ίδια όπως και προτήτερα, αλλά είχανε γίνει ασύγκριτα μεγαλύτερα, ανάλογα με την ένταση του πολέμου, τα έσοδα όμως όσο πάει και λιγόστευαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου