Κυριακή 30 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (441-472)

ΚΡ. σὲ δή, σὲ τὴν νεύουσαν εἰς πέδον κάρα,
φής, ἢ καταρνῇ μὴ δεδρακέναι τάδε;
ΑΝ. καὶ φημὶ δρᾶσαι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή.
ΚΡ. σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις
445 ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον·
σὺ δ᾽ εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα,
ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε;
ΑΝ. ᾔδη· τί δ᾽ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν.
ΚΡ. καὶ δῆτ᾽ ἐτόλμας τούσδ᾽ ὑπερβαίνειν νόμους;
450 ΑΝ. οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,
οὐδ᾽ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη
τοιούσδ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους,
οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ
κηρύγμαθ᾽ ὥστ᾽ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν
455 νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραμεῖν.
οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη.
τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς
φρόνημα δείσασ᾽, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην
460 δώσειν· θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ᾽ οὔ;
κεἰ μὴ σὺ προυκήρυξας. εἰ δὲ τοῦ χρόνου
πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ᾽ ἐγὼ λέγω.
ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς
ζῇ, πῶς ὅδ᾽ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;
465 οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν
παρ᾽ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ᾽ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς
μητρὸς θανόντ᾽ ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν,
κείνοις ἂν ἤλγουν· τοῖσδε δ᾽ οὐκ ἀλγύνομαι.
σοὶ δ᾽ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν,
470 σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.
ΧΟ. δηλοῖ τὸ γοῦν λῆμ᾽ ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς
τῆς παιδός· εἴκειν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.

***
ΚΡΕ. Εσύ, σε σένα λέγω, που μας σκύβεις
το κεφάλι στη γης, ομολογείς
ή αρνείσαι πως δεν το ᾽χεις εσύ κάμει;
ΑΝΤ. Και ομολογώ και διόλου δεν αρνούμαι
πως δεν το ᾽καμα. ΚΡΕ. Εσύ μπορείς να παίρνεις
τώρα τα πόδια σου απ᾽ εδώ, όπου θέλεις,
λεύτερος απ᾽ την κάθε πια υποψία.
Λέγ᾽ εσύ τώρα, κι όχι πολλά λόγια
μα σύντομα· ήξερες το κήρυγμα
που πρόσταζε μην κάμει αυτό κανένας;
ΑΝΤ. Το ήξερα, πώς να μη; Γνωστό ηταν σ᾽ όλους.
ΚΡΕ. Και τόλμησες λοιπόν να παραβείς
αυτό το νόμο; ΑΝΤ. Ναι, γιατί δεν ήταν
450 ο Δίας που μου τα ᾽χε αυτά κηρύξει,
ούτε η συγκάτοικη με τους θεούς
του Κάτω κόσμου, η Δίκη, αυτούς τους νόμους
μες στους ανθρώπους όρισαν· και μήτε
πίστευα τόση δύναμη πώς να ᾽χουν
τα δικά σου κηρύγματα, ώστ᾽ ενώ είσαι
θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους
τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζεις·
γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει
από πότε φανήκανε· κι εγώ
ποτέ δε θα μπορούσα να τρομάξω
θέλημ᾽ ανθρώπου κανενός και δώσω
στους θεούς δίκη, παραβαίνοντάς τους·
460 πως θα πεθάνω το ᾽ξερα· πώς όχι;
και δίχως τα κηρύγματά σου εσένα·
κι αν πεθάνω πριν της ώρας μου,
κέρδος εγώ το λέω αυτό, γιατ᾽ όποιος
ζει μες σε τόση όση εγώ δυστυχία,
πώς να μην του είναι ο θάνατός του κέρδος;
έτσι κι εγώ τίποτα δεν τον έχω
τον πόνο του θανάτου αυτού· μα αν ήταν
και το ανεχόμουν άταφος να μείνει
της μητέρας μου ο γιος στο θάνατό του,
αυτό θα μου ήταν πόνος· γι᾽ αυτά τ᾽ άλλα
καθόλου δεν πονώ· κι αν τώρα εσύ
για άμυαλη με περνάς γι᾽ αυτά που κάνω,
470 ο άμυαλος ίσως γι᾽ άμυαλη με παίρνει.
ΧΟΡ. Δείχνει τ᾽ ωμό το φυσικό της κόρης
πως είναι από πατέρα ωμό· δεν ξέρει
να γέρνει μες στις δυστυχίες κεφάλι.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 2. Αρχαϊκή εποχή (700-508 π.Χ.)

2.6. Επιλεγόμενα στην Αρχαϊκή εποχή


Θαυμαστή ήταν η ποικιλία της Αρχαϊκής εποχής σε λογοτεχνικά είδη, σε συγγραφείς και σε έργα, σε ιδέες, σε εξελίξεις κλπ.· όμως με λύπη διαπιστώνουμε ότι από όλον της τον πλούτο ελάχιστα είναι τα έργα που μας σώθηκαν, και σχεδόν όλα αποσπασματικά. Εξαιρώντας τους Ομηρικούς Ύμνους και τη Βατραχομυομαχία, κανένα άλλο κείμενο ή συγγραφέας της Αρχαϊκής εποχής δεν έχει δική του, άμεση, χειρόγραφη παράδοση. Ό,τι μας σώθηκε, το χρωστούμε σε επιγραφές, σε παπυρικά σπαράγματα και στην έμμεση παράδοση, δηλαδή σε νεότερους συγγραφείς που παραθέσαν μέσα στα δικά τους έργα λέξεις, φράσεις, στίχους - αποσπάσματα από τα έργα των ποιητών και των πεζογράφων των αρχαϊκών αιώνων.

Χαρακτηριστικό για την Αρχαϊκή εποχή είναι ότι οι περισσότεροι διανοούμενοι (ποιητές, φιλόσοφοι κλπ.) είναι αριστοκράτες και πήραν οι ίδιοι ενεργό μέρος στις ραγδαίες ιστορικές εξελίξεις της εποχής, στους αποικισμούς, στους πολέμους, στους πολιτικούς αγώνες, στο νομοθετικό έργο κλπ. Ενδιαφέρουσα και η στάση τους απέναντι στους τυράννους, που κατά κανόνα έδειχναν εξαιρετικό ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις τέχνες:[1] μερικοί (όπως ο Αλκαίος, ο Ιππώνακτας, ο Πυθαγόρας) τους αποστρέφονταν· άλλοι, (όπως ο Αρίων, ο Στησίχοος, ο Σιμωνίδης, ο Ανακρέων) δέχονταν ευχαρίστως να φιλοξενηθούν τιμητικά και να εργαστούν στις αυλές τους.

Κυρίαρχη ποιητική μορφή ο λυρισμός, στις ποικίλες μορφές του. Είτε με την ομαδική φωνή του Χορού τραγουδούσαν οι ποιητές είτε με τη δική τους, το τραγούδι δεν αφορούσε το μυθικό παρελθόν αλλά τη σύγχρονή τους ζωή, τις χαρές και τους καημούς της, τις ομορφιές και τις ασχήμιες της, το μεγαλείο και τη μιζέρια της. Ακόμα και όταν οι λυρικοί ποιητές αναφέρονταν στον μύθο, δεν το έκαναν για να αφηγηθούν μιαν όμορφη παλιά ιστορία, όπως οι επικοί, αλλά για να αντιπαραθέσουν τα περασμένα με τα τωρινά, να προβάλουν άμεσα ή έμμεσα τον μύθο ως προτρεπτικό ή αποτρεπτικό παράδειγμα, ή και για να τον αξιοποιήσουν ως επιχείρημα.

Τέλος, στην Ιωνία, όπου οι επαφές με τους ανατολικούς λαούς ευνοούσαν τις πνευματικές αναζητήσεις, μια σειρά από στοχαστές εγκαινιάσαν, ήδη στην Αρχαϊκή εποχή, την επόμενη φάση της πνευματικής ιστορίας: με τον πρώτο αυτό διαφωτισμό, η φιλοσοφία, η ιατρική και άλλες επιστήμες απομακρύνονται από τη μυθική και ποιητική τους παράδοση, εμπιστεύονται τον ορθολογισμό και αξιοποιούν τον πεζό λόγο. Τη σημασία αυτής της κίνησης θα την καταλάβουμε καλύτερα, όταν γνωρίσουμε την παραπέρα πορεία και ολοκλήρωσή της μέσα στους δύο αιώνες που ακολουθούν.
-------------------
1. Το ενδιαφέρον των τυράννων για τα γράμματα και τις τέχνες εξηγείται εύκολα, καθώς ο πολιτισμός, όπως ονομάζουμε σήμερα τις αντίστοιχες εκδηλώσεις, από τη μια υπηρετούσε τη φήμη τους, από την άλλη ομόρφαινε, π.χ. στις δημόσιες γιορτές, την εικόνα της εξουσίας. Το τελευταίο αυτό (σημαντικό για δυνάστες που η κυριαρχία τους βασιζόταν στην υποστήριξη του πλήθους) εξηγεί και την ιδιαίτερη εύνοια που έδειξαν οι τύραννοι στη λατρεία του κοσμαγάπητου λαϊκού θεού, του Διονύσου.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙV. ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ 8. Η ύστερη αρχαιότητα

8.3. Για να διάκειται ευμενώς η θεότητα στην αυτοκρατορία


Με τον Μάρκο Αυρήλιο και τον γιο του Κόμμοδο (180-192) η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτασε στη μέγιστη ευημερία της. Ύστερα, τον 3ο αιώνα, άρχισε να κλυδωνίζεται και να βυθίζεται σε μια βαθιά και συνολική κρίση. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες παρέμεναν για μικρό διάστημα στην εξουσία και πέθαιναν δολοφονημένοι ή σκοτωμένοι στα πεδία των μαχών. Σε ορισμένες επαρχίες αυτοανακηρύσσονταν ανεξάρτητοι τοπικοί ηγεμόνες. Ο στρατός δεν υπηρετούσε πλέον τη νομιμότητα ή τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας, αλλά τις πολιτικές φιλοδοξίες των διοικητών του. Στο μεταξύ αδυνατούσε να παίξει τον βασικό του ρόλο: να προστατεύει τα σύνορα.

Διάφορα γερμανικά φύλα διάβαιναν τον Ρήνο και τον Δούναβη, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Εισβολείς έφταναν συχνά στη Γαλατία, την Ιταλία, την Ιλλυρία, τη Θράκη, την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Την ίδια εποχή, την ανατολική Μεσόγειο τη λυμαίνονταν πάλι πειρατές. Ο μεγαλύτερος ωστόσο κίνδυνος προερχόταν από την Ανατολή. Γύρω στο 226 η παρθική δυναστεία των Αρσακιδών ανατράπηκε, και στη θέση της θεμελιώθηκε η νέα περσική δυναστεία των Σασανιδών. Οι Πάρθοι και οι Πέρσες ήταν λαοί συγγενικοί με κοινή θρησκεία τον ζωροαστρισμό, ανανεωμένη εκδοχή της παλαιάς περσικής λατρείας, μέσα από την οποία είχε αναδειχτεί και ο θεός Μίθρας. Αλλά οι Σασανίδες εμφανίστηκαν ορμητικότεροι και άρχισαν να διεκδικούν με πείσμα την παλαιά αυτοκρατορία του Δαρείου. Ο Σαπώρης Α' (241-272) κατέκτησε τις περισσότερες πόλεις της Συρίας και μαζί, για ένα διάστημα, τη μεγάλη Αντιόχεια.

Στις συνθήκες αυτές ανέλαβε την εξουσία στη Ρώμη ο Δέκιος (249-251), ο οποίος, προσπαθώντας να προσδώσει στην αυτοκρατορία ένα αίσθημα ομοψυχίας και να εξευμενίσει τους θεούς, είχε διατάξει το σύνολο του πληθυσμού να προσφέρει θυσίες στους παραδοσιακούς θεούς - με τραγικές συνέπειες για τους χριστιανούς. Ο ίδιος σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Γότθων, και έγινε έτσι ο πρώτος αυτοκράτορας που πέθανε πολεμώντας. Λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας Βαλεριανός (253-260) επιτέθηκε εναντίον των Περσών. Ηττήθηκε και αυτός, αιχμαλωτίστηκε και πέθανε ταπεινωμένος στα χέρια του Σαπώρη.

Οι μεγάλες ανάγκες του στρατού απαιτούσαν υψηλές δαπάνες, αλλά η οικονομία δεν ήταν πια ανθηρή. Μια αλόγιστη αύξηση της φορολογίας ήταν ασύνετη επιλογή. Προκρίθηκε έτσι, ως απλούστερη λύση, η υποτίμηση του νομίσματος. Τα αργυρά και χρυσά νομίσματα νοθεύονταν με ευτελή μέταλλα και προσφέρονταν σε μεγαλύτερη αφθονία. Αλλά η πρακτική αυτή οδήγησε σε έναν καλπάζοντα και ανεξέλεγκτο πληθωρισμό. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να δυσχέρανε τη θέση των ιδιοκτητών γης, αλλά δεν τους κατέστρεψε· ορισμένους μάλιστα τους ωφέλησε. Οι έμποροι και οι τεχνίτες αναπροσάρμοσαν τις τιμές τους. Οι μισθωτοί ωστόσο, και μάλιστα οι κρατικοί υπάλληλοι και οι στρατιώτες, αμείβονταν πλέον με υποτιμημένο νόμισμα. Οι αυξημένες απαιτήσεις τους για να καλύψουν τις απώλειες οδηγούσαν σε νέες υποτιμήσεις και νέο πληθωρισμό.

Για να ανταποκριθεί στη βασική ανάγκη σίτισης του στρατού, η διοίκηση υποχρεώθηκε να εισπράττει όλο και περισσότερους φόρους σε είδος. Η φορολογία, που είχε οδηγήσει στον εκχρηματισμό της αυτοκρατορίας, την οδηγούσε πάλι πίσω σε μια ανταλλακτική οικονομία. Εκτός από τις επιδρομές, τη γενική κατάσταση επιδείνωσαν οι αυθαιρεσίες των στρατιωτών και οι συμμορίες των ληστών. Σε πολλές επαρχίες διαταράχτηκε η βασική αγροτική παραγωγή και μεγάλες εκτάσεις γης παρέμεναν ακαλλιέργητες. Εξάλλου, στο τέλος του 2ου αιώνα είχε ξεσπάσει ένας από τους χειρότερους λοιμούς στην αρχαιότητα, αποδεκατίζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Η γενική ανασφάλεια που προκαλούσε η συνεχής διαδοχή των αυτοκρατόρων, οι επιδρομές και η οικονομική δυσπραγία διατάραξαν την κοινωνική συνοχή που είχε επιτευχθεί μέσα σε δύο αιώνες ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η στρατολόγηση νέων ανδρών έγινε δυσχερής. Για πολλές ανώτερες θέσεις δεν βρίσκονταν κατάλληλοι άνδρες. Ιδιαιτέρως κλονίστηκαν οι τοπικές βουλές, που εξασφάλιζαν την είσπραξη των φόρων και την κοινωνική τάξη για λογαριασμό των ρωμαϊκών αρχών. Πολλά από τα μέλη τους πιέστηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε αδυνατούσαν να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους και να αναλάβουν τα δημόσια έξοδα που προβλέπονταν από το αξίωμά τους.

Την έξοδο από την κρίση ανέλαβε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284-305), ο οποίος αποκατέστησε τη σταθερότητα σε όλους τους βασικούς τομείς. Όπως πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, αναδείχθηκε στο ύπατο αξίωμα με πραξικόπημα, αλλά, σε αντίθεση με τους περισσότερους, κατάφερε να διατηρηθεί στη θέση του για περισσότερα από 20 χρόνια. Αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερό του επίτευγμα. Επιπλέον, σχεδίασε και εκτέλεσε ένα τεράστιο μεταρρυθμιστικό έργο: αύξησε τον στρατό, ανόρθωσε την οικονομία και αναδιοργάνωσε τις επαρχίες και τη διοίκηση. Με νομοθετικές πράξεις άρχισε να προσδένει τους αγρότες στη γη που καλλιεργούσαν και να επιβάλλει την κληρονομική διαδοχή σε διάφορα επαγγέλματα. Το επάγγελμα των στρατιωτών άρχισε να γίνεται και αυτά κληρονομικό, όπως επίσης η βουλευτική ιδιότητα. Σε όλη τη μακρά θητεία του ο Διοκλητιανός βρισκόταν συνεχώς σε κίνηση, επιθεωρώντας και επιβλέποντας. Την πορεία του ακολουθούσε, όπου πήγαινε, ένα μεγάλο μέρος της διοίκησης. Μια αυστηρή τελετουργία επιβλήθηκε στις εμφανίσεις του, καθιστώντας τον αυτοκράτορα περισσότερο δεσπότη ανατολικού τύπου παρά πρώτο πολίτη.

Προς το τέλος της θητείας του ο Διοκλητιανός ξεκίνησε και οργανωμένους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Σκέφτηκε ενδεχομένως ότι ακόμη και στον θρησκευτικό τομέα ήταν αναγκαία η ενότητα της αυτοκρατορίας. Όπως σε όλες του τις μεταρρυθμίσεις, από τη στιγμή που συνέλαβε αυτό το σχέδιο προσπάθησε να το ολοκληρώσει με συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Εξαιτίας της έντασης και της διάρκειάς τους οι διωγμοί που εξαπέλυσε ονομάστηκαν Μεγάλοι.

Ο Διοκλητιανός προώθησε επίσης ένα τελείως καινοτόμο σχέδιο στο ζήτημα της αυτοκρατορικής διαδοχής. Με τη λεγόμενη τετραρχία που επινόησε κυβερνούσαν μαζί δύο αυτοκράτορες, που αποκαλούνταν αύγουστοι: ο ένας στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ο άλλος στο ανατολικό. Καθένας τους είχε από έναν βοηθό, που έφερε τον τίτλο του καίσαρα. Το δεύτερο σημαντικό επίτευγμα του Διοκλητιανού, μετά τη μακρά παραμονή του στην εξουσία, ήταν ότι τη μοιράστηκε με έναν συναύγουστο και ότι οι δύο μαζί την παρέδωσαν, όταν έκριναν ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή, στους καίσαρές τους. Ήταν οι πρώτοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που παραιτήθηκαν οικειοθελώς. Ο Διοκλητιανός έζησε την υπόλοιπη ζωή του τιμημένος, αλλά χωρίς επίσημο τίτλο.

Το μεταρρυθμιστικό και ανορθωτικό έργο του Διοκλητιανού συνεχίστηκε με τον Κωνσταντίνο (307-337) - με ορισμένες σημαντικές διαφορές. Ο Κωνσταντίνος αναδείχθηκε μέσα από τον θεσμό της τετραρχίας, παραβιάζοντας ωστόσο όλους τους κανόνες του. Το 307 ανακηρύχθηκε μόνος του αύγουστος. Το 312 νίκησε στη Μουλβία Γέφυρα έξω από τη Ρώμη τον ανταγωνιστή του Μαξέντιο (306-312) και κυριάρχησε σε ολόκληρο το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Έναν χρόνο αργότερα συναντήθηκε στα Μεδιόλανα με τον αύγουστο του ανατολικού τμήματος, τον Λικίνιο, και σχεδίασαν μαζί τον τρόπο με τον οποίο θα διοικούσαν την αυτοκρατορία. Συμφώνησαν επίσης στη θρησκευτική πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Στη διακήρυξή τους περιλαμβάνονταν και τα ακόλουθα:

Κρίναμε ότι μεταξύ των άλλων ζητημάτων που θα ωφελούσαν τους πάντες, πρώτο και κύριο επιβαλλόταν να ρυθμιστεί εκείνο που σχετίζεται με τον σεβασμό προς το Θείον· δηλαδή να χορηγήσουμε στους χριστιανούς, καθώς και σε όλους τους άλλους, την ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία επιθυμεί ο καθένας, ώστε, οποιαδήποτε και αν είναι η θεότης και η ουράνια δύναμη, να διάκειται ευμενώς απέναντί μας και απέναντι όλων εκείνων που βρίσκονται υπό την εξουσία μας.

Το 324 ο Κωνσταντίνος στράφηκε εναντίον του Λικίνιου και ύστερα από σκληρές και πολύνεκρες μάχες τον νίκησε, απομένοντας μοναδικός αυτοκράτορας. Αμέσως σχεδόν αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα στη θέση του Βυζαντίου, που την ονόμασε Κωνσταντινούπολη. Την οχύρωσε και εγκατέστησε σε αυτή μια νέα Σύγκλητο, κάνοντας τα επίσημα εγκαίνια το 330. Κατάφερε να σταθεροποιήσει το νόμισμα καλύτερα από τον Διοκλητιανό, δημιουργώντας το χρυσό σολδίον, που διατήρησε την αξία του για αιώνες. Υπήρξε επίσης καινοτόμος στον στρατιωτικό τομέα, επιλέγοντας έναν πιο ευέλικτο, οικονομικότερο και συχνά αποτελεσματικότερο τρόπο άμυνας. Προς το τέλος της μακράς του θητείας άρχισε να προετοιμάζει μια εκστρατεία εναντίον των Περσών, αλλά πέθανε το 337 χωρίς να την πραγματοποιήσει. Λίγο πριν από τον θάνατό του βαπτίστηκε χριστιανός. Αποτιμώντας τη ζωή και τα έργα του, ο πολυδιαβασμένος και πολυγραφότατος επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος (περ. 263-339) τον σύγκρινε με τον Κύρο, τον θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας, και με τον Αλέξανδρο, για την παγκόσμια απήχηση που αξιώθηκε. Ο Κωνσταντίνος, κατά την κρίση του, ξεπερνούσε κατά πολύ και τους δύο. Πέρα από την οικουμενική αυτοκρατορία που κατέκτησε και διοίκησε, είχε βάλει τα θεμέλια και για μια οικουμενική θρησκεία.

Ο Κωνσταντίνος αναμείχθηκε από νωρίς ενεργά στις υποθέσεις της χριστιανικής Εκκλησίας. Όπως πολλοί προκάτοχοί του, πίστευε και αυτός ότι η θεϊκή επίνευση ήταν αναγκαία για την ευημερία της αυτοκρατορίας και την προσωπική του επιτυχία. Αλλά σε αντίθεση με αυτούς, δεν προσπάθησε να αφομοιώσει τους χριστιανούς στο παραδοσιακό θρησκευτικό σύστημα. Από νωρίς οδηγήθηκε στην πεποίθηση ότι οι χριστιανοί ήταν αυτοί που λάτρευαν τον πραγματικό Θεό και ότι η ευσέβεια προς αυτόν μπορούσε να ενώσει την αυτοκρατορία και να καταστήσει τον ίδιο ακαταμάχητο. Καθώς κυριαρχούσε στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, έδινε εντολή προς τους αξιωματούχους του να ενισχύσουν τους χριστιανούς ποικιλοτρόπως, διοχετεύοντας στους άλλοτε διωκόμενους ταγούς τους μεγάλα χρηματικά ποσά. Σε ανταπόδοση των πολλών του ευεργεσιών, ο Κωνσταντίνος ανέμενε την ευγνωμοσύνη και τη συμπαράσταση της χριστιανικής Εκκλησίας.

Με μεγάλη έκπληξη και δυσαρέσκεια διαπίστωσε γρήγορα ότι οι χριστιανοί δεν ήταν ενωμένοι, όπως τους φανταζόταν. Ήδη στην Αφρική ένα πολύ μεγάλο τμήμα είχε αποκοπεί από την καθολική Εκκλησία, θεωρώντας πολύ ελαστικούς τους όρους με τους οποίους γίνονταν πάλι αποδεκτοί οι πεπτωκότες, δηλαδή όσοι είχαν αρνηθεί την πίστη τους στους μεγάλους διωγμούς. Παρά τις προσπάθειές του, το σχίσμα των δονατιστών, όπως ονομάστηκε, παρέμενε αγεφύρωτο. Εφόσον η δύναμη του χριστιανισμού στηριζόταν στην εσωτερική του συνοχή και πειθαρχία, ο Κωνσταντίνος σκέφτηκε να επιβάλει την ενότητα με τη βία. Αλλά ενώ οι πιέσεις του έπαιρναν τον χαρακτήρα θρησκευτικών διωγμών, αποδεικνύονταν αναποτελεσματικές.

Κυριαρχώντας στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, βρήκε τους χριστιανούς ακόμη πιο διχασμένους, αυτή τη φορά γύρω από σημαντικά δογματικά ζητήματα. Για να αποκαταστήσει την ενότητα της Εκκλησίας, συγκάλεσε το 325 μια Σύνοδο στη Νίκαια, που έλαβε οικουμενικό χαρακτήρα, εφόσον προσκεκλημένοι ήταν όλοι οι επίσκοποι - και όπου πράγματι συγκεντρώθηκε ένας σημαντικός αριθμός. Εκτός από τα δογματικά ζητήματα, η Σύνοδος όφειλε να εξασφαλίσει την ενότητα και σε ζητήματα λατρείας, επιλέγοντας κοινή ημέρα για τον εορτασμό του Πάσχα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Με την προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα, η Σύνοδος κατέληξε σε αποφάσεις και υιοθέτησε ένα Σύμβολον Πίστεως, που κωδικοποιούσε βασικές αρχές του χριστιανισμού. Όσοι δεν το αποδέχτηκαν στο σύνολό του, όπως ο Άρειος και οι οπαδοί του, εξορίστηκαν.

Η ενότητα της Εκκλησίας αποδείχθηκε βραχύβια. Ο Άρειος επανήλθε και οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του χριστιανισμού έγιναν οξύτερες. Όπως διαπίστωσαν ο Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του, ο χριστιανισμός ήταν ταυτοχρόνως μια τεράστια δύναμη συνοχής αλλά και διχασμού της αυτοκρατορίας. Οι δογματικές διαφωνίες, που συμπαρέσυραν επισκόπους και απλούς πιστούς σε πράξεις ακραίας βίας, διαδέχονταν διαρκώς η μία την άλλη. Τα μεγαλύτερα θρησκευτικά πάθη εκδηλώνονταν στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, εκεί που κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο και υπήρχε μακρά παράδοση φιλοσοφικών συζητήσεων, όμως και στη Ρώμη η επιλογή του επισκόπου μπορούσε να οδηγήσει σε αιματηρές συγκρούσεις. Στο μεταξύ, από την εποχή του Κωνσταντίνου άρχισαν να εκδίδονται νόμοι και διατάγματα που καθιστούσαν την παραδοσιακή λατρεία δυσχερή. Ένα από τα πρώτα μέτρα ήταν η απαγόρευση της «τρέλας των θυσιών» - όπως αποκαλούσαν πλέον οι αυτοκράτορες την άσκηση της παραδοσιακής λατρείας. Λίγο αργότερα, ακόμη και η απλούστερη έκφραση ευσέβειας προς τους προγονικούς θεούς μπορούσε να επισύρει τη θανατική καταδίκη.

Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία μοιράστηκε στους τρεις γιους του. Προκειμένου να μην υπάρξει αμφισβήτηση στη διαδοχή, διατάχθηκε η σφαγή όλων των αρρένων συγγενών του. Σώθηκαν μόνο δύο ανεψιοί που βρίσκονταν σε παιδική ηλικία. Αλλά και οι γιοι του Κωνσταντίνου αλληλοεξοντώθηκαν, και τελικώς το 353 ο Κωνστάντιος Β' (337-361) απέμεινε μονοκράτορας. Αυτός συνέχισε τη γενική πολιτική του πατέρα του, αλλά υποστήριξε με επιθετικότερο τρόπο τον χριστιανισμό, και μάλιστα στην αρειανή εκδοχή του, εκδίδοντας νόμους με τους οποίους ζητούσε να σταματήσει η «ψευδής πίστη».

Η Έσχατη Πραγματικότητα

Η ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (η Απόλυτη Πραγματικότητα) κι όχι απλά «αυτό που αντιλαμβανόμαστε σαν πραγματικότητα», δεν μπορεί να είναι ούτε υποκειμενική αντίληψη μόνο, ούτε αντικειμενική πραγματικότητα μόνο:

1) Δεν μπορεί να είναι μία υποκειμενική αντίληψη μόνο γιατί αυτή η αντίληψη μπορεί (πιθανόν) να είναι μία αυθαίρετη κατασκευή που δεν ανταποκρίνεται στα «πράγματα» και δεύτερον αποκλείει τα άλλα υποκείμενα να την βιώσουν.

2) Δεν μπορεί να είναι μία αντικειμενική πραγματικότητα μόνο, (ανεξάρτητη του υποκειμένου), γιατί αν δεν υπάρχει υποκείμενο να την βιώσει δεν έχει νόημα (είτε υπάρχει, είτε όχι).

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΧΑΤΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Είναι Αυτό που το Υποκείμενο, (κάθε υποκείμενο), Αντιλαμβάνεται, βασιζόμενο σε κάποια σταθερά πράγματα (δεδομένα, δραστηριότητες, αντιλήψεις), όταν ξεπερνά όλα τα «υποκειμενικά» στοιχεία, βιώνοντας έτσι μονάχα την ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΦΥΣΗ του. Η ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, δηλαδή, βιώνεται από το Υποκείμενο σαν προσωπική εμπειρία αλλά όταν υπερβαίνει τον εαυτό του γίνεται Αντικειμενική Αντίληψη: Είναι δηλαδή και υποκειμενική αντίληψη και αντικειμενική πραγματικότητα ταυτόχρονα. Αυτή είναι Μία Κατάσταση που βιώνουν όλα τα υποκείμενα, αλλά είναι Κοινή, δηλαδή Αντικειμενική, δηλαδή Αληθινή. Εδώ συγχωνεύονται όλα τα υποκείμενα μέσα στην ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.

Η ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ που βρίσκει το Υποκείμενο στο Βάθος του, όταν υπερβαίνει τον εαυτό του, σαν το «Εσώτερο Είναι» είναι ΚΟΙΝΗ για όλα τα υποκείμενα. Όλα Είναι Ένα, Όλα συγχωνεύονται σε Αυτό. Είναι το Όλον που Περικλείνει τα πάντα.

Η ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ είναι η Αρχή, η Βάση των πάντων, το Θεμέλιο όλων των υποκειμενικών αντιλήψεων και όλων των αντικειμενικών καταστάσεων. Από εδώ πηγάζει η προσωπική ύπαρξη, το υποκείμενο που νομίζει ότι αποσπάται από το Όλον, κι από εδώ πηγάζει επίσης η δραστηριότητα που δημιουργεί τους δήθεν αντικειμενικούς κόσμους. Ταυτόχρονα όμως η ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ είναι η Κοινή Βάση που μπορούν να βιώσουν όλα τα υποκείμενα σαν την ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΦΥΣΗ τους.

Το Υποκείμενο μπορεί να βιώσει Αυτήν την ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ μόνο ξεπερνώντας τον εαυτό του. Συνεπώς το «εγώ είμαι θεός» είναι ηλίθια έπαρση. Εξάλλου το να θεωρεί την Πραγματικότητα σαν κάτι έξω από τον εαυτό του, απέναντι, σαν αντικείμενο, το «ο Θεός είναι Αλήθεια», ανυψώνοντας μία ιδέα σε πραγματικότητα κι αυτή είναι ηλίθια ειδωλολατρία.

Αυτή η ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ που βρίσκει το Υποκείμενο, μέσα του, σαν ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ, είναι Αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν Θεό. Ο Θεός λοιπόν σαν Πραγματικότητα, είναι η Βίωση από το Υποκείμενο της ΚΟΙΝΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. Δεν είναι ούτε σκέτο το υποκείμενο, ούτε σκέτη μία αντικειμενική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΧΑΤΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.

Η Συνείδηση σαν Καθαρό Είναι

Το ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ, η Συνείδηση, είναι αναγκαίος και επαρκής όρος για την Ύπαρξη (για το Είναι). Δηλαδή η Συνείδηση (η αντίληψη του είναι, του «είμαι», ότι υπάρχουμε) είναι η ύπαρξη, ταυτίζεται με την ύπαρξη. Η Συνείδηση (από την στιγμή που υπάρχει) δεν χρειάζεται τίποτα άλλο για να υπάρχει, δεν είναι παράγωγο (π.χ. του εγκεφάλου). Κι αυτό γιατί εντός της Συνείδησης (μίας απλής συνείδησης του είναι) μπορεί να αναζητηθεί το ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΝΑΙ, το ΑΠΟΛΥΤΟ ΕΙΝΑΙ, το ΟΝΤΩΣ ΕΙΝΑΙ, με την υπέρβαση όλων των δευτερευουσών δραστηριοτήτων (σκέψη, αίσθηση, σωματική ζωή). Το ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΝΑΙ είναι ΚΑΘΑΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.

Η εμπειρία της ΚΑΘΑΡΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ αποδεικνύει την Αιωνιότητα της Ύπαρξης, τουλάχιστον για όσους έχουν αυτή την εμπειρία.

Αυτό σημαίνει ότι η Ύπαρξη δεν καταργείται με την κατάργηση του σώματος. Αυτό είναι ένα συμπέρασμα. Μονάχα όσοι περνάνε το κατώφλι του αποχωρισμού από το σώμα μπορούν να διαπιστώσουν αν ισχύει ή όχι.

Κοκτέιλ Μολότοφ

Η συνταγή είναι απλή: Παίρνετε ένα γυάλινο μπουκάλι, το γεμίζετε με βενζίνη ή κάποιο άλλο εύφλεκτο υγρό, στουμπώνετε ένα κομμάτι ύφασμα, κατά προτίμηση βουτηγμένο στο εύφλεκτο αυτό υγρό, στον λαιμό του μπουκαλιού, βάζετε φωτιά στο ύφασμα και πετάτε το μπουκάλι στον στόχο.

Το κοκτέιλ μολότοφ, η πεμπτουσία των αυτοσχέδιων όπλων, μπορεί να είναι σήμερα το παγκόσμιο σύμβολο των εξεγερμένων και να είναι πανταχού παρόν σε κάθε βίαιη αναμέτρηση με τις δυνάμεις καταστολής ανά τον κόσμο αλλά ποιος το εφηύρε και χρησιμοποίησε πρώτος και από πού πήρε την ιδιαίτερή του ονομασία;

Ας ξεκινήσουμε με το γεγονός ότι το κοκτέιλ μολότοφ είναι σχετικά πρόσφατη εφεύρεση και μάλιστα μεταγενέστερη αυτής του ραντάρ. Κατά δεύτερον και σε πείσμα των αριστερών θιασωτών της χρήσης του την σήμερον ημέρα, οι πρώτοι διδάξαντες-χρήστες του όπλου υπήρξαν οι ακροδεξιοί φαλαγγίτες κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-1939). Ως γνωστόν, κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου, οι εθνικιστικές δυνάμεις υπό τον Φρανσίσκο Φράνκο συγκρούστηκαν με τις δημοκρατικές κυβερνητικές δυνάμεις για τον έλεγχο της χώρας, με νίκη των εθνικιστών μετά από τρία χρόνια φονικότατων μαχών. Οι εθνικιστές λοιπόν, έχοντας ενισχυθεί από τις φασιστικές κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας, διέθεταν την υπεροχή στον αέρα, αλλά οι κυβερνητικοί είχαν παραλάβει ικανό αριθμό σοβιετικών αρμάτων μάχης τύπου Τ-26 και Τ-28 και προξενούσαν μεγάλες απώλειες στον αντίπαλο. Κάθε όπλο προκαλεί τη δημιουργία ενός αντιόπλου κι έτσι οι φαλαγγίτες στράφηκαν στις αυτοσχέδιες εμπρηστικές βόμβες για να αντιμετωπίσουν τα τανκς των δημοκρατικών.

Η ιδέα ήταν ότι, αν προξενούσες μια αρκετά μεγάλη φωτιά πάνω από το διαμέρισμα του κινητήρα του άρματος, θα προκαλούνταν απορρόφηση του οξυγόνου και ο κινητήρας θα έσβηνε, καθιστώντας το τανκς ακίνητο κι έτσι ευάλωτο. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι τα περισσότερα άρματα μάχης της εποχής κινούνταν με βενζίνη και όχι με το λιγότερο εύφλεκτο πετρέλαιο, άν η φωτιά επεκτεινόταν στο ντεπόζιτο καυσίμων ή στο διαμέρισμα οπλισμού το αποτέλεσμα ήταν συνήθως καταστροφικότατο. Οι φαλαγγίτες χρησιμοποίησαν διάφορες μορφές εμπρηστικών μηχανισμών κατά τη διάρκεια του πολέμου, από μπουκάλια με πετρέλαιο και βενζίνη, ως φλεγόμενες κουβέρτες βουτηγμένες σε κηροζίνη, με εκπληκτικά αποτελέσματα.

Όμως, η γυάλινη εμπρηστική βόμβα δεν θα έπαιρνε τη διαβόητη πλέον ονομασία της παρά όταν η ΕΣΣΔ εισέβαλε στην παγωμένη δημοκρατία της Φινλανδίας στις 30 Νοεμβρίου 1939 εγκαινιάζοντας τον διαρκείας τρεισήμισι μηνών Χειμερινό Πόλεμο (30/11/1939-13/3/1940). Οι σοβιετικές δυνάμεις ήταν ασύγκριτα υπέρτερες των φινλανδικών, με επτακόσιες εξήντα χιλιάδες στρατιώτες, εξίμισι χιλιάδες άρματα μάχης και τρεις χιλιάδες οχτακόσια αεροπλάνα έναντι τριακοσίων σαράντα χιλιάδων αμυνομένων με τριάντα δύο άρματα και εκατόν δεκατέσσερα αεροπλάνα. Οι σοβιετικοί είχαν όμως δύο τεράστια μειονεκτήματα: το πρώτο ήταν οι εκκαθαρίσεις στο στράτευμα που είχαν λάβει χώρα το 1938 και είχαν αφήσει σε θέσεις κλειδιά πολιτικά ελέγξιμους όσο και στρατιωτικά ανίκανους διοικητές και το δεύτερο ήταν η παντελής έλλειψη προετοιμασίας για τον ευέλικτο, ανορθόδοξο πόλεμο που θα επέβαλλαν οι Φινλανδοί από τις πρώτες μέρες της σύρραξης.

Χωρίς επαρκή αριθμό αντιαρματικών όπλων, οι Φινλανδοί σκιέρ θα χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τις εμπρηστικές βόμβες καταστρέφοντας κατά εκατοντάδες τα εχθρικά τανκς. Αρχικά, οι γυάλινες βόμβες ήταν αυτοσχέδιες αλλά γρήγορα το κρατικό μονοπώλιο αλκοόλ Άλκο ξεκίνησε τη μαζική παραγωγή της βασικής εμπρηστικής βόμβας στο σφραγισμένο μπουκάλι της βότκας των 750 μιλιλίτρων με γέμιση αλκοόλ, κηροζίνης, χλωριούχου καλίου και πίσσας για να κολλά το μίγμα στα τοιχώματα των τανκς. Αντί για στουπί, η βόμβα διέθετε δύο τεράστια αντιανεμικά σπίρτα στα πλευρά του μπουκαλιού τα οποία αναφλέγονταν πριν την εκτόξευση κατά του στόχου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου κατασκευάστηκαν γύρω στις τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες μονάδες με ελάχιστο σχετικά κόστος, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του τις συντριπτικές απώλειες των σοβιετικών αρμάτων, που ανήλθαν σε πάνω από τρεις χιλιάδες μονάδες δηλ. περίπου το 50% της δύναμης εισβολής.

Τελικά, και παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των αμυνομένων, οι αριθμοί επέβαλαν τη νίκη και η φινλανδική κυβέρνηση συνθηκολόγησε και αναγκάστηκε σε παραχώρηση του 11% του εδάφους της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της πόλης Βιιπούρι στον ισθμό της Καρελίας (σημειωτέον, η πόλη δεν επιστράφηκε ποτέ στη Φινλανδία) και τεσσάρων νησιών στη Βαλτική Θάλασσα. Τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες Φινλανδοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και η ναυτική βάση του Χάνκο πέρασε σε σοβιετικά χέρια για τριάντα χρόνια.

Βέβαια, η όλη υπόθεση του Χειμερινού Πολέμου αποτέλεσε ζήτημα τεράστιας αμηχανίας για την ΕΣΣΔ και ειδικά για τις σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις. Εκατόν εξήντα οκτώ χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν σκοτωθεί έναντι εικοσιέξι χιλιάδων Φινλανδών σε μια επιχείρηση φιάσκο, που κανονικά θα έπρεπε να ήταν περίπατος. Επιπρόσθετα, η γελοιοποίηση του Κόκκινου Στρατού από τους Φινλανδούς άφησε εμβρόντητους τους Γερμανούς στρατιωτικούς παρατηρητές με την προφανή ανικανότητα των Σοβιετικών να διεξάγουν μια σχετικά απλή επιθετική ενέργεια εναντίον σαφώς υποδεέστερου αντιπάλου. Αν ο Χίτλερ έψαχνε για αποδείξεις που θα επιβεβαίωναν τη βιωσιμότητα μιας επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ, τις είχε ήδη βρει στα φινλανδικά χιόνια. Ένα χρόνο αργότερα, λίγο πριν την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα, θα δήλωνε: «Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να κλοτσήσουμε την πόρτα κι όλο το σάπιο οικοδόμημα θα καταρρεύσει».

Όσο για το περίφημο παρατσούκλι «κοκτέιλ μολότοφ», το οποίο έμεινε προς αιώνιο όνειδος του Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, υπουργού Εξωτερικών και στενού συνεργάτη του Στάλιν, μάλλον το οφείλουμε στους ευφάνταστους κατοίκους του Ελσίνκι και στη μεγαλειώδη γκάφα του ίδιου του Μολότοφ την πρώτη μέρα του πολέμου. Στις 30/11, η σοβιετική αεροπορία βομβάρδισε το Ελσίνκι χρησιμοποιώντας εμπρηστικές βόμβες τύπου RRAB-3 (έναν τύπο βόμβας-κανίστρου που περιείχε εξήντα εμπρηστικά βομβίδια) για να αναφλέξει τα ξύλινα κτήρια της φινλανδικής πρωτεύουσας. Σε μία αλήστου μνήμης δήλωση την επομένη, ο Μολότοφ ισχυρίστηκε ότι «η ΕΣΣΔ δεν βομβαρδίζει τη Φινλανδία, αλλά απλά ρίχνει τρόφιμα από τον αέρα στους λιμοκτονούντες Φινλανδούς». Έτσι, η RRAB-3 έλαβε από τους Φινλανδούς το παρατσούκλι «η ψωμιέρα του Μολότοφ» και οι αυτοσχέδιες εμπρηστικές βόμβες, που κατέστρεφαν τα σοβιετικά άρματα, ονομάστηκαν «τα κοκτέιλ του Μολότοφ», για να κοροϊδέψουν τον Σοβιετικό υπουργό για το χονδροειδές ψέμα του. Ογδόντα χρόνια αργότερα, το όνομα του αυτοσχέδιου όπλου των «φτωχοδιάβολων» απανταχού της γης παραμένει απαράλλαχτο, θυμίζοντας την ασύγκριτη δύναμη του λαϊκού πνεύματος να σχολιάζει πρόσωπα και καταστάσεις με τον μοναδικό του τρόπο.

Ψυχική κατάρρευση: είναι χρήσιμη;

Ένα από τα μεγάλα προβλήματα των ανθρώπων είναι ότι είμαστε υπερβολικά καλοί στο να μην σταματάμε. Είμαστε ειδικοί στο να παραδινόμαστε στις απαιτήσεις της ζωής, ν’ ανταποκρινόμαστε σε όλα αυτά που μας ζητούνται και να εκτελούμε πιστά όλες τις προτεραιότητες που οι άλλοι μας ορίζουν. Είμαστε πάντα παρόντες ως εξαίρετα αγόρια ή κορίτσια – και φέρνουμε σε βόλτα αυτό το μαγικό κατόρθωμα για δεκαετίες, χωρίς την παραμικρή ενόχληση ή την παραμικρή ρωγμή στην προσωπικότητά μας.

Μέχρι που ξαφνικά μια μέρα, προς έκπληξη όλων γύρω μας, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μας, σπάμε. Δεν μπορούμε να σηκωθούμε από το κρεβάτι. Πέφτουμε σε βαριά κατάθλιψη. Αναπτύσσουμε αφόρητο κοινωνικό άγχος. Δεν τρώμε. Μιλάμε ακατάπαυστα χωρίς νόημα. Χάνουμε τον έλεγχο κάποιου μέρους του σώματός μας. Νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε κάτι που είναι εντελώς εκτός εαυτού. Γινόμαστε παρανοϊκοί για κάποιο θέμα. Δεν θέλουμε πια ν’ ακολουθήσουμε τους όρους μιας σχέσης, ξεκινούμε εξωσυζυγική σχέση, εντατικοποιούμε τους τσακωμούς, και γενικότερα ταράζουμε την καθημερινότητα με όποιο τρόπο μπορούμε.

Μια ψυχική κατάρρευση, είναι εξαιρετικά ενοχλητική για όλους, κι έτσι, υπάρχει μια έντονη προσπάθεια να θεραπεύσουμε τα συμπτώματα το συντομότερο, να τα εξαφανίσουμε και έτσι να συνεχίσουμε με την καθημερινότητά μας όπως πριν.

Μια τέτοια αντιμετώπιση όμως, δείχνει ότι μάλλον δεν έχουμε καταλάβει τι έχει συμβεί. Μια κατάρρευση δεν είναι απλά μια ένδειξη προσωρινής τρέλας ή δυσλειτουργίας, αλλά μια πραγματική – αν και άκρως άναρθρη – έκκληση για ψυχική υγεία. Είναι μια προσπάθεια ενός μέρους του μυαλού μας, να παρασύρει ένα άλλο μέρος, προς την ανάπτυξη και την κατανόηση την οποία αρνούνταν να κάνει μέχρι τώρα. Αν το δούμε ως παράδοξο, είναι μια προσπάθεια να ξεκινήσει μια διαδικασία ανάρρωσης, μέσα από μια ασθένεια.

Κι έτσι, ο κίνδυνος στο να βλέπουμε μια κατάρρευση μόνο μέσα από μια ιατρική ματιά και να προσπαθούμε να την θεραπεύσουμε άμεσα, είναι ότι μπορεί να χάσουμε ένα μεγάλο μάθημα που είναι ενσωματωμένο μέσα στην ασθένειά μας. Μια κατάρρευση δεν είναι μόνο πόνος, αν και είναι και αυτό φυσικά, αλλά και μια μεγάλη ευκαιρία μάθησης.

Ο λόγος που καταρρέουμε, είναι γιατί τα προηγούμενα χρόνια δεν ήμασταν αρκετά ‘ελαστικοί’. Υπήρχαν πράγματα που παραμερίζαμε στην άκρη του μυαλού μας, μηνύματα που έπρεπε να προσέξουμε, συναισθηματική μάθηση και επικοινωνία που δεν κάναμε – και τώρα, ο συναισθηματικός μας εαυτός, έχοντας περιμένει υπομονετικά για τόσο καιρό, προσπαθεί να ακουστεί με τον μόνο τρόπο που ξέρει. Είναι σε απόγνωση – και θα πρέπει να τον καταλάβουμε και να συμμεριστούμε την σιωπηλή οργή του. Το πιο σημαντικό μήνυμα μιας κατάρρευσης, είναι ότι δεν πρέπει να συνεχίσουμε όπως πριν – ότι τα πράγματα πρέπει ν’ αλλάξουν ή αλλιώς (και αυτό είναι τρομαχτικό όταν το αναγνωρίζουμε), μπορεί να είναι προτιμότερος ο θάνατος.

Γιατί, όμως, δεν μπορούμε ν’ ακούσουμε τις συναισθηματικής μας ανάγκες νωρίτερα με μεγαλύτερη ηρεμία και ν’ αποφύγουμε το μελόδραμα μιας κατάρρευσης; Διότι, η συνείδηση μας είναι από φύση της τεμπέλα και δυσκολεύεται να διακρίνει τέτοια μηνύματα μέχρι να έρθει η βαρβαρότητα της κατάρρευσης. Για χρόνια, δεν ακούει κάποια στεναχώρια, αποφεύγει ν’ αντιμετωπίσει μια δυσλειτουργία σε μια σχέση ή απορρίπτει κάποιες επιθυμίες.

Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την κατάρρευση με μια επανάσταση. Για πολλά χρόνια, ο λαός πιέζει τους κυβερνώντες να ακούσουν τα αιτήματα του και να κάνουν τις απαραίτητες αλλαγές. Για χρόνια, οι κυβερνώντες κάνουν υποτυπώδης κινήσεις, αλλά βασικά δεν ακούνε – μέχρι μια μέρα, ο κόσμος δεν αντέχει άλλο, μπαίνει στο παλάτι, καταστρέφει όλα τα υπάρχοντα και πυροβολεί στην τύχη, αθώους και ενόχους.

Συνήθως οι επαναστάσεις δεν έχουν καλό τέλος. Τα πραγματικά προβλήματα και οι ανάγκες του κόσμου δεν λύνονται, ούτε καν ανακαλύπτονται. Γίνεται ένας εμφύλιος πόλεμος – καμιά φορά κυριολεκτικά, αυτοκτονία. Το ίδιο ισχύει και στην κατάρρευση.

Ένας καλός φίλος, προσπαθεί να ακούσει τα μηνύματα μιας κατάρρευσης, παρά να τα σιωπήσει. Συνήθως ανακαλύπτουμε, μέσα από τις ιδιαιτερότητες της, μια έκκληση για περισσότερο προσωπικό χρόνο, μια πιο στενή σχέση με τον άλλον, έναν πιο ειλικρινή και ολοκληρωμένο τρόπο ύπαρξης, μια αποδοχή ως προς το ποιοι είμαστε σεξουαλικά. Γι’ αυτό το λόγο, ξεκινάμε να πίνουμε, βάζουμε τον εαυτό μας σε απομόνωση, γινόμαστε άκρως παρανοϊκοί ή μανιακά σαγηνευτικοί.

Μια κρίση όμως, δείχνει όρεξη για ανάπτυξη, η οποία δεν έχει βρει άλλο τρόπο να εκφραστεί.

Πολλοί άνθρωποι, μετά από κάποιους τρομαχτικούς μήνες ή και κάποιων χρόνων λένε: «Δεν ξέρω αν θα είχα γίνει καλά, αν δεν είχα αρρωστήσει».

Κατά την διάρκεια μιας κατάρρευσης, συχνά αναρωτιόμαστε αν έχουμε τρελαθεί. Όμως, δεν έχουμε. Σίγουρα συμπεριφερόμαστε πολύ περίεργα, αλλά κάτω από την επιφάνεια, είμαστε σε μια κρυφή, αλλά πολύ λογική αναζήτηση για υγεία. Δεν έχουμε αρρωστήσει· ήμασταν ήδη άρρωστοι. Η κρίση, αν καταφέρουμε να την ξεπεράσουμε, είναι η προσπάθεια να ξεφύγουμε από ένα τοξικό status quo, μια επίμονη έκκληση να ξαναχτίσουμε τις ζωές μας πάνω σε μια πιο αυθεντική και ειλικρινή βάση.

Χρωστάς στους γονείς σου;

Αρκετοί άνθρωποι έχουν ακούσει από τους γονείς τους τη φράση: «Εγώ έκανα τόσες θυσίες για σένα. Κι εσύ έτσι μου το ξεπληρώνεις; Τόση αχαριστία;»

Αν την έχεις ακούσει και εσύ, θα ξέρεις πόσο ισχυρές ενοχές δημιουργεί. Πώς μπορεί κάποιος να απαντήσει σε αυτό;

Ακούγεται λογικό

Εκ πρώτης όψεως το επιχείρημα ακούγεται λογικό. Όντως οι γονείς κάνουν πάρα πολλές θυσίες για τα παιδιά τους. Κάνουν στην άκρη την προσωπική τους ζωή και αφιερώνουν τους περισσότερους πόρους τους προς το μεγάλωμα των απογόνων τους.

Είναι τρομερά δύσκολο να είσαι γονέας. Τα παιδιά συχνά, δε φέρνουν την ευτυχία. Αντίθετα, είναι ένα επαναλαμβανόμενο εύρημα των ερευνών ότι οι μη-γονείς είναι πιο ευτυχισμένοι από τους αντίστοιχους γονείς.

Για μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του τι συμβαίνει με τα παιδιά και την ευτυχία (καθώς και για το γάμο και τα χρήματα και την ευτυχία) δες αυτό το βίντεο του ψυχολόγου του Harvard, Dan Gilbert.

Είναι πολύ φυσιολογικό, λοιπόν, να φανταζόμαστε τα βάσανα που πέρασαν οι γονείς μας και το πόσο πρέπει να έχουν ταλαιπωρηθεί για να μας μεγαλώσουν.

Και αυτό, κάνει ακόμα πιο δύσκολο το να ακούμε αυτή τη φράση. Μέσα μας νιώθουμε ότι τους χρωστάμε για τις θυσίες που έκαναν. Συνήθως φροντίζουν και να μας το θυμίζουν. Νιώθουμε πως έχουν δίκιο που μας λένε αχάριστους. Το αποτέλεσμα είναι τύψεις και ενοχές.

Είναι όμως, όντως έτσι;

Πότε χρωστάς;

Πότε χρωστάς σε κάποιον; Συνήθως όταν του ζητήσεις κάτι και πρέπει να του το επιστρέψεις. Έχεις ανάγκη για κάτι, το ζητάς και υπάρχει η υποχρέωση να το επιστρέψεις.

Δεν χρωστάς σε κάποιον αν σου κάνει ένα δώρο. Θα ήταν ωραίο να του πάρεις και εσύ κάτι, όταν έρθει η γιορτή του. Αλλά σίγουρα δεν του το χρωστάς.

Δηλαδή, βασική προϋπόθεση για να χρωστάς κάτι είναι ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΤΟ ΖΗΤΗΣΕΙΣ.
Άραγε χρωστάς;

Σύμφωνα με αυτή τη λογική, άραγε τα παιδιά χρωστάνε στους γονείς τους;

Η απάντηση είναι ΟΧΙ. Τα παιδιά δεν ζήτησαν να γεννηθούν. Ο γονέας αποφάσισε να φέρει ένα παιδί στον κόσμο (ή να υιοθετήσει). Ο γονέας αποφάσισε να γίνει γονέας. Το παιδί σίγουρα δεν το ζήτησε.

Και το να είσαι γονέας έχει πολύ συγκεκριμένες ευθύνες. Όταν αποφασίζεις να γίνεις γονέας επιλέγεις να στερηθείς. Επιλέγεις να κάνεις θυσίες. Επιλέγεις να βάλεις τον εαυτό σου δεύτερο.

Τουλάχιστον, αν το αποφασίζεις συνειδητά και ενήλικα.

Είναι η δουλειά σου να φροντίσεις τις ανάγκες του παιδιού που εσύ επέλεξες να φέρεις στον κόσμο. Δεν του κάνεις χάρη. Είναι το καθήκον σου. Είναι η συνέπεια της ενήλικης επιλογής σου.

Δεν έκανες τις θυσίες για το παιδί σου. Τις έκανες για σένα. Γιατί ένιωθες καλά όταν τις έκανες. Ίσως γιατί τα αγαπούσες. Ένιωθες καλός γονέας. Καλός άνθρωπος. Τις έκανες, γιατί αν δεν έκανες κάποιες από αυτές, θα έπρεπε να έρθει η πρόνοια και να σου πάρει το παιδί.

Δηλαδή, δεν τις έκανες επειδή σου τις ζήτησε το παιδί. Το παιδί δε σου χρωστάει.

Δεν χρωστάς

Αν είσαι παιδί (και όλοι είμαστε παιδιά ενός γονέα) να ξέρεις πως δε χρωστάς κάτι στους γονείς σου.

Αυτό δε σημαίνει ότι τα παιδιά δεν πρέπει να αισθάνονται ευγνωμοσύνη προς τους γονείς τους. Όσοι γονείς φρόντισαν τα παιδιά τους, τούς έκαναν ένα ανεκτίμητο δώρο για την υπόλοιπη ζωή τους. Όλα όσα είμαστε στον παρόν μας, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο πώς μας μεγάλωσαν οι γονείς μας. Και τα θετικά και τα αρνητικά.

Όπως νιώθουμε ευγνωμοσύνη για κάποιον που μας κάνει ένα δώρο, την ίδια ευγνωμοσύνη θα νιώθουμε και με τους γονείς μας. Αλλά δεν τους χρωστάμε. Όπως δε χρωστάμε σε κάποιον που μας έκανε ένα δώρο.

Αντίστοιχα, όπως θα ήταν όμορφο να παίρναμε ένα δώρο στη γιορτή αυτού που έκανε σε μας ένα, έτσι θα ήταν πολύ όμορφο αν τα παιδιά ανταπέδιδαν στους γονείς τους την προσοχή και τη φροντίδα που πήραν κατά την παιδική τους ηλικία. Αλλά δεν είναι υποχρεωμένα να το κάνουν.

Θα ήταν ιδανικό. Αλλά δεν πρέπει. Συνήθως, αν τα παιδιά δε νιώθουν την ευγνωμοσύνη και την θέληση να ανταποδώσουν, σημαίνει πως κάτι έχει πάει αρκετά στραβά στις μεταξύ τους σχέσεις.

Και το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τη διαμόρφωση των σχέσεων γονέων-παιδιών, το έχουν οι γονείς. Λόγω της θέσης ισχύος που είχαν τόσα χρόνια στη ζωή των παιδιών τους. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να είσαι γονέας.

Αμοιβαία ανακούφιση

Αν αυτή η απλή αλήθεια γίνει κατανοητή θα ανακουφιστούν τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς. Τα παιδιά θα σταματήσουν να φορτώνουν τον εαυτό τους με ενοχές. Θα φύγει ένα τεράστιο βάρος από τους ώμους τους.

Συνειδητοποιώντας την αλήθεια οι γονείς, θα νιώσουν ανακούφιση, γιατί θα φύγει από πάνω τους το αίσθημα της αδικίας που τους κατατρέχει, εξαιτίας της στάσης των παιδιών τους. Ίσως να είναι δύσκολο να απαγκιστρωθούν από την πεποίθηση ότι τα παιδιά τους, τους χρωστάνε. Αλλά αξίζει τον κόπο. Η γνώση είναι δύναμη, όπως λέω στο βιβλίο μου Ψυχο-λογικά Μυστικά (που μακάρι να γνώριζα νωρίτερα).

Στο τέλος, απαλλαγμένοι από τύψεις, ενοχές και αδικίες, θα μπορέσουν όλοι να συνδεθούν πιο ειλικρινά και ενήλικα. Θα σταματήσουν να μας εκνευρίζουν οι γονείς μας και εμείς θα σταματήσουμε να τους στεναχωρούμε.

Θα συνδεθούμε σαν άνθρωποι που νοιάζονται ο ένας τον άλλον και αλληλοφροντίζονται.

Επειδή το θέλουν. Όχι επειδή πρέπει.

Φρίντριχ Νίτσε: Η σημασία της τρέλας στην ιστορία της ηθικότητας

Η τρέλα είναι εκείνη που ανοίγει τον δρόμο στην καινούρια σκέψη, που λύνει τα ξόρκια ενός αξιοσέβαστου εθίμου και δεισιδαιμονίας.

Αν, παρά εκείνο τον φοβερό ζυγό της «ηθικότητας των ηθών», κάτω από τον οποίο έζησαν όλες οι ανθρώπινες κοινότητες, αν, για χιλιετίες πριν από τη δική μας έναρξη μέτρησης του χρόνου και στην τελευταία αυτή μέχρι τις μέρες μας (εμείς οι ίδιοι κατοικούμε στον μικρό κόσμο των εξαιρέσεων και ούτως ειπείν στην κακή ζώνη), αν, λέγω φύτρωναν, μολαταύτα, πάντα καινούριες και διαφορετικές σκέψεις, αξιολογήσεις και παρορμήσεις, αυτό συνέβη κάτω από μια φοβερή συνοδεία: παντού σχεδόν, η τρέλα είναι εκείνη που ανοίγει τον δρόμο στην καινούρια σκέψη, που λύνει τα ξόρκια ενός αξιοσέβαστου εθίμου και δεισιδαιμονίας.

Καταλαβαίνετε γιατί έπρεπε να είναι αυτό η τρέλα; κάτι στη φωνή και στη συμπεριφορά τόσο τρομακτικό και απρόβλεπτο και τα δαιμονικά καπρίτσια του καιρού και της θάλασσας, και γι’ αυτό τον λόγο εξίσου ανάξιο για φόβο και προσοχή; Κάτι που έφερε τόσο φανερά το σημάδι μιας ολότελα αθέλητης εκδήλωσης όσο και οι σπασμοί και ο αφρός που βγάζει απο το στόμα ο επιληπτικός, που έμοιαζε να αναγνωρίζει τον παράφρονα σαν μάσκα και φερέφωνο μιας θεότητας; Κάτι που ενέπνεε, ακόμη και στον φορέα μιας καινούριας σκέψης, σεβασμό και φόβο προς τον εαυτό του, και επιπλέον τύψεις, και τον παρακινούσε να γίνει προφήτης και μάρτυράς του;

Ενώ σήμερα μας δίνουν συνεχώς να καταλάβουμε οτι η μεγαλοφυϊα διαθέτει αντί για ένα σπυρί λογικής ένα σπυρί τρέλας, όλοι οι προγενεστέροι άνθρωποι βρίσκονταν πιο κοντά στην ιδέα ότι εκεί όπου υπάρχει τρέλα υπάρχει επίσης ένα σπυρί μεγαλοφυϊας και σοφίας - κάτι «θεϊκό», όπως ψυθύριζαν. Ή μάλλον το εξέφραζαν πιο καθαρά: «Από την τρέλα ήρθαν τα μεγαλύτερα αγαθά στην Ελλάδα», έλεγε ο Πλάτωνας μαζί με όλη την αρχαία ανθρωπότητα.

Ας προχωρήσουμε ένα βήμα ακόμη: όλοι εκείνοι οι ανώτεροι άνθρωποι, που ωθούνταν ακατανίκητα να σπάσουν τον ζυγό οποιασδήποτε ηθικότητας και να θέσουν καινούριους νόμους, δεν έιχαν τίποτε άλλο να κάνουν, αν δεν ήταν πράγματι παράφρονες, από το να γίνουν τρελοί ή να παραστήσουν πως ήταν τέτοιοι – και τούτο ισχύει για τους καινοτόμους σε όλα τα πεδία, όχι μόνο για εκείνους των ιερατικών και πολιτικών θεσμών: - ακόμη και ο καινοτόμος του ποιητικού μέτρου όφειλε να επικυρωθεί από την τρέλα. (Ακόμη και σε εποχές πολύ πιο μετριοπαθείς, η τρέλα παρέμενε ένας είδος σύμβασης μεταξύ των ποιητών: αυτήν χρησιμοποίησε, παραδείγματος χάρη, ο Σόλωνας όταν κέντριζε τους Αθηναίους να καταλάβουν την Σαλαμίνα). Πώς γίνεται κανείς τρελός, όταν δεν είναι και δεν τολμάει να παραστήσει πως είναι τέτοιος;

Σχεδόν όλοι οι εξέχοντες άνθρωποι των αρχαιότερων πολιτισμών έιναι παραδομένοι σ’ αυτές τις τρομακτικές σκέψεις˙ μια μυστική διδασκαλία, φτιαγμένη από τεχνάσματα και διατητικές υποδείξεις, διαδόθηκε γι’αυτό το θέμα, μαζί με το συναίσθημα της αθωότητας και μάλιστα της αγιότητας αυτών των ενασχολήσεων και αυτών των σχεδίων.

Οι συνταγές για να γίνεις γιατρός στους Ινδιάνους, άγιος στους χριστιανούς του Μεσσαίωνα «angekok» στους Γροιλανδούς, «paje» στους Βραζιλιάνους, είναι ουσιαστικά οι ίδιες: παράλογες νηστείες, μόνιμη σεξουαλική αποχή να πηγαίνεις και να κάθεσαι στην έρημο ή στην κορυφή ενός βουνού ή ενός στύλου ή «να κάθεσαι πάνω σε μια αιωνόβια ιτιά που να βλέπει τη λίμνη» και, ιδίως, να μην σκέφτεσαι τίποτε άλλο παρά μόνον ό,τι μπορεί να φέρει έκσταση και αταξία του πνεύματος. Ποιος τολμάει να ρίξει μια ματιά στον αγριότοπο των πιο πικρών και των πιο περιττών ψυχικών αγωνιών όπου πιθανόν να αναλώθηκαν οι πιο γόνιμοι άνθρωποι όλων των εποχών!

Ποιος τολμάει να ακούσει εκείνους τους αναστεναγμούς των μοναχικών και των διαταραγμένων:

Αχ, δώστε μου τρέλα, εσείς επουράνιοι! Τρέλα, για να πιστέψω επιτέλους στον εαυτό μου! Δώστε μου παραληρήματα και σπασμούς, ξαφνικά φώτα και σκοτάδια, τρομάξτε με με κρύα και με ζέστες που ποτέ άλλος θνητός δεν δοκίμασε, με εκκωφαντικούς θορύβους και περιδινούμενες μορφές, αφήστε με να ουρλιάζω και να μουγκρίζω και να έρπω σαν ζώο: αρκεί να βρώ πίστη στον εαυτό μου! Η αμφιβολία με κατατρώει, σκότωσα τον νόμο, ο νόμος με τρομάζει όπως τον ζωντανό ένα πτώμα: αν δεν είμαι εγώ κάτι περισσότερο από τον νόμο, τότε είμαι ο βδελυρότερος όλων. Το καινούριο πνεύμα που βρίσκεται μέσα μου, από πού έρχεται σε μένα, αν όχι από σας; Αποδείξτε μου λοιπόν ότι είμαι δικός σας˙ μόνον η τρέλα μού το αποδείχνει.

Και πάρα πολλές φορές η θέρμη αυτή πετύχαινε τον σκοπό της: την εποχή που ο χριστιανισμός απέδειχνε περισσότερο τη γονιμότητα του σε αγίους και αναχωρητές, πιστεύοντας πως έτσι έδινε αποδείξεις για τον εαυτό του, υπήρχαν στην Ιερουσαλήμ μεγάλα φρενοκομεία για ατυχήσαντες αγίους, για εκείνους που είχαν θυσιάσει το τελευταίο τους σπυρί λογικής.

Φρίντριχ Νίτσε, Χαραυγή

Νίτσε: Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι βαθιά, ακόμα και στο πλήγωμ

Αγαπώ αυτούς που δεν ξέρουν να ζουν παρά μόνο σαν καταβάτες, επειδή είναι υπερβάτες. Αγαπώ τους μεγάλους καταφρονητές, επειδή είναι οι μεγάλοι λάτρες, και βέλη που λαχταρούν την άλλη ακτή. Αγαπώ εκείνους που δεν ψάχνουν πρώτα ένα λόγο πέρα από τ’ αστέρια για να κατεβούνε και να θυσιαστούνε, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους στη γη, ώστε η γη του Υπεράνθρωπου στη συνέχεια να έρθει.

Αγαπώ αυτόν που ζει για να μαθαίνει και αναζητεί να μαθαίνει, ώστε ο Υπεράνθρωπος στη συνέχεια να ζήσει. Έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που μοχθεί και εφευρίσκει, ώστε να χτίσει το σπίτι για τον Υπεράνθρωπο, και να προετοιμάσει γι’ αυτόν γη, ζώα, και φυτά: γιατί έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που αγαπάει την αρετή του: γιατί η αρετή είναι η βούληση προς κατάβαση, και ένα βέλος λαχτάρας.

Αγαπώ αυτόν που δεν κρατάει μερίδιο πνεύματος για τον εαυτό του, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του: έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ’ τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του: έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μη ζήσει άλλο. Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου.

Αγαπώ αυτόν που η ψυχή είναι πλουσιοπάροχη, που δε θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει: αφού πάντα παρέχει και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του. Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι’ αυτόν, και που στη συνέχεια ρωτάει: «Είμαι ανέντιμος παίχτης;» -επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει.

Αγαπώ αυτόν που σκορπάει λίγα χρυσά πριν από τα έργα, και πάντα κάνει περισσότερα απ’ ό,τι υποσχέθηκε: γιατί αναζητάει τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που δικαιολογεί τους μελλοντικούς και συγχωρεί τους παρελθόντες: γιατί είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στους τωρινούς. Αγαπώ αυτόν που δαμάζει τον Θεό του, επειδή αγαπάει τον Θεό του: γιατί πρέπει να υποχωρήσει δια της οργής του Θεού του.

Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι βαθιά, ακόμα και στο πλήγωμα, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό: έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης, που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του.

Αγαπώ αυτόν που είναι ελεύθερο πνεύμα και ελεύθερη καρδιά: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σαν βαριές σταγόνες που πέφτουν μια-μια απ’ το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ’ τον άνθρωπο: προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι.

Νίτσε

Ικιγκάι, το γιαπωνέζικο μυστικό της μακροζωίας

Το Ικιγκάι, που γράφεται 生き甲斐, είναι μια γιαπωνέζικη λέξη η οποία δεν έχει ακριβή μετάφραση. Το Iκιγκάι είναι το νόημα της ζωής ή αυτό που σε κάνει να ξυπνάς κάθε μέρα με ενθουσιασμό.

Η λέξη συντίθεται από το ίκι, 生, που σημαίνει «ζωή» ή «είμαι ζωντανός», και γκάι, 甲斐 , που σημαίνει «αυτό που αξίζει τον κόπο, που έχει αξία». Αν το μεταφράζαμε κατά λέξη, λοιπόν, θα ήταν «εκείνο για το οποίο αξίζει τον κόπο να ζει κανείς».

Σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «η ευτυχία του να είναι κανείς πάντα απασχολημένος», αλλά η ουσία του, συνοψίζεται στην καλλιέργεια της φιλίας, την ελαφριά διατροφή, την επαρκή ξεκούραση, την ήπια άσκηση και κυρίως την συμμετοχή στην κοινότητα και την ομαδική εργασία.

Σύμφωνα με τους ντόπιους στην Οκινάουα, το νησί με τον υψηλότερο δείκτη αιωνόβιων στον κόσμο, το Ικιγκάι είναι ο λόγος για τον οποίο αξίζει να ξυπνάμε το πρωί.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο διάσημος Αμερικανός μυθολόγος και σπουδαίος συγγραφέας Joseph Campbell, ο οποίος αναφέρει: «Η γενική μου συμβουλή στους μαθητές μου είναι» :

«Πως, η ζωή δεν έχει νόημα. Ο καθένας από εμάς έχει ένα νόημα και το φέρνουμε μαζί μας στη ζωή. Είναι περιττό να ρωτάς αυτήν την ερώτηση όταν είσαι η απάντηση. Ακολουθήστε την ευδαιμονία σας. Βρείτε πού βρίσκεται και το σύμπαν θα σας ανοίξει πόρτες εκεί που υπήρχαν μόνο τείχη.»

Το Ικιγκάι είναι ένα από τα μυστικά για μακρά, νεανική και ευτυχισμένη ζωή, σαν τη ζωή των κατοίκων της Οκινάουα, του νησιού της Ιαπωνίας με το μακροβιότερο πληθυσμό στον κόσμο. Ο στόχος επιτυγχάνεται μόλις ανακαλύψει κανείς το προσωπικό του Ικιγκάι, δηλαδή το βαθύτερο νόημα της ύπαρξής του, γιατί αρχίζει να αυτοτροφοδοτείται από αυτό και βρίσκει χαρά.

Με άλλα λόγια, το Ικιγκάι είναι η βαθύτερη κατανόηση του εαυτού και των αναγκών μας, αυτό που μας δίνει πάθος για ζωή, ο λόγος που μας κάνει να ξυπνάμε το πρωί. Σύμφωνα με τους Ιάπωνες, όλοι μας κρύβουμε μέσα μας ένα Ικιγκάι, ή και πολλά, κι ας μην το γνωρίζουμε.

Το Ικιγκάι είναι κρυμμένο μέσα μας και απαιτεί από εμάς πολύ υπομονετική εξερεύνηση προκειμένου να φτάσουμε στο βάθος του εαυτού μας και να το βρούμε. Κάτι που μας θυμίζει την Δελφικό ρητό: «Άνθρωπε γνώρισε τον εαυτό σου». Ορισμένοι έχουν ήδη βρει το Ικιγκάι τους με πλήρη συνείδηση αυτού, κι άλλοι το κουβαλάνε μέσα τους, αλλά ακόμα το ψάχνουν.

Το πως, το που και ποιο θα είναι το δικό μας ΙΚΙΓΚΑΙ είναι καθαρά προσωπική μας υπόθεση. Πρέπει να αναζητήσουμε βαθιά μέσα μας, να κάνουμε πολλές και επίμονες ερωτήσεις στον εαυτό μας, να δοκιμάσουμε καινούρια πράγματα, μέχρι να βρούμε το δικό μας σκοπό στη ζωή. Αυτόν που θα μας γεμίσει χαρά και θα μας χαρίσει ισορροπία και πληρότητα στην καθημερινότητά μας.

Πρώτα από όλα πρέπει να βρούμε ποιο είναι το πάθος μας, αυτό που μας αρέσει να κάνουμε περισσότερο, να ανακαλύψουμε τα ταλέντα μας και κατόπιν το μέσο για να το εκφράσουμε.

Το Ικιγκάι μας είναι σαν μια ραδιοσυχνότητα: όσο πιο καλά συντονιζόμαστε μαζί του, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η αίσθηση ότι η ζωή μας έχει νόημα.

Στη φιλοσοφία του ΙΚΙΓΚΑΙ, δεν υπάρχουν «στεγανά», τίποτα δεν είναι απομονωμένο από τα άλλα. Όλα συνδέονται: η προσωπική – οικογενειακή και η επαγγελματική μας ζωή, η δουλειά που θα μας προσφέρει τα προς το ζην και το πάθος μας.

Αν καταφέρουμε να τα συνδυάσουμε όλα αυτά, είτε από μόνοι μας είτε χρησιμοποιώντας τη βοήθεια ενός μέντορα που θα μας βοηθήσει να βρούμε τον τρόπο να ζούμε ισορροπημένα, να έχουμε έναν λόγο να σηκωνόμαστε από το κρεβάτι κάθε πρωί. Η αράχνη ποτέ δεν πιάνεται στον ιστό της, πιάνει τις μύγες, δεν πιάνεται η ίδια. Ο άνθρωπος, όμως, πιάνεται στον «ιστό» που φτιάχνει ο ίδιος ο νους του…

Ο Συγγραφέας Dan Buettner, προτείνει να βαδίζουμε με βάση τρεις λίστες στη ζωή μας: τις αξίες μας, τα πράγματα που θέλουμε να κάνουμε και τα πράγματα στα οποία είμαστε καλοί. Η διατομή αυτών είναι το δικό μας Ικιγκάι.

Το Ικιγκάι σας βρίσκεται στη διασταύρωση του τι είστε καλός και τι αγαπάτε να κάνετε, λέει ο Hector Garcia, ένας από τους συγγραφείς του μπεστ σέλερ «Ικιγκάι – τα μυστικά της Ιαπωνίας για μια μακρά κι ευτυχισμένη ζωή».

Ο ίδιος γράφει: «Ακριβώς όπως κάποιοι άνθρωποι στη Δύση κυνηγούν σε όλη τους τη ζωή χρήματα κι αντικείμενα, άλλοι άνθρωποι αισθάνονται δυσαρέσκεια για την αδυσώπητη αναζήτηση χρημάτων και φήμης και έχουν επικεντρωθεί σε κάτι μεγαλύτερο από τον υλικό πλούτο».

Πράγματι, το Ικιγκάι δεν έχει καμία σχέση με το εισόδημα. Αποτελεί τη σύγκλιση τεσσάρων βασικών στοιχείων:



1. Tο πάθος σου (Αυτό που αγαπάς),

2. H αποστολή σου (Αυτό που ο κόσμος χρειάζεται),

3. Το ταλέντο σου (Αυτό στο οποίο είσαι καλός),

4. Το επάγγελμα σου (Αυτό για το οποίο θα σε πληρώσουν).

Ανακαλύψτε λοιπόν αυτά τα τέσσερα βασικά στοιχεία και καθορίστε το λόγο ύπαρξής σας.

Οι Ιάπωνες θεωρούν ότι η ανακάλυψη του Ικιγκάι απαιτεί μια βαθιά, μακρά αναζήτηση μέσα μας, που μπορεί να επιφέρει ικανοποίηση και νόημα στη ζωή. Ίσως, είναι ένα από τα μεγαλύτερα ταξίδια. Μπορεί να είναι δύσκολο με πολλά σκαμπανεβάσματα.

Οι 10 χρυσοί κανόνες

Στο βιβλίο τους «Ικιγκάι – τα μυστικά της Ιαπωνίας για μια μακρά κι ευτυχισμένη ζωή» ο Hector Garcia και ο Francesc Miralles παρουσιάζουν τους δέκα κανόνες που μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να βρει το δικό του Ικιγκάι.

1. Μείνε ενεργός και μην αποσυρθείς

2. Άφησε το επείγον να περιμένει και υιοθέτησε έναν πιο αργό ρυθμό ζωής

3. Φάε μόνο μέχρι το 80% του πιάτου σου και νιώσε πλήρης

4. Περιπλανήσου με καλούς φίλους

5. Φρόντισε το σώμα σου μέσα από την καθημερινή, ήπια άσκηση

6. Χαμογέλασε και αναγνώρισε τους ανθρώπους γύρω σου

7. Επανασυνδέσου με τη φύση

8. Πες ευχαριστώ σε οτιδήποτε φωτίζει την ημέρα σου και σε κάνει να αισθάνεσαι ζωντανός.

9. Ζήσε τη στιγμή

10.Ακολούθησε το Ικιγκάι σου

Το να δεχόμαστε το πέρασμα του χρόνου ως μια ευκαιρία είναι βασικό για να είμαστε ευτυχισμένοι και να υλοποιούμε τους στόχους μας. Το Ικιγκάι μας μοιάζει πολύ με την αλλαγή: είναι μια σταθερά που μας συνοδεύει πάντα και μεταλλάσσεται ανάλογα με τη φάση της ζωής στην οποία βρισκόμαστε.

Ο «λόγος ύπαρξής» μας στα δεκαπέντε μας χρόνια διαφέρει απ αυτόν στα εβδομήντα μας. Είναι ουσιώδες να είμαστε συντονισμένοι σε κάθε στάδιο με το Ικιγκάι μας. Διαφορετικά, θα νιώθουμε ότι έχουμε λοξοδρομήσει από την πορεία μας και ότι οι εξωτερικές δυνάμεις έχουν πάρει τον έλεγχο της καθημερινότητας.

1. ΠΑΡΟΝ: Ευτυχία
2. ΠΑΡΕΛΘΟΝ: Μαθήματα
3. ΜΕΛΛΟΝ: Πάθος

Με τη Μέθοδο Ικιγκάι επιδιώκουμε την ισορροπία ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας για να πραγματωθούμε πλήρως, αναπτύσσοντας όλο μας το ταλέντο ώστε να εκπληρώσουμε τους σκοπούς μας.

Οφείλουμε να κατανοήσουμε, πως η διαχείριση της ροής του χρόνου μας είναι πολλή σημαντική στην ευτυχία μας. Πρέπει να βρίσκουμε τη ροή σε οτιδήποτε κάνουμε, είτε πρόκειται για τη δουλειά μας, είτε για τον ελεύθερο χρόνο μας, είτε ακόμα και για κοινές καθημερινές μικροδουλειές.

Δημιουργώντας ένα ήρεμο, ασφαλές και ευχάριστο περιβάλλον για τον εαυτό μας, όταν ξεκινάμε μια δραστηριότητα, όποια και αν είναι αυτή, μπορούμε να βρούμε τη συγκέντρωση που χρειαζόμαστε ώστε να επιτύχουμε την πολυπόθητη «ροή».

Στην κατάσταση αυτή, απολαμβάνουμε τόσο αυτό που κάνουμε και συγκεντρωνόμαστε τόσο πολύ σε αυτό, που πρώτον γινόμαστε πιο παραγωγικοί και δημιουργικοί από ποτέ, και δεύτερον, ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα που δεν τον καταλαβαίνουμε.

Για την αναζήτηση του προσωπικού Ικιγκάι, ο Ιάπωνας ψυχίατρος Σόμα Μορίτα δημιούργησε τη θεραπεία Μορίτα, το διαλογισμό Νάικαν και τη Zεν φιλοσοφία.

Οι άγνωστοι ήρωες των Περσικών πολέμων που πολέμησαν μέχρι θανάτου για να υπερασπιστούν την Ακρόπολη

Η Ακρόπολη εκτός από ιερός βράχος των προγόνων μας, λόγω του Παρθενώνα, ήταν επίσης και τόπος μίας από τις ηρωικότερες αλλά και πιο άγνωστες μάχες των Περσικών Πολέμων, όπου μία χούφτα Αθηναίοι πολέμησαν μέχρι θανάτου εναντίον των πολλαπλάσιων Περσών.

Οι Ελληνοπερσικές συγκρούσεις έγιναν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη στην Ελλάδα που είχε ως στόχο την καθυπόταξη εκείνων των ελληνικών πόλεων-κρατών που είχαν αρνηθεί να του δώσουν «γη και ύδωρ», όπως ήταν ο συμβολισμός.

Εκτός, όμως, από τις παραπάνω μάχες, το 480 π. Χ. υπήρξε και μία ακόμη αναμέτρηση Ελλήνων (Αθηναίων) και Περσών που δεν είναι γνωστή. Τον Αύγουστο του 480 π. Χ, οι Πέρσες κατέλαβαν την Αθήνα που είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους της αλλά ανακάλυψαν ότι στην Ακρόπολη βρίσκονταν οχυρωμένοι λίγοι υπερασπιστές και ότι θα έπρεπε να την πολιορκήσουν προκειμένου να την καταλάβουν.

Ο Ηρόδοτος που είναι η βασική πηγή για τα γεγονότα των Μηδικών Πολέμων στις αρχές του 5ου αιώνα π. Χ, δίνει στοιχεία για το ποιοι μπορεί να ήταν αυτοί οι Αθηναίοι υπερασπιστές, Σύμφωνα με εκείνον, λίγο πριν ο Ξέρξης και το στράτευμά του φθάσουν στην Ελλάδα οι Αθηναίοι πήραν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών ότι η σωτηρία τους θα ήταν «τα ξύλινα τείχη».

Ο Θεμιστοκλής ερμήνευσε το χρησμό λέγοντας ότι τα ξύλινα τείχη ήταν οι αθηναϊκές τριήρεις, ενώ κάποιοι άλλοι ότι θα έπρεπε να οχυρώσουν την Ακρόπολη μ’ ένα ξύλινο φράγμα. Η γνώμη του Θεμιστοκλή επικράτησε και έτσι λίγο πριν οι Πέρσες φθάσουν στην Αθήνα οι περισσότεροι Αθηναίοι έφυγαν με τις οικογένειές τους πάνω στις τριήρεις. Τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι βρήκαν καταφύγιο στην Τροιζηνία και την Αίγινα ενώ οι μάχιμοι άνδρες παρέμειναν στα πλοία που είχαν αγκυροβολήσει στη Σαλαμίνα.

Όμως όπως ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος, λίγοι Αθηναίοι που ήταν οι ταμίες του ναού της Αθηνάς και μερικοί άποροι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Κλείστηκαν στην Ακρόπολη και οχύρωσαν με ξύλινο φράχτη την είσοδο της. Αυτή ήταν άλλωστε η ερμηνεία που είχαν δώσει στο χρησμό. Επρόκειτο δηλαδή για άνδρες που μόνο αξιόμαχοι μαχητές δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Έτσι προκαλεί έκπληξη αυτό που στη συνέχεια αφηγείται ο Ηρόδοτος.


Λήψη από το σπήλαιο που βρισκόταν το ιερό της Αγλαύρου.

Όταν ο περσικός στρατός προσπάθησε να προσεγγίσει την Ακρόπολη οι υπερασπιστές της αμύνθηκαν σθεναρά. Από τον απέναντι λόφο του Αρείου Πάγου οι Πέρσες έριχναν φλεγόμενα βέλη στον ξύλινο φράχτη στην είσοδο της Ακρόπολης. Όταν άρπαξε φωτιά, οι Πέρσες εφόρμησαν αλλά αποκρούστηκαν παρ’ όλο που το φράγμα είχε πια καεί. Επιπλέον, έριχναν πάνω από την Ακρόπολη μεγάλα λιθάρια που καταπλάκωναν τους Πέρσες. Για πολύ ώρα ο Ξέρξης δεν ήξερε τι να κάνει. Μαζί του είχε συγγενείς του πρώην τυράννου της Αθήνας Ιππία, τους οποίους έστειλε στους υπερασπιστές της Ακρόπολης με όρους παράδοσης. Όμως αυτοί αρνήθηκαν.

Τη λύση έδωσε τελικά μία επίλεκτη ομάδα του περσικού πεζικού που κατάφερε να προσεγγίσει την Ανατολική Κλιτύ του ιερού βράχου, κοντά στο σπήλαιο όπου βρισκόταν το ιερό της Αγλαύρου και ορκίζονταν οι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες. Επρόκειτο για το πιο απότομο σημείο της Ακρόπολης και έτσι οι λιγοστοί υπερασπιστές της δεν είχαν σκοπούς σ’ εκείνο το σημείο αφού δεν πίστευαν ποτέ ότι οι Πέρσες θα μπορούσαν να ανέβουν από εκεί.

Ήταν ένα τραγικό λάθος, γιατί οι συγκεκριμένοι Πέρσες φαίνεται ότι ήταν εκπαιδευμένοι για να μπορούν να αναρριχώνται σε απότομα σημεία και να αιφνιδιάζουν τον εχθρό. Μπορούμε δηλαδή να τους χαρακτηρίσουμε σαν «προδρόμους» των σημερινών ορεινών καταδρομέων).

Έτσι, ενώ οι υπερασπιστές της Ακρόπολης είχαν εμπλακεί σε αγώνα θανάτου με τους Πέρσες μέσα στη φλεγόμενη είσοδο της Ακρόπολης, οι Πέρσες «καταδρομείς» ξεκίνησαν την αναρρίχησή τους. Μέσα σε λίγη ώρα είχαν σκαρφαλώσει και βρέθηκαν στα μετόπισθεν των Αθηναίων. Οι Πέρσες περικύκλωσαν τους λιγοστούς μαχητές. Ήταν μία επανάληψη της Μάχης των Θερμοπύλων που είχε διεξαχθεί μόλις μερικές εβδομάδες πριν.


Αιχμές περσικών βελών από την πολιορκία του 480 π.Χ. που βρέθηκαν από Αμερικανούς αρχαιολόγους σε ανασκαφές στη Βόρεια Κλιτύ της Ακρόπολης.

Οι Αθηναίοι έδωσαν σκληρό αγώνα αλλά οι εισβολείς είχαν το πλεονέκτημα καθώς χτυπούσαν τους αντιπάλους τους από μακριά, με χιλιάδες βέλη και δόρατα. Κάποιοι προτίμησαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας από την Ακρόπολη ενώ άλλοι κατέφυγαν στο ναό της Αθηνάς όπου οι Πέρσες τους σκότωσαν. Στη συνέχεια οι κατακτητές έβαλαν φωτιά στα ιερά της Ακρόπολης και έσπασαν όλα τα αγάλματα και τα αναθήματα.

Οι Αθηναίοι που το 480 π. Χ. υπερασπίστηκαν την Πόλη τους, έδειξαν εμπράκτως, ότι ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν τους εισβολείς μέχρι θανάτου. Υπήρξαν οι ανώνυμοι ήρωες των Μηδικών Πολέμων αφού η θυσία τους μπήκε στο περιθώριο της ιστορίας. Τα λείψανα ενός απ’ αυτούς ανακαλύφθηκαν στη διάρκεια ανασκαφών μεταξύ 1932-1934 στη Βόρεια Κλιτύ της Ακρόπολης από αρχαιολόγους της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.

Πρόκειται για τον σκελετό ενός άνδρα που από τη στάση του σώματος, ήταν μπρούμητα με γόνατα λυγισμένα, και τα τραύματα στα οστά φαίνεται ότι είχε πέσει από την Ακρόπολη, αλλά δεν είχε ενταφιαστεί. Πολύ κοντά στα οστά, ανακαλύφθηκαν αιχμές περσικών βελών της εποχής των Μηδικών Πολέμων παρόμοια με άλλα που έχουν βρεθεί σε διάφορα σημεία της Ακρόπολης. Οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι που ανέσκαψαν το σκελετό πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν από τους υπερασπιστές του 480 π. Χ. που έπεσε στο κενό, αφού χτυπήθηκε από βέλη. Στο σημείο της πτώσης του υπάρχει αρκετό χώμα και συμπέραναν ότι η σορός του καλύφθηκε από αυτό και κατά συνέπεια, δεν ανακαλύφθηκε από τους Αθηναίους όταν επέστρεψαν μετά από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Για το σκελετό του πεσόντος υπερασπιστή της Ακρόπολης το 480 π.Χ., βλ. Oscar Broneer, Excavation on the North Slope of the Acropolis in Athens, 1933-1934, Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens, Τόμος 4, 1935, σελίδες 109-188 και ιδιαίτερα σελίδα 117 με σχέδιο του σκελετού και λεζάντα «skeleton of fallen warrior» («σκελετός πεσόντος πολεμιστή»)

CARL YOUNG: Σε όλα τα αποφασιστικά θέματα δεν ήμουνα πια ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά μόνος παντού

Κάποιοι σίγουρα διαβάζοντας τα παρακάτω αποσπάσματα θα ανακαλύψετε σε μερικά από αυτά πτυχές και του δικού σας χαρακτήρα και προσωπικά το θεωρώ σπουδαίο.

Η διαφορά ανάμεσα στους περισσότερους ανθρώπους και σε μένα είναι ότι για μένα τα «διαχωριστικά τείχη» είναι διαφανή. Αυτή είναι η ιδιομορφία μου. ΄Αλλοι βρίσκουν αυτά τα τείχη τόσο αδιαπέραστα που δεν βλέπουν τίποτα πίσω τους και γι’ αυτό νομίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Ως ένα σημείο βλέπω τις διεργασίες που γίνονται στο πίσω μέρος και αυτό μου δίνει μία εσωτερική βεβαιότητα. Οι άνθρωποι που δεν βλέπουν τίποτα, δεν έχουν βεβαιότητες και δεν μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα – ή αν βγάζουν δεν τα εμπιστεύονται.

Η γνώση των διεργασιών του βάθους διαμόρφωσε από νωρίς τη σχέση μου προς τον κόσμο. Βασικά, η σχέση αυτή ήταν η ίδια στην παιδική μου ηλικία που είναι και τώρα. Ως παιδί ένιωθα μόνος, και ακόμα το νιώθω, επειδή γνωρίζω πράγματα και πρέπει να θέλω πράγματα που οι άλλοι, όπως φαίνεται, τα αγνοούν και που δεν θέλουν οι περισσότεροι να μάθουν. Η μοναξιά δεν προέρχεται από το ότι δεν έχει κανείς ανθρώπους γύρω του αλλά από το να μην μπορεί να ανακοινώσει τα πράγματα που του φαίνονται σπουδαία ή από το ότι έχει ορισμένες απόψεις που οι άλλοι τις βρίσκουν απαράδεκτες.

Είναι πολύ σημαντικό το να έχει κανείς ένα μυστικό, ένα προμήνυμα άγνωστων πραγμάτων. Η ζωή του γεμίζει με κάτι το απρόσωπο, το «υπερφυσικό». Όποιος ποτέ δεν είχε αυτή την εμπειρία έχει χάσει κάτι πολύ σπουδαίο. Πρέπει να νιώθει ότι ζει σ’ έναν κόσμο που, από ορισμένες πλευρές, είναι μυστηριώδης, ότι συμβαίνουν πράγματα που παραμένουν ανεξήγητα, ότι δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν όλα όσα γίνονται. Το απροσδόκητο και το απίστευτο ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Μόνο τότε η ζωή είναι ολόκληρη. Για μένα ο κόσμος υπήρξε ανέκαθεν άπειρος και ασύλληπτος.

Για μένα, δεν υπάρχει λύτρωση «με κάθε μέσο». Δεν μπορώ να λυτρωθώ από κάτι που δεν κατέχω, που δεν έχω κάνει ή δεν έχω ζήσει. Η πραγματική λύτρωση γίνεται εφικτή για μένα μόνο όταν έχω κάνει όλα όσα ήμουν ικανός να κάνω, όταν έχω αφοσιωθεί απόλυτα σε κάτι και το έχω ζήσει ως το ακραίο του σημείο. Φυσικά, μπορεί να υπάρχουν σοβαροί λόγοι που να μην μου επιτρέπουν να βυθιστώ σε μια ορισμένη εμπειρία. Αλλά τότε είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω την ανικανότητά μου και θα πρέπει να ξέρω ότι ίσως να έχω παραμελήσει κάτι ζωτικής σημασίας.

Όποτε εγκαταλείπουμε, αφήνουμε πίσω μας και λησμονούμε πάρα πολλά, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να επιστρέψουν με μεγαλύτερη δύναμη αυτά που παραμελήσαμε. (Γι’ αυτό και ο άνθρωπος μπορεί να συνδιάσει κάποιες καταστάσεις μαζί, χωρίς να αναιρεί η μία την άλλη)

Εκείνη την εποχή κατάλαβα ότι μέσα στην ψυχή, από τις αρχέγονες αρχές της, υπήρχε μια επιθυμία για το φως και μια ασίγαστη ώθηση για ανάδυση από την αρχέγονη σκοτεινιά. ΄Οταν πέφτει η μεγάλη νύχτα, τα πάντα αποκτούν μια νότα βαθιάς συντριβής και κάθε ψυχή κατακλύζεται από έναν ανέκφραστο πόθο για το φως. Αυτό είναι το συγκρατημένο συναίσθημα που διακρίνει κανείς στα μάτια των πρωτογόνων καθώς και στα μάτια των ζώων. Τα μάτια των ζώων εκφράζουν μια θλίψη και ποτέ δεν ξέρουμε αν αυτή η θλίψη έχει σχέση με την ψυχή του ζώου ή αν είναι ένα σπαραχτικό μήνυμα από εκείνη την ύπαρξη που είναι ακόμα βυθισμένη στην ασυνειδητότητα.

Κατάλαβα ότι δεν καταλήγει κανείς πουθενά παρά μόνο αν μιλάει στους ανθρώπους για τα πράγματα που γνωρίζουν. Ο αφελής δεν καταλαβαίνει πως προσβάλλει τον συνομιλητή του όταν του μιλάει για πράγματα άγνωστά του. Κατέληξα στη διαπίστωση ότι μια νέα ιδέα ή ακόμα και μια ασυνήθιστη άποψη μιας παλιάς ιδέας, μεταβιβάζεται μόνο με γεγονότα. Τα γεγονότα μένουν και δεν είναι δυνατό να παραμεριστούν. Αργά ή γρήγορα, κάποιος τα ανακαλύπτει και ξέρει τι έχει ανακαλύψει.

Από την αρχή, είχα την αίσθηση του προορισμού, λες και η ζωή μου να μου είχε δοθεί από τη μοίρα και έπρεπε να εκπληρωθεί. Αυτό μου έδινε μια εσωτερική ασφάλεια και μολονότι δεν μπορούσα να το αποδείξω στον εαυτό μου, το απέδειξε αυτό σε μένα. Πολλές φορές, είχα την αίσθηση ότι σε όλα τα αποφασιστικά θέματα δεν ήμουνα πια ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά μόνος παντού. Και όταν βρισκόμουν «εκεί», όπου δεν ήμουν πια μόνος, βρισκόμουν έξω από τον χρόνο. Ανήκα στους αιώνες. Και Αυτός που έδινε τότε την απάντηση ήταν Αυτός που πάντα υπήρχε, που υπήρχε πριν από τη γέννησή μου. ΄Ηταν παρών Αυτός που υπάρχει πάντα. Αυτές οι συνομιλίες με τον «΄Αλλον» αποτελούσαν τις πιο βαθιές μου εμπειρίες. Από τη μια, ένας ματωμένος αγώνας, από την άλλη υπέρτατη έκσταση.
(Ο καθένας από εμάς μπορεί να ονομάσει αυτό το “‘Αλλο” όπως θέλει).

Carl G. Jung, Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα

Προσωκρατικών οράματα

Πως ο γαλαξίας των «πρώτων φιλοσόφων» αποκρυπτογραφεί τον κόσμο και ανοίγει τον δρόμο για το πέρασμα από το ζοφερό σύμπαν της δεισιδαιμονίας στη λογοκρατούμενη κοινωνία των πολιτών

«Πριν από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν υπήρξε καμία σχολή εφοδιασμένη με θεωρητική και οργανωτική δομή».

Μια εγκυκλοπαίδεια της φυλής

Η ελληνική κοινωνία του 6ου αιώνα π.Χ. (η οποία προκύπτει μετά από μακρά βασανιστική περίοδο κυοφορίας από τα ερείπια των μυκηναϊκών βασιλείων) ήταν ένα διαρθρωμένο πολύπλοκο μόρφωμα. Αποτελούνταν από ένα πλήθος πόλεων, οι οποίες καταλάμβαναν έναν χώρο που απλωνόταν από τα ιωνικά παράλιά του Αιγαίου ως τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία. Τις πόλεις αυτές κυβερνούσαν αριστοκρατίες κατά βά­ση γαιοκτημόνων που επιδίδονταν και στο ναυτικό εμπόριο με τις συνακόλουθες πολε­μικές και πειρατικές δραστηριότητες. Ισορ­ροπίες λίγο ως πολύ πρόσκαιρες υπήρχαν ανάμεσα σε αυτές τις αριστοκρατίες και έναν δήμο ο οποίος δεν ήταν μόνο αγροτικός πλέ­ον αλλά και αστικός και αποτελούνταν από τεχνίτες, ναύτες και εμπόρους. Αυτές οι κοι­νωνίες δεν διέθεταν ενιαία κεντρική μορφή ­εξουσίας, ούτε σε πολιτικοστρατιωτικό ούτε σε διοικητικό ούτε σε θρησκευτικό επίπεδο. Σε ό,τι μας αφορά, εδώ, αυτό το κενό αντα­νακλάτο και σε πολιτισμικό και σε διανοη­τικό επίπεδο. Δεν υπήρχε ούτε αποκαλυπτό­μενη σοφία ούτε ένα σύμπλεγμα παραδο­σιακών αντιλήψεων το οποίο μπορούσε να επιβληθεί από μια ενιαία θρησκευτική κάστα πάνω στην κοινωνία με την υποστήριξη της κρατικής εξουσίας.

Υπήρχαν βεβαίως πα­νελλήνιες τελετές και λατρείες, καθώς και μεγάλα ιερά, όπως αυτό των Δελφών, το ιε­ρατείο των οποίων διέθετε ευρύ κύρος: αλλά ούτε τα μεν ουτε τα δε μπορούσαν να ανα­φέρονται σε ένα καθορισμένο corpus γνώ­σεων και θεωριών το οποίο θα λειτουργού­σε ως πλήρες και οριστικό πολιτιστικό ρεπερτόριο. Αυτό το καθήκον είχαν ως κάποιον βαθμό τά ομηρικά ποιήματα, τα οποία, μαζί με το θεολογικό συμπλήρωμα που πρόσφεραν τα ποιήματα του Ησιόδου, αποτε­λούσαν την «εγκυκλοπαίδεια της φυλής» των Ελλήνων (Havelock). Η ικανότητα όμως αυ­τού του corpus να ικανοποιήσει τις συλλογι­κές ανάγκες γνώσης και προσανατολισμού στο εσωτερικό του νέου σύνθετου κοινωνι­κού περιβάλλοντος των πόλεων φθειρόταν ταχύτατα.

Βλέπουμε συνεπώς ότι η κρίση πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής κοινωνίας αντι­ κατοπτριζόταν και σε μια κρίση πολιτισμι­κής και πνευματικής εξουσίας. Η φθορά της παράδοσης άνοιγε ένα κενό που ωθούσε προς τη δημιουργία νέων μορφών; νέων δια­νοητικών στυλ, ικανών να συνθέσουν τα κοι νωνικά αιτήματα που οι παραδόσεις των Ελ­λήνων δεν ήταν πλέον σε θέση να ικανοποι­ήσουν, και να προτείνει νέες απαντήσεις, με μια διανοητική τόλμη ατό ύψος της εξελι­κτικής ενέργειας που διέθετε το νέο κοινω­νικό μόρφωμα της πόλεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπαγωγή αυτών των νέων μορφών...στη γέννηση της «φιλοσοφίας και των σχο­λών της, που προτείνεται από τον Aριστοτέ­λη, φαίνεται από πολλές πλευρές ανακριβής και αναχρονιστική. Ο ίδιος ο όρος «φιλο­σοφία», παρά το γεγονός ότι μια παράδοση ολόκληρη τον θέλει να κατάγεται από τους Πυθαγόρειους, στην πραγματικότητα δεν δια­πιστώνεται πριν από την εποχή του Πλάτω­να. To ρήμα «φιλοσοφώ», παρ’ ότι παλαιότερο, σηματοδοτούσε μια γενική γνωστική ενασχόληση (υπό αυτήν την έννοια ο Θου­κυδίδης μπορεί να βάζει τον Περικλή να λέ­ει, στον Eπιτάφιό του, ότι ολόκληρος ο αθη­ναϊκός λαός «φιλοσοφεί άνευ μαλακίας»).

Πολύ λιγότερο λοιπόν μπορούμε να μιλά­με για φιλοσοφικές «σχολές», παρ’ όλο που μια αναχρονιστική ιστοριογραφική παρά­δοση συνηθίζει να μιλάει για «σχολή της Μι­λήτου» ή «Ελεατική σχολή»: πριν από τον Πλά­τωνα και τον Αριστοτέλη δεν υπήρξε καμία σχολή εφοδιασμένη με θεωρητική και ορ­γανωτική δομή. Το περισσότερο που μας επι­τρέπεται να σκεφτούμε είναι ένα κοινό πο­λιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, όπως, το ιωνικό, ή σε μερικές περιπτώσεις μια απευ­θείας σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και μα­θητή, όπως αυτή του Παρμενίδη με τον Ζήνωνα.

Yπό το βλέμμα των σαμάνων

Εκείνο που έχει σημασία είναι να αντιληφθούμε ότι ανάμεσα στις νέες φυσιογνωμίες διανοητών, οι οποίες αργότερα θα ταξιvo­μηθούν ως «πρώτοι φιλόσοφοι» υπάρχει μια ριζική διαφοροποίηση προβληματικών απαντήσεων , στoxαστικού στυλ που τις καθιστά εντελώς ανυπότακτες, σε μια ομοιογενή και συνεχή γραμμή εξέλιξης. Τα μόνα πιθανά στοιχεία ομοιογένειας αυτών των φυσιογνωμιών πρέπει να αναζητηθούν στο κοινό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Στις παρυφές της αφετηρίας συναντάμε τις σαμανικές φυ­σιογνωμίες του αρχαϊκού πολιτισμού, ημί­θεους» με υπερφυσικές ικανότητες γνώσης και μαγικής ισχύος. Από αυτούς κατάγονται οι δάσκαλοι της αληθείας» , οι ποιητές και οι μάντεις πόυ - όπως υποστήριζε ακόμα και ο Εμπεδοκλής – διατηρούν ανάμεσα στους ανθρώπους ίχνη της συγγένειάς τους με το θείο. Αυτές τις φιγούρες σοφών οι «πρώτοι φιλόσοφοι» πρέπει να ανταγωνιστούν, επιχειρώντας να υπονομεύσουν την κοινωνική τους αξιοπιστία με σκοπό την αντικατάστασή της με μια νέα, πιο ισχυρή και πειστική ικανό­τητα σκέψης. Από τους ανταγωνιστές τους κληρονομούν μια βασική φιλοδοξία: την επιθυμία να τεθούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ ανθρώπων και μιας αλήθειας ανώτερης τά­ξης - είτε κοσμικού είτε θεϊκού επιπέδου ­της οπoίας καθίστανται ερμηνευτές και «προ­φήτες» απέναντι στην κοινότητα στην οποία ανήκουν. Από αυτή τη φιλοδοξία κατάγεται επίσης ένα δομικό αμφίρροπo της σκέψης τους και του τρόπου έκφρασής της: από τη μία πλευρά εμφανίζονται να προφέρουν μια αλήθεια οριστική και πλήρη, στην οποία έχουν μυηθεί μέσα από ανεξερεύνητα μονοπάτια, ακριβώς όπως οι ποιητές και οι μάντεις, και από την άλλη αποσκοπούν στο να καταστήσουν τούτη την αλήθεια αποδεκτή και πειστική σε όλους, άρα τείνουν – αντίθετα απ’ ότι οι προκάτοχοι και ανταγωνιστές τους – να επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της αλήθειας με τους τρόπους που εξαπλώνονται μέσα στην πόλη διά μέσου του δημόσιου λόγου.

Πέρα όμως από το κοινό σημείο καταγωγής και τις κοινές προθέσεις, ο διανοητικός γαλαξίας των «πρώτων φιλοσόφων» διαφοροποιείται και με βάση την κοινωνική θέση τους, το κοινό στο οποίο απευθύνονται και τα αντικείμενα ενασχόλησης, αλλά ακόμη και με βάση τους τρόπους ζωής που υιοθετούν και κηρύττουν. Με αυτό λοιπόν το κριτήριο μπορούμε να μιλήσουμε για δύο μεγάλες διαφορετικές προσεγγίσεις.

Το περιβάλλον της Μιλήτου

Στο περιβάλλον της Ιωνίας οι νέοι διανοητές, όπως ο Θαλής και στη συνέχεια οι Μιλήσιοι Αναξίμανδρος και Αναξιμένης, εμφανίζονται συνδεδεμένοι, από καταγωγή και σίγουρα λόγω του κοινού στο οποίο απευθύνονταν, με μια αριστοκρατία ναυτικών και εμπόρων. Οι απαιτήσεις αυτού του κοινού αφορούν τη γνώση του κόσμου: μια γνώση κατά μείζονα λόγο γεωγραφική και εθνολογική, έπειτα, γενικότερα, κοσμογονική, αστρονομική και φυσική. Οι νέοι σοφοί γίνονται κύριοι του υλικού που τους πρόσφερε τόσο η Ελληνική όσο και η ανατολική μυθική παράδοση, αλλά είναι σημαντική πνευματική χειρονομία με την οποία μεταλλάσσουν το κληροδότημα των προκατόχων τους: στα απλά αλλά ισχυρά κοσμολογικά τους συστήματα εξαφανίζεται κάθε αναφορά στους Θεούς, στη γενεαλογία τους και στην εξουσία τους.


Παρ’ όλο που το υλικό που χρησιμοποιούν και η φιλοδοξία που έχουν ανήκουν ακόμη στη μυθική παράδοση, μαζί τους γεννιέται μια εξόχως σφριγηλή διανοητική απόπειρα - αν και ακατέργαστη ακόμη και ευρέως παραδομένη σε μια φαντασία που γενικεύει - να σκεφτούν τη φύση και τον κόσμο δίχως να ανατρέξουν καθόλου στη θεϊκή κυριαρχία πάνω στον κόσμο και στο παιχνίδι υπερφυσικών βουλήσεων και δυνάμεων. Πρόκειται για μια μορφή σκέψης λοιπόν πλήρως ενταγμένης στην κοινωνική κρίση κυριαρχίας στο εσωτερικό της οποίας είχε γεννηθεί. Σημαντικός είναι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο η σκέψη αυτή εκφράζεται: σύντομα γραπτά σε πεζό λόγο, τα οποία μπορούσαν να απομνημονευθούν εύκολα λόγω της υποβλητικής τους δύναμης μολονότι παραιτούνταν εκούσια και με πολεμική διάθεση από το ποιητικό μέτρο.

Το στοχαστικό ύφος

Κατά τον 6ο και στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. όμως υπάρχει και ένα άλλου είδους στοχαστικό στυλ που εκφράζεται από φυσιογνωμίες διανοητών διαφορετικής κοινωνικής καταγωγής και έμπνευσης από τους προηγούμενους. Με βεβαιότητα ο Ηράκλειτος και πιθανώς ο Παρμενίδης ανήκουν σε αριστοκρατικές ομάδες σχετιζόμενες με θρησκευτικά λειτουργήματα. Η οικογένεια του πρώτου είχε δικαίωμα στον παραδοσιακό τίτλο του βασιλέως, ο δεύτερος μας είναι γνωστός ως αρχηγός μιας θρησκευτικής αδελφότητας (φύλαρχος) αφιερωμένης στη λατρεία του Απόλλωνα. Όσο για τον Πυθαγόρα, έδρασε αναμφίβολα στη Μεγάλη Ελλάδα ως ιδρυτής μιας μυσταγωγικής σέχτας, με κλίση στην πολιτική εξουσία στο όνομα ενός προγράμματος ηθικής σωτηρίας και εξαγνισμού της ζωής. Όλες αυτές οι μορφές αντιδρούσαν, με διαφορετικούς τρόπους, σε μια θρησκευτική κρίση: η παλαιά ολύμπια θρησκεία των ποιητών, ολοένα και πιο δεσμευμένη στα πολιτικά πράγματα των νεότευκτων πόλεων, δεν φαινόταν ικανή να απαντήσει στα προβλήματα της ατομικής σωτηρίας, στη φοβία της συμφοράς, της μίανσης, του επέκεινα. Μπροστά σε αυτή την κρίση η απάντηση που έδωσε αυτό το φιλοσοφικό περιβάλλον κινείται σε δύο άξονες που θα έχουν ιστορική συνέχεια: τη σύλληψη της ψυχής, που για πρώτη φορά διατυπώνεται αυστηρά από τους Πυθαγόρειους, και την ισχυρότατη θεωρία του Είναι-Σκέψη, ως υποκατάστατου και κληρονόμου των αρχαίων θεοτήτων, την οποία προτείνει ο Παρμενίδης. Και αυτού του είδους το διανοητικό στυλ είναι εκείνο που θα επηρεάσει βαθιά τη σωκρατικοπλατωνική φιλοσοφία.

Η «ρήξη» και το «χάσμα», λοιπόν, ανάμεσα στους «προσωκρατικούς» και σε ό, τι επακολούθησε, ιδωμένα υπό το πρίσμα της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας αυτής της περιόδου, φαίνεται να μην είναι τόσο βαθιά όσο θα ήθελε ο Αριστοτέλης. Αλλωστε είναι γνωστό ότι οι απαρχές της φιλοσοφίας, η κατάδειξη των πρωταγωνιστών της, οι βασικοί χαρακτήρες της και οι περίοδοι της εξέλιξής της οφείλονται σε μια κατασκευή του Αριστοτέλη. Στο πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης σκιαγραφεί την προϊστορία της φιλοσοφίας, όπου βέβαια «φιλοσοφία» είναι δική του: αποκόλληση από τη μυθολογική «θεολογία" των ποιητών ( όπως ο Ησίοδος και οι Ορφικοί), θέση του πρωταρχικού ερωτήματος επί της αρχής, επί της αρχής δηλαδή του φυσικού κόσμου και των νόμων που τον κυβερνούν, έρευνα των «αιτίων» ή των λόγων οι οποίοι εξηγούν τις μεταβολές που χαρακτηρίζουν αυτόν τον κόσμο. Τους θεμελιωτές και τους επιγόνους αυτής της προϊστορίας καταδεικνύει ο Αριστοτέλης, από τον Θαλή στους Ίωνες, από τους Πυθαγόρειους στους Ελεάτες, από τον Εμπεδοκλή στους Ατομιστές. Στο τέλος όμως της προϊστορίας αυτής, ο Αριστοτέλης σημειώνει μία ρήξη η οποία, ως ένα σημείο, αποτελεί και το τέλος της, μια ρήξη παρόμοια με εκείνη που έλαβε χώρα στις απαρχές της απέναντι στους «θεολόγους ποιητές». Η ρήξη του τέλους σηματοδοτείται από τον Σωκράτη, από τη μετακίνησή του, προκειμένου να κατανοήσει τον κόσμο, στο επίπεδο μιας θεωρίας περιορισμένης ακόμη στο πεδίο της ηθικής, όπου πρωταγωνιστούν οι έννοιες.

Η εξαιρετική δομική και απλουστευτική ισχύς της σκέψης του Αριστοτέλη -πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ιστορική της εγκυρότητα -είναι εκείνη που εξασφάλισε την επιβίωση αυτής της εικόνας των απαρχών της φιλοσοφίας.

Αυτή η εικόνα της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» παραδινόταν σε μια αιωνόβια διάρκεια διά μέσου της συστηματοποίησής της από τον Θεόφραστο, τον πρώτο μαθητή του Αριστοτέλη, μεταγγιζόταν στην αρχαία δοξογραφική παράδοση, μεγάλο μέρος της οποίας συλλέγεται στο βιογραφικό έργο του Διογένη του Λαέρτιου, και από εδώ περνάει στην αναγεννημένη ιστορικοφιλοσοφική συνειδητοποίηση της Δύσης. Δίχως μεγάλες αλλοιώσεις στην πραγματικότητα, η αριστοτελική εικόνα των αρχών τής προ Σωκράτη φιλοσοφίας μεταβάλλεται σε σύστημα από τον Χέγκελ, υπό τη μορφή της αρχής της ιστορίας του απόλυτου πνεύματος. Αυτό που πλέον είχε γίνει η αριστοτελικοχεγκελιανή κατασκευή της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» θα αποκρυσταλλωνόταν , από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα, σε δύο μεγάλα επιστημονικά μνημεία της φιλοσοφικής ιστοριογραφίας: στη Φιλοσοφία των Ελλήνων του Eduard Zeller και στη συλλογή μαρτυριών και αποσπασμάτων επιμελημένη από τον Η. Diels (στη συνέχεια βελτιωμένη από τον W. Kranz), γνωστής ακριβώς με τον τίτλο Vorsokratiker: από αυτό το σημείο και έπειτα, ακριβώς εκείνοι που ο Αριστοτέλης χρονολόγησε και ονομάτισε «προσωκρατικούς» γίνονται ένα corpus, όπως το πλατωνικό και το αριστοτελικό.

Με μια περίεργη εξέλιξη όμως: αν από τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ οι «προσωκρατικοί» θεωρήθηκαν θεμελιωτές της φιλοσοφίας, σε άλλα διανοητικά περιβάλλοντα - από τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ - θεωρήθηκαν θεματοφύλακες μιας καταγωγικής σοφίας που προοριζόταν να απολεσθεί ακριβώς μετά από το σωκρατικό σχίσμα και την πλατωνικοαριστοτελική μεταφυσική. Επρόκειτο για μια εντελώς αντίρροπη αξιολόγηση, η οποία όμως δεν μετέβαλε ουσιωδώς ούτε τις επιλογές ούτε την απόδοση χαρακτηριστικών που έκανε ο Αριστοτέλης. Αυτή η απεικόνιση των απαρχών της φιλοσοφίας, αντιθέτως, τέθηκε υπό συζήτηση από τη φιλοσοφική ιστοριογραφία του 200ύ αιώνα, και μάλιστα τόσο πιο ριζοσπαστικά όσο περισσότερο η ιστοριογραφία αυτή αμφισβητώντας την ιδέα μιας γραμμικής και συνεχούς εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας» ή της «ιστορίας του πνεύματος» επικέντρωνε την προσοχή της στα γλωσσολογικά, ανθρωπολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της ιστορίας των πολιτισμών, τα οποία καθιστούσαν αναληθοφανή την εικόνα μιας ουσιαστικής συνέχειας της σκέψης από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ.

Την επινόηση των απαρχών της φιλοσοφίας ήρθαν τότε να αντικαταστήσουν ερωτήματα πιο αληθοφανή από ιστορική άποψη, τα οποία αμφισβητούσαν την ιδέα μιας ομοιογενούς και γραμμικής εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας».

Η παντογνωσία του Θεού και η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου

Ελεύθερη βούληση

Εγείρονται πολλές φορές ερωτήσεις από άθρησκους και άθεους ανθρώπους αλλά και από θρήσκους γιατί ο Θεός (στη μονοθεϊστική εκδοχή της θρησκείας που έτσι και αλλιώς κυριαρχεί αριθμητικά σήμερα) δεν κάνει ένα μικρό μαγικό και να εξαφανίσει μια και καλή το κακό από τον κόσμο. Πόλεμους, ασθένειες, πείνα, δυστυχία κ.λπ. Ή γιατί δεν εμφανίζεται μια και καλή σε όλους με όλη τη μεγαλοπρέπειά του και να αποδείξει την παρουσία του; Η τυπική απάντηση είναι ότι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο την ελεύθερη βούληση και όλο αυτό το κακό είναι ακριβώς αποτέλεσμα των επιλογών των ίδιων των ανθρώπων. Και ότι φυσικά δεν θέλει να εξαναγκάσει τον άνθρωπο να πιστέψει σε αυτόν αλλά αυτός να το επιλέξει από μόνος του.

Αν όμως ισχύει το επιχείρημα της ελεύθερης βούλησης τότε αυτή έρχεται σε σύγκρουση με την παντογνωσία του Θεού (εβραϊκού, χριστιανικού ή μουσουλμανικού), δηλαδή την δυνατότητα του να γνωρίζει τα πάντα. Η επίκληση της ελεύθερης βούλησης όμως θα είχε λογική εάν ο φορέας της, δηλαδή ο άνθρωπος μπορούσε να αποφασίσει με τρόπο που ο Θεός δε θα μπορούσε να γνωρίζει εκ των προτέρων. Αν μπορούσε δηλαδή ένας άνθρωπος να αιφνιδιάσει τον Θεό με τις αποφάσεις του. Αν ο Θεός όμως γνωρίζει (ως παντογνώστης) εξ αρχής π.χ τις αποφάσεις του η ελεύθερη βούληση δεν υφίσταται επειδή μπροστά σε ένα δίλημμα η απόφασή του είναι ήδη γνωστή για τον Θεό πριν καν παρθεί από αυτόν.

Πρακτικά δηλαδή αν πάρουμε ως δεδομένη την ύπαρξη του παντογνώστη Θεού η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου δεν υφίσταται καθώς θα συγκρούονταν με τη γνώση του Θεού. Εκτός και αν αποφασίσουμε ότι ο Θεός δε γνωρίζει τις αποφάσεις μας άρα και τα μελλούμενα οπότε σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζεται ως ένας Θεός με αδυναμίες, ο οποίος δρα και αυτός μέσα σε ορισμένα όρια.

Αλλά υπάρχει και το εξίσου μεγάλο θέμα με την ελεύθερη βούληση του ίδιου Θεού και τη σχέση του Θεού όχι με τον κόσμο και τον άνθρωπο αλλά με τον εαυτό του. Θα πρέπει να πάρουμε ως δεδομένο ότι υπήρχε μια χρονική στιγμή στην οποία ο Θεός θα πρέπει να ήταν μόνος του. Την χρονική περίοδο δηλαδή όπου δεν είχε δημιουργήσει τίποτα και άρα ενώ το καλό υπήρξε (προσωποποιημένο από τον ίδιο) το κακό δεν υπήρξε. Ήξερε λοιπόν ο Θεός όταν έφτιαχνε τον κόσμο εκ των προτέρων την πορεία του; Ήξερε πριν ακόμη κάνει το οτιδήποτε ότι από τα δημιουργήματά του θα αποκτούσε τον μεγάλο του αντίπαλο, τον διάβολο ο οποίος είναι λέει εκπεσών άγγελος; Γνώριζε εκ των προτέρων ότι αργότερα ένα άλλο δημιούργημά του, ο άνθρωπος θα αποφάσιζε στην Εδέμ να φάει τον καρπό από το δέντρο της γνώσης; Αφού ο Θεός είναι παντογνώστης φυσικά και ήξερε. Και τα δύο γεγονότα. Παρόλα αυτά αποφάσισε να δημιουργήσει τον κόσμο όπως ακριβώς τον δημιούργησε. Δεν μπορούσε λοιπόν ή δεν ήθελε να φτιάξει έναν κόσμο τέλειο εξασφαλίζοντας από την αρχή την απουσία του κακού;

Αν ήθελε;

Ήθελε αλλά δε μπορούσε μήπως στο επίπεδο της πράξης; Κάτι τέτοιο είναι αδυναμία του και άρα δεν είναι τέλειος ο ίδιος. Και αν δε μπορούσε να φτιάξει από την αρχή έναν τέλειο κόσμο πώς είναι δυνατό να εμπιστευτεί κανείς την κρίση του τη Δευτέρα παρουσία.

Μήπως όμως δε μπορούσε στο επίπεδο της απόφασης; Ουσιαστικά αυτό σημαίνει, έχει ο Θεός ελεύθερη βούληση ή ήξερε για τον εαυτό του ότι θα αποφάσιζε έτσι; Στην περίπτωση αυτή ο Θεός δεν έχει ούτε αυτός ελεύθερη βούληση αφού δεν μπορούσε να αιφνιδιάσει ούτε τον εαυτό του. Ήταν δηλαδή αναγκασμένος να αποφασίσει όπως ξέρουμε ότι αποφάσισε κάτι που περαιτέρω σημαίνει ότι και ο ίδιος ο Θεός υπακούει σε μία κάποια Ειμαρμένη. Σε κάποια απροσδιόριστη δύναμη δηλαδή στην οποία και αυτός είναι δέσμιος. Ακόμη δηλαδή και αυτός ο Θεός του μονοθεϊσμού είναι εγκλωβισμένος σε επιλογές που ο ίδιος προγνωρίζει και δεν μπορεί να τις αλλάξει καθώς αυτό θα έρχονταν σε αντίφαση με αυτό το οποίο ήδη ξέρει ακόμη και για τον εαυτό του.

Υπάρχει βέβαια και η προοπτική ο Θεός να έχει γνώση για γεγονότα τα οποία δεν έχουν συμβεί. Αν π.χ δεν είχε στείλει τον γιο του το έτος μηδέν κατά τον χριστιανισμό ή τον Μωάμεθ κατά τον μουσουλμανισμό ο κόσμος θα είχε φυσικά μια διαφορετική πορεία. Τα γεγονότα θα ήταν διαφορετικά. Είναι λοιπόν ένα ερώτημα αν ο Θεός γνωρίζει την πορεία που θα είχε ο κόσμος μέχρι το έτος μας (2009) η οποία όμως δεν έχει συμβεί για εμάς. Στην περίπτωση αυτή πάλι πώς ξέρουμε ότι δε θα ήταν καλύτερα τα πράγματα απ΄ότι είναι τώρα; Οι άνθρωποι φυσικά δεν μπορούμε να το ξέρουμε γιατί μας λείπουν τα δεδομένα και δε μπορούμε να κρίνουμε. Αλλά μετά είναι σαν να αποφάσισε ο Θεός για εμάς για την συνέχιση της ιστορίας και όχι ο άνθρωπος μόνος του. Κάθε παρέμβαση του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία όπως αποστολή προφητών, του Ιησού, τα θαύματα κ.α είναι ουσιαστικά αιτίες για αλλαγή των γεγονότων σε σχέση με τα αντίστοιχά τους αν ο άνθρωπος αποφάσιζε εντελώς ανεπηρέαστος από τέτοιες παρεμβάσεις. Ουσιαστικά η ελεύθερη βούληση για τον άνθρωπο θα είχε τότε μόνο νόημα όταν ακόμη και αν υπήρχε ο Θεός αυτός δεν θα ασχολούνταν καθόλου με τα ανθρώπινα.

Και αν δεν ήθελε;

Αν όμως τελικά τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει και ο Θεός μπορούσε τόσο στο επίπεδο της απόφασης όσο και στο επίπεδο της πράξης να δημιουργήσει τον τέλειο κόσμο αλλά απλώς δεν ήθελε σημαίνει αυτό ότι σε τελευταία ανάλυση σκοπίμως δημιούργησε το κακό. Και εδώ γεννάται επιπλέον το ερώτημα ποιος ο ρόλος του αντίπαλου δέους του Θεού. Για λόγους οικονομίας ας πάρουμε ως πραγματικό γεγονός την ιστορία με τον Αδάμ, την Εύα και το φίδι. Ήταν το φάγωμα του μήλου το πρόβλημα ή η ύπαρξη της μηλιάς; Ο Θεός ήξερε εκ των προτέρων (εφόσον παντογνώστης) ότι ο Διάβολος θα εισέρχονταν στον παράδεισο και θα έπειθε την Εύα να δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό. Αν δηλαδή ο Θεός δεν είχε βάλει το δέντρο της γνώσης και να εισέρχονταν ο διάβολος στον Παράδεισο δε θα μπορούσε να πετύχει το σχέδιό του αφού κάτι άλλο δεν ήταν απαγορευμένο. Άρα λοιπόν είναι σαν να ήθελε ο Θεός να έρθουν τα πράγματα όπως ήρθαν. Ο Θεός επίσης δεν εμπόδισε τον Διάβολο να εισέλθει στην Εδέμ ούτε δεν έθεσε απαγορεύσεις για να προστατέψει το δημιούργημά του και να αφοπλίσει έτσι τον διάβολο.

Στην περίπτωση αυτή λοιπόν μπορεί να ισχύουν οι παρακάτω τρεις υποπεριπτώσεις:

1) Ο Θεός δεν ήξερε τα σχέδια του διαβόλου (που όμως θα ακύρωνε την θέση ότι είναι τέλειος)
2) Ήταν κατά κάποιο τρόπο προσυννενοημένος με τον διάβολο να δοκιμάσει ο τελευταίος το δημιούργημά του (που όμως πάλι εγείρει θέμα παντογνωσίας του Θεού πέρα από το ηθικό της προσυνεννόησης με τον υποτίθεται μεγάλο εχθρό).
3) Ο Θεός ήθελε ο ίδιος να διαπιστώσει αν ο άνθρωπος θα υποκύψει στον πειρασμό χωρίς όμως να είναι προσυνεννοημένος με τον διάβολο (και ξανά θέμα παντογνωσίας του Θεού).

Είναι φανερό λοιπόν ότι ό,τι και ισχύει από τα παραπάνω οι επιλογές και πράξεις του Θεού και σε αυτή την περίπτωση έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την παντογνωσία που του αποδίδουν οι θρησκείες.

ΔΕΣ

Στην σκακιέρα του βιβλικού «Θεού»

Χριστιανισμός κι ελεύθερη βούληση

Η κατήχηση ως μέσον αναπαραγωγής του χριστιανικού ποιμνίου!

ΣΕΝΕΚΑΣ: Δεν ήταν μεγάλο το ταξίδι του, η ταλαιπωρία του ήταν μεγάλη

Δεν υπάρχει λοιπόν κανείς λόγος να πιστεύεις ότι κάποιος έχει ζήσει πολύ επειδή έχει άσπρα μαλλιά και ρυτίδες` δεν έζησε πολύ, απλώς και μόνο υπήρξε στη ζωή επί πολύ. Θα πίστευες μήπως ότι το ταξίδι κάποιου είχε μεγάλη διάρκεια επειδή ο άνθρωπος αυτός, αμέσως μόλις βγήκε από το λιμάνι, έπεσε πάνω σε φοβερή θύελλα, η οποία τον πέταγε από το ένα μέρος στο άλλο, ενώ οι άνεμοι, που λυσσομανούσαν από διάφορες κατευθύνσεις, τον γυρόφερναν μέσα στον ίδιο κύκλο; Δεν ήταν μεγάλο το ταξίδι του` η ταλαιπωρία του ήταν μεγάλη.

Συχνά παραξενεύομαι όταν βλέπω κάποιους να ζητούν να τους διατεθεί ο χρόνος των άλλων, και εκείνοι πάλι, προς τους οποίους διατυπώνεται το αίτημα, να είναι εξαιρετικά ενδοτικοί. Και οι δύο πλευρές φαίνεται να δίνουν σημασία μόνο στο ίδιο το αίτημα της προσφοράς χρόνου, καμιά τους όμως να μην την απασχολεί το θέμα του ίδιου του χρόνου` σαν να ήταν μηδαμινό αυτό που ζητείται και ανάξιο σημασίας αυτό που προσφέρεται. Οι άνθρωποι παίζουν με το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο` στην πραγματικότητα όμως δεν το βλέπουν, επειδή δεν έχει συγκεκριμένη υλική υπόσταση, δεν περιλαμβάνεται μέσα στο οπτικό πεδίο των ανθρώπων, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θεωρείται κάτι το ευτελέστατο ή, για να είμαι πιο ακριβής, κάτι που δεν έχει καμιά απολύτως αξία. 

Οι άνθρωποι δέχονται με μεγάλη ευχαρίστηση μισθούς και επιδόματα, καταβάλλουν μάλιστα για την απόκτησή τους μόχθο, προσωπική εργασία και όλο τους το ζήλο. Αλλά κανείς τους δεν υπολογίζει το χρόνο` όλοι τον χρησιμοποιούν με απλοχεριά, σαν να μην τους κοστίζει τίποτα. Πρόσεξε όμως πως πέφτουν στα πόδια των γιατρών τους όταν αρρωστήσουν και ο κίνδυνος του θανάτου είναι κοντά, πρόσεξε πόσο έτοιμοι είναι, αν απειληθούν με θανατική καταδίκη, να ξοδέψουν όλα τα υπάρχοντά τους, με μόνο αντάλλαγμα τη ζωή! Τόσο μεγάλη είναι η αστάθεια των συναισθημάτων τους. Αλλά αν ο καθένας μπορούσε να έχει μπροστά του εκτεθειμένα όσα χρόνια ζωής του απομένουν, όπως ακριβώς έχει και εκείνα που έχουν περάσει, πόσο τρομοκρατημένοι θα ήταν όσοι θα έβλεπαν ότι ελάχιστα μόνο τους υπολείπονται και πόσο θα πρόσεχαν να μη τα σπαταλήσουν! Θα σου ήταν, ίσως, εύκολο να διαθέσεις κάποιον αριθμό ετών, ιδιαίτερα αν αυτός ήταν μικρός` θα πρέπει όμως να είσαι πολύ πιο προσεκτικός φρουρός εκείνου που δεν ξέρεις πόσο θα διαρκέσει.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Περί της συντομίας της ζωής