Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

Φαραώ Ραμσής ο Μέγας: Το αιγυπτιακό βασίλειο στο απόγειο της δόξας του

Στη λεκάνη της Μεσογείου, όπου γεννήθηκαν και άνθισαν αρχαίοι και μεγάλοι πολιτισμοί, ο αιγυπτιακός είναι ένας από τους σπουδαιότερους. Από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας η μορφή που κυριαρχεί στον αιγυπτιακό κόσμο είναι ο Φαραώ, ο οποίος είναι ο ίδιος ο θεός, που μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο.

Ο Φαραώ μεσολαβεί στο Θεό για τον άνθρωπο.

Η γέννησή του είναι άχρονη, είναι δε ο κατακτητής και ο γενναίος πολεμιστής. Αυτός εκφράζει τον θρίαμβο και την αίγλη του βασιλείου της Αιγύπτου, η οποία διαμορφώθηκε σταδιακά σε κράτος.

Ιδρυτής του κράτους αυτού θεωρείται ο Μήνης, ο οποίος και έκτισε την πρωτεύουσα Μέμφιδα, στην συμβολή της Άνω και Κάτω Αιγύπτου. Την ίδια περίπου εποχή εφευρέθηκε και η ιερογλυφική γραφή.

Ο Μήνης ήταν ο πρώτος Φαραώ της πρώτης από τις 31 δυναστείες που κυβέρνησαν την Αίγυπτο, έως την Μακεδονική Δυναστεία. Οι πρώτες δύο δυναστείες καλύπτουν την κρίσιμη φάση που διαμόρφωσε το Παλαιό Βασίλειο, την πρωτοδυναστική περίοδο.

Τα εντυπωσιακότερα μνημεία αυτής της περιόδου είναι οι Πυραμίδες. Το Αρχαίο Βασίλειο, που ακολούθησε, καλύπτει την περίοδο 2650 – 2155 π.Χ., με πρωτεύουσα την Μέμφιδα. Αυτή την περίοδο ανεγέρθηκαν και οι μεγάλες πυραμίδες στην Γκίζα.

Μετά την πρώτη μεταβατική περίοδο 2155 – 2040 π.Χ., ακολούθησε η περίοδος του Μέσου Βασιλείου (2040 – 1650 π.Χ.) με αρχική πρωτεύουσα τις Θήβες. Στη συνέχεια ακολούθησε η δεύτερη μεταβατική περίοδος 1650 – 1551 π.Χ., κατά την οποία οι Υξώς υπέταξαν την Αίγυπτο. Μετά την εκδίωξη των εισβολέων ακολούθησε η περίοδος του Νέου Βασιλείου (1552 – 1070 π.Χ.), το οποίο περιλαμβάνει τις δυναστείες 18 έως 20.

Από τους γνωστότερους και τελευταίους Φαραώ της 18ης δυναστείας είναι ο Αμενώφις Δ΄ που άλλαξε το όνομά του σε Ακενατών και προσπάθησε να αναμορφώσει την θρησκεία, εισάγοντας τον μονοθεϊσμό και καταργώντας την λατρεία του Άμμωνα. Επίσης, θέλησε να επιφέρει και άλλους νεωτερισμούς όπως τον ρεαλισμό στην τέχνη. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ακενατών, η Αίγυπτος απώλεσε τον έλεγχο της Συρίας και της Φοινίκης, η δε πρωτεύουσά της μεταφέρθηκε στην πόλη Akhetaten, γνωστή σήμερα ως Αμάρνα.

Ο νεαρός Τουταγχαμών, που διαδέχθηκε τον Ακενατών, επανέφερε την λατρεία του Άμμωνα και αποκατέστησε τα αγάλματα που επλήγησαν από τον μεταρρυθμιστικό ζήλο του αιρετικού Φαραώ. Μετά τον Φαραώ Τουταγχαμών, η εξουσία περιήλθε σταδιακά σε έναν στρατιωτικό, τον Χαρεμχάμπ, ο οποίος ίδρυσε στρατιωτική δικτατορία και ανέλαβε το αξίωμα του Φαραώ.

Όταν απεβίωσε ο Φαραώ Χαρεμχάμπ, που ήταν άκληρος, το 1292 π.Χ., στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο Ραμσής Α΄, που θεωρείται ο ιδρυτής της 19ης δυναστείας. Όταν και αυτός, μετά διετία, απεβίωσε στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Σέθος A΄, ο οποίος βασίλεψε από το 1290 έως το 1279 π.Χ. Ο νέος Φαραώ έθεσε ως στόχο την ανάκτηση της παλαιάς ισχύος της Αιγύπτου, την προστασία της από τους εξωτερικούς εχθρούς και την επαναφορά των χαμένων εδαφών υπό αιγυπτιακό έλεγχο.

Όπως ο Χαρεμχάμπ, έτσι και οι δύο πρώτοι Φαραώ της 19ης δυναστείας είχαν πριν στρατιωτική σταδιοδρομία. Ο Ραμσής Α΄, ήταν διοικητής των πολεμικών αρμάτων, ενώ ο Σέθος Α’ ήταν αρχικά συνταγματάρχης στο πεζικό.

Ο Φαραώ Σέθος Α΄ και η «μεγάλη βασιλική σύζυγος» Τούγια, η οποία ήταν κόρη αξιωματικού των πολεμικών αρμάτων, απέκτησαν τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Όταν ο πρεσβύτερος γιος απεβίωσε, ο τριτότοκος γιός του, που ονομαζόταν Ραμσής όπως και ο πατέρας του, ονομάστηκε διάδοχος.

Αυτός μεγάλωσε στο βασιλικό παλάτι, μαζί με τις δύο αδελφές του και τα παιδιά των αυλικών. Σύμφωνα με τα έθιμα εκείνης της περιόδου, οι νεαροί ευγενείς μεγάλωναν μαζί με τα παιδιά του Φαραώ, για να συνδεθούν καλύτερα με την βασιλική οικογένεια, ώστε να ενισχυθεί η πίστη τους στον διάδοχο. Πράγματι, πολλοί παιδικοί φίλοι του Ραμσή, υπηρέτησαν αργότερα ως ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι και αξιωματικοί του στρατεύματος.

O Ραμσής Β΄ ήταν διαποτισμένος με το στρατιωτικό πνεύμα, στο οποίο η οικογένειά του όφειλε την άνοδό της. Στην ιδρυτική επιγραφή του ναού, που ανεγέρθη στην Άβυδο προς τιμή του Σέθου, αναφέρεται ότι ο Ραμσής σε ηλικία 10 ετών ονομάστηκε αρχηγός του στρατεύματος και επίσημος διάδοχος του θρόνου. Εξάλλου, αυτός ήταν πλέον ο μοναδικός γιος του Φαραώ.

Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο εάν αυτά τα βιογραφικά στοιχεία του Ραμσή, που χαράχτηκαν κατόπιν δικής του παραγγελίας, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Πάντως, είναι βέβαιο ότι οι διάδοχοι των Φαραώ αναλάμβαναν στρατιωτικές θέσεις, όπως διαπιστώνεται και από τις παραστάσεις που κοσμούν τους τοίχους του ναού του Άμμωνα, στο Καρνάκ. Σύμφωνα με τις παραστάσεις αυτές, ο Ραμσής ως διάδοχος είχε συνοδέψει τον πατέρα του στις επιχειρήσεις κατά της Λιβύης και της Συρίας.

Οι εκστρατείες του Σέθου Α΄ είναι δύσκολο να περιγραφούν. Ωστόσο, παραμένουν σήμερα ως μάρτυρες των γεγονότων που συνέβησαν, οι θριαμβικές επιγραφές και τα πολεμικά ανάγλυφα στον βόρειο τοίχο του ναού στο Καρνάκ, οι κατάλογοι με τοπωνύμια και οι δύο θριαμβικές στήλες στην Βηθ-Σην. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι ο στρατός του Σέθου είχε νικήσει τους Βεδουίνους Σούτου και είχε καταλάβει την Γάζα. Ο κύριος όμως σκοπός της εκστρατείας του, ήταν η κατάκτηση των ακτών της Φοινίκης και η διασφάλιση παράκτιων βάσεων, ως προετοιμασία για μια επίθεση κατά των Χετταίων.

Ο γιος και διάδοχος του Σέθου Α΄ Ραμσής, γνώρισε τον τρόπο διοίκησης της χώρας με την ιδιότητα του επιθεωρητή του στρατού. Τότε, του δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτεί τα οχυρά της Αιγύπτου και να έλθει σε επαφή με τους στρατιώτες, αλλά και να επιθεωρήσει τις εργασίες στα λατομεία πέτρας, που αποτελούσαν την πρώτη ύλη για την ανέγερση των ναών και των άλλων κτιρίων.

Ο Φαραώ Ραμσής Β’

Η νεανική ανεμελιά του Ραμσή έληξε, όταν διαδέχθηκε τον πατέρα του σε ηλικία 25 ετών, ως τρίτος Φαραώ της 19ης δυναστείας, το 1279 π.Χ. Ο επίσημος τίτλος του ήταν «ο ισχυρός ταύρος που αγαπά την αλήθεια, προστατεύει την Αίγυπτο και υποτάσσει τις ξένες χώρες, θα ζήσει πολλά χρόνια και θα νικήσει πολλές φορές, έχει προτιμήσει τον Ρα και επιθυμεί τον Άμμωνα».

Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή του ναού του Όσιρι στην Άβυδο, που περιγράφει τα νεανικά του χρόνια, ο Ραμσής Β΄ είχε αποκτήσει ήδη δύο συζύγους, σε ηλικία 15 ετών. Οι γυναίκες αυτές ήταν η Νεφερτάρι και η Ισισνοφρέτ. Μια άλλη επιγραφή αναφέρει, ότι ο πατέρας του Ραμσή του είχε χαρίσει ένα ολόκληρο χαρέμι από γυναίκες, όταν αυτός ήταν ακόμη έφηβος.

Είναι βέβαιο, ότι ο Ραμσής κατά τη διάρκεια της μακράς βασιλείας του, νυμφεύτηκε άλλες έξι φορές. Την μικρότερη αδελφή του Χενουτμιρέ, τις κόρες του Μπιντ Ανάτ, Μεριέτ-Αμούν και Νεμπετταουί, καθώς και δύο πριγκίπισσες από το βασίλειο των Χετταίων. Ο γάμος του Φαραώ με γυναίκες του στενού οικογενειακού και βασιλικού περιβάλλοντος, συνάδει απόλυτα με τις βασιλικές «αταξίες» και προτιμήσεις της περιόδου αυτής, αφού και οι Φαραώ της 18ης δυναστείας έπαιρναν τις αδελφές και τις κόρες τους. Η γνωστότερη από τις γυναίκες του Ραμσή Β΄ είναι η Νεφερτάρι, η οποία απέκτησε μεγάλη φήμη και στην εποχή μας χάρη στον τάφο της, που περιέχει καταπληκτικές παραστάσεις.

Η βασίλισσα εμφανίζεται σε πολλές παραστάσεις μαζί με τον Ραμσή, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σύζυγο. Η εκτίμηση που είχε ο Φαραώ για αυτήν την σύζυγό του, προκύπτει και από τον λαξευμένο στον βράχο μικρό ναό του Αμπού Σιμπέλ, στον οποίο λατρευόταν η Νεφερτάρι μαζί με την θεά Χατόρ.

Η Νεφερτάρι έζησε ως το 24ο έτος της βασιλείας του Ραμσή Β’ και γέννησε έναν γιο, ο οποίος πέθανε πριν από τον πατέρα του. Μετά το θάνατο της Νεφερτάρι, την θέση της στην αυλή πήρε η Ισισνοφρέτ, η οποία έζησε άλλα δέκα χρόνια και πέθανε στο 34ο έτος της βασιλείας του Ραμσή. Μετά τον θάνατο αυτών των «μεγάλων βασιλικών συζύγων», όπως ήταν ο επίσημος τίτλος τους, εμφανίζονται στο προσκήνιο νέες σύζυγοι, που δεν ήταν άλλες από τις νεαρές πριγκίπισσες – κόρες του Ραμσή Β΄.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, ο Ραμσής δεν παντρεύτηκε τυπικά μόνο τις κόρες του, αλλά απέκτησε μαζί τους και δύο εγγόνια. Το χαρέμι του Φαραώ πρέπει να ήταν κοσμοπολίτικο, αφού λόγω της πολιτικής που ακολουθείτο στο θέμα των βασιλικών γάμων, εκτός από τις δύο πριγκίπισσες των Χετταίων, περιελάμβανε και πολλές γυναίκες της συριακής και βαβυλωνιακής αριστοκρατίας.

Η μεγαλύτερη από τις δύο πριγκίπισσες των Χετταίων, λόγω της μεγάλης πίεσης που ασκήθηκε από τον πατέρα της, βασιλιά Χαττουσίλις Γ΄, απέκτησε κατ’ εξαίρεση και τον τίτλο της «μεγάλης βασιλικής συζύγου». Αυτή η διάκριση ήταν πρωτόγνωρη, επειδή ποτέ πριν μια ξένη δεν είχε αποκτήσει αυτόν τον υψηλό τίτλο.

Οι οκτώ σύζυγοι και ο άπειρος αριθμός των ξένων πριγκιπισσών γέννησαν στον Φαραώ Ραμσή 162 παιδιά, από τα οποία τα 52 ήταν αγόρια. Ενώ, τα ονόματα μερικών παιδιών του Φαραώ μας είναι γνωστά και μπορούμε να ακολουθήσουμε κάπως την ζωή τους, τα ονόματα των περισσοτέρων βασιλικών παιδιών παραμένουν άγνωστα. Μια άλλη καινοτομία του Ραμσή, ήταν οι παραστάσεις σε ναούς μακρών πομπών που απεικονίζουν τα παιδιά του, για τα οποία ήταν πολύ υπερήφανος. Η μεγαλύτερη σε μήκος παράσταση των γιων και θυγατέρων του, εκτιμάται ότι ήταν αυτή που κοσμούσε την εσωτερική αυλή του ναού της Νουβίας στο Ουαντί ες Σεμπούα, στην οποία παριστάνονται 30 γιοι και 8 κόρες του Φαραώ, καθοδηγούμενοι από τον πρωτότοκο γιο του, Αμουν-χερ-χοπσέφ.

Το ανάγλυφο στον νεκρικό ναό του Φαραώ Σέθου Α΄, παριστάνει τον πρωτότοκο πρίγκιπα μαζί με τον Ραμσή να συμμετέχουν σε ένα επικίνδυνο κυνήγι άγριων βουβαλιών. Η παράσταση απεικονίζει τον πρίγκιπα να κρατά έναν ταύρο από την ουρά. Ωστόσο, ο διάδοχος απεβίωσε πρόωρα, στο 20ό έτος της βασιλείας του Ραμσή. Οι παραστάσεις με τα έργα του Φαραώ, από το έτος αυτό και μετά δεν τον δείχνουν πλέον.

Κατά πάσα πιθανότητα, ο Ραμσής κατασκεύασε έναν ομαδικό τάφο για τους γιους του, που βρισκόταν απέναντι από τον δικό του στην «Κοιλάδα των Βασιλέων». Η κοιλάδα αυτή βρίσκεται στην όχθη του Νείλου, απέναντι από το Λούξορ. Ο συγκεκριμένος τάφος είχε εξερευνηθεί το 1820 και θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε πλέον τίποτε άλλο αξιόλογο μέσα σε αυτόν. Αργότερα άλλοι αρχαιολόγοι τον χρησιμοποίησαν για να εναποθέσουν μπάζα από τις ανασκαφές τους. Όταν αποφασίστηκε η κατασκευή ενός χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτων, το 1988, διαπιστώθηκε ότι ο τάφος δεν ήταν ανάξιος έρευνας. Ανάγλυφα στους τοίχους του ανέφεραν τον Ραμσή Β΄, του οποίου ο τάφος βρισκόταν σε μια απόσταση 30 μέτρων.

Επιγραφές επίσης ανέφεραν τα ονόματα των δύο από τους 52 γιους του. Μέσα από τα μπάζα των παλαιών ανασκαφών, ανακαλύφθηκε μια πόρτα, η οποία ήταν κλεισμένη για πολλά χρόνια. Όταν ανοίχτηκε αποκαλύφθηκε ένας μακρύς διάδρομος, στο βάθος του οποίου βρισκόταν το άγαλμα του θεού Όσιρι, θεού του κάτω κόσμου. Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχαν άλλοι δύο διάδρομοι, με 16 πόρτες ο καθένας.

Εκτός από τις ανάγλυφες παραστάσεις και τα ιερογλυφικά, τα δάπεδα των διαδρόμων ήταν γεμάτα με σπασμένα αγγεία, που περιείχαν κάποτε τα εσωτερικά όργανα των νεκρών, αλλά και τεμαχισμένα πτώματα, που είχαν κάποτε μουμιοποιηθεί. Σύμφωνα με τις επιγραφές σε ιερογλυφική γραφή, τουλάχιστον ο πρώτος, ο δεύτερος, ο έβδομος και ο δέκατος πέμπτος γιος του Ραμσή είχαν ενταφιαστεί εκεί. Ωστόσο, ομαδικός τάφος και για τις θυγατέρες του Φαραώ, δεν έχει ακόμη αποκαλυφτεί.

Δύο από τους γιους του Ραμσή, ο Καεμουέζι και ο Μερένπτα έγιναν διάσημοι. Ο πρίγκιπας Καεμουέζι, τέταρτος στην σειρά διαδοχής και γιος του Ραμσή με την Ισισνοφρέτ, σταδιοδρόμησε ως ιερέας. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον για το παρελθόν της Αιγύπτου και η αγωνία του για την κακή κατάσταση πολλών κτιρίων στο βασιλικό νεκροταφείο της Μέμφιδος, τον ώθησαν στην ανάληψη εκτεταμένων σωστικών εργασιών και επισκευών.

Θεωρείται δε ότι είναι ο πρώτος αρχαιολόγος και συντηρητής της ιστορίας. Ο 13ος γιος, ο Μερένπτα, ήταν αυτός που διαδέχθηκε τον Ραμσή σε ηλικία 60 ετών και βασίλεψε 10 χρόνια σχεδόν. Ο Μερένπτα, οργάνωσε αντίσταση κατά της εισβολής των Λιβύων και των «λαών της θάλασσας», τους οποίους κατόρθωσε να απωθήσει.

Η μάχη στο Καντές

Η Αίγυπτος, κατά την περίοδο της 18ης δυναστείας (14ος αιώνας π.Χ.) έχασε διαδοχικά τον έλεγχο της Παλαιστίνης και της Συρίας. Αυτή προήλθε από την άνοδο των Χετταίων κατά την διάρκεια της σαραντάχρονης βασιλείας του Σουπιλουλιούμα, αλλά και στις εσωτερικές δυσκολίες της Αιγύπτου κατά την βασιλεία του αιρετικού Φαραώ, Αμένοφι Δ΄ (Ακενατών 1364 – 1347 π.Χ.) και των διαδόχων του.

Ο Σέθος Α΄, που ανήλθε στον θρόνο ως δεύτερος βασιλιάς της 19ης δυναστείας, προσπάθησε να επανακτήσει τον έλεγχο της Συρίας και της Παλαιστίνης. Εκείνη την περίοδο, στην χώρα των Χετταίων βασίλευε ο Μουρσίλις Β΄. Σε μια από τις επιχειρήσεις του ο Σέθος κατέλαβε προσωρινά το φρούριο του Καντές (σήμερα Tall Nabi Mand).

H πόλη του Καντές βρισκόταν νότια της λίμνης Χομς, στη γωνία που σχηματίζεται από τον Ορόντη, ο οποίος ρέει από Νότο προς Βορρά και έναν παραπόταμό του. Η θέση αυτή έχει μεγάλη στρατηγική σημασία, επειδή βρίσκεται στο πέρασμα ανάμεσα στα βουνά του Λιβάνου και Αντιλιβάνου, γνωστό ως κοιλάδα Μπεκάα. Κάθε στρατός που εκινείτο από Νότο προς Βορρά και επιθυμούσε να αποφύγει το στενό παραθαλάσσιο μονοπάτι, έπρεπε να περάσει αναγκαστικά από το Καντές.

Ήδη, κατά την πρώτη εκστρατεία του Τούτμοση Γ΄, το 1468 π.Χ., οι Αιγύπτιοι είχαν νικήσει τον συμμαχικό στρατό των συριακών πριγκιπάτων. Ωστόσο, η κατάληψη του Καντές από τον Σέθο Α΄, δεν κράτησε πολύ και οι Χετταίοι σύντομα ανακατέλαβαν την πόλη.

Όταν ο Ραμσής ανήλθε στον θρόνο της Αιγύπτου, κληρονόμησε από τον πατέρα του μια παγιωμένη αυτοκρατορία, με εξαίρεση τα ανατολικά σύνορα. Μετά την επιδρομή του βασιλιά των Χετταίων Μουβαταλλίς, ο οποίος είχε συμμαχήσει με τους πρίγκιπες της Συρίας, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι πρίγκιπες του Αμούρου και του Καντές, ο Ραμσής έκρινε ότι έπρεπε να επέμβει για να επανακτήσει τον έλεγχο της Συρίας.

Ο Ραμσής βέβαια δεν μπορούσε να αποφύγει την σύγκρουση με τους Χετταίους, αφού το θέμα ήταν ποια από τις δύο υπερδυνάμεις θα αποκτούσε τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής. Έτσι, κατά το τέταρτο έτος της βασιλείας του, έφθασε στον ποταμό του Σκύλου (Nahr al Kalb), που ρέει ανάμεσα στην Βηρυτό και στη Βύβλο. Τότε, ο πρίγκιπας του Αμούρου θεώρησε ότι του δινόταν η χρυσή ευκαιρία για να αποστατήσει από τους Χετταίους. Αυτή η αποστασία ήταν η πρόφαση που χρειαζόταν ο βασιλιάς των Χετταίων για να επέμβει και να καταλάβει το Αμούρου.

Ο Ραμσής, κατά το πέμπτο έτος της βασιλείας του, το 1275 π.Χ., προχώρησε προς Βορρά για να πολεμήσει στο Καντές. Η μάχη αυτή, που παραδίδεται από τις αιγυπτιακές πηγές, είναι και η γνωστότερη μάχη της στρατιωτικής ιστορίας της αρχαίας Αιγύπτου. Τότε, για πρώτη και τελευταία φορά, οι βασιλιάδες της Αιγύπτου και των Χετταίων, βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίο των μαχών.

Το τι συνέβη εκείνη την ημέρα ανάμεσα στους δύο στρατούς δεν θα το μάθουμε ποτέ, επειδή οι σωζόμενες παραστάσεις και οι επιγραφές των αιγυπτιακών ναών μας δίδουν μια παραποιημένη εικόνα, ενώ οι πηγές των Χετταίων δεν παρέχουν επαρκείς πληροφορίες για το γεγονός. Ο Ραμσής έκανε γνωστό το μεγάλο αυτό πολεμικό γεγονός, καταγράφοντάς το στους τοίχους των ναών του Καρνάκ, του Λούξορ και της Αβύδου, στο Ραμσείο και στο Αμπού Σιμπέλ.

Όλες αυτές οι αναφορές μιλούν για νίκη του Ραμσή, ωστόσο στα αρχεία της Χατούσα, της αρχαίας πρωτεύουσας των Χετταίων, ανακαλύφθηκε πρόσφατα ένα κείμενο, το οποίο μιλά για την νίκη των Χετταίων. Τι συνέβη στην πραγματικότητα;

Ο Ραμσής, την άνοιξη του 1275 π.Χ. πέρασε τα σύνορα και κινήθηκε προς Βορρά. Σκοπός του ήταν η σύγκρουση με τους Χετταίους και τους συμμάχους τους όσο το δυνατόν βορειότερα και η κατάληψη του πριγκιπάτου του Αμούρου. Σκοπός του Ραμσή δεν ήταν η πολιορκία πόλεων, όπως αυτή του Καντές, αλλά η παράκαμψή τους, προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να επιστρέψει στην Αίγυπτο προτού αρχίσει η ζέστη του καλοκαιριού.

Οι λεπτομέρειες της πορείας του Ραμσή δεν είναι γνωστές. Από στρατιωτική άποψη, η πορεία του δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί από τον παραλιακό δρόμο, που μπορούσε να φρουρηθεί εύκολα από τον εχθρό, με μικρές σχετικά δυνάμεις. Οι αιγυπτιακές πηγές μας πληροφορούν, ότι ο Ραμσής κινήθηκε κατά μήκος της ανατολικής όχθης του Ορόντη προς Βορρά, δηλαδή είχε πάρει την μεσογειακή οδό. Αρχικά, η αιγυπτιακή προέλαση εξελίχτηκε σύμφωνα με τα σχέδια και οι τέσσερις μεραρχίες, που έφεραν ονόματα θεών (Άμμων, Ρα, Σεθ και Πτα), έφθασαν διαδοχικά κοντά στο φρούριο του Καντές.

Μολονότι δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των δυνάμεων του Ραμσή, μπορούμε να υποθέσουμε από άλλες ανάλογες περιπτώσεις ότι κάθε μεραρχία απετελείτο από 5.000 άνδρες. Άρα διέθετε 20.000 άνδρες, συνολικά. Η δύναμη της βασιλικής φρουράς είναι επίσης άγνωστη, αλλά και ο αριθμός των πολεμικών αρμάτων που ανήκαν σε αυτήν.

Όταν ο Ραμσής στρατοπέδευσε 20-25 χλμ. νότια του Καντές, του παρουσίασαν δύο Βεδουίνους αιχμαλώτους, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι η νομάδα τους η οποία ήταν υποτελής των Χετταίων, επιθυμούσε να αλλάξει στρατόπεδο. Στη συνέχεια δε, τον πληροφόρησαν λανθασμένα αλλά σκόπιμα, ότι ο στρατός των Χετταίων βρισκόταν μακριά, κοντά στο Χαλέπι, ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο. Ο βασιλιάς των Χετταίων Μουβατάλλις βρισκόταν μαζί με τις δυνάμεις του βορειοανατολικά του φρουρίου και ήταν κρυμμένος πίσω από τον λόφο που υπάρχει εκεί.

Ο στρατιωτικά άπειρος Ραμσής έπεσε στην παγίδα των Βεδουίνων, οι οποίοι στην πραγματικότητα ήταν κατάσκοποι των Χετταίων και συνέχισε την πορεία του ανέμελα, κρατώντας μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα στις τέσσερις μεραρχίες του. Όταν έφθασε δυτικά του Καντές, έχοντας μαζί του την προσωπική του φρουρά, που ακολουθείτο από την πρώτη μεραρχία του Άμμωνα, άρχισε να οργανώνει το στρατόπεδό του.

Την ίδια στιγμή η μεραρχία Σεθ ήταν πολύ μακριά και τελικά δεν συμμετείχε στην σύγκρουση που ακολούθησε, ενώ, η τρίτη μεραρχία μόλις είχε διαβεί τον Ορόντη. Οι Χετταίοι, που σύμφωνα με τις αιγυπτιακές πηγές αριθμούσαν 35.000 άνδρες, αιφνιδίασαν τους Αιγυπτίους και ενήργησαν επίθεση κατά του στρατοπέδου της μεραρχίας του Άμμωνα, με τα 3.500 πολεμικά άρματα που διέθεταν. Συγχρόνως δε, επιτέθηκαν κατά της μεραρχίας Ρα που εκείνη την ώρα διάβαινε τον Ορόντη. Οι άνδρες της μεραρχίας πανικοβλήθηκαν και σκορπίστηκαν.

Εκείνα τα χρόνια, τα άρματα εσείροντο από δύο εκπαιδευμένα άλογα. Στο άρμα επέβαινε ο οδηγός και ένας τοξότης. Αργότερα, κατά τον 9ο αιώνα, τα άρματα έγιναν τέθριππα και μετέφεραν δύο τοξότες. Το βασικό όπλο των τοξοτών ήταν τα βέλη, που χρησιμοποιούντο από κάποια απόσταση και χρησίμευαν για την αποσταθεροποίηση του εχθρού. Οι τοξότες είχαν επίσης και ένα δόρυ. Τα άρματα δεν χρησιμοποιούντο σε μετωπικές επιθέσεις κατά του εχθρού, διότι αυτή η ενέργεια θα έθετε σε κίνδυνο την ζωή των αλόγων, που ήταν πολύτιμη.

Όταν, η δεύτερη αιγυπτιακή μεραρχία δέχθηκε την επίθεση των αρμάτων των Χετταίων από τα πλάγια, διαλύθηκε. Οι αιγυπτιακές πηγές αναφέρουν, ότι τα άρματα των Χετταίων, που χρησιμοποιήθηκαν, δεν διέθεταν ένα τοξότη αλλά δύο. Αυτό το μέτρο, αποτελούσε εξαίρεση και ήταν ένας νεωτερισμός, που χρησιμοποιήθηκε για να επιτύχει καλύτερα ο αιφνιδιασμός των Χετταίων. Μετά την επίθεση των πολεμικών αρμάτων, ο Ραμσής έστειλε έφιππους αγγελιοφόρους στην τρίτη και τέταρτη μεραρχίες του, για να τους προειδοποιήσει και να ζητήσει την βοήθειά τους. Αυτές όμως ευρίσκοντο πολύ μακριά.

Είναι φανερό ότι ο Ραμσής, αναφερόμενος στα γεγονότα, προσπάθησε να αποκρύψει την αλήθεια. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι χάρη στην προσωπική του ανδρεία και την επέμβαση του θεού Ρα, κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό των Χετταίων και να διαφύγει. Επίσης ότι κατόρθωσε να εκδιώξει τους Χετταίους με μοναδικό όπλο την βασιλική του ράβδο.

Η πραγματικότητα βέβαια είναι πολύ διαφορετική, πιθανότατα δε οι Χετταίοι αφού περικύκλωσαν το στρατόπεδο του Ραμσή, άρχισαν να ρίχνουν βροχή από βέλη εναντίον του. Φαίνεται ότι τότε ο Ραμσής, παίρνοντας μαζί του ένα τμήμα των αρμάτων του και μερικές μονάδες της μεραρχίας Ρα, διέφυγε προς Βορρά, ενώ οι Χετταίοι, αφού έριξαν όλα τα βέλη τους, απέσυραν τα άρματά τους ανατολικά του Ορόντη. Στο μεταξύ, μια αιγυπτιακή δύναμη, η οποία είχε ακολουθήσει τον παραλιακό δρόμο, είχε φθάσει στο σημείο της σύγκρουσης, διασχίζοντας την κοιλάδα της Ελευθέρας. Ωστόσο, είναι πολύ αμφίβολο, εάν αυτή η δύναμη συμμετείχε στη μάχη, όπως αναφέρεται από τον Ραμσή.

Μετά την αποχώρηση των Χετταίων στην ανατολική όχθη του Ορόντη, ο Ραμσής οπισθοχώρησε νύκτα με τις δυνάμεις που του απέμειναν προς τον Νότο και τον Ορόντη, όπου ενώθηκε με τις άλλες δύο μεραρχίες του. Ενώ βρισκόταν από κάθε άποψη σε απελπιστική κατάσταση, έλαβε ένα μήνυμα από τον βασιλιά των Χετταίων Μουβατάλλις, που βρισκόταν στο Καντές με το μεγαλύτερο μέρος του πεζικού του. Στο μήνυμά του ο Μουβατάλλις ανακοίνωνε την διάθεσή του για πόλεμο και όχι για ειρήνη, όπως αρχικά είχε υποθέσει ο Φαραώ.

Έτσι ο Ραμσής αποφάσισε να επιστρέψει στην Αίγυπτο, εγκαταλείποντας το πεδίο της μάχης ελεύθερο στους Χετταίους. Ο Μουβατάλλις κυνήγησε τον Ραμσή έως την Δαμασκό και ερήμωσε την γύρω περιοχή. Η κυριαρχία των Χετταίων επί του πριγκιπάτου του Αμούρου αποκαταστάθηκε και ο πρίγκιπάς του, Μπεντεσίνα εκτελέστηκε.

Μόλις ο Ραμσής επέστρεψε στην Αίγυπτο, διέδωσε στον λαό ότι είχε νικήσει τον εχθρό και τον είχε τρέψει σε φυγή. Αμέσως μετά περιέγραψε τα πολεμικά γεγονότα κατά το δοκούν, με άπειρες πολεμικές παραστάσεις στους τοίχους των ναών.

Οι παραστάσεις αυτές απεικονίζουν τον Φαραώ να επιτίθεται με το άρμα του εναντίον του πλήθους των εχθρών, αλλά και χονδροειδείς σκηνές όπως αυτήν του ηγεμόνα του Χαλεπιού, ο οποίος βρισκόταν με το κεφάλι κάτω, επειδή είχε καταπιεί πολύ νερό όταν περνούσε τον Ορόντη κατά την φυγή του.

Συνύπαρξη Αιγυπτίων και Χετταίων

Μετά την μάχη στο Καντές, ο Ραμσής ανέλαβε και άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Κατέλαβε το λιμάνι της Ασκαλών, καθώς και άλλες παραλιακές πόλεις της Παλαιστίνης. Το 1259 π.Χ. όμως, επειδή δεν είχε νικήσει τους Χετταίους, ήλθε σε συνεννόηση με τον βασιλιά τους Χατουσίλις Γ΄ και υπέγραψε σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας, το μοναδικό σύμφωνο που σώζεται ανάμεσα στους δύο ισοδύναμους ηγεμόνες της αρχαίας Ανατολής.

Τμήματα του κειμένου αυτού έχουν βρεθεί στην πρωτεύουσα των Χετταίων Χατούσα, γραμμένα με την σφηνοειδή γραφή της Βαβυλώνας, ενώ υπάρχουν και δύο αιγυπτιακά αντίγραφα. Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αποφάσισαν να απόσχουν από κάθε περαιτέρω επιδρομή και υποσχέθηκαν να παράσχουν αλληλοβοήθεια στην περίπτωση εξωτερικών κινδύνων.

Με βάση την συμφωνία αυτή, ο γιος του Ραμσή Μερενπτά απέστειλε στους Χετταίους πλοία με σιτηρά, όταν παρουσιάστηκε έλλειψη τροφής στην επικράτειά τους. Η αιτία για την προσέγγιση των δύο υπερδυνάμεων πρέπει να αναζητηθεί στον κίνδυνο, που προερχόταν από την ανερχόμενη δύναμη της Ασσυρίας. Οι φιλικές σχέσεις των δύο χωρών συνεχίστηκαν έως το 1200 π.Χ. όταν καταστράφηκε το κράτος των Χετταίων.

Παραμένει βέβαια η απορία γιατί ο Ραμσής αυτήν την άτυχη εκστρατεία την μετέτρεψε σε αντικείμενο μεγάλης διαφήμισης, στο επίκεντρο της οποίας εμφανιζόταν η θαυματουργή σωτηρία του ίδιου από τον θεό, αφού οι άνδρες του και οι αξιωματικοί του τον είχαν εγκαταλείψει.

Εκτιμάται, ότι η ενέργειά του συνδέεται με την αποδοχή της συμφωνίας ειρήνης, επειδή ο Ραμσής ήθελε κατά τη δεύτερη δεκαετία της βασιλείας του να απόσχει από τους πολέμους και να συνεχίσει την ειρηνική συνύπαρξη με τους Χετταίους. Πιστεύεται επίσης ότι οι αξιωματικοί του Ραμσή δεν συμφωνούσαν με την συναινετική πολιτική του δυνάστη τους, ο οποίος με αυτό τον τρόπο προσπάθησε να τους εξουδετερώσει.

Τα επόμενα χρόνια ο Ραμσής εμφανίζεται ως η αυθεντία της διεθνούς πολιτικής. Αυτό αποδεικνύεται από την αλληλογραφία του με τον βασιλιά των Χετταίων. Σε εκατό περίπου φιλικές επιστολές γραμμένες στην σφηνοειδή γραφή της Βαβυλωνίας, συμφωνήθηκε ο γάμος του Ραμσή με δύο πριγκίπισσες των Χετταίων και η ανταλλαγή επισήμων επισκέψεων.

Το οικοδομικό πρόγραμμα του Ραμσή

Την μάχη στο Καντές επακολούθησε μια μακρά περίοδος ειρήνης η οποία συνέβαλε στην ευημερία της Αιγύπτου και επέτρεψε στον Φαραώ να πραγματοποιήσει ένα μεγαλοπρεπές πρόγραμμα ανοικοδόμησης, το οποίο απαιτούσε τεράστια χρηματικά ποσά και μεγάλο αριθμό εργατών.

Η πραγματοποίησή του υπήρξε ταχύρυθμη, μπορεί δε να συγκριθεί μόνο με τα σύγχρονα οικοδομικά προγράμματα, όπως αυτό των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το 2004!

Η Αίγυπτος και η Νουβία μεταμορφώθηκαν σε γιγάντια εργοτάξια και δεν υπήρξε πόλη, στην οποία ο Ραμσής να μην αναγείρει ένα μνημείο. Ορισμένες επιγραφές που μαρτυρούν αυτή την δραστηριότητα βρέθηκαν ακόμη και στην Συρία και στην Παλαιστίνη, όμως τα έργα που εκτελέστηκαν δεν είχαν πάντοτε την ίδια ποιότητα. Πολλά από αυτά τα μνημεία έχουν ήδη εξαφανιστεί, ωστόσο αυτά που ακόμη σώζονται, εντυπωσιάζουν με την ποιότητα και το μέγεθός τους, όπως το Ραμσείο, που είναι ένας νεκρικός ναός, δυτικά της πόλεως των Θηβών της Αιγύπτου.

Ο ναός που έχει γιγαντιαίες διαστάσεις, πρέπει να ήταν πολύ εντυπωσιακός στην αρχαιότητα. Στη μεγάλη υπόστηλη αίθουσα υπήρχαν αρχικά γιγαντιαία αγάλματα του Φαραώ, όπως αποδεικνύεται από τα εντυπωσιακά ερείπια. Ενός αγάλματος του Ραμσή που βρίσκεται κατεστραμμένο στο έδαφος, το δάκτυλό του έχει μήκος ενός μέτρου, το δε νύχι στο μεσαίο δάκτυλο έχει μήκος 19 εκατοστών.

Το ύψος του αγάλματος πρέπει να ήταν 18 μέτρα και το βάρος του περισσότερο από 1.000 τόνοι.

Ο Ραμσής επέκτεινε το ναό στο Λούξορ και ολοκλήρωσε την υπόστηλη αίθουσα του ναού του Άμμωνος στο Καρνάκ. Στη Νουβία κατασκευάστηκαν έξι ναοί, οι οποίοι μερικώς ή ολικώς λαξεύτηκαν μέσα στον αμμώδη βράχο. Ο δε μεγάλος ναός στο Αμπού Σιμπέλ είναι το μεγαλύτερό του αρχιτεκτόνημα.

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες της βασιλείας του, ο Ραμσής επέβαλε στους υπηκόους του να τον λατρέψουν ως θεό. Ωστόσο, η θεοποίηση των Φαραώ στην Αίγυπτο γινόταν μόνο μετά το θάνατό τους, δηλαδή όταν ο Φαραώ γινόταν πλέον ένα με τον Όσιρι, τον θεό του κάτω κόσμου. Ο Ραμσής απεβίωσε το 1213 π.Χ. και από ευτυχή συγκυρία, η μούμια του βρέθηκε στον ομαδικό τάφο του Ντεΐρ Ελ Μπαχαρί, μαζί με την μούμια του πατέρα του και του παππού του. Ήδη κατά το τέλος του νέου βασιλείου, οι βασιλικοί τάφοι αποτελούσαν στόχο των τυμβωρύχων.

Προκειμένου να σώσουν τα λείψανα των Φαραώ, μερικοί ευσεβείς ιερείς, στην αρχή της 21ης δυναστείας, δηλαδή γύρω στο 1000 π.Χ., ξέθαψαν τις μούμιες των σπουδαιότερων Φαραώ και τις μετέφεραν μυστικά σε έναν συλλογικό τάφο, ο οποίος ανακαλύφτηκε το 1880.

Κανένας άλλος Φαραώ δεν εντυπωσίασε τόσο τους μεταγενέστερους δυνάστες όσο αυτός. Δέκα Φαραώ, της επόμενης, 20ής δυναστείας χρησιμοποίησαν το όνομά του και προσπάθησαν να τον μιμηθούν.

Μερικοί από αυτούς προσεύχονταν να βασιλέψουν όπως εκείνος, 66 χρόνια. Αναμφισβήτητα, ο Ραμσής Β΄ υπήρξε μια από τις πιο εντυπωσιακές και λαμπερές προσωπικότητες του αρχαίου κόσμου.

Ο Ραμσής και οι Βασίλισσες

Οι Βασίλισσες και οι γυναίκες του χαρεμιού του Ραμσή, ζούσαν πολύ διαφορετικά από τις γυναίκες ενός χαρεμιού της οθωμανικής περιόδου. Οι γυναίκες του Φαραώ ζούσαν μαζί με τα παιδιά τους σε διάφορες πόλεις της Αιγύπτου. Μια από τις γυναίκες του, η Χετταία πριγκίπισσα Μαατορνεφερουρέ, δεν ζούσε καν στο βασιλικό παλάτι, αλλά στην όαση του Φαγιούμ.

Από αυτό το γεγονός προκύπτει ότι επειδή ήταν ξένη δεν διαδραμάτισε κανέναν επίσημο ρόλο και γι’ αυτό δεν υπάρχουν καν παραστάσεις της. Όσον αφορά την μητέρα του Ραμσή, οι παραστάσεις της βασιλομήτορος δεν ανήκουν στην περίοδο της βασιλείας του συζύγου της του Φαραώ Σέθου, αλλά έχουν φιλοτεχνηθεί αργότερα κατά την βασιλεία του Ραμσή. Σύμφωνα με την άποψη του ίδιου, αυτός δεν είχε γεννηθεί από την ένωση της μητέρας και του πατέρα του, αλλά από την ένωση της μητέρας του με τον θεό Άμμωνα.

Για τον λόγο αυτόν η μητέρα του Ραμσή, Τούγια, έφερε τον τίτλο της «συζύγου του θεού», και κατείχε υψηλότερη θέση από τις συζύγους του Ραμσή στο παλάτι. Επίσης, ο Φαραώ είχε τοποθετήσει την ευνοούμενη σύζυγό του, Νεφερτάρι, σε πολύ υψηλή θέση. Οι πηγές αναφέρουν ότι η «μεγάλη βασιλική σύζυγος» Νεφερτάρι ήταν κυρίαρχη των δύο τμημάτων της Αιγύπτου και η αγαπημένη της θεάς Μουτ.

Ο ρόλος της βασίλισσας στην Αίγυπτο, όπως και στις βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης, δεν εξαρτάτο άμεσα από τα αισθήματα του βασιλιά. Όπως ο βασιλιάς ήταν ο γιος του θεού Ρα και έπαιζε θεϊκό ρόλο, έτσι και η βασίλισσα που είχε στο πλευρό του έπαιζε έναν πολυσύνθετο ρόλο.

Μολονότι, μια από τις πρωταρχικές υποχρεώσεις της ήταν να γεννήσει διάδοχο, ο ρόλος της δεν περιοριζόταν αποκλειστικά σε αυτόν. Οι παραστάσεις της Νεφερτάρι σε οβελίσκους, ναούς και αγάλματα, αποδεικνύουν την σημασία και την αξία που είχε η βασίλισσα.

Το στέμμα που φορά σε αυτές τις παραστάσεις, το λοφίο σε σχήμα γύπα με τα φτερά αριστερά και δεξιά της κεφαλής, περιοριζόταν αρχικά σε παραστάσεις θεοτήτων μόνο και βασίζεται στις παραστάσεις της θεάς Νεχμπέτ, που με την μορφή γύπα συμβόλιζε την Άνω Αίγυπτο, ενώ η Κάτω Αίγυπτος συμβολιζόταν με την μορφή φιδιού. Η παράσταση της Νεφερτάρι με γύπα και φίδι στο κεφάλι, συμβόλιζε την ένωση των δύο τμημάτων της Αιγύπτου και σχετίζεται με διάφορες θεές.

Συχνά, η Νεφερτάρι φέρει στέμμα με διπλά φτερά γερακιού, το οποίο συνηθιζόταν στις παραστάσεις των θεών, και συμβόλιζε τα μάτια του θεού Ρα. Το στέμμα έφερε επίσης έναν δίσκο ηλίου και δύο κέρατα, που θυμίζουν τα κέρατα της θεάς Χαθόρ, η οποία είχε μορφή αγελάδας.

Εικάζεται, ότι προς το τέλος της 18ης δυναστείας, πριν την θητεία του αιρετικού Φαραώ Ακενατών, υπήρχε η τάση της εξίσωσης της βασίλισσας με την θεά Χαθόρ. Πράγματι, στον μικρό ναό του Αμπού Σιμπέλ, η Νεφερτάρι λατρευόταν μαζί με αυτήν την θεά. Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι στο πλευρό του θεοποιημένου Ραμσή βρισκόταν μια θεά και όχι μια απλή σύζυγος. Αυτό, συνέβαινε και στον κόσμο των θεών, οι οποίοι είχαν δίπλα τους μια θεά.

Επειδή δε οι θεές της Αιγύπτου ήταν κυρίαρχες των ουρανών, ενώ οι απλές γυναίκες της Αιγύπτου κυρίες των σπιτιών τους, έτσι και η Νεφερτάρι, η «μεγάλη βασιλική σύζυγος», ήταν κυρίαρχος των δύο τμημάτων της Αιγύπτου, του Νότου και του Βορρά. Ωστόσο, ο ρόλος της Νεφερτάρι, στην αυλή του Ραμσή δεν ήταν σημαντικός.

Η βασίλισσα μπορούσε να συνοδεύει τον σύζυγό της κατά τη διάρκεια μιας θυσίας στους θεούς ή στις κυριότερες γιορτές. Κατά την εορτή προς τιμήν του θεού Μιν, που παριστάνεται στον νεκρικό ναό του Ραμσή, η Νεφερτάρι συμμετέχει στην πομπή και φαίνεται σαν να χορεύει. Μολονότι δεν γνωρίζουμε τον ακριβή ρόλο της στην εορτή, προκύπτει ότι ήταν η μόνη γυναίκα που συμμετείχε σε αυτήν. Στον μικρό ναό του Αμπού Σιμπέλ, η Νεφερτάρι παριστάνεται συχνά δίχως τον Ραμσή, να στεφανώνεται από την Ίσιδα και την Χαθόρ. Ο πολιτικός ρόλος της βασίλισσας δεν πρέπει να ήταν σημαντικός.

Η Νεφερτάρι αλληλογραφούσε με την βασίλισσα των Χετταίων Πουντουχέπα, ενώ οι σύζυγοί τους συζητούσαν για σπουδαία πολιτικά θέματα, όμως οι επιστολές αυτές δεν έχουν πολιτικό περιεχόμενο, αποδεικνύουν δε ότι οι βασίλισσες δεν είχαν πολιτική δύναμη και ήταν ανήμπορες να επηρεάσουν την κατάσταση της χώρας τους.

Αυτός ο ρόλος της Νεφερτάρι, βρίσκεται σε αντίθεση με τον ρόλο που έπαιζαν οι βασίλισσες Τέχε και Νεφερτίτι, που ήταν σύζυγοι του Αμένοφι Γ΄ και του Ακενατών, αντίστοιχα. Αυτές συνήθιζαν να παίζουν έναν πιο ενεργητικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική του κράτους και αντάλλασσαν επιστολές με ξένους δυνάστες.

Αποδεικνύεται λοιπόν, ότι οι βασίλισσες του Ραμσή Β΄ δεν είχαν αυτές τις αρμοδιότητες, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή η πρακτική απέρρεε από τον χαρακτήρα του ίδιου του Φαραώ.

Όταν ο Ραμσής αποφάσισε να ταξιδέψει για να γνωρίσει την χώρα του, κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του, η Νεφερτάρι τον συνόδεψε παντού, και βρισκόταν δίπλα του όταν ο Φαραώ τοποθέτησε τον νέο αρχιερέα του Άμμωνα στις Θήβες. Επίσης, η Νεφερτάρι συμμετείχε στα εγκαίνια των δύο ναών στο Αμπού Σιμπέλ.

Αυτές οι κινήσεις της αποδεικνύουν ότι δεν ήταν κλεισμένη στο παλάτι και ότι ο λαός μπορούσε να την δει κατά τις εξόδους της. Φαίνεται ότι το ταξίδι της Νεφερτάρι, στη Νουβία, ήταν το τελευταίο της διότι απεβίωσε στο 24ο έτος της βασιλείας του Ραμσή και ενταφιάστηκε στον καταπληκτικά διακοσμημένο τάφο της στην κοιλάδα των βασιλισσών στις Θήβες.

Μετά τον θάνατό της, οι κόρες του Φαραώ προωθήθηκαν στο πρωτόκολλο και τουλάχιστον τρεις από αυτές απέκτησαν τον τίτλο της «μεγάλης βασιλικής συζύγου».

Οι πρωτοβουλίες αυτές του γηραιού Ραμσή ίσως δεν έχουν σχέση με την αιμομιξία, αλλά με την προσπάθειά του να παραμείνει η εικόνα του ως νέου και θαλερού. Αυτές οι κόρες του απέκτησαν διακοσμημένους τάφους, όπως και η Νεφερτάρι, στην κοιλάδα των βασιλισσών, γεγονός που αποτελεί νεωτερισμό του Ραμσή. Κατά την 18η δυναστεία, οι κόρες αλλά και οι βασίλισσες δεν είχαν δικούς τους τάφους ή είχαν απλούς τάφους δίχως διακόσμηση.

Ο Ραμσής λοιπόν τιμούσε τις συζύγους του, ακόμη και όταν αυτές ήταν νεκρές. Το ενδιαφέρον του αυτό προφανώς απηχεί και συμβολίζει τον ρόλο που έπαιζαν οι γυναίκες στην αυλή του.

Όταν ο Ραμσής Β΄ απεβίωσε σε ηλικία μεγαλύτερη των 90 ετών, το 1213 π.Χ., έληξε μια περίοδος του αρχαίου αιγυπτιακού κράτους, που θεωρείται ως η τελευταία των χρυσών περιόδων της αιγυπτιακής ιστορίας. Ο Φαραώ μεταμόρφωσε την Αίγυπτο σε χώρα του Ραμσή, τρεις δε γενεές Αιγυπτίων δεν γνώρισαν άλλον ηγεμόνα από αυτόν. Ο σπουδαιότερος από όλους τους Φαραώ, επιβίωσε 12 γιων του.

Οι διάδοχοι του Ραμσή

Όταν απεβίωσε ο Ραμσής Β΄ τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο Μερένπτα, που ήταν ο 13ος γιος του. Οι εξωτερικοί κίνδυνοι της Αιγύπτου κατά την θητεία του νέου Φαραώ, που βασίλεψε την περίοδο 1213 – 1204 π.Χ., ήταν οι Λίβυοι και οι «Λαοί της Θάλασσας». Οι τελευταίοι, προερχόμενοι από τον χώρο των Βαλκανίων, το Αιγαίο και την Μικρά Ασία, αναζητούσαν νέα εδάφη για να εγκατασταθούν. Ωστόσο, ο Μερένπτα κατόρθωσε να τους αποκρούσει.

Ο διάδοχος του Μερένπτα, Σέθος Β΄ (1204 – 1198 π.Χ.), υποχρεώθηκε να πολεμήσει εναντίον του Αμενμέσε (1203 – 1200 π.Χ.) ο οποίος είχε καταλάβει την αρχή στην άνω Αίγυπτο. Ο Σέθος Β΄ μπόρεσε να κυβερνήσει μόνος, μετά τον θάνατο του διεκδικητή του θρόνου.

Η «μεγάλη βασιλική σύζυγος» Ταουσρέτ, βασίλεψε στην Αίγυπτο μετά τον θάνατο του Φαραώ, την περίοδο 1193 – 1190 π.Χ., έως την ενηλικίωση του γιου του Σέθου Β΄, Σίπτα (1198 – 1193 π.Χ.). Όταν πέθανε και αυτός πρόωρα, η Ταουσρέτ παρέμεινε μόνη της στον θρόνο, έως την εμφάνιση ενός νέου διεκδικητή του θρόνου, του Σεθνάκτ, ο οποίος ίδρυσε μια νέα δυναστεία.

Η 20η δυναστεία

Ο Σεθνάκτ (1190 – 1187 π.Χ ) μολονότι δεν ήταν συγγενής του Ραμσή, διέδωσε ότι ήταν ο εκλεκτός του θεού ήλιου Ρα. Για να επιβληθεί και να εξασφαλίσει την θέση του στον θρόνο, έσβησε το όνομα της Ταουσρέτ από όλα τα μνημεία, αντικαθιστώντας το με το δικό του. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο εάν πέταξε και τη μούμια της βασίλισσας από τον τάφο της στην κοιλάδα των βασιλισσών.

Ο Ραμσής Γ΄ (1187 – 1156 π.Χ.) που ακολούθησε ήταν γιος του προηγούμενου Φαραώ Σεθνάκτ. Αυτός εξασφάλισε μια σχετική σταθερότητα στην Αίγυπτο και πολέμησε κατά των λαών της θάλασσας.

Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι των λαών της θάλασσας έφθασαν διά ξηράς με βοϊδάμαξες, ενώ αυτοί που ήλθαν από την θάλασσα, διέπλευσαν τον Νείλο με καράβια. Η καταστροφή που προξένησαν αυτοί οι εισβολείς εξαπλώθηκε από τη Βόρεια Συρία έως την Νότια Χαναάν.

Ενώ, η αυτοκρατορία των Χετταίων διαλυόταν από τις επιδρομές των εισβολέων, οι Αιγύπτιοι κατόρθωσαν να τους αναχαιτίσουν. Τότε, λόγω του λοιμού που προήλθε από τις καταστροφές του πολέμου και των μεγάλων δαπανών που ήταν απαραίτητες για την άμυνα της χώρας, επαναστάτησαν οι εργάτες στην νεκρόπολη του Ντεΐρ ελ Μεντινέ. Αυτή θεωρείται η πρώτη απεργία της ιστορίας, που μας είναι γνωστή.

Μετά τον θάνατο του Ραμσή Γ΄, ανέβηκαν στον θρόνο της Αιγύπτου ο Ραμσής Δ΄ (1156 – 1150 π.Χ.) και ο Ραμσής Ε΄ (1150 – 1145 π.Χ.). Ο Ραμσής ΣΤ΄ (1145 – 1137 π.Χ.) έχασε εδάφη στην Δυτική Αίγυπτο, που καταλήφθηκαν από τους Λιβύους. Ο Ραμσής Ζ΄ και ο Ραμσής Η΄ δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν την ειρήνη και να βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση της χώρας.

Σύμφωνα δε με τις υπάρχουσες ενδείξεις οι τιμές των σιτηρών ανέβηκαν υπέρμετρα, ενώ σημειώθηκαν και εκτεταμένες συλήσεις στις νεκροπόλεις. Κατά την βασιλεία του Ραμσή Θ΄ (1127 – 1109) οι συλήσεις τάφων ήταν τόσο συχνές, που οι υπαίτιοι εδικάζοντο και καταδικάζοντο.

Ο τελευταίος Φαραώ της δυναστείας ήταν ο Ραμσής ΙΑ΄ (1105 – 1075 π.Χ). Κατά την διάρκεια της βασιλείας του η οικονομική κατάσταση χειροτέρεψε και ο έλεγχος της χώρας κατέστη αδύνατος. Όταν στην πόλη των Θηβών, σημειώθηκε εμφύλιος πόλεμος, ο Πανεέζι, αντιβασιλιάς του Κους, εστάλη από τον Ραμσή ΙΑ΄ στην επαναστατημένη περιοχή, όμως δεν κατόρθωσε να επιβληθεί και ο ανώτατος ιερέας του Άμμωνα, Αμμωνχοτέπ, συγκέντρωσε δυνάμεις, με τις οποίες εξεδίωξε τον Πανεέζι.

Ο Ραμσής ΙΑ΄ σώθηκε χάρη στην επέμβαση του στρατηγού Πιανκ, ο οποίος, έχοντας αποκαταστήσει την εξουσία του Φαραώ, θέλησε να περιβληθεί με μεγαλύτερες αρμοδιότητες.

Ονόμασε τον εαυτό του αντιβασιλέα και κατέλαβε επίσης το αξίωμα του αρχιερέα. Στην συνέχεια ο Πιανκ, εξουδετερώνοντας την εξουσία του Ραμσή, μεταβίβασε τις αρμοδιότητες που είχε στον στρατηγό Χεριχόρ. Μετά δε τον θάνατο του Ραμσή, ο Χεριχόρ, που είχε αναλάβει την διοίκηση του στρατού ονόμασε τον εαυτό του Φαραώ. Αυτό ήταν το τέλος της 20ής δυναστείας, η οποία, μαζί με την προηγούμενη απετέλεσαν την τελευταία χρυσή περίοδο της Αιγύπτου.

Ο Ραμσής Β΄, που αργότερα ονομάστηκε μέγας για να ξεχωρίζει από τους πολλούς συνονόματούς του που τον διαδέχθηκαν, βασίλεψε 66 ολόκληρα χρόνια, περισσότερο από κάθε άλλον Φαραώ, από το 1279 έως το 1213 π.Χ. Ανήγειρε σε ολόκληρη την Αίγυπτο μνημεία, ναούς, οβελίσκους και τάφους, ο αριθμός των οποίων ξεπερνά όλα τα έργα των υπολοίπων Φαραώ.

Κανένας άλλος από τους Φαραώ δεν νυμφεύτηκε οκτώ γυναίκες, ούτε διέθετε ένα μεγάλο χαρέμι ούτε απέκτησε τόσα πολλά παιδιά. Αλλά και κανένας άλλος Φαραώ δεν επέβαλε στους υπηκόους του, την λατρεία του ίδιου, ως θεού. Ακόμη και σήμερα ο Ραμσής είναι γνωστός στους σύγχρονους Αιγυπτίους ως Ραμσής αλ Ακμπάρ (ο μέγιστος).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου