Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Γένεσις: ένας ανδροκρατικός μύθος

Φαινομενικές αντιφάσεις στην εβραϊκή περί Δημιουργίας παράδοση


Ενα μεγάλο έθνος στη μακραίωνη ιστορία-του συνηθίζει να καταγράφει στα εθνικά-του κείμενα όλες τις κατα διαστήματα διαφοροποιήσεις των μύθων του – δέν τις «κρύβει», ούτε τις ιεραρχεί. Έτσι οι μελετητές του εβραϊκού πολιτισμού μπορούν, μεταξύ άλλων, να παρακολουθούν και την εξέλιξη του κάθε μύθου, ως κατοπτρισμού των αναγκών/ απόψεων του λαού κατα τις αντίστοιχες ιστορικές περιόδους. Άλλωστε, ανάλογες «εξελίξεις» μύθου παρατηρούνται και στην περίπτωση των ελληνικών φύλων: παράδειγμα, ο προμηθεϊκός μύθος αφενός στον Ησίοδο, αφετέρου στον Πρωταγόρα του Πλάτωνος – αλλά, πολύ εντονότερα, και στη φυσιοκρατική εκδοχή του Δημοκρίτου (βλ. Διόδωρος Σικελιώτης 1.8).

Εμείς εδώ θ’ ασχοληθούμε τώρα μόνο με τα τρία κεφάλαια της Γενέσεως τα οποία αναφέρονται στη Δημιουργία των εμβίων όντων. Και θα υπογραμμίσομε
  • τις πολλαπλές φαινομενικές αντιφάσεις που παρατηρούνται εκ πρώτης όψεως μέσα σ’ αυτά τα κείμενα, καθώς και
  • τις θετικές εξελίξεις ορισμένων αντιλήψεων του εβραϊκού λαού – στις οποίες άλλωστε οφείλονταν κι αυτές οι φαινομενικές αντιφάσεις.
Κεφ. Α΄ της Γενέσεως

25 + 26: «Ο Θεός εποίησεν τα κτήνη, τους ιχθείς, τα πετεινά και τα ερπετά».

Το γεγονός οτι μόνον τότε θ’ ακολουθήσει η δημιουργία του ανθρώπου, συνιστά ήδη παραδοχήν (οιονεί εξελικτικήν) οτι ο Άνθρωπος είναι το τελειότερον είδος.

27: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα του Θεού εποίησεν αυτόν – άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς».

Εδώ έχομε εναν ξεκάθαρο συγχρονισμό δημιουργίας ανδρός και γυναικός – χωρίς τις υποτιμητικές του θήλεος εκδοχές που θ’ ακολουθήσουν στα επόμενα Κεφάλαια.

28: «Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός, λέγων “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε” και κατακυριεύσατε αυτής [της γής]».

Λοιπόν «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε». Άρα, είναι προφανές οτι ο «απηγορευμένος καρπός» περι του οποίου θα γίνει λόγος υστερότερα, δέν είναι βέβαια η ερωτική μείξις, όπως υποστηρίζουν ορισμένες λαϊκότερες ερμηνείες.

29 + 30: «Ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον και πάν ξύλον, υμίν έσται εις βρώσιν· και πάσι τοις θηρίοις, πετεινοίς και [ερπετοίς] εις βρώσιν».

Εμερίμνησε δηλαδή και για την (φυτοφαγική) τροφήν-τους, με έμμεση ίσως προσφοράν και της γνώσεως της γεωργικής Τεχνολογίας.

Κοντολογίς, το Κεφ. Α΄ της Γενέσεως παρουσιάζει εναν Πάνσοφο και Αγαθόν Θεό, χωρίς ανδροκρατικές «επιρροές», και χωρίς κανένα παράδοξο προπατορικό αμάρτημα. «Και είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποίησε – και ιδού καλά λίαν» (§ 31). Οπότε, εδώ θα μπορούσε να τέλειωνε η διήγηση – αντί για τις τόσο τροποποιητικές και δυσχερείς στην κατανόησή-τους διηγήσεις των Κεφ. Β΄ και Γ΄…

Κεφ. Β΄ της Γενέσεως

2: «Και κατέπαυσε τηι ημέρα τηι εβδόμηι απο πάντων των έργων αυτού ών εποίησε»

Ωστόσο («Αντίφαση» 1η), νέα εκδοχή της Δημιουργίας ακολουθεί.

4+5: «Εποίησεν ο Θεός […] πάν χλωρόν αγρού».

Δεν ακολουθεί όμως η δημιουργία των άλλων εμβίων όντων όπως στο Κεφ. Α΄, αλλ’ απευθείας η (εμφανώς πρόωρη) δημιουργία του Ανθρώπου – «Αντίφαση» 2η.

«Και άνθρωπος ουκ ήν εργάζεσθαι αυτήν».

Απο πολύ νωρίς, λοιπόν, ο Θεός νοούσε τον άνθρωπο ως εργαζόμενον. Άρα η εργασία δέν ήταν τιμωρία, όπως δίνεται η εντύπωση στο Κεφ. Γ΄, §23.7: 

«Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χούν απο της γής».

Θα διευκρινισθεί στην §16 ότι πρόκειται μόνον για τον αρσενικό Αδάμ – κι όχι για το «άρρεν και θήλυ» του Κεφ. Α΄ («Αντίφαση» 3η).

Αλλα (το σπουδαιότερο), τώρα δέν τον πλάθει «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού» όπως στο Κεφ. Α΄ §26. Γιατί άραγε; Θα πιθανολογήσουμε αργότερα οτι αυτό το πλάσμα του Κεφ. Β΄ ΔΕΝ ήταν ακόμη ώριμο – άρα γι’ αυτό δεν ήταν καθ’ ομοίωσιν…

9: «Και εξανέτειλεν ο Θεός εκ της γής […] και το ξύλον του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού».

Εδώ έχουν τη θέση-τους δυό σημαντικές, νομίζω, παρατηρήσεις:

Είναι πολλαπλώς ενδιαφέρον οτι αυτό το Δένδρον της Ηθικής Αυτοσυνειδησιακότητας, είχε φυτρώσει πρίν να εμφανισθεί άλλος Συνάνθρωπος: το πρόβλημα της ευθύνης του Ανθρώπου έναντι των άλλων εμβίων όντων και της Φύσεως ευρύτερα, ανοιγόταν απο τώρα – δυνητικώς έστω. Εξάλλου, ευλόγως διερωτάται κανεις «ποιά ήταν η μυθολογική σκοπιμότητα της σύλληψης ενος τέτοιου Δένδρου»· το ερώτημα όμως αυτό συζητείται πιο κάτω, στην §17.

15: «Και έλαβε ο Θεός τον Άνθρωπο, και έθετο αυτόν εν τωι παραδείσωι, εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν».

Ιδού οτι, όπως και στο Κεφ. Α΄ §28, 29, ο Θεός εξαρχής ευλόγησε την εργασία – αντιθέτως με την τιμωρητική εντύπωση που δίνει η ανάγνωση του Κεφ. Γ΄ §23 «και εξαπέστειλε ο Θεός εκ του παραδείσου εργάζεσθαι την γήν», (Αντίφαση 4η).

17: «Ο Θεός λέγων […] απο δέ του ξύλου του γιγνώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε απ’ αυτού· ει δ’ άν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτωι αποθανείσθε».

Άς αρχίσομε μ’ ένα σχόλιο επι της αναγγελλομένης ποινής του θανάτου: Όταν στο Κεφ. Γ΄ §16 θα συμβεί η σχετική φοβερή Ανυπακοή, δέν θα επιβληθεί ποινή θανάτου αλλα απλή αποβολή απο τον Κήπο της Τρυφής («Αντίφαση» 5η).

Το σημαντικότερο όμως ζήτημα, όπως σχολιάζομε και εξ αφορμής της §9, Κεφ. Β΄, είναι το νόημα και η μυθολογική σκοπιμότητα αυτού του τόσο βασικού επεισοδίου περι του Δένδρου της Γνώσεως Καλού/ Κακού. Πρώτα-πρώτα, τί είδους Άνθρωπος ήταν αυτός χωρίς ηθική συναίσθηση: Πώς μπορούσε να του έχει ανατεθεί η φύλαξη (§ 15 πιο πάνω) όλης της ήδη περίπλοκης Δημιουργίας. Μήπως ήταν ενα ημιτελές ανώριμο όν (ενα είδος ζόμπι;) – όπως ίσως κι οι πρώτοι ησιοδικοί άνθρωποι;

Εδώ πρέπει να λεχθεί οτι, κατα το Κεφ. Β΄ της Γενέσεως, δέν υπήρχαν ακόμη στον Παράδεισο ζώα, ούτε Εύα· επομένως, δέν νοείται ακόμη «Καλόν» και «Πονηρόν» – τότε όμως ποίος ο σκοπός του «φυλάσσειν» του Παραδείσου (§15, Κεφ. Β΄): Έναντι ποίων ενδεχομένων εχθρών-του θα έπρεπε να ληφθούν αποφάσεις με αναπόφευκτον ηθικό χαρακτήρα;

Όλα δείχνουν οτι αυτή η Απαγόρευση στερείται νοήματος. Κατι άλλο είχαν ίσως κατα νούν ο Θεός. Διοτι, άλλως, ποιά ήταν η ανθρώπινη μυθοπλαστική ανάγκη που ικανοποιήθηκε μ’ αυτήν την θεώρηση ενος Θεού που εναντιώνεται στην ολοκλήρωση του ίδιου του πλάσματός-του;

Για πιθανές απαντήσεις σ’ αυτά τα εμφανώς δύσβατα ερωτήματα, άς περιμένομε τουλάχιστον τη συμπλήρωση δεδομένων απ’ το ίδιο το κείμενο της «Γενέσεως».

18 + 19: «Και είπεν ο Θεός· ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αυτώι βοηθόν κατ’ αυτόν. και έπλασεν ο Θεός πάντα τα θηρία και πάντα τα πετεινά, και ήγαγεν αυτά προς τον Αδάμ».

Ιδού οτι, εν αντιθέσει προς το Κεφ. Α΄ §25+26, μόλις τώρα δημιουργούνται τα ζώα («Αντίφαση» 2η). Παραμένει όμως η βεβαιότητα του Θεού οτι αυτά τα ζώα θα ήσαν βοηθός του Ανθρώπου – μάλιστα «όμοιος αυτώι» (§ 20), κι αυτό, άς το ακούνε οι οπαδοί του ανθρωποκεντρισμού. Ωστόσο, παρά την αγαθή αυτή πρόθεση του Θεού, ο σερνικός Άνθρωπος δέν ικανοποιήθηκε. (Παρακαλώ να επιτραπεί εδώ ένα φιλοπαίγμον σχόλιο: «άιντε ο καϋμένος…».)

20: «Τωι δέ Αδάμ ούχ ευρέθη βοηθός όμοιος αυτώι».

Η Ανθρωπότητα θ’ αργήσει πολύ ακόμη να συγκινηθεί απ’ το συμπλέειν με τα Ζώα στο (συμπαντικώς σκανδαλώδες) ποτάμι της Ζωής…

21 + 22: Και μόνον τότε, για να ευχαριστήσει τον ανικανοποίητο Άνδρα, ο Θεός προχωρεί στη δημιουργία της Γυναίκας. Για πρώτη δε φορά, δέν λαμβάνει χούν να την πλάσει και να της εμφυσήσει ζωήν, όπως έκαμε με
  • τον Αδάμ (Κεφ. Β΄, §17: «χούν απο της γής»), αλλα και με
  • τα θηρία (Κεφ. Β¨, §19: «έπλασεν εκ της γής»),
αλλα προσφεύγει σε μιαν ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία: πήρε για μπόλι (;) μια πλευρά του Αδάμ· τί ανάγκη είχε ο Θεός ν’ αλλάξει τις μεθόδους δημιουργίας ζωής;

«Έλαβεν μίαν των πλευρών του Αδάμ […] και ωκοδόμησεν την πλευράν εις γυναίκα, και ήγαγεν αυτήν προς τον Αδάμ».

Άς μας επιτραπεί να σημειώσομε οτι ίσως ο μύθος εδώ είναι εμφανώς ανδροκρατικός:

Πρώτον, αναιρείται η θέση του Κεφ. Α΄, §27 περι σύγχρονης δημιουργίας «άρρενος και θήλεος» («Αντίφαση» 6η). Δεύτερον, αποφεύγεται (όπως είπαμε) η τυπική μέθοδος ποιήσεως Ανθρώπου και Ζώων, και ακολουθείται μια (δυσχερώς νοούμενη απο απλούς νομάδες) «οικοδόμηση» Γυναίκας απο ενα σκέτο μικρό κόκκαλο. Ενδέχεται λοιπόν, η εντωμεταξύ προϊούσα ανδροκρατία να θέλησε μ’ αυτήν τη λύση να μυθοποιήσει την επιθυμητή εξάρτηση της Γυναίκας απ’ τον Άνδρα. Άλλωστε, όταν ο Αδάμ είδε το νέο πλάσμα, το πρώτο πράμα που βρήκε να ’πεί είναι αυτή ακριβώς η εξάρτηση:

23: «και είπεν ο Αδάμ τούτο νύν οστούν εκ των οστέων-μου και σάρξ εκ της σαρκός-μου».

Δέν βρήκε να δείξει τον ενθουσιασμό-του, τις ευχαριστίες-του· τίποτα. Μόνο τη σχέση κυριότητας σχολίασε – άσε που η δεύτερη διαπίστωσή-του είναι ψευδής, αφού ο Θεός (κι όχι ο Αδάμ) «ωκοδόμησεν» τη σάρκα του νέου Πλάσματος («Αντίφαση» 7η).

«Αύτη κληθήσεται γυνή, οτι εκ του ανδρός αυτής ελήφθη αύτη».

Δέν είναι βέβαιον, απ’ το κείμενο, ποίος είναι ο ονοματοδότης. Αλλα κι αυτό ακόμη το χωρίον επαναλαμβάνει (κατα κόρον πλέον) το αιώνιον «χρέος» της Γυναίκας – όχι προς τον Θεόν, αλλα προς τον Άνδρα. Πολύ δε περισσότερον που, κατα την απευθείας εκ του εβραϊκού μετάφραση, η τρίτη λέξη του χωρίου δέν είναι «γυνή» (κατα τους Εβδομήκοντα), αλλα «ανδρίς» – οπότε και αιτιολογείται καλύτερα η λογική απόδοση του χωρίου· ενώ εντείνεται κι άλλο η ανδροκρατική παρέμβαση στο μύθο: δέν θα σε λέω γυναίκα· θα σε λέω ανδρούλα…

Μπροστά σε μια τέτοιαν ανηθικότητα (όπως θα τη λέγαμε σήμερα), ο Αδάμ ωστόσο δέν φαίνεται να είναι τόσο κατακριτέος, αφού ακόμη δέν είχε λάβει εκ Θεού «την γνώσιν καλού και πονηρού» – δέν είχε ακόμη φάγει εκ του ξύλου ό εστιν «εν μέσω του Παραδείσου». Ακριβώς όπως κι οι άνθρωποι του κατα Πρωταγόραν Προμηθεϊκού μύθου, πρίν να λάβουν το συμπληρωματικό δώρον του Διός, ήτοι την «Αιδώ και την Δίκην» (Πλάτ. Πρωταγόρας, 321c).

Απομένει παρα ταύτα μια μικρή παρηγορία για το γυναικείο γένος: το γεγονός ότι, ως τελευταίον δημιούργημα, το Θήλυ θα ήταν και το τελειότερο – ίσως.

Κεφ. Γ΄ της Γενέσεως

Τώρα πιά, η σκηνή στον Παράδεισο αναφέρεται στη συνάντηση της Εύας (Γέν., Δ΄, 1) με τον Όφιν – η περι του οποίου εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη είναι άκρως κολακευτική, περιέργως:

1: «Ο δέ όφις ήν φρονιμώτατος πάντων των θηρίων των επι της γής».

Το επίθετον «φρόνιμος» στα Ελληνικά (Montanari, 2322) σημαίνει: συνετός, εύστροφος, σοφός. Αναμένομε λοιπόν οτι οι δηλώσεις-του θα είναι μάλλον σοβαρές. Κι όπως θα πιθανολογήσω στον Επίλογο αυτής της εργασίας, φαίνεται οτι ήσαν όντως σοβαρές και ακριβείς οι δηλώσεις του Όφεως.

4 + 5: «Και είπεν ο όφις τηι γυναικί· ου θανάτῳ αποθανείσθε [ει φάγητε απο του ξύλου του γινώσκειν]· ήιδει γάρ ο Θεός οτι ει άν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί, γινώσκοντες καλόν και πονηρόν»

Ετούτο είναι ενα εξαιρετικά σημαντικό χωρίον – κι είναι προς τιμήν του εβραϊκού έθνους το γεγονός οτι το κατέγραψε και δέν το απαλείφει απ’ τα Ιερά-του κείμενα. Διοτι το χωρίον μοιάζει να είναι σαν μια βαρύτατη κατηγορία κατά της θεότητας:

Πρώτα-πρώτα, προαναγγέλλει οτι η θανατική απειλή είναι ψευδής· δέν θα αποθάνετε – κι έτσι κι έγινε. Κατατάξαμε το γεγονός ως «Αντίφαση» 5η. Δεύτερον, κατηγορεί τον Θεό για ιδιοτέλεια τάχα: Λέει οτι ο Θεός «ήξερε πως άν φάτε απ’ αυτό, θ’ ανοίξουν τα μάτια-σας και θα γίνετε σάν θεοί καθώς θα έχετε επίγνωση του Καλού και του Κακού» – και θα ιδούμε οτι καί αυτή η πρόβλεψη του Όφεως θ’ αποδειχθεί ακριβής.

Στον Επίλογο θα αποτολμήσω την υπόθεση ότι ο Όφις υπηρετούσε ίσως ενα ευρύτερο θείον Σχέδιον – κάτι σάν τον Ιούδα ίσως, πολύ αργότερα; 

6: Φαίνεται λοιπόν ότι το τελικό δημιούργημα του Θεού, η Γυναίκα, επείσθη – και επιβεβαίωσε την πρώτη απ’ τις απόψεις του φρονιμωτάτου όφεως:

«Και είδεν η γυνή οτι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και […] ωραίον εστί του κατανοήσαι».

Εδώ έχομε μια επαλήθευση των χαρακτηριστικών της Γυναίκας, αυτής της βελτιωμένης έκδοσης του Ανθρώπου: Ενδιαφέρεται και κρίνει περι της σπουδαιότητος της Κατανόησης της Υπάρξεως μετά την απόκτηση της ικανότητας να διακρίνομε το καλό απ’ το κακό. Και παίρνει την πρωτοβουλία – και «λαβούσα απο του καρπού του ξύλου», τρώγει. Κι απλώς «έδωκε και τω ανδρί αυτής μετ’ αυτής» – κι αυτός (άνευ δισταγμού ή σχολίων – προσέξτε-το αυτό) απλώς έφαγεν, υπακούοντας στην προτροπή της Γυναίκας[1].

7: «Και διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο», όπως ακριβώς είχε προείπει ο Όφις!

Τώρα, η ερμηνεία που δίδεται απο τη Γραφή σ’ αυτήν την διάνοιξη οφθαλμών («κατάλαβαν» λέει «που ήσαν γυμνοί, κι έραψαν φύλλα συκής») δέν μοιάζει και πολύ πειστική:
  • Η πρόβλεψη του Όφεως ήταν υψηλόφρων: «διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί».
  • Η Εύα προέκρινε ότι «ωραίον εστί του κατανοήσαι».
Τίποτε απ’ αυτά ΔΕΝ ταιριάζει με την εμφανώς αναχρονιστική «ντροπαλοσύνη» των ακάλυπτων αιδοίων – τα οποία, προφανώς, ουδεμίαν σχέση έχουν με την εκ Θεού ανακοινωθείσαν «γνώσιν του καλού και του πονηρού».

Πάντως, όπως είναι επόμενον, τώρα οι πρωτόπλαστοι μετά την ανήκουστη Ανυπακοή, είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν ενώπιον του Θεού· «εφοβήθησαν και εκρύβησαν» (§8-10) και τέλος απαντούν ως εξής στις αυστηρές ερωτήσεις του Θεού:

12: «Και είπεν ο Αδάμ· η γυνή, ήν έδωκας μετ’ εμού, αύτη μοι έδωκεν απο του ξύλου και έφαγον».

Την αλήθεια είπε. Αλλα υπαινίσσεται και κάποιαν ίσως συνυπευθυνότητα του Θεού: «αυτή που Εσύ μου την έδωσες» – άλλοι φταίνε. (Ανευθυνότητα…)
  • 13: Κι η γυναίκα, ξεχνάει τη διατύπωση προσωπικής-της γνώμης (Κεφ. Γ΄, §6), και τα ρίχνει μόνον στον Όφιν. (Αδυναμία…)
  • 14: Παρατηρούμε όμως με κάποιαν έκπληξη, ότι ο Θεός ΔΕΝ ερωτά καθόλου το άλλο («φρονιμώτατον» δε) δημιούργημά-του, τον Όφιν, όπως έκαμε με τους άλλους δύο ενόχους. Αλλα ευθύς τον καταράται αναπολόγητον! Γιατί άραγε;
Παρ’ όλον οτι όσα είπεν ο Όφις αποδεικνύονται εντός της Γραφής ως πλήρως αληθή:

«Ου αποθανείσθε» – απλώς «εξαπεστάλησαν» (§23)

«Έσεσθε ως θεοί» – και όντως, ο ίδιος ο Θεός θα ’πεί στην § 22: «ιδού ο Αδάμ γέγονεν ως είς εξ ημών του γιγνώσκειν καλόν και πονηρόν».

Άρα, προς τί η τιμωρία του φρονιμωτάτου Όφεως; Ίσως, μάλιστα, μετά απ’ αυτήν την απροσδόκητη θεϊκή εξήγηση του κινήτρου της Ανυπακοής – προς τί και η τιμωρία των Πρωτοπλάστων, αφού χάρις στο «γιγνώσκειν καλόν και πονηρόν» γεγόνασιν[2] ως θεοί, ολοκληρώνοντας έτσι τη Δημιουργία.

Επίλογος

1. Εκτός – εκτός κι άν ΔΕΝ επρόκειτο περι τιμωρίας, αλλα περι ενός πανσόφου σταδιακού Σχεδίου του εβραϊκού Θεού. Αλλ’ επι του προκειμένου, είναι προφανές οτι μόνον αδρομερείς υποθέσεις θα μπορούσε κανεις να διατυπώσει. Ο σκοπός είναι πάντως να αναιρεθούν οι «Αντιφάσεις» που εντοπίσθηκαν, και να δειχθεί οτι ήσαν φαινομενικές μόνον. Διοτι, άλλως, δέν φαίνονται συμβατά με την Πανσοφία και την Παντογνωσία ενος Θεού τα ακόλουθα:
  • Έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη Γή, με πλήθη φυτών και ζώων – αλλά έναν μόνο (ή, έστω, δύο) Ανθρώπους, οι οποίοι μάλιστα στερούνται του βασικότερου ανθρωπικού χαρακτηριστικού, που είναι η γνώση του Καλού και του Κακού. Της οποίας γνώσης βέβαια, μικρή ανάγκη θα είχε ο ολομόναχος Αδάμ. Θα την χρειαζόταν μόνον εν κοινωνία. Επομένως, το Κεφ. Β δέν φαίνεται να περιέχει ολόκληρο το Σχέδιο της Δημιουργίας. Αλλως, η παρουσία του δένδρου του Ήθους θα ήταν αδιανόητη για εναν Πάνσοφο Θεό: Η παρουσία αυτή προαναγγέλει την μελλοντική Κοινωνία Ανθρώπων, η οποία περιλαμβάνεται στο άγνωστο ακόμη θείον Σχέδιον.
  • Περιγράφονται στο Κεφ. Β, §10 έως 15, ο τεράστιος πλούτος της γής όλης, οι τέσσαρες τεράστιοι Ποταμοί, το «καλόν χρυσίον» και ο άνθραξ και ο «λίθος ο πράσινος». Όλα τούτα προαναγγέλλουν (εμμέσως έστω) την απανταχού της γής μελλοντική παρουσία των ανθρώπων – άποψη που διατυπώθηκε στο τέλος της πιο πάνω §i: Ο Παντογνώστης Θεός, εν όψει της ολοκλήρωσης του θείου Σχεδίου με την Πλήθυνση των ανθρώπων, «εφύτευσε» και τη θεμελιώδη προϋπόθεση λειτουργίας των Κοινωνιών – το Δένδρον της γνώσης, του καλού και του κακού. Δένδρον ανενεργόν μέν προς το παρόν, αλλ’ αναγκαίον για την ολοκλήρωση της Δημιουργίας.

Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε ίσως να υποστηριχθεί τώρα ότι, προκειμένου να φθάσομε στην ωρίμανση του ανθρώπινου γένους, χρειαζόταν πράγματι ενα ευρύτερο τελικό θείο Σχέδιον – για το οποίο διατυπώνεται η ακόλουθη υπόθεση:
  • Πιθανολογείται ότι (όπως είδαμε στις §§i, ii) ο Δημιουργός είχε ίσως εξαρχής στόχο την πλήθυνση των Πρωτοπλάστων – οπόθεν οι ακόλουθες δύο σχετικές συνέπειες:
  • Πρώτον, έπρεπε να τεθεί τέρμα στην αιωνιότητα[3] των Ανθρώπων («γή εί και εις γήν απελεύση», Κεφ. Γ΄, §19).
  • Δεύτερον, έπρεπε να αποκτήσουν την πρόσθετη αναγκαία ικανότητα της «συμβίωσης εν Κοινωνία» (ήτοι το Ήθος, τη γνώση του καλού και του κακού)· και επομένως έπρεπε οπωσδήποτε να φάγουν εκ του ξύλου του ειδέναι.
2. Μόνον έτσι θα εξηγείται γιατί ο Θεός, μετά την Ανυπακοή, δέν διστάζει να παρατηρήσει οτι «ο Αδάμ γέγονεν ως είς εξ ημών» (Κεφ. Γ΄, §22). Αρα, ολοκληρώθηκε: τώρα μόλις έγινε «καθ’ ομοίωσιν», όπως ήταν στην εκδοχή του Κεφ. Α΄ – αλλα ΔΕΝ ήταν καθόλου στο Κεφ. Β΄.

Εάν λοιπόν αυτό ήταν το θείον Σχέδιον, η περίφημη Απαγόρευση θα νοείται πλέον ως αναγκαία Προπαίδεια για την ανάπτυξη του ηθικού ενεργήματος στους (άνευ κοινωνικής πείρας) Πρωτοπλάστους. Ενώ η εκδίωξη εκ του Κήπου της Τρυφής, και οι πόνοι του Βίου, θα είναι η μύηση στην άσκηση της Ελευθερίας μέσα σε εναν νομοθετημένον χώρο. Έτσι θα ολοκληρωνόταν η Δημιουργία, με πλάσματα τα οποία (χάρις στο ειδέναι του καλού και του κακού) θα μπορούσαν τώρα να γίνουν υπεύθυνοι συγγραφείς του βίου των. Αυτό ίσως ήταν ολόκληρο το Σχέδιον του Πανσόφου, στο πλαίσιο της Εβραϊκής Μυθολογίας.

Εξ άλλου, με την υπόθεση εργασίας που προτάθηκε, μπορεί να λεχθεί οτι ο Θεός, για την πραγμάτωση του Τελικού Σχεδίου του, είχε βάλει τον Όφιν («τον φρονιμώτατον πάντων», Κεφ. Γ΄ §3) να ιχνογραφήσει ουσιαστικώς στην Εύα το θείον Σχέδιο. Γι’ αυτό ίσως και στη σκηνή των §§11-15 του Κεφ. Γ΄, ο Θεός ΔΕΝ έχει λόγον να ρωτήσει τον Όφιν γιατί παρέσυρε την Εύα…

Είναι βεβαίως προφανές ότι για να συζητηθεί μια τέτοια δήθεν ερμηνευτική μιας Μυθολογίας υπόθεση, δέν αρκεί η μέσω αυτής επιτυγχανόμενη αναίρεση ποικίλων Αντιφάσεων των Κεφ. Β΄ και Γ΄ της Γενέσεως, κατα τρόπον ώστε τα Κεφάλαια αυτά να είναι συμβατά και με το Κεφάλαιον Α΄[4]. Απαιτείται και μια πειστικότερη αναφορά στις «συνθήκες γενέσεως» των αντιστοίχων εκδόσεων της εβραϊκής Παράδοσης – δηλαδή (i) στις κοινωνικές ανάγκες, (ii) στις αντίστοιχες ιστορικές συγκυρίες και (iii) στις επιρροές άλλων θρησκειών. Αλλα το έργον τούτο υπερβαίνει κατα πολύ τις ικανότητες του γράφοντος – γεγονός άλλωστε το οποίον μειώνει σημαντικά και την αξιοπιστία καί της υπόθεσης εργασίας που διατυπώθηκε.

Δέν συμβαίνει, εντούτοις, το ίδιο με εκείνες των σημειουμένων «Αντιφάσεων», οι οποίες έχουν ήδη μάλλον ευχερώς αποδοθεί στην προϊούσα ανδροκρατία των νομαδικών Λαών που δημιούργησαν και τροποποιούσαν αυτές τις Παραδόσεις.

Είναι πάντως ανθρωπολογικώς ενδιαφέρον το γεγονός ότι ακόμη κι ο χαϊδεμένος Αδάμ, όταν μπήκε στην Ιστορία των πόνων και των ηδονών του Βίου, αποφάσισε να δώσει ενα (τρίτο κατα σειράν, και ευγενέστερο) όνομα στη Γυναίκα-του: την είπε «Ζωήν, οτι αύτη μήτηρ πάντων των ζώντων». Καιρός ήταν για λίγη αναγνώριση.
----------------------------------
[1] Έχομε άραγε εδώ μια πρώτη σκιώδη απόπειρα αντίδρασης, φεμινιστικού χαρακτήρα;

[2] Παραλείπω, πάντως, εδώ άλλη μια πιθανώς ανδροκρατική παρέμβαση: Ο Θεός αναγνωρίζει οτι μόνον ο Αδάμ γέγονεν ως είς εξ ημών. Ενώ ο όφις ήταν ακριβέστερος (Κεφ. Γ΄, §5)…

[3] Η αρχική φαινομενική αθανασία τεκμαίρεται και απ’ το γεγονός ότι παρ’ όλον οτι ο Θεός είχε φυτεύσει και το «ξύλον της ζωής» (Κεφ. Β΄ §9), δέν διετύπωσε απαγόρευση παρα μόνον για το ξύλον του καλού και πονηρού (§17). Και μόνον μετά την Ανυπακοή διατάσσει «και νύν μή ποτε εκτείνη την χείρα αυτού και λάβη απο του ξύλου της ζωής και ζήσεται εις τον αιώνα», Κεφ. Γ΄, §22.

[4] Έτσι, το Κεφ. Α΄ θα συνιστά απλώς μια περίληψη της εκβάσεως των άλλων δύο Κεφαλαίων Β΄ και Γ΄– απηλλαγμένην μάλιστα και απ’ τις υποτιμητικές περι Γυναικός διηγήσεις…

ΔΕΣ

Η υποτιθέμενη πτώση και η θεολογική παρερμηνεία

1 σχόλιο :

  1. ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΣΥΓΓΡΑΜΑ ΜΕ ΠΟΛΛΕΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ, Η' ΜΑΛΛΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΑΠΡΟΣΕΚΤΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή