Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Ο μύθος του «κρυφού σχολειού» και η εκπαίδευση στα χρόνια της τουρκοκρατίας

Ο παρών κατάλογος των σχολείων, όπου την σήμερον σώζονται
εις το ημέτερον Γένος, θέλει βεβαιώσει τα ρηθέντα
και θέλει ελέγξει ως ψευδομένους τους τα ενάντια λέγοντας
«Το Εικοσιένα. Έχουμε ως την ώρα
την ιστορία του; Φοβάμαι πως όχι.
Την μυθολογία του; Φοβάμαι πως ναι
».
Κωστής Παλαμάς ( Άπαντα 10,17)

Η κοινή ιστορική μνήμη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα των σύγχρονων εθνών. Στους προνεωτερικούς λαούς η μνήμη συντηρούνταν από τους μύθους, που λειτουργούσαν συνεκτικά για την ζωή της κοινότητας, ενώ στα σύγχρονα έθνη τον ρόλο αυτόν έχει αναλάβει η επιστήμη της ιστορίας. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι οι μύθοι έχουν χάσει την δύναμη επιρροής που ασκούν στους ανθρώπους. Απλοί στην διατύπωση και νοηματικά εύληπτοι, ακόμη και από αγράμματους, συνεχίζουν να επιδρούν στην κοσμοαντίληψη ολόκληρων εθνών, άλλοτε ευεργετικά και άλλοτε αλλοτριωτικά διαιωνίζοντας ελπίδες, πόθους, μαθήματα ζωής αλλά πολλές φορές και ψεύδη, προκαταλήψεις ή στερεότυπα. Πολλοί μύθοι στον πυρήνα τους μπορεί να έχουν ένα ιστορικό γεγονός, αλλά το πρόβλημα δημιουργείται όταν ο μύθος συγχέεται με την ιστορία καθαυτή. Η περίπτωση του «κρυφού σχολειού» αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση μύθου που σκόπιμα συγχέεται με την ιστορική πραγματικότητα θολώνοντας έτσι την ιστορική αντίληψη των Ελλήνων.

Η βασική εκδοχή του εν λόγω μύθου είναι η εξής: οι Οθωμανοί με την κατάκτηση της Πόλης υποδούλωσαν τους Έλληνες απαγορεύοντας κάθε εκδήλωση της ελληνικότητας τους με πρώτο «θύμα» την εκπαίδευση τους, αφήνοντας τους για χρόνια στο σκοτάδι της αμάθειας. Στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν τα εθνικά χαρακτηριστικά τους οι Έλληνες συνέχισαν να προσπαθούν να μορφωθούν στα κρυφά, αφού οι Οθωμανοί απαγόρευαν και κατέστρεφαν τα σχολεία τους. Ο ρόλος δε της εκκλησίας ήταν να υποθάλπει τα «κρυφά σχολειά» στους ναούς και τα μοναστήρια. Ξεχνώντας την ρήση του ποιητή ότι: «το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές», γενιές και γενιές Ελλήνων έχουν μεγαλώσει με την πίστη σε ένα ιστορικά ατεκμηρίωτο μύθευμα, που στόχο έχει περισσότερο να ενσταλάξει στους νεότερους έναν κακώς εννοούμενο εθνικισμό παρά τον υγιή πατριωτισμό. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

Με την κατάκτηση της Πόλης ο Μωάμεθ Β΄ εξέδωσε διάταγμα που έδινε συγκεκριμένα προνόμια στους χριστιανούς, μεταξύ των οποίων ήταν και η εκπαιδευτική αυτονομία τους. Οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, βεβαίως, τότε δεν υπήρχε, όπως δεν υπήρχε και την εποχή του Βυζαντίου. Κάθε πόλη και χωριό προσπαθούσε με ίδιες δυνάμεις να συντηρεί κάποιον δάσκαλο που δίδασκε τα παιδιά γραφή, ανάγνωση και βασική αριθμητική. Σε πιο απομακρυσμένες περιοχές το ρόλο του δασκάλου αναλάμβανε ο ιερέας της κοινότητας, ως ο μόνος πολλές φορές που γνώριζε στοιχειωδώς γραφή και ανάγνωση, διδάσκοντας στα παιδιά τα λεγόμενα «κολλυβογράμματα». Τα βασικά βιβλία διδασκαλίας, ειδικά μέχρι και τον 18ο αιώνα, ήταν τα εκκλησιαστικά. Γράφει ο Θ. Κολοκοτρώνης για την δική του εκπαίδευση: «Εις τον καιρό της νεότητας όπου ημπορούσα να μάθω κάτι τι, σχολεία, ακαδημίαι δεν υπήρχαν μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τα οποία εμάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν, το μεγαλείτερο μέρος των Αρχιερέων δεν ήξευραν παρά εκκλησιαστικά κατά πράξιν, κανένας όμως δεν είχε μάθησι. Το ψαλτήρι, το κτωήχι, ο μηναίος και προφητείαι, ήσαν τα βιβλία όπου ανέγνωσα».

Όσοι ήταν πλούσιοι είχαν την δυνατότητα να στέλνουν τα παιδιά τους για σπουδές στο εξωτερικό ή στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας όπου λειτουργούσαν οργανωμένα σχολεία και ακαδημίες. Ήδη από το 1454 ξεκινά την λειτουργία της στην Πόλη η Πατριαρχική Ακαδημία. Ο κύριος στόχος αυτών των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ήταν η στελέχωση των εκκλησιαστικών υπηρεσιών του Πατριαρχείου. Παράλληλα, οι απόφοιτοι βρίσκουν πεδίο δόξης λαμπρό στις διοικητικές υπηρεσίες των Οθωμανών. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ματθαίος Παρανίκας: «οι κρατούντες απ’ αυτής έτι της αλώσεως παρελάμβανον εις την υπηρεσίαν των χριστιανούς λογίους, Γραμματείς ή Γραμματικούς, καθότι η μεν στρατιωτική διοίκησις ήν βεβαίως εις τας χείρας των, η διοικητική όμως και αι μετά των ξένων διπλωματικαί διαπραγματεύσεις διεξήγοντο υπό Χριστιανών μείζω περί τα τοιαύτα πείραν εχόντων και δεξιότητα, έτι δε και της Ελληνικής γλώσσης επιτηδειοτέρας ούσης προς δήλωσιν των τύπων και εκφράσεων των διεθνών σχέσεων˙ διό επί μακρόν άπαντα της εξωτερικής αυτών υπηρεσίας τα έγγραφα ελληνιστί συνετάσσοντο».

Η λειτουργία, λοιπόν, των σχολείων με την οθωμανική κατάκτηση δεν διακόπηκε ολοκληρωτικά. Σημειώνεται, βέβαια, μια κάμψη της εκπαιδευτικής διαδικασίας, κυρίως λόγω της φυγής πολλών Βυζαντινών λογίων στην Δύση, αλλά όσα σχολεία καταφέρνουν να βρουν δασκάλους συνεχίζουν την λειτουργία τους απρόσκοπτα. Μάλιστα, ο πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός στα 1593 συμβουλεύει τους μητροπολίτες να προσπαθούν να ιδρύουν σχολεία στις έδρες τους. Από τις αρχές, όμως, του 17ου αιώνα ξεκινά σταδιακά η ίδρυση «κοινών σχολείων» και ακαδημιών σε όσα μέρη υπάρχουν ελληνικοί πληθυσμοί. Κύριοι φορείς αυτών των προσπαθειών είναι οι εύποροι Έλληνες έμποροι και η εκκλησία. Ειδικά οι πρώτοι με την παγίωση της «pax ottomana» σε μια τεράστια περιοχή, που κάλυπτε όλη την λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, γίνονται κύριοι αμύθητου πλούτου, μεγάλο μέρος του οποίου διοχετεύεται στην ίδρυση και συντήρηση ελληνικών σχολείων. Ο σκοπός λειτουργίας των σχολείων διευρύνεται και εκτός από την στελέχωση με εγγράμματο προσωπικό του Πατριαρχείου και των υπηρεσιών του οθωμανικού κράτους, συμπεριλαμβάνει πλέον και τις εμπορικές επιχειρήσεις των Ελλήνων που χρειάζονται νέους και καταρτισμένους υπαλλήλους για τα εμπορικά καταστήματα που ιδρύουν είτε εντός οθωμανικής αυτοκρατορίας, είτε στο εξωτερικό. Γράφει σχετικά ο Ματθ. Παρανίκας: «Και οι μεν κάτοικοι των παραλίων πόλεων ναυτίλοι ή έμποροι μετέβαινον δια των πλοίων των εις Σμύρνην και Αίγυπτον, τινές δε βαθμηδόν εις Ενετίαν, Γερμανίαν και Ρωσσίαν εμπορίας χάριν˙ διό παρ’ αυτοίς λίαν ενωρίς η ανάγκη των γραμμάτων εγένετο επαισθητή Ούτω δε βαθμηδόν και κατ’ ολίγον της υλικής ευημερίας προαγομένης δια του εμπορίου, της μικράς βιομηχανίας και της ναυτιλίας κατεφαίνετο απαραιτήτως των γραμμάτων η ανάγκη εις το φιλομαθές και ευφυές Έθνος, ανάγκη ισχυρά, ήτις βοηθουμένη και υπό ετέρων ευνοϊκών περιστάσεων παρήγαγε βαθμηδόν την αύξησιν και τον πολλαπλασιασμόν των εκπαιδευτηρίων». Και ο Κ. Παπαρηγόπουλος συμπληρώνει: «Αλλά από τον 17οαιώνα τα πράγματα άλλαξαν όψη με τη βαθμιαία σύσταση και ανάπτυξη πολλών Ελληνικών σχολών σ’ όλα τα μέρη της ελληνικής ηπείρου».

Ο αιώνας, όμως, που παρατηρήθηκε πραγματική έκρηξη στην ίδρυση ελληνικών σχολείων είναι ο 18ος. Από την περίοδο αυτή και έπειτα αρχίζει σταδιακά να διαμορφώνεται πιο συγκροτημένα η ελληνική αστική τάξη. Οι πλούσιοι Έλληνες έμποροι πολλαπλασιάζονται, οι εμπορικές σχέσεις με το εξωτερικό απογειώνονται και οι νέοι πλέον ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή. Ο Αδ. Κοραής γράφει σχετικά: «τας ψυχάς των νέων κατέλαβε παραχρήμα πόθος του διδάσκεσθαι και του αποδημείν τούτον δε τον πόθον επί μάλλον επηύξησεν ως εικός η υπό του μεγάλου πλούτου εμπνεομένη επιθυμία του τε επεκτείναι το εμπόριον δια καταστημάτων εν τη αλλοδαπή και του πολλαπλασιάσαι εν αυτή τη πατρίδι τα της παιδείας μέσα, ειμή χάριν εαυτών τουλάχιστον προς όφελος των ίδιων τέκνων». Την ίδια περίοδο θα εμφανιστούν και οι πρώτοι εκατομμυριούχοι Έλληνες, με πιο γνωστούς τον Ι. Βαρβάκη, τους αδερφούς Ζωσιμά, τον Ι. Πρίγκο, τα αδέρφια Καπλάνη, τους Κουντουριώτηδες, την οικογένεια Σίνα και αρκετούς ακόμη. Ο Απ. Βακαλόπουλος αναφέρει σωστά ότι: «Η οικονομική άνοδος ευνοεί την εθνική και πνευματική αναγέννηση των Ελλήνων. Τα σχολεία ιδρύονται με έξοδα των κοινοτήτων ή πλούσιων αστών». Η φιλεκπαιδευτική δράση των αστών εμπόρων θα οδηγήσει τον Αδ. Κοραή να γράψει ότι: «Ενταύθα αληθώς άρχεται η των Ελλήνων αφύπνησις πάντα δε ταύτα ενεργούνται ήρεμα και βραδέως αλλά συνεχώς και αδιαλείπτως».

Στα εμπορικά κέντρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας παρατηρείται ένας πρωτόγνωρος εκπαιδευτικός οργασμός. Στην Κοζάνη το 1740 ανοίγει σχολείο, στο οποίο θα διδάξει ο Ευγ. Βούλγαρης, στα 1759 στο Μέτσοβο, στα 1764 στην Δημητσάνα. Στην Θεσσαλονίκη ήδη από το 1721 λειτουργούσε η «Ελληνική Σχολή», ενώ στα 1757 προστίθενται δυο ακόμη σχολεία και στα 1787 ένα «Ελληνομουσείον». Στον Άθω ακμάζει την ίδια περίοδο η «Αθωνιάδα Ακαδημία». Σε Βέροια, Νάουσα και Βοδενά αναφέρονται σχολεία που λειτουργούν απρόσκοπτα από το 1658 και η λειτουργία τους αναβαθμίζεται τον 18ο αιώνα. Στις Σέρρες και στην Καστοριά οι έμποροι θα συνδράμουν στην ίδρυση σχολείων. Σιάτιστα, Γρεβενά, Κλεισούρα θα δουν τα σχολεία τους να μορφώνουν πλήθος Ελλήνων, αλλά κέντρο της εκπαιδευτικής κίνησης όλης της Ηπείρου θα καταστούν τα Γιάννενα. Στα 1742 θα ξεκινήσει την λειτουργία της η «Μαρουτσαία Σχολή» από τους αδερφούς Σίμωνα και Λάμπρο Μαρούτση, ενώ στα 1797 ο έμπορος από την Ρωσία Ζώης Καπλάνης θα χρηματοδοτήσει την «Καπλάνειον Σχολή». Οι αδερφοί Ζωσιμά, με εμπορική δραστηριότητα στην Ιταλία και την Ρωσία θα προικίσουν τα Γιάννενα εκτός από σχολείο με πτωχοκομείο και ορφανοτροφείο. Η εμβέλεια των σχολών των Ιωαννίνων είναι τεράστια, αφού στα θρανία τους θα καθίσουν και Αλβανοί και Οθωμανοί. Ο Δανός περιηγητής Peter Oluf Brøndsted σε ταξίδι του στα Γιάννενα στα 1812 γράφει σχετικά: «Κάθε χριστιανός Αλβανός που έμαθε μερικά γράμματα καταλαβαίνει τη νέα ελληνική γλώσσα, συχνά καλύτερα και από την γενέθλια γλώσσα του. Όλες οι λογοτεχνικές γνώσεις, στις ιερατικές και στις άλλες σχολές, μεταδίδονται μέσω της νέας ελληνικής γλώσσας. Διότι οι Έλληνες παραμένουν ακόμα οι δάσκαλοί τους για κάθε τι που έχει σχέση με τον πολιτισμό ή με τα μέσα, χωρίς αμφιβολία ισχνά και πενιχρά, για την πνευματική ανάπτυξη αυτής της χώρας». Σχολεία πλέον διαθέτουν όλες οι πόλεις και οι κωμοπόλεις της Ηπείρου όπως, το Ζαγόρι, η Κόνιτσα, οι Καλαρρύτες, το Συράκο, η Άρτα, η Πρέβεζα, η Παραμυθιά και η Πάργα.

Στην Θεσσαλία τα Αμπελάκια θα αναδειχτούν σε σημαντικό μορφωτικό κέντρο καθώς η τοπική βιοτεχνία και το εμπόριο θα πλουτίσουν υπέρμετρα την πόλη. Εκεί, στο περίφημο «Ελληνομουσείον» θα σπουδάσει για μερικά χρόνια και ο Ρήγας Βελεστινλής, ενώ στη σχολή, αναφέρει ο Σουηδός περιηγητής Bjornstael, διδασκόταν ακόμη και ο Αριστοφάνης. Η Ζαγορά διαθέτει σχολείο στα 1713 καθώς και οι Μηλιές από το 1745. Ακολουθούν η Μακρυνίτσα, που συντηρεί σχολή από το 1750 και η Πορταριά, της οποίας η σχολή λειτουργεί μέχρι και την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα στα 1881. Τα 24 χωριά του Πηλίου θα γνωρίσουν πρωτόγνωρη ανάπτυξη και ο Άνθ. Γαζής, που γεννήθηκε στις Μηλιές, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στα 1807: «όλαι αι κωμοπόλεις έχουσι σχολεία ελληνικά, όπου και μικραί τινες βιβλιοθήκαι ευρίσκονται. Διοικούνται κατά μεν τα πνευματικά από τον ίδιον αυτών μητροπολίτην, τον Δημητριάδος και Ζαγοράς επονομαζόμενον, κατά δε τα πολιτικά διοικούνται δημοκρατικώς με πατριωτισμόν, εξηρτημένοι αμέσως από την Κων/πολη, εκλέγοντες κατ’ έτος γέροντας, οίτινες έχουσιν όλη την φροντίδα της πατρίδος των». Οι Καστανιές, κοντά στην Καλαμπάκα, διαθέτουν σχολείο από το 1705. Η Λάρισα, αν και εκεί πλειοψηφούν οι Οθωμανοί κάτοικοι, δεν έμεινε πίσω όσον αφορά στην ίδρυση σχολείων. Στον Τύρναβο υπάρχει σχολή από το 1655 στην οποία δίδαξαν πολλοί άξιοι δάσκαλοι και η οποία αναβαθμίστηκε στα 1701 από τον μητροπολίτη Λάρισας Παρθένιο. Στα Τρίκαλα σχολείο λειτουργεί ανεμπόδιστα από τα μέσα του 16ου αιώνα για να ανασυσταθεί στα 1774.

Στην Αθήνα, που την εποχή αυτή δεν είναι παρά μια μικρή και ασήμαντη κωμόπολη, στα 1715 ο Γρηγόριος Σωτηριανός θα ιδρύσει το «Φροντιστήριον Ελληνικών μαθημάτων» το οποίο θα προικίσει και με βιβλιοθήκη. Ο Άγγλος περιηγητής R.Chandler αναφέρει για τα σχολεία της πόλης: «Στην Αθήνα λειτουργούσαν το 1765 δυο σχολεία. Το ένα είχε μια μικρή βιβλιοθήκη καθώς και ετήσια επιχορήγηση από κάποιον Αθηναίο έμπορο της Βενετίας». Πρόκειται για τον Αθηναίο Ι. Ντέκα που είχε κληροδοτήσει και σημαντικό ποσό για την συντήρηση και λειτουργία της σχολής του. Αντίστοιχα, στα 1768, θα βρεθεί στην Αθήνα ο Γερμανός περιηγητής Johann Hermann von Riedesel ο οποίος γράφει για τα σχολεία της: «Κάπου κάπου, από τα πυκνά σύννεφα του δεσποτισμού και της βαρβαρότητας προβάλλει ένα αμυδρό φέγγος αρετής και φιλοπατρίας. Λειτουργούν λ.χ. δύο δημόσια σχολεία που ιδρύθηκαν από ιδιώτες. Το ένα τώρα τελευταία από τον Αθηναίο έμπορο Ντέκα. Έχει δώδεκα τροφίμους που διδάσκονται ελληνικά γράμματα». Στην υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα το Αιτωλικό, τα Βρανιανά στα Άγραφα, το Κεράσοβο διαθέτουν σχολές ήδη από τον 17ο αιώνα και όλες τους ανασυσταίνονται με χρήματα κυρίως εμπόρων, του Πατριαρχείου ή με την οικονομική ενίσχυση των ίδιων των κοινοτήτων. Στο Μεσολόγγι ο Παν. Παλαμάς θα ιδρύσει στα 1760 την «Παλαμαία σχολή» που θα αποκτήσει μεγάλη φήμη. Στον Άγιο Κωνσταντίνο ο πλούσιος έμπορος Νικ. Λογοθέτης θα ιδρύσει σχολείο στα 1720, ενώ και οι πλούσιοι κάτοικοι του Γαλαξιδίου θα συστήσουν σχολή στα 1780.

Στην Πελοπόννησο παρατηρείται η ίδια εκπαιδευτική κίνηση. Στο Ναύπλιο αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς στα 1715, ιδρύεται σχολείο που λειτουργεί ανεμπόδιστα μέχρι και το 1821. Στην Τρίπολη μνημονεύεται σχολείο από το 1760, ενώ και στο Άργος στην μονή της «Παναγιάς της Κατακεκρυμμένης» λειτουργεί σχολείο μετά το 1790. Στην Κόρινθο και τα Καλάβρυτα βρίσκουμε σχολεία από το 1783 και 1760 αντίστοιχα. Μονεμβασιά, Γαστούνη, Αίγιο, Μυστράς και Στεμνίτσα διαθέτουν σχολεία τα οποία και αναβαθμίζονται με νέους δασκάλους. Στην Πάτρα ο πλούσιος έμπορος Ανδρ. Κατσής προσπάθησε να χρηματοδοτήσει σχολείο που λειτουργούσε μέχρι το 1757, αλλά διαφωνίες του με τον τότε μητροπολίτη Χριστόφορο τον απέτρεψαν, οπότε χρηματοδότησε σχολείο στην Αθήνα και στην Πάτμο.

Από τα νησιά του Αιγαίου, η Πάτμος ήταν από τα πρώτα νησιά που κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς στα 1454, αλλά αυτό δεν φαίνεται να εμπόδισε τους εύπορους κατοίκους του νησιού να ιδρύσουν σχολείο στα 1580, το οποίο και λειτουργούσε απρόσκοπτα σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής. Στην Σάμο ξεκινά την λειτουργία του σχολείο στα 1757, αυτό που αργότερα εξελίχθηκε στο «Πυθαγόρειον Γυμνάσιον». Σύμη, Ρόδος, Σίφνος, Σέριφος, Ύδρα, Άνδρος και συνολικά τα νησιά του Αιγαίου θα γνωρίσουν, ιδιαίτερα μετά και την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή στα 1774, πρωτόγνωρο πλούτο, μεγάλο μέρος του οποίου θα διοχετευτεί στην ανάπτυξη της παιδείας. Η Χίος ειδικά, που αποτελούσε και νησί προστατευόμενο της μητέρας του εκάστοτε Σουλτάνου, συντηρούσε σχολεία από τον 16ο αιώνα. Στα 1819 οι μαθητές διδάσκονταν λατινικά, τουρκικά, γαλλικά, άλγεβρα, γεωγραφία, μηχανική, οπτική και χημεία. Σωστά η Joelle Dalegre τονίζει ότι: «Βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά από την αποκλειστική προσήλωση στην Αγία Γραφή και τον Αριστοτέλη». Αλλά και στην υπόλοιπη οθωμανική αυτοκρατορία οι πόλεις με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό συντηρούν πλήθος σχολείων και εκπαιδευτηρίων. Αντίστοιχα και οι παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Σμύρνη, οι Κυδωνίες, η Τραπεζούντα θα καταστούν εκπαιδευτικά κέντρα με τεράστια εμβέλεια.

Και είναι τέτοιο το κύμα ίδρυσης νέων σχολείων που πλέον κάθε πόλη και κωμόπολη με ισχυρή ελληνική παρουσία διαθέτει τουλάχιστον ένα κοινό σχολείο. Ο William Martin Leake στα 1814 σημειώνει: «Δεν υπάρχει σήμερα ελληνική κοινότητα έστω και με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, τόσο μέσα στην Ελλάδα όσο και στις περιοχές της Τουρκίας ή σ’ αυτές που είναι υπό αυστριακή ή ρωσική κυριαρχία, που να μην έχει ένα σχολείο για την εκμάθηση της αρχαίας γλώσσας και, σε πολλές περιπτώσεις, των άλλων κλάδων της εκπαίδευσης». Ο Κ. Παπαρηγόπουλος επιβεβαιώνει τον Άγγλο περιηγητή: «Από τότε λοιπόν ή ιδρύθηκαν ή τελειοποιήθηκαν πολλές άλλες σχολές στην Πελοπόννησο, στη Στερεά, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στην Κωνσταντινούπολη, στο Ιάσιο, στο Βουκουρέστι. Δάσκαλοι ονομαστοί αντήχησαν σ’ όλη αυτή την περίοδο της αναβίωσης του Ελληνισμού από τη μια ως την άλλη άκρη της ελληνικής Ανατολής». Σε πολλές περιοχές τα εκπαιδευτικά ιδρύματα παίρνουν διάφορα ονόματα όπως «φροντιστήριον», «μουσείον», «ακαδημία» κ.λπ. Η περίοδος έχει χαρακτηριστεί, όχι άδικα, ως «νεοελληνικός διαφωτισμός». Πράγματι, οι ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού αρχίζουν να κάνουν, δειλά-δειλά είναι αλήθεια, την εμφάνισή τους στον ελληνικό κόσμο. Διάφοροι λόγιοι, έχοντας σπουδάσει στο εξωτερικό μεταλαμπαδεύουν στην Ανατολή τις νέες ιδέες του φιλελευθερισμού, του εθνικισμού και της λογικής. Στα σχολεία παρατηρείται μια στροφή προς την εκκοσμικευμένη παιδεία, με την εισαγωγή νέων μαθημάτων, όπως της βιολογίας, των μαθηματικών, της αστρονομίας, της φυσικής και της χημείας. Νέες εκδόσεις και μεταφράσεις στα ελληνικά θα δώσουν στους νέους την δυνατότητα να εντρυφήσουν στις ιδέες των Ευρωπαίων φιλοσόφων κάνοντας την παραδοσιακή θεοκρατία να κλονίζεται από την νεωτερική αιτιοκρατία. Ο Ν. Σβορώνος σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η μελέτη των μαθηματικών, της φυσικής, της χημείας κ.λπ. βρίσκονται στη βάση του νέου πνευματικού προσανατολισμού˙ αλλ’ η εξάπλωση των εφαρμοσμένων επιστημών δεν έχει πια σαν μοναδικό σκοπό τον εμπλουτισμό των πρακτικών γνώσεων, αλλά και συνεισφέρει στην ανανέωση της θεωρητικής σκέψης και στη δημιουργία μιας νέας αντίληψης για τη ζωή, φέρνοντας τους Έλληνες διανοούμενους σ’ επαφή με την ορθολογιστική σκέψη της εποχής».

Το γεγονός αυτό δημιούργησε και τις πρώτες αντιδράσεις του Πατριαρχείου, που είδε την πρωτοκαθεδρία που απολάμβανε στην εκπαίδευση του λαού να κλονίζεται. Ο Γ. Κορδάτος σημειώνει σωστά: «Η καινούργια ιδεολογία που άρχισε να διαμορφώνεται, σαν αντικαθρέφτισμα των νέων παραγωγικών δυνάμεων και που ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα της καινούργιας τάξης, που ολοένα ανέβαινε και αποχτούσε οικονομική και πολιτικοκοινωνική δύναμη, ήρθε σε αντίθεση και σε σύγκρουση με τα «πάτρια», δηλαδή με την παλιά παράδοση, που στο επίπεδο της ιδεολογίας την εκπροσωπούσε η εκκλησιαστική φιλολογία». Λόγιοι όπως ο Μεθ. Ανθρακίτης, ο Ιωσηπ. Μοισιόδακας, ο Αθ. Ψαλίδας και πολλοί ακόμη αφορίστηκαν λόγω των διδασκαλιών τους. Ο Αδ. Κοραήςστηλιτεύει την στάση του Πατριαρχείου ως εξής: «Πατριάρχαι προέτρεπον του χριστιανούς να μη απασχολούνται εις την ελληνικήν παιδείαν και εις την των Ευρωπαίων μωροσοφίαν, ως εναντίαν της χριστιανικής πολιτείας, αλλά μόνον εις την γραμματικήν, στηριζομένην εις την εξήγησιν των εκκλησιαστικών πατέρων. Οι Πλάτωνες και οι Αριστοτέλαι, οι Νεύτωνες και οι Καρτέσιοι, τα τρίγωνα και οι λογάριθμοι, φέρνουν κατά το λέγειν των παπάδων αδιαφορίαν εις τα θεία». Το Πατριαρχείο ουσιαστικά έχανε το έλεγχο πάνω στο νου των ραγιάδων. Σε μια προσπάθεια να ανατρέψει το κοπερνίκειο σύστημα, εξέδωσε βιβλίο με τίτλο «Τρόπαιον» προσπαθώντας να αναιρέσει τις απόψεις του Πολωνού αστρονόμου. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι απαγόρευσε ακόμη και την ονοματοδοσία των τέκνων των χριστιανών με αρχαιοελληνικά ονόματα… Λάβρος κατά των νέων εκπαιδευτικών προγραμμάτων ο Ναθαναήλ Νεοκαισάρειος θα γράψει στα 1802 έναν καταγγελτικό λόγο ενάντια στις «άθεες» διδασκαλίες προειδοποιώντας τους πιστούς χριστιανούς: «Αποφεύγετε την Ευρώπη όσο είναι δυνατόν και μην αποφεύγετε λιγότερο όσους σας έρχονται απ’ την Ευρώπη μην τείνετε το ους στα στόματα αυτών των Αντί- Χριστων, σ’ αυτά τα φαρμακερά στόματα που επιφέρουν το θάνατο». Μάταια προσπαθούσε και ο Αθ. Πάριος να επιτεθεί στους λόγιους που έρχονταν από την Ευρώπη γράφοντας την «Αντιφώνησιν προς τον παράλογον ζήλον των από Ευρώπης ερχομένων φιλολόγων». Σωστά σημειώνει και ο Ν. Σβορώνος ότι: «Αρχικά η εκκλησία, ανήσυχη μπροστά στις νέες φιλοσοφικές τάσεις γίνεται συντηρητική ως την αντίδραση. Καταδικάζει τις νέες προσπάθειες μόλις εμφανίζονται».

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι «κρυφό σχολειό» ουδέποτε υπήρξε. Οι Οθωμανοί δεν είχαν κανέναν απολύτως λόγο να φοβούνται την ίδρυση σχολείων από τους ραγιάδες. Σε πολλά μέρη, μάλιστα, έστελναν και οι ίδιοι τα παιδιά τους στα ελληνικά εκπαιδευτήρια. Η επάνδρωση του οθωμανικού διοικητικού μηχανισμού απαιτούσε ανθρώπους με μόρφωση και γνώση ξένων γλωσσών, εφόδια που παρείχαν τα Ελληνικά σχολεία. Τις μεγαλύτερες αντιδράσεις για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στα νέα σχολεία δημιούργησε, μάλλον, το Πατριαρχείο παρά οι Οθωμανοί. Ο Ν. Βάμβας δήλωνε ξεκάθαρα στα 1820 ότι: «Είτε από αδιαφορία, είτε, ως αρχή, η Υψηλή Πύλη δεν αντιτάχθηκε καθόλου στην πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας. Οι πραγματικοί εχθροί σε αυτήν την ευτυχισμένη παλιγγενεσία βρίσκονται στους κόλπους μας˙ και αν οι προσπάθειες μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προλήψεις ή την αδιαφορία αυτού του ισχυρού κλήρου που είναι σήμερα ο πρώτος κορμός του ελληνικού έθνους, λίγα θα απομείνουν να κάνουμε απέναντι στους Τούρκους». Όσο η εκκλησία ήταν υπεύθυνη για το περιεχόμενο των σπουδών, αυτές περιορίζονταν στην μελέτη αρχαίων ελληνικών, λατινικών και θεολογίας. Η έλευση των νέων ιδεών συγκλόνισε την χριστιανική θεοκρατία και δημιούργησε ρήγματα στην πνευματική της πρωτοκαθεδρία. Τα μαθηματικά και η φιλοσοφία άνοιξαν ένα «γενναίο νέο κόσμο» που ήταν άγνωστος στους ραγιάδες πριν. Οι λόγιοι, πολλοί από αυτούς πρώην ιερωμένοι, σπουδάζοντας στο εξωτερικό ένιωσαν την ανάγκη να συνδράμουν στην αναγέννηση του έθνους με το να το βγάλουν από τον σκοταδισμό και την αμάθεια. Αντί άλλης απαντήσεως εισέπρατταν αφορισμούς και κατάρες από τον μονίμως αντιδραστικό κλήρο. Ο μύθος του «κρυφού σχολειού», που διαδόθηκε ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα με τη συμβολή ενός ρομαντικού ρεύματος στην λογοτεχνία, υπηρέτησε τον Ελληνικό εθνικισμό της περιόδου συνδράμοντας στην δαιμονοποίηση των Τούρκων.

Από τους Έλληνες ιστορικούς της περιόδου κανείς δεν αναφέρεται στο «κρυφό σχολειό» ως ιστορική πραγματικότητα. Αν όντως υπήρχε, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος να μην αναφέρεται. Ο Γ. Βλαχογιάννης είναι σαφής για το ζήτημα: «Κρυφό σκολειό πουθενά δε στάθηκε σε χωριά ή χώρες. Οι Τούρκοι ποτέ δεν απαγόρεψαν τα σκολειά». Πράγματι, τα σχολεία φαίνεται ότι καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας λειτουργούσαν ελεύθερα και ανεξάρτητα από τον κατακτητή. Ειδικά στις περιοχές των Βαλκανίων που οι Οθωμανοί ήταν μειοψηφία και οι ελληνικές κοινότητες αυτόνομες δεν είχαν κανέναν λόγο να εμποδίσουν την λειτουργία των σχολείων. Αντίστοιχα και ο Μαν. Γεδεών, Μέγας Χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, βεβαιώνει ότι: «Μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνων εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων βεζίρην ή αγιάνην ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ή οικοδομήν, τουθ’ όπερ ηδύνατο να συμβή κατόπιν καταγγελίας Χριστιανού τινός, απεριτμήτου Τούρκου, καθώς ωνόμαζον αυτούς η τουρκική κυβέρνησις, ανεχομένη την Χριστιανικήν θρησκείαν, εγίγνωσκεν, ότι εις τους ναούς αναγιγνώσκουσι και ψάλλουσιν οι παππάδες και οι ψάλται, και ότι τα αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα, έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως˙ και συνεπώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελίοις διδασκαλίαν».
----------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Άλκης Αγγέλου, «Το κρυφό σχολειό, χρονικό ενός μύθου», εκδ. Εστία.
  • Ματθ. Παρανίκα, «Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ΙΘ΄) εκατονταετηρίδος», εκδ. Α. Κορομηλά.
  • Τρ. Ευαγγελίδης, «Η παιδεία επί τουρκοκρατίας», εκδ. Α.Π. Χαλκιόπουλου.
  • Π. Καρολίδης, «Τα ελληνικά γράμματα κατά τους χρόνους του χριστιανικού ελληνισμού».
  • Ε. Βουραζέλη, «Ο βίος του ελληνικού λαού κατά την τουρκοκρατίαν».
  • Αν. Γούδα, «Βίοι παράλληλοι», τομ. Β΄, εκδ. Χ.Ν. Φιλαδελφέως.
  • Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδ. 20ος αιώνας και «Ο Ρήγας Φεραίος και η βαλκανική ομοσπονδία», εκδ. Επικαιρότητα.
  • Κ. Παπαρηγόπουλος, «Ιστορία του ελλ. έθνους», εκδ. Αλέξανδρος.
  • Απ. Βακαλόπουλος, «Νέα ελληνική ιστορία», εκδ. Βάνιας.
  • Ν. Σβορώνος, «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας», εκδ. Θεμέλιο.
  • Ζ. Νταλέγκρ, «Έλληνες και Οθωμανοί», εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.
  • J.L.S. Bartholdy, «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα», εκδ. Εκάτη. «Ο Αλή Πασάς όπως τον γνώρισα, οι μαρτυρίες δυο ταξιδιωτών», εκδ. Ισνάφι.
  • Κ. Σιμόπουλος, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», εκδ. Πιρόγα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου