Όταν εκείνος ζήτησε εντολές από τις αρχές της πόλης για το τι να κάνει, η Συνέλευση τον διέταξε «να μη διαλύσει το στράτευμα, παρά να χτυπήσει ευθύς τους Θηβαίους αν δεν άφηναν τις πόλεις ανεξάρτητες». (6,4,3). Και πράγματι η Θήβα αρνήθηκε ν’ αφήσει τις πόλεις της Βοιωτίας, όπως αρνήθηκε να διαλύσει και το στρατό της. Το σκηνικό του πολέμου στήθηκε σχεδόν αμέσως μετά τη συμφωνία της ειρήνης.
Η Μάχη των Λεύκτρων ήταν μια από τις πλέον περισπούδαστες μάχες της αρχαιότητας, από πλευράς στρατιωτικής τακτικής.
Ο Κλεόμβροτος εισέβαλε στη Βοιωτία ακολουθώντας πορεία μέσα από τα βουνά και διέλυσε την Κρεύσι γκρεμίζοντας τα τείχη κι αιχμαλωτίζοντας δώδεκα πολεμικά των Θηβαίων, κίνηση που τους αιφνιδίασε, καθώς τον περίμεναν από τη Φωκίδα, όπου τον παραφύλαγαν. Μετά από αυτά στρατοπέδευσε στα Λεύκτρα, αλλά, όπως φαίνεται, ακόμη και τότε δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να δώσει μάχη.
Το θέμα πήρε διαστάσεις προσωπικές, καθώς όλοι οι κοντινοί του άνθρωποι του ξεκαθάρισαν: «Κλεόμβροτε, αν αφήσεις τους Θηβαίους να φύγουν δίχως μάχη, θα κινδυνέψει η ζωή σου από την πόλη μας· θα θυμηθούν και τη φορά εκείνη όπου έφτασες ως τις Κυνός Κεφαλές δίχως καθόλου να λεηλατήσεις τα εδάφη των Θηβαίων, και την άλλη σου εκστρατεία αργότερα όπου αποκρούστηκε η εισβολή σου – ενώ ο Αγησίλαος πάντα κατόρθωνε να εισβάλλει από τον Κιθαιρώνα. Αν λοιπόν θέλεις το καλό σου ή να ξαναδείς την πατρίδα σου, πρέπει να διατάξεις επίθεση». (6,4,5).
Αλλά και στο στρατόπεδο των Θηβαίων η τελική σύγκρουση φαινόταν μοναδική επιλογή: «Οι αρχηγοί των Θηβαίων από την άλλη λογάριαζαν πως αν δεν έδιναν μάχη, οι τριγύρω πόλεις θα τους εγκατέλειπαν κι οι ίδιοι θα βρίσκονταν πολιορκημένοι – κι αν σταματούσε ο ανεφοδιασμός την πόλης, υπήρχε κίνδυνος να στραφεί ο κόσμος εναντίον τους. Πολλοί απ’ αυτούς, άλλωστε, που είχαν προηγουμένως εξοριστεί, σκέφτονταν ότι ήταν προτιμότερο να σκοτωθούν πολεμώντας παρά να εξοριστούν και πάλι». (6,4,6).
Από τη στιγμή που οι ηγεσίες και των δύο πλευρών έβρισκαν ότι δεν διακυβεύονται μόνο τα συμφέροντα της πόλης, αλλά και η δική τους θέση, η μάχη ήταν αναπόφευκτη. Οι Θηβαίοι μάλιστα προχώρησαν ακόμη περισσότερο θυμίζοντας σε όλους έναν παλιό χρησμό, που προμήνυε την ήττα των Σπαρτιατών «κοντά στον τύμβο των παρθένων που είχαν αυτοκτονήσει, καθώς έλεγαν, επειδή τις είχαν βιάσει κάποιοι Λακεδαιμόνιοι». (6,4,7).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά διέδωσαν στο στρατό ότι στη Θήβα όλοι οι ναοί άνοιξαν από μόνοι τους κι ότι είχαν εξαφανιστεί τα όπλα του Ηρακλή καταδεικνύοντας ότι όλα τα σημάδια των θεών ήταν υπέρ τους. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «Μερικοί λένε βέβαια ότι όλ’ αυτά ήταν τεχνάσματα των αρχηγών». (6,4,7-8).
Το σίγουρο είναι ότι οι δυνάμεις παρατάχτηκαν στα Λεύκτρα: «οι Λακεδαιμόνιοι τοποθέτησαν μπρος από τη φάλαγγά τους το ιππικό τους, κι οι Θηβαίοι από τ’ άλλο μέρος το δικό τους. Ενώ όμως το ιππικό των Θηβαίων ήταν εξασκημένο χάρη στους πολέμους με τους Ορχομενίους και τους Θεσπιείς, το ιππικό των Λακεδαιμονίων βρισκόταν εκείνο τον καιρό σε άθλια κατάσταση: τ’ άλογα τα έτρεφαν οι πολύ πλούσιοι, και μόνο όταν κηρυσσόταν επιστράτευση παρουσιαζόταν ο κάθε καβαλάρης σύμφωνα με τις διαταγές που είχε, έπαιρνε το άλογο που του προόριζαν κι ό,τι όπλα του ‘διναν και κινούσε αμέσως για την εκστρατεία». (6,4,10-11).
Όπως ήταν λογικό, το ιππικό των Λακεδαιμονίων διαλύθηκε σχεδόν αμέσως: «Μόλις ο Κλεόμβροτος άρχισε να βαδίζει εναντίον του εχθρού, και πριν ακόμα καταλάβει ο στρατός του ότι είχε ξεκινήσει, οι ιππείς ήρθαν στα χέρια· γρήγορα νικήθηκαν οι Λακεδαιμόνιοι, και υποχωρώντας έπεσαν στις γραμμές των ίδιων τους των οπλιτών, την ώρα που τους έκαναν έφοδο κι οι λόχοι των Θηβαίων». (6,4,13).
Αυτό που ο Ξενοφώντας αναφέρει ως «λόχοι των Θηβαίων» είναι ο θρυλικός ιερός λόχος του Πελοπίδα, ο οποίος μετά τη συντριβή του σπαρτιατικού ιππικού έκανε έφοδο σπέρνοντας τον πανικό. Στον Γ1 τόμο από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» αναφέρεται: «Πριν ακόμη συνέλθουν κι ανασυνταχθούν οι Λακεδαιμόνιοι, επήλθαν εναντίον τους οι Θηβαίοι με επικεφαλής τον ιερό λόχο, που διοικούσε πάντα ο Πελοπίδας. Οι Θηβαίοι δε βάδισαν κατευθείαν μπροστά, αλλά παρεξέκλιναν προς τα δεξιά, έτσι ώστε να πλήξουν όχι το άκρο δεξιό των Λακεδαιμονίων, αλλά το κέντρο τους, γιατί εκεί πολεμούσε ο Κλεόμβροτος περιστοιχιζόμενος από τα εκλεκτότερα τμήματα των Σπαρτιατών». (σελ. 410).
Από κει και πέρα, το στρατήγημα του Επαμεινώνδα αποτέλειωσε τους Σπαρτιάτες. Ο Ξενοφώντας περιγράφει: «Όσο για την φάλαγγα των πεζών, λένε πως οι Λακεδαιμόνιοι είχαν παρατάξει κάθε ενωμοτία» (μία ενωμοτία είχε περίπου 35 άνδρες) «σε μέτωπο κατά τριάδες, έτσι που το βάθος τους δεν ξεπερνούσε τους δώδεκα άνδρες. Οι Θηβαίοι, αντίθετα, ήταν παραταγμένοι σε βάθος πενήντα τουλάχιστον ασπίδων, γιατί λογάριαζαν πως αν νικούσαν το πλευρό των Λακεδαιμονίων όπου βρισκόταν ο βασιλιάς, δεν θα τους ήταν δύσκολο να κατατροπώσουν τους υπόλοιπους». (6,4,12).
Με άλλα λόγια, ο Επαμεινώνδας ενίσχυσε τις δυνάμεις του βάζοντας μεγάλο βάθος στο σημείο που θα χτυπούσε τους Λακεδαιμονίους αφήνοντας πολύ λιγότερες δυνάμεις στο σημείο που θα συγκρουόταν με τους υπόλοιπους συμμάχους των Λακεδαιμονίων. Ο Ισαάκ Ασίμωφ στο βιβλίο του «Το Χρονικό του Κόσμου» είναι απολύτως κατατοπιστικός: «Στη μάχη αυτή, ο Επαμεινώνδας επινόησε μια νέα πολεμική τακτική. Δεν παρέταξε τους στρατιώτες του, ως συνήθως, σε ευθεία γραμμή και με βάθος τριών ή τεσσάρων στρατιωτών, δηλαδή δεν χρησιμοποίησε το είδος της φάλαγγας που γνώριζαν καλά οι Έλληνες και στο οποίο οι Σπαρτιάτες ήταν τέλειοι. Αντιθέτως, πύκνωσε μόνο το αριστερό κέρας της παράταξής του, δίνοντάς του βάθος πενήντα στρατιωτών. Σκοπός του ήταν να συγκεντρώσει στην πτέρυγα αυτή τις δυνάμεις που θα του επέτρεπαν να διασπάσει τη δεξιά πτέρυγα των Σπαρτιατών, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι καλύτεροι πολεμιστές τους. Το κέντρο της παράταξής του βρισκόταν πιο πίσω, ενώ η δεξιά πτέρυγα ήταν ακόμα πιο πίσω. Το κέντρο της παράταξης των Θηβαίων θα έμπαινε στη μάχη όταν το ηθικό των Σπαρτιατών θα είχε ήδη κλονιστεί, ενώ τελευταία θα έμπαινε στη μάχη η δεξιά πτέρυγα, για να ολοκληρώσει τη συντριβή του αντιπάλου». (σελ. 98).
Ο Ασίμωφ αναφέρει πολύ σωστά πως επρόκειτο για «νέα πολεμική τακτική», όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήταν ήδη δοκιμασμένη. Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» ξεκαθαρίζεται: «Η ιδέα της αυξήσεως του αριθμού των στοίχων δεν ήταν νέα: είχε δοκιμαστεί, πάλι από Βοιωτούς, στις Μάχες του Δηλίου (424 π.Χ), του Νεμέα (394 π.Χ) και της Τεγύρας (375 π.Χ.), και μάλιστα με επιτυχία. Η πρώτη δοκιμή έγινε εις βάρος των Αθηναίων. Η επιτυχία της δεύτερης δεν φάνηκε, γιατί σημειώθηκε εναντίον των Αχαιών· οι Λακεδαιμόνιοι, μένοντας άτρωτοι, κέρδισαν τελικά τη μάχη. Η τρίτη εφαρμογή της δεν άφησε αμφιβολία για το ότι ακόμη και οι Λακεδαιμόνιοι δεν μπορούσαν να κρατήσουν τη συνοχή τους, όταν δέχονταν επίθεση από φάλαγγα μεγάλου βάθους. Έτσι ο Επαμεινώνδας είχε λόγους να αντιμετωπίζει με εμπιστοσύνη τη νέα εφαρμογή της βοιωτικής παρατάξεως. Αυτή η παράταξη επικράτησε να λέγεται λοξή φάλαγξ». (σελ. 409).
Όσο για τη στιγμή της σύγκρουσης ο Ξενοφώντας γράφει: «ο Κλεόμβροτος κι οι άνδρες του υπερίσχυσαν στην πρώτη φάση της μάχης, καθώς αποδεικνύεται ολοφάνερα από το γεγονός ότι οι δικοί του μπόρεσαν να τον μαζέψουν και να τον μεταφέρουν από κει ζωντανό – πράγμα αδύνατο αν εκείνη την ώρα δεν νικούσαν όσοι μάχονταν μπροστά του. Όταν όμως σκοτώθηκαν ο πολέμαρχος Δείνων, ο σύντροφός του βασιλιά Σφοδρίας και ο γιος του Κλεώνυμος, τότε μπρος στην αριθμητική υπεροχή του εχθρού υποχώρησαν παράλληλα, οι Λακεδαιμόνιοι που ήταν στο αριστερό κέρας, βλέποντας το δεξιό να υποχωρεί, λύγισαν». (6,4,13-14).
Επρόκειτο για πραγματική πανωλεθρία, αν αναλογιστεί κανείς και την αριθμητική υπεροπλία των Σπαρτιατών. Όπως αναφέρεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»: «Ο στρατός του Κλεομβρότου είχε 10.000 οπλίτες, από τους οποίους οι 2000 ήταν Λακεδαιμόνιοι και από αυτούς τους τελευταίους οι 700 ήταν Σπαρτιάτες. Οι Βοιωτοί οπλίτες συμποσώνονταν μόλις σε 6000. Οι δύο παρατάξεις είχαν από 1000 ιππείς». (σελ. 408).
Ο Ασίμωφ θα κάνει τον τελικό απολογισμό: «Οι Σπαρτιάτες, που είχαν συνηθίσει να νικούν με τον τρόπο που γνώριζαν καλά, δεν προσπαθούσαν να προσαρμόσουν την τακτική τους στη νέα κατάσταση. Η Μάχη των Λεύκτρων έγινε το 371 π.Χ. και εξελίχθηκε όπως ακριβώς είχε σχεδιάσει ο Επαμεινώνδας. Η ήττα των Σπαρτιατών ήταν συντριπτική. Χίλιοι Σπαρτιάτες στρατιώτες (τους οποίους η Σπάρτη δεν είχε πια περιθώρια να χάσει) σκοτώθηκαν και ανάμεσά τους ο ίδιος ο βασιλιάς Κλεόμβροτος». (σελ. 98).
Παρά το μέγεθος της συμφοράς ο Ξενοφώντας βρίσκει και κάτι θετικό για τα στρατεύματα της Σπάρτης: «Μ’ όλες τις απώλειες και την ήττα τους, ωστόσο, ευθύς ως διάβηκαν την τάφρο που βρισκόταν μπροστά στο στρατόπεδό τους, στάθηκαν ο καθένας στο σημείο απ’ όπου είχε εξορμήσει». (6,4,14).
Ο Ξενοφώντας δεν μπορεί να κρύψει τη συμπάθειά του για τη Σπάρτη. Η τεράστια σημασία αυτής της μάχης (ουσιαστικά πρόκειται για την κατάλυση της σπαρτιατικής κυριαρχίας) δεν αποδίδεται στο βαθμό που θα έπρεπε κι ούτε γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο στρατήγημα του Επαμεινώνδα. Για την ακρίβεια δεν αναφέρεται πουθενά ούτε το όνομά του, όπως και το όνομα του Πελοπίδα. Είναι φανερό ότι θέλει να υποτιμήσει τη δύναμη των Θηβαίων κι ότι οι επιτυχίες τους δεν του αρέσουν.
Η προσοχή του στρέφεται αμέσως στην αντίδραση των Σπαρτιατών, που αρχικά δε δέχονταν την ήττα και σκέφτονταν να μην κάνουν ανακωχή για την περισυλλογή των νεκρών, αλλά να συνεχίσουν τη μάχη οδηγώντας το στρατό σε νέα παράταξη. Επικράτησε, όμως, η νηφαλιότητα, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως καταστροφικό στις παρούσες συνθήκες.
Αυτό που επίσης αναφέρει είναι η αξιοπρέπεια με την οποία δέχτηκε η πόλη τα νέα της συμφοράς, αφού, όταν έφτασε ο κήρυκας, οι έφοροι παρακολουθούσαν την τελευταία μέρα των Γυμνοπαιδιών και δεν άφησαν να διακοπεί ο χορός στο θέατρο (πράξη που θα φανέρωνε πανικό), αν και ανακοίνωσαν τα ονόματα των νεκρών στις οικογένειες. Την επόμενη μέρα οι συγγενείς των νεκρών δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά και την περηφάνια τους, ενώ αυτοί που οι συγγενείς τους ζούσαν έμειναν στο σπίτι και δεν εμφανίζονταν, εκτός από λίγους οι οποίοι «περιφέρονταν σκυθρωποί και ταπεινωμένοι». (6,4,16).
Αμέσως μετά συγκέντρωσαν ό,τι στρατό είχαν κι ετοιμάστηκαν για εκστρατεία. Ενισχύθηκαν και από δυνάμεις που τους πρόσφεραν οι σύμμαχοι (Τεγεάτες, Μαντινείς, Κορίνθιοι, Φλιάσιοι και Σικυώνιοι) κι επάνδρωσαν και πλοία μαζί με τους Κορίνθιους. Τη στρατηγία την έδωσαν στο γιο του Αγησιλάου, τον Αρχίδαμο, καθώς εκείνος δεν ήταν ακόμη σε θέση να εκστρατεύσει.
Από την άλλη, οι Θηβαίοι παρά την τεράστια επιτυχία τους στα Λεύκτρα δεν ένιωθαν άνετα να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες για δεύτερη φορά αβοήθητοι. Έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα ζητώντας τη συμμαχία της για να αποτελειώσουν τη Σπάρτη (κίνηση μάλλον απελπισίας, αφού μόλις πρότινος η Αθήνα πρωταγωνίστησε στην επίτευξη της ειρήνης επιθυμώντας να σταματήσει τη Θήβα). Τα νέα δε χαροποίησαν καθόλου τους Αθηναίους και οι Θηβαίοι κατάλαβαν ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από κει.
Αμέσως μετά οι Θηβαίοι στράφηκαν στον Ιάσονα, που κατάφερε να γίνει ηγεμόνας ολόκληρης της Θεσσαλίας, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Πολυδάμας, όταν ζήτησε βοήθεια από τη Σπάρτη. Ο Ιάσονας κατείχε τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα εκπαιδευμένα σώματα στρατού. Με δεδομένη τη φθορά, στα όρια του αποδεκατισμού, όλων των υπολοίπων, είναι φανερό ότι θα μπορούσε να γίνει ο ρυθμιστής των εξελίξεων και – γιατί όχι – η επόμενη μεγάλη δύναμη του ελληνικού κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Θηβαίοι του χτύπησαν την πόρτα.
Μόλις τον κάλεσαν, προσποιήθηκε ότι θα κατέβει από τη θάλασσα επανδρώνοντας πολεμικά πλοία. Αφού συγκέντρωσε όμως τους μισθοφόρους διέσχισε αστραπιαία την περιοχή των Φωκέων, που τον πολεμούσαν, κι έφτασε στη Βοιωτία, προτού προλάβει κανείς να φέρει οποιαδήποτε αντίσταση «δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο ότι η ταχύτητα είναι συχνά πιο αποτελεσματική από τη χρήση βίας». (6,4,21-22).
Συναντήθηκε με τους Θηβαίους κι αμέσως μετά με τους Λακεδαιμονίους και κατάφερε να τους συμφιλιώσει τερματίζοντας – προς ώρας – τις εχθροπραξίες. Ο Ιάσονας παρουσιάζεται ως ο νέος ηγέτης που λειτουργεί ενωτικά και που δε δείχνει διατεθειμένος να εμπλακεί ενεργά στα πολεμικά αδιέξοδα του αρχαιοελληνικού κόσμου. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «… ίσως όμως να το ‘κανε με σκοπό να διατηρηθεί η έχθρα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις και να τον έχουν ανάγκη και οι δύο». (6,4,25).
Σε καμία περίπτωση όμως δεν αμφισβητείται τη δύναμή του: «η δύναμή του ήταν μεγάλη, επειδή είχε γίνει νόμιμος ηγεμόνας των Θεσσαλών και διατηρούσε κοντά του πολλούς μισθοφόρους, πεζούς και καβαλάρηδες, και μάλιστα γυμνασμένους έτσι, που ν’ αποτελούν πρώτης γραμμής στρατό· ακόμη μεγαλύτερη ήταν επειδή είχε κιόλας πολλούς συμμάχους, κι άλλους που αποζητούσαν τη συμμαχία του. Κοντολογίς ήταν η ισχυρότερη φυσιογνωμία της εποχής του, γιατί κανένας δεν ήταν σε θέση να τον αψηφήσει». (6,4,28).
Η Φωκίδα πήρε μια μικρή γεύση του στρατού του, όταν επέστρεφε στη Θεσσαλία μετά τις συναντήσεις: «φεύγοντας μέσα από τη Φωκίδα, κατέλαβε το προάστιο των Υαμπολιτών, λεηλάτησε τη γη τους και σκότωσε πολλούς· την υπόλοιπη Φωκίδα τη διάβηκε δίχως να την πειράξει. Όταν έφτασε στην Ηράκλεια, ωστόσο, γκρέμισε το τείχος των Ηρακλειωτών: είναι φανερό πως δεν φοβόταν μήπως κανένας βρει ανοιχτό αυτό το πέρασμα και βαδίσει εναντίον του, αλλά τον απασχολούσε το ενδεχόμενο μήπως καταλάβει κάποιος την Ηράκλεια, που δεσπόζει σε στενά, και του κόψει το δρόμο όταν θα ήθελε ο ίδιος να πορευτεί προς οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας». (6,4,27).
Η εξασφάλιση της άνετης πρόσβασης στη Βοιωτία (κι όχι μόνο), όποτε το θελήσει, είναι ένδειξη των διαθέσεών του. Δεν έμελλε όμως να παίξει τον ενεργό ρόλο που προφανώς επιθυμούσε. Βρήκε άδοξο θάνατο, όταν του επιτέθηκαν εφτά νεαροί σε μια ανύποπτη στιγμή που έκανε επιθεώρηση στο ιππικό και συνομιλούσε με τον κόσμο. Οι σωματοφύλακές δεν πρόλαβαν να τον σώσουν. Σκότωσαν τους δύο από τους εφτά νεαρούς και οι άλλοι πέντε κατάφεραν να διαφύγουν.
Τα αδέρφια του ο Πολύδωρος και ο Πολύφρων ήταν οι διάδοχοι, αλλά ο Πολύφρων σκότωσε τον αδερφό του και μετέβαλε το πολίτευμα σε τυραννικό δολοφονώντας σπουδαίους πολίτες της Θεσσαλίας – ανάμεσά τους και τον Πολυδάμαντα – κι εξορίζοντας πολλούς. Τελικά δολοφονήθηκε κι αυτός από τον Αλέξανδρο, ο οποίος επίσης ήταν σκληρός και φερόταν ιδιαιτέρως εχθρικά σε Θήβα και Αθήνα. Τελικά τα αδέρφια της γυναίκας του τον σκότωσαν κι αυτόν. Οι διάδοχοι δε φάνηκαν αντάξιοι του Ιάσονα επιφέροντας περισσότερο τη φθορά και τη δυσπιστία. Η Θεσσαλία είχε χάσει την ευκαιρία της.
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Ο Κλεόμβροτος εισέβαλε στη Βοιωτία ακολουθώντας πορεία μέσα από τα βουνά και διέλυσε την Κρεύσι γκρεμίζοντας τα τείχη κι αιχμαλωτίζοντας δώδεκα πολεμικά των Θηβαίων, κίνηση που τους αιφνιδίασε, καθώς τον περίμεναν από τη Φωκίδα, όπου τον παραφύλαγαν. Μετά από αυτά στρατοπέδευσε στα Λεύκτρα, αλλά, όπως φαίνεται, ακόμη και τότε δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να δώσει μάχη.
Το θέμα πήρε διαστάσεις προσωπικές, καθώς όλοι οι κοντινοί του άνθρωποι του ξεκαθάρισαν: «Κλεόμβροτε, αν αφήσεις τους Θηβαίους να φύγουν δίχως μάχη, θα κινδυνέψει η ζωή σου από την πόλη μας· θα θυμηθούν και τη φορά εκείνη όπου έφτασες ως τις Κυνός Κεφαλές δίχως καθόλου να λεηλατήσεις τα εδάφη των Θηβαίων, και την άλλη σου εκστρατεία αργότερα όπου αποκρούστηκε η εισβολή σου – ενώ ο Αγησίλαος πάντα κατόρθωνε να εισβάλλει από τον Κιθαιρώνα. Αν λοιπόν θέλεις το καλό σου ή να ξαναδείς την πατρίδα σου, πρέπει να διατάξεις επίθεση». (6,4,5).
Αλλά και στο στρατόπεδο των Θηβαίων η τελική σύγκρουση φαινόταν μοναδική επιλογή: «Οι αρχηγοί των Θηβαίων από την άλλη λογάριαζαν πως αν δεν έδιναν μάχη, οι τριγύρω πόλεις θα τους εγκατέλειπαν κι οι ίδιοι θα βρίσκονταν πολιορκημένοι – κι αν σταματούσε ο ανεφοδιασμός την πόλης, υπήρχε κίνδυνος να στραφεί ο κόσμος εναντίον τους. Πολλοί απ’ αυτούς, άλλωστε, που είχαν προηγουμένως εξοριστεί, σκέφτονταν ότι ήταν προτιμότερο να σκοτωθούν πολεμώντας παρά να εξοριστούν και πάλι». (6,4,6).
Από τη στιγμή που οι ηγεσίες και των δύο πλευρών έβρισκαν ότι δεν διακυβεύονται μόνο τα συμφέροντα της πόλης, αλλά και η δική τους θέση, η μάχη ήταν αναπόφευκτη. Οι Θηβαίοι μάλιστα προχώρησαν ακόμη περισσότερο θυμίζοντας σε όλους έναν παλιό χρησμό, που προμήνυε την ήττα των Σπαρτιατών «κοντά στον τύμβο των παρθένων που είχαν αυτοκτονήσει, καθώς έλεγαν, επειδή τις είχαν βιάσει κάποιοι Λακεδαιμόνιοι». (6,4,7).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά διέδωσαν στο στρατό ότι στη Θήβα όλοι οι ναοί άνοιξαν από μόνοι τους κι ότι είχαν εξαφανιστεί τα όπλα του Ηρακλή καταδεικνύοντας ότι όλα τα σημάδια των θεών ήταν υπέρ τους. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «Μερικοί λένε βέβαια ότι όλ’ αυτά ήταν τεχνάσματα των αρχηγών». (6,4,7-8).
Το σίγουρο είναι ότι οι δυνάμεις παρατάχτηκαν στα Λεύκτρα: «οι Λακεδαιμόνιοι τοποθέτησαν μπρος από τη φάλαγγά τους το ιππικό τους, κι οι Θηβαίοι από τ’ άλλο μέρος το δικό τους. Ενώ όμως το ιππικό των Θηβαίων ήταν εξασκημένο χάρη στους πολέμους με τους Ορχομενίους και τους Θεσπιείς, το ιππικό των Λακεδαιμονίων βρισκόταν εκείνο τον καιρό σε άθλια κατάσταση: τ’ άλογα τα έτρεφαν οι πολύ πλούσιοι, και μόνο όταν κηρυσσόταν επιστράτευση παρουσιαζόταν ο κάθε καβαλάρης σύμφωνα με τις διαταγές που είχε, έπαιρνε το άλογο που του προόριζαν κι ό,τι όπλα του ‘διναν και κινούσε αμέσως για την εκστρατεία». (6,4,10-11).
Όπως ήταν λογικό, το ιππικό των Λακεδαιμονίων διαλύθηκε σχεδόν αμέσως: «Μόλις ο Κλεόμβροτος άρχισε να βαδίζει εναντίον του εχθρού, και πριν ακόμα καταλάβει ο στρατός του ότι είχε ξεκινήσει, οι ιππείς ήρθαν στα χέρια· γρήγορα νικήθηκαν οι Λακεδαιμόνιοι, και υποχωρώντας έπεσαν στις γραμμές των ίδιων τους των οπλιτών, την ώρα που τους έκαναν έφοδο κι οι λόχοι των Θηβαίων». (6,4,13).
Αυτό που ο Ξενοφώντας αναφέρει ως «λόχοι των Θηβαίων» είναι ο θρυλικός ιερός λόχος του Πελοπίδα, ο οποίος μετά τη συντριβή του σπαρτιατικού ιππικού έκανε έφοδο σπέρνοντας τον πανικό. Στον Γ1 τόμο από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» αναφέρεται: «Πριν ακόμη συνέλθουν κι ανασυνταχθούν οι Λακεδαιμόνιοι, επήλθαν εναντίον τους οι Θηβαίοι με επικεφαλής τον ιερό λόχο, που διοικούσε πάντα ο Πελοπίδας. Οι Θηβαίοι δε βάδισαν κατευθείαν μπροστά, αλλά παρεξέκλιναν προς τα δεξιά, έτσι ώστε να πλήξουν όχι το άκρο δεξιό των Λακεδαιμονίων, αλλά το κέντρο τους, γιατί εκεί πολεμούσε ο Κλεόμβροτος περιστοιχιζόμενος από τα εκλεκτότερα τμήματα των Σπαρτιατών». (σελ. 410).
Από κει και πέρα, το στρατήγημα του Επαμεινώνδα αποτέλειωσε τους Σπαρτιάτες. Ο Ξενοφώντας περιγράφει: «Όσο για την φάλαγγα των πεζών, λένε πως οι Λακεδαιμόνιοι είχαν παρατάξει κάθε ενωμοτία» (μία ενωμοτία είχε περίπου 35 άνδρες) «σε μέτωπο κατά τριάδες, έτσι που το βάθος τους δεν ξεπερνούσε τους δώδεκα άνδρες. Οι Θηβαίοι, αντίθετα, ήταν παραταγμένοι σε βάθος πενήντα τουλάχιστον ασπίδων, γιατί λογάριαζαν πως αν νικούσαν το πλευρό των Λακεδαιμονίων όπου βρισκόταν ο βασιλιάς, δεν θα τους ήταν δύσκολο να κατατροπώσουν τους υπόλοιπους». (6,4,12).
Με άλλα λόγια, ο Επαμεινώνδας ενίσχυσε τις δυνάμεις του βάζοντας μεγάλο βάθος στο σημείο που θα χτυπούσε τους Λακεδαιμονίους αφήνοντας πολύ λιγότερες δυνάμεις στο σημείο που θα συγκρουόταν με τους υπόλοιπους συμμάχους των Λακεδαιμονίων. Ο Ισαάκ Ασίμωφ στο βιβλίο του «Το Χρονικό του Κόσμου» είναι απολύτως κατατοπιστικός: «Στη μάχη αυτή, ο Επαμεινώνδας επινόησε μια νέα πολεμική τακτική. Δεν παρέταξε τους στρατιώτες του, ως συνήθως, σε ευθεία γραμμή και με βάθος τριών ή τεσσάρων στρατιωτών, δηλαδή δεν χρησιμοποίησε το είδος της φάλαγγας που γνώριζαν καλά οι Έλληνες και στο οποίο οι Σπαρτιάτες ήταν τέλειοι. Αντιθέτως, πύκνωσε μόνο το αριστερό κέρας της παράταξής του, δίνοντάς του βάθος πενήντα στρατιωτών. Σκοπός του ήταν να συγκεντρώσει στην πτέρυγα αυτή τις δυνάμεις που θα του επέτρεπαν να διασπάσει τη δεξιά πτέρυγα των Σπαρτιατών, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι καλύτεροι πολεμιστές τους. Το κέντρο της παράταξής του βρισκόταν πιο πίσω, ενώ η δεξιά πτέρυγα ήταν ακόμα πιο πίσω. Το κέντρο της παράταξης των Θηβαίων θα έμπαινε στη μάχη όταν το ηθικό των Σπαρτιατών θα είχε ήδη κλονιστεί, ενώ τελευταία θα έμπαινε στη μάχη η δεξιά πτέρυγα, για να ολοκληρώσει τη συντριβή του αντιπάλου». (σελ. 98).
Ο Ασίμωφ αναφέρει πολύ σωστά πως επρόκειτο για «νέα πολεμική τακτική», όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήταν ήδη δοκιμασμένη. Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» ξεκαθαρίζεται: «Η ιδέα της αυξήσεως του αριθμού των στοίχων δεν ήταν νέα: είχε δοκιμαστεί, πάλι από Βοιωτούς, στις Μάχες του Δηλίου (424 π.Χ), του Νεμέα (394 π.Χ) και της Τεγύρας (375 π.Χ.), και μάλιστα με επιτυχία. Η πρώτη δοκιμή έγινε εις βάρος των Αθηναίων. Η επιτυχία της δεύτερης δεν φάνηκε, γιατί σημειώθηκε εναντίον των Αχαιών· οι Λακεδαιμόνιοι, μένοντας άτρωτοι, κέρδισαν τελικά τη μάχη. Η τρίτη εφαρμογή της δεν άφησε αμφιβολία για το ότι ακόμη και οι Λακεδαιμόνιοι δεν μπορούσαν να κρατήσουν τη συνοχή τους, όταν δέχονταν επίθεση από φάλαγγα μεγάλου βάθους. Έτσι ο Επαμεινώνδας είχε λόγους να αντιμετωπίζει με εμπιστοσύνη τη νέα εφαρμογή της βοιωτικής παρατάξεως. Αυτή η παράταξη επικράτησε να λέγεται λοξή φάλαγξ». (σελ. 409).
Όσο για τη στιγμή της σύγκρουσης ο Ξενοφώντας γράφει: «ο Κλεόμβροτος κι οι άνδρες του υπερίσχυσαν στην πρώτη φάση της μάχης, καθώς αποδεικνύεται ολοφάνερα από το γεγονός ότι οι δικοί του μπόρεσαν να τον μαζέψουν και να τον μεταφέρουν από κει ζωντανό – πράγμα αδύνατο αν εκείνη την ώρα δεν νικούσαν όσοι μάχονταν μπροστά του. Όταν όμως σκοτώθηκαν ο πολέμαρχος Δείνων, ο σύντροφός του βασιλιά Σφοδρίας και ο γιος του Κλεώνυμος, τότε μπρος στην αριθμητική υπεροχή του εχθρού υποχώρησαν παράλληλα, οι Λακεδαιμόνιοι που ήταν στο αριστερό κέρας, βλέποντας το δεξιό να υποχωρεί, λύγισαν». (6,4,13-14).
Επρόκειτο για πραγματική πανωλεθρία, αν αναλογιστεί κανείς και την αριθμητική υπεροπλία των Σπαρτιατών. Όπως αναφέρεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»: «Ο στρατός του Κλεομβρότου είχε 10.000 οπλίτες, από τους οποίους οι 2000 ήταν Λακεδαιμόνιοι και από αυτούς τους τελευταίους οι 700 ήταν Σπαρτιάτες. Οι Βοιωτοί οπλίτες συμποσώνονταν μόλις σε 6000. Οι δύο παρατάξεις είχαν από 1000 ιππείς». (σελ. 408).
Ο Ασίμωφ θα κάνει τον τελικό απολογισμό: «Οι Σπαρτιάτες, που είχαν συνηθίσει να νικούν με τον τρόπο που γνώριζαν καλά, δεν προσπαθούσαν να προσαρμόσουν την τακτική τους στη νέα κατάσταση. Η Μάχη των Λεύκτρων έγινε το 371 π.Χ. και εξελίχθηκε όπως ακριβώς είχε σχεδιάσει ο Επαμεινώνδας. Η ήττα των Σπαρτιατών ήταν συντριπτική. Χίλιοι Σπαρτιάτες στρατιώτες (τους οποίους η Σπάρτη δεν είχε πια περιθώρια να χάσει) σκοτώθηκαν και ανάμεσά τους ο ίδιος ο βασιλιάς Κλεόμβροτος». (σελ. 98).
Παρά το μέγεθος της συμφοράς ο Ξενοφώντας βρίσκει και κάτι θετικό για τα στρατεύματα της Σπάρτης: «Μ’ όλες τις απώλειες και την ήττα τους, ωστόσο, ευθύς ως διάβηκαν την τάφρο που βρισκόταν μπροστά στο στρατόπεδό τους, στάθηκαν ο καθένας στο σημείο απ’ όπου είχε εξορμήσει». (6,4,14).
Ο Ξενοφώντας δεν μπορεί να κρύψει τη συμπάθειά του για τη Σπάρτη. Η τεράστια σημασία αυτής της μάχης (ουσιαστικά πρόκειται για την κατάλυση της σπαρτιατικής κυριαρχίας) δεν αποδίδεται στο βαθμό που θα έπρεπε κι ούτε γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο στρατήγημα του Επαμεινώνδα. Για την ακρίβεια δεν αναφέρεται πουθενά ούτε το όνομά του, όπως και το όνομα του Πελοπίδα. Είναι φανερό ότι θέλει να υποτιμήσει τη δύναμη των Θηβαίων κι ότι οι επιτυχίες τους δεν του αρέσουν.
Η προσοχή του στρέφεται αμέσως στην αντίδραση των Σπαρτιατών, που αρχικά δε δέχονταν την ήττα και σκέφτονταν να μην κάνουν ανακωχή για την περισυλλογή των νεκρών, αλλά να συνεχίσουν τη μάχη οδηγώντας το στρατό σε νέα παράταξη. Επικράτησε, όμως, η νηφαλιότητα, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως καταστροφικό στις παρούσες συνθήκες.
Αυτό που επίσης αναφέρει είναι η αξιοπρέπεια με την οποία δέχτηκε η πόλη τα νέα της συμφοράς, αφού, όταν έφτασε ο κήρυκας, οι έφοροι παρακολουθούσαν την τελευταία μέρα των Γυμνοπαιδιών και δεν άφησαν να διακοπεί ο χορός στο θέατρο (πράξη που θα φανέρωνε πανικό), αν και ανακοίνωσαν τα ονόματα των νεκρών στις οικογένειες. Την επόμενη μέρα οι συγγενείς των νεκρών δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά και την περηφάνια τους, ενώ αυτοί που οι συγγενείς τους ζούσαν έμειναν στο σπίτι και δεν εμφανίζονταν, εκτός από λίγους οι οποίοι «περιφέρονταν σκυθρωποί και ταπεινωμένοι». (6,4,16).
Αμέσως μετά συγκέντρωσαν ό,τι στρατό είχαν κι ετοιμάστηκαν για εκστρατεία. Ενισχύθηκαν και από δυνάμεις που τους πρόσφεραν οι σύμμαχοι (Τεγεάτες, Μαντινείς, Κορίνθιοι, Φλιάσιοι και Σικυώνιοι) κι επάνδρωσαν και πλοία μαζί με τους Κορίνθιους. Τη στρατηγία την έδωσαν στο γιο του Αγησιλάου, τον Αρχίδαμο, καθώς εκείνος δεν ήταν ακόμη σε θέση να εκστρατεύσει.
Από την άλλη, οι Θηβαίοι παρά την τεράστια επιτυχία τους στα Λεύκτρα δεν ένιωθαν άνετα να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες για δεύτερη φορά αβοήθητοι. Έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα ζητώντας τη συμμαχία της για να αποτελειώσουν τη Σπάρτη (κίνηση μάλλον απελπισίας, αφού μόλις πρότινος η Αθήνα πρωταγωνίστησε στην επίτευξη της ειρήνης επιθυμώντας να σταματήσει τη Θήβα). Τα νέα δε χαροποίησαν καθόλου τους Αθηναίους και οι Θηβαίοι κατάλαβαν ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από κει.
Αμέσως μετά οι Θηβαίοι στράφηκαν στον Ιάσονα, που κατάφερε να γίνει ηγεμόνας ολόκληρης της Θεσσαλίας, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Πολυδάμας, όταν ζήτησε βοήθεια από τη Σπάρτη. Ο Ιάσονας κατείχε τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα εκπαιδευμένα σώματα στρατού. Με δεδομένη τη φθορά, στα όρια του αποδεκατισμού, όλων των υπολοίπων, είναι φανερό ότι θα μπορούσε να γίνει ο ρυθμιστής των εξελίξεων και – γιατί όχι – η επόμενη μεγάλη δύναμη του ελληνικού κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Θηβαίοι του χτύπησαν την πόρτα.
Μόλις τον κάλεσαν, προσποιήθηκε ότι θα κατέβει από τη θάλασσα επανδρώνοντας πολεμικά πλοία. Αφού συγκέντρωσε όμως τους μισθοφόρους διέσχισε αστραπιαία την περιοχή των Φωκέων, που τον πολεμούσαν, κι έφτασε στη Βοιωτία, προτού προλάβει κανείς να φέρει οποιαδήποτε αντίσταση «δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο ότι η ταχύτητα είναι συχνά πιο αποτελεσματική από τη χρήση βίας». (6,4,21-22).
Συναντήθηκε με τους Θηβαίους κι αμέσως μετά με τους Λακεδαιμονίους και κατάφερε να τους συμφιλιώσει τερματίζοντας – προς ώρας – τις εχθροπραξίες. Ο Ιάσονας παρουσιάζεται ως ο νέος ηγέτης που λειτουργεί ενωτικά και που δε δείχνει διατεθειμένος να εμπλακεί ενεργά στα πολεμικά αδιέξοδα του αρχαιοελληνικού κόσμου. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «… ίσως όμως να το ‘κανε με σκοπό να διατηρηθεί η έχθρα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις και να τον έχουν ανάγκη και οι δύο». (6,4,25).
Σε καμία περίπτωση όμως δεν αμφισβητείται τη δύναμή του: «η δύναμή του ήταν μεγάλη, επειδή είχε γίνει νόμιμος ηγεμόνας των Θεσσαλών και διατηρούσε κοντά του πολλούς μισθοφόρους, πεζούς και καβαλάρηδες, και μάλιστα γυμνασμένους έτσι, που ν’ αποτελούν πρώτης γραμμής στρατό· ακόμη μεγαλύτερη ήταν επειδή είχε κιόλας πολλούς συμμάχους, κι άλλους που αποζητούσαν τη συμμαχία του. Κοντολογίς ήταν η ισχυρότερη φυσιογνωμία της εποχής του, γιατί κανένας δεν ήταν σε θέση να τον αψηφήσει». (6,4,28).
Η Φωκίδα πήρε μια μικρή γεύση του στρατού του, όταν επέστρεφε στη Θεσσαλία μετά τις συναντήσεις: «φεύγοντας μέσα από τη Φωκίδα, κατέλαβε το προάστιο των Υαμπολιτών, λεηλάτησε τη γη τους και σκότωσε πολλούς· την υπόλοιπη Φωκίδα τη διάβηκε δίχως να την πειράξει. Όταν έφτασε στην Ηράκλεια, ωστόσο, γκρέμισε το τείχος των Ηρακλειωτών: είναι φανερό πως δεν φοβόταν μήπως κανένας βρει ανοιχτό αυτό το πέρασμα και βαδίσει εναντίον του, αλλά τον απασχολούσε το ενδεχόμενο μήπως καταλάβει κάποιος την Ηράκλεια, που δεσπόζει σε στενά, και του κόψει το δρόμο όταν θα ήθελε ο ίδιος να πορευτεί προς οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας». (6,4,27).
Η εξασφάλιση της άνετης πρόσβασης στη Βοιωτία (κι όχι μόνο), όποτε το θελήσει, είναι ένδειξη των διαθέσεών του. Δεν έμελλε όμως να παίξει τον ενεργό ρόλο που προφανώς επιθυμούσε. Βρήκε άδοξο θάνατο, όταν του επιτέθηκαν εφτά νεαροί σε μια ανύποπτη στιγμή που έκανε επιθεώρηση στο ιππικό και συνομιλούσε με τον κόσμο. Οι σωματοφύλακές δεν πρόλαβαν να τον σώσουν. Σκότωσαν τους δύο από τους εφτά νεαρούς και οι άλλοι πέντε κατάφεραν να διαφύγουν.
Τα αδέρφια του ο Πολύδωρος και ο Πολύφρων ήταν οι διάδοχοι, αλλά ο Πολύφρων σκότωσε τον αδερφό του και μετέβαλε το πολίτευμα σε τυραννικό δολοφονώντας σπουδαίους πολίτες της Θεσσαλίας – ανάμεσά τους και τον Πολυδάμαντα – κι εξορίζοντας πολλούς. Τελικά δολοφονήθηκε κι αυτός από τον Αλέξανδρο, ο οποίος επίσης ήταν σκληρός και φερόταν ιδιαιτέρως εχθρικά σε Θήβα και Αθήνα. Τελικά τα αδέρφια της γυναίκας του τον σκότωσαν κι αυτόν. Οι διάδοχοι δε φάνηκαν αντάξιοι του Ιάσονα επιφέροντας περισσότερο τη φθορά και τη δυσπιστία. Η Θεσσαλία είχε χάσει την ευκαιρία της.
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου