Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (15.189-15.255)

Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
190 ἵππους τε ζεύγνυντ᾽ ἀνά θ᾽ ἅρματα ποικίλ᾽ ἔβαινον,
ἐκ δ᾽ ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου·
μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην.
αἶψα δ᾽ ἔπειθ᾽ ἵκοντο Πύλου αἰπὺ πτολίεθρον·
καὶ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε Νέστορος υἱόν·
195 «Νεστορίδη, πῶς κέν μοι ὑποσχόμενος τελέσειας
μῦθον ἐμόν; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ᾽ εἶναι
ἐκ πατέρων φιλότητος, ἀτὰρ καὶ ὁμήλικές εἰμεν·
ἥδε δ᾽ ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει.
μή με παρὲξ ἄγε νῆα, διοτρεφές, ἀλλὰ λίπ᾽ αὐτοῦ,
200 μή μ᾽ ὁ γέρων ἀέκοντα κατάσχῃ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ
ἱέμενος φιλέειν· ἐμὲ δὲ χρεὼ θᾶσσον ἱκέσθαι.»
Ὣς φάτο, Νεστορίδης δ᾽ ἄρ᾽ ἑῷ συμφράσσατο θυμῷ,
ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποσχόμενος τελέσειεν.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι·
205 στρέψ᾽ ἵππους ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης,
νηῒ δ᾽ ἐνὶ πρύμνῃ ἐξαίνυτο κάλλιμα δῶρα,
ἐσθῆτα χρυσόν τε, τά οἱ Μενέλαος ἔδωκε·
καί μιν ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«σπουδῇ νῦν ἀνάβαινε κέλευέ τε πάντας ἑταίρους,
210 πρὶν ἐμὲ οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι ἀπαγγεῖλαί τε γέροντι.
εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
οἷος κείνου θυμὸς ὑπέρβιος, οὔ σε μεθήσει,
ἀλλ᾽ αὐτὸς καλέων δεῦρ᾽ εἴσεται, οὐδέ ἕ φημι
ἂψ ἰέναι κενεόν· μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης.»
215 Ὣς ἄρα φωνήσας ἔλασεν καλλίτριχας ἵππους
ἂψ Πυλίων εἰς ἄστυ, θοῶς δ᾽ ἄρα δώμαθ᾽ ἵκανε.
Τηλέμαχος δ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν·
«ἐγκοσμεῖτε τὰ τεύχε᾽, ἑταῖροι, νηῒ μελαίνῃ,
αὐτοί τ᾽ ἀμβαίνωμεν, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο.»
220 Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο,
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον.
ἦ τοι ὁ μὲν τὰ πονεῖτο καὶ εὔχετο, θῦε δ᾽ Ἀθήνῃ
νηῒ πάρα πρύμνῃ· σχεδόθεν δέ οἱ ἤλυθεν ἀνὴρ
τηλεδαπός, φεύγων ἐξ Ἄργεος ἄνδρα κατακτάς,
225 μάντις· ἀτὰρ γενεήν γε Μελάμποδος ἔκγονος ἦεν,
ὃς πρὶν μέν ποτ᾽ ἔναιε Πύλῳ ἔνι, μητέρι μήλων,
ἀφνειὸς Πυλίοισι μέγ᾽ ἔξοχα δώματα ναίων·
δὴ τότε γ᾽ ἄλλων δῆμον ἀφίκετο, πατρίδα φεύγων
Νηλέα τε μεγάθυμον, ἀγαυότατον ζωόντων,
230 ὅς οἱ χρήματα πολλὰ τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
εἶχε βίῃ. ὁ δὲ τῆος ἐνὶ μεγάροις Φυλάκοιο
δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ δέδετο, κρατέρ᾽ ἄλγεα πάσχων
εἵνεκα Νηλῆος κούρης ἄτης τε βαρείης,
τήν οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ δασπλῆτις Ἐρινύς.
235 ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἤλασε βοῦς ἐριμύκους
ἐς Πύλον ἐκ Φυλάκης καὶ ἐτίσατο ἔργον ἀεικὲς
ἀντίθεον Νηλῆα, κασιγνήτῳ δὲ γυναῖκα
ἠγάγετο πρὸς δώμαθ᾽· ὁ δ᾽ ἄλλων ἵκετο δῆμον,
Ἄργος ἐς ἱππόβοτον· τόθι γάρ νύ οἱ αἴσιμον ἦεν
240 ναιέμεναι πολλοῖσιν ἀνάσσοντ᾽ Ἀργείοισιν.
ἔνθα δ᾽ ἔγημε γυναῖκα καὶ ὑψερεφὲς θέτο δῶμα,
γείνατο δ᾽ Ἀντιφάτην καὶ Μάντιον, υἷε κραταιώ.
Ἀντιφάτης μὲν τίκτεν Ὀϊκλῆα μεγάθυμον,
αὐτὰρ Ὀϊκλήης λαοσσόον Ἀμφιάραον,
245 ὃν περὶ κῆρι φίλει Ζεύς τ᾽ αἰγίοχος καὶ Ἀπόλλων
παντοίην φιλότητ᾽· οὐδ᾽ ἵκετο γήραος οὐδόν,
ἀλλ᾽ ὄλετ᾽ ἐν Θήβῃσι γυναίων εἵνεκα δώρων.
τοῦ δ᾽ υἱεῖς ἐγένοντ᾽ Ἀλκμάων Ἀμφίλοχός τε.
Μάντιος αὖ τέκετο Πολυφείδεά τε Κλεῖτόν τε·
250 ἀλλ᾽ ἦ τοι Κλεῖτον χρυσόθρονος ἥρπασεν Ἠὼς
κάλλεος εἵνεκα οἷο, ἵν᾽ ἀθανάτοισι μετείη·
αὐτὰρ ὑπέρθυμον Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων
θῆκε βροτῶν ὄχ᾽ ἄριστον, ἐπεὶ θάνεν Ἀμφιάραος·
ὅς ῥ᾽ Ὑπερησίηνδ᾽ ἀπενάσσατο πατρὶ χολωθείς,
255 ἔνθ᾽ ὅ γε ναιετάων μαντεύετο πᾶσι βροτοῖσι.

***
Την άλλη μέρα ξημερώνοντας ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
190 κι έζεψαν πάλι τ᾽ άλογά τους, ανέβηκαν στην άμαξα με τα πολλά στολίδια,
πέρασαν την αυλόθυρα κι άφησαν πίσω την πολύβοη στοά.
Τότε μαστίγωσε ο Τηλέμαχος, να τρέξουν τ᾽ άλογα, κι αυτά πετούσαν
ολοπρόθυμα, ώσπου να φτάσουν πια στην Πύλο, στο ψηλό της κάστρο.
Αλλά την ώρα εκείνη μίλησε ο Τηλέμαχος στον γιο του Νέστορα:
«Πεισίστρατε, αν θα μπορούσες να μου δώσεις μιαν υπόσχεση,
να κάνεις ό,τι σου ζητήσω. Καυχιόμαστε πως είμαστε
δυο φίλοι από παλιά, μας δένει κι η φιλία των πατέρων μας,
αφήνω που βρεθήκαμε και συνομήλικοι· κι αυτός ο δρόμος ο κοινός
σίγουρα θα στεριώσει κι άλλο την ομοφροσύνη μας.
Γι᾽ αυτό, ευγενικέ μου, μην προσπεράσεις τώρα το καράβι,
παράτησέ με εμένα εδώ· μήπως ο γέροντας πατέρας σου
200 θελήσει, παρά τη θέλησή μου, να με κρατήσει στο παλάτι,
για να μου δείξει τη φιλόξενη στοργή του. Ανάγκη ωστόσο εγώ,
όσο πιο γρήγορα μπορώ, στον τόπο μου να φτάσω.»
Έτσι του μίλησε, κι ο Νεστορίδης πήρε να το σκέφτεται,
μια τέτοια υπόσχεση καταπώς πρέπει να την εκτελέσει.
Κι όπως το συλλογίστηκε, αυτό του φάνηκε πως είναι ωφελιμότερο·
έστρεψε πρώτα τ᾽ άλογα στο γρήγορο καράβι κατά το περιγιάλι·
ακούμπησε μετά στης πρύμνης την κουβέρτα τα ωραία δώρα,
χρυσαφικά και ρούχα, όσα του χάρισε ο Μενέλαος·
τέλος τον παρακίνησε να φύγει με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Εμπρός λοιπόν, ανέβα τώρα αμέσως- πες ν᾽ ανεβούν στο πλοίο
κι οι σύντροφοι όλοι, προτού γυρίσω εγώ στο σπίτι μου
210 και πω στον γέροντά μου τα καθέκαστα.
Γιατί καλά το ξέρω, φρένα και νους το αισθάνονται,
πόσο παράφορη είναι η ψυχή του — όχι, δεν θα σ᾽ αφήσει.
Εδώ θα κατεβεί από μόνος του να σε καλέσει, και δεν τον βλέπω
άπρακτος να φεύγει· θα βράζει ο θυμός του με το φέρσιμό σου.»
Μίλησε, και μαστίγωσε να τρέξουν τα καλότριχα άλογα,
τραβώντας για την πόλη των Πυλίων, όπου και φτάνει στο παλάτι γρήγορα.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος έδινε εντολές προς τους συντρόφους:
«Τα σύνεργα στη θέση τους, πιστοί μου σύντροφοι, μέσα στο μελανό καράβι,
κι εμείς απάνω, έτοιμοι πια να ανοίξουμε τον δρόμο μας.»
220 Έτσι τους μίλησε, αυτοί τον άκουσαν κι υπάκουσαν,
κι αμέσως μπήκαν στο καράβι και καθίζουν στα ζυγά.
Όσο ο Τηλέμαχος εφρόντιζε να γίνουν τα απαραίτητα και προσευχόταν
στην Αθηνά με προσφορές, στημένος στο κατάστρωμα της πρύμνης,
ήλθε κοντά του κάποιος ξένος, εξόριστος από το Άργος,
έχοντας διαπράξει φόνο — ήτανε μάντης
και το γένος του κρατούσε απ᾽ τον Μελάμποδα και τη γενιά του.
Παλιά ο Μελάμπους ζούσε καλά στην Πύλο, την προβατομάνα,
πλούσιος πολύ, ξεχώριζε ανάμεσά τους με το λαμπρό του αρχοντικό.
Αλλά μια μέρα ξενιτεύτηκε, άφησε πίσω του πατρίδα
και τον περήφανο Νηλέα, από τους ζώντες τον επιφανέστερο.
230 Αυτός για ένα χρόνο ολόκληρο του κατακράτησε με το στανιό
τα τόσα πλούτη του, όσο εκείνος βρέθηκε στο σπίτι του Φυλάκου
φυλακισμένος, καδενωμένος μ᾽ αλυσίδες φοβερές, να βασανίζεται
φριχτά. Κι ο λόγος ήταν η κόρη του Νηλέα, η ερωτική του τύφλα
που η Ερινύα σάλεψε τα φρένα του, θεά που κατακέφαλα χτυπά.
Και μολοντούτο ξέφυγε τη μαύρη μοίρα κι απ᾽ τη Φυλάκη
πίσω οδήγησε στην Πύλο βόδια που μουκανίζουν· επήρε έτσι
εκδίκηση για το άπρεπο έργο απ᾽ τον ισόθεο Νηλέα, κι έφερε ακόμη
σπίτι του την κόρη, την έδωσε ταίρι του αδελφού του.
Ο ίδιος όμως πάλι μίσεψε φτάνοντας τώρα στο ιππότροφο Άργος —
240 ήταν γραφτό του εκεί να μείνει εξουσιάζοντας πολλούς Αργείους.
Εκεί παντρεύτηκε και στήνοντας ψηλόροφο παλάτι
γεννά τον Αντιφάτη και τον Μάντιο, δυο ρωμαλέους γιους.
Ο Αντιφάτης γέννησε τον μεγαλόκαρδο Οϊκλή, ο Οϊκλής
τον Αμφιάραο, που σήκωνε ξωπίσω του στρατό.
Αυτόν ο αιγίοχος Δίας τον είχε στην καρδιά του, τον αγάπησε·
τον αγαπούσε κι ο Απόλλωνας — κάθε λογής αγάπη.
Δεν πρόλαβε όμως να διαβεί των γηρατειών του το κατώφλι·
πήγε και χάθηκε στη Θήβα, από τα γυναικεία εκείνα δώρα —
στο μεταξύ γεννήθηκαν δικοί του γιοι ο Αμφίλοχος κι ο Αλκμάων.
Ο Μάντιος πάλι γέννησε τον Πολυφείδη και τον Κλείτο.
250 Αλλά τον Κλείτο, για τα κάλλη του, τον άρπαξε η χρυσόθρονη Αυγή,
για να τον κάνει σύνοικο των αθανάτων. Όσο για τον γενναίο Πολυφείδη,
ο Απόλλων τον ανέδειξε άριστο μάντη των βροτών,
μετά τον θάνατο του Αμφιαράου.
Ωστόσο ο Πολυφείδης χολώθηκε με τον πατέρα του, άλλαξε
τόπο κι έφτασε στην Υπερήσια, όπου κι εγκαταστάθηκε,
μαντεύοντας σ᾽ όσους του γύρευαν μαντεύματα.

Η ευελιξία είναι ευτυχία

Τα ευέλικτα άτομα έχουν την ικανότητα να προσαρμόζονται στον μέσο όρο κι έπειτα να μεταστρέφουν τις συνθήκες υπέρ τους για να επιτύχουν τους στόχους τους, όπως ο παλαιστής του τζούντο που κατευθύνει τη δύναμη του αντιπάλου του προς ίδιον όφελος.

Θα φέρουμε ένα παράδειγμα που απαντάται σε διάφορα λαϊκά παραμύθια: τον αγώνα ανάμεσα στο νερό, τον βράχο και το σπαθί.

Ο βράχος και το σπαθί πίστευαν ότι μπορούσαν να νικήσουν το νερό, επειδή το σπαθί θα το τραυμάτιζε, θα το χώριζε στα δύο, όπως χωρίζει οποιοδήποτε πράγμα, ενώ ο βράχος ήξερε ότι θα έπεφτε πάνω στο νερό και θα το κατέστρεφε.

Ωστόσο, ούτε ο βράχος μπορεί να πληγώσει το νερό, απλώς το κάνει να παρεκκλίνει της πορείας του, ούτε το σπαθί, όσο και να βυθίσει τη λεπίδα του μές στο νερό, δεν το χωρίζει στα δύο.

Το νερό προσαρμόζεται, τυλίγει το σπαθί, δεν παύει να ρέει και μπορεί, αντίθετα, να διαβρώσει αυτό τον βράχο και να κάνει το σπαθί να σκουριάσει και να μην κόβει.

Η υπομονή, η ηρεμία και η δυνατότητα προσαρμογής είναι ισχυρότερα όπλα.

Το μαλακό – το νερό – αγκαλιάζει, ενώ το σκληρό – ο βράχος – αποδιώχνει.

Μπορεί μία αιχμηρή πέτρα να είναι απειλητική, αλλά όταν το νερό εισχωρήσει στις σχισμές της και παγώσει, θα την κάνει κομμάτια. Η πέτρα θα σπάσει.

Ο δρόμος μας μπορεί να μας οδηγήσει σε πολλά μέρη, αλλά για να μάθουμε για αυτά, χρειάζεται να είμαστε σαν το νερό, να προσαρμοζόμαστε στην κοίτη των γεγονότων.

Δεδομένου ότι ο κόσμος ποτέ δεν θα προσαρμοστεί σ' εμάς, οφείλουμε να είμαστε ευέλικτοι σαν το μπαμπού, που λυγίζει με τον άνεμο αλλά δεν σπάει.

Κάθε φορά που ένα ποτάμι περνάει από έναν τόπο, μαζεύει στην κοίτη του ό,τι έχει ζήσει σε αυτό τον τόπο, όλα όσα έχουν συμβεί. Αυτά το πλουτίζουν. Με τον ίδιο τρόπο, ό,τι συναντάμε στον δρόμο μας μας τρέφει και μας προσφέρει σοφία, πάντα και εφόσον δεν θέλουμε να το καταστρέψουμε, να το καθυποτάξουμε ή να το περιφρονήσουμε.

Σε πολλές σχέσεις, ένα από τα μέλη του ζευγαριού ή και τα δύο προσπαθούν να αλλάξουν τον άλλον, να τον σμιλέψουν, ώστε να γίνει όπως θα τους άρεσε πραγματικά να είναι.

Προσπαθούν να εξαναγκάσουν τον άλλον να είναι κάτι που δεν είναι. Το μυστικό των ευτυχισμένων ζευγαριών, όπως και κάθε είδους διαπροσωπικής σχέσης, είναι το να αθροίζουν ελευθερίες.

Το πεπρωμένο μας το φτιάχνουμε με τη φαντασία μας και με τις πρωτοβουλίες μας, αλλά κάθε πράξη μας χρειάζεται να είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των μεταβλητών συνθηκών.

Πρέπει να παρατηρούμε και να αντιλαμβανόμαστε πρώτα και μετά να πράττουμε.

Η Ψυχο(παθο)λογία του Έρωτα

Ο έρωτας δεν είναι σπάνιος. Σπάνιος είναι ο αμοιβαίος έρωτας και ο έρωτας που διαρκεί. [Pascal Bruckner]. Γιατί έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε για τον έρωτα; Πρώτον, επειδή πρόκειται για θεμελιώδες υπαρξιακό ζήτημα με το οποίο όλοι, κάποια στιγμή, κληθήκαμε ή θα κληθούμε να αναμετρηθούμε.

Δεύτερον, επειδή όταν του επιτρέπουμε να κάνει τη δουλειά του (δηλαδή όταν τον ζούμε μέχρις εσχάτων), μας φέρνει αντιμέτωπους με όλα τα σκληρά δεδομένα της ύπαρξης: το εφήμερο των πραγμάτων, την έλλειψη νοήματος, τη μοναξιά.

Τέλος, επειδή δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές μας, θυμίζοντάς μας την επιθυμία να ζήσουμε στο έπακρο τη ζωή και, συγχρόνως, το φόβο να το πράξουμε.

ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΝ ΕΡΩΤΕΥΟΜΑΣΤΕ;

«Ποτέ δεν πέφτω στα δίχτυα του έρωτα εφόσον προηγουμένως δεν το έχω ποθήσει», έχει πει κάποιος, και εγώ θα συμπλήρωνα ότι τον πόθο να ερωτευτούμε τον ξυπνάει η ανάγκη να ταράξουμε τα νερά, όταν η ζωή μας είναι ήρεμη και τακτοποιημένη μεν, αλλά κάπως άχρωμη. Φαίνεται, δηλαδή, ότι πρώτα ξυπνούν οι ανάγκες του εαυτού για αμφισβήτηση και αναθεώρηση των δεδομένων της ζωής, και κατόπιν κάνει την εμφάνιση της η ανάγκη για έναν συγκεκριμένο άλλο.

Όσο για το ποιον ερωτευόμαστε, μάλλον αποτελεί μυστήριο με ελάχιστες πιθανότητες να διαλευκανθεί. Ίσως είναι ο πιο ταιριαστός ή συμπληρωματικός, όπως υποστηρίζουν οι θεωρίες της ψυχολογίας. Ή ίσως είναι εκείνος, του οποίου το βλέμμα μας θυμίζει το πρώτο βλέμμα που πρωτοαντικρίσαμε ερχόμενοι στον κόσμο, όπως υποστηρίζει η ψυχανάλυση. Ίσως τελικά δεν έχει σημασία ποιος είναι, μιας και εμείς οι ίδιοι κατασκευάζουμε ενεργητικά την εικόνα του ώστε να μας αρέσει. Ώστε να ικανοποίει την ανάγκη μας να οικοδομήσουμε ένα νέο εαυτό και μια νέα ζωή εντός μιας νέας πραγματικότητας.

Παρόλο που είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του αν ερωτευόμαστε τον πραγματικό άνθρωπο απέναντί μας ή την εικόνα που έχουμε στο κεφάλι μας για εκείνον, ο άνθρωπος που θα μας συγκινήσει είναι ένας και μοναδικός, αναντικατάστατος και μη συγκρίσιμος (τουλάχιστον για όσο διάστημα διαρκούν τα μάγια).

Όπως και να έχει, η αδυναμία να εξηγήσουμε αιτιολογικά την επιλογή μας δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Γιατί ερωτευτήκαμε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο; Το ερώτημα σχεδόν εξεγείρει. Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο άγνωστος που μέσα σε μια στιγμή έγινε τόσο σημαντικός;

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Για αδιευκρίνιστους, λοιπόν, λόγους δύο άνθρωποι (ή δύο βλέμματα) συναντιούνται. Και λέγοντας ψυχολογική συνάντηση δεν εννοούμε κάτι απλό. Αναφερόμαστε στη σπάνια εκείνη στιγμή μέσα στο χρόνο, κατά την οποία ένας άνθρωπος αγγίζει έναν άλλο στον πυρήνα του και, εξαιτίας αυτού, εξαναγκάζεται σε ριζική μεταστροφή και διαφοροποίηση.

Ασφαλώς υπάρχουν ιδιοσυγκρασιακές διαφορές, αλλά, σε γενικές γραμμές, έπειτα από μια τέτοια συνάντηση, ένας άνθρωπος, «φυσιολογικός» μέχρι εκείνη τη στιγμή, αρχίζει να εμφανίζει τα ακόλουθα «συμπτώματα»:

1. Αισθητά μειωμένη όρεξη για ύπνο ή φαγητό και μόνιμη ψυχοφυσιολογική διέγερση (αυξημένος καρδιακός ρυθμός, διεσταλμένες κόρες ματιών, ίλιγγος, αποπροσανατολισμός).

2. Υπερβολικό, ανεξέλεγκτο πάθος για τον άλλον, σε συνδυασμό με επίμονα συναισθήματα ευφορίας, αγαλλίασης, ενθουσιασμού, έκστασης.

3. Διαρκής ονειροπόληση και ισχυρή απροθυμία ή άρνηση να εργαστεί, να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους εκτός του ποθητού αντικειμένου, γενικώς να συντονιστεί με την πραγματικότητα.

4. Επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές φαντασιώσεις καθημερινά, προκαλούμενες από ισχυρή φυσική έλξη και σεξουαλική επιθυμία για το ερωτικό αντικείμενο.

5. Απορρόφηση από ρομαντικές φαντασιώσεις απόλυτης ένωσης κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, και εκδήλωση συμπεριφορών στοργής, τρυφερότητας και ενδιαφέροντος για τον άλλον.

6. Παράλογη υποκειμενική αίσθηση ότι είναι μαγεμένος ή υπνωτισμένος ή υπό την επήρεια ουσιών, με συνέπεια την εκδήλωση συμπεριφορών εξάρτησης και άμεσης προσκόλλησης στον άλλον.

7. Ταχέως αυξανόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη και ισχυρή ανάγκη εκατέρωθεν αλλαγής, επιρροής και αυτοαποκάλυψης.

8. Διάχυτη αίσθηση συνενοχής και συμμετοχής σε ένα ιδιωτικό μυστικό μόνο για δύο (αίσθηση ειδυλλίου).

Τα παραπάνω «συμπτώματα» είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Την αμέσως επόμενη στιγμή (ή και τη ίδια), αρχίζει ο πόλεμος και απόδειξη αυτού είναι η πολεμική ορολογία του έρωτα: αιχμαλωτίζω, κατακτώ, δολοπλοκώ, επιτίθεμαι, υποτάσσομαι.

Η αναπόφευκτη αποτυχία απόλυτου συντονισμού με τον άλλον, ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός από εμάς, γεννά την αγωνία, την αβεβαιότητα, την αδημονία. Το βάθος και η υπερβολή του δικού μας συναισθήματος, σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση ότι ο άλλος είναι ελεύθερος να μείνει ή να φύγει όποτε θέλει, ξυπνούν το θυμό, τη ζήλια, μας κάνουν αβέβαιους και ασταθείς, με διαρκείς μεταπτώσεις στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά. Ακόμα και όταν ο άλλος είναι ολοκληρωτικά παρών και δηλώνει εξίσου ερωτευμένος, η αίσθηση του ανικανοποίητου, της στέρησης, της έλλειψης, δε λένε να μας εγκαταλείψουν.

Η κατάσταση που βιώνουμε είναι η αποθέωση της αμφιθυμίας. Μας ελκύει και μας απωθεί την ίδια στιγμή. Μας γεμίζει ενέργεια και συγχρόνως μας εξαντλεί. Μας απομακρύνει και μετά μας φέρνει πάλι κοντά και μάλιστα με ενισχυμένη την επιθυμία. Πρόκειται για βίωμα πρώτου μεγέθους που ψυχολογικά καταλαμβάνει όλο το χώρο, κυριεύοντας ολοκληρωτικά τον άνθρωπο.

Με αυτή την έννοια, ο έρωτας εντάσσεται στη σφαίρα της «ψυχοπαθολογίας», της ψυχής που πάσχει. Οι ερωτευμένοι τον μισό καιρό χαίρονται και τον υπόλοιπο υποφέρουν. Υποφέρουν για τον άλλον, αλλά κυρίως για τον εαυτό τους προσπαθώντας να βγάλουν νόημα από αυτό που τους συμβαίνει. Είναι τραγικά πρόσωπα όσο και αν ακούγεται υπερβολικό. Όσοι έχουν ερωτευτεί έστω μία φορά στη ζωή τους το γνωρίζουν αυτό.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ασφαλώς κάποια στιγμή ο έρωτας τελειώνει. Με μαθηματική ακρίβεια: κάθε φορά βιώνεται ως μοναδικός, κάθε φορά βιώνεται ως αιώνιος, κάθε φορά τελειώνει. Είτε διακοπεί είτε συνεχιστεί η σχέση, ο έρωτας θα μας εγκαταλείψει οπωσδήποτε και με αυτή την έννοια κάθε έρωτας είναι εξορισμού καταδικασμένος.

Ένα λεπτό όμως. Γιατί τελειώνει;

Επειδή είναι αδύνατον να πραγματοποιήσει όσα υπόσχεται. Επειδή όταν έρχεται η ώρα να συγκρουστεί με την πραγματικότητα είναι χαμένος από χέρι.

Επειδή, από βιασύνη ή φόβο, δόθηκαν και κατακτήθηκαν τα πάντα και η επιθυμία δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης.

Επειδή δεν αντέχουμε να το πάμε μέχρι τέλους, από φόβο μήπως ταλαιπωρηθούμε, πονέσουμε ή εγκαταλειφθούμε. Πράγματα σίγουρα δηλαδή έτσι και ερωτευτούμε.

Επειδή ο άλλος είναι άλλος. Είναι διαφορετικός, ξεχωριστός από εμάς και δεν μπορούμε να συγχωνευτούμε μαζί του, ούτε καν να συγχρονιστούμε.

Επειδή δεν αντέχουμε το πόσο ευάλωτους και τρωτούς μας καθιστά. Μαθημένοι να κρύβουμε τις ανάγκες και τα συναισθήματα μας, μόλις ψυλλιαστούμε ότι κινδυνεύουμε να εκτεθούμε, το βάζουμε στα πόδια.

Επειδή αποδεικνύεται ότι ο άλλος είναι απλώς ένας άνθρωπος και όχι ο θεός που ερωτευτήκαμε. Ο έρωτας χωρίς εξιδανίκευση απλώς δεν μας γεμίζει το μάτι.

Υπάρχουν πολλά «επειδή» που εξηγούν γιατί τελειώνει ο έρωτας, αλλά καμία εξήγηση δεν μπορεί να μας κάνει να δεχθούμε το τέλος έτσι απλά. Ανεξάρτητα από το αν ο έρωτας εγκατέλειψε πρώτα εμάς ή τον άλλον, δυσκολευόμαστε να αντικρίσουμε την «αποτυχία» μας κατάματα και να παραδεχτούμε ότι πάλι δεν τα καταφέραμε. Ανακόπτοντας τη διαδικασία ωρίμανσης που ξεκίνησε ήδη με την πρώτη συνάντηση, επιστρατεύουμε μια σειρά από μηχανισμούς, προκειμένου να αντισταθούμε στον πόνο.

Ψευδαίσθηση ελέγχου. Πείθουμε τον εαυτό μας ότι ελέγχουμε απόλυτα τα συναισθήματα μας. Αποφασίζουμε να γυρίσουμε σελίδα μέσα σε μια νύχτα. Δεν έχουμε τίποτα να σκεφτούμε, να δουλέψουμε ή να ξεπεράσουμε. Έτσι κι αλλιώς, δεν πιστεύουμε καν στον έρωτα.

Εμμονή. Ολοκληρωτική άρνηση του τέλους. Ο άλλος έχει φύγει οριστικά, αλλά εμείς ορκιζόμαστε ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς εκείνον. Μένουμε κολλημένοι, ανίκανοι να πάμε παρακάτω, αδυνατώντας να συμφιλιωθούμε με το ανέφικτο και το εφήμερο.

Άρνηση ανάληψης της ευθύνης των συναισθημάτων και συμπεριφορών μας. Φερόμαστε ως ανώριμα, επιπόλαια παιδιά που τα θέλουν όλα. Δεν ξέρουμε αν θέλουμε να τελειώσει ή να συνεχίσει ο έρωτας, προτιμούμε κάποιος άλλος να αποφασίσει για μας. Δεν παίρνουμε θέση, δεν επιλέγουμε, δεν διεκδικούμε, δεν εγκαταλείπουμε τίποτα. Στασιμότητα στην αιωνιότητα.

Όταν όλοι οι μηχανισμοί αποτύχουν, όταν εξαντληθούν όλα τα περιθώρια, τελικά (και επιτέλους) αφηνόμαστε στον πόνο. Πρόκειται για γνήσιο πένθος καθώς οι απώλειες είναι μεγάλες και πολλά αυτά για τα οποία πρέπει να κλάψουμε.

Χάθηκε ο άλλος. Η δύναμη και επιρροή του επάνω μας. Το βλέμμα του που ήταν ο καθρέφτης μας. Η απουσία του δεν γίνεται αισθητή πια. Η παρουσία του δεν αναστατώνει. Σχεδόν απορούμε που συμβαίνει έτσι.

Χάθηκε ένα δικό μας, πολύ ζωτικό, κομμάτι που αφορούσε εκείνον και όσα ζήσαμε, και που ο άλλος, φεύγοντας, το πήρε μαζί του.

Χάθηκαν οι αυταπάτες. Η μόνη επιλογή που μας έμεινε είναι η επίπονη αποδοχή του τέλους όλων των πραγμάτων.

Χάθηκε ο εαυτός μας όπως τον ξέραμε. Δεν είμαστε πια ο άνθρωπος που ήμασταν πριν τον έρωτα, ούτε ο άνθρωπος που έζησε τον έρωτα. Και ο νέος άνθρωπος που είμαστε είναι ακόμα υπό διαμόρφωση.

Χάθηκε η επαφή, οικειότητα, το δέσιμο. Ο συνένοχος και συμπαίκτης μας. Και καλούμαστε να συμφιλιωθούμε με τη μοναξιά.

Χάθηκε το συγκεκριμένο νόημα γύρω από το οποίο είχαμε οικοδομήσει τη ζωή μας για όσο διάστημα ζούσαμε υπό ερωτικό καθεστώς.

Χάθηκε το πολύτιμο δώρο του να μας σκέφτονται, να μας ποθούν, να μας αγαπούν, να είμαστε σημαντικοί για κάποιον.

Χάθηκε η δυνατότητα να κρυβόμαστε από τον εαυτό μας. Αναγκαζόμαστε να αναμετρηθούμε με τα όρια μας. Να παραδεχτούμε τις αδυναμίες και ανάγκες μας. Να αγκαλιάσουμε το φόβο μας για αλλαγή και να αποφασίσουμε αν θα ανοιχτούμε σε νέες δυνατότητες.

Η φάση του πένθους διαρκεί όσο χρειάζεται μέχρι να ανασυνθέσουμε τα σκορπισμένα κομμάτια μας. Συνήθως περιλαμβάνει πλήθος υποτροπών που μας γυρνούν βήματα πίσω και ξεκινάμε από την αρχή ξανά. Χρειάζεται πίστη ότι έχουμε τη δύναμη να το ζήσουμε ενεργητικά μέχρι τέλους και να πάρουμε όσα έχει να μας προσφέρει. Αν όχι μόνοι μας, με τη πολύτιμη στήριξη ενός καλού φίλου ή θεραπευτή.

ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Κάποτε η διαδικασία ολοκληρώνεται και είμαστε έτοιμοι να βγούμε στον κόσμο ξανά. Κάπως διαφορετικοί, δυναμωμένοι, μεταμορφωμένοι και διευρυμένοι. Η ανάγκη για αλλαγή που μας οδήγησε αρχικά στον έρωτα μοιάζει έτσι να ικανοποιείται.

Μόλις βγήκαμε από μια οριακή εμπειρία, από μια κρίση. Και όπως κάθε κρίση, σύμφωνα με το χιλιοειπωμένο κλισέ, μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε ως κίνδυνος είτε ως ευκαιρία. Την μετατρέπουμε σε ευκαιρία όταν, εξαιτίας της, βρίσκουμε νέους τρόπους ψυχικής οργάνωσης και συμπεριφοράς, οι οποίοι αποδεικνύονται εξαιρετικά χρήσιμοι στην αντιμετώπιση κρίσεων σε άλλα πεδία ή χρονικές στιγμές της ζωής.

Όπως και να έχει, ήταν από κάθε άποψη πλούσια εμπειρία. Σχεδόν νιώθουμε υπερηφάνεια που επιλέξαμε να τη ζήσουμε ως το τέλος. Ήταν μια από τις φορές που νιώσαμε αληθινά ζωντανοί. Αντιμετωπίσαμε εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια, περιοριστικά της ελευθερίας μας, και τολμήσαμε να αναμετρηθούμε μαζί τους. Και με αυτή την έννοια ο έρωτας που ζήσαμε ήταν επαναστατική πράξη. Αφεθήκαμε να κυριευτούμε από συναισθήματα και να χάσουμε το μυαλό μας για έναν άνθρωπο, ενάντια σε μια κοινωνία αυστηρά ορθολογική και κόντρα σε ό,τι θεωρείται πρέπον για το φύλο μας, την ηλικία μας ή τη θέση μας. Τολμήσαμε να χάσουμε τον εαυτό μας και να τον ξαναβρούμε περισσότερο θαρραλέο, αυθεντικό και ανεξάρτητο.

Και έτοιμο για όσους έρωτες χρειαστεί ακόμα.

Ντροπή: μήπως την έχουμε παρεξηγήσει;

Η ντροπή: ένα συναίσθημα πολύ γνώριμο και ταυτόχρονα ιδιαίτερα οδυνηρό, που αν ψάξουμε λίγο, το βρίσκουμε χωμένο ανάμεσα στις πιο παλιές μας αναμνήσεις. Άμεσα συνυφασμένη με την παιδική ηλικία και την αίσθηση του να είναι κανείς μικρότερος, αδύναμος και ανεπαρκής που συνοδεύει τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, θα θέλαμε να διαγράψουμε την ντροπή απ' το συναισθηματικό μας ρεπερτόριο και να μπορούμε να ζούμε χωρίς αυτήν.

Είναι όμως τόσο φριχτό και τόσο απορριπτέο αυτό το συναίσθημα ή μήπως είναι απλά παρεξηγημένο;

Αν κάνουμε μια αναδρομή στις δυσάρεστες αναμνήσεις μας, όλοι έχουμε να θυμηθούμε στιγμές ντροπής, στιγμές που μας «έπιασαν» να κάνουμε κάτι «απαγορευμένο», στιγμές που αποκαλύφθηκε κάτι που θα θέλαμε να μην ξέρει κανείς για μας, στιγμές που νιώσαμε να μας μειώνουν μπροστά σε άλλους, στιγμές που αισθανθήκαμε ότι η συμπεριφορά δικών μας ανθρώπων μας «ρεζιλεύει».

Η ζωή είναι γεμάτη με τέτοια βιώματα ντροπής που είναι από τα πιο οδυνηρά γιατί η ντροπή είναι ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα. Ίσως γι' αυτό και η επιστήμη της Ψυχολογίας ποτέ δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ντροπή σε αντίθεση με την ενοχή, το φόβο, το θυμό ή άλλα συναισθήματα.

Υπάρχει κάτι το απειλητικό στο συναίσθημα της ντροπής, αν σκεφτεί κανείς ότι τη στιγμή που νιώθουμε ντροπή θέλουμε «να ανοίξει η γη να μας καταπιεί», «να φύγουμε μακριά», «να εξαφανιστούμε από προσώπου γης», με λίγα λόγια να σταματήσουμε να υπάρχουμε για τους άλλους, έστω για μερικές στιγμές.

Η ντροπή λοιπόν είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό συναίσθημα που πηγάζει από την αίσθηση ότι μας βλέπουν, και συνδέεται άμεσα με το περιφρονητικό βλέμμα των άλλων είτε γιατί όντως μας βλέπουν είτε γιατί εμείς το φανταζόμαστε. Άλλα συναισθήματα σχετίζονται συχνά με «πράγματα», π. χ. φοβόμαστε τους κεραυνούς, τα σκυλιά ή το ύψος, αηδιάζουμε με ένα βρώμικο πιάτο ή μια άσχημη μυρωδιά, χαιρόμαστε με μια ωραία μουσική ή για την προαγωγή που πήραμε, όμως η ντροπή δεν υπάρχει χωρίς την «παρουσία» κάποιου άλλου ανθρώπου, είναι η απειλητική αίσθηση της περιφρόνησης ή της απόρριψης από τους άλλους.

Όταν ντροπιάζομαι είναι γιατί κάποιος με βλέπει όπως είμαι αλλά δεν θέλω να είμαι, βλέπει κάτι σ 'εμένα που θα ήθελα να μην υπάρχει και φοβάμαι ότι θα με απορρίψει γι' αυτό. Ντρέπομαι ή ντροπιάζομαι για στοιχεία μου που υπάρχουν (έστω και στιγμιαία, έστω και σε ελάχιστο βαθμό) και δεν μπορώ ν' αλλάξω, τουλάχιστον όχι άμεσα. Ντρέπομαι:

-γιατί έχω μια κρεατοελιά στο πηγούνι, γιατί είμαι χοντρός, γιατί νιώθω άσχημη, γιατί έχω πεταχτά αυτιά, δέρμα με σπυράκια...

-γιατί δεν καταλαβαίνω αυτό που λένε ή διαβάζω, γιατί νιώθω χαζός, γιατί δεν έχω αρκετές γνώσεις, γιατί δεν τα καταφέρνω καλά στο σχολείο ή στη δουλειά...

-γιατί μ' έπιασαν να φιλάω ένα κορίτσι/αγόρι, να λέω ψέματα, να κλέβω, να κοιτάω απ' την κλειδαρότρυπα...

-γιατί με είπαν βρώμικο, ανίκανο, αχάριστο, αμόρφωτο, δειλό...

-γιατί απέτυχα σ' αυτό που είχα αναλάβει, γιατί έκανα ένα αδιόρθωτο λάθος, γιατί «κρέμασα κάποιον που βασιζόταν σ' εμένα», γιατί δεν φέρθηκα καλά στο φίλο μου, γιατί έχω πολλά λεφτά ενώ άλλοι πεινάνε...

-γιατί με το παιδί μου, το γονιό μου, το σύντροφο μου, ένα δικό μου άνθρωπο συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω

Η ντροπή μοιάζει πολύ με την ενοχή κι όμως είναι αρκετά διαφορετική.

Η ενοχή προέρχεται από την αίσθηση της παραβίασης μιας απαγόρευσης και τον φόβο της τιμωρίας και σχετίζεται άμεσα με την απαγορευμένη πράξη, δηλαδή αυτό που κάναμε ενώ δεν έπρεπε να το κάνουμε. Η ντροπή από την άλλη, σχετίζεται με αυτό μέσα μας που μας κάνει να κάνουμε κάτι ή να είμαστε κάπως και προέρχεται από την αίσθηση της ταπείνωσης στα μάτια κάποιου ή κάποιων επειδή είμαστε έτσι και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι΄ αυτό. Και τα δύο όμως είναι ιδιαίτερα δυσάρεστα συναισθήματα και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον σαν παιδαγωγικά «εργαλεία» με άσχημα πολύ συχνά αποτελέσματα.

Ο θεσμός της οικογένειας –και του σχολείου- έκανε χρήση των συναισθημάτων αυτών ως μέσο για να επιβάλλει την εξουσία στα μέλη της –ο φόβος της τιμωρίας ή του ντροπιάσματος ή και των δύο μαζί μεγάλωσε γενιές- σε βαθμό που πολύ συχνά ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κατέληγε συχνά στο αντίθετο αποτέλεσμα. Εκτός από το ξύλο και τις αμείλικτες τιμωρίες σαν τρόπο διαπαιδαγώγησης πολλοί γονείς ή δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν και τον διασυρμό ή τουλάχιστον την απειλή του διασυρμού και του ρεζιλέματος, όπως π. χ. σε ορισμένα σχολεία αυστηρών αρχών οι «κακοί» ή «ατίθασοι» μαθητές έπρεπε να περιφέρονται με μια ταμπέλα κρεμασμένη στο λαιμό τους που έγραφε το «παράπτωμα» τους.

Αυτή η «εκμετάλλευση» του συναισθήματος της ντροπής (και της ενοχής φυσικά) ως μέσο εξουσίας –ενός συναισθήματος άλλωστε που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη και δεν χρειάζεται να το «προκαλέσουμε» για να εμφανιστεί- οδήγησε στην «δυσφήμιση» του συναισθήματος αυτού και στην αμηχανία των γονιών απέναντι σε κάθε τι που θα μπορούσε να προκαλέσει ντροπή στα παιδιά τους.

Το να ντροπιαστεί το παιδί τους μοιάζει σήμερα να είναι δυσβάσταχτο για πολλούς γονείς, οι οποίοι κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να το προστατέψουν απ' αυτό.

Κι ενώ η πρόθεση μας είναι να προστατέψουμε τα παιδιά μας (κι εμάς τους ίδιους βέβαια) από το οδυνηρό συναίσθημα της ντροπής, αλλά και της ταπείνωσης και της κατωτερότητας που μπορεί να το συνοδεύουν, πολλές φορές αυτό που τελικά καταφέρνουμε είναι να στερούμε τα παιδιά από τις συνέπειες των πράξεων τους και από την επαναξιολόγηση της συμπεριφοράς τους μέσα από την (δυσάρεστη μεν αναγκαία δε) εμπειρία της απόρριψης.

Το συναίσθημα της ντροπής έχει την ρίζα του μέσα στις πρώτες στιγμές της ζωής όταν βλέπουμε τι είμαστε μέσα στο βλέμμα της μητέρας. Όταν αυτό δηλώνει δυσαρέσκεια και μη αποδοχή τότε μεγαλώνει μέσα μας η αίσθηση ότι κάτι «δεν πάει καλά», κάτι «στραβό» υπάρχει πάνω μας, κάτι «λάθος», κάτι «μη αγαπητό» (αυτό ακριβώς είναι και το συναίσθημα, κάθε φορά που ένα βλέμμα επιτιμητικό πέφτει πάνω μας).

Ταυτόχρονα αυτή η αίσθηση –όταν εναλλάσσεται με την αίσθηση της αποδοχής και της αγάπης από τους άλλους- είναι ένα από τα πιο δυνατά κίνητρα για να εξελιχθούμε, να αναπτύξουμε τις ικανότητες μας, να αναζητήσουμε την ταυτότητα μας, να γίνουμε αυτόνομοι. Είναι επίσης ακρογωνιαίος λίθος στην διαμόρφωση ενός προσωπικού συστήματος αξιών.

Στην πορεία της ζωής η ντροπή μας παρακινεί να ξεπεράσουμε ελλείψεις και στενά προσωπικά όρια και ταυτόχρονα, περιορίζει την ύβρη και την υπερεκτίμηση του εαυτού μας και μας κάνει καλύτερους (συν)ανθρώπους.

Χρειάζεται βέβαια πολύ συνειδητή προσπάθεια από το γονιό για το παιδί και από τον κάθε ενήλικα για τον εαυτό του, ώστε να πετύχει τη «σωστή δόση» ντροπής. Να καταφέρει δηλαδή, η ντροπή του να παραμένει μέσα στα όρια της αίσθησης αμοιβαιότητας και της αλληλοεκτίμησης που μας συνδέει με τους άλλους και να μην παραμορφώνεται ούτε σε αίσθημα κατωτερότητας και κοινωνικής ανεπάρκειας ούτε σε κοινωνική αναλγησία, θράσος και έλλειψη σεβασμού.

Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτό δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο αφού η ντροπή μοιάζει να έχει αλλάξει πρόσωπο. Αν για παράδειγμα, αρκετά πρόσφατα ακόμη η θέα του γυμνού σώματος, η αποκάλυψη οποιουδήποτε «μυστικού» σεξουαλικού περιεχομένου ήταν πηγή απεριόριστων συναισθημάτων ντροπής, σήμερα οι γονείς παρακολουθούν καθημερινά σκηνές σεξ (ήπιες έστω) μαζί με τα ανήλικα παιδιά τους χωρίς να αισθάνεται κανείς τους ούτε καν αμηχανία. Θα μπορούσε σχεδόν να σκεφτεί κανείς ότι η εποχή της ντροπής έχει περάσει.

Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Μπορεί ένας έφηβος να μην νιώθει ντροπή επειδή τον έπιασε ο καθηγητής του να καπνίζει, πόσοι έφηβοι όμως αισθάνονται καθημερινά ντροπή επειδή δεν μπορούν να φορέσουν συγκεκριμένες μάρκες ρούχων ή νέοι άνθρωποι επειδή δεν μπορούν να συμμετέχουν στο λαμπερό life style που βλέπουν γύρω τους; Η ντροπή υπάρχει, είναι αρχαϊκό ανθρώπινο συναίσθημα και η δύναμη της είναι η ίδια όπως ήταν πάντα. Αυτό που δεν είναι ίδιο είναι οι αξίες που την τροφοδοτούν και αυτές ίσως είναι που χρειάζεται να επαναδιαπραγματευτούμε.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα της στρέβλωσης της ντροπής είναι οι διάφορες εκπομπές τύπου reality show, όπου οι άνθρωποι κάνουν ουρές για να βγουν στην τηλεόραση και να βγάλουν σε κοινή θέα τ' άπλυτα τους, τα κουσούρια τους και γενικά όλα όσα πριν μερικές δεκαετίες θα ήθελαν να μην ξέρει κανείς.

Αλλά και η πολιτική αναλγησία, όπου πολιτικοί αποδεικνύονται δημοσίως καταφανώς ανίκανοι ή ανεπιτυχείς σ' αυτό που κάνουν και συνεχίζουν να το κάνουν χωρίς την παραμικρή ένδειξη ντροπής, ταπείνωσης, μεταμέλειας, απολογίας.

Το φαινόμενο της (μη) ντροπής. Οι σχέσεις με τους κοινωνικούς θεσμούς παραδοσιακά μοιάζουν να βασίζονται περισσότερο στη ντροπή παρά στην ενοχή, σε αντίθεση με τις περισσότερες δυτικές χώρες (οι γονείς έλεγαν στα παιδιά τους «δεν ντρέπεσαι να το κάνεις αυτό και να σε ρεζιλέψουν;» και όχι «μην το κάνεις αυτό γιατί απαγορεύεται»).

Έτσι, ο καθένας ρύθμιζε την κοινωνική του συμπεριφορά –και- με βάση τη ντροπή που ένιωθε απέναντι στους συγγενείς, τους φίλους, τους γνωστούς, τους γείτονες, τους συγχωριανούς που μπορούσαν κάθε στιγμή να τον «δουν», να τον «τσακώσουν». Σε μεγάλο βαθμό ζει και κινείται ο καθένας σχεδόν ανώνυμα στο περιβάλλον του, δεν υπάρχει το βλέμμα όλων αυτών στους οποίους θα μπορούσε να ρεζιλευτεί, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε πολύ λιγότερο την υποχρέωση να συμπεριφερθούμε «κόσμια» ή να εμφανίζουμε πρωτοφανή κοινωνική αναλγησία.

Είμαι εδώ για όλους τους άλλους, λιγότερο όμως για μένα

Να είσαι παρών, να είσαι παρούσα στη ζωή σου.

Να είσαι παρών, να είσαι παρούσα και στη ζωή των άλλων, των φίλων και των σχέσεών σου.

Όμως να είσαι να δίκαιος, να είσαι δίκαιη με τον εαυτό σου.
Να μην τον ξεχνάς, να μην τον αφήνεις, να μην τον εγκαταλείπεις.

Να είσαι εδώ για όλους, αλλά περισσότερο για σένα… γιατί αν δεν είσαι εσύ καλά με ποιον τρόπο θα μπορείς να βοηθήσεις και να σταθείς στους άλλους, αλλά και σε εσένα;

Να είσαι εδώ με εκείνο τον υγιή τρόπο, που θα νιώθεις όμορφα, χωρίς να απολογείσαι όμως (που μάλλον το κάνεις αρκετά συχνά).

Να είσαι εδώ με εκείνο τον υγιή τρόπο που θα αναζητάς στιγμές ηρεμίας και ευτυχίας με τον εαυτό σου, χωρίς να φοβάσαι το σκοτάδι σου και χωρίς να αμφισβητείς την επιλογή σου…

Να είσαι εδώ ζητώντας από τους άλλους να σε στηρίζουν, όπως τους στηρίζεις και εσύ και αν ανήκεις σε εκείνους που θα ήθελες οι άλλοι να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρεσαι και εσύ χωρίς να τους το ζητάς, να υπενθυμίζεις πάντα στον εαυτό σου πως οι άνθρωποι δεν είμαστε το ίδιο, δεν συμπεριφερόμαστε το ίδιο, δεν αγαπάμε με τον ίδιο τρόπο.

Να είσαι εδώ υπενθυμίζοντας πάντα στον εαυτό σου το βιντεάκι που βλέπουμε μέσα στα αεροσκάφη με τα μέσα διάσωσης.

Η μαμά για να μπορέσει να βοηθήσει και να σώσει τα παιδιά της πρέπει να φορέσει πρώτα στον εαυτό της τη μάσκα με το οξυγόνο. Πόσο σοκαριστικό αλήθεια γιατί το ένστικτο να βοηθήσουμε τα παιδιά μας μας κινητοποιεί να βοηθήσουμε πρώτα εκείνα. Όμως με ποιον τρόπο μπορείς να βοηθήσεις τους άλλους αν τελικά δεν είσαι εσύ καλά;

-Να είσαι εδώ λοιπόν, ακούγοντας το σώμα και τις ανάγκες σου
-Να είσαι εδώ με τον υγιή εγωισμό, που όλοι έχουμε ανάγκη
-Να είσαι εδώ επικοινωνώντας τα θέλω σου
-Να είσαι εδώ, χωρίς να ζεις μέσα στην αιχμαλωσία του φόβου της εγκατάλειψής σου

B. MANDEVILLE: Η χρησιμότητα των διεφθαρμένων και των τεράτων

Είναι βέβαιο ότι όσο λιγότερες είναι οι επιθυμίες κάποιου τόσο λιγότερο ορέγεται πράγματα και τόσο πιο καλά τα ‘χει με τον εαυτό του. Όσο πιο ενεργός είναι εξυπηρετώντας τις δικές του ανάγκες τόσο λιγότερο χρειάζεται να τον υπηρετούν, κι όσο πιο αγαπητός είναι τόσο λιγότερο οχληρός θα είναι σε μία οικογένεια. Όσο περισσότερο αγαπά την ειρηνική ζωή και την ομόνοια τόσο πιο ελεήμων είναι προς τον πλησίον του, κι όσο περισσότερο διακρίνεται από αληθινή αρετή, στον ίδιο βαθμό αναμφίβολα είναι αποδεκτός από τον Θεό και τους ανθρώπους.

Αλλά ας είμαστε αντικειμενικοί, σε τι ωφελούν όλα τούτα, πώς μπορούν να συμβάλουν στον πλούτο, τη δόξα και το μεγαλείο των εθνών; Είναι ο φιλήδονος αυλικός του οποίου η χλιδή δεν έχει όρια, είναι ο ακόλαστος που επινοεί νέες μόδες κάθε βδομάδα, είναι η υπεροπτική δούκισσα που με την ακολουθία, τις δεξιώσεις και την όλη συμπεριφορά της προσπαθεί να παραστήσει την πριγκίπισσα, είναι ο ανήθικος άσωτος κι ο σπάταλος κληρονόμος αυτοί που πετάνε τα χρήματά τους δίχως μυαλό και κρίση, που αγοράζουν ό,τι βλέπουνε μπροστά τους για να το καταστρέψουν ή να το δώσουν την επομένη, είναι ο άπληστος και δόλιος ουτιδανός που έφτιαξε την περιουσία του εξαπατώντας χήρες κι ορφανά αυτός που κληροδοτεί τα χρήματά του σε άσωτους να τα δαπανούν.

Ιδού ποιοι αποτελούν την κατάλληλη λεία και τροφή για έναν Λεβιάθαν στην πλήρη του άνθηση. Με άλλα λόγια, η ολέθρια κατάσταση των ανθρώπινων υποθέσεων είναι τέτοια που μας κάνει να έχουμε ανάγκη τους διεφθαρμένους και τα τέρατα για να επιτελούν τις διάφορες εργασίες τις οποίες η ανθρώπινη δεξιότητα είναι ικανή να επινοήσει προκειμένου να προμηθεύσει ένα μέσο έντιμης επιβίωσης στις πλατιές μάζες των φτωχών εργαζομένων που είναι απαραίτητοι για τη σύσταση μιας μεγάλης κοινωνίας. Θα ήταν τρελό να φανταστεί κανείς ότι τα μεγάλα και πλούσια έθνη μπορούν να υφίστανται και να είναι συγχρόνως ισχυρά και πολιτισμένα με διαφορετικό τρόπο.

BERNARD MANDEVILLE, Περί της φύσης της κοινωνίας

ELIO D’ ANNA: Τα πάντα είναι εδώ, τώρα!

«Για να κατακτήσει κανείς εκείνη την ιδιαίτερη κατάσταση της ύπαρξης που είναι φτιαγμένη από ελευθερία, γνώση, δύναμη… χρειάζεται να Εργαστεί πολλά χρόνια πάνω στον εαυτό του… χρειάζεται να ‘συγχωρεθεί εσωτερικά.’- είπε, τονίζοντας αυτή την έκφραση δίνοντας ένα ιδιαίτερο κυμάτισμα στη φωνή που μου φάνηκε ξένη στον πολεμικό χαρακτήρα και την αμείλικτη γλώσσα του Dreamer. Με μια ματιά σιγουρεύτηκε ότι σημείωνα πιστά τις λέξεις Του. Περίμενε να τελειώσω και έπειτα συνέχισε: «’εσωτερική συγχώρεση’ δεν είναι η εξέταση της συνείδησης ενός αγίου, αλλά το πραγματικό ‘ποιώ’ ενός ανθρώπου σε δράση, το αποτέλεσμα μιας μεγάλης διαδικασίας προσήλωσης… αυτοπαρατήρησης. Σημαίνει να διεισδύσεις στις πτυχές της προσωπικής σου ύπαρξης εκεί που είναι ακόμα κουρελιασμένη… Σημαίνει να πλύνεις και να θεραπεύσεις τις ανοιχτές πληγές… να εξοφλήσεις όλους τους εκκρεμείς λογαριασμούς…». Έπειτα, παίρνοντας ένα ύφος θεατρικά επιφυλακτικό και χαμηλώνοντας τη φωνή, σαν να ήθελε να διαφυλάξει κάποιο μυστικό, μου εκμυστηρεύτηκε: «Η εσωτερική συγχώρεση έχει τη δύναμη να μετατρέψει το παρελθόν μαζί με όλη του τη σαβούρα».

Ανασύνταξα μέσα μου αυτές τις ακατανόητες λέξεις χιλιάδες φορές.

«Τα πάντα είναι εδώ, τώρα!» Παρελθόν και μέλλον επιδρούν ταυτόχρονα αυτή τη στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου».

Αυτές οι λέξεις με γέμισαν με μια ανεξήγητη, παράλογη ευτυχία. Βρισκόμουν ενώπιον μιας οπτικής χωρίς όρια. Παρελθόν και μέλλον δεν ήταν δυο διαιρεμένοι κόσμοι αλλά συνδεδεμένοι και αχώριστοι. Μια ενιαία πραγματικότητα. Η ‘Εσωτερική Συγχώρεση’ ήταν μια μηχανή του χρόνου… για να μπορέσει κανείς να προσεγγίσει κάποιο σημείο του παρελθόντος, που στην κοινή οπτική δεν υπήρχε πλέον, και κάποιο σημείο του μέλλοντος που ακόμα δεν έχει έρθει…

«Καταλαβαίνω ότι το παρελθόν θα μπορούσε να επιδράσει στη ζωή μας,
αλλά το μέλλον…;». Ρώτησα.

«Το μέλλov, όπως και το παρελθόν, είναι μπροστά στα μάτια σου, αλλά εσύ ακόμα δεν μπορείς να το δεις».

Μου μίλησε για έναν ‘κατακόρυφο χρόνο’, ένα ‘σώμα-χρόνο’ που συμπίεζε παρελθόν και μέλλον σε μια μόνη στιγμή. Ένας χρόνος χωρίς χρόνο, η είσοδος του οποίου είναι αυτή η στιγμή. Το μυστικό είναι να μην αφαιρεθείς, να μην απομακρυνθείς ποτέ.

Αν προσεγγίσεις αυτό το ‘σώμα-χρόνο’ σημαίνει ότι μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν και να σχεδιάσεις ένα νέο πεπρωμένο.

Ο ενθουσιασμός μου ήταν ασυγκράτητος. Θα ήθελα να άρχιζε αμέσως εκείνη η περιπέτεια… Το ήθελα με όλες μου τις δυνάμεις… Αλλά προτού ακόμα εκδηλωθεί η ορμή μου, την ένιωθα ήδη να σβήνει στο αυστηρό άκουσμα των λέξεων του Dreamer. «Άνθρωποι σαν εσένα είναι αδύνατο να συγχωρεθούν εσωτερικά!».

Ο τόνος της φωνής ήταν σαν ετυμηγορία χωρίς δυνατότητα έφεσης. «Για να εισδύσεις στο παρελθόν σου και να το θεραπεύσεις, χρειάζεται μεγάλη προετοιμασία.

Μόνο η παρακολούθηση μιας Σχολής μπορεί να το καταστήσει δυνατό.

Η ‘εσωτερική συγχώρεση’ είναι μια επιστροφή στον εαυτό μας, είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο γεννηθήκαμε – βεβαίωσε συμπερασματικά ο Dreamer – Οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να διακόψουν ποτέ αυτή τη θεραπευτική διαδικασία».

Ο Dreamer με προειδοποίησε ότι αυτό θα απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια και, πριν από οτιδήποτε, αυτοπαρατήρηση για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

«Self-observation is self-correction»… Ένας άνθρωπος μπορεί να θεραπεύσει οτιδήποτε από το παρελθόν του εάν έχει την ικανότητα να ‘παρατηρήσει τον εαυτό του’» βεβαίωσε ο Dreamer και συνέχισε επισημαίνοντας ότι η κατάντια του ανθρώπου δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ανικανότητάς του να γνωρίσει τον εαυτό του, αφού πρώτα τον παρατηρήσει.

«Αυτοπαρατήρηση είναι μια ματιά της ζωής μας από ψηλά! προσδιόρισε ο Dreamer και εξήγησε: «Είναι σαν να βλέπεις γεγονότα, περιστάσεις, σχέσεις του παρελθόντος, κάτω από μια ηλιαχτίδα».

Από όσα μπόρεσα να κατανοήσω, conditio sine qua non της αυτοπαρατήρησης είναι η ικανότητα να την κατευθύνεις αμερόληπτα και χωρίς ηθικολογίες. Αυτοπαρατήρηση για τον Dreamer δεν σήμαινε να περάσεις τη ζωή σου από ένα δικαστήριο για να κριθεί, αλλά από τις ακτίνες X κάποιας ξεχωριστής νοημοσύνης, κάποιου ουδέτερου μάρτυρα που θα πρέπει να περιοριστεί μόνο στην παρατήρηση, χωρίς να διατυπώσει καμία απολύτως ετυμηγορία ή κριτική. Αυτό μου έφερε αμυδρά στο μυαλό κάποιους πειραματισμούς στην ψυχολογία οργανισμών που είχα συναντήσει όταν ακόμα σπούδαζα στο London Business School. Μερικές μεγάλες επιχειρήσεις είχαν πετύχει εξαιρετικές βελτιώσεις στην παραγωγή με τη βοήθεια του wondering management (όπως το είχαν βαπτίσει οι ερευνητές). Βασιζόταν στην προσήλωση και υπεραμυνόταν τη θέσπιση ενός περιπλανώμενου μάνατζμεντ. Η αποστολή ενός wondering manager ήταν ακριβώς η ‘περιπλάνηση’, να κάνει αισθητή την παρουσία του σε όλα τα σημεία της επιχείρησης, ακόμα και τα πιο απομακρυσμένα.

Η φωνή Του απέσπασε απότομα την προσοχή μου από εκείνες τις αναμνήσεις και τους διαλογισμούς, τραβώντας με βίαια από τις λονδρέζικες αίθουσες του LBS.

«Self-observation is self-correction – επανέλαβε ο Dreamer η αυτοπαρατήρηση είναι θεραπεία… μια φυσική έκβαση της αποκόλλησης που δημιουργείται μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου.

Η αυτοπαρατήρηση επιτρέπει σε έναν άνθρωπο να δει όλα αυτό, που τον κρατούν κολλημένο στο tapis roulant του κόσμου: ξεπερασμένες σκέψεις, αισθήματα ενοχής, προκαταλήψεις, αρνητικά συναισθήματα, καταστροφικές προφητείες… Είναι μια πράξη αποκόλλησης, αντι-υπνωτισμού, αφύπνισης…

H παραμικρή διακοπή της υπνωτικής δράσης του κόσμου, θα κομμάτιαζε όλα εκείνα στα οποία πίστεψε, θα χάνονταν οι φαινομενικές ισορροπίες και οι απατηλές βεβαιότητες που συσσωρεύονται στη διάρκεια μιας ζωής.

Για το λόγο αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων δεν θα μπορέσει ποτέ να προσεγγίσει την αυτοπαρατήρηση – αποφάνθηκε – Η αποκόλληση από την περιγραφή του κόσμου, έστω και για μια στιγμή… είναι ένα κατόρθωμα πέρα από τα όρια της καθημερινότητας».

Με κοίταξε επίμονα, για αρκετή ώρα. Μετακινούσε το αντικείμενο της ζήτησης σε μένα προσωπικά. Ένας κόμπος στο στομάχι με προειδοποίησε για τον επερχόμενο πόνο.

«Ενεργοποίησε τον παρατηρητή που βρίσκεται μέσα σου! Η αυτοπαρατήρηση είναι ο θάνατος της πληθώρας των αρνητικών σκέψεων και συναισθημάτων που ανέκαθεν κυριαρχούν τη ζωή σου.

Εάν παρατηρήσεις τον εαυτό σου, το σωστό θα αρχίσει να πραγματοποιείται ενώ ό,τι δεν είναι σωστό θα αρχίσει να διαλύεται.

Με το βλέμμα του συνέλαβε την τρομαγμένη μου έκφραση και πρόσθεσε· «Κανείς δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει μόνος του. Χωρίς μια άψογη προετοιμασία, η συνάντηση με τον εαυτό σου, με το ψέμα σου, η περιπλάνηση στους λαβύρινθους του Είναι, θα σε σκότωνε ακαριαία».

Εκείνες οι λέξεις Του ακούστηκαν σαν μια καταδίκη. Φοβήθηκα πως με εγκατέλειπε, πως θεωρούσε απελπιστική την περίπτωσή μου και άχρηστη κάθε επιπλέον προσπάθεια να με βοηθήσει. Ξέσπασε μέσα μου μια θέληση απελπισίας, ηρωική. Η ετοιμότητά μου τον έκανε να στοχαστεί. Αβίαστα, έλαβε μια από τις πρωτότυπες στάσεις Του. Έφερε το δείκτη με το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού του χεριού στο μάγουλο. Έπειτα, στήριξε το σαγόνι του στην κοιλότητα του αντίχειρα, και έγειρε ελαφρώς το κεφάλι. Παρέμεινε έτσι, απορροφημένος, για ένα ατελείωτο χρονικό διάστημα. Δεν φαινόταν να με κοιτάει, αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν Του ξέφευγε ούτε μια σκέψη μου. Έπαιζα τα τελευταία λεπτά ενός αποφασιστικού αγώνα, ίσως του τελικού. Όλα εξαρτιόνταν από μένα. Ανέμενα.

Επιτέλους ο Dreamer βγήκε από την ακινησία Του.

«Κοίτα… έχουμε πανσέληνο» είπε, δείχνοντας στ’ αστέρια μ’ ένα του νεύμα. «Ένας άνθρωπος σε όλη του τη ζωή θα μπορέσει να δει το πολύ χίλιες, αλλά πιθανότατα στο τέλος της ζωής του δεν θα έχει βρει τον χρόνο να παρακολουθήσει ούτε μια…

Κι όμως βρίσκεται εκεί, έξω. Σκέψου πόσο πιο δύσκολο είναι για έναν άνθρωπο να παρατηρήσει τον εαυτό του, να αναστρέψει την κατεύθυνση της προσοχής του. Η αυτοπαρατήρηση είναι μόνο η αρχή της τέχνης της ονειρικής».

Παραμείναμε σιωπηλοί για πολλή ώρα. Η βεράντα του Cafe de la France, βυθισμένη στο σκοτάδι, έμοιαζε με την πλώρη ενός διαστημόπλοιου έτοιμου να διασχίσει τον έναστρο ουρανό. Μοναδικοί του επιβάτες, εμείς… μοναχικοί αργοναύτες τού Είναι.

«Ετοιμάσου – μου μήνυσε με σθεναρή φωνή, σε εγρήγορση- δεν θα είναι ένας περίπατος».

ELIO D’ ANNA, Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Βλάκας δεν είναι εκείνος που δεν έχει ευφυΐα. Βλάκας είναι εκείνος που έχει ευφυΐα, αλλά δεν τη χρησιμοποιεί

OI ΜΥΣΤΕΣ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΟΜΟΙΑΣΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΣΚΑΛΑ. Η σκάλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με δύο τρόπους: Μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις για να πας προς τα πάνω και μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις για να πας προς τα κάτω. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις την ίδια σκάλα και για τους δύο σκοπούς. Το μόνο που αλλάζει, είναι η κατεύθυνση. Η σκάλα είναι η ίδια, όμως το αποτέλεσμα θα είναι τελείως διαφορετικό.

Ο άνθρωπος είναι μια σκάλα ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση. Γι’ αυτό και μόνο, οι άνθρωποι καταπιέζουν, χειραγωγούν, σκοτώνουν, προσπαθούν να επιβληθούν πάνω στη φυσική ροή τής ζωής. Μόνο οι άνθρωποι είναι βλάκες – κι αυτό επειδή μπορούν να είναι και έξυπνοι. Επειδή οι άνθρωποι έχουν ευφυΐα, γι’ αυτό και μπορούν να είναι και βλάκες. Η βλακεία δεν σημαίνει έλλειψη ευφυΐας, σημαίνει απλώς ότι δεν έχεις χρησιμοποιήσει την ευφυία σου.

Αν δεν υπάρχει καμία παρουσία ευφυΐας, δεν μπορείς να πεις για έναν άνθρωπο πως είναι βλάκας. Δεν μπορείς να πεις για ένα βράχο πως είναι βλάκας. Ο βράχος είναι βράχος και δεν τίθεται θέμα βλακείας. Μπορείς όμως να πεις για ανθρώπους πως είναι βλάκες, επειδή με τους ανθρώπους υπάρχει ελπίδα, μια ακτίνα φωτός.

Με τον άνθρωπο, ανοίγει μια πόρτα προς το άγνωστο. Ο άνθρωπος μπορεί να υπερβεί τον εαυτό τον και δεν το κάνει -αυτή είναι η βλακεία του. Μπορεί να ωριμάσει και δεν ωριμάζει, προσκολλάται σε κάθε είδους ανωριμότητα -αυτή είναι η βλακεία του. Συνεχίζει να ζει στο παρελθόν, το οποίο δεν υπάρχει πια – αυτή είναι η βλακεία του. Ή αρχίζει να προβάλλει στο μέλλον, το οποίο δεν υπάρχει ακόμη -αυτή είναι η βλακεία του.

Θα έπρεπε να ζει κανείς στο παρόν, με βαθύ πάθος, με μεγάλη αγάπη, με ένταση, με επίγνωση – κι αυτό Θα γίνει η ευφυΐα σου. Είναι η ίδια ενέργεια. Αναποδογυρισμένη είναι βλακεία. Την τακτοποιείς, τη βάζεις στη σωστή της θέση και γίνεται ευφυία.

Ευφυΐα και βλακεία δεν είναι διαχωρισμένες ενέργειες. Η ενέργεια που λειτουργεί με αρμονία είναι ευφυία και η ίδια ενέργεια που λειτουργεί με συγκρούσεις είναι βλακεία. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι βλάκας, μη θεωρείς όμως ότι αυτό είναι κακοτυχία. Μόνο στην επιφάνεια φαίνεται σαν κακοτυχία, κρυμμένη όμως στο βάθος βρίσκεται μεγάλη δόξα, σπουδαίο μεγαλείο, το οποίο μπορεί να ανακαλυφθεί.

Η κοινωνία όμως, η πολιτεία, το πλήθος, όλοι τους σε θέλουν βλάκα. Κανένας δεν σε Θέλει να είσαι ευφυής. Όλοι τους σε θέλουν να παραμείνεις βλάκας όλη σου τη ζωή, για τον απλό λόγο ότι οι άνθρωποι πού είναι βλάκες είναι υπάκουοι. Οι άνθρωποι που είναι ευφυείς αρχίζουν να σκέφτονται από μόνοι τους. Αρχίζουν να γίνονται άτομα. Αρχίζουν να έχουν δική τους ζωή, δικό τους τρόπο ζωής, δικό τους τρόπο να βλέπουν τα πράγματα, να υπάρχουν, να ωριμάζουν. Δεν είναι πια μέρος τού πλήθους. Δεν μπορούν να είναι.

Χρειάζεται να αφήσουν το πλήθος πίσω τους. Μόνο τότε μπορούν να ωριμάσουν. Και το πλήθος αισθάνεται προσβεβλημένο. Το πλήθος δεν θέλει κανέναν να είναι περισσότερο από τον «μέσο άνθρωπο.» Εκείνος που γίνεται περισσότερο ευφυής, περισσότερο άτομο, με περισσότερη επίγνωση, δεν θα είναι πια μέρος τής ψυχολογίας τού όχλου.

Δεν μπορείς να πιέσεις έναν έξυπνο να ακολουθήσει τους βλάκες. Και οι βλάκες είναι πολλοί – η πλειοψηφία – οι 99, 9 στους εκατό. Έχουν μεγάλη δύναμη, τη δύναμη τής βίας-και τη δείχνουν όποτε χρειάζεται.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Ο καθένας βλέπει τον εαυτό του σαν κέντρο του κόσμου

Ο εγωισμός, εκ φύσεως, δεν γνωρίζει όρια: ο άνθρωπος έχει μία και μοναδική απόλυτη επιθυμία, να συντηρήσει την ύπαρξή του, ν’ απαλλαγεί από κάθε πόνο, ακόμη κι από την παραμικρή στέρηση – αυτό που θέλει είναι η μεγαλύτερη δυνατή καλοπέραση, η κατοχή όλων των απολαύσεων που μπορεί να φανταστεί και τις οποίες σκαρφίζεται τρόπους να ποικίλλει και ν’ αναπτύσσει χωρίς σταματημό. Κάθε εμπόδιο που υψώνεται ανάμεσα στον εγωισμό του και τις επιθυμίες του του χαλάει τη διάθεση, προκαλεί την οργή του, το μίσος του: είναι ένας εχθρός που πρέπει να συντρίψει. Θα ήθελε όσο γίνεται ν’ απολαύσει τα πάντα, να αποκτήσει τα πάντα. Μην μπορώντας κάτι τέτοιο, τουλάχιστον θα ήθελε να δέσποζε πάνω σε όλα. «Όλα για μένα, τίποτε για τους άλλους» είναι το σύνθημά του. Ο εγωισμός έχει κολοσσιαίες διαστάσεις, το σύμπαν ολόκληρο δεν φτάνει για να τον χωρέσει. Διότι, αν έδινε κανείς στον καθένα τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στον αφανισμό του σύμπαντος και στην προσωπική του απώλεια, δεν χρειάζεται να πω ποια θα ήταν η απάντησή του. Ο καθένας βλέπει τον εαυτό του σαν το κέντρο του κόσμο, ανάγει το καθετί στον εαυτό του- μέχρι και τις μεγαλύτερες αναστατώσεις των αυτοκρατοριών τις βλέπει πρώτα απ’ όλα από την άποψη του προσωπικού του συμφέροντος, όσο μηδαμινό, όσο μακρινό μπορεί να είναι αυτό. Υπάρχει πιο χτυπητή αντίθεση; Από τη μια μεριά, αυτό το ανώτερο, αποκλειστικό ενδιαφέρον που ο καθένας δείχνει για τον εαυτό του κι από την άλλη, αυτό το αδιάφορο βλέμμα που ρίχνει σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Είναι μάλιστα και κωμική αυτή η πεποίθηση τόσων ανθρώπων, οι οποίοι ενεργούν σαν να υπάρχουν πραγματικά μόνο αυτοί και σαν οι όμοιοι τους να είναι απλώς μάταιες σκιές, καθαρά φαντάσματα.

Το κράτος, αυτό το αριστούργημα του ευφυούς και υστερόβουλου εγωισμού, αυτό το άθροισμα όλων των ατομικών εγωισμών, έχει εναποθέσει τα δικαιώματα του καθενός στα χέρια μιας δύναμης απείρως ανώτερης από τη δύναμη του ατόμου, η οποία και εξαναγκάζει το τελευταίο αυτό να σέβεται τα δικαιώματα των άλλων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξουδετερώθηκε ο υπέρμετρος εγωισμός σχεδόν όλων, η κακία πολλών και η αγριότητα ορισμένων: ο καταναγκασμός τους κρατάει δέσμιους, αλλά από την κατάσταση αυτή προκύπτει μια απατηλή φαινομενικότητα. Ευθύς ως η προστατευτική δύναμη του κράτους παραλύσει ή πάψει να υπάρχει, όπως συμβαίνει συχνά, βλέπει κανείς να κάνουν θριαμβευτικά την επανεμφάνισή τους οι πιο άπληστες ορέξεις, η πιο άθλια φιλαργυρία, η πιο συγκεκαλυμμένη δολιότητα, η κακία, η κακοπιστία των ανθρώπων και τότε οπισθοχωρούμε, βάζουμε τις φωνές, σαν να πέφτουμε πάνω σε ένα τέρας ακόμα άγνωστο ωστόσο, χωρίς τον εξαναγκασμό των νόμων, χωρίς την ανάγκη που έχει κανείς να τον τιμούν και να τον υπολογίζουν οι άλλοι, όλα αυτά τα πάθη θα θριάμβευαν κάθε μέρα. Θα πρέπει να διαβάσει κανείς τα πρακτικά των μεγάλων δικών, την ιστορία των περιόδων αναρχίας για να δει τι υπάρχει στο βάθος του ανθρώπου, τι αξίζει η ηθική του! Τα χιλιάδες άτομα που βρίσκονται εδώ μπροστά στα μάτια μας, υποχρεωμένα αμοιβαίως να σέβονται την ειρήνη, κατά βάθος είναι τίγρεις και λύκοι, που ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό φίμωτρο τους εμποδίζει να δαγκώσουν. Φανταστείτε ότι καταργείται η δημόσια εξουσία, ότι βγαίνει το φίμωτρο: θα κάνατε πίσω από τρόμο μπροστά στο θέαμα που θα προσφερόταν στα μάτια σας, θέαμα που ο καθένας εύκολα μπορεί να φανταστεί· δεν είναι αλήθεια άραγε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα ομολογούσατε πόσο λίγη σημασία αποδίδετε στη θρησκεία, στη συνείδηση, στην έμφυτη ηθική, όποια κι αν είναι η θεμελίωσή τους; Σ’ αυτή την περίπτωση, ωστόσο, απέναντι σε εγωιστικά αισθήματα αντίθετα προς κάθε ηθικό κανόνα, αχαλίνωτα, θα βλέπατε επίσης να αποκαλύπτεται το πραγματικό ηθικό ένστικτο μέσα στον άνθρωπο.

ARTHUR SCHOPENHAUER, ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τρανσουμανισμός: όταν οι θνητοί θέλουν να γίνουν αθάνατοι

Μέχρι πρόσφατα, όποιος έλεγε ότι έχει τα χάπια και τις θεραπείες που θα σε ξανακάνουν νέο θεωρούταν απατεώνας. Η Silicon Valley όμως είναι χτισμένη στην ιδέα ότι η τεχνολογία μπορεί να βελτιώσει (ή να χακάρει) οποιαδήποτε πτυχή της ζωής μας, άρα και την ποιότητα και την διάρκεια της. Έτσι, ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός τρανσουμανιστών επιστημόνων θεωρούν ότι με τον καιρό τα ανθρώπινα όντα θα μπορούν να μετασχηματιστούν μέσω της βιοϊατρικής και ότι η γήρανση θα θεραπεύεται όπως κάθε άλλη ασθένεια.

Καθώς η επεξεργασία γονιδίων, η νανοτεχνολογία και η ρομποτική εξελίσσονται ραγδαία αρκετοί φουτουριστές θεωρούν ότι οι σημερινοί biohackers θα διπλασιάσουν τη διάρκεια της ζωής τους. Ο Aubrey de Gray, ερευνητής αναγεννητικής ιατρικής, το πάει ακόμα παραπέρα και επιμένει ότι κάποιος που είναι ζωντανός σήμερα θα έχει τη δυνατότητα να ζήσει για να 1.000 χρόνια. Για τον άνθρωπο, «το ποσοστό θνησιμότητας στην ηλικία των 20 ετών είναι 0,001%», λέει ο Yun, «έτσι αν μπορέσουμε να διατηρηθούμε σε αυτή την κατάσταση για πάντα η μέση διάρκεια ζωής θα φτάσει τα 1.000 χρόνια». Από δίπλα του και ο Κορεάτης Joon Yun που προσφέρει 500.000 δολάρια σε όποιον μπορέσει να επαναφέρει το νεανικό καρδιακό ρυθμό σε ένα πειραματόζωο και να επεκτείνει έτσι τη διάρκεια ζωής του κατά 50%.

Πως μπορούμε όμως να γίνουμε αθάνατοι; Οι ερευνητές του του Χάρβαρντ πιστεύουν ότι μπορεί να ξέρουν από πού να ξεκινήσουν. Οι άνθρωποι αναπτύσσουν ολοένα και λιγότερα αιμοφόρα αγγεία στους μύες τους μεγαλώνοντας κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αποδόμηση και βλάβη των ζωτικών οργάνων. Το ίδιο όμως συμβαίνει και στα ποντίκια και έτσι πέρσι οι ερευνητές του Χάρβαρντ τα τάισαν μια χημική ουσία που επηρεάζει το γονίδιο που σχετίζεται με την ανάπτυξη αιμοφόρων αγγείων. Μετά την ουσία οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα γέρικα ποντίκια μπορούσαν να τρέχουν στο διάδρομο 56% περισσότερο. Όσο τα πειράματα συνεχίζονται οι biohackers δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια. Φτιάχνονται με τα λεγόμενα νοοτροπικά, έξυπνα φάρμακα, αμινοξέα και άλλα συμπληρώματα που οι κατασκευαστές τους υποστηρίζουν ότι ενισχύουν τις γνωστικές ικανότητες και εμποδίζουν τη γήρανση του εγκεφάλου. Ο τζίρος αυτών των – αυτοχαρακτηριζόμενων – ενισχυτών γνώσης αναμένεται ότι θα ξεπεράσει τα 11 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2024.

Οι τρελαμένοι – και με πολλά λεφτά για ξόδεμα – biohackers δεν μένουν όμως μόνο στα αμινοξέα. Ο 45αρης Dave Asprey είναι σίγουρος ότι θα ζήσει τουλάχιστον μέχρι τα 180. Το 2018 ένας γιατρός πήρε βλαστοκύτταρα από το μυελό των οστών του Asprey και τα μετάγγισε σε όργανα και αρθρώσεις σε όλο του το σώμα. Αυτή τη διαδικασία ο Asprey θέλει να την επαναλαμβάνει 2 φορές κάθε χρόνο για να ανανεώνει το σώμα του με ολοκαίνουργια κύτταρα. Επίσης, πίνει και τρώει 100 συμπληρώματα κάθε μέρα και έχει στο σπίτι του gadgets όπως ένα υπερβαρικό θάλαμο οξυγόνου και ένα πολυμηχάνημα που δονείται 30 φορές το δευτερόλεπτο για να τονώνει τους μύες του. Για τα δεδομένα της Silicon Valley, ο στόχος του Asprey είναι μετριοπαθής. Ο προβοκάτορας συνιδρυτής της Oracle, Larry Ellison, θεωρεί ότι η θνητότητα είναι «ακαταλαβίστικη» και οι ιδρυτές της Google μαζί με τον Mark Zuckerberg του Facebook επενδύουν πολλά χρήματα σε τρόπους επέκτασης της ανθρώπινης ζωής. Ο Elon Musk ίδρυσε τη Neuralink για την ανάπτυξη ψηφιακών εμφυτευμάτων για τον εγκέφαλο γιατί όπως λέει αν δεν χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία για να ενισχύσουμε τις γνωστικές μας ικανότητες η τεχνητή νοημοσύνη θα μας επιβληθεί.

Η μεγάλη πλειοψηφία της επιστημονικής κοινότητας αντιμετωπίζει τουλάχιστον με σκεπτικισμό (αν δεν είναι σθεναρά αντίθετοι) οποιαδήποτε προσπάθεια που υποτίθεται ότι αντιστρέφει τη γήρανση ή επεκτείνει απεριόριστα την ανθρώπινη ζωή. Ο καθηγητής Richard Miller του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν έγραψε ένα άρθρο, που συνυπέγραψαν 28 έγκυροι επιστήμονες στο πεδίο της γήρανσης, οι οποίοι είπαν ότι ο στόχος των 1.000 χρόνων ζωής «δεν δείχνει κανένα σεβασμό στην επιστημονική κοινότητα». Τα 120 χρόνια ζωής είναι ένα όριο που δεν έχει ξεπεραστεί παρά τις τεράστιες βελτιώσεις στην υγειονομική περίθαλψη. Αυτό για τους περισσότερους ειδικούς είναι το βιολογικό ανώτατο όριο για την ανθρώπινη μακροζωία.

Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο εκεί. Οι biohackers υποστηρίζουν ότι απλά επιταχύνουν την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους αλλά διακυβεύεται κάτι πολύ πιο σοβαρό. Ο πολιτικός επιστήμονας Francis Fukuyama λέει ότι το κίνημα του τρανσουμανισμού είναι μία από τις πιο σοβαρές απειλές για την ανθρωπότητα – όχι μόνο λόγω των δυνητικά βλαβερών συνεπειών αποτυχημένων θεραπειών αλλά και εξαιτίας των εξίσου ανησυχητικών πιθανοτήτων επιτυχίας τους. Μέχρι σήμερα ο ρατσισμός και οι ισχυρισμοί ότι μια φυλή είναι ανώτερη από μια άλλη βασίζονταν στην ψευδο-επιστήμη και σε μύθους. Αν πραγματοποιηθούν τα όνειρα των biohackers αυτοί που θα μπορούν να πληρώσουν για τις βελτιώσεις θα μπορούν να ισχυριστούν ότι είναι τεκμηριωμένα ανώτεροι σε σχέση με τους υπόλοιπους.

Ti μας δίδαξε ο Επίκουρος για τις Ηδονές

Περί ηδονής

Η φωνή της σάρκας γυρεύει να μη πεινά, να μη διψά, να μην ξεπαγιάζει όποιος τα ’χει αυτά και προσδοκά να τα διατηρήσει, μπορεί να παραβγεί σε ευδαιμονία ακόμη και με τον Δία.

Όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη κάθε πόνου. Όπου υπάρχει ηδονή, και για όσο χρόνο συνεχίζει, εκεί δεν υπάρχει σωματικός πόνος ούτε λύπη στην ψυχή ούτε και τα δυο μαζί.

Έχουμε ανάγκη από την ηδονή όταν η απουσία της μας προξενεί πόνο’ όταν όμως δεν μας συμβαίνει αυτό, δεν υπάρχει ανάγκη της ηδονής. Γιατί το κακό δεν το προξενεί η ηδονή που πηγάζει από τη φύση μας, μα οι ορέξεις που σχετίζονται με τις κούφιες ιδέες.

Καμιά ηδονή δεν είναι κακό πράγμα αυτή καθαυτή. Όμως ορισμένες ηδονές παράγονται με μέσα που επιφέρουν πολύ περισσότερες ενοχλήσεις παρά ηδονές.

Ότι μας φέρνει ανυπέρβλητη χαρά, είναι η απομάκρυνση ενός μεγάλου κακού’ αυτή είναι και η φύση του αγαθού, αν μπορεί κανείς να τη συλλάβει σωστά και να τηρήσει μια σταθερότητα, αντί να περιπατεί φλυαρώντας περί του Αγαθού.

Αρχή και ρίζα παντός αγαθού είναι η ηδονή του στομαχιού’ ακόμα και η σοφία κι οι υψηλές ενασχολήσεις σ’ αυτήν στηρίζονται.

Δεν μεγαλώνει η σαρκική ηδονή μόλις πάψει η οδύνη που φέρνει η στέρηση, απλώς διαφοροποιείται. Ενώ το ανώτατο όριο της πνευματικής ηδονής καθορίζεται από τη λογική θεώρηση των ίδιων των ηδονών και των πραγμάτων που σχετίζονται μ’ αυτές και που άλλοτε προξενούσαν τους μεγαλύτερους φόβους στο μυαλό.

Ο άπειρος χρόνος δεν περιέχει περισσότερη ηδονή από τον περιορισμένο, αν μετρήσει κανείς με το λογικό τα όρια της ηδονής

Η αταραξία της ψυχής και η απονία του σώματος είναι στατικές (καταστασιακές) ηδονές’ ενώ η χαρά και η ευφρόσυνη είναι ενεργές ηδονές που τις βρίσκει κανείς εν κινήσει (κινητικές).

Το κορμί, βέβαια, τοποθετεί τα όρια της ηδονής στο άπειρο -και άπειρος είναι και ο χρόνος που θα χρειαζόταν για να του την προσφέρει. Όμως ο νους που κατανόησε λογικά το σκοπό και τα όρια του σώματος κι έδιωξε τους φόβους περί αιώνιας ζωής, δίνει πληρότητα στη ζωή και δεν έχει πια καμία ανάγκη από την αιωνιότητα. Ο λογικός άνθρωπος, ωστόσο, δεν αποφεύγει την ηδονή’ κι όταν οι περιστάσεις τον οδηγούν στο τέρμα της ζωής, δεν φεύγει με την ιδέα ότι η διάνοιά του υπήρξε ελλιπής ως προς τον άριστο βίο.

Φτύνω το ωραίο και τους κουφιοκέφαλους θαυμαστές του, όταν το ωραίο δεν προσφέρει καμιά ευχαρίστηση.

Η σταθερή κατάσταση σωματικής ευεξίας και η βέβαιη ελπίδα ότι θα διαρκέσει, προσφέρει τη μεγαλύτερη και πιο σίγουρη χαρά σε κείνον που ξέρει να εκτιμάει σωστά.

Αξίζει να τιμούμε το ωραίον και τις αρετές και τα τοιαύτα, όταν φέρνουν ηδονή. Αν δεν φέρνουν ηδονή, ασ’ τα να παν στην ευχή.

Επίκουρος

Αν, ω άνδρες, το ζήτημα που προκύπτει ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς [ανάμεσα στους επικούρειους και τους στωικούς] ήταν «τι είναι αυτό που φέρνει την ευτυχία», κι ήθελαν να μας πούνε πως αυτό είναι οι αρετές, πράγμα που θα ’ταν και το σωστό, τότε δεν θα χρειαζόταν παρά να συμφωνήσουμε μαζί τους ώστε να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα. Επειδή όμως, όπως λέω, το πρόβλημα δεν είναι το «τι φέρνει την ευτυχία» αλλά το τι σημαίνει ευτυχία και. τι είναι αυτό που η φύση μας κατά βάθος επιθυμεί, ισχυρίζομαι ότι αυτό είναι η ηδονή, και σ’ όλους, Έλληνες και βαρβάρους, και τώρα και πάντα, το φωνάζω δυνατά, ότι αυτή είναι ο σκοπός της άριστης διαβίωσης. Όσο για τις αρετές -που οι άνθρωποι αυτοί τις παιδεύουν άστοχα γιατί από μέσον τις μετατρέπουν σε σκοπό-, αυτές με κανένα τρόπο δεν αποτελούν σκοπό οι αρετές δημιουργούν τη δυνατότητα να. φτάσει κανείς στον σκοπό.

Οι Αισθησιακές Ηδονές

Αν τα πράγματα που φέρνουν τις ηδονές των ασώτων μπορούσαν να σκορπίσουν τους φόβους για τα ουράνια και το θάνατό και τον πόνο, κι ακόμη, αν μας δίδασκαν τα όρια των επιθυμιών και του πόνου, τότε δεν θα ’χαμέ λόγο να κατηγορήσουμε τους άσωτους, που από παντού θα αντλούσαν ηδονές και τίποτα δεν θα τους προκαλούσε πόνο ή λύπη, δηλαδή αυτά που συνιστούν το κακό.

Δεν είναι το στομάχι αχόρταγο, όπως λένε οι πολλοί, αχόρταγη είναι η ψεύτικη ιδέα ότι το στομάχι δε γεμίζει ποτέ.

Ακούω να μου λες πως οι ανησυχίες της σάρκας σ’ έχουν χάνει επιρρεπή στις σεξουαλικές ηδονές. Εφ’ όσον δεν παραβαίνεις κανένα νόμο και δεν μετακινείς τα ήθη τα καλώς κείμενα, εφ’ όσον δεν προκαλείς στενοχώρια σε κανέναν άνθρωπο γύρω σου, εφ’ όσον δεν επιβαρύνεις το σώμα σου και δεν κατασπαταλάς ό,τι σου είναι αναγκαίο, τότε χρησιμοποίησε όπως θέλεις αυτή σου την κλίση.

Δε γίνεται όμως να μη σε εμποδίσει κάποιο από τα παραπάνω. Το σεξ πάντα ωφέλησε ας είμαστε ευχαριστημένοι και ποτέ δεν μας έβλαψε.

Δεν ξέρω πώς να συλλάβω το Αγαθόν, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης, αν αφαιρέσω τις σεξουαλικές ηδονές, αν αφαιρέσω την ευχαρίστηση των ακουσμάτων και την τέρψη που προσφέρει η θέα μιας γλυκιάς μορφής.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 2.13.1–2.17.4

(ΘΟΥΚ 2.10.1–2.24.2: Η εισβολή των Λακεδαιμονίων στην Αττική) 

Παραινέσεις του Περικλή – Πολεμική προετοιμασία των Αθηναίων

[2.13.1] Ἔτι δὲ τῶν Πελοποννησίων ξυλλεγομένων τε ἐς τὸν
Ἰσθμὸν καὶ ἐν ὁδῷ ὄντων, πρὶν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν Ἀττικήν,
Περικλῆς ὁ Ξανθίππου στρατηγὸς ὢν Ἀθηναίων δέκατος
αὐτός, ὡς ἔγνω τὴν ἐσβολὴν ἐσομένην, ὑποτοπήσας, ὅτι
Ἀρχίδαμος αὐτῷ ξένος ὢν ἐτύγχανε, μὴ πολλάκις ἢ αὐτὸς
ἰδίᾳ βουλόμενος χαρίζεσθαι τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ παραλίπῃ καὶ
μὴ δῃώσῃ, ἢ καὶ Λακεδαιμονίων κελευσάντων ἐπὶ διαβολῇ
τῇ ἑαυτοῦ γένηται τοῦτο, ὥσπερ καὶ τὰ ἄγη ἐλαύνειν προεῖ-
πον ἕνεκα ἐκείνου, προηγόρευε τοῖς Ἀθηναίοις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
ὅτι Ἀρχίδαμος μέν οἱ ξένος εἴη, οὐ μέντοι ἐπὶ κακῷ γε τῆς
πόλεως γένοιτο, τοὺς δὲ ἀγροὺς τοὺς ἑαυτοῦ καὶ οἰκίας ἢν
ἄρα μὴ δῃώσωσιν οἱ πολέμιοι ὥσπερ καὶ τὰ τῶν ἄλλων,
ἀφίησιν αὐτὰ δημόσια εἶναι καὶ μηδεμίαν οἱ ὑποψίαν κατὰ
ταῦτα γίγνεσθαι. [2.13.2] παρῄνει δὲ καὶ περὶ τῶν παρόντων ἅπερ
καὶ πρότερον, παρασκευάζεσθαί τε ἐς τὸν πόλεμον καὶ τὰ ἐκ
τῶν ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι, ἔς τε μάχην μὴ ἐπεξιέναι, ἀλλὰ
τὴν πόλιν ἐσελθόντας φυλάσσειν, καὶ τὸ ναυτικόν, ᾗπερ
ἰσχύουσιν, ἐξαρτύεσθαι, τά τε τῶν ξυμμάχων διὰ χειρὸς
ἔχειν, λέγων τὴν ἰσχὺν αὐτοῖς ἀπὸ τούτων εἶναι τῶν χρη-
μάτων τῆς προσόδου, τὰ δὲ πολλὰ τοῦ πολέμου γνώμῃ καὶ
χρημάτων περιουσίᾳ κρατεῖσθαι. [2.13.3] θαρσεῖν τε ἐκέλευε προσ-
ιόντων μὲν ἑξακοσίων ταλάντων ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ φόρου
κατ’ ἐνιαυτὸν ἀπὸ τῶν ξυμμάχων τῇ πόλει ἄνευ τῆς ἄλλης
προσόδου, ὑπαρχόντων δὲ ἐν τῇ ἀκροπόλει ἔτι τότε ἀργυρίου
ἐπισήμου ἑξακισχιλίων ταλάντων (τὰ γὰρ πλεῖστα τριακο-
σίων ἀποδέοντα μύρια ἐγένετο, ἀφ’ ὧν ἔς τε τὰ προπύλαια
τῆς ἀκροπόλεως καὶ τἆλλα οἰκοδομήματα καὶ ἐς Ποτείδαιαν
ἀπανηλώθη), [2.13.4] χωρὶς δὲ χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου ἔν τε
ἀναθήμασιν ἰδίοις καὶ δημοσίοις καὶ ὅσα ἱερὰ σκεύη περί
τε τὰς πομπὰς καὶ τοὺς ἀγῶνας καὶ σκῦλα Μηδικὰ καὶ εἴ τι
τοιουτότροπον, οὐκ ἐλάσσονος [ἦν] ἢ πεντακοσίων ταλάντων.
[2.13.5] ἔτι δὲ καὶ τὰ ἐκ τῶν ἄλλων ἱερῶν προσετίθει χρήματα οὐκ
ὀλίγα, οἷς χρήσεσθαι αὐτούς, καὶ ἢν πάνυ ἐξείργωνται
πάντων, καὶ αὐτῆς τῆς θεοῦ τοῖς περικειμένοις χρυσίοις·
ἀπέφαινε δ’ ἔχον τὸ ἄγαλμα τεσσαράκοντα τάλαντα σταθμὸν
χρυσίου ἀπέφθου, καὶ περιαιρετὸν εἶναι ἅπαν. χρησαμένους
τε ἐπὶ σωτηρίᾳ ἔφη χρῆναι μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι
πάλιν. [2.13.6] χρήμασι μὲν οὖν οὕτως ἐθάρσυνεν αὐτούς, ὁπλί-
τας δὲ τρισχιλίους καὶ μυρίους εἶναι ἄνευ τῶν ἐν τοῖς
φρουρίοις καὶ τῶν παρ’ ἔπαλξιν ἑξακισχιλίων καὶ μυρίων.
[2.13.7] τοσοῦτοι γὰρ ἐφύλασσον τὸ πρῶτον ὁπότε οἱ πολέμιοι
ἐσβάλοιεν, ἀπό τε τῶν πρεσβυτάτων καὶ τῶν νεωτάτων,
καὶ μετοίκων ὅσοι ὁπλῖται ἦσαν. τοῦ τε γὰρ Φαληρικοῦ
τείχους στάδιοι ἦσαν πέντε καὶ τριάκοντα πρὸς τὸν κύκλον
τοῦ ἄστεως, καὶ αὐτοῦ τοῦ κύκλου τὸ φυλασσόμενον τρεῖς
καὶ τεσσαράκοντα (ἔστι δὲ αὐτοῦ ὃ καὶ ἀφύλακτον ἦν, τὸ
μεταξὺ τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ Φαληρικοῦ), τὰ δὲ μακρὰ
τείχη πρὸς τὸν Πειραιᾶ τεσσαράκοντα σταδίων, ὧν τὸ
ἔξωθεν ἐτηρεῖτο· καὶ τοῦ Πειραιῶς ξὺν Μουνιχίᾳ ἑξήκοντα
μὲν σταδίων ὁ ἅπας περίβολος, τὸ δ’ ἐν φυλακῇ ὂν ἥμισυ
τούτου. [2.13.8] ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακοσίους καὶ χιλίους ξὺν
ἱπποτοξόταις, ἑξακοσίους δὲ καὶ χιλίους τοξότας, καὶ τριή-
ρεις τὰς πλωίμους τριακοσίας. [2.13.9] ταῦτα γὰρ ὑπῆρχεν Ἀθη-
ναίοις καὶ οὐκ ἐλάσσω ἕκαστα τούτων, ὅτε ἡ ἐσβολὴ τὸ
πρῶτον ἔμελλε Πελοποννησίων ἔσεσθαι καὶ ἐς τὸν πόλεμον
καθίσταντο. ἔλεγε δὲ καὶ ἄλλα οἷάπερ εἰώθει Περικλῆς
ἐς ἀπόδειξιν τοῦ περιέσεσθαι τῷ πολέμῳ.

[2.14.1] Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἀκούσαντες ἀνεπείθοντό τε καὶ ἐσεκομί-
ζοντο ἐκ τῶν ἀγρῶν παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν ἄλλην
κατασκευὴν ᾗ κατ’ οἶκον ἐχρῶντο, καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν
καθαιροῦντες τὴν ξύλωσιν· πρόβατα δὲ καὶ ὑποζύγια ἐς τὴν
Εὔβοιαν διεπέμψαντο καὶ ἐς τὰς νήσους τὰς ἐπικειμένας.
[2.14.2] χαλεπῶς δὲ αὐτοῖς διὰ τὸ αἰεὶ εἰωθέναι τοὺς πολλοὺς ἐν τοῖς
ἀγροῖς διαιτᾶσθαι ἡ ἀνάστασις ἐγίγνετο. [2.15.1] ξυνεβεβήκει δὲ
ἀπὸ τοῦ πάνυ ἀρχαίου ἑτέρων μᾶλλον Ἀθηναίοις τοῦτο.
ἐπὶ γὰρ Κέκροπος καὶ τῶν πρώτων βασιλέων ἡ Ἀττικὴ ἐς
Θησέα αἰεὶ κατὰ πόλεις ᾠκεῖτο πρυτανεῖά τε ἐχούσας καὶ
ἄρχοντας, καὶ ὁπότε μή τι δείσειαν, οὐ ξυνῇσαν βουλευσό-
μενοι ὡς τὸν βασιλέα, ἀλλ’ αὐτοὶ ἕκαστοι ἐπολίτευον καὶ
ἐβουλεύοντο· καί τινες καὶ ἐπολέμησάν ποτε αὐτῶν, ὥσπερ
καὶ Ἐλευσίνιοι μετ’ Εὐμόλπου πρὸς Ἐρεχθέα. [2.15.2] ἐπειδὴ δὲ
Θησεὺς ἐβασίλευσε, γενόμενος μετὰ τοῦ ξυνετοῦ καὶ δυνατὸς
τά τε ἄλλα διεκόσμησε τὴν χώραν καὶ καταλύσας τῶν
ἄλλων πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχὰς ἐς τὴν νῦν
πόλιν οὖσαν, ἓν βουλευτήριον ἀποδείξας καὶ πρυτανεῖον,
ξυνῴκισε πάντας, καὶ νεμομένους τὰ αὑτῶν ἑκάστους ἅπερ
καὶ πρὸ τοῦ ἠνάγκασε μιᾷ πόλει ταύτῃ χρῆσθαι, ἣ ἁπάντων
ἤδη ξυντελούντων ἐς αὐτὴν μεγάλη γενομένη παρεδόθη ὑπὸ
Θησέως τοῖς ἔπειτα· καὶ ξυνοίκια ἐξ ἐκείνου Ἀθηναῖοι ἔτι
καὶ νῦν τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ ποιοῦσιν. [2.15.3] τὸ δὲ πρὸ τοῦ
ἡ ἀκρόπολις ἡ νῦν οὖσα πόλις ἦν, καὶ τὸ ὑπ’ αὐτὴν πρὸς
νότον μάλιστα τετραμμένον. [2.15.4] τεκμήριον δέ· τὰ γὰρ ἱερὰ
ἐν αὐτῇ τῇ ἀκροπόλει (καὶ ἄλλων θεῶν ἐστὶ καὶ τὰ ἔξω
πρὸς τοῦτο τὸ μέρος τῆς πόλεως μᾶλλον ἵδρυται, τό τε τοῦ
Διὸς τοῦ Ὀλυμπίου καὶ τὸ Πύθιον καὶ τὸ τῆς Γῆς καὶ τὸ
<τοῦ> ἐν Λίμναις Διονύσου, ᾧ τὰ ἀρχαιότερα Διονύσια [τῇ
δωδεκάτῃ] ποιεῖται ἐν μηνὶ Ἀνθεστηριῶνι, ὥσπερ καὶ οἱ ἀπ’
Ἀθηναίων Ἴωνες ἔτι καὶ νῦν νομίζουσιν. ἵδρυται δὲ καὶ
ἄλλα ἱερὰ ταύτῃ ἀρχαῖα. [2.15.5] καὶ τῇ κρήνῃ τῇ νῦν μὲν τῶν
τυράννων οὕτω σκευασάντων Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ
πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν Καλλιρρόῃ ὠνομασμένῃ,
ἐκεῖνοί τε ἐγγὺς οὔσῃ τὰ πλείστου ἄξια ἐχρῶντο, καὶ νῦν
ἔτι ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου πρό τε γαμικῶν καὶ ἐς ἄλλα τῶν ἱερῶν
νομίζεται τῷ ὕδατι χρῆσθαι· [2.15.6] καλεῖται δὲ διὰ τὴν παλαιὰν
ταύτῃ κατοίκησιν καὶ ἡ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι ὑπ’ Ἀθη-
ναίων πόλις. [2.16.1] τῇ τε οὖν ἐπὶ πολὺ κατὰ τὴν χώραν αὐτονόμῳ
οἰκήσει μετεῖχον οἱ Ἀθηναῖοι, καὶ ἐπειδὴ ξυνῳκίσθησαν, διὰ
τὸ ἔθος ἐν τοῖς ἀγροῖς ὅμως οἱ πλείους τῶν τε ἀρχαίων καὶ
τῶν ὕστερον μέχρι τοῦδε τοῦ πολέμου γενόμενοί τε καὶ
οἰκήσαντες οὐ ῥᾳδίως πανοικεσίᾳ τὰς μεταναστάσεις ἐποι-
οῦντο, ἄλλως τε καὶ ἄρτι ἀνειληφότες τὰς κατασκευὰς μετὰ
τὰ Μηδικά· [2.16.2] ἐβαρύνοντο δὲ καὶ χαλεπῶς ἔφερον οἰκίας τε
καταλείποντες καὶ ἱερὰ ἃ διὰ παντὸς ἦν αὐτοῖς ἐκ τῆς κατὰ
τὸ ἀρχαῖον πολιτείας πάτρια δίαιτάν τε μέλλοντες μετα-
βάλλειν καὶ οὐδὲν ἄλλο ἢ πόλιν τὴν αὑτοῦ ἀπολείπων
ἕκαστος. [2.17.1] ἐπειδή τε ἀφίκοντο ἐς τὸ ἄστυ, ὀλίγοις μέν τισιν
ὑπῆρχον οἰκήσεις καὶ παρὰ φίλων τινὰς ἢ οἰκείων καταφυγή,
οἱ δὲ πολλοὶ τά τε ἐρῆμα τῆς πόλεως ᾤκησαν καὶ τὰ ἱερὰ
καὶ τὰ ἡρῷα πάντα πλὴν τῆς ἀκροπόλεως καὶ τοῦ Ἐλευσινίου
καὶ εἴ τι ἄλλο βεβαίως κλῃστὸν ἦν· τό τε Πελαργικὸν
καλούμενον τὸ ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν, ὃ καὶ ἐπάρατόν τε ἦν μὴ
οἰκεῖν καί τι καὶ Πυθικοῦ μαντείου ἀκροτελεύτιον τοιόνδε
διεκώλυε, λέγον ὡς «τὸ Πελαργικὸν ἀργὸν ἄμεινον,» ὅμως
ὑπὸ τῆς παραχρῆμα ἀνάγκης ἐξῳκήθη. [2.17.2] καί μοι δοκεῖ τὸ
μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ προσεδέχοντο· οὐ γὰρ διὰ
τὴν παράνομον ἐνοίκησιν αἱ ξυμφοραὶ γενέσθαι τῇ πόλει,
ἀλλὰ διὰ τὸν πόλεμον ἡ ἀνάγκη τῆς οἰκήσεως, ὃν οὐκ ὀνο-
μάζον τὸ μαντεῖον προῄδει μὴ ἐπ’ ἀγαθῷ ποτὲ αὐτὸ κατοι-
κισθησόμενον. [2.17.3] κατεσκευάσαντο δὲ καὶ ἐν τοῖς πύργοις
τῶν τειχῶν πολλοὶ καὶ ὡς ἕκαστός που ἐδύνατο· οὐ γὰρ
ἐχώρησε ξυνελθόντας αὐτοὺς ἡ πόλις, ἀλλ’ ὕστερον δὴ τά
τε μακρὰ τείχη ᾤκησαν κατανειμάμενοι καὶ τοῦ Πειραιῶς
τὰ πολλά. [2.17.4] ἅμα δὲ καὶ τῶν πρὸς τὸν πόλεμον ἥπτοντο,
ξυμμάχους τε ἀγείροντες καὶ τῇ Πελοποννήσῳ ἑκατὸν
νεῶν ἐπίπλουν ἐξαρτύοντες.

***
[2.13.1] Ενώ μαζεύονταν ακόμα οι Πελοποννήσιοι στον Ισθμό και βρίσκονταν στο δρόμο, πριν ακόμα εισβάλουνε στην Αττική, ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου, που ήταν ένας από τους δέκα στρατηγούς, βλέποντας πως θα γίνει εξάπαντος η εισβολή, υποψιάστηκε μήπως ο Αρχίδαμος που συνδεόταν μαζί του με δεσμούς φιλοξενίας, είτε από δική του πρωτοβουλία θέλοντας να του κάνει χάρη, αφήσει τα δικά του χτήματα απείραχτα και δεν τα ρημάξει, είτε το κάνει κατά προσταγή των Λακεδαιμονίων για να του δημιουργήσουν ραδιουργίες ανάμεσα στον Αθηναϊκό λαό, όπως είχαν προτήτερα μηνύσει να διώξουν τους μολεμένους από το άγος μόνο και μόνο γι' αυτόν, προειδοποίησε από τα πριν τη σύναξη των Αθηναίων πως ο Αρχίδαμος είχε το δεσμόν αυτό μαζί του, αλλά πως δε έβγαινε τούτο σε κακό της πολιτείας, και πως τα χωράφια και τα σπίτια του, αν τυχόν και δεν τα καταστρέψουν οι εχτροί, τα παραχωρεί να γίνουνε δημόσια, και να μη δημιουργηθεί καμιά υποψία ενάντιά του απ' αυτό το λόγο. [2.13.2] Τους ορμήνεψε ακόμα τα ίδια όπως και προτήτερα σχετικά με την κατάσταση, να εξακολουθούν να ετοιμάζονται για τον πόλεμο, και να μεταφέρουν την κινητή τους περιουσία από την ύπαιθρο· επίσης να μη θελήσουν να βγουν και να δώσουνε μάχη, αλλά, αφού μπούνε μεσ' από τα τείχη, να φρουρούν την πολιτεία, και ν' αρματώνουν το ναυτικό, τη δύναμη που μ' αυτήν υπερισχύουν, και να κρατούν τους συμμάχους με γερό χέρι, γιατί απ' αυτούς πηγάζει η δύναμή τους, κι αν τα κάνουν αυτά, θα βγούνε σε καλό, γιατί τελικά εξαρτώνται από τη φρόνιμη στόχαση και τα περίσσια χρήματα. [2.13.3] Για το τελευταίο τούτο, να 'χουν πεποίθηση στη νίκη, γιατί έχει η πολιτεία κατά μέσον όρο εξακόσια τάλαντα το χρόνο από το φόρο των συμμάχων, χώρια τ' άλλα της εισοδήματα, και είχαν τότε στην Ακρόπολη νομίσματα αξίας έξη χιλιάδων ταλάντων (το ανώτατο όριο του θησαυρού είχε φτάσει τα 9.700 τάλαντα, αλλά είχε ξοδευτεί το υπόλοιπο για να χτιστούν τα Προπύλαια και οι άλλες οικοδομές στην Ακρόπολη, καθώς και στην Ποτείδαια) [2.13.4] και χώρια πάλι απ' αυτά είχαν χρυσό και ασήμι άκοπο στ' αφιερώματα τα ιδιωτικά και τα δημόσια και στα ιερά σκεύη που χρησιμοποιούσαν στις πομπές και στους αγώνες, και στα λάφυρα από τους Μήδους και σ' άλλα πράματα τέτοιας λογής, που όλα μαζί δεν άξιζαν λιγότερο από πεντακόσια τάλαντα. [2.13.5] Και πρόσθεσε σ' αυτά ο Περικλής τα χρήματα που είχαν καταθέσει σε άλλα ιερά, και που δεν ήταν λίγα θα τα μεταχειρίζονταν κι αυτά, κι αν τους απόκλειναν οι εχτροί απ' ολ' αυτά, θα έβγαζαν το χρυσάφι που ήταν ντυμένη η ίδια η θεά· και τους φανέρωσε πως το άγαλμα είχε απάνω του ζυγιασμένο αμάλαγο χρυσάφι που άξιζε σαράντα τάλαντα και μπορούσε όλο ν' αφαιρεθεί. Κι αφού το χρησιμοποιούσαν για να σωθούν, θα 'πρεπε είπε να το αντικαταστήσουν με όχι λιγότερο πολύτιμο στόλισμα. [2.13.6] Με τέτοια λοιπόν έκθεση για τα οικονομικά τούς έδωσε κουράγιο. Από την άλλη μεριά, είχαν δέκα τρεις χιλιάδες στρατιώτες, χωρίς να λογαριάσει κανείς όσους υπηρετούσαν στα διάφορα φρούρια και φύλαγαν τα τείχη, κι αυτοί ήταν κάπου δεκάξη χιλιάδες. [2.13.7] Τόσοι δηλαδή ήταν εκείνοι που τα φύλαγαν στην αρχή, την πρώτη φορά που έγινε εισβολή στην Αττική, και ήταν στρατολογημένοι από τους πιο νέους και τους πιο ηλικιωμένους καθώς κι απ' τους μετοίκους, όσοι είχαν την οικονομική κατάσταση να είναι οπλίτες. Γιατί το μάκρος του Φαληρικού τείχους ήταν κάπου τριάντα πέντε στάδια, από την πόλη ως τον κόλπο και το μάκρος του ίδιου του κόλπου που φυλάγονταν σαράντα τρία (ήταν και μέρη αφρούρητα, ανάμεσα στα μακρά τείχη)· τα μακρά τείχη πάλι προς τον Πειραιά είχαν μάκρος σαράντα στάδια και φρουρούσαν μόνο το εξωτερικό, και όλη η περιφέρεια του Πειραϊκού τείχους μαζί με τη Μουνυχία ήταν εξήντα στάδια κι απ' αυτά μόνο το μισό μάκρος είχε φρουρούς. [2.13.8] Ανακοίνωσε επίσης ο Περικλής πως είχαν χίλιους διακόσιους καβαλλάρηδες μαζί με τους ιπποτοξότες, κι άλλους χίλιους εξακόσιους πεζούς τοξότες, καθώς και τριακόσια πολεμικά πλοία τέλεια εξοπλισμένα. [2.13.9] Αυτά είχαν λοιπόν οι Αθηναίοι, κι όχι λιγότερα, σε κάθε κατηγορία, όταν ετοιμαζόταν να γίνει η πρώτη εισβολή των Πελοποννησίων και βρέθηκαν μπασμένοι στον πόλεμο. Κι άλλα πολλά τους είπε ο Περικλής απ' αυτά που συνείθιζε για να τους αποδείξει πως θα νικούσανε στον πόλεμο.

[2.14.1] Τον άκουσαν οι Αθηναίοι και πείστηκαν στα λόγια του, κ' έφεραν μέσα στην πολιτεία από τα χωριά τις γυναίκες και τα παιδιά τους, κι όλα τα εφόδια και τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν μέσα στο σπίτι, ξηλώνοντας και την ξυλεία ακόμη από τα σπίτια τους· αλλά τα πρόβατα και τα μεγαλύτερα ζώα τα έστειλαν έξω από την Αττική στην Εύβοια, και τα κοντινά νησιά. [2.14.2] Με βαρειά καρδιά όμως ξεσηκώθηκαν, γιατί οι περισσότεροί τους είχαν περάσει όλη τους τη ζωή στις αγροτικές περιοχές.

[2.15.1] Κι από τα πολύ παλιά χρόνια είχε επικρατήσει ο τρόπος αυτός της ζωής στους Αθηναίους περισσότερο παρά σε οποιονδήποτε άλλον τόπο. Γιατί η Αττική από τον καιρό του Κέκροπα και των πρώτων βασιλιάδων ήταν κατοικημένη σε πολλές μικρές πολιτείες, η καθεμιά με δικό της διοικητικό κέντρο και δικούς της άρχοντες, κι όταν δε φοβούνταν από εξωτερικό κίντυνο δε μαζεύονταν να κάνουνε συμβούλια με το βασιλέα, αλλά έλυνε τα πολιτικά της ζητήματα κ' έκανε τις συσκέψεις της η κάθε μια πολιτεία χωριστά· κ' έτυχε να πολεμήσουνε μερικές την Αθήνα, όπως η Ελευσίνα με τον Εύμολπο ενάντια στον Ερεχθέα. [2.15.2] Όταν όμως έγινε βασιλιάς Θησέας, που ήταν πολύ μυαλωμένος κ' είχε μεγάλη εξουσία, αναδιοργάνωσε όχι μόνο τις άλλες υποθέσεις του τόπου, αλλά κατάργησε και τις βουλές και τις διοικήσεις των άλλων πόλεων, και τους έφερε όλους μαζί στη σημερινή πολιτεία, κι ανέδειξε μια βουλή κ' ένα διοικητικό κέντρο ώστε ενώθηκαν όλοι μαζί, κ' ενώ τους άφησε να ζουν και να νέμονται τα χτήματά τους όπως και πριν, τους ανάγκασε όμως να 'χουνε μια πολιτεία, τούτη την Αθήνα, κι αυτή, αφού τώρα πια σ' αυτή πλήρωναν όλοι φόρους την παρέδωσε ο Θησέας στους διαδόχους του μεγάλη και τρανή· κι από τότε ως τώρα ακόμη κάνουν οι Αθηναίοι γιορτή της Αθηνάς, που τη λένε «συνοίκια» με δημόσια δαπάνη. [2.15.3] Προτήτερα, αυτό που λέγεται σήμερα «Ακρόπολη» ήταν η ίδια η πολιτεία, μαζί με τον τόπο κάτωθέ της προς το νοτιά. [2.15.4] Κι απόδειξη είναι το εξής: ότι δηλαδή οι ναοί απάνω στην ίδια την Ακρόπολη είναι και άλλων θεών, κι οι άλλοι έξω ναοί είναι χτισμένοι προς αυτό το μέρος, και του Διός του Ολυμπίου και το Πύθιον, και της Γης και του Διονύσου στις Λίμνες, όπου γιορτάζονται τα παλιότερα Διονυσία το μήνα Ανθεστηριώνα, όπως το 'χουν συνήθιο να τα γιορτάζουν ακόμα και σήμερα οι Ίωνες που κατάγονται από τους Αθηναίους. Και σ' αυτό το μέρος είναι χτισμένα και τ' άλλα αρχαία ιερά. [2.15.5] Και τη βρύση, που αφού τη διαρρύθμισαν και την εστόλισαν έτσι oι τύραννοι, τη λένε σήμερα Εννεάκρουνο, τα παλιά όμως χρόνια, που φαίνονταν οι πηγές, την έλεγαν Καλλιρρόη· κ' εκείνοι επειδή ήταν κοντά τους, τη χρησιμοποιούσαν για τα πιο σπουδαία πράματα, και σήμερα ακόμα εξακολουθεί η συνήθεια να χρησιμοποιούν το νερό της πριν από τις τελετές του γάμου και σε άλλες ιερές στιγμές. [2.15.6] Κ' επειδή άλλοτε την κατοικούσαν, οι Αθηναίοι, λένε την Ακρόπολη ακόμα ως τα σήμερα Πόλη.

[2.16.1] Επειδή λοιπόν τόσους αιώνες κατοικούσαν οι Αθηναίοι αυτόνομοι στις αγροτικές περιοχές, κι αφού ακόμα ενώθηκαν σε μια πολιτεία, όμως πάλι από συνήθεια οι περισσότεροι από τους παλιούς κατοίκους, κ' οι απόγονοί τους αργότερα, συνέχεια ως τον πόλεμο έμεναν στ' αγροχτήματα, δεν τους ήταν εύκολο να ξεσηκωθούνε μ' όλη τους τη φαμελιά και την κατάσταση, και γι' άλλους λόγους, και γιατί δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που χαίρονταν πάλι τις εγκαταστάσεις τους μετά τα Μηδικά. [2.16.2] Τους ενοχλούσε επίσης πάρα πολύ που άφηναν τα σπίτια τους και τα πατρογονικά τους ιερά που ανήκαν στη γενιά τους από το καθεστώς που είχαν τα παλιά χρόνια, και που θ' άλλαζαν τον τρόπο της ζωής τους, και μ' ένα λόγο, νόμιζε ο καθένας πως άφηνε, ούτε λίγο, ούτε πολύ, την πολιτεία του.

[2.17.1] Κι όταν έφτασαν στην πόλη, λίγοι απ' αυτούς είχαν κατοικίες ή μπορούσαν να μείνουν σε σπίτια φίλων ή συγγενών, οι περισσότεροι όμως κατασκήνωσαν σε έρημα μέρη της πολιτείας, και σ' όλους τους ναούς και τα ηρώα εξόν από την Ακρόπολη κι από το Ελευσίνιο κι αν κανένα άλλο ήταν ασφαλισμένο με κλειδαριές· καθώς και το μέρος που λεγόταν Πελασγικό κάτω από την Ακρόπολη, που υπήρχε παλιά κατάρα να μην το κατοικήσουν ποτέ κ' εμπόδιζε την κατοίκησή του κ' ένα τέλος στίχου ενός παλιού χρησμού, που έλεγε «… καλύτερα να 'ναι αδειανό το Πελασγικό», κι όμως από την πίεση της άμεσης ανάγκης γέμισε κι αυτό πρόχειρες κατοικίες. [2.17.2] Εμένα όμως μου φαίνεται πως ο χρησμός βγήκε σωστός με αντίθετο τρόπο απ' ό,τι περίμεναν, πως δηλαδή δεν έπεσαν οι συμφορές στην πολιτεία επειδή κατοικήθηκε το μέρος παράνομα, αλλά πως αναγκάστηκαν να το κατοικήσουν εξ αιτίας του πολέμου· το μαντείο δεν ανέφερε τον πόλεμο ρητά, αλλά τραγουδούσε από τα παλιά χρόνια πως δε θα κατοικηθεί ποτέ για καλό. [2.17.3] Χτίστηκαν ακόμα παράγκες και μέσα στους πύργους των τειχών, κι όπως κι όπου μπορούσε ο καθένας· γιατί δεν τους χωρούσε όλους η πολιτεία όταν μαζεύτηκαν, και ύστερα χώρισαν σε είδος οικόπεδα και το μέρος ανάμεσα στα δυο μακρά τείχη, κ' εγκαταστάθηκαν εκεί, καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος από τα τείχη του Πειραιά. [2.17.4] Συγχρόνως άρχιζαν κ' οι καθαυτό πολεμικές επιχειρήσεις, και στρατολόγησαν άντρες από τους συμμάχους, κι αρμάτωσαν εκατό καράβια για να εκστρατεύσουν από τη θάλασσα ενάντια στην Πελοπόννησο.