ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Οι «καθαρολόγοι» της αμιγούς οικονομικής επιστήμης, πιστεύοντας ότι μπορούν και πρέπει να απομονώσουν το συσχετισμό στην πράξη των τριών κριτηρίων, του ηθικού, του πολιτικού και του οικονομικού, καταδικάζουν τους αρχαίους Έλληνες γιατί δεν διατύπωσαν αυτόνομες οικονομικές σκέψεις, αλλά πάντα σε συνάρτηση με την ηθική και την πολιτική.
Στην αρχαία ελληνική κοινωνία η ηθική με τις θεμελιώδεις αρχές της περί δικαιοσύνης, έλλογης αυτάρκειας, ισορροπίας αναγκών και αγαθών και τις απόψεις της για την ανθρώπινη φύση, επηρέαζε πράγματι την οικονομική σκέψη και ως ένα βαθμό το οικονομικό πράττειν πολιτείας και ατόμων, ενώ η πολιτική διαμόρφωνε θεσμούς διαποτισμένους από τις αρχές αυτές. Στην πολιτική η πρωταρχική έμφαση από παράδοση ετίθετο στην υποχρέωση του ατόμου να ενεργεί στο πλαίσιο του «δημοσίου συμφέροντος». Οι οικονομολόγοι αντιθέτως έχουν δεχθεί ότι τα άτομα δρουν σε συμφωνία με το στενά καθοριζόμενο ατομικό συμφέρον. Η ηθική λειτουργεί ως ρυθμιστής της συμπεριφοράς, όπως η λογική λειτουργεί ως ρυθμιστής της σκέψης. Η αρχαιοελληνική οικονομία ήταν οικονομία των σχέσεων ανθρώπου προς άνθρωπο και όχι των σχέσεων του ανθρώπου με τα πράγματα. Αντικειμενικός σκοπός θεωρίας και πράξης της ήταν η ανθρώπινη ευημερία[1].
Στην ουσία στην αρχαία Ελλάδα επιστεύετο ότι η επίδραση της ηθικής στην οικονομία μεγιστοποιεί το οικονομικό αποτέλεσμα ή καλύτερα την ανθρώπινη ευτυχία. Στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης αυτής ευημερίας επεζητείτο η ελαχιστοποίηση της φαινομενικής μη συμβατότητας μεταξύ ηθικής, οικονομίας και πολιτικής1α. Κάτι ανάλογο διατυπώνει σήμερα ο J. Spengler. Κατά τον J. Spengler οι αρχές αυτές της ηθικής μπορεί να αυξάνουν ή να μειώνουν την αποτελεσματικότητα, με την οποία εργάζεται ένα οικονομικό σύστημα. Θα έχουν θετική επίδραση ως ένα βαθμό, αν εσωτερικοποιούνται μόνον στο πρόσωπο του ανθρώπου και ενισχύονται από την κύρωση της συνείδησής του, των ελπίδων και των φόβων του[2]. Θα έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, αν ενισχύονται από νομικές ή ιδιωτικές προσωπικές κυρώσεις, από την απειλή ποινών από μέρους της κοινότητας ή ορισμένων κρατικών φορέων. Θα αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της οικονομίας, αν απαγορεύουν τη μονοπωλιακή πρακτική, ευνοούν τον ανταγωνισμό, καταδικάζουν την πληθωριστική πολιτική, μεταχειρίζονται την εργασία με τον πρέποντα σεβασμό, καταδικάζουν την ατιμία κ.λπ. Από την άλλη πλευρά οι αρχές αυτές μπορεί να προκαλέσουν αντίθετο αποτέλεσμα, αν επιβάλλουν κυρώσεις σε μη οικονομική συμπεριφορά, αν μειώνουν την αξία υλικών αντικειμένων και προσδίδουν υπέρμετρο βάρος σε υπερβατικές ή υπερκόσμιες προσδοκίες. Το τελευταίο αυτό αναγνωριζόταν και από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Τη σχέση ηθικής και οικονομίας έχει επεξεργασθεί κατά τρόπο που θυμίζει τις σχετικές εργασίες του Parson[3] ο μεγάλος Σταγειρίτης φιλόσοφος. Ο Αριστοτέλης ερευνά το ρόλο των «αρετών», προερχομένων από την «έξη», στην οικονομική συμπεριφορά και στους θεσμούς[4]. Για την επίδραση στην οικονομική συμπεριφορά λαμβάνει υπόψη το ρόλο της αρετής αφ’ ενός και την ουσιαστική οργανική αντίληψη του κράτους, αφ’ ετέρου. Είναι η άποψη που δεσπόζει σ’ όλο το μεσαίωνα, ιδιαίτερα με το έργο του Thomas ex Acquino. Από τις ηθικές αρετές προέχουσα κατά τον Αριστοτέλη είναι η δικαιοσύνη. Από τις άλλες αρετές υπάρχουν αρκετές που επηρεάζουν το οικονομικό πράττειν, ειδικά αυτές που αφορούν το χρήμα (ελευθεριότης, μεγαλοπρέπεια και μεγαλοψυχία) και αναφέρονται στο χειρισμό του πλούτου από τον άνθρωπο («τό διδόναι οἷς δεῖ ή λαμβάνειν ὅθεν δεῖ»). Από τις νοητικές αρετές ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία έχει κατά τον Αριστοτέλη η ανθρώπινη ικανότητα χειρισμού των ανθρωπίνων αγαθών και εκλογής των ωφελίμων·[5]. Στο πλαίσιο των αρετών αυτών ο Σταγειρίτης αποδίδει μικρότερη σημασία στον υλικό πλούτο σε σχέση με τον πνευματικό και αποβλέπει στην πνευματική και υλική αυτάρκεια με την έννοια όμως όχι της υπεραφθονίας. Αυτές οι αξίες επιβάλλουν, κατά τον Αριστοτέλη, περιορισμένη κατανάλωση σε ατομικό επίπεδο, περιορισμένη χρηματοδότηση των οικιακών αναγκών, αλλά και ένα ιδεώδες πολιτικό περιβάλλον, εντός του οποίου το summum bonum θα μπορούσε να επιδιωχθεί σε σχετική ανεξαρτησία από την αλλοδαπή[6].
Με βάση την ηθική των πιο πάνω αρετών επιτυγχάνεται κατά το μεγάλο φιλόσοφο η ισορρόπηση αναγκών και μέσων. Εν όψει των διαθεσίμων αγαθών, λύση είναι ο περιορισμός των ανθρωπίνων αναγκών. Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, οι ηθικές αυτές αρχές προσδιορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά σε σχέση με την οικονομία, ενόσω εσωτερικοποιούνται ή εντάσσονται στη δομή της κρατικής πολιτικής ή κατά την ανταλλαγή αποκαλύπτεται ότι η συμμόρφωση προς τις αρχές αυτές αποδίδει ωφέλεια σε όλους ή τουλάχιστον σε πολλούς[7]. Η καλλίστη ζωή για το άτομο και την πολιτεία είναι η ζωή της αρετής όταν έχει αρκετά εξωτερικά αγαθά για την εκτέλεση καλών πράξεων[8]. Πέρα του ορίου αυτού η κατοχή εξωτερικών αγαθών είναι βλαπτική. Σώρευση επομένως πλούτου χάριν του πλούτου είναι περιττή. Το εμπόριο δεν είχε σκοπό την παραγωγή απεριορίστου πλούτου, αλλά να διευκολύνει την ικανοποίηση αναγκών του ατόμου ή της πολιτείας. Η πολιτεία θα πρέπει να έχει ως σκοπό επαρκή αγαθά για να στηρίξει ένα ορισμένο επίπεδο πολιτών. Ούτε υπέρμετρη φτώχεια, ούτε υπέρμετρος πλούτος, ούτε αδικίες. Κρίσιμο ρόλο στην αριστοτελική ηθική θεωρία παίζει η δικαιοσύνη και η συμμόρφωση των πολιτών προς τους κανόνες της. Για το λόγο αυτόν ανταλλαγή έξω από την κλίμακα των ορθών αναλογιών θα ήταν άδικη, όπως άδικη είναι και η λήψη τόκου, ενώ σημασία είχε η δίκαιη τιμή. Το χρήμα γι ’ αυτόν είναι μέσο διακράτησης αξίας και μέσο ανταλλαγής, αλλ’ οι μεγάλες μεταβολές της αξίας του οδηγούν σε αδικίες.
Συνεπώς ο Αριστοτέλης, όπως άλλωστε και η αρχαιοελληνική σκέψη, εύρισκε ότι η ηθική διά των αρετών και ιδιαίτερα διά της αρετής της δικαιοσύνης επηρεάζουν τη συμπεριφορά πολιτείας και κράτους. Από την άποψη αυτή οι περιεχόμενες στην ηθική αρετές δεν είναι ετερογενείς αρχές για την οικονομία.
Παρά τις μεγάλες αντιρρήσεις για το συνδυασμό των τριών αυτών αρχών, η εποχή μας επανέρχεται στο αρχαιοελληνικό πρότυπο και τείνει να νομιμοποιήσει τη σύγχρηση των τριών κριτηρίων. Πραγματοποιείται τώρα και στον τομέα της οικονομικής επιστήμης η καθολικότερη στροφή προς τον άνθρωπο.
Η ανακίνηση του θέματος κατά τις τελευταίες δεκαετίες οφείλεται μεταξύ άλλων και στις εργασίες του John Rawls, του Robert Nozick, του James Buchanan και του Gordon Tullock[9]. Όπως παρατηρεί ο Sir Jiosiah Stamp οι ηθικές αντιλήψεις έχουν επιδράσει στον 20ό αιώνα και έχουν επιφέρει βασικές μεταβολές στην οικονομική πολιτική[10].
Ο καθηγητής του Εράσμιου Πανεπιστημίου του Rotterdam Wim Klever, σε παλαιότερη μελέτη του (1990) σχετικά με τη δυνατότητα ύπαρξης «καθαρής» οικονομικής επιστήμης, υποστηρίζει ότι χωριστή επιστήμη της οικονομικής συμπεριφοράς, χωρίς την πολιτική και ηθική, είναι εννοιολογικά αδύνατη, όπως άλλωστε είχε υποστηρίξει προ 300 ετών περίπου και ο Spinoza στην «Ηθική» του. Ο A. S. Eichner, αντίθετα, εκφράζει την άποψη, στη μελέτη του με τον τίτλο “Why economics is not yet a science” (Journal of economic issues, 17, 507-520, 1983) ότι η οικονομική δεν είναι ακόμη επιστήμη. Από τους οικονομολόγους αυτούς προβάλλεται το επιχείρημα ότι το πολιτικό περιβάλλον καθορίζει τις αντανακλάσεις και τις κανονικότητες της οικονομικής επιστήμης. Έχομε λησμονήσει, τονίζει ο καθηγητής Klever, ότι η οικονομική σκέψη ήταν πάντα συνηρτημένη προς άλλες πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως αναπτύχθηκαν έκτοτε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά και από άλλους Έλληνες επιστήμονες. Και προσθέτει: οι αρχαίοι Έλληνες πολίτες δεν ήσαν ούτε τυφλοί για τα οικονομικά φαινόμενα ούτε κοντόφθαλμοι στο χειρισμό τους. Αντιλαμβάνονταν την αγορά στην πόλη τους. Η πόλη ήταν γι’ αυτούς το κράτος που λειτουργούσε με το δικό τους αίμα και ιδιοκτησία υψηλής αξίας ή ασφάλειας. Τι θα ήταν περισσότερο φυσικό από το να θεωρούν τους οικονομικούς νόμους ως όψεις πολιτικών διαδικασιών;
Οι αρχαίοι Έλληνες έριχναν το βάρος στην πολιτική κοινωνία, στους πολιτικούς θεσμούς. Το είδος της οικονομικής λειτουργίας που είχε κάθε λαός ήταν συνάρτηση της πολιτικής του οργάνωσης. Χωριστή οικονομική επιστήμη απερρίπτετο ως εννοιολογικά αδύνατη. Αν σήμερα η οικονομική δεν είναι ακόμη επιστήμη, όπως υποστηρίζει ο A. S. Eichner [“Why economics is not yet a science” στο Journal of economic issues 17 (507-520) 1983], αυτό οφείλεται στο ότι ξεχάσαμε την απαρχή της στην αρχαία Ελλάδα και τη συστηματική της αλληλουχία με άλλες απόψεις της ανθρώπινης κατάστασής μας, όπως αναπτύχθηκε από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους Έλληνες επιστήμονες. Αυτός είναι και ο λόγος που οι οικονομικές τους πραγματείες εμπεριέχονται στα πολιτικά τους κείμενα. («Πολιτεία», «Νόμοι» του Πλάτωνα, «Ηθικά-Νικομάχεια», «Πολιτικά» του Αριστοτέλη). Στην Ελλάδα, τονίζει ο Wim Klever, η οικονομική είναι δίδυμη της πολιτικής επιστήμης (στο έργο του Archeologie van de economie, De economische theorie in de Griekse oudheid, 1990).
Χωρίς να παραγνωρίζεται η πρακτική αυτοτέλεια των οικονομικών, τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης θεωρούν την οικονομική σύμφυτη με την πολιτική. Κατά τον Πλάτωνα:
«ἤ τίν ’ οἴει ἀρχήν ἄλλην πόλιν οἰκίζειν; Οὐδεμίαν ἦ δ’ ὅς οὕτω δή ἄρα παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον ἐπ’ ἄλλου, τόν δ’ ἐπ’ ἄλλου χρεία, πολλῶν δεόμενοι, πολλούς εἰς μίαν οἴκησιν ἀγείραντες, κοινωνούς τε καί βοηθούς, τούτῃ τῇ ξυνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα... Μεταδίδωσι σ’ ἄλλος ἄλλῳ, εἴ τι μεταδίδωσιν, ἤ μεταλαμβάνει, οἰόμένος αὐτῷ ἄμεινον εἶναι;» (Πολιτεία 369, B-C).
Βέβαια σ’ αυτό το χωρίο δεν γίνεται λόγος για οικονομία. Αλλά ο όρος συνοικία είναι σχεδόν ταυτόσημος. Κατά τον ίδιο τον Πλάτωνα τα «ἅπερ νομίζεται» είναι συνήθεις κανονικές πράξεις στην οικονομική πρακτική. Ουσιαστικά υπάρχει, κατά τον Πλάτωνα (Πολιτεία), ουσιώδης συσχέτιση των οικονομικών νόμων με τις καταληπτές και εν πολλοίς γνωστές φάσεις πολιτικής ανάπτυξης ή εκφυλισμού, που δίνει στους πολίτες τη δυνατότητα, ή σε άλλους συμμέτοχους στο δίκτυο, να προβλέψουν και να προλάβουν με τις αποφάσεις τους τις μελλοντικές καταστάσεις.
Στους «Νόμους» αναζητείται βραδύτερα ο τρόπος οργάνωσης της οικονομοπολιτικής κοινότητας, έτσι ώστε να περιορίζονται ή να προλαμβάνονται μοιραίες καταστροφές κατά το δυνατόν. Κλειστό οικονομικοπολιτικό σύστημα εντός περιοριστικών όρων, σταθερότητα πληθυσμού, εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα, φρούρηση των συνόρων, έλεγχος τιμών και μισθών, φορολόγηση των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου κ.λπ. Τη σταθερότητα του κράτους κατ’ εξοχήν επιτυγχάνει η ισότητα μεταχείρισης που στην ουσία σημαίνει προσφορά ανίσων στα άνισα.
Ο Πλάτων κάνει λόγο για την ισότητα που απονέμεται στη φύση στα άνισα άτομα. Στο σημείο αυτό μάλιστα προσδιορίζει τη σχέση των εισοδημάτων: το εισόδημα των πιο πλούσιων δεν θα πρέπει να ξεπερνά το τετραπλάσιο των χαμηλότερων εισοδημάτων. Τυχόν διαφορά πρέπει να αποδίδεται στο κράτος. Κάθε λογική οικονομία χαρακτηρίζεται από μια πολιτικά εξαναγκαστή αναλογία μεταξύ εισοδήματος και κερδών των πλουσίων και των φτωχών πολιτών.
Ανάλογες είναι οι απόψεις του Αριστοτέλη. Τονίζοντας τούτο ο Klever (op. cit.) ελπίζει να πείσει ότι ο Μ. I. Finley έχει άδικο υποθέτοντας ότι οι αρχαίοι, και μαζί μ’ αυτούς ο Αριστοτέλης «δεν είχαν αντίληψη της οικονομίας», αφού δεν είχαν την αντίληψη των σχετικών νόμων (στο Aristotle and economic analysis, op. cit.).
Ο Αριστοτέλης υπογραμμίζει ότι η ηθική εμπεριέχει την οικονομική και ανήκει στην πολιτική, που είναι η πιο υψηλή και η πιο αρχιτεκτονική επιστήμη (τῆς κυριωτάτης καί μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς, 1094β, 2-3). Χωρίς οικονομία και χωρίς πολιτεία κανείς δεν μπορεί να υπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα. Οι νόμοι της μιας επιστήμης είναι νόμοι της άλλης. Είναι αδύνατο να κατανοήσομε τις κανονικότητες μιας εθνικής οικονομίας χωρίς να λάβομε υπόψη τους μηχανισμούς της ανθρώπινης δράσης και των παθών αφ’ ενός και τους μηχανισμούς στη μακροδομή του πολιτικού συνασπισμού αφ’ ετέρου.
Σε ό, τι αφορά τη δικαιοσύνη, που αναπτύσσεται κυρίως στα «Ηθικά-Νικομάχεια», δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά από τον Πλάτωνα. Βασική κατεύθυνση από την άποψη αυτή είναι η «μεσότης», το «μέτριον». Και εδώ εξαίρεται η σχέση οικονομίας, ηθικής, πολιτικής. Ονομάζει δίκαιο τα πράγματα που φέρουν και συντηρούν την ευτυχία μας στην πολιτική κοινότητα. Ο ίδιος επαναλαμβάνει τον Πλάτωνα: αν οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι, δεν θα λάβουν ίσα μέρη. Το δίκαιο είναι κάτι ανάλογο. Αναλογία δεν είναι ιδιοκτησία των μεμονωμένων αριθμών, αλλά όλων των ειδών των αριθμών. Η αναλογία στην πράξη είναι ισότητα αναλογιών (λόγων). Το δίκαιο υποδεικνύει μιαν αρχή, που αντιπροσωπεύει μιαν ανυπέρβλητη αρχή της πολιτικής οικονομίας. Όταν ο μισός πληθυσμός δεν συνεισφέρει στην ευημερία του άλλου μισού και η πόλη (πολιτική) και η οικονομία απονεκρούνται.
Το συμπέρασμα είναι ότι η ανάγκη «συνέχει» την κοινωνία και την οικονομία. Ο Αριστοτέλης, μιλώντας για «οικονομικό δίκαιο» και πολιτικό δίκαιο, διακρίνει τις δύο έννοιες, αλλά δέχεται ότι η μία εξαρτάται από την άλλη, όπως δέχονται οι σύγχρονες για την οικονομία και την πολιτική. Το δίδαγμα ότι πολιτικά, οικονομικά και ηθικά κριτήρια πρέπει να συμβιβάζονται και για την επιβίωση της κοινωνίας και της οικονομίας και για τη συντήρηση της ηθικής ως συνεκτικού δεσμού έρχεται από την αρχαία Ελλάδα και βαθμιαία υιοθετείται από τους παράγοντες της πολιτικής, οικονομικής, ηθικής ζωής.
Διαπιστώνεται τελικά, ότι και το αρχαίο και το σύγχρονο αξιολογικό σύστημα καταλήγει στο homo humanitarius. Μεταξύ της σύγχρονης αυτής (και της αρχαίας) σκοποθεσίας της οικονομίας αφ’ ενός και του ρικαρντιανού προτύπου του “homo economicus” αφ’ ετέρου, δηλαδή μεταξύ της ελληνικής θεωρίας να μη δικαιώνεις κάθε πλούτο ή κάθε αμιγές οικονομικό κίνητρο χωρίς ηθικές αναστολές και της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας, που εξαφανίζει κάθε άλλη ιδέα και κίνητρο, πλην του στενού οικονομικού, προτιμότερη είναι η αρχαιοελληνική και η σύγχρονη ή τουλάχιστον λιγότερο αποκρουστική. Πολύ ορθώς σημειώνει ο Al. Trever:
«Οι κυριώτεροι οικονομολόγοι επιμένουν τώρα ολοένα και περισσότερο στην ελληνική ιδέα ότι τα οικονομικά προβλήματα πρέπει να θεωρούνται από την άποψη τον όλου ανθρώπου ως πολίτη σε μια κοινωνία. Η σύγχρονη πολιτική οικονομία έθεσε τον άνθρωπο ως άνθρωπο και όχι τον πλούτο στην πρώτη γραμμή και υπέταξε τα πάντα στην αληθινή τον ευημερία»[11].
Αξίζει τον κόπο να παρατεθούν σχετικά με το θέμα αυτό τρεις θεμελιώδεις γνώμες: του Ely, που διαπιστώνει ότι σημειώνεται ήδη επιστροφή στις αρχαιοελληνικές απόψεις, «ανάγκη, γενναιότητα, ευγένεια χαρακτήρα, αυτοθυσία και όλα όσα είναι αληθινά και καλά για τη φύση μας έχουν τη θέση τους στην οικονομική ζωή»[12]. Και του ιδίου επίσης: «Η επιστήμη που ασχολείται με τον πλούτο χωρίς να είναι ευαγγέλιο του Μαμμωνά, αναγκαστικά αρχίζει και τελειώνει με τη μελέτη του ανθρώπου»[13]. Και του Schoenberg: “Es soli kein Widerspruch zwischen Ethik und Volkswirtschaft bestehen, es soil das Sittengesetz fur die Wirtschaft gelten und in ihr ausgefiihrt werden”[14]
Ένας από τους σύγχρονους ιστορικούς της οικονομίας, ο W. Η. Haney, δίνει τον ορισμό της οικονομίας του Πλάτωνα, βάσει των στοιχείων που προτείνει ο συγγραφέας της Πολιτείας[15]:
«Οικονομική είναι η επιστήμη που ασχολείται με την ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών με ανταλλαγή, επιζητώντας να ρυθμίσει τους παραγωγικούς κλάδους του κράτους, ώστε να κάνουν τους πολίτες τους καλούς και ευτυχείς και έτσι να προάγουν το υψηλότερο επίπεδο ευημερίας».
Ο Teo Suranyi Unger γράφει ότι «η οικονομία είναι κλάδος της πολιτικής φιλοσοφίας και ηθικής»[16].
Φορέας του πνεύματος αυτού υπήρξε επίσης ο John Ruskin, στην εισαγωγή της μνημειώδους έκδοσης του οποίου παρατίθεται προσφώνηση, υπογεγραμμένη από πολλούς συγχρόνους Άγγλους οικονομολόγους, ως αναγνώριση της συμβολής του στη σύγχρονη εξέλιξη της οικονομικής σκέψης. Ο Stimson τονίζει ότι η μελλοντική πολιτική οικονομία θα κάνει τα τούβλα της για την οικοδόμηση «από τη γη του Ruskin, παρά από τα άχυρα του Ricardo». Και: «η πολιτική οικονομία της σήμερον είναι η πολιτική οικονομία του John Ruskin και όχι του John Bright, του John Stuart Mill»[17].
Είναι προφανές ότι η συνεργασία ηθικής, πολιτικής και οικονομίας είναι η αναφαινόμενη ιδέα στον 20ό και θα είναι η δεσπόζουσα στον 21ο αιώνα.
Η στροφή προς τον άνθρωπο, που ξαναεπιχειρείται σήμερα, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, δικαιώνει τις παρατηρήσεις του Marc Bloch: «Το μόνο ον με σάρκα και οστά είναι ο άνθρωπος, χωρίς τίποτα περισσότερο, που ενώνει όλα αυτά μαζί»[18]. Θα έλεγα πόσο ορθή είναι στο σημείο αυτό η παρατήρηση του J. Ulmo: «Εναντίον της ιδεαλιστικής σχολής, που θα ισχυριζόταν ότι εφευρίσκομε το πραγματικό, εναντίον της ρεαλιστικής που θα ισχυριζόταν ότι υφιστάμεθα το πραγματικό, η ανάλυση της οικονομικής σκέψης σάς απαντά: επιλέγομε το πραγματικό»[19].
Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη ο Sismonde de Sismondi κατηγορούσε μεν τους αρχαίους Έλληνες στοχαστές ότι υποτιμούν τη λειτουργία του υλικού πλούτου, αλλά αναγνώριζε ότι οι αρχαίοι «τουλάχιστον δεν έχαναν ποτέ από το νου τους ότι ο πλούτος δεν είχε άλλο σκοπό παρά να συμβάλει στην εθνική ευτυχία και αυτό γιατί δεν έβλεπαν ποτέ την οικονομία αφηρημένα. Ο τρόπος της θεώρησης γι ’ αυτούς ήταν καμμιά φορά πιο δίκαιος από το δικό μας»[20].
Υπάρχει κατά συνέπεια σήμερα, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, τάση σύγχρησης και των τριών πιο πάνω κριτηρίων στα πλαίσια της οικονομικής επιστήμης. Η πορεία από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η ανάγκη προσφυγής και σε άλλες ενότητες λογικής και γνώσης για τη διαπραγμάτευση του αντικειμένου της οικονομίας κινδυνεύει να αμβλύνει το specificum της σημερινής οικονομικής επιστήμης και να την ξεχειλώσει σε παμπεριεκτική επιστήμη. Η σύνθεση δεν είναι μόνο δυσχερής. Είναι μέγα εγχείρημα γιατί για το σκοπό αυτό θα χρειασθεί σύνθεση στοιχείων ψυχολογικών, κοινωνιολογικών, ιστορικών, ηθικών και πολιτικών. Και κοντά σ’ αυτά με ένα είδος ιστορικής και συγκριτικής ανθρωπολογίας, όπως λέγει η Joan Robinson, είναι δυνατό να χάσει τον αυστηρό αναλυτικό χαρακτήρα της και να σχετικοποιηθεί. Στη φάση της πολιτικής για την οικονομική ανάπτυξη, σημασία έχει ότι το φαινόμενο δεν είναι αυτόνομο, όπως παρατηρεί ο Schumpeter, δεν είναι φαινόμενο που μπορεί να αναλυθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό μόνο με οικονομικά μέσα, ανεξαρτήτως αν αυτό είναι έργο για σοφούς. Αυτός προφανώς είναι και ο λόγος που στην αρχαία Ελλάδα η διερεύνηση παρομοίων θεμάτων επραγματοποιείτο με ευρύτερη σύνθεση πολλών επιστημών, κριτηρίων και σκοπιμοτήτων.
Οι «καθαρολόγοι» της αμιγούς οικονομικής επιστήμης, πιστεύοντας ότι μπορούν και πρέπει να απομονώσουν το συσχετισμό στην πράξη των τριών κριτηρίων, του ηθικού, του πολιτικού και του οικονομικού, καταδικάζουν τους αρχαίους Έλληνες γιατί δεν διατύπωσαν αυτόνομες οικονομικές σκέψεις, αλλά πάντα σε συνάρτηση με την ηθική και την πολιτική.
Στην αρχαία ελληνική κοινωνία η ηθική με τις θεμελιώδεις αρχές της περί δικαιοσύνης, έλλογης αυτάρκειας, ισορροπίας αναγκών και αγαθών και τις απόψεις της για την ανθρώπινη φύση, επηρέαζε πράγματι την οικονομική σκέψη και ως ένα βαθμό το οικονομικό πράττειν πολιτείας και ατόμων, ενώ η πολιτική διαμόρφωνε θεσμούς διαποτισμένους από τις αρχές αυτές. Στην πολιτική η πρωταρχική έμφαση από παράδοση ετίθετο στην υποχρέωση του ατόμου να ενεργεί στο πλαίσιο του «δημοσίου συμφέροντος». Οι οικονομολόγοι αντιθέτως έχουν δεχθεί ότι τα άτομα δρουν σε συμφωνία με το στενά καθοριζόμενο ατομικό συμφέρον. Η ηθική λειτουργεί ως ρυθμιστής της συμπεριφοράς, όπως η λογική λειτουργεί ως ρυθμιστής της σκέψης. Η αρχαιοελληνική οικονομία ήταν οικονομία των σχέσεων ανθρώπου προς άνθρωπο και όχι των σχέσεων του ανθρώπου με τα πράγματα. Αντικειμενικός σκοπός θεωρίας και πράξης της ήταν η ανθρώπινη ευημερία[1].
Στην ουσία στην αρχαία Ελλάδα επιστεύετο ότι η επίδραση της ηθικής στην οικονομία μεγιστοποιεί το οικονομικό αποτέλεσμα ή καλύτερα την ανθρώπινη ευτυχία. Στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης αυτής ευημερίας επεζητείτο η ελαχιστοποίηση της φαινομενικής μη συμβατότητας μεταξύ ηθικής, οικονομίας και πολιτικής1α. Κάτι ανάλογο διατυπώνει σήμερα ο J. Spengler. Κατά τον J. Spengler οι αρχές αυτές της ηθικής μπορεί να αυξάνουν ή να μειώνουν την αποτελεσματικότητα, με την οποία εργάζεται ένα οικονομικό σύστημα. Θα έχουν θετική επίδραση ως ένα βαθμό, αν εσωτερικοποιούνται μόνον στο πρόσωπο του ανθρώπου και ενισχύονται από την κύρωση της συνείδησής του, των ελπίδων και των φόβων του[2]. Θα έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, αν ενισχύονται από νομικές ή ιδιωτικές προσωπικές κυρώσεις, από την απειλή ποινών από μέρους της κοινότητας ή ορισμένων κρατικών φορέων. Θα αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της οικονομίας, αν απαγορεύουν τη μονοπωλιακή πρακτική, ευνοούν τον ανταγωνισμό, καταδικάζουν την πληθωριστική πολιτική, μεταχειρίζονται την εργασία με τον πρέποντα σεβασμό, καταδικάζουν την ατιμία κ.λπ. Από την άλλη πλευρά οι αρχές αυτές μπορεί να προκαλέσουν αντίθετο αποτέλεσμα, αν επιβάλλουν κυρώσεις σε μη οικονομική συμπεριφορά, αν μειώνουν την αξία υλικών αντικειμένων και προσδίδουν υπέρμετρο βάρος σε υπερβατικές ή υπερκόσμιες προσδοκίες. Το τελευταίο αυτό αναγνωριζόταν και από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Τη σχέση ηθικής και οικονομίας έχει επεξεργασθεί κατά τρόπο που θυμίζει τις σχετικές εργασίες του Parson[3] ο μεγάλος Σταγειρίτης φιλόσοφος. Ο Αριστοτέλης ερευνά το ρόλο των «αρετών», προερχομένων από την «έξη», στην οικονομική συμπεριφορά και στους θεσμούς[4]. Για την επίδραση στην οικονομική συμπεριφορά λαμβάνει υπόψη το ρόλο της αρετής αφ’ ενός και την ουσιαστική οργανική αντίληψη του κράτους, αφ’ ετέρου. Είναι η άποψη που δεσπόζει σ’ όλο το μεσαίωνα, ιδιαίτερα με το έργο του Thomas ex Acquino. Από τις ηθικές αρετές προέχουσα κατά τον Αριστοτέλη είναι η δικαιοσύνη. Από τις άλλες αρετές υπάρχουν αρκετές που επηρεάζουν το οικονομικό πράττειν, ειδικά αυτές που αφορούν το χρήμα (ελευθεριότης, μεγαλοπρέπεια και μεγαλοψυχία) και αναφέρονται στο χειρισμό του πλούτου από τον άνθρωπο («τό διδόναι οἷς δεῖ ή λαμβάνειν ὅθεν δεῖ»). Από τις νοητικές αρετές ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία έχει κατά τον Αριστοτέλη η ανθρώπινη ικανότητα χειρισμού των ανθρωπίνων αγαθών και εκλογής των ωφελίμων·[5]. Στο πλαίσιο των αρετών αυτών ο Σταγειρίτης αποδίδει μικρότερη σημασία στον υλικό πλούτο σε σχέση με τον πνευματικό και αποβλέπει στην πνευματική και υλική αυτάρκεια με την έννοια όμως όχι της υπεραφθονίας. Αυτές οι αξίες επιβάλλουν, κατά τον Αριστοτέλη, περιορισμένη κατανάλωση σε ατομικό επίπεδο, περιορισμένη χρηματοδότηση των οικιακών αναγκών, αλλά και ένα ιδεώδες πολιτικό περιβάλλον, εντός του οποίου το summum bonum θα μπορούσε να επιδιωχθεί σε σχετική ανεξαρτησία από την αλλοδαπή[6].
Με βάση την ηθική των πιο πάνω αρετών επιτυγχάνεται κατά το μεγάλο φιλόσοφο η ισορρόπηση αναγκών και μέσων. Εν όψει των διαθεσίμων αγαθών, λύση είναι ο περιορισμός των ανθρωπίνων αναγκών. Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, οι ηθικές αυτές αρχές προσδιορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά σε σχέση με την οικονομία, ενόσω εσωτερικοποιούνται ή εντάσσονται στη δομή της κρατικής πολιτικής ή κατά την ανταλλαγή αποκαλύπτεται ότι η συμμόρφωση προς τις αρχές αυτές αποδίδει ωφέλεια σε όλους ή τουλάχιστον σε πολλούς[7]. Η καλλίστη ζωή για το άτομο και την πολιτεία είναι η ζωή της αρετής όταν έχει αρκετά εξωτερικά αγαθά για την εκτέλεση καλών πράξεων[8]. Πέρα του ορίου αυτού η κατοχή εξωτερικών αγαθών είναι βλαπτική. Σώρευση επομένως πλούτου χάριν του πλούτου είναι περιττή. Το εμπόριο δεν είχε σκοπό την παραγωγή απεριορίστου πλούτου, αλλά να διευκολύνει την ικανοποίηση αναγκών του ατόμου ή της πολιτείας. Η πολιτεία θα πρέπει να έχει ως σκοπό επαρκή αγαθά για να στηρίξει ένα ορισμένο επίπεδο πολιτών. Ούτε υπέρμετρη φτώχεια, ούτε υπέρμετρος πλούτος, ούτε αδικίες. Κρίσιμο ρόλο στην αριστοτελική ηθική θεωρία παίζει η δικαιοσύνη και η συμμόρφωση των πολιτών προς τους κανόνες της. Για το λόγο αυτόν ανταλλαγή έξω από την κλίμακα των ορθών αναλογιών θα ήταν άδικη, όπως άδικη είναι και η λήψη τόκου, ενώ σημασία είχε η δίκαιη τιμή. Το χρήμα γι ’ αυτόν είναι μέσο διακράτησης αξίας και μέσο ανταλλαγής, αλλ’ οι μεγάλες μεταβολές της αξίας του οδηγούν σε αδικίες.
Συνεπώς ο Αριστοτέλης, όπως άλλωστε και η αρχαιοελληνική σκέψη, εύρισκε ότι η ηθική διά των αρετών και ιδιαίτερα διά της αρετής της δικαιοσύνης επηρεάζουν τη συμπεριφορά πολιτείας και κράτους. Από την άποψη αυτή οι περιεχόμενες στην ηθική αρετές δεν είναι ετερογενείς αρχές για την οικονομία.
Παρά τις μεγάλες αντιρρήσεις για το συνδυασμό των τριών αυτών αρχών, η εποχή μας επανέρχεται στο αρχαιοελληνικό πρότυπο και τείνει να νομιμοποιήσει τη σύγχρηση των τριών κριτηρίων. Πραγματοποιείται τώρα και στον τομέα της οικονομικής επιστήμης η καθολικότερη στροφή προς τον άνθρωπο.
Η ανακίνηση του θέματος κατά τις τελευταίες δεκαετίες οφείλεται μεταξύ άλλων και στις εργασίες του John Rawls, του Robert Nozick, του James Buchanan και του Gordon Tullock[9]. Όπως παρατηρεί ο Sir Jiosiah Stamp οι ηθικές αντιλήψεις έχουν επιδράσει στον 20ό αιώνα και έχουν επιφέρει βασικές μεταβολές στην οικονομική πολιτική[10].
Ο καθηγητής του Εράσμιου Πανεπιστημίου του Rotterdam Wim Klever, σε παλαιότερη μελέτη του (1990) σχετικά με τη δυνατότητα ύπαρξης «καθαρής» οικονομικής επιστήμης, υποστηρίζει ότι χωριστή επιστήμη της οικονομικής συμπεριφοράς, χωρίς την πολιτική και ηθική, είναι εννοιολογικά αδύνατη, όπως άλλωστε είχε υποστηρίξει προ 300 ετών περίπου και ο Spinoza στην «Ηθική» του. Ο A. S. Eichner, αντίθετα, εκφράζει την άποψη, στη μελέτη του με τον τίτλο “Why economics is not yet a science” (Journal of economic issues, 17, 507-520, 1983) ότι η οικονομική δεν είναι ακόμη επιστήμη. Από τους οικονομολόγους αυτούς προβάλλεται το επιχείρημα ότι το πολιτικό περιβάλλον καθορίζει τις αντανακλάσεις και τις κανονικότητες της οικονομικής επιστήμης. Έχομε λησμονήσει, τονίζει ο καθηγητής Klever, ότι η οικονομική σκέψη ήταν πάντα συνηρτημένη προς άλλες πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως αναπτύχθηκαν έκτοτε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά και από άλλους Έλληνες επιστήμονες. Και προσθέτει: οι αρχαίοι Έλληνες πολίτες δεν ήσαν ούτε τυφλοί για τα οικονομικά φαινόμενα ούτε κοντόφθαλμοι στο χειρισμό τους. Αντιλαμβάνονταν την αγορά στην πόλη τους. Η πόλη ήταν γι’ αυτούς το κράτος που λειτουργούσε με το δικό τους αίμα και ιδιοκτησία υψηλής αξίας ή ασφάλειας. Τι θα ήταν περισσότερο φυσικό από το να θεωρούν τους οικονομικούς νόμους ως όψεις πολιτικών διαδικασιών;
Οι αρχαίοι Έλληνες έριχναν το βάρος στην πολιτική κοινωνία, στους πολιτικούς θεσμούς. Το είδος της οικονομικής λειτουργίας που είχε κάθε λαός ήταν συνάρτηση της πολιτικής του οργάνωσης. Χωριστή οικονομική επιστήμη απερρίπτετο ως εννοιολογικά αδύνατη. Αν σήμερα η οικονομική δεν είναι ακόμη επιστήμη, όπως υποστηρίζει ο A. S. Eichner [“Why economics is not yet a science” στο Journal of economic issues 17 (507-520) 1983], αυτό οφείλεται στο ότι ξεχάσαμε την απαρχή της στην αρχαία Ελλάδα και τη συστηματική της αλληλουχία με άλλες απόψεις της ανθρώπινης κατάστασής μας, όπως αναπτύχθηκε από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους Έλληνες επιστήμονες. Αυτός είναι και ο λόγος που οι οικονομικές τους πραγματείες εμπεριέχονται στα πολιτικά τους κείμενα. («Πολιτεία», «Νόμοι» του Πλάτωνα, «Ηθικά-Νικομάχεια», «Πολιτικά» του Αριστοτέλη). Στην Ελλάδα, τονίζει ο Wim Klever, η οικονομική είναι δίδυμη της πολιτικής επιστήμης (στο έργο του Archeologie van de economie, De economische theorie in de Griekse oudheid, 1990).
Χωρίς να παραγνωρίζεται η πρακτική αυτοτέλεια των οικονομικών, τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης θεωρούν την οικονομική σύμφυτη με την πολιτική. Κατά τον Πλάτωνα:
«ἤ τίν ’ οἴει ἀρχήν ἄλλην πόλιν οἰκίζειν; Οὐδεμίαν ἦ δ’ ὅς οὕτω δή ἄρα παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον ἐπ’ ἄλλου, τόν δ’ ἐπ’ ἄλλου χρεία, πολλῶν δεόμενοι, πολλούς εἰς μίαν οἴκησιν ἀγείραντες, κοινωνούς τε καί βοηθούς, τούτῃ τῇ ξυνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα... Μεταδίδωσι σ’ ἄλλος ἄλλῳ, εἴ τι μεταδίδωσιν, ἤ μεταλαμβάνει, οἰόμένος αὐτῷ ἄμεινον εἶναι;» (Πολιτεία 369, B-C).
Βέβαια σ’ αυτό το χωρίο δεν γίνεται λόγος για οικονομία. Αλλά ο όρος συνοικία είναι σχεδόν ταυτόσημος. Κατά τον ίδιο τον Πλάτωνα τα «ἅπερ νομίζεται» είναι συνήθεις κανονικές πράξεις στην οικονομική πρακτική. Ουσιαστικά υπάρχει, κατά τον Πλάτωνα (Πολιτεία), ουσιώδης συσχέτιση των οικονομικών νόμων με τις καταληπτές και εν πολλοίς γνωστές φάσεις πολιτικής ανάπτυξης ή εκφυλισμού, που δίνει στους πολίτες τη δυνατότητα, ή σε άλλους συμμέτοχους στο δίκτυο, να προβλέψουν και να προλάβουν με τις αποφάσεις τους τις μελλοντικές καταστάσεις.
Στους «Νόμους» αναζητείται βραδύτερα ο τρόπος οργάνωσης της οικονομοπολιτικής κοινότητας, έτσι ώστε να περιορίζονται ή να προλαμβάνονται μοιραίες καταστροφές κατά το δυνατόν. Κλειστό οικονομικοπολιτικό σύστημα εντός περιοριστικών όρων, σταθερότητα πληθυσμού, εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα, φρούρηση των συνόρων, έλεγχος τιμών και μισθών, φορολόγηση των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου κ.λπ. Τη σταθερότητα του κράτους κατ’ εξοχήν επιτυγχάνει η ισότητα μεταχείρισης που στην ουσία σημαίνει προσφορά ανίσων στα άνισα.
Ο Πλάτων κάνει λόγο για την ισότητα που απονέμεται στη φύση στα άνισα άτομα. Στο σημείο αυτό μάλιστα προσδιορίζει τη σχέση των εισοδημάτων: το εισόδημα των πιο πλούσιων δεν θα πρέπει να ξεπερνά το τετραπλάσιο των χαμηλότερων εισοδημάτων. Τυχόν διαφορά πρέπει να αποδίδεται στο κράτος. Κάθε λογική οικονομία χαρακτηρίζεται από μια πολιτικά εξαναγκαστή αναλογία μεταξύ εισοδήματος και κερδών των πλουσίων και των φτωχών πολιτών.
Ανάλογες είναι οι απόψεις του Αριστοτέλη. Τονίζοντας τούτο ο Klever (op. cit.) ελπίζει να πείσει ότι ο Μ. I. Finley έχει άδικο υποθέτοντας ότι οι αρχαίοι, και μαζί μ’ αυτούς ο Αριστοτέλης «δεν είχαν αντίληψη της οικονομίας», αφού δεν είχαν την αντίληψη των σχετικών νόμων (στο Aristotle and economic analysis, op. cit.).
Ο Αριστοτέλης υπογραμμίζει ότι η ηθική εμπεριέχει την οικονομική και ανήκει στην πολιτική, που είναι η πιο υψηλή και η πιο αρχιτεκτονική επιστήμη (τῆς κυριωτάτης καί μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς, 1094β, 2-3). Χωρίς οικονομία και χωρίς πολιτεία κανείς δεν μπορεί να υπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα. Οι νόμοι της μιας επιστήμης είναι νόμοι της άλλης. Είναι αδύνατο να κατανοήσομε τις κανονικότητες μιας εθνικής οικονομίας χωρίς να λάβομε υπόψη τους μηχανισμούς της ανθρώπινης δράσης και των παθών αφ’ ενός και τους μηχανισμούς στη μακροδομή του πολιτικού συνασπισμού αφ’ ετέρου.
Σε ό, τι αφορά τη δικαιοσύνη, που αναπτύσσεται κυρίως στα «Ηθικά-Νικομάχεια», δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά από τον Πλάτωνα. Βασική κατεύθυνση από την άποψη αυτή είναι η «μεσότης», το «μέτριον». Και εδώ εξαίρεται η σχέση οικονομίας, ηθικής, πολιτικής. Ονομάζει δίκαιο τα πράγματα που φέρουν και συντηρούν την ευτυχία μας στην πολιτική κοινότητα. Ο ίδιος επαναλαμβάνει τον Πλάτωνα: αν οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι, δεν θα λάβουν ίσα μέρη. Το δίκαιο είναι κάτι ανάλογο. Αναλογία δεν είναι ιδιοκτησία των μεμονωμένων αριθμών, αλλά όλων των ειδών των αριθμών. Η αναλογία στην πράξη είναι ισότητα αναλογιών (λόγων). Το δίκαιο υποδεικνύει μιαν αρχή, που αντιπροσωπεύει μιαν ανυπέρβλητη αρχή της πολιτικής οικονομίας. Όταν ο μισός πληθυσμός δεν συνεισφέρει στην ευημερία του άλλου μισού και η πόλη (πολιτική) και η οικονομία απονεκρούνται.
Το συμπέρασμα είναι ότι η ανάγκη «συνέχει» την κοινωνία και την οικονομία. Ο Αριστοτέλης, μιλώντας για «οικονομικό δίκαιο» και πολιτικό δίκαιο, διακρίνει τις δύο έννοιες, αλλά δέχεται ότι η μία εξαρτάται από την άλλη, όπως δέχονται οι σύγχρονες για την οικονομία και την πολιτική. Το δίδαγμα ότι πολιτικά, οικονομικά και ηθικά κριτήρια πρέπει να συμβιβάζονται και για την επιβίωση της κοινωνίας και της οικονομίας και για τη συντήρηση της ηθικής ως συνεκτικού δεσμού έρχεται από την αρχαία Ελλάδα και βαθμιαία υιοθετείται από τους παράγοντες της πολιτικής, οικονομικής, ηθικής ζωής.
Διαπιστώνεται τελικά, ότι και το αρχαίο και το σύγχρονο αξιολογικό σύστημα καταλήγει στο homo humanitarius. Μεταξύ της σύγχρονης αυτής (και της αρχαίας) σκοποθεσίας της οικονομίας αφ’ ενός και του ρικαρντιανού προτύπου του “homo economicus” αφ’ ετέρου, δηλαδή μεταξύ της ελληνικής θεωρίας να μη δικαιώνεις κάθε πλούτο ή κάθε αμιγές οικονομικό κίνητρο χωρίς ηθικές αναστολές και της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας, που εξαφανίζει κάθε άλλη ιδέα και κίνητρο, πλην του στενού οικονομικού, προτιμότερη είναι η αρχαιοελληνική και η σύγχρονη ή τουλάχιστον λιγότερο αποκρουστική. Πολύ ορθώς σημειώνει ο Al. Trever:
«Οι κυριώτεροι οικονομολόγοι επιμένουν τώρα ολοένα και περισσότερο στην ελληνική ιδέα ότι τα οικονομικά προβλήματα πρέπει να θεωρούνται από την άποψη τον όλου ανθρώπου ως πολίτη σε μια κοινωνία. Η σύγχρονη πολιτική οικονομία έθεσε τον άνθρωπο ως άνθρωπο και όχι τον πλούτο στην πρώτη γραμμή και υπέταξε τα πάντα στην αληθινή τον ευημερία»[11].
Αξίζει τον κόπο να παρατεθούν σχετικά με το θέμα αυτό τρεις θεμελιώδεις γνώμες: του Ely, που διαπιστώνει ότι σημειώνεται ήδη επιστροφή στις αρχαιοελληνικές απόψεις, «ανάγκη, γενναιότητα, ευγένεια χαρακτήρα, αυτοθυσία και όλα όσα είναι αληθινά και καλά για τη φύση μας έχουν τη θέση τους στην οικονομική ζωή»[12]. Και του ιδίου επίσης: «Η επιστήμη που ασχολείται με τον πλούτο χωρίς να είναι ευαγγέλιο του Μαμμωνά, αναγκαστικά αρχίζει και τελειώνει με τη μελέτη του ανθρώπου»[13]. Και του Schoenberg: “Es soli kein Widerspruch zwischen Ethik und Volkswirtschaft bestehen, es soil das Sittengesetz fur die Wirtschaft gelten und in ihr ausgefiihrt werden”[14]
Ένας από τους σύγχρονους ιστορικούς της οικονομίας, ο W. Η. Haney, δίνει τον ορισμό της οικονομίας του Πλάτωνα, βάσει των στοιχείων που προτείνει ο συγγραφέας της Πολιτείας[15]:
«Οικονομική είναι η επιστήμη που ασχολείται με την ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών με ανταλλαγή, επιζητώντας να ρυθμίσει τους παραγωγικούς κλάδους του κράτους, ώστε να κάνουν τους πολίτες τους καλούς και ευτυχείς και έτσι να προάγουν το υψηλότερο επίπεδο ευημερίας».
Ο Teo Suranyi Unger γράφει ότι «η οικονομία είναι κλάδος της πολιτικής φιλοσοφίας και ηθικής»[16].
Φορέας του πνεύματος αυτού υπήρξε επίσης ο John Ruskin, στην εισαγωγή της μνημειώδους έκδοσης του οποίου παρατίθεται προσφώνηση, υπογεγραμμένη από πολλούς συγχρόνους Άγγλους οικονομολόγους, ως αναγνώριση της συμβολής του στη σύγχρονη εξέλιξη της οικονομικής σκέψης. Ο Stimson τονίζει ότι η μελλοντική πολιτική οικονομία θα κάνει τα τούβλα της για την οικοδόμηση «από τη γη του Ruskin, παρά από τα άχυρα του Ricardo». Και: «η πολιτική οικονομία της σήμερον είναι η πολιτική οικονομία του John Ruskin και όχι του John Bright, του John Stuart Mill»[17].
Είναι προφανές ότι η συνεργασία ηθικής, πολιτικής και οικονομίας είναι η αναφαινόμενη ιδέα στον 20ό και θα είναι η δεσπόζουσα στον 21ο αιώνα.
Η στροφή προς τον άνθρωπο, που ξαναεπιχειρείται σήμερα, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, δικαιώνει τις παρατηρήσεις του Marc Bloch: «Το μόνο ον με σάρκα και οστά είναι ο άνθρωπος, χωρίς τίποτα περισσότερο, που ενώνει όλα αυτά μαζί»[18]. Θα έλεγα πόσο ορθή είναι στο σημείο αυτό η παρατήρηση του J. Ulmo: «Εναντίον της ιδεαλιστικής σχολής, που θα ισχυριζόταν ότι εφευρίσκομε το πραγματικό, εναντίον της ρεαλιστικής που θα ισχυριζόταν ότι υφιστάμεθα το πραγματικό, η ανάλυση της οικονομικής σκέψης σάς απαντά: επιλέγομε το πραγματικό»[19].
Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη ο Sismonde de Sismondi κατηγορούσε μεν τους αρχαίους Έλληνες στοχαστές ότι υποτιμούν τη λειτουργία του υλικού πλούτου, αλλά αναγνώριζε ότι οι αρχαίοι «τουλάχιστον δεν έχαναν ποτέ από το νου τους ότι ο πλούτος δεν είχε άλλο σκοπό παρά να συμβάλει στην εθνική ευτυχία και αυτό γιατί δεν έβλεπαν ποτέ την οικονομία αφηρημένα. Ο τρόπος της θεώρησης γι ’ αυτούς ήταν καμμιά φορά πιο δίκαιος από το δικό μας»[20].
Υπάρχει κατά συνέπεια σήμερα, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, τάση σύγχρησης και των τριών πιο πάνω κριτηρίων στα πλαίσια της οικονομικής επιστήμης. Η πορεία από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η ανάγκη προσφυγής και σε άλλες ενότητες λογικής και γνώσης για τη διαπραγμάτευση του αντικειμένου της οικονομίας κινδυνεύει να αμβλύνει το specificum της σημερινής οικονομικής επιστήμης και να την ξεχειλώσει σε παμπεριεκτική επιστήμη. Η σύνθεση δεν είναι μόνο δυσχερής. Είναι μέγα εγχείρημα γιατί για το σκοπό αυτό θα χρειασθεί σύνθεση στοιχείων ψυχολογικών, κοινωνιολογικών, ιστορικών, ηθικών και πολιτικών. Και κοντά σ’ αυτά με ένα είδος ιστορικής και συγκριτικής ανθρωπολογίας, όπως λέγει η Joan Robinson, είναι δυνατό να χάσει τον αυστηρό αναλυτικό χαρακτήρα της και να σχετικοποιηθεί. Στη φάση της πολιτικής για την οικονομική ανάπτυξη, σημασία έχει ότι το φαινόμενο δεν είναι αυτόνομο, όπως παρατηρεί ο Schumpeter, δεν είναι φαινόμενο που μπορεί να αναλυθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό μόνο με οικονομικά μέσα, ανεξαρτήτως αν αυτό είναι έργο για σοφούς. Αυτός προφανώς είναι και ο λόγος που στην αρχαία Ελλάδα η διερεύνηση παρομοίων θεμάτων επραγματοποιείτο με ευρύτερη σύνθεση πολλών επιστημών, κριτηρίων και σκοπιμοτήτων.
----------------
[1] Κατά τον A. Souchon (Les theories economiques dans la Grece antique, Paris, σελ. 33 και επ.) η οικονομική επιστήμη στους Έλληνες ήταν τμήμα της ηθικής, όχι απλής επιστήμης χρωματισμένης με την ηθική. Η ηθική για τους Έλληνες ήταν η υποταγή του ατόμου στο κράτος. Ο Σωκράτης ανάμεσα στη συνείδηση και το νόμο έριχνε το βάρος στο νόμο (Απομνημ. I, 3, 4. II, 1,12, IV, 3, 6). Ο Αριστοτέλης μετρά την ηθική από τα πλεονεκτήματα που μπορεί να δώσει στην πολιτεία. Η πολιτική έπρεπε να συμβιβάζει τα κοινωνικά συμφέροντα και ήταν όργανο πραγμάτωσης της ηθικής. Με άλλα λόγια η ηθική είχε ως σκοπό την πολιτεία. Ωστόσο τα πράγματα και κατά Αριστοτέλη και κατά Πλάτωνα δεν ήσαν έτσι. Ο Σωκράτης ζητούσε απλώς μιαν έλλογη θυσία του ατόμου στο κράτος. Αλλά χρειαζόταν μιαν ανανέωση της πολιτείας. Και η αντίφασή του συνίστατο σε τούτο: οι πολίτες θα ανανέωναν το κράτος για να επιδιώξει δικαιοσύνη ή το κράτος τους πολίτες (σελ. 46).
1α (Josef J. Spengler, Origins of economic thought and justice, Southern Illinois, University Press, 1980, σελ. 116. John Ferguson, Moral values in the ancient world, London Methuen, 1958. F. H. Bradley, Ethical Studies, London, Oxford University Press, 1962.
[2] Του ιδίου, op. cit., σελ. 122.
[3] Talcott Parsons, The social system, Glencoe, Free Press, 1951. Του ιδίου. The structure of social action, New York, McGraw Hill, 1933. Talcott Parsons and Neil J. Smelser, Economy and Society, Glencoe, Free Press, 1956.
[4] Αριστοτέλης, Ηθικά-Νικομάχεια, ιδιαιτέρως 1103β, 1105β, 1106β, 1172α, 1180α, 1180β.
[5] Αριστοτέλης, op. cit., 1140α - 1140β.
[6] Αριστοτέλης, Πολιτικά, I, 7, 2.
[7] J. Soudek, “Aristotle’s theory of exchange, An inquiry into the origin of economic analysis”, Proceedings q{ the American Philosophical Society, 96, 1952, σελ. 45-7.
[8] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1323β-1324β.
[9] John Rawls, A Theory of Justice, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1971, σελ. 258. Robert Nozick, Anarchy, State and Utopia, New York, Basic books 1974 κεφ. 7 και 10. James Buchanan, Cost and Choice, Chicago, Markhan, 1969. Του ιδίου, The limits of liberty, Between anarchy and Leviathan, Chicago, University of Chicago Press, 1975. Του ιδίου, “Utopia, The minimal state and Entitlement”, Public Choice 23, 1974. Του ιδίου, “What should Economists do”, Southern Economic Journal 30, 1964.
[10] Sir Jiosiah Stamp, The Christian ethic as an economic factor, London, Routledge and Kegan Paul, 1962. Thorfial Boman, Hebrew thought compared with greek, London SCM Press, 1960. Του ιδίου, Social theory of Christian thought, London, Routledge and Kegan Paul, 1959.
[11] Al. A. Trever, A history of greek economic thought, op. cit. Hilda D. Oakeley (εκδ.), Greek Ethical Thought from Homer to the Stoics, Boston, Beacon Press, 1950. K. J. Dover, Greek popular morality in the time of Plato and Aristotle, Blackwell, Oxford, 1975. Wim Klever, Archeologie van de economie. De economische theorie in de Griekse oudheid. 3η έκδ. 1990. Του ιδίου διάλεξη στο συνέδριο Δελφών, 22-26 Σεπτ. 1994: “The identity of economic and political science according to Plato and Aristotle”. (Περισσότερα στα κεφάλαια για τον Πλάτωνα και Αριστοτέλη).
[12] Ely, Studies in historical and political science, σελ. 48 και 64, αναφ. από Trever, σελ. 11.
[13] Ely, Outlines of economics, 1908, σελ. 4, Seligman, Principles of economy, 1905, σελ. 14, όπου αναφέρει τη φράση του Ruskin επιδοκιμαστικά: «δεν υπάρχει πλούτος, αλλά ζωή».
[14] Schoenberg. Handbuch der politischen Oekonomie, 1890, 1, 56.
[15] W. H. Haney, History of economic thought, σελ. 52. Αναφερόμενο από Trever, op. cit., σελ. 11. To ίδιο πνεύμα διέπει τη διδασκαλία του Αριστοτέλη. Ο ίδιος τονίζει στα «Πολιτικά» όπως αναφέρθηκε πιο πάνα):
«Φανερόν τοίνυν ὅτι πλείων ἡ σπουδή τῆς οἰκονομίας περί τούς ἀνθρώπους ἤ περί τήν τῶν ἀψυχων κτῆσιν καί περί τήν ἀρετήν τούτων ἤ περί τῶν τῆς κτήσεως, ὅν καλοῦμεν πλοῦτον καί ταῶν ἐλευθέρων μᾶλλον ἤ των δούλων» (Πολιτικά, 1259β, 20-24).
Και ο Ξενοφών σαφώς προτείνει την αύξηση των μέσων, την αύξηση της παραγωγής αγαθών και εισοδημάτων με σκοπό την ευημερία, αρκεί η κτήση να πραγματοποιείται με έντιμα μέσα και η δικαιοσύνη να είναι κριτήριο και αυτή των οικονομικών πράξεων. Προς το σκοπό αυτόν τείνουν άλλωστε και οι απόψεις του για την εκπαίδευση και χειραφέτηση της γυναίκας, για τη δικαιοσύνη υπέρ των δούλων, πράγμα που οδηγεί παράλληλα στην αύξηση της παραγωγής. Βλέπε π.χ. Colin, “En lisant Xenophon”, Revue d’ etudes grecques, 1919.
[16] Teo Syranyi Unger, Philosophie in der Volkswirtschaftslehre, I, Jena, 1923, σελ. 27.
[17] Stimson, Quarterly Journal of economics, II, 1888, 85 (Trever, σελ. 149).
[18] Marc Bloch, Apologie pour Γ histoire en metier d’ historien, σελ. 57.
[19] J. Ulmo, Reine Philosophie, Nov.-Dec. 1936, σελ. 339.
[20] Sismonde de Sismondi, Nuovi piincipii di economia politica, Bibl. degli economist!, SI, 1854, VI, σελ. 459.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου