Αφού εξηγήθηκαν επακριβώς όλες οι διανοητικές αρετές (φρόνηση, σύνεση, γνώμη), που καθορίζουν την κατάκτηση της ηθικής αρετής (κι όχι τη γνώση των επιστημών), ο Αριστοτέλης αναρωτιέται: «Σε τι χρησιμεύουν οι διανοητικές αυτές αρετές;» (1143b 12, 19-20).
Ξεκινώντας τη διερεύνηση διατυπώνει μια πιθανή σκέψη κάποιου που αγνοεί τα ζητήματα της φιλοσοφίας: «Η φιλοσοφική σοφία δεν πρόκειται να σκεφτεί και να εξετάσει τίποτε από αυτά που μπορούν να κάνουν ευδαίμονα έναν άνθρωπο (για το λόγο ότι δεν έχει για αντικείμενό της οποιαδήποτε μορφή γένεσης)» (1143b 12, 20-21).
Όσο για τη φρόνηση, θα μπορούσε, επίσης, κάποιος να πει: «Η φρόνηση είναι, ασφαλώς, η διανοητική αρετή που ασχολείται με τα δίκαια, τα ωραία και τα καλά για τον άνθρωπο πράγματα, αυτά όμως ακριβώς είναι τα πράγματα που είναι στη φύση του ανθρώπου να τα πράττει, και με το να τα γνωρίζουμε δεν είμαστε καθόλου πιο ικανοί να τα πράττουμε, αν είναι αλήθεια ότι οι αρετές είναι έξεις – ακριβώς όπως η απλή γνώση των σχετικών με την υγεία και την καλή μας φυσική κατάσταση δε θα μας κάνει πιο ικανούς να πράττουμε τα σχετικά με την υγεία και την καλή μας φυσική κατάσταση (όχι με το νόημα ότι παράγουν υγεία ή σωματική δύναμη, αλλά με το νόημα ότι είναι το αποτέλεσμα της σχετικής έξης)· γιατί δεν είμαστε πιο ικανοί να πράττουμε όλα τα σχετικά με την υγεία ή την καλή μας φυσική κατάσταση, αν έχουμε απλώς γνώση της ιατρικής ή της γυμναστικής» (1143b 12, 23-30).
Και οι αντιρρήσεις θα μπορούσαν να συνεχιστούν: «Αν όμως πρέπει να πούμε ότι ένας άνθρωπος πρέπει να έχει φρόνηση όχι γι’ αυτά, αλλά για να γίνει ενάρετος άνθρωπος, η φρόνηση δε θα ήταν καθόλου χρήσιμη σ’ αυτούς που είναι ήδη ενάρετοι άνθρωποι – πολύ περισσότερο σ’ αυτούς που δεν έχουν αρετή· γιατί δεν έχει καμιά σημασία αν έχουν οι ίδιοι φρόνηση ή αν ακολουθούν τις υποδείξεις άλλων που την έχουν. Για μας θα είναι αρκετό να κάνουμε αυτό που κάνουμε στην περίπτωση της υγείας: θέλουμε να είμαστε υγιείς, δε μαθαίνουμε όμως γι’ αυτό την ιατρική τέχνη» (1143b 12, 30-36).
Θα έλεγε κανείς ότι οποιοσδήποτε που δεν κατέχει τη φρόνηση (όπως δεν κατέχει την ιατρική) θα μπορούσε να απευθυνθεί σε κάποιον επαγγελματία σύμβουλο που την κατέχει (σε αντιστοιχία με τον επαγγελματία γιατρό) και να ανταποκριθεί επαρκώς στις περιστάσεις που τον αφορούν. Από αυτή την άποψη, η κατοχή της φρόνησης καθίσταται περιττή.
Ο Αριστοτέλης θα απαντήσει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει, γιατί δεν υπάρχει φρόνηση που να μη συνοδεύεται από την ελεύθερη βούληση. Ο φρόνιμος άνθρωπος, αυτός που είναι σε θέση να πάρει τις ορθές αποφάσεις προς την κατεύθυνση της ευτυχίας, επιλέγει ελεύθερα τις ενάρετες πράξεις, ακριβώς επειδή τις προτιμά και εισπράττει χαρά κάνοντάς τες. Αντίθετα, εκείνος που δεν είναι φρόνιμος δεν έχει εθιστεί και δεν μπορεί να συνδυάσει τη χαρά με τις πράξεις της φρόνησης. Εφόσον, όμως, δε νιώθει χαρά, δεν υπάρχει καμία συμβουλή που να μπορεί να τον αναγκάσει. Ο άνθρωπος που νιώθει χαρά από τις τιποτένιες πράξεις θα καταφύγει σ’ αυτές, ακόμη κι αν όλοι οι φρόνιμοι της γης τον συμβουλεύουν για το αντίθετο.
Γι’ αυτό ο εθισμός έχει τεράστια σημασία. Ο δάσκαλος, ο νομοθέτης, το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον πρέπει να δράσουν αποτελεσματικά, ώστε να εθιστεί κανείς από μικρή ηλικία στις πράξεις της αρετής. Αν ο εθισμός δε συντελεστεί, φρόνηση κατά παραγγελία δεν υπάρχει: «Όπως δηλαδή λέμε ότι κάποιοι άνθρωποι πράττουν πράξεις δικαιοσύνης χωρίς ακόμη αυτό να σημαίνει ότι είναι δίκαιοι άνθρωποι (παράδειγμα όλοι αυτοί που κάνουν όσα ορίζουν οι νόμοι ή χωρίς τη θέλησή τους ή από άγνοια ή για κάποιον άλλο άσχετο λόγο και, πάντως, όχι γι’ αυτές τις ίδιες τις πράξεις) και όμως κάνουν αυτά που πρέπει και όλα όσα πρέπει να κάνει ο ενάρετος άνθρωπος, έτσι, φαίνεται, ότι για να γίνει κανείς αγαθός άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται σε μια ορισμένη κατάσταση όταν κάνει την κάθε του πράξη· αυτό θα πει ότι πρέπει κανείς να κάνει τις πράξεις του ως αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης, και, πάντως, για τις ίδιες τις πράξεις» (1144a 12, 15-22).
Η αρετή είναι η δύναμη που ωθεί την επιλογή προς το σωστό και γι’ αυτό πρέπει να συνδέεται με θετικά συναισθήματα, αφού κανείς δεν μπορεί να επιμένει σε πράξεις που του προκαλούν δυσφορία: «Την επιλογή, τώρα και προτίμηση την κάνει σωστή η αρετή, όσα όμως είναι φυσικό να πρέπει να γίνουν για την πραγματοποίησή της, αυτό δεν ανήκει στην αρετή, αλλά σε κάποια άλλη ιδιότητα/δύναμη» (1144a 12, 23-25).
Κι αυτή την άλλη ιδιότητα/δύναμη ο Αριστοτέλης την ονομάζει δεινότητα: «Υπάρχει λοιπόν μια ιδιότητα/ικανότητα που τη λένε δεινότητα. Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ότι όλα όσα συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού που θέσαμε στον εαυτό μας αυτή μπορεί να τα κάνει και να τα πετύχει. Αν λοιπόν ο σκοπός είναι ωραίος, η ιδιότητα αυτή είναι αξιέπαινη, ενώ αν είναι ευτελής, τότε αυτή είναι πανουργία» (1144a 12, 26-30).
Η δεινότητα είναι η δύναμη για την εκπλήρωση της επιθυμίας. Ως εκ τούτου, από μόνη της δεν συντάσσεται ούτε με το καλό ούτε με το κακό. Το καλό και το κακό έχουν να κάνουν με την ποιότητα του στόχου που θα θέσει κανείς ενεργοποιώντας τη δεινότητά του. Το ζήτημα είναι να βλέπει κανείς καθαρά τις αρχές της πράξης του (αν δηλαδή σχετίζονται με την αρετή, τα μέσα και το τέλος της). Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «η κακία μας διαστρέφει και μας κάνει να ξεγελιόμαστε ως προς τις αρχές της πράξης. Είναι, επομένως, φανερό ότι είναι αδύνατο να είναι κανείς φρόνιμος άνθρωπος χωρίς να είναι ενάρετος» (1144a 12, 39-41).
Η κατάδειξη του αλληλένδετου της αρετής με τη φρόνηση καταδεικνύει και την απάντηση στο αρχικό ερώτημα της χρησιμότητας που μπορεί να έχει η κατοχή της. Πρέπει να είναι κανείς φρόνιμος γιατί μόνο έτσι μπορεί να φτάσει στην αρετή. Και πρέπει να φτάσει στην αρετή, γιατί μόνο έτσι θα μπορεί να είναι ευτυχισμένος.
Κι εδώ βρίσκεται και η απάντηση στο πρώτο μέρος των αμφισβητήσεων σχετικά με τη σημασία της γνώσης της ηθικής φιλοσοφίας, η οποία (θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί) δε βοηθάει τον άνθρωπο, αφού δεν είναι σε θέση να παράξει τίποτε για χάρη του («δεν έχει για αντικείμενό της οποιαδήποτε μορφή γένεσης»): «παράγουν, στην πραγματικότητα, και οι δυο τους» (εννοείται η φιλοσοφική σοφία και η φρόνηση) «κάτι, όχι όπως η ιατρική την υγεία, αλλά: όπως η υγεία είναι η δημιουργός της υγιεινής μας κατάστασης, έτσι η φιλοσοφική σοφία είναι η δημιουργός της ευδαιμονίας» (1144a 12, 4-6).
Κι αφού η αρετή προτείνεται για μια ακόμη φορά ως κλειδί της ευτυχίας, ο Αριστοτέλης νιώθει την ανάγκη να επανέλθει στην εξέτασή της: «Είναι ανάγκη λοιπόν να επανέλθουμε στην εξέταση της αρετής» (1144b 13, 1). Αυτό που τον απασχολεί είναι η εσφαλμένη εντύπωση που βλέπει ότι υπάρχει στους περισσότερους, οι οποίοι εκλαμβάνουν την αρετή σαν κάτι που δίνεται από τη φύση: «Όλοι, πράγματι, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι διάφορες επιμέρους μορφές χαρακτήρα υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο μέσα στον άνθρωπο εκ φύσεως· γιατί και δίκαιοι είμαστε, και ανδρείοι είμαστε, και τάση να γίνουμε σώφρονες έχουμε, και όλες τις άλλες ηθικές ιδιότητες τις έχουμε από την πρώτη στιγμή της γέννησής μας» (1144b 13, 4-7).
Το ζήτημα όμως για τον Αριστοτέλη δεν είναι αυτό: «παρόλα όμως αυτά εμείς ζητούμε κάτι άλλο: την αρετή στην κυριολεκτική της σημασία· ζητούμε δηλαδή αυτές οι ιδιότητες να υπάρχουν μέσα μας με έναν άλλο τρόπο» (1144b 13, 7-8).
Και θα εξηγήσει: «οι φυσικές προδιαθέσεις υπάρχουν και στα παιδιά και στα ζώα, είναι όμως φανερό ότι δίχως τον νου αυτές είναι επιβλαβείς, και το μόνο που μπορεί να προσέξει κανείς είναι τούτο: όπως ένας δυνατός άνθρωπος που κινείται δίχως όραση μπορεί να σκοντάφτει άσχημα, αφού δε βλέπει, έτσι και εδώ· αν όμως ο άνθρωπος αποκτήσει νου, παρουσιάζει τότε μεγάλη διαφορά στις πράξεις του» (1144b 13, 9-14).
Με άλλα λόγια: «η προδιάθεσή του, που ως τότε έμοιαζε με την αρετή, τώρα πια θα είναι αρετή στην πλήρη της σημασία. Όπως λοιπόν ενσχέσει με το δοξαστικό μέρος της ψυχής υπάρχουν δύο έξεις, η δεινότητα και η φρόνηση, έτσι και ενσχέσει με το ηθικό της μέρος υπάρχουν δύο ιδιότητες, η φυσική αρετή και η αρετή στην κυριολεκτική της σημασία – και η δεύτερη δεν μπορεί να υπάρχει δίχως τη φρόνηση» (1144b 13, 14-19).
Η αρετή που δίνεται από τη φύση έχει περισσότερο το χαρακτήρα της δυνατότητας. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να κατακτήσει την αρετή και γι’ αυτό είναι σε θέση να την κατανοήσει (ακόμη και να την εφαρμόσει ως ένα βαθμό) κινούμενος από τα φυσικά ένστικτα. Η κατάκτηση της αρετής όμως (όχι πια ως δυνατότητα, αλλά ως αμετάβλητη πράξη) είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, γιατί εμπεριέχει τη συνείδηση που προέρχεται από τη λειτουργία του νου και της φρόνησης. Κι αυτό πρέπει να το μάθει κανείς, γιατί μόνο έτσι μπορεί να φτάσει στην ολοκλήρωση. Αλλιώς θα είναι σαν το τυφλό που είναι αδύνατο να ελέγξει τη δύναμή του σκοντάφτοντας διαρκώς σε όλα τα εμπόδια που θα βρεθούν μπροστά του.
Όμως, το αλληλένδετο της φρόνησης με την αρετή δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην καθολικότητα: «Από όσα λοιπόν είπαμε είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατό να είναι κανείς αγαθός (με το αληθινό περιεχόμενο της λέξης) δίχως φρόνηση, ή να είναι κανείς φρόνιμος δίχως την ηθική αρετή. Με αυτόν όμως τον τρόπο αναιρείται και το διαλεκτικό επιχείρημα, με το οποίο θα δοκίμαζε κανείς να αποδείξει ότι οι αρετές μπορούν να υπάρχουν χωριστά: να υπάρχουν κάποιες χωρίς να υπάρχουν άλλες, και αυτό για το λόγο ότι ο ίδιος άνθρωπος δεν είναι το ίδιο καλά προικισμένος από τη φύση για όλες τις αρετές, και έτσι κάποια στιγμή θα έχει αποκτήσει τη μια, την άλλη όμως όχι ακόμη» (1144b 13, 34-39).
Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δυνατό, αφού αρμόζει περισσότερο στις φυσικές αρετές: «Αυτό όμως είναι δυνατό στην περίπτωση των φυσικών αρετών, δεν είναι όμως δυνατό στην περίπτωση εκείνων των αρετών ενσχέσει με τις οποίες ο άνθρωπος αποκαλείται γενικά αγαθός· γιατί από τη στιγμή που θα υπάρχει η μία, η φρόνηση, θα υπάρξουν και όλες οι άλλες» (1144b 13, 40 και 1145a 1-2).
Η φρόνηση, ως καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με την έννοια της εκλογικευμένης ισορροπίας στα συναισθήματα και στις πράξεις δε θα μπορούσε να δράσει επιλεκτικά. Κάποιος ή είναι φρόνιμος ή δεν είναι. Κι από τη στιγμή που είναι, θα συμπεριφερθεί αναλόγως σε όλες τις περιστάσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης διαφωνεί με το Σωκράτη στο συσχετισμό που κάνει ανάμεσα στην αρετή και τη φρόνηση: «ο Σωκράτης, ενώ τη μια φορά ακολουθούσε στις έρευνές του το σωστό δρόμο, την άλλη έπαιρνε λανθασμένο δρόμο: όταν θεωρούσε ότι όλες οι αρετές είναι μορφές φρόνησης, έκανε λάθος, όταν όμως υποστήριζε ότι οι αρετές δεν υπάρχουν δίχως φρόνηση, μιλούσε σωστά» (1144b 13, 20-23).
Το ότι δεν υπάρχουν αρετές χωρίς τη φρόνηση έχει ήδη διατυπωθεί από τον Αριστοτέλη, επομένως δε θα μπορούσε να υπάρξει διαφωνία. Η άποψη όμως ότι «όλες οι αρετές είναι μορφές φρόνησης» προϋποθέτει ότι η φρόνηση είναι πολλών ειδών πράγμα που θα ακύρωνε την καθολικότητά της, αφού κάποιος θα μπορούσε να το έχει ένα είδος, ενώ το άλλο όχι. Η φρόνηση δεν έχει πολλές μορφές, πολλές μορφές έχει η αρετή που πραγματώνεται από τη φρόνηση, η οποία παραμένει πάντα σταθερή στις αρχές του ορθού λόγου και της μεσότητας. Το ότι η αρετή παίρνει τη μορφή της ανδρείας ή της εγκράτειας ή της επιείκειας ή της πραότητας κλπ, δε σημαίνει ότι αλλάζει η μορφή της φρόνησης που την κινητοποιεί. Κι αυτός είναι ο λόγος της καθολικότητας που της αποδίδει ο Αριστοτέλης.
Θα λέγαμε ότι για τον Αριστοτέλη η φρόνηση δεν είναι απλό παράγωγο της λογικής, αλλά η ίδια η υπόστασή της: «Αρετή δεν είναι η έξη που βρίσκεται απλώς σε συμφωνία με τον ορθό λόγο· αρετή είναι η έξη που είναι ένα με τον ορθό λόγο· και ορθός λόγος στα θέματα αυτά είναι η φρόνηση» (1144b 13, 28-31).
Το τελικό συμπέρασμα θα τεθεί ευθέως: «Είναι, επίσης, φανερό ότι και αν ακόμη η φρόνηση δεν είχε την ικανότητα να ρυθμίζει τις πράξεις των ανθρώπων, θα μας ήταν απαραίτητη, γιατί είναι, όπως το είπαμε, αρετή ενός μέρους της ψυχής μας, και ακόμη, γιατί οι επιλογές και οι προτιμήσεις μας δε θα ήταν σωστές δίχως τη φρόνηση, όπως και δίχως την αρετή: η αρετή καθορίζει το τέλος, ενώ η φρόνηση μας κάνει να εκτελούμε αυτά που οδηγούν στο τέλος». (1145a 13, 3-6).
Κι αφού ως τέλος για τον άνθρωπο ορίζεται σταθερά η ευτυχία, η φρόνηση και η αρετή είναι το θεμέλιο της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Από αυτή την άποψη, η ηθική φιλοσοφία παίρνει διαστάσεις απάντησης στο αιώνιο ερώτημα περί του νοήματος της ζωής. Εφόσον το νόημα της ζωής είναι η ολοκλήρωση, δηλαδή η ευτυχία, ο τρόπος για την επίτευξη αυτού είναι η πραγμάτωση της τέλειας αρετής που θα οδηγήσει και στην τέλεια συνύπαρξη. Κι απ’ ότι φαίνεται ο άνθρωπος χρειάζεται κι άλλο χρόνο για να το συνειδητοποιήσει αυτό.
Ξεκινώντας τη διερεύνηση διατυπώνει μια πιθανή σκέψη κάποιου που αγνοεί τα ζητήματα της φιλοσοφίας: «Η φιλοσοφική σοφία δεν πρόκειται να σκεφτεί και να εξετάσει τίποτε από αυτά που μπορούν να κάνουν ευδαίμονα έναν άνθρωπο (για το λόγο ότι δεν έχει για αντικείμενό της οποιαδήποτε μορφή γένεσης)» (1143b 12, 20-21).
Όσο για τη φρόνηση, θα μπορούσε, επίσης, κάποιος να πει: «Η φρόνηση είναι, ασφαλώς, η διανοητική αρετή που ασχολείται με τα δίκαια, τα ωραία και τα καλά για τον άνθρωπο πράγματα, αυτά όμως ακριβώς είναι τα πράγματα που είναι στη φύση του ανθρώπου να τα πράττει, και με το να τα γνωρίζουμε δεν είμαστε καθόλου πιο ικανοί να τα πράττουμε, αν είναι αλήθεια ότι οι αρετές είναι έξεις – ακριβώς όπως η απλή γνώση των σχετικών με την υγεία και την καλή μας φυσική κατάσταση δε θα μας κάνει πιο ικανούς να πράττουμε τα σχετικά με την υγεία και την καλή μας φυσική κατάσταση (όχι με το νόημα ότι παράγουν υγεία ή σωματική δύναμη, αλλά με το νόημα ότι είναι το αποτέλεσμα της σχετικής έξης)· γιατί δεν είμαστε πιο ικανοί να πράττουμε όλα τα σχετικά με την υγεία ή την καλή μας φυσική κατάσταση, αν έχουμε απλώς γνώση της ιατρικής ή της γυμναστικής» (1143b 12, 23-30).
Και οι αντιρρήσεις θα μπορούσαν να συνεχιστούν: «Αν όμως πρέπει να πούμε ότι ένας άνθρωπος πρέπει να έχει φρόνηση όχι γι’ αυτά, αλλά για να γίνει ενάρετος άνθρωπος, η φρόνηση δε θα ήταν καθόλου χρήσιμη σ’ αυτούς που είναι ήδη ενάρετοι άνθρωποι – πολύ περισσότερο σ’ αυτούς που δεν έχουν αρετή· γιατί δεν έχει καμιά σημασία αν έχουν οι ίδιοι φρόνηση ή αν ακολουθούν τις υποδείξεις άλλων που την έχουν. Για μας θα είναι αρκετό να κάνουμε αυτό που κάνουμε στην περίπτωση της υγείας: θέλουμε να είμαστε υγιείς, δε μαθαίνουμε όμως γι’ αυτό την ιατρική τέχνη» (1143b 12, 30-36).
Θα έλεγε κανείς ότι οποιοσδήποτε που δεν κατέχει τη φρόνηση (όπως δεν κατέχει την ιατρική) θα μπορούσε να απευθυνθεί σε κάποιον επαγγελματία σύμβουλο που την κατέχει (σε αντιστοιχία με τον επαγγελματία γιατρό) και να ανταποκριθεί επαρκώς στις περιστάσεις που τον αφορούν. Από αυτή την άποψη, η κατοχή της φρόνησης καθίσταται περιττή.
Ο Αριστοτέλης θα απαντήσει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει, γιατί δεν υπάρχει φρόνηση που να μη συνοδεύεται από την ελεύθερη βούληση. Ο φρόνιμος άνθρωπος, αυτός που είναι σε θέση να πάρει τις ορθές αποφάσεις προς την κατεύθυνση της ευτυχίας, επιλέγει ελεύθερα τις ενάρετες πράξεις, ακριβώς επειδή τις προτιμά και εισπράττει χαρά κάνοντάς τες. Αντίθετα, εκείνος που δεν είναι φρόνιμος δεν έχει εθιστεί και δεν μπορεί να συνδυάσει τη χαρά με τις πράξεις της φρόνησης. Εφόσον, όμως, δε νιώθει χαρά, δεν υπάρχει καμία συμβουλή που να μπορεί να τον αναγκάσει. Ο άνθρωπος που νιώθει χαρά από τις τιποτένιες πράξεις θα καταφύγει σ’ αυτές, ακόμη κι αν όλοι οι φρόνιμοι της γης τον συμβουλεύουν για το αντίθετο.
Γι’ αυτό ο εθισμός έχει τεράστια σημασία. Ο δάσκαλος, ο νομοθέτης, το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον πρέπει να δράσουν αποτελεσματικά, ώστε να εθιστεί κανείς από μικρή ηλικία στις πράξεις της αρετής. Αν ο εθισμός δε συντελεστεί, φρόνηση κατά παραγγελία δεν υπάρχει: «Όπως δηλαδή λέμε ότι κάποιοι άνθρωποι πράττουν πράξεις δικαιοσύνης χωρίς ακόμη αυτό να σημαίνει ότι είναι δίκαιοι άνθρωποι (παράδειγμα όλοι αυτοί που κάνουν όσα ορίζουν οι νόμοι ή χωρίς τη θέλησή τους ή από άγνοια ή για κάποιον άλλο άσχετο λόγο και, πάντως, όχι γι’ αυτές τις ίδιες τις πράξεις) και όμως κάνουν αυτά που πρέπει και όλα όσα πρέπει να κάνει ο ενάρετος άνθρωπος, έτσι, φαίνεται, ότι για να γίνει κανείς αγαθός άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται σε μια ορισμένη κατάσταση όταν κάνει την κάθε του πράξη· αυτό θα πει ότι πρέπει κανείς να κάνει τις πράξεις του ως αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης, και, πάντως, για τις ίδιες τις πράξεις» (1144a 12, 15-22).
Η αρετή είναι η δύναμη που ωθεί την επιλογή προς το σωστό και γι’ αυτό πρέπει να συνδέεται με θετικά συναισθήματα, αφού κανείς δεν μπορεί να επιμένει σε πράξεις που του προκαλούν δυσφορία: «Την επιλογή, τώρα και προτίμηση την κάνει σωστή η αρετή, όσα όμως είναι φυσικό να πρέπει να γίνουν για την πραγματοποίησή της, αυτό δεν ανήκει στην αρετή, αλλά σε κάποια άλλη ιδιότητα/δύναμη» (1144a 12, 23-25).
Κι αυτή την άλλη ιδιότητα/δύναμη ο Αριστοτέλης την ονομάζει δεινότητα: «Υπάρχει λοιπόν μια ιδιότητα/ικανότητα που τη λένε δεινότητα. Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ότι όλα όσα συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού που θέσαμε στον εαυτό μας αυτή μπορεί να τα κάνει και να τα πετύχει. Αν λοιπόν ο σκοπός είναι ωραίος, η ιδιότητα αυτή είναι αξιέπαινη, ενώ αν είναι ευτελής, τότε αυτή είναι πανουργία» (1144a 12, 26-30).
Η δεινότητα είναι η δύναμη για την εκπλήρωση της επιθυμίας. Ως εκ τούτου, από μόνη της δεν συντάσσεται ούτε με το καλό ούτε με το κακό. Το καλό και το κακό έχουν να κάνουν με την ποιότητα του στόχου που θα θέσει κανείς ενεργοποιώντας τη δεινότητά του. Το ζήτημα είναι να βλέπει κανείς καθαρά τις αρχές της πράξης του (αν δηλαδή σχετίζονται με την αρετή, τα μέσα και το τέλος της). Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «η κακία μας διαστρέφει και μας κάνει να ξεγελιόμαστε ως προς τις αρχές της πράξης. Είναι, επομένως, φανερό ότι είναι αδύνατο να είναι κανείς φρόνιμος άνθρωπος χωρίς να είναι ενάρετος» (1144a 12, 39-41).
Η κατάδειξη του αλληλένδετου της αρετής με τη φρόνηση καταδεικνύει και την απάντηση στο αρχικό ερώτημα της χρησιμότητας που μπορεί να έχει η κατοχή της. Πρέπει να είναι κανείς φρόνιμος γιατί μόνο έτσι μπορεί να φτάσει στην αρετή. Και πρέπει να φτάσει στην αρετή, γιατί μόνο έτσι θα μπορεί να είναι ευτυχισμένος.
Κι εδώ βρίσκεται και η απάντηση στο πρώτο μέρος των αμφισβητήσεων σχετικά με τη σημασία της γνώσης της ηθικής φιλοσοφίας, η οποία (θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί) δε βοηθάει τον άνθρωπο, αφού δεν είναι σε θέση να παράξει τίποτε για χάρη του («δεν έχει για αντικείμενό της οποιαδήποτε μορφή γένεσης»): «παράγουν, στην πραγματικότητα, και οι δυο τους» (εννοείται η φιλοσοφική σοφία και η φρόνηση) «κάτι, όχι όπως η ιατρική την υγεία, αλλά: όπως η υγεία είναι η δημιουργός της υγιεινής μας κατάστασης, έτσι η φιλοσοφική σοφία είναι η δημιουργός της ευδαιμονίας» (1144a 12, 4-6).
Κι αφού η αρετή προτείνεται για μια ακόμη φορά ως κλειδί της ευτυχίας, ο Αριστοτέλης νιώθει την ανάγκη να επανέλθει στην εξέτασή της: «Είναι ανάγκη λοιπόν να επανέλθουμε στην εξέταση της αρετής» (1144b 13, 1). Αυτό που τον απασχολεί είναι η εσφαλμένη εντύπωση που βλέπει ότι υπάρχει στους περισσότερους, οι οποίοι εκλαμβάνουν την αρετή σαν κάτι που δίνεται από τη φύση: «Όλοι, πράγματι, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι διάφορες επιμέρους μορφές χαρακτήρα υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο μέσα στον άνθρωπο εκ φύσεως· γιατί και δίκαιοι είμαστε, και ανδρείοι είμαστε, και τάση να γίνουμε σώφρονες έχουμε, και όλες τις άλλες ηθικές ιδιότητες τις έχουμε από την πρώτη στιγμή της γέννησής μας» (1144b 13, 4-7).
Το ζήτημα όμως για τον Αριστοτέλη δεν είναι αυτό: «παρόλα όμως αυτά εμείς ζητούμε κάτι άλλο: την αρετή στην κυριολεκτική της σημασία· ζητούμε δηλαδή αυτές οι ιδιότητες να υπάρχουν μέσα μας με έναν άλλο τρόπο» (1144b 13, 7-8).
Και θα εξηγήσει: «οι φυσικές προδιαθέσεις υπάρχουν και στα παιδιά και στα ζώα, είναι όμως φανερό ότι δίχως τον νου αυτές είναι επιβλαβείς, και το μόνο που μπορεί να προσέξει κανείς είναι τούτο: όπως ένας δυνατός άνθρωπος που κινείται δίχως όραση μπορεί να σκοντάφτει άσχημα, αφού δε βλέπει, έτσι και εδώ· αν όμως ο άνθρωπος αποκτήσει νου, παρουσιάζει τότε μεγάλη διαφορά στις πράξεις του» (1144b 13, 9-14).
Με άλλα λόγια: «η προδιάθεσή του, που ως τότε έμοιαζε με την αρετή, τώρα πια θα είναι αρετή στην πλήρη της σημασία. Όπως λοιπόν ενσχέσει με το δοξαστικό μέρος της ψυχής υπάρχουν δύο έξεις, η δεινότητα και η φρόνηση, έτσι και ενσχέσει με το ηθικό της μέρος υπάρχουν δύο ιδιότητες, η φυσική αρετή και η αρετή στην κυριολεκτική της σημασία – και η δεύτερη δεν μπορεί να υπάρχει δίχως τη φρόνηση» (1144b 13, 14-19).
Η αρετή που δίνεται από τη φύση έχει περισσότερο το χαρακτήρα της δυνατότητας. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να κατακτήσει την αρετή και γι’ αυτό είναι σε θέση να την κατανοήσει (ακόμη και να την εφαρμόσει ως ένα βαθμό) κινούμενος από τα φυσικά ένστικτα. Η κατάκτηση της αρετής όμως (όχι πια ως δυνατότητα, αλλά ως αμετάβλητη πράξη) είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, γιατί εμπεριέχει τη συνείδηση που προέρχεται από τη λειτουργία του νου και της φρόνησης. Κι αυτό πρέπει να το μάθει κανείς, γιατί μόνο έτσι μπορεί να φτάσει στην ολοκλήρωση. Αλλιώς θα είναι σαν το τυφλό που είναι αδύνατο να ελέγξει τη δύναμή του σκοντάφτοντας διαρκώς σε όλα τα εμπόδια που θα βρεθούν μπροστά του.
Όμως, το αλληλένδετο της φρόνησης με την αρετή δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην καθολικότητα: «Από όσα λοιπόν είπαμε είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατό να είναι κανείς αγαθός (με το αληθινό περιεχόμενο της λέξης) δίχως φρόνηση, ή να είναι κανείς φρόνιμος δίχως την ηθική αρετή. Με αυτόν όμως τον τρόπο αναιρείται και το διαλεκτικό επιχείρημα, με το οποίο θα δοκίμαζε κανείς να αποδείξει ότι οι αρετές μπορούν να υπάρχουν χωριστά: να υπάρχουν κάποιες χωρίς να υπάρχουν άλλες, και αυτό για το λόγο ότι ο ίδιος άνθρωπος δεν είναι το ίδιο καλά προικισμένος από τη φύση για όλες τις αρετές, και έτσι κάποια στιγμή θα έχει αποκτήσει τη μια, την άλλη όμως όχι ακόμη» (1144b 13, 34-39).
Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δυνατό, αφού αρμόζει περισσότερο στις φυσικές αρετές: «Αυτό όμως είναι δυνατό στην περίπτωση των φυσικών αρετών, δεν είναι όμως δυνατό στην περίπτωση εκείνων των αρετών ενσχέσει με τις οποίες ο άνθρωπος αποκαλείται γενικά αγαθός· γιατί από τη στιγμή που θα υπάρχει η μία, η φρόνηση, θα υπάρξουν και όλες οι άλλες» (1144b 13, 40 και 1145a 1-2).
Η φρόνηση, ως καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με την έννοια της εκλογικευμένης ισορροπίας στα συναισθήματα και στις πράξεις δε θα μπορούσε να δράσει επιλεκτικά. Κάποιος ή είναι φρόνιμος ή δεν είναι. Κι από τη στιγμή που είναι, θα συμπεριφερθεί αναλόγως σε όλες τις περιστάσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης διαφωνεί με το Σωκράτη στο συσχετισμό που κάνει ανάμεσα στην αρετή και τη φρόνηση: «ο Σωκράτης, ενώ τη μια φορά ακολουθούσε στις έρευνές του το σωστό δρόμο, την άλλη έπαιρνε λανθασμένο δρόμο: όταν θεωρούσε ότι όλες οι αρετές είναι μορφές φρόνησης, έκανε λάθος, όταν όμως υποστήριζε ότι οι αρετές δεν υπάρχουν δίχως φρόνηση, μιλούσε σωστά» (1144b 13, 20-23).
Το ότι δεν υπάρχουν αρετές χωρίς τη φρόνηση έχει ήδη διατυπωθεί από τον Αριστοτέλη, επομένως δε θα μπορούσε να υπάρξει διαφωνία. Η άποψη όμως ότι «όλες οι αρετές είναι μορφές φρόνησης» προϋποθέτει ότι η φρόνηση είναι πολλών ειδών πράγμα που θα ακύρωνε την καθολικότητά της, αφού κάποιος θα μπορούσε να το έχει ένα είδος, ενώ το άλλο όχι. Η φρόνηση δεν έχει πολλές μορφές, πολλές μορφές έχει η αρετή που πραγματώνεται από τη φρόνηση, η οποία παραμένει πάντα σταθερή στις αρχές του ορθού λόγου και της μεσότητας. Το ότι η αρετή παίρνει τη μορφή της ανδρείας ή της εγκράτειας ή της επιείκειας ή της πραότητας κλπ, δε σημαίνει ότι αλλάζει η μορφή της φρόνησης που την κινητοποιεί. Κι αυτός είναι ο λόγος της καθολικότητας που της αποδίδει ο Αριστοτέλης.
Θα λέγαμε ότι για τον Αριστοτέλη η φρόνηση δεν είναι απλό παράγωγο της λογικής, αλλά η ίδια η υπόστασή της: «Αρετή δεν είναι η έξη που βρίσκεται απλώς σε συμφωνία με τον ορθό λόγο· αρετή είναι η έξη που είναι ένα με τον ορθό λόγο· και ορθός λόγος στα θέματα αυτά είναι η φρόνηση» (1144b 13, 28-31).
Το τελικό συμπέρασμα θα τεθεί ευθέως: «Είναι, επίσης, φανερό ότι και αν ακόμη η φρόνηση δεν είχε την ικανότητα να ρυθμίζει τις πράξεις των ανθρώπων, θα μας ήταν απαραίτητη, γιατί είναι, όπως το είπαμε, αρετή ενός μέρους της ψυχής μας, και ακόμη, γιατί οι επιλογές και οι προτιμήσεις μας δε θα ήταν σωστές δίχως τη φρόνηση, όπως και δίχως την αρετή: η αρετή καθορίζει το τέλος, ενώ η φρόνηση μας κάνει να εκτελούμε αυτά που οδηγούν στο τέλος». (1145a 13, 3-6).
Κι αφού ως τέλος για τον άνθρωπο ορίζεται σταθερά η ευτυχία, η φρόνηση και η αρετή είναι το θεμέλιο της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Από αυτή την άποψη, η ηθική φιλοσοφία παίρνει διαστάσεις απάντησης στο αιώνιο ερώτημα περί του νοήματος της ζωής. Εφόσον το νόημα της ζωής είναι η ολοκλήρωση, δηλαδή η ευτυχία, ο τρόπος για την επίτευξη αυτού είναι η πραγμάτωση της τέλειας αρετής που θα οδηγήσει και στην τέλεια συνύπαρξη. Κι απ’ ότι φαίνεται ο άνθρωπος χρειάζεται κι άλλο χρόνο για να το συνειδητοποιήσει αυτό.
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου