ΒΛ. οὐδὲ κυβεύσουσ᾽ ἆρ᾽ ἄνθρωποι; ΠΡ. περὶ τοῦ γὰρ τοῦτο ποιήσει;
ΒΛ. τὴν δὲ δίαιταν τίνα ποιήσεις; ΠΡ. κοινὴν πᾶσιν. τὸ γὰρ ἄστυ
μίαν οἴκησίν φημι ποιήσειν συρρήξασ᾽ εἰς ἓν ἅπαντα,
675 ὥστε βαδίζειν ὡς ἀλλήλους. ΒΛ. τὸ δὲ δεῖπνον ποῦ παραθήσεις;
ΠΡ. τὰ δικαστήρια καὶ τὰς στοιὰς ἀνδρῶνας πάντα ποήσω.
ΒΛ. τὸ δὲ βῆμα τί σοι χρήσιμον ἔσται; ΠΡ. τοὺς κρατῆρας καταθήσω
καὶ τὰς ὑδρίας, καὶ ῥαψῳδεῖν ἔσται τοῖς παιδαρίοισιν
τοὺς ἀνδρείους ἐν τῷ πολέμῳ. κεἴ τις δειλὸς γεγένηται,
680 ἵνα μὴ δειπνῶσ᾽ αἰσχυνόμενοι. ΒΛ. νὴ τὸν Ἀπόλλω, χάριέν γε.
τὰ δὲ κληρωτήρια ποῖ τρέψεις; ΠΡ. εἰς τὴν ἀγορὰν καταθήσω·
κᾆτα στήσασα παρ᾽ Ἁρμοδίῳ κληρώσω πάντας, ἕως ἂν
εἰδὼς ὁ λαχὼν ἀπίῃ χαίρων ἐν ὁποίῳ γράμματι δειπνεῖ.
καὶ κηρύξει τοὺς ἐκ τοῦ βῆτ᾽ ἐπὶ τὴν στοιὰν ἀκολουθεῖν
685 τὴν Βασίλειον δειπνήσοντας· τὸ δὲ θῆτ᾽ εἰς τὴν παρὰ ταύτην,
τοὺς δ᾽ ἐκ τοῦ κάππ᾽ ἐς τὴν στοιὰν χωρεῖν τὴν ἀλφιτόπωλιν.
ΒΛ. ἵνα κάπτωσιν; ΠΡ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἵν᾽ ἐκεῖ δειπνῶσιν. ΒΛ. ὅτῳ δὲ τὸ γράμμα
μὴ ᾽ξελκυσθῇ καθ᾽ ὃ δειπνήσει, τούτους ἀπελῶσιν ἅπαντες;
ΠΡ. ἀλλ᾽ οὐκ ἔσται τοῦτο παρ᾽ ἡμῖν.
690 πᾶσι γὰρ ἄφθονα πάντα παρέξομεν,
ὥστε μεθυσθεὶς αὐτῷ στεφάνῳ
πᾶς τις ἄπεισιν τὴν δᾷδα λαβών.
αἱ δὲ γυναῖκες κατὰ τὰς διόδους
προσπίπτουσαι τοῖς ἀπὸ δείπνου
695 τάδε λέξουσιν· «δεῦρο παρ᾽ ἡμᾶς·
ἐνθάδε μεῖράξ ἐσθ᾽ ὡραία.»
«παρ᾽ ἐμοὶ δ᾽» ἑτέρα
φήσει τις ἄνωθ᾽ ἐξ ὑπερῴου,
«καὶ καλλίστη καὶ λευκοτάτη·
700 πρότερον μέντοι δεῖ σε καθεύδειν
αὐτῆς παρ᾽ ἐμοί.»
τοῖς εὐπρεπέσιν δ᾽ ἀκολουθοῦντες
καὶ μειρακίοις οἱ φαυλότεροι
τοιάδ᾽ ἐροῦσιν· «ποῖ θεῖς, οὗτος;
πάντως οὐδὲν δράσεις ἐλθών·
705 τοῖς γὰρ σιμοῖς καὶ τοῖς αἰσχροῖς
ἐψήφισται προτέροις βινεῖν,
ὑμᾶς δὲ τέως θρῖα λαβόντας
διφόρου συκῆς
ἐν τοῖς προθύροισι δέφεσθαι.»
***
ΒΛΕ. Δε θα παίζουμε ζάρια στο εξής; ΠΡΑ. Για ποιό κέρδος;
ΒΛΕ. Αλλά πώς θα οργανώσεις το βίο τόσου κόσμου;
ΠΡΑ. Όλοι θα ᾽ναι μαζί σ᾽ ένα σπίτι. Θα ρίξω
τους μεσότοιχους κι έτσι ο καθείς θα μπορεί
να περνάει απ᾽ τον ένα στον άλλο του φίλο.
ΒΛΕ. Πού θα στρώνεις τραπέζι να τρώμε; ΠΡΑ. Τ᾽ αχρείαστα
δικαστήρια στοές θα τα κάνω, για δείπνα.
ΒΛΕ. Των ρητόρων το βήμα σαν τί θα το κάνεις;
ΠΡΑ. Κει θα βάζουμε στάμνες νερού και κρατήρες.
Τα παιδιά θ᾽ ανεβαίνουν να ψάλλουν τους ήρωες
των πολέμων, αλλά τους δειλούς θα πειράζουν
κι οι δειλοί ντροπιασμένοι θα στρίβουν αφάγωτοι
680 απ᾽ το δείπνο τους. ΒΛΕ. Νόστιμο, μά την αλήθεια.
Και τις κάλπες των κλήρων μας; ΠΡΑ. Στην Αγορά.
Θα μαζεύω ολουνούς στον ανδριάντα του Αρμόδιου
και θα βγάζω τους κλήρους των γράμμα προς γράμμα,
για να ξέρει ο καθείς πού θα πάει να δειπνήσει,
με χαρά του να τρέξει, άμ᾽ ακούσει τον κήρυκα:
«Στη Βασίλειο Στοά να τραβάνε όλ᾽ οι Βήτα·
στο Θησείο όλ᾽ οι Θήτα. Και στα Καρβουνιάρικα
όλ᾽ οι Κάπα...». ΒΛΕ. Γιατί; Να καούν; ΠΡΑ. Να καργάρουν.
ΒΛΕ. Αλλ᾽ αυτοί που το γράμμα τους δεν ακουστεί,
δε θα τρων;
ΠΡΑ. (με ύφος επίσημο)
Τέτοιο πράμα σ᾽ εμάς δε θα γίνεται.
690 Σ᾽ όλους όλα περίσσια θα δίνουμε.
Κι ο καθένας πιωμένος θα φεύγει
απ᾽ το δείπνο του στεφανωμένος
με τη δάδα στο χέρι να φέγγει.
(πιο ζωηρά)
Στα στενάκια οι «μαμάδες»
τους κεφάτους θα ζώνουν
να τους λεν: «έχω μέσα
τρυφερό πιτσουνάκι».
Κι άλλη μια, της σοφίτας,
θα τους κράζει: «Έλ᾽ απάνου
να χαρείς μιαν αφράτη
παιχνιδιάρα... Μα πρώτα
700 θα πλαγιάσεις μ᾽ εμένα...».
Κι οι μουστάκες θα παίρνουν
καταπόδι τ᾽ αμούστακα:
«Πού μου τρέχεις, μωρό μου,
και δεν είναι η σειρά σου;
Έτσι ο νόμος ορίζει,
ν᾽ αγκαλιάζουνε πρώτα
οι γερόντοι και οι άσκημοι.
Να καθόσαστε απόξω
απ᾽ την πόρτα, να χαίρεστε
την αγάπη της φούχτας».
ΒΛ. τὴν δὲ δίαιταν τίνα ποιήσεις; ΠΡ. κοινὴν πᾶσιν. τὸ γὰρ ἄστυ
μίαν οἴκησίν φημι ποιήσειν συρρήξασ᾽ εἰς ἓν ἅπαντα,
675 ὥστε βαδίζειν ὡς ἀλλήλους. ΒΛ. τὸ δὲ δεῖπνον ποῦ παραθήσεις;
ΠΡ. τὰ δικαστήρια καὶ τὰς στοιὰς ἀνδρῶνας πάντα ποήσω.
ΒΛ. τὸ δὲ βῆμα τί σοι χρήσιμον ἔσται; ΠΡ. τοὺς κρατῆρας καταθήσω
καὶ τὰς ὑδρίας, καὶ ῥαψῳδεῖν ἔσται τοῖς παιδαρίοισιν
τοὺς ἀνδρείους ἐν τῷ πολέμῳ. κεἴ τις δειλὸς γεγένηται,
680 ἵνα μὴ δειπνῶσ᾽ αἰσχυνόμενοι. ΒΛ. νὴ τὸν Ἀπόλλω, χάριέν γε.
τὰ δὲ κληρωτήρια ποῖ τρέψεις; ΠΡ. εἰς τὴν ἀγορὰν καταθήσω·
κᾆτα στήσασα παρ᾽ Ἁρμοδίῳ κληρώσω πάντας, ἕως ἂν
εἰδὼς ὁ λαχὼν ἀπίῃ χαίρων ἐν ὁποίῳ γράμματι δειπνεῖ.
καὶ κηρύξει τοὺς ἐκ τοῦ βῆτ᾽ ἐπὶ τὴν στοιὰν ἀκολουθεῖν
685 τὴν Βασίλειον δειπνήσοντας· τὸ δὲ θῆτ᾽ εἰς τὴν παρὰ ταύτην,
τοὺς δ᾽ ἐκ τοῦ κάππ᾽ ἐς τὴν στοιὰν χωρεῖν τὴν ἀλφιτόπωλιν.
ΒΛ. ἵνα κάπτωσιν; ΠΡ. μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ἵν᾽ ἐκεῖ δειπνῶσιν. ΒΛ. ὅτῳ δὲ τὸ γράμμα
μὴ ᾽ξελκυσθῇ καθ᾽ ὃ δειπνήσει, τούτους ἀπελῶσιν ἅπαντες;
ΠΡ. ἀλλ᾽ οὐκ ἔσται τοῦτο παρ᾽ ἡμῖν.
690 πᾶσι γὰρ ἄφθονα πάντα παρέξομεν,
ὥστε μεθυσθεὶς αὐτῷ στεφάνῳ
πᾶς τις ἄπεισιν τὴν δᾷδα λαβών.
αἱ δὲ γυναῖκες κατὰ τὰς διόδους
προσπίπτουσαι τοῖς ἀπὸ δείπνου
695 τάδε λέξουσιν· «δεῦρο παρ᾽ ἡμᾶς·
ἐνθάδε μεῖράξ ἐσθ᾽ ὡραία.»
«παρ᾽ ἐμοὶ δ᾽» ἑτέρα
φήσει τις ἄνωθ᾽ ἐξ ὑπερῴου,
«καὶ καλλίστη καὶ λευκοτάτη·
700 πρότερον μέντοι δεῖ σε καθεύδειν
αὐτῆς παρ᾽ ἐμοί.»
τοῖς εὐπρεπέσιν δ᾽ ἀκολουθοῦντες
καὶ μειρακίοις οἱ φαυλότεροι
τοιάδ᾽ ἐροῦσιν· «ποῖ θεῖς, οὗτος;
πάντως οὐδὲν δράσεις ἐλθών·
705 τοῖς γὰρ σιμοῖς καὶ τοῖς αἰσχροῖς
ἐψήφισται προτέροις βινεῖν,
ὑμᾶς δὲ τέως θρῖα λαβόντας
διφόρου συκῆς
ἐν τοῖς προθύροισι δέφεσθαι.»
***
ΒΛΕ. Δε θα παίζουμε ζάρια στο εξής; ΠΡΑ. Για ποιό κέρδος;
ΒΛΕ. Αλλά πώς θα οργανώσεις το βίο τόσου κόσμου;
ΠΡΑ. Όλοι θα ᾽ναι μαζί σ᾽ ένα σπίτι. Θα ρίξω
τους μεσότοιχους κι έτσι ο καθείς θα μπορεί
να περνάει απ᾽ τον ένα στον άλλο του φίλο.
ΒΛΕ. Πού θα στρώνεις τραπέζι να τρώμε; ΠΡΑ. Τ᾽ αχρείαστα
δικαστήρια στοές θα τα κάνω, για δείπνα.
ΒΛΕ. Των ρητόρων το βήμα σαν τί θα το κάνεις;
ΠΡΑ. Κει θα βάζουμε στάμνες νερού και κρατήρες.
Τα παιδιά θ᾽ ανεβαίνουν να ψάλλουν τους ήρωες
των πολέμων, αλλά τους δειλούς θα πειράζουν
κι οι δειλοί ντροπιασμένοι θα στρίβουν αφάγωτοι
680 απ᾽ το δείπνο τους. ΒΛΕ. Νόστιμο, μά την αλήθεια.
Και τις κάλπες των κλήρων μας; ΠΡΑ. Στην Αγορά.
Θα μαζεύω ολουνούς στον ανδριάντα του Αρμόδιου
και θα βγάζω τους κλήρους των γράμμα προς γράμμα,
για να ξέρει ο καθείς πού θα πάει να δειπνήσει,
με χαρά του να τρέξει, άμ᾽ ακούσει τον κήρυκα:
«Στη Βασίλειο Στοά να τραβάνε όλ᾽ οι Βήτα·
στο Θησείο όλ᾽ οι Θήτα. Και στα Καρβουνιάρικα
όλ᾽ οι Κάπα...». ΒΛΕ. Γιατί; Να καούν; ΠΡΑ. Να καργάρουν.
ΒΛΕ. Αλλ᾽ αυτοί που το γράμμα τους δεν ακουστεί,
δε θα τρων;
ΠΡΑ. (με ύφος επίσημο)
Τέτοιο πράμα σ᾽ εμάς δε θα γίνεται.
690 Σ᾽ όλους όλα περίσσια θα δίνουμε.
Κι ο καθένας πιωμένος θα φεύγει
απ᾽ το δείπνο του στεφανωμένος
με τη δάδα στο χέρι να φέγγει.
(πιο ζωηρά)
Στα στενάκια οι «μαμάδες»
τους κεφάτους θα ζώνουν
να τους λεν: «έχω μέσα
τρυφερό πιτσουνάκι».
Κι άλλη μια, της σοφίτας,
θα τους κράζει: «Έλ᾽ απάνου
να χαρείς μιαν αφράτη
παιχνιδιάρα... Μα πρώτα
700 θα πλαγιάσεις μ᾽ εμένα...».
Κι οι μουστάκες θα παίρνουν
καταπόδι τ᾽ αμούστακα:
«Πού μου τρέχεις, μωρό μου,
και δεν είναι η σειρά σου;
Έτσι ο νόμος ορίζει,
ν᾽ αγκαλιάζουνε πρώτα
οι γερόντοι και οι άσκημοι.
Να καθόσαστε απόξω
απ᾽ την πόρτα, να χαίρεστε
την αγάπη της φούχτας».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου