Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλεῖδαι (928-982)

ΑΓΓΕΛΟΣ
δέσποιν᾽, ὁρᾶις μὲν ἀλλ᾽ ὅμως εἰρήσεται·
Εὐρυσθέα σοι τόνδ᾽ ἄγοντες ἥκομεν,
930 ἄελπτον ὄψιν τῶιδέ τ᾽ οὐχ ἧσσον τύχην·
οὐ γάρ ποτ᾽ ηὔχει χεῖρας ἵξεσθαι σέθεν,
ὅτ᾽ ἐκ Μυκηνῶν πολυπόνωι σὺν ἀσπίδι
ἔστειχε μείζω τῆς δίκης φρονῶν, πόλιν
πέρσων Ἀθάνας. ἀλλὰ τὴν ἐναντίαν
935 δαίμων ἔθηκε καὶ μετέστησεν τύχην.
Ὕλλος μὲν οὖν ὅ τ᾽ ἐσθλὸς Ἰόλεως βρέτας
Διὸς τροπαίου καλλίνικον ἵστασαν·
ἐμοὶ δὲ πρὸς σὲ τόνδ᾽ ἐπιστέλλουσ᾽ ἄγειν,
τέρψαι θέλοντες σὴν φρέν᾽· ἐκ γὰρ εὐτυχοῦς
940 ἥδιστον ἐχθρὸν ἄνδρα δυστυχοῦνθ᾽ ὁρᾶν.
ΑΛ. ὦ μῖσος, ἥκεις; εἶλέ σ᾽ ἡ Δίκη χρόνωι;
πρῶτον μὲν οὖν μοι δεῦρ᾽ ἐπίστρεψον κάρα
καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν ἐναντίον
ἐχθρούς· κρατῆι γὰρ νῦν γε κοὐ κρατεῖς ἔτι.
945 ἐκεῖνος εἶ σύ, βούλομαι γὰρ εἰδέναι,
ὃς πολλὰ μὲν τὸν ὄνθ᾽ ὅπου ᾽στὶ νῦν ἐμὸν
παῖδ᾽ ἀξιώσας, ὦ πανοῦργ᾽, ἐφυβρίσαι;
[τί γὰρ σὺ κεῖνον οὐκ ἔτλης καθυβρίσαι;]
ὃς καὶ παρ᾽ Ἅιδην ζῶντά νιν κατήγαγες,
950 ὕδρας λέοντάς τ᾽ ἐξαπολλύναι λέγων
ἔπεμπες. ἄλλα δ᾽ οἷ᾽ ἐμηχανῶ κακὰ
σιγῶ· μακρὸς γὰρ μῦθος ἂν γένοιτό μοι.
κοὐκ ἤρκεσέν σοι ταῦτα τολμῆσαι μόνον,
ἀλλ᾽ ἐξ ἁπάσης κἀμὲ καὶ τέκν᾽ Ἑλλάδος
955 ἤλαυνες ἱκέτας δαιμόνων καθημένους,
τοὺς μὲν γέροντας, τοὺς δὲ νηπίους ἔτι.
ἀλλ᾽ ηὗρες ἄνδρας καὶ πόλισμ᾽ ἐλεύθερον,
οἵ σ᾽ οὐκ ἔδεισαν. δεῖ σε κατθανεῖν κακῶς,
καὶ κερδανεῖς ἅπαντα· χρῆν γὰρ οὐχ ἅπαξ
960 θνήισκειν σε πολλὰ πήματ᾽ ἐξειργασμένον.
ΑΓ. οὐκ ἔστ᾽ ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν.
ΑΛ. ἄλλως ἄρ᾽ αὐτὸν αἰχμάλωτον εἵλομεν.
εἴργει δὲ δὴ τίς τόνδε μὴ θνήισκειν νόμος;
ΑΓ. τοῖς τῆσδε χώρας προστάταισιν οὐ δοκεῖ.
965 ΑΛ. τί δὴ τόδ᾽; ἐχθροὺς τοισίδ᾽ οὐ καλὸν κτανεῖν;
ΑΓ. οὐχ ὅντιν᾽ ἄν γε ζῶνθ᾽ ἕλωσιν ἐν μάχηι.
ΑΛ. καὶ ταῦτα δόξανθ᾽ Ὕλλος ἐξηνέσχετο;
ΑΓ. χρῆν αὐτόν, οἶμαι, τῆιδ᾽ ἀπιστῆσαι χθονί.
ΑΛ. χρῆν τόνδε μὴ ζῆν μηδ᾽ †ὁρᾶν φάος ἔτι†.
970 ΑΓ. τότ᾽ ἠδικήθη πρῶτον οὐ θανὼν ὅδε.
ΑΛ. οὔκουν ἔτ᾽ ἐστὶν ἐν καλῶι δοῦναι δίκην;
ΑΓ. οὐκ ἔστι τοῦτον ὅστις ἂν κατακτάνοι.
ΑΛ. ἔγωγε· καίτοι φημὶ κἄμ᾽ εἶναί τινα.
ΑΓ. πολλὴν ἄρ᾽ ἕξεις μέμψιν, εἰ δράσεις τόδε.
975 ΑΛ. φιλῶ πόλιν τήνδ᾽· οὐδὲν ἀντιλεκτέον.
τοῦτον δ᾽, ἐπείπερ χεῖρας ἦλθεν εἰς ἐμάς,
οὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἐξαιρήσεται.
πρὸς ταῦτα τὴν θρασεῖαν ὅστις ἂν θέληι
καὶ τὴν φρονοῦσαν μεῖζον ἢ γυναῖκα χρὴ
980 λέξει· τὸ δ᾽ ἔργον τοῦτ᾽ ἐμοὶ πεπράξεται.
ΧΟ. δεινόν τι καὶ συγγνωστόν, ὦ γύναι, σ᾽ ἔχει
νεῖκος πρὸς ἄνδρα τόνδε, γιγνώσκω καλῶς.

***
ΑΓΓΕΛΟΣ
Κυρά μου, αν και μονάχη σου το βλέπεις, όμως
θα σου το πω· νά! φέραμε τον Ευρυσθέα
930 με απελπισμένην όψη και τύχην όμοια.
Ποτές δεν το ᾽λεγε πως στα δικά σου χέρια
θα ᾽πεφτε, όταν ερχότανε με ασπίδες πλήθος
απ᾽ τις Μυκήνες με πολύ μεγάλ᾽ ιδέα
πως θα κυρίευε την Αθήνα, ο θεός όμως
την τύχη του τη γύρισε στο ενάντιον όλην!
Τώρα λοιπόν ο Ύλλος κι ο γενναίος Ιόλαος
άγαλμα στήνουνε στον νικηφόρο Δία
κι εμένα μου ᾽στειλαν να σου τον φέρω ετούτον,
για να χαρεί η ψυχή σου· είναι γλυκό να βλέπεις
940 να δυστυχαίνει ο οχτρός σου ο πριν ευτυχισμένος!
ΑΛΚ. Ω μισημένε, εδώ εισαι; τ᾽ άδικο σε βρήκε;
Εδώθες γύρισε την κεφαλή σου πρώτα
και βάσταξε να ιδείς στα μάτια τους οχτρούς σου·
γιατί ᾽σαι συ τώρα στο χέρι το δικό μας!
Λοιπόν εσύ ᾽σαι εκείνος, θέλω να το ξέρω,
που τόλμησες τον γιο μου, όπου και να ᾽ναι τώρα,
να του φερθείς υβριστικά πολύ, ω πανούργε;
Εσύ στον Άδη ζωντανόν κατέβασές τον
950 κι όλο τον έστελνες για να χαλάει λιοντάρια
και δράκους· κι όσ᾽ άλλα κακά μηχανευόσουν
θα τα σιωπήσω, γιατί ο λόγος παίρνει μάκρος.
Όμως δεν σου ᾽φτανε αυτή σου η τόλμη μόνο,
μα εμένα και τα τέκν᾽ αυτά μάς κυνηγούσες
απ᾽ όλην την Ελλάδα, των θεών ικέτες,
άλλους μας γέροντες κι άλλους μας βρέφη ακόμα.
Μα βρήκες άντρες λεύτερους και πόλην όπου
δεν σε φοβήθηκαν· και πρέπει να πεθάνεις
κακά, αν και πάλι θα κερδίσεις· τι ταιριάζουν
960 πολλοί θάνατοι στον που κάμνει κακά πλήθος.
ΑΓΓ. Δεν σου είναι βολετό ναν τονε θανατώσεις!
ΑΛΚ. Μάταια λοιπόν τον πιάσαμεν αιχμάλωτό μας;
Και ποιός νόμος μποδίζει μας τον θάνατό του;
ΑΓΓ. Έχουν ενάντια γνώμη οι άρχοντες του τόπου!
ΑΛΚ. Γιατί; σωστός ο θάνατος του οχτρού δεν είναι;
ΑΓΓ. Όχι και του πιασμένου ζωντανού στη μάχη.
ΑΛΚ. Και τηνε δέχτηκε μιαν τέτοια γνώμη ο Ύλλος;
ΑΓΓ. Αλλιώς θενα δειχνόταν άπιστος στη χώρα.
ΑΛΚ. Έπρεπ᾽ ετούτος να μη ζει στο φως της μέρας!
970 ΑΓΓ. Το πρώτο λάθος, ότι ευθύς δεν τον σκοτώσαν!
ΑΛΚ. Δεν είναι πια καιρός εκδίκηση να δώσει;
ΑΓΓ. Δεν είναι ποιος θα τόλμαε να τον θανατώσει!
ΑΛΚ. Εγώ! και το φωνάζω πως είμ᾽ ένας κάποιος!
ΑΓΓ. Πολλήν καταλαλιά θέλει εύρεις, αν το κάμεις.
ΑΛΚ. Την αγαπώ την πόλη αυτή· δεν αντιλέγω.
Μα αυτόν, μια κι έπεσε στα χέρια μου, κανένας
θνητός δεν θα μπορούσε να μου τονε πάρει.
Τώρα είναι λεύτερος καθείς να με ονομάσει
αλόγιστην κι ότι έχω θάρρος πιο μεγάλο
980 απ᾽ ό,τι σε γυναίκα πάει· μα θαν το κάνω!
ΧΟΡ. Φοβερό μίσος και συχωρεμένο, ξέρω,
πως για τον άντρ᾽ αυτόν κατέχει σε, ω γυναίκα!

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της αρχαϊκής εποχής

3.3.5. Ο κούρος του Ισχή στο Ηραίο της Σάμου

Η Σάμος γνώρισε στα αρχαϊκά χρόνια μεγάλη οικονομική άνθηση ως κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική Μεσόγειο. Ο πλούτος που συγκέντρωσαν στα χέρια τους οι Σάμιοι έμποροι αποτυπώνεται στα μεγάλα κτίσματα και τα μνημειακά αναθήματα που κοσμούν το Ηραίο, το ιερό της Ήρας, της μεγάλης θεάς της Σάμου, κοντά στην αρχαία πρωτεύουσα, στη νοτιοανατολική άκρη του νησιού. Στο ιερό αυτό στήθηκαν, γύρω στο 570 π.Χ., επάνω σε σχετικά χαμηλές βάσεις, δύο τεράστιοι μαρμάρινοι κούροι με ύψος 4,80 m, ο ένας από τους οποίους αποκαταστάθηκε πρόσφατα στο μεγαλύτερο μέρος του και στήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σάμου. Το μεγαλύτερο κομμάτι, που σώζει τον κορμό με τους μηρούς και τους βραχίονες, βρέθηκε το 1980, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του κεφαλιού με το πρόσωπο το 1984· η δεξιά κνήμη είχε βρεθεί σε παλαιότερες ανασκαφές. Στον αριστερό μηρό του κούρου είναι χαραγμένη μια επιγραφή που μας πληροφορεί ότι τον έστησε ο Ισχής, ο γιος του Ρήσιος. Ο άνθρωπος αυτός μας είναι άγνωστος από αλλού, μπορούμε όμως να συμπεράνουμε με βεβαιότητα ότι ήταν ένας από τους πλουσιότερους Σάμιους της εποχής του.
 
Το μέγεθος και η ποιότητα του κούρου του Ισχή (ο οποίος, ας το επαναλάβουμε, δεν στεκόταν μόνος του, αλλά μαζί με έναν ακόμη ίσο σε διαστάσεις) μαρτυρούν τον πλούτο όχι μόνο του αναθέτη του, αλλά γενικότερα της αρχαϊκής Σάμου, καθώς και την ικανότητα των καλλιτεχνών της. Βέβαιο μπορεί να θεωρηθεί ότι ο δημιουργός του κούρου του Ισχή ήταν Σάμιος όχι μόνο επειδή ο κούρος μοιάζει τεχνοτροπικά με άλλους που βρέθηκαν στο νησί, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι το μέτρο που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του είναι ο σαμιακός πήχυς, ο οποίος είναι ίδιος με τον αιγυπτιακό. Αυτό είναι ένα από τα πολλά στοιχεία που φανερώνουν τις στενές σχέσεις της Σάμου με την Αίγυπτο στο τέλος του 7ου και στον 6ο αιώνα π.Χ. Δεν είναι τυχαίο ότι η πληροφορία που αναφέραμε πιο πάνω, ότι δηλαδή οι Έλληνες έμαθαν το σύστημα των αναλογιών των κούρων από τους Αιγυπτίους, φέρνει στο προσκήνιο δύο Σάμιους γλύπτες. Η σχέση του κούρου του Ισχή με την Αίγυπτο είναι επομένως στενή, έστω και αν το έργο δεν ακολουθεί πιστά τον αιγυπτιακό κανόνα.
 
Η τεχνοτροπία του κούρου του Ισχή είναι χαρακτηριστική όχι μόνο για τη Σάμο, αλλά για την περιοχή του ανατολικού Αιγαίου γενικότερα. Το εύσαρκο σώμα, το μαλακό πλάσιμο της επιφάνειας, η αποφυγή έντονων εγχάρακτων γραμμών για την απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών ξεχωρίζουν τους κούρους που προέρχονται από τις πόλεις της Μικράς Ασίας και τα κοντινά νησιά από εκείνους της ηπειρωτικής Ελλάδας και των Κυκλάδων, με τις λείες και επίπεδες επιφάνειες και τη γραμμικά σχεδιασμένη ανατομία. Διαφορετική είναι επίσης η αισθητική των αργίτικων κούρων από τους Δελφούς (του «Κλέοβη» και του «Βίτωνα») με το ρωμαλέο σώμα, τα κοντά μέλη και το κυβικό κεφάλι. Το ίδιο σαφείς είναι οι ιδιομορφίες στην απόδοση του κεφαλιού και ιδιαίτερα του προσώπου του σαμιακού κούρου. Το πλατύ πρόσωπο, τα μακρόστενα αμυγδαλωτά μάτια, τα σαρκώδη χείλη και το επίπεδο μέτωπο με κλίση προς τα πίσω είναι χαρακτηριστικά που τα συναντούμε στους κούρους από τη Σάμο και την Ιωνία γενικότερα. Αλλά το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του κούρου του Ισχή είναι το μέγεθός του. Με βάση τη χρονολόγησή του γύρω στο 570 π.Χ., μπορούμε να πούμε ότι είναι ο τελευταίος από τους υπερμεγέθεις κούρους της πρώιμης αρχαϊκής εποχής που φανερώνουν την επίδραση των αιγυπτιακών αγαλμάτων στη μνημειακή ελληνική τέχνη.

Αγγίζω, σημαίνει υπάρχω

Τη στιγμή που κανείς δεν θέλει να είναι μόνος, τη στιγμή που ο καθένας μας αισθάνεται την ανάγκη να συντροφεύεται, κάτι που μπορεί να μας φέρει κοντά μοιάζει ώρες ώρες απειλητικό.

Το άγγιγμα. Αυτή η κίνηση εγγύτητας και συντροφιάς, η σιωπηλή δήλωση συγκατάβασης, νοιαξίματος και φροντίδας φαίνεται να είναι ριψοκίνδυνη ακόμα και για τους πιο τολμηρούς.

Κάποτε είπε μια νεαρή κοπέλα, πως όταν αγκαλιάζω τη μητέρα μου ή το σύντροφό μου αισθάνομαι κάτι να συμβαίνει μέσα μου. Σαν κάτι να κινείται. Απροσδιόριστο, άπιαστο αλλά ονειρικό.

Τη στιγμή που βλέπουμε πως οι λέξεις που λέμε, δεν συμβαδίζουν με τα μη λεκτικά μηνύματα που στέλνουμε, αντιλαμβανόμαστε ωστόσο πως το άγγιγμα συνηγορεί στο ευ ζην, μεταδίδει μηνύματα, ασκεί ουσιαστική επίδραση στην επικοινωνία και στις σχέσεις.

Το άγγιγμα, από τη στιγμή που γεννιόμαστε αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία επικοινωνίας και έκφρασης.

Αγγίζω σημαίνει έρχομαι κοντά. Σημαίνει γνωρίζω κάτι νέο, από μια άλλη διάσταση στην οποία ο φόβος ξεμακραίνει. Αγγίζω σημαίνει, σταματώ να βάζω όρια σε αυτό που γινόμαστε μαζί.

Αγγίζω ένα βιβλίο και πριν το ξεφυλλίσω, νιώθω να διάβασα ήδη τον πρόλογό του. Κλείνω τα μάτια και αγγίζω ένα ρούχο και αισθάνομαι σαν να είναι έτοιμο να μου καλύψει μια ανάγκη που ποτέ πριν δεν είχα σκεφτεί, αλλά μόλις τη συνειδητοποίησα, κατάλαβα πως το κενό της ήταν ήδη εκεί.

Αγγίζω το σημείο που πονάω, για να επικοινωνήσω τη δυσφορία μου. Αγγίζω για να δηλώσω τη συμπαράστασή μου, τη συμπόνια μου. Αγγίζω για να δείξω πως είμαι παρών. Αγγίζω σαν να μην χρειάζεται να συλλαβίσω ούτε μια λέξη ή αγγίζω επειδή δεν έχω λέξη να πω. Αγγίζω γιατί φοβάμαι να μιλήσω και έτσι σιγουρεύομαι πως θα καταλάβεις το μήνυμά μου. Αγγίζω γιατί διστάζω να σε κοιτάξω στα μάτια.

Σε αγγίζω και όσο πιο δυνατό είναι το άγγιγμά μου, τόσο δυνατότερο είναι αυτό που νιώθω για σένα. Έτσι θέλω να καταλάβεις.

Όχι, το άγγιγμα δεν υποκαθιστά τις λέξεις, ούτε είναι εκεί να υπονοήσει αυτά που θέλω να σου πω. Δεν είναι εκεί για να δώσει ήχο στα λόγια μου. Κάνει όμως θόρυβο. Εκκωφαντικό, όχι δυσάρεστο, αλλά δυνατό. Τόσο που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Μου επιτρέπει να γίνω σαφής, όσο σαφής νομίζω πως είμαι.

Σε αγγίζω και μαγικά το σώμα μου συνηγορεί στην ευεργετική διάσταση αυτής της στιγμής. Οι καρδιακοί παλμοί πέφτουν, εκκρίνεται ωκυτοκίνη, και οι ορμόνες του στρες μειώνονται.

Μια αγκαλιά από μόνη της είναι ευεργετική. Και αυτός που αγκαλιάζεται βιώνει ακριβώς τις ίδιες ευεργετικές ιδιότητες από αυτόν που αγκαλιάζει. Σαν να γίνεται δίκαιη μοιρασιά στο παιχνίδι. Δεν θα χάσεις, γιατί νικητής δεν υπάρχει. Και όσο το σκέφτομαι καλύτερα, δεν υπάρχει καν παιχνίδι. Όχι, δεν είναι παιχνίδι. Είναι ευκαιρία.

Και αν σκεφτεί κανείς, πως όσο είμαστε παιδιά αγγίζουμε και μας αγγίζουν περισσότερο, μάλλον κάτι πάει στραβά όσο μεγαλώνουμε.

Το άγγιγμα μπορεί να γίνει ο κοινωνός σου, αυτό που θα βοηθήσει να μεταδώσεις ενσυναίσθηση, συμπόνια, παρηγοριά, ενθάρρυνση, υποστήριξη, φροντίδα, αγάπη. Και δεν φτάνει μόνο να τα νιώθεις, χρειάζεται να τα επικοινωνείς.

Η δέσμευση στη σχέση επιτρέπει τη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων ζωής

H δυσκολία στη δέσμευση μοιάζει να αποτελεί συνήθη διάγνωση σε ανθρώπους που ζουν αλλεπάλληλες σεξουαλικές σχέσεις και, όταν έρθει η στιγμή να επισημοποιηθεί η σχέση, τότε αναζητούν αφορμές για να εξαφανιστούν. Στη δική μας οπτική, το πρόβλημα των ανθρώπων αυτών δεν έγκειται στη δυσκολία δέσμευσης, αλλά στην αφόρητη και ισοπεδωτική δέσμευση που πολλές φορές έχουν με την πατρική οικογένεια και με το επιβαρυμένο προσωπικό παρελθόν τους.

Οι νέοι άνθρωποι που δυσκολεύονται να δεσμευτούν σε συντροφικές σχέσεις, δεν είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι, αλλά τα δεσμευμένα παιδιά των πατρικών τους οικογενειών. Τους επιτρέπεται το ερωτικό παιχνίδι που θα τους χαλαρώσει, αλλά όχι ο γάμος που θα τους απομακρύνει από τον γονιό.

Η πλήρης δέσμευση και η αποκλειστικότητα στην ερωτική σχέση δεν είναι στέρηση, επιταγή και τιμωρία, αλλά δυνατότητα, ευκαιρία και προνόμιο. Η δέσμευση στη σχέση επιτρέπει τη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων ζωής. Οι σύντροφοι δεν αρκούνται στην ευχάριστη παρέα που διαλύεται «με τις πρώτες σταγόνες βροχής» αλλά διαμορφώνουν μια σχέση «παντός καιρού». Η σχέση αυτή γνωρίζει να αντέχει στις δυσκολίες, γιατί δημιουργεί ψυχικά αποθέματα και αποθεματικά ζωής.

Στις συντροφικές σχέσεις υφίστανται δύο διαφορετικές πλευρές της δέσμευσης. Η κοινωνική και η προσωπική. Η κοινωνική δέσμευση αναφέρεται στον κοινωνικό περίγυρο που προσφέρει την επίσημο ποίηση της σχέσης. Πρόκειται για την υπογραφή ενός συμβολαίου, αντίστοιχου προς τα συμβόλαια ανάληψης εργασίας. Το κοινωνικό συμβόλαιο που καλείται να επισημοποιήσει την συντροφική συνύπαρξη, εξασφαλίζει τα θέματα που αφορούν την σχέση με την κοινωνία. Ταυτόχρονα όμως, είναι εντελώς ανίκανο να εξασφαλίσει την τρυφερότητα, την εκτίμηση, τον πόθο, την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό.

Η προσωπική δέσμευση εκπηγάζει από την έλξη προς τον σύντροφο και την πληρότητα της σχέσης, που καταγράφονται ως σημαντικά στοιχεία της προσωπικής ολοκλήρωσης. Η προσωπική δέσμευση δεν γίνεται αντιληπτή ως υποχρέωση, ούτε καν ως δέσμευση, αλλά αντιπροσωπεύει την προσωπική αίσθηση ότι ο ίδιος είναι μέρος αυτής της σχέσης και δεν είναι διατεθειμένος να χάσει αυτό το προνόμιο. Η προσωπική αίσθηση πληρότητας και η βεβαιότητα για την σημαντικότητα της σχέσης οδηγούν τους συντρόφους να θέλουν να το φωνάξουν, να το μοιραστούν με όλους. Στα πλαίσια αυτά ο γάμος τους δεν συνιστά μια τυπική κοινωνική συνθήκη, η τελετή δεν αποτελεί ένα κοινωνικό event με πολλά στοιχεία show, αλλά μια έκρηξη χαράς από το συντελούμενο γεγονός της συνύπαρξης τους.

Το κάλεσμα και η αναφορά στους γονείς, στους συγγενείς, στους φίλους και στα άλλα σημαντικά πρόσωπα συνιστά πρόσκληση συμμετοχής στη χαρά του γάμου και επίκληση των ευχών τους που θα τους συνοδεύουν στο διηνεκές του απαιτητικού ταξιδιού. Με την βεβαιότητα ότι οι ίδιοι και η σχέση τους δεν είναι μόνοι και αποκομμένοι, αλλά ότι μετέχουν σε μια πανανθρώπινη κοινότητα στην οποία υπάρχουν πολλά αγαπημένα πρόσωπα, που τους περιβάλλουν με την αγάπη τους.

Η παρατεταμένη αναστολή της δέσμευσης στην ερωτική σχέση δεν οδηγεί στην ελευθερία, αλλά στην απώλεια της ερωτικής επιθυμίας. Η άρνηση της υπεράσπισης της επιλογής σου, είναι η επιλογή της ανέραστης στάσης: “Δεν φεύγω, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θέλω να παραμείνω”. Ο φόβος εξάλλου για την δέσμευση εδραιώνεται σε μια παιδική παντοδύναμη βουλιμική αίσθηση που δεν θέλει να χάσει τίποτα και που θεωρεί ότι μπορεί να τα έχει όλα. Επομένως, αν επιλέξει ένα πρόσωπο για σχέση ζωής, θα απολέσει την δυνατότητα να σχετιστεί με άλλα.

Η γνωστή ερώτηση: “Και πώς μπορώ να ξέρω αν εκείνος είναι που μου ταιριάζει καλύτερα, και όχι κάποιος άλλος που δεν τον έχω γνωρίσει ακόμα;” είναι συνεπής με την αφελή σκέψη ότι υπάρχει το ακριβώς αντίστοιχο μοναδικό κομμάτι του παζλ που πρέπει να ανακαλύψουμε. Η απάντηση αντιστοιχεί να είναι το ίδιο αφελής: Έχεις δίκιο! Ας ψάξεις λοιπόν και στη Νότια Αμερική και στα απομακρυσμένα χωριά της Κίνας και όπου αλλού θα μπορούσε να υπάρχει κάποια πιθανότητα, αλλά ίσως στα 85 ανακαλύψεις ότι αυτός που σου ταίριαζε ήταν ο νεανικός έρωτας που δεν υπερασπίστηκες.

Ο φόβος για την δέσμευση συχνά δεν αφορά την ανασφάλεια για το πρόσωπο του άλλου, αλλά την ανασφάλεια για την προσωπική σου ικανότητα να αναλάβεις το απαιτητικό ταξίδι της διακινδύνευσης, που απαιτεί δυνατά σκαριά. Μια ξενέρωτη ισοπεδωμένη κατάσταση, όπου η ανυπαρξία πάθους εκκινεί από την εσωτερική χλιαρή διάθεση και συνεχίζει στην “ερωτική” σχέση, επιστρέφει ακόμη πιο μίζερα στον εαυτό, ώστε να αφαιρέσει κάθε ίχνος ζωής.

Αυτός που δυσκολεύεται να δεσμευθεί, τελικά είναι θύτης της άρνησης του να κάνει μια επιλογή που να μπορεί να τον διακινήσει. Η κενότητα γίνεται ο οριστικός σύντροφος, καθώς η χρόνια αναβολή της δέσμευσης στον έρωτα οδηγεί τελεσίδικα στην οριστική ματαίωση της ερωτικότητας. Εκείνος που αποδέχεται μια τέτοια χλιαρή σχέση, χάνει και ο ίδιος την ερωτικότητα του και καταλήγει ζητιάνος που εκλιπαρεί. Η τέχνη της αναβολής στην δέσμευση γνωρίζει τον τρόπο να μεταφέρει την προσωπική ανεπάρκεια για ερωτικό πάθος στον άλλο, ο οποίος καταγράφεται ως ανίκανος να γοητεύσει ή “λίγος” που ζητά την εξασφάλιση.

Γιατί λοιπόν η δέσμευση που αναμφισβήτητα είναι τόσο σημαντική για όλες τις σημαντικές δημιουργίες, έχει αμφισβητηθεί στις προσωπικές σχέσεις; Επειδή επιβλήθηκε ως υποχρέωση και δεν καταγράφηκε ως το επιθυμητό ζητούμενο.

Μη χάσουμε την ευκαιρία για έναν πιο φωτεινό προορισμό


Στη ζωή μας, έρχεται μία στιγμή που θα ανακαλύψουμε μία πλευρά της προσωπικότητας μας… λίγο πιο σκοτεινή. Μία πλευρά μας που συνήθως προτιμούμε να την αγνοούμε ή και να την περιφρονούμε. Είναι οι στιγμές που έχουμε πληγωθεί ή στεναχωρηθεί και αυτές θα ορίσουν το παρόν και το μέλλον μας. Είναι οι στιγμές που θα μας αφυπνίσουν εντέλει για να κάνουμε την αλλαγή της κατεύθυνσης… προς την αποδοχή του εαυτού μας.

Σε αυτή την περίοδο θα καταρρίψουμε αρκετά «εγώ», «πιστεύω», «ξέρω», «απαιτώ», και «θέλω». Αυτή η στιγμή είναι μοιραίο να έρθει, γιατί είναι έτσι δομημένη η ζωή μας όπου καλούμαστε να αλλάζουμε, να προσαρμοζόμαστε, να ανακαλύπτουμε συνεχώς τον καλύτερό μας εαυτό, που μερικές φορές μπορεί να έχει επηρεαστεί από κακές επιθυμίες ή τραυματικές εμπειρίες.

Είναι λοιπόν σκόπιμο να μπορέσουμε να δούμε καθαρά την ουσία των καταστάσεων που συμβαίνουν στη ζωή μας, για να προβούμε στην αλλαγή κατεύθυνσης. Όμως, αυτό απαιτεί κατάργηση παλαιών αντιλήψεων και υιοθέτηση νέων μορφών επικοινωνίας. Και εδώ είναι που χρειάζεται πολλή δουλειά με τον εαυτό μας, δύσκολη και μερικές φορές και επίπονη. Αλλά φανταστείτε πως όταν θα ανακαλύψετε τον εαυτό σας, θα διώξετε μακριά την σκοτεινή σας πλευρά.

Όταν λοιπόν έρθει αυτή η στιγμή, ας μην διστάσουμε ή φοβηθούμε να ξεμάθουμε από ό,τι έχουμε συνηθίσει. Μη χάσουμε την ευκαιρία για έναν πιο φωτεινό προορισμό. Τώρα είναι που ο εαυτός μας χρειάζεται την προσοχή μας, την φροντίδα μας για να αποχωριστεί όλα αυτά που του πρόδιδαν την σκοτεινή του πλευρά και να αποδεχτεί την καινούργια κατάσταση που θα τον οδηγήσει στην απελευθέρωση και στην ευτυχία. Θα πρέπει να αφήσει το κομμάτι του εαυτού του που γνώριζε, που είχε συνηθίσει, και ας του προκαλούσαν δυσκολίες και προβλήματα.

Αξίζει ο κόπος… προσπαθήστε το!

Οι άνθρωποι πρέπει να λυγίζουν, αλλιώς θα σπάσουν

Τα κύρια χαρακτηριστικά ενός δυναμικού ανθρώπου είναι πως πρόκειται για ένα άτομο που το θεωρούν αλώβητο, άθραυστο, ισχυρό, που το θαυμάζουν οι περισσότεροι για την ισχυρογνωμοσύνη και την «παντοδυναμία» του, την ασφάλεια που πρεσβεύει και προκαλεί δέος, ένα συνδυασμό φόβου με θαυμασμού.

Πρόκειται για τον άνθρωπο που μας έχει πείσει πως δεν έχει κλάψει ποτέ, δεν λυγίσει στις δυσκολίες και η συνήθης ατάκα που μπορεί να ειπωθεί για αυτόν είναι «Δεν έχει ανάγκη αυτός, τα προσπερνάει όλα!», «Τα καταφέρνει πάντα και παντού μόνος του!».

Η αλήθεια είναι πως όντως εφευρίσκουν τρόπους να ανταπεξέρχονται σε οποιαδήποτε δυσκολία. Σου φαίνεται σαν να του έχουν έρθει όλα τόσα εύκολα. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν «παλεύουν», δεν αγχώνονται, δεν χρειάζονται την βοήθεια κάποιου αλλά αυτό περνάει στα ψιλά γράμματα, η ουσία είναι ότι μπορούν και μόνοι τους!

Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα.

Έχετε αναρωτηθεί μήπως όλο αυτός ο δυναμισμός δεν πηγάζει ως πηγαίο χαρακτηριστικό αλλά έχει προκύψει ως άμυνα της συναισθηματικής νοημοσύνης, ως αποτέλεσμα κάποιων συγκυριών για να αποκρυφτεί το γεγονός κάποιας ευαισθησίας ή γιατί μάθανε μετά από ορισμένα οδυνηρά βιώματα πως είναι η πιο σωτήρια επιλογή για να προστατεύσουν τον εαυτό τους από στενοχώριες, άγχη και ήττες;

Από όποια αιτία και αν έχει προκύψει αυτός δυναμισμός, δεν παύει να μιλάμε για ένα ανθρώπινο ον που η ανάγκη του για αγάπη, τρυφερότητα και αγκαλιά είναι πρωταρχική. Και αυτοί οι άνθρωποι λυγίζουν, και αυτοί οι άνθρωποι λυπούνται και ίσως επειδή κουβαλούν το «βάρος» όλου αυτού του δυναμισμού να έχουν πιο πολύ ανάγκη από κανάκεμα, για να αποφορτίζονται από το στρες της καθημερινότητας και να φορτίζονται από αγάπη για την συνέχιση της ζωής τους.

Το γεγονός πως δεν εξωτερικεύουν τα συναισθήματα τους, και προτιμούν να διατηρούν ένα παγωμένο προφίλ δεν σημαίνει πως δεν πληγώνονται. Μην επηρεάζεστε από την εικόνα τους! Είναι οι άνθρωποι που εισπράττουν την λιγότερη τρυφερότητα από τους υπολοίπους καθώς πολλοί διστάσουν να τους εκδηλωθούν. Θεωρούν πως η αγάπη τους θα απορριφθεί. Μας χρειάζονται!

Εκδηλώστε τους την αγάπη σας και τον θαυμασμό σας, το πιο πιθανό να ντραπούν και να χαμηλώσουν το βλέμμα…

Συγχαρητήρια μόλις σπάσατε τον πάγο!

Mind Loop: Η αιώνια «Λούπα» του ανθρώπινου μυαλού

Mind Loop: Αν η ζωή είναι προσωρινή, τότε πως μπορούμε και τη βιώνουμε αυτή τη στιγμή; Γιατί δεν έχει τελειώσει το Σύμπαν; Μα κι αν είχε διαγραφεί και είχε γεννηθεί ξανά, θα το θυμόμασταν;

Μόνο σε ένα άπειρο Σύμπαν θα μπορούσε να χωρέσει η ζωή. Μόνο σε ένα Σύμπαν δίχως όρια θα μπορούσε η ζωή αυτή να εκφραστεί σε όλες τις εκφάνσεις της μένοντας αιώνια. Και για να το καταφέρει αυτό, γίνεται ευάλωτη, εύθραυστη και εφήμερη. Φθείρεται και σβήνει για να αναζωπυρωθεί και πάλι. Και εμείς, σαν ταξιδευτές της δημιουργίας, συλλέγουμε εμπειρίες, αλήθειες, εμπνεύσεις και αισθήσεις για να τις φυλάξουμε μέχρι να τις συναντήσουμε και πάλι. Σκαλί σκαλί ανακαλύπτουμε τον κόσμο και πέρα απ’ τις δυσκολίες και τα εμπόδια πάντα καταφέρνουμε να φτάσουμε πιο μακριά. Παγιδευμένοι μέσα στο ίδιο μας το κεφάλι αντιλαμβανόμαστε όσα ήδη υποσυνείδητα γνωρίζουμε, βιώνοντας μια περιπλάνηση βγαλμένη μέσα απ’ τη φαντασία μας. Και τίποτα δεν τελειώνει ποτέ. Η ζωή δεν στερεύει ούτε στο ελάχιστο. Όσο κοντά κι αν φτάσουμε στο θάνατο, μονάχα τον προσπερνούμε. Σαν να είμαστε αιωνόβιοι. Οι θεοί που κρατούν στα χέρια τους την ίδια τους τη ζωή.

«Το σύμπαν (κόσμος), με όλα όσα περιέχει μέσα του, δεν το έφτιαξε κανείς, ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά υπήρχε πάντα, υπάρχει και θα υπάρχει – μια φωτιά αιώνια ζωντανή που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.» Ηράκλειτος (535 – 475 π.Χ.)

Υπάρχει μια ανεπίσημη θεωρία που ορίζει τη ζωή σαν έναν ατέρμων βρόγχο. Ένα κυκλικό Loop εμπειριών που επαναλαμβάνεται μέσα σε έναν κόσμο φαινομενικά αναλώσιμο. Παρελθόν, παρόν και μέλλον πλάθονται ταυτόχρονα. Όλες οι αναμνήσεις που έχει ένα άτομο στην υπάρχουσα ζωή του αποτελούν κομμάτια ενός παρελθόντος που ξετυλίσσεται παρασκηνιακά (και παράλληλα με το παρόν του). Είναι οι «δοκιμαστικές καταστάσεις» της ζωής του. Στιγμές που έχουν επαναληφθεί αμέτρητες φορές έχοντας ‘αποτύχει’ ως προς την ασφάλεια του ατόμου. Η συνείδηση του δεν μπορεί να τις αποκωδικοποιήσει και τις αποβάλλει ως άχρηστες, με αποτέλεσμα το άτομο να μην τις θυμάται. Η θεωρία του infinite Loop μας διδάσκει λοιπόν, πως το άτομο ‘εξασκείται’ στα ‘επίπεδα’ της ζωής του, όπως ένας χαρακτήρας παιχνιδιού, κι όταν πεθαίνει απλώς επιστρέφει στο σημείο λίγο πριν το θάνατο του για να τον αποφύγει και να συνεχίσει παρακάτω. Γνωρίζει έμφυτα πια πως να αποφύγει όλους τους κινδύνους και προχωρά στη ζωή του θεωρώντας ότι τα γεγονότα που ζει τα αντικρίζει για πρώτη φορά. Αποδίδει τη δεξιοτεχνία του να αποφεύγει τον κίνδυνο. στον παράγοντα ‘τύχη’. Αποθηκεύει στη μνήμη του μονάχα εκείνες τις στιγμές που περιλαμβάνουν τον ίδιο στη ζωή, αποβάλλοντας τις άχρηστες στιγμές θανάτου. Κι η ζωή του συνεχίζει τέλεια σκηνοθετημένη, όπως μια μονταρισμένη ταινία.

Σύμφωνα με την συγκεκριμένη θεωρία, ο άνθρωπος είναι ο μοναδικός πρωταγωνιστής της ζωής του. Οι υπόλοιποι που ‘συμμετέχουν’ σε εκείνη είναι είτε προβολές του υποσυνειδήτου του, όσο χειροπιαστές, αυτόνομες ή αληθοφανείς κι αν μοιάζουν, είτε αποτελούν αληθινές υπάρξεις των οποίων η πραγματικότητα διασταυρώνεται για λίγο με τη δική του. Ένα διαδραστικό όνειρο. Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν ‘πεθαίνει’ ποτέ στα δικά του μάτια, κι όσο κι αν έχει αποδεχτεί την ιδέα του θανάτου έχει το παράδοξο ένστικτο πως εκείνος θα παραμείνει για πάντα ‘αιώνιος’. Στη δική του πραγματικότητα βλέπει τους άλλους να πεθαίνουν. Τον ίδιο ποτέ. Εκείνος πάντοτε επιβιώνει. Αυτό που δεν ‘θυμάται’, είναι πως αμέτρητοι ‘πεθαμένοι’ εναλλακτικοί εαυτοί του τον εκπαιδεύουν ανελλιπώς στην αποφυγή του θανάτου. Στις πραγματικότητες των άλλων ανθρώπων, όμως, εκείνος είναι που δεν καταφέρνει να ζήσει, κι όχι οι ίδιοι. Όλοι, λοιπόν, είμαστε πεπεισμένοι για το θάνατο των υπολοίπων κι όχι για τον δικό μας.

«Η διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον καθώς και η ίδια η πραγματικότητα είναι μονάχα μια επίμονη ψευδαίσθηση.» Άλμπερτ Αϊνστάιν (1879 – 1955)

Ο ισχυρισμός της θεωρίας του ‘infinite Loop’, εξηγεί με απλό τρόπο το φαινόμενο του déjà vu. Ας αναλύσουμε όμως πρώτα τι έχει αποδειχθεί στις μέρες για το φαινόμενο της προμνησίας. Σύμφωνα με τις νέες επιστημονικές μελέτες, το déjà vu δεν κρύβει κάτι το μεταφυσικό, αλλά αποτελεί μια απλή λειτουργία του εγκεφάλου που αφορά στον έλεγχο της ορθότητας των αναμνήσεων που έχει ήδη αποθηκεύσει ο εγκέφαλος. Όταν το σύστημα μνήμης διαπιστώσει κάποιο λάθος, βιώνεται η αίσθηση του déjà vu. Αυτό, όμως, που δεν μπορούν να εξηγήσουν οι επιστήμονες, είναι τι ακριβώς είναι αυτό το λάθος και πως είναι δυνατόν να είναι λανθασμένη μια ανάμνηση. Αν ο άνθρωπος, λοιπόν, είναι ο ήρωας στο δικό του προβαλλόμενο κόσμο και κάθε φορά ξεκινάει τη ζωή από εκεί που την έχει αφήσει -δίχως να το θυμάται- , τότε το déjà vu δεν είναι άλλο πέρα από στιγμιαία ενθύμηση μιας πράξης που συνέβαινε -και θα συμβαίνει- στις κυκλικές επαναλήψεις της ζωής του. (Loop)

«Δεν υπάρχει θάνατος. Μόνο αλλαγή των Κόσμων.» Chief Seattle (1786 – 1866)

Θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ο κόσμος συμβαίνει σύμφωνα με τη σκέψη, κι όχι σύμφωνα με το χρόνο και το χώρο. Ο χωροχρόνος είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε να φιλοξενεί και να χωράει τη φαντασία. Βοηθά την αθάνατη συνείδηση να εκφραστεί κι από πληροφορία να γίνει περιοδική δράση. Σύμφωνα με την κοσμολογική θεωρία των Φρεντ Χόιλ και Τόμας Γκολντ, το Σύμπαν υπήρχε ανέκαθεν, δεν έχει τέλος και μέσα του γεννιούνται συνεχώς γαλαξίες από ύλη που σχηματίζεται «αυθόρμητα». Θα μπορούσε, λοιπόν, το Σύμπαν –ή καλύτερα Πολυσύμπαν- να θεωρηθεί σαν μια υπέρτατη Συνείδηση μοιρασμένη στα κεφάλια των ανθρώπων. Ίσως όλες οι πεποιθήσεις του ανθρώπου περί μεταθανάτιας ζωής, να αποτελούν τον τρόπο για να αντιληφθούμε ότι η συνείδηση μας είναι το κλειδί της ύπαρξης. Μια ‘θεϊκή νοημοσύνη’ που έχει επίγνωση της ύπαρξης της και μπορεί να αντιλαμβάνεται από όλες τις δυνατές πτυχές τους κόσμους που η ίδια διαμορφώνει. Ίσως η ψυχή μας να μην είναι τίποτα άλλο πέρα από ‘τα μάτια’ μιας πρωταρχικής ουσίας που μπορεί να διευρυνθεί σε πολλά διαφορετικά σκαλοπάτια εστίασης. Ίσως η ύλη, ο φυσικός θάνατος και η φθορά είναι ο τρόπος να μας πει η συνείδηση μας πως προσωρινά βρίσκεται σε μια κατάσταση χονδροειδούς αντίληψης της πραγματικότητας. Δεν σημαίνει ότι όλα όσα παρατηρεί έχουν μόνο αυτήν την πλευρά. Στέκει απλώς σε ένα απ’ τα άπειρα σημεία παρατήρησης.

«Θεωρώ τον εγκέφαλο έναν υπολογιστή που θα σταματήσει να λειτουργεί όταν καταρρεύσουν τα εξαρτήματά του. Δεν υπάρχει παράδεισος ή ζωή μετά θάνατον για κατεστραμμένους υπολογιστές. Αυτό είναι ένα παραμύθι για όσους φοβούνται το σκοτάδι. Πρέπει να μη σταματούμε να αναζητούμε την ύψιστη αξία των πράξεών μας». Στίβεν Χόκινγκ

«Ο κόσμος είναι μια αντίφαση: το σύμπαν ένα παράδοξο

Κι η ζωή ένα…παιχνίδι;

Όλες οι παραπάνω θεωρίες προϋποθέτουν ένα Σύμπαν άπειρων πραγματικοτήτων, όπου ο κάθε ένας ζει τη δική του αλήθεια με τον εαυτό του στο επίκεντρο. Ζούμε, δηλαδή, σε ένα πολυδιάστατο κόσμο παραισθήσεων όπου είμαστε καταδικασμένοι να επιβιώνουμε αιώνια ακόμα κι αν δεν το επιδιώκουμε. Συνεχίζουμε τη ζωή με τον ‘ζωντανό’ εαυτό μας κι όσο για τους εναλλακτικούς εαυτούς μας που έχουν πεθάνει, έχουν σβηστεί σβήνοντας μαζί τους κάθε ανάμνηση θανάτου. Είμαστε οι τέλειοι πρωταγωνιστές ενός παιχνιδιού φτιαγμένου στα μέτρα μας. Διασταυρώνουμε τη ζωή μας με εκείνη των ζωντανών κι όταν εκείνοι πάψουν να υπάρχουν στα δικά μας μάτια, αποσυνδέονται απ’ την δική μας πραγματικότητα και συνεχίζουν στη δική τους.

Όσο συναρπαστική κι αν ακούγεται μια τέτοια θεωρία, η ιδέα περί αθανασίας προκαλεί μια αίσθηση ματαιότητας στην ψυχή του ανθρώπου. Ίσως η γνώση της αθανασίας να μελαγχολεί το πνεύμα του, μπλοκάροντας τη θέληση του για δημιουργία και ζωή. Ίσως είναι γραφτό του να μην ‘θυμάται’ τους κανόνες που διέπουν το Σύμπαν και την ίδια του την ύπαρξη, έτσι ώστε να μπορεί να ολοκληρώνει το ταξίδι του απ’ την αρχή, με νέα μάτια. Είναι ένας Θεός που ‘ξεχνά’ για να μπορεί να εμπνέεται κάτι νέο κάθε φορά. Ο Θεός που επιλέγει να ζήσει και να μάθει το γιατί.

«Έχεις ήδη κάνει μια επιλογή. Τώρα θα πρέπει να την καταλάβεις.» Oracle, Matrix

Όσο ανίκητος, όμως, κι αν είναι ο άνθρωπος μπροστά στο θάνατο, υπάρχει μια στιγμή στο πεπρωμένο του όπου ο ίδιος θα ‘τερματίσει’ τα στάδια της ζωής του και θα οδηγηθεί σε κάτι άγνωστο, όπως ακριβώς οι παίκτες ενός videogame, ή ενός επιτραπέζιου rpg. Ίσως αυτό το άγνωστο να είναι μια νέα ζωή στην οποία δεν θα θυμάται απολύτως τίποτα. Ίσως ο άνθρωπος πεθαίνει, για να μπορεί να ζήσει ξανά. Και κάθε φορά μια νέα γνώση ξυπνά. Μια καινούργια θέαση των πραγμάτων. Αυτή η αθανασία μας είναι μάλλον κατασκευασμένη στοργικά και όχι εγωκεντρικά. Είμαστε στο κέντρο της ζωής μας για να παρατηρούμε καλύτερα, να μαθαίνουμε καλύτερα, να δημιουργούμε καλύτερα κι όχι για να νιώθουμε ανώτεροι. Είμαστε πρωτότυποι, καινοτόμοι και ανεπανάληπτοι σε κάθε βήμα ζωής.

Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον δημιουργό των κόσμων ή του κόσμου που μας φυλά στα σπλάχνα του, μπορεί να μην είμαστε σε θέση να αντικρύσουμε κατάματα αυτό που υπάρχει έξω απ’ το ολογραφικό ‘παιχνίδι-σύμπαν’ μας, ένα μονάχα όμως μπορούμε να ισχυριστούμε με σιγουριά: δεν υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα απ’ την ίδια μας τη Συνείδηση.

«Από τότε που οι άνθρωποι έχουν παίξει τα παιχνίδια Sims, η αντίληψη για τον κόσμο γύρω τους τείνει να αλλάζει. Έτσι βλέπουν την πόλη, το σπίτι ή την οικογένεια τους με έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο μετά το παιχνίδι.» Will Wright, σχεδιαστής των παιχνιδιών Sims.

Έχουμε ενσωματώσει τόσο πολύ το έξω μέσα μας, που ξεχάσαμε πως το μέσα μας είναι αυτό που μπορεί -και πρέπει- να ορίζει το έξω μας. Σκεφτείτε το…

Η επίδραση της σκέψης στην υγεία και το σώμα

Το σώμα είναι ο υπηρέτης του νου. Υπακούει στις λειτουργίες του νου, είτε αυτές έχουν επιλεγεί συνειδητά είτε εκφράζονται με αυτόματο τρόπο. Ως αποτέλεσμα των άνομων σκέψεων το σώμα βυθίζεται γοργά στην ασθένεια και την παρακμή. Υπακούοντας στις χαρμόσυνες και όμορφες σκέψεις, φορά τον μανδύα της νιότης και της ομορφιάς.

Η ασθένεια και η υγεία, όπως και οι συνθήκες, έχουν τη ρίζα τους στη σκέψη. Οι ασθενικές σκέψεις θα εκφραστούν μέσα από έναν ασθενικό οργανισμό. Είναι γνωστό πως οι φοβικές σκέψεις σκοτώνουν έναν άνθρωπο τόσο γρήγορα όσο μια σφαίρα, και συνεχίζουν κάθε χρόνο να σκοτώνουν χιλιάδες ανθρώπους εξίσου βέβαια, αν και πιο αργά.

Οι άνθρωποι που ζουν με το φόβο της ασθένειας είναι εκείνοι που θα ασθενήσουν. Το άγχος καταβάλει ολόκληρο το σώμα και ανοίγει τις πύλες στην ασθένεια, ενώ οι ακάθαρτες σκέψεις, ακόμη κι αν δεν πραγματοποιούνται, σύντομα θα συντρίψουν το νευρικό σύστημα.

Οι στέρεες, αγνές και ευχάριστες σκέψεις ενδυναμώνουν το σώμα με σφρίγος και χάρη. Το σώμα είναι ένα ευαίσθητο και εύπλαστο εργαλείο, που ανταποκρίνεται πρόθυμα στις σκέψεις από τις οποίες επηρεάζεται, και οι συνήθειες της σκέψης θα επιφέρουν πάνω του τα δικά τους αποτελέσματα, θετικά ή αρνητικά.

Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να έχουν ακάθαρτο και δηλητηριασμένο αίμα όσο συνεχίζουν να αναπαράγουν ακάθαρτες σκέψεις. Η καθαρή ζωή και το καθαρό σώμα απορρέουν από μια καθαρή καρδιά. Από έναν ρυπαρό νου απορρέει μια ρυπαρή ζωή και ένα διεφθαρμένο σώμα. Η σκέψη είναι η πηγή της δράσης, της ζωής και της εκπλήρωσης· εξάγνισε την πηγή και θα εξαγνιστούν όλα.

Η αλλαγή της διατροφής δεν θα βοηθήσει έναν άνθρωπο που δεν αλλάζει τη σκέψη του. Όταν ένας άνθρωπος εξαγνίσει τις σκέψεις του, τότε θα σταματήσει και να επιθυμεί νοθευμένη τροφή.

Οι καθαρές σκέψεις δημιουργούν καθαρές συνήθειες. Ο υποτιθέμενος άγιος που δεν πλένει το σώμα του δεν είναι άγιος. Εκείνος που έχει ισχυροποιήσει και εξαγνίσει τη σκέψη του δεν χρειάζεται να ανησυχεί για κακόβουλα μικρόβια.

Αν θέλετε να θωρακίσετε το σώμα σας, διαφυλάξτε το νου σας. Αν θέλετε να ανανεώσετε το σώμα σας, ομορφύνετε το νου σας. Οι σκέψεις κακίας, φθόνου, απογοήτευσης και απελπισίας στερούν από το σώμα την υγεία και τη χάρη του. Ένα σκυθρωπό πρόσωπο δεν δημιουργείται κατά τύχη. Δημιουργείται από σκυθρωπές σκέψεις. Οι ρυτίδες που αυλακώνουν το πρόσωπο σχηματίζονται από την ανοησία, το πάθος και την υπεροψία.

Όπως δεν μπορείς να έχεις ένα ωραίο και υγιεινό σπίτι αν δεν αφήσεις τον αέρα και το φως του ήλιου να μπει στα δωμάτια, έτσι και το υγιές σώμα και η λαμπερή, ευτυχισμένη ή γαλήνια όψη μπορούν να προκύψουν μόνο με την ελεύθερη είσοδο στο νου σκέψεων χαράς, καλής θέλησης και γαλήνης.

A. Schopenhauer: Η βούληση ως αρχή του κόσμου

Arthur Schopenhauer: 1788-1860

Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση

§ 1

Το κύριο έργο του Σοπενχάουερ με τίτλο: Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση παρουσιάζει, για πρώτη φορά στην ιστορία του φιλοσοφικού πολιτισμού της Ευρώπης, με θαυμαστή διαύγεια ύφους και τολμηρή σκέψη, την ιδέα μιας ανορθολογικής αρχής του κόσμου. Με δεδομένο ότι ο ανορθολογισμός καθημερινά στη σημερινή πολιτεία αποτελεί μαρτυρία ότι αυτή βρίσκεται εκτός εαυτού, θα μπορούσε εύκολα να σκεφτεί κανείς πως η κατά Σοπενχάουερ ιδέα του φιλοσοφικού ανορθολογισμού είναι πανταχού παρούσα και αποτελεί το δημόσιο πάθος πολιτικών ή άλλων δικτατορίσκων. Εάν η εν λόγω ιδέα πραγματικά επισφράγιζε ένα κοινωνικό ή πολιτικό μόρφωμα, ας πούμε, το «δημοκρατικό» μας κράτος, τότε αυτή και μόνο αυτή θα απέτρεπε την κάθε «πεφωτισμένη» δεσποτεία από το να παραφέρεται· θα την υπονόμευε και τελικά θα κατέστρεφε την αυταρχία της. Ένα τέτοιο παράδειγμα, μεταξύ άλλων πολλών κα διαφορετικών εκάστοτε, υποδηλώνει ότι οι ιδέες του συγκεκριμένου έργου του Σοπενχάουερ βρίσκονται ακριβώς στην αντίθετη άκρη από καθημερινές μορφές ανορθολογισμού και φιλοδοξούν να τελούν σε διαρκή αντιπαράθεση με καθιερωμένες αρχές, είδωλα, ιδεοσχήματα ή φιλοσοφικά συστήματα Λογικής. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως το ως άνω έργο του φιλοσόφου κυκλοφόρησε το 1818, την ίδια σχεδόν χρονική περίοδο με την Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ. Μπορεί βέβαια η Επιστήμη της Λογικής να διεκδικούσε μια δια-Λογική επαλήθευση της αλήθειας (του όλου), όχι λιγότερο όμως και ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση πρόβαλλε την αξίωση της μελλοντικής φιλοσοφίας. Αμφότερες αυτές οι φιλοσοφικές κατευθύνσεις, όσο διαφορετικές κι αν είναι, διανοίγουν μοναδικούς δρόμους ενάντια στον εκφυλισμό του Είναι μας μέσα στον κόσμο. Θα μπορούσε κανείς, εάν ήθελε να συζεύξει τις βασικές αρχές αυτών των δύο φιλοσόφων, να μιλήσει για: Λόγος και Βούληση.

§ 2

Σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ, ο κόσμος παρουσιάζεται με δύο, δομικά διαφορετικούς, τρόπους: ως παράσταση και ως βούληση. Οι δυο αυτές έννοιες – όροι ανάγουν την αντιστοιχία τους στους καντιανούς όρους: φαινόμενο και πράγμα καθεαυτό. Το φαινόμενο είναι η βάση, το έρεισμα, πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχθεί η ανάπτυξη της παράστασης του κόσμου. Η ουσία όμως αυτής της παράστασης και αυτού του φαινομένου δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τη βούληση. Η τελευταία είναι η ακαταμάχητη ισχύς κάθε απόπειρας να γνωρίσουμε τον κόσμο δια της παράστασης. Η γνώση, που μας παρέχουν οι παραστάσεις, δεν είναι σε θέση να φωτίζει τις ενδότερες δυνάμεις που κρύβουν τα πράγματα· είναι μια εξωτερική, λιγότερο ή περισσότερο πληροφοριακή γνώση και απηχεί μια φαινομενική, τυπική όψη της αλήθειας. Για την εγκυρότητα της παράστασης ως στοχαστικής και γνωσιακής ικανότητας οι περισσότεροι φιλόσοφοι κατά ένα τέτοιο περίπου τρόπο αποφαίνονται. Απεναντίας, η βούληση είναι η πανίσχυρη εκείνη δύναμη που δεν υποκύπτει σε κανένα φαινόμενο ή φαινομενικό Είναι και κυβερνά τα πάντα. Επίσης δεν είναι αντικείμενο λογικής ή νοησιαρχικής σύλληψης ούτε υπόκειται σε όρους ή συνθήκες. Η βούληση που διατρέχει τη σύμπασα φύση ζωογονεί και αναζωογονεί τον κόσμο. Το ζητούμενο είναι, κατά πόσο ο άνθρωπος συλλαμβάνει αυτή τη βούληση και την κάνει όπλο του στη ζωή. Μια τέτοια βούληση δεν ταυτίζεται με τις διάφορες βουλητικές πράξεις των ατόμων. Εάν συνέβαινε αυτό, η βούληση θα ήταν καπρίτσιο και όχι ο τιτάνας θεός του ανθρώπου. Η βουλητική πράξη βέβαια συνιστά μια κάποια έκφανση της καθολικής βούλησης, αλλά παραμένει στα καθορισμένα, τα δεσμευτικά όρια της αρχής της ατομικότητας. Αντίθετα, η βούληση καθεαυτήν είναι η ίδια η ελευθερία.

ΠΛΑΤΩΝ: Ἴων (533c-535a)

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Καὶ ὁρῶ, ὦ Ἴων, καὶ ἔρχομαί γέ σοι [533d] ἀποφανούμενος ὅ μοι δοκεῖ τοῦτο εἶναι. ἔστι γὰρ τοῦτο τέχνη μὲν οὐκ ὂν παρὰ σοὶ περὶ Ὁμήρου εὖ λέγειν, ὃ νυνδὴ ἔλεγον, θεία δὲ δύναμις ἥ σε κινεῖ, ὥσπερ ἐν τῇ λίθῳ ἣν Εὐριπίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν. καὶ γὰρ αὕτη ἡ λίθος οὐ μόνον αὐτοὺς τοὺς δακτυλίους ἄγει τοὺς σιδηροῦς, ἀλλὰ καὶ δύναμιν ἐντίθησι τοῖς δακτυλίοις ὥστ᾽ αὖ δύνασθαι ταὐτὸν τοῦτο ποιεῖν ὅπερ ἡ λίθος, ἄλλους [533e] ἄγειν δακτυλίους, ὥστ᾽ ἐνίοτε ὁρμαθὸς μακρὸς πάνυ σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται· πᾶσι δὲ τούτοις ἐξ ἐκείνης τῆς λίθου ἡ δύναμις ἀνήρτηται. οὕτω δὲ καὶ ἡ Μοῦσα ἐνθέους μὲν ποιεῖ αὐτή, διὰ δὲ τῶν ἐνθέων τούτων ἄλλων ἐνθουσιαζόντων ὁρμαθὸς ἐξαρτᾶται. πάντες γὰρ οἵ τε τῶν ἐπῶν ποιηταὶ οἱ ἀγαθοὶ οὐκ ἐκ τέχνης ἀλλ᾽ ἔνθεοι ὄντες καὶ κατεχόμενοι πάντα ταῦτα τὰ καλὰ λέγουσι ποιήματα, καὶ οἱ μελοποιοὶ οἱ ἀγαθοὶ ὡσαύτως, ὥσπερ οἱ [534a] κορυβαντιῶντες οὐκ ἔμφρονες ὄντες ὀρχοῦνται, οὕτω καὶ οἱ μελοποιοὶ οὐκ ἔμφρονες ὄντες τὰ καλὰ μέλη ταῦτα ποιοῦσιν, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν ἐμβῶσιν εἰς τὴν ἁρμονίαν καὶ εἰς τὸν ῥυθμόν, βακχεύουσι καὶ κατεχόμενοι, ὥσπερ αἱ βάκχαι ἀρύονται ἐκ τῶν ποταμῶν μέλι καὶ γάλα κατεχόμεναι, ἔμφρονες δὲ οὖσαι οὔ, καὶ τῶν μελοποιῶν ἡ ψυχὴ τοῦτο ἐργάζεται, ὅπερ αὐτοὶ λέγουσι. λέγουσι γὰρ δήπουθεν πρὸς ἡμᾶς οἱ ποιηταὶ ὅτι [534b] ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων ἐκ Μουσῶν κήπων τινῶν καὶ ναπῶν δρεπόμενοι τὰ μέλη ἡμῖν φέρουσιν ὥσπερ αἱ μέλιτται, καὶ αὐτοὶ οὕτω πετόμενοι· καὶ ἀληθῆ λέγουσι. κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, καὶ οὐ πρότερον οἷός τε ποιεῖν πρὶν ἂν ἔνθεός τε γένηται καὶ ἔκφρων καὶ ὁ νοῦς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ· ἕως δ᾽ ἂν τουτὶ ἔχῃ τὸ κτῆμα, ἀδύνατος πᾶς ποιεῖν ἄνθρωπός ἐστιν καὶ χρησμῳδεῖν. ἅτε οὖν οὐ τέχνῃ ποιοῦντες καὶ πολλὰ λέγοντες καὶ καλὰ περὶ [534c] τῶν πραγμάτων, ὥσπερ σὺ περὶ Ὁμήρου, ἀλλὰ θείᾳ μοίρᾳ, τοῦτο μόνον οἷός τε ἕκαστος ποιεῖν καλῶς ἐφ᾽ ὃ ἡ Μοῦσα αὐτὸν ὥρμησεν, ὁ μὲν διθυράμβους, ὁ δὲ ἐγκώμια, ὁ δὲ ὑπορχήματα, ὁ δ᾽ ἔπη, ὁ δ᾽ ἰάμβους· τὰ δ᾽ ἄλλα φαῦλος αὐτῶν ἕκαστός ἐστιν. οὐ γὰρ τέχνῃ ταῦτα λέγουσιν ἀλλὰ θείᾳ δυνάμει, ἐπεί, εἰ περὶ ἑνὸς τέχνῃ καλῶς ἠπίσταντο λέγειν, κἂν περὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων· διὰ ταῦτα δὲ ὁ θεὸς ἐξαιρούμενος τούτων τὸν νοῦν τούτοις χρῆται ὑπηρέταις καὶ [534d] τοῖς χρησμῳδοῖς καὶ τοῖς μάντεσι τοῖς θείοις, ἵνα ἡμεῖς οἱ ἀκούοντες εἰδῶμεν ὅτι οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες οὕτω πολλοῦ ἄξια, οἷς νοῦς μὴ πάρεστιν, ἀλλ᾽ ὁ θεὸς αὐτός ἐστιν ὁ λέγων, διὰ τούτων δὲ φθέγγεται πρὸς ἡμᾶς. μέγιστον δὲ τεκμήριον τῷ λόγῳ Τύννιχος ὁ Χαλκιδεύς, ὃς ἄλλο μὲν οὐδὲν πώποτε ἐποίησε ποίημα ὅτου τις ἂν ἀξιώσειεν μνησθῆναι, τὸν δὲ παίωνα ὃν πάντες ᾄδουσι, σχεδόν τι πάντων μελῶν κάλλιστον, ἀτεχνῶς, ὅπερ αὐτὸς λέγει, [534e] «εὕρημά τι Μοισᾶν.» ἐν τούτῳ γὰρ δὴ μάλιστά μοι δοκεῖ ὁ θεὸς ἐνδείξασθαι ἡμῖν, ἵνα μὴ διστάζωμεν, ὅτι οὐκ ἀνθρώπινά ἐστιν τὰ καλὰ ταῦτα ποιήματα οὐδὲ ἀνθρώπων, ἀλλὰ θεῖα καὶ θεῶν, οἱ δὲ ποιηταὶ οὐδὲν ἀλλ᾽ ἢ ἑρμηνῆς εἰσιν τῶν θεῶν, κατεχόμενοι ἐξ ὅτου ἂν ἕκαστος κατέχηται. ταῦτα ἐνδεικνύμενος ὁ θεὸς ἐξεπίτηδες διὰ τοῦ φαυλοτάτου [535a] ποιητοῦ τὸ κάλλιστον μέλος ᾖσεν· ἢ οὐ δοκῶ σοι ἀληθῆ λέγειν, ὦ Ἴων;
ΙΩΝ. Ναὶ μὰ τὸν Δία, ἔμοιγε· ἅπτει γάρ πώς μου τοῖς λόγοις τῆς ψυχῆς, ὦ Σώκρατες, καί μοι δοκοῦσι θείᾳ μοίρᾳ ἡμῖν παρὰ τῶν θεῶν ταῦτα οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἑρμηνεύειν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν ὑμεῖς αὖ οἱ ῥαψῳδοὶ τὰ τῶν ποιητῶν ἑρμηνεύετε;
ΙΩΝ. Καὶ τοῦτο ἀληθὲς λέγεις.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν ἑρμηνέων ἑρμηνῆς γίγνεσθε;
ΙΩΝ. Παντάπασί γε.

***
ΣΩ. Το σκέπτομαι, Ίωνα, και [533d] θα σου πω αμέσως τί νομίζω ότι συμβαίνει. Αυτό που σε κάνει να λες ωραία πράγματα για τον Όμηρο δεν είναι κάποια ειδική τεχνική γνώση αλλά, όπως έλεγα τώρα δα, θεϊκή δύναμη που σε δονεί, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την πέτρα που ο Ευριπίδης την ονόμασε «μαγνήτη» και ο πολύς κόσμος την λέει «πέτρα του Ηρακλή». Γιατί κι αυτή η πέτρα δεν τραβάει μόνο τα δαχτυλίδια τα σιδερένια, αλλά επιπλέον τους μεταβιβάζει τη δύναμή της ώστε να μπορούν κι αυτά να κάνουν ό,τι η πέτρα, να παρασύρουν [533e] δηλαδή μαζί τους άλλα δαχτυλίδια, με αποτέλεσμα μερικές φορές να σχηματίζεται ολόκληρη αρμαθιά από σιδεράκια και δαχτυλίδια που κρέμονται το ένα από το άλλο· κι όλα αυτά παίρνουν τη δύναμή τους από εκείνη την πέτρα. Έτσι λοιπόν και η Μούσα χαρίζει σε ορισμένους δύναμη θεϊκή· και από αυτούς τους ένθεους ανθρώπους κρέμεται έπειτα μια αρμαθιά από άλλους, που διατελούν σε κατάσταση ενθουσιασμού. Γιατί όλοι οι επικοί ποιητές, οι μεγάλοι, συνθέτουν αυτά τα ωραία ποιήματα όχι χάρη σε κανόνες τεχνικούς αλλά διατελώντας σε κατάσταση θείας έμπνευσης και διακατεχόμενοι από αυτήν, και το ίδιο όλοι οι μεγάλοι λυρικοί ποιητές· όπως ακριβώς οι [534a] κορυβαντιώντες που όταν χορεύουν δεν είναι στα λογικά τους, έτσι και οι μουσικοί δημιουργούν αυτές τις όμορφες μελωδίες όχι όταν είναι στα λογικά τους, αλλά μόλις τους αγγίζει η αρμονία και ο ρυθμός κυριεύονται από βακχική μανία και διακατέχονται από αυτήν, σαν τις βάκχες που όταν διατελούν σε αυτή την κατάσταση βγάζουν από τα ποτάμια μέλι και γάλα, ενώ όταν είναι στα λογικά τους όχι, όμοια και η ψυχή των λυρικών ποιητών δημιουργεί, όπως το λένε οι ίδιοι. Γιατί οι ποιητές μάς το λένε, θαρρώ, πως [534b] τα τραγούδια τους τα μαζεύουν σε κήπους και σε λόγγους Μουσών από βρύσες που στάζουν μέλι, και πως μας τα φέρνουν όπως οι μέλισσες, πετώντας κι αυτοί έτσι· κι είναι αληθινά όσα λένε. Γιατί ο ποιητής είναι κάτι πολύ ανάλαφρο, που πετάει, κάτι ιερό, και δεν μπορεί να δημιουργήσει προτού να τον κυριέψει ο ενθουσιασμός και πέσει σε έκσταση και πάψει πια να έχει μέσα του λογικό· απεναντίας, κάθε άνθρωπος, όσο έχει μέσα του τούτο το πράγμα, το λογικό, αδυνατεί να γράφει ποιήματα ή να δίνει χρησμούς. Αφού λοιπόν αυτά τα πολλά και όμορφα που μας λένε [534c] για τα διάφορα πράγματα στα ποιήματά τους, όπως λόγου χάρη εσύ για τον Όμηρο, δεν τα δημιουργούν με τη βοήθεια κάποιων τεχνικών κανόνων αλλά τα οφείλουν σε θεϊκό χάρισμα, καθένας τους μπορεί και δημιουργεί όμορφα μόνον αυτό στο οποίο τον έσπρωξε η Μούσα, άλλος διθυράμβους, άλλος εγκώμια, άλλος χορικούς ύμνους, άλλος έπη, άλλος ιάμβους· και καθένας από αυτούς είναι σ᾽ όλα τα άλλα μια μετριότητα. Όσα λοιπόν εκφράζουν δεν τα οφείλουν σε τεχνικούς κανόνες αλλά σε θεϊκό χάρισμα, αφού αν ήξεραν, με βάση την τεχνική, έστω για ένα πράγμα να πουν κάτι όμορφο, τότε θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό και για όλα τα άλλα· και γι᾽ αυτό ο θεός τούς αφαιρεί την κρίση και τους χρησιμοποιεί ως υπηρέτες του, όπως [534d] τους χρησμωδούς και τους θεϊκούς μάντεις, ώστε να ξέρουμε εμείς που τους ακούμε ότι αυτά τα τόσο αξιόλογα δεν τα λένε εκείνοι —που νου δεν έχουν—, αλλά ότι αυτός που μιλάει είναι ο ίδιος ο θεός, ο οποίος απευθύνεται διαμέσου εκείνων σ᾽ εμάς. Περίτρανη απόδειξη για όσα λέω είναι ο Τύννιχος από τη Χαλκίδα, ο οποίος δεν έγραψε ποτέ του κανένα άλλο ποίημα που θα άξιζε να το αναφέρει κανείς εκτός από εκείνο τον παιάνα, τον οποίο όλοι ψάλλουν, το ωραιότερο ίσως απ᾽ όλα τα τραγούδια, κυριολεκτικά, όπως κι ο ίδιος το λέει, [534e] «εύρημα των Μουσών». Και νομίζω ότι ο θεός μάς το έδειξε αυτό κυρίως με τούτη τη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μην αμφιβάλλουμε ότι αυτά τα όμορφα δημιουργήματα δεν είναι έργα ανθρώπων ούτε ανήκουν στους ανθρώπους αλλά έργα θεών και ανήκουν στους θεούς, κι ότι οι ποιητές δεν είναι τίποτε άλλο παρά αγγελιαφόροι των θεών — καθένας του θεού από τον οποίο διακατέχεται. Αυτά θέλοντας να μας φανερώσει ο θεός τραγούδησε το πιο όμορφο τραγούδι εξεπίτηδες μέσα [535a] από τα χείλη του πιο ασήμαντου ποιητή· ή έχεις την εντύπωση, Ίωνα, ότι δεν τα λέω καλά;
ΙΩΝ. Ναι, μά τον Δία, σωστά μου φαίνονται· αγγίζεις με τα λόγια σου, δεν ξέρω πώς, Σωκράτη, την ψυχή μου, και μου φαίνεται ότι χάρη σε κάποιο θεϊκό χάρισμα οι μεγάλοι ποιητές μάς τα μεταφέρουν αυτά από τους θεούς.
ΣΩ. Κι εσείς πάλι οι ραψωδοί δεν διερμηνεύετε όσα λένε οι ποιητές;
ΙΩΝ. Κι αυτό σωστό είναι, όπως το λες.
ΣΩ. Τελικά λοιπόν δεν είσαστε διερμηνείς των διερμηνέων;
ΙΩΝ. Βεβαιότατα.