Ἐπεὶ δ᾽ ὁ παράνομος ἄδικος ἦν ὁ δὲ νόμιμος δίκαιος, δῆλον ὅτι πάντα τὰ νόμιμά ἐστί πως δίκαια· τά τε γὰρ ὡρισμένα ὑπὸ τῆς νομοθετικῆς νόμιμά ἐστι, καὶ ἕκαστον τούτων δίκαιον εἶναί φαμεν. οἱ δὲ νόμοι ἀγορεύουσι περὶ ἁπάντων, στοχαζόμενοι ἢ τοῦ κοινῇ συμφέροντος πᾶσιν ἢ τοῖς ἀρίστοις ἢ τοῖς κυρίοις κατ᾽ ἀρετὴν ἢ κατ᾽ ἄλλον τινὰ τρόπον τοιοῦτον· ὥστε ἕνα μὲν τρόπον δίκαια λέγομεν τὰ ποιητικὰ καὶ φυλακτικὰ εὐδαιμονίας καὶ τῶν μορίων αὐτῆς τῇ πολιτικῇ κοινωνίᾳ. προστάττει δ᾽ ὁ νόμος καὶ τὰ τοῦ ἀνδρείου ἔργα ποιεῖν, οἷον μὴ λείπειν τὴν τάξιν μηδὲ φεύγειν μηδὲ ῥιπτεῖν τὰ ὅπλα, καὶ τὰ τοῦ σώφρονος, οἷον μὴ μοιχεύειν μηδ᾽ ὑβρίζειν, καὶ τὰ τοῦ πράου, οἷον μὴ τύπτειν μηδὲ κακηγορεῖν, ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ τὰς ἄλλας ἀρετὰς καὶ μοχθηρίας τὰ μὲν κελεύων τὰ δ᾽ ἀπαγορεύων, ὀρθῶς μὲν ὁ κείμενος ὀρθῶς, χεῖρον δ᾽ ὁ ἀπεσχεδιασμένος. αὕτη μὲν οὖν ἡ δικαιοσύνη ἀρετὴ μέν ἐστι τελεία, ἀλλ᾽ οὐχ ἁπλῶς ἀλλὰ πρὸς ἕτερον. καὶ διὰ τοῦτο πολλάκις κρατίστη τῶν ἀρετῶν εἶναι δοκεῖ ἡ δικαιοσύνη, καὶ οὔθ᾽ ἕσπερος οὔθ᾽ ἑῷος οὕτω θαυμαστός· καὶ παροιμιαζόμενοί φαμεν «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ᾽ ἀρετὴ ἔνι.» καὶ τελεία μάλιστα ἀρετή, ὅτι τῆς τελείας ἀρετῆς χρῆσίς ἐστιν. τελεία δ᾽ ἐστίν, ὅτι ὁ ἔχων αὐτὴν καὶ πρὸς ἕτερον δύναται τῇ ἀρετῇ χρῆσθαι, ἀλλ᾽ οὐ μόνον καθ᾽ αὑτόν· πολλοὶ γὰρ ἐν μὲν τοῖς οἰκείοις τῇ ἀρετῇ δύνανται χρῆσθαι, ἐν δὲ τοῖς πρὸς ἕτερον ἀδυνατοῦσιν.
[1130a] καὶ διὰ τοῦτο εὖ δοκεῖ ἔχειν τὸ τοῦ Βίαντος, ὅτι ἀρχὴ ἄνδρα δείξει· πρὸς ἕτερον γὰρ καὶ ἐν κοινωνίᾳ ἤδη ὁ ἄρχων. διὰ δὲ τὸ αὐτὸ τοῦτο καὶ ἀλλότριον ἀγαθὸν δοκεῖ εἶναι ἡ δικαιοσύνη μόνη τῶν ἀρετῶν, ὅτι πρὸς ἕτερόν ἐστιν· ἄλλῳ γὰρ τὰ συμφέροντα πράττει, ἢ ἄρχοντι ἢ κοινωνῷ. κάκιστος μὲν οὖν ὁ καὶ πρὸς αὑτὸν καὶ πρὸς τοὺς φίλους χρώμενος τῇ μοχθηρίᾳ, ἄριστος δ᾽ οὐχ ὁ πρὸς αὑτὸν τῇ ἀρετῇ ἀλλὰ πρὸς ἕτερον· τοῦτο γὰρ ἔργον χαλεπόν. αὕτη μὲν οὖν ἡ δικαιοσύνη οὐ μέρος ἀρετῆς ἀλλ᾽ ὅλη ἀρετή ἐστιν, οὐδ᾽ ἡ ἐναντία ἀδικία μέρος κακίας ἀλλ᾽ ὅλη κακία. τί δὲ διαφέρει ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ δικαιοσύνη αὕτη, δῆλον ἐκ τῶν εἰρημένων· ἔστι μὲν γὰρ ἡ αὐτή, τὸ δ᾽ εἶναι οὐ τὸ αὐτό, ἀλλ᾽ ᾗ μὲν πρὸς ἕτερον, δικαιοσύνη, ᾗ δὲ τοιάδε ἕξις ἁπλῶς, ἀρετή.
***
Δεδομένου ότι, όπως είπαμε, ο άνθρωπος που παραβαίνει τους νόμους είναι άδικος και αυτός που τους σέβεται δίκαιος, είναι φανερό ότι όλες οι πράξεις που δείχνουν σεβασμό στους νόμους είναι κατά κάποιο τρόπο δίκαιες. Καθετί, πράγματι, που ορίζεται από τη νομοθετική διαδικασία έχει ισχύ νόμου, και καθετί που έχει ορισθεί με αυτή τη διαδικασία λέμε πως είναι δίκαιο. Οι νόμοι, πάλι, ορίζουν τα πάντα, με στόχο το κοινό συμφέρον ή όλων των πολιτών ή των αρίστων ή αυτών που έχουν την εξουσία με κριτήριο την αρετή ή με κάποιο άλλο τέτοιο κριτήριο. Από μια πρώτη λοιπόν άποψη ονομάζουμε δίκαια όλα αυτά που παράγουν και διαφυλάσσουν την ευδαιμονία και τα μόριά της για την πολιτική κοινωνία. Ο νόμος μάς προστάζει να ενεργούμε όπως ο ανδρείος άνθρωπος (π.χ. να μην εγκαταλείπουμε τη θέση μας στη μάχη, ούτε να τρεπόμαστε σε φυγή, ούτε να πετούμε τα όπλα μας), όπως ο σώφρων άνθρωπος (π.χ. να μη διαπράττουμε μοιχείες ούτε να συμπεριφερόμαστε προσβλητικά), όπως ο πράος άνθρωπος (π.χ. να μη χτυπούμε κανέναν ούτε να μιλούμε άσχημα για κανέναν) — παρόμοια και ενσχέσει με τις υπόλοιπες αρετές και κακίες: προστάζοντάς μας να κάνουμε κάποιες πράξεις και απαγορεύοντάς μας κάποιες άλλες, κάτι που ο σωστός νόμος το κάνει σωστά, λιγότερο όμως καλά ο με λιγότερη φροντίδα σχεδιασμένος νόμος.
Αυτού λοιπόν του είδους η δικαιοσύνη είναι βέβαια τέλεια αρετή, όχι όμως με τρόπο γενικό και απόλυτο, αλλά με την προσθήκη «ενσχέσει με τον άλλον». Αυτός είναι και ο λόγος που η δικαιοσύνη συχνά θεωρείται ως η πιο μεγάλη αρετή, και «ούτε ο αποσπερίτης ούτε το άστρο της αυγής δεν είναι τόσο λαμπερά και θαυμαστά»· μιλώντας επίσης παροιμιακά λέμε «η δικαιοσύνη κλείνει μέσα της όλες μαζί τις αρετές». Η δικαιοσύνη είναι τέλεια —στον μέγιστο βαθμό— αρετή, επειδή αποτελεί άσκηση/εφαρμογή της τέλειας αρετής· και είναι τέλεια, γιατί ο άνθρωπος που έχει αυτήν την αρετή μπορεί να τη χρησιμοποιήσει και στη σχέση του με άλλους ανθρώπους, όχι λοιπόν μόνο για τον εαυτό του. Πολλοί, πράγματι, άνθρωποι, ενώ μπορούν να κάνουν χρήση της αρετής όταν πρόκειται για πράγματα που έχουν σχέση με τους ίδιους, δεν μπορούν να κάνουν χρήση της στη σχέση τους με τους άλλους.
[1130a] Αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι άνθρωποι θεωρούν σωστή τη ρήση του Βίαντα, ότι «το αξίωμα θα δείξει τον άνθρωπο»· γιατί ο άρχοντας έχει, βέβαια, να κάνει με τους άλλους και είναι μέλος μιας κοινωνίας. Για τον ίδιο αυτό λόγο η δικαιοσύνη θεωρείται —μόνη αυτή από όλες τις αρετές— «κάποιου άλλου αγαθό», επειδή έχει να κάνει με τον άλλον· γιατί κάνει ό,τι είναι ωφέλιμο σε κάποιον άλλον, άρχοντα ή συμπολίτη. Ο χείριστος επομένως άνθρωπος είναι αυτός που ασκεί την κακία του σε βάρος του εαυτού του και των φίλων του, ενώ ο καλύτερος άνθρωπος είναι αυτός που ασκεί την αρετή του όχι προς όφελος του εαυτού του αλλά προς όφελος του άλλου· γιατί αυτό είναι ένα δύσκολο έργο.
Η με αυτό λοιπόν το νόημα δικαιοσύνη δεν είναι ένα μέρος της αρετής, αλλά ολόκληρη η αρετή. Και πάλι: το αντίθετό της, η αδικία, δεν είναι ένα μέρος της κακίας, αλλά ολόκληρη η κακία. Σε τί διαφέρει η αρετή και αυτού του είδους η δικαιοσύνη, είναι κάτι που γίνεται φανερό από αυτά που είπαμε: είναι ίδιες, ο ορισμός όμως της ουσίας τους δεν είναι ίδιος: αυτό που ως σχέση με τον άλλον είναι δικαιοσύνη, είναι, ως κάποια προσωπική απλώς έξη, αρετή.
[1130a] καὶ διὰ τοῦτο εὖ δοκεῖ ἔχειν τὸ τοῦ Βίαντος, ὅτι ἀρχὴ ἄνδρα δείξει· πρὸς ἕτερον γὰρ καὶ ἐν κοινωνίᾳ ἤδη ὁ ἄρχων. διὰ δὲ τὸ αὐτὸ τοῦτο καὶ ἀλλότριον ἀγαθὸν δοκεῖ εἶναι ἡ δικαιοσύνη μόνη τῶν ἀρετῶν, ὅτι πρὸς ἕτερόν ἐστιν· ἄλλῳ γὰρ τὰ συμφέροντα πράττει, ἢ ἄρχοντι ἢ κοινωνῷ. κάκιστος μὲν οὖν ὁ καὶ πρὸς αὑτὸν καὶ πρὸς τοὺς φίλους χρώμενος τῇ μοχθηρίᾳ, ἄριστος δ᾽ οὐχ ὁ πρὸς αὑτὸν τῇ ἀρετῇ ἀλλὰ πρὸς ἕτερον· τοῦτο γὰρ ἔργον χαλεπόν. αὕτη μὲν οὖν ἡ δικαιοσύνη οὐ μέρος ἀρετῆς ἀλλ᾽ ὅλη ἀρετή ἐστιν, οὐδ᾽ ἡ ἐναντία ἀδικία μέρος κακίας ἀλλ᾽ ὅλη κακία. τί δὲ διαφέρει ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ δικαιοσύνη αὕτη, δῆλον ἐκ τῶν εἰρημένων· ἔστι μὲν γὰρ ἡ αὐτή, τὸ δ᾽ εἶναι οὐ τὸ αὐτό, ἀλλ᾽ ᾗ μὲν πρὸς ἕτερον, δικαιοσύνη, ᾗ δὲ τοιάδε ἕξις ἁπλῶς, ἀρετή.
***
Δεδομένου ότι, όπως είπαμε, ο άνθρωπος που παραβαίνει τους νόμους είναι άδικος και αυτός που τους σέβεται δίκαιος, είναι φανερό ότι όλες οι πράξεις που δείχνουν σεβασμό στους νόμους είναι κατά κάποιο τρόπο δίκαιες. Καθετί, πράγματι, που ορίζεται από τη νομοθετική διαδικασία έχει ισχύ νόμου, και καθετί που έχει ορισθεί με αυτή τη διαδικασία λέμε πως είναι δίκαιο. Οι νόμοι, πάλι, ορίζουν τα πάντα, με στόχο το κοινό συμφέρον ή όλων των πολιτών ή των αρίστων ή αυτών που έχουν την εξουσία με κριτήριο την αρετή ή με κάποιο άλλο τέτοιο κριτήριο. Από μια πρώτη λοιπόν άποψη ονομάζουμε δίκαια όλα αυτά που παράγουν και διαφυλάσσουν την ευδαιμονία και τα μόριά της για την πολιτική κοινωνία. Ο νόμος μάς προστάζει να ενεργούμε όπως ο ανδρείος άνθρωπος (π.χ. να μην εγκαταλείπουμε τη θέση μας στη μάχη, ούτε να τρεπόμαστε σε φυγή, ούτε να πετούμε τα όπλα μας), όπως ο σώφρων άνθρωπος (π.χ. να μη διαπράττουμε μοιχείες ούτε να συμπεριφερόμαστε προσβλητικά), όπως ο πράος άνθρωπος (π.χ. να μη χτυπούμε κανέναν ούτε να μιλούμε άσχημα για κανέναν) — παρόμοια και ενσχέσει με τις υπόλοιπες αρετές και κακίες: προστάζοντάς μας να κάνουμε κάποιες πράξεις και απαγορεύοντάς μας κάποιες άλλες, κάτι που ο σωστός νόμος το κάνει σωστά, λιγότερο όμως καλά ο με λιγότερη φροντίδα σχεδιασμένος νόμος.
Αυτού λοιπόν του είδους η δικαιοσύνη είναι βέβαια τέλεια αρετή, όχι όμως με τρόπο γενικό και απόλυτο, αλλά με την προσθήκη «ενσχέσει με τον άλλον». Αυτός είναι και ο λόγος που η δικαιοσύνη συχνά θεωρείται ως η πιο μεγάλη αρετή, και «ούτε ο αποσπερίτης ούτε το άστρο της αυγής δεν είναι τόσο λαμπερά και θαυμαστά»· μιλώντας επίσης παροιμιακά λέμε «η δικαιοσύνη κλείνει μέσα της όλες μαζί τις αρετές». Η δικαιοσύνη είναι τέλεια —στον μέγιστο βαθμό— αρετή, επειδή αποτελεί άσκηση/εφαρμογή της τέλειας αρετής· και είναι τέλεια, γιατί ο άνθρωπος που έχει αυτήν την αρετή μπορεί να τη χρησιμοποιήσει και στη σχέση του με άλλους ανθρώπους, όχι λοιπόν μόνο για τον εαυτό του. Πολλοί, πράγματι, άνθρωποι, ενώ μπορούν να κάνουν χρήση της αρετής όταν πρόκειται για πράγματα που έχουν σχέση με τους ίδιους, δεν μπορούν να κάνουν χρήση της στη σχέση τους με τους άλλους.
[1130a] Αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι άνθρωποι θεωρούν σωστή τη ρήση του Βίαντα, ότι «το αξίωμα θα δείξει τον άνθρωπο»· γιατί ο άρχοντας έχει, βέβαια, να κάνει με τους άλλους και είναι μέλος μιας κοινωνίας. Για τον ίδιο αυτό λόγο η δικαιοσύνη θεωρείται —μόνη αυτή από όλες τις αρετές— «κάποιου άλλου αγαθό», επειδή έχει να κάνει με τον άλλον· γιατί κάνει ό,τι είναι ωφέλιμο σε κάποιον άλλον, άρχοντα ή συμπολίτη. Ο χείριστος επομένως άνθρωπος είναι αυτός που ασκεί την κακία του σε βάρος του εαυτού του και των φίλων του, ενώ ο καλύτερος άνθρωπος είναι αυτός που ασκεί την αρετή του όχι προς όφελος του εαυτού του αλλά προς όφελος του άλλου· γιατί αυτό είναι ένα δύσκολο έργο.
Η με αυτό λοιπόν το νόημα δικαιοσύνη δεν είναι ένα μέρος της αρετής, αλλά ολόκληρη η αρετή. Και πάλι: το αντίθετό της, η αδικία, δεν είναι ένα μέρος της κακίας, αλλά ολόκληρη η κακία. Σε τί διαφέρει η αρετή και αυτού του είδους η δικαιοσύνη, είναι κάτι που γίνεται φανερό από αυτά που είπαμε: είναι ίδιες, ο ορισμός όμως της ουσίας τους δεν είναι ίδιος: αυτό που ως σχέση με τον άλλον είναι δικαιοσύνη, είναι, ως κάποια προσωπική απλώς έξη, αρετή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου