Οι Έλληνες πάντα έχουν μια έμφυτη διάθεση να τρώγονται μεταξύ τους. Και όταν δεν υπάρχουν πραγματικοί λόγοι εφευρίσκουν διάφορους, ώστε, να… βρίσκονται σε δουλειά. Μια από τις αγαπημένες τους ασχολίες, λοιπόν, είναι να χωρίζονται σε αντίπαλες περιοχές και να δίνει ο ένας στον άλλο διάφορα -κατά κύριο λόγο, υποτιμητικά- παρατσούκλια.
Κάποια είναι χαρακτηριστικά τοπικά γνωρίσματα. Άλλα πάλι φανερώνουν συνήθειες ή παίρνουν μια αστεία λέξη της τοπικής διαλέκτου και την… γιγαντώνουν. Κάποια άλλα αποτελούν ένα μείγμα από αλήθειες του παρελθόντος μπερδεμένα με γενναίες δόσεις μύθων. Όλα τους, είναι αφορμή για να στηθούν ομηρικοί καυγάδες ανάμεσα στους εκφραστές και τους θιγόμενους. Δεν είναι και λίγο, άλλωστε, οι… γείτονες να σου «κρεμάνε κουδούνια»!
Σε κάθε περίπτωση, καλό θα ήταν να ξεκαθαρίσουμε πως εμείς επιχειρούμε μια απλή καταγραφή, δεν υιοθετούμε τίποτα από αυτά που λέγονται και καταδικάζουμε τα παρατσούκλια απ’ όπου κι αν προέρχονται. Και, τέλος πάντων, αυτά, καλό είναι να μη… λέγονται!
Έβρος: «Γκάτζοι» ή «Γκάτζολοι»
Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν αλλιώς και «γκάτζους» ή «γκατζόλες». Το όνομα προέρχεται από το «Γκάτζολ» είναι ο γάιδαρος στα βουλγάρικα. Σε όλο τον Νομό Έβρου γίνονταν εκτεταμένη χρήση γαϊδάρων από τους Βούλγαρους εισβολείς. Με το τέλος του πολέμου ο Έβρος και γενικά η Θράκη γέμισαν με γαϊδούρια.
Σέρρες: «Ακανέδες»
Εξαιτίας του ότι στη πόλη των Σερρών φτιάχνονται οι ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι).
Καβάλα: «Ψαροκασέλες»
«Νονοί» είναι οι Ξανθιώτες οι οποίοι ήθελαν να κοροιδέψουν τους Καβαλιώτες για τη βασική επαγγελματική τους δραστηριότητά. Ψαροκασέλα, είναι το ξύλινο κιβώτιο, γεμάτο με πάγο, όπου εκθέτουν προς πώληση τα ψάρια οι ιχθυοπώλες. Δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση.
Θεσσαλονίκη: «Καρντάσια» και «Παυλοκαταραμένοι»
Το κυριότερο παρατσούκλι είναι το «καρντάσι» που στα τουρκικά σημαίνει ο αδερφός. Πλέον βέβαια αυτό δεν είναι ένα «κακό» παρατσούκλι καθώς το χρησιμοποιούν και οι ίδιοι μεταξύ τους. Οι Θεσσαλονικείς, ωστόσο, είναι γνωστοί και ως «Παυλοκαταραμένοι». Η λαϊκή παράδοση λέει πως, όταν ο απόστολος Παύλος ξεκίνησε να περιοδεύει στη Μακεδονία, για την ίδρυση των πρώτων χριστιανικών εκκλησιών, οι εθνικοί τον πήραν με τις πέτρες. Ο Παύλος έχασε την ψυχραιμία του κι έδωσε κατάρα να μην σηκωθούν ποτέ οι πέτρες από τους δρόμους της πόλης.
Κοζάνη: «Σούρδοι»
Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός ή/και βλάκας. Οι αντίπαλες περιοχές αποκαλούν έτσι τους κοζανίτες διότι όταν δεν τους συνέφερε κάτι έκαναν που δεν άκουγαν. Έκαναν τις «πάπιες» δηλαδή, αλλά μάλλον το «Σούρδοι» ακουγόταν καλύτερα.
Πτολεμαΐδα: «Καϊλαριώτες»
Το παρατσούκλι αυτό βγήκε από το όνομα που είχε η πόλη επί τουρκοκρατίας. Τα Καϊλάρια στα τούρκικα σημαίνει «λάσπες». Με λίγα λόγια, το έβγαλαν έτσι επειδή παλαιότερα όταν έβρεχε η περιοχή γέμιζε λάσπες (aka Λασποχώρι).
Φλώρινα: «Απόγονοι της Γιουργίας»
Εδώ τα πράγματα αγριεύουν. Για τους Φλωρινιώτες αυτό δεν είναι ακριβώς παρατσούκλι αλλά ίσως η χειρότερη βρισιά. Η Γιούργα ήταν η Γεωργία στα φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της Φλώρινας. Αυτά.
Ιωάννινα: «Παγουράδες»
Αποκαλούνται έτσι, γιατί παλιά λέγανε ότι στη λίμνη στα Γιάννενα καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν… το μαγικό νερό! Μια άλλη εκδοχή είναι πως επιχείρησαν να αδειάσουν την λίμνη με… παγούρια, όταν κυκλοφόρησε η φήμη, πως στον βυθό της υπήρχε θησαυρός.
Άρτα: «Νεραντζοκώληδες» ή «Νεραντζόκωλοι»
Σύνθετη λέξη. Προφανώς. Πιθανότατα επειδή στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους… πισινούς. Το παρατσούκλι, λέγεται ότι τους το κόλλησαν οι Γιαννιώτες. Αυτούς να κατηγορήσετε.
Τρίκαλα: «Κασέρια» ή «Σακαφλιάδες»
Απλά πράγματα. Κασέρια λόγω του τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά τον οποίο ως γνωστόν σκοτώσανε στα Τρίκαλα, σε δυο στενά.
Λάρισα: «Πλατυποδαράδες» ή «Πλατύποδες» ή «Τυρόγαλα»
Λέγεται πως οι Λαρισαίοι όντας καμπίσιοι, τα πόδια τους είναι πλατιά αφού ο κάμπος είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό… καμάρας στο πόδι. Και οι γιατροί σκίζουν τα πτυχία τους. Το τυρόγαλα, από την άλλη, βγαίνει απ' το τοπικό προϊόν και πιθανότατα πρόκειται για κυρίως γηπεδικό παρατσούκλι.
Βόλος: «Αυστριακοί»
Με την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, δόθηκε στα ελληνικά πλοία το δικαίωμα να εμπορεύονται, είτε με την ρώσικη, είτε με την αυστριακή σημαία. Ενώ όλοι διάλεξαν τη ρώσικη (λόγω θρησκείας) οι Βολιώτες διάλεξαν την αυστριακή. Αυτή είναι μια από τις εκδοχές. Υπάρχουν κι άλλες. Όλες τους έχουν αναφορά στη στενή σχέση του Βόλου με την Αυστρία. Λαρισαίοι και Βολιώτες «σφάζονται». Απλά το αναφέρουμε.
Αμφιλοχία: «Καβουροζούμηδες»
Παλιότερα οι κάτοικοι της περιοχής εξαιτίας της φτώχειας, έπιαναν καβούρια, τα έβραζαν, και έπιναν το ζουμί τους. Ε, και κόλλησε.
Λιβαδειά: «Καβουράδες»
Λέγεται ότι κάποτε οι κάτοικοι γκρέμισαν μια γέφυρα για να σώσουν ένα καβούρι. Συγκινητικό αλλά δεν ξέρουμε αν είναι και η αλήθεια.
Νότια Ελλάδα: «Χαμουτζήδες»
Και λίγο πριν περάσουμε… κάτω από το αυλάκι να πούμε πως «χαμουτζήδες» λένε οι Βορειοελλαδίτες, όσους κατοικούν από την Αθήνα και κάτω. Προκύπτει από την εξής εξίσωση: «χάμω» - «Εκεί χάμου» - «Χαμουτζήδες». Απλά πράγματα.
Αθήνα: «Γκάγκαροι»
«Γκάγκαρο» ήταν το βαρύ ξύλο, κάτι σαν μεντεσές φανταστείτε, που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του. «Γκάγκαρος» λεγόταν επί Τουρκοκρατίας, περιπαικτικά, ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Σήμερα «αποκαλύπτει» τον γνήσιο Αθηναίο.
Σαλαμίνα: «Μανάρια»
Ωραίο ακούγεται αλλά μάλλον δεν είναι. Το «μανάρι μου» το χρησιμοποιούν στο νησί αρκετά αλλά «μανάρι», λέγεται το νεογέννητο αρνί που ακολουθεί κατά πόδας την μάνα του. Διαλέγετε και παίρνετε.
Πάτρα: «Μινάρες»
Αυτό είναι βρισιά ή στην καλύτερη περίπτωση μια υποτιμητική λέξη για τους Πατρινούς. «Μινάρας» είναι μια πιο «ελαφριά» εκδοχή της πιο γνωστής ελληνικής λέξης και κάπως έτσι χρησιμοποιείτε.
Χαλκίδα: «Τρελονερίτες»
Εντάξει, αυτό είναι ευκολάκι. Προέρχεται από το φαινόμενο της παλίρροιας. Τα «τρελά» νερά του Ευρίπου, λένε ότι έχουν πειράξει και τα μυαλά των κατοίκων.
Ναύπλιο: «Κωλοπλένηδες»
Οι μουσουλμάνοι θεωρούσαν βρώμικους τους «Φράγκους» επειδή (μεταξύ άλλων) έτρωγαν χοιρινό χωρίς μετά να καθαρίζουν τον… πισινό τους όταν πήγαιναν στην τουαλέτα. Άγνωστο πως το γνώριζαν αυτό. Οι Ναυπλιώτες πάντως επισκέπτονταν τα τουρκικά λουτρά και έτσι οι Aργείτες άρπαξαν την ευκαιρία για να τους κολλήσουν το παρατσούκλι.
Άργος: «Πράσα» ή «Πρασάδες»
Και τα αντίποινα δεν άργησαν να έρθουν. Οι Ναυπλιώτες έδωσαν αυτό το παρατσούκλι στους Aργείτες επειδή καλλιεργούσαν πολλά πράσα και επειδή, όπως έλεγαν, έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
Αρκαδία: «Σκορδάδες» και «Αβγοζύγηδες»
Το πρώτο είναι εύκολο. Παραγωγή σκόρδων ίσων «σκορδάδες». Το «αβγοζύγηδες», προκύπτει από το γεγονός πως οι πρώτοι Αρκάδες πουλούσαν τα αβγά όχι ανά κομμάτι αλλά η τιμή τους καθοριζόταν από το βάρος τους.
Κως: «Μπόχαλοι»
Και για να πάμε και στα νησιά, σιγά-σιγά, πρώτη στάση η Κως και το «μποχάλοι» το οποίο προέρχεται από την τοπική διάλεκτο στην οποία το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
Ρόδος: «Τσαμπίκοι»
Η λέξη «Τσαμπίκα», σύμφωνα με την παράδοση προέρχεται από τη λέξη «τσάμπα», που στην τοπική διάλεκτο σημαίνει φωτιά, σπίθα.
Κέρκυρα: «Παγανέλια» και «Φραγκολαντζέρηδες»
Η ρίζα του προέρχεται είτε κατά μια εκδοχή από το παγανέλι (η σωστή ονομασία είναι «μπραγανέλι») που ήταν τα ανακατεμένα μικρόψαρα, (μπαρμπούνια, λιθρίνια, πέρκες, μουρμούρια κ.λπ.). είτε από το «φαναγκρέλι» (είδος μικρού μελωδικού πουλιού, τα οποίο οι κυνηγοί όταν τα έπιαναν τα έβαζαν σε κλουβιά και τα πωλούσαν και τα έλεγαν «παγανέλια»). Λέγονται υποτιμητικά και «Φραγκολαντζέρηδες» δηλαδή υποτακτικοί των Φράγκων, των δυτικών.
Λέσβος: «Γκαζμάδες» ή «Κασμάδες»
Σύμφωνα με τον θρύλο, όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης (στο Πολιχνίτο) ο δήμαρχος κάλεσε τους κατοίκους να πάνε να βοηθήσουν με δικά τους μέσα χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τους «γκαζμάδες». Και έτσι έγινε. Πήγαν όλοι κρατώντας «γκαζμάδες». Μόνο.
Κρήτη: «Πετσιά» ή «Πέτσακες»
Έτσι ονόμαζαν με προφανή υποτιμητική διάθεση τον ορεσίβιο και «πρωτόγονο» χωρικό που κατέβαινε στις πόλεις με τσαμπουκά και κατακτητικές διαθέσεις. Επίσης, για τους Ηρακλειώτες υπάρχει και το Σουμπερίτες επειδή στην κατοχή ο αδίστακτος ναζί Φριτς Σουμπερτ είχε εκεί την έδρα του.
Κάποια είναι χαρακτηριστικά τοπικά γνωρίσματα. Άλλα πάλι φανερώνουν συνήθειες ή παίρνουν μια αστεία λέξη της τοπικής διαλέκτου και την… γιγαντώνουν. Κάποια άλλα αποτελούν ένα μείγμα από αλήθειες του παρελθόντος μπερδεμένα με γενναίες δόσεις μύθων. Όλα τους, είναι αφορμή για να στηθούν ομηρικοί καυγάδες ανάμεσα στους εκφραστές και τους θιγόμενους. Δεν είναι και λίγο, άλλωστε, οι… γείτονες να σου «κρεμάνε κουδούνια»!
Σε κάθε περίπτωση, καλό θα ήταν να ξεκαθαρίσουμε πως εμείς επιχειρούμε μια απλή καταγραφή, δεν υιοθετούμε τίποτα από αυτά που λέγονται και καταδικάζουμε τα παρατσούκλια απ’ όπου κι αν προέρχονται. Και, τέλος πάντων, αυτά, καλό είναι να μη… λέγονται!
Έβρος: «Γκάτζοι» ή «Γκάτζολοι»
Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν αλλιώς και «γκάτζους» ή «γκατζόλες». Το όνομα προέρχεται από το «Γκάτζολ» είναι ο γάιδαρος στα βουλγάρικα. Σε όλο τον Νομό Έβρου γίνονταν εκτεταμένη χρήση γαϊδάρων από τους Βούλγαρους εισβολείς. Με το τέλος του πολέμου ο Έβρος και γενικά η Θράκη γέμισαν με γαϊδούρια.
Σέρρες: «Ακανέδες»
Εξαιτίας του ότι στη πόλη των Σερρών φτιάχνονται οι ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι).
Καβάλα: «Ψαροκασέλες»
«Νονοί» είναι οι Ξανθιώτες οι οποίοι ήθελαν να κοροιδέψουν τους Καβαλιώτες για τη βασική επαγγελματική τους δραστηριότητά. Ψαροκασέλα, είναι το ξύλινο κιβώτιο, γεμάτο με πάγο, όπου εκθέτουν προς πώληση τα ψάρια οι ιχθυοπώλες. Δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση.
Θεσσαλονίκη: «Καρντάσια» και «Παυλοκαταραμένοι»
Το κυριότερο παρατσούκλι είναι το «καρντάσι» που στα τουρκικά σημαίνει ο αδερφός. Πλέον βέβαια αυτό δεν είναι ένα «κακό» παρατσούκλι καθώς το χρησιμοποιούν και οι ίδιοι μεταξύ τους. Οι Θεσσαλονικείς, ωστόσο, είναι γνωστοί και ως «Παυλοκαταραμένοι». Η λαϊκή παράδοση λέει πως, όταν ο απόστολος Παύλος ξεκίνησε να περιοδεύει στη Μακεδονία, για την ίδρυση των πρώτων χριστιανικών εκκλησιών, οι εθνικοί τον πήραν με τις πέτρες. Ο Παύλος έχασε την ψυχραιμία του κι έδωσε κατάρα να μην σηκωθούν ποτέ οι πέτρες από τους δρόμους της πόλης.
Κοζάνη: «Σούρδοι»
Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός ή/και βλάκας. Οι αντίπαλες περιοχές αποκαλούν έτσι τους κοζανίτες διότι όταν δεν τους συνέφερε κάτι έκαναν που δεν άκουγαν. Έκαναν τις «πάπιες» δηλαδή, αλλά μάλλον το «Σούρδοι» ακουγόταν καλύτερα.
Πτολεμαΐδα: «Καϊλαριώτες»
Το παρατσούκλι αυτό βγήκε από το όνομα που είχε η πόλη επί τουρκοκρατίας. Τα Καϊλάρια στα τούρκικα σημαίνει «λάσπες». Με λίγα λόγια, το έβγαλαν έτσι επειδή παλαιότερα όταν έβρεχε η περιοχή γέμιζε λάσπες (aka Λασποχώρι).
Φλώρινα: «Απόγονοι της Γιουργίας»
Εδώ τα πράγματα αγριεύουν. Για τους Φλωρινιώτες αυτό δεν είναι ακριβώς παρατσούκλι αλλά ίσως η χειρότερη βρισιά. Η Γιούργα ήταν η Γεωργία στα φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της Φλώρινας. Αυτά.
Ιωάννινα: «Παγουράδες»
Αποκαλούνται έτσι, γιατί παλιά λέγανε ότι στη λίμνη στα Γιάννενα καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν… το μαγικό νερό! Μια άλλη εκδοχή είναι πως επιχείρησαν να αδειάσουν την λίμνη με… παγούρια, όταν κυκλοφόρησε η φήμη, πως στον βυθό της υπήρχε θησαυρός.
Άρτα: «Νεραντζοκώληδες» ή «Νεραντζόκωλοι»
Σύνθετη λέξη. Προφανώς. Πιθανότατα επειδή στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους… πισινούς. Το παρατσούκλι, λέγεται ότι τους το κόλλησαν οι Γιαννιώτες. Αυτούς να κατηγορήσετε.
Τρίκαλα: «Κασέρια» ή «Σακαφλιάδες»
Απλά πράγματα. Κασέρια λόγω του τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά τον οποίο ως γνωστόν σκοτώσανε στα Τρίκαλα, σε δυο στενά.
Λάρισα: «Πλατυποδαράδες» ή «Πλατύποδες» ή «Τυρόγαλα»
Λέγεται πως οι Λαρισαίοι όντας καμπίσιοι, τα πόδια τους είναι πλατιά αφού ο κάμπος είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό… καμάρας στο πόδι. Και οι γιατροί σκίζουν τα πτυχία τους. Το τυρόγαλα, από την άλλη, βγαίνει απ' το τοπικό προϊόν και πιθανότατα πρόκειται για κυρίως γηπεδικό παρατσούκλι.
Βόλος: «Αυστριακοί»
Με την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, δόθηκε στα ελληνικά πλοία το δικαίωμα να εμπορεύονται, είτε με την ρώσικη, είτε με την αυστριακή σημαία. Ενώ όλοι διάλεξαν τη ρώσικη (λόγω θρησκείας) οι Βολιώτες διάλεξαν την αυστριακή. Αυτή είναι μια από τις εκδοχές. Υπάρχουν κι άλλες. Όλες τους έχουν αναφορά στη στενή σχέση του Βόλου με την Αυστρία. Λαρισαίοι και Βολιώτες «σφάζονται». Απλά το αναφέρουμε.
Αμφιλοχία: «Καβουροζούμηδες»
Παλιότερα οι κάτοικοι της περιοχής εξαιτίας της φτώχειας, έπιαναν καβούρια, τα έβραζαν, και έπιναν το ζουμί τους. Ε, και κόλλησε.
Λιβαδειά: «Καβουράδες»
Λέγεται ότι κάποτε οι κάτοικοι γκρέμισαν μια γέφυρα για να σώσουν ένα καβούρι. Συγκινητικό αλλά δεν ξέρουμε αν είναι και η αλήθεια.
Νότια Ελλάδα: «Χαμουτζήδες»
Και λίγο πριν περάσουμε… κάτω από το αυλάκι να πούμε πως «χαμουτζήδες» λένε οι Βορειοελλαδίτες, όσους κατοικούν από την Αθήνα και κάτω. Προκύπτει από την εξής εξίσωση: «χάμω» - «Εκεί χάμου» - «Χαμουτζήδες». Απλά πράγματα.
Αθήνα: «Γκάγκαροι»
«Γκάγκαρο» ήταν το βαρύ ξύλο, κάτι σαν μεντεσές φανταστείτε, που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του. «Γκάγκαρος» λεγόταν επί Τουρκοκρατίας, περιπαικτικά, ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Σήμερα «αποκαλύπτει» τον γνήσιο Αθηναίο.
Σαλαμίνα: «Μανάρια»
Ωραίο ακούγεται αλλά μάλλον δεν είναι. Το «μανάρι μου» το χρησιμοποιούν στο νησί αρκετά αλλά «μανάρι», λέγεται το νεογέννητο αρνί που ακολουθεί κατά πόδας την μάνα του. Διαλέγετε και παίρνετε.
Πάτρα: «Μινάρες»
Αυτό είναι βρισιά ή στην καλύτερη περίπτωση μια υποτιμητική λέξη για τους Πατρινούς. «Μινάρας» είναι μια πιο «ελαφριά» εκδοχή της πιο γνωστής ελληνικής λέξης και κάπως έτσι χρησιμοποιείτε.
Χαλκίδα: «Τρελονερίτες»
Εντάξει, αυτό είναι ευκολάκι. Προέρχεται από το φαινόμενο της παλίρροιας. Τα «τρελά» νερά του Ευρίπου, λένε ότι έχουν πειράξει και τα μυαλά των κατοίκων.
Ναύπλιο: «Κωλοπλένηδες»
Οι μουσουλμάνοι θεωρούσαν βρώμικους τους «Φράγκους» επειδή (μεταξύ άλλων) έτρωγαν χοιρινό χωρίς μετά να καθαρίζουν τον… πισινό τους όταν πήγαιναν στην τουαλέτα. Άγνωστο πως το γνώριζαν αυτό. Οι Ναυπλιώτες πάντως επισκέπτονταν τα τουρκικά λουτρά και έτσι οι Aργείτες άρπαξαν την ευκαιρία για να τους κολλήσουν το παρατσούκλι.
Άργος: «Πράσα» ή «Πρασάδες»
Και τα αντίποινα δεν άργησαν να έρθουν. Οι Ναυπλιώτες έδωσαν αυτό το παρατσούκλι στους Aργείτες επειδή καλλιεργούσαν πολλά πράσα και επειδή, όπως έλεγαν, έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
Αρκαδία: «Σκορδάδες» και «Αβγοζύγηδες»
Το πρώτο είναι εύκολο. Παραγωγή σκόρδων ίσων «σκορδάδες». Το «αβγοζύγηδες», προκύπτει από το γεγονός πως οι πρώτοι Αρκάδες πουλούσαν τα αβγά όχι ανά κομμάτι αλλά η τιμή τους καθοριζόταν από το βάρος τους.
Κως: «Μπόχαλοι»
Και για να πάμε και στα νησιά, σιγά-σιγά, πρώτη στάση η Κως και το «μποχάλοι» το οποίο προέρχεται από την τοπική διάλεκτο στην οποία το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
Ρόδος: «Τσαμπίκοι»
Η λέξη «Τσαμπίκα», σύμφωνα με την παράδοση προέρχεται από τη λέξη «τσάμπα», που στην τοπική διάλεκτο σημαίνει φωτιά, σπίθα.
Κέρκυρα: «Παγανέλια» και «Φραγκολαντζέρηδες»
Η ρίζα του προέρχεται είτε κατά μια εκδοχή από το παγανέλι (η σωστή ονομασία είναι «μπραγανέλι») που ήταν τα ανακατεμένα μικρόψαρα, (μπαρμπούνια, λιθρίνια, πέρκες, μουρμούρια κ.λπ.). είτε από το «φαναγκρέλι» (είδος μικρού μελωδικού πουλιού, τα οποίο οι κυνηγοί όταν τα έπιαναν τα έβαζαν σε κλουβιά και τα πωλούσαν και τα έλεγαν «παγανέλια»). Λέγονται υποτιμητικά και «Φραγκολαντζέρηδες» δηλαδή υποτακτικοί των Φράγκων, των δυτικών.
Λέσβος: «Γκαζμάδες» ή «Κασμάδες»
Σύμφωνα με τον θρύλο, όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης (στο Πολιχνίτο) ο δήμαρχος κάλεσε τους κατοίκους να πάνε να βοηθήσουν με δικά τους μέσα χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τους «γκαζμάδες». Και έτσι έγινε. Πήγαν όλοι κρατώντας «γκαζμάδες». Μόνο.
Κρήτη: «Πετσιά» ή «Πέτσακες»
Έτσι ονόμαζαν με προφανή υποτιμητική διάθεση τον ορεσίβιο και «πρωτόγονο» χωρικό που κατέβαινε στις πόλεις με τσαμπουκά και κατακτητικές διαθέσεις. Επίσης, για τους Ηρακλειώτες υπάρχει και το Σουμπερίτες επειδή στην κατοχή ο αδίστακτος ναζί Φριτς Σουμπερτ είχε εκεί την έδρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου