Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ: Βίοι Φιλοσόφων - Σόλων (1.63-1.67)

Φέρονται δὲ αὐτοῦ καὶ ἐπιστολαὶ αἵδε·

[1.64] Σόλων Περιάνδρῳ
Ἐπαγγέλλεις μοι πολλούς τοι ἐπιβουλεύειν. σὺ δὲ εἰ μὲν μέλλεις ἐκποδὼν ἅπαντας ποιήσεσθαι, οὐκ ἂν φθάνοις. ἐπιβουλεύσειε δ᾽ ἄν τις καὶ τῶν ἀνυπόπτων, ὁ μὲν δεδιὼς περὶ αὑτῷ, ὁ δὲ σοῦ καταγνούς, οὐκ ἔσθ᾽ ὅ τι οὐκ ὀρρωδοῦντος· κἂν τῇ πόλει χάριν κατάθοιτο ἐξευρών, ἢν μὴ ὕποπτος εἴης. ἄριστον μὲν οὖν ἀπέχεσθαι, ἵνα τῆς αἰτίας ἀπαλλαγῇς. εἰ δὲ πάντως τυραννητέον, φροντίζειν ὅπως τὴν ἀλλοδαπὴν δύναμιν πλείονα ἕξεις τῶν ἐν τῇ πόλει, καὶ οὐδεὶς ἔτι τοι δεινός, μηδὲ σὺ ἐκποδών τινα ποιοῦ.

Σόλων Ἐπιμενίδῃ
Οὔτε οἱ ἐμοὶ θεσμοὶ ἄρα Ἀθηναίους ἐπιπολὺ ὀνήσειν ἔμελλον, οὔτε σὺ καθήρας τὴν πόλιν ὤνησας. τό τε γὰρ θεῖον καὶ οἱ νομοθέται οὐ καθ᾽ ἑαυτὰ δύνανται ὀνῆσαι τὰς πόλεις, οἱ δὲ ἀεὶ τὸ πλῆθος ἄγοντες ὅπως ἂν γνώμης ἔχωσιν. οὕτω δὲ καὶ τὸ θεῖον καὶ οἱ νόμοι, εὖ μὲν ἀγόντων, εἰσὶν ὠφέλιμοι· κακῶς δὲ ἀγόντων, οὐδὲν ὠφελοῦσιν.

[1.65] Οὐδ᾽ οἱ ἐμοὶ ἀμείνους εἰσὶ καὶ ὅσα ἐγὼ ἐνομοθέτησα. οἱ δ᾽ ἐπιτρέποντες τὸ ξυνὸν ἔβλαπτον, οἳ οὐκ ἐγένοντο ἐμποδὼν Πεισιστράτῳ ἐπιθέσθαι τυραννίδι. οὐδ᾽ ἐγὼ προλέγων πιστὸς ἦν. ἐκεῖνος δὲ πιστότερος κολακεύων Ἀθηναίους ἐμοῦ ἀληθεύοντος. ἐγὼ δὴ θέμενος πρὸ τοῦ στρατηγείου τὰ ὅπλα εἶπον τῶν μὲν μὴ αἰσθανομένων Πεισίστρατον τυραννησείοντα εἶναι ξυνετώτερος, τῶν δὲ ὀκνούντων ἀμύνεσθαι ἀλκιμώτερος. οἱ δὲ μανίαν Σόλωνος κατεγίγνωσκον. τελευτῶν δὲ ἐμαρτυράμην· ὦ πατρίς, οὗτος μὲν Σόλων ἕτοιμός τοι καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ ἀμύνειν· τοῖς δ᾽ αὖ καὶ μαίνεσθαι δοκῶ. ὥστε ἄπειμί τοι ἐκ μέσου ὁ μόνος ἐχθρὸς Πεισιστράτου· οἱ δὲ καὶ δορυφορούντων αὐτόν, εἴ τι βούλονται. ἴσθι γὰρ τὸν ἄνδρα, ὦ ἑταῖρε, δεινότατα ἁψάμενον τῆς τυραννίδος.

[1.66] ἤρξατο μὲν δημαγωγεῖν· εἶτα δὲ ἑαυτῷ τραύματα ποιήσας, παρελθὼν ἐφ᾽ ἡλιαίαν ἐβόα φάμενος πεπονθέναι ταῦτα ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν· καὶ φύλακας ἠξίου παρασχεῖν οἱ τετρακοσίους τοὺς νεωτάτους. οἱ δὲ ἀνηκουστήσαντές μου παρέσχον τοὺς ἄνδρας. οὗτοι δὲ ἦσαν κορυνηφόροι. καὶ μετὰ τοῦτο τὸν δῆμον κατέλυσεν. ἦ μάτην ἔσπευδον ἀπαλλάξαι τοὺς πένητας αὐτῶν τῆς θητείας, οἵ γε δὴ νῦν ξύμπαντες ἑνὶ δουλεύουσι Πεισιστράτῳ.

Σόλων Πεισιστράτῳ
Πιστεύω μηδὲν κακὸν ἐκ σοῦ πείσεσθαι. καὶ γὰρ πρὸ τῆς τυραννίδος φίλος σοὶ ἦν, καὶ νῦν οὐ μᾶλλον διάφορος ἢ τῶν ἄλλων τις Ἀθηναίων ὅτῳ μὴ ἀρέσκει τυραννίς. εἴτε δὲ ὑφ᾽ ἑνὸς ἄρχεσθαι ἄμεινον αὐτοῖς, εἴτε δὴ δημοκρατεῖσθαι, πεπείσθω ᾗ ἑκάτερος γιγνώσκει. καὶ σὲ φημὶ πάντων τυράννων εἶναι βέλτιστον.

[1.67] ἐπανήκειν δέ μοι Ἀθήναζε οὐ καλῶς ἔχον ὁρῶ, μή μέ τις μέμψηται, εἰ διαθεὶς Ἀθηναίοις ἰσοπολιτείαν, καὶ παρὸν τυραννεῖν αὐτὸς οὐκ ἀξιώσας, νῦν ἐπανελθὼν ἀρεσκοίμην οἷς σὺ πράσσεις.

Σόλων Κροίσῳ
Ἄγαμαί σε τῆς περὶ ἡμᾶς φιλοφροσύνης· καὶ νὴ τὴν Ἀθηνᾶν, εἰ μὴ περὶ παντός μοι ἦν οἰκεῖν ἐν δημοκρατίᾳ, ἐδεξάμην ἂν μᾶλλον τὴν δίαιταν ἔχειν ἐν τῇ παρὰ σοὶ βασιλείᾳ ἢ Ἀθήνησι, τυραννοῦντος βιαίως Πεισιστράτου. ἀλλὰ καὶ ἡδίων ἡμῖν ἡ βιοτὴ ἔνθα πᾶσι τὰ δίκαια καὶ ἴσα. ἀφίξομαι δ᾽ οὖν παρὰ σέ, σπεύδων τοι ξένος γενέσθαι.

***
Με το όνομα του φέρονται και οι ακόλουθες επιστολές:

[1.64] Ο Σόλωνας στον Περίανδρο
Μου λες ότι σε επιβουλεύονται πολλοί. Αν σκοπεύεις να απαλλαγείς από όλους, βιάσου. Άνθρωποι που να σε επιβουλεύονται μπορεί να βρίσκονται μεταξύ αυτών που δεν κινούν καν τις υποψίες σου: κάποιοι γιατί φοβούνται για τον ίδιο τους τον εαυτό, κάποιοι άλλοι γιατί δεν τους αρέσει ότι δεν υπάρχει πράγμα που να μη το φοβάσαι. Θα κέρδιζε την ευγνωμοσύνη της πόλης όποιος θα έκανε την ανακάλυψη ότι δεν είσαι γεμάτος από υποψίες. Το καλύτερο λοιπόν που έχεις να κάνεις είναι να εγκαταλείψεις την εξουσία, για να γλιτώσεις από όλες αυτές τις κατηγορίες. Αν, πάντως, πρέπει πάση θυσία να μείνεις τύραννος, κοίταξε η μισθοφορική σου δύναμη να είναι ισχυρότερη από τη δύναμη της πόλης. Τότε δεν θα έχεις να φοβηθείς κανέναν, ούτε και θα χρειάζεσαι να εξορίσεις κανέναν.

Ο Σόλωνας στον Επιμενίδη
Φαίνεται πως ούτε οι δικοί μου νόμοι επρόκειτο να ωφελήσουν πολύ την πόλη μου ούτε και συ την ωφέλησες καθαρίζοντάς την. Οι θεοί και οι νομοθέτες δεν μπορούν από μόνοι τους να ωφελήσουν τις πόλεις· αυτό μπορούν να το κάνουν εκείνοι που γίνονται πάντοτε οι οδηγοί του κόσμου με το μυαλό και τα σχέδια που έχουν. Αν η διακυβέρνηση είναι σωστή, οι θεοί και οι νόμοι είναι ωφέλιμοι· αν, αντίθετα, είναι κακή, θεοί και νόμοι δεν ωφελούν σε τίποτε.

[1.65] Ούτε είναι καλύτεροι από άλλους οι δικοί μου νόμοι και όσα εγώ νομοθέτησα· αυτοί που έκαναν υποχωρήσεις ήταν που έκαναν κακό στην πόλη, αυτοί που δεν εμπόδισαν τον Πεισίστρατο να πάρει την τυραννίδα. Κανένας δεν με πίστευε, όταν έκανα τις προβλέψεις μου· εκείνος κολακεύοντας τους Αθηναίους, θεωρήθηκε πιο άξιος να του χαρίσουν την εμπιστοσύνη τους απ᾽ ό,τι εγώ που τους έλεγα την αλήθεια. Αποθέτοντας τα όπλα μου μπροστά στο οίκημα του στρατηγού, είπα πως είμαι πιο έξυπνος από εκείνους που δεν καταλάβαιναν ότι ο Πεισίστρατος θέλει να γίνει τύραννος και πιο γενναίος από αυτούς που διστάζουν να του αντισταθούν — κι αυτοί έλεγαν ότι ο Σόλωνας είναι τρελός. Στο τέλος έβαλα μάρτυρα την πατρίδα μου: «Πατρίδα, εγώ ο Σόλωνας είμαι έτοιμος να σε υπερασπισθώ με λόγια και με έργα, αυτοί όμως με θεωρούν τρελό. Φεύγω λοιπόν από τη μέση ως ο μόνος εχθρός του Πεισίστρατου· κι αυτοί, αν έτσι θέλουν, ας γίνουν και σωματοφύλακές του». Γιατί, να ξέρεις, φίλε μου, ο άνθρωπος κυνήγησε την τυραννίδα με όλες τις δυνάμεις του.

[1.66] Άρχισε με δημαγωγίες· ύστερα, αφού αυτοτραυματίστηκε, παρουσιάστηκε στην Ηλιαία και, φωνάζοντας ότι τα τραύματα του τα έκαναν οι εχθροί του, ζητούσε να του δώσουν φρουρά από τετρακόσιους νεότατους άντρες· κι εκείνοι, παρακούοντάς με, του έδωσαν τους άντρες που ζήτησε — άντρες που κρατούσαν ρόπαλα. Αμέσως μετά κατέλυσε τη δημοκρατία. Αλήθεια, άδικα αγωνιζόμουν να απαλλάξω τους φτωχούς Αθηναίους από τη δουλεία τους· δες τους τώρα που έγιναν όλοι τους δούλοι ενός, του Πεισίστρατου.

Ο Σόλωνας στον Πεισίστρατο
Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι δεν πρόκειται να πάθω κανένα κακό από σένα. Γιατί και πριν γίνεις τύραννος ήμουν φίλος σου, και τώρα δεν είμαι εχθρός σου περισσότερο από οποιονδήποτε Αθηναίο που δεν του αρέσει το τυραννικό πολίτευμα. Ο καθένας ας αποφασίσει για λογαριασμό του, σύμφωνα με την κρίση του, αν είναι καλύτερο γι᾽ αυτόν να κυβερνιέται από έναν μόνο άνθρωπο ή να ζει σε τόπο που έχει δημοκρατία. Εν πάση περιπτώσει παραδέχομαι ότι εσύ είσαι από όλους τους τυράννους ο καλύτερος.

[1.67] Όσο για την επιστροφή μου στην Αθήνα, δεν βλέπω ότι θα ήταν σωστό για μένα: φοβούμαι μήπως με κατηγορήσει κανείς ότι, ενώ θέσπισα ίσα πολιτικά δικαιώματα για όλους τους Αθηναίους, και ενώ, μπορώντας να ήμουν εγώ τύραννος, δεν το θεώρησα σωστό, τώρα επιστρέφω και επιδοκιμάζω αυτά που κάνεις εσύ.

Ο Σόλωνας στον Κροίσο
Μεγάλη χαρά μού έδωσαν τα φιλικά σου αισθήματα για μένα, και —μάρτυράς μου η Αθηνά— αν δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία για μένα να ζω σε τόπο με δημοκρατικό πολίτευμα, θα προτιμούσα να ζω κάτω από τη δική σου βασιλεία παρά στην Αθήνα, κάτω από τη βίαιη τυραννίδα του Πεισίστρατου. Η ζωή, πάντως, είναι για μένα γλυκύτερη εκεί όπου επικρατεί δικαιοσύνη και ισότητα για όλους. Όπως και να ᾽ναι, εγώ θα ᾽ρθω να σε επισκεφθώ, γιατί λαχταρώ να φιλοξενηθώ από σένα και να γίνω φίλος σου.

Περί Αρετής στην Αρχαία Ελλάδα

Αρετή. Εκ του ρήματος «άρω» (ριζικού τύπου του «αραρίσκω», δηλαδή αρμόζω, ταιριάζω, ενώνω, στερεώνω, εκ της ρίζας «αρ-», εκ της οποίας παράγονται οι λέξεις, άρθρον, αριθμός, αριθμός, αρμός, αρμόζω, αρμονία, άρτι, άρτιος, αρτίζω, αρτύω, αρτύς, αρείων, άριστος και ίσως Άρης, καθώς και αρετή, ερίητος, και αμ-αρτή, ομ-αρτή, ομαρτέω, όμηρος, αρπεδόνη).
 
Υπεροχή τελειότης, ευγένεια εκ καταγωγής, προτέρημα, πλεονέκτημα, αξιότης ή υπεροχή κάποιου στο είδος του. Το κατεξοχήν ζητούμενο της Φιλοσοφίας στο επίπεδο του ανθρωπινού βίου.
 
Συνειδητή και ελευθέρα «έργωι» Σοφία, που επιμερίζεται σε επιμέρους τέτοιες, δηλαδή Δικαιοσύνη, Γενναιότητα, Μεγαλοψυχία κ.λ.π.
 
Αντίθετα από τα συναισθήματα (φθόνο, αγάπη κ.λ.π.), η Αρετή προϋποθέτει ενεργητικό υποκείμενο.
 
Ο δίκαιος, γενναίος, μεγαλόψυχος κ.λ.π., ενεργούν και μάλιστα συμφώνως προς σαφείς και θείες αρχές, σε πλήρη αντίθεση προς τον φθονούντα, αγαπώντα κ.λ.π. που κυριεύεται ή διακατέχεται από συναισθήματα.
 
Αρχικώς, κατά τους Όμηρο, Καλλίνο, Τυρταίο και Θέογνι η Αρετή ταυτίζεται απλώς με την πολεμική ανδρεία, τη ρώμη, το «κύδος¨» οι δε Σιμωνίδης και Πίνδαρος εξακολουθούν αργότερα να αποδίδουν αυτή στους ηρωικούς νεκρούς των μαχών. Υπό του Ησιόδου, η Αρετή διαφοροποιείται της προγενεστέρας αντιλήψεως, ως ικανότης αγαπητών στους Θεούς θνητών. Την έννοια που έλαβε αργότερα εντός της φιλοσοφικής σκέψεως ο όρος «Αρετή», διαμορφώνει κυρίως ο Ξενοφάνης, ορίζοντάς την ως αγαθή σοφία σπουδαιότερα και ανωτέρα της ανδρείας και ρώμης.
 
Κατά τον Ηράκλειτο, η Σωφροσύνη αποτελεί την μεγίστη των ανθρωπίνων Αρετών, η δε Σοφία συνίσταται απλώς στο να ομιλούμε την Αλήθεια και να ενεργούμε κατά τις επιταγές της Φύσεως (αποσπ. 112).
 
Υπό των Πυθαγορείων και Νεοπυθαγορείων η Αρετή ορίζεται ως αρμονία της ψυχής, όπως άλλωστε ως εν γένει Αρμονία ορίζονται και η υγεία, η αγαθότης και το Θείον. «ΤΗΝ ΑΡΕΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟΝ ΑΠΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ» (Διογένης Λαέρτιος, 8, 33) και αυτή την πυθαγόρειο θέση περί ψυχής χρησιμοποιεί ο Σωκράτης στον «Φαίδωνα» του Πλάτωνος (93 d, κ.ε.).
 
Κατά τον Σωκράτη, η «συνειδητή και ελευθέρα» Αρετή αποτελεί μία ολότητα με επιμέρους κλάδους που αφορούν σε ενέργειες οι οποίες απαιτούν Γνώση ή Φρόνηση (δηλ. πρακτική σοφία). Εξ αιτίας του τελευταίου δεδομένου, η Αρετή, η οποία εν τέλει ταυτίζεται με την πρακτική σοφία, μπορεί να διδαχθεί, να μεταδοθεί δηλαδή δια της φιλοσοφικής ανθρωπίνης σκέψεως και της πλήρους κατανοήσεως των όρων Ευσέβεια, Δικαιοσύνη, Ανδρεία και Εγκράτεια, που ορίζουν τις επιμέρους Αρετές. Ο ενάρετος έχει άριστη γνώση του Αγαθού, δηλαδή του Ωφελίμου, καθώς και των όρων της Ευδαιμονίας του. Μία λ.χ. δικαία ή ανδρεία πράξη δεν προέρχεται παρά μόνον από μία ορθώς προπαρασκευασθείσα για αυτή νοημοσύνη. Ο Σωκράτης περιγράφει την Αρετή ως «ορθή τροφή» δηλαδή πνευματική τελειότητα και καλλιέργεια και εισάγει τον όρο «Αρετή του πράγματος», για να περιγράψει την πολύμορφο Αρετή που επιδεικνύει ο επιζητών την τελειότητα άνθρωπος στα πράγματα με τα οποία καταπιάνεται από φυσική κλίση ή ιδιοφυϊα, ενισχύει δε αυτή με το «νού» και τη «δίκη» (τη Φρόνηση και την Δικαιοσύνη). Η Αρετή τέλος, ορίζεται υπό του ιδίου και του Πλάτωνος ως σκοπός της Παιδείας.
 
Κατά τον πρώϊμο Ηδονιστή Πολύαρχο τον Ηδυπαθή, οι Αρετές δεν είναι παρά επινόημα («ΠΟΛΥ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΑΦΕΣΤΗΚΟΣ») των νομοθετών στην προσπάθειά τους να καταστήσουν δυνατό τον κοινωνικό βίο διά της χαλιναγωγήσεως και συγκρατήσεως της ανθρώπινης πλεονεξίας («ΟΙ ΔΕ ΝΟΜΟΘΕΤΑΙ ΟΜΑΛΙΖΕΙΝ ΒΟΥΛΗΘΕΝΤΕΣ ΤΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΓΕΝΟΣ. ΠΕΠΟΙΗΚΑΣΙ ΤΟ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΕΙΔΟΣ», Αθήναιος ΧΙΙ 546 a – b). Στην προς αυτόν απάντηση του Πυθαγορείου Αρχύτα, η οποία ωστόσο δεν διεσώθη, αλλά κατά τον Diels απετέλεσε τη βάση για τον «Κάτωνα» του Κικέρωνος, τονίζεται ότι η ακόρεστος επιθυμία ωθεί ασυγκρατήτως και αλογίστως τον άνθρωπο προς απόκτηση ηδονής, αποτελούσα την κυρία αιτία των προδοσιών, των συνωμοσιών και του κάθε είδους εγκλήματος.
 
Για τον Κυνικό Αντισθένη και τους μαθητές του, η Φιλοσοφία είναι καθαρά κοσμική σοφία (χαρακτηριστική είναι η ρήση του «τότε οι πόλεις χάνονται, όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους κακούς από τους καλούς»), ενώ η Αρετή, αν και είναι ο σκοπός του βίου, είναι κάτι το απολύτως πρακτικό που δεν χρειάζεται ούτε πολλά λόγια, ούτε επίπονη εκπαίδευση (Διογένης Λαέρτιος 6, 2). Η Αρετή, που είναι κάτι το υπαρκτό, μπορεί να διδαχθεί με πολύ απλό τρόπο στον άνθρωπο, αφού η αρχή για τη μάθηση είναι η προσεκτική σπουδή των λέξεων («ΑΡΧΗ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ»). Για τους Κυνικούς, η ανθρώπινη Αρετή είναι η αυτάρκεια, η απουσία αναγκών και επιθυμίας, είναι δε επαρκής αφ’ εαυτής για την ανθρώπινη Ευδαιμονία και συνίσταται στην ανεξαρτησία και απαλλαγή από όλες τις γήϊνες αποκτήσεις και δεσμεύσεις. Η Αρετή των Κυνικών, η οποία ανακηρύσσεται συν τοις άλλοις και η μόνη δυνατή υπηρεσία προς τους Θεούς, είναι συνδεδεμένη με τη Λογικότητα, η οποία της δίνει την ικανότητα να ενισχυθεί αφ’ εαυτής, θεωρείται δε μία δια βίου κατάκτηση που δεν είναι δυνατόν ν’ απωλεσθεί άπαξ και αποκτηθεί (ο Σοφός εξαιρείται από κάθε περίπτωση σφάλματος). Ο Σοφός κρατεί εαυτόν αδιάφορο ή και εχθρικό προς τυχόν θεσμούς και νόμους που δεν αναγνωρίζουν την πραγματική Αρετή. Για τους Κυνικούς συνεπώς, η Αρετή μπορεί να διδαχθεί, και από τη στιγμή που θα κατακτηθεί είναι παντελώς αδύνατον να απωλεσθεί.
 
Ο κάτοχός της, ο Κυνικός σοφός, είναι απολύτως ελεύθερος και αυτάρκης, αφού, με το να είναι τέτοιος, κατέχει όλον τον πλούτο που μπορεί να αφορά την ανθρώπινη φύση.
 
Κατά τον Αριστοτέλη, η Αρετή στον ανθρώπινο βίο διακρίνεται σε δύο είδη, τη διανοητική και την ηθική.
 
Οι διάφορες διανοητικές αρετές μπορούν να διδαχθούν και να υιοθετηθούν από τα πρόσωπα, οι δε ηθικές αποκτώνται μέσα από το καθημερινό έθος και την συνήθεια. Με την εξάσκηση της Αρετής, η οποία σαφώς ορίζεται και βασίζεται σε συνειδητή, υπεύθυνο και ελευθέρα πράξη, ο άνθρωπος καθίσταται «καθ’ εαυτόν καλός».
 
Οι Στωϊκοί διαιρούν τριμερώς την Αρετή, μιμούμενοι την ανάλογο διαίρεση αυτής της ιδίας της Φιλοσοφίας, από τα τέλη του 4ου π.α.χ.χ. αιώνος και εντεύθεν. Η Λογική Αρετή συνίσταται στην ορθή χρησιμοποίηση του θείου δώρου της Λογικότητος, η Φυσική σε οικειότητα προς την Φύση και σε αρμονικό βίο εντός της, η δε Ηθική σε έμπρακτο εφαρμογή των φιλοσοφικών θέσεων στις διαπροσωπικές σχέσεις, δίχως την ελάχιστη διάσταση ανάμεσα στον θεωρητικό βίο και τις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Η Αρετή για τους Στωϊκούς πρέπει να είναι το απόλυτο «προς απόκτησιν», η Κακία το απόλυτο «προς αποφυγήν». Σε προέκταση της επισημάνσεως του Αρκεσιλάου αναφορικώς με την Γνώση και την Άγνοια, όλα τα υπόλοιπα ανάμεσα στην Αρετή και την Κακία κατατάσσονται στα λεγόμενα «Αδιάφορα». Ο Στοβαίος μας παραδίδει ότι κατά του Στωϊκούς η Αρετή χωρίζεται σε «πρώτες» και «υποτεταγμένες» (δευτερεύουσες) επιμέρους Αρετές.
 
Οι κατεξοχήν, ή «πρώτες», Αρετές είναι η Σύνεσις, η Δικαιοσύνη, η Γενναιότης και η Εγκράτεια, ή, κατά μία άλλη εκδοχή, η Λογικότητα ή Φρόνησις (περί τα καθήκοντα), η Σωφροσύνη (περί τις ορμές), η Δικαιοσύνη (περί τις απονεμήσεις) και η Ανδρεία (περί τις υπομονές). Οι «υποτεταγμένες» Αρετές είναι αντιστοίχως οι Ευβουλία, Ευλογιστία, Αγχίνοια, Ευστοχία, Νουνέχεια και Ευμηχανία (υπό την Λογικότητα ή Φρόνηση), οι Ευταξία, Κοσμιότης, Αιδημοσύνη και Εγκράτεια (υπό την Σωφροσύνη), οι Ευσέβεια, Χρηστότης, Ευκοινωνησία και Ευσυναλλαξία (υπό την Δικαιοσύνη), οι Καρτερία, Θαρραλεότης, Μεγαλοψυχία, Ευψυχία και Φιλοπονία (υπό την Ανδρεία). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το Κακόν υπάρχει μόνον «κατά παρακολούθησιν της Αρετής ή του Αγαθού» και δεν είναι δυνατόν να λείψει από τον Κόσμο, καθώς η Αρμονία και η Τελειότης έχουν πάντοτε ως προϋπόθεσή τους την ύπαρξη των αντιθέτων (της «εναντιότητος»).
 
Όπως παρατηρεί ο Επίκτητος, οι Θεοί διέταξαν να υπάρχουν, ανάμεσα σε άλλα αντίθετα, η Αρετή και η Κακία «για την αρμονία του συνόλου» Το ηθικό Κακόν δεν αποτελεί συνεπώς πραγματικό Κακόν διότι χρησιμεύει στην αρμονία του συνόλου και εκπληροί έναν σαφή σκοπό. Το λεγόμενο «Κακόν» δεν είναι παρά η χυδαιοτέρα και κατωτάτη μορφή του «Αγαθού» και, αντιστοίχως, ο φαύλος άνθρωπος στέκει απλώς, αυτοτιμωρούμενος κατ’ ουσίαν, στην κατώτατη βαθμίδα του ανθρωπίνου είδους, προδότης της φύσεώς του και αυτοϋποβιβασθείς σε άλογο ζώον. Ο ενάρετος άνθρωπος δεν απειλείται εκ της υπάρξεως του φαύλου, όπως και δεν απειλείται από την πέριξ αυτού ύπαρξη των φυτών και των αλόγων ζώων. Δεν υπάρχει δε ΠΟΤΕ «ευδαιμονία» των φαύλων, αφού η όποια νομιζομένη σαν τέτοια, δεν είναι παρά φάντασμα βασιζόμενο σε εξωτερικά αγαθά και άλλα πράγματα που για τον ενάρετο είναι απλώς «αδιάφορα προηγμένα».
 
Κατά τον Επίκουρο, και σε αντίθεση προς τους Στωϊκούς, οι Αρετές δεν έχουν απόλυτο αξία, αλλά οφείλουν να συνδέονται με την Ηδονή: κανείς που ζεί με Φρόνηση, Τιμή και Δικαιοσύνη δεν μπορεί να μη ζεί επίσης και με μόνιμο ευχαρίστηση. Οι Αρετές δεν είναι ο σκοπός του βίου, αλλά τα μέσα ή οι πηγές της Ηδονής.
 
Ο Επίκουρος τις αποδέχεται ως αναγκαίες για το δικό του εγωκεντρικώς προσανατολισμένο «ζήν ηδέως» και την Ευδαιμονία, σημειώνοντας μάλιστα χαρακτηριστικά ότι συνδέονται αυτές «εκ φύσεως» με την ευχάριστη ζωή, η δε τελευταία δεν είναι δυνατόν να χωρισθεί από αυτές («Προς Μενοικέα» 132).
 
Κατά τους πρώτους Νεοπλατωνικούς (Πλωτίνος), οι αρετές αποτελούν απλώς προστάδιο για την Έκσταση. Στόχος των ηθικών προσπαθειών δεν είναι να γίνει κανείς τέλειος άνθρωπος, αλλά να επιτύχει τη μυστικιστική ένωση με τον Θεό (κατά τον Πλωτίνο, «Η ΣΠΟΥΔΗ ΟΥΚ ΕΞΩ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΕΙΝΑΙ, ΑΛΛΑ ΘΕΟΝ ΕΙΝΑΙ»).
 
Ο ίδιος φιλόσοφος διακρίνει τις αρετές σε «πολιτικές» (που διακρίνουν τον δίκαιο άνθρωπο) και «καθαρτικές» (που κάνουν να επιλάμψει στον θνητό η ομοιότης του προς τον Θεό), καθοριστικές θεωρούνται δε μόνον οι δεύτερες, αφού σκοπός του βίου ορίζεται ο αγών για ομοίωση με τον Θεό. Από τους μετέπειτα Νεοπλατωνικούς (από Πορφύριο έως Μαρίνο) προστίθεται και η «θεουργική» ή «ιερατική» ομάδα των λεγομένων «ενοποιητικών αρετών», που κατά τον Πρόκλο είναι οι μόνες που μπορούν να φέρουν τον άνθρωπο σε ένωση με τον Θεό. Ενώ με τις «καθαρτικές» αρετές του Πλωτίνου ο θνητός καθαρίζεται δια της διανοήσεως και γίνεται όμοιος με τον Θεό, με την «θεουργική» αρετή καθαρίζεται δια των τελετουργιών. Κατά το Νεοπλατωνικό Θεόδωρο τον Ασιναίο, είναι κοινή για άνδρες και γυναίκες η οδός προς την Αρετή.

Ο ευγενής άνθρωπος δίνει αξιοπρέπεια σ’ όλες τις πράξεις

Αν με ρωτήσεις τι μου λείπει περισσότερο απ’ τις ανθρώπινες σχέσεις, θα σου απαντήσω η ευγένεια.

Δεν ξέρω αν έχουμε χάσει λίγο την μπάλα και την ανθρωπιά μας με τις νέες τεχνολογίες και τα συναφή, δεν ξέρω αν η υπερβολική αστικοποίηση έφερε την απομόνωση κι εν τέλει τη συμπεριφορά της χάβρας, δεν ξέρω αν η απογοήτευση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης κι η οικονομική δυσπραγία του καθενός, μας έκανε να χάσουμε λίγο απ’ την ευγένειά μας. Σε εκείνα τα απλά και καθημερινά, που τις περισσότερες φορές μας χαρακτηρίζουν.

Χάθηκε πλέον το χαμόγελο απ’ τους ανθρώπους, εκείνο που χωρίς να ξέρεις τον περαστικό σου φτιάχνει τη μέρα. Εκείνο που ανοίγει ο γείτονας την πόρτα του ασανσέρ κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι, σου δίνει μια σακούλα που σου έπεσε απ’ τα χέρια και σου χαμογελά, απλώς γιατί σε βοήθησε σε κάτι.

Πού πήγε εκείνη η «καλημέρα», που πριν λίγα χρόνια την άκουγες απ’ τον πρώτο τυχόντα που θα συναντούσες εκτός σπιτιού; Πού πήγε εκείνη η τσίχλα, που σε κέρναγε ο περιπτεράς, όταν του έκανες σεφτέ; Το κουλούρι, που σου έδινε ο φούρναρης, γιατί σήμερα του έγιναν πολύ αφράτα!

Πού πήγε το χάδι των λέξεων στα αυτιά μας, η ομορφιά του λόγου κι η ευφορία της ψυχής μας; Πόσο καιρό έχεις να αισθανθείς όμορφα με τα λόγια κάποιου ανθρώπου; Ν’ ακούσεις ένα «παρακαλώ», ένα «ευχαριστώ» ή έστω έναν πληθυντικό ευγενείας που ν’ αποτελεί δείγμα σεβασμού κι ευγένειας; Πού πήγαν οι ωραίοι άνθρωποι, βρε παιδάκι μου; Ψάχνω, ψάχνω και μέσα στην οχλαγωγή τους μετράω με τη σέσουλα.

Μας έχουν λείψει οι άνθρωποι που φέρονται όμορφα στους γύρω τους. Εκείνοι που είναι όμορφοι εξωτερικά κι εσωτερικά. Εκείνοι που έχουν βαλθεί να ομορφύνουν τον κόσμο και ν’ αλλάξουν την ψυχολογία, έστω κι ενός ανθρώπου. Είναι λίγοι, το έχουμε πάρει πρέφα, αλλά είναι ξεχωριστοί κι ευδιάκριτοι. Λάμπουν από μακριά, όπως ο χρυσός. Κι η λάμψη τους είναι μεταδοτική.

Οι άνθρωποι με ευγένεια χειρίζονται το λόγο με λεπτότητα. Κρατάνε τις λέξεις στα χείλη τους με διακριτικότητα, γιατί τρέμουν μην τις πληγώσουν. Κι αν μια λέξη πληγωθεί, αν τη χρησιμοποιήσεις λάθος, αν δεν την εκφέρεις όμορφα, τότε ταυτίζεται με άσχημα συναισθήματα, με αρνητισμό, θυμό και πόνο. Θέλουν χάδι οι λέξεις, όπως και τα’ αυτιά μας.

Με τι λεπτότητα και τι χάρη σου συμπεριφέρονται λες κι είσαι κύριος επί των τιμών! Έτσι αισθάνεσαι δηλαδή, μιας και σπάνια πλέον σου συμπεριφέρονται με όμορφο τρόπο. Πες μου ποια ήταν η τελευταία φορά που κάποιος σου χάρισε ένα λουλούδι. Υπήρξε κάποιος που έγραψε για σένα ένα ποίημα; Κάποιος που σου άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου για να κατέβεις; Κάποιος που προσφέρθηκε να σε γυρίσει σπίτι γιατί ήταν αργά; Κάποιος που σε ευχαρίστησε απλώς για κάτι που του προσέφερες; Κάποιος που σου έστειλε ένα μήνυμα γιατί σε θυμήθηκε ή για να σου πει ένα «περαστικά»;

Οι ευγενείς άνθρωποι είναι υπό εξαφάνιση. Γι’ αυτό κι όταν μας φέρονται όμορφα, όπως θα έπρεπε να φερόμαστε όλοι στην καθημερινότητά μας, κυριαρχεί η έκπληξη και θεωρούμε ότι ανακαλύψαμε κάποιο θησαυρό.

Κοιτάξτε γύρω σας κι εντοπίστε τους. Φοράνε χαμόγελο, μοιράζουν ευχές, βοηθάνε απλόχερα και σου φτιάχνουν τη μέρα με τη γλυκύτητα και τον εκλεπτυσμένο λόγο τους. Άνθρωποι με ήθος που οι τρόποι τους είναι μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που πολλοί θα θέλαμε να έχουμε ζήσει.

Η ευγένεια ανοίγει πόρτες, κλείνει στόματα με αποστομωτικό τρόπο, αποτελεί την πιο διπλωματική απάντηση σε μια άσχημη συμπεριφορά και το κυριότερο είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να σ’ αγαπήσουν.

Να είστε ευγενείς, γιατί όπως έλεγε κι ο Πλούταρχος: «Ο ευγενής άνθρωπος δίνει αξιοπρέπεια σ’ όλες τις πράξεις».

Οι βαθύτερες αιτίες πίσω από τον εγωισμό

Το να ενδιαφέρεται κάποιος για το συμφέρον του, ασφαλώς δεν είναι εγωισμός, είναι σωφροσύνη και ωριμότητα.

Διότι αν δεν επιδιώκει ο ίδιος αυτά που τον ωφελούν και δεν αποφεύγει αυτά που τον βλάπτουν, τότε αυτομάτως το βάρος της προστασίας του πέφτει στους άλλους, που σημαίνει ότι είναι, ή φέρεται, σαν ανήλικος.

Προφανώς, ως εγωιστής θεωρείται όχι αυτός που απλά ενδιαφέρεται για το συμφέρον του, αλλά αυτός που κοιτάζει υπερβολικά το συμφέρον του, δηλαδή νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του αδιαφορώντας για τους άλλους. Σ’ αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε άλλες αιτίες που να εξηγούν την εγωιστική συμπεριφορά, εκτός του ότι κάποιος είναι στ' αλήθεια εγωιστής.

Πρώτη και κυριότερη αιτία είναι συσσωρευμένα δυσάρεστα συναισθήματα στην ψυχή του ανθρώπου όπως φόβος, θλίψη, θυμός, ενοχή, που με τη σειρά τους οφείλονται σε αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό, που μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές όπως «δεν αξίζω ή δεν μπορώ να πάρω αγάπη, σεβασμό, αποδοχή», «είμαι αδύναμος», «είμαι εγωιστής», «είμαι κακός» κ.λπ. Όλες αυτές οι αρνητικές πεποιθήσεις έχουν στην ουσία τους την πεποίθηση «δεν είμαι εντάξει όπως είμαι» ή «δεν έχω κάνει το καλύτερο που μπορούσα (αναφορικά με το ένα ή το άλλο θέμα)».

Όταν ένας άνθρωπος βαρύνεται χρονίως από τέτοιες πεποιθήσεις και τα αντίστοιχα δυσάρεστα συναισθήματα μέσα του, αισθάνεται συχνά ή διαρκώς σε κατάσταση κινδύνου οπότε νοιώθει ότι έχει πολύ μεγάλη ανάγκη αυτοπροστασίας. Επίσης αισθάνεται ότι δεν έχει αποθέματα ψυχικής ενέργειας, με αποτέλεσμα να μην έχει διάθεση ή κουράγιο να νοιαστεί για άλλους. Έτσι φέρεται εγωιστικά χωρίς όμως να είναι εγωιστής.

Για να γίνει αυτό σαφές, ας φανταστούμε έναν άνθρωπο σε μία περίοδο που του έχει διαγνωστεί μία σοβαρή και θανατηφόρο ασθένεια, επιπλέον έχει οικονομικά προβλήματα και πρόσφατα έχει χάσει και την μητέρα του και ο οποίος αναγκάζεται να στρέψει όλο του το ενδιαφέρον στον εαυτό του παραγνωρίζοντας τους άλλους, ζητώντας τους περισσότερο παρά δίνοντάς τους.

Δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι εγωιστής. Γιατί; Διότι ακριβώς είναι ο ίδιος τόσο βεβαρυμμένος, που δεν έχει περιθώρια να βοηθήσει άλλους· σ’ αυτήν την δύσκολη περίοδο, ο λόγος που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, δεν είναι ο εγωισμός, είναι η αυτοπροστασία την οποία ορίζει η σωφροσύνη και η ωριμότητα όπως είπαμε πιο πάνω.

Ε, λοιπόν, ένας άνθρωπος που έχει μέσα του διάφορες αρνητικές πεποιθήσεις και τα δυσάρεστα συναισθήματα που αυτές προκαλούν, ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του ουσιαστικά για τον ίδιο λόγο που το κάνει και ο άνθρωπος του παραπάνω παραδείγματος.

Η μόνη διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι στη μία περίπτωση το στρες είναι εξωτερικό και φανερό, ενώ στην άλλη είναι εσωτερικό και κρυφό.

Σχετικό με το παραπάνω είναι και το γεγονός ότι ένας άνθρωπος που χρονίως υποφέρει ψυχικά έστω και υποσυνείδητα, θα είναι επιρρεπής στην άμεση λήψη ευχαρίστησης για να ανακουφίζεται, κι αυτό θα γίνεται πολλές φορές εις βάρος των άλλων.

Επίσης ένας άνθρωπος που έχει χρόνια ψυχική δυσφορία, είναι πολύ πιθανό να απωθεί διαρκώς στο υποσυνείδητο τα δυσάρεστα συναισθήματά του για να μην υποφέρει. Όμως αυτή η απώθηση που είναι μία μορφή αναισθησίας στον δικό του πόνο, μπορεί να τον κάνει σκληρό και αναίσθητο και στον πόνο των άλλων.

Σ' αυτό το σημείο όμως τίθεται ένα πολύ εύλογο ερώτημα: Γιατί άλλοι άνθρωποι που επίσης έχουν αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό τους και επίσης υποφέρουν συχνά ψυχικά, όχι μόνο δεν φέρονται εγωιστικά, αλλά σκέφτονται και πολύ τους άλλους; Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους εκ των οποίων θα αναφέρουμε τους δύο πιο βασικούς.

Ο ένας λόγος έχει να κάνει με το επίπεδο της συνειδητότητας του κάθε ανθρώπου. Πιο αναλυτικά σχετίζεται με κατά πόσον ένας άνθρωπος έχει την ικανότητα να μπαίνει στη θέση του άλλου και να αισθάνεται τον πόνο του (δηλαδή να έχει ενσυναίσθηση) ώστε να τον υπολογίζει πριν κάνει ή παραλείψει να κάνει κάτι. Αυτή την ικανότητα, απλά δεν την έχει κάθε άνθρωπος στον ίδιο βαθμό, καθώς εξαρτάται από το εξελικτικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται και από την παιδεία που έχει λάβει από την οικογένειά του και την κοινωνική ομάδα που τον περιβάλλει. Και οι δύο είναι παράγοντες για τους οποίους παρ’ όλο που δεν ευθύνεται το ίδιο το άτομο ώστε να πούμε ότι είναι εγωιστής, μπορούν να προκαλέσουν εγωιστική συμπεριφορά.

Ένας άλλος παράγων που καθορίζει το αν ένα άτομο θα εκδηλώσει εγωιστική συμπεριφορά είναι το κατά πόσον κυριαρχούν ιδιαίτερα μέσα του ενοχικές πεποιθήσεις όπως «είμαι κακός» ή «είμαι εγωιστής». Αν τέτοιες πεποιθήσεις υπερτερούν δυσανάλογα άλλων αρνητικών πεποιθήσεων, τότε θα φοβάται υπερβολικά τον πόνο που θα του φέρει πιθανή απόρριψη ή μη αποδοχή από τους άλλους σε περίπτωση που τους δυσαρεστήσει ή δεν τους ευχαριστήσει· κι αυτό ακριβώς γιατί πιθανή απόρριψη ή μη αποδοχή από τους άλλους, θα διεγείρει τις αρνητικές πεποιθήσεις «είμαι κακός» ή «είμαι εγωιστής» για τον εαυτό του.

Έτσι ναι μεν δεν εκδηλώνει εγωιστική συμπεριφορά, αλλά πάει στο άλλο άκρο και το παρακάνει στο να ευχαριστεί τους άλλους, σε βαθμό να παραμελεί τον εαυτό του. Αυτό όμως έχει τρεις αρνητικές συνέπειες: πρώτο, δυστυχεί ο ίδιος· δεύτερο, αναγκαστικά μέρος της δυστυχίας του διαχέεται στους αγαπημένους του και ευρύτερα στην κοινωνία μέσω μιας αλυσιδωτής αντίδρασης· τρίτο, η αποτελεσματικότητά του στο να βοηθά τους άλλους εκπίπτει σημαντικά, κυρίως ποιοτικά, λόγω υπερκόπωσης.

Δηλαδή, αν κοιτάξουμε τις δύο τελευταίες συνέπειες, θα δούμε ότι η υπερβολικά αλτρουιστική συμπεριφορά του βλάπτει σε τελευταία ανάλυση και τους άλλους, έστω και αν αυτή η βλάβη γίνεται από δρόμο αντίθετο απ’ αυτόν του εγωισμού.

Ένα ακόμα σημείο που θέλω να τονίσω πριν κλείσω αυτό το άρθρο είναι ότι όλα τα παραπάνω συνιστούν μία εξήγηση της εγωιστικής συμπεριφοράς και όχι μία δικαιολόγηση και αθώωσή της.

Δεν σημαίνει δηλαδή πως επειδή κάποιος που φέρεται εγωιστικά απέναντί μας δεν είναι εγωιστής στ’ αλήθεια, εμείς δεν θα πάρουμε τα όποια πρακτικά μέτρα χρειάζονται απέναντί του. Απλά θα το κάνουμε πολύ πιο ψύχραιμα και άρα πιο αποτελεσματικά αν ξέρουμε τι πραγματικά του συμβαίνει απ’ ό,τι αν δεν ξέρουμε. Αξίζει δε να παρατηρήσουμε ότι αν τον αντιμετωπίσουμε με θυμό, απογοήτευση και απόρριψη, τότε χωρίς να το θέλουμε ενισχύουμε τη βασική αιτία της εγωιστικής του συμπεριφοράς που είναι οι αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό του.

Καθαρή παρατήρηση σημαίνει αποδοχή και αποδοχή σημαίνει αγάπη

Το εγώ φοβάται την αγάπη και την κενότητα, την απουσία οποιασδήποτε κριτικής και ερμηνείας, γι' αυτό και πάντα η προσοχή του είναι εστιασμένη στην επίκριση.

Ύπουλα επιχειρεί να μας πείσει πως μόνο αν επισημαίνουμε τις δικές μας αδυναμίες μπορούμε να τις διορθώσουμε. Μας σπρώχνει σε μια συνεχή αυτοεπίκριση με απώτερο στόχο την εξέλιξή μας! Εφόσον όμως οι αδυναμίες αφορούν το εγώ, η ενασχόληση μαζί τους είναι ενασχόληση με το εγώ που μας παρουσιάζει πάντα κάτι νέο, ώστε συνεχώς να ψάχνουμε και να μη βρίσκουμε. Εκείνοι που αποπειρώνται να ελέγξουν τις σκέψεις τους με άλλες σκέψεις αποτυγχάνουν.

Στην πραγματικότητα σταματάμε να ελέγχουμε τις σκέψεις μας, όχι όταν στη θέση της αρνητικής σκέψης βάλουμε μια θετική, αλλά όταν μεταβούμε στην περιοχή της μη σκέψης, στην κατάσταση του παρατηρητή.

Ο παρατηρητής δεν κριτικάρει, δεν προσδοκεί, δεν επιθυμεί, δεν φοβάται, δεν μπλέκεται στα παιχνίδια του χωροχρόνου. Απλώς παρατηρεί. Γι' αυτό είναι σε κατάσταση πλήρους αποδοχής. Και αυτή είναι βασική ιδιότητα της αγάπης.

Όταν ο νους εξασκηθεί να βρίσκεται στην κατάσταση του παρατηρητή, τότε ανοίγεται μια ακόμα δυνατότητα και μεταβαίνει στην κατάσταση του υπερ-παρατηρητή, ο οποίος παρατηρεί τον παρατηρητή που παρατηρεί.

Σε αυτό το πεδίο δεν υπάρχει ενασχόληση ούτε με την αδυναμία, ούτε με την ατέλεια. Ο υπερ-παρατηρητής δεν έχει προτιμήσεις ή απέχθειες, απλώς παρατηρεί το υπάρχον. Γι' αυτό και δεν φοβάται, επειδή δεν διακρίνει αντίθετα, ούτε διαφορετικά. Και όποιος δεν φοβάται είναι σε επαφή με το αιώνιο και το άπειρο. Τότε αγαπά.

Νέα θεωρία: Τι συνέβη ελάχιστες στιγμές μετά τη Μεγάλη Έκρηξη

Ένα άγνωστο μέχρι σήμερα «επεισόδιο», το οποίο συνέβη ελάχιστες στιγμές μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, έρχονται να προσθέσουν στην κοσμική ιστορία αμερικανοί επιστήμονες από το Εθνικό Εργαστήριο Brookhaven, το Εθνικό Εργαστήριο Επιταχυντή Fermi και το πανεπιστήμιο Stony Brook.

Το «επεισόδιο» αυτό έρχεται να συμπληρώσει την καθιερωμένη εικόνα που έχουν οι κοσμολόγοι για το σύμπαν, δηλαδή ότι λίγες στιγμές μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, ο «κόσμος» γνώρισε μία σύντομη περίοδο εκθετικής διαστολής που ονομάζεται «εποχή του πληθωρισμού» και η οποία είναι υπεύθυνη για την ομοιογένεια που παρουσιάζει σήμερα.

Έτσι, όπως αναφέρει η επιστημονική ομάδα σε άρθρο της στο περιοδικό Physical Review Letters, στην κοσμική εξέλιξη ενδεχομένως υπήρξε και μία δεύτερη περίοδος απότομης επέκτασης.

Μάλιστα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτή η δεύτερη περίοδος θα μπορούσε να εξηγήσει την ποσότητα σκοτεινής ύλης στο σύμπαν.

Η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να ανιχνεύσει τη σκοτεινή ύλη άμεσα, με συνέπεια η φύση της να είναι άγνωστη.

Ωστόσο, η ποσότητά της μπορεί να εκτιμηθεί από τη βαρυτική επίδραση που ασκεί σε κοσμικές δομές όπως οι γαλαξίες.

Έτσι, υπολογίζεται πως αυτή η «εξωτική» μορφή ύλης συνεισφέρει κατά 27% περίπου στη συνολική ύλη-ενέργεια του σύμπαντος.

Ένα ποσοστό πολλαπλάσιο από το περίπου 5%, το οποίο αντιστοιχεί στη συμβατική ύλη που μας περιβάλλει.

Εκτός από τη μυστηριώδη φύση της, ένα ακόμη πρόβλημα που δημιουργεί η σκοτεινή ύλη είναι πως αποτελεί εμπόδιο για ορισμένες θεωρίες που προσπαθούν να εξηγήσουν άλλα αινιγματικά φαινόμενα της φυσικής, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι η βαρύτητα είναι ασθενέστερη από τις υπόλοιπες θεμελιώδεις δυνάμεις.

Κι αυτό γιατί οι εν λόγω θεωρίες προβλέπουν μεγαλύτερη ποσότητα «εξωτικής» ύλης από αυτήν που παρατηρείται στο σύμπαν.

Η δεύτερη «εποχή του πληθωρισμού» λύνει όμως αυτό το πρόβλημα, με την παραδοχή πως μετά τη Μεγάλη Έκρηξη υπήρξαν δύο φάσεις βίαιης συμπαντικής διαστολής.

Η «εποχή» αυτή τοποθετείται ανάμεσα στην πρώτη έκρηξη, που συνέβη απειροελάχιστες στιγμές μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, και τον σχηματισμό των πρώτων ελαφριών χημικών στοιχείων, όταν η ζωή του «κόσμου» δεν ξεπερνούσε τα λίγα δευτερόλεπτα ή λεπτά.

Σε αυτό το χρονικό διάστημα, αντί απλώς να ψύχεται όπως προβλέπει η καθιερωμένη θεωρία, το σύμπαν πέρασε από μία δεύτερη φάση σύντομων και απότομων διαστολών.

«Παρόλο που αυτές οι διαστολές δεν θα ήταν τόσο βίαιες όσο η αρχική, θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη μικρότερη ποσότητα σκοτεινής ύλης», σημειώνει ο Χούμαν Νταβουντιάσλ, από το Εθνικό Εργαστήριο Brookhaven και μέλος της ομάδας.

Στις αρχικές στιγμές του σύμπαντος, όταν είχε θερμοκρασία δισεκατομμυρίων βαθμών Κελσίου και μικρό όγκο, τα σωματίδια σκοτεινής ύλης θα συγκρούονταν συχνά μεταξύ τους, με συνέπεια να αλληλοεξουδετερώνονται και να παράγουν σωματίδια συμβατικής ύλης.

Με την κοσμική διαστολή και ψύξη, οι συγκρούσεις θα γίνονταν ολοένα και λιγότερες.

Αυτή η εξέλιξη του σύμπαντος θα σήμαινε σταδιακή μείωση της συχνότητας αλληλεξουδετερώσεων των σωματίων σκοτεινής ύλης, κάνοντας ορισμένες θεωρίες να καταλήγουν σε έναν θεωρητικό υπολογισμό της σημερινής της ποσότητας ο οποίος υπερβαίνει το νούμερο που προκύπτει από τις παρατηρήσεις.

Ωστόσο, μία δεύτερη φάση από συμπαντικές εκρήξεις θα μπορούσε να συμβιβάσει αυτές τις θεωρίες με τα παρατηρησιακά δεδομένα, αφού θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μηχανισμός για τη μείωση της ποσότητάς της.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η θεωρία που προτείνουν δεν αποτελεί μεγάλη απόκλιση από το καθιερωμένο μοντέλο της κοσμολογίας, ενώ προβλέψεις της βρίσκονται μέσα στο όριο των ενεργειών που μπορεί να πετύχει ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων στο CERN ή ο Σχετικιστικός Επιταχυντής Βαρέων Ιόντων στο Εργαστήριο Brookhaven.

Επομένως, οι δύο αυτές πειραματικές εγκαταστάσεις έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν για το αν όντως ισχύει ή όχι.

Οι κόκκινες κηλίδες του Πλούτωνα προβληματίζουν τους επιστήμονες

Όταν το περασμένο καλοκαίρι στάλθηκαν οι πρώτες φωτογραφίες του New Orizon από τον πλανήτη Πλούτωνα, οι επιστήμονες ένιωσαν έκπληξη, παρατηρώντας στην επιφάνεια του πλανήτη-νάνου παγωμένα ηφαίστεια που φαινόταν να είναι ακόμη ενεργά.

Στις πανοραμικές φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης που μελέτησαν οι ερευνητές φάνηκαν δύο πιθανά ηφαίστεια, με το ένα να έχει μήκος 150 χλμ. και ύψος 2,5 χιλιόμετρα.

Αυτό σημαίνει ότι αν επιβεβαιωθεί η παρουσία, θα πρόκειται για το μεγαλύτερο ηφαίστειο του ηλιακού μας συστήματος, ανέφερε η ΝΑΣΑ σε χθεσινή ανακοίνωση.

Επίσης διακρίνονται στην επιφάνεια του πλανήτη περιοχές από κοκκινόχωμα που εξακολουθούν να βασανίζουν τους ειδικούς της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας.

Οι περιοχές αυτές στο νότιο πόλο του Πλούτωνα δείχνουν, κατά τους επιστήμονες, ότι τόσο η επιφάνεια, όσο και η υπόγεια «κρούστα» είναι αρκετά πρόσφατες από γεωλογική άποψη και οφείλονται σε ηφαιστειακή δραστηριότητα.

Οι φωτογραφίες του Orizon που πλέον έχει αποχωρήσει από αυτή την περιοχή του διαστήματος ελήφθησαν από ύψος 48 χιλιάδων χιλιομέτρων.

Μοντεσκιέ: Το Πνεύμα των Νόμων

α) Γενικά για τους νόμους
Οι νόμοι, με την πιο πλατιά σημασία του όρου, είναι σχέσεις αναγκαίες που πηγάζουν από τη φύση των πραγμάτων. Με το νόημα αυτό όλα τα όντα έχουν τους νόμους τους…
 
Πάνω απ’ όλα είναι οι νόμοι της φύσης, που ονομάστηκαν έτσι, γιατί πηγάζουν αποκλειστικά από την οργάνωση της φυσικής μας ύπαρξης. Για να τους γνωρίσουμε καλά, χρειάζεται να εξετάσουμε έναν άνθρωπο στη φυσική κατάσταση, πριν από τη συγκρότηση της κοινωνίας…
 
Αμέσως μόλις οι άνθρωποι συγκροτούν μια κοινωνία, εξαφανίζεται το αίσθημα της αδυναμίας τους. Η ισότητα που υπήρχε ανάμεσά τους παύει κι εμφανίζεται το κράτος του πολέμου…
 
Οι ατομικές δυνάμεις δεν μπορούν να ενωθούν, αν δεν ενωθούν προηγούμενα όλες οι θελήσεις Η ένωση αυτών των θελήσεων είναι αυτό που ονομάζουν «πολιτικό καθεστώς».
 
Θα ερευνήσω όλες τις σχέσεις που συνολικά σχηματίζουν αυτό που ονομάζουμε Πνεύμα των Νόμων. Δεν έχω χωρίσει τους πολιτικούς νόμους από τους αστικούς, γιατί δεν πραγματεύομαι τους νόμους αλλά το πνεύμα των νόμων.
 
β) Για τους νόμους που πηγάζουν από το είδος διακυβέρνησης
Υπάρχουν τρία είδη κυβερνήσεων: δημοκρατική, μοναρχική, απολυταρχική…
 
Ο λαός στη δημοκρατία είναι από ορισμένες απόψεις ο μονάρχης· από άλλες απόψεις είναι ο υπήκοος. Δεν μπορεί να είναι μονάρχης παρά με την ψήφο του, που εκφράζει τη θέλησή του. Η θέληση του κυρίαρχου λαού είναι ο κυρίαρχος. Οι νόμοι λοιπόν που καθιερώνουν το δικαίωμα της ψήφου είναι βασικοί σ’ αυτό το πολίτευμα Και είναι πραγματικά ενδιαφέρον εκεί να ρυθμίζουν: πώς, από ποιόν, σε ποιόν, για ποιο ζήτημα πρέπει να δίδεται η ψήφος…
 
Ο λαός, που έχει υπέρτατη εξουσία, οφείλει μόνος του καθετί που μπορεί να το εκτελέσει καλά. Κι ό,τι δεν μπορεί, πρέπει να το εκτελέσει διαμέσου των υπουργών του. Οι υπουργοί του δεν είναι γι’ αυτόν τίποτα, αν δεν τους ονομάσει ο ίδιος. Αυτό είναι λοιπόν το βασικό αξίωμα για τη δημοκρατική κυβέρνηση, ότι ο λαός ονομάζει (εκλέγει) τους υπουργούς του...
 
Αν αμφιβάλλουμε για τη φυσική ικανότητα που έχει ο λαός να διακρίνει την αξία (τους άξιους ηγέτες), δεν έχουμε παρά να ρίξουμε μια ματιά πάνω σε κείνο το συνεχές αποτέλεσμα επιτυχημένων εκλογών, που έκαναν οι (αρχαίοι) Αθηναίοι και οι Ρωμαίοι και αυτό δε θα το αποδώσουμε βέβαια στην τύχη…
 
Οι κρατικές υποθέσεις είναι ανάγκη να βαδίζουν με έναν ορισμένο ρυθμό. Αλλά ο λαός έχει ή πολλή ενεργητικότητα ή πολύ λίγη. Κάποτε με εκατό χιλιάδες χέρια ανατρέπει τα πάντα· άλλοτε με εκατό χιλιάδες πόδια δεν προχωράει καλύτερα από τα έντομα…