Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Η Επικούρεια φιλοσοφία για την «Ελεύθερη βούληση του ανθρώπου»

Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να καταδείξει ότι, τη μελέτη του προβλήματος της «ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου», γίνεται προσπάθεια να την αποδώσουν σε ξένους διανοούμενους ενώ ένας εκ των μεγίστων Ελλήνων φιλοσόφων, ο Επίκουρος έχει ασχοληθεί διεξοδικά και αποτελεσματικά με αυτήν, γεγονός που αποκρύπτεται και απαξιώνεται, όπως και πολλά άλλα, από ξένους και δυστυχώς και Έλληνες συγγραφείς, όπως περιέγραψα σε άλλο άρθρο και διάλεξή μου.

Είναι τόσο μεγάλη η αρχαία ελληνική γραμματεία και φιλοσοφική βιβλιοθήκη, ώστε πολλοί δυστυχώς Έλληνες και ξένοι προσπάθησαν και προσπαθούν διαχρονικά να μειώσουν αυτήν και μέχρι τώρα, το πέτυχαν σε κάποιο βαθμό.

Έτσι, στο παραπάνω θέμα, είναι περίεργο, να γίνεται κάτι ανάλογο από Έλληνες, υπό μορφήν παραλείψεως αναφοράς στον Επίκουρο, που πρωτοδιατύπωσε μια φιλοσοφική ιδέα και θεωρία, ώστε να διερωτάται κανείς για την πηγή και σκοπιμότητα του ιδιότυπου αυτού ανθελληνισμού, αν και έχουμε διατυπώσει, από μακρού, ότι ο ανθελληνισμός πηγάζει στην Ελλάδα. Από την άλλη μεριά, παρατηρείται, εδώ και στα ξένα, μια ατέλειωτη σειρά δημοσιεύσεων, που εξάρουν και υμνούν την αρχαιοελληνική γραμματεία, σε τέτοιο βαθμό ώστε να φθάνουν στο σημείο να θεοποιήσουν αυτήν.

Το θέμα της ύπαρξης ή μη «Ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου», είναι αρκετά παλαιό και ανέκυψε επιστημονικά στην προσωκρατική περίοδο, όταν ο Δημόκριτος διατύπωσε και ανάπτυξε τις φυσικές του θεωρίες, από τις απλούστερες φυσικές έννοιες μέχρι την ατομική θεωρία, με τον δάσκαλό του Λεύκιππο. Το θέμα βέβαια της ειμαρμένης ή μοίρας, ήταν παλαιότερο, αλλά πήρε επιστημονική έκφραση, με τις θεωρίες του Δημόκριτου.

Ο Δημόκριτος, ως καθαρός φυσικός επιστήμων, περιέγραψε την «αιτιοκρατική θεώρηση του πίπτοντος σώματος ή αι ατόμου» ώστε τούτο να πέφτει καθέτως, και μάλιστα πάντα στο ίδιο σημείο, (αν ξεκινήσει από το ίδιο σημείο) χωρίς αποκλίσεις και για αυτό, μπορούμε να πούμε ότι ο Δημόκριτος είναι ο πρώτος ντετερμινιστής και αιτιοκράτης.

Ο Δημόκριτος ήταν υποχρεωμένος να δεχθεί την αιτιοκρατία ή ετεραρχία, σύμφωνα με την οποία, οτιδήποτε πρόκειται να συμβεί, είναι προσδιορισμένο από πριν ότι θα συμβεί, όπως και θα συμβεί (πτώση του σώματος αν αφεθεί ελεύθερο). Η αντίληψη αυτή βασίζεται στην αρχή ότι τίποτε στον κόσμο δεν δημιουργείται εκ του μηδενός, αλλά ότι το καθετί προέρχεται από κάπου, ότι έχει κάποια αιτία.

Αν λοιπόν, τα πάντα ανάγονται σε προγενέστερες αιτίες, τότε το σύμπαν διέπεται από μια απόλυτη αναγκαιότητα, υπό την έννοια, ότι το μέλλον είναι ήδη γνωστόν, καθορισμένο από το παρόν, το οποίο με τη σειρά του, έχει καθορισθεί από το παρελθόν. Η αιτιοκρατική αντίληψη, για τον κόσμο, έχει προσλάβει διάφορες μορφές, την θεολογική, τη μεταφυσική, τη λογική και την επιστημονική αιτιοκρατία.

Η θεολογική αιτιοκρατία συνδέεται με την ύπαρξη του θεού, ενώ η μεταφυσική που διατυπώθηκε από τους Στωικούς, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο λόγος, από τον οποίο δημιουργήθηκε ο κόσμος, έχει διαχυθεί σε κάθε σημείο του σύμπαντος, έτσι ώστε να διέπεται από μια τάξη και αναγκαιότητα, την ειμαρμένη (μοίρα), σύμφωνα με την οποία, οτιδήποτε και αν συμβεί είναι προκαθορισμένο. Ο Ηράκλειτος, ενωρίτερα, είχε διατυπώσει την ιδέα, ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου δημιουργεί τη μοίρα του, υπάρχει δηλαδή μια προσωπική μοίρα. Είναι όμως έτσι; Ποιος καθορίζει τη ζωή του καθενός μας, ο ίδιος; η τύχη; ή η ανώτερη δύναμη και ποια είναι αυτή; Μπορεί ο άνθρωπος να αλλάξει τη μοίρα του;

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο οποίος διατύπωσε τη θέση της λογικής αιτιοκρατίας, παρατήρησε ότι το κάθε τι, κατ’ ανάγκη, είτε υπάρχει, είτε όχι, είτε θα συμβεί, είτε δεν θα συμβεί.

Ο Λαπλάς, από τους βασικούς εκφραστές της επιστημονικής αιτιοκρατίας, παρατήρησε ότι «μια διάνοια που θα γνώριζε σε κάποια δεδομένη στιγμή όλες τις παριστάμενες στη φύση δυνάμεις, και την αντίστοιχη κατάσταση των πραγμάτων που τη συνθέτουν, θα ήταν σε θέση να συλλάβει, σε ένα απλό τύπο, τόσο τις κινήσεις όσο και την ενέργεια των στοιχειοδεστέρων σωμάτων». Αυτό όμως καταρίφθηκε από τον Χαιζενμπεργκ και την αρχή της απροσδιοριστίας του, την οποία εμπνεύστηκε από τον διάλογο του Κρατύλου με τον Πλάτωνα.

Η μεγαλύτερη δυσκολία, σχετικά με την αντίληψη της αιτιοκρατίας, γενικά, αφορά στη σχέση της με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Έτσι, αν υιοθετηθεί η αιτιοκρατική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία, το καθετί είναι εκ των προτέρων δεδομένο, τότε και οι πράξεις του ανθρώπου είναι προκαθορισμένες και, ως εκ τούτου, η «ελευθερία της βούλησης» του είναι αδύνατη. Ωστόσο υπήρξαν επιχειρήματα, όπως εκείνα των εκπροσώπων της στωϊκής φιλοσοφίας, του Χιουμ, Καντ και Χόμπαρτ, με τα οποία οι εισηγητές των επιδίωξαν να δείξουν ότι η αιτιοκρατία είναι συμβατή με την «Ελεύθερη βούληση» αν και υπάρχει βέβαια πολύ προγενέστερη λύση του προβλήματος από τον Επίκουρο, όπως θα αναπτύξουμε παρακάτω, αλλά η αναφορά μας σε μερικούς μεταγενέστερους γίνεται ακριβώς για να καταδείξουμε ότι, αποσιωπώντας μερικοί τον Επίκουρο δημιουργούν σφετερισμό των θεωριών του Επίκουρου από άλλους, ως π.χ. αναφερθέντας παραπάνω μεταγενεστέρως.

Η μεγαλύτερη δυσκολία, σχετικά με την αντίληψη της αιτιοκρατίας, αφορά στη σχέση της με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Έτσι, αν υιοθετηθεί η αιτιοκρατική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία, το καθετί είναι εκ των προτέρων δεδομένο, τότε και οι πράξεις του ανθρώπου είναι προκαθορισμένες και, ως εκ τούτου, η «ελευθερία της βούλησης» του είναι αδύνατη. Ωστόσο υπήρξαν επιχειρήματα, όπως εκείνα των εκπροσώπων της στωϊκής φιλοσοφίας, του Χιουμ, Καντ και Χόμπαρτ, με τα οποία οι εισηγητές των επιδίωξαν να δείξουν ότι η αιτιοκρατία είναι συμβατή με την «ελεύθερη βούληση» αν και υπάρχει βέβαια πολύ προγενέστερη λύση του προβλήματος από τον Επίκουρο, όπως θα αναπτύξουμε παρακάτω, αλλά η αναφορά μας σε μερικούς μεταγενέστερους γίνεται ακριβώς για να καταδείξουμε ότι, αποσιωπώντας μερικοί τον Επίκουρο δημιουργούν σφετερισμό των θεωριών του Επίκουρου από άλλους.

Κατά την στωϊκή φιλοσοφία, η «ειμαρμένη» που εκφράζει την αιτιοκρατική αντίληψη των εισηγητών της, για τον κόσμο, ορίζει εκ των προτέρων όλες τις δυνατότητες, υπό τις οποίες ενδέχεται να εκδηλωθεί ένα γεγονός. Αν π.χ είμαι άρρωστος υπάρχει η δυνατότητα να καλέσω έναν καλό γιατρό, που θα με βοηθήσει να γίνω καλά, όπως υπάρχει η δυνατότητα να καλέσω έναν κακό γιατρό. Υπάρχει η δυνατότητα να πάρω ένα φάρμακο κ.ο.κ. Όλες οι δυνατότητες είναι δεδομένες στα πλαίσια της ειμαρμένης και είναι γνωστό, εκ των προτέρων, τι θα συμβεί αν επιλέξω την α ή την β δυνατότητα, καλό ή κακό γιατρό κ.ο.κ.

Ο Χιουμ εξ άλλου υποστήριξε ότι ο ισχυρισμός ότι η αιτιοκρατία είναι ασυμβίβαστη με την «ελεύθερη βούληση», είναι προϊόν μιας εννοιολογικής σύγχυσης. Της σύγχυσης μεταξύ των διαφόρων σημασιών του όρου «αιτία». Κατά τον Χιουμ, όταν λέμε ότι μια πράξη είναι ελεύθερη, δεν εννοούμε ότι είναι αναίτια. Αν π.χ. θέλω να σηκώσω το χέρι μου, έχει μία αιτία, τη βούλησή μου ή την πρόθεσή μου να σηκώσω το χέρι μου.

Ο Καντ ευθυγραμμιζόμενος με τις θέσεις του Χιουμ, ταύτισε την ελευθερία της βούλησης με την αυτονομία της βούλησης, τη βούληση που δρα βάσει νόμων, κανόνων ή αρχών, που θέτει η ίδια στον εαυτό της, βάσει αιτιών δηλαδή που υπόκεινται στον έλεγχό της.

Ο Χόμπαρτ προχώρησε ακόμη πιο πέρα, από τον Χιουμ, και υποστήριξε ότι η αιτιοκρατία, η αντίληψη ότι το κάθε τι έχει κατ’ ανάγκην κάποια αιτία, όχι μόνο είναι συμβάσιμη με την ελευθερία της βούλησης, αλλά αποτελεί αναγκαία προϋπόθεσή της.

Κατά τον Χόμπαρτ συγκεκριμένα, αν οι πράξεις είναι ανεξάρτητες από την θέληση, την πρόθεση και γενικά από οποιαδήποτε αιτία, υπάρχει μέσα στο πράττον άτομο, όπως στην περίπτωση π.χ. που κάποιος, όντας υπό την επήρεια ισχυρού ναρκωτικού, κινεί τα χέρια του χωρίς να έχει συνείδηση των κινήσεων αυτών, τότε οι πράξεις του δεν είναι ελεύθερες. Οι μορφές αυτές αιτιοκρατίας, με τις οποίες οι φιλόσοφοι Χιουμ, Καντ και Χόμπαρτ, επεχείρησαν να συγκεράσουν την αιτιοκρατική αντίληψη με την ελευθερία της βούλησης, η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της ηθικής συμπεριφοράς, συγκροτούν ό,τι αποκάλεσε ο Γουΐλιαμ Τζέϊμς, ήπια αιτιοκρατία.

Την κατηγορία αυτή της αιτιοκρατίας ο παραπάνω την αντιδιάστειλε, προς αυστηρή αιτιοκρατία, στα πλαίσια της οποίας, αποκλείεται η ιδέα της ελευθερίας και ο άνθρωπος θεωρείται πως είναι, ό,τι είναι, και πράττει, όχι γιατί έτσι αποφασίζει ο ίδιος, αλλά διότι είναι αναγκασμένος από τους νόμους και τις συνθήκες που υφίστανται, ανεξάρτητα από αυτόν.

Δεν θα συνεχίσω να εξιστορώ άλλες απόψεις, διότι όλοι τους αναμασούν ή μικροτροποποιούν τις υπάρχουσες, για να έλθω κατ’ ευθείαν στον Επίκουρο, ο οποίος έδωσε πράγματι μια μεγαλοφυή φιλοσοφική απάντηση στο πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, από την μια μεν μεριά ως συνεχιστής, αναμορφωτής των απόψεων της δημοκρίτειας φυσικής φιλοσοφίας, και από την άλλη, είναι αυτός, ο οποίος με μια πράγματι καταπληκτική ιδέα-επινόηση, της απόκλισης ή παρέγκλισης, έδωσε την σωστή λύση, όπως γλαφυρά την περιέγραψε ο Κ. Μαρξ στην διατριβή του για την «Διαφορά επικούρειας και δημοκρίτειας φυσικής φιλοσοφίας» (μαζί με άλλες διαφορές).

Τι είπε λοιπόν ο Επίκουρος και πώς έλυσε το μεγάλο αυτό φιλοσοφικό πρόβλημα; Ο εκ των μεγίστων ελλήνων φιλοσόφων είπε: όχι, δεν πέφτει καθέτως το άτομο προς τα κάτω και σε ευθεία γραμμή. Δάσκαλέ μου, Δημόκριτε κάνεις λάθος. Το κάθε σώμα, το κάθε άτομο μπορεί, κατά την κάθοδό του, να αποκλίνει, έστω ελαχιστότατα, και αυτή η παρέκκλιση από την κάθετο γραμμή δημιουργεί αυτονομία και ελευθερία, η οποία επεκτεινόμενη στις ανθρώπινες πράξεις, δημιουργεί την ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου. Αυτό κι αν είναι ανθρώπινη μεγαλοφυΐα!

Είδαμε στην αρχή του άρθρου ότι ο Δημόκριτος, ως φυσικός επιστήμων, δέχεται αναγκαστικά ότι κάθε σώμα θα πέσει καθέτως, χωρίς απόκλιση, γεγονός που σημαίνει ότι η πτωτική κίνηση είναι αναγκαστικά η κίνηση που χαρακτηρίζει την έλλειψη αυτοτέλειας και υποταγή στην νομοτέλεια. Αυτό μεταφερόμενο στον άνθρωπο, απαγορεύει την «ελεύθερη βούληση αυτού» και τον κάνει αιχμάλωτο της μοίρας, ανήμπορο να αλλάξει την ζωή του που, αναγκαστικά, θα ακολουθεί τον καθορισμένο και υποχρεωτικό δρόμο.

Απεναντίας, με την φιλοσοφική επινόηση του Επίκουρου, και την χρήση της απόκλισης από την ευθεία πτωτική γραμμή του ατόμου, δεν αποτελεί κάποιο ιδιαίτερο επιμέρους προδιορισμό, που εμφανίζεται τυχαία στην επικούρεια φυσική. Ο νόμος, που εκφράζουν τα παραπάνω, διέπουν ολόκληρη την επικούρεια φιλοσοφία, να εξαρτιέται από το πεδίο της εφαρμογής του, γεγονός το οποίο ήλθε να επιβεβαιωθεί ύστερα από 2.500 χρόνια μετά, από την σύγχρονη φυσική.

Σε αντίθεση με τον Επίκουρο, ο Δημόκριτος μετατρέπει σε βίαιη κίνηση και σε πράξη, της τυφλής αναγκαιότητας, ό,τι για το πρώτο αποτελεί πραγμάτωση της έννοιας του ατόμου.

Ας δούμε τώρα σε κάποια έκταση αναλυτικά την φυσική και φιλοσοφική θεωρία του Επίκουρου, που τόσο μεγάλη επέκταση και σημασία είχε στην ζωή του ανθρώπου, που τον ξεχωρίζει από τον Δημόκριτο και του απομένει τον τίτλο του ιντετερμινιστή. Εξ άλλου, για τον Επίκουρο και την σχολή του, η φιλοσοφία υπηρετεί την ζωή και έχει αποκλειστικό και μοναδικό σκοπό, όπως κάθε γνώση και ενέργεια, να φέρει την γαλήνη και την ευτυχία. Αυτό λέει ο επικούρειος ορισμός της φιλοσοφίας, που μας τον έσωσε ο Σέξτος ο Εμπειρικός.

Η θεωρία της απόκλισης ή παρέγκλισης των ατόμων, κατέχει τον βασικό ρόλο στην φυσική του Επίκουρου. Στην αρχαιότητα η θεωρία αυτή επικρίθηκε σκληρότατα, ιδιαίτερα από τον Κικέρωνα. Μόνο στον 20ο αιώνα, δηλαδή σχεδόν πρόσφατα, για πρώτη φορά, μετά τον Επίκουρο, υποστηρίχθηκαν από την μικροφυσική θέσεις ανάλογες με την μεγαλοφυή σύλληψη της ατομικής απόκλισης.

Θέσεις στηριζόμενες σε εργαστηριακές παρατηρήσεις της συμπεριφοράς των υποατομικών σωματιδίων, οι οποίες ανατρέπουν την αρχή της μηχανιστικής αιτιότητας.

Η «παρέγκλιση» είναι, κατά πρώτον λόγον, μια υπόθεση στην φυσική που σκοπό έχει να εξηγήσει την δημιουργία της ύλης μέσω της ένωσης των ατόμων, διότι αν τα άτομα πήγαιναν παράλληλα και δεν απόκλιναν δεν θα συγκρούονταν και δεν θα δημιουργούνταν νέα σώματα. Κατά δεύτερο λόγο, είναι ένας ηθικός νόμος: το άτομο, κατά μία έννοια, αποτελεί το πρότυπο του αυτόνομου ανθρώπου. Όπως τους θεούς του Επίκουρου τους διακρίνει η μεγαλύτερη ελευθερία, και τον σοφό η απόλυτη λύτρωση, όμοια το άτομο ορίζεται από την ικανότητα να αυτοπροσδιορίζεται.

Όπως λοιπόν το άτομο ελευθερώνεται από την σχετική του ύπαρξη, την ευθεία πτωτική του γραμμή, ξεφεύγοντας και αποκλίνοντας από αυτήν, έτσι και ολόκληρη η επικούρεια φιλοσοφία αποκλίνει από την δεδομένη συγκεκριμένη πράξη, όταν αυτή επιβάλει περιορισμούς. Η απόκλιση αυτή συμβαίνει πάντοτε, όποτε αποσκοπείται να παρουσιασθεί η έννοια της αυτοτέλειας.

Αυτήν την έννοια, δηλαδή της αποκλίσεως των ατόμων, ο Επίκουρος την εισήγαγε για τον εξής λόγο, που είναι αληθινός: Μήπως τυχόν, αν πάντοτε το άτομο κατευθύνεται από μια φυσική και αναγκαία βαρύτητα, δεν απομένει πια για εμάς ούτε ίχνος ελεύθερης βούλησης, αφού η ψυχή μας θα κινούνταν με τον τρόπο που επιβάλλει η κίνηση των ατόμων; Ενώ ο Δημόκριτος, ο δημιουργός της ατομικής θεωρίας, προτίμησε να δεχθεί ότι όλα γίνονται από ανάγκη και με την επιταγή της ειμαρμένης. Έχει λοιπόν τεράστια φιλοσοφική σημασία και κοινωνική επέκταση και καλύπτει η επικούρεια φιλοσοφία πολλές διαστάσεις και επίπεδα.

Στην φυσική, η θεωρία της παρέκκλισης των ατόμων, κατευθύνεται ενάντια στην μηχανιστική (αιτιοκρατική) αντίληψη του Δημόκριτου. Η ιδέα της αυθόρμητης απόκλισης των ατόμων, δηλαδή η δυνατότητα τυχαίας ατομικής συμπεριφοράς, ήταν εξαιρετικά μεγάλης σημασίας για την αναγνώριση της τύχης και της αναγκαιότητας στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων.

Δεν γνωρίζει λοιπόν ο ανθελληνιστής αρθρογράφος, όποιος και αν είναι, ότι τα άτομα διαθέτουν και μία ελεύθερη κίνηση, την οποία δεν την προέβλεψε ο Δημόκριτος αλλά την επινόησε ο Επίκουρος, και αποτελεί αυτή μία από τις βασικές διαφορές της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας;

Ο επικουρισμός είναι μεν αντίθετος με την δημοκρίτεια φιλοσοφία, αλλά είναι μια παραλλαγή του ατομισμού. Οι επικούρειοι βέβαια, σε πολλά σημεία, διαφωνούσαν με τον Δημόκριτο, θεωρούσαν όμως τον εαυτό τους ως οπαδό του και είχαν μεγάλο σεβασμό γι’ αυτόν. Υπήρχαν βέβαια τότε (όπως και τώρα) αντίπαλοι του Επικούρου, που προσπαθούσαν να τον συκοφαντήσουν (ή τώρα να τον αποσιωπήσουν), πλαστογραφώντας διάφορες ανύπαρκτες επιστολές του, υπό το όνομά του, στις οποίες υποτίθεται ότι ο Επίκουρος ευτέλιζε τον Δημόκριτο, αλλά και προγενέστερους φιλοσόφους. Αυτά ήταν πλασματικά, διότι σε αντίθεσή τους, ο Επίκουρος έλεγε ότι ακόμα και λάθη του Δημόκριτου πρέπει να αντιμετωπίζονται με κατανόηση, επειδή είναι λάθη του Δημόκριτου. Εδώ φαίνεται ο βαθύς σεβασμός του Επικούρου προς τον δάσκαλό του, τον Δημόκριτο.

Αυτή είναι η αλήθεια και η προέλευση και προσέγγιση του προβλήματος της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, ως και η λύση του από τον Επίκουρο, κατά τρόπο ευφυέστατο με την καταπληκτική επινόηση της παρέγκλισης που επιβεβαιώνεται από την σύγχρονο φυσική μετά 2.500 χρόνια. Αυτός ήταν ο εκ των μεγίστων ελλήνων φιλοσόφων, που μερικοί τον αγνοούν, ιδίως αυτοί που γράφουν ειδικά άρθρα για την ανθρώπινη βούληση και την ειμαρμένη.

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ

Ένα από τα θεμελιώδη οριακά προβλήματα της γνώσης είναι αυτό της ελεύθερης βούλησης. Επειδή ακριβώς είναι οριακό πρόβλημα, βρίσκεται στον πυρήνα των καθαρά φιλοσοφικών προβλημάτων. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν υπάρχει οριστική λύση του προβλήματος αλλά εναλλακτικές προσπάθειες ψηλάφησής του, πάντοτε στα εκάστοτε μεταβαλλόμενα πλαίσια κάποιας φιλοσοφικής θεωρίας.

Ποιος είναι ο πυρήνας του προβλήματος της ελεύθερης βούλησης; Ο πυρήνας αυτός σχετίζεται με την ανοικτή απορία, που αναφέρεται στη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του δρώντος ατόμου στο πλαίσιο ενός αιτιοκρατικά δομημένου σύμπαντος ή, έστω, ενός σύμπαντος προκαθορισμένου ως προς την χρονική του εξέλιξη. Η αιτιακή εξάρτηση των πράξεων ή γενικότερα ο προκαθορισμός τους καθιστά την ελεύθερη λειτουργία της βούλησης αδύνατη. Ελεύθερες πράξεις από ελευθέρως βουλόμενα άτομα αποτελούν μικρά θαύματα (με την έννοια ότι είναι αδύνατο να υπάρξουν) στο πλαίσιο μιας αιτιοκρατικά ή προκαθορισμένα δομημένης τάξης πραγμάτων. Θα πρέπει να λεχθεί εδώ, ότι η αιτιοκρατία αποτελεί ειδική μορφή προκαθορισμού των τεκταινομένων.

Η αίσθηση, λοιπόν, ότι πράττω και βούλομαι ελευθέρως είναι ψευδής; Είναι το ίδιο να είμαι πολίτης μιας ελεύθερης δημοκρατικής κοινωνίας και πολίτης μιας δικτατορίας; Είναι το ίδιο πραξιακά, να κυκλοφορώ ελεύθερος και να βρίσκομαι έγκλειστος σε μία φυλακή; Προφανώς όχι. Η αίσθηση, όμως, ελευθερίας σε μια αιτιοκρατικά δομημένη κατάσταση πραγμάτων είναι διαφορετικό πράγμα από την απάντηση στο ερώτημα αν βούλομαι ελευθέρως ή όχι. Αυτό που έχει σημασία για τα δρώντα άτομα, είναι αυτή η αίσθηση, που σχετίζεται με την γνώση ή μη των παραγόντων που καθορίζουν ή και εμποδίζουν ή και περιορίζουν την φαινομενική δυνατότητα επιλογών τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου