Ο διακεκριμένος Γάλλος κλασικιστής και ένθερμος φιλέλληνας AlbertRivaud, διακατεχόμενος από μεγάλο ενδιαφέρον για τον αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, εξέτασε βαθέως κατά το παρελθόν την αρχαία Ελληνική Γραμματεία, αναφορικά με τις ανθρωπολογικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων. Πλήθος μελετών του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό της Ανθρωπολογικής Σχολής του Παρισιού «Revue Anthropologique», υπό τον τίτλο «Recherches sur l'Anthropologie Greque», εντός των οποίων εμπεριέχεται πλήθος σημαντικών εθνολογικών στοιχείων. Ωστόσο, στις τρεις πρώτες του δημοσιεύσεις γίνεται, μεταξύ άλλων, μια εκτενής και εμπεριστατωμένη αναφορά σε στοιχεία σχετιζόμενα με την ανθρωπολογία.
Όσον αφορά στο πεδίο της εθνογραφίας, παρατίθεται μια πληθώρα στοιχείων τόσο από ιστορικούς και γεωγράφους, όσο και από φιλοσόφους, ηθικολόγους και ποιητές, με βασικό συμπέρασμα ότι η αρχαία ελληνική πόλη θεμελιώνεται πάνω στην έννοια της φυλής. Ειδικότερα, στα πρώτα στάδια της εθνογραφίας προκύπτει ότι ένας λαός είναι πάνω από όλα μια φυλή, μια μακρά σειρά απογόνων, που προέρχονται από ένα κοινό πρόγονο, με την καθαρότητα του αίματος να αποτελεί μέτρο αριστοκρατικότητας.
Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν εκείνοι που έθεσαν τα θεμέλια για την μετέπειτα ανάπτυξη και εξέλιξη όλων των επιστημών, θέτοντας ταυτόχρονα, κατά τον AlbertRivaud, και τις βάσεις της ανθρωπολογίας και της εθνολογίας, με διάφορα αποσπάσματα γεωγράφων, ιστορικών, φιλοσόφων, ακόμα και ιατρών, να αποκαλύπτουν αρκετά στοιχεία σχετικά με τις ανθρωπολογικές τους γνώσεις. Διάφορες γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες τους ώθησαν να πραγματοποιήσουν ταξίδια σε ολόκληρη την Μεσόγειο ιδρύοντας πλήθος αποικιών, ενώ ο περιπετειώδης και εμπορικός τους βίος τους έφερε σε επαφή με πολλούς ξένους λαούς, και κατ’ επέκταση με τα ήθη αυτών, με χαρακτηριστική απόδειξη τα ομηρικά έργα, στα οποία εμπεριέχονται ολόκληροι κατάλογοι εθνών.
Εντούτοις, εκτός της πρακτικής χρησιμότητας αυτού του πλήθους των εθνογραφικών παρατηρήσεων, η περεταίρω επιστημονική ανάπτυξη είχε ως επακόλουθο την ανάδυση διάφορων ερωτημάτων, όπως αν οι άνθρωποι υπήρχαν πάντα ή αν δημιουργήθηκαν κάποια στιγμή. Επίσης, άλλα ερωτήματα που ανέκυψαν ήταν πότε εγκαταστάθηκαν οι διάφοροι λαοί στην Ελλάδα και στην Ασία, από πού ήρθαν αυτοί οι λαοί, είχαν κοινή ή διαφορετική καταγωγή και βάσει ποιών γνωρισμάτων μπορεί να γίνει ο διαχωρισμός τους. Πρόκειται, λοιπόν, για ερωτήματα που απασχόλησαν πάρα πολύ τους αρχαίους διανοούμενους, αλλά παραμένει αξιοσημείωτο ότι στις απαντήσεις που έδωσαν εντοπίζουμε σπέρματα των σύγχρονων ανθρωπολογικών θεωριών.
Ο Ηρόδοτος και ο Παυσανίας μας παρέχουν πλήθος ανθρωπολογικών στοιχείων. Ο Αναξίμανδρος υπήρξε ο δημιουργός του πρώτου χάρτη του κόσμου, με τον Εκαταίο τον Μιλήσιο λίγο αργότερα να προβαίνει σε μια μεθοδική περιγραφή της γης και των λαών της. Ακολούθησαν οι Στωικοί και οι Αλεξανδρινοί, με επιφανή εκπρόσωπο τον Ερατοσθένη, ενώ ο Στράβων υπήρξε ένα ολοκληρωμένο παράδειγμα γεωγράφου, καθώς μελέτησε την γη μαζί με τους κατοίκους της, συγγράφοντας όχι μόνο φυσική γεωγραφία, αλλά και πολιτική.
Επιπροσθέτως, ένα ακόμη ζήτημα που απασχόλησε βαθιά τους αρχαίους Έλληνες ήταν το ζήτημα των ανθρώπινων φυλών, με εκτενή σημεία στα έργα τους αφιερωμένα στην μελέτη σχετικών στοιχείων, όπως έπραξαν ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Αριστοτέλης και πολλοί Στωικοί φιλόσοφοι. Άλλωστε, η ιατρική της εποχής, ανεπτυγμένη σε επιστημονικά πλαίσια, διαπίστωσε διαφορές στην δομή του σώματος των διάφορων ανθρώπων, όπως αυτές αποτυπώνονται στο ιπποκράτειο έργο. Άκρως ενδεικτικό και αποκαλυπτικό, ωστόσο, είναι και το έργο των κεραμοποιών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις, κατά την προσπάθεια απεικόνισης των διάφορων ανθρώπινων τύπων, δύναται να παρέχει πολλές περισσότερες πληροφορίες για τις σχετικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων, σε σύγκριση ακόμη και με ολόκληρες διατριβές.
Ωστόσο, το πλέον κεφαλαιώδες ζήτημα που επιδίωξαν να εξετάσουν οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήταν η καταγωγή του ανθρώπινου είδους, με πλήθος μύθων να περιγράφει την δημιουργία του ανθρώπινου όντος από την μίξη διάφορων στοιχείων της φύσης. Από την άλλη πλευρά, οι Αθηναίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους αυτόχθονες, με παρόμοιες αντιλήψεις να διατυπώνονται και για άλλους λαούς από τον Ηρόδοτο και τον Εκαταίο. Επίσης, σχετικό χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και ο ιστορικός Φερεκύδης ο Αθηναίος, ο οποίος είχε προβεί στην συγγραφή ενός βιβλίου με θέμα την αρχαία ιστορία των Αθηναίων, υπό τον τίτλο «Αυτόχθονες». Ακόμη, πολλές αναφορές στην αυτοχθονία των Αθηναίων κάνει και ο τραγικός φιλόσοφος Ευριπίδης, στην τραγωδία «Ίων». Εκτός από τους Αθηναίους, όμως, στην αυτοχθονία τους πίστευαν και οι Αρκάδες και οι Θεσσαλοί. Όμως, ακόμα και αν ήταν αυτόχθονες, το ερώτημα που αναδυόταν τώρα ήταν πως εμφανίστηκαν οι πρώτοι άνθρωποι εκεί.
Ο Βάρρων και ο Σενσορίνος αναφέρονται σχετικά, λέγοντας πως μετά τον Πυθαγόρα η πλειοψηφία των φιλοσόφων υποστήριζε την πρώτη άποψη, ενώ ο απλό λαός την δεύτερη. Η γη θεωρούνταν κυριολεκτικά η μητέρα των κατοίκων της. Οι γενάρχες, που θεωρούνταν οι πρώτοι άνθρωποι ουσιαστικά, ονομάζονταν γηγενείς, δηλαδή γεννηθέντες από την γη. Ο Πίνδαρος σε ένα απόσπασμα του έργου του κάνει αναφορά σε δύο τέτοιους άνδρες, που λεγόταν ότι γεννήθηκαν από την γη, ενώ για άλλους γενάρχες γινόταν αναφορά από τον Πλάτωνα, τον Ευριπίδη και τον Παυσανία. Πρόκειται για μυθολογίες που περιπλέκονταν με τους θεούς, όπως φαίνεται με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο στην «Θεογονία» του Ησίοδου. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα λόγια της Πηνελόπης, η οποία έλεγε στον Οδυσσέα ότι φαίνεται «ξένος», και συνεπώς όχι γεννηθείς από τα δέντρα και τις πέτρες της περιοχής. Ανάλογοι μύθοι περί καταγωγής των ανθρώπων από τα δέντρα υπάρχουν πολλοί, ενώ ζωογόνα δύναμη θεωρείτο ότι είχε και ο αέρας. Ακόμη, πηγή της ζωής θεωρούνταν το αίμα και περισσότερο τα αναπαραγωγικά όργανα, όπως άλλωστε φαίνεται και από τις φαλλικές τελετές που λάμβαναν χώρα κατά την αρχαιότητα.
Ειδικότερα, ως γενάρχης αναφέρεται ο Δευκαλίων με την σύζυγο του Πύρρα, που είχαν γλιτώσει από τον κατακλυσμό, καθώς επίσης και ο Προμηθέας και η Πανδώρα. Επιπροσθέτως, οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι η πόλη των Αθηνών προϋπήρχε για χιλιάδες χρόνια πριν τον Σόλωνα, και κατ’ επέκταση και ο άνθρωπος. Στα έργα, δε, του Πλάτωνα «Τιμαίος» και «Νόμοι», ο φιλόσοφος θεωρεί ότι η ανθρωπότητα ακολουθεί κύκλους και ανασυντάσσεται συνεχώς έπειτα από φυσικές καταστροφές, παρατηρώντας ότι η ανθρωπογένεση εξηγείται με μια μίξη μύθου και επιστημονικών στοιχείων ταυτόχρονα.
Στην Ιωνία, όμως, κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., παρατηρείται για πρώτη φορά η ανάπτυξη της επιστήμης σε ορθολογικά πλαίσια, με τον Αναξίμανδρο, ως προπομπό της εξελικτικής θεωρίας, να είναι ο πρώτος που κάνει αναφορά στην έννοια της μεταμόρφωσης, στοιχείο που εντοπίζουμε στους «Στρωματείς» του ψευδο-Πλούταρχου. Ειδικότερα, αναφέρει ότι εντός του νερού υπάρχουν όντα σαν ψάρια, τα οποία σταδιακά μεταμορφώθηκαν και πέρασαν στην ξηρά, ενώ ο Ξενοφάνης σε κάποιο απόσπασμα του έργου του «Περί Φύσεως», αναφέρει ότι η ζωή προήλθε από την γη και το νερό. Ακόμη, όπως μας πληροφορεί ο Σενσορίνος, ο Παρμενίδης υποστηρίζει ότι τα έμβια όντα γεννιούνται από την γη και το νερό, που τα ζεσταίνουν οι ακτίνες του ήλιου, τα οποία όμως δεν δημιουργούνται αμέσως, αλλά κατά κομμάτια, με τα μέλη αυτά να ενώνονται, δημιουργώντας τον οργανισμό.
Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι, εντούτοις, προβαίνουν στην διάκριση του ανθρώπου από τα υπόλοιπα ζώα, με την πλειοψηφία των περιπτώσεων να φρονεί ότι ο άνθρωπος υπάρχει αιώνια και είναι περιττή η μελέτη της γένεσης του, άποψη την οποία συμμερίζεται και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Από την άλλη πλευρά, ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής υποστηρίζει την ενότητα της φύσης, με όλα τα έμβια όντα να δημιουργούνται από την μίξη των τεσσάρων φυσικών στοιχείων, της γης, του νερού, του αέρα και της φωτιάς, έχοντας κοινή καταγωγή. Πρόκειται για μια διαδικασία που εξελίσσεται σταδιακά, δίνοντας τις διάφορες μορφές ζωής. Τα μέλη δημιουργούνται χωριστά και ενώνονται για να δημιουργήσουν τους οργανισμούς, ενώ η γη και το νερό ενώνονται, και έπειτα ανυψώνονται από ένα εσώτερο πυρ.
Μια διαφορετική άποψη παρατίθεται από τον Αναξιμένη, κατά τον οποίο ο αέρας ζεσταίνει και δίνει ζωή στην γη, θεωρία η οποία τυγχάνει της αποδοχής και του Αρχέλαου, και πιθανότατα και του δασκάλου του Αναξαγόρα. Επίσης, ο Δημόκριτος, σύμφωνα με τον Σενσορίνο, πίστευε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από την μίξη του νερού και της γης, και ότι ο κόσμος κατοικήθηκε σταδιακά, μια άποψη που πιθανολογείται ότι αποδεχόταν και ο Λεύκιππος. Αρκετοί τίτλοι βιβλίων και ονόματα φιλοσόφων που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της γένεσης της ζωής έχουν διασωθεί, αλλά την ίδια τύχη δεν είχαν και οι απόψεις που διατύπωσαν.
Ωστόσο, ο Πλάτωνας στο έργο του «Τίμαιος» διατυπώνει τελείως διαφορετικές απόψεις, απομακρυνόμενος από την φυσική φιλοσοφία και θέτοντας την αρχή των όντων στους θεούς, οι οποίοι έφτιαξαν κάθε μέλος του ανθρώπου με κάποιον σκοπό. Στον Αριστοτέλη, δε, η ανθρωπογένεση εξαφανίζεται, καθώς περιγράφει τους διάφορους λαούς ως έχουν, θεωρώντας ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν ποτέ. Έτσι, με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη τίθεται τέλος σε κάθε σκέψη σχετικά με το ζήτημα, οι Στωικοί και οι Αλεξανδρινοί δεν προβαίνουν σε καμία σαφή θεωρία ανθρωπογένεσης, ενώ στον Λουκρήτιο εντοπίζεται διαδεδομένη στον απλό λαό η θεώρηση ότι η ζωή δημιουργήθηκε από την γη.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μελετήσει και την μορφή του σώματος πολύ εντατικά, κάτι που γίνεται φανερό από πλήθος πραγματειών τους, κυρίως ιατρικής φύσης, των οποίων έχουν διασωθεί πολλοί τίτλοι. Ανάλογα συγγράμματα μας παραδίδονται από τον Φιλόλαο τον πυθαγόρειο και τον Δημόκριτο, ενώ σε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση του ο Αναξαγόρας αποφαινόταν ότι ο άνθρωπος δεν είναι έξυπνος επειδή έχει χέρια, αλλά επειδή έχει χέρια είναι έξυπνος.
Εντούτοις, οι πρώτες εκτεταμένες παρατηρήσεις στην μορφολογία του ανθρώπου εντοπίζονται στο έργο του Αριστοτέλη. Αρχικά, ο άνθρωπος θεωρείται ότι έχει όμοια μέρη με τα υπόλοιπα ζώα και μελετάται βάσει αυτού. Ο φιλόσοφος προβαίνει στην περιγραφή των μερών του ανθρώπινου σώματος, στην οποία συναντάμε τις κρανιολογικές λέξεις «βρέγμα» και «ινίο» για την άνω κορυφή, όπου ενώνονται οι ραφές και το πίσω μέρος του κρανίου, αντίστοιχα, ενώ οι ενώσεις των κρανιακών οστών ονομάζονται «ραφαί». Ακόμη, διαπιστώνει διαφορές μεταξύ του κρανίου ανδρών - γυναικών και ανθρώπων - άλλων ζώων. Κατ’ επέκταση, επιχειρεί να διαχωρίσει τους ανθρώπους σε τύπους, ανάλογα με τα ανθρωπολογικά τους γνωρίσματα. Πιο συγκεκριμένα, οι παρατηρήσεις του επικεντρώνονταν στο σχήμα του προσώπου, στο χρώμα των ματιών, στην ποσότητα και στο χρώμα του τριχώματος, κ.α. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δεν είχε λάβει υπόψη του το σχήμα του κρανίου. Στο έργο του «Φυσιογνωμικά», όμως, εντοπίζεται η άποψη του ότι η ίσια μύτη είναι πιο ωραία από την «πατημένη». Ακόμη, διατυπώνει ότι υπάρχει κάποιου είδους σχέση μεταξύ του χρώματος των μαλλιών και των ματιών, τα οποία όμως δύναται να αλλάξουν καθώς το άτομο μεγαλώνει. Επιπροσθέτως, ο φιλόσοφος παρατηρούσε ότι όσοι ζουν βόρεια έχουν πιο ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά από εκείνους που ζουν νοτιότερα. Λίγα γενικά σχετικά στοιχεία εμπεριέχονται και στην «Φυσική Ιστορία» του Πλίνιου, την πλειοψηφία των οποίων όμως έχει αντλήσει από τα συγγράμματα και τις μελέτες του Αριστοτέλη. Συμπερασματικά, όμως, φαίνεται ότι ο Αριστοτέλης μελετούσε τον άνθρωπο με την γνώριμη σε εμάς πλέον, σύγχρονη, ανθρωπολογική μέθοδο.
Εντούτοις, εκτός από τα γενικής φύσεως επιστημονικά βιβλία, όπως ήταν οι μελέτες του Αριστοτέλη, η αρχαία Ελληνική Γραμματεία μας παρέχει και πιο εξειδικευμένα ιατρικά έργα, ενδεικτικά των οποίων είναι εκείνα του Ιπποκράτη με τίτλο «Περί των εν κεφαλήι τρωμάτων», τα οποία επικεντρώνονταν στα κρανιακά κατάγματα. Σε αυτά, παρόλο που δεν διαπιστώνεται κάποια διάκριση των ανθρώπινων τύπων, εντοπίζεται ότι υπάρχουν κάποια κρανία που προεξέχουν προς τα πίσω, και άλλα όχι. Ακόμη, διαφορές εντοπίζονται και στις ραφές, ενώ πραγματοποιούνται άλλες κρανιολογικές παρατηρήσεις. Άξιο αναφοράς είναι, δε, και το γεγονός ότι ο Γαληνός είχε προβεί στην διάκριση των κρανίων σε τέσσερις τύπους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο χαρακτηρισμός του ανθρώπου με βάση την φυσιογνωμία του εντοπίζεται ήδη από την εποχή του Ομήρου. Παραδείγματος χάρη, ο άθλιος Θερσίτης φαίνεται από το πρόσωπο του, ενώ ο Αντίνοος είναι ωραίος, αλλά όχι καλός. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, παρατηρείται η εμφάνιση κάποιου να ταιριάζει και με την ηθική του, κάτι που γίνεται καταφανές συχνά και από διάφορες αγγειογραφίες. Επιπροσθέτως, οι ιατροί της ιπποκρατικής σχολής, καθώς και άλλοι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, μεταξύ των οποίων ο Ξενοφών, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, επιχείρησαν να μελετήσουν την σχέση μεταξύ εμφάνισης και ψυχής. Επίσης, άλλοι μεταγενέστεροι που ασχολήθηκαν με την μελέτη της φυσιογνωμίας ήταν ο Μεγασθένης, ο Ποσειδώνιος, ο Στράβων, ο Δίων ο Χρυσόστομος, ο Πλούταρχος, ο Ρούφος και ο Σουητώνιος. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι οι δυο σημαντικότερες φυσιογνωμικές πραγματείες ανήκουν στον Αριστοτέλη και στον Πολέμωνα.
Ακόμη, άλλη πεποίθηση του Αριστοτέλη ήταν ότι οι άνθρωποι είχαν συμπεριφορά όμοια με αυτή των ζώων που τους έμοιαζαν. Επίσης, αποφαινόταν ότι οι Αιγύπτιοι, οι Θράκες και οι Σκύθες είχαν διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά στα σωματικά και στα ψυχικά τους γνωρίσματα, ενώ περιέγραφε τα διάφορα σημεία του σώματος με λεπτομέρειες, χωρίς ωστόσο να προχωράει σε συνδυασμό των γνωρισμάτων, με στόχο την συστηματική φυλετική ταξινόμηση. Εντούτοις, αποτελεί γεγονός ότι παρά την ύπαρξη κάποιων ακραίων ή ιδιόμορφων τοποθετήσεων, η ενασχόληση των αρχαίων Ελλήνων με τον τομέα της Φυσιογνωμικής δημιούργησε το έδαφος για την μετέπειτα ανάπτυξη της πραγματικής επιστήμης, όπως είχε συμβεί άλλωστε και με την Αλχημεία, ως πρόδρομο της Χημείας.
Από την ανάλυση του AlbertRivaud, λοιπόν, προκύπτει ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εντρυφήσει, μελετώντας βαθιά, στην ανθρώπινη φύση, με αποτέλεσμα την διατύπωση θεωριών που μετατράπηκαν στα θεμέλια της εξελικτικής θεώρησης της φύσης σε γενικότερο επίπεδο. Μελέτησαν το ανθρώπινο σώμα συγγράφοντας πλήθος πραγματειών, περιέγραψαν τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων και άλλοι επικεντρώθηκαν στην εμφάνιση και στην συμπεριφορά των λαών με τους οποίους βρίσκονταν σε επαφή, καταδεικνύοντας για ακόμη μια φορά πόσο πρωτοπόροι υπήρξαν στο πεδίο της επιστημονικής αναζήτησης, και πολύ περισσότερο στο αντικείμενο της ανθρωπολογίας.
Όσον αφορά στο πεδίο της εθνογραφίας, παρατίθεται μια πληθώρα στοιχείων τόσο από ιστορικούς και γεωγράφους, όσο και από φιλοσόφους, ηθικολόγους και ποιητές, με βασικό συμπέρασμα ότι η αρχαία ελληνική πόλη θεμελιώνεται πάνω στην έννοια της φυλής. Ειδικότερα, στα πρώτα στάδια της εθνογραφίας προκύπτει ότι ένας λαός είναι πάνω από όλα μια φυλή, μια μακρά σειρά απογόνων, που προέρχονται από ένα κοινό πρόγονο, με την καθαρότητα του αίματος να αποτελεί μέτρο αριστοκρατικότητας.
Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν εκείνοι που έθεσαν τα θεμέλια για την μετέπειτα ανάπτυξη και εξέλιξη όλων των επιστημών, θέτοντας ταυτόχρονα, κατά τον AlbertRivaud, και τις βάσεις της ανθρωπολογίας και της εθνολογίας, με διάφορα αποσπάσματα γεωγράφων, ιστορικών, φιλοσόφων, ακόμα και ιατρών, να αποκαλύπτουν αρκετά στοιχεία σχετικά με τις ανθρωπολογικές τους γνώσεις. Διάφορες γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες τους ώθησαν να πραγματοποιήσουν ταξίδια σε ολόκληρη την Μεσόγειο ιδρύοντας πλήθος αποικιών, ενώ ο περιπετειώδης και εμπορικός τους βίος τους έφερε σε επαφή με πολλούς ξένους λαούς, και κατ’ επέκταση με τα ήθη αυτών, με χαρακτηριστική απόδειξη τα ομηρικά έργα, στα οποία εμπεριέχονται ολόκληροι κατάλογοι εθνών.
Εντούτοις, εκτός της πρακτικής χρησιμότητας αυτού του πλήθους των εθνογραφικών παρατηρήσεων, η περεταίρω επιστημονική ανάπτυξη είχε ως επακόλουθο την ανάδυση διάφορων ερωτημάτων, όπως αν οι άνθρωποι υπήρχαν πάντα ή αν δημιουργήθηκαν κάποια στιγμή. Επίσης, άλλα ερωτήματα που ανέκυψαν ήταν πότε εγκαταστάθηκαν οι διάφοροι λαοί στην Ελλάδα και στην Ασία, από πού ήρθαν αυτοί οι λαοί, είχαν κοινή ή διαφορετική καταγωγή και βάσει ποιών γνωρισμάτων μπορεί να γίνει ο διαχωρισμός τους. Πρόκειται, λοιπόν, για ερωτήματα που απασχόλησαν πάρα πολύ τους αρχαίους διανοούμενους, αλλά παραμένει αξιοσημείωτο ότι στις απαντήσεις που έδωσαν εντοπίζουμε σπέρματα των σύγχρονων ανθρωπολογικών θεωριών.
Ο Ηρόδοτος και ο Παυσανίας μας παρέχουν πλήθος ανθρωπολογικών στοιχείων. Ο Αναξίμανδρος υπήρξε ο δημιουργός του πρώτου χάρτη του κόσμου, με τον Εκαταίο τον Μιλήσιο λίγο αργότερα να προβαίνει σε μια μεθοδική περιγραφή της γης και των λαών της. Ακολούθησαν οι Στωικοί και οι Αλεξανδρινοί, με επιφανή εκπρόσωπο τον Ερατοσθένη, ενώ ο Στράβων υπήρξε ένα ολοκληρωμένο παράδειγμα γεωγράφου, καθώς μελέτησε την γη μαζί με τους κατοίκους της, συγγράφοντας όχι μόνο φυσική γεωγραφία, αλλά και πολιτική.
Επιπροσθέτως, ένα ακόμη ζήτημα που απασχόλησε βαθιά τους αρχαίους Έλληνες ήταν το ζήτημα των ανθρώπινων φυλών, με εκτενή σημεία στα έργα τους αφιερωμένα στην μελέτη σχετικών στοιχείων, όπως έπραξαν ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Αριστοτέλης και πολλοί Στωικοί φιλόσοφοι. Άλλωστε, η ιατρική της εποχής, ανεπτυγμένη σε επιστημονικά πλαίσια, διαπίστωσε διαφορές στην δομή του σώματος των διάφορων ανθρώπων, όπως αυτές αποτυπώνονται στο ιπποκράτειο έργο. Άκρως ενδεικτικό και αποκαλυπτικό, ωστόσο, είναι και το έργο των κεραμοποιών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις, κατά την προσπάθεια απεικόνισης των διάφορων ανθρώπινων τύπων, δύναται να παρέχει πολλές περισσότερες πληροφορίες για τις σχετικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων, σε σύγκριση ακόμη και με ολόκληρες διατριβές.
Ωστόσο, το πλέον κεφαλαιώδες ζήτημα που επιδίωξαν να εξετάσουν οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήταν η καταγωγή του ανθρώπινου είδους, με πλήθος μύθων να περιγράφει την δημιουργία του ανθρώπινου όντος από την μίξη διάφορων στοιχείων της φύσης. Από την άλλη πλευρά, οι Αθηναίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους αυτόχθονες, με παρόμοιες αντιλήψεις να διατυπώνονται και για άλλους λαούς από τον Ηρόδοτο και τον Εκαταίο. Επίσης, σχετικό χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και ο ιστορικός Φερεκύδης ο Αθηναίος, ο οποίος είχε προβεί στην συγγραφή ενός βιβλίου με θέμα την αρχαία ιστορία των Αθηναίων, υπό τον τίτλο «Αυτόχθονες». Ακόμη, πολλές αναφορές στην αυτοχθονία των Αθηναίων κάνει και ο τραγικός φιλόσοφος Ευριπίδης, στην τραγωδία «Ίων». Εκτός από τους Αθηναίους, όμως, στην αυτοχθονία τους πίστευαν και οι Αρκάδες και οι Θεσσαλοί. Όμως, ακόμα και αν ήταν αυτόχθονες, το ερώτημα που αναδυόταν τώρα ήταν πως εμφανίστηκαν οι πρώτοι άνθρωποι εκεί.
Ο Βάρρων και ο Σενσορίνος αναφέρονται σχετικά, λέγοντας πως μετά τον Πυθαγόρα η πλειοψηφία των φιλοσόφων υποστήριζε την πρώτη άποψη, ενώ ο απλό λαός την δεύτερη. Η γη θεωρούνταν κυριολεκτικά η μητέρα των κατοίκων της. Οι γενάρχες, που θεωρούνταν οι πρώτοι άνθρωποι ουσιαστικά, ονομάζονταν γηγενείς, δηλαδή γεννηθέντες από την γη. Ο Πίνδαρος σε ένα απόσπασμα του έργου του κάνει αναφορά σε δύο τέτοιους άνδρες, που λεγόταν ότι γεννήθηκαν από την γη, ενώ για άλλους γενάρχες γινόταν αναφορά από τον Πλάτωνα, τον Ευριπίδη και τον Παυσανία. Πρόκειται για μυθολογίες που περιπλέκονταν με τους θεούς, όπως φαίνεται με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο στην «Θεογονία» του Ησίοδου. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα λόγια της Πηνελόπης, η οποία έλεγε στον Οδυσσέα ότι φαίνεται «ξένος», και συνεπώς όχι γεννηθείς από τα δέντρα και τις πέτρες της περιοχής. Ανάλογοι μύθοι περί καταγωγής των ανθρώπων από τα δέντρα υπάρχουν πολλοί, ενώ ζωογόνα δύναμη θεωρείτο ότι είχε και ο αέρας. Ακόμη, πηγή της ζωής θεωρούνταν το αίμα και περισσότερο τα αναπαραγωγικά όργανα, όπως άλλωστε φαίνεται και από τις φαλλικές τελετές που λάμβαναν χώρα κατά την αρχαιότητα.
Ειδικότερα, ως γενάρχης αναφέρεται ο Δευκαλίων με την σύζυγο του Πύρρα, που είχαν γλιτώσει από τον κατακλυσμό, καθώς επίσης και ο Προμηθέας και η Πανδώρα. Επιπροσθέτως, οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι η πόλη των Αθηνών προϋπήρχε για χιλιάδες χρόνια πριν τον Σόλωνα, και κατ’ επέκταση και ο άνθρωπος. Στα έργα, δε, του Πλάτωνα «Τιμαίος» και «Νόμοι», ο φιλόσοφος θεωρεί ότι η ανθρωπότητα ακολουθεί κύκλους και ανασυντάσσεται συνεχώς έπειτα από φυσικές καταστροφές, παρατηρώντας ότι η ανθρωπογένεση εξηγείται με μια μίξη μύθου και επιστημονικών στοιχείων ταυτόχρονα.
Στην Ιωνία, όμως, κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., παρατηρείται για πρώτη φορά η ανάπτυξη της επιστήμης σε ορθολογικά πλαίσια, με τον Αναξίμανδρο, ως προπομπό της εξελικτικής θεωρίας, να είναι ο πρώτος που κάνει αναφορά στην έννοια της μεταμόρφωσης, στοιχείο που εντοπίζουμε στους «Στρωματείς» του ψευδο-Πλούταρχου. Ειδικότερα, αναφέρει ότι εντός του νερού υπάρχουν όντα σαν ψάρια, τα οποία σταδιακά μεταμορφώθηκαν και πέρασαν στην ξηρά, ενώ ο Ξενοφάνης σε κάποιο απόσπασμα του έργου του «Περί Φύσεως», αναφέρει ότι η ζωή προήλθε από την γη και το νερό. Ακόμη, όπως μας πληροφορεί ο Σενσορίνος, ο Παρμενίδης υποστηρίζει ότι τα έμβια όντα γεννιούνται από την γη και το νερό, που τα ζεσταίνουν οι ακτίνες του ήλιου, τα οποία όμως δεν δημιουργούνται αμέσως, αλλά κατά κομμάτια, με τα μέλη αυτά να ενώνονται, δημιουργώντας τον οργανισμό.
Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι, εντούτοις, προβαίνουν στην διάκριση του ανθρώπου από τα υπόλοιπα ζώα, με την πλειοψηφία των περιπτώσεων να φρονεί ότι ο άνθρωπος υπάρχει αιώνια και είναι περιττή η μελέτη της γένεσης του, άποψη την οποία συμμερίζεται και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Από την άλλη πλευρά, ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής υποστηρίζει την ενότητα της φύσης, με όλα τα έμβια όντα να δημιουργούνται από την μίξη των τεσσάρων φυσικών στοιχείων, της γης, του νερού, του αέρα και της φωτιάς, έχοντας κοινή καταγωγή. Πρόκειται για μια διαδικασία που εξελίσσεται σταδιακά, δίνοντας τις διάφορες μορφές ζωής. Τα μέλη δημιουργούνται χωριστά και ενώνονται για να δημιουργήσουν τους οργανισμούς, ενώ η γη και το νερό ενώνονται, και έπειτα ανυψώνονται από ένα εσώτερο πυρ.
Μια διαφορετική άποψη παρατίθεται από τον Αναξιμένη, κατά τον οποίο ο αέρας ζεσταίνει και δίνει ζωή στην γη, θεωρία η οποία τυγχάνει της αποδοχής και του Αρχέλαου, και πιθανότατα και του δασκάλου του Αναξαγόρα. Επίσης, ο Δημόκριτος, σύμφωνα με τον Σενσορίνο, πίστευε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από την μίξη του νερού και της γης, και ότι ο κόσμος κατοικήθηκε σταδιακά, μια άποψη που πιθανολογείται ότι αποδεχόταν και ο Λεύκιππος. Αρκετοί τίτλοι βιβλίων και ονόματα φιλοσόφων που ασχολήθηκαν με το ζήτημα της γένεσης της ζωής έχουν διασωθεί, αλλά την ίδια τύχη δεν είχαν και οι απόψεις που διατύπωσαν.
Ωστόσο, ο Πλάτωνας στο έργο του «Τίμαιος» διατυπώνει τελείως διαφορετικές απόψεις, απομακρυνόμενος από την φυσική φιλοσοφία και θέτοντας την αρχή των όντων στους θεούς, οι οποίοι έφτιαξαν κάθε μέλος του ανθρώπου με κάποιον σκοπό. Στον Αριστοτέλη, δε, η ανθρωπογένεση εξαφανίζεται, καθώς περιγράφει τους διάφορους λαούς ως έχουν, θεωρώντας ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν ποτέ. Έτσι, με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη τίθεται τέλος σε κάθε σκέψη σχετικά με το ζήτημα, οι Στωικοί και οι Αλεξανδρινοί δεν προβαίνουν σε καμία σαφή θεωρία ανθρωπογένεσης, ενώ στον Λουκρήτιο εντοπίζεται διαδεδομένη στον απλό λαό η θεώρηση ότι η ζωή δημιουργήθηκε από την γη.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μελετήσει και την μορφή του σώματος πολύ εντατικά, κάτι που γίνεται φανερό από πλήθος πραγματειών τους, κυρίως ιατρικής φύσης, των οποίων έχουν διασωθεί πολλοί τίτλοι. Ανάλογα συγγράμματα μας παραδίδονται από τον Φιλόλαο τον πυθαγόρειο και τον Δημόκριτο, ενώ σε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση του ο Αναξαγόρας αποφαινόταν ότι ο άνθρωπος δεν είναι έξυπνος επειδή έχει χέρια, αλλά επειδή έχει χέρια είναι έξυπνος.
Εντούτοις, οι πρώτες εκτεταμένες παρατηρήσεις στην μορφολογία του ανθρώπου εντοπίζονται στο έργο του Αριστοτέλη. Αρχικά, ο άνθρωπος θεωρείται ότι έχει όμοια μέρη με τα υπόλοιπα ζώα και μελετάται βάσει αυτού. Ο φιλόσοφος προβαίνει στην περιγραφή των μερών του ανθρώπινου σώματος, στην οποία συναντάμε τις κρανιολογικές λέξεις «βρέγμα» και «ινίο» για την άνω κορυφή, όπου ενώνονται οι ραφές και το πίσω μέρος του κρανίου, αντίστοιχα, ενώ οι ενώσεις των κρανιακών οστών ονομάζονται «ραφαί». Ακόμη, διαπιστώνει διαφορές μεταξύ του κρανίου ανδρών - γυναικών και ανθρώπων - άλλων ζώων. Κατ’ επέκταση, επιχειρεί να διαχωρίσει τους ανθρώπους σε τύπους, ανάλογα με τα ανθρωπολογικά τους γνωρίσματα. Πιο συγκεκριμένα, οι παρατηρήσεις του επικεντρώνονταν στο σχήμα του προσώπου, στο χρώμα των ματιών, στην ποσότητα και στο χρώμα του τριχώματος, κ.α. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δεν είχε λάβει υπόψη του το σχήμα του κρανίου. Στο έργο του «Φυσιογνωμικά», όμως, εντοπίζεται η άποψη του ότι η ίσια μύτη είναι πιο ωραία από την «πατημένη». Ακόμη, διατυπώνει ότι υπάρχει κάποιου είδους σχέση μεταξύ του χρώματος των μαλλιών και των ματιών, τα οποία όμως δύναται να αλλάξουν καθώς το άτομο μεγαλώνει. Επιπροσθέτως, ο φιλόσοφος παρατηρούσε ότι όσοι ζουν βόρεια έχουν πιο ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά από εκείνους που ζουν νοτιότερα. Λίγα γενικά σχετικά στοιχεία εμπεριέχονται και στην «Φυσική Ιστορία» του Πλίνιου, την πλειοψηφία των οποίων όμως έχει αντλήσει από τα συγγράμματα και τις μελέτες του Αριστοτέλη. Συμπερασματικά, όμως, φαίνεται ότι ο Αριστοτέλης μελετούσε τον άνθρωπο με την γνώριμη σε εμάς πλέον, σύγχρονη, ανθρωπολογική μέθοδο.
Εντούτοις, εκτός από τα γενικής φύσεως επιστημονικά βιβλία, όπως ήταν οι μελέτες του Αριστοτέλη, η αρχαία Ελληνική Γραμματεία μας παρέχει και πιο εξειδικευμένα ιατρικά έργα, ενδεικτικά των οποίων είναι εκείνα του Ιπποκράτη με τίτλο «Περί των εν κεφαλήι τρωμάτων», τα οποία επικεντρώνονταν στα κρανιακά κατάγματα. Σε αυτά, παρόλο που δεν διαπιστώνεται κάποια διάκριση των ανθρώπινων τύπων, εντοπίζεται ότι υπάρχουν κάποια κρανία που προεξέχουν προς τα πίσω, και άλλα όχι. Ακόμη, διαφορές εντοπίζονται και στις ραφές, ενώ πραγματοποιούνται άλλες κρανιολογικές παρατηρήσεις. Άξιο αναφοράς είναι, δε, και το γεγονός ότι ο Γαληνός είχε προβεί στην διάκριση των κρανίων σε τέσσερις τύπους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο χαρακτηρισμός του ανθρώπου με βάση την φυσιογνωμία του εντοπίζεται ήδη από την εποχή του Ομήρου. Παραδείγματος χάρη, ο άθλιος Θερσίτης φαίνεται από το πρόσωπο του, ενώ ο Αντίνοος είναι ωραίος, αλλά όχι καλός. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, παρατηρείται η εμφάνιση κάποιου να ταιριάζει και με την ηθική του, κάτι που γίνεται καταφανές συχνά και από διάφορες αγγειογραφίες. Επιπροσθέτως, οι ιατροί της ιπποκρατικής σχολής, καθώς και άλλοι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, μεταξύ των οποίων ο Ξενοφών, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, επιχείρησαν να μελετήσουν την σχέση μεταξύ εμφάνισης και ψυχής. Επίσης, άλλοι μεταγενέστεροι που ασχολήθηκαν με την μελέτη της φυσιογνωμίας ήταν ο Μεγασθένης, ο Ποσειδώνιος, ο Στράβων, ο Δίων ο Χρυσόστομος, ο Πλούταρχος, ο Ρούφος και ο Σουητώνιος. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι οι δυο σημαντικότερες φυσιογνωμικές πραγματείες ανήκουν στον Αριστοτέλη και στον Πολέμωνα.
Ακόμη, άλλη πεποίθηση του Αριστοτέλη ήταν ότι οι άνθρωποι είχαν συμπεριφορά όμοια με αυτή των ζώων που τους έμοιαζαν. Επίσης, αποφαινόταν ότι οι Αιγύπτιοι, οι Θράκες και οι Σκύθες είχαν διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά στα σωματικά και στα ψυχικά τους γνωρίσματα, ενώ περιέγραφε τα διάφορα σημεία του σώματος με λεπτομέρειες, χωρίς ωστόσο να προχωράει σε συνδυασμό των γνωρισμάτων, με στόχο την συστηματική φυλετική ταξινόμηση. Εντούτοις, αποτελεί γεγονός ότι παρά την ύπαρξη κάποιων ακραίων ή ιδιόμορφων τοποθετήσεων, η ενασχόληση των αρχαίων Ελλήνων με τον τομέα της Φυσιογνωμικής δημιούργησε το έδαφος για την μετέπειτα ανάπτυξη της πραγματικής επιστήμης, όπως είχε συμβεί άλλωστε και με την Αλχημεία, ως πρόδρομο της Χημείας.
Από την ανάλυση του AlbertRivaud, λοιπόν, προκύπτει ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εντρυφήσει, μελετώντας βαθιά, στην ανθρώπινη φύση, με αποτέλεσμα την διατύπωση θεωριών που μετατράπηκαν στα θεμέλια της εξελικτικής θεώρησης της φύσης σε γενικότερο επίπεδο. Μελέτησαν το ανθρώπινο σώμα συγγράφοντας πλήθος πραγματειών, περιέγραψαν τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων και άλλοι επικεντρώθηκαν στην εμφάνιση και στην συμπεριφορά των λαών με τους οποίους βρίσκονταν σε επαφή, καταδεικνύοντας για ακόμη μια φορά πόσο πρωτοπόροι υπήρξαν στο πεδίο της επιστημονικής αναζήτησης, και πολύ περισσότερο στο αντικείμενο της ανθρωπολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου