Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (16.135-16.212)

135 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«γιγνώσκω, φρονέω· τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ἦ καὶ Λαέρτῃ αὐτὴν ὁδὸν ἄγγελος ἔλθω
δυσμόρῳ, ὃς τῆος μὲν Ὀδυσσῆος μέγ᾽ ἀχεύων
140 ἔργα τ᾽ ἐποπτεύεσκε μετὰ δμώων τ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
πῖνε καὶ ἦσθ᾽, ὅτε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀνώγοι·
αὐτὰρ νῦν, ἐξ οὗ σύ γε οἴχεο νηῒ Πύλονδε,
οὔ πώ μίν φασιν φαγέμεν καὶ πιέμεν αὔτως,
οὐδ᾽ ἐπὶ ἔργα ἰδεῖν, ἀλλὰ στοναχῇ τε γόῳ τε
145 ἧσται ὀδυρόμενος, φθινύθει δ᾽ ἀμφ᾽ ὀστεόφι χρώς.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ἄλγιον, ἀλλ᾽ ἔμπης μιν ἐάσομεν, ἀχνύμενοί περ·
εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι,
πρῶτόν κεν τοῦ πατρὸς ἑλοίμεθα νόστιμον ἦμαρ.
150 ἀλλὰ σύ γ᾽ ἀγγείλας ὀπίσω κίε, μηδὲ κατ᾽ ἀγροὺς
πλάζεσθαι μετ᾽ ἐκεῖνον· ἀτὰρ πρὸς μητέρα εἰπεῖν
ἀμφίπολον ταμίην ὀτρυνέμεν ὅττι τάχιστα
κρύβδην· κείνη γάρ κεν ἀπαγγείλειε γέροντι.»
Ἦ ῥα καὶ ὦρσε συφορβόν· ὁ δ᾽ εἵλετο χερσὶ πέδιλα,
155 δησάμενος δ᾽ ὑπὸ ποσσὶ πόλινδ᾽ ἴεν. οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνην
λῆθεν ἀπὸ σταθμοῖο κιὼν Εὔμαιος ὑφορβός,
ἀλλ᾽ ἥ γε σχεδὸν ἦλθε· δέμας δ᾽ ἤϊκτο γυναικὶ
καλῇ τε μεγάλῃ τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυίῃ.
στῆ δὲ κατ᾽ ἀντίθυρον κλισίης Ὀδυσῆϊ φανεῖσα·
160 οὐδ᾽ ἄρα Τηλέμαχος ἴδεν ἀντίον οὐδ᾽ ἐνόησεν,
οὐ γάρ πως πάντεσσι θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς,
ἀλλ᾽ Ὀδυσεύς τε κύνες τε ἴδον, καί ῥ᾽ οὐχ ὑλάοντο,
κνυζηθμῷ δ᾽ ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν.
ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσε· νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς,
165 ἐκ δ᾽ ἦλθεν μεγάροιο παρὲκ μέγα τειχίον αὐλῆς,
στῆ δὲ πάροιθ᾽ αὐτῆς· τὸν δὲ προσέειπεν Ἀθήνη·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἤδη νῦν σῷ παιδὶ ἔπος φάο μηδ᾽ ἐπίκευθε,
ὡς ἂν μνηστῆρσιν θάνατον καὶ κῆρ᾽ ἀραρόντε
170 ἔρχησθον προτὶ ἄστυ περικλυτόν· οὐδ᾽ ἐγὼ αὐτὴ
δηρὸν ἀπὸ σφῶϊν ἔσομαι μεμαυῖα μάχεσθαι.»
Ἦ καὶ χρυσείῃ ῥάβδῳ ἐπεμάσσατ᾽ Ἀθήνη.
φᾶρος μέν οἱ πρῶτον ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα
θῆκ᾽ ἀμφὶ στήθεσσι, δέμας δ᾽ ὤφελλε καὶ ἥβην.
175 ἂψ δὲ μελαγχροιὴς γένετο, γναθμοὶ δὲ τάνυσθεν,
κυάνεαι δ᾽ ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον.
ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς ἔρξασα πάλιν κίεν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἤϊεν ἐς κλισίην· θάμβησε δέ μιν φίλος υἱός,
ταρβήσας δ᾽ ἑτέρωσε βάλ᾽ ὄμματα μὴ θεὸς εἴη,
180 καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἀλλοῖός μοι, ξεῖνε, φάνης νέον ἠὲ πάροιθεν,
ἄλλα δὲ εἵματ᾽ ἔχεις, καί τοι χρὼς οὐκέθ᾽ ὁμοῖος.
ἦ μάλα τις θεός ἐσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν·
ἀλλ᾽ ἵληθ᾽, ἵνα τοι κεχαρισμένα δώομεν ἱρὰ
185 ἠδὲ χρύσεα δῶρα, τετυγμένα· φείδεο δ᾽ ἡμέων.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«οὔ τίς τοι θεός εἰμι· τί μ᾽ ἀθανάτοισιν ἐΐσκεις;
ἀλλὰ πατὴρ τεός εἰμι, τοῦ εἵνεκα σὺ στεναχίζων
πάσχεις ἄλγεα πολλά, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν.»
190 Ὣς ἄρα φωνήσας υἱὸν κύσε, κὰδ δὲ παρειῶν
δάκρυον ἧκε χαμᾶζε· πάρος δ᾽ ἔχε νωλεμὲς αἰεί.
Τηλέμαχος δ᾽, οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ᾽ εἶναι,
ἐξαῦτίς μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν·
«οὐ σύ γ᾽ Ὀδυσσεύς ἐσσι πατὴρ ἐμός, ἀλλά με δαίμων
195 θέλγει, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω.
οὐ γάρ πως ἂν θνητὸς ἀνὴρ τάδε μηχανόῳτο
ᾧ αὐτοῦ γε νόῳ, ὅτε μὴ θεὸς αὐτὸς ἐπελθὼν
ῥηϊδίως ἐθέλων θείη νέον ἠδὲ γέροντα.
ἦ γάρ τοι νέον ἦσθα γέρων καὶ ἀεικέα ἕσσο·
200 νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικας, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ σε ἔοικε φίλον πατέρ᾽ ἔνδον ἐόντα
οὔτε τι θαυμάζειν περιώσιον οὔτ᾽ ἀγάασθαι·
οὐ μὲν γάρ τοι ἔτ᾽ ἄλλος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς,
205 ἀλλ᾽ ὅδ᾽ ἐγὼ τοιόσδε, παθὼν κακά, πολλὰ δ᾽ ἀληθείς,
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν.
αὐτάρ τοι τόδε ἔργον Ἀθηναίης ἀγελείης,
ἥ τέ με τοῖον ἔθηκεν ὅπως ἐθέλει, δύναται γάρ,
ἄλλοτε μὲν πτωχῷ ἐναλίγκιον, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε
210 ἀνδρὶ νέῳ καὶ καλὰ περὶ χροῒ εἵματ᾽ ἔχοντι.
ῥηΐδιον δὲ θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
ἠμὲν κυδῆναι θνητὸν βροτὸν ἠδὲ κακῶσαι.»

***
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Κατάλαβα, το βλέπω, συλλογίζομαι την εντολή σου.
Αλλά πες μου παρακαλώ κι αυτό, μίλησε καθαρά·
πρέπει στον δρόμο μου κι απ᾽ τον Λαέρτη να περάσω;
το μήνυμά σου και σ᾽ αυτόν τον δύστυχο να φέρω; Που πρώτα,
140 μ᾽ όλον τον βαρύ καημό του για τον γιο του, φρόντιζε ακόμη
τα χωράφια, έπινε κι έτρωγε μέσα στο σπίτι με τους δούλους,
όταν η όρεξή του το ζητούσε.
Μα τώρα, αφότου εσύ με το καράβι σου εμίσεψες στην Πύλο,
λένε δεν τρώει, δεν πίνει πια, όπως παλιά,
δεν θέλει καν να δει τα χτήματα· μόνος του σέρνεται,
στενάζοντας βογγά, οδύρεται και λιώνει η σάρκα του
γύρω στα κόκαλά του.»
Ευθύς του ανταποκρίθηκε ο συνετός Τηλέμαχος:
«Κι αν περισσεύει ο πόνος του, λέω να τον αφήσουμε — κι εμείς πονάμε.
Γιατί αν μπορούσαν οι θνητοί να κάνουν πάντα τη δική τους εκλογή,
θα προτιμούσαμε τον νόστο του πατέρα μου — αυτός πρωτεύει.
150 Γι᾽ αυτό κι εσύ πες το μαντάτο, και γύρνα πίσω·
μην τρέχεις πέρα στους αγρούς, για να τον βρεις.
Αλλά παράγγειλε στη μάνα μου, αυτή κρυφά και γρήγορα
την οικονόμο μας να στείλει, κι εκείνη ας φέρει
στον γέροντα τα νέα μας.»
Μιλώντας έτσι, τον ξεσήκωσε· έπιασε αμέσως τα σαντάλια του στο χέρι
και τα ᾽δεσε ο χοιροβοσκός στα πόδια του —
ύστερα κίνησε να πάει στην πόλη.
Δεν ξέφυγε όμως την προσοχή της Αθηνάς πως έφυγε ο χοιροβοσκός,
ο Εύμαιος, απ᾽ το μαντρί του, κι αμέσως πλησιάζει.
Πήρε την όψη όμορφης, ψηλής γυναίκας, στα ωραία εργόχειρα επιδέξιας·
στάθηκε αντίκρυ στην εξώθυρα της μάντρας, μόνο στον Οδυσσέα φανερή,
160 αόρατη για τον Τηλέμαχο, που δεν την έβλεπε·
γιατί οι θεοί δεν φανερώνονται όπως όπως στον καθένα.
Την είδαν όμως ο Οδυσσέας κι οι σκύλοι, που δεν τη γάβγισαν·
σκόρπισαν κλαψουρίζοντας, φεύγοντας στην απέναντι μεριά της στάνης.
Έκανε τότε νεύμα η θεά παίζοντας τα ματόκλαδά της,
κι ο Οδυσσέας κατάλαβε.
Βγήκε από το καλύβι, προσπέρασε τον υψωμένο τοίχο της αυλής
και στήθηκε μπροστά της. Η Αθηνά αμέσως τον προσφώνησε:
«Λαερτιάδη διογέννητε, ω πολυμήχανε Οδυσσέα,
έφτασε η ώρα, ομολογήσου τώρα στο παιδί σου, μην του κρύβεσαι·
οι δυο να συνταιριάζετε τον φόνο των μνηστήρων και τον χαλασμό τους,
170 κι ύστερα κατεβαίνετε στη δοξασμένη πόλη. Αλλά κι εγώ
δεν πρόκειται να σας αφήσω για πολύ — φλέγομαι αλήθεια
να μπω σ᾽ αυτή τη μάχη.»
Είπε, και τον ακούμπησε τον Οδυσσέα η Αθηνά με το χρυσό ραβδί της.
Του φόρεσε γύρω στο στήθος πουκαμίσα καθαρή
και πανωφόρι. Και ξαφνικά ξανάνιωσε, έδειξε πιο ψηλός·
το δέρμα του έγινε πάλι μελαχρινό, τα μάγουλα του τσίτωσαν,
και μαύρισε το γένι γύρω στο πιγούνι.
Το έργο της τελειώνοντας, απομακρύνθηκε η θεά· ο Οδυσσέας όμως
προχωρούσε τώρα στην καλύβα. Τον είδε ο γιος του κι έμεινε
έκθαμβος, γύρισε αλλού το βλέμμα του με δέος,
μήπως του φανερώθηκε κάποιος θεός.
180 Κι όπως του μίλησε, πέταξαν σαν πουλιά τα λόγια του:
«Αλλιώτικος φαντάζεις τώρα, ξένε, παρ᾽ ό,τι πριν·
άλλα τα ρούχα σου, άλλαξε και το δέρμα σου.
Ανίσως είσαι ένας θεός απ᾽ όσους τον απέραντο ουρανό κρατούν,
σπλαχνίσου μας, κι εμείς θα σου προσφέρουμε
θυσία ευχάριστη, δώρα από δουλεμένο μάλαμα.
Μόνο ελέησέ μας.»
Πήρε τον λόγο τότε κι αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Όχι, θεός δεν είμαι, πώς με φαντάστηκες αθάνατο;
Είμαι ο πατέρας ο δικός σου· που εσύ για χάρη του στενάζεις
και πολλά υποφέρεις, σηκώνοντας τα βάρη από βίαιες πράξεις
άλλων ανδρών.»
190 Μιλώντας, φίλησε τον γιο του κι άφησε να κυλήσουνε από τις παρειές
στο χώμα δάκρυα, που πριν με τόση επιμονή τα συγκρατούσε.
Αλλά ο Τηλέμαχος δεν ήθελε να το πιστέψει πως έβλεπε μπροστά του
τον πατέρα του, γι᾽ αυτό πήρε ξανά τον λόγο και του μίλησε:
«Όχι, δεν είσαι ο Οδυσσέας εσύ, δεν είσαι εσύ ο πατέρας μου·
ένας θεός θα με μαγεύει, για να στενάζω και να οδύρομαι
ακόμη πιο πολύ.
Γιατί δεν θα μπορούσε κανείς θνητός, με το δικό του το μυαλό,
να φανταστεί το έργο αυτό· εκτός κι αν τον συνέτρεχε
κάποιος θεός που εύκολα, αν θέλει, κάνει τον γέρο νέο
και τον νέο γέρο.
Εσύ πρωτύτερα ήσουν γέρος, ντυμένος με άσχημα κουρέλια,
200 και τώρα μοιάζεις στους θεούς που τον απέραντο ουρανό κρατούν.»
Του αντιμίλησε έπειτα ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Τηλέμαχε, όχι, δεν σου πρέπει με τον πατέρα σου στο πλάι,
να αποθαυμάζεσαι τόσο πολύ και να αμφιβάλλεις.
Δεν πρόκειται άλλος Οδυσσέας να φτάσει εδώ·
είναι μπροστά σου κι είμαι εγώ· που πάτησα τα πατρικά μου χώματα
μετά από πάθη φοβερά κι από μεγάλη περιπλάνηση —
είκοσι χρόνια πάνε τώρα.
Το έργο αυτό που βλέπεις και θαυμάζεις, είναι της Αθηνάς που της αρμόζει
του πολέμου η λεία· εκείνη μ᾽ έκανε όπως θέλει και μπορεί,
τη μια να μοιάζω με φτωχό ζητιάνο,
210 την άλλη νέος που φορεί στο σώμα του ωραία ρούχα.
Εύκολο το έχουν οι θεοί που τον απέραντο ουρανό κρατούν,
έναν θνητό άλλοτε να τον κάνουν λαμπερό,
άλλοτε να τον ασχημίζουν.»

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 12. Στάση Κολοσσαίο

12.1. Χαιρέτα την τη Ρώμη που χάνεις


Φεύγει απ᾽ τη Ρώμη ο φίλος μου ο Ουμβρίκιος, κι έχω μεγάλη στενοχώρια·
στην πόλη τούτη μεγαλώσαμε μαζί, τώρα θα ζούμε χώρια.
Όλα τα υπάρχοντά του σε μιαν άμαξα· ο αμαξάς μπροστά, οι δυο μας πίσω,
στης πόλης φτάσαμε την έξοδο - πήγα ως εκεί να τον ξεπροβοδίσω.
«Το αποφάσισα» μου είπε «φίλε μου. Για μένα δεν υπάρχει τίποτε στη Ρώμη·
θ᾽ αράξω κάπου, πριν να γίνω χούφταλο κι όσο τα πόδια μου κρατούν ακόμη.
Δεν έχω τ᾽ απαιτούμενα στην πόλη αυτή, δεν έχω τις κατάλληλες συνήθειες·
εδώ είναι τόπος για επιτήδειους, για τα λαμόγια και για τις «προμήθειες».
Δεν κάνω για παρατρεχάμενος των ισχυρών, η γλώσσα μου δεν ξέρει κολακείες,
δεν έμαθα να κάνω τον χαφιέ, να κάνω ελιγμούς, να κρύβω ατιμίες.
Δεν έμαθα να συγχρωτίζομαι με πρόσωπα που έκαναν καριέρα στην απάτη
και τώρα που «τα πιάσανε χοντρά» το παίζουν κύριοι και ζούνε σε παλάτι.
Τους «δήθεν» δεν τους πάω γενικώς - κυρίως όσους έχουνε πρεμούρα
να δείξουν ότι είναι συγγραφείς κι ότι συμβάλλουν στη λεγόμενη κουλτούρα.
Μαζί τους ήμουν πάντοτε ωμός (και πάντοτε σοκάρονταν οι τύποι) -
«Χάλια το τελευταίο σου διήγημα· αντίτυπο και αφιέρωση να λείπει!»
. . . 

Και να σου πω το άλλο μέγα πρόβλημα; Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να μείνω
σε μία πόλη που αλώθηκε από την άτιμη τη ράτσα των Ελλήνων.
Η Ρώμη, φίλε μου, είναι ελληνική. Κατάλαβέ το, μας την έχουν πέσει·
κατάληψη και εισβολή κανονική - για μας εδώ δεν έχει πλέον θέση.
Σαμιώτες, Αθηναίοι, Μεγαρείς, Μικρασιάτες - άνοιξαν οι δρόμοι,
αδειάσαν την Ελλάδα οι Γραικοί και γέμισαν αντίστοιχα τη Ρώμη.
Πιάσαν τις πάνω και τις κάτω γειτονιές, απλώθηκαν σε κάθε συνοικία,
μπήκαν στα σπίτια μας, μας πήραν τις δουλειές, μας έκαναν δική τους αποικία.
Πρώτοι στην πάρλα, αετονύχηδες, δεν έχουν μπέσα, «είπα ξείπα»·
σε όλα μέσα, σε πουλάν και σ᾽ αγοράζουνε - και γενικά δεν έχουν τσίπα. Πολυτεχνίτες στο επάγγελμα - προφέσορες, γκουρού και αστρολόγοι,
κομπογιαννίτες και γιατροί, μέντιουμ, ακροβάτες, γυρολόγοι.
Όλα τα ξέρει, όλα τα μπορεί ο άφραγκος Γραικύλος που πεινάει·
πες του, αν μπορεί, να πάει στον ουρανό - σε βεβαιώ, στον ουρανό θα πάει. Ψευδολογούν ασύστολα, παρουσιάζουν όπως θέλουνε το θέμα·
εμείς, αντίθετα, δεν πείθουμε - μόνο σε στόμα ελληνικό το ψέμα είναι ψέμα. Παίζουνε θέατρο παντού· το θέατρο είναι, άλλωστε, εύρημα των Ελλήνων·
για μένα, φίλε, είναι προφανές: η Ελλάδα είναι χώρα θεατρίνων.
Δεν κάθομαι με τίποτε εδώ. Το πήρα απόφαση και δεν αλλάζω πλάνο·
μέσα σ᾽ αυτό το ελληναριό, εγώ ο Ουμβρίκιος στη Ρώμη τι να κάνω;
. . .

Εξάλλου εδώ δεν είναι μέρος για φτωχούς. Δίχως λεφτά δεν έχεις κύρος·
αν έχεις το εισόδημα, μετράς· σαφώς δεν είναι θέμα χαρακτήρος.
Νεόπλουτοι, πρώην μονομάχοι και πορνοβοσκοί, νυν γαλαντόμοι,
αυτοί είναι οι σταρ της εποχής, παντού αλλά κατεξοχήν εδώ, στη Ρώμη.
Εδώ οι πάντες ντύνονται ακριβά, όλοι το παίζουνε ωραίες και ωραίοι -
ας είμαι εγώ ντυμένος στα σινιέ και άσε να μαζεύονται τα χρέη.
Δανείζονται και σπαταλούν, και σπαταλούν για να τους σέβονται οι άλλοι·
το αντίδοτο στη φτώχεια είναι απλό - και ονομάζεται, απλούστατα, σπατάλη.
. . .

Κι ύστερα, ποια ποιότητα ζωής μπορεί να σου προσφέρει μία πόλη,
όπου τα σπίτια είναι άθλια και σαθρά, και ως εκ τούτου κινδυνεύουμε όλοι;
Και το χειρότερο απ᾽ όλα οι πυρκαγιές. Δρόμοι στενοί, κίνηση, παραζάλη,
και ιδού και η συνήθης πυρκαγιά, ιδού η μάστιγά μας η μεγάλη.
Χτυπάει δαιμονικά συναγερμός, βλέπεις ανθρώπους έντρομους, τρεχάτους,
αν μένουν στο ισόγειο, δηλαδή - γιατί οι άλλοι στα ψηλά, βοήθειά τους…
Είχα έναν γνωστό, φτωχό παιδί, κυριολεκτικά κοιμόταν στα σανίδια·
προχτές το σπίτι του άρπαξε φωτιά - στάχτη τα πάντα και αποκαΐδια.
Μα, θα μου πεις, η πυρκαγιά καίει και σπίτια πλούσια, μεγάλα·
α, ναι, αλλά με μια διαφορά: οι πλούσιοι μπορούν και χτίζουν άλλα.
Κι άντε, καλά, αν υποθέσουμε ότι το σπίτι όπου μένεις σου ανήκει·
αλλά, για πες μου σε παρακαλώ, τι γίνεται όταν πληρώνεις νοίκι;
Οι ιδιοκτήτες τρελαθήκανε, σε σφάζουν φανερά και με το νόμο -
αύξηση, λέει, πενήντα τα εκατό, κι άμα δε δώσεις σε πετάει στο δρόμο.
Εγώ, που λες, δεν πλήρωσα χρυσή τη γκαρσονιέρα αυτή στο Κολοσσαίο;
Σπίτι θ᾽ αγόραζα με τόσα χρήματα αλλού - άκου με που σου λέω.
Αφήνω δε που λόγω ηχορύπανσης κανείς εδώ δε βρίσκει ησυχία·
το έχω πει και θα το πω ξανά: κέντρο της Ρώμης ίσον αϋπνία.
Δρόμοι στενοί και πολυσύχναστοι από πεζούς και άμαξες γεμάτοι,
κίνηση πάνω κάτω και φωνές - αδύνατο να κλείσεις μάτι.
Και βέβαια, μονίμως μποτιλιάρισμα· και πώς ο δόλιος να κυκλοφορήσω
μέσα σε κοσμοθάλασσα που σπρώχνει από μπρος και από πίσω;
Εδώ για να κινείσαι άνετα πρέπει να είσαι ένα από τα τρία:
πολιτικός, επίσημος, λεφτάς - και σου ανοίγει δρόμο η συνοδεία.
Συνεδριάζει η Σύγκλητος, ο κύριος τάδε δεν μπορεί να περιμένει·
περνά ο κύριος συγκλητικός - κι εμείς οι άλλοι μποτιλιαρισμένοι.
Και επειδή στη Ρώμη αυξήθηκε υπέρμετρα το προλεταριάτο,
τα φορτηγά κι οι άμαξες φροντίζουν να μας παίρνουν από κάτω.
Έτσι περνούν οι μέρες μας εδώ, με κίνδυνο, με άγχος και φοβέρα·
και όσο για «ζωή νυχτερινή» - η νύχτα είναι χειρότερη απ᾽ τη μέρα.
Κυκλοφορείς νυχτιάτικα; Την έβαψες. Κάθε γωνιά και δέκα λωποδύτες,
κάθε σοκάκι και μεθύστακας, ανώμαλοι, κλεφτρόνια και αλήτες.
Από αστυνόμευση, σκατά. Αμπέλι ξέφραγο τα σπίτια μας τις νύχτες·
δεν ωφελούν αμπάρες και κλειδιά, είναι συνέχεια μέσα οι διαρρήχτες.
Ιδού, λοιπόν, τα χάλια μας, ιδού η δοξασμένη Ρώμη των Καισάρων·
δεν την αντέχω. Φίλε μου σε χαιρετώ, και φεύγω άρον άρον

ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Το Πρωταρχικό Βίωμα της Ύπαρξης είναι μια Εσωτερική Άμεση Αίσθηση ότι Υπάρχουμε, ότι Είμαστε Εδώ. Κανονικά, η διερεύνηση κι η κατανόηση Αυτής της Ύπαρξης θα έπρεπε να αναζητηθεί στην ίδια την Εσωτερική Αντίληψη της Ύπαρξης, στον προσδιορισμό της Έκτασης του Εδώ και στον καθορισμό των σχέσεων της «Επίγνωσης» με το εξωτερικό μέρος της Ύπαρξης, με το σώμα και κατ’ επέκταση με τον «εξωτερικό» κόσμο. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο όλες οι πληροφορίες για το Είναι (για την Ουσία μας) βρίσκονται Μέσα στο Ίδιο το Είναι αλλά επίσης οι όποιες πληροφορίες αντλούμε από Μέσα μας είναι επαρκείς για να στερεώσουν την «ύπαρξή» μας. Στο κάτω-κάτω «Αυτό Που Είναι» Είναι, είτε έτσι είτε αλλιώς, ανεξάρτητα από τον βαθμό της επίγνωσής μας. Κι η Διαφώτιση της επίγνωσής μας με την κατανόηση, η Διεύρυνση της επίγνωσής μας με το άνοιγμα της πραγματικής όρασης, με την επέκταση των οριζόντων, είναι ακριβώς κάτι αυθόρμητο και πηγαίο που αναβλύζει από μέσα μας, σαν άμεση επαφή με αυτό που είμαστε, με αυτό που συμβαίνει, με τα «πράγματα».

Έτσι, σαν συμπέρασμα όλων αυτών, ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, όλοι μας, θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη, την ζωή, την σωματική εμπειρία, τον εξωτερικό κόσμο, μέσα από αυτό το κεντρικό σημείο αντίληψης της ύπαρξης (από αυτή την άμεση εσωτερική αίσθηση της ύπαρξης και των σχέσεων της με τον «περιβάλλοντα» κόσμο). Και μέσα από αυτή την θέση όρασης θα έπρεπε να διαμορφώνουμε την οποιαδήποτε κοσμοθεωρία μας ξεδιπλώνει μπροστά μας (εδώ, τώρα) η ίδια η ζωή. Έτσι θα έπρεπε να πορευόμαστε στην ζωή. Έτσι θα έπρεπε να εκπαιδευόμαστε, για να αντιλαμβανόμαστε ορθά και να προσανατολιζόμαστε σωστά και να ζούμε με πληρότητα και σε αρμονία με το περιβάλλον. Έτσι θα έπρεπε. Αλλά δεν συμβαίνει έτσι στην ζωή. Ίσως οι ανάγκες της ζωής, της επιβίωσης, εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πίσω, δεν άφησαν ποτέ το περιθώριο για μια τέτοια αντίληψη της ζωής, ούτε έδιναν το περιθώριο για μια τέτοια εκπαίδευση, από την κοινότητα, των νέων ανθρώπων.

Από την εποχή που ο άνθρωπος ήταν ένα όρθιο ζώο, δύο εκατομμύρια χρόνια πίσω, η προτεραιότητα της ζωής ήταν απλά η επιβίωση. Κι η επιβίωση (σαν ανάγκη) κι η εξέλιξη σαν ιστορική πραγματικότητα είναι που στον πρωταρχικό εγκέφαλο που μας συνδέει (απλά) με την ύπαρξη εδώ (στο σώμα) και τον εξωτερικό κόσμο δημιούργησαν (στο ανθρωποειδές) ένα «δεύτερο» εγκέφαλο, τον φλοιό του εγκεφάλου (τελείως διαφοροποιημένο στον άνθρωπο από αυτόν των υπολοίπων ζώων). Σε αυτόν τον «δεύτερο» εγκέφαλο (στον φλοιό) αναπτύχθηκαν όλες οι νοητικές διεργασίες που θα επέτρεπαν στον homo simian να γίνει homo sapiens (αν και πολλοί βρίσκονται ακόμα, από την άποψη της εξέλιξης στην κατηγορία του πρωτόγονου και δεν χρησιμοποιούν πλήρως τις νοητικές δυνατότητες του φλοιού του εγκεφάλου, ακόμα κι αν έχουν τελειώσει πανεπιστήμια κι έχουν πολλά μεταπτυχιακά).

Αυτή η ανθρωπολογική εξέλιξη αποτυπώνεται (κι επαναλαμβάνεται) σε κάθε άνθρωπο που γεννιέται κι ενηλικιώνεται, στις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής. Πράγματι, κάθε άνθρωπος σήμερα «διανύει» αυτή την εξέλιξη του ανθρώπου, των δύο εκατομμυρίων χρόνων, μέχρι τα 20 χρόνια του. Η Θεωρία του Jean Peaget (Γενετική Ψυχολογία) για την γνωστική ανάπτυξη δείχνει πως αναπτύσσεται κι ολοκληρώνεται η νοημοσύνη στον άνθρωπο και ταυτόχρονα «δείχνει», (όπως επαναλαμβάνεται σε κάθε άνθρωπο) την ανθρωπολογική εξέλιξη από το ζώο στον νοήμονα άνθρωπο.

Αυτή η ανθρωπολογική εξέλιξη αντιμετώπισε, πραγματικά, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα, τα προβλήματα της επιβίωσης, αλλά ταυτόχρονα «μετατόπισε» την αίσθηση της ύπαρξης και του εαυτού από το «φυσικό κέντρο» της, στον επιφανειακό φλοιό του εγκεφάλου, στην νοητική αντίληψη του εαυτού μέσα από την συσσώρευση γνώσης και εμπειριών. Έτσι, τελείως «φυσικά» η πρωταρχική αντίληψη του εαυτού επικαλύφτηκε από τα εμπειρικά επικαθήματα και έτσι λειτουργούμε μέσα από τον εμπειρικό διαμορφωμένο εαυτό, την «προσωπικότητα», το εγώ. Στην πραγματικότητα το Καθαρό Υποκείμενο, δεν χρησιμοποιεί τις νοητικές δυνατότητες του φλοιού για να προσανατολιστεί, να προσαρμοστεί και να ζήσει. Αντίθετα, «ταυτίζεται» με την νοητική αντίληψη, την θεωρεί πραγματική, ουσιαστική κι αποφασιστική για τις επιλογές του στην ζωή. Όμως αυτή η αντίληψη, η γνώση, οι εμπειρίες μας, παρέχονται, επηρεάζονται και διαμορφώνονται από την κοινωνία στην οποία ζούμε, μέσω της «κοινωνικοποίησης». Είναι πολύ εύκολο να κατανοήσουμε τι ακριβώς γίνεται αρκεί να στοχαστούμε το πολύ απλό γεγονός ότι ο ίδιος άνθρωπος θα ανέπτυσσε μια τελείως διαφορετική προσωπικότητα σε ένα άλλο πολιτιστικό περιβάλλον. Αυτό δείχνει απλά τον τεράστιο ρόλο που παίζει στην ανάπτυξή μας (σαν ανθρώπινων όντων) η κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε. Αυτός ο ρόλος είναι καθοριστικός αλλά όχι απόλυτος για κάποιον που θέλει να ξεφύγει και να αποκτήσει μια άλλη ευρύτερη αντίληψη των πραγμάτων.

Έτσι, από πολύ παλιά, οι άνθρωποι ήθελαν να έχουν όχι μια πραγματική βαθιά και πλήρη αντίληψη της ύπαρξης (που οδηγεί με την καλλιέργειά της στην Αληθινή Αυτογνωσία) αλλά μια πρακτική (έστω και ατελή) εικόνα του κόσμου μέσα στον οποίο θα έπρεπε να δράσουν για να επιβιώσουν. Κι αυτή την «εικόνα του κόσμου» την παρείχε σαν λειτουργία και σαν δραστηριότητα η διανόηση (στον φλοιό του εγκεφάλου). Έτσι η ανάπτυξη της διανόησης, από ένα απλό πολύτιμο εργαλείο γνώσης και προσανατολισμού για τις ανάγκες της επιβίωσης έγινε ο μοναδικός τρόπος όρασης κι ερμηνείας του κόσμου. Οι άνθρωποι συσσώρευσαν εμπειρίες, μνήμες, γνώσεις και φροντίζουν αυτή την πολύτιμη γνώση να την μεταδίδουν στις επόμενες γενιές. Έτσι δημιουργήθηκε ο σύγχρονος πολιτισμός. Στην πραγματικότητα όμως, πέρα από την αδιαμφησβήτητη πρακτική χρησιμότητα της διανόησης, μπορεί η διανόηση να δώσει απαντήσεις για την Ύπαρξη (για Αυτό που Είμαστε Πραγματικά), για τον Ηθικό Προσανατολισμό μας (για αυτό που πρέπει πραγματικά να κάνουμε) και για την Ανθρώπινη Ολοκλήρωση (για το πώς να είμαστε πλήρεις σαν όντα και σε αρμονία με το «περιβάλλον»); Μπορεί; Όχι, δεν μπορεί! Και δεν φταίει η διανόηση που σαν λειτουργία περιορίζεται στην συλλογή πληροφοριών και στην επεξεργασία εννοιών και συμπερασμάτων, για να συνθέσει μια πλασματική εικόνα της πραγματικότητας. Ο λόγος είναι ότι η διανόηση, από την φύση της, αντλεί πληροφορίες από τον «εξωτερικό» κόσμο κι από την εσωτερική επεξεργασία των γνώσεων-πληροφοριών. Είναι ένα «κλειστό» σύστημα γνώσης και αναγκαστικά περιορίζεται στα όριά του, στις δυνατότητές του. Στοχαστείτε το πολύ απλό γεγονός, μπορεί ο ηλεκτρονικός υπολογιστής να απαντήσει για πράγματα για τα οποία δεν έχει πληροφορίες; Όσες φορές κι αν επαναλάβει την διαδικασία της διερεύνησης δεν υπάρχει απάντηση. Λογικό δεν είναι; Στην πραγματικότητα τι κάνουμε; Ζητάμε από την διανόηση να περιγράψει το πραγματικό και να μας φέρει σε επαφή με το πραγματικό. Ζητάμε, σαν τον Ναστρεντίν του μύθου, το κλειδί του σπιτιού που χάσαμε, όχι εκεί που το χάσαμε, έξω από την πόρτα μας, αλλά μακριά, εκεί που υπάρχει φως, κάτω από την κολόνα του δρόμου. Δεν είναι ανόητο; Είναι ανόητο; Ή τραγικό; Στην πραγματικότητα η διανόηση μπορεί απλά να περιγράψει κάποια πράγματα (κι όσα ακριβώς εμπίπτουν στην επίγνωσή μας, ανάλογα με το που στρέφεται – συνήθως προς τον εξωτερικό κόσμο) αλλά δεν έχει παρά ελάχιστη σχέση με την ζωή, με την πραγματική ζωή. Και ζωή δεν είναι αυτό που ζούμε (ή νομίζουμε ότι ζούμε) γιατί αυτό που ζούμε δεν έχει πραγματικό ουσιαστικό περιεχόμενο. Για αυτό είμαστε όλοι δυστυχισμένοι.

Οι άνθρωποι, οι πολιτισμένοι άνθρωποι της διανόησης, πίστεψαν ότι μπορούν να δώσουν όλες τις απαντήσεις. Πίστεψαν ότι με την διανόηση θα βρουν την Ύστατη Πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, αυτό που βρίσκουν είναι μόνο οι δικές τους ιδέες- κατασκευές που μπορούν να απλωθούν μέχρι το Γενικό κι Αφηρημένο και το Χωρίς Ιδιότητες (πάντα σαν νοητικές συλλήψεις κι όχι το πραγματικό «πράγμα»). Μια τέτοια θεώρηση όμως δεν είναι απλά φτωχή, είναι από την φύση της καταδικασμένη, σαν ανεπαρκής. Κάποιοι κατάλαβαν ότι η διανόηση δεν μπορεί να περάσει το Όριο (ανάμεσα στον κόσμο της Σκιάς της Διανόησης και τον Πραγματικό Κόσμο). Έτσι κατέφυγαν όχι στην φαντασία ή την πίστη (πράγμα που θα ήταν το ίδιο με την διανόηση) αλλά στην Εμπειρία των Άλλων. Πραγματικά, από πολύ παλιά, εδώ και χιλιάδες χρόνια, υπήρχαν άνθρωποι που αναζήτησαν την Απάντηση για την Ύπαρξη, την Ηθική, την Ζωή, Μέσα τους, στον Εσωτερικό Χώρο της Πραγματικής Εμπειρίας της Ύπαρξης κι όχι εξωτερικά, στην διανόηση (στην διανοητική δραστηριότητα και στην δραστηριότητα της μνήμης και της συσσωρευμένης ανθρώπινης γνώσης), ή στον κόσμο. Τέτοιοι άνθρωποι έμειναν στην ιστορία σαν Μεγάλοι Σοφοί, Μύστες, Ιδρυτές Θρησκειών, Θεάνθρωποι, κλπ., σαν τον Ορφέα, τον Λάο Τσε, τον Βούδα. Και κάποιοι άλλοι άνθρωποι μπόρεσαν να τους ακολουθήσουν και κάποιοι κατάλαβαν και κάποιοι όχι. Αργά ή γρήγορα όμως όλα τα Θρησκευτικά Κινήματα που Δείχνουν την Αλήθεια, την Πραγματική Ζωή, το Άχρονο της Ανθρώπινης Ύπαρξης, πέρα από τον εξωτερικό κόσμο, ξεπέφτουν σε απλή διανοητική γνώση, περιγραφές, διδασκαλίες, θεολογίες, εξωτερικές λατρείες και ιεροπραξίες, χωρίς το περιεχόμενο του βιώματος, μια παράδοση θρησκείας, κοινωνικός θεσμός και ένα μη-λειτουργικό πράγμα. Δυστυχώς οι άνθρωποι της διανόησης απολιθώνουν με την σκέψη τους ό,τι ζωντανό αγγίζουν. Κι όλες οι θρησκείες των ανθρώπων σήμερα δεν είναι παρά απολιθώματα της Αρχικής Εμπειρίας. Θα πρέπει κάποιος να σπάσει την εξωτερική πέτρα της διανόησης για να βρει ίσως (κι αν μπορέσει) την καρδιά της ζωής να χτυπά κάπου στο βάθος, μια σπίθα ζωντανού πνεύματος που να μπορεί να φωτίσει την ζωή και να της δώσει ένα νόημα.

Η νοημοσύνη των ανθρώπων (για την οποία οι άνθρωποι περηφανεύονται) δεν φτάνει στο να δουν τι ακριβώς κάνουν, τι έχουν κάνει. Οι άνθρωποι έφτιαξαν πανεπιστήμια όπου μεταφέρουν την θεωρητική κυρίως γνώση τους στις επόμενες γενιές. Έχουν φτιάξει θεολογικές σχολές και θρησκειολογικά ιδρύματα κι άλλα ιδρύματα. Για να μιλούν για τι; Για την Πραγματικότητα; Για τον Θεό; Και τι διδάσκουν; Διδάσκουν πώς να έχουμε Άμεση Εμπειρία του Θεού; Πώς να έχουμε Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα; Δείτε τα προγράμματά τους. Διδάσκουν εκεί (πέρα από τις ανθρώπινες φλυαρίες περί παντός επιστητού) την Αληθινή Αυτογνωσία (της Ύπαρξης), τον Τρόπο να Βιώσουμε την Αληθινή Ουσία μας, τον Φωτισμό της Επίγνωσης και τον Ορθό Ηθικό Προσανατολισμό; Διδάσκουν την Πραγματική Ζωή; Όχι! Η Εσωτερική Εμπειρία (το Αρχικό Βίωμα όσων μίλησαν για την Αληθινή Θρησκεία) δεν διδάσκεται πρακτικά για να μπορέσουμε (εφόσον Βιώσουμε την Εσωτερική Πραγματικότητα) εκ των υστέρων να κατανοήσουμε και να «σχολιάσουμε», να «θεολογήσουμε» ορθά και να «φιλοσοφήσουμε» λογικά. Γίνεται απλά μια διανοητική αναφορά ή ένας διανοητικός σχολιασμός της «μυστικής εμπειρίας» και μετά ασχολούνται με τις αγαπημένες τους νοητικές συλλήψεις. Σαν τα μικρά παιδάκια που παίζουν με τα τουβλάκια τους. Όλα όσα διδάσκουν είναι μόνο διανοητικές πληροφορίες. Αλλά οι διανοητικές πληροφορίες για την Αλήθεια, για την Ζωή, δεν είναι ούτε η Αλήθεια, ούτε η Ζωή, όπως το λήμμα για την τροφή στην εγκυκλοπαίδεια δεν είναι τροφή. Είναι αυτό επιστήμη; Κι όμως οι άνθρωποι έχουν το θράσος να ονομάζουν επιστήμη αυτή την παιδιάστικη ενασχόλησή τους με τα «ιερά» πράγματα.

Αν λοιπόν στα πιο υψηλά στρώματα της διανόησης, στα πανεπιστήμια, επικρατεί μεσαίωνας και σκοταδισμός (κυριολεκτικά) – τουλάχιστον στις σχολές που αναφερθήκαμε (κι όχι στις πανεπιστημιακές σχολές που ασχολούνται με πρακτικά αντικείμενα), μπορείτε να συλλογιστείτε τι (πολύ χειρότερο) συμβαίνει στην υπόλοιπη κοινωνία; στην υπόλοιπη εκπαίδευση; Τι ακριβώς διδάσκουν τους ανθρώπους αυτοί που είναι υπεύθυνοι για την ζωή, την κοινωνία, τον πολιτισμό; Τι είδους εκπαίδευση παρέχουν στους νέους ανθρώπους; Καθώς ολόκληρη η διανόηση των ανθρώπων (σαν λειτουργία και δραστηριότητα και αποτέλεσμα) κι ο πολιτισμός τους στερούνται «εσωτερικού περιεχομένου» και «σωστής αναφοράς» στην Πραγματική Εσωτερική Ύπαρξη, στην Αληθινή Ουσία του Ανθρώπου κι είναι εξολοκλήρου προσανατολισμένα προς τον εξωτερικό κόσμο, καλλιεργούν την διανόηση, δίνουν απαντήσεις (για την ύπαρξη, τον κόσμο, ην ζωή, την κοινωνία, τον άνθρωπο, κλπ.) με πληροφορίες, διαμορφώνουν πεποιθήσεις, υποβάλλουν συμπεριφορές και ήθη και χειραγωγούν την πρακτική ζωή «όπως» νομίζουν (στην πραγματικότητα τελείως τυφλά). Το αποτέλεσμα είναι ότι, αιώνες τώρα, οι νέοι άνθρωποι εκπαιδεύονται χωρίς «στέρεες βάσεις για την ύπαρξή τους» και τον «αληθινό σκοπό της ζωής», απλά και μόνο σε μια ειδική θεωρητική (δηλαδή διανοητική) γνώση ή μια ειδική πρακτική επιστήμη και βγαίνουν από τα πανεπιστήμια πνευματικά τυφλοί, ψυχολογικά ανάπηροι κι ανθρωπολογικά ατελείς κι αντικοινωνικοί. Τι αξία έχουν τα πανεπιστημιακά πτυχία όταν δεν μπορούν να σε κάνουν ολοκληρωμένο άνθρωπο αλλά σε προετοιμάζουν μόνο για να είσαι ένας ειδικευμένος εργάτης στο σύστημα, δίνοντάς σου ένα εφόδιο ή ένα χαρτί για να προσληφθείς σε κάποια εργασία; Οι 99 στους εκατό μορφωμένους ανθρώπους στην πραγματικότητα είναι «διαμορφωμένα» (για να μην πούμε «παραμορφωμένα») ζώα, χωρίς στοιχειώδη πνευματική ύπαρξη, χωρίς στοιχειωδώς υγιή ψυχολογική παρουσία και χωρίς στοιχειώδη κοινωνική συμπεριφορά. Είμαστε δραματικοί; Ή υπερβολικοί; Μα κι εμείς σε αυτή την κοινωνία ζούμε και αντιλαμβανόμαστε συνεχώς τι συμβαίνει γύρω μας. Εσείς αντιλαμβάνεστε τι συμβαίνει στον κόσμο, στο πλανήτη, στα έθνη, στις γειτονιές, στα σπίτια σας, στις σχέσεις σας, μέσα σας; Μέσα σας; Είστε ολοκληρωμένοι κι ευτυχισμένοι; Αν Ναι, καλό δρόμο! Αν όχι, αναρωτιέστε γιατί; Τελικά τι κάνουμε; Ερχόμαστε στη ζωή, εκπαιδευόμαστε άθλια από την κοινωνία, εκπαιδεύουμε άθλια τα παιδιά μας, ζούμε μέσα στην σύγχυση όλοι, την διαμάχη, την δυστυχία. Γιατί το κάνουμε αυτό στον εαυτό μας, στους άλλους, στα παιδιά μας; Τελικά, μήπως πρέπει να ξεκινήσουμε να ασχολούμαστε σοβαρά με το ανθρώπινο πρόβλημά μας; Να βρούμε ην αληθινή γνώση, τον αληθινό σκοπό ης ζωής, να ολοκληρωθούμε σαν άνθρωποι και να μεταδώσουμε στα παιδιά που έρχονται στην ζωή την σοφία της εμπειρίας μας; Μέχρι σήμερα αυτό που μεταδίδουμε στις νέες γενιές είναι σύγχυση σύγκρουση και τελικά δυστυχία. Όλη η ανθρώπινη γνώση, όλη η ανθρώπινη μόρφωση κι όλες οι εκπαιδευτικές δραστηριότητές μας είναι άστοχες, για να μην πούμε «καταστροφικές» για τον άνθρωπο και το μέλλον της ζωής στον πλανήτη. Καιρός να τα «αλλάξουμε» όλα αυτά. Ή μήπως είναι ακόμα νωρίς; Η κοινωνία «κοιμάται» ακόμα.

Τελικά, Πως πρέπει να ψάξει κάποιος για να Βρει ην Αλήθεια; Ή για να το πούμε αλλιώς, Ποια πρέπει να είναι η Πραγματική Εκπαίδευση του Ανθρώπου; Αλλά ποιος μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα; Μπορούν οι διανοούμενοι να μιλήσουν για την Φιλοσοφία της Παιδείας; Ή για την Φιλοσοφία της Ζωής γενικότερα; Άνθρωποι ανολοκλήρωτοι, χωρίς Εσωτερικό Πνευματικό Περιεχόμενο, χωρίς Αληθινή Ψυχική Παρουσία, με μόνο εφόδιο τις διανοητικές γνώσεις τους και τις διανοητικές δυνάμεις τους μπορούν να μας βγάλουν από το λαβύρινθο της ζωής που έχουμε φτιάξει; Ας είμαστε λίγο σοβαροί, αλλιώς ας πάμε καμιά βόλτα, να πιούμε καφέ! Πως είναι δυνατόν, Χωρίς Εσωτερική Εμπειρία της Ύπαρξής τους, Χωρίς «Αίσθηση» του Εσωτερικού Χώρου και της Αληθινής Ουσίας του Ανθρώπου, άνθρωποι που απλά έχουν φορτώσει την μνήμη τους με πληροφορίες κι έχουν γεμίσει τα συρτάρια του γραφείου τους με μεταπτυχιακά μια ανάπηρης εκπαίδευσης, να απαντήσουν στο πρόβλημα; Τι λύση μπορούν να δώσουν; Πως πρέπει λοιπόν να εκπαιδεύεται ο άνθρωπος; Και τι είδους Γνώση ή Εμπειρία πρέπει να «Πραγματοποιεί», σαν Κατανόηση που θα Φωτίσει τους Προσανατολισμούς και την Δράση του; Δυστυχώς η Εκπαίδευση των ανθρώπων βρίσκεται στα χέρια των αμαθών και των ανόητων που διαιωνίζουν μια άρρωστη κατάσταση. Η Αληθινή Εκπαίδευση του Ανθρώπου είναι έξω και πέρα από όλα αυτά, έξω από τα σχολεία των ανθρώπων.

Η Οδός της Γνώσης, η Ατραπός της Αληθινής Γνώσης, είναι η Αυτογνωσία ή αλλιώς η Άμεση Επαφή με την Αληθινή Ουσία μας, Μέσα μας, στον Εσωτερικό Χώρο της Πραγματικότητας, πέρα από τον εξωτερικό φανταστικό χώρο της διανόησης, στην Άμεση Εμπειρία Αυτού που Είμαστε Πραγματικά. Με αυτή την έννοια πρέπει να γίνεται κατανοητό το Αρχαίο Δελφικό Παράγγελμα (είτε το αποδώσουμε στον Χείλωνα, είτε στον Πλάτωνα) «Γνώθι Σαυτόν» κι όχι σαν απλή διανοητική σύλληψη των εμπειρικών επικαθημάτων μας, των «διαμορφώσεων» που έχουμε υποστεί και των εμπειρικών βιωμάτων της εξωτερικής ζωής. Η Απελευθέρωση από την εξωτερική δραστηριότητα (της διανόησης και της φαντασίας, των άστοχων προσανατολισμών και της αποχαύνωσης ή της πλήρους απορρόφησης ή δέσμευσης στην εξωτερική ζωή των αισθήσεων) κι η Ταυτόχρονη Μετατόπισή μας στον Εσωτερικό Χώρο του Είναι (δηλαδή από τον Επιφανειακό Φλοιό του Εγκεφάλου, στον Βασικό Εσωτερικό Εγκέφαλο) δεν είναι μια εσωτερική ανοησία, η μια μυστικιστική φαντασία ή ένας τυφλός υποκειμενισμός (κι ούτε βεβαίως μια ανθρωπολογική οπισθοχώρηση σε προηγούμενο στάδιο της εξέλιξής μας – δεν είμαστε τόσο ηλίθιοι να θέλουμε να ξαναγίνουμε ανθρωποειδή). Αντίθετα είναι μια Αποκατάσταση της Αληθινής Ανθρώπινης Φύσης μας και μια Μετατόπιση στο Πραγματικό Κέντρο της Ύπαρξης και της Ανθρώπινης Παρουσίας μας στην Ζωή, έτσι ώστε από αυτή την Φυσική Στρατηγική Θέση να χρησιμοποιήσουμε στο έπακρο τις διανοητικές και τις άλλες δυνάμεις μας, σαν εργαλεία γνώσης και δράσης για το δικό μας καλό και για το παγκόσμιο καλό. Αν εμείς οι ίδιοι δεν ολοκληρωθούμε σαν άνθρωποι πως μπορούμε να φτιάξουμε κοινωνία με τους άλλους ανθρώπους (που έχουν κι αυτοί επίσης την ίδια υποχρέωση να ολοκληρωθούν σαν άνθρωποι); Ανολοκλήρωτα όντα, ατελή εγώ ή διαμορφωμένες προσωπικότητες δεν φτιάχνουν κοινωνία, φτιάχνουν «ζούγκλα». Αυτό ακριβώς βλέπουμε στον πλανήτη των ανθρώπων, μια «ζούγκλα». Δεν είμαστε υπερβολικοί, το επιβεβαιώνουν συνεχώς οι ειδήσεις των ανθρώπων στα μέσα επικοινωνίας τους.

Αυτή η Απελευθέρωση και Ταυτόχρονη Μετατόπισή μας προς ένα Σταθερό Εσωτερικό Κέντρο Ύπαρξης για την οποία μιλάμε είναι στην πραγματικότητα η υπέρβαση ενός στείρου υποκειμενισμού (που διαχωρίζει το εγώ από τον κόσμο) κι η Βίωση μιας Αντικειμενικής Ύπαρξης που Βιώνει κι Αναγνωρίζει την Ενότητα των Πάντων. Αν και στην Εσωτερική Παράδοση, στην Παράδοση των Θρησκευτικών Κινημάτων (όχι των θρησκευμάτων), αυτός ο Τρόπος Ζωής, επειδή ακριβώς προϋποθέτει την απόσυρση από την εξωτερική δραστηριότητα (και τον εξωτερικό κόσμο) και την Βίωση Εσωτερικών Καταστάσεων της Ύπαρξης, χαρακτηρίζεται Εσωτερικός ή Μυστικός ή Θρησκευτικός, στην πραγματικότητα είναι απλά ο μόνος, από ανθρωπολογική άποψη, Ορθός, Πλήρης και Λογικά Αποδεκτός Τρόπος Ζωής. Αποσυρόμαστε Προσωρινά από της Εξωτερική Δραστηριότητα για να Βρούμε το Εσωτερικό Κέντρο Ισορροπίας της Ύπαρξής μας και με το Φως Αυτής της Κατανόησης να Επανέλθουμε στην Ζωή, Διαφωτίζοντας την Διανόηση, τον Προσανατολισμό και την Δράση μας στο κόσμο. Μεταφέρουμε Ουσιαστικά το Εσωτερικό Φως της Εμπειρίας της Ύπαρξης, έξω, στο σώμα, στη ζωή, στο κόσμο. Και με αυτή την έννοια γινόμαστε Αληθινοί Άνθρωποι, Σοφοί και Θεοφόροι. Και με αυτή την έννοια το σώμα γίνεται Αληθινός Ναός του Πνεύματος, ο Μόνος Αληθινός Ναός που μπορεί να Κατοικήσει ο Θεός, γιατί ο Θεός είναι Θεός Ζώντων και δεν κατοικεί σε χειροποίητους πέτρινους ναούς, ούτε είναι Παρών στις ανθρώπινες τελετουργικές ανοησίες.

Η Αληθινή Γνώση μπορεί να Θεμελιωθεί μόνο στην Πραγματική, Φυσική κι Έμπρακτη Αυτογνωσία. Αν δεν Γνωρίζουμε «Αυτό που Είμαστε» δεν μπορούμε να θεμελιώσουμε καμία άλλη γνώση. Χωρίς Αληθινή Αυτογνωσία οποιαδήποτε άλλη γνώση, διανοητική σύλληψη ή πληροφόρηση είναι χωρίς εσωτερικό περιεχόμενο, χωρίς προσανατολισμό και χωρίς ωφέλιμο αποτέλεσμα – μια τυφλή γνώση που δεν μας οδηγεί πουθενά. Θα πρέπει συνεπώς, αν πραγματικά θέλουμε να απαντήσουμε στο ένα και μοναδικό πρόβλημα της ζωής («τι νόημα έχει η ζωή») να ξεκινήσουμε άμεσα, εδώ, τώρα, από αυτό που είναι κοντά μας, από την Αληθινή Ουσία Μέσα μας. Γιατί, τελικά, μονάχα Μέσα μας θα Βρούμε την Αλήθεια, με την Κατανόηση όσων συμβαίνουν πραγματικά και με την διεύρυνση της επίγνωσής μας στον Εσωτερικό Χώρο του Είναι.

Αδελφοί! Μην ψάχνετε μάταια αλλού. Ούτε έξω, ούτε σε βιβλία, ούτε σε πληροφορίες, ούτε καν σε όσα λέμε και γράφουμε εδώ. Όπως λένε οι διάφοροι σοφοί «Η αλήθεια Είναι Μέσα μας». Κοιτάξτε! Και Ιδού! Η Βασιλεία των Ουρανών!

ΕΙΡΗΝΗ και ΠΛΟΥΤΟΣ

Στο κέντρο της Αγοράς της Αρχαίας Αθήνας δέσποζε το άγαλμα της Θεάς Ειρήνης, προσωποποίηση της Ειρηνικής κατάστασης των πραγμάτων, να κρατάει ένα μικρό αγόρι τον Πλούτο, με το δεξί του χέρι απλωμένο προς το πρόσωπο της Θεάς, ενώ με το αριστερό του χέρι να κρατάει το κέρας της Αμάλθειας, σύμβολο της αφθονίας. Δημιουργός του θεωρείται ο Κηφισόδοτος, πατέρας του Πραξιτέλη ή αδελφός του. Είναι ένα θαυμαστό έργο, στην έκφραση και στην τεχνική παρουσίαση του ενδύματος της Ειρήνης, το οποίο θυμίζει το στυλ των χρόνων του Φειδία. Σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.

Ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης παρουσιάζουν την Θεά Ειρήνη στα έργα τους ως φορέα της Ευφορίας και του Πλούτου. Οι Αρχαίοι Έλληνες ίδρυσαν βωμούς προς την Θεά Ειρήνη μετά το πέρας των εχθροπραξιών. Γνωστά της επίθετα ήταν τα «Γλυκεία», «Βαθύπλουτος», «Πλουτοδότειρα» κ. α.

Ο συμβολισμός της Θεάς Ειρήνης και του γενεολογικού της δέντρου, μαζί με την αφθονία των αγαθών που την προσφέρει με παιδική αθωότητα και σκληρότητα ο Πλούτος, ήταν η ευχή των Αθηναίων για μια διαρκή Ειρήνη. Για την χρονολόγησή του θεωρείται σταθμός ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη, όπου προσωποποιείται για πρώτη φορά ο Θεός Πλούτος (γιός της Θεάς Δήμητρας και του Ιασίωνα).

Η κωμωδία, που τον παρουσιάζει τυφλό να αδικεί τους δίκαιους και να πλουτίζει τους άδικους, παρουσιάστηκε το 388 π.κ.ε. Αλλά είναι πιθανότερο ο Κηφισόδοτος να ήθελε να θυμίσει στους Αθηναίους ότι ο πόλεμος καταστρέφει και την οικονομία αν και βοηθάει ορισμένους τομείς της.

Θεά των Αρχαίων Ελλήνων, η Ειρήνη ήταν προσωποποίηση της ειρηνικής κατάστασης των πραγμάτων, θυγατέρα του Δία και της Θέμιδας, Θεάς της δικαιοσύνης και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσαν τις Ώρες. Η Θεά Ειρήνη, μία από τις τρεις Ώρες, ήταν αδελφή της Δίκης και της Ευνομίας που αποτελούν τα υπέρτατα αγαθά μιας κοινωνίας. Μαζί φύλαγαν την είσοδο του Ολύμπου κι επιτηρούσαν την εύνομη ζωή των ανθρώπων. Έργο τους ήταν να παρακολουθούν τα έργα των ανθρώπων.

Οι Θεές Ώρες ήταν οι πρώτες που υποδέχτηκαν την Θεά Αφροδίτη και αφού την έντυσαν, την συνόδεψαν στον Όλυμπο. Ηταν βοηθοί του Θεού Ήλιου και επιπλέον βοηθούσαν την Θεά Χλωρίδα στο έργο της, την βλάστηση της γης, ρυθμίζοντας τις εποχές του Χρόνου. Στην Αθήνα αναφέρονταν ως Θαλλώ, Αυξώ και Καρπώ, όπου συμβολικά και κυριολεκτικά συμβόλιζαν την βλάστηση της φύσεως αλλά και του πνεύματος και των τεχνών σε περίοδο Ειρήνης, την δίκαιη διάταξη των βοσκότοπων όπως και την δίκαιη μεταχείριση των πολιτών, την Δικαιοσύνη. Από τον Όμηρο μαθαίνουμε πως άνοιγαν και έκλειναν τις πύλες του Ολύμπου, με σύννεφα, και φρόντιζαν τα άλογα της Ήρας και βοηθούσαν τους Ολυμπιονίκες οργανώνοντας τις εποχές και προσθέτοντας την ισορροπία στην φύση.

Κατά τους Ορφικούς οι Ώρες, μαζί με τις Χάριτες και τις Μοίρες, οδήγησαν την Περσεφόνη από τον Άδη στο φως.

Αλλού συντροφεύουν τον Θεό Πάνα και αποτελούν μέρος της ακολουθίας του Θεού Διονύσου.

Οι Αλεξανδρινοί συγγραφείς ανεβάζουν τον αριθμό των Θεών Ωρών σε δώδεκα και τις θεωρούν κόρες της Γαίας και του Χρόνου.

Στην τέχνη απεικονίζονταν σαν μια νεαρή όμορφη γυναίκα που κρατούσε το Κέρας της Αμάλθειας, σκήπτρο και ένα πυρσό ή ένα κλαδί ελιάς, ως προστάτης και πολιούχος του Πλούτου. Βοηθούσε να κυβερνηθεί η κοινωνία με εξισορρόπηση και σταθερότητα.

Για το πότε οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να λατρεύουν την Θεά Ειρήνη, υπάρχουν δύο γνώμες: Ο Πλούταρχος αναφέρει στον «Βίο του Κίμωνος» ότι οι Αθηναίοι έστησαν για πρώτη φορά βωμό της Θεάς, έπειτα από την νίκη τους στον Ευρυμέδοντα ποταμό. Οι Ισοκράτης και Κορνήλιος Νέπως γράφουν ότι ο βωμός της Ειρήνης στήθηκε για πρώτη φορά, ύστερα από την νίκη του Τιμοθέου κατά των Λακεδαιμονίων κοντά στην Λευκάδα.

Σύμφωνα με τον Ησίοδο στην Θεογονία

δεύτερον ἠγάγετο λιπαρὴν Θέμιν, ἣ τέκεν Ὥρας,
Εὐνομίην τε Δίκην τε καὶ Εἰρήνην τεθαλυῖαν,
αἵ τ᾽ ἔργ᾽ ὠρεύουσι καταθνητοῖσι βροτοῖσι,
Μοίρας θ᾽, ᾗς πλείστην τιμὴν πόρε μητίετα Ζεύς,
Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον,
αἵ τε διδοῦσι θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε. τρεῖς δέ οἱ Εὐρυνόμη Χάριτας τέκε καλλιπαρήους, Ὠκεανοῦ κούρη πολυήρατον εἶδος ἔχουσα
…-

Απόδοση: Δεύτερη πήρε σύζυγο την λαμπερή την Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες, την Ευνομία, την Δίκη και την θαλερή Ειρήνη που των ανθρώπων των θνητών φροντίζουνε τα έργα, γέννησε και τις Μοίρες που ο συνετός ο Δίας τούς έδωσε την μέγιστη τιμή, την Λάχεση, την Άτροπο και την Κλωθώ που στους ανθρώπους δίνουν τους θνητούς και το καλό και το κακό να έχουν. Τρεις Χάριτες μ᾽ ωραία μάγουλα του γέννησε η Ευρυνόμη, η κόρη του Ωκεανού που ᾽χει όψη πολυέραστη,

Σύμφωνα με τον Παυσανία

[…] μετὰ δὲ τὰς εἰκόνας τῶν ἐπωνύμων ἐστὶν ἀγάλματα θεῶν,
Ἀμφιάραος καὶ Εἰρήνη φέρουσα Πλοῦτον παῖδα. ἐνταῦθα Λυκοῦργός τε κεῖται χαλκοῦς ὁ
Λυκόφρονος καὶ Καλλίας, ὃς πρὸς Ἀρταξέρξην τὸν Ξέρξου τοῖς Ἕλλησιν,
ὡς Ἀθηναίων οἱ πολλοὶ λέγουσιν
, …

Ύστερα από τους ανδριάντες των επωνύμων, υπάρχουν
αγάλματα Θεών, του Αμφιάραου και της Ειρήνης, που
κρατά τον Πλούτο βρέφος. Εκεί υπάρχει επίσης χάλκινος
ανδριάντας του Λυκούργου, γιου του Λυκόφρονα, και του
Καλλία, που, όπως λένε πολλοί Αθηναίοι, …

Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη

[Εἰρήνη] λαβὲ τὴν μάχαιραν· εἶθ᾽ ὅπως μαγειρικῶς
σφάξεις τὸν οἶν.
-ΟΙ. ἀλλ᾽ οὐ θέμις.
-ΤΡ. τιὴ τί δή;
-ΟΙ. οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς, οὐδ᾽ αἱματοῦται βωμός.
-ΤΡ. ἀλλ᾽ εἴσω φέρων θύσας τὰ μηρί᾽ ἐξελὼν δεῦρ᾽ ἔκφερε,
χοὔτω τὸ πρόβατον τῷ χορηγῷ σῴζεται
.

[Εἰρήνη] Πιάσ᾽ το μαχαίρι εσύ και σα χασάπης
σφάξε τ᾽ αρνί.
-ΥΠΗ. Δεν κάνει να το σφάξω.
-ΤΡΥ. Γιατί;
-ΥΠΗ. Δεν αγαπά σφαγές η Ειρήνη κι ούτε να χύνεται αίμα στο βωμό της.
-ΤΡΥ. Τότε, πάρ᾽ το στο σπίτι, κάνε μέσα
την θυσία, και τα μπούτια μόνο φέρε·
έτσι τ᾽ αρνί στο θέατρο θ᾽ απομείνει.

Σύμφωνα με τον Ισοκράτη

Στον λόγο «Περί Ειρήνης» το 356 π.κ.ε. ο Ισοκράτης συμβουλεύει τους Αθηναίους να εκμεταλλευτούν την Ειρήνη του Ανταλκίδα, που έχει συναφθεί από το 386 και να εγκαταλείψουν την ηγεμονία τους στην θάλασσα, που ήταν η πηγή όλων των δεινών τους. Αντί να σπαταλούν χρήμα και δυνάμεις για να κατακτήσουν την γη των άλλων, να επικεντρωθούν στο πώς θα εξασφαλίζουν μια καλύτερη ζωή στον τόπο τους. Ο πόλεμος έχει επιφέρει μεγάλα δεινά στην πόλη και την έχει τελείως απογυμνώσει από το προηγούμενο μεγαλείο της. Προτείνει, λοιπόν, να τηρήσουν μια πιο συνετή στάση, να επιλύσουν τις διαφορές τους με τη διπλωματία, ώστε να επιδιώξουν την ευημερία σε ένα ειρηνικό περιβάλλον.

Ἆρ’ οὖν ἂν ἐξαρκέσειεν ἡμῖν, εἰ τήν τε πόλιν ἀσφαλῶς οἰκοῖμεν καὶ τὰ περὶ τὸν βίον εὐπορώτεροι γιγνοίμεθα καὶ τά τε πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁμονοοῖμεν καὶ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν εὐδοκιμοῖμεν; Ἐγὼ μὲν γὰρ ἡγοῦμαι τούτων ὑπαρξάντων τελέως τὴν πόλιν εὐδαιμονήσειν. Ὁ μὲν τοίνυν πόλεμος ἁπάντων ἡμᾶς τῶν εἰρημένων ἀπεστέρηκεν· καὶ γὰρ πενεστέρους ἐποίησεν, καὶ πολλοὺς κινδύνους ὑπομένειν ἠνάγκασεν καὶ πρὸς τοὺς Ἕλληνας διαβέβληκεν καὶ πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾶς. Ἤν δὲ τὴν εἰρήνην ποιησώμεθα, μετὰ πολλῆς μὲν ἀσφαλείας τὴν πόλιν οἰκήσομεν, ἀπαλλαγέντες πολέμων καὶ κινδύνων καὶ ταραχῆς, καθ’ ἑκάστην δὲ τὴν ἡμέραν πρὸς εὐπορίαν ἐπιδώσομεν, ἀδεῶς γεωργοῦντες καὶ τὴν θάλατταν πλέοντες καὶ ταῖς ἄλλαις ἐργασίαις ἐπιχειροῦντες αἳ νῦν διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν. Ὀψόμεθα δὲ τὴν πόλιν διπλασίας μὲν ἢ νῦν τὰς προσόδους λαμβάνουσαν, μεστὴν δὲ γιγνομένην ἐμπόρων καὶ ξένων καὶ μετοίκων, ὧν νῦν ἐρήμη καθέστηκεν. Τὸ δὲ μέγιστον∙ συμμάχους ἕξομεν ἅπαντας ἀνθρώπους, οὐ βεβιασμένους, ἀλλὰ πεπεισμένους.” Ισοκράτης, Περὶ εἰρήνης 19-21

Ο Περὶ Εἰρήνης λόγος του Ισοκράτη συντάχθηκε λίγο μετά την έναρξη του Συμμαχικού πολέμου και κυκλοφόρησε ως πολιτικό φυλλάδιο στην Αθήνα. Τον Συμμαχικό πόλεμο διεξήγαγαν οι Αθηναίοι εναντίον των Ροδίων, των Χίων και των Κώων, που είχαν αποστατήσει από τη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία αρνούμενοι να καταβάλουν τις υπέρογκες συμμαχικές εισφορές που απαιτούσαν οι Αθηναίοι. Όλοι μαζί με τους Βυζαντίους συμμάχησαν με τον σατράπη της Καρίας Μαύσωλο. Η έκβαση του πολέμου ήταν ολέθρια για τους Αθηναίους και σήμανε την διάλυση της Συμμαχίας.

Η μάχη της Αλέσια: Η Γαλατία υποκλίνεται στον Καίσαρα

Ο Καίσαρ έλαβε την εντολή υπεράσπισης της γαλατικής επαρχίας της Ρώμης τον Μάρτιο του 58 π.Χ. Η μέχρι τότε σχέση Ρωμαίων και Κελτών είχε διέλθει από πολλές φάσεις.

Έως τον 3ο αιώνα π.Χ. η Ρώμη είχε πολλάκις κινδυνεύσει από τις γαλατικές επιδρομές. Οι Γαλάτες δε είχαν εγκατασταθεί σε εκτεταμένες περιοχές βόρεια του ποταμού Πάδου στην Ιταλία.

Τα φύλα αυτά κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους, οι οποίοι συγκρότησαν εκεί την επαρχία τής εντεύθεν του Πάδου Γαλατίας.

Ο όγκος όμως των γαλατικών-κέλτικων φυλών κατοικούσε στις σημερινές χώρες της Γαλλίας, του Βελγίου, της νότιας Ολλανδίας και της Βρετανίας. Με όλα αυτά τα φύλα οι Ρωμαίοι είχαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, εμπορικές επαφές και μόνο.

Η πολιτική επιρροή της Ρώμης στα εδάφη αυτά είχε περιοριστεί στη στενή παραλιακή ζώνη γύρω από την ελληνική πόλη της Μασσαλίας.

Η παραλιακή αυτή ζώνη ήταν ζωτικής σημασίας για τους Ρωμαίους γιατί τους επέτρεπε την επικοινωνία με την πλούσια επαρχία τους, την Ιβηρία. Αν και στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι επιχείρησαν μεμονωμένες εκστρατείες στο εσωτερικό της Γαλατίας, αυτές δεν στέφθηκαν με επιτυχία.

Η παραλιακή αυτή ζώνη αποτελούσε και την επαρχία της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, επαρχία λίαν ευάλωτη και υποκειμένη στις ορέξεις των επιθετικών φυλών της ενδοχώρας.

Οι Γαλάτες, με πρώτους τους Βέλγους, πολέμησαν ηρωικά τον Καίσαρα, αλλά ηττήθηκαν.

Παρά τις επιτυχίες του, ο Καίσαρ ήταν βέβαιος ότι οι Γαλάτες θα προχωρούσαν σε γενικευμένο πόλεμο. Για αυτό παρέμεινε ο ίδιος στη Γαλατία, συγκεντρώνοντας τις λεγεώνες του.

Την ίδια ώρα οι Γαλάτες κατόρθωσαν να ενώσουν τους περισσότερους Βέλγους, πολλές βορειογαλατικές φυλές, καθώς και αρκετές γερμανικές, σε ένα αραγές αντιρωμαϊκό μέτωπο.

Ο Καίσαρ, έχοντας γνώση όλων αυτών, αποφάσισε πως θα ήταν σφάλμα να δώσει περισσότερο χρόνο στους εχθρούς. Για αυτό κίνησε με τέσσερις καταπονημένες λεγεώνες, που είχε στη διάθεσή του, κατά των Βέλγων Νερβίων, των φανατικότερων πολεμίων της Ρώμης. Η ταχεία και αφνιδιαστική επίθεση του Καίσαρα απέδωσε καρπούς.

Οι Νέρβιοι συνετρίβησαν, η χώρα τους λεηλατήθηκε και πολλοί από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν. Μετά τη νίκη του αποφάσισε να επιχειρήσει και πάλι να προσεγγίσει διπλωματικά τους Γαλάτες.

Για τον σκοπό αυτό συγκάλεσε στη Λουτετία (Παρίσι) σύσκεψη όλων των Γαλατών αρχηγών. Οι αντιπρόσωποι των Σενόνων, των Τρεβήρων και των Καρνούτων όμως δεν εμφανίστηκαν σε αυτή, γεγονός που αποκωδικοποιούσε τις προθέσεις τους.

Αμέσως ο Καίσαρ εγκατέλειψε τη σύσκεψη και με τις διαθέσιμες δυνάμεις του επιτέθηκε στη χώρα των Σενόνων. Ο αρχηγός τους, Άκκων, όταν αντελήφθη ότι δεν προλάβαινε να οργανώσει την άμυνα της χώρας του, λόγω της ταχύτατης προσέγγισης των Ρωμαίων, αναγκάστηκε να στείλει πρέσβεις τους στον Καίσαρα και να ζητήσει την ειρήνη.

Ο Καίσαρας δέχθηκε και αφού πήρε 100 ομήρους αποχώρησε. Την ίδια ώρα και οι Καρνούτοι απέστειλαν πρέσβεις στον Καίσαρα. Όλη η Γαλατία, εκτός της βόρειας, φαινόταν τώρα να ησυχάζει.

Ο μόνος αντίπαλος που απέμενε υπό τα όπλα ήταν ο Αμβιόριξ, ο οποίος όμως είχε συμμαχήσει και με τους Μενάπιους Βέλγους και με τους Γερμανούς.

Έτσι, πριν κινηθεί εναντίον του ο Καίσαρ, θεώρησε σκόπιμο να προσπαθήσει αρχικά να εξουδετερώσει τους υποστηρικτές του.

Κινήθηκε με πέντε λεγεώνες κατά των σκληροτράχηλων Μεναπίων. Οι τελευταίοι, βασιζόμενοι στη μορφολογία του εδάφους της χώρας τους –έλη, δάση– δεν πήραν μέτρα προστασίας. Δεν έλαβαν όμως υπόψη τους το ρωμαϊκό μηχανικό.

Ο Καίσαρ διέταξε την κατασκευή γεφυρών από τις οποίες εισέβαλε, από τρεις άξονες, ο στρατός του στη χώρα των Μεναπίων. Οι Μενάπιοι κατανικήθηκαν. Η χώρα τους λεηλατήθηκε άγρια και χιλιάδες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.

Οι επιζήσαντες αναγκάστηκαν να ζητήσουν ειρήνη από τον Καίσαρα. Οι δε Γερμανοί που έρχονταν σε βοήθεια των Γαλατών συμμάχων τους, όταν άκουσαν για τη νέα ήττα, επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Η Γαλατία, παρ’ όλα αυτά, μόνο ήρεμη δεν ήταν. Είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει ο Καίσαρ τον πλέον άξιο αντίπαλό του, τον γενναίο Βερκιγγετόξ.

Bερκιγγετόριξ

Την ώρα που ο Καίσαρ άρχισε να έχει τις πρώτες ενδείξεις για τη μεταστροφή της στάσης του Πομπήιου απέναντί του, στη Γαλατία οι αρχηγοί των φυλών που κατοικούσαν στα δυτικά της χώρας συσκέπτονταν περί του πρακτέου.

Οι Γαλάτες είχαν πληροφορηθεί τις προστριβές του Καίσαρα με τους συγκλητικούς, οι οποίοι είχαν σχεδόν προσεταιριστεί και τον Πομπήιο, και πίστευαν ότι δεν επρόκειτο να επανέλθει ο επικίνδυνος στρατηγός στη Γαλατία.

Η φιλοπόλεμη μερίδα των Γαλατών στηρίχθηκε στο γεγονός του θανάτου του Άκκωνα για να πείσει και τους πλέον δύσπιστους για την αναγκαιότητα εξέγερσης κατά των Ρωμαίων. Και το κατόρθωσε. Σε πανηγυρικό κλίμα, οι Γαλάτες φύλαρχοι αποφάσισαν να πολεμήσουν την κραταιά Ρώμη μέχρις εσχάτων, ώσπου να κατακτήσουν την προγονική ελευθερία και δόξα ή να πέσουν όλοι στη μάχη. Το σύνθημα δε της εξέγερσης έδωσαν λίγο αργότερα οι Καρνούτοι.

Οι αρχηγοί τους, Κοτουάτος και Κονκονετόδουμνος, κατέλαβαν την πόλη Κέναβον και σφαγίασαν όσους Ρωμαίους εμπόρους ή στρατιώτες βρήκαν μπροστά τους.

Αμέσως η είδηση έκανε τον γύρο της Γαλατίας, από τον Ρήνο έως την Αρβέρνη. Σε αυτή την περιοχή ηγέτης είχε αναδειχθεί κάποιος Βερκιγγετόριξ, ένας άσημος έως τότε νέος.

Ο Βερκιγγετόριξ, στο άκουσμα της είδησης για την εξέγερση των Καρνούτων ηλεκτρίστηκε. Συγκέντρωσε όσο μπορούσε περισσότερους άνδρες και επιχείρησε να εξεγείρει και τους συμπατριώτες του.

Ο αρχηγός όμως και θείος του, Γοβανίτιος, στράφηκε εναντίον του. Ως εκφραστής της συντηρητικής μερίδας φοβόταν την εμπλοκή σε πόλεμο με την πανίσχυρη Ρώμη. Κατόρθωσε μάλιστα να εκδιώξει από την πρωτεύουσα Γεργοβία τον Βερκιγγετόριξ και τους οπαδούς του.

Ο νεαρός όμως ηγέτης δεν απογοητεύτηκε. Συγκέντρωσε γύρω του τους αγρότες και όποιον βρήκε μπροστά του. Ο Βερκιγγετόριξ ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα και, αφού συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό ανδρών, όρμησε στη Γεργοβία και εκδίωξε με τη σειρά του τους συντηρητικούς. Αμέσως οι άνδρες του τον ανέβασαν στην ασπίδα –αυτό έπρατταν οι Γαλάτες ως αναγνώριση της εξουσίας ενός ανδρός– και τον ανακήρυξαν βασιλιά των Αρβερνών.

Μετά τη θριαμβευτική του είσοδο στη Γεργόβια, ο Βερκιγγετόριξ συγκέντρωσε όλες τις γύρω γαλατικές φυλές και κατόρθωσε σε πολύ λίγο χρόνο να έχει υπό τις διαταγές του έναν τεράστιο στρατό.

Με την εξουσία που του έδιδε η δύναμη των όπλων τιμώρησε σκληρά τους αντιπάλους του.

Πολλοί οπαδοί της ειρήνης με τη Ρώμη βρήκαν φρικτό θάνατο –κάηκαν ζωντανοί– και πολλοί άλλοι υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια και ακρωτηριασμούς. Άφου υπέταξε κάθε αντίθετη φωνή εντός της επικράτειάς του, διαμοίρασε τον στρατό και με τον μισό εισέβαλε στη χώρα των Βιτουρίγων, ενώ με το άλλο μισό, με επικεφαλής τον υπαρχηγό του Καδούρκο, εισέβαλε στη χώρα των Ρουτήνων. Και τα δύο αυτά φύλα ήσαν φιλικά προσκείμενα στη Ρώμη.

Αμέσως όμως μετά την άφιξη των επαναστατικών δυνάμεων στα εδάφη τους, ενώθηκαν μαζί τους και κήρυξαν επίσης επανάσταση.

Ο Καίσαρ από την πλευρά του, έχοντας επαναπροσεγγίσει τον Πομπήιο, ήταν τώρα, και υπό το βάρος των γεγονότων, έτοιμος να επιστρέψει στη Γαλατία και να ενωθεί με τον στρατό του.

Πραγματικά σε πολύ λίγο χρόνο ο Καίσαρ έφτασε στη ρωμαιοκρατούμενη περιοχή της Γαλατίας. Δεν ήταν όμως εύκολο να ενωθεί με τον στρατό του. Άλλωστε έπρεπε πρωτίστως να αντιμετωπίσει την στρατιά του Καδούρκου, η οποία εισέβαλε στη ρωμαϊκή επαρχία τής εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας.

Με όσες δυνάμεις μπόρεσε να συγκεντρώσει, ο Καίσαρ οργάνωσε αμυντικά την επαρχία και κατόρθωσε να αποκρούσει τη γαλατική εισβολή. Όμως δεν περιορίστηκε σε αυτό.

Μέσα στην καρδιά του χειμώνα του έτους 53 προς 52 π.Χ., ο Καίσαρ διέσχισε με τις λιγοστές του δυνάμεις το χιονισμένο όρος Καβέννα, φυσικό σύνορο της ρωμαϊκής επαρχίας και της Αρβέρνης, και μετέφερε τον πόλεμο εντός του εχθρικού εδάφους.

Το χιόνι στις ορεινές διαβάσεις είχε ύψος δύο μέτρων. Παρ’ όλα αυτά, οι Ρωμαίοι πέρασαν. Μόλις ο Καίσαρ βρέθηκε σε εχθρικό έδαφος διέταξε το ιππικό του να αναπτυχθεί σε μεγάλο εύρος μετώπου, εμπρός από το πεζικό, και να επιτίθεται σε κάθε οικία ή αγρόκτημα.

Οι στόχοι της ενέργειας αυτής ήταν δύο. Ο Καίσαρ επιθυμούσε, πρώτον, να παραπλανήσει τον αντίπαλο σχετικά με το μέγεθος των δυνάμεών του και, δεύτερον, να τρομοκρατήσει τους Γαλάτες και να τους υποχρεώσει να σκεφτούν συνετότερα.

Η τακτική του Καίσαρα απέδωσε ταχέως καρπούς. Από κάθε λεηλατημένη περιοχή κατέφθαναν αγγελιαφόροι στον Βερκιγγετόριξ, οι οποίοι τον ικέτευαν να σπεύσει να προστατεύσει τους κατοίκους από το πλήθος των Ρωμαίων!

Ο Βερκιγγετόριξ ενέδωσε στις ικεσίες του λαού του και μετακίνησε τον στρατό του προς νότο. Αυτό ήταν και το μοιραίο του λάθος. Ο Καίσαρ φυσικά ούτε μπορούσε, ούτε επιθυμούσε να κατακτήσει την Αρβέρνη.

Αυτό που επιθυμούσε ήταν να αποσυρθεί ο εχθρικός στρατός από τον βορρά και να ανοίξει τις οδεύσεις που κρατούσε, ώστε να κατορθώσει να ενωθεί με τον εμπειροπόλεμο στρατό του. Έτσι ακριβώς έγινε.

Ο Καίσαρ έφυγε με λίγους συνοδούς από την Αρβέρνη και σε ελάχιστες μέρες κατόρθωσε να ενωθεί με τον στρατό και να τον συγκεντρώσει ολόκληρο!

Η έκπληξη του Βερκιγγετόριξ στο άκουσμα αυτής της είδησης ήταν μεγάλη. Ωστόσο, ο νεαρός και γενναίος Γαλάτης αρχηγός δεν δείλιασε.

Συγκέντρωσε όλο τον στρατό του και κινήθηκε και πάλι βόρεια με πρώτο στόχο την κατάληψη ενός οχυρού των συμμάχων του Καίσαρα Βοίων. Η σκέψη πάντως του Βερκιγγετόριξ είχε σαφώς μεγαλύτερο βάθος.

Αυτός ήταν σε θέση να γνωρίζει πως ο Καίσαρ αντιμετώπιζε μεγάλο δίλημμα. Αν ο τελευταίος προσπαθούσε να επιχειρήσει με τον στρατό του, εντός του χειμώνα, κατά πάσα πιθανότητα θα αντιμετώπιζε σοβαρές ανεφοδιαστικές δυσχέρειες.

Αν δε στάθμευε απλώς, με τις δυνάμεις του συγκεντρωμένες σε ένα σημείο, υπήρχε ο κίνδυνος ο Βερκιγγετόριξ να ξεσηκώσει ολόκληρη τη Γαλατία εναντίον του. Όπως όμως εκείνος, έτσι και ο Καίσαρ διακρινόταν για την τόλμη του. Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπίσει γενική εξέγερση, προτίμησε να αντιμετωπίσει τον χειμώνα και τις δυσκολίες του.

Ο Καίσαρ έθεσε άμεσα το σχέδιό του σε εφαρμογή. Πρώτος στόχος των δυνάμεων του ήταν η πόλη των Σενόνων, το Βελαουνόδουνο. Ο ρωμαϊκός στρατός έφτασε ταχύτατα έξω από αυτή και σε δύο μόλις μέρες την περιέκλεισε με οχυρώματα.

Οι Γαλάτες, τρομαγμένοι από την ταχύτητα των Ρωμαίων, έσπευσαν να συνθηκολογήσουν. Ο Καίσαρ όμως δεν χρονοτρίβησε περισσότερο εκεί.

Αφού άφησε τον Γάιο Τρεβώνιο με στρατό στη χώρα των Σενόνων, ο ίδιος κινήθηκε επικεφαλής του όγκου των δυνάμεων κατά της χώρας των Καρνούτων. Οι Καρνούτοι είχαν πληροφορηθεί την επίθεση του Καίσαρα κατά του Βελαουνόδουνου και, γνωρίζοντας ότι η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη, πίστευαν ότι θα είχαν τον χρόνο να ετοιμαστούν. Δύο μέρες όμως αργότερα αντίκρυσαν με τρόμο τις ρωμαϊκές λεγεώνες να στρατοπεδεύουν εμπρός από την πόλη τους, το Κέναβο.

Έντρομοι οι κάτοικοι αποφάσισαν να φύγουν τη νύχτα από τη νότια πύλη, η οποία συνδεόταν με μεγάλη γέφυρα επί του Λείγηρα ποταμού.

Ο Καίσαρ όμως είχε προνοήσει και για αυτό το ενδεχόμενο και είχε διατάξει δύο λεγεώνες του να βρίσκονται υπό τα όπλα όλη τη νύχτα. Παράλληλα είχε αποστείλει ανιχνευτές γύρω από την πόλη.

Έτσι, όταν κατά τη διάρκεια της νύχτας οι Γαλάτες επιχείρησαν να φύγουν, ο Καίσαρ διέταξε επίθεση των έτοιμων λεγεώνων του και κατέλαβε την πόλη, την οποία και λεηλάτησε και κατέκαψε, για παραδειγματισμό.

Στο μεταξύ, ο Βερκιγγετόριξ είχε πληροφορηθεί τις κινήσεις του αντιπάλου του. Αναγκάστηκε λοιπόν να εγκαταλείψει την πολιορκία του οχυρού των Βοίων και να στραφεί με όλες του τις δυνάμεις κατά του ασυγκράτητου Καίσαρα. Ο τελευταίος, μετά την κατάληψη και του Κενάβου, εστράφη κατά της πόλης των Βιτουρίγων Νοβοδούνο.

Οι κάτοικοί της, επί τη εμφανίσει του ρωμαϊκού στρατού έστειλαν πρέσβεις στον Καίσαρα. Μόλις όμως συμφωνήθηκε η παράδοση της πόλης, εμφανίστηκαν οι ιππείς του Βερκιγγετόριξ.

Αμέσως οι κάτοικοι διέκοψαν τις συνομιλίες και επιτέθηκαν στους Ρωμαίους που είχαν εισέλθει σε αυτήν. Αντιδρώντας αστραπιαία, ο Καίσαρ έσπευσε με το ιππικό του κατά των Γαλατών ιππέων. Σε λίγο οι ιππείς του, και ιδιαίτερα οι 400 Γερμανοί «σωματοφύλακές» του, είχαν τρέψει σε φυγή τους Γαλάτες.

Το αποτέλεσμα της μάχης ανάγκασε τους κατοίκους του Νοβόδουνου να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν τους πρωταίτιους της προηγούμενης παρασπονδίας τους στον Καίσαρα.

Έχοντας κυριεύσει τρεις μεγάλες πόλεις σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο της εβδομάδας, ο Καίσαρ είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος.

Όχι μόνο είχε ανατρέψει τα εις βάρος του δεδομένα αλλά είχε θέσει υπό τον έλεγχό του και εδάφη τα οποία έως τότε παρέμεναν ελεύθερα. Ο δε επόμενος στόχος του ήταν η μεγάλη και πολύ καλά οχυρωμένη πόλη του Αβαρίκου.

Ο Βερκιγγετόριξ στο μεταξύ, ενώπιον τόσων ατυχιών, συγκάλεσε συνέλευση και των άλλων αρχηγών και τους πρότεινε να υιοθετήσουν την τακτική της καμένης γης.

Η πρότασή του έγινε τελικά δεκτή, έστω και με «κρύα» καρδιά από τους υπόλοιπους, και αμέσως τέθηκε σε εφαρμογή. Περίπου 20 χωριά των Βιτουρίγων πυρπολήθηκαν την ίδια αυτή μέρα από τους Γαλάτες. Το αυτό συνέβη και σε άλλες περιοχές.

Η πόλη όμως του Αβαρίκου αποφασίστηκε να μην καεί. Οι κάτοικοι ήταν έτοιμοι να την υπερασπιστούν, κάτι που φαινόταν εύκολο, αν λαμβανόταν υπόψη και η οχυρή τοποθεσία στην οποία ήταν κτισμένη.

Η πόλη περιτριγυριζόταν από έλη και ποταμούς και η πρόσβαση σε αυτή ήταν δυνατή μόνο από μία κατεύθυνση. Εξάλλου, σε απόσταση 10 χλμ. περίπου από αυτήν είχε στρατοπεδεύσει και ένα τμήμα της στρατιάς του Βερκιγγετόριξ. Λίγο αργότερα αφίχθη και η στρατιά του Καίσαρα.

Βλέποντας τη φυσική οχύρωση της πόλης, ο Καίσαρ διέταξε την κατασκευή προχώματος στη μόνη προσπελάσιμη πλευρά. Όταν αυτό ολοκληρώθηκε, τοποθέτησε επί του προχώματος πολιορκητικές μηχανές.

Η πολιορκία όμως δεν ήταν δυνατό να καταστεί ασφυκτική, από τη στιγμή που οι Ρωμαίοι δεν ήταν σε θέση, λόγω του εδάφους, να αποκλείσουν πλήρως την πόλη. Εξάλλου υπήρχε και ο Βερκιγγετόριξ, οι άνδρες του οποίου επιτίθεντο συνεχώς κατά των Ρωμαίων, μόλις αυτοί ξεμάκραιναν από το στρατόπεδό τους αναζητώντας μάταια τροφή. Σταδιακά το ρωμαϊκό στρατόπεδο άρχισε να υποφέρει από έλλειψη τροφίμων, και όλα έδειχναν ότι ο Καίσαρας δεν θα ήταν σε θέση να παρατείνει για καιρό την πολιορκία.

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή όμως μίλησε η καρτερικότητα και η πειθαρχία των Ρωμαίων στρατιωτών, αλλά και η διπλωματικότητα του Καίσαρα. Ο στρατηγός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρατήσει υψηλό το φρόνημα των πεινασμένων του ανδρών. Τους μιλούσε, συμμεριζόταν την ταλαιπωρία τους και τους εμψύχωνε.

Ελλείψεις τροφίμων όμως άρχισε να έχει και ο στρατός του Βερκιγγετόριξ. Για να τις αντιμετωπίσει, ο Γαλάτης αρχηγός αποφάσισε να μετακινήσει το στρατόπεδο του πλησιέστερα στην πόλη, σε μια πιο εύφορη περιοχή.

Αποφάσισε επίσης να στήσει ενέδρα σε ένα σημείο από το οποίο υπολόγιζε ότι θα περνούσαν την επομένη ρωμαϊκά αποσπάσματα αναζητώντας τρόφιμα. Ο Καίσαρ όμως είχε πληροφορηθεί από αιχμαλώτους τις προθέσεις του αντιπάλου του και αποφάσισε να τον προλάβει.

Αλλά και ο Βερκιγγετόριξ είχε ανιχνευτές και μέσω αυτών ενημερώθηκε εγκαίρως για τον ερχομό των Ρωμαίων. Έτσι πρόλαβε να εξασφαλίσει τις αποσκευές του στρατού στα παρακείμενα δάση και να διατάξει το πεζικό του να λάβει θέση σε έναν γήλοφο, περικλειόμενο από έλη. Ο ίδιος με το ιππικό αποσύρθηκε από εκεί, αφού έτσι και αλλιώς δεν μπορούσε, εντός των ελών, να συνδράμει τους δικούς του.

Ο Καίσαρ έφτασε νωρίς το πρωί απέναντι από τη θέση αυτή. Αντελήφθη πόσο δύσκολη θα ήταν η απόπειρα εκπόρθησής της και διέταξε την επιστροφή του στρατού στο στρατόπεδο, παρά τους γογγυσμούς των ανδρών οι οποίοι επιθυμούσαν να εμπλακούν με τους Γαλάτες και να τους εκδικηθούν για τις υφιστάμενες ταλαιπωρίες.

Ωστόσο, η αποχώρηση του Βερκιγγετόριξ προκάλεσε εκνευρισμό στους Γαλάτες, οι οποίοι δεν δίστασαν να τον κατηγορήσουν ακόμα και για προδότη. Με τέχνασμα πάντως εκείνος κέρδισε και πάλι την εμπιστοσύνη τους και διέταξε την αποστολή 10.000 στρατιωτών στο Αβαρίκο. Αυτοί θα ενίσχυαν τη φρουρά απέναντι στους εξαντλημένους Ρωμαίους. Και πράγματι οι Ρωμαίοι είχαν πολύ άσχημα παγιδευτεί.

Οι πολιορκημένοι Γαλάτες αντιμετώπιζαν με θάρρος και ευστροφία κάθε τέχνασμα και μηχανή που έριχναν οι Ρωμαίοι στην επίθεση. Διεξήγαγαν δε και αιφνιδιαστικές εξόδους και κατέστρεφαν τις πολεμικές μηχανές και τα οχυρώματα των Ρωμαίων. Υπό αυτές τις συνθήκες, καθώς είχε εμπλακεί κατά μέτωπο και απειλούμενος από τα νώτα, μόνο ένας άριστα πειθαρχημένος στρατός με άριστη ηγεσία θα μπορούσε να αντεπεξέλθει.

Παρά και τις άθλιες καιρικές συνθήκες και τις συνεχείς και έντονες βροχοπτώσεις, οι Ρωμαίοι άντεξαν και κατόρθωσαν να κατασκευάσουν πρόχωμα πλάτους 100 και ύψους 24 μέτρων.

Τώρα πια μπορούσαν να πολεμούν τους πολιορκημένους από το ίδιο ύψος! Οι Γαλάτες, όμως, ενισχυμένοι και από τους άνδρες του Βερκιγγετόριξ, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν νυχτερινή έξοδο για να καταστρέψουν το επικίνδυνο πρόχωμα. Αφού πρώτα έσκαψαν υπόνομο κάτω από το πρόχωμα και έβαλαν φωτιά στα ξύλινα υποστηλώματά του, αμέσως επιτέθηκαν με αλαλαγμούς από δύο σημεία. Ο Καίσαρ όμως αγρυπνούσε.

Κατά των επιτιθεμένων έστειλε τις δύο λεγεώνες που πάντα τηρούσε σε επιφυλακή. Παράλληλα, άλλοι άνδρες ασχολούνταν με την κατάσβεση των πυρκαγιών και την προστασία των πολεμικών μηχανών, ενώ οι «πυροβολητές» του θέριζαν με τα μεγάλα βαριά βέλη των οξυβελών καταπελτών τους τις πυκνές γαλατικές μάζες.

Ακολούθησε φρικτή μάχη γύρω από το πρόχωμα, την οποία, όμως, και χάρη στην υποστήριξη του «πυροβολικού» τους, κέρδισαν οι Ρωμαίοι και ανάγκασαν τους Γαλάτες να επιστρέψουν εντός των τειχών, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς.

Μετά από την αποτυχημένη αυτή απόπειρα, οι πολιορκημένοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Θα έφευγαν νύχτα και θα έβρισκαν καταφύγιο στο στρατόπεδο του Βερκιγγετόριξ.

Το σχέδιό τους προδόθηκε από τους ίδιους. Οι γυναίκες και τα παιδιά τους έκλαιγαν και ικέτευαν τους άνδρες να μην τους εγκαταλείψουν.

Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι το ρωμαϊκό στρατόπεδο, κι έτσι ο Καίσαρ δεν άργησε να αντιληφθεί περί τίνος επρόκειτο. Ετοίμασε λοιπόν το ιππικό του. Όταν οι Γαλάτες είδαν την επομένη το ρωμαϊκό ιππικό να περιπολεί γύρω από την πόλη, απογοητεύτηκαν και εγκατέλειψαν το σχέδιό τους.

Την ίδια ώρα ο Καίσαρ, βλέποντας τους Γαλάτες στα τείχη απαγοητευμένους και με χαλαρωμένη την προσοχή, έδωσε προσεκτικές οδηγίες για την εξαπόλυση αιφνιδιαστικής επίθεσης, η οποία και διεξήχθη με εξαίρετη ακρίβεια.

Οι λεγεωνάριοι προσέγγισαν τα τείχη σχηματίζοντες χελώνες, την ώρα που άλλοι συνάδελφοί τους πλησίαζαν μέσω προστεγασμένων στοών και μέσω των γεφυρών των πολιορκητικών πύργων.

Παράλληλα, τα βλήματα των καταπελτών θέριζαν τους Γαλάτες υπερασπιστές των τειχών. Σύντομα, η συντονισμένη προσπάθεια των Ρωμαίων απέδωσε, και τα τείχη καταλήφθηκαν.

Οι επιζήσαντες Γαλάτες αποσύρθηκαν στην αγορά της πόλης και, αφού συντάχθηκαν, επιχείρησαν έξοδο.

Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους αυτή, και οι λίγοι που κατόρθωσαν να εξέλθουν έπεσαν επάνω στο ρωμαϊκό ιππικό. Οι Ρωμαίοι δεν λυπήθηκαν κανέναν.

Άνδρες, γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν από τα ξίφη τους. Από τους 40.000 κατοίκους της πόλης, μόλις 800 γλίτωσαν και κατέφυγαν στον Βερκιγγετόριξ, μεταφέροντάς του την είδηση της καταστροφής.

Η πρώτη ήττα του Καίσαρα

Μετά και την κατάληψη του Αβάρικου, ο Καίσαρ συνέγειρε τον στρατό του και βάδισε στη χώρα των παλαιών συμμάχων του, Αιδούων. Είχε πια έρθει η άνοιξη, και όλα τώρα φαίνονταν πιο εύκολα. Αφού ανεφοδιάστηκε με τρόφιμα και απέσπασε όρκους πίστης από τους Αιδούους, ο Καίσαρ χώρισε τον στρατό σε δύο τμήματα. Το ένα, τέσσερις λεγεώνες υπό τον Λαβηινό, το έστειλε να πλήξει τους Σένονες και τους Παρισίους.

Το άλλο, έξι λεγεώνες, θα το οδηγούσε ο ίδιος κατά της Γεργοβίας, της πρωτεύουσας του αντιπάλου του Βερκιγγετόριξ. Ο τελευταίος όμως πληροφορήθηκε τις προθέσεις του Καίσαρα και αφού κατέστρεψε τις γέφυρες του ποταμού Ελάβρου (σημερινού Αλιέ, παραποτάμου του Λείγηρα) βάδιζε απέναντι από τον ρωμαϊκό στρατό με σκοπό να του επιτρέψει να γεφυρώσει τον ποταμό και να απειλήσει τη Γεργοβία.

Ο πονηρός όμως Καίσαρ κατόρθωσε και πάλι να ξεγελάσει τον αντίπαλό του. Σε κάποια φάση της πορείας, έκρυψε δύο λεγεώνες του σε ένα μεγάλο δάσος.

Παράλληλα διέταξε τις υπόλοιπες τέσσερις να συνεχίζουν να βαδίζουν δίπλα στην όχθη του ποταμού, με αραιωμένα όμως διαστήματα, ώστε να μην καταλάβει ο αντίπαλος την απουσία του 1/3 του στρατού! Πραγματικά, το τέχνασμα του Καίσαρα πέτυχε απόλυτα.

Οι δύο κρυμμένες λεγεώνες γεφύρωσαν τον ποταμό, πέρασαν απέναντι, κατασκεύασαν οχυρό στρατόπεδο και κατόπιν ειδοποίησαν και τις υπόλοιπες να επιστρέψουν και να περάσουν με ασφάλεια τον ποταμό! Όταν ο Βερκιγγετόριξ αντελήφθη τι είχε συμβεί, ήταν πλέον αργά. Αδυνατώντας να πλήξει το οχυρό ρωμαϊκό στρατόπεδο, προτίμησε να αποσύρει τις δυνάμεις του σε αμυντικό κλοιό γύρω από την πόλη.

Η Γεργοβία ήταν κτισμένη σε φύσει οχυρά θέση, στην κορυφή ενός δύσβατου υψώματος. Η πρόσβαση σε αυτήν ήταν δύσκολη, ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες, πόσο μάλλον υπό συνθήκες μάχης.

Αντικρύζοντας για πρώτη φορά την πόλη, ο Καίσαρ απογοητεύτηκε. Κατάλαβε ότι ήταν ουσιαστικά αδύνατο να την καταλάβει με έφοδο. Απέμενε μόνο να την πολιορκήσει. Όφειλε όμως να λάβει υπόψην του και την αμυντική περίμετρο που είχε δημιουργήσει γύρω της ο Βερκιγγετόριξ. Αρχικά ο Καίσαρ κατόρθωσε να εκτοπίσει τους Γαλάτες από έναν επίσης φύσει οχυρό λόφο, απέναντι από την πόλη.

Εγκατέστησε σε αυτόν δύο λεγεώνες και κατασκεύασε ισχυρό στρατόπεδο, το οποίο και συνέδεσε, με οχύρωμα, με το κυρίως στρατόπεδό του στους πρόποδες του λόφου. Από τη θέση αυτή θα μπορούσε να ελέγχει, εν μέρει, τον εφοδιασμό της πόλης. Ωστόσο την ώρα που ο Καίσαρας προωθούσε τις θέσεις του, στη χώρα των Αιδούων ξεσπούσε νέα στάση.

Ο στρατός των Αιδούων που βάδιζε για να ενωθεί με τις δυνάμεις του Καίσαρα, στασίασε και, αφού κατέσφαξε όποιον Ρωμαίο βρήκε μπροστά του, κινήθηκε προς τη Γεργόβια. Ο Καίσαρ όταν πληροφορήθηκε το συμβάν, κίνησε με τέσσερις λεγεώνες εναντίον τους. Τον συνόδευαν και οι αρχηγοί των Αιδούων Επορεδόριξ και Βιριδόμαρος, οι οποίοι είχαν ταχθεί κατά της στάσης. Τελικά, με τη μεσολάβησή τους απεφεύχθη η μάχη και οι Αιδούοι τάχθηκαν υπέρ του Καίσαρα.

Οι πρωταίτιοι της στάσης όμως κατάφεραν να ξεφύγουν και κατέφυγαν στη Γεργόβια.

Εκεί πληροφόρησαν τον Βερκιγγετόριξ για την απουσία του Καίσαρα και των τεσσάρων λεγεώνων από το στρατόπεδο και τον προέτρεψαν να επιτεθεί. Πράγματι, καθώς ο Καίσαρ επέστρεφε με τον στρατό του στο στρατόπεδο το είδε περικυκλωμένο από Γαλάτες, οι οποίοι όμως αποσύρθηκαν σύντομα.

Την επομένη ο Καίσαρ αποφάσισε να παραπλανήσει τους Γαλάτες, να τους οδηγήσει σε ένα στρατηγικής σημασίας αυχένα, για την υπεράσπιση του οποίου θα όφειλαν να πολεμήσουν, ώστε να μείνουν ακάλυπτες οι οχυρώσεις της πόλης. Το σχέδιό του τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή, και ήταν αρχικά επιτυχές. Οι ενεδρεύουσες όμως δυνάμεις του, οι έτοιμες να επιτεθούν στην πόλη, βιάστηκαν να κινηθούν πριν οι Γαλάτες αγκιστρωθούν από τα ρωμαϊκά τμήματα στον αυχένα.

Έτσι οι Γαλάτες πρόλαβαν να επιστρέψουν και να αποκρούσουν τους Ρωμαίους προκαλώντας τους βαριές απώλειες – 46 εκατόνταρχοι και 700 λεγεωνάριοι έπεσαν στη μάχη και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν. Κατόπιν της αποτυχίας αυτής, και λόγω της νέας στάσης των Αιδούων, ο Καίσαρ αποφάσισε τη λύση της πολιορκίας. Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και 8 περίπου χρόνια που εγκατέλειπε ηττημένος το πεδίο της μάχης.

Καταλυτική σύγκρουση

Η αποτυχία της Γεργόβιας δεν απογοήτευσε τον Καίσαρα. Αφού επέπληξε τους άνδρες του για τη βιασύνη τους, στράφηκε και πάλι κατά των Αιδούων. Την ίδια ώρα ο υπαρχηγός του Λαβηινός πολεμούσε και υπέτασσε τους Παρισίους. Ο ρωμαϊκός στρατός κινήθηκε και πάλι ταχύτατα και εισέβαλε στη χώρα των Αιδούων. Οι τελευταίοι, φοβούμενοι την οργή του Καίσαρα, εγκατέλειψαν την πρωτεύουσά τους Βίβρακτα, την οποία και πυρπόλησαν.

Ο Καίσαρ ωστόσο, εκμεταλλευόμενος τον τρόμο των Αιδούων, αποφάσισε πως θα ήταν προτιμότερο να βαδίσει κατά της χώρας των Σενόνων. Την ώρα που ο Καίσαρ βάδιζε κατά των Σενόνων και ο Λαβηινός πολεμούσε τους Παρισίους, οι υπόλοιποι Γαλάτες, πλην των Ρήμων που ήταν πιστοί σύμμαχοι της Ρώμης και των Τρεβήρων, τους οποίους απασχολούσαν οι επιδρομές των Γερμανών, επαναστάστησαν όλοι και τάχθηκαν υπό τις διαταγές του Βερκιγγετόριξ.

Ο νεαρός Γαλάτης αρχηγός είχε πλέον στη διάθεσή του έναν τεράστιο στρατό. Μόνο το ιππικό του αριθμούσε 15.000 άνδρες! Παρ’ όλα αυτά, στις αψιμαχίες που ακολούθησαν, οι άνδρες του Καίσαρα νίκησαν. Τότε ο Βερκιγγετόριξ αποφάσισε να αποσύρει τον στρατό του στην Αλέσια (ή Αλήσια).

Η Αλέσια ήταν πόλη χτισμένη σε έναν λόφο ανάμεσα στις σημερινές πόλεις Ντιζόν και Τονέρ. Τον λόφο της Αλέσια προστάτευαν από τρεις πλευρές δύο ποταμοί. Μπροστά από την πόλη απλωνόταν μια μικρή πεδιάδα μήκους 2.000 περίπου μέτρων και τριγύρω υπήρχαν πολλοί λόφοι. Σε αυτή την οχυρή θέση έταξε τον στρατό του ο Βερκιγγετόριξ. Αμέσως ο Καίσαρ, αντιλαμβανόμενος ότι ήταν αδύνατο να καταληφθεί η πόλη με έφοδο, αν και διέθετε 50.000 άνδρες, αποφάσισε να αρχίσει συστηματική πολιορκία της.

Οι στρατιώτες του κατασκεύασαν αρχικά οχυρό στρατόπεδο και στη συνέχεια περιέζωσαν την πόλη με οχυρωματικά έργα μήκους 8 χλμ. περίπου. Επίσης κατασκευάστηκαν 23 οχυρά επί της πολιορκητικής περιμέτρου με σκοπό να ελέγχουν τους πολιορκημένους. Φυσικά ο Βερκιγγετόριξ αντέδρασε και επιχείρησε με επιδρομές του ιππικού του να παρεμποδίσει τις εργασίες των Ρωμαίων.

Σε μια από αυτές τις εξόδους διεξήχθη πραγματική μάχη, στην οποία όμως και πάλι ο Καίσαρ νίκησε και απώθησε τους Γαλάτες με μεγάλες απώλειες πίσω στα οχυρώματά τους. Μετά την ήττα του, ο Βερκιγγετόριξ αποφάσισε να ζητήσει ενισχύσεις. Έστειλε λοιπόν αγγελιαφόρους σε όλα τα γαλατικά έθνη, ζητώντας τους να σπεύσουν στην Αλέσια και να πλήξουν τον ρωμαϊκό στρατό εκ των νώτων. Ο Βερκιγγετόριξ δεν είχε πράγματι άλλη δυνατότητα. Βρισκόταν αποκλεισμένος με 80.000 στρατιώτες στην Αλέσια διαθέτοντας εφόδια για 30 μόλις μέρες.

Ο Καίσαρ από την πλευρά του αποφάσισε να στενέψει τον κλοιό γύρω από την πόλη, αλλά και να προστατεύσει τα νώτα του. Είχε άλλωστε ήδη πληροφορηθεί, από αυτόμολους και αιχμαλώτους, την αποστολή των αγγελιαφόρων. Διέταξε λοιπόν την κατασκευή μιας πραγματικά εντυπωσιακής οχυρωματικής γραμμής. Επρόκειτο για το απόγειο της μάχης στα οχυρά. Κατασκευάστηκαν δύο σειρές τάφρων, η δεύτερη διπλή, σε απόσταση 300 μέτρων η μια από την άλλη.

Πέρα από την εσωτερική γραμμή των τάφρων, κατασκεύασε χωμάτινα προχώματα, τα οποία ενισχύθηκαν με ξύλινα τείχη και θωράκια.

Επί των προχωμάτων και στο νεκρό έδαφος τοποθετήθηκαν μυτεροί ξύλινοι πάσσαλοι εντός πέντε σειρών τάφρων.

Παράλληλα, σκάφθηκαν οκτώ σειρές λαγούμια, σε κάποια από τα οποία τοποθετήθηκαν επίσης χαμηλοί, μυτεροί, ξύλινοι πάσσαλοι, ενώ σε κάποια άλλα, ξύλινοι πάσσαλοι με σιδερένια άγκιστρα.

Σκοπός του Καίσαρα ήταν να δημιουργήσει μια τέτοιου τύπου οχυρωμένη γραμμή, η οποία θα ήταν απόρθητη από τους Γαλάτες και θα μπορούσε να την υπερσπιστεί ο ελάχιστος αριθμός ανδρών.

Η οχυρωματική ζώνη ήταν περίκλειστη και ικανή να προστατεύσει τον στρατό του Καίσαρα τόσο από τυχόν έξοδο των πολιορκημένων, όσο και από επίθεση των γαλατικών εφεδρειών, η άφιξη των οποίων αναμενόταν.

Και πράγματι οι απεσταλμένοι του Βερκιγγετόριξ είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν περί τους 150.000 άνδρες. Σύντομα οι άνδρες του Καίσαρα θα αναγκάζονταν να πολεμήσουν με πενταπλάσιους αντιπάλους, πολιορκώντας την Αλέσια και πολιορκούμενοι από τους άλλους Γαλάτες!

Στην Αλέσια όμως η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται. Το σιτάρι τελείωσε και και η απελευθερωτική δύναμη δεν έλεγε να φανεί. Τότε οι αρχηγοί συγκάλεσαν σύσκεψη στην οποία αποφάσισαν να διαπράξουν κάτι τρομακτικό: για να παρατείνουν την αντίστασή τους εκδίωξαν από την πόλη όλους τους άμαχους και τους ασθενείς, και γενικά όλους τους ανίκανους να φέρουν όπλα! Χιλιάδες γέροντες, γυναίκες και παιδιά συγκεντρώθηκαν ανάμεσα στα τείχη της πόλης και τις ρωμαϊκές οχυρώσεις.

Οι άμοιροι αυτοί σε λίγες μέρες άρχισαν να λιμοκτονούν και γονυπετείς παρακαλούσαν τους Ρωμαίους να τους δεχθούν ως σκλάβους έστω στο στρατόπεδό τους και να τους δώσουν τρόφιμα.

Ο Καίσαρ, παρά τον οίκτο που ένιωθε για αυτούς, όπως ο ίδιος παραδέχεται στα απομνημονεύματά του, απαγόρευσε στους άνδρες του να δεχθούν έστω και έναν Γαλάτη άμαχο εντός του στρατοπέδου. Τα τρόφιμα που διέθετε ο ίδιος ο στρατός του δεν ήταν αρκετά και, σε περίπτωση πολιορκίας του από τη γαλατική στρατιά, η άφιξη της οποίας αναμενόταν, σίγουρα θα αντιμετώπιζε επισιτιστικό πρόβλημα.

Μετά από λίγες μέρες όμως έφτασε επιτέλους η στρατιά της σωτηρίας, επικεφαλής της οποίας ήταν ο παλαιός φίλος του Καίσαρα, ο Κόμμιος. Ο Κόμμιος εγκατέστησε τη στρατιά του σε απόσταση 750 μέτρων από τις ρωμαϊκές οχυρώσεις. Την ίδια ώρα οι πολιορκημένοι στην Αλέσια, μόλις είδαν ότι αφίχθησαν οι συμπατριώτες τους, βγήκαν από τα τείχη και παρατάχθηκαν για μάχη. Αλλά και ο Καίσαρ μοίρασε τον στρατό του και κατέλαβε θέσεις τόσο απέναντι στη στρατά του Κόμμιου, όσο και απέναντι στη στρατιά του Βερκιγγετόριξ.

Παράλληλα όμως διέταξε το ιππικό του να εξέλθει της οχυρωμένης περιοχής και να επιτεθεί στο ιππικό του Κόμμιου. Έτσι ακριβώς και έγινε.

Το ρωμαϊκό ιππικό ενεπλάκη με τους πολύ περισσότερους αντιπάλους του, και για ώρα αντιμετώπισε τις επιθέσεις τους. Όταν άρχισε να κάμπτεται, ο Καίσαρ έριξε στη μάχη τις γερμανικές του ίλες, τις οποίες έως τότε κρατούσε ως εφεδρεία.

Οι Γερμανοί όρμησαν με άγριες κραυγές και αιφνιδίασαν τους Γαλάτες, τρέποντας σε φυγή το ιππικό τους και κατακόπτοντας τους υποστηρίζοντες τους τοξότες.

Η νίκη -μια απίστευτη νίκη- ανήκε στον Καίσαρα. Η στρατιά του Κόμμιου αποσύρθηκε λίγο πιο πίσω και οι άνδρες του Βερκιγγετόριξ επέστρεψαν απογοητευμένοι εντός των τειχών της Αλέσια.

Ο Κόμμιος πάντως επανήλθε την επόμενη νύχτα. Εφοδιασμένοι οι άνδρες του με κλίμακες και μεγάλα ξύλινα προστατευτικά παραπετάσματα, επιτέθηκαν κατά του ρωμαϊκού οχυρού. Οι προφυλακές των Ρωμαίων πιέστηκαν και οπισθοχώρησαν εντός της οχυρωμένης περιοχής. Τότε άρχισαν και τα προβλήματα των Γαλατών. Μόλις εισήλθαν στη ζώνη των τάφρων, οι Γαλάτες έδωσαν με τις σάλπιγγες το σύνθημα στους πολιορκημένους να πραγματοποιήσουν έξοδο.

Οι άνδρες του Κόμμιου παράλληλα κινήθηκαν και αφού πέρασαν με απώλειες τις τάφρους έπεσαν στους πασσάλους και τις παγίδες. Αφήνοντας πίσω τους νεκρούς και άσχημα πληγωμένους συντρόφους τους, οι άνδρες του Κόμμιου συνέχισαν την προέλασή τους, ώσπου έφτασαν στην κύρια αμυντική γραμμή των Ρωμαίων. Εκεί όμως τα όνειρά τους συνετρίβησαν. Τα βλήματα των οξυβελών καταπελτών σφύριζαν στον αέρα σκορπώντας τον θάνατο σε ολόκληρους ζυγούς Γαλατών. Τα βαριά ρωμαϊκά ακόντια διατρυπούσαν με ευκολία τις ασπίδες των πολεμιστών. Μεγάλοι λίθοι και ξύλινοι δοκοί έπεφταν πάνω τους, σε κάθε απόπειρά τους να προσεγγίσουν τα οχυρώματα και να στήσουν τις κλίμακές τους.

Μέσα σε αυτή την κόλαση οι Γαλάτες πολεμιστές δεν άντεξαν. Υποχώρησαν άτακτα, υφιστάμενοι και νέες απώλειες από τις παγίδες του Καίσαρα. Στο μεταξύ στο άλλο άκρο της οχυρωμένης περιοχής, οι άνδρες του Βερκιγγετόριξ είχαν καθυστερήσει τόσο πολύ να διασχίσουν τη ζώνη των τάφρων και των παγίδων, ώστε όταν έφτασαν εμπρός από την κύρια οχυρωματική γραμμή, οι υπό τον Κόμμιο διοικούμενοι είχαν ήδη υποχωρήσει.

Οι δε Ρωμαίοι, έχοντας αποκρούσει τον Κόμμιο, έσπευσαν τώρα μαζικά στην άλλη πλευρά των οχυρώσεων. Στη θέα των πλήρως επανδρωμένων οχυρωμάτων και έχοντας πληροφορηθεί την ήττα του Κόμμιου, ο Βερκιγγετόριξ με βαριά καρδιά έδωσε το σήμα της υποχώρησης. Η προνοητικότητα του Καίσαρα είχε και πάλι νικήσει. Έχοντας αποτύχει δύο φορές να διασπάσουν τις ρωμαϊκές οχυρώσεις και έχοντας υποστεί σημαντικές απώλειες, οι Γαλάτες αποφάσισαν να εφαρμόσουν έμμεση στρατηγική, πλήτοντας τα περιφερειακά ρωμαϊκά οχυρά.

Ως πρώτο στόχο επέλεξαν ένα οχυρό, σε κακή θέση, κατασκευασμένο επί ενός λόφου, στο οποίο ο Καίσαρ είχε τάξει ως φρουρά δύο λεγεώνες. Εναντίον αυτού του οχυρού επιτέθηκαν 60.000 Γαλάτες. Παράλληλα επιτέθηκαν μαζικά και οι υπόλοιποι και από τις δύο πλευρές των οχυρώσεων.

Ο Καίσαρ ήδη αντιμετώπιζε τη μεγαλύτερη έως τότε κρίση. Οι άνδρες του πολεμούσαν γενναία σε όλο το μήκος της αμυντικής περιμέτρου και των λοιπών έργων εκστρατείας, αλλά οι εχθροί ήταν πολλοί και άρχισαν να τους πιέζουν εξαιρετικά σοβαρά. Ο Καίσαρ όμως αγρυπνούσε. Είχε ήδη συγκροτήσει ένα εφεδρικό σώμα με το οποίο αυτός και ο Λαβηινός έσπευδαν στα απειλούμενα σημεία. Ιδιαίτερα πιέστηκε ο τομέας στον οποίο επιτίθεντο ο Βερκιγγετόριξ και οι υπ’ αυτόν.

Με αφάνταστο ηρωισμό, και παρά τα εχθρικά βλήματα που θέριζαν, οι Γαλάτες πολεμιστές πλησίασαν στην κύρια αμυντική γραμμή των Ρωμαίων και με άγκιστρα άρχισαν να αποκολλούν τα θωράκια από τους πύργους και τους ξύλινους πασσάλους από το χώμα. Την κρισιμότερη στιγμή, την ώρα που οι Γαλάτες, έχοντας ανοίξει ρήγμα στις οχυρώσεις, ετοιμάζονταν να εισβάλουν στο ρωμαϊκό στρατόπεδο, έφτασε στο σημείο εκείνο ο Καίσαρ με τις εφεδρικές κοόρτεις.

Οι άνδρες του τον αναγνώρισαν από τον βαρύτιμο μανδύα του, και το ηθικό τους αναπτερώθηκε.

Ακολούθησε επική μάχη. Με τα βούκινα να ηχούν, οι Γαλάτες όρμησαν, ψάλλοντας άγρια πολεμικά εμβατήρια, εντός του ρήγματος. Εκεί όμως τους περίμεναν οι λεγεωνάριοι.

Οι καλύτερα εκπαιδευμένοι, οπλισμένοι και θωρακισμένοι λεγεωνάριοι, οι οποίοι υπερέβαλαν ωστόσο εαυτόν για να συγκρατήσουν το πλήθος των πολεμίων. Οι αντίπαλοι στρατιώτες ενεπλάκησαν σε φονική σώμα με σώμα σύγκρουση με ιδιαίτερο μίσος. Σε λίγο το έδαφος είχε αλλάξει χρώμα.

Πατώντας στη ματωμένη λάσπη, γλιστρώντας πάνω σε ανθρώπινες σάρκες, σε κομμένα χέρια και σε ξεσκισμένα κορμιά, οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι πισωγύρισαν το γαλατικό κύμα, το έθραυσαν. Με το κεφάλι σκυμμένο, ο Βερκιγγετόριξ δεν είχε άλλη επιλογή. Διέταξε υποχώρηση.

Ο Καίσαρ όμως δεν σκόπευε να αφήσει τους Γαλάτες να φύγουν ανενόχλητοι. Μόλις είδε ότι κλονίζονταν και υποχωρούσαν, διέταξε το ιππικό του να εξέλθει από μια δευτερεύουσα πύλη και να τους πλαγιοκοπήσει. Αυτό που ακολούθησε δύσκολα μπορεί να περιγραφεί. Δεχόμενοι στο πλευρό την έφοδο του ρωμαϊκού ιππικού, πιεζόμενοι κατά μέτωπο από τους λεγεωναρίους και εμποδιζόμενοι από τις παγίδες και τις τάφρους, οι δύσμοιροι Γαλάτες αφανίστηκαν.

Σώματα ολόκληρα σφαγιάστηκαν μέχρι ενός. Ο τόπος όλος είχε γεμίσει από άψυχα σώματα, φρικτά ακρωτηριασμένα, και από πληγωμένους, που, χωρίς μέλη πολλοί από αυτούς, εκλιπαρούσαν τους συντρόφους τους να τους σκοτώσουν, καθώς οι ίδιοι δεν είχαν πια χέρια για να αυτοκτονήσουν. Όταν τελείωσε η σφαγή, οι Ρωμαίοι, αποκαμωμένοι και καταματωμένοι, ήταν οι μόνοι όρθιοι στο πεδίο της μάχης.

Τουλάχιστον 40.000 Γαλάτες σφαγιάστηκαν εκείνη την ημέρα ενώπιον των ακατάβλητων οχυρών του Καίσαρα. Η μεγάλη κρίση είχε περάσει.

Μέσα στην κατήφεια και τον θρήνο που επικρατούσε στο γαλατικό στρατόπεδο, μόνο ο γενναίος Βερκιγγετόριξ διατηρούσε την ψυχραιμία του.

Η συντριπτική ήττα που υπέστησαν οι δυνάμεις του στην καταραμένη τελευταία μάχη τον έπεισε ότι δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Με τον στρατό του συντετριμμένο, με τα τρόφιμα λιγοστά, με τους αμάχους να πεθαίνουν από την πείνα, ο Βερκιγγετόριξ, ως πραγματικός ηγέτης, ανέλαβε τις ευθύνες του και ζήτησε συνθηκολόγηση.

Όταν οι πρότασή του έγινε δεκτή, παρουσιάστηκε και ο ίδιος ενώπιον του Καίσαρα για να παραδοθεί. Η σκηνή της παράδοσής του έχει περάσει στην Ιστορία. Περιέκλειε όλο το ψυχικό μεγαλείο και την υπερηφάνια του νικημένου πρίγκιπα, που προσπάθησε ως το τέλος για την ελευθερία της πατρίδας του. Με βήμα αργό, σχεδόν τελετουργικό, ο Βερκιγγετόριξ πλησίασε τον Καίσαρα, που και αυτός τον περίμενε σιωπηλός και μαγεμένος από το μεγαλείο της στιγμής.

Όταν έφτασε μπροστά στον νικητή, ο γενναίος Αρβέρνιος έριξε τα τιμημένα όπλα του στα πόδια του Καίσαρα και γονάτισε εμπρός του. Ο ίδιος είχε νικηθεί, ο λαός του, όμως, χάρη στην πράξη του αυτή, θα ζούσε. Θα θεραπευόταν από τις πληγές του πολέμου και θα ανέκαμπτε.

Αργότερα, ο φυλακισμένος στη Ρώμη Βερκιγγετόριξ εκτελέστηκε και μάλιστα με τρόπο ατιμωτικό: στραγγαλίστηκε. Κατά πάσα πιθανότητα, την εκτέλεσή του διέταξε ο Καίσαρ, αν και το σημείο αυτό δεν είναι εξακριβωμένο.

Η δολοφονία του, όμως, αν και πολιτικά ορθή, στιγμάτισε ανεξίτηλα την ένδοξη ιστορία του μεγάλου στρατηλάτη Γάιου Ιούλιου Καίσαρα.

Η νίκη στη Αλέσια υπήρξε το αποφασιστικό σημείο των Γαλατικών Πολέμων, των ήδη διαρκούντων τότε έξι έτη. Ωστόσο, ο Καίσαρ θα χρειαζόταν άλλα τρία χρόνια για να υποτάξει εντελώς τη Γαλατία.

Το 49 π.Χ. όμως ο Καίσαρ ήταν σε θέση να δηλώσει με υπερηφάνεια πως ήταν ο κατακτητής της Γαλατίας, της χώρας που θα έμενε υπό ρωμαϊκή διοίκηση έως και τον 5ο αιώνα μ.Χ.

Εξετάζοντας τα γεγονότα των Γαλατικών Πολέμων, μπορούμε να καταλήξουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα. Πρώτα από όλα, αξίζει να αποτίσουμε φόρο τιμής στο θάρρος και τη γενναιότηα των αντιμαχόμενων. Δεύτερον, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι την τελική νίκη δεν την πέτυχε μόνο ο καλύτερα διοικούμενος στρατός, αλλά και ο καλύτερα εκπαιδευμένος. Και είναι πράγματι γεγονός ότι η σχέση μεταξύ του ηγέτη και του απλού στρατιώτη του είναι σχέση απόλυτης αλληλεξάρτησης.

Γιατί και ο ηγέτης φαίνεται κατώτερος αν διοικεί κατώτερους άνδρες, αλλά και το θάρρος των γενναίων ανδρών ακυρώνεται από τον ανίκανο αρχηγό. Ποιος θα ήταν άραγε ο Καίσαρας χωρίς τους λεγεωνάριούς του και ποιος θα ήταν ο Αλέξανδρος χωρίς τους Μακεδόνες του ή χωρίς τον Κλείτο που του έσωσε τη ζωή και βρήκε τον θάνατο από το χέρι του; Φυσικά στα καθαρά θεωρητικά αυτά ερωτήματα δεν μπορεί κανείς να δώσει απάντηση.

Η Ιστορία έχει γραφτεί και δεν αλλάζει. Και έχει γραφτεί με πολύ συγκεκριμένους όρους. Με τον Καίσαρα να διοικεί τις λεγεώνες του και τον Αλέξανδρο τις φάλαγγές του. Εμείς οι νεότεροι δεν έχουμε παρά να τη μελετήσουμε απλώς, όπως ακριβώς έχει, χωρίς σκόπιμες παραποιήσεις, και να διδαχθούμε από αυτήν.

Σχέση μαθηματικών και μουσικής

«Κόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και εστίν και έσται πυρ, αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα» (απόσπασμα Diels 30). Με αυτόν τον υπερβατικόν φιλοσοφικόν και κοσμολογικόν στοχασμόν ο Ηράκλειτος και συγκεκριμένα με το ότι «είναι φωτιά αιώνια που ανάβει και σβήνει με μέτρο» μπορούμε να πούμε ότι είναι ο πρώτος που συλλαμβάνει και διατυπώνει την έννοια της μεγάλης έκρηξης (big bang).

Ξεκινώντας από την Μεγάλη Έκρηξη την οποία και λαμβάνουμε σαν αφετηρία μιας αρχής της αιτιότητας, με αποτέλεσμα την γένεση του κοσμικού γίγνεσθαι. Έχομε ταυτόχρονα την δημιουργία 1) τον χωρόχρονο, όπου από μηδενική στιγμή διαστέλλεται ο χώρος με την ταχύτητα του φωτός 2) την λογική του κοσμικού ενστίκτου και η οποία είναι η αυτοοργάνωση, αυτονόμηση και αυτοπραγμάτωση της κβαντικής υλοενέργειας και 3) τον ήχο και ρυθμό. Γιατί από τη στιγμή την οποία όλο το κοσμικό γίγνεσθαι υπόκειται σε ταλάντωση, δονείται και πάλλεται και κατά συνέπεια παράγει ήχο και ρυθμό.

Εν αρχή ην ο λόγος και μια έννοια της πολυσημίας του λόγου είναι κοσμολογικός. (Μεγάλη προσφορά για την πολυσημία του λόγου βλέπομε στον ογκώδη τόμο του καθηγητή Κώστα Μπέη «Η Θεωρία για τον Λόγο». Ο καθηγητής Κώστας Μπέης στα περιεχόμενα του βιβλίου του «Αντί Προλόγου» αναφέρει μία προσωπική εξήγηση και εκτίμηση περί του λόγου και τον οποίο χωρίζει σε τέσσερα κεφάλαια: 1) ένα σύντομο κεφάλαιο η φιλολογική πολυσημία του λόγου όπου σχολιάζει τον λόγο ετυμολογικά 2) η απρόσωπη φιλοσοφική και θεολογική διάσταση του λόγου, με αναφορά στον Λόγο από τους Θαλή, Πυθαγόρα, Ξενοφάνη, Ηράκλειτο μέχρι τον Πλωτίνο 3) Προσωποποιημένος Λόγος ως εξάγγελος του Θεού ξεκινώντας από τον Ιουδαϊκό μονοθεϊσμό και 4) ο Ιησούς ως αποκαλυπτικός Λόγος του Θεού με αναφορά στους Αποστόλους και στους Πατέρες της Εκκλησίας. Ο καθηγητής Κώστας Μπέης με το σύγγραμά του αυτό μας δίνει μια μεγάλη πληροφόρηση περί της ερμηνείας του Λόγου αλλά παράλληλα και την προσωπική του θέση. Με αυτόν τον τρόπο δίνει στον μελετητή την δυνατότητα να πάρει την δική του θέση, υιοθετώντας απόψεις των κειμένων ή ακόμα να δώσει τις δικές του προεκτάσεις.

Ξεκινώντας και παίρνοντας θέση περί του λόγου, κοσμολογικά, θα κάνω ένα σύντομο πέρασμα για να καταλήξω στην έννοια του Μουσικού Λόγου. Σύμφωνα με τη θεωρία της «Ασθενούς Ανθρωπικής Αρχής» σε μία άκρη του σύμπαντος κόσμου ο πλανήτης Γη είχε τις συνθήκες τέτοιες όπου και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη έμβιας ζωής. Οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι άλλες από την σύνθεση των αναλογιών και συμμετριών για την δομή και ύπαρξη όλων των γεννητών όντων.

Με βάση τα τέσσερα στοιχεία Γη-Νερό-Αέρας-Φωτιά τα οποία ο Εμπεδοκλής ονόμαζε ριζώματα, μπορούμε να πούμε ότι έχομε την έννοια της τετρακτύος για την οποία εκτενέστερα θα γίνει αναφορά στους Πυθαγόρειους και στην Μουσική.

Σαν βάση του λόγου, πάντα με την έννοια την κοσμολογική έχομε τα μαθηματικά μια και όλες οι αναλογίες και συμμετρίες καθορίζονται και ταυτίζονται με τους αριθμούς τόσο στα επιμέρους όντα, όσο και στο σύνολο των όντων που συνθέτουν τον λόγο.

Η Μουσική είναι η αισθητική έκφραση των μαθηματικών. Τα μαθηματικά είναι λόγος άρα και η μουσική είναι λόγος. Με αυτήν την διαλεκτική πορεία της σκέψης, ερχόμαστε να ταυτίσομε την «σχέση των μαθηματικών με την μουσική δια μέσου της λογικής» που είναι και το θέμα αυτής της εισήγησης.

Η λογική που διέπει τα έμβια όντα και αυτή σαν αφετηρία έχει τη λογική του ενστίκτου, που προικοδότησε η φύση τον αρχαίο άνθρωπο (Homo Habilis) για να φθάσει στον σκεπτόμενο (Homo Sapiens) δια μέσου των βιωμάτων και εμπειριών. Το ένστικτο είναι το «εν δυνάμει», η έμφυτη, πηγαία και αναλλοίωτη συμπεριφορά, δομημένη σε όλα τα έμβια όντα. Κατά τον ΜΠΕΡΞΟΝ πηγή της αυθεντικής γνώσης είναι το ένστικτο και το οποίο ως βάση στα έμβια όντα στηρίζεται σε δύο πυλώνες: την αυτοσυντήρηση και τη διαιώνιση του είδους.

Έτσι μπαίνουμε στην επιμέρους Λογική των όντων τόσο στη χλωρίδα, που κυριαρχεί μόνο η λογική του ενστίκτου και για την οποία συμπεριφορά των φυτών έχουν γραφεί από τους φυσιοδίφες πάρα πολλά παράξενα (βλέπε τα σαρκοφάγα φυτά) καθώς και η «Νοημοσύνη των Φυτών» του Μωρίς Μαίτερλινκ και πολύ περισσότερο στην πανίδα όπου πρωταγωνιστεί η ανθρώπινη συνείδηση χτίζοντας τον πολιτισμό μέσα από τις τέχνες και τα γράμματα.

Προσπαθώντας ο πρωτόγονος άνθρωπος να επιβιώσει με βάση τη λογική του ενστίκτου, την οποία πήρε σαν προίκα από τη φύση, αρχίζει να δέχεται εμπειρίες ενστικτωδώς και ενσυνειδήτως, οι οποίες σιγά-σιγά στοιβάζονται μέσα στα βάθη της ψυχής του, που δεν είναι άλλο από το ασυνείδητο το οποίο συνεχώς εμπλουτιζόμενο γίνεται ταυτόχρονα και φορέας της βιολογικής μνήμης (D.N.A.).

Έτσι δια μέσου των αιώνων και χιλιετηρίδων, φτάνουμε στα αποτελέσματα του σύγχρονου πολιτισμού μέσω τριών βασικών παραγόντων α) την βιολογική μνήμη β) την βιωματική και πληροφορική εμπειρία και γ) τη νόηση όπου ο Kant στο έργο του «Η Κριτική του Καθαρού Λόγου» μας λέει ότι τις μορφές και τις ιδιότητες των αντικειμένων συλλαμβάνει η υπερβατική λογική και συμπληρώνει η τυπική.

Ξεκινώντας ο άνθρωπος με βάση την εμπειρία η οποία και γίνεται αλτήρας για να εκτοξεύσει την φαντασία και ενόρασή του, εναλλασσόμενη με αυτήν (εμπειρία + ενόραση + φαντασία) μας δίνει την γνώση δια μέσου της λογικής, για να φθάσει ο άνθρωπος στα αποτελέσματα του σύγχρονου πολιτισμού.

Η εμπειρία, η οποία είναι η βάση για τη γνώση, στηρίζεται και αυτή στα αισθητήρια όργανα, όμως αυτά μας δίνουν ένα μέρος της πραγματικότητας του παρατηρούμενου αντικειμένου.

Η λογική ολοκληρώνει την παρατήρησή της επί του αντικειμένου με συλλογισμούς που επιβεβαιώνονται στη συνέχεια με πειραματικές διαδικασίες. Π.χ. ο Ήλιος και το Φεγγάρι, οι διαστάσεις τους δεν υπερβαίνουν τις διαστάσεις ενός δίσκου για τον πρωτόγονο άνθρωπο. Έρχεται όμως να συμπληρώσει την παρατήρηση η Λογική όπου σταδιακά και μεθοδικά με μαθηματικούς υπολογισμούς θα δώσει τις πραγματικές διαστάσεις.

Όσον αφορά στη θερμότητα του ήλιου, άλλο η αίσθηση και η επίδραση στον άνθρωπο (πάντα μιλάμε για την αρχική εμπειρική μορφή της γνώσης από τον πρωτόγονο άνθρωπο) και άλλο η πραγματική διάσταση της παραγόμενης θερμότητας του ήλιου βάσει της λογικής και πειραματικής έρευνας.

Το ίδιο θα λέγαμε και για την αίσθηση των χρωμάτων, όπως το πράσινο που αντιλαμβανόμαστε είναι η σύνθεση του μπλε με το κίτρινο κ.ο.κ., και γενικότερα απ’ ό,τι μας λέει ο Αριστοτέλης, εντελεχώς, το χρώμα είναι φως.

Έτσι φτάνουμε σ’ ένα άλλο αισθητήριο όργανο (αυτί) που συλλαμβάνει τον ήχο και ρυθμό και κατ’ επέκταση την Μουσική. Με τον ρυθμό που κινείται το σύμπαν και τον παραγόμενο ήχο μέσα από την κίνηση των γαλαξιών και αστρικών συστημάτων. Εναρμονιζόμενα αυτά δημιουργούν τη συμπαντική συμφωνία. Αυτό που ο Πυθαγόρας πρώτος ονόμασε αρμονία ή «Νόμο των Σφαιρών». Μια συμφωνία που το αισθητήριο ανθρώπινο όργανο (αυτί) δεν έχει την ικανότητα να συλλάβει, αλλά με τη γνώση της αστρονομίας και των μαθηματικών με τη συνεπικουρία νόησης και λογικής ώστε να γίνεται κατανοητή η ύπαρξή της. Διότι στα γενικά γνωρίσματα του Πυθαγορισμού ως πρώτο αναφέρεται η μεταφυσική των αριθμών και η αντίληψη ότι η πραγματικότητα συμπεριλαμβανομένης της Μουσικής και της Αστρονομίας είναι στο βαθύτερο επίπεδο της μαθηματικής φύσης. Έτσι ο άνθρωπος συγκλονιζόμενος μέσα από το μυστήριο του κοσμικού ενστίκτου του γίγνεσθαι και της συμπαντικής συμφωνίας, γίνεται εκ σπέρματος φορέας ήχου και ρυθμού.

Η μουσική και τα μαθηματικά, που είναι συνυφασμένα και δομημένα στην ανθρώπινη ύπαρξη, είναι ταυτόσημες έννοιες μεγαλειώδεις και αναγκαίες. Και τούτο γίνεται ευκολότερα κατανοητό εάν αναλογιστούμε ότι είναι τα μοναδικά μέσα επικοινωνίας όλων των λαών της γης, ακόμα και η προσπάθεια που γίνεται για επικοινωνία με εξωγήινους πολιτισμούς επιχειρείται δια μέσου αυτών δηλ. Μαθηματικά και Μουσική. Σαν πρώτη αρχή της σχετικοποίησης Μαθηματικά-Μουσική-Αστρονομία έχομε αυτή του Πυθαγόρα και τους μετέπειτα πυθαγόρειους. Ο Πυθαγόρας με τον γνωστό «Νόμο των Σφαιρών» αλλά και με το επίσης γνωστό «Μονόχορδό» του διατύπωνε την θεωρία του και μας λέει ότι η Μουσική είναι πάνω απ’ όλα μαθηματική επιστήμη, η ουσία της οποίας είναι οι αριθμοί, και η ομορφιά της η αισθητική έκφραση των αρμονικών σχέσεων των αριθμών. Η Μουσική είναι η εικόνα της ουράνιας Αρμονίας. Σαν πρώτη γραπτή μαρτυρία που έχομε για την αρμονία και το «Νόμο των σφαιρών» κατά τον Πυθαγόρα, είναι, από τον μεταγενέστερο και δεύτερης γενιάς πυθαγόρειο, τον φιλόσοφο και μαθηματικό Αρχύτα τον Ταραντίνο 400-350 π.Χ. Ο Αρχύτας θεωρείται ως ο θεμελιωτής της μαθηματικής μηχανικής αλλά και ως ο σημαντικότερος μελετητής της ακουστικής στην Αρχαία Ελλάδα.

Ο Πλάτων στον Τίμαιο, σ’ ένα από τους τελευταίους πλατωνικούς διαλόγους (και για τον οποίο η Δρ. Κελεσίδου ειδική στο έργο της πλατωνικής φιλοσοφίας λέει ότι τον θεωρεί το πιο κομψό κοσμολογικό σύγγραμμα), στηριζόμενος στις θεωρίες των πυθαγορείων, και ο ίδιος μεγαλοφυής μαθηματικός, προσαρμόζει σ’ ένα νέο κοσμολογικό-μαθηματικό-αρμονικό σύστημα τη δημιουργία του κόσμου. Από την σοφία ενός θείου δημιουργού και μέσα από τις μαθηματικές αναλογίες και συμμετρίες, συσχετίζει την κίνηση του ουρανού με τον Μουσικό λόγο, και οικοδομεί την ψυχή του κόσμου καθώς και το αθάνατο μέρος της ανθρώπινης ψυχής. Κατά τον Πλάτωνα οι αρμονικές σχέσεις των αριθμών μεταφράζονται στους πλανήτες. Η δε Αστρονομία και Μουσική τις θεωρεί ότι είναι αδελφές επιστήμες. Μια άλλη άποψη, με αναφορά στους Πυθαγορείους έχομε από τον Αριστοτέλη στο κεφάλαιο περί Ουρανού 290b12. Ο Αριστοτέλης κάνοντας αναφορά στους ισχυρισμούς των Πυθαγορείων για το «Νόμο των σφαιρών» και για τη μη ικανότητα της Ανθρώπινης ακοής να συλλάβει αυτή τη συμπαντική Μουσική (φωνή) είπε: «Λένε ότι ο ήχος αυτός υπήρχε στ’ αυτιά μας από τότε που γεννηθήκαμε και έτσι δεν ξεχωρίζει από την αντίθετή της που είναι η σιωπή, διότι η αντίθεση ήχου και σιωπής προκαλεί την διαφοροποίηση και διάγνωση αυτή. Και σαν παράδειγμα αναφέρει τους χαλκοματάδες των οποίων ο θόρυβος γύρω τους δεν γίνεται αντιληπτός λόγω της συνήθειας». Ο Αριστοτέλης την θεωρία των Πυθαγορείων την σχολιάζει και δέχεται ότι είναι προϊόν συλλογικών παρεμβάσεων μέσω κάποιων Πυθαγορείων αποφεύγοντας να κατονομάσει επακριβώς τους εισηγητές αυτής της θεωρίας, καθώς επίσης και να κάνει κάθε αναφορά στον ίδιο τον Πυθαγόρα. Την θεωρεί δε πολύ κομψή και πρωτότυπη, όμως με το επιστημολογικό κριτικό και μεθοδικό πνεύμα που τον διακρίνει, την απορρίπτει.

Επίσης αναφορές για το «Νόμο των σφαιρών» έχομε και από τους Νεοπυθαγορείους τον Πλίνιο 23-79 μ.Χ. και τον Νικόμαχο τον Γερασηνό (2ο αιώνα μ.Χ.). Ο μεν πρώτος στη φυσική του ιστορία (Historia Naturalis 1122) λέει ότι ο Πυθαγόρας, ονόμαζε την απόσταση από τη Γη στη Σελήνη ένα τόνο, την απόσταση από την Σελήνη στον Ερμή ένα ημιτόνιο, από την Αφροδίτη στον Ήλιο ένα τόνο & μισό (1 ½) κ.ο.κ. σχηματίζοντας μια υποθετική, με βάση το πλανητικό σύστημα, Κλίμακα. Ο Νικόμαχος ο Γερασηνός υποστηρίζει πως τα ονόματα των επτά μουσικών φθόγγων προήλθαν από τους επτά πλανήτες και την θέση τους σε σχέση με την Γη. Από την κίνηση του Κρόνου, που είναι ο πλέον απομακρυσμένος από εμάς πλανήτης, η ψηλότερη νότα στη διαπασών ονομάστηκε Υπάτη, διότι ύπατος είναι ο πιο ψηλός. Από την κίνηση της Σελήνης, που είναι ο χαμηλότερος και κοντινότερος σε εμάς πλανήτης ονομάστηκε Νήτη διότι νέατον είναι το χαμηλόν. Έτσι μας δίνει ένα πίνακα της «Αρμονίας των Σφαιρών» με την εξής σειρά: Κρόνος – Υπάτη, Δίας – Παραϋπάτη, Άρης – Λιχανός, Ήλιος – Μέση, Ερμής – Παραμέση, Αφροδίτη – Παρανήτη, και τέλος Σελήνη – Νήτη.

Αυτή η κλίμακα που η μαθηματική της σχέση είναι ως γνωστόν 1, 9/8, 81/64, 4/3, 3/2, 27/16, 243/128, στα λατινικά, κατά τον μεσαίωνα πήρε την ονομασία: Do, Re, Mi, Fa, Sol, La, Si, απο τον Γκουϊντο ντ’ Αρέτσο (Guido d’ Arrezzo) περίπου το 990-1050, θεωρητικό της μουσικής, του οποίου οι κανόνες χρησίμευσαν ως βάση για την σύγχρονη σημειογραφία της δυτικής μουσικής.

Στα νεότερα Ελληνικά οι ονομασίες των φθόγγων είναι: Τονική – Επιτονική – Μέση – Υποδεσπόζουσα – Δεσπόζουσα – Επιδεσπόζουσα – Προσαγωγέας.

Επανερχόμενος στον Πυθαγόρα και την σχολή του την οποία ονόμαζε – ΟΜΑΚΟΕΙΟΝ – από το ομού + ακοός (αυτό που θα λέγαμε συνακροατής) ορκίζονταν στην ιερά «Τετρακτύ» το σύμβολο το οποίο κατά τον Πυθαγόρα αναπαριστά πλήρως τη μουσική αριθμητική Τάξη της παγκοσμίου Αρμονίας. Πριν μπούμε στην διαδικασία να αναλύσουμε τι σήμαινε τετρακτύς για τους Πυθαγορείους, θα κάνομε μια σύντομη αναφορά με τον γενικότερο όρο «Τετρακτύς» για τους μεταπυθαγορείους & νεοπλατωνικούς. Ο Θέων ο Σμυρναίος, νεοπλατωνικός φιλόσοφος (τέλη 1ου με αρχές 2ου αιώνα περίπου) μνημονεύεται ότι έγραψε τρία έργα εκ των οποίων διεσώθη το ένα. «Των κατά των μαθηματικών χρησίμων εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν». Έτσι μας έμεινε μια σημαντικότατη πηγή αξιόπιστων πληροφοριών για τις Πυθαγόρειες μελέτες συλλέγοντάς τες μέσα από την μελέτη των διαλόγων του Πλάτωνος. Εκεί ο Θέων αναλύει έντεκα τρόπους με τους οποίους σχηματίζεται «Τετρακτύς». Κατά τον Θέωνα τον Σμυρναίο υπάρχουν έντεκα τετρακτύες, που η καθεμία από αυτές εκφράζει ένα τομέα της Φιλοσοφικής σκέψης στην Αρχαιότητα.

Κατ’ αρχάς υπάρχουν δύο τετρακτύες αριθμών, «η μία που σχηματίζεται με πρόσθεση, η άλλη με πολλαπλασιασμό και οι οποίες τετρακτύες εσωκλείουν τους Μουσικούς, τους γεωμετρικούς και τους αριθμητικούς λόγους από τους οποίους σχηματίζεται η αρμονία του σύμπαντος». Οι δύο τετράδες είναι 1, 2, 3, 4 και 1, 3, 9, 27. Ο Θέων ο Σμυρναίος ανέλυσε την διπλή «τετρακτύ» με το σχήμα το οποίο ονομάζουμε Πυθαγόρειο Λάβδωμα, γιατί μοιάζει με το γράμμα Λ, και την οποία ο Πλάτων στον Τίμαιο σχηματίζει και αποκαλεί ψυχή του κόσμου.

Οι άλλες τετρακτύες αναπαριστούν αντιστοιχίσεις.

Η 3η τετρακτύς:

α) το σημείο

β) την γραμμή

γ) την επιφάνεια

δ) το στερεό

Η 4η τετρακτύς:

α) το πυρ

β) αέρα

γ) ύδωρ

δ) τη γη

Η 5η τετρακτύς:

α) Πυραμίδα (τετράεδρο)

β)8-εδρο

γ) 20-εδρο

δ) κύβο (6-εδρο)

Η 6η τετρακτύς είναι εκείνη των δημιουργημένων πραγμάτων. Αντιστοιχίζει:

1ον Το σπέρμα, ανάλογο του σημείου

2ον Αύξηση μήκους ανάλογη της γραμμής

3ον Αύξηση πλάτους ανάλογο της επιφάνειας

4ον Αύξηση βάθους ανάλογο του στερεού

Η 7η τετρακτύς «είναι εκείνη των κοινωνιών» και αντιστοιχίζει:

1ον τον άνθρωπο

2ον την οικογένεια

3ον την κωμόπολη

4ον την πόλη

«επειδή είναι από αυτά τα στοιχεία που συντίθεται το Έθνος». Όλες αυτές οι τετρακτύες είναι υλικές και αισθητές.

Η 8η τετρακτύς «περιέχει τους παράγοντες με τους οποίους μπορούμε να κάνουμε κρίσεις πάνω στα προηγούμενα και που είναι εν μέρει διανοητικά».

1ον η σκέψη

2ον η επιστήμη

3ον η γνώμη

4ον η αίσθηση

Η 9η τετρακτύς «είναι το λογιστικό, το θυμικό, το επιθυμητικό και το σώμα».

Η 10η τετρακτύς «είναι η άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο κι ο χειμώνας»

Η 11η τετρακτύς:

1ον το παιδί

2ον ο έφηβος

3ον ο ώριμος άνθρωπος

4ον ο γέρος

«Η Τετρακτύς» του Πυθαγόρα και η θεωρία της Αρμονίας και κατ’ επέκταση η σχέση μαθηματικών – μουσικής παριστάνεται από ένα τέλειο τρίγωνο και αριθμητικά από τον τρίγωνο αριθμό 10.

Σύμφωνα με μια μαρτυρία του Λουκιανού, ο Πυθαγόρας ζήτησε από κάποιον να αριθμήσει, όταν εκείνος είπε 1, 2, 3, 4 τον διέκοψε λέγοντας «Βλέπεις αυτά που εσύ θεωρείς τέσσερα είναι δέκα, τέλειο τρίγωνο και ο όρκος μας». Η τετρακτύς λοιπόν είναι η τετράδα η οποία αποτελεί τον τρίγωνο αριθμό 10 ως εξής:

Έτσι έχομε στη σειρά που μας δίνει ο πρώτος με τον δεύτερο, την 8η, ο δεύτερος με τον τρίτο την 5η, και ο τρίτος με τον τέταρτο την 4η .

Ένας άλλος θεωρητικός τρόπος σχηματισμού των βασικών διαστημάτων 8η 5η 4η βγαίνει και μέσα από τον κύβο, ο οποίος έχει 6 έδρες, 8 κορυφές, και 12 αιχμές. Οι αριθμοί 12 και 6 δίνουν την αναλογία 2/1, οι 8 και 6 αντίστοιχα την αναλογία 4/3 ενώ οι αριθμοί 12 και 8 την αναλογία 3/2.

Τελικά οι θεωρίες αυτές των αναλογιών που αντιστοιχούν στον Μουσικό λόγο αποδείχθηκαν και στην πράξη από τα πειράματα που έκανε ο Πυθαγόρας με τον Κανόνα. Το γνωστό ως «Μονόχορδο του Πυθαγόρα» το οποίο χωρίζοντάς το ακριβώς στη μέση έδωσε τη λεγόμενη 8η δηλαδή η ίδια νότα αλλά υψηλότερη κατά μία 8η. Εν συνεχεία διαιρώντας την χορδή κατά τα 2/3 δίνει το διάστημα 5ης, κατά τα ¾ δίνει το διάστημα 4ης. Οι υπόλοιποι φθόγγοι της κλίμακας κατασκευάζονται χρησιμοποιώντας τον λόγο 9/8: 1 x 9/8 = 9/8 δηλ. για την παραγωγή του θα ταλαντώνονται τα 8/9 της χορδής. Ο τρίτος φθόγγος προκύπτει από τον λόγο του δευτέρου (9/8) αν και πάλι πολλαπλασιαστεί με 9/8: 9/8 x 9/8 = 81/64 δηλαδή θα ταλαντώνονται τα 64/81 της χορδής. Ο έκτος φθόγγος προκύπτει από τον λόγο του πέμπτου (παράμεση) που πολλαπλασιάζεται με 9/8 1: 2/3 x 9/8 = 27/16 δηλ. θα ταλαντώνονται τα 16/27 της χορδής. Και τέλος ο έβδομος φθόγγος προκύπτει από τον λόγο του έκτου και πάλι πολλαπλασιαζόμενου με 9/8 δίνοντας 1: 16/27 x 9/8 = 243/128 που σημαίνει ότι θα ταλαντώνονται τα 128/243 της χορδής. Περισσότερες λεπτομέρειες για την μαθηματική προσέγγιση του μουσικού λόγου διαβάζομε στο βιβλίο του καθηγητή Κώστα Μπέη «Η θεωρία για τον λόγο» όπου διεξοδικότερα αναλύει ο Δρ. Αντώνης Καλαμπάκας (σελ. 65).

Πέρα από το μονόχορδο ο Πυθαγόρας πειραματίστηκε και με άλλα υλικά και τις ιδιότητες τους που συνθέτουν τα μουσικά διαστήματα, όπως η τάση των χορδών ίσου μήκους και πάχους ή το μήκος ηχητικού σωλήνα κτλ. Έτσι ώστε συνετέλεσε να κατασκευαστούν μουσικά όργανα με μεγαλύτερη ακρίβεια. Η Πυθαγόρεια μουσική κλίμακα με την πάροδο του χρόνου μπορεί να έλαβε διάφορες τροποποιήσεις όμως είχε χαράξει πλέον τον δρόμο όπου ακόμα και σήμερα ακολουθούν οι σύγχρονες μουσικές κλίμακες. Τελειώνοντας με τους αρχαίους και κυρίως με τον Πυθαγόρα που έθεσε την βάση για την ταύτιση των μαθηματικών με την μουσική, μια σύντομη αναφορά στον Αριστόξενο τον Ταραντίνο 357 π.Χ., μαθητή του Αριστοτέλη, φιλόσοφο και σπουδαίο θεωρητικό της μουσικής, διότι ήταν ο πρώτος που έθιξε μια δωδεκάφθογγο κλίμακα και τον συγκερασμό, για τον οποίο χρειάστηκε να περάσουν αιώνες και να ακολουθήσει ο Bach για να συνθέσει τα 24 Πρελούδια και Φούγκες για πιάνο σε όλους τους χρωματικούς και εναρμόνιους φθόγγους. Το καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο (Wohltemperιertes Klavier). Η κλίμακα του Αριστόξενου η οποία αργότερα τροποποιήθηκε ελαφρά από τον Τζαρλίνο (Zarlino 1517 – 1590) σε μήκη χορδών ξεκινώντας από το Ντο έχει ως εξής:

Ο Αριστόξενος αντιμετώπισε επίσης πρώτος επιστημονικά και τον ρυθμό ξεκινώντας από την «Άρσιν» και την «Βάσιν» το ύψωμα (ελαφρότερο) και το κατέβασμα (βαρύτερο) του ποδιού, κάτι που δημιουργεί τουλάχιστον έναν συνειρμό με τα νεότερα «ισχυρά» και «ασθενή» μέρη του μέτρου. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ένας από τους περισσότερο καταρτισμένους θεωρητικά πρωτοποριακός συνθέτης και μαθηματικός, ο Ιάνης Ξενάκης διαβλέπει στον Αριστόξενο «το βασικό σχήμα μιας ιεραρχικοποιημένης δομής, όλης της Αρχαίας Ελληνικής μουσικής, όπου διαδοχικά το απλό και επιμέρους εντασσόταν στο σύνθετο και γενικό». Ο Ιάνης Ξενάκης 1921 – 2001 αλλά πρωτίστως ο Σέμπερk (Arnold Schönberg 1874 – 1951) που είναι και ο δημιουργός ενός άλλου τρόπου σύνθεσης, της λεγόμενης δωδεκάφθογγης και συραϊκής γραφής. Στηριζόμενοι στην έννοια της δωδεκάφθογγης κλίμακας του Αριστόξενου, δημιουργούν ένα άλλο τρόπο μουσικών δεδομένων. Παρατηρούμε στους δυο αυτούς μεγάλους δημιουργούς μουσικών ιδεών πως ο μεν Schönberg μέσα από τις νότες μιας δωδεκάφθογγης χρωματικής κλίμακας ανακαλύπτει και δημιουργεί αριθμητικά σύνολα και σειρές με μαθηματικούς υπολογισμούς. Κατά τέτοιο τρόπο ώστε έχουμε την μια όψη ενός νομίσματος, δηλαδή την μετάβαση από τις νότες (φθογγόσημα) στους αριθμούς. Ενώ ο Ξενάκης ακολουθώντας έναν άλλο δρόμο μας δείχνει την άλλη όψη του νομίσματος που είναι η μετάβαση από τα μαθηματικά στις νότες μέσω των μοριακών και κλαδικών μαθηματικών υπολογισμών και συστημάτων.

Για τους αρχαίους η έννοια της αρμονίας που αναπτύξαμε διεξοδικώς ήταν μια σχέση οριζοντίων διαστημάτων που φυσικά ήταν και η βάση μέσω μαθηματικών υπολογισμών να βρεθούν διαστήματα (και κατ’ επέκταση η μουσική κλίμακα) που ικανοποιούσε την ακοή μας και φυσικά δημιουργούσε την αισθητική για την έκφραση των συναισθημάτων. Με το πέρασμα όμως του Μεσαίωνα, όπου επικρατούσε μέχρι το τέλος του το μονοφωνικό σύστημα της οριζόντιας γραφής, έρχεται να συμπληρώσει και η κάθετη μορφή διαστημάτων (συγχορδίες) αυτό που σήμερα λέμε στην μουσική παιδεία, σπουδές ανωτέρων θεωρητικών, και είναι από τη μία η τέχνη της αρμονίας η οποία θεωρείται η γραμματική της μουσικής και η άλλη η αντίστιξη που θεωρείται το συντακτικό της μουσικής.

Το δύσκολο στην εκμάθηση της δομής ενός αρμονικού συνόλου δεν είναι τόσο η ανάπτυξη των συγχορδιών που στηρίζονται και αυτές σε τύπους και αναπτύσσονται σαν τις μαθηματικές ταυτότητες πχ (α+β)2=α2+β2+2αβ, αλλά στην διαδοχή και στην μετάβαση από την μία συγχορδία στην άλλη, δημιουργώντας έτσι μια στέρεα αλυσίδα αρμονικών σχέσεων, αλλήλων και επαλλήλων συγχορδιών, δύναται μια τέλεια αρμονική συνήχηση των καθέτων και οριζοντίων διαστημικών ταλαντώσεων (συχνότητες). Η πολυπλοκότητα των αρμονικών σχέσεων των συγχορδιών τόσο στην ανάπτυξη των καθέτων διαστημάτων όσο και στη σύνδεση των οριζοντίων διαστημάτων, είναι τεράστια – ανεξάντλητη. Έτσι που δίνει την δυνατότητα στο δημιουργό μουσικών ιδεών (Συνθέτη) ανάλογα με την παιδεία του, το ταλέντο του και τέλος την προσωπικότητά του να δημιουργεί το δικό του ύφος ή ακόμα και το ύφος της εποχής του. Τελεολογικά η σχέση μαθηματικών – μουσικής αποφθεγματοποιώντας την θα έλεγα ότι «η μουσική είναι συνδυασμός τέχνης & επιστήμης. Τέχνη είναι όταν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας μέσω της μουσικής και επιστήμη, όταν ανακαλύπτομε τη μουσική μέσα από τα μαθηματικά».

Έτσι έχοντας σαν βάση στην σύνθεση στο χώρο της μουσικής μια σύγχρονη «τετρακτύς» (την οποία θ’ ανακοινώσω και θα αναπτύξω εν συντομία) στηρίζεται όλο το μουσικό οικοδόμημα, από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα και κυρίως από τον Χάϋντν (Joseph Haydn 1732-1808) τον πατέρα της συμφωνίας όπως τον αποκαλούν. Η αναφορά μου γίνεται συγκεκριμένα πάνω στο συμφωνικό έργο, γιατί το θεωρώ το πληρέστερο, πιο μεγαλειώδες και πνευματικό μουσικό δημιούργημα. Η «τετρακτύς» την οποία και τοποθετώ σαν βάση στη σύνθεση και κατ’ επέκταση στις τετράδες που ακολουθούν στο συμφωνικό έργο και στη συμφωνική ορχήστρα που το ερμηνεύει, δικαιώνουν και επιβεβαιώνουν τον Πυθαγόρα και τους Πυθαγόρειους για τον όρκο που έπαιρναν πάνω σ’ αυτή μέχρι και σήμερα. Εξάλλου όπως είναι γνωστόν άλλη μια «τετρακτύς» αναφέρεται στα τέλη του 20ου αιώνα στο χώρο της φυσικής σαν βαριονική δεκάδα (barion decuple) η οποία παριστάνει γεωμετρικά μορφώματα σωματιδίων σύμφωνα με τις κβαντικές τους ιδιότητες. Έτσι που η «τετρακτύς» στο χώρο της μουσικής δημιουργίας αναλύοντάς την και αναπτύσσοντάς την έχει ως εξής:

Τα οριζόντια διαστήματα (τα μελωδικά)

Τα κάθετα αρμονικά διαστήματα (συγχορδίες)

Την ρυθμική αγωγή 4/4, 2/4, 3/4, 6/8, 9/8 κ.ο.κ.

Και την φόρμα (την μικρότερη) όπου και τοποθετούνται όλα τα προηγούμενα υλικά για την ανάπτυξη ενός έργου α + β + α΄.

Τα μεν οριζόντια και κάθετα διαστήματα τα αναπτύσσομε αριθμητικά με 1, 2, 3 ½, και την ρυθμική αγωγή την μετρούμε κλασματικά 4/4, 3/4, 2/4, 6/8, 9/8 κ.ο.κ. και τέλος την φόρμα του έργου με γεωμετρική πρόοδο 2 – 4 – 8 κ.ο.κ. Διότι:

– τα δύο μέτρα αποτελούν το μοτίβο

– τα τέσσερα μέτρα τη φράση

– τα οκτώ μέτρα μια περίοδο

και τέλος σχηματίζομε την απλή τριμερή μορφή όπου έχομε: α=8+β=8+α ή γ8=24 κ.ο.κ.

Το συμφωνικό έργο αποτελείται από τέσσερα μέρη.

– γρήγορο ή γοργό

– αργό ή πολύ αργό

– γρήγορο

– πολύ γρήγορο.

Αυτά σε γενικές γραμμές.

Η συμφωνική ορχήστρα που το ερμηνεύει αποτελείται από τέσσερις μεγάλες οικογένειες οργάνων, η κάθε οικογένεια αποτελείται από τέσσερα μέλη. Έτσι έχομε:

– την οικογένεια εγχόρδων

– την οικογένεια ξύλινων πνευστών

– την οικογένεια χάλκινων πνευστών

– την μεγάλη οικογένεια κρουστών.

Τα δε μέλη των τεσσάρων οικογενειών έχουν ως εξής:

Οικογένεια Εγχόρδων: Βιολί – Βιόλα – Βιολοντσέλο – Κοντραμπάσο

Οικογένεια Ξύλινων πνευστών: Φλάουτο – Όμποε – Κλαρινέτο – Φαγγότο

Οικογένεια Χάλκινων πνευστών: Τρομπέτα – Κόρνο – Τρομπόνι – Τούμπα

Οικογένεια Κρουστών με βάση το Ταμπούρο – τα Χάλκινα Πιάτα – τα Τύμπανα – και την Γκραν Κάσα.

Τελειώνοντας την ανακοίνωσή μου περί «τετρακτύος» και τις τετράδες που απαριθμώ, αλλά και με όσα ανέλυσα για την σχέση μαθηματικών – μουσικής ολοκληρώνουμε την γόνιμη πορεία μιας σκέψης, για να δικαιώσομε τον πρωτεργάτη μεγάλο μαθηματικό & φιλόσοφο Πυθαγόρα και τους μετέπειτα Πυθαγόρειους. Οι οποίοι διέσωσαν στήριξαν και προώθησαν την σχέση μαθηματικών και μουσικής, καθώς και τον μέγιστο Πλάτωνα με αναφορές του στον Τίμαιο.

Παρ’ όλες τις μαθηματικές, επιστημονικές και φιλοσοφικές αναλύσεις που γίνονται για την μουσική, η μουσική είναι πάνω απ’ όλα ουσία (εντελέχεια) που αυτοορίζεται και αυτοδικαιώνεται, επειδή ακριβώς είναι λόγος. Ο λόγος που επιδρά στον Άνθρωπο καταλυτικά δημιουργώντας του ένα αίσθημα ανάτασης εξευγενισμού και πληρότητας, τόσο ψυχικής όσο και πνευματικής.