Τον Βουδισμό, ως θρησκεία, πολλές φορές τον αντιλαμβανόμαστε σαν μία ομάδα
αυτόνομων διδασκαλιών χωρίς κανένα άμεσο προκάτοχο, εξαιτίας της anātman (ή «μη
ύπαρξης ψυχής») δοξασίας του. Υιοθετώντας πολλές από τις φιλοσοφικές θεωρήσεις
του Βραχμανισμού, ο Βούδας –τουλάχιστον σε διανοητικό επίπεδο – έστρεψε πολλές
από τις ιδέες των Βραχμάνων εναντίον των ίδιων, όπως έκαναν και κατοπινοί
Βουδιστές σοφοί εναντίον παλαιότερων Βουδιστικών σχολών.
Έχοντας στο μυαλό μας την κεντρικότητα της φωτιάς στον Βραχμανισμό, αυτό επιτεύχθηκε εστιάζοντας, αρχικά, στα αρνητικά στοιχεία της φωτιάς, όπως η πείνα, η απληστία, η καταστροφικότητα κλπ. Εκτός αυτού και μερικών άλλων φιλοσοφικών κριτικών ενάντια στον Βραχμανισμό, η ιερή φύση του φωτός ποτέ δεν απορρίφθηκε από τον Βουδισμό. Στην ουσία, αυτό που παρατηρούμε μετά την μεταμόρφωση του Βούδα από την Βεδική φωτιά, είναι μία προοδευτικά πιο εκλεπτυσμένη κατανόηση του φωτός και των πρισματικών του διαφοροποιήσεων.
Ωστόσο, ένα θεώρημα που πρέπει να εξακριβώσουμε από τις πρώιμες Βουδιστικές διδασκαλίες αφορά τα πέντε στοιχεία, τα οποία είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας πίσω από την δημιουργία ενός ατόμου. Αυτά τα πέντε στοιχεία στον πρώιμο Βουδισμό, είναι περισσότερο μία ένδειξη της θεμελιώδους μη-ουσιαστικότητας στη δομή του ατόμου, παρά κάτι αιωνίως αμετάβλητο. Είναι, σε τελική ανάλυση, τα αλλοιώσιμα στοιχεία από τα οποία το άτομο αποτελείται και τα οποία τελικά «καίγονται» (όπως τα καύσιμα) και δεν αντικαθιστώνται. Αυτά τα στοιχεία είναι γνωστά σαν τα πέντε σκάντας, μία δυναμική δέσμη από σωματικές και ψυχολογικές διαδοχές που περιέχει:
•Rūpa (μορφή, όπως αυτή του φυσικού σώματος)
•Vedanā (συναισθήματα και συναισθηματική αντιδραστικότητα)
•Sannā (αντίληψη, ή επίγνωση)
•Sankhāra (εντυπώσεις που δημιουργούνται από τα vedanā και sannā)
•Vinnāna (συνειδητότητα η οποία προκύπτει σαν δυαδικότητα ή στην σχέση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου).
Ο Βούδας διαφώνησε με τη διαδεδομένη
έννοια του αιώνιου και αμετάβλητου ātman και βασίστηκε στη παραπάνω
δομή που εξηγεί όλα τα δομικά στοιχεία ενός ατόμου, από το ενυπόστατο ως το
ανυπόστατο. Φαίνεται ότι η πενταμερής ταξινόμηση των σκάντας από τον Βούδα
βασίστηκε σε ένα τμήμα από την Ουπανισάδα Brhadāranyaka, γνωστό ως «σοφία του
πενταπλού πυρός». Σε αυτό το τμήμα η Ουπανισαδική σύλληψη του Κόσμου σχετίζεται
με το ότι η φωτιά έχει διαφορετικές ιδιότητες στον ουρανό και τη γη, στον άντρα
και τη γυναίκα, με τη δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των αντίθετων και με
το – τι είναι αυτό που τα εμψυχώνει και τα συντηρεί.
Στο διάσημο Ādittapariyāya Sutta (ή «κήρυγμα της φωτιάς) ένα από τα γονιμοποιή κηρύγματά του, το οποίο ο Βούδας παρουσίασε στους μαθητές του μετά την φώτισή του, παρουσιάζει μία διδασκαλία η οποία αν και διαφέρει στις λεπτομέρειες και το περιεχόμενο, περιέχει τις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές με την παραπάνω «σοφία του πενταπλού πυρός». Απλά σε αυτή την (Βουδιστική) εκδοχή δίνεται μεγαλύτερη έμφαση σε αυτό που μπορεί να ταυτίζουμε με τις «ψυχολογικές» επιπτώσεις της διδασκαλίας. Αυτές που επιβάλλονται στο εσωτερικό αισθητήριο κέντρο, εισερχόμενες από τις πύλες των εξωτερικών αισθήσεων. Το Κήρυγμα της Φωτιάς παρουσιάζει μία ερμηνεία για τον τρόπο που ο Βούδας (στη πρώιμη διδασκαλία που του αποδίδεται) άντλησε, πιθανόν, την έμπνευσή του για την ταξινόμηση των σκάντας από την Ουπανισαδική «σοφία του πενταπλού πυρός».
Χρησιμοποιώντας αυτή την διδασκαλία εξυπηρετούσε τους σκοπούς του για την επανερμηνεία της Βραχμανικής δοξασίας, με την έννοια του να δώσει μία πιο «ψυχολογική» επαναδιάπλασή της, έτσι που να συνδέονται τα κίνητρα με τις προθέσεις του ατόμου με έναν πιο υπαρξιακό τρόπο. Έτσι ο εξασκούμενος γίνεται ο ενεργός πράκτορας των ίδιων του των δεσμών ή της απελευθέρωσης από τη δουλεία του samsāra μέσω της δικής του εμπειρίας (και μέσω του κάρμα), αντί να επαφίεται εξ’ ολοκλήρου στην Βεδική εξουσία μέσω του ιερατείου και της ιερής γραφής. Θα δούμε παρακάτω αυτό το κομμάτι από το Κήρυγμα της Φωτιάς του Βούδα, το οποίο σχετίζουμε με την «σοφία του πενταπλού πυρός»:
Μέσα στις σχολές Mahāyāna και Vajrayāna που υποστηρίζουν ότι ιδρύθηκαν βασισμένες στις μυστικές ή εσωτερικές διδασκαλίες του Βούδα – που πιστεύεται ότι είναι για ένα πολύ προχωρημένο κοινό – τα σκάντας παίρνουν ένα πολύ διαφορετικό νόημα. Περιληπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που απασχολούσε τον πρώιμο Βουδισμό ήταν η δυστυχία και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να τερματιστεί. Στην παράδοση Mahāyāna η προσοχή κατευθύνεται προς όλα τα άλλα όντα με ικανότητα αντίληψης για να πετύχουν το ίδιο. Στην παράδοση Vajrayāna ή Ταντρικό Βουδισμό η έμφαση είναι στο σώμα σαν ένα μέσο φώτισης. Όχι όμως μόνο το υλικό σώμα, αλλά οι άλλες ιδιότητες που αντιπροσωπεύονται από τα σκάντας. Εδώ τα σκάντας γίνονται οι δεσμοί που ενώνουν το άτομο με τις πρωτογενείς δυνάμεις του σύμπαντος σε μία μακροκοσμική-μικροκοσμική σχέση. Τα σκάντας γίνονται μέσα απελευθέρωσης και όχι εμπόδια.
Το Paρca-varna και οι Κοσμικοί Βούδες: Αποκρινόμενοι από τη ταξινόμηση των σκάντας σύμφωνα με τις θεωρήσεις του πρώιμου Βουδισμού, βλέπουμε ότι παρέχουν την βάση για τη μεταγενέστερη θεωρία και πρακτική του Vajrayāna. Αυτό που σε εμάς αναφέρεται ως panca-varna και σημαίνει τα «πέντε χρώματα» ή πιο σωστά «είδη», στην ουσία εμπεριέχει έναν συμβολισμό που σχετίζεται με τις συμπαντικές και παντογνώστες ιδιότητες των πέντε κοσμικών ή ανυπέρβλητων Dhyāni-Buddhas, οι οποίοι στον Ταντρικό Βουδισμό σχετίζονται με τα σκάντας ενός ατόμου.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη μας τη προέλευση της ίδιας της χρωματικής απεικόνισης του panca-varna και όχι τη σχηματική της βάση που προέρχεται από τα σκάντας, θα δούμε ότι η πιθανή προέλευσή της είναι η ημερήσια κίνηση του ήλιου μέσα στα διάφορα τεταρτημόρια του ουρανού που τα βλέπουμε καλλιτεχνικά απεικονιζόμενα στο σχέδιο μιας μαντάλας. Ο Λάμα Anagarika Govinda μας προσφέρει μια βιωματική θεώρηση του είδους μεταλλαγής των ιδιοτήτων που απεικονίζουν τα χρώματα και της σχέσης μεταξύ των χρωμάτων:
Οι μορφές με τις όποιες εμφανίζονται οι Dhyāni-Buddhas στη δημιουργική φάση της εσωτερικής όρασης κατά τη διαδικασία του διαλογισμού, συγκρίνονται από εμάς με τα διαφορετικά χρώματα στα οποία χωρίζονται οι ακτίνες του ηλίου όταν περνούν μέσα από ένα πρίσμα, αποκαλύπτοντας έτσι, μια ιδιαίτερη ιδιότητα του φωτός σε κάθε χρώμα.
Αυτή η σύγκριση είναι επαρκής καθώς τα χρώματα παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στις εμφανίσεις των Dhyāni-Buddhas. Τα χρώματά τους δείχνουν συγκεκριμένες ιδιότητες και πνευματικούς συσχετισμούς που για τον μυημένο είναι τόσο σημαντικά όπως οι μουσικές νότες για το αυτί των μουσικών. Μεταφέρουν τη συγκεκριμένη δόνηση που είναι χαρακτηριστική για κάθε πλευρά της υπερβατικής γνώσης ή Σοφίας, που στο βασίλειο του ήχου εκφράζεται μέσω της αντίστοιχης δόνησης ή μάντρα, στο βασίλειο της υλικής υπόστασης μέσω της αντίστοιχης χειρονομίας ή mudrā, και στο εσώτατο βασίλειο με την αντίστοιχη πνευματική στάση.
Σε αυτούς τους πέντε κοσμικούς Βούδες που είναι διαφορετικοί από αυτό που είναι ευρέως γνωστοί στη μετάφραση, ως οι τέσσερις «αρχέγονοι Βούδες» υπό τον κοινό όρο ādibuddha (δηλαδή οι Mahāvairocana, Vajrasattva, Vajradhara και Samantabhdra) προσδίδονται πολλές ιδιότητες και χαρακτηριστικά διαφόρων ειδών. Ωστόσο τους αποδίδονται επίσης (ή μάλλον λέγεται ότι από αυτούς εκπορεύονται) τα διάφορα panca-varnas, τα οποία υποστηρίζεται ότι παράγουν τις δικές τους διαφορετικές ψυχο-πνευματικές επιδράσεις στον εξασκούμενο, στα πλαίσια του τελετουργικού του Ταντρικού Βουδισμού και του διαλογισμού.
Τα βασικά επί μέρους στοιχεία που έχουν οι πέντε κοσμικοί Βούδες είναι φυσικά πολύ καλά τεκμηριωμένα, εν αφθονία, και είναι διαθέσιμα παντού. Το χρωματικό σχήμα όμως, παρά το ότι αποδίδεται στους κοσμικούς Βούδες ως χαρακτηριστικό δείγμα της φυσικής ιδιότητας που ενσωματώνουν και διαποτίζει το σύμπαν, δεν είναι το ίδιο καλά γνωστό, ή τουλάχιστον δεν έχει συστηματοποιηθεί πραγματικά παρά το ότι κατέχει την δική του ιστορική γενεαλογία στη συνένωση πολλών διαφορετικών εννοιών και λειτουργιών. Το χρώμα ως διαφοροποίηση του αρχέγονου φωτός παρουσιάζεται ως η πρωταρχική έκφραση για τους Βούδες, στην διαφοροποίησή τους από την κενότητα του χώρου ή του Dharmadhātu (μία έννοια ξεκάθαρα εμπνευσμένη από την παρθένα και αμόλυντη εμφάνιση του ανοικτού ουρανού) το οποίο επίσης συνδέεται με το συγκεντρωτικό σημείο έναρξης στον διαλογισμό. Θα εξετάσουμε τώρα τα πέντε πρωταρχικά χρώματα σε σχέση με τις κοσμικές Βουδικές τους ιδιότητες.
Vairocana: Vairocana σημαίνει επιφανής, ένδοξος, και είναι ο κοσμικός Βούδας που αντιπροσωπεύει την αγνότητα του σύμπαντος. Συχνά απεικονίζεται με τέσσερα πρόσωπα τα οποία, σαν τον Βράχμα, τον καθιστούν ικανό να δει προς όλες τις κατευθύνσεις, κάτι που συμβολίζει την παντογνωσία του. Καθώς είναι η ενσάρκωση του αληθινού συμπαντικού Βούδα Dharma, τον βλέπουμε συνήθως να κρατά έναν τροχό Dharma. Όντας ο πρωταρχικός κοσμικός Βούδας, το χρώμα που σχετίζεται με αυτόν είναι το καθαρό λευκό. Ωστόσο δεν αποτελεί έκπληξη αυτό που λέγεται ότι αυτός αναδύεται από ένα μπλε φόντο που χωρίς αμφιβολία έχει σχέση με τον ουρανό (παρά σαν ένα «όραμα του μπλε» που εμφανίζεται στον διαλογισμό).
Το λευκό από μόνο του δεν είναι πραγματικό χρώμα. Εδώ αντιπροσωπεύει την δυνητικότητα όλων των άλλων χρωμάτων που εδράζουν μέσα σε αυτό, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζει μία κατάσταση πέρα από όλες τις άλλες ιδιότητες. Είναι κατ’ αυτό τον τρόπο, κατά μία έννοια, ισότιμο με το μαύρο, αν και στην Βουδιστική τέχνη και εικονογράφηση το μαύρο φυσικά κομίζει αρνητικά χαρακτηριστικά, αναφορικά με θεμελιώδη Βουδιστικά δόγματα, όπως το κακό, η άγνοια κλπ.
Ωστόσο, ειδικά στις Ταντρικές Βουδιστικές θεωρήσεις, το μαύρο πράγματι εμφανίστηκε κάποια στιγμή να είναι σημαντικό συστατικό στην εσωτερική τέχνη εικονογράφησης και τους πίνακες ζωγραφικής, όχι μόνον αισθητικά προκειμένου να τονίζει περισσότερο τις εξοργισμένες φύσεις των Dharmapalas, αλλά και με μία πιο εκτεταμένη Ταντρική φιλοσοφική έννοια, να διαχειρίζεται μιάνσεις και αρνητικές ιδιότητες σαν ένα μεταμορφωτικό μέσο ώστε να δημιουργεί έναν πιο ταχύ δρόμο προς την φώτιση.
Ίσως το πιο δημοφιλές παράδειγμα χρήσης του λευκού χρώματος στον πρώιμο Βουδισμό βρίσκεται μέσα στον μύθο της βασίλισσας Māyādevī που ονειρεύεται έναν λευκό ελέφαντα να αγγίζει τη δεξιά πλευρά του κορμιού της και να την γονιμοποιεί με τον επερχόμενο (τότε Gautama) Βούδα μέσω άσπιλης σύλληψης. Κάποιος θα είχε την τάση να πιστέψει ότι αυτή είναι πολύ ασαφής για να είναι μία αλληγορία, αν και μέσα στις Jātakas ο Βούδας είναι γνωστό ότι ήταν ένας λευκός ελέφαντας σε αρκετές από τις ενσαρκώσεις του, για τον προφανή λόγο ότι αυτό το ζώο χαρακτηρίζεται από στιβαρές ποιότητες.
Akshobhya: Ο Akshobhya κατοικοεδρεύει στην θεμελιώδη κατεύθυνση της Ανατολής και όπως το όνομά του υποδηλώνει, λέγεται ότι είναι αιώνια ατάραχος. Συχνά απεικονίζεται να φοράει ένα στέμμα με πέντε ακίδες το οποίο αναπαριστά την ανωτερότητά του πάνω από όλους τους νόμους της φύσης και την φευγαλέα τους παροδικότητα. Ο Akshobhya συγκεντρώνει επίσης στο πρόσωπό του την vijnāna, ή σωστή ή γεμάτη διορατικότητα σύλληψη και το χρώμα που του αποδίδεται για τον λόγο αυτό, είναι το μπλε.
Έχοντας στο μυαλό μας το καθαρό μπλε γαλάζιο του ανοικτού ουρανού, το μπλε αντιπροσωπεύει εδώ την ενσάρκωση με μπλε δέρμα του υπέρτατου Κρίσνα, κάτι αμόλυντο από άλλα περισσότερο υλιστικά ή «δεμένα με την γη» χρώματα. Φαίνεται ότι υπήρχε η πρόθεση να επικαλεσθεί μία έννοια πνευματικής καθαρότητας, ή αγνής διορατικότητας που μεταφορικά συνδέεται με μία «όμοια με καθρέπτη σοφία», κάτι που αποτελεί επίθετο του Akshobhya. Ο καθρέπτης εδώ χρησιμοποιείται για να εννοήσει ακριβώς αυτό που κάνει ένας καθρέπτης.
Αντανακλά το σύνολο των χαρακτηριστικών των πραγμάτων με αμεροληψία, δεν αντιδρά με κανέναν τρόπο στο αντανακλώμενο περιεχόμενο, ούτε οποιοδήποτε από τα αντανακλώμενα σε αυτόν αντικείμενα είναι απομονωμένο ή ξεχωριστό, αλλά συσχετιζόμενο με μία αδιάσπαστη αλληλουχία επί μέρους στοιχείων και μέρος αυτών. Σε οποιοδήποτε σύστημα αναλογίας βρίσκουμε φυσικά πολλά άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε σχέση με τους κοσμικούς Βούδες αναφορικά με την μαγική αμοιβαιότητα.
Αυτά παίρνουν συχνά τη μορφή ορυκτών τα οποία χρησιμοποιούνται στην κατασκευή αγαλμάτων, φυλαχτών και άλλων τελετουργικών αντικειμένων. Σε σχέση με τα χρώματα των ορυκτών, βρίσκουμε την πέτρα λάπις λαζούλι που αντιπροσωπεύει τις ποιότητες του ανοικτού γαλάζιου ουρανού και στο Θιβέτ, για τελετουργική χρήση, είχε μεγαλύτερη αξία ακόμα και από τον χρυσό ή τα διαμάντια.
Amitābha: Ο Amitābha συνήθως θεωρείται ο γηραιότερος από τους κοσμικούς Βούδες και κατοικοεδρεύει στην θεμελιώδη κατεύθυνση της Δύσης. Αναφορικά με ψυχο-πνευματική ιδιότητα, στο πρόσωπό του συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της διαισθητικής συνείδησης και της pratyaveksanajnāna, ή «διορατικής σοφίας». Ενώ το όνομά του στην κυριολεξία σημαίνει «φως χωρίς όρια», εξαιτίας της θεμελιώδους κατεύθυνσης στην οποία είναι τοποθετημένος που είναι η περιοχή του ουρανού που σχετίζεται με τον δύοντα ήλιο, το χρώμα του Amitābha είναι το κόκκινο. Το κόκκινο εκτός Βουδισμού συμβολίζει έναν υπαινιγμό θανάτου, κινδύνου και απειλής για τη ζωή, αλλά και την δύναμη που απονέμει ζωή, την διέγερση, το πάθος, την επιβεβαίωση της ζωής κλπ. Στον ρόλο του ως κοσμικός Βούδας, ο Amitābha μεταμορφώνει ταντρικά αυτά τα ανόμοια, ασαφούς σύλληψης συναισθήματα και καθοδηγεί σε μία ανυψωμένη διορατική σοφία που υπερβαίνει τα αντίθετα. Στον Θιβετανικό Βουδισμό παρατηρούμε ένα σύνολο χαρακτηριστικών μαγικής παράδοσης που σχετίζονται με αυτό το χρώμα, όπως το κόκκινο ένδυμα (που αντικατέστησε το βαθυκίτρινο) και τις, θεωρούμενες ως μαγικές, ιδιότητες του κοραλλιού στην κατασκευή φυλαχτών που χρησιμοποιούνται ενάντια στις αρρώστιες, την πρόγνωση των ασθενειών κλπ. Εκτός του χρώματός του, ο γεωλογικός σχηματισμός έχει πολύ σχέση με τη μαγική ιδιότητα του κοραλλιού, γιατί αποτελείται από λεπτούς σκελετούς και έτσι δεν εκφράζει μόνο μία παγιωμένη μορφή, αλλά επίσης την αλλαγή και την ελαστικότητα που είναι έμφυτη μέσα στην προφανώς, στερεά μορφή.
Ratnasambhava: Το όνομα Ratnasambhava σημαίνει «γεννημένος από ένα κόσμημα» και αυτός είναι ο κοσμικός Βούδας του Νότου. Συνήθως απεικονίζεται να κρατά μία πέτρα Cintamani ή μία Θιβετανική πέτρα εκπλήρωσης επιθυμιών που αναγράφει το Om Mani Padme Hum και η οποία υποτίθεται ότι εκπληρώνει μόνον μη υλιστικές επιθυμίες. Ο Ratnasambhava θεωρείται η ενσωμάτωση της αγάπης και της ισότητας για όλα τα όντα και το αντίστοιχο σκάντα του εκφράζεται μέσω του καναλιού vedanā. Το χρώμα του είναι το κίτρινο – ή μάλλον ένα χρυσό λαμπερό κίτρινο – και συμβολίζει τον λαμπερό ήλιο της ημέρας, κάτι που εξηγεί γιατί το σύμβολο του Ratnasambhava είναι το άλογο, ένα ηλιακό ζώο. Στον Βουδισμό αυτό το χρώμα παλαιότερα συνδεόταν με τις βαθυκίτρινες ενδυμασίες των μοναχών και πριν ήταν ένα χρώμα που φορούσαν εγκληματίες. Επιλέχθηκε από τον Βουδισμό γιατί παρομοίως σημαίνει την αποκοπή από την υλιστικά κατυεθυνόμενη κοινωνία.
Amogasiddhi: Ο Amogasiddhi κατοικοεδρεύει στο βορεινή θεμελιώδη κατεύθυνση και είναι η ενσωμάτωση των πρακτικών μέσων, ο τύπος της πραγματιστικής σοφίας που βλέπει κάθε δεξιοτεχνία να εφαρμόζεται με τον σωστό τρόπο και να ολοκληρώνεται επιτυχώς. Συνήθως τον βλέπουμε με έναν Vajra ή ένα σπαθί στο αριστερό του χέρι. Amogasiddhi σημαίνει αλάνθαστη ή αδιάλειπτη επιτυχία με την πρακτική έννοια. Το χρώμα του είναι το πράσινο ή το μυστικιστικό σμαραγδί και αυτό για να χαρακτηριστεί από τις ποιότητες της ισορροπίας και της αρμονίας, όπως επίσης και της έμφυτης ανάπτυξης και γονιμότητας στη φύση. Έχει επίσης το γνώρισμα του νεανικού ενθουσιασμού και της δραστηριότητας που βλέπουμε στη φύση της πράσινης Tārā όπως απεικονίζεται μέσα από τις παιχνιδιάρικες και σκανταλιάρικες περιπέτειές της. Ο Amogasiddhi είναι επίσης ο άρχοντας του κάρμα και έτσι το πράσινο ενσωματώνει το νόμο της δράσης. Κοσμογραφικά ο Amogasiddhi είναι ο ήλιος του μεσονυχτίου και η αρχή της ανάπτυξης.
Η Κρυσταλλική Ψυχή: Μία συναρπαστική δοξασία η οποία προέκυψε από την ύστερη σχολή Mahayana, γύρω στο 300-400 μ.κ.ε., είναι γνωστή ως Tathāgatagarbha ή δοξασία «Buddha-matrix» και ήταν, πιθανά, μια λεπτομερής επεξήγηση στοιχείων που βρέθηκαν σε μία Σούτρα γνωστή ως Ο Αληθινός Βρυχηθμός του Λιονταριού της Βασίλισσας Σριμάλα. Στην δοξασία υπάρχουν αρκετές ομοιότητες με τον Κλασσικό Ινδουισμό. Η Tathāgatagarbha κάποιες φορές συγκρίνεται με ένα αστραφτερό κόσμημα τυλιγμένο σε ένα βρώμικο κομμάτι υφάσματος.
Η φύση του κοσμήματος ή εμβρύου Tathāgatagarbha είναι η -σαν καθαρή φωτεινότητα- συνείδηση που είναι στην ουσία ο φωτισμένος Βούδας-νους. Φυσικά, εδώ η έννοια του anātman γίνεται κατανοητή πολύ περισσότερο από ότι σε πρώιμες σχολές, αφού η Tathāgatagarbha παίζει τον ρόλο ενός είδους υποκατάστατου της Ψυχής που υπομένει διαδο-χικές μετενσαρκώσεις και είναι αυτοφωτοβόλος συνείδηση.
Αντίθετα με τις πρώιμες θεωρήσεις Mahayana για το ότι οι Bodhisattvas έχουν δυνητικά την ικανότητα να αντιληφθούν την δική τους bodhicitta (σοφία-συνείδηδη), η δοξασία Tathāgatagarbha μας διδάσκει ότι αυτή η αγνή φωτεινή συνείδηση υπάρχει ήδη «πλήρως ανεπτυγμένη» μέσα στις καρδιές μας – γιατί είναι στην περιοχή της καρδιάς και όχι του κεφαλιού που η συνείδηση εθεάθη να εδράζει – και αυτό οφείλεται στο ότι το βρώμικο ύφασμα (τα πέντε σκάντας) έχει λερωθεί από τους ρύπους της απληστίας, του μίσους και της πλάνης η οποία καρμικά αποκρύπτει τη φύση της. Ένα απόσπασμα από Αρχαίο Κείμενο παρόμοιο με την δοξασία Tathāgatagarbha βλέπουμε εδώ:
«Σήκωσε το κεφάλι σου, ω Λανού, βλέπεις ένα ή αμέτρητα φώτα από πάνω σου να καίνε στο σκοτεινό, νυχτερινό ουρανό;»
«Νιώθω μια φλόγα, ω Γκουρουντέβα, βλέπω αμέτρητους αναπόσπαστους σπινθήρες να λάμπουν μέσα της.»
«Σωστά απάντησες. Και τώρα κοίταξε γύρω σου και μέσα σου. Αυτό το φως που καίει μέσα σου, το νιώθεις καθόλου διαφορετικό από το φως που λάμπει μέσα στους Αδελφούς σου;»
«Δεν είναι καθόλου διαφορετικό, παρ’ όλο που ο φυλακισμένος είναι αλυσοδεμένος από το Κάρμα και παρ’ όλο που τα εξωτερικά του ενδύματα ξεγελούν αυτόν που έχει άγνοια και τον κάνουν να λέει: Η Ψυχή σου και η Ψυχή μου.» (Η Μυστική Δοξασία Τ.I p166)
Η δοξασία Tathāgatagarbha έγινε δημοφιλής σε χώρες Mahayana όπως η Κίνα και το Θιβέτ. Σε σχέση με το Θιβέτ υπάρχει μία άλλη γηγενής Θιβετανική δοξασία αρκετά συναφής με αυτή που είναι τώρα γνωστή ως Dzogchen. Όπως στη Tathāgatagarbha, έτσι και στη Dzogchen αυτή η φώτιση ή διαφώτιση ήδη προϋπάρχει, με την έννοια ότι ο νους είναι αυτός που δημιουργεί εσφαλμένες εννοιοκρατίες οι οποίες παρεμποδίζουν την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται την αληθινή του φύση, η οποία – όπως και στην Tathāgatagarbha – επίσης υποδηλώνει αρχέγονη φωτεινότητα που αντανακλά την αληθινή φύση της συνείδησης.
«Ο νους είναι ο μεγάλος φονέας του Πραγματικού» όπως λέγεται. Η Tathāgatagarbha μπορεί ξεκάθαρα να επηρέασε τις γηγενείς παραδόσεις του Θιβέτ, παρ’ όλα αυτά υπήρχε ήδη μία δοξασία φωτός στη περιοχή πριν την άφιξη του Βουδισμού, όπως μας λέει ο Τούτσι:
«Συχνά το αρχικό στάδιο της μη-ύπαρξης ή της αγνής δυνητικότητας της ύπαρξης αποτελείται απλά από ένα φως – μία ένδειξη της εξαιρετικά αρχαίας προέλευσης αυτού του ‘φωτισμού’, αυτής της δοξασίας του φωτός που αργότερα οργανώθηκε σε ένα θεωρητικό σύστημα μέσω των Τάντρας, αλλά το οποίο ήταν για πολύ καιρό αντικείμενο συλλογισμού για τους Θιβετανούς που εποίκησαν τον γηγενή τους ‘Όλυμπο’ με αναρίθμητους θεούς του φωτός.»
Φωτεινότητα Bardo: Στις περισσότερες σχολές του Βουδισμού μπορεί κάποιος να δει συχνά ίχνη από δοξαστικά στοιχεία που αναπτύχθηκαν και διευρύνθηκαν σε μεταγενέστερες σχολές. Για παράδειγμα, ένας κατοπινός κλάδος της Mahayana, η Vajrayana – αν και πολλοί θέλουν να βλέπουν αυτόν το κλάδο σαν κάτι εντελώς ξεχωριστό από το Mahayana – χρησιμοποιεί αυτό που είναι γνωστό σαν Vajrasattva («αδαμάντινο ον» ή « αδαμάντινη ουσία») το οποίο για τους σκοπούς μας είναι κάτι σαν υβρίδιο μεταξύ των πρώιμων δοξασιών Bodhisattva και Tathāgatagarbha.
Μεταξύ άλλων, ενισχύει επίσης την ιδέα ενός αληθούς ή υπερβατικού εαυτού πίσω από τα αλλοιώσιμα σκάντας, τόσο παρόμοια με την Tathāgatagarbha που διαφωνεί με την πιο κυριολεκτική κατανόηση του πρώιμου Βουδισμού που επιτρέπει έναν παντοτινό εαυτό ή ψυχή, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται στην προσωπικότητα ή το εγώ – κάτι με το οποίο πιθανότατα ταυτιζόταν ο Βούδας από την αρχή – αλλά στο αληθινό ανώτερο Εαυτό, Ον ή Ψυχή. Η Vajrasattva εμφανίζεται σαν την «αδαμάντινη ψυχή» στην Φωνή της Σιγής. Ο συμβολισμός του διαμαντιού (ή κρυσταλλοποιημένο φως) απεικονίζει τον καθαρό, διάφανο και επιπλέον άφθαρτο χαρακτήρα της φύσης του.
Έχοντας στο μυαλό μας την κεντρικότητα της φωτιάς στον Βραχμανισμό, αυτό επιτεύχθηκε εστιάζοντας, αρχικά, στα αρνητικά στοιχεία της φωτιάς, όπως η πείνα, η απληστία, η καταστροφικότητα κλπ. Εκτός αυτού και μερικών άλλων φιλοσοφικών κριτικών ενάντια στον Βραχμανισμό, η ιερή φύση του φωτός ποτέ δεν απορρίφθηκε από τον Βουδισμό. Στην ουσία, αυτό που παρατηρούμε μετά την μεταμόρφωση του Βούδα από την Βεδική φωτιά, είναι μία προοδευτικά πιο εκλεπτυσμένη κατανόηση του φωτός και των πρισματικών του διαφοροποιήσεων.
Ωστόσο, ένα θεώρημα που πρέπει να εξακριβώσουμε από τις πρώιμες Βουδιστικές διδασκαλίες αφορά τα πέντε στοιχεία, τα οποία είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας πίσω από την δημιουργία ενός ατόμου. Αυτά τα πέντε στοιχεία στον πρώιμο Βουδισμό, είναι περισσότερο μία ένδειξη της θεμελιώδους μη-ουσιαστικότητας στη δομή του ατόμου, παρά κάτι αιωνίως αμετάβλητο. Είναι, σε τελική ανάλυση, τα αλλοιώσιμα στοιχεία από τα οποία το άτομο αποτελείται και τα οποία τελικά «καίγονται» (όπως τα καύσιμα) και δεν αντικαθιστώνται. Αυτά τα στοιχεία είναι γνωστά σαν τα πέντε σκάντας, μία δυναμική δέσμη από σωματικές και ψυχολογικές διαδοχές που περιέχει:
•Rūpa (μορφή, όπως αυτή του φυσικού σώματος)
•Vedanā (συναισθήματα και συναισθηματική αντιδραστικότητα)
•Sannā (αντίληψη, ή επίγνωση)
•Sankhāra (εντυπώσεις που δημιουργούνται από τα vedanā και sannā)
•Vinnāna (συνειδητότητα η οποία προκύπτει σαν δυαδικότητα ή στην σχέση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου).
Στο διάσημο Ādittapariyāya Sutta (ή «κήρυγμα της φωτιάς) ένα από τα γονιμοποιή κηρύγματά του, το οποίο ο Βούδας παρουσίασε στους μαθητές του μετά την φώτισή του, παρουσιάζει μία διδασκαλία η οποία αν και διαφέρει στις λεπτομέρειες και το περιεχόμενο, περιέχει τις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές με την παραπάνω «σοφία του πενταπλού πυρός». Απλά σε αυτή την (Βουδιστική) εκδοχή δίνεται μεγαλύτερη έμφαση σε αυτό που μπορεί να ταυτίζουμε με τις «ψυχολογικές» επιπτώσεις της διδασκαλίας. Αυτές που επιβάλλονται στο εσωτερικό αισθητήριο κέντρο, εισερχόμενες από τις πύλες των εξωτερικών αισθήσεων. Το Κήρυγμα της Φωτιάς παρουσιάζει μία ερμηνεία για τον τρόπο που ο Βούδας (στη πρώιμη διδασκαλία που του αποδίδεται) άντλησε, πιθανόν, την έμπνευσή του για την ταξινόμηση των σκάντας από την Ουπανισαδική «σοφία του πενταπλού πυρός».
Χρησιμοποιώντας αυτή την διδασκαλία εξυπηρετούσε τους σκοπούς του για την επανερμηνεία της Βραχμανικής δοξασίας, με την έννοια του να δώσει μία πιο «ψυχολογική» επαναδιάπλασή της, έτσι που να συνδέονται τα κίνητρα με τις προθέσεις του ατόμου με έναν πιο υπαρξιακό τρόπο. Έτσι ο εξασκούμενος γίνεται ο ενεργός πράκτορας των ίδιων του των δεσμών ή της απελευθέρωσης από τη δουλεία του samsāra μέσω της δικής του εμπειρίας (και μέσω του κάρμα), αντί να επαφίεται εξ’ ολοκλήρου στην Βεδική εξουσία μέσω του ιερατείου και της ιερής γραφής. Θα δούμε παρακάτω αυτό το κομμάτι από το Κήρυγμα της Φωτιάς του Βούδα, το οποίο σχετίζουμε με την «σοφία του πενταπλού πυρός»:
Αυτό που φαίνεται, βασικά, να λέει ο Βούδας στο Κήρυγμα της Φωτιάς είναι ότι όλες οι αισθήσεις φλέγονται από πάθος, αποστροφή κλπ. Και ότι αυτή είναι η αιτία για «γέννηση, γήρανση και θάνατο με θλίψεις, θρήνους, πόνους, συμφορές και απελπισίες». Εννοεί ότι οι αισθήσεις τροφοδοτούν την προσκόλληση κάποιου στον τροχό του samsāra συνεισφέροντας στα «τρία δηλητήρια» και ότι ο μόνος τρόπος για να απελευθερωθεί είναι να σβήσει αυτές τις φωτιές, εννοώντας τη Νιρβάνα. Τώρα σε σχέση με τη ταξινόμηση των σκάντας, αυτή συμπτωματικά δεν ακολουθεί τη κατανόηση της Θεραβαντικής παράδοσης από έναν αλλοιώσιμο «σκάντα» νου, για τον τρόπο που η απελευθέρωση, η επίτευξη της Νιρβάνα, ή ακόμα περισσότερο η μεταφορά του καρμικού μειονεκτήματος ή πλεονεκτήματος μπορεί να προκύψει πραγματικά.«Το αφτί φλέγεται. Οι ήχοι φλέγονται. Η συνείδηση στο αυτί φλέγεται. Η ακοή φλέγεται. Και οτιδήποτε υπάρχει που εγείρεται εξαρτώμενο από την ακοή στο αυτί – εκλαμβανόμενο ως ευχαρίστηση, πόνος ή ούτε ευχαρίστηση ή πόνος – και αυτά επίσης φλέγονται. Φλέγονται με τι; Φλέγονται με την φωτιά του πάθους, τη φωτιά της αποστροφής, τη φωτιά της πλάνης. Φλέγονται σας λέω, με την γέννηση, τη γήρανση και τον θάνατο, με θλίψεις, θρήνους, πόνους, συμφορές και απελπισίες.Η μύτη φλέγεται. Οι οσμές φλέγονται. Η συνείδηση στη μύτη φλέγεται. Η όσφρηση φλέγεται. Και οτιδήποτε υπάρχει που εγείρεται εξαρτώμενο από την όσφρηση στη μύτη – εκλαμβανόμενο ως ευχαρίστηση, πόνος ή ούτε ευχαρίστηση ή πόνος – και αυτά επίσης φλέγονται. Φλέγονται με τι; Φλέγονται με την φωτιά του πάθους, τη φωτιά της αποστροφής, τη φωτιά της πλάνης. Φλέγονται σας λέω, με την γέννηση, τη γήρανση και τον θάνατο, με θλίψεις, θρήνους, πόνους, συμφορές και απελπισίες.
Η γλώσσα φλέγεται. Οι γεύσεις φλέγονται. Η συνείδηση στη γλώσσα φλέγεται. Η επαφή με τη γλώσσα φλέγεται. Και οτιδήποτε υπάρχει που εγείρεται εξαρτώμενο από την γεύση στη γλώσσα – εκλαμβανόμενο ως ευχαρίστηση, πόνος ή ούτε ευχαρίστηση ή πόνος – και αυτά επίσης φλέγονται. Φλέγονται με τι; Φλέγονται με την φωτιά του πάθους, τη φωτιά της αποστροφής, τη φωτιά της πλάνης. Φλέγονται σας λέω, με την γέννηση, τη γήρανση και τον θάνατο, με θλίψεις, θρήνους, πόνους, συμφορές και απελπισίες.
Το σώμα φλέγεται. Οι απτές αισθήσεις φλέγονται. Η συνείδηση στο σώμα φλέγεται. Η επαφή με το σώμα φλέγεται. Και οτιδήποτε υπάρχει που εγείρεται εξαρτώμενο από την επαφή με το σώμα – εκλαμβανόμενο ως ευχαρίστηση, πόνος ή ούτε ευχαρίστηση ή πόνος – και αυτά επίσης φλέγονται. Φλέγονται με τι; Φλέγονται με την φωτιά του πάθους, τη φωτιά της αποστροφής, τη φωτιά της πλάνης. Φλέγονται σας λέω, με την γέννηση, τη γήρανση και τον θάνατο, με θλίψεις, θρήνους, πόνους, συμφορές και απελπισίες.
Η διάνοια φλέγεται. Οι ιδέες φλέγονται. Η συνείδηση της διάνοιας φλέγεται. Η επαφή με τη διάνοια φλέγεται. Και οτιδήποτε υπάρχει που εγείρεται εξαρτώμενο από την επαφή με τη διάνοια – εκλαμβανόμενο ως ευχαρίστηση, πόνος ή ούτε ευχαρίστηση ή πόνος – και αυτά επίσης φλέγονται. Φλέγονται με τι; Φλέγονται με την φωτιά του πάθους, τη φωτιά της αποστροφής, τη φωτιά της πλάνης. Φλέγονται σας λέω, με την γέννηση, τη γήρανση και τον θάνατο, με θλίψεις, θρήνους, πόνους, συμφορές και απελπισίες.»
Μέσα στις σχολές Mahāyāna και Vajrayāna που υποστηρίζουν ότι ιδρύθηκαν βασισμένες στις μυστικές ή εσωτερικές διδασκαλίες του Βούδα – που πιστεύεται ότι είναι για ένα πολύ προχωρημένο κοινό – τα σκάντας παίρνουν ένα πολύ διαφορετικό νόημα. Περιληπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που απασχολούσε τον πρώιμο Βουδισμό ήταν η δυστυχία και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να τερματιστεί. Στην παράδοση Mahāyāna η προσοχή κατευθύνεται προς όλα τα άλλα όντα με ικανότητα αντίληψης για να πετύχουν το ίδιο. Στην παράδοση Vajrayāna ή Ταντρικό Βουδισμό η έμφαση είναι στο σώμα σαν ένα μέσο φώτισης. Όχι όμως μόνο το υλικό σώμα, αλλά οι άλλες ιδιότητες που αντιπροσωπεύονται από τα σκάντας. Εδώ τα σκάντας γίνονται οι δεσμοί που ενώνουν το άτομο με τις πρωτογενείς δυνάμεις του σύμπαντος σε μία μακροκοσμική-μικροκοσμική σχέση. Τα σκάντας γίνονται μέσα απελευθέρωσης και όχι εμπόδια.
Το Paρca-varna και οι Κοσμικοί Βούδες: Αποκρινόμενοι από τη ταξινόμηση των σκάντας σύμφωνα με τις θεωρήσεις του πρώιμου Βουδισμού, βλέπουμε ότι παρέχουν την βάση για τη μεταγενέστερη θεωρία και πρακτική του Vajrayāna. Αυτό που σε εμάς αναφέρεται ως panca-varna και σημαίνει τα «πέντε χρώματα» ή πιο σωστά «είδη», στην ουσία εμπεριέχει έναν συμβολισμό που σχετίζεται με τις συμπαντικές και παντογνώστες ιδιότητες των πέντε κοσμικών ή ανυπέρβλητων Dhyāni-Buddhas, οι οποίοι στον Ταντρικό Βουδισμό σχετίζονται με τα σκάντας ενός ατόμου.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη μας τη προέλευση της ίδιας της χρωματικής απεικόνισης του panca-varna και όχι τη σχηματική της βάση που προέρχεται από τα σκάντας, θα δούμε ότι η πιθανή προέλευσή της είναι η ημερήσια κίνηση του ήλιου μέσα στα διάφορα τεταρτημόρια του ουρανού που τα βλέπουμε καλλιτεχνικά απεικονιζόμενα στο σχέδιο μιας μαντάλας. Ο Λάμα Anagarika Govinda μας προσφέρει μια βιωματική θεώρηση του είδους μεταλλαγής των ιδιοτήτων που απεικονίζουν τα χρώματα και της σχέσης μεταξύ των χρωμάτων:
Οι μορφές με τις όποιες εμφανίζονται οι Dhyāni-Buddhas στη δημιουργική φάση της εσωτερικής όρασης κατά τη διαδικασία του διαλογισμού, συγκρίνονται από εμάς με τα διαφορετικά χρώματα στα οποία χωρίζονται οι ακτίνες του ηλίου όταν περνούν μέσα από ένα πρίσμα, αποκαλύπτοντας έτσι, μια ιδιαίτερη ιδιότητα του φωτός σε κάθε χρώμα.
Αυτή η σύγκριση είναι επαρκής καθώς τα χρώματα παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στις εμφανίσεις των Dhyāni-Buddhas. Τα χρώματά τους δείχνουν συγκεκριμένες ιδιότητες και πνευματικούς συσχετισμούς που για τον μυημένο είναι τόσο σημαντικά όπως οι μουσικές νότες για το αυτί των μουσικών. Μεταφέρουν τη συγκεκριμένη δόνηση που είναι χαρακτηριστική για κάθε πλευρά της υπερβατικής γνώσης ή Σοφίας, που στο βασίλειο του ήχου εκφράζεται μέσω της αντίστοιχης δόνησης ή μάντρα, στο βασίλειο της υλικής υπόστασης μέσω της αντίστοιχης χειρονομίας ή mudrā, και στο εσώτατο βασίλειο με την αντίστοιχη πνευματική στάση.
Σε αυτούς τους πέντε κοσμικούς Βούδες που είναι διαφορετικοί από αυτό που είναι ευρέως γνωστοί στη μετάφραση, ως οι τέσσερις «αρχέγονοι Βούδες» υπό τον κοινό όρο ādibuddha (δηλαδή οι Mahāvairocana, Vajrasattva, Vajradhara και Samantabhdra) προσδίδονται πολλές ιδιότητες και χαρακτηριστικά διαφόρων ειδών. Ωστόσο τους αποδίδονται επίσης (ή μάλλον λέγεται ότι από αυτούς εκπορεύονται) τα διάφορα panca-varnas, τα οποία υποστηρίζεται ότι παράγουν τις δικές τους διαφορετικές ψυχο-πνευματικές επιδράσεις στον εξασκούμενο, στα πλαίσια του τελετουργικού του Ταντρικού Βουδισμού και του διαλογισμού.
Τα βασικά επί μέρους στοιχεία που έχουν οι πέντε κοσμικοί Βούδες είναι φυσικά πολύ καλά τεκμηριωμένα, εν αφθονία, και είναι διαθέσιμα παντού. Το χρωματικό σχήμα όμως, παρά το ότι αποδίδεται στους κοσμικούς Βούδες ως χαρακτηριστικό δείγμα της φυσικής ιδιότητας που ενσωματώνουν και διαποτίζει το σύμπαν, δεν είναι το ίδιο καλά γνωστό, ή τουλάχιστον δεν έχει συστηματοποιηθεί πραγματικά παρά το ότι κατέχει την δική του ιστορική γενεαλογία στη συνένωση πολλών διαφορετικών εννοιών και λειτουργιών. Το χρώμα ως διαφοροποίηση του αρχέγονου φωτός παρουσιάζεται ως η πρωταρχική έκφραση για τους Βούδες, στην διαφοροποίησή τους από την κενότητα του χώρου ή του Dharmadhātu (μία έννοια ξεκάθαρα εμπνευσμένη από την παρθένα και αμόλυντη εμφάνιση του ανοικτού ουρανού) το οποίο επίσης συνδέεται με το συγκεντρωτικό σημείο έναρξης στον διαλογισμό. Θα εξετάσουμε τώρα τα πέντε πρωταρχικά χρώματα σε σχέση με τις κοσμικές Βουδικές τους ιδιότητες.
Vairocana: Vairocana σημαίνει επιφανής, ένδοξος, και είναι ο κοσμικός Βούδας που αντιπροσωπεύει την αγνότητα του σύμπαντος. Συχνά απεικονίζεται με τέσσερα πρόσωπα τα οποία, σαν τον Βράχμα, τον καθιστούν ικανό να δει προς όλες τις κατευθύνσεις, κάτι που συμβολίζει την παντογνωσία του. Καθώς είναι η ενσάρκωση του αληθινού συμπαντικού Βούδα Dharma, τον βλέπουμε συνήθως να κρατά έναν τροχό Dharma. Όντας ο πρωταρχικός κοσμικός Βούδας, το χρώμα που σχετίζεται με αυτόν είναι το καθαρό λευκό. Ωστόσο δεν αποτελεί έκπληξη αυτό που λέγεται ότι αυτός αναδύεται από ένα μπλε φόντο που χωρίς αμφιβολία έχει σχέση με τον ουρανό (παρά σαν ένα «όραμα του μπλε» που εμφανίζεται στον διαλογισμό).
Το λευκό από μόνο του δεν είναι πραγματικό χρώμα. Εδώ αντιπροσωπεύει την δυνητικότητα όλων των άλλων χρωμάτων που εδράζουν μέσα σε αυτό, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζει μία κατάσταση πέρα από όλες τις άλλες ιδιότητες. Είναι κατ’ αυτό τον τρόπο, κατά μία έννοια, ισότιμο με το μαύρο, αν και στην Βουδιστική τέχνη και εικονογράφηση το μαύρο φυσικά κομίζει αρνητικά χαρακτηριστικά, αναφορικά με θεμελιώδη Βουδιστικά δόγματα, όπως το κακό, η άγνοια κλπ.
Ωστόσο, ειδικά στις Ταντρικές Βουδιστικές θεωρήσεις, το μαύρο πράγματι εμφανίστηκε κάποια στιγμή να είναι σημαντικό συστατικό στην εσωτερική τέχνη εικονογράφησης και τους πίνακες ζωγραφικής, όχι μόνον αισθητικά προκειμένου να τονίζει περισσότερο τις εξοργισμένες φύσεις των Dharmapalas, αλλά και με μία πιο εκτεταμένη Ταντρική φιλοσοφική έννοια, να διαχειρίζεται μιάνσεις και αρνητικές ιδιότητες σαν ένα μεταμορφωτικό μέσο ώστε να δημιουργεί έναν πιο ταχύ δρόμο προς την φώτιση.
Ίσως το πιο δημοφιλές παράδειγμα χρήσης του λευκού χρώματος στον πρώιμο Βουδισμό βρίσκεται μέσα στον μύθο της βασίλισσας Māyādevī που ονειρεύεται έναν λευκό ελέφαντα να αγγίζει τη δεξιά πλευρά του κορμιού της και να την γονιμοποιεί με τον επερχόμενο (τότε Gautama) Βούδα μέσω άσπιλης σύλληψης. Κάποιος θα είχε την τάση να πιστέψει ότι αυτή είναι πολύ ασαφής για να είναι μία αλληγορία, αν και μέσα στις Jātakas ο Βούδας είναι γνωστό ότι ήταν ένας λευκός ελέφαντας σε αρκετές από τις ενσαρκώσεις του, για τον προφανή λόγο ότι αυτό το ζώο χαρακτηρίζεται από στιβαρές ποιότητες.
Akshobhya: Ο Akshobhya κατοικοεδρεύει στην θεμελιώδη κατεύθυνση της Ανατολής και όπως το όνομά του υποδηλώνει, λέγεται ότι είναι αιώνια ατάραχος. Συχνά απεικονίζεται να φοράει ένα στέμμα με πέντε ακίδες το οποίο αναπαριστά την ανωτερότητά του πάνω από όλους τους νόμους της φύσης και την φευγαλέα τους παροδικότητα. Ο Akshobhya συγκεντρώνει επίσης στο πρόσωπό του την vijnāna, ή σωστή ή γεμάτη διορατικότητα σύλληψη και το χρώμα που του αποδίδεται για τον λόγο αυτό, είναι το μπλε.
Έχοντας στο μυαλό μας το καθαρό μπλε γαλάζιο του ανοικτού ουρανού, το μπλε αντιπροσωπεύει εδώ την ενσάρκωση με μπλε δέρμα του υπέρτατου Κρίσνα, κάτι αμόλυντο από άλλα περισσότερο υλιστικά ή «δεμένα με την γη» χρώματα. Φαίνεται ότι υπήρχε η πρόθεση να επικαλεσθεί μία έννοια πνευματικής καθαρότητας, ή αγνής διορατικότητας που μεταφορικά συνδέεται με μία «όμοια με καθρέπτη σοφία», κάτι που αποτελεί επίθετο του Akshobhya. Ο καθρέπτης εδώ χρησιμοποιείται για να εννοήσει ακριβώς αυτό που κάνει ένας καθρέπτης.
Αντανακλά το σύνολο των χαρακτηριστικών των πραγμάτων με αμεροληψία, δεν αντιδρά με κανέναν τρόπο στο αντανακλώμενο περιεχόμενο, ούτε οποιοδήποτε από τα αντανακλώμενα σε αυτόν αντικείμενα είναι απομονωμένο ή ξεχωριστό, αλλά συσχετιζόμενο με μία αδιάσπαστη αλληλουχία επί μέρους στοιχείων και μέρος αυτών. Σε οποιοδήποτε σύστημα αναλογίας βρίσκουμε φυσικά πολλά άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε σχέση με τους κοσμικούς Βούδες αναφορικά με την μαγική αμοιβαιότητα.
Αυτά παίρνουν συχνά τη μορφή ορυκτών τα οποία χρησιμοποιούνται στην κατασκευή αγαλμάτων, φυλαχτών και άλλων τελετουργικών αντικειμένων. Σε σχέση με τα χρώματα των ορυκτών, βρίσκουμε την πέτρα λάπις λαζούλι που αντιπροσωπεύει τις ποιότητες του ανοικτού γαλάζιου ουρανού και στο Θιβέτ, για τελετουργική χρήση, είχε μεγαλύτερη αξία ακόμα και από τον χρυσό ή τα διαμάντια.
Amitābha: Ο Amitābha συνήθως θεωρείται ο γηραιότερος από τους κοσμικούς Βούδες και κατοικοεδρεύει στην θεμελιώδη κατεύθυνση της Δύσης. Αναφορικά με ψυχο-πνευματική ιδιότητα, στο πρόσωπό του συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της διαισθητικής συνείδησης και της pratyaveksanajnāna, ή «διορατικής σοφίας». Ενώ το όνομά του στην κυριολεξία σημαίνει «φως χωρίς όρια», εξαιτίας της θεμελιώδους κατεύθυνσης στην οποία είναι τοποθετημένος που είναι η περιοχή του ουρανού που σχετίζεται με τον δύοντα ήλιο, το χρώμα του Amitābha είναι το κόκκινο. Το κόκκινο εκτός Βουδισμού συμβολίζει έναν υπαινιγμό θανάτου, κινδύνου και απειλής για τη ζωή, αλλά και την δύναμη που απονέμει ζωή, την διέγερση, το πάθος, την επιβεβαίωση της ζωής κλπ. Στον ρόλο του ως κοσμικός Βούδας, ο Amitābha μεταμορφώνει ταντρικά αυτά τα ανόμοια, ασαφούς σύλληψης συναισθήματα και καθοδηγεί σε μία ανυψωμένη διορατική σοφία που υπερβαίνει τα αντίθετα. Στον Θιβετανικό Βουδισμό παρατηρούμε ένα σύνολο χαρακτηριστικών μαγικής παράδοσης που σχετίζονται με αυτό το χρώμα, όπως το κόκκινο ένδυμα (που αντικατέστησε το βαθυκίτρινο) και τις, θεωρούμενες ως μαγικές, ιδιότητες του κοραλλιού στην κατασκευή φυλαχτών που χρησιμοποιούνται ενάντια στις αρρώστιες, την πρόγνωση των ασθενειών κλπ. Εκτός του χρώματός του, ο γεωλογικός σχηματισμός έχει πολύ σχέση με τη μαγική ιδιότητα του κοραλλιού, γιατί αποτελείται από λεπτούς σκελετούς και έτσι δεν εκφράζει μόνο μία παγιωμένη μορφή, αλλά επίσης την αλλαγή και την ελαστικότητα που είναι έμφυτη μέσα στην προφανώς, στερεά μορφή.
Ratnasambhava: Το όνομα Ratnasambhava σημαίνει «γεννημένος από ένα κόσμημα» και αυτός είναι ο κοσμικός Βούδας του Νότου. Συνήθως απεικονίζεται να κρατά μία πέτρα Cintamani ή μία Θιβετανική πέτρα εκπλήρωσης επιθυμιών που αναγράφει το Om Mani Padme Hum και η οποία υποτίθεται ότι εκπληρώνει μόνον μη υλιστικές επιθυμίες. Ο Ratnasambhava θεωρείται η ενσωμάτωση της αγάπης και της ισότητας για όλα τα όντα και το αντίστοιχο σκάντα του εκφράζεται μέσω του καναλιού vedanā. Το χρώμα του είναι το κίτρινο – ή μάλλον ένα χρυσό λαμπερό κίτρινο – και συμβολίζει τον λαμπερό ήλιο της ημέρας, κάτι που εξηγεί γιατί το σύμβολο του Ratnasambhava είναι το άλογο, ένα ηλιακό ζώο. Στον Βουδισμό αυτό το χρώμα παλαιότερα συνδεόταν με τις βαθυκίτρινες ενδυμασίες των μοναχών και πριν ήταν ένα χρώμα που φορούσαν εγκληματίες. Επιλέχθηκε από τον Βουδισμό γιατί παρομοίως σημαίνει την αποκοπή από την υλιστικά κατυεθυνόμενη κοινωνία.
Amogasiddhi: Ο Amogasiddhi κατοικοεδρεύει στο βορεινή θεμελιώδη κατεύθυνση και είναι η ενσωμάτωση των πρακτικών μέσων, ο τύπος της πραγματιστικής σοφίας που βλέπει κάθε δεξιοτεχνία να εφαρμόζεται με τον σωστό τρόπο και να ολοκληρώνεται επιτυχώς. Συνήθως τον βλέπουμε με έναν Vajra ή ένα σπαθί στο αριστερό του χέρι. Amogasiddhi σημαίνει αλάνθαστη ή αδιάλειπτη επιτυχία με την πρακτική έννοια. Το χρώμα του είναι το πράσινο ή το μυστικιστικό σμαραγδί και αυτό για να χαρακτηριστεί από τις ποιότητες της ισορροπίας και της αρμονίας, όπως επίσης και της έμφυτης ανάπτυξης και γονιμότητας στη φύση. Έχει επίσης το γνώρισμα του νεανικού ενθουσιασμού και της δραστηριότητας που βλέπουμε στη φύση της πράσινης Tārā όπως απεικονίζεται μέσα από τις παιχνιδιάρικες και σκανταλιάρικες περιπέτειές της. Ο Amogasiddhi είναι επίσης ο άρχοντας του κάρμα και έτσι το πράσινο ενσωματώνει το νόμο της δράσης. Κοσμογραφικά ο Amogasiddhi είναι ο ήλιος του μεσονυχτίου και η αρχή της ανάπτυξης.
Η Κρυσταλλική Ψυχή: Μία συναρπαστική δοξασία η οποία προέκυψε από την ύστερη σχολή Mahayana, γύρω στο 300-400 μ.κ.ε., είναι γνωστή ως Tathāgatagarbha ή δοξασία «Buddha-matrix» και ήταν, πιθανά, μια λεπτομερής επεξήγηση στοιχείων που βρέθηκαν σε μία Σούτρα γνωστή ως Ο Αληθινός Βρυχηθμός του Λιονταριού της Βασίλισσας Σριμάλα. Στην δοξασία υπάρχουν αρκετές ομοιότητες με τον Κλασσικό Ινδουισμό. Η Tathāgatagarbha κάποιες φορές συγκρίνεται με ένα αστραφτερό κόσμημα τυλιγμένο σε ένα βρώμικο κομμάτι υφάσματος.
Η φύση του κοσμήματος ή εμβρύου Tathāgatagarbha είναι η -σαν καθαρή φωτεινότητα- συνείδηση που είναι στην ουσία ο φωτισμένος Βούδας-νους. Φυσικά, εδώ η έννοια του anātman γίνεται κατανοητή πολύ περισσότερο από ότι σε πρώιμες σχολές, αφού η Tathāgatagarbha παίζει τον ρόλο ενός είδους υποκατάστατου της Ψυχής που υπομένει διαδο-χικές μετενσαρκώσεις και είναι αυτοφωτοβόλος συνείδηση.
Αντίθετα με τις πρώιμες θεωρήσεις Mahayana για το ότι οι Bodhisattvas έχουν δυνητικά την ικανότητα να αντιληφθούν την δική τους bodhicitta (σοφία-συνείδηδη), η δοξασία Tathāgatagarbha μας διδάσκει ότι αυτή η αγνή φωτεινή συνείδηση υπάρχει ήδη «πλήρως ανεπτυγμένη» μέσα στις καρδιές μας – γιατί είναι στην περιοχή της καρδιάς και όχι του κεφαλιού που η συνείδηση εθεάθη να εδράζει – και αυτό οφείλεται στο ότι το βρώμικο ύφασμα (τα πέντε σκάντας) έχει λερωθεί από τους ρύπους της απληστίας, του μίσους και της πλάνης η οποία καρμικά αποκρύπτει τη φύση της. Ένα απόσπασμα από Αρχαίο Κείμενο παρόμοιο με την δοξασία Tathāgatagarbha βλέπουμε εδώ:
«Σήκωσε το κεφάλι σου, ω Λανού, βλέπεις ένα ή αμέτρητα φώτα από πάνω σου να καίνε στο σκοτεινό, νυχτερινό ουρανό;»
«Νιώθω μια φλόγα, ω Γκουρουντέβα, βλέπω αμέτρητους αναπόσπαστους σπινθήρες να λάμπουν μέσα της.»
«Σωστά απάντησες. Και τώρα κοίταξε γύρω σου και μέσα σου. Αυτό το φως που καίει μέσα σου, το νιώθεις καθόλου διαφορετικό από το φως που λάμπει μέσα στους Αδελφούς σου;»
«Δεν είναι καθόλου διαφορετικό, παρ’ όλο που ο φυλακισμένος είναι αλυσοδεμένος από το Κάρμα και παρ’ όλο που τα εξωτερικά του ενδύματα ξεγελούν αυτόν που έχει άγνοια και τον κάνουν να λέει: Η Ψυχή σου και η Ψυχή μου.» (Η Μυστική Δοξασία Τ.I p166)
Η δοξασία Tathāgatagarbha έγινε δημοφιλής σε χώρες Mahayana όπως η Κίνα και το Θιβέτ. Σε σχέση με το Θιβέτ υπάρχει μία άλλη γηγενής Θιβετανική δοξασία αρκετά συναφής με αυτή που είναι τώρα γνωστή ως Dzogchen. Όπως στη Tathāgatagarbha, έτσι και στη Dzogchen αυτή η φώτιση ή διαφώτιση ήδη προϋπάρχει, με την έννοια ότι ο νους είναι αυτός που δημιουργεί εσφαλμένες εννοιοκρατίες οι οποίες παρεμποδίζουν την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται την αληθινή του φύση, η οποία – όπως και στην Tathāgatagarbha – επίσης υποδηλώνει αρχέγονη φωτεινότητα που αντανακλά την αληθινή φύση της συνείδησης.
«Ο νους είναι ο μεγάλος φονέας του Πραγματικού» όπως λέγεται. Η Tathāgatagarbha μπορεί ξεκάθαρα να επηρέασε τις γηγενείς παραδόσεις του Θιβέτ, παρ’ όλα αυτά υπήρχε ήδη μία δοξασία φωτός στη περιοχή πριν την άφιξη του Βουδισμού, όπως μας λέει ο Τούτσι:
«Συχνά το αρχικό στάδιο της μη-ύπαρξης ή της αγνής δυνητικότητας της ύπαρξης αποτελείται απλά από ένα φως – μία ένδειξη της εξαιρετικά αρχαίας προέλευσης αυτού του ‘φωτισμού’, αυτής της δοξασίας του φωτός που αργότερα οργανώθηκε σε ένα θεωρητικό σύστημα μέσω των Τάντρας, αλλά το οποίο ήταν για πολύ καιρό αντικείμενο συλλογισμού για τους Θιβετανούς που εποίκησαν τον γηγενή τους ‘Όλυμπο’ με αναρίθμητους θεούς του φωτός.»
Φωτεινότητα Bardo: Στις περισσότερες σχολές του Βουδισμού μπορεί κάποιος να δει συχνά ίχνη από δοξαστικά στοιχεία που αναπτύχθηκαν και διευρύνθηκαν σε μεταγενέστερες σχολές. Για παράδειγμα, ένας κατοπινός κλάδος της Mahayana, η Vajrayana – αν και πολλοί θέλουν να βλέπουν αυτόν το κλάδο σαν κάτι εντελώς ξεχωριστό από το Mahayana – χρησιμοποιεί αυτό που είναι γνωστό σαν Vajrasattva («αδαμάντινο ον» ή « αδαμάντινη ουσία») το οποίο για τους σκοπούς μας είναι κάτι σαν υβρίδιο μεταξύ των πρώιμων δοξασιών Bodhisattva και Tathāgatagarbha.
Μεταξύ άλλων, ενισχύει επίσης την ιδέα ενός αληθούς ή υπερβατικού εαυτού πίσω από τα αλλοιώσιμα σκάντας, τόσο παρόμοια με την Tathāgatagarbha που διαφωνεί με την πιο κυριολεκτική κατανόηση του πρώιμου Βουδισμού που επιτρέπει έναν παντοτινό εαυτό ή ψυχή, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται στην προσωπικότητα ή το εγώ – κάτι με το οποίο πιθανότατα ταυτιζόταν ο Βούδας από την αρχή – αλλά στο αληθινό ανώτερο Εαυτό, Ον ή Ψυχή. Η Vajrasattva εμφανίζεται σαν την «αδαμάντινη ψυχή» στην Φωνή της Σιγής. Ο συμβολισμός του διαμαντιού (ή κρυσταλλοποιημένο φως) απεικονίζει τον καθαρό, διάφανο και επιπλέον άφθαρτο χαρακτήρα της φύσης του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου