Τίποτα δεν χωρίζει ίσως πιο πολύ τους ανθρώπους και τις εποχές, όσο ο βαθμός της γνώσης της αθλιότητας. Της σωματικής, δηλαδή, και της ψυχικής αθλιότητας,
Όσο για την τελευταία, ίσως, εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι, να είμαστε, παρ’ όλες τις αδυναμίες μας, αμαθείς και ματαιόδοξοι, κι αυτό από έλλειψη προσωπικής εμπειρίας, της εμπειρίας πού είχε ο αιώνας του φόβου — η μεγαλύτερη, δηλαδή, περίοδος της Ιστορίας — όταν ό άνθρωπος έπρεπε να προφυλάσσεται μονάχος του από τη βία και, γι' αυτό, να γίνεται και ο ίδιος βίαιος.
Την εποχή εκείνη ο άνθρωπος έκανε ένα πάρα πολύ πλούσιο μάθημα τού σωματικού πόνου και της στέρησης. Ακόμα θεωρούσε και την σκληραγωγία και τον εκούσιο πόνο απέναντι στον εαυτό του, σαν αναγκαίο μέσο της διατήρησής του. Τότε ο άνθρωπος έκανε εξάσκηση στο να μπορεί να υπομένει τον πόνο, και πρόσθετε μεγάλη προθυμία κι άλλον πόνο, κι έφτανε στο σημείο να βλέπει τα χειρότερα μαρτύρια των άλλων χωρίς να αισθάνεται τίποτα, παρά το αίσθημα της δικής του ασφάλειας.
Όσο για την ψυχική αθλιότητα, τώρα εξετάζω προσεχτικά αν ο άνθρωπος πού μιλά γι' αυτήν, την γνωρίζει από πείρα ή από διάβασμα, αν νομίζει, π.χ., πώς είναι ανάγκη να κάνει πώς γνωρίζει την ψυχική αθλιότητα, για να αποδείξει έτσι στους άλλους πώς έχει κάποια μόρφωση, ή αν από τα κατάβαθα της ψυχής του αρνιέται ολότελα να πιστέψει κάθε είδος ηθικού πόνου. Αν, όταν ακούει να ονομάζουν αυτούς τούς πόνους, δεν παθαίνει μέσα του κάτι παρόμοιο με αυτό πού του συμβαίνει όταν του μιλούν για μεγάλους φυσικούς πόνους, αν του θυμίζουν τους πονόδοντους του ή τούς στομαχικούς πόνους. Μου φαίνεται πώς οι πιο πολλοί άνθρωποι έτσι αισθάνονται.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι πια εξασκημένος στους σωματικούς και στους ψυχικούς πόνους, και σπάνια συναντά κανείς κάποιον να υποφέρει. Αυτό έχει μια πολύ αξιόλογη συνέπεια: τώρα οι άνθρωποι μισούν τον πόνο, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μιλούν γι’ αυτόν με τα πιο απαίσια λόγια και φτάνουν μάλιστα στο σημείο να μη μπορούν να υποφέρουν ούτε την απλούστατη ιδέα του. 'Έχουν κάνει τον πόνο ζήτημα συνείδησης και μομφής για ολόκληρη τη ζωή.
Το άνθισμα των φιλοσόφων του πεσιμισμού δεν αποτελεί καθόλου ένδειξη φοβερών απογνώσεων. Αντίθετα μάλιστα, τις ερωτήσεις αυτές για τη γενική άξια της ζωής τις θέτουν σε εποχές όπου η άνεση και η ευκολία μάς κάνουν να βρίσκουμε πολύ αιματηρά και σκληρά τα μικροτσιμπήματα των εντόμων πού ούτε το σώμα ούτε ή ψυχή μπορεί να τα αποφύγει, και θα ήθελαν πολύ —μια και απουσιάζουν οι πραγματικές οδυνηρές εμπειρίες— να εμφανίσουν την φαντασία του μαρτυρίου σαν ένα πόνο υψηλοτέρου είδους.
Υπάρχει βέβαια ένα αντίδοτο πού θα μπορούσαμε να το υποδείξουμε για τις πεσιμιστικές φιλοσοφίες και την υπερβολική ευαισθησία, πού μου φαίνεται είναι η πραγματική «αθλιότητα της σημερινής εποχής», αλλά ίσως και ή συνταγή αυτή θα ήταν πολύ σκληρή.
Είναι σίγουρο πώς θα κατάταζαν την συνταγή αυτή στα συμπτώματα, όπου βασίζονται τώρα, για να κρίνουν ότι ή «ζωή είναι κακό πράγμα». Ας είναι έτσι λοιπόν!
Το αντίδοτο για την αθλιότητα ονομάζεται: ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ.
Friedrich Nietzsche, Η θεωρία του σκοπού της ζωής
Όσο για την τελευταία, ίσως, εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι, να είμαστε, παρ’ όλες τις αδυναμίες μας, αμαθείς και ματαιόδοξοι, κι αυτό από έλλειψη προσωπικής εμπειρίας, της εμπειρίας πού είχε ο αιώνας του φόβου — η μεγαλύτερη, δηλαδή, περίοδος της Ιστορίας — όταν ό άνθρωπος έπρεπε να προφυλάσσεται μονάχος του από τη βία και, γι' αυτό, να γίνεται και ο ίδιος βίαιος.
Την εποχή εκείνη ο άνθρωπος έκανε ένα πάρα πολύ πλούσιο μάθημα τού σωματικού πόνου και της στέρησης. Ακόμα θεωρούσε και την σκληραγωγία και τον εκούσιο πόνο απέναντι στον εαυτό του, σαν αναγκαίο μέσο της διατήρησής του. Τότε ο άνθρωπος έκανε εξάσκηση στο να μπορεί να υπομένει τον πόνο, και πρόσθετε μεγάλη προθυμία κι άλλον πόνο, κι έφτανε στο σημείο να βλέπει τα χειρότερα μαρτύρια των άλλων χωρίς να αισθάνεται τίποτα, παρά το αίσθημα της δικής του ασφάλειας.
Όσο για την ψυχική αθλιότητα, τώρα εξετάζω προσεχτικά αν ο άνθρωπος πού μιλά γι' αυτήν, την γνωρίζει από πείρα ή από διάβασμα, αν νομίζει, π.χ., πώς είναι ανάγκη να κάνει πώς γνωρίζει την ψυχική αθλιότητα, για να αποδείξει έτσι στους άλλους πώς έχει κάποια μόρφωση, ή αν από τα κατάβαθα της ψυχής του αρνιέται ολότελα να πιστέψει κάθε είδος ηθικού πόνου. Αν, όταν ακούει να ονομάζουν αυτούς τούς πόνους, δεν παθαίνει μέσα του κάτι παρόμοιο με αυτό πού του συμβαίνει όταν του μιλούν για μεγάλους φυσικούς πόνους, αν του θυμίζουν τους πονόδοντους του ή τούς στομαχικούς πόνους. Μου φαίνεται πώς οι πιο πολλοί άνθρωποι έτσι αισθάνονται.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι πια εξασκημένος στους σωματικούς και στους ψυχικούς πόνους, και σπάνια συναντά κανείς κάποιον να υποφέρει. Αυτό έχει μια πολύ αξιόλογη συνέπεια: τώρα οι άνθρωποι μισούν τον πόνο, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μιλούν γι’ αυτόν με τα πιο απαίσια λόγια και φτάνουν μάλιστα στο σημείο να μη μπορούν να υποφέρουν ούτε την απλούστατη ιδέα του. 'Έχουν κάνει τον πόνο ζήτημα συνείδησης και μομφής για ολόκληρη τη ζωή.
Το άνθισμα των φιλοσόφων του πεσιμισμού δεν αποτελεί καθόλου ένδειξη φοβερών απογνώσεων. Αντίθετα μάλιστα, τις ερωτήσεις αυτές για τη γενική άξια της ζωής τις θέτουν σε εποχές όπου η άνεση και η ευκολία μάς κάνουν να βρίσκουμε πολύ αιματηρά και σκληρά τα μικροτσιμπήματα των εντόμων πού ούτε το σώμα ούτε ή ψυχή μπορεί να τα αποφύγει, και θα ήθελαν πολύ —μια και απουσιάζουν οι πραγματικές οδυνηρές εμπειρίες— να εμφανίσουν την φαντασία του μαρτυρίου σαν ένα πόνο υψηλοτέρου είδους.
Υπάρχει βέβαια ένα αντίδοτο πού θα μπορούσαμε να το υποδείξουμε για τις πεσιμιστικές φιλοσοφίες και την υπερβολική ευαισθησία, πού μου φαίνεται είναι η πραγματική «αθλιότητα της σημερινής εποχής», αλλά ίσως και ή συνταγή αυτή θα ήταν πολύ σκληρή.
Είναι σίγουρο πώς θα κατάταζαν την συνταγή αυτή στα συμπτώματα, όπου βασίζονται τώρα, για να κρίνουν ότι ή «ζωή είναι κακό πράγμα». Ας είναι έτσι λοιπόν!
Το αντίδοτο για την αθλιότητα ονομάζεται: ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ.
Friedrich Nietzsche, Η θεωρία του σκοπού της ζωής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου