Ο Σωκράτης απολογείται στην Ηλιαία το 399 π.Χ. Οι Μέλητος, Άνυτος και Λύκωνας τον κατηγόρησαν ότι δεν σεβόταν τους θεούς της πόλης και ότι με τη διδασκαλία του διέφθειρε τους νέους. Αρχικά αναφέρθηκε στις παλαιότερες παρανοήσεις της φιλοσοφίας και της δράσης του και κατόπιν ανασκεύασε τις τρέχουσες κατηγορίες. Όταν δήλωσε ότι, ανεξάρτητα από την απόφαση, αυτός θα ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο και στο μέλλον, προκάλεσε την αντίδραση των δικαστών.
«Ησυχάστε, Αθηναίοι, και κάντε μου τη χάρη να τηρήσετε αυτό που σας παρακάλεσα, να ακούτε ήσυχα αυτά που λέω. Γιατί, όπως εγώ νομίζω, θα ωφεληθείτε, αν ακούσετε. Σκοπεύω να σας πω και άλλα πράγματα για τα οποία ίσως θα διαμαρτυρηθείτε·με κανένα τρόπο μην το κάνετε.
Να ξέρετε καλά ότι αν με εκτελέσετε, εμένα που είμαι τέτοιος που λέω, θα βλάψετε περισσότερο τους εαυτούς σας παρά εμένα.
Γιατί καθόλου δε θα μπορούσαν να με βλάψουν ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος· δε θα είχαν τη δυνατότητα. Γιατί πιστεύω ότι είναι αδύνατον, σύμφωνα με το θεϊκό νόμο, να βλάψει ο χειρότερος άνθρωπος τον καλύτερο. Θα μπορούσε ίσως να τον οδηγήσει στην εκτέλεση ή να τον εξορίσει ή να του στερήσει την ιδιότητα του πολίτη. Αυτά ίσως ο κατήγορός μου και άλλοι άνθρωποι τα θεωρούν μεγάλα δεινά. Εγώ όμως όχι: αντίθετα, πιστεύω ότι είναι πολύ μεγαλύτερο κακό να κάνει κανείς αυτό που προσπαθεί τώρα ο Άνυτος, να επιχειρεί δηλαδή να οδηγήσει άδικα στο θάνατο έναν άνθρωπο.
Επομένως, Αθηναίοι, εγώ δεν απολογούμαι για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά για να υπερασπιστώ εσάς, μη τυχόν και καταδικάζοντάς με διαπράξετε ολέθριο σφάλμα απέναντι στο δώρο του θεού σε σας. Γιατί, αν με σκοτώσετε, δε θα βρείτε εύκολα άλλον τέτοιο σαν και μένα, που, κυριολεκτικά, αν και ακούγεται λίγο αστείο, τοποθετήθηκε από το θεό στην πόλη όπως μία αλογόμυγα πάνω σε άλογο μεγαλόσωμο και καθαρόαιμο, νωθρό όμως εξαιτίας του όγκου του, που του χρειάζεται μία αλογόμυγα να το ξυπνάει. Σαν κάτι τέτοιο μου φαίνεται πως ο θεός με έβαλε στην πόλη για να μη σταματάω όλη μέρα να ξυπνάω και να διαφωτίζω και να επιπλήττω τον καθένα σας, πηγαίνοντας να καθίσω δίπλα του, όπου και αν πάει. Και δε θα βρείτε εύκολα άλλον τέτοιο, Αθηναίοι· αν με πιστέψετε, δε θα με εκτελέσετε. Ίσως όμως από δυσαρέσκεια, όπως όσοι μόλις έχουν σηκωθεί και νυστάζουν ακόμη, θα μπορούσατε να μου καταφέρετε ένα χτύπημα και, ακολουθώντας τη γνώμη του Άνυτου, να με εκτέλεσε. Κατόπιν θα περνούσατε την υπόλοιπη ζωή σας κοιμισμένοι, εκτός και αν ο θεός ενδιαφερόταν για σας και σας έστελνε κάποιον άλλο.
Όσο για το ότι εγώ είμαι το είδος του ανθρώπου που χάρισε ο θεός στην πόλη, θα το καταλάβετε από τα παρακάτω: δε μοιάζει δηλαδή ανθρώπινο ότι έχω παραμελήσει όλα τα προσωπικά μου ζητήματα και ανέχομαι να μένει παραμελημένο τόσα χρόνια το σπίτι μου, ενώ διαρκώς ασχολούμαι με τις δικές σας υποθέσεις, πλησιάζοντας τον καθένα σας ξεχωριστά και πείθοντάς τον σαν πατέρας ή μεγαλύτερος αδερφός να φροντίζει για την αρετή. Αν από αυτό αποκόμιζα βέβαια κάποιο κέρδος ή αν πληρωνόμουν για να σας προτρέπω στην αρετή, θα είχα κάποιο λόγο να το κάνω. Τώρα όμως βλέπετε και μόνοι σας ότι και οι κατήγοροί μου, που διατυπώνουν τόσο αναίσχυντα κατηγορίες για όλα τα υπόλοιπα, δεν μπόρεσαν να φτάσουν σε τέτοιο βαθμό ξεδιαντροπιάς, ώστε να φέρουν μάρτυρα ότι εγώ ή πήρα ή ζήτησα ποτέ χρήματα. Εγώ όμως παρουσιάζω αδιάψευστο ―όπως νομίζω― μάρτυρα του ότι λέω την αλήθεια τη φτώχεια μου.»
Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου