ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΟΝ HEIDEGGER
Το παρών άρθρο ενδιαφέρεται να διερευνήσει τη σχέση τεχνικής και επιστήμης στον Χάιντεγκερ και συναφώς να κατανοήσει τούτη τη σχέση ως θεμελιώδη δείκτη της ενδότερης βλέψης του φιλοσόφου να ριζοσπαστικοποιήσει φιλοσοφία και επιστήμη. Στην αναλογία αυτής της κατανόησης αναζητεί απαντήσεις ή τρόπους αντιμετώπισης του ξεριζωμού του ανθρώπου της σύγχρονης τεχνολογικής εποχής.
1. Με γνώμονα το ερώτημα για το νόημα του Είναι, ο Χάιντεγκερ αποφαίνεται πως η ανάπτυξη της επιστήμης, ήτοι των επιστημών, και αντιστοίχως η πρόοδος της τεχνικής διακήρυξαν το τέλος του τρόπου σκέψης, που γνωρίσαμε ως μεταφυσική και γενικότερα ως φιλοσοφία.
2. Οι διακηρύξεις αυτές αποτελούν την απαρχή ενός νέου τρόπου σκέψης, ο οποίος δεν είναι ούτε φιλοσοφικός ούτε επιστημονικός αλλά μετα-φιλοσοφικός.
3. Αυτός ο τρόπος μας προετοιμάζει να αποκρινόμαστε στην κλήση του Είναι· στην κλήση να σκεφτόμαστε την απόδρασή μας από την εμμένεια του Λόγου (παραδοσιακού, μεταφυσικού, φιλοσοφικού …) και να διαλογιζόμαστε όλες τις αλλαγές που έχει επιφέρει στη ζωή μας ο τεχνολογικός πολιτισμός και οι οποίες μας απειλούν με ξερίζωμα από τη γη.
4. Έτσι ο φιλόσοφος μας εισάγει στο διαλογιστικό σκέπτεσθαι ως την απόκριση στην κλήση του Είναι, ως την «γαλήνια άφεση στο αξιερώτητο» που μας διανοίγει σε «εκείνη την κατάσταση πραγμάτων, η οποία μας φανερώνεται μέσα στην ουσία της επιστήμης» (Χάιντεγκερ).
5. Πώς ορίζει όμως την ουσία της επιστήμης; Ανοίγοντας τον δρόμο για να συνδέσει αυτή την ουσία με την ουσία της τεχνικής, την ορίζει, σε μια φάση της ύστερης σκέψης του, ως θεωρία του πραγματικού. Τη θεωρία τούτη δεν την κατανοεί ως «απλό κατασκεύασμα του ανθρώπου» αλλά ως την επιστημονικά θεμελιωμένη αντικειμενικότητα του πραγματικού· «επιστημονικά…αντικειμενικότητα» πρωταρχικώς με το νόημα της επιστημονικής περιοχής, εντός της οποίας η ίδια η παραγωγή γνώσης, ήτοι η επιστήμη ως έρευνα και ως εξειδίκευση διατάσσεται, πλαισιώνεται ως προχώρηση σε μια περιοχή του όντος. Εάν με την προχώρηση ο φιλόσοφος εννοεί την οδό φανέρωσης, δηλαδή μια σχέση απουσίας – παρουσίας, τότε συνδέει τη σύγχρονη επιστήμη, ως θεωρία του πραγματικού, με την ιστορία του Είναι και με τη μεταβολή του.
6. Απ’ αυτή την άποψη, η σύγχρονη επιστήμη, ως εφαρμοσμένη κυρίως φυσική ή μαθηματική φυσική, διακρίνεται τόσο από την αρχαία ελληνική επιστήμη όσο και από την doctrina των μέσων χρόνων, ουσιωδώς δε σημαίνει «εφαρμογή της ουσίας της τεχνικής» (Χάιντεγκερ).
7. Και τούτο με το νόημα ότι το ως άνω διαλογιστικό σκέπτεσθαι οικειώνεται το υπολογιστικό σκέπτεσθαι της σύγχρονης τεχνικής υπερβαίνοντάς το και συναφώς αναδεικνύει την ουσία της –αυτό που ο φιλόσοφος ονομάζει Ge-stell με όλες τις θετικές και αρνητικές του παρ-ενέργειες– ως μια μορφή αποκάλυψης και περαιτέρω διαφύλαξης του Είναι.
8. Πιο ειδικά, εάν κάτω από τον βαρύ ίσκιο της τεχνικής ο άνθρωπος της τεχνολογικής εποχής τείνει να απολέσει την ουσία του, την ελεύθερη ανάπτυξή του· εάν μέσα στον προγραμματισμό και τον υπολογισμό εκτίθεται στον μέγιστο κίνδυνο, τότε καλείται από το Είναι να αντιμετωπίσει αυτόν τον κίνδυνο, την τεχνικής υφής περικύκλωσή του, την ανοίκεια τούτη πραγματικότητα, όχι ως ανάθεμα αλλά ως πρό-κληση, ως διαθέσιμο απόθεμα (Bestand). Έτσι τοπο-θετείται μέσα στον προορισμό που είναι η μοίρα του (Geschick): να αποκαλύπτει την πραγματικότητα, να την προσλαμβάνει με τον τρόπο του αποθέματος.
9. Αλλά το απόθεμα είναι μόνο μια μορφή αποκάλυψης της πραγματικότητας και όχι η αποκάλυψη. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει: πώς ο άνθρωπος της σύγχρονης τεχνολογικής εποχής μπορεί να βρίσκει τον δρόμο του προς τη σώζουσα ισχύ, να χωρεί πάνω από το αδιέξοδα που η ίδια η τεχνική του δημιουργεί, να καλλιεργεί πολλαπλές δυνατότητες αποκάλυψης του Είναι (του), εκείθεν του διαθέσιμου αποθέματος, να ανα-γνωρίζει την ουσία του ως σύμφυτη με αυτή τούτη την αποκάλυψη;
10. Μπορεί με το έργο της σκέψης: μέσα από τις αναγκαίες επισταθμεύσεις του στον τόπο του επιστημονικοτεχνικού ενεργείν, σε αυτό δηλαδή που μας κληροδοτεί η περάτωση της φιλοσοφίας, μας προετοιμάζει να σκεφτόμαστε τις προ-ϋποθέσεις του εκτυλιχθέντος ως τώρα έργου της φιλοσοφίας, κάτι που η ίδια η φιλοσοφία δεν μπόρεσε να σκεφτεί. Εν τέλει, το έργο της σκέψης έρχεται προς τον άνθρωπο ως προετοιμασία που τον εκ-θέτει στο «ανεξάντλητο του αξιερώτητου» και αντιστοίχως τον αποτρέπει να εκπίπτει σε αποθεματικό σκεύος και σε ωφελιμιστικό αντικείμενο.
Το παρών άρθρο ενδιαφέρεται να διερευνήσει τη σχέση τεχνικής και επιστήμης στον Χάιντεγκερ και συναφώς να κατανοήσει τούτη τη σχέση ως θεμελιώδη δείκτη της ενδότερης βλέψης του φιλοσόφου να ριζοσπαστικοποιήσει φιλοσοφία και επιστήμη. Στην αναλογία αυτής της κατανόησης αναζητεί απαντήσεις ή τρόπους αντιμετώπισης του ξεριζωμού του ανθρώπου της σύγχρονης τεχνολογικής εποχής.
1. Με γνώμονα το ερώτημα για το νόημα του Είναι, ο Χάιντεγκερ αποφαίνεται πως η ανάπτυξη της επιστήμης, ήτοι των επιστημών, και αντιστοίχως η πρόοδος της τεχνικής διακήρυξαν το τέλος του τρόπου σκέψης, που γνωρίσαμε ως μεταφυσική και γενικότερα ως φιλοσοφία.
2. Οι διακηρύξεις αυτές αποτελούν την απαρχή ενός νέου τρόπου σκέψης, ο οποίος δεν είναι ούτε φιλοσοφικός ούτε επιστημονικός αλλά μετα-φιλοσοφικός.
3. Αυτός ο τρόπος μας προετοιμάζει να αποκρινόμαστε στην κλήση του Είναι· στην κλήση να σκεφτόμαστε την απόδρασή μας από την εμμένεια του Λόγου (παραδοσιακού, μεταφυσικού, φιλοσοφικού …) και να διαλογιζόμαστε όλες τις αλλαγές που έχει επιφέρει στη ζωή μας ο τεχνολογικός πολιτισμός και οι οποίες μας απειλούν με ξερίζωμα από τη γη.
4. Έτσι ο φιλόσοφος μας εισάγει στο διαλογιστικό σκέπτεσθαι ως την απόκριση στην κλήση του Είναι, ως την «γαλήνια άφεση στο αξιερώτητο» που μας διανοίγει σε «εκείνη την κατάσταση πραγμάτων, η οποία μας φανερώνεται μέσα στην ουσία της επιστήμης» (Χάιντεγκερ).
5. Πώς ορίζει όμως την ουσία της επιστήμης; Ανοίγοντας τον δρόμο για να συνδέσει αυτή την ουσία με την ουσία της τεχνικής, την ορίζει, σε μια φάση της ύστερης σκέψης του, ως θεωρία του πραγματικού. Τη θεωρία τούτη δεν την κατανοεί ως «απλό κατασκεύασμα του ανθρώπου» αλλά ως την επιστημονικά θεμελιωμένη αντικειμενικότητα του πραγματικού· «επιστημονικά…αντικειμενικότητα» πρωταρχικώς με το νόημα της επιστημονικής περιοχής, εντός της οποίας η ίδια η παραγωγή γνώσης, ήτοι η επιστήμη ως έρευνα και ως εξειδίκευση διατάσσεται, πλαισιώνεται ως προχώρηση σε μια περιοχή του όντος. Εάν με την προχώρηση ο φιλόσοφος εννοεί την οδό φανέρωσης, δηλαδή μια σχέση απουσίας – παρουσίας, τότε συνδέει τη σύγχρονη επιστήμη, ως θεωρία του πραγματικού, με την ιστορία του Είναι και με τη μεταβολή του.
6. Απ’ αυτή την άποψη, η σύγχρονη επιστήμη, ως εφαρμοσμένη κυρίως φυσική ή μαθηματική φυσική, διακρίνεται τόσο από την αρχαία ελληνική επιστήμη όσο και από την doctrina των μέσων χρόνων, ουσιωδώς δε σημαίνει «εφαρμογή της ουσίας της τεχνικής» (Χάιντεγκερ).
7. Και τούτο με το νόημα ότι το ως άνω διαλογιστικό σκέπτεσθαι οικειώνεται το υπολογιστικό σκέπτεσθαι της σύγχρονης τεχνικής υπερβαίνοντάς το και συναφώς αναδεικνύει την ουσία της –αυτό που ο φιλόσοφος ονομάζει Ge-stell με όλες τις θετικές και αρνητικές του παρ-ενέργειες– ως μια μορφή αποκάλυψης και περαιτέρω διαφύλαξης του Είναι.
8. Πιο ειδικά, εάν κάτω από τον βαρύ ίσκιο της τεχνικής ο άνθρωπος της τεχνολογικής εποχής τείνει να απολέσει την ουσία του, την ελεύθερη ανάπτυξή του· εάν μέσα στον προγραμματισμό και τον υπολογισμό εκτίθεται στον μέγιστο κίνδυνο, τότε καλείται από το Είναι να αντιμετωπίσει αυτόν τον κίνδυνο, την τεχνικής υφής περικύκλωσή του, την ανοίκεια τούτη πραγματικότητα, όχι ως ανάθεμα αλλά ως πρό-κληση, ως διαθέσιμο απόθεμα (Bestand). Έτσι τοπο-θετείται μέσα στον προορισμό που είναι η μοίρα του (Geschick): να αποκαλύπτει την πραγματικότητα, να την προσλαμβάνει με τον τρόπο του αποθέματος.
9. Αλλά το απόθεμα είναι μόνο μια μορφή αποκάλυψης της πραγματικότητας και όχι η αποκάλυψη. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει: πώς ο άνθρωπος της σύγχρονης τεχνολογικής εποχής μπορεί να βρίσκει τον δρόμο του προς τη σώζουσα ισχύ, να χωρεί πάνω από το αδιέξοδα που η ίδια η τεχνική του δημιουργεί, να καλλιεργεί πολλαπλές δυνατότητες αποκάλυψης του Είναι (του), εκείθεν του διαθέσιμου αποθέματος, να ανα-γνωρίζει την ουσία του ως σύμφυτη με αυτή τούτη την αποκάλυψη;
10. Μπορεί με το έργο της σκέψης: μέσα από τις αναγκαίες επισταθμεύσεις του στον τόπο του επιστημονικοτεχνικού ενεργείν, σε αυτό δηλαδή που μας κληροδοτεί η περάτωση της φιλοσοφίας, μας προετοιμάζει να σκεφτόμαστε τις προ-ϋποθέσεις του εκτυλιχθέντος ως τώρα έργου της φιλοσοφίας, κάτι που η ίδια η φιλοσοφία δεν μπόρεσε να σκεφτεί. Εν τέλει, το έργο της σκέψης έρχεται προς τον άνθρωπο ως προετοιμασία που τον εκ-θέτει στο «ανεξάντλητο του αξιερώτητου» και αντιστοίχως τον αποτρέπει να εκπίπτει σε αποθεματικό σκεύος και σε ωφελιμιστικό αντικείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου