Ο Αριστοτέλης συστηματοποιώντας την έρευνά του για τα πολιτεύματα δε θα μπορούσε να μην προβεί στην αναλυτική μέθοδο, αφού μόνο ξεκαθαρίζοντας εννοιολογικά τα επί μέρους μπορεί κανείς να προχωρήσει στην ευρύτερη έννοια που αναζητά. Από την αρχή του τρίτου βιβλίου των Πολιτικών του καθιστά σαφές: «Για όποιον ερευνά συστηματικά το πολίτευμα μιας πόλης, ποια δηλαδή είναι η φύση και ποια τα χαρακτηριστικά του κάθε πολιτεύματος, πρώτο σχεδόν θέμα για διερεύνηση είναι να δει τι είναι τέλος πάντων η πόλη». Με άλλα λόγια, αν δεν ξεκαθαριστεί τι είναι η πόλη, θα είναι μάλλον επίφοβη (για να μην πούμε αυθαίρετη) η έρευνα για το πολίτευμα. Βρισκόμαστε μπροστά στον ορισμό αυτού που ονομάζουμε οριοθετημένη – επιστημονική σκέψη, αφού η διαχείριση των εννοιών δεν είναι τίποτε άλλο από την πορεία της σκέψης που οφείλει να ξεδιπλώνεται μεθοδικά, χωρίς άλματα, αναζητώντας τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων που μόνο η ακρίβεια των όρων μπορεί να εξασφαλίσει. Γιατί, εφόσον τα όρια της γλώσσας θέτουν και τα όρια της σκέψης, αναπόφευκτα, αυτό που ονομάζουμε πορεία ενός συλλογισμού βρίσκεται σε απόλυτη εξάρτηση από τις ιδέες που τον καθορίζει. Κι αυτή ακριβώς είναι η συνειδητοποίηση ότι οι έννοιες είναι οι ιδέες που διαπλέκονται καθοδηγώντας τη σκέψη. Από αυτή την άποψη είναι απολύτως σαφής η αδυναμία στη διατύπωση της έννοιας της πόλης, αν πρώτα δεν ξεκαθαριστεί η έννοια του πολίτη: «Επειδή όμως η πόλη ανήκει στα σύνθετα πράγματα, όπως ακριβώς και κάθε άλλο πράγμα που είναι μια ολότητα αποτελούμενη από πολλά μέρη, γίνεται φανερό ότι προηγείται η έρευνα για τον πολίτη, γιατί η πόλη αποτελείται από ένα πλήθος πολιτών». Το τρίπτυχο πολίτευμα – πόλη – πολίτης είναι ο ορισμός της αναλυτικής μεθόδου που διαρκώς διεισδύει σε όλα τα γλωσσικά βάθη μετατρέποντας τις ιδέες σε χειροπιαστά αντικείμενα.
Όμως η έννοια του πολίτη οφείλει να ξεκαθαριστεί και για έναν ακόμη λόγο: «Γιατί συχνά διατυπώνονται διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες για την έννοια του πολίτη. Δε συμφωνούν δηλαδή όλοι στο ίδιο περιεχόμενο της λέξης “πολίτης”, καθώς πολλές φορές συμβαίνει κάποιος που είναι πολίτης στη δημοκρατία, να μην είναι πολίτης στο ολιγαρχικό πολίτευμα». Η διχογνωμία που επικρατεί στην έννοια του πολίτη δεν είναι παρά η απόδειξη του συγκοινωνούντος δοχείου στις έννοιες πολίτευμα και πολίτης, αφού ανάλογα με τον καθορισμό του ενός καθορίζεται και το άλλο. Αν στη δημοκρατία ο πολίτης είναι αυτός που διεκδικεί μερίδιο στη διαχείριση της εξουσίας (και δε μιλάμε μόνο για την περίπτωση που θα επιχειρήσει να εκλεγεί σ’ ένα αξίωμα, χωρίς βέβαια και να την αποκλείουμε) απαιτώντας πολιτική διαφάνεια, αστράτευτη ενημέρωση, ελευθερία λόγου κλπ, που με δυο λόγια αντιμετωπίζει τα κοινά με τρόπο ενεργό εκδηλώνοντας τη διάθεση της συμμετοχικότητάς του, στην ολιγαρχία όλα αυτά μετριάζονται καθώς ο πολίτης δε νιώθει κοινωνός γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι οι πολιτικές αποφάσεις αφορούν άλλους, ανώτερους κοινωνικά απ’ αυτόν, που ξέρουν να τις διαχειρίζονται. Πόσο μάλλον στις τυραννίες που στηρίζονται αποκλειστικά στο φόβο προκειμένου να εξασφαλιστεί η παθητικότητα. Όλες αυτές οι εκδοχές του πολίτη δεν είναι παρά η αντανάκλαση των διαφορετικών εκδοχών των πολιτευμάτων: «Δεν ορίζεται κάποιος πολίτης, επειδή ζει σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο (και οι μέτοικοι και οι δούλοι μοιράζονται τον ίδιο τόπο κατοικίας με τους πολίτες, χωρίς να είναι πολίτες)». Κι αν οι δούλοι δε χρειάζονται συστάσεις, σχετικά με τους μετοίκους, στο βιβλίο «Ιστορία των Αρχαίων Χρόνων ως το 30 π. Χ.», αναφέρεται: «Μέτοικοι ονομάζονταν όλοι οι ελεύθεροι Έλληνες ή και ξένοι, που ήταν εγκατεστημένοι στην Αττική, χωρίς να είναι Αθηναίοι πολίτες. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα αλλά είχαν την υποχρέωση να στρατεύονται και πλήρωναν έναν ειδικό φόρο, το “μετοίκιο”. Δεν επιτρεπόταν να έχουν ιδιοκτησία γης στην Αττική και ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Την εποχή αυτή» (αναφέρεται στην περίοδο του Περικλή πριν τον Πελοποννησιακό πόλεμο, 446 π. Χ. ως 431 π. Χ.) «η οικονομική ακμή της Αθήνας είχε προσελκύσει μεγάλο πλήθος μετοίκων και πολλοί απ’ αυτούς είχαν πλουτίσει».
Κι αφού γίνεται σαφές ότι όποιος μένει σε μια πόλη δε σημαίνει ότι είναι και πολίτης της πόλης αυτής, οφείλει να διασαφηνιστεί ότι ούτε όποιος έχει τη δυνατότητα να βρει το δίκιο του στο δικαστήριο είναι κατ’ ανάγκη πολίτης: «Ούτε όμως είναι πολίτες και εκείνοι που με βάση τα πολιτικά τους δικαιώματα έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τα δικαστήρια ως ενάγοντες ή εναγόμενοι (γιατί έχουν το δικαίωμα αυτό και εκείνοι των οποίων οι πόλεις συνδέονται με εμπορικές συμβάσεις [δηλαδή μπορούν να χρησιμοποιούν τα δικαστήρια ως διάδικοι]. Σε πολλά μέρη μάλιστα οι μέτοικοι δεν έχουν πλήρως ούτε αυτά τα δικαιώματα, αλλά υποχρεώνονται να βρουν προστάτη, ώστε με κάποιον τρόπο να μετέχουν ατελώς έστω στις διαδικασίες μιας τέτοιας κοινωνίας)». Διευκρινίζοντας τις εμπορικές συμβάσεις (σύμβολα στο πρωτότυπο) η μεταφράστρια Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου παραθέτει στα σχόλια: «Σύμβολα: Έτσι ονομάζονταν οι εμπορικές συμβάσεις ανάμεσα σε δυο πόλεις. Στις συμβάσεις οριζόταν η διαδικασία την οποία έπρεπε να τηρήσουν οι συμβαλλόμενες χώρες στην περίπτωση διάπραξης αδικημάτων κατά τις εμπορικές συναλλαγές». Ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναφέρει την περίπτωση των Τυρρηνών και των Καρχηδονίων που είχαν προχωρήσει σε τέτοιου είδους «σύμβολα», αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν και συμπολίτες: «Γιατί, αν ίσχυε αυτό, οι Τυρρηνοί και οι Καρχηδόνιοι και όλοι οι άλλοι οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με εμπορικές συμβάσεις, θα ήταν οιονεί πολίτες μιας πόλης».
Η έννοια του πολίτη, εξ ορισμού αλληλένδετη με τις έννοιες πόλη και πολίτευμα, δεν θα μπορούσε με κανέναν άλλο τρόπο να οριστεί παρά ως συμμετοχική δυνατότητα στη διαμόρφωση όλων των εξουσιών: «Πολίτης, λοιπόν, με την ακριβέστερη σημασία της λέξης ορίζεται κάποιος με βάση κυρίως το δικαίωμά του να μετέχει στη δικαστική και πολιτική εξουσία και με τίποτε άλλο. Από τις εξουσίες άλλες είναι αυστηρά καθορισμένες ως προς το χρόνο, ώστε μερικές δεν επιτρέπεται να τις αναλάβει το ίδιο πρόσωπο δύο φορές, ή επιτρέπεται μεν, αλλά αφού μεσολαβήσει ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Άλλες δεν έχουν χρονικό όριο, όπως για παράδειγμα ο δικαστής και το μέλος της εκκλησίας του δήμου. Βέβαια μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι παρόμοια πρόσωπα δεν είναι άρχοντες ούτε η συμμετοχή τους στις διαδικασίες αυτές συνιστά ανάληψη αξιώματος, αν και είναι αστείο να αρνείται την ύπαρξη εξουσίας στους φορείς ανωτάτων κυριαρχικών δικαιωμάτων. Άρα, ας μη σημειωθεί καμιά διαφορά, αφού η διαφορά βρίσκεται μόνο στο όνομα. Δεν υπάρχει δηλαδή κοινή ονομασία για το δικαστή και το μέλος της εκκλησίας του δήμου με την οποία να αποδίδονται συγχρόνως και οι δύο αυτές ιδιότητες. Για τις ανάγκες του ορισμού ωστόσο, ας χρησιμοποιήσουμε τον όρο “αόριστη αρχή”. Θεωρούμε επομένως πολίτες εκείνους που μετέχουν στην “αόριστη αρχή”». Τα παιδιά που δεν έχουν ακόμη πολιτικά δικαιώματα και οι γέροι που δε συμμετέχουν πια, καθώς έχουν απαλλαγεί, σημειώνονται από τον Αριστοτέλη ως πολίτες «όχι βέβαια απόλυτα αλλά με την προσθήκη “ανήλικα” για τα παιδιά και “υπερήλικοι” για τους γέρους».
Όμως, από τη στιγμή που τα πολιτεύματα διαφοροποιούνται, είναι αυτονόητη και η συνακόλουθη διαφοροποίηση του πολίτη: «Για το λόγο αυτό ακριβώς ο ορισμός που δώσαμε, ισχύει για τον πολίτη στο δημοκρατικό πολίτευμα, ενδεχομένως όμως να ισχύει και στα άλλα πολιτεύματα, όχι όμως απαραίτητα. Γιατί σε μερικά πολιτεύματα δεν υπάρχει ο θεσμός του δήμου ούτε συγκαλούνται εκκλησίες του δήμου αλλά έκτακτες συνελεύσεις». Το σίγουρο είναι ότι η δημοκρατία αντιλαμβάνεται τον πολίτη συμμετοχικά και μόνο συμμετοχικά, αφού αλλιώς στερείται νοήματος. Ο Περικλής προκειμένου να εξασφαλίσει τη συμμετοχή ακόμη και των φτωχότερων στη δικαστική εξουσία όρισε αμοιβή, ώστε να μην αποκλείεται κανείς για οικονομικούς λόγους (η παρουσία στο δικαστήριο έκανε αδύνατο το μεροκάματο). Ακόμη και οι βουλευτές έπαιρναν αμοιβή, έστω στοιχειώδη. Στο βιβλίο «Κοινωνική και Πολιτική Οργάνωση στην Αρχαία Ελλάδα» αναφέρεται: «Στην εποχή του Αριστοτέλη ο μισθός για έναν απλό βουλευτή ήταν 5 οβολοί την ημέρα και για τους πρυτάνεις 1 δραχμή, περίπου όσο και η ημερήσια αμοιβή ενός εργάτη».
Από τη στιγμή που είναι ξεκάθαρο ότι η δημοκρατία στηρίζεται στη συμμετοχή των πολιτών, ότι δηλαδή προϋποθέτει πολίτες ενεργούς, πολίτες που μπορούν να κρίνουν και να ελέγξουν την εξουσία, πολίτες που γνωρίζουν τα δικαιώματα και το ρόλο τους μες το πολίτευμα, που ενδιαφέρονται για τα κοινά και που απαιτούν να έχουν πλήρη γνώση του τι συμβαίνει, γίνεται αυτομάτως αντιληπτό ότι οι πολίτες που δεν πληρούν τα παραπάνω δεν αρμόζουν σε δημοκρατίες. Ο πολίτης που φοβάται να διεκδικήσει, που προτιμά τη σιωπή, που λειτουργεί κάτω από την επιρροή των άλλων οι οποίοι «ξέρουν καλύτερα τα πράματα», που δεν «ανακατεύεται», που παραμένει παθητικός και αυτοαποκαλείται «φιλήσυχος», που ταυτίζει τη νομιμοφροσύνη με την υποτέλεια, που «έχει το κεφάλι του ήσυχο», που αντιλαμβάνεται τις πολιτικές πεποιθήσεις ως οικογενειακή παράδοση κλπ. δεν είναι δημοκράτης. Γιατί δεν τρέφει τη δημοκρατία. Και ούτε πιστεύει σ’ αυτήν. Είναι ο πολίτης της ολιγαρχίας. (Αυτό βέβαια δε δικαιώνει και εκείνον, που, στο όνομα των δικαιωμάτων του – ή της δημοκρατίας – βανδαλίζει και τραμπουκίζει. Ούτε αυτούς τους έχει ανάγκη η δημοκρατία. Γιατί η δημοκρατία ξέρει να προστατεύεται μέσα από τους θεσμούς της. Αρκεί να λειτουργούν σωστά). Κατ’ επέκταση το πολίτευμα που θέλει τους πολίτες παθητικούς, που θέλει να φοβούνται με κινδυνολογίες και μέτρα καταστολής, που προτιμά να μην ασχολούνται και πολύ ώστε να μένει πάντα η διαχείριση στα χέρια των λίγων, που αρνείται τη διαφάνεια και στηρίζεται περισσότερο στην απόκρυψη, που ελέγχει την ενημέρωση συσκοτίζοντας και αποπροσανατολίζοντας, που με δυο λόγια δε θέλει το λαό μέσα στα πόδια του για να εξυπηρετήσει άλλα συμφέροντα, δεν είναι δημοκρατία. Γιατί τελικά αποκλείει το λαό, ασχέτως αν του ζητάει την ψήφο. Γιατί τον κρατά μονίμως εκτός ασχέτως αν του δίνει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Γιατί τελικά διαμορφώνει πολίτες που να ανταποκρίνονται στα κυβικά του. Γιατί πάντα βρίσκει τον τρόπο να στελεχώνει τη διοίκηση με τα ίδια πρόσωπα, σχεδόν κληρονομικά. Κι αυτά είναι τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ολιγαρχίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, αυτό που ονομάζουμε πολιτική διαφθορά είναι σχεδόν νομοτελειακό. Τελικά, ακόμη και οι σκληρότερες ολιγαρχίες χρειάζονται δημοκρατικό περιτύλιγμα. Η συμμετοχή του λαού δε λειτουργεί μόνο καθησυχαστικά, αλλά πετυχαίνει και τη συνδιαμόρφωση της ευθύνης. (Και πράγματι, ο λαός δεν είναι άμοιρος ευθυνών). Ο Αριστοτέλης στο δεύτερο βιβλίο των Πολιτικών του αναφερόμενος στους εφόρους της Σπάρτης γράφει: «αυτός ο θεσμός της εξουσίας (δηλαδή ο δημοκρατικός γιατί οι έφοροι ήταν πρόσωπα εκλεγμένα απ’ το λαό) διασφαλίζει τη συνοχή του πολιτεύματος, διότι ο λαός παραμένει ήσυχος, επειδή συμμετέχει στον πιο σημαντικό φορέα εξουσίας».
Όμως ο Αριστοτέλης, αν και παραδέχεται ότι η έννοια του πολίτη διαφοροποιείται από πολίτευμα σε πολίτευμα, όταν αναφέρεται στα ολιγαρχικά πολιτεύματα (για παράδειγμα στη Σπάρτη και στην Καρχηδόνα), αρνείται να επαναδιατυπώσει την έννοια του πολίτη αποδίδοντας την ολιγαρχική εκδοχή: «Στα άλλα πολιτεύματα δεν είναι ο “αόριστος άρχοντας” μέλος της εκκλησίας του δήμου και δικαστής, αλλά ο ορισμένος σύμφωνα με την αρχή που αναλαμβάνει. Σε όλους ή σε μερικούς από αυτούς δίνεται το δικαίωμα να είναι βουλευτές και δικαστές για όλα τα ζητήματα ή για ορισμένα μόνο. Διευκρινίστηκε επομένως από όλα αυτά ποια είναι η φύση του πολίτη: όποιος δηλαδή σε μια πόλη έχει τη δυνατότητα να μετέχει στη βουλευτική και δικαστική εξουσία, αυτόν θεωρούμε πολίτη της πόλης τούτης». Με άλλα λόγια πολίτες είναι και πάλι αυτοί που μπορούν και συμμετέχουν στις εξουσίες, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά είναι λιγότεροι. Οι υπόλοιποι, που αποκλείονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για τον Αριστοτέλη δεν είναι πολίτες: «Γιατί πρέπει να πούμε το εξής: ή αυτοί που δεν μετέχουν στη ζωή της πόλης δεν είναι πολίτες, ή είναι πολίτες και έχουν δικαίωμα στα κοινό συμφέρον». Το ότι τελικά η έννοια του πολίτη δεν αλλάζει καθιστά σαφές ότι πολίτης χωρίς δικαίωμα στο κοινό συμφέρον δεν υφίσταται ή, για να το πούμε αλλιώς, οι ολιγαρχίες δεν επαναπροσδιορίζουν την έννοια του πολίτη αλλά την ακυρώνουν. Κι αφού πλέον είναι ξεκάθαρο τι είναι πολίτης μπορεί να δοθεί και ο ορισμός της πόλης: «ορίζοντας απλά ως πόλη ένα πλήθος πολιτών ικανό να εξασφαλίζει αυτάρκεια για τη ζωή του».
Όμως, παρά τον τελικό ορισμό, η διχογνωμία που υπάρχει σχετικά με την ευθύνη της πόλης (ως σύνολο) για μια συγκεκριμένη πράξη ή του τυράννου που εξανάγκασε τη συγκεκριμένη πράξη παραμένει: «Ακόμη ορισμένοι θέτουν το ερώτημα πότε η πόλη έχει την ευθύνη για κάποια πράξη και πότε δεν την έχει, όπως όταν για παράδειγμα το πολίτευμα μεταβάλλεται σε δημοκρατία από ολιγαρχία ή τυραννίδα». Το ζήτημα της ευθύνης παίρνει σοβαρές διαστάσεις αν αναλογιστούμε την αντίληψη των περισσοτέρων (κυρίως μετά την πτώση κάποιας τυραννίας), που αποδίδοντας ευθύνες σε συγκεκριμένα πρόσωπα που κυβέρνησαν τυραννικά, αρνούνται να αναλάβουν και την υποχρέωση πιθανών αποζημιώσεων που προκύπτουν, αφού όλα διαγράφονται λόγω της έλλειψης νομιμότητας του καθεστώτος που έφυγε: «μερικοί αρνούνται να πληρώσουν τις οφειλές τους προς το δημόσιο, με το επιχείρημα ότι δεν τις καθόρισε η πόλη αλλά ο τύραννος, και να εκπληρώσουν επίσης άλλες πολλές παρόμοιες υποχρεώσεις, με τη λογική ότι μερικά πολιτεύματα υφίστανται με τη βία και όχι για το κοινό συμφέρον». Από τη στιγμή που η διακυβέρνηση γίνεται νόμιμα και προϋποθέτει και τη συμμετοχή του λαού είναι πολύ δύσκολο να εγείρει κανείς αξιώσεις εκμηδένισης χρέους προς το δημόσιο ή δημόσιου χρέους προς κάποια άλλη χώρα. Κι αυτό γιατί όλοι συναισθάνονται την ευθύνη. Χρειάζεται η αίσθηση μιας μεγάλης αλλαγής για να ξεκινήσουν τα παρατράγουδα. Χρειάζεται δηλαδή η αίσθηση ότι η νομιμότητα που ήρθε αποκαθιστά την παρανομία που έφυγε κι ως εκ τούτου δεν οφείλει να πληρώσει και τα σπασμένα. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη επισφράγιση για τη νομιμότητα από τη συμμετοχή του λαού στη διαμόρφωση της εξουσίας. (Αναφορικά με τις διακρατικές σχέσεις, σήμερα, η αρχή του ενιαίου της πολιτείας καθιστά σαφές ότι όλα πρέπει να εκτελεστούν ως έχουν συμφωνηθεί, ανεξάρτητα από τη νομιμότητα της εξουσίας που προέβη στις συμφωνίες).
Το ζήτημα αυτό, για τον Αριστοτέλη, μπορεί να ξεκαθαριστεί μόνο εφόσον αποσαφηνιστούν οι παράγοντες που διασφαλίζουν τη συνέχεια μιας πόλης: «Φαίνεται ότι ο ουσιαστικός λόγος αυτής της απορίας είναι το εξής εύλογο ερώτημα: πότε οφείλουμε να δεχτούμε ότι η πόλη παραμένει η ίδια ή ότι μεταβάλλεται και γίνεται μια άλλη πόλη;». Ή, για να το πούμε αλλιώς, ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που εγγυάται τη συνέχεια μιας πόλης και που αν μεταβληθεί θα κλονίσει όλες τις διαμορφωμένες σχέσεις, τουλάχιστο σε ηθικό επίπεδο, θεωρώντας ότι οτιδήποτε ανήκει στο παρελθόν οφείλει να ακυρωθεί; Απορρίπτοντας ότι η συνέχεια της πόλης εξαρτάται από τον τόπο ή τους ανθρώπους που κατοικούν (ο τόπος είναι δεδομένο ότι δεν αλλάζει και οι άνθρωποι είναι δεδομένο ότι έρχονται και παρέρχονται), πολύ περισσότερο από τα τείχη που την περιβάλλουν: «Γιατί θα ήταν δυνατόν να περικλειστεί με τείχος ολόκληρη η Πελοπόννησος», ο Αριστοτέλης καταλήγει: «Αν πάλι η πόλη πράγματι είναι κάποιο είδος κοινωνίας και υφίσταται ως κοινωνία πολιτών στη βάση μιας πολιτειακής οργάνωσης, τότε με λογική αναγκαιότητα η πόλη δε θα παρέμενε η ίδια, εφόσον μεταβάλλεται το πολίτευμα ως προς το είδος του και διαφοροποιείται. Κατ’ αναλογία λέμε ότι ο χορός είναι διαφορετικός, πότε κωμικός και πότε τραγικός, αν και οι άνθρωποι που τον αποτελούν είναι πολλές φορές οι ίδιοι».
Κι αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη ουσία των πολιτευμάτων, που δεν είναι απλώς το σύστημα της διαχείρισης της εξουσίας, αλλά και ο εγγυητής της ομαλότητας και της συνέχειας της δημόσιας ζωής. Το πολίτευμα που νομιμοποιείται ηθικά στα μάτια της πλειοψηφίας είναι ο παράγοντας που ρυθμίζει όλες τις σχέσεις και διασφαλίζει όλες τις συμφωνίες, αφού δρα επικυρωτικά. Γι’ αυτό το πολίτευμα πρέπει να έχει σταθερότητα. Γιατί αποτελεί το φερέγγυο πρόσωπο σε όλες τις δραστηριότητες. Μια χώρα με διαρκείς πολιτειακές ανατροπές δεν μπορεί να ελπίζει και σε σοβαρές συμφωνίες, καθώς όλα κρίνονται ασταθή κι επίφοβα. Οι σοβαρές μπίζνες κλείνονται μόνο υπό τις συνθήκες της σταθερότητας. (Μιλάμε βεβαίως για τις ανεπτυγμένες χώρες του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Οι περιπτώσεις των χωρών με τις διαρκείς χούντες και τους πολέμους εξυπηρετούν άλλες ανάγκες). Η συμμετοχή του λαού είναι η διασφάλιση της σταθερότητας. Από αυτή την άποψη, οι σύγχρονες ολιγαρχίες δεν ορίζονται με τον αποκλεισμό του λαού, αλλά με τον έλεγχο της λαϊκής βούλησης, που πρέπει διαρκώς να κατευθύνεται, να διασπάται και να εκφοβίζεται. «Αν λοιπόν αυτά ισχύουν, είναι φανερό ότι πρέπει να πούμε ότι η πόλη παραμένει η ίδια πρώτιστα, όταν ίδιο παραμένει το πολίτευμά της. Μπορούμε να την αποκαλούμε με διαφορετικό όνομα ή και με το ίδιο είτε κατοικείται από τους ίδιους είτε από εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Ωστόσο είναι άλλο ζήτημα, αν είναι δίκαιο η πόλη να εκτελεί τις υποχρεώσεις της ή να τις αθετεί, όταν μεταβάλλει το πολίτευμά της».
Αριστοτέλης: Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου