«Ο Στωϊκισμός υπήρξε η σημαντικότερη κίνηση στην Ελληνιστική Φιλοσοφία, και επίσης εκείνη που άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση. Για περισσότερο από 4 αιώνες περιελάμβανε στις τάξεις του μεγάλο αριθμό μορφωμένων ανθρώπων, και η επίδραση του δεν περιορίστηκε στην Κλασική Αρχαιότητα» (Α. Α. Long)
«Ο αληθινός Στωϊκός είναι ένας άνθρωπος που υποτάσσεται στην τύχη με θάρρος και αξιοπρέπεια, επειδή αντιλαμβάνεται ότι είναι καταδικασμένη οποιαδήποτε αντίσταση απέναντί της, πρεσβεύει δηλαδή ο στωϊκός άνθρωπος την επιγραμματική διατύπωση volentem ducunt fata, nolentem trahunt, δηλ. η Μοίρα οδηγεί εκείνους που θέλουν να την ακολουθήσουν και σέρνει εκείνους που το αρνούνται» (A. S. Bogomolov)
«Το χριστιανικό μήνυμα, που επαναλαμβάνεται ατελείωτα στ’ αυτιά μας εδώ και δύο χιλιετίες, είναι ότι η Βασιλεία του Θεού θα έλθει σύντομα. Αντιθέτως, ο Στωϊκισμός εκήρυσσε ότι όλοι ζούμε ήδη μέσα στο Βασίλειο του Θεού, απλώς μόνον ο στωϊκός σοφός μπορεί να το συνειδητοποιήσει» (Allen Thornton)
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ»
Τόσο οι Επικούρειοι όσο και οι Στωικοί χώριζαν τη φιλοσοφία σε τρεις κλάδους, στην ηθική, στη φυσική και στη λογική, και αμφότεροι θεωρούσαν ότι η φυσική και η λογική υπάγονταν στην ηθική. Και οι δυο σχολές επέμεναν ότι κύριος σκοπός της φιλοσοφίας ήταν η κατάκτηση της ευτυχίας, και ότι για να είναι ευτυχής ο άνθρωπος πρέπει να ζει απαλλαγμένος υπό το άγχος και τον φόβο. Αλλά επειδή, όσο παραμένει αδαής σε σχέση με τις αιτίες των φυσικών φαινομένων, θα συνεχίσει να βασανίζεται από παράλογους φόβους, έπεται ότι πρέπει να μελετήσει τη φυσική καθώς και την ηθική φιλοσοφία. Παρ’ όλο που Επικούρειοι και Στωικοί διαφωνούσαν τόσο στο ζήτημα του υπέρτατου αγαθού όσο και σε πολλά θεμελιώδη προβλήματα της φυσικής, αμφότεροι υποστήριζαν ότι το βασικό κίνητρο για τη διερεύνηση των προβλημάτων αυτών ήταν η κατάκτηση της αταραξίας.
Ο Επίκουρος, που γεννήθηκε στη Σάμο από Αθηναίους γονείς γύρω στο 341 π.κ.ε. και ίδρυσε τη σχολή του, τον Κήπο, στην Αθήνα στα τέλη του ίδιου αιώνα, δηλώνει κατηγορηματικά στο σύγγραμμά ίου Κύριαιδόξαι (11) ότι «αν δεν μας βασάνιζαν υποψίες για τα ουράνια φαινόμενα και σε σχέση με τον θάνατο, μήπως τελικά σημαίνουν κάτι για μας, και ακόμη η αδυναμία μας να διακρίνουμε τα όρια του πόνου και των επιθυμιών, δεν θα μας χρειαζόταν η μελέτη της φύσης». Και στην Επιστολή προς Πυθοκλήν (85) υποστηρίζει «να θυμάσαι ότι η μελέτη των ουράνιων φαινομένων δεν έχει άλλο σκοπό… από την αταραξία και τη βέβαιη πίστη».
Καταφέρεται επανειλημμένα κατά της δεισιδαιμονίας και της μυθολογίας. «Ηλιοστάσια, εκλείψεις, ανατολές και δύσεις» κ.ο.κ. συμβαίνουν «χωρίς την αρωγή ή τη διαταγή» των θεών, και η τακτικότητα των φαινομένων στον ουρανό οφείλεται στη διευθέτηση των ατόμων και όχι στον θεό (Επιστολή προς Ηρόδοτον, 76 κ. εξ.). Αλλά παρ’ όλο που η φυσική επιστήμη χρησιμοποιείται για την κατάρριψη ψευδών θρησκευτικών πεποιθήσεων, η συνέχιση της μελέτης της φυσικής θεωρείται περιττή εφόσον έχει φτάσει κανείς οε κάποιες εξηγήσεις για φαινόμενα τα οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οφείλονται σε υπερφυσικές δυνάμεις ή που θα μπορούσαν, με άλλο τρόπο, να γεννήσουν παράλογους φόβους.
Πάντως, ο ίδιος ο Επίκουρος προχώρησε τις έρευνες του σε ορισμένα προβλήματα της φυσικής πολύ περισσότερο απ’ όσο θα υπέθετε κανείς, με δεδομένα τα κίνητρά του. Οι κύριες πηγές μας για τη φυσική του είναι οι Επιστολές προς Ηρόδοτον και προς Πυθοκλήν, ενώ το λατινικό ποίημα Περί της φύσεως των πραγμάτων (De rerum natura), έργο του ένθερμου οπαδού του Λουκρητίου (1ος αιώνας π.κ.ε.), είναι επίσης πολύτιμο. Αν και ο ίδιος αρνούνταν οποιαδήποτε οφειλή σε προγενέστερους στοχαστές, οι βασικές φυσικές θεωρίες του προέρχονται από τους ατομικούς του 5ου αιώνα π.κ.ε. τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο.
Όπως και εκείνοι, υποστήριζε ότι μόνον τα άτομα και το κενό υφίστανται. Υπάρχει άπειρος αριθμός ατόμων τα οποία βρίσκονται σε διαρκή κίνηση μέσα σε ένα άπειρο κενό. Συγκρούονται μεταξύ τους και αναπηδούν το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζοντας, έτσι, σύνθετα σώματα· οι δε αισθητές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα σώματα αυτά δεν είναι πραγματικές αλλά φαινομενικές. Όλες αυτές οι ιδιότητες όπως η θερμότητα, το χρώμα, η γεύση κ.ο.κ. οφείλονται, και μπορούν να αναχθούν, σε διαφορές στις πρωταρχικές ιδιότητες των ατόμων, όπως το σχήμα και η θέση.
Ως εδώ, ο Επίκουρος απλώς συμβαδίζει με τον Δημόκριτο. Αλλά σε ορισμένα σημεία της θεωρίας του παρέκκλινε από τη δημοκρίτεια διδασκαλία – στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως φαίνεται, εν είδει απάντησης στις επικρίσεις που είχε διατυπώσει ο Αριστοτέλης κατά του ατομισμού στην αρχική μορφή του. Ένα από τα ζητήματα που οι προγενέστεροι ατομικοί είχαν αφήσει αναπάντητο αφορά τη φύση των ίδιων των ατόμων.
Ενώ είναι βέβαιο ότι πίστευαν πως τα άτομα είναι φυσικώς αδιαίρετα (πως δηλαδή δεν μπορούν να κατατμηθούν), παραμένει ασαφές αν πίστευαν ότι είναι μαθηματικώς διαιρετά (δηλαδή, διαιρετά τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο).[1] Έτσι, ο Αριστοτέλης καταφέρθηκε εναντίον των ατομικών με ένα σκεπτικό που ότι πίστευε πως δεν μπόρεσαν να διακρίνουν μεταξύ της φυσικής και της μαθηματικής αδιαιρετότητας. Η απάντηση του Επικούρου ήταν να θεωρήσει δύο είδη «ελάχιστων» και να καταστήσει σαφή τη διάκρισή ανάμεσά τους. Τα άτομα είναι τα φυσικά «ελάχιστα», οι αδιαίρετες μονάδες από τις οποίες απαρτίζονται τα φυσικά αντικείμενα, αλλά το ίδιο το άτομο έχει μέγεθος και περιλαμβάνει, και αποτελείται από, μαθηματικώς αδιαίρετα μέρη.
Τώρα, όσον αφορά το σχήμα των ατόμων, οι προγενέστεροι ατομικοί μπορεί να θεωρούσαν ότι, όπως ακριβώς τα άτομα ήταν άπειρα σε αριθμό, έτσι άπειρα σε ποικιλία ήταν και τα σχήματά τους. Αλλά τότε θα μπορούσε να διατυπωθεί η ένσταση ότι, αν υπήρχε άπειρη ποικιλία σχημάτων, τότε κάποια από τα άτομα θα ήταν εξαιρετικά μεγάλα, σίγουρα αρκετά μεγάλα ώστε να είναι ορατά. Αυτό δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει δεκτό, και η απάντηση του Επικούρου ήταν να υποστηρίξει ότι τα σχήματα -και τα μεγέθη- των ατόμων δεν είναι άπειρα, αλλά απροσδιορίστου αριθμού.
Αλλά η σημαντικότερη αναθεώρηση που εισήγαγε ο Επίκουρος αφορά το ΒΑΡΟΣ
Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος υποστήριζαν ότι οι πρωταρχικές ιδιότητες των ατόμων είναι μόνον το σχήμα, η διάταξη και η θέση. Στις ιδιότητες αυτές ο Επίκουρος προσέθεσε το βάρος – κατά τους προγενέστερους ατομικούς, μια δευτερεύουσα ιδιότητα η οποία αποκτάται όταν τα άτομα έχουν συναθροιστεί για να δημιουργήσουν έναν κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Επίκουρος ερμήνευε πολύ διαφορετικά από εκείνους τη διεργασία μέσω της οποίας δημιουργούνται οι κόσμοι.
Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος υποστήριζαν ότι τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις και ότι οι τυχαίες συγκρούσεις τους προκαλούν συσφαιρώσεις που με τη σειρά τους προσελκύουν και άλλα άτομα. Αντιθέτως, ο Επίκουρος θεωρούσε ότι πριν από τον σχηματισμό ενός κόσμου όλα τα άτομα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση μέσα στον χώρο, συγκεκριμένα «προς τα κάτω». Επίσης, ενώ ο Αριστοτέλης, π.χ., είχε υποστηρίξει ότι όσο βαρύτερο είναι ένα σώμα τόσο γρηγορότερα πέφτει, ο Επίκουρος διατεινόταν ότι στο κενό η ταχύτητα δεν εξαρτάται από το βάρος και ότι τόσο τα βαριά όσο και τα ελαφρά άτομα πέφτουν «γρήγορα σαν τη σκέψη».
Αλλά τότε, κανένα άτομο δεν θα συναντούσε ούτε θα συγκρούονταν με άλλα άτομα – και κανένας κόσμος δεν θα δημιουργούνταν έτσι, ο Επίκουρος διατύπωσε την περίφημη, ή μάλλον διαβόητη, θεωρία της παρεγκλίσεως. Ενίοτε, ένα άτομο αποκλίνει ελάχιστα από την κάθετη πτώση. Η απόκλιση αυτή δεν αιτιολογείται – είναι απλώς ένα αποτέλεσμα χωρίς αιτία. Πάντως, οι εν λόγω αποκλίσεις πρέπει, να συμβαίνουν τόσο στην αρχή της δημιουργίας ενός κόσμου αλλά και μέσα στους κόσμους μετά τη διαμόρφωσή τους. Παρ’ όλο που οι πηγές μας είναι ελλιπείς και σε ορισμένα σημεία ασαφείς, φαίνεται ότι ο Επίκουρος εφάρμοσε τη θεωρία της απόκλισης στην περιγραφή της ψυχής, προσπαθώντας να διαφυλάξει την ηθική φιλοσοφία του από τον ντετερμινισμό.
Ήδη από την αρχαιότητα το δόγμα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο χλεύης. Εντούτοις η ηθική θεωρία δεν είναι τόσο ανόητη όσο έχει πολλές φορές υποστηριχθεί. Όντας υλιστής, ο Επίκουρος ερμήνευε τα νοητικά φαινόμενα ως φυσικές αλληλεπιδράσεις των «ατόμων της ψυχής» και το πρόβλημά του ήταν να σηματοδοτήσει την έννοια της ηθικής ευθύνης σε ένα τέτοιο σύστημα. Πολλοί μελετητές διατύπωσαν την άποψη ότι η λύση που έδωσε ήταν η εισαγωγή μιας παρεγκλίσεως στα άτομα της ψυχής για κάθε «ελεύθερη» ενέργεια.
Ωστόσο, δεν διαθέτουμε άμεση μαρτυρία ότι αυτή ήταν η πεποίθησή του, και είναι αλήθεια ότι φαντάζει παράδοξο να εξηγεί κανείς την επιλογή μέσω της επέμβασης ενός μη αιτιολογημένου γεγονότος κατά τη στιγμή της απόφασης. Το πιθανότερο είναι (όπως έχει υποστηριχθεί πρόσφατα[2]) ότι η επικούρεια θεωρία περί ευθύνης, όπως άλλωστε και η αντίστοιχη του Αριστοτέλη, εξαρτάται περισσότερο από την έννοια του χαρακτήρα και ότι η λειτουργία της παρεγκλίσεως είναι απλώς η δημιουργία μιας ασυνέχειας, κάποια στιγμή, στις κινήσεις των ατόμων της ψυχής ώστε να υπάρξει περιθώριο για τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής. Η παρέγκλισις δεν χρειάζεται, και στην πραγματικότητα δεν πρέπει, να συμπίπτει χρονικά με τη στιγμή της επιλογής: το μόνο που απαιτείται είναι να επέλθει κάποια στιγμή ώστε να προκύψει μια εξαίρεση στον κανόνα ότι οι αλληλεπιδράσεις τους είναι απολύτως προκαθορισμένες.
Η ερμηνεία του κοσμολογικού σκέλους της θεωρίας της παρεγκλίσεως είναι λιγότερο αμφιλεγόμενη. Εφόσον θεωρούνταν ότι όλα τα άτομα κινούνται με την ίδια ταχύτητα προς την ίδια κατεύθυνση, τότε θα έπρεπε να υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό προκειμένου να εξηγηθεί η κοσμογονική διαδικασία. Γνωρίζουμε ότι ο κόσμος μας, τουλάχιστον, υπάρχει: συνεπώς, πρέπει, με κάποιον τρόπο να είχαν επέλθει συγκρούσεις ατόμων. Εξάλλου, η πρότασή του ότι ένα μεμονωμένο άτομο αποκλίνει κάθε τόσο από τον κανόνα μπορεί να είναι λιγότερο ανατρεπτική για εμάς σήμερα απ’ όσο για ορισμένους αρχαίους μελετητές.
Η επικρατούσα, αν και όχι μοναδική, αρχαία αντίληψη περί φυσικού νόμου ήταν ότι επρόκειτο για μια αναγκαιότητα που ίσχυε σε όλες ανεξαιρέτως τις εκδηλώσεις ενός δοσμένου φαινομένου – σε αντίθεση με τη σύγχρονη αντίληψη του φυσικού νόμου ως δήλωσης μιας στατιστικής πιθανότητας. Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, η συμπεριφορά ενός μεμονωμένου πυρηνικού σωματιδίου δεν μπορεί να περιγράφει πλήρως – δηλαδή, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ταυτόχρονα τόσο τη θέση όσο και την ορμή του.
Ωστόσο, αυτή η επιφανειακή ομοιότητα δεν πρέπει να επισκιάζει τις θεμελιώδεις διαφορές κινήτρων και πλαισίου ανάμεσα στην επικούρεια θεωρία από τη μια και την πυρηνική φυσική από την άλλη. Όταν ο Επίκουρος εισήγαγε τις εξαιρέσεις στον κανόνα που, κατά τα άλλα, πίστευε ότι ισχύει, αντιλαμβανόταν αυτόν τον κανόνα, σύμφωνα και με την επικρατούσα στην αρχαιότητα άποψη, ως αδήριτη αναγκαιότητα – είναι αυτή ακριβώς η αντίληψη που η σύγχρονη έννοια του φυσικού νόμου έχει εκτοπίσει. Η θεωρία της παρεγκλίσεως δεν ήταν τόσο το αποτέλεσμα έρευνας (λογικής ή εμπειρικής) της φύσης των διαθέσιμων δεδομένων σχετικά με τα άτομα, όσο η απέλπιδα προσπάθειά του να αποσυνδέσει με μια κίνηση την κοσμολογία και την ηθική φιλοσοφία του από τις συνέπειες της φυσικής θεωρίας του.
Ο Επίκουρος διατείνεται ότι δεν μπορεί να δοθεί παρά μία και μοναδική ερμηνεία για θεμελιώδεις αρχές όπως το ότι δεν υπάρχει τίποτε εκτός από τα άτομα και το κενό. Αλλά όσον αφορά την αιτιολόγηση επιμέρους φυσικών φαινομένων, ακολουθεί διαφορετική μέθοδο εξήγησης. Εδώ επιμένει ότι κάθε φαινόμενο μπορεί να έχει, και συνήθως έχει πράγματι, περισσότερες από μία αιτίες. Εάν φαίνεται να υπάρχουν περισσότερες από μία πιθανές εξηγήσεις, πρέπει να γίνονται όλες δεκτές.
Στην Επιστολή προς Πυθοκλήν (86 στ) υποστηρίζει ότι τα ουράνια φαινόμενα «έχουν πολλαπλές αιτίες»: «αν δεχθούμε μία εξ αυτών και απορρίψουμε κάποια άλλη που είναι εξίσου σύμφωνη με το φαινόμενο, είναι φανερό ότι εγκαταλείπουμε τελείως τη μελέτη της φύσης και διολισθαίνουμε απερίσκεπτα προς τον μύθο».
Στην πράξη εφαρμόζει την παραπάνω αρχή όχι μόνο σε ζητήματα όπως η φύση του κεραυνού και της αστραπής, των κομητών, του χαλαζιού ή των ανεμοστροβίλων -στα οποία το επίπεδο των γνώσεων εκείνης της εποχή ήταν πρωτόγονο- αλλά και οε αστρονομικά προβλήματα τα οποία είχαν ήδη ερευνηθεί εκτενώς και με επιτυχία. Παραθέτω, π.χ., τις παρατηρήσεις του για τις φάσεις της Σελήνης από την Επιστολή προς Πυθοκλήν (94):
Ο Επικουρισμός είναι ένα παράξενο αμάλγαμα που συνδυάζει τη σοβαρή έρευνα σε ορισμένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της φυσικής με μια κατά βάση αρνητική στάση απέναντι στην έρευνα των επιμέρους φυσικών φαινομένων. Με την εισαγωγή ορισμένων τροποποιήσεων στην ατομική θεωρία ως απάντηση στους επικριτές της, ο Επίκουρος συνεισέφερε στον διάλογο σχετικά με τα θεμελιώδη συστατικά της ύλης.
Αλλά σε ειδικότερα ζητήματα τομέων όπως η αστρονομία, μόλις η διερεύνηση έφτανε σε κάποια αληθοφανή εξήγηση ή εξηγήσεις και απομακρυνόταν ο πειρασμός να καταφύγει κανείς στον μύθο, η έρευνα σταματούσε. Ο Επικουρισμός αποτελεί διαφωτιστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι βαθύτερες φιλοσοφικές παραδοχές επηρέαζαν τη φύση της επιστημονικής έρευνας, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση η επίδραση αυτών των παραδοχών ήταν διττή και αντικρουόμενη, καθώς περισσότερο αντιτάσσονταν στην εμπειρική έρευνα παρά ενθάρρυναν την αφηρημένη διερεύνηση των θεμελιωδών φυσικών προβλημάτων.
Φιλοσοφικό Σύστημα του Στωικισμού
Το αντίπαλο και μακροπρόθεσμα ευρύτερης επιρροής, φιλοσοφικό σύστημα του Στωικισμού θεμελιώθηκε και αναπτύχθηκε από τρεις στοχαστές, τον Ζήνωνα τον Κυτιέα, τον Κλεάνθη τον Άσσιο και τον Χρύσιππο τον Σολέα. Οι δύο πρώτοι ήταν ελάχιστα νεώτεροι του Επικούρου και ο τρίτος κάπου 50 χρόνια μεταγενέστερός τους, αλλά και οι τρεις έδρασαν κυρίως στην Αθήνα. Ενώ οι θεωρίες των Επικούρειων παρέμειναν αξιοσημείωτα σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια του μακρού βίου της σχολής -όπως διαπιστώνουμε και από τον Λουκρήτιο· ο Στωικισμός πέρασε από πολλές φάσεις, όχι μόνο στην πρώιμη περίοδό του, αλλά και, κυρίως, κατά τις περιόδους της λεγόμενης Μέσης και Ύστερης ή Νέας Στοάς, υπό τη διεύθυνση στοχαστών όπως ο Παναίτιος ο Ρόδιος (γενν. περί το 185 π.κ.ε.), ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς (περ. 130-50 π.κ.ε.) και ο Σενέκας (1ος αιώνας μ.κ.ε.).
Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι τα πιστεύω των ιδρυτών της σχολής. Οι κύριες φυσικές θεωρίες ήταν κατά κύριο λόγο έργο του Ζήνωνα, ενώ ο Χρύσιππος ήταν υπεύθυνος για πολλές από τις επιμέρους θεωρίες και τα επιχειρήματα που συνέβαλαν στην εδραίωση του συστήματος έναντι της κριτικής που διατύπωναν οι αντίπαλοί του.
Ο απώτερος σκοπός της μελέτης των φυσικών φαινομένων ήταν, όπως είπαμε, κοινός για τους Στωικούς και τους Επικουρείους: η επίτευξη της αταραξίας. Ωστόσο, κατά τα άλλα, οι δύο σχολές είχαν θεμελιώδεις διαφωνίες σχεδόν σε όλα τα σημαντικά ζητήματα της φυσικής. Ενώ ο Επίκουρος υποστήριζε ότι τα άτομα και το κενό είναι υπαρκτά, οι Στωικοί αρνούνταν ότι υπάρχει κενό μέσα στον κόσμο, αν και δέχονταν την ύπαρξη άπειρου κενού εκτός του κόσμου. Απέρριπταν το επιχείρημα ότι το κενό είναι αναγκαίο για την ερμηνεία της κίνησης.
Ο κόσμος είναι ένα πλήρες, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την ύπαρξη κίνησης. Όπως τα ψάρια κινούνται μέσα στο νερό, έτσι και κάθε αντικείμενο μπορεί να κινηθεί μέσα στο πλήρες, το οποίο γίνεται αντιληπτό ως ένα ελαστικό μέσο. Στην άποψη ότι η ύλη υπάρχει ως άθροισμα αδιαίρετων μονάδων, οι Στωικοί αντέταξαν ότι ο κόσμος είναι ένα συνεχές η ουσία του οποίου είναι απείρως διαιρετή. Επίσης, ενώ ο Επίκουρος πίστευε ότι ο χώρος και ο χρόνος συγκροτούνται από ελάχιστα μέρη, οι Στωικοί τους αντιλαμβάνονταν ως συνεχή.
Σε αντίθεση με την κατ’ ουσίαν ποσοτική θεωρία των ατομικών, στην οποία οι ποιοτικές διαφορές ανάγονται σε διαφορές ως προς το σχήμα, τη διάταξη και τη θέση των ατόμων, η φυσική των Στωικών ήταν κατά βάσιν ποιοτική. Αφετηρία της κοσμολογίας τους είναι η διάκριση ανάμεσα στις δυο θεμελιώδεις αρχές, την ενεργητική (ποιοῦν) και την παθητική (πάσχον). Το πάσχον είναι η χωρίς ποιοτικές διαφοροποιήσεις ουσία της ύλης (ἀποιος οὐσία τῆς ὕλης). Το ποιούν ορίζεται με διάφορους τρόπους ως αιτία, θεός, λογική, πνεύμα (ζα)ογόνος πνοή), ψυχή και ειμαρμένη.
Και οι δύο αρχές έχουν υλική (σωματική) υπόσταση και για να περιγράφουν τη σχέση τους οι Στωικοί χρησιμοποιούσαν τον όρο κρᾶσις δι’ ὅλων, «γενική μίξη», εισάγοντας μια πρωτότυπη θεωρία η οποία ορίζει διάφορες μορφές σύνθεσης. Ως κρᾶσις ορίζεται η εξ ολοκλήρου αλληλοδιείσδυση δύο ή περισσότερων ουσιών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανάμιξη δύο υγρών όπως ο οίνος και το νερό. Διακρίνεται τόσο από την παράθεσιν – το απλό ανακάτεμα μερών, π.χ. δύο ειδών σπόρων- όσο και από τη σύγχυσιν – στην οποία, όπως σε αυτό που θα ονομάζαμε χημική ένωση, οι συμμετέχουσες ουσίες καταστρέφονται για να δημιουργήσουν μια νέα ουσία. Συνεπώς, η ενεργός αρχή θεωρείται ότι είναι σύμφυτη με ολόκληρο τον κόσμο και ότι διαποτίζει όλα τα μέρη του.
Οι δύο θεμελιώδεις αρχές είναι αγέννητες και άφθαρτες
Αλλά τα φυσικά στοιχεία των υλικών σωμάτων, όπως και το ίδιο το σύμπαν, δημιουργούνται (διακοσμεῖσθαι) και καταστρέφονται (ἐμπυροῦσθαι). Στα χνάρια του Εμπεδοκλή, του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, οι Στωικοί υποστήριζαν ότι όλες οι άλλες φυσικές ουσίες αποτελούνται από τέσσερα στοιχεία: η φωτιά και ο αέρας, που συνδέονται αντίστοιχα με το θερμό και το ψυχρό, είναι τα πιο ενεργητικά στοιχεία, ενώ το νερό και η γη, που συνδέονται αντίστοιχα με το υγρό και το ξηρό, τα πιο παθητικά.
Η διαδικασία της κοσμογονίας αρχίζει όταν η φωτιά μεταβάλλεται πρώτα σε αέρα, μετά σε νερό και, τέλος, σε γη. Αντιστρόφως, ο κόσμος κατά διαστήματα καταστρέφεται όταν η διαδικασία αντιστραφεί και τα άλλα στοιχεία γίνουν και πάλι φωτιά. Έτσι ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει ως πϋρ σε μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται αενάως.
Ως εδώ, η θεωρία των στοιχείων και η κοσμογονία των Στωικών απηχούν παραδοσιακές πεποιθήσεις, αλλά στη θεωρία περί πνεύματος, επέδειξαν μεγαλύτερη πρωτοτυπία, παρ’ όλο που και στην περίπτωση αυτή δανείζονται στοιχεία από την προγενέστερη φιλοσοφία. Κρίνοντας από τις αντικρουόμενες μαρτυρίες, η ερμηνεία της συγκεκριμένης θεωρίας παρουσίαζε δυσκολίες ακόμη και για τους αρχαίους.
Αλλά παρά την ύπαρξη ενός χωρίου που αφήνει να εννοηθεί ότι το πνεύμα είναι ένα πέμπτο στοιχείο ισότιμο με τα άλλα τέσσερα (όπως ο αιθήρ του Αριστοτέλη[3]), είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι πρέπει να ταυτιστεί με, ή να θεωρηθεί ως, μια μορφή της ενεργού αρχής: και επειδή είναι πανταχού παρόν, το πνεύμα πρέπει, συνεπώς, να ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα, όπως πράγματι μαρτυρούν πολλές πηγές. Το πνεύμα πιστευόταν ότι αποτελείται από αέρα και φωτιά στον βαθμό που τα δύο αυτά στοιχεία είναι τα πιο ενεργητικά. Σύμφωνα με τον Γαληνό (Κ VII 525 11 κ. εξ.), «το πνεύμα δημιουργεί συνεκτικότητα, η ύλη γίνεται συνεκτική, και έτσι λένε ότι ο αέρας και η φωτιά προσδίδουν συνεκτικότητα ενώ η γη και το νερό αποκτούν συνεκτικότητα».
Η θεωρία του πνεύματος μας οδηγεί στη θεωρία των διαφορετικών επιπέδων ενοποιημένης δομής. Σε αντίθεση με τα σύνολα που αποτελούνται από διακριτά στοιχεία, όπως ένας στρατός, ή τις οντότητες λόγω γειτνίασης, οι οποίες αποτελούνται από διασυνδεόμενα στοιχεία, όπως ένα πλοίο, και στις οποίες ένα στοιχείο μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ακόμη και αν όλα τα υπόλοιπα καταστραφούν, μια ενοποιημένη δομή χαρακτηρίζεται από συμπάθεια μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα όταν επηρεάζεται ένα μέρος να επηρεάζεται και το σύνολο.
Αλλά οι ενοποιημένες δομές είναι διαφόρων ειδών. Το απλούστερο είδος, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την πέτρα, το ξύλο και το μέταλλο, χαρακτηρίζεται από τη λεγάμενη ἕξιν, την κατάσταση συνεκτικότητας μεταξύ των μερών. Σε ένα δεύτερο, πιο σύνθετο επίπεδο οργάνωσης, βρίσκουμε την φύσιν, το είδος ενοποιημένης δομής που χαρακτηρίζει, π.χ., τα φυτά. Τρίτον, τα ζώα δεν διαθέτουν μόνο φύσιν, δεδομένου ότι αναπτύσσονται και αναπαράγονται, αλλά και ψυχήν, εφόσον είναι σε θέση να κινούνται και να αισθάνονται.
Επομένως, οι ενοποιημένες οντότητες διακρίνονται με βάση το είδος της δομής τους, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό που τις συνέχει είναι το πνεύμα, που γίνεται αντιληπτό όχι ως μια στατική, εξωτερική, περιοριστική δύναμη αλλά ως δυναμική, εσωτερική ένταση.
Η θεωρία αυτή ισχύει για το σύμπαν ως σύνολο, καθώς και αυτό είναι μια «ενοποιημένη» δομή όπως την ορίσαμε παραπάνω. Αναφέρεται, π.χ., ότι ο Χρύσιππος πίστευε πως όλη η ουσία του σύμπαντος ενοποιείται από ένα πνεύμα που τη διαποτίζει συνολικά. Το σύνολο είναι ένα δυναμικό συνεχές στο οποίο, όπως σε έναν ζωντανό οργανισμό, όλα τα μέρη βρίσκονται σε μια κατάσταση έντασης και μεταδίδουν το ένα στο άλλο ό,τι τα επηρεάζει.
Ο παραλληλισμός ανάμεσα στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο συγκαταλέγεται στα αγαπημένα θέματα των Στωικών, κατ’ ουσίαν μάλιστα, δεν αποτελεί απλό παραλληλισμό. Το σύμπαν δεν μοιάζει απλώς με ζωντανό οργανισμό, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Σαν τον άνθρωπο, διαπνέεται από πνεύμα (ζωτική δύναμη), ψυχήν και νοῦν. Η ενεργός αρχή δεν είναι απλώς ένα στοιχείο συνεκτικότητας αλλά και μια γενεσιουργός δύναμη. Σε περιγραφές της κοσμογονικής διεργασίας ο θεός περιγράφεται ως ο «σπερματικός λόγος» του σύμπαντος και αυτή η γενεσιουργός δράση γίνεται αντιληπτή σαν το σπέρμα των ζώων.
Εξάλλου, η λογική που ενυπάρχει στο σύμπαν δεν είναι απλώς μια νοήμων αιτία, αλλά και μια δύναμη πρόνοιας. Αλλά η θεία πρόνοια δεν υπονοεί κάποια ρήξη στην αλληλουχία των φυσικών αιτίων και αποτελεσμάτων. Απεναντίας, μάλλον δίνει όνομα στην αλληλουχία αυτή: η διαδοχή αιτίας και αποτελέσματος συνιστά αφ’ ενός μοίρα και αφ’ ετέρου θεία βούληση. Η τύχη αποκλείεται ή μάλλον ερμηνεύεται τελείως υποκειμενικά ως το στοιχείο που παραμένει άδηλο για την ανθρώπινη νόηση.
Παρ’ όλο που στην ηθική σφαίρα οι Στωικοί δεν αρνούνταν την ηθική ευθύνη -υποστηρίζοντας, με τη βοήθεια μιας διάκρισης ανάμεσα στα διάφορα είδη αιτίων, ότι μέρος των πράξεών μας τελεί «υπό τον έλεγχό μας», με την έννοια ότι εξαρτάται από τον χαρακτήρα μας– παρέμειναν συνεπείς φυσικοί ντετερμινιστές. Και εδώ, η αντίθεση με τον Επίκουρο είναι εντυπωσιακή. Ενώ εκείνος αρνούνταν ότι ο κόσμος είναι ζωντανός οργανισμός, ότι αποτελεί προϊόν σχεδιασμού και ότι υπάρχει μια αναπόδραστη αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος, οι Στωικοί υιοθετούσαν και τις τρεις πεποιθήσεις. Επίσης διατείνονταν όχι μόνον ότι το μέλλον είναι προκαθορισμένο, αλλά και ότι μπορεί, κατ’ αρχήν, να προβλεφθεί, το οποίο και επεδίωξαν με διάφορες μαντικές μεθόδους.
Δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε εδώ ούτε σε λεπτομερείς θεωρίες ούτε σε αμφιλεγόμενες επιμέρους ερμηνείες, ωστόσο δώσαμε, ίσως, ένα επαρκές περίγραμμα των βασικών αρχών της φυσικής των πρώιμων Στανικών. Πρόκειται για την πρώτη πλήρως επεξεργασμένη θεωρία της ύλης ως συνεχούς στην αρχαιότητα. Άλλοι φιλόσοφοι είχαν αρνηθεί την ύπαρξη του κενού και είχαν επιχειρήσει να δώσουν μια ανάλυση των διαφόρων τρόπων μίξης.
Οι φυσικές θεωρίες του Επικούρου και των πρώιμων Στωικών ήταν αφηρημένα συστήματα, προϊόντα στοχασμού πάνω στο πρόβλημα των θεμελιωδών συστατικών της ύλης. Αν και αμφότερες οι σχολές πρότειναν αιτιώδεις εξηγήσεις πολλών αστρονομικών, μετεωρολογικών και βιολογικών φαινομένων, καμία από τις δύο δεν επιδόθηκε ιδιαίτερα στην εμπειρική έρευνα. Ωστόσο, η αντιπαράθεσή τους ανέδειξε δύο διαμετρικά αντίθετες, αλλά συμπληρωματικές, αντιλήψεις περί ύλης – τον ατομισμό και τη θεωρία του συνεχούς.
Η ύλη υπάρχει είτε με τη μορφή διακριτών σωματιδίων, που διαχωρίζονται από το κενό, είτε ως ένα συνεχές που αποτελείται από αλληλοεπικοινωνούντα μέρη. Στην κάθε αντίληψη αντιστοιχεί μια διαφορετική θεωρία της κίνησης – η μια σωματιδιακή και η άλλη κυματική: η κίνηση είτε ερμηνεύεται ως μεταφορά υλικών σωματιδίων μέσω του κενού είτε είναι η διάδοση μιας διαταραχής σε ελαστικό μέσο. Παρά τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στις διάφορες θεωρίες που φέρουν το ίδιο όνομα, μπορεί κανείς να θεωρήσει τον αρχαίο ελληνικό ατομισμό ως το πρότυπο όλων των θεωριών που ανάγουν την ύλη σε σωματίδια, και τη φυσική των Στωικών ως πρόδρομο των μεταγενέστερων θεωριών της ύλης ως συνεχούς.
Πράγματι, η μεγαλύτερη σύγχρονη αυθεντία στη φυσική των Στωικών, ο S. Sambursky, υποστηρίζει ότι μπορούμε να διακρίνουμε στο δόγμα του πνεύματος που διαπερνά την ύλη «την πρώτη διατύπωση του πεδίου ισχύος όπως αναπτύχθηκε στη φυσική του 19ου αιώνα», προσθέτοντας, ωστόσο: «με σημαίνουσα διαφορά ότι στην εποχή της μαθηματικής φυσικής αυτή η έτερη έννοια του πεδίου ήταν τελείως απογυμνωμένη από κάθε υπόσταση με την αμιγώς υλική έννοια της λέξης»[4].
Η φυσική επιστήμη συνδέεται στενά με την ηθική και τη λογική τόσο στον Επικουρισμό όσο και στον Στωικισμό. Αμφότερες οι σχολές συνέδεαν το πρόβλημα της αιτιότητας εν γένει με το ηθικό ζήτημα της επιλογής και της ευθύνης. Επίσης, και οι δύο θεωρούσαν την κατανόηση της πραγματικής φύσης των θεών ως ένα από τα οφέλη που προέκυπταν από τη μελέτη της φυσικής. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το κίνητρο για να εγκύψει κανείς στη φυσική επιστήμη ήταν, και στις δύο περιπτώσεις, ηθικής τάξεως, γεγονός που επηρέασε ουσιαστικά τόσο τα είδη των θεμάτων που ερεύνησαν όσο και τον τρόπο διερεύνησης των θεμάτων αυτών.
Αν και αμφότερες οι σχολές πίστευαν ότι η ως ένα βαθμό γνώση των βασικών προβλημάτων της φυσικής ήταν ουσιαστικής σημασίας για την επίτευξη της αταραξίας, καμία δεν ενθάρρυνε την σε βάθος έρευνα επιμέρους κλάδων της επιστήμης. Αντιθέτως μάλιστα, η έμφαση που απέδιδαν στους πρακτικούς ηθικούς σκοπούς της θεωρητικής έρευνας -η άποψη ότι η επιστήμη είναι το μέσο προς έναν σκοπό κι όχι ο καθαυτό σκοπός- λειτουργούσε ως ισχυρό αντικίνητρο για την ανάληψη αυτού του είδους έρευνας.
Παρ’ όλη τη σπουδαιότητα του έργου τους όσον αφορά τη γενική θεωρία της ύλης, ούτε ο Επίκουρος ούτε οι πρώιμοι Στωικοί[5] προσέφεραν ιδιαίτερα σε τομείς της επιστήμης που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την παρατήρηση. Τα μεγάλα βήματα προόδου που καταγράφηκαν σε τομείς όπως η αστρονομία και η βιολογία κατά τον 3° και τον 2° αιώνα π.κ.ε. ήταν έργο ανθρώπων που, αν και συχνά επηρεασμένοι από φιλοσοφικές παραδοχές, δεν ήταν πρωτίστως φιλόσοφοι, αλλά μαθηματικοί ή γιατροί το έργο αυτών των ανθρώπων πρέπει να δούμε με προσοχή στη συνέχεια, ξεκινώντας από μια σύντομη επισκόπηση των καθαυτό μαθηματικών.
--------------------
[1] Πρβλ. Αρχαία Ελληνική Επιστήμη, σελ. 54.
[2] Πρβλ. D. J. Furley, Two Studies in the Greek Atomists, Princeton University Press, 1967.
[3] Πρβλ. Αρχαία Ελληνική Επιστήμη, ο. 109 κ. εξ.
[4] Physics of the Stoics, Routledge and Kegan Paul, London 1959, σ. 37.
[5]Υπάρχουν, πάντως, εξαιρέσεις μεταξύ των ύστερων Στωικών. Ο σημαντικότερος εξ αυτών είναι ο Ποσειδώνιος, το έργου του οποίου δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί εδώ για λόγους χώρου· σημειώνεται μόνο ότι, παρ’ όλο που αυτή η εξαιρετικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί οριστικά όσον αφορά τις περισσότερες πτυχές της, υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία πως επιδόθηκε σε εμπειρικές έρευνες που αφορούσαν ορισμένα φυσικά προβλήματα. Έτσι, γνωρίζουμε από τον Στράβωνα, που συνέγραψε τη Γεωγραφία του τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ότι αντικείμενο των παρατηρήσεων του Ποσειδωνίου υπήρξε η περιοδικότητα των παλιρροιών, για τις οποίες ήταν ο πρώτος που έδωσε μια ικανοποιητική ερμηνεία.
Στωικισμός και «Ποικίλη Στοά»
Ο Στωικισμός αποτελεί μία σημαντική φιλοσοφική σχολή των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων (300 π.κ.ε. – περίπου 250 μ.κ.ε.), η οποία ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα με κέντρο την «Ποικίλη Στοά» από όπου και πήρε το όνομά της η Σχολή.
Κατά τους Στωικούς, η ανθρώπινη φύση είναι τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία καθοδηγείται και κυβερνάται από τον συμπαντικό νόμο της Λογικής. Ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, συγγενεύει όχι μόνο με τα άλογα ζώα αλλά και με τους Θεούς και πέραν του ενστίκτου διαθέτει και ηθική αίσθηση. Κύριο ζητούμενο του βίου είναι συνεπώς το να ζει κάποιος σύμφωνα με την φύση του, η οποία για τον άνθρωπο, μέσω της λογικότητάς του (στα λατινικά ratio), ωθεί προς την Αρετή, άρα το «κατά Φύσιν ζην» σημαίνει «κατ’ Αρετήν ζην». Η Αρετή είναι το μόνο αγαθό και μόνο από αυτήν εξαρτάται η ευημερία. Όλα τα υπόλοιπα πράγματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα, στερούνται αξίας, είναι «αδιάφορα».
Σύμφωνα με τον Στωικισμό, καθήκον του ανθρώπου είναι να θέσει τον εαυτό του σε Αρμονία με το Σύμπαν, το οποίο, ως λογικό και αγαθό, τού μεταφέρει τις ιδιότητές του. Με το να βλάπτει κανείς τους άλλους για το υποτιθέμενο ατομικό του συμφέρον, υπονομεύει κατ’ ουσίαν την ίδια του την φύση. Ο Στωικός δεν αρνείται τον κόσμο των θνητών πραγμάτων, ούτε όμως και εξαρτάται από αυτόν, απλώς ζει ατάραχα μέσα του ενώ, σε αντίθεση προς την απόσυρση των Επικουρείων, συμμετέχει σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής (λ.χ. πολιτική, οικογένεια κ.λ.π.).
Για τους Στωικούς φιλοσόφους, ο δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσει κανείς για να εξασφαλίσει στην ψυχή του την ηρεμία, την γαλήνη, την αταραξία, και να γίνει, έτσι, ευτυχισμένος, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Επίκουρος, οι ηδονές, αλλά η αρετή και τον δρόμο αυτόν προς την αρετή μπορεί να του τον υποδείξει η φιλοσοφία· η φιλοσοφία είναι, πρώτα από όλα, «άσκηση της αρετής».
Η αρετή, κατά τους Στωικούς φιλοσόφους, είναι αυτάρκης, αυτόνομη, αυτοτελής, υπό την έννοια ότι, για να υπάρξει, δεν έχει ανάγκη από κάποιον παράγοντα έξω από αυτήν που να την προκαλέσει. Δεν μοιάζει η αρετή, εν προκειμένω, με την ηδονή, που η ανάδειξη της μέσα μας προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ένα αντικείμενο διαφορετικό και ανεξάρτητο από αυτήν δεν θα μπορούσε, ασφαλώς, να βιώσει κανείς την ηδονή που νιώθει απολαμβάνο ντας, παραδείγματος χάριν, ένα φαγητό ή κάποιο μουσικό κομμάτι, αν δεν υπήρχε το φαγητό αυτό ή το εν λόγω μουσικό κομμάτι. «Η αρετή», όμως, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, «αξίζει να προτιμηθεί μόνο για τον εαυτό της και όχι εξαιτίας του φόβου, της ελπίδας ή κάποιου άλλου εξωτερικού πράγματος».
Αν και αποδίδουν στην αρετή οι Στωικοί φιλόσοφοι απόλυτη αξία, εν τούτοις δεν φτάνουν σε κάποιο είδος ηθικού φανατισμού, στο πλαίσιο του οποίου κάθε μορφή κακίας είναι ανεπίτρεπτη. Απεναντίας, θεωρούν ότι η ύπαρξη του κακού μπορεί ν’ αποβεί ωφέλιμη στον άνθρωπο οδηγώντας τον στην αρετή. Αρκεί να έχει κανείς την υπομονή να δει τα πράγματα συνολικά, και όχι αποσπασματικά και μεμονωμένα. Έτσι, θα μπορέσει να καταλάβει, παραδείγματος χάριν, ότι οι κοριοί, όσο απεχθείς κι αν μας φαίνονται, συμβάλλουν, εντούτοις, στην βελτίωση μας, καθώς μας υποχρεώνουν να ξυπνάμε το πρωί και να μη μέναμε στο κρεβάτι τεμπελιάζοντας.
Είναι επιτυχής, εν προκειμένω, ο παραλληλισμός που κάνει ο Πλούταρχος μεταξύ των διαφόρων μορφών κακίας που υφίστανται στον κόσμο και ορισμένων αστείων στίχων που απαντώνται σε μια κωμωδία. «Όπως οι κωμωδίες περιλαμβάνουν αστείους στίχους που, αν τους εξετάσεις μεμονωμένους, είναι πρόστυχοι, αλλά, αν τους δεις στο σύνολο του ποιήματος, προσθέτουν σε αυτό κάποιαν χάρη, έτσι ψέγει και την κακία, αν την αντιμετωπίσει μεμονωμένα· δεν είναι, όμως, άχρηστη στο πλαίσιο ενός συνόλου».
Ο Χρύσιππος, που απετέλεσε τον κορυφαίο εκφραστή της στωικής φιλοσοφίας κατά την πρώτη φάση της —σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να λεχθεί ότι «αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος, δεν θα υπήρχε η φιλοσοφία της Στοάς» υποστήριξε ότι οι κακίες είναι απαραίτητο να υπάρχουν, γιατί χωρίς αυτές δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να καταλάβουν την σημασία και την σπουδαιότητα της αρετής. Πολλές φορές εκτιμάμε ένα πράγμα, εφόσον το δούμε δίπλα στο αντίθετο του· η λαμπρότητα και η τελειότητα της αρετής αναδεικνύονται με μεγαλύτερη σαφήνεια και με πιο εντυπωσιακό τρόπο, αν αντι-παραβληθούν προς την ατέλεια και τις αρνητικές όψεις της αντίστοιχης κακίας.
Μεταξύ της αρετής και της κακίας, που αποτελούν τους δύο πόλους ανάμεσα στους οποίους εκδηλώνεται η συμπεριφορά των ανθρώπων, υπάρχουν άλλες καταστάσεις, όπως η ζωή και ο θάνατος, η αρρώστια και η υγεία, η φτώχεια και η ευπορία. η ταπεινότητα και η αλαζονεία κ.ά., που από την φύση τους δεν έχουν καμιάν —θετική ή αρνητική— αξία και για τούτο, οι στωικοί φιλόσοφοι τις αποκαλούν με τον όρο «αδιάφορα». Αν μια από τις αδιάφορες αυτές καταστάσεις μας βοηθάει να γίνομε ενάρετοι, αποκτά θετική αξία· διαφορετικά, αν μας ωθεί προς την κακία, έχει αρνητική αξία, γίνεται απαξία. Συμβαίνει, βέβαια, οι άνθρωποι να προτιμούν ορισμένες από τις αδιάφορες αυτές καταστάσεις έναντι άλλων. Αυτό είναι δικαιολογημένο.
Ο Χρύσιππος έλεγε, παραδείγματος χάριν, ότι «είναι τρελοί όσοι απορρίπτουν τον πλούτον και την υγεία και την απονία και την αρτιότητα του σώματος, και δεν προσπαθούν να διατηρήσουν τ’ αγαθά αυτά». Εκείνο που είναι ανεπίτρεπτο, ωστόσο, είναι να επαναπαυθεί και να υποδουλωθεί κανείς στην αρχική, φυσική προτίμηση του προς αυτές τις καταστάσεις και εν ονόματι τους να ξεπουλήσει την αξιοπρέπεια του και την ψυχή του ολόκληρη. Κανένα αγαθό, ακόμη και η ίδια η ζωή, δεν πρέπει να συντηρείται από τον άνθρωπο, αν δεν εξασφαλίζει την ηθική ακεραιότητα του.
Οι στωικοί φιλόσοφοι συνιστούσαν στους ανθρώπους την εθελουσία και έντιμη «εξαγωγήν εκ του βίου». Η παράδοση λέει ότι ο Ζήνων και ο Κλεάνθης, από τους πρωταγωνιστές της στωικής φιλοσοφίας, δεν δίστασαν ν’ αυτοκτονήσουν, όταν κατάλαβαν ότι το αγαθό της ζωής έγινε ανασταλτικός παράγων για την εκ μέρους των άσκηση της αρετής· θεώρησαν ότι η ζωή τους δεν είχε πλέον καμιάν αξία γι’ αυτούς, καθώς ο μεν, ύστερα από κάποιον τραυματισμό, βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία, ο δε είχε φτάσει σε βαθύτατο γήρας. Κατά τους στωικούς φιλοσόφους, οφείλει να είναι έτοιμος να διατηρήσει κανείς αλώβητη την αξιοπρέπεια του και την ψυχή του απέναντι και στις πιο δυσάρεστες και τις πιο επώδυνες καταστάσεις.
Ιδού πώς ο Επίκτητος λέει ότι θα πρέπει να σκέφτεται ο στωικός φιλόσοφος: «θα πεθάνω· αλλά πρέπει γι’ αυτό να πεθάνω βογκώντας; Θα φυλακιστώ· αλλά πρέπει γι’ αυτό να θρηνολογώ; Θα εξοριστώ· αλλά ποιος μπορεί να μ’ εμποδίσει να φύγω χαμογελώντας και ήρεμος; —Πες μου το μυστικό. —Δεν το λέω, γιατί αυτό εξαρτάται από την θέληση μου. —Θα σε ρίξω τότε στα σίδερα. —Άνθρωπε, τι λες; Εμένα; Μόνο το πόδι μου θ’ αλυσοδέσεις. Την θέληση μου ούτε ο Δίας μπορεί να καταβάλει. —Θα σε φυλακίσω. —Το καημένο μου κορμί, εννοείς. —Θα σε αποκεφαλίσω. —Πότε εγώ σου είπα πως μονάχα ο δικός μου τράχηλος δεν μπορεί να κοπεί;».
Για να φτάσει κανείς, όπως εισηγούνται οι στωικοί φιλόσοφοι, στην κατάσταση της πλήρους αδιαφορίας, η οποία θα τον βοηθήσει, ακόμη και εν μέσω των πιο επώδυνων καταστάσεων, ν’ αποκτήσει και να διατηρήσει η ψυχή του την αταραξία και την γαλήνη εκείνη που θα του εξασφαλίσει την ευτυχία, χρειάζεται να ξεπεράσει κάθε συναισθηματισμό, να χειραφετηθεί από τις εγκόσμιες επιθυμίες του, ν’ απελευθερωθεί από τα πάθη του —όχι μόνο από τα θεωρούμενα κακά πάθη, αλλά από όλα τα πάθη ανεξαιρέτως.
Και τούτο, διότι το πάθος, γενικώς, είναι μια «άλογη και αφύσικη κίνηση της ψυχής, μια ορμή πλεονάζουσα», που δεν αφήνει τον άνθρωπο να κρίνει σωστά την θέση του μέσα στον κόσμο και την συγγενική σχέση του με την φύση. Κατά τους στωικούς φιλοσόφους, στο σύμπαν υπάρχουν δυο αρχές: μια ενεργητική, το «ποιούν», που είναι ο θεός. ο οποίος ταυτίζεται με τον λόγο. και μια παθητική δύναμη, το «πάσχον», που είναι η αδιαμόρφωτη ύλη.
Ο Θεός. που οι Στωικοί φιλόσοφοι τον ταυτίζουν με τον λόγο. είναι ο δημιουργός του κόσμου, καθώς, επενεργώντας πάνω στην ύλη, διαμορφώνει τα διάφορα όντα. που συγκροτούν την φυσική πραγματικότητα. Η σχέση του Θεού ή του λόγου με το σύμπαν δεν είναι υπερβατική· αυτός, δηλαδή, δεν δημιούργησε τον κόσμο, για να μείνει κατόπιν έξω και πέρα από αυτόν. Απεναντίας, οι Στωικοί φιλόσοφοι, εισηγούμενοι μια πανθεϊστική αντίληψη, ισχυρίστηκαν ότι ο Θεός, ο λόγος διαπερνάει ολόκληρο τον κόσμο και γίνεται ένα με αυτόν, αποτελώντας έτσι τον συνεκτικό ιστό της πολύμορφης φύσης, την δύναμη εκείνη μέσω της οποίας το κοσμικό σύστημα διατηρεί την ενότητα του και την συνοχή του.
Χάρις στην δύναμη αυτή της Θείας αρχής του λόγου, τον «τόνον» όπως την αποκαλούν οι Στωικοί φιλόσοφοι, το σύμπαν από άκρου εις άκρον διέπεται από την αρχή της συμπαθείας, σύμφωνα με την οποία τα εγκόσμια όντα επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο. Ο κόσμος μοιάζει μ’ έναν τεράστιο έμβιο οργανισμό, του οποίου η λειτουργία του ενός οργάνου δεν είναι ανεξάρτητη από την λειτουργία κάποιου άλλου οργάνου του. Έτσι, καθώς, βάσει της αρχής της συμπαθείας, διαδοχικά το ένα εγκόσμιο ον επηρεάζει το άλλο, είναι δυνατόν να μεταφερθεί η ενέργεια από το πιο μακρινό αστέρι του ουρανού στο πιο τελευταίο πράγμα της γης και να το επηρεάσει.
Οι εκδηλώσεις των εγκόσμιων πραγμάτων, οι επιδράσεις του ενός όντος πάνω στο άλλο. που συγκροτούν την πορεία του σύμπαντος, δεν είναι τυχαίες, ακανόνιστες, συμπτωματικές, αλλά, επειδή τα πάντα δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τις επιταγές του λύγου, ο οποίος και μετά την δημιουργία του σύμπαντος εξακολουθεί να το διαρρέει, υπόκεινται σε μια νομοτελειακή τάξη. την οποίαν οι στωικοί φιλόσοφοι αποκαλούν «ειμαρμένη». Τα πάντα στο σύμπαν τελούνται σύμφωνα με μιαν αναγκαιότητα που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων από τον κοσμικό λόγο και η οποία εξακολουθεί να συντηρείται χάρις στην συνεχιζόμενη παρουσία του μέσα στο σύμπαν.
Η ειμαρμένη, η οποία διέπει την πορεία των πραγμάτων και των γεγονότων του κόσμου, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, δεν αναιρεί, όπως ίσως φαίνεται, την ανθρώπινη ελευθερία, και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια της μοιρολατρίας, σύμφωνα με την οποία είναι μάταιο να προσπαθεί να κάνει κανείς κάτι, αφού η έκβαση του έχει ήδη αποφασιστεί. Ο Χρύσιππος επιχείρησε να δείξει πώς συνδυάζεται η ειμαρμένη του κόσμου με την ανθρώπινη ελευθερία. Κατ’ αυτόν, η ειμαρμένη ορίζει εκ των προτέρων τις δυνατότητες που ενδέχεται ν’ ακολουθήσει ένα γεγονός.
Αν, παραδείγματος χάριν, είμαι τώρα άρρωστος, υπάρχει η δυνατότητα να καλέσω έναν καλό γιατρό, ο οποίος θα με βοηθήσει να συνέλθω, όπως υπάρχει η δυνατότητα να καλέσω έναν κακό γιατρό, υπάρχει η δυνατότητα να πάρω ένα αποτελεσματικό φάρμακο, όπως υπάρχει η δυνατότητα να πάρω ένα φάρμακο που θα επιδεινώσει την κατάσταση μου, και ούτω καθεξής. Όλες οι δυνατότητες αυτές είναι δεδομένες στο πλαίσιο της ειμαρμένης του κόσμου, και είναι γνωστό εκ των προτέρων τι θα συμβεί, αν επιλέξω μια από τις δυνατότητες αυτές. Το ποια, όμως, από τις δυνατότητες αυτές θα επιλέξω εναπόκειται, σε μένα· εγώ θ’ αποφασίσω, παραδείγματος χάριν, ποιον γιατρό θα καλέσω.
Οι στωικοί φιλόσοφοι διέκριναν στις πράξεις του ανθρώπου δυο αιτίες: τις απώτερες, οι οποίες αναφέρονται στις δυνατότητες που υπαγορεύονται από την ειμαρμένη προκειμένου να τελεστεί μια πράξη, και τις προσεχείς αιτίες, που αφορούν στις αποφάσεις τις οποίες παίρνει τελικώς το πρόσωπο που πράττει. Η ειμαρμένη, ως ορίζουσα τις δυνατότητες των πράξεων του ανθρώπου, όχι μόνο δεν αντιβαίνει στην ελευθερία της βούλησης του, αλλά, απεναντίας, την υπηρετεί.
Γιατί, για να είναι κανείς ελεύθερος στις επιλογές του, θα πρέπει να υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες· είναι αστείο, λόγου χάριν, να προτείνω σε κάποιον ένα κουτί με μια μόνο κάρτα μέσα, λέγοντας του «ιδού, είσαι ελεύθερος να επιλέξεις όποια κάρτα θέλεις» —θα πρέπει να έχει τουλάχιστον δυο κάρτες μέσα το κουτί, για να έχει νόημα η προτροπή μου αυτή. Προκειμένου, λοιπόν, να εκτελεστεί ελεύθερα από τον άνθρωπο μια πράξη, απαιτείται αφ’ ενός μεν να υπάρχουν περισσότερες της μιας δυνατότητες, όπως ορίζει η ειμαρμένη, αφ’ ετέρου δε η συγκατάθεση του σε μιαν από τις δυνατότητες αυτές.
Η ευθύνη του ανθρώπου που πράττει είναι καίρια, καθώς από την απόφαση του εξαρτάται με ποιον, τελικώς, από τους τρόπους, που έχουν προκαθοριστεί από την ειμαρμένη, θα εξελιχθούν τα πράγματα. Εν τοιαύτη περιπτώσει, προκειμένου να προβεί κανείς στην καλύτερη επιλογή, θα πρέπει να είναι σε θέση να κρίνει σωστά.
Προς τούτο, απαιτείται να μελετήσει ο άνθρωπος την φύση. να μάθει τις δυνατότητες σύμφωνα προς τις οποίες έχει προκαθοριστεί από τον θεό ή τον κοσμικό λόγο να εξελιχθούν τα γεγονότα και τα πράγματα, και να εναρμονιστεί, έτσι. μαζί της. Γιατί, αν αποφασίσει να δράσει ενάντια στην φύση και τους νόμους της ειμαρμένης, είναι βέβαιο ότι η πράξη του δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα. Το «ομολογουμένως τη φύσει ζην», έλεγαν οι στωικοί φιλόσοφοι, δηλαδή το να ζει κανείς σε αρμονία με την φύση. είναι πρωταρχικός όρος για να εξασφαλίσει την ευτυχία.
Η εναρμόνιση του ανθρώπου με την φύση, ωστόσο, για τους στωικούς φιλοσόφους, δεν πρέπει να εκληφθεί σαν ένας στόχος που τοποθετείται κάπου στο μέλλον και βρίσκεται έξω και μακριά από αυτόν, και, ως εκ τούτου, για να επιτευχθεί σε κάποια στιγμή, χρειάζεται μια χρονική ωρίμανση. Απεναντίας, η εναρμόνιση του ανθρώπου προς την φύση είναι πάντοτε επίκαιρη και μπορεί να επιτευχθεί σε κάθε στιγμή, αφού είναι κάτι το εγγενές προς την δική του, την ανθρωπινή του φύση.
Ο Χρύσιππος, όπως μας παρεδόθη, υποστήριζε ότι η φύση γύρω μας, προς την οποίαν οφείλαμε να εναρμονίσαμε την συμπεριφορά μας, και η ανθρώπινη φύση μας είναι ένα και το αυτό. Σύμφωνα με την στωική φιλοσοφία, όπως στο σύμπαν ενυπάρχει ο λόγος από τον οποίον δημιουργήθηκε ο κόσμος, κατά τρόπον ανάλογο υπάρχει και μέσα μας ο λόγος. Ο «εν ημίν» λόγος αποτελεί τμήμα του κοσμικού λόγου. Η διατύπωση αυτή δεν είναι απλώς ένα σχήμα λόγου, αλλά εκφράζει μιαν ουσιαστική ταυτότητα. Τόσον ο κοσμικός λόγος, η θεία αρχή που δημιούργησε το σύμπαν και εξακολουθεί να το διαπερνάει, όσον και ο «εν ημίν» λόγος έχουν υλική σύσταση.
Οι Στωικοί φιλόσοφοι ταύτιζαν τον κοσμικό λόγο με το πυρ, για να εκφράσουν, έτσι, την αιθέρια, αέρινη υλική υπόσταση του. Η πύρινη υφή του κοσμικού λόγου, χάρις στην οποία συντηρούνται τα πράγματα και τρέφονται και αυξάνονται τα ζώα και τα φυτά, δεν πρέπει να συγχέεται με το εγκόσμιο πυρ. Ο κοσμικός λόγος αποκαλείται από τους στωικούς φιλοσόφους «πυρ τεχνικόν», για ν’ αντιδιασταλεί προς το εγκόσμιο, το «άτεχνο» πυρ, που καίει και καταστρέφει.
Η ψυχή μας, επίσης, ο εν «ημίν» λόγος, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, έχει, όπως ο κοσμικός λόγος, λεπτή σωματική σύσταση. Ο Κλεάνθης, για να δικαιολογήσει την περί ψυχής υλική αντίληψη του, υποστήριζε ότι, αν ήταν ασώματη, δεν θα μπορούσε να παρακολουθήσει τις μεταβολές του σώματος, ούτε να επηρεάσει το σώμα. Γεγονός, όμως, είναι ότι υπάρχει μια αμοιβαία επίδραση μεταξύ του σώματος μας και της ψυχής μας· όταν το σώμα νοσεί, συμπάσχει μαζί του και η ψυχή, και, αντιστρόφως, όταν η ψυχή καταλαμβάνεται από ντροπή ή από φόβο, το σώμα γίνεται αντιστοίχως κόκκινο ή ωχρό.
Έτσι. χάρις στην ουσιαστική, την υλική συγγένεια που υφίσταται μεταξύ του κοσμικού και του ανθρώπινου λόγου, εάν εναρμονιστεί κανείς προς τις επί ταγές του λόγου που βρίσκεται μέσα του, έρχεται σε πλήρη αρμονία προς τους κανόνες του κοσμικού λόγου και, κατ’ επέκτασιν. προς την φύση που διέπεται από τις αρχές του λόγου. Το «ομολογουμένως τη φύσει ζην», λοιπόν, που υπαγορεύει στον άνθρωπο τι πρέπει να πράξει ώστε να εξασφαλίσει την ευτυχία, ισοδυναμεί προς το «ομολογουμένως τω λόγω ζην».
Η αρετή και η ευδαιμονία μας, στην οποία μπορούμε να φτάσομε μέσω της αρετής, εξαρτώνται, σε τελευταία ανάλυση, από εμάς τους ίδιους, από την λογική φύση μας. από την υπακοή μας στις εντολές του «εν ημίν» λόγου. Από την τροχιά μας αυτή προς την αρετή και την ευδαιμονία μας απομακρύνουν τα πάθη μας, τα οποία, αναστατώνοντας την ψυχή μας. δεν μας επιτρέπουν να κρίνομε σωστά, σύμφωνα με τους κανόνες του λόγου. Όθεν, αν θέλει ν’ αποκτήσει κανείς την αρετή και, μέσω αυτής, την ευδαιμονία οφείλει, εκριζώνοντας από την ψυχή του τα πάθη του. να φτάσει στην κατάσταση της απάθειας.
Ο αγώνας αυτός μέσα από την απάθεια, που εισηγήθηκαν οι στωικοί φιλόσοφοι για την κατάκτηση της αρετής και την επίτευξη της προσωπικής ευδαιμονίας, όχι μόνο δεν είναι εύκολο να τον φέρει κανείς εις πέρας, αλλά μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μας εμβάλει και σε υποψίες ως προς την ειλικρίνεια των εισηγητών του. Ο Σενέκας. συγκεκριμένα, από τους πιο προβεβλημένους απολογητές της στωικής φιλοσοφίας, παρότι, στο πλαίσιο της θεωρίας του για την απάθεια, καταφρονούσε τον πλούτο και συνιστούσε και στους άλλους ν’ αγωνίζονται να μην καταστούν υποχείρια του, δεν παρέλειψε, ωστόσο, να συγκεντρώσει τεράστια περιουσία από τους υψηλούς τόκους που έπαιρνε δανείζοντας τα χρήματα του στην Βρετανία.
Πέρα δε από τις επιφυλάξεις που θα μπορούσε να έχει κάποιος για την ειλικρίνεια στωικών φιλοσόφων, όπως ο Σενέκας. η στωική απάθεια προσλαμβάνει σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις την αίσθηση της αναλγησίας και την εικόνα της απανθρωπιάς. Γιατί δεν είναι πράγματι σκληρό και παγερό, όταν, σύμφωνα με την στωική φιλοσοφία, θα πρέπει κάποιος που έχασε τα παιδιά του να εκριζώσει από μέσα του κάθε αίσθημα τρυφερότητας και λύπης για τον χαμό τους, καθόσον έτσι θα διαφυλάξει την δική του ηρεμία και ησυχία.
Κατά τους στωικούς, οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους μέσω της κοινής λογικής φύσης τους, η αγάπη και προσφορά για την πατρίδα είναι το πρώτο βήμα της αγάπης και της προσφοράς για την μεγάλη πατρίδα όλων μας, την «κοσμόπολι» της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος (που κυβερνάται από αιώνιους και αμετάβλητους φυσικούς νόμους), ένας τεράστιος αριθμός πραγμάτων που οι άνθρωποι αποδέχονται από ένστικτο, μπορεί να αποδειχθεί και με την Λογική, ο συμμερισμός των άλογων συναισθημάτων δεν είναι επιθυμητός, το δίκαιο είναι θέμα όχι άποψης αλλά φύσης, ο βίος καθορίζεται από την Ειμαρμένη και, φυσικά, η Μαντική ευσταθεί.
Οι Θεοί εφορεύουν στην τάξη του Κόσμου και αποτελούν πληθύνσεις μίας αρχικής πολυώνυμης θείας οντότητας, «ζώου λογικού, τελείου και νοερού», που εισδύει παντού και παίρνει τα χαρακτηριστικά του κάθε στοιχείου με το οποίο έρχεται σε επαφή. Νόμος όλων των πραγμάτων είναι η Ειμαρμένη, μία ταυτόχρονα φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια.
Σε αντίθεση προς τους επικούρειους, οι στωικοί δέχονται σε επίπεδο Θρησκείας την προσευχή και την λατρευτική πράξη, μόνο όμως όταν το περιεχόμενό τους βρίσκεται σε συμφωνία με την Μοίρα (Σενέκας, «Naturales Quaestiones», 2. 37 και 5. 25). Η προσευχή δεν μπορεί να αλλάξει τα γεγονότα, μπορεί ωστόσο να φέρει στον άνθρωπο την ορθή πνευματική κατάσταση σε σχέση με αυτά (Μάρκος Αυρήλιος, 9. 40), ενώ ως καλύτερη μορφή λατρείας των Θεών ορίζεται η κατανόηση και μίμηση της αγαθότητάς τους (Σενέκας, «Επιστ.» 95. 47 – 50). Όπως και στον Επικουρισμό, η πιθανότητα προσωπικής αθανασίας (με εξαίρεση την θέση του Ποσειδωνίου, της Μέσης Στοάς) απορρίπτεται.
Σύντομο ιστορικό της Στωικής Φιλοσοφίας
Ιδρυτής της Στωικής Φιλοσοφίας (Στωικισμός) υπήρξε περί το 300 π.κ.ε. ο Ζήνων ο Κιτιεύς από την Κύπρο, 336-264 π.κ.ε. Αυτός δίδασκε στην Αθήνα, στην Ποικίλη Στοά, εξ ου και το όνομα Στωικός. Ο Ζήνων πίστευε ότι μόνον η φιλοσοφία και τα αποτελέσματα τα οποία αυτή επιφέρει στη ζωή του ανθρώπου δίδουν σ’ αυτόν την ευτυχία. Έλεγε δε χαρακτηριστικά ότι “αφ’ ότου εναυάγησα ευπλοώ” Ο Ζήνων ταξίδευε με ένα καράβι με τον έμπορα πατέρα του, το οποίο όμως, λόγω κακοκαιρίας, ναυάγησε έξω από τον Πειραιά. Από εκεί, ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία, έφτασε στην Αθήνα όπου έξω από ένα βιβλιοπωλείο γνώρισε τον Κράτη, κυνικό φιλόσοφο, του οποίου έγινε μαθητής. Έτσι άφησε το εμπόριο και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη Φιλοσοφία.
Ο Στωικισμός φαίνεται ότι αποτελεί εξέλιξη των ιδεών των Κυνικών. Της Σχολής αυτής ιδρυτής υπήρξε ο Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη. Αυτός εξέφρασε μ’ έναν ακραίο τρόπο τις διδασκαλίες του μεγάλου φιλοσόφου και διαμόρφωσε την αντίληψη ότι ενάρετος είναι εκείνος ο οποίος δεν κατέχει ούτε έχει ανάγκη από κανένα υλικό αγαθό, ομοιάζοντας έτσι προς την φύση, η οποία “ουδενός δείται”.
Ο Ζήνων, επηρεασμένος προφανώς από τη διδασκαλία των κυνικών φιλοσόφων περί αποχής από τα υλικά αγαθά, τοποθετημένος σε μια πιο ισορροπημένη θέση, διδάσκει την ολιγάρκεια, την ανεξαρτησία από τα πράγματα του κόσμου, την απαλλαγή από τα πάθη και το “ζην κατά φύσιν” (“ομολογουμένως τη φύσει ζην, όπερ ταυτό του κατ’ αρετήν ζην”). Για να μπορέσει όμως ο άνθρωπος να ζει κατά Φύσιν, να ζει δηλαδή υγιώς, θα πρέπει πρώτα να τη γνωρίσει και για να γνωρίσει κάποιος τη φύση του απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αταραξία και η γαλήνη της ψυχής. Εδώ στηρίζεται, κατά τους στωικούς, η έννοια της Ηθικής. Η Στωική Διδασκαλία ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο από την αρχή της εμφάνισής της με τα πάθη και με τη θεραπεία τους. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ξεκίνησε περισσότερο ως μια θεραπευτική μέθοδος των παθών παρά ως ένα φιλοσοφικό σύστημα με μία ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία.
Ο Χρύσιππος έχει γράψει ένα βιβλίο του οποίου σώζονται μόνο ελάχιστα αποσπάσματα και κυρίως αναφορές μεταγενεστέρων ειδικά για τη θεραπεία των παθών. Ο Κικέρων αναφέρει σ’ ένα βιβλίο του: Ας είμαστε πεπεισμένοι γι΄ αυτό: μόνον όταν η ψυχή θεραπευτεί, κάτι που δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη φιλοσοφία, μόνο τότε θα τελειώσουν και τα βάσανά μας. Επομένως ας αφεθούμε στα χέρια της φιλοσοφίας για τη θεραπεία. Θα θεραπευτούμε αν το θελήσουμε” TD3. 13.
Οι ιδέες των στωικών δεν έμειναν αμετάβλητες καθ’ όλη την διάρκεια της ενεργού ύπαρξης της Σχολής. Αυτές μεταβάλλονταν ανάλογα με τις ιδέες και την προσωπικότητα του εκάστοτε αρχηγού της. Έτσι εμφανίζεται κατά καιρούς μια μεγάλη ποικιλία σχετικά με την κοσμοθεωρία αυτών. Αυτό που έμεινε όμως στη βάση του αναλλοίωτο απ’ όλη τη Στωική διδασκαλία και μέχρι το τέλος του Στωικισμού και το οποίο μας ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο εδώ, είναι η διδασκαλία περί Ηθικής.
Λόγω αυτών γενικά των διαφορών ο Στωικισμός διαιρέθηκε σε τρεις περιόδους: στην αρχαία, τη μέση και τη νεότερη Στοά. Στην πρώτη περίοδο ανήκουν ο Ζήνων, ο Χρύσιππος και ο Κλεάνθης, στη δεύτερη, ο Βόηθος, ο Παναίτιος και ο Ποσειδώνιος και στην τρίτη, ο Σενέκας, ο Μουσώνιος, ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αντωνίνος (Μάρκος Αυρήλιος).
Ο Ζήνων έγραψε πολλά βιβλία, όπως τα: “Περί του όλου”, “Περί ανθρώπου φύσεως”, “Περί Πολιτείας” κ.ά. εκ των οποίων δεν σώζεται κανένα. Το ίδιο ισχύει και για το διάδοχο του Ζήνωνα στη Σχολή, τον Χρύσιππο. Όσα γνωρίζουμε για τους πρώτους στωικούς προέρχονται από αποσπάσματα μεταγενεστέρων κι αυτά όμως είναι αβέβαια ως προς τη γνησιότητα και την αυθεντικότητά τους. Πλήρη διασωθέντα συγγράμματα έχουμε μόνο δύο νεότερων στωικών, του Επίκτητου (ο οποίος υπήρξε δούλος απελεύθερος) και του Μάρκου Αυρηλίου, Ρωμαίου αυτοκράτορα και Έλληνα στην ψυχή.
Ο Επίκτητος (έζησε μεταξύ του 50 π.κ.ε. και του 120 μ.κ.ε.) και μυήθηκε στο Στωικισμό από τον Μουσώνιο Ρούφο έγραψε το “Εγχειρίδιο” και ο μαθητής του Αρριανός (ο συγγραφέας του “Αλεξάνδρου Ανάβασις”) έγραψε, από τις σημειώσεις που κρατούσε, τις “Διατριβές”. Ο δε Μάρκος Αυρήλιος έγραψε στην ελληνική γλώσσα “Τα εις εαυτόν”
Ο Στωικισμός, περνώντας από διάφορες φάσεις, παρέμεινε ακμαίος και ζωντανός επί τέσσερις αιώνες.
Κατόπιν εμφανίστηκε ο χριστιανισμός που αντέγραψε τον Στωικισμό και τον διαστρέβλωσε κατά κόρον.
Οι Στωικοί, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σωκράτη, έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στην πρακτική εφαρμογή της Φιλοσοφίας (Ηθική και Βιοτική), απ’ όσο στη Λογική και τη Φυσική. Χωρίς την ηθική η ενασχόληση του ανθρώπου με τη λογική και τη φυσική, όχι μόνο δεν οδηγεί πουθενά, σε κανένα ουσιαστικό όφελος του ανθρώπου, αλλά μπορεί να αποβεί επιζήμια γι’ αυτόν.
Κατ’ αυτούς η Φιλοσοφία (η επιστήμη η ασχολούμενη περί της αληθείας και της φύσεως των πραγμάτων) είναι “Τέχνη της ζωής” και σκοπό έχει να ρυθμίζει τη ζωή του ανθρώπου κατά τρόπο πραγματικά (ουσιαστικά) ωφέλιμο γι’ αυτόν και να τον οδηγεί στην ευδαιμονία και στην εκπλήρωση του αντικειμενικού σκοπού της ζωής του. Η ευδαιμονία του ανθρώπου βρίσκεται στη συμφωνία της βούλησής του με το θείο λόγο που διέπει τον κόσμο.
Σύμφωνα με τον Ζήνωνα, πνεύμα και ύλη είναι το ενεργητικό (Ποιούν ή λόγος) και το παθητικό (πάσχον) στοιχείο της μίας γενεσιουργού Αρχής. Ο κόσμος είναι το σώμα της Φύσης. Ο άνθρωπος καθορίζεται από μια πολύ ισχυρή, φυσιολογική (έμφυτη) ανάγκη: τη διαρκή προστασία και προαγωγή (υπέρβαση) της ζωής του σύμφωνα με τη φύση του. Ο Επίκτητος αναφέρει εδώ χαρακτηριστικά ότι, κατά τον Σωκράτη, η μεγαλύτερη ευτυχία του ανθρώπου είναι να παρακολουθεί κάθε ημέρα τον εαυτό του βελτιούμενο.
Πάθη για τους στωικούς είναι η περισσότερο ή λιγότερο έντονη αρνητική και νοσηρή (ασυνείδητη, παθητική και ανεξέλεγκτη) κίνηση της ψυχής με διαχωριστικά και καταστρεπτικά (αυτο- και ετερο- ) στοιχεία. Από την εμφάνιση δε και την ανεξέλεγκτη λειτουργία των παθών, τα οποία παρασύρουν αναστέλλοντας κάθε λογική λειτουργία του ανθρώπου, προέρχεται κάθε δυστυχία στη ζωή του. Συνήθεις φράσεις που χρησιμοποιούμε και οι οποίες εκδηλώνουν πάθος: “Το ξέρω πως ήταν λάθος αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά”. Ακόμα, “Το έκανα ενώ ήξερα ότι δεν έπρεπε” κ.λπ.
Τα πάθη σπέρνονται από πολύ νωρίς στη ζωή του ανθρώπου και εμφανίζονται αργότερα με διάφορες μορφές: εγωικές αρρώστιες και διαταραχές, όπως η εκδικητικότητα, η αντιζηλία, ο φθόνος, η ζηλοτυπία, η αδιαφορία στον πόνο του άλλου, η οκνηρία, η αλαζονεία, η υποκρισία κ.ά. για τις οποίες, προκειμένου να αποβληθούν οριστικά, απαιτείται εκπαίδευση και συνεχή άσκηση του ανθρώπου. Η αποβολή αυτή μπορεί να γίνει μόνο από το Ηγεμονικό (το συνειδητό Εγώ) του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, για τους στωικούς η αποβολή (έλεγχος) των παθών γίνεται όταν μπορεί ο άνθρωπος να ισορροπεί μεταξύ της ευπάθειας και της εμπάθειας, επιτυγχάνοντας την απάθεια.
Οι βλέψεις όμως των στωικών εκτείνονται πολύ μακρύτερα από την επίτευξη της ευτυχίας του ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή αφού ο Επίκτητος στις Διατριβές του ( ΙΙ, ιθ΄, 27) λέει ότι “θεόν εξ ανθρώπου επιθυμούντα γενέσθαι”. Επομένως, ο τελικός σκοπός της Στωικής Φιλοσοφίας δεν είναι απλώς η εφαρμογή ορισμένων βιοτικών ή ηθικών αρχών, αλλά η θέωση του ανθρώπου.
Έργο του φιλοσόφου, κατά τους στωικούς, είναι να φροντίζει για το Ηγεμονικό του, το νου και την ψυχή του (εσωτερική ζωή) και όχι για τα εξωτερικά πράγματα, τα οποία πρέπει να τον απασχολούν και να τα αντιμετωπίζει με τη λογική. Αναφερόμενος ο Επίκτητος στους αρχαίους (πρώιμους) στωικούς, οι οποίοι έκαναν και δίδασκαν την άσκηση στην εγκράτεια, στην απάθεια, στην πλήρη αποχή κ.λπ., έλεγε ότι… οι άνθρωποι δεν πρέπει να φτάνουν σε υπερβολές.
Αλλού πάλι ο ίδιος κορυφαίος στωικός λέει ότι “το σχολείο του φιλοσόφου είναι σαν το ιατρείο (χειρουργείο), από το οποίο βγαίνουν οι φοιτώντες ευχαριστημένοι μεν, αλλά πονεμένοι κι αυτό συμβαίνει αφού δεν μπαίνουν σε αυτό υγιείς”.
Οι αφιλοσόφητοι, κατά τους στωικούς, ζουν τυχαία, οδηγούμενοι από το μοιραίο, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό και η ζωή τους φεύγει μάταια. Είναι σαν να μην έζησαν καν – επομένως, παραδέχονται οι στωικοί μαζί με όλους τους Έλληνες φιλοσόφους, μόνον οι ασχολούμενοι με τη Φιλοσοφία βρίσκουν τον ορθό δρόμο της ζωής. Το δρόμο που οδηγεί προς την ευτυχία, την ευδαιμονία και την ελευθερία. Μόνον ένας φιλόσοφος μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος, ακόμα και αν είναι δούλος.
Σοφία είναι για τους στωικούς η υποταγή (η συνειδητή και επομένως ελεύθερη) του ανθρώπου στην Φύση και η παραδοχή της ειμαρμένης (νομοτέλεια, φύση, πρόνοια). Ο Μάρκος Αυρήλιος λέει χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων για τη Φύση: “Όλα έρχονται από σένα, όλα βρίσκονται μέσα σε σένα, όλα ξαναγυρίζουν σε σένα” Μ. Αυρήλιος, Σκέψεις, IV 23
Η αντίληψη του στωικού για τη ζωή δεν είναι, όπως πιστεύουν πολλοί, παθητική. Ο στωικός φιλόσοφος δηλαδή δεν κηρύσσει την αποχή από τις διάφορες δραστηριότητες. Γι’ αυτό και η Στωική Φιλοσοφία ρίζωσε στη Ρώμη, όπου, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της δημοκρατίας, οι εκπρόσωποι της ανώτερης τάξης έβλεπαν ως κύριο τρόπο καταξίωσης της ύπαρξής τους τη δραστηριοποίησή τους στην πολιτική και στρατιωτική αρένα.
*Από εμένα εξαρτάται να μην υπάρχει στην ψυχή μου καμία πονηρία, επιζήμια επιθυμία και ταραχή, αλλά να βλέπω τα πράγματα όπως πραγματικά είναι και να τα αντιμετωπίζω σύμφωνα με την πραγματική αξία τους και τη σχέση που έχουν για μένα. Να ξέρεις ότι αυτή η δυνατότητά σου προέρχεται από τη φύση σου.
Το παραπάνω οδηγεί στην περιώνυμη ρήση του Επίκτητου και κατ’ επέκταση των στωικών: “Δεν είναι τα πράγματα που με κάνουν να πονώ αλλά η άποψη που έχω εγώ για τα πράγματα”
*Τα πάντα στη φύση είναι ενιαία και το ένα υπηρετεί το άλλο. Έτσι και τα λογικά όντα έγιναν το ένα για το άλλο. Το να ανέχεσαι επομένως τις κακίες των άλλων αποτελεί μέρος της Δικαιοσύνης.
Και κάπου αλλού ο Επίκτητος λέει το παραπάνω με διαφορετικά λόγια (το οποίο αποτελεί άλλη μια βασική αρχή της Φιλοσοφικής Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας): “Όλοι οι άνθρωποι αποτελούν μια οικογένεια αφού προέρχονται από την ίδια Φύση”
*Ο απαίδευτος άνθρωπος όταν πέσει σε δυστυχία κατηγορεί τους άλλους. Ο μορφωμένος όμως δεν κατηγορεί ούτε τους άλλους, ούτε τον εαυτό του.
*Να μη ζητάς να γίνονται τα πράγματα που δεν είναι στην εξουσία σου και δεν εξαρτώνται από εσένα όπως τα θέλεις εσύ, αλλά να τα δέχεσαι όπως έρχονται και τότε θα είσαι ευτυχισμένος.
*Χαρακτήρας και συμπεριφορά του φιλοσόφου: Κάθε ωφέλεια ή βλάβη ξέρει ότι προέρχεται από τον εαυτό του και μόνο.
*Να θυμάσαι πάντα ότι είσαι ένας ηθοποιός σ’ ένα δράμα (δρώμενο) όπως το θέλει ο συγγραφέας του έργου. Αν το θέλει σύντομο, θα είναι σύντομο. Αν το θέλει μακροσκελές, θα είναι μακροσκελές.
Αν θέλει να παίξεις ρόλο φτωχού, πρόσεξε να τον παίξεις όσο μπορείς καλύτερα. Το ίδιο αν πρόκειται για ρόλο χωλού ή για ρόλο άρχοντα ή για ρόλο απλού (κοινού) ανθρώπου. Από εσένα εξαρτάται αν θα τον παίξεις καλά ή όχι. Η εκλογή όμως του ρόλου ανήκει σε άλλον.
Επίσης έλεγαν (μέσω του Επίκτητου) ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό αφού είναι μία φυσική κατάσταση “ουδέν κακόν κατά φύσιν”. Επομένως, δεν πρέπει να τον φοβόμαστε. Άλλωστε, αν ήταν κάτι κακό, δεν θα τον δεχόταν και ο Σωκράτης τελικά έτσι όπως τον δέχτηκε, ψύχραιμα και χωρίς φόβο.
«Ο αληθινός Στωϊκός είναι ένας άνθρωπος που υποτάσσεται στην τύχη με θάρρος και αξιοπρέπεια, επειδή αντιλαμβάνεται ότι είναι καταδικασμένη οποιαδήποτε αντίσταση απέναντί της, πρεσβεύει δηλαδή ο στωϊκός άνθρωπος την επιγραμματική διατύπωση volentem ducunt fata, nolentem trahunt, δηλ. η Μοίρα οδηγεί εκείνους που θέλουν να την ακολουθήσουν και σέρνει εκείνους που το αρνούνται» (A. S. Bogomolov)
«Το χριστιανικό μήνυμα, που επαναλαμβάνεται ατελείωτα στ’ αυτιά μας εδώ και δύο χιλιετίες, είναι ότι η Βασιλεία του Θεού θα έλθει σύντομα. Αντιθέτως, ο Στωϊκισμός εκήρυσσε ότι όλοι ζούμε ήδη μέσα στο Βασίλειο του Θεού, απλώς μόνον ο στωϊκός σοφός μπορεί να το συνειδητοποιήσει» (Allen Thornton)
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ»
Τόσο οι Επικούρειοι όσο και οι Στωικοί χώριζαν τη φιλοσοφία σε τρεις κλάδους, στην ηθική, στη φυσική και στη λογική, και αμφότεροι θεωρούσαν ότι η φυσική και η λογική υπάγονταν στην ηθική. Και οι δυο σχολές επέμεναν ότι κύριος σκοπός της φιλοσοφίας ήταν η κατάκτηση της ευτυχίας, και ότι για να είναι ευτυχής ο άνθρωπος πρέπει να ζει απαλλαγμένος υπό το άγχος και τον φόβο. Αλλά επειδή, όσο παραμένει αδαής σε σχέση με τις αιτίες των φυσικών φαινομένων, θα συνεχίσει να βασανίζεται από παράλογους φόβους, έπεται ότι πρέπει να μελετήσει τη φυσική καθώς και την ηθική φιλοσοφία. Παρ’ όλο που Επικούρειοι και Στωικοί διαφωνούσαν τόσο στο ζήτημα του υπέρτατου αγαθού όσο και σε πολλά θεμελιώδη προβλήματα της φυσικής, αμφότεροι υποστήριζαν ότι το βασικό κίνητρο για τη διερεύνηση των προβλημάτων αυτών ήταν η κατάκτηση της αταραξίας.
Ο Επίκουρος, που γεννήθηκε στη Σάμο από Αθηναίους γονείς γύρω στο 341 π.κ.ε. και ίδρυσε τη σχολή του, τον Κήπο, στην Αθήνα στα τέλη του ίδιου αιώνα, δηλώνει κατηγορηματικά στο σύγγραμμά ίου Κύριαιδόξαι (11) ότι «αν δεν μας βασάνιζαν υποψίες για τα ουράνια φαινόμενα και σε σχέση με τον θάνατο, μήπως τελικά σημαίνουν κάτι για μας, και ακόμη η αδυναμία μας να διακρίνουμε τα όρια του πόνου και των επιθυμιών, δεν θα μας χρειαζόταν η μελέτη της φύσης». Και στην Επιστολή προς Πυθοκλήν (85) υποστηρίζει «να θυμάσαι ότι η μελέτη των ουράνιων φαινομένων δεν έχει άλλο σκοπό… από την αταραξία και τη βέβαιη πίστη».
Καταφέρεται επανειλημμένα κατά της δεισιδαιμονίας και της μυθολογίας. «Ηλιοστάσια, εκλείψεις, ανατολές και δύσεις» κ.ο.κ. συμβαίνουν «χωρίς την αρωγή ή τη διαταγή» των θεών, και η τακτικότητα των φαινομένων στον ουρανό οφείλεται στη διευθέτηση των ατόμων και όχι στον θεό (Επιστολή προς Ηρόδοτον, 76 κ. εξ.). Αλλά παρ’ όλο που η φυσική επιστήμη χρησιμοποιείται για την κατάρριψη ψευδών θρησκευτικών πεποιθήσεων, η συνέχιση της μελέτης της φυσικής θεωρείται περιττή εφόσον έχει φτάσει κανείς οε κάποιες εξηγήσεις για φαινόμενα τα οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οφείλονται σε υπερφυσικές δυνάμεις ή που θα μπορούσαν, με άλλο τρόπο, να γεννήσουν παράλογους φόβους.
Πάντως, ο ίδιος ο Επίκουρος προχώρησε τις έρευνες του σε ορισμένα προβλήματα της φυσικής πολύ περισσότερο απ’ όσο θα υπέθετε κανείς, με δεδομένα τα κίνητρά του. Οι κύριες πηγές μας για τη φυσική του είναι οι Επιστολές προς Ηρόδοτον και προς Πυθοκλήν, ενώ το λατινικό ποίημα Περί της φύσεως των πραγμάτων (De rerum natura), έργο του ένθερμου οπαδού του Λουκρητίου (1ος αιώνας π.κ.ε.), είναι επίσης πολύτιμο. Αν και ο ίδιος αρνούνταν οποιαδήποτε οφειλή σε προγενέστερους στοχαστές, οι βασικές φυσικές θεωρίες του προέρχονται από τους ατομικούς του 5ου αιώνα π.κ.ε. τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο.
Όπως και εκείνοι, υποστήριζε ότι μόνον τα άτομα και το κενό υφίστανται. Υπάρχει άπειρος αριθμός ατόμων τα οποία βρίσκονται σε διαρκή κίνηση μέσα σε ένα άπειρο κενό. Συγκρούονται μεταξύ τους και αναπηδούν το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζοντας, έτσι, σύνθετα σώματα· οι δε αισθητές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα σώματα αυτά δεν είναι πραγματικές αλλά φαινομενικές. Όλες αυτές οι ιδιότητες όπως η θερμότητα, το χρώμα, η γεύση κ.ο.κ. οφείλονται, και μπορούν να αναχθούν, σε διαφορές στις πρωταρχικές ιδιότητες των ατόμων, όπως το σχήμα και η θέση.
Ως εδώ, ο Επίκουρος απλώς συμβαδίζει με τον Δημόκριτο. Αλλά σε ορισμένα σημεία της θεωρίας του παρέκκλινε από τη δημοκρίτεια διδασκαλία – στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως φαίνεται, εν είδει απάντησης στις επικρίσεις που είχε διατυπώσει ο Αριστοτέλης κατά του ατομισμού στην αρχική μορφή του. Ένα από τα ζητήματα που οι προγενέστεροι ατομικοί είχαν αφήσει αναπάντητο αφορά τη φύση των ίδιων των ατόμων.
Ενώ είναι βέβαιο ότι πίστευαν πως τα άτομα είναι φυσικώς αδιαίρετα (πως δηλαδή δεν μπορούν να κατατμηθούν), παραμένει ασαφές αν πίστευαν ότι είναι μαθηματικώς διαιρετά (δηλαδή, διαιρετά τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο).[1] Έτσι, ο Αριστοτέλης καταφέρθηκε εναντίον των ατομικών με ένα σκεπτικό που ότι πίστευε πως δεν μπόρεσαν να διακρίνουν μεταξύ της φυσικής και της μαθηματικής αδιαιρετότητας. Η απάντηση του Επικούρου ήταν να θεωρήσει δύο είδη «ελάχιστων» και να καταστήσει σαφή τη διάκρισή ανάμεσά τους. Τα άτομα είναι τα φυσικά «ελάχιστα», οι αδιαίρετες μονάδες από τις οποίες απαρτίζονται τα φυσικά αντικείμενα, αλλά το ίδιο το άτομο έχει μέγεθος και περιλαμβάνει, και αποτελείται από, μαθηματικώς αδιαίρετα μέρη.
Τώρα, όσον αφορά το σχήμα των ατόμων, οι προγενέστεροι ατομικοί μπορεί να θεωρούσαν ότι, όπως ακριβώς τα άτομα ήταν άπειρα σε αριθμό, έτσι άπειρα σε ποικιλία ήταν και τα σχήματά τους. Αλλά τότε θα μπορούσε να διατυπωθεί η ένσταση ότι, αν υπήρχε άπειρη ποικιλία σχημάτων, τότε κάποια από τα άτομα θα ήταν εξαιρετικά μεγάλα, σίγουρα αρκετά μεγάλα ώστε να είναι ορατά. Αυτό δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει δεκτό, και η απάντηση του Επικούρου ήταν να υποστηρίξει ότι τα σχήματα -και τα μεγέθη- των ατόμων δεν είναι άπειρα, αλλά απροσδιορίστου αριθμού.
Αλλά η σημαντικότερη αναθεώρηση που εισήγαγε ο Επίκουρος αφορά το ΒΑΡΟΣ
Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος υποστήριζαν ότι οι πρωταρχικές ιδιότητες των ατόμων είναι μόνον το σχήμα, η διάταξη και η θέση. Στις ιδιότητες αυτές ο Επίκουρος προσέθεσε το βάρος – κατά τους προγενέστερους ατομικούς, μια δευτερεύουσα ιδιότητα η οποία αποκτάται όταν τα άτομα έχουν συναθροιστεί για να δημιουργήσουν έναν κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Επίκουρος ερμήνευε πολύ διαφορετικά από εκείνους τη διεργασία μέσω της οποίας δημιουργούνται οι κόσμοι.
Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος υποστήριζαν ότι τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις και ότι οι τυχαίες συγκρούσεις τους προκαλούν συσφαιρώσεις που με τη σειρά τους προσελκύουν και άλλα άτομα. Αντιθέτως, ο Επίκουρος θεωρούσε ότι πριν από τον σχηματισμό ενός κόσμου όλα τα άτομα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση μέσα στον χώρο, συγκεκριμένα «προς τα κάτω». Επίσης, ενώ ο Αριστοτέλης, π.χ., είχε υποστηρίξει ότι όσο βαρύτερο είναι ένα σώμα τόσο γρηγορότερα πέφτει, ο Επίκουρος διατεινόταν ότι στο κενό η ταχύτητα δεν εξαρτάται από το βάρος και ότι τόσο τα βαριά όσο και τα ελαφρά άτομα πέφτουν «γρήγορα σαν τη σκέψη».
Αλλά τότε, κανένα άτομο δεν θα συναντούσε ούτε θα συγκρούονταν με άλλα άτομα – και κανένας κόσμος δεν θα δημιουργούνταν έτσι, ο Επίκουρος διατύπωσε την περίφημη, ή μάλλον διαβόητη, θεωρία της παρεγκλίσεως. Ενίοτε, ένα άτομο αποκλίνει ελάχιστα από την κάθετη πτώση. Η απόκλιση αυτή δεν αιτιολογείται – είναι απλώς ένα αποτέλεσμα χωρίς αιτία. Πάντως, οι εν λόγω αποκλίσεις πρέπει, να συμβαίνουν τόσο στην αρχή της δημιουργίας ενός κόσμου αλλά και μέσα στους κόσμους μετά τη διαμόρφωσή τους. Παρ’ όλο που οι πηγές μας είναι ελλιπείς και σε ορισμένα σημεία ασαφείς, φαίνεται ότι ο Επίκουρος εφάρμοσε τη θεωρία της απόκλισης στην περιγραφή της ψυχής, προσπαθώντας να διαφυλάξει την ηθική φιλοσοφία του από τον ντετερμινισμό.
Ήδη από την αρχαιότητα το δόγμα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο χλεύης. Εντούτοις η ηθική θεωρία δεν είναι τόσο ανόητη όσο έχει πολλές φορές υποστηριχθεί. Όντας υλιστής, ο Επίκουρος ερμήνευε τα νοητικά φαινόμενα ως φυσικές αλληλεπιδράσεις των «ατόμων της ψυχής» και το πρόβλημά του ήταν να σηματοδοτήσει την έννοια της ηθικής ευθύνης σε ένα τέτοιο σύστημα. Πολλοί μελετητές διατύπωσαν την άποψη ότι η λύση που έδωσε ήταν η εισαγωγή μιας παρεγκλίσεως στα άτομα της ψυχής για κάθε «ελεύθερη» ενέργεια.
Ωστόσο, δεν διαθέτουμε άμεση μαρτυρία ότι αυτή ήταν η πεποίθησή του, και είναι αλήθεια ότι φαντάζει παράδοξο να εξηγεί κανείς την επιλογή μέσω της επέμβασης ενός μη αιτιολογημένου γεγονότος κατά τη στιγμή της απόφασης. Το πιθανότερο είναι (όπως έχει υποστηριχθεί πρόσφατα[2]) ότι η επικούρεια θεωρία περί ευθύνης, όπως άλλωστε και η αντίστοιχη του Αριστοτέλη, εξαρτάται περισσότερο από την έννοια του χαρακτήρα και ότι η λειτουργία της παρεγκλίσεως είναι απλώς η δημιουργία μιας ασυνέχειας, κάποια στιγμή, στις κινήσεις των ατόμων της ψυχής ώστε να υπάρξει περιθώριο για τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής. Η παρέγκλισις δεν χρειάζεται, και στην πραγματικότητα δεν πρέπει, να συμπίπτει χρονικά με τη στιγμή της επιλογής: το μόνο που απαιτείται είναι να επέλθει κάποια στιγμή ώστε να προκύψει μια εξαίρεση στον κανόνα ότι οι αλληλεπιδράσεις τους είναι απολύτως προκαθορισμένες.
Η ερμηνεία του κοσμολογικού σκέλους της θεωρίας της παρεγκλίσεως είναι λιγότερο αμφιλεγόμενη. Εφόσον θεωρούνταν ότι όλα τα άτομα κινούνται με την ίδια ταχύτητα προς την ίδια κατεύθυνση, τότε θα έπρεπε να υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό προκειμένου να εξηγηθεί η κοσμογονική διαδικασία. Γνωρίζουμε ότι ο κόσμος μας, τουλάχιστον, υπάρχει: συνεπώς, πρέπει, με κάποιον τρόπο να είχαν επέλθει συγκρούσεις ατόμων. Εξάλλου, η πρότασή του ότι ένα μεμονωμένο άτομο αποκλίνει κάθε τόσο από τον κανόνα μπορεί να είναι λιγότερο ανατρεπτική για εμάς σήμερα απ’ όσο για ορισμένους αρχαίους μελετητές.
Η επικρατούσα, αν και όχι μοναδική, αρχαία αντίληψη περί φυσικού νόμου ήταν ότι επρόκειτο για μια αναγκαιότητα που ίσχυε σε όλες ανεξαιρέτως τις εκδηλώσεις ενός δοσμένου φαινομένου – σε αντίθεση με τη σύγχρονη αντίληψη του φυσικού νόμου ως δήλωσης μιας στατιστικής πιθανότητας. Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, η συμπεριφορά ενός μεμονωμένου πυρηνικού σωματιδίου δεν μπορεί να περιγράφει πλήρως – δηλαδή, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ταυτόχρονα τόσο τη θέση όσο και την ορμή του.
Ωστόσο, αυτή η επιφανειακή ομοιότητα δεν πρέπει να επισκιάζει τις θεμελιώδεις διαφορές κινήτρων και πλαισίου ανάμεσα στην επικούρεια θεωρία από τη μια και την πυρηνική φυσική από την άλλη. Όταν ο Επίκουρος εισήγαγε τις εξαιρέσεις στον κανόνα που, κατά τα άλλα, πίστευε ότι ισχύει, αντιλαμβανόταν αυτόν τον κανόνα, σύμφωνα και με την επικρατούσα στην αρχαιότητα άποψη, ως αδήριτη αναγκαιότητα – είναι αυτή ακριβώς η αντίληψη που η σύγχρονη έννοια του φυσικού νόμου έχει εκτοπίσει. Η θεωρία της παρεγκλίσεως δεν ήταν τόσο το αποτέλεσμα έρευνας (λογικής ή εμπειρικής) της φύσης των διαθέσιμων δεδομένων σχετικά με τα άτομα, όσο η απέλπιδα προσπάθειά του να αποσυνδέσει με μια κίνηση την κοσμολογία και την ηθική φιλοσοφία του από τις συνέπειες της φυσικής θεωρίας του.
Ο Επίκουρος διατείνεται ότι δεν μπορεί να δοθεί παρά μία και μοναδική ερμηνεία για θεμελιώδεις αρχές όπως το ότι δεν υπάρχει τίποτε εκτός από τα άτομα και το κενό. Αλλά όσον αφορά την αιτιολόγηση επιμέρους φυσικών φαινομένων, ακολουθεί διαφορετική μέθοδο εξήγησης. Εδώ επιμένει ότι κάθε φαινόμενο μπορεί να έχει, και συνήθως έχει πράγματι, περισσότερες από μία αιτίες. Εάν φαίνεται να υπάρχουν περισσότερες από μία πιθανές εξηγήσεις, πρέπει να γίνονται όλες δεκτές.
Στην Επιστολή προς Πυθοκλήν (86 στ) υποστηρίζει ότι τα ουράνια φαινόμενα «έχουν πολλαπλές αιτίες»: «αν δεχθούμε μία εξ αυτών και απορρίψουμε κάποια άλλη που είναι εξίσου σύμφωνη με το φαινόμενο, είναι φανερό ότι εγκαταλείπουμε τελείως τη μελέτη της φύσης και διολισθαίνουμε απερίσκεπτα προς τον μύθο».
Στην πράξη εφαρμόζει την παραπάνω αρχή όχι μόνο σε ζητήματα όπως η φύση του κεραυνού και της αστραπής, των κομητών, του χαλαζιού ή των ανεμοστροβίλων -στα οποία το επίπεδο των γνώσεων εκείνης της εποχή ήταν πρωτόγονο- αλλά και οε αστρονομικά προβλήματα τα οποία είχαν ήδη ερευνηθεί εκτενώς και με επιτυχία. Παραθέτω, π.χ., τις παρατηρήσεις του για τις φάσεις της Σελήνης από την Επιστολή προς Πυθοκλήν (94):
«Η λίγωση της σελήνης και ξανά το γέμισμά της μπορεί να προκαλείται από την περιστροφή της ή, επίσης, από τους σχηματισμούς του αέρα ή, πάλι, από την παρεμβολή άλλων σωμάτων, ή με κάποιον άλλο από τους τρόπους με τους οποίους τα επίγεια φαινόμενα μας κατευθύνουν να εξηγήσουμε ένα τέτοιο γεγονός, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εγκλωβίζεται κανείς στη μέθοδο της μίας και μοναδικής εξήγησης ώστε να απορρίπτει αδικαιολόγητα τις άλλες χωρίς πρώτα να έχει εξετάσει τι μπορεί -και τι δεν μπορεί- να ερευνήσει ο άνθρωπος.»Σε αυτό, και σε πολλά παρόμοια χωρία, γίνεται φανερή η απουσία επιστημονικού πνεύματος, ουσιαστικά η αντιεπιστημονικότητα, του Επικουρισμού. Ο Επίκουρος πιστεύει ότι η έρευνα είναι μάταιη αν δεν συμβάλλει στην αταραξία. Απορρίπτει την βαθύτερη έρευνα με στόχο να διαπιστωθεί ποια από τις αντικρουόμενες εξηγήσεις ενός φαινομένου είναι η ορθή, και καταφέρεται εναντίον όσων επιδίδονταν σε τέτοιες έρευνες, κατηγορώντας τους αφ’ ενός για δογματικότητα σε θέματα στα οποία ισχύει η αρχή των πολλαπλών αιτίων και αφ’ ετέρου για ροπή προς τη δεισιδαιμονία και τον μύθο. Όμως, αυτοί ακριβώς οι αστρονόμοι που ο Επίκουρος απέρριπτε είχαν, πολύ νωρίτερα, βρει τη σωστή εξήγηση για τις φάσεις της Σελήνης.
Ο Επικουρισμός είναι ένα παράξενο αμάλγαμα που συνδυάζει τη σοβαρή έρευνα σε ορισμένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της φυσικής με μια κατά βάση αρνητική στάση απέναντι στην έρευνα των επιμέρους φυσικών φαινομένων. Με την εισαγωγή ορισμένων τροποποιήσεων στην ατομική θεωρία ως απάντηση στους επικριτές της, ο Επίκουρος συνεισέφερε στον διάλογο σχετικά με τα θεμελιώδη συστατικά της ύλης.
Αλλά σε ειδικότερα ζητήματα τομέων όπως η αστρονομία, μόλις η διερεύνηση έφτανε σε κάποια αληθοφανή εξήγηση ή εξηγήσεις και απομακρυνόταν ο πειρασμός να καταφύγει κανείς στον μύθο, η έρευνα σταματούσε. Ο Επικουρισμός αποτελεί διαφωτιστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι βαθύτερες φιλοσοφικές παραδοχές επηρέαζαν τη φύση της επιστημονικής έρευνας, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση η επίδραση αυτών των παραδοχών ήταν διττή και αντικρουόμενη, καθώς περισσότερο αντιτάσσονταν στην εμπειρική έρευνα παρά ενθάρρυναν την αφηρημένη διερεύνηση των θεμελιωδών φυσικών προβλημάτων.
Φιλοσοφικό Σύστημα του Στωικισμού
Το αντίπαλο και μακροπρόθεσμα ευρύτερης επιρροής, φιλοσοφικό σύστημα του Στωικισμού θεμελιώθηκε και αναπτύχθηκε από τρεις στοχαστές, τον Ζήνωνα τον Κυτιέα, τον Κλεάνθη τον Άσσιο και τον Χρύσιππο τον Σολέα. Οι δύο πρώτοι ήταν ελάχιστα νεώτεροι του Επικούρου και ο τρίτος κάπου 50 χρόνια μεταγενέστερός τους, αλλά και οι τρεις έδρασαν κυρίως στην Αθήνα. Ενώ οι θεωρίες των Επικούρειων παρέμειναν αξιοσημείωτα σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια του μακρού βίου της σχολής -όπως διαπιστώνουμε και από τον Λουκρήτιο· ο Στωικισμός πέρασε από πολλές φάσεις, όχι μόνο στην πρώιμη περίοδό του, αλλά και, κυρίως, κατά τις περιόδους της λεγόμενης Μέσης και Ύστερης ή Νέας Στοάς, υπό τη διεύθυνση στοχαστών όπως ο Παναίτιος ο Ρόδιος (γενν. περί το 185 π.κ.ε.), ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς (περ. 130-50 π.κ.ε.) και ο Σενέκας (1ος αιώνας μ.κ.ε.).
Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι τα πιστεύω των ιδρυτών της σχολής. Οι κύριες φυσικές θεωρίες ήταν κατά κύριο λόγο έργο του Ζήνωνα, ενώ ο Χρύσιππος ήταν υπεύθυνος για πολλές από τις επιμέρους θεωρίες και τα επιχειρήματα που συνέβαλαν στην εδραίωση του συστήματος έναντι της κριτικής που διατύπωναν οι αντίπαλοί του.
Ο απώτερος σκοπός της μελέτης των φυσικών φαινομένων ήταν, όπως είπαμε, κοινός για τους Στωικούς και τους Επικουρείους: η επίτευξη της αταραξίας. Ωστόσο, κατά τα άλλα, οι δύο σχολές είχαν θεμελιώδεις διαφωνίες σχεδόν σε όλα τα σημαντικά ζητήματα της φυσικής. Ενώ ο Επίκουρος υποστήριζε ότι τα άτομα και το κενό είναι υπαρκτά, οι Στωικοί αρνούνταν ότι υπάρχει κενό μέσα στον κόσμο, αν και δέχονταν την ύπαρξη άπειρου κενού εκτός του κόσμου. Απέρριπταν το επιχείρημα ότι το κενό είναι αναγκαίο για την ερμηνεία της κίνησης.
Ο κόσμος είναι ένα πλήρες, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την ύπαρξη κίνησης. Όπως τα ψάρια κινούνται μέσα στο νερό, έτσι και κάθε αντικείμενο μπορεί να κινηθεί μέσα στο πλήρες, το οποίο γίνεται αντιληπτό ως ένα ελαστικό μέσο. Στην άποψη ότι η ύλη υπάρχει ως άθροισμα αδιαίρετων μονάδων, οι Στωικοί αντέταξαν ότι ο κόσμος είναι ένα συνεχές η ουσία του οποίου είναι απείρως διαιρετή. Επίσης, ενώ ο Επίκουρος πίστευε ότι ο χώρος και ο χρόνος συγκροτούνται από ελάχιστα μέρη, οι Στωικοί τους αντιλαμβάνονταν ως συνεχή.
Σε αντίθεση με την κατ’ ουσίαν ποσοτική θεωρία των ατομικών, στην οποία οι ποιοτικές διαφορές ανάγονται σε διαφορές ως προς το σχήμα, τη διάταξη και τη θέση των ατόμων, η φυσική των Στωικών ήταν κατά βάσιν ποιοτική. Αφετηρία της κοσμολογίας τους είναι η διάκριση ανάμεσα στις δυο θεμελιώδεις αρχές, την ενεργητική (ποιοῦν) και την παθητική (πάσχον). Το πάσχον είναι η χωρίς ποιοτικές διαφοροποιήσεις ουσία της ύλης (ἀποιος οὐσία τῆς ὕλης). Το ποιούν ορίζεται με διάφορους τρόπους ως αιτία, θεός, λογική, πνεύμα (ζα)ογόνος πνοή), ψυχή και ειμαρμένη.
Και οι δύο αρχές έχουν υλική (σωματική) υπόσταση και για να περιγράφουν τη σχέση τους οι Στωικοί χρησιμοποιούσαν τον όρο κρᾶσις δι’ ὅλων, «γενική μίξη», εισάγοντας μια πρωτότυπη θεωρία η οποία ορίζει διάφορες μορφές σύνθεσης. Ως κρᾶσις ορίζεται η εξ ολοκλήρου αλληλοδιείσδυση δύο ή περισσότερων ουσιών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανάμιξη δύο υγρών όπως ο οίνος και το νερό. Διακρίνεται τόσο από την παράθεσιν – το απλό ανακάτεμα μερών, π.χ. δύο ειδών σπόρων- όσο και από τη σύγχυσιν – στην οποία, όπως σε αυτό που θα ονομάζαμε χημική ένωση, οι συμμετέχουσες ουσίες καταστρέφονται για να δημιουργήσουν μια νέα ουσία. Συνεπώς, η ενεργός αρχή θεωρείται ότι είναι σύμφυτη με ολόκληρο τον κόσμο και ότι διαποτίζει όλα τα μέρη του.
Οι δύο θεμελιώδεις αρχές είναι αγέννητες και άφθαρτες
Αλλά τα φυσικά στοιχεία των υλικών σωμάτων, όπως και το ίδιο το σύμπαν, δημιουργούνται (διακοσμεῖσθαι) και καταστρέφονται (ἐμπυροῦσθαι). Στα χνάρια του Εμπεδοκλή, του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, οι Στωικοί υποστήριζαν ότι όλες οι άλλες φυσικές ουσίες αποτελούνται από τέσσερα στοιχεία: η φωτιά και ο αέρας, που συνδέονται αντίστοιχα με το θερμό και το ψυχρό, είναι τα πιο ενεργητικά στοιχεία, ενώ το νερό και η γη, που συνδέονται αντίστοιχα με το υγρό και το ξηρό, τα πιο παθητικά.
Η διαδικασία της κοσμογονίας αρχίζει όταν η φωτιά μεταβάλλεται πρώτα σε αέρα, μετά σε νερό και, τέλος, σε γη. Αντιστρόφως, ο κόσμος κατά διαστήματα καταστρέφεται όταν η διαδικασία αντιστραφεί και τα άλλα στοιχεία γίνουν και πάλι φωτιά. Έτσι ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει ως πϋρ σε μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται αενάως.
Ως εδώ, η θεωρία των στοιχείων και η κοσμογονία των Στωικών απηχούν παραδοσιακές πεποιθήσεις, αλλά στη θεωρία περί πνεύματος, επέδειξαν μεγαλύτερη πρωτοτυπία, παρ’ όλο που και στην περίπτωση αυτή δανείζονται στοιχεία από την προγενέστερη φιλοσοφία. Κρίνοντας από τις αντικρουόμενες μαρτυρίες, η ερμηνεία της συγκεκριμένης θεωρίας παρουσίαζε δυσκολίες ακόμη και για τους αρχαίους.
Αλλά παρά την ύπαρξη ενός χωρίου που αφήνει να εννοηθεί ότι το πνεύμα είναι ένα πέμπτο στοιχείο ισότιμο με τα άλλα τέσσερα (όπως ο αιθήρ του Αριστοτέλη[3]), είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι πρέπει να ταυτιστεί με, ή να θεωρηθεί ως, μια μορφή της ενεργού αρχής: και επειδή είναι πανταχού παρόν, το πνεύμα πρέπει, συνεπώς, να ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα, όπως πράγματι μαρτυρούν πολλές πηγές. Το πνεύμα πιστευόταν ότι αποτελείται από αέρα και φωτιά στον βαθμό που τα δύο αυτά στοιχεία είναι τα πιο ενεργητικά. Σύμφωνα με τον Γαληνό (Κ VII 525 11 κ. εξ.), «το πνεύμα δημιουργεί συνεκτικότητα, η ύλη γίνεται συνεκτική, και έτσι λένε ότι ο αέρας και η φωτιά προσδίδουν συνεκτικότητα ενώ η γη και το νερό αποκτούν συνεκτικότητα».
Η θεωρία του πνεύματος μας οδηγεί στη θεωρία των διαφορετικών επιπέδων ενοποιημένης δομής. Σε αντίθεση με τα σύνολα που αποτελούνται από διακριτά στοιχεία, όπως ένας στρατός, ή τις οντότητες λόγω γειτνίασης, οι οποίες αποτελούνται από διασυνδεόμενα στοιχεία, όπως ένα πλοίο, και στις οποίες ένα στοιχείο μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ακόμη και αν όλα τα υπόλοιπα καταστραφούν, μια ενοποιημένη δομή χαρακτηρίζεται από συμπάθεια μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα όταν επηρεάζεται ένα μέρος να επηρεάζεται και το σύνολο.
Αλλά οι ενοποιημένες δομές είναι διαφόρων ειδών. Το απλούστερο είδος, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την πέτρα, το ξύλο και το μέταλλο, χαρακτηρίζεται από τη λεγάμενη ἕξιν, την κατάσταση συνεκτικότητας μεταξύ των μερών. Σε ένα δεύτερο, πιο σύνθετο επίπεδο οργάνωσης, βρίσκουμε την φύσιν, το είδος ενοποιημένης δομής που χαρακτηρίζει, π.χ., τα φυτά. Τρίτον, τα ζώα δεν διαθέτουν μόνο φύσιν, δεδομένου ότι αναπτύσσονται και αναπαράγονται, αλλά και ψυχήν, εφόσον είναι σε θέση να κινούνται και να αισθάνονται.
Επομένως, οι ενοποιημένες οντότητες διακρίνονται με βάση το είδος της δομής τους, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό που τις συνέχει είναι το πνεύμα, που γίνεται αντιληπτό όχι ως μια στατική, εξωτερική, περιοριστική δύναμη αλλά ως δυναμική, εσωτερική ένταση.
Η θεωρία αυτή ισχύει για το σύμπαν ως σύνολο, καθώς και αυτό είναι μια «ενοποιημένη» δομή όπως την ορίσαμε παραπάνω. Αναφέρεται, π.χ., ότι ο Χρύσιππος πίστευε πως όλη η ουσία του σύμπαντος ενοποιείται από ένα πνεύμα που τη διαποτίζει συνολικά. Το σύνολο είναι ένα δυναμικό συνεχές στο οποίο, όπως σε έναν ζωντανό οργανισμό, όλα τα μέρη βρίσκονται σε μια κατάσταση έντασης και μεταδίδουν το ένα στο άλλο ό,τι τα επηρεάζει.
Ο παραλληλισμός ανάμεσα στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο συγκαταλέγεται στα αγαπημένα θέματα των Στωικών, κατ’ ουσίαν μάλιστα, δεν αποτελεί απλό παραλληλισμό. Το σύμπαν δεν μοιάζει απλώς με ζωντανό οργανισμό, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Σαν τον άνθρωπο, διαπνέεται από πνεύμα (ζωτική δύναμη), ψυχήν και νοῦν. Η ενεργός αρχή δεν είναι απλώς ένα στοιχείο συνεκτικότητας αλλά και μια γενεσιουργός δύναμη. Σε περιγραφές της κοσμογονικής διεργασίας ο θεός περιγράφεται ως ο «σπερματικός λόγος» του σύμπαντος και αυτή η γενεσιουργός δράση γίνεται αντιληπτή σαν το σπέρμα των ζώων.
Εξάλλου, η λογική που ενυπάρχει στο σύμπαν δεν είναι απλώς μια νοήμων αιτία, αλλά και μια δύναμη πρόνοιας. Αλλά η θεία πρόνοια δεν υπονοεί κάποια ρήξη στην αλληλουχία των φυσικών αιτίων και αποτελεσμάτων. Απεναντίας, μάλλον δίνει όνομα στην αλληλουχία αυτή: η διαδοχή αιτίας και αποτελέσματος συνιστά αφ’ ενός μοίρα και αφ’ ετέρου θεία βούληση. Η τύχη αποκλείεται ή μάλλον ερμηνεύεται τελείως υποκειμενικά ως το στοιχείο που παραμένει άδηλο για την ανθρώπινη νόηση.
Παρ’ όλο που στην ηθική σφαίρα οι Στωικοί δεν αρνούνταν την ηθική ευθύνη -υποστηρίζοντας, με τη βοήθεια μιας διάκρισης ανάμεσα στα διάφορα είδη αιτίων, ότι μέρος των πράξεών μας τελεί «υπό τον έλεγχό μας», με την έννοια ότι εξαρτάται από τον χαρακτήρα μας– παρέμειναν συνεπείς φυσικοί ντετερμινιστές. Και εδώ, η αντίθεση με τον Επίκουρο είναι εντυπωσιακή. Ενώ εκείνος αρνούνταν ότι ο κόσμος είναι ζωντανός οργανισμός, ότι αποτελεί προϊόν σχεδιασμού και ότι υπάρχει μια αναπόδραστη αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος, οι Στωικοί υιοθετούσαν και τις τρεις πεποιθήσεις. Επίσης διατείνονταν όχι μόνον ότι το μέλλον είναι προκαθορισμένο, αλλά και ότι μπορεί, κατ’ αρχήν, να προβλεφθεί, το οποίο και επεδίωξαν με διάφορες μαντικές μεθόδους.
Δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε εδώ ούτε σε λεπτομερείς θεωρίες ούτε σε αμφιλεγόμενες επιμέρους ερμηνείες, ωστόσο δώσαμε, ίσως, ένα επαρκές περίγραμμα των βασικών αρχών της φυσικής των πρώιμων Στανικών. Πρόκειται για την πρώτη πλήρως επεξεργασμένη θεωρία της ύλης ως συνεχούς στην αρχαιότητα. Άλλοι φιλόσοφοι είχαν αρνηθεί την ύπαρξη του κενού και είχαν επιχειρήσει να δώσουν μια ανάλυση των διαφόρων τρόπων μίξης.
Αλλά οι Στωικοί ήταν οι πρώτοι που επεξεργάστηκαν ένα λεπτομερές φυσικό σύστημα με βάση την έννοια ενός συνεχούς στο οποίο όλα τα μέρη επικοινωνούν μεταξύ τους. Η έννοια του πνεύματος, η θεωρία της συνολικής μίξης ή αλληλοδιείσδυσης, της λεγάμενης κράσεως, η αρχή της συμπάθειας, η σύλληψη του χώρου και του χρόνου ως δύο συνεχών, αποτελούν όλα μέρος ενός προσεκτικά επεξεργασμένου και αξιοσημείωτα συνεκτικού συνόλου. Η αντίληψη περί αλληλουχίας αιτίου και αποτελέσματος ήταν παρεπόμενο αυτής της θεωρίας. Η πεποίθησή τους ότι το μέλλον είναι προβλέψιμο είναι, με τη σειρά της, συμβατή με, και ουσιαστικά απορρέει από, τον ντετερμινισμό τους.Το να χαρακτηρίσουμε τις προσπάθειές τους στη μαντική ως «αντιεπιστημονικές» είναι εκτός θέματος. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, κατά την αντίληψή τους, η προσπάθεια του φυσικού να διατυπώσει με επαγωγικό τρόπο γενικούς νόμους δεν διέφερε σε τίποτε από την προσπάθεια του μάντη να προβλέψει το μέλλον χρησιμοποιώντας τις παρατηρήσεις και την «τέχνη» του. Η συγκριτική επιτυχία των προβλέψεών τους μπορεί να ποικίλλει, όχι όμως και ο ορθολογισμός των διαδικασιών τους. Στα μάτια των Στωικών, η ορθολογική βάση για την άσκηση της μαντικής, όπως και της ίδιας της επιστήμης, είναι η φιλοσοφική πίστη στην αδιάρρηκτη αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος.
Οι φυσικές θεωρίες του Επικούρου και των πρώιμων Στωικών ήταν αφηρημένα συστήματα, προϊόντα στοχασμού πάνω στο πρόβλημα των θεμελιωδών συστατικών της ύλης. Αν και αμφότερες οι σχολές πρότειναν αιτιώδεις εξηγήσεις πολλών αστρονομικών, μετεωρολογικών και βιολογικών φαινομένων, καμία από τις δύο δεν επιδόθηκε ιδιαίτερα στην εμπειρική έρευνα. Ωστόσο, η αντιπαράθεσή τους ανέδειξε δύο διαμετρικά αντίθετες, αλλά συμπληρωματικές, αντιλήψεις περί ύλης – τον ατομισμό και τη θεωρία του συνεχούς.
Η ύλη υπάρχει είτε με τη μορφή διακριτών σωματιδίων, που διαχωρίζονται από το κενό, είτε ως ένα συνεχές που αποτελείται από αλληλοεπικοινωνούντα μέρη. Στην κάθε αντίληψη αντιστοιχεί μια διαφορετική θεωρία της κίνησης – η μια σωματιδιακή και η άλλη κυματική: η κίνηση είτε ερμηνεύεται ως μεταφορά υλικών σωματιδίων μέσω του κενού είτε είναι η διάδοση μιας διαταραχής σε ελαστικό μέσο. Παρά τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στις διάφορες θεωρίες που φέρουν το ίδιο όνομα, μπορεί κανείς να θεωρήσει τον αρχαίο ελληνικό ατομισμό ως το πρότυπο όλων των θεωριών που ανάγουν την ύλη σε σωματίδια, και τη φυσική των Στωικών ως πρόδρομο των μεταγενέστερων θεωριών της ύλης ως συνεχούς.
Πράγματι, η μεγαλύτερη σύγχρονη αυθεντία στη φυσική των Στωικών, ο S. Sambursky, υποστηρίζει ότι μπορούμε να διακρίνουμε στο δόγμα του πνεύματος που διαπερνά την ύλη «την πρώτη διατύπωση του πεδίου ισχύος όπως αναπτύχθηκε στη φυσική του 19ου αιώνα», προσθέτοντας, ωστόσο: «με σημαίνουσα διαφορά ότι στην εποχή της μαθηματικής φυσικής αυτή η έτερη έννοια του πεδίου ήταν τελείως απογυμνωμένη από κάθε υπόσταση με την αμιγώς υλική έννοια της λέξης»[4].
Η φυσική επιστήμη συνδέεται στενά με την ηθική και τη λογική τόσο στον Επικουρισμό όσο και στον Στωικισμό. Αμφότερες οι σχολές συνέδεαν το πρόβλημα της αιτιότητας εν γένει με το ηθικό ζήτημα της επιλογής και της ευθύνης. Επίσης, και οι δύο θεωρούσαν την κατανόηση της πραγματικής φύσης των θεών ως ένα από τα οφέλη που προέκυπταν από τη μελέτη της φυσικής. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το κίνητρο για να εγκύψει κανείς στη φυσική επιστήμη ήταν, και στις δύο περιπτώσεις, ηθικής τάξεως, γεγονός που επηρέασε ουσιαστικά τόσο τα είδη των θεμάτων που ερεύνησαν όσο και τον τρόπο διερεύνησης των θεμάτων αυτών.
Αν και αμφότερες οι σχολές πίστευαν ότι η ως ένα βαθμό γνώση των βασικών προβλημάτων της φυσικής ήταν ουσιαστικής σημασίας για την επίτευξη της αταραξίας, καμία δεν ενθάρρυνε την σε βάθος έρευνα επιμέρους κλάδων της επιστήμης. Αντιθέτως μάλιστα, η έμφαση που απέδιδαν στους πρακτικούς ηθικούς σκοπούς της θεωρητικής έρευνας -η άποψη ότι η επιστήμη είναι το μέσο προς έναν σκοπό κι όχι ο καθαυτό σκοπός- λειτουργούσε ως ισχυρό αντικίνητρο για την ανάληψη αυτού του είδους έρευνας.
Παρ’ όλη τη σπουδαιότητα του έργου τους όσον αφορά τη γενική θεωρία της ύλης, ούτε ο Επίκουρος ούτε οι πρώιμοι Στωικοί[5] προσέφεραν ιδιαίτερα σε τομείς της επιστήμης που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την παρατήρηση. Τα μεγάλα βήματα προόδου που καταγράφηκαν σε τομείς όπως η αστρονομία και η βιολογία κατά τον 3° και τον 2° αιώνα π.κ.ε. ήταν έργο ανθρώπων που, αν και συχνά επηρεασμένοι από φιλοσοφικές παραδοχές, δεν ήταν πρωτίστως φιλόσοφοι, αλλά μαθηματικοί ή γιατροί το έργο αυτών των ανθρώπων πρέπει να δούμε με προσοχή στη συνέχεια, ξεκινώντας από μια σύντομη επισκόπηση των καθαυτό μαθηματικών.
--------------------
[1] Πρβλ. Αρχαία Ελληνική Επιστήμη, σελ. 54.
[2] Πρβλ. D. J. Furley, Two Studies in the Greek Atomists, Princeton University Press, 1967.
[3] Πρβλ. Αρχαία Ελληνική Επιστήμη, ο. 109 κ. εξ.
[4] Physics of the Stoics, Routledge and Kegan Paul, London 1959, σ. 37.
[5]Υπάρχουν, πάντως, εξαιρέσεις μεταξύ των ύστερων Στωικών. Ο σημαντικότερος εξ αυτών είναι ο Ποσειδώνιος, το έργου του οποίου δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί εδώ για λόγους χώρου· σημειώνεται μόνο ότι, παρ’ όλο που αυτή η εξαιρετικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί οριστικά όσον αφορά τις περισσότερες πτυχές της, υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία πως επιδόθηκε σε εμπειρικές έρευνες που αφορούσαν ορισμένα φυσικά προβλήματα. Έτσι, γνωρίζουμε από τον Στράβωνα, που συνέγραψε τη Γεωγραφία του τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ότι αντικείμενο των παρατηρήσεων του Ποσειδωνίου υπήρξε η περιοδικότητα των παλιρροιών, για τις οποίες ήταν ο πρώτος που έδωσε μια ικανοποιητική ερμηνεία.
Στωικισμός και «Ποικίλη Στοά»
Ο Στωικισμός αποτελεί μία σημαντική φιλοσοφική σχολή των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων (300 π.κ.ε. – περίπου 250 μ.κ.ε.), η οποία ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα με κέντρο την «Ποικίλη Στοά» από όπου και πήρε το όνομά της η Σχολή.
Κατά τους Στωικούς, η ανθρώπινη φύση είναι τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία καθοδηγείται και κυβερνάται από τον συμπαντικό νόμο της Λογικής. Ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, συγγενεύει όχι μόνο με τα άλογα ζώα αλλά και με τους Θεούς και πέραν του ενστίκτου διαθέτει και ηθική αίσθηση. Κύριο ζητούμενο του βίου είναι συνεπώς το να ζει κάποιος σύμφωνα με την φύση του, η οποία για τον άνθρωπο, μέσω της λογικότητάς του (στα λατινικά ratio), ωθεί προς την Αρετή, άρα το «κατά Φύσιν ζην» σημαίνει «κατ’ Αρετήν ζην». Η Αρετή είναι το μόνο αγαθό και μόνο από αυτήν εξαρτάται η ευημερία. Όλα τα υπόλοιπα πράγματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα, στερούνται αξίας, είναι «αδιάφορα».
Σύμφωνα με τον Στωικισμό, καθήκον του ανθρώπου είναι να θέσει τον εαυτό του σε Αρμονία με το Σύμπαν, το οποίο, ως λογικό και αγαθό, τού μεταφέρει τις ιδιότητές του. Με το να βλάπτει κανείς τους άλλους για το υποτιθέμενο ατομικό του συμφέρον, υπονομεύει κατ’ ουσίαν την ίδια του την φύση. Ο Στωικός δεν αρνείται τον κόσμο των θνητών πραγμάτων, ούτε όμως και εξαρτάται από αυτόν, απλώς ζει ατάραχα μέσα του ενώ, σε αντίθεση προς την απόσυρση των Επικουρείων, συμμετέχει σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής (λ.χ. πολιτική, οικογένεια κ.λ.π.).
Για τους Στωικούς φιλοσόφους, ο δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσει κανείς για να εξασφαλίσει στην ψυχή του την ηρεμία, την γαλήνη, την αταραξία, και να γίνει, έτσι, ευτυχισμένος, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Επίκουρος, οι ηδονές, αλλά η αρετή και τον δρόμο αυτόν προς την αρετή μπορεί να του τον υποδείξει η φιλοσοφία· η φιλοσοφία είναι, πρώτα από όλα, «άσκηση της αρετής».
Η αρετή, κατά τους Στωικούς φιλοσόφους, είναι αυτάρκης, αυτόνομη, αυτοτελής, υπό την έννοια ότι, για να υπάρξει, δεν έχει ανάγκη από κάποιον παράγοντα έξω από αυτήν που να την προκαλέσει. Δεν μοιάζει η αρετή, εν προκειμένω, με την ηδονή, που η ανάδειξη της μέσα μας προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ένα αντικείμενο διαφορετικό και ανεξάρτητο από αυτήν δεν θα μπορούσε, ασφαλώς, να βιώσει κανείς την ηδονή που νιώθει απολαμβάνο ντας, παραδείγματος χάριν, ένα φαγητό ή κάποιο μουσικό κομμάτι, αν δεν υπήρχε το φαγητό αυτό ή το εν λόγω μουσικό κομμάτι. «Η αρετή», όμως, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, «αξίζει να προτιμηθεί μόνο για τον εαυτό της και όχι εξαιτίας του φόβου, της ελπίδας ή κάποιου άλλου εξωτερικού πράγματος».
Αν και αποδίδουν στην αρετή οι Στωικοί φιλόσοφοι απόλυτη αξία, εν τούτοις δεν φτάνουν σε κάποιο είδος ηθικού φανατισμού, στο πλαίσιο του οποίου κάθε μορφή κακίας είναι ανεπίτρεπτη. Απεναντίας, θεωρούν ότι η ύπαρξη του κακού μπορεί ν’ αποβεί ωφέλιμη στον άνθρωπο οδηγώντας τον στην αρετή. Αρκεί να έχει κανείς την υπομονή να δει τα πράγματα συνολικά, και όχι αποσπασματικά και μεμονωμένα. Έτσι, θα μπορέσει να καταλάβει, παραδείγματος χάριν, ότι οι κοριοί, όσο απεχθείς κι αν μας φαίνονται, συμβάλλουν, εντούτοις, στην βελτίωση μας, καθώς μας υποχρεώνουν να ξυπνάμε το πρωί και να μη μέναμε στο κρεβάτι τεμπελιάζοντας.
Είναι επιτυχής, εν προκειμένω, ο παραλληλισμός που κάνει ο Πλούταρχος μεταξύ των διαφόρων μορφών κακίας που υφίστανται στον κόσμο και ορισμένων αστείων στίχων που απαντώνται σε μια κωμωδία. «Όπως οι κωμωδίες περιλαμβάνουν αστείους στίχους που, αν τους εξετάσεις μεμονωμένους, είναι πρόστυχοι, αλλά, αν τους δεις στο σύνολο του ποιήματος, προσθέτουν σε αυτό κάποιαν χάρη, έτσι ψέγει και την κακία, αν την αντιμετωπίσει μεμονωμένα· δεν είναι, όμως, άχρηστη στο πλαίσιο ενός συνόλου».
Ο Χρύσιππος, που απετέλεσε τον κορυφαίο εκφραστή της στωικής φιλοσοφίας κατά την πρώτη φάση της —σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να λεχθεί ότι «αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος, δεν θα υπήρχε η φιλοσοφία της Στοάς» υποστήριξε ότι οι κακίες είναι απαραίτητο να υπάρχουν, γιατί χωρίς αυτές δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να καταλάβουν την σημασία και την σπουδαιότητα της αρετής. Πολλές φορές εκτιμάμε ένα πράγμα, εφόσον το δούμε δίπλα στο αντίθετο του· η λαμπρότητα και η τελειότητα της αρετής αναδεικνύονται με μεγαλύτερη σαφήνεια και με πιο εντυπωσιακό τρόπο, αν αντι-παραβληθούν προς την ατέλεια και τις αρνητικές όψεις της αντίστοιχης κακίας.
Μεταξύ της αρετής και της κακίας, που αποτελούν τους δύο πόλους ανάμεσα στους οποίους εκδηλώνεται η συμπεριφορά των ανθρώπων, υπάρχουν άλλες καταστάσεις, όπως η ζωή και ο θάνατος, η αρρώστια και η υγεία, η φτώχεια και η ευπορία. η ταπεινότητα και η αλαζονεία κ.ά., που από την φύση τους δεν έχουν καμιάν —θετική ή αρνητική— αξία και για τούτο, οι στωικοί φιλόσοφοι τις αποκαλούν με τον όρο «αδιάφορα». Αν μια από τις αδιάφορες αυτές καταστάσεις μας βοηθάει να γίνομε ενάρετοι, αποκτά θετική αξία· διαφορετικά, αν μας ωθεί προς την κακία, έχει αρνητική αξία, γίνεται απαξία. Συμβαίνει, βέβαια, οι άνθρωποι να προτιμούν ορισμένες από τις αδιάφορες αυτές καταστάσεις έναντι άλλων. Αυτό είναι δικαιολογημένο.
Ο Χρύσιππος έλεγε, παραδείγματος χάριν, ότι «είναι τρελοί όσοι απορρίπτουν τον πλούτον και την υγεία και την απονία και την αρτιότητα του σώματος, και δεν προσπαθούν να διατηρήσουν τ’ αγαθά αυτά». Εκείνο που είναι ανεπίτρεπτο, ωστόσο, είναι να επαναπαυθεί και να υποδουλωθεί κανείς στην αρχική, φυσική προτίμηση του προς αυτές τις καταστάσεις και εν ονόματι τους να ξεπουλήσει την αξιοπρέπεια του και την ψυχή του ολόκληρη. Κανένα αγαθό, ακόμη και η ίδια η ζωή, δεν πρέπει να συντηρείται από τον άνθρωπο, αν δεν εξασφαλίζει την ηθική ακεραιότητα του.
Οι στωικοί φιλόσοφοι συνιστούσαν στους ανθρώπους την εθελουσία και έντιμη «εξαγωγήν εκ του βίου». Η παράδοση λέει ότι ο Ζήνων και ο Κλεάνθης, από τους πρωταγωνιστές της στωικής φιλοσοφίας, δεν δίστασαν ν’ αυτοκτονήσουν, όταν κατάλαβαν ότι το αγαθό της ζωής έγινε ανασταλτικός παράγων για την εκ μέρους των άσκηση της αρετής· θεώρησαν ότι η ζωή τους δεν είχε πλέον καμιάν αξία γι’ αυτούς, καθώς ο μεν, ύστερα από κάποιον τραυματισμό, βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία, ο δε είχε φτάσει σε βαθύτατο γήρας. Κατά τους στωικούς φιλοσόφους, οφείλει να είναι έτοιμος να διατηρήσει κανείς αλώβητη την αξιοπρέπεια του και την ψυχή του απέναντι και στις πιο δυσάρεστες και τις πιο επώδυνες καταστάσεις.
Ιδού πώς ο Επίκτητος λέει ότι θα πρέπει να σκέφτεται ο στωικός φιλόσοφος: «θα πεθάνω· αλλά πρέπει γι’ αυτό να πεθάνω βογκώντας; Θα φυλακιστώ· αλλά πρέπει γι’ αυτό να θρηνολογώ; Θα εξοριστώ· αλλά ποιος μπορεί να μ’ εμποδίσει να φύγω χαμογελώντας και ήρεμος; —Πες μου το μυστικό. —Δεν το λέω, γιατί αυτό εξαρτάται από την θέληση μου. —Θα σε ρίξω τότε στα σίδερα. —Άνθρωπε, τι λες; Εμένα; Μόνο το πόδι μου θ’ αλυσοδέσεις. Την θέληση μου ούτε ο Δίας μπορεί να καταβάλει. —Θα σε φυλακίσω. —Το καημένο μου κορμί, εννοείς. —Θα σε αποκεφαλίσω. —Πότε εγώ σου είπα πως μονάχα ο δικός μου τράχηλος δεν μπορεί να κοπεί;».
Για να φτάσει κανείς, όπως εισηγούνται οι στωικοί φιλόσοφοι, στην κατάσταση της πλήρους αδιαφορίας, η οποία θα τον βοηθήσει, ακόμη και εν μέσω των πιο επώδυνων καταστάσεων, ν’ αποκτήσει και να διατηρήσει η ψυχή του την αταραξία και την γαλήνη εκείνη που θα του εξασφαλίσει την ευτυχία, χρειάζεται να ξεπεράσει κάθε συναισθηματισμό, να χειραφετηθεί από τις εγκόσμιες επιθυμίες του, ν’ απελευθερωθεί από τα πάθη του —όχι μόνο από τα θεωρούμενα κακά πάθη, αλλά από όλα τα πάθη ανεξαιρέτως.
Και τούτο, διότι το πάθος, γενικώς, είναι μια «άλογη και αφύσικη κίνηση της ψυχής, μια ορμή πλεονάζουσα», που δεν αφήνει τον άνθρωπο να κρίνει σωστά την θέση του μέσα στον κόσμο και την συγγενική σχέση του με την φύση. Κατά τους στωικούς φιλοσόφους, στο σύμπαν υπάρχουν δυο αρχές: μια ενεργητική, το «ποιούν», που είναι ο θεός. ο οποίος ταυτίζεται με τον λόγο. και μια παθητική δύναμη, το «πάσχον», που είναι η αδιαμόρφωτη ύλη.
Ο Θεός. που οι Στωικοί φιλόσοφοι τον ταυτίζουν με τον λόγο. είναι ο δημιουργός του κόσμου, καθώς, επενεργώντας πάνω στην ύλη, διαμορφώνει τα διάφορα όντα. που συγκροτούν την φυσική πραγματικότητα. Η σχέση του Θεού ή του λόγου με το σύμπαν δεν είναι υπερβατική· αυτός, δηλαδή, δεν δημιούργησε τον κόσμο, για να μείνει κατόπιν έξω και πέρα από αυτόν. Απεναντίας, οι Στωικοί φιλόσοφοι, εισηγούμενοι μια πανθεϊστική αντίληψη, ισχυρίστηκαν ότι ο Θεός, ο λόγος διαπερνάει ολόκληρο τον κόσμο και γίνεται ένα με αυτόν, αποτελώντας έτσι τον συνεκτικό ιστό της πολύμορφης φύσης, την δύναμη εκείνη μέσω της οποίας το κοσμικό σύστημα διατηρεί την ενότητα του και την συνοχή του.
Χάρις στην δύναμη αυτή της Θείας αρχής του λόγου, τον «τόνον» όπως την αποκαλούν οι Στωικοί φιλόσοφοι, το σύμπαν από άκρου εις άκρον διέπεται από την αρχή της συμπαθείας, σύμφωνα με την οποία τα εγκόσμια όντα επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο. Ο κόσμος μοιάζει μ’ έναν τεράστιο έμβιο οργανισμό, του οποίου η λειτουργία του ενός οργάνου δεν είναι ανεξάρτητη από την λειτουργία κάποιου άλλου οργάνου του. Έτσι, καθώς, βάσει της αρχής της συμπαθείας, διαδοχικά το ένα εγκόσμιο ον επηρεάζει το άλλο, είναι δυνατόν να μεταφερθεί η ενέργεια από το πιο μακρινό αστέρι του ουρανού στο πιο τελευταίο πράγμα της γης και να το επηρεάσει.
Οι εκδηλώσεις των εγκόσμιων πραγμάτων, οι επιδράσεις του ενός όντος πάνω στο άλλο. που συγκροτούν την πορεία του σύμπαντος, δεν είναι τυχαίες, ακανόνιστες, συμπτωματικές, αλλά, επειδή τα πάντα δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τις επιταγές του λύγου, ο οποίος και μετά την δημιουργία του σύμπαντος εξακολουθεί να το διαρρέει, υπόκεινται σε μια νομοτελειακή τάξη. την οποίαν οι στωικοί φιλόσοφοι αποκαλούν «ειμαρμένη». Τα πάντα στο σύμπαν τελούνται σύμφωνα με μιαν αναγκαιότητα που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων από τον κοσμικό λόγο και η οποία εξακολουθεί να συντηρείται χάρις στην συνεχιζόμενη παρουσία του μέσα στο σύμπαν.
Η ειμαρμένη, η οποία διέπει την πορεία των πραγμάτων και των γεγονότων του κόσμου, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, δεν αναιρεί, όπως ίσως φαίνεται, την ανθρώπινη ελευθερία, και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια της μοιρολατρίας, σύμφωνα με την οποία είναι μάταιο να προσπαθεί να κάνει κανείς κάτι, αφού η έκβαση του έχει ήδη αποφασιστεί. Ο Χρύσιππος επιχείρησε να δείξει πώς συνδυάζεται η ειμαρμένη του κόσμου με την ανθρώπινη ελευθερία. Κατ’ αυτόν, η ειμαρμένη ορίζει εκ των προτέρων τις δυνατότητες που ενδέχεται ν’ ακολουθήσει ένα γεγονός.
Αν, παραδείγματος χάριν, είμαι τώρα άρρωστος, υπάρχει η δυνατότητα να καλέσω έναν καλό γιατρό, ο οποίος θα με βοηθήσει να συνέλθω, όπως υπάρχει η δυνατότητα να καλέσω έναν κακό γιατρό, υπάρχει η δυνατότητα να πάρω ένα αποτελεσματικό φάρμακο, όπως υπάρχει η δυνατότητα να πάρω ένα φάρμακο που θα επιδεινώσει την κατάσταση μου, και ούτω καθεξής. Όλες οι δυνατότητες αυτές είναι δεδομένες στο πλαίσιο της ειμαρμένης του κόσμου, και είναι γνωστό εκ των προτέρων τι θα συμβεί, αν επιλέξω μια από τις δυνατότητες αυτές. Το ποια, όμως, από τις δυνατότητες αυτές θα επιλέξω εναπόκειται, σε μένα· εγώ θ’ αποφασίσω, παραδείγματος χάριν, ποιον γιατρό θα καλέσω.
Οι στωικοί φιλόσοφοι διέκριναν στις πράξεις του ανθρώπου δυο αιτίες: τις απώτερες, οι οποίες αναφέρονται στις δυνατότητες που υπαγορεύονται από την ειμαρμένη προκειμένου να τελεστεί μια πράξη, και τις προσεχείς αιτίες, που αφορούν στις αποφάσεις τις οποίες παίρνει τελικώς το πρόσωπο που πράττει. Η ειμαρμένη, ως ορίζουσα τις δυνατότητες των πράξεων του ανθρώπου, όχι μόνο δεν αντιβαίνει στην ελευθερία της βούλησης του, αλλά, απεναντίας, την υπηρετεί.
Γιατί, για να είναι κανείς ελεύθερος στις επιλογές του, θα πρέπει να υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες· είναι αστείο, λόγου χάριν, να προτείνω σε κάποιον ένα κουτί με μια μόνο κάρτα μέσα, λέγοντας του «ιδού, είσαι ελεύθερος να επιλέξεις όποια κάρτα θέλεις» —θα πρέπει να έχει τουλάχιστον δυο κάρτες μέσα το κουτί, για να έχει νόημα η προτροπή μου αυτή. Προκειμένου, λοιπόν, να εκτελεστεί ελεύθερα από τον άνθρωπο μια πράξη, απαιτείται αφ’ ενός μεν να υπάρχουν περισσότερες της μιας δυνατότητες, όπως ορίζει η ειμαρμένη, αφ’ ετέρου δε η συγκατάθεση του σε μιαν από τις δυνατότητες αυτές.
Η ευθύνη του ανθρώπου που πράττει είναι καίρια, καθώς από την απόφαση του εξαρτάται με ποιον, τελικώς, από τους τρόπους, που έχουν προκαθοριστεί από την ειμαρμένη, θα εξελιχθούν τα πράγματα. Εν τοιαύτη περιπτώσει, προκειμένου να προβεί κανείς στην καλύτερη επιλογή, θα πρέπει να είναι σε θέση να κρίνει σωστά.
Προς τούτο, απαιτείται να μελετήσει ο άνθρωπος την φύση. να μάθει τις δυνατότητες σύμφωνα προς τις οποίες έχει προκαθοριστεί από τον θεό ή τον κοσμικό λόγο να εξελιχθούν τα γεγονότα και τα πράγματα, και να εναρμονιστεί, έτσι. μαζί της. Γιατί, αν αποφασίσει να δράσει ενάντια στην φύση και τους νόμους της ειμαρμένης, είναι βέβαιο ότι η πράξη του δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα. Το «ομολογουμένως τη φύσει ζην», έλεγαν οι στωικοί φιλόσοφοι, δηλαδή το να ζει κανείς σε αρμονία με την φύση. είναι πρωταρχικός όρος για να εξασφαλίσει την ευτυχία.
Η εναρμόνιση του ανθρώπου με την φύση, ωστόσο, για τους στωικούς φιλοσόφους, δεν πρέπει να εκληφθεί σαν ένας στόχος που τοποθετείται κάπου στο μέλλον και βρίσκεται έξω και μακριά από αυτόν, και, ως εκ τούτου, για να επιτευχθεί σε κάποια στιγμή, χρειάζεται μια χρονική ωρίμανση. Απεναντίας, η εναρμόνιση του ανθρώπου προς την φύση είναι πάντοτε επίκαιρη και μπορεί να επιτευχθεί σε κάθε στιγμή, αφού είναι κάτι το εγγενές προς την δική του, την ανθρωπινή του φύση.
Ο Χρύσιππος, όπως μας παρεδόθη, υποστήριζε ότι η φύση γύρω μας, προς την οποίαν οφείλαμε να εναρμονίσαμε την συμπεριφορά μας, και η ανθρώπινη φύση μας είναι ένα και το αυτό. Σύμφωνα με την στωική φιλοσοφία, όπως στο σύμπαν ενυπάρχει ο λόγος από τον οποίον δημιουργήθηκε ο κόσμος, κατά τρόπον ανάλογο υπάρχει και μέσα μας ο λόγος. Ο «εν ημίν» λόγος αποτελεί τμήμα του κοσμικού λόγου. Η διατύπωση αυτή δεν είναι απλώς ένα σχήμα λόγου, αλλά εκφράζει μιαν ουσιαστική ταυτότητα. Τόσον ο κοσμικός λόγος, η θεία αρχή που δημιούργησε το σύμπαν και εξακολουθεί να το διαπερνάει, όσον και ο «εν ημίν» λόγος έχουν υλική σύσταση.
Οι Στωικοί φιλόσοφοι ταύτιζαν τον κοσμικό λόγο με το πυρ, για να εκφράσουν, έτσι, την αιθέρια, αέρινη υλική υπόσταση του. Η πύρινη υφή του κοσμικού λόγου, χάρις στην οποία συντηρούνται τα πράγματα και τρέφονται και αυξάνονται τα ζώα και τα φυτά, δεν πρέπει να συγχέεται με το εγκόσμιο πυρ. Ο κοσμικός λόγος αποκαλείται από τους στωικούς φιλοσόφους «πυρ τεχνικόν», για ν’ αντιδιασταλεί προς το εγκόσμιο, το «άτεχνο» πυρ, που καίει και καταστρέφει.
Η ψυχή μας, επίσης, ο εν «ημίν» λόγος, κατά τους στωικούς φιλοσόφους, έχει, όπως ο κοσμικός λόγος, λεπτή σωματική σύσταση. Ο Κλεάνθης, για να δικαιολογήσει την περί ψυχής υλική αντίληψη του, υποστήριζε ότι, αν ήταν ασώματη, δεν θα μπορούσε να παρακολουθήσει τις μεταβολές του σώματος, ούτε να επηρεάσει το σώμα. Γεγονός, όμως, είναι ότι υπάρχει μια αμοιβαία επίδραση μεταξύ του σώματος μας και της ψυχής μας· όταν το σώμα νοσεί, συμπάσχει μαζί του και η ψυχή, και, αντιστρόφως, όταν η ψυχή καταλαμβάνεται από ντροπή ή από φόβο, το σώμα γίνεται αντιστοίχως κόκκινο ή ωχρό.
Έτσι. χάρις στην ουσιαστική, την υλική συγγένεια που υφίσταται μεταξύ του κοσμικού και του ανθρώπινου λόγου, εάν εναρμονιστεί κανείς προς τις επί ταγές του λόγου που βρίσκεται μέσα του, έρχεται σε πλήρη αρμονία προς τους κανόνες του κοσμικού λόγου και, κατ’ επέκτασιν. προς την φύση που διέπεται από τις αρχές του λόγου. Το «ομολογουμένως τη φύσει ζην», λοιπόν, που υπαγορεύει στον άνθρωπο τι πρέπει να πράξει ώστε να εξασφαλίσει την ευτυχία, ισοδυναμεί προς το «ομολογουμένως τω λόγω ζην».
Η αρετή και η ευδαιμονία μας, στην οποία μπορούμε να φτάσομε μέσω της αρετής, εξαρτώνται, σε τελευταία ανάλυση, από εμάς τους ίδιους, από την λογική φύση μας. από την υπακοή μας στις εντολές του «εν ημίν» λόγου. Από την τροχιά μας αυτή προς την αρετή και την ευδαιμονία μας απομακρύνουν τα πάθη μας, τα οποία, αναστατώνοντας την ψυχή μας. δεν μας επιτρέπουν να κρίνομε σωστά, σύμφωνα με τους κανόνες του λόγου. Όθεν, αν θέλει ν’ αποκτήσει κανείς την αρετή και, μέσω αυτής, την ευδαιμονία οφείλει, εκριζώνοντας από την ψυχή του τα πάθη του. να φτάσει στην κατάσταση της απάθειας.
Ο αγώνας αυτός μέσα από την απάθεια, που εισηγήθηκαν οι στωικοί φιλόσοφοι για την κατάκτηση της αρετής και την επίτευξη της προσωπικής ευδαιμονίας, όχι μόνο δεν είναι εύκολο να τον φέρει κανείς εις πέρας, αλλά μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μας εμβάλει και σε υποψίες ως προς την ειλικρίνεια των εισηγητών του. Ο Σενέκας. συγκεκριμένα, από τους πιο προβεβλημένους απολογητές της στωικής φιλοσοφίας, παρότι, στο πλαίσιο της θεωρίας του για την απάθεια, καταφρονούσε τον πλούτο και συνιστούσε και στους άλλους ν’ αγωνίζονται να μην καταστούν υποχείρια του, δεν παρέλειψε, ωστόσο, να συγκεντρώσει τεράστια περιουσία από τους υψηλούς τόκους που έπαιρνε δανείζοντας τα χρήματα του στην Βρετανία.
Πέρα δε από τις επιφυλάξεις που θα μπορούσε να έχει κάποιος για την ειλικρίνεια στωικών φιλοσόφων, όπως ο Σενέκας. η στωική απάθεια προσλαμβάνει σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις την αίσθηση της αναλγησίας και την εικόνα της απανθρωπιάς. Γιατί δεν είναι πράγματι σκληρό και παγερό, όταν, σύμφωνα με την στωική φιλοσοφία, θα πρέπει κάποιος που έχασε τα παιδιά του να εκριζώσει από μέσα του κάθε αίσθημα τρυφερότητας και λύπης για τον χαμό τους, καθόσον έτσι θα διαφυλάξει την δική του ηρεμία και ησυχία.
Κατά τους στωικούς, οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους μέσω της κοινής λογικής φύσης τους, η αγάπη και προσφορά για την πατρίδα είναι το πρώτο βήμα της αγάπης και της προσφοράς για την μεγάλη πατρίδα όλων μας, την «κοσμόπολι» της ανθρωπότητας και του Σύμπαντος (που κυβερνάται από αιώνιους και αμετάβλητους φυσικούς νόμους), ένας τεράστιος αριθμός πραγμάτων που οι άνθρωποι αποδέχονται από ένστικτο, μπορεί να αποδειχθεί και με την Λογική, ο συμμερισμός των άλογων συναισθημάτων δεν είναι επιθυμητός, το δίκαιο είναι θέμα όχι άποψης αλλά φύσης, ο βίος καθορίζεται από την Ειμαρμένη και, φυσικά, η Μαντική ευσταθεί.
Οι Θεοί εφορεύουν στην τάξη του Κόσμου και αποτελούν πληθύνσεις μίας αρχικής πολυώνυμης θείας οντότητας, «ζώου λογικού, τελείου και νοερού», που εισδύει παντού και παίρνει τα χαρακτηριστικά του κάθε στοιχείου με το οποίο έρχεται σε επαφή. Νόμος όλων των πραγμάτων είναι η Ειμαρμένη, μία ταυτόχρονα φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια.
Σε αντίθεση προς τους επικούρειους, οι στωικοί δέχονται σε επίπεδο Θρησκείας την προσευχή και την λατρευτική πράξη, μόνο όμως όταν το περιεχόμενό τους βρίσκεται σε συμφωνία με την Μοίρα (Σενέκας, «Naturales Quaestiones», 2. 37 και 5. 25). Η προσευχή δεν μπορεί να αλλάξει τα γεγονότα, μπορεί ωστόσο να φέρει στον άνθρωπο την ορθή πνευματική κατάσταση σε σχέση με αυτά (Μάρκος Αυρήλιος, 9. 40), ενώ ως καλύτερη μορφή λατρείας των Θεών ορίζεται η κατανόηση και μίμηση της αγαθότητάς τους (Σενέκας, «Επιστ.» 95. 47 – 50). Όπως και στον Επικουρισμό, η πιθανότητα προσωπικής αθανασίας (με εξαίρεση την θέση του Ποσειδωνίου, της Μέσης Στοάς) απορρίπτεται.
Σύντομο ιστορικό της Στωικής Φιλοσοφίας
Ιδρυτής της Στωικής Φιλοσοφίας (Στωικισμός) υπήρξε περί το 300 π.κ.ε. ο Ζήνων ο Κιτιεύς από την Κύπρο, 336-264 π.κ.ε. Αυτός δίδασκε στην Αθήνα, στην Ποικίλη Στοά, εξ ου και το όνομα Στωικός. Ο Ζήνων πίστευε ότι μόνον η φιλοσοφία και τα αποτελέσματα τα οποία αυτή επιφέρει στη ζωή του ανθρώπου δίδουν σ’ αυτόν την ευτυχία. Έλεγε δε χαρακτηριστικά ότι “αφ’ ότου εναυάγησα ευπλοώ” Ο Ζήνων ταξίδευε με ένα καράβι με τον έμπορα πατέρα του, το οποίο όμως, λόγω κακοκαιρίας, ναυάγησε έξω από τον Πειραιά. Από εκεί, ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία, έφτασε στην Αθήνα όπου έξω από ένα βιβλιοπωλείο γνώρισε τον Κράτη, κυνικό φιλόσοφο, του οποίου έγινε μαθητής. Έτσι άφησε το εμπόριο και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη Φιλοσοφία.
Ο Στωικισμός φαίνεται ότι αποτελεί εξέλιξη των ιδεών των Κυνικών. Της Σχολής αυτής ιδρυτής υπήρξε ο Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη. Αυτός εξέφρασε μ’ έναν ακραίο τρόπο τις διδασκαλίες του μεγάλου φιλοσόφου και διαμόρφωσε την αντίληψη ότι ενάρετος είναι εκείνος ο οποίος δεν κατέχει ούτε έχει ανάγκη από κανένα υλικό αγαθό, ομοιάζοντας έτσι προς την φύση, η οποία “ουδενός δείται”.
Ο Ζήνων, επηρεασμένος προφανώς από τη διδασκαλία των κυνικών φιλοσόφων περί αποχής από τα υλικά αγαθά, τοποθετημένος σε μια πιο ισορροπημένη θέση, διδάσκει την ολιγάρκεια, την ανεξαρτησία από τα πράγματα του κόσμου, την απαλλαγή από τα πάθη και το “ζην κατά φύσιν” (“ομολογουμένως τη φύσει ζην, όπερ ταυτό του κατ’ αρετήν ζην”). Για να μπορέσει όμως ο άνθρωπος να ζει κατά Φύσιν, να ζει δηλαδή υγιώς, θα πρέπει πρώτα να τη γνωρίσει και για να γνωρίσει κάποιος τη φύση του απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αταραξία και η γαλήνη της ψυχής. Εδώ στηρίζεται, κατά τους στωικούς, η έννοια της Ηθικής. Η Στωική Διδασκαλία ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο από την αρχή της εμφάνισής της με τα πάθη και με τη θεραπεία τους. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ξεκίνησε περισσότερο ως μια θεραπευτική μέθοδος των παθών παρά ως ένα φιλοσοφικό σύστημα με μία ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία.
Ο Χρύσιππος έχει γράψει ένα βιβλίο του οποίου σώζονται μόνο ελάχιστα αποσπάσματα και κυρίως αναφορές μεταγενεστέρων ειδικά για τη θεραπεία των παθών. Ο Κικέρων αναφέρει σ’ ένα βιβλίο του: Ας είμαστε πεπεισμένοι γι΄ αυτό: μόνον όταν η ψυχή θεραπευτεί, κάτι που δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη φιλοσοφία, μόνο τότε θα τελειώσουν και τα βάσανά μας. Επομένως ας αφεθούμε στα χέρια της φιλοσοφίας για τη θεραπεία. Θα θεραπευτούμε αν το θελήσουμε” TD3. 13.
Οι ιδέες των στωικών δεν έμειναν αμετάβλητες καθ’ όλη την διάρκεια της ενεργού ύπαρξης της Σχολής. Αυτές μεταβάλλονταν ανάλογα με τις ιδέες και την προσωπικότητα του εκάστοτε αρχηγού της. Έτσι εμφανίζεται κατά καιρούς μια μεγάλη ποικιλία σχετικά με την κοσμοθεωρία αυτών. Αυτό που έμεινε όμως στη βάση του αναλλοίωτο απ’ όλη τη Στωική διδασκαλία και μέχρι το τέλος του Στωικισμού και το οποίο μας ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο εδώ, είναι η διδασκαλία περί Ηθικής.
Λόγω αυτών γενικά των διαφορών ο Στωικισμός διαιρέθηκε σε τρεις περιόδους: στην αρχαία, τη μέση και τη νεότερη Στοά. Στην πρώτη περίοδο ανήκουν ο Ζήνων, ο Χρύσιππος και ο Κλεάνθης, στη δεύτερη, ο Βόηθος, ο Παναίτιος και ο Ποσειδώνιος και στην τρίτη, ο Σενέκας, ο Μουσώνιος, ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αντωνίνος (Μάρκος Αυρήλιος).
Ο Ζήνων έγραψε πολλά βιβλία, όπως τα: “Περί του όλου”, “Περί ανθρώπου φύσεως”, “Περί Πολιτείας” κ.ά. εκ των οποίων δεν σώζεται κανένα. Το ίδιο ισχύει και για το διάδοχο του Ζήνωνα στη Σχολή, τον Χρύσιππο. Όσα γνωρίζουμε για τους πρώτους στωικούς προέρχονται από αποσπάσματα μεταγενεστέρων κι αυτά όμως είναι αβέβαια ως προς τη γνησιότητα και την αυθεντικότητά τους. Πλήρη διασωθέντα συγγράμματα έχουμε μόνο δύο νεότερων στωικών, του Επίκτητου (ο οποίος υπήρξε δούλος απελεύθερος) και του Μάρκου Αυρηλίου, Ρωμαίου αυτοκράτορα και Έλληνα στην ψυχή.
Ο Επίκτητος (έζησε μεταξύ του 50 π.κ.ε. και του 120 μ.κ.ε.) και μυήθηκε στο Στωικισμό από τον Μουσώνιο Ρούφο έγραψε το “Εγχειρίδιο” και ο μαθητής του Αρριανός (ο συγγραφέας του “Αλεξάνδρου Ανάβασις”) έγραψε, από τις σημειώσεις που κρατούσε, τις “Διατριβές”. Ο δε Μάρκος Αυρήλιος έγραψε στην ελληνική γλώσσα “Τα εις εαυτόν”
Ο Στωικισμός, περνώντας από διάφορες φάσεις, παρέμεινε ακμαίος και ζωντανός επί τέσσερις αιώνες.
Κατόπιν εμφανίστηκε ο χριστιανισμός που αντέγραψε τον Στωικισμό και τον διαστρέβλωσε κατά κόρον.
Οι Στωικοί, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σωκράτη, έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στην πρακτική εφαρμογή της Φιλοσοφίας (Ηθική και Βιοτική), απ’ όσο στη Λογική και τη Φυσική. Χωρίς την ηθική η ενασχόληση του ανθρώπου με τη λογική και τη φυσική, όχι μόνο δεν οδηγεί πουθενά, σε κανένα ουσιαστικό όφελος του ανθρώπου, αλλά μπορεί να αποβεί επιζήμια γι’ αυτόν.
Κατ’ αυτούς η Φιλοσοφία (η επιστήμη η ασχολούμενη περί της αληθείας και της φύσεως των πραγμάτων) είναι “Τέχνη της ζωής” και σκοπό έχει να ρυθμίζει τη ζωή του ανθρώπου κατά τρόπο πραγματικά (ουσιαστικά) ωφέλιμο γι’ αυτόν και να τον οδηγεί στην ευδαιμονία και στην εκπλήρωση του αντικειμενικού σκοπού της ζωής του. Η ευδαιμονία του ανθρώπου βρίσκεται στη συμφωνία της βούλησής του με το θείο λόγο που διέπει τον κόσμο.
Σύμφωνα με τον Ζήνωνα, πνεύμα και ύλη είναι το ενεργητικό (Ποιούν ή λόγος) και το παθητικό (πάσχον) στοιχείο της μίας γενεσιουργού Αρχής. Ο κόσμος είναι το σώμα της Φύσης. Ο άνθρωπος καθορίζεται από μια πολύ ισχυρή, φυσιολογική (έμφυτη) ανάγκη: τη διαρκή προστασία και προαγωγή (υπέρβαση) της ζωής του σύμφωνα με τη φύση του. Ο Επίκτητος αναφέρει εδώ χαρακτηριστικά ότι, κατά τον Σωκράτη, η μεγαλύτερη ευτυχία του ανθρώπου είναι να παρακολουθεί κάθε ημέρα τον εαυτό του βελτιούμενο.
Πάθη για τους στωικούς είναι η περισσότερο ή λιγότερο έντονη αρνητική και νοσηρή (ασυνείδητη, παθητική και ανεξέλεγκτη) κίνηση της ψυχής με διαχωριστικά και καταστρεπτικά (αυτο- και ετερο- ) στοιχεία. Από την εμφάνιση δε και την ανεξέλεγκτη λειτουργία των παθών, τα οποία παρασύρουν αναστέλλοντας κάθε λογική λειτουργία του ανθρώπου, προέρχεται κάθε δυστυχία στη ζωή του. Συνήθεις φράσεις που χρησιμοποιούμε και οι οποίες εκδηλώνουν πάθος: “Το ξέρω πως ήταν λάθος αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά”. Ακόμα, “Το έκανα ενώ ήξερα ότι δεν έπρεπε” κ.λπ.
Τα πάθη σπέρνονται από πολύ νωρίς στη ζωή του ανθρώπου και εμφανίζονται αργότερα με διάφορες μορφές: εγωικές αρρώστιες και διαταραχές, όπως η εκδικητικότητα, η αντιζηλία, ο φθόνος, η ζηλοτυπία, η αδιαφορία στον πόνο του άλλου, η οκνηρία, η αλαζονεία, η υποκρισία κ.ά. για τις οποίες, προκειμένου να αποβληθούν οριστικά, απαιτείται εκπαίδευση και συνεχή άσκηση του ανθρώπου. Η αποβολή αυτή μπορεί να γίνει μόνο από το Ηγεμονικό (το συνειδητό Εγώ) του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, για τους στωικούς η αποβολή (έλεγχος) των παθών γίνεται όταν μπορεί ο άνθρωπος να ισορροπεί μεταξύ της ευπάθειας και της εμπάθειας, επιτυγχάνοντας την απάθεια.
Οι βλέψεις όμως των στωικών εκτείνονται πολύ μακρύτερα από την επίτευξη της ευτυχίας του ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή αφού ο Επίκτητος στις Διατριβές του ( ΙΙ, ιθ΄, 27) λέει ότι “θεόν εξ ανθρώπου επιθυμούντα γενέσθαι”. Επομένως, ο τελικός σκοπός της Στωικής Φιλοσοφίας δεν είναι απλώς η εφαρμογή ορισμένων βιοτικών ή ηθικών αρχών, αλλά η θέωση του ανθρώπου.
Έργο του φιλοσόφου, κατά τους στωικούς, είναι να φροντίζει για το Ηγεμονικό του, το νου και την ψυχή του (εσωτερική ζωή) και όχι για τα εξωτερικά πράγματα, τα οποία πρέπει να τον απασχολούν και να τα αντιμετωπίζει με τη λογική. Αναφερόμενος ο Επίκτητος στους αρχαίους (πρώιμους) στωικούς, οι οποίοι έκαναν και δίδασκαν την άσκηση στην εγκράτεια, στην απάθεια, στην πλήρη αποχή κ.λπ., έλεγε ότι… οι άνθρωποι δεν πρέπει να φτάνουν σε υπερβολές.
Αλλού πάλι ο ίδιος κορυφαίος στωικός λέει ότι “το σχολείο του φιλοσόφου είναι σαν το ιατρείο (χειρουργείο), από το οποίο βγαίνουν οι φοιτώντες ευχαριστημένοι μεν, αλλά πονεμένοι κι αυτό συμβαίνει αφού δεν μπαίνουν σε αυτό υγιείς”.
Οι αφιλοσόφητοι, κατά τους στωικούς, ζουν τυχαία, οδηγούμενοι από το μοιραίο, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό και η ζωή τους φεύγει μάταια. Είναι σαν να μην έζησαν καν – επομένως, παραδέχονται οι στωικοί μαζί με όλους τους Έλληνες φιλοσόφους, μόνον οι ασχολούμενοι με τη Φιλοσοφία βρίσκουν τον ορθό δρόμο της ζωής. Το δρόμο που οδηγεί προς την ευτυχία, την ευδαιμονία και την ελευθερία. Μόνον ένας φιλόσοφος μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος, ακόμα και αν είναι δούλος.
Σοφία είναι για τους στωικούς η υποταγή (η συνειδητή και επομένως ελεύθερη) του ανθρώπου στην Φύση και η παραδοχή της ειμαρμένης (νομοτέλεια, φύση, πρόνοια). Ο Μάρκος Αυρήλιος λέει χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων για τη Φύση: “Όλα έρχονται από σένα, όλα βρίσκονται μέσα σε σένα, όλα ξαναγυρίζουν σε σένα” Μ. Αυρήλιος, Σκέψεις, IV 23
Η αντίληψη του στωικού για τη ζωή δεν είναι, όπως πιστεύουν πολλοί, παθητική. Ο στωικός φιλόσοφος δηλαδή δεν κηρύσσει την αποχή από τις διάφορες δραστηριότητες. Γι’ αυτό και η Στωική Φιλοσοφία ρίζωσε στη Ρώμη, όπου, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της δημοκρατίας, οι εκπρόσωποι της ανώτερης τάξης έβλεπαν ως κύριο τρόπο καταξίωσης της ύπαρξής τους τη δραστηριοποίησή τους στην πολιτική και στρατιωτική αρένα.
Τον σοφό, έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκτητος, ούτε η φτώχεια ούτε η λύπη τον εμποδίζουν ούτε αυτά τα πράγματα που βγάζουν από το δρόμο και γκρεμοτσακίζουν τους άπειρους. Εσύ νομίζεις ότι εκείνος καταβάλλεται από τις συμφορές. Αντιθέτως, αυτός τις χρησιμοποιεί. Ο Φειδίας δεν ήξερε να κάνει αγάλματα μόνον από ελεφαντόδοντο. Έφτιαχνε και από μπρούντζο. Αν του πήγαινες μάρμαρο, ένα πιο ευτελές υλικό, θα έκανε πάλι το άγαλμα όσο μπορούσε πιο τέλειο. Με τον ίδιο τρόπο ο σοφός, αν μπορέσει, θα δείξει την αρετή του στα πλούτη όπως και στη φτώχεια. Τόσο στη χώρα του όσο και στην εξορία. Τόσο ως στρατηγός όσο και ως στρατιώτης. Τόσο ως υγιής και αρτιμελής όσο και ως άρρωστος και ανάπηρος. Οποιαδήποτε τύχη και αν του τύχει, θα δημιουργήσει από αυτήν κάτι αξιομνημόνευτο.Άλλες ρήσεις και οδηγήσεις των στωικών -του Επίκτητου κατά κύριο λόγο- ειδικά για το θέμα της Ηθικής:
*Από εμένα εξαρτάται να μην υπάρχει στην ψυχή μου καμία πονηρία, επιζήμια επιθυμία και ταραχή, αλλά να βλέπω τα πράγματα όπως πραγματικά είναι και να τα αντιμετωπίζω σύμφωνα με την πραγματική αξία τους και τη σχέση που έχουν για μένα. Να ξέρεις ότι αυτή η δυνατότητά σου προέρχεται από τη φύση σου.
Το παραπάνω οδηγεί στην περιώνυμη ρήση του Επίκτητου και κατ’ επέκταση των στωικών: “Δεν είναι τα πράγματα που με κάνουν να πονώ αλλά η άποψη που έχω εγώ για τα πράγματα”
*Τα πάντα στη φύση είναι ενιαία και το ένα υπηρετεί το άλλο. Έτσι και τα λογικά όντα έγιναν το ένα για το άλλο. Το να ανέχεσαι επομένως τις κακίες των άλλων αποτελεί μέρος της Δικαιοσύνης.
Και κάπου αλλού ο Επίκτητος λέει το παραπάνω με διαφορετικά λόγια (το οποίο αποτελεί άλλη μια βασική αρχή της Φιλοσοφικής Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας): “Όλοι οι άνθρωποι αποτελούν μια οικογένεια αφού προέρχονται από την ίδια Φύση”
*Ο απαίδευτος άνθρωπος όταν πέσει σε δυστυχία κατηγορεί τους άλλους. Ο μορφωμένος όμως δεν κατηγορεί ούτε τους άλλους, ούτε τον εαυτό του.
*Να μη ζητάς να γίνονται τα πράγματα που δεν είναι στην εξουσία σου και δεν εξαρτώνται από εσένα όπως τα θέλεις εσύ, αλλά να τα δέχεσαι όπως έρχονται και τότε θα είσαι ευτυχισμένος.
*Χαρακτήρας και συμπεριφορά του φιλοσόφου: Κάθε ωφέλεια ή βλάβη ξέρει ότι προέρχεται από τον εαυτό του και μόνο.
*Να θυμάσαι πάντα ότι είσαι ένας ηθοποιός σ’ ένα δράμα (δρώμενο) όπως το θέλει ο συγγραφέας του έργου. Αν το θέλει σύντομο, θα είναι σύντομο. Αν το θέλει μακροσκελές, θα είναι μακροσκελές.
Αν θέλει να παίξεις ρόλο φτωχού, πρόσεξε να τον παίξεις όσο μπορείς καλύτερα. Το ίδιο αν πρόκειται για ρόλο χωλού ή για ρόλο άρχοντα ή για ρόλο απλού (κοινού) ανθρώπου. Από εσένα εξαρτάται αν θα τον παίξεις καλά ή όχι. Η εκλογή όμως του ρόλου ανήκει σε άλλον.
Επίσης έλεγαν (μέσω του Επίκτητου) ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό αφού είναι μία φυσική κατάσταση “ουδέν κακόν κατά φύσιν”. Επομένως, δεν πρέπει να τον φοβόμαστε. Άλλωστε, αν ήταν κάτι κακό, δεν θα τον δεχόταν και ο Σωκράτης τελικά έτσι όπως τον δέχτηκε, ψύχραιμα και χωρίς φόβο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου