Στην αρχαιότητα, όταν έλεγαν «ο ποιητής», εννοούσαν τον Όμηρο, όπως ακριβώς εννοούσαν τη Σαπφώ, όταν έλεγαν «η ποιήτρια»…
«Τέτοιο πλάσμα ευαίσθητο και θαρρετό συνάμα δεν μας παρουσιάζει συχνά η ζωή. Ένα μικροκαμωμένο, βαθυμελάχρινο κορίτσι, ένα “μαυροτσούκαλο”, όπως θα λέγαμε σήμερα, που, ωστόσο, έδειξε ότι είναι σε θέση να υποτάξει ένα τριαντάφυλλο, να ερμηνεύσει ένα κύμα ή ένα αηδόνι και να πει “σ’ αγαπώ” για να συγκινηθεί η υφήλιος».
Η Αρχαιοελληνική Λυρική Ποίηση, η οποία συνδέεται με την μεγάλη ανάπτυξη της Ελλάδας από τον 7ο μέχρι τον 5ο αι. π.Χ., είναι μια ποίηση, που τραγουδιέται με τη συνοδεία της λύρας, και αποδίδει τις σκέψεις, τα βιώματα και τα συναισθήματα των δημιουργών της. Ταυτόχρονα, η ποίηση αυτή στρέφεται κατά των τυραννικών καθεστώτων, και υμνεί την ελευθερία. Ο πολίτης νοιώθει πια ανυπόταχτη την ανάγκη να εκφράζεται ελεύθερα, και ο ποιητής γίνεται ο εκφραστής των λαϊκών πόθων, ο υμνητής των θεών, ο καλλιτέχνης που εκφράζει με τους στίχους του την εικόνα του ολοκληρωμένου ανθρώπου.
Γύρω στα τέλη του 7ου και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. η Λέσβος, όπου η Λυρική Ποίηση γνώρισε εξαιρετική άνθηση, απέκτησε δύο μεγάλους ποιητές, τη Σαπφώ και τον Αλκαίο, οι οποίοι ανήκαν στην αριστοκρατία του νησιού, και έζησαν σε μία περίοδο πολιτικών αναταραχών. Οι δύο αυτοί ποιητές υπήρξαν οι κύριοι εκπρόσωποι της «Προσωπικής Λυρικής Ποίησης».
Ο αείμνηστος καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Αριστόξενος Σκιαδάς γράφει: «Είναι ίσως περίεργο, αλλά πραγματικό γεγονός: ο,τιδήποτε αφορά τη μεγάλη ποιήτρια, τη Σαπφώ, αποτελεί φιλολογικό πρόβλημα. Όλα είναι ασαφή, περίπλοκα, αντιφατικά ή παρερμηνευμένα. Το όνομά της (η ίδια χρησιμοποιεί τον τύπο “Ψαπφώ” ή “Ψάπφα”) δημιουργεί ετυμολογικές δυσκολίες, ο χρόνος της ζωής της αβέβαιος».
Η Σαπφώ γεννήθηκε στην Ερεσσό της Λέσβου, το 630 ή το 612 π.Χ., αλλά πατρίδα της θεωρείται η Μυτιλήνη, στην οποία έζησε και έδρασε. Η μητέρα της ονομαζόταν Κλεΐς – όπως και η κόρη της. Ο πατέρας της, ο οποίος λεγόταν Σκάμανδρος ή Σκαμανδρώνυμος, πέθανε, όταν η Σαπφώ ήταν 6 ετών. Η ποιήτρια είχε τρεις αδελφούς: τον Λάριχο, τον Χάραξο και τον Ευρύγιο. Παντρεύτηκε έναν πλούσιο σύζυγο από την Άνδρο, τον Κερκύλα, για τον οποίο η ποιήτρια δεν αναφέρει το παραμικρό. Αξιοσημείωτο είναι ότι για τη ζωή της δεν κάνει καθόλου λόγο στα ποιήματά της. Έζησε σε μια ιδιαίτερα σημαντική και κρίσιμη περίοδο της Λέσβου. Οι πολιτικές ταραχές στη Μυτιλήνη δεν άφησαν άθικτη τη Σαπφώ, η οποία τελικά έζησε την πικρή ζωή της εξορίας στη Σικελία επί 10 περίπου χρόνια.
Το πιο σημαντικό θέμα, που συνδέεται άμεσα όχι μόνο με την προσωπικότητα και το ήθος της Σαπφούς, αλλά και με τον ορθό τρόπο ερμηνείας της ποίησής της, είναι αναμφισβήτητα η πολυσυζητημένη σχέση της ποιήτριας με τον κύκλο των κοριτσιών, που βρίσκονταν κοντά της. Πρόκειται για ένα θέμα, που ανάγεται ήδη στην αρχαιότητα και έχει ιδιαίτερα απασχολήσει την έρευνα. Το μεγάλης ιστορικής αξίας λεξικό του Σουίδα (λεξικογράφου του 10ου αι. μ.Χ.), αναφερόμενο στις «φίλες» της ποιήτριας, κάνει λόγο περί αἰσχρᾶς φιλίας. Σε κάποιο βίο της Σαπφούς από παπυρικά κείμενα, που δημοσιεύτηκε το 1922, επαναλαμβάνεται η ίδια άποψη ως προς την δυσφήμηση της ποιήτριας: κ[α]τηγόρηται δ' ὑπ' ἐν[ί]ω[ν] ὡς ἄτακτος οὖ[σα] τὸν τρόπον καὶ γυναικε[ράσ]τρια (ότι δηλαδή «έχει κατηγορηθεί από μερικούς ως άτακτη και γυναικεράστρια»). Ο χριστιανός Τατιανός διατυπώνει με πολύ φανατισμό έναν ιδιαίτερα μειωτικό χαρακτηρισμό για την ποιήτρια: καὶ ἡ μὲν Σαπφὼ γύναιον πορνικὸν ἐρωτομανὲς καὶ τὴν ἑαυτῆς ἀσέλγειαν ᾄδει.
Η κατηγορία της ομοφυλοφιλίας συνοδεύει την ποιήτρια μέχρι σήμερα. Για τον διασυρμό αυτό δεν αποκλείεται να είναι, ως έναν βαθμό, υπεύθυνη η παλιά κωμωδία που, όταν δεν είχε πια την δυνατότητα να σατιρίζει σύγχρονα πολιτικά πρόσωπα, αναζητούσε τα θύματά της σε μεγάλες μορφές του ελληνικού κόσμου έξω από την πολιτική.
Τα κορίτσια, που ανήκαν στον κύκλο της Σαπφούς, δεν κατάγονταν αναγκαστικά από την Λέσβο. Μερικοί νομίζουν πως η Σαπφώ ήταν αρχηγός μιας σχολής μουσικής, ποίησης και χορού, άλλοι την θεωρούν αρχηγό μιας λατρευτικής οργάνωσης, αφιερωμένης στη λατρεία της θεάς Αφροδίτης, κάποιοι άλλοι αρχηγό μιας «Ακαδημίας»· αυτά βέβαια δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Το πιθανότερο είναι ότι τα κορίτσια μαζεύονταν στο σπίτι της και, ζώντας μέσα σ’ ένα κλίμα ποίησης και μουσικής, μάθαιναν λεπτούς τρόπους συμπεριφοράς, την τέχνη και τη χάρη στο ντύσιμο και στην εμφάνιση, χορό, μουσική, τραγούδι και συμμετοχή σε γιορτές γάμου και σε λατρευτικές τελετές της πόλης. Κατά τον Ελύτη, το σπίτι της Σαπφούς «…ασφαλώς είχε κάποιαν αναλογία με τα “φιλολογικά σαλόνια” της προπολεμικής Ευρώπης…».
Ας μη ξεχνάμε ότι η κοινωνική κατάσταση στη Λέσβο, κατά την εποχή εκείνη, ήταν εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι στην άλλη Ελλάδα. Εκεί υπήρχε μεγαλύτερη κοινωνική και ατομική ελευθερία. Οι γυναίκες δεν περιορίζονταν μέσα στο σπίτι· ήταν καλλιεργημένες και μπορούσαν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με την ποίηση και το τραγούδι. Προσπαθούσαν και επεδίωκαν συνεχώς να καλλιεργούν το κάλλος σε όλες τις μορφές του – από την απλή κίνηση μέχρι την καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι γνωστό πως ο πολιτισμός της εποχής εκείνης στη Μυτιλήνη βρισκόταν σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο, και η τέλεια διαπαιδαγώγηση των κοριτσιών θεωρούνταν τόσο σημαντική και απαραίτητη όσο ποτέ και πουθενά κατά την αρχαιότητα. Ξέρουμε τα ονόματα αρκετών κοριτσιών του κύκλου της Σαπφούς: Ατθίς, Γογγύλα, Γυρίννω, Ευνείκα, Μεγάρα, Ανακτορία, Τελεσίππα… Και «ήταν γραφτό μερικές απ’ αυτές να φτάσουν ως εμάς τυλιγμένες μ’ ένα χρυσό νέφος θάμβους και ομορφιάς».
Ο σοφιστής του 2ου αι. μ.Χ. Μάξιμος ο Τύριος παραβάλλει τη σχέση της Σαπφούς με τις μαθήτριές της με τη σχέση του Σωκράτη με τους μαθητές του: «Της Λεσβίας ποιήτριας ο έρωτας τι άλλο είναι από την ερωτική τέχνη του Σωκράτη; Και οι δύο καλλιέργησαν την φιλία, η Σαπφώ με γυναίκες, ο Σωκράτης με άνδρες. Και οι δύο ομολογούσαν πως μπροστά στην ομορφιά, οπουδήποτε και να την έβρισκαν, δεν είχαν την δύναμη να αντισταθούν…».
Το πρόβλημα της σχέσης Σαπφούς και κοριτσιών πρέπει να κρίνεται ουσιαστικά με βάση το έργο της ποιήτριας. Βιογραφικές πηγές βέβαια – όπως το παπυρικό κείμενο που προανέφερα – μνημονεύουν την κατηγορία ότι η Σαπφώ ήταν γυναικεράστρια. Ξεχνιέται, όμως, η βάση του προβλήματος: ότι δηλαδή μια ποίηση – σαν την ποίηση της Σαπφούς, που αναφέρεται σε σχέση γυναικών, σε συμβίωση και συμμετοχή στα ωραία, είναι φυσικό να παρερμηνευθεί κάποτε. Η ίδια, όμως, η σαπφική ποίηση – όπως μας σώθηκε – μας δείχνει καθαρά την εσωτερική σχέση, που συνδέει την ποιήτρια με τις «μαθήτριες» και τις «φίλες» της, τη συγκίνηση για τη συμβίωση και την ομορφιά της, τον πόνο για τον χωρισμό και την έντονη μνήμη για τα ωραία, που ανήκουν σ’ ένα γοητευτικό παρελθόν. Στα ποιήματά της διαπιστώνομε την αγωνία και τον αγώνα της για κάθε μία από αυτές τις κοπέλες και το δέσιμο μαζί τους. Κάθε φορά, που ένα κορίτσι παντρευόταν κι έφευγε, η ποιήτρια βυθιζόταν σ’ ένα πικρό πόνο για τον χωρισμό. Φυσικά, στους στίχους της φαίνεται ένα έντονο πάθος, μια καθαρά ερωτική διάθεση, μια τρυφερή και – συγχρόνως – έντονη ερωτική και εσωτερική σχέση, που τη δένει με τα κορίτσια. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε μια λέξη, ούτε μια υπόδειξη, που να οδηγεί στη σκέψη για «λεσβιακό έρωτα». Είναι δε γεγονός ότι για την πνευματική και ηθική ποιότητα των κοριτσιών δεν γίνεται λόγος. Γιατί, όμως, έπρεπε να γίνεται; Αυτό θα ήταν έξω και πέρα από την ποίηση της Σαπφούς.
Το τέλος της ζωής της ποιήτριας, σύμφωνα με μία αρχαία παράδοση, παρουσιάζεται πολύ ρομαντικά: η Σαπφώ, απελπισμένη από τον άτυχο έρωτά της για τον όμορφο Φάωνα, πήδησε στη θάλασσα από το ακρωτήριο Λευκάτας της Λευκάδας. Η ιστορία στηρίζεται μάλλον σε επινοήσεις, αφού μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ούτε ο παραμικρός υπαινιγμός στα αποσπάσματα της Σαπφούς για τον Φάωνα και για τον έρωτά της – πράγμα, που ασφαλώς η ποιήτρια δεν θα παρέλειπε. Ο Φάων, κατά την μυθολογία, ήταν ένας πορθμέας στη Λέσβο, που κέρδισε την εύνοια της Αφροδίτης, η οποία του χάρισε νεότητα και ομορφιά. Πότε ακριβώς πέθανε η Σαπφώ δεν μας παραδίδεται.
«Καλύτερο παράδειγμα για την ισχύ που μπορεί να έχει ο ποιητικός λόγος δεν υπάρχει. Στροφές ακρωτηριασμένες, μισοί στίχοι, σπασμένες λέξεις, ένα τίποτε· κι απ’ αυτό το τίποτε, ένα θαύμα: μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, με τα ιδιαίτερά της χαρακτηριστικά, τον ατομικό της μύθο και ολόκληρο το φυσικό και τον ανθρώπινο διάκοσμο του πολιτιστικού χώρου όπου αναπτύχθηκε… Σε μια στιγμή που οι θρησκευτικές βάσεις της κοινωνίας είναι ακόμη αυστηρές· που ο λόγος ο επικός έχει τη μονοκρατορία στην έκφραση· που το ηρωικό στοιχείο είναι η μόνιμη και παραδεγμένη αξία· ένας Αρχίλοχος στην Πάρο και μία Σαπφώ στη Λέσβο τ’ ανατρέπουνε όλα, φέρνουν τα αισθήματα και τα όνειρα στο πρώτο επίπεδο, τολμούν να μιλήσουν για την ατομική τους ζωή, να πουν τον καημό τους, να τραγουδήσουν, να χορέψουν. Οι πρώτοι στο Αιγαίο και οι πρώτοι σ’ όλο το γνωστό κόσμο… Αν μέσα στα θραύσματα που μας απόμειναν περισυλλέγουμε ήδη διαμαντένιες εκφράσεις, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι μέσα στα εννέα ποιητικά βιβλία που έγραψε η Σαπφώ, ένας πραγματικός θησαυρός λόγων με στοχαστική δύναμη, παρομοιώσεων τολμηρών και πρωτότυπων εικόνων, είχε κιόλας δημιουργηθεί εκεί, στο χώρο του Ανατολικού Αιγαίου, πριν ακόμη αρχίσει ν’ ακμάζει εκείνο που, γενικά, θεωρούμε σαν ελληνικό θαύμα, κι εννοώ, βέβαια, την Αθηναϊκή Δημοκρατία».
Ως προς το περιεχόμενο τα ποιήματα της Σαπφούς, γραμμένα στην Αιολική διάλεκτο, είναι «ερωτικά», «ύμνοι» και «επιθαλάμια» (τραγούδια του γάμου). Σε όλο το έργο συναντάμε υπέροχες εικόνες από τη φύση και εκπληκτικές παρομοιώσεις. Ο ουρανός και η θάλασσα, ο ήλιος, το φεγγάρι και τ’ αστέρια, η χαραυγή και το δειλινό, δένδρα και λουλούδια απαντούν στα ποιήματα της μεγάλης ποιήτριας. Όμως, ο ΕΡΩΤΑΣ αποτελεί αναμφίβολα την κυριαρχούσα πηγή έμπνευσης της Σαπφούς, το κύριο κίνητρο του αθάνατου ποιητικού έργου της.
Ο Έρωτας μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε ίδια
καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.
Μ’ έναν τρόπο λιτό και μεστό, με μια εικόνα τόσο απλή όσο και συγκλονιστική, διατυπώνονται η ορμή και η δύναμη του έρωτα, που πλήττει τον άνθρωπο (τη Σαπφώ, εδώ) σαν άνεμος, που χτυπάει τα δέντρα.
Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ είναι η δεσπόζουσα θεϊκή μορφή στα ποιήματα της Σαπφούς. «… η Αφροδίτη δεν είναι μόνον η θεά του έρωτα· ή μάλλον, ακριβώς επειδή είναι αυτό, είναι και πολλά άλλα πράγματα μαζί: είναι η θεά της ομορφιάς αλλά και του πόθου για την ομορφιά· είναι η θεά των λουλουδιών και της χαμογελαστής, άστατης θάλασσας· η δύναμή της είναι ριζωμένη στη μαγεία, με την οποία αγκαλιάζει κάθε ορατό… Με τον δικό της τρόπο η Αφροδίτη αντιπροσωπεύει μιαν απόλυτη αξία, το μαγικό εκείνο φως που κάποτε απλώνεται πάνω στη ζωή και κάνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα να φαντάζει τόσο ποθητό, ώστε σχεδόν να συνεπαίρνει τα λογικά των ανθρώπων. Γι’ αυτό οι Έλληνες πίστευαν ότι τα δώρα της Αφροδίτης συγγενεύουν με την τρέλα…» αναφέρει o Bowra.
Το ωραιότερο δείγμα σαπφικής ποίησης, το μοναδικό πλήρες ποίημα, που κατέχομε από την μεγάλη ποιήτρια, είναι αναμφισβήτητα η «Ωδή στην Αφροδίτη», ένας από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της αρχαιότητας, που έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα.
Αθάνατη Αφροδίτη του Διός κόρη
που σε φανταχτερό κάθεσαι θρόνο
κι όλο στήνεις παγίδες της αγάπης·
εσένα Δέσποινα παρακαλώ
μη – να χαρείς – μη ρίχνεις άλλο βάρος
από καημούς και πίκρες στην ψυχή μου…
Οι θεοί (ιδιαίτερα η Αφροδίτη) στη Λυρική Ποίηση, και μάλιστα στη Σαπφώ, έχουν μια καθαρά ανθρώπινη διάσταση, συμμετέχουν στα βάσανα των ανθρώπων και κατά τον ίδιο τρόπο παρουσιάζονται στις αντιδράσεις τους: στο χαμόγελο, στη μορφή, στην παρηγοριά, στη χαρά και στον πόνο.
Σε ένα από τα πιο προσωπικά ποιήματα της Σαπφούς, το «Τραγούδι της Αριγνώτας», η ποιήτρια παρηγορεί την Ατθίδα με την διαβεβαίωση πως κάποια άλλη κοπέλα, που βρίσκεται πια στις Σάρδεις, δεν την έχει ξεχάσει:
Πολλές φορές από τις μακρινές τις Σάρδεις
εδώ σ’ εμάς γυρίζει ο λογισμός της·
εδώ που σαν θεά φανερωνόταν
μαγεμένη απ’ το γλυκό τραγούδι σου!
τώρα μέσα στις άλλες γυναίκες της Λυδίας όμορφη ξεχωρίζει
καθώς όταν ο ήλιος έχοντας βασιλέψει πια
η σελήνη μ’ ένα κόκκινο θάμπος ξεπροβάλλει
όλα τ’ αστέρια γύρω της να εξαφανίσει·
κι ένα φέγγος απλώνει ως πέρα στ’ αλμυρό το πέλαγος
και στους αγρούς με τα χιλιάδες άνθη…
Ο Ελύτης, κατά τον οποίο το απόσπασμα αυτό είναι ίσως το ωραιότερο, υποστηρίζει ότι «… η μορφή της ηρωίδας – που βρίσκεται μακριά στις Σάρδεις – αναδύεται χάρη σε μια πρωτότυπη τεχνική, από τον τρόπο και μόνο που μιλά γι’ αυτήν η ποιήτρια στην πιο αγαπημένη της φίλη. Όσο προχωρούμε, τόσο νοιώθουμε το ποίημα να γεμίζει από το μυστήριο μιας γυναικείας μορφής που μήτε ακούμε, μήτε βλέπουμε, παρά μαντεύουμε μονάχα μέσ’ από μια διάθλαση αισθημάτων εξαιρετικά τρυφερών, σταλμένων με το φεγγάρι στην αντικρινή ακτή και ξαναφερμένων μαζί με τη φωνή της απωλεσμένης που η νύχτα, με τα χιλιάδες αυτιά της, αγωνίζεται να συλλάβει πάνω απ’ τα κύματα. Είναι σε μια τέτοια στιγμή που μπορούμε ν’ αποτιμήσουμε ολόκληρη τη λυρική αξία της Σαπφούς…».
… πήγαινε στο καλό
και πότε πότε να με θυμάσαι κι εμένα
που το ξέρεις τι λατρεία σού είχα·
ή αν όχι
άσε με μια στιγμή να σου θυμίσω
κείνα που μοιάζει να ’χεις λησμονήσει·
τις όμορφες και τις γλυκές στιγμές που ζήσαμε μαζί·
πόσα στεφάνια κρόκους ρόδα μενεξέδες
καθισμένη στο πλάι μου δεν δοκίμαζες·
και πόσες αρμαθιές ολόγυρα στον τρυφερό λαιμό σου από λουλούδια
υπέροχα πλεγμένες δεν περνούσες…
Πρόκειται για απόσπασμα ενός ακόμη εκπληκτικού ποιήματος, στο οποίο διαφαίνεται η πίκρα της ποιήτριας από την εμπειρία ότι τα κορίτσια, στα οποία δίδαξε την ομορφιά, ξεχνούν πολύ σύντομα την φροντίδα και την αγάπη της. Πολύχρωμα και πολυποίκιλα λουλούδια κατακλύζουν κι ευωδιάζουν τη θύμηση. Άφατη τρυφερότητα διατρέχει τα γεγονότα. Τα πάντα γεμίζουν και καλύπτονται: στο όμορφο κεφάλι στεφάνια, στον απαλό λαιμό γιρλάντες, στο καλλίγραμμο σώμα και στα πλούσια μαλλιά αρώματα. Πόσο λατρεύει – στ’ αλήθεια – η Σαπφώ να μιλάει και να γράφει για άνθη, για στεφάνια κι ευωδιές: μια ποίηση ζωής που βιώθηκε μέσα στο κάλλος…
Έχω ένα κοριτσάκι εγώ
που ’ναι σαν χρυσολούλουδο το πρόσωπό του·
την Κλεΐδα· το μονάκριβό μου·
που δε θα τ’ άλλαζα ποτέ με τη Λυδία ολάκαιρη
μήτε και με τη φημισμένη Λέσβο.
Πρόκειται για την αρχή του ποιήματος, που η Σαπφώ έγραψε για την κόρη της Κλεΐδα. Η παρομοίωση του κοριτσιού με τα χρυσά λουλούδια τονίζει την ξεχωριστή ομορφιά. Το αρχαιοελληνικό επίθετο χρύσιος (= χρυσός), ως χαρακτηρισμός για τα άνθη, εκφράζει το υπερβολικά ωραίο, μια ομορφιά με λάμψη θεϊκή. Η σαπφική αυτή διατύπωση μας παραπέμπει στα «χρυσάνθεμα» – χωρίς φυσικά να θεωρηθεί ότι εδώ γίνεται αναφορά σ’ αυτά. Παρομοιώσεις ανθρώπων με φυτά και λουλούδια συναντάμε ήδη στο έπος. Ο Όμηρος, στην «Οδύσσεια», συγκρίνει τη Ναυσικά με φοίνικα, και τον Τηλέμαχο με νεαρό βλαστό, σύμβολο της ομορφιάς και της νεανικής τρυφερότητας.
μεσάνυχτα κοντεύουν·
πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βασιλέψανε·
και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη κι έρημη.
Το θαυμάσιο αυτό απόσπασμα επί αιώνες συγκίνησε και γοήτευσε πολλούς ανθρώπους. Εδώ, σ’ αυτό το πιο γνωστό ποίημα της Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης, κυριαρχεί το φεγγάρι, που δεν λάμπει ολόγιομο, αλλά έχει βασιλέψει μαζί με την Πούλια. Οι στίχοι αυτοί θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως ένα ξέσπασμα απελπισίας της Σαπφούς, η οποία συνειδητοποιεί ότι γερνάει έχοντας μείνει μόνη της. Στο ποίημα αυτό, όπου κυριαρχεί το απόλυτο σκοτάδι, αφού και το φεγγάρι και η Πούλια έχουν χαθεί, η ποιήτρια αποδίδει, με τον πιο εκφραστικό τρόπο, τη νοσταλγική διάθεση, το μαρτύριο της προσμονής και την απογοήτευση, καθώς βλέπει κανείς την αγάπη και τη ζωή να χάνονται…
Ο Αλκαίος έγραψε για την σύγχρονή του ποιήτρια τον στίχο:
ἰοπλόκ' ἄγνα μελλιχόμμειδε Σάπφοι
(= στεφανωμένη με βιολέτες, ιερή, γλυκοχαμόγελη Σαπφώ).
«Πρόκειται για τον μεγαλύτερο δυνατό έπαινο – αναφέρει χαρακτηριστικά ο Bowra. Γιατί έτσι η Σαπφώ παραβάλλεται έμμεσα με θεά, και μάλιστα με την Αφροδίτη. Πουθενά αλλού δεν χρησιμοποιείται το επίθετο ἁγνὸς για ανθρώπους πριν από τον 5ο αι. π.Χ. Με το έξοχο τραγούδι της και την αφοσίωσή της στην Αφροδίτη, η Σαπφώ πλησίασε τόσο πολύ τη θεά, που αξίζει να τιμάται και η ίδια με τον ανάλογο σεβασμό».
Σε ένα επίγραμμα, που αποδίδεται στον Πλάτωνα, η Σαπφώ συνυπολογίζεται στις 9 Μούσες, ως δεκάτη Μούσα (Α. Ρ. 9, 506):
Ἐννέα τὰς Μούσας φασίν τινες · ὡς ὀλιγώρως.
Ἠνίδε καὶ Σαπφὼ Λεσβόθεν ἡ δεκάτη.
Τα νομίσματα της Μυτιλήνης είχαν επάνω τους χαραγμένη την μορφή της. Σε κεντρική πλατεία της Μυτιλήνης, δίπλα στην απαστράπτουσα αιγαιοπελαγίτικη θάλασσα, υπάρχει σήμερα ένα επιβλητικό άγαλμα της Σαπφούς. Επίσης, άγαλμά της είχαν στήσει και στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου η ποιήτρια είχε ζήσει αρκετά χρόνια εξόριστη.
Ακόμη και γι’ αυτό το μικρό, το δισύλλαβο, το πανέμορφο όνομά της, όπου δένονται τόσο αρμονικά τα δυο ζεστά χειλικά σύμφωνα το π και το φ ανάμεσα στα επιβλητικά φωνήεντα α και ω, πόσα – στ’ αλήθεια – έχουν γραφτεί!
«Σαπφώ, ένα όνομα καυτό, από σάρκινες συλλαβές, ζαφείρι γεμάτο ανατριχίλες από αστραπές, αυγή και πολύτιμα πετράδια, πολυχρωμία και υπέρτατο παραλήρημα, για… να ελευθερώνει το ξέσπασμα της απόλαυσης και να στεφανώνει τη νίκη του αδάμαστου έρωτα» γράφει με πάθος ο Ιταλός Battistini.
«… Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στη Μυτιλήνη, βλέπω ακόμη τη Σαπφώ σαν μια μακρινή εξαδέλφη που παίζαμε μαζί στους ίδιους κήπους, γύρω απ’ τις ίδιες ροδιές, πάνω απ’ τις ίδιες στέρνες. Λιγάκι μεγαλύτερη στα χρόνια, μελαχρινή, με λουλούδια στα μαλλιά κι ένα κρυφό λεύκωμα γεμάτο στίχους που δεν μ’ άφησε ν’ αγγίξω ποτέ.
Βέβαια, είναι που ζήσαμε στο ίδιο νησί. Που είχαμε την ίδια αίσθηση του φυσικού κόσμου, τη χαρακτηριστική, που εξακολουθεί αναλλοίωτη από τα χρόνια ίσαμε σήμερα να παρακολουθεί τα τέκνα της Αιολίδας. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι που δουλέψαμε – στα μέτρα του ο καθένας – με τις ίδιες έννοιες, για να μην πω περίπου με τις ίδιες λέξεις: με τον ουρανό και τη θάλασσα, τον ήλιο και τη σελήνη, τα φυτά και τα κορίτσια, τον έρωτα. Μια συζυγία, μισή στον ουρανό και μισή στη γη, μισή στην αμφιβολία και μισή στην αθανασία, ευδιάκριτη εάν όχι τίποτε άλλο. Ας μου συγχωρεθεί, λοιπόν, να μιλήσω για τη Σαπφώ σαν μια σύγχρονή μου. Στην ποίηση, όπως και στα όνειρα, δεν γερνάει κανένας». Κι όλοι εμείς που διαβάζουμε την ποίηση της Σαπφούς και του Οδυσσέα Ελύτη, πέρα και πάνω από τη συγκίνηση που νοιώθουμε, συνειδητοποιούμε πως τους δυο αυτούς «ποιητές – σύμβολα της αθάνατης ελληνικής ποίησης» δεν τους χωρίζουν τόσοι και τόσοι αιώνες, πως δεν έχει μεσολαβήσει ούτε μια ανάσα... στιγμής, πως είναι σύγχρονοι, πως πράγματι «παίζουν μαζί στους ίδιους κήπους, γύρω απ’ τις ίδιες ροδιές…» και πως φωτίζουν τη σκέψη και την ψυχή μας μ’ έναν ολόφωτο ήλιο που δεν πρόκειται να δύσει ποτέ…