Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

Περί Κόσμου, Δημιουργικού αιτίου & Ιδεών ο λόγος

Αν τούτος εδώ ο Κόσμος είναι αυθυπόστατος τότε συμβαίνουν πολλά παράλογα πράγματα. Επί της ουσίας δεν μπορεί να είναι αυθυπόστατος ο Κόσμος. Και εξηγούμε αναλυτικά.
 
Κάθε αυθυπόστατο είναι ανάγκη να είναι αδιαίρετο, διότι κάθε δημιουργικό και γεννητικό αίτιο είναι ασώματο. Μιας και τα σώματα δημιουργούν με ασώματες δυνάμεις που τις ονομάζουμε ποιότητες. Επί παραδείγματι το πυρ δια της θερμότητας.
 
Αν, λοιπόν, το δημιουργικό αίτιο είναι ασώματο, και αν υποθετικά το δημιουργικό αίτιο ταυτίζεται με το δημιούργημα, και το γεννητικό αίτιο επίσης με το γέννημα, τότε οπωσδήποτε το αυθυπόστατο θα είναι αδιαίρετο. Ο Κόσμος, όμως, δεν είναι αδιαίρετος, μιας και κάθε σώμα είναι από κάθε άποψη διαιρετό.
 
Επομένως ο Κόσμος δεν είναι αυθυπόστατος! Πρέπει, λοιπόν, να προέρχεται από κάποια αιτία.
Αυτή η αιτία δεν δημιουργεί κατόπιν συνειδητής επιλογής, διότι τότε ο Κόσμος θα ήταν φθαρτός και θα καταστρεφόταν – μιας και αυτό που επιλέγει να δημιουργήσει από επιλογή μπορεί και να μην το κάνει.
 
Επειδή όμως ο Κόσμος είναι ως προς την ζωή του εικόνα του Αιώνα, το δημιουργικό αίτιο του Κόσμου δημιουργεί τον Κόσμο με τον εαυτό του και το είναι του.
 
Επειδή, λοιπόν, η αίτια του σύμπαντος δημιουργεί με τον εαυτό της και το είναι της, τότε το δημιουργικό αίτιο δημιουργεί με την ουσία του, και άρα το δημιουργικό αίτιο είναι πρωτογενώς αυτό ακριβώς που είναι το δημιούργημα δευτερογενώς, και αυτό που είναι πρωτογενώς το αίτιο το μεταδίδει στο δημιούργημά του δευτερογενώς. Επειδή όμως ο Κόσμος είναι πλήρωμα Ειδών αναγκαστικά αυτά υπάρχουν μέσα στο αίτιο του Κόσμου πρωτογενώς. Γιατί το αίτιο έδωσε υπόσταση στα Είδα αυτά – αυτό έδωσε υπόσταση στον Ήλιο, Σελήνη, στον άνθρωπο, στα ζώα και στα άλλα. Τουτέστιν τα Είδη υπάρχουν πρωτογενώς μέσα στην αιτία του σύμπαντος, άλλος δηλ. άνθρωπος, άλλος Ήλιος και Σελήνη κτλ.
 
Δηλαδή υπάρχουν τα Είδη/Ιδέες πριν από τα αισθητά και είναι δημιουργικά αίτια των αισθητών, τα οποία προϋπάρχουν μέσα στην μία αιτία ολόκληρου του Κόσμου.
 
Βέβαια, η ψυχή μας, εμείς δηλ., μπορούμε και επινοούμε και γεννάμε πράγματα πολύ ακριβέστερα και καθαρότερα από τα ορατά πράγματα. Επιδιορθώνουμε τον ορατό κύκλο και λέμε πόσο αυτός υπολείπεται του ακριβούς κύκλου, και είναι πασιφανές ότι μπορούμε και το κάνουμε αυτό διότι βλέπουμε κάποια καλύτερη και τελειότερη Ιδέα από το ορατό αντικείμενο.
 
Αν όμως μπορούμε εμείς να κάνουμε κάτι τέτοιο, εμείς που είμαστε μια επιμέρους ψυχή, και μπορούμε να γεννάμε κάτι τελειότερο και ακριβέστερο από τα ορατά αντικείμενα και να παρατηρούμε μέσα τους τα ακριβή αντικείμενα, φέρνοντας μπροστά τους τις Ιδέες, καταλαβαίνουμε τότε ότι η ψυχή του Κόσμου μπορεί να γεννήσει και να δει κάτι πολύ καλύτερη από τα ορατά.
 
Και αυτό έχοντας κατά νου πως αυτή είναι δημιουργός του σώματος. Και ότι κάτι δυνατότερο μπορεί να παράγει τελειότερα και ότι η αυλότερη κίνηση μπορεί να ατενίσει ανώτερα νοήματα.
Αρά ο δημιουργός του σύμπαντος και των ψυχών μπορεί να γεννά και να νοεί Ιδέες πολύ ακριβέστερες και τελειότερες από τα ορατά.
 
Ως εκ τούτου δεν κοιτάζει έξω από αυτόν, αλλά μέσα του. Γιατί εκεί υπάρχει το ανώτερο του αισθητού και τα Είδη/Ιδέες. Θεωρεί λοιπόν εντός του και θεωρώντας τον εαυτό του και γεννώντας τον εαυτό του, γεννά ταυτόχρονα και δίνει υπόσταση μέσα του σε Ιδέες που είναι αυλότερες και ακριβέστερες από τα ορατά.
 
Δηλ. όπως αποδεικνύεται υπάρχει αίτιο του σύμπαντα Κόσμου, και όχι μόνον υπάρχει άλλα προνοεί και για αυτόν – ειδάλλως πως τα όντα υπάρχουν πάντα και πως τα πάντα μέσα στην Φύση γίνονται τόσο συχνά, και όχι σπανίως, ενώ άλλα γίνονται σπανίως ;
 
Επειδή δηλ. υπάρχει αίτιο του σύμπαντα Κόσμο αυτό τακτοποιεί τα πάντα και άρα δεν αγνοεί τον εαυτό του διότι τότε θα ήταν κατώτερο από τα όντα που αυτό δημιουργεί, μιας και οι ψυχές μπορούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους.
 
Επειδή λοιπόν είναι ανάγκη να γνωρίζει – και γνωρίζει  – τον εαυτό του, γνωρίζει και αυτά των οποίων είναι αίτιο, και έτσι τα περιέχει. Δηλ. είναι νους το αίτιο του Σύμπαντα Κόσμου, και τακτοποιεί τα πάντα μεταξύ τους. Και είναι ένας ο δημιουργός του σύμπαντος, ενώ το σύμπαν είναι ποικίλο και δεν έχουν όλα τα μέρη την ίδια αξία και σειρά.
 
Αυτός είναι που μετρά την αξία των πάντων, μιας και αυτός τους έδωσε υπόσταση. Αυτός που τακτοποίησε καθετί όπως έπρεπε και στην κατάλληλη θέση, αλλού ο Ήλιος, αλλού η Σελήνη, αλλού η γη, αλλού τον μεγάλο ουρανό, γιατί αυτός τα παρήγαγε. Αυτός τα τακτοποίησε όλα και συγκρότησε μια αρμονία από αυτά, μιας και αυτός τους έδωσε την ουσία και την φύση τους.
 
Επειδή, λοιπόν, αυτός είναι εκείνος που τακτοποίησε τα πάντα και καθόρισε την αξία του καθενός, αυτό σημαίνει πως δεν αγνοούσε ούτε την τάξη ούτε την αταξία των πραγμάτων. Γιατί αυτού του είδους η δημιουργία θα ήταν έργο άλογης φύσεως και όχι θείας αιτίας. Θα ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ανάγκης και όχι νοητικής προμήθειας. Γιατί επειδή νοεί τον εαυτό του, γνωρίζει ότι και η ουσία του έλαβε είναι ακίνητο αίτιο και αντικείμενο του πόθου των πάντων, και γνωρίζει και για ποιο πράγμα είναι αντικείμενο του πόθου των ψυχών. Γιατί δεν είναι αντικείμενο του πόθου των ψυχών συμπτωματικά, αλλά κατ’ ουσία.
 
Επειδή, λοιπόν, δεν αγνοεί τι είναι κατ’ ουσία, γνωρίζει και ότι είναι αντικείμενο του πόθου των ψυχών, και μαζί με αυτό γνωρίζει ότι τα πάντα τον ποθούν και ποια είναι αυτά που τον ποθούν. Γιατί τα γνωρίζει καθορισμένα, και γνωρίζοντάς τα καθορισμένα αυτά που τον ποθούν, γνωρίζει τα αίτιά του, επειδή κοιτάζει στον εαυτό του και όχι στα επόμενά του.
 
Επειδή δε είναι αιτία των πάντων ορίζει την τάξη των πάντων σύμφωνα με εκείνα, και έτσι είναι το ακίνητο αίτιό τους καθορίζοντας την τάξη των πάντων με την ουσία του.
 
Και δίνει υπόσταση στα πάντα επειδή τα νοούσε, και δεν τα νόησε επειδή ήθελε να τα δημιουργήσει, γιατί τότε θα είχε εξωτερική την ενέργειά του και την στον εαυτό του όραση ως υποδεέστερη την ενέργειας που προχωρά προς τα έξω, και έτσι θα ήταν η πρόνοια υποδεέστερη της δημιουργίας, ενώ τώρα είναι ταυτόσημη η βούλησή του και η πρόνοιά του για το σύμπαν μιάς και είναι δημιουργός των πάντων με το να νοεί τον εαυτό του.
 
Και έτσι δημιούργησε τα πάντα, όσα βρίσκονται έξω από αυτόν, παραπλήσια με όσα βρίσκονται μέσα του. Γιατί αυτή είναι η κατά φύση τάξη των πραγμάτων, η ενέργεια που προχωρά προς τα έξω να είναι εξαρτημένη από την εσωτερική ενέργεια – εξ ου και ολόκληρος ο Κόσμος είναι εξαρτημένος από την απολύτως τέλεια μονάδα των Ιδεών, και τα εδώ μέρη του σύμπαντος είναι εξαρτημένα από τις διακεκριμένες μονάδες.
 
Αλλά ας ερευνήσουμε το θέμα μας ξεκινώντας από τον άνθρωπο και το πώς γεννιέται : από τον άνθρωπο που γεννιέται όπως όλα από το όμοιό του, δηλαδή από άνθρωπο.  Αυτό δηλ. θα σκεφτόταν κάποιος, ότι ο άνθρωπος γέννιέται από το σπέρμα. Και θα ήταν λογικό να το σκεφτεί κάποιος, γιατί ο Θεός και η Φύση δεν δημιουργούν τυχαία.
 
Όμως από το σπέρμα γεννιέται ο συγκεκριμένος άνθρωπος, όχι καθολικά ο άνθρωπος που υπάρχει πάντα, ενώ το σπέρμα προήρθε από άλλον άνθρωπο.
 
Επίσης το σπέρμα εμπεριέχει εν δυνάμει τους Φυσικούς Λόγους (φυσικές λογικές αρχές) και όχι εν ενεργεία. Γιατί είναι σώμα και δεν μπορεί από τη φύση του να περιέχει αδιαίρετα και εν ενεργεία τους Λόγους.
 
Άρα υπάρχει μια ανώτερη του σπέρματος υπόσταση που έχει τους Λόγους. Γιατί παντού το εν ενεργεία προηγείται του εν δυνάμει. Γιατί είναι ατελές και χρειάζεται κάτι άλλο που θα το τελειοποιήσει. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος πως αυτό το κάτι είναι η φύση της μητέρας που τελειοποιεί τους Λόγους και διαπλάθει το γέννημα – τον άνθρωπο που γεννιέται.
Όμως όταν μιλάμε για τον καθολικό άνθρωπο ως βιολογικό πλάσμα η μητέρα είναι η Φύση, η ασώματη δύναμη και αρχή κίνησης.
 
Η Φύση είναι που μεταβάλλει τους Λόγους του σπέρματος από εν δυνάμει σε εν ενεργεία. Και παρότι άλογη και αφάνταστη, είναι ωστόσο αιτία των φυσικών Λόγων. Και η Φύση έχει τους Λόγους όχι μόνον των ανθρώπων ως βιολογικών πλασμάτων, αλλά και όλων των ζώων και φυτών και ορυκτών. Δηλ. υπάρχουν επιμέρους Φύσεις που εν υπάρχουν μέσα σε μια καθολική όπως το πλήθος των αριθμόν ενυπάρχει στην μονάδα.
 
Και αυτή η μια Φύση είναι η φύση της Γαίας, η οποίας γεννά όσα «αναπνέουν και έρπουν πάνω στην γη». Αυτή πολύ πιο πριν από τις επιμέρους Φύσεις έχει τους Λόγους όλων των πλασμάτων που φύονται πάνω της.
 
Και αν ανατρέξουμε στη Φύση που υπάρχει μέσα σε κάθε βαθμίδα, θα βρούμε ότι συμπεριλαμβάνει τα ζώα αυτής της βαθμίδας, ενώ η Φύση της Σελήνης περιλαμβάνει τα είδη που βρίσκονται σε ολες. Γιατί από εκεί κυβερνάται ολόκληρος η γένεσις και μέσα σε εκείνη έχει συμπεριληφθεί εξ αρχής η εξηρημενη μονάδα των ένυλων Φύσεων.
 
Και ανεβαίνοντας μέσω των σφαιρών, θα φτάσουμε στο τέλος στην ίδια τη Φύση του σύμπαντος, και θα δούμε ότι μέσα της υπαρχουν οι Λόγοι και οι δημιουργικές και κινητικές δυνάμεις όλων των φαινομένων πλασμάτων. Γιατί όλα όσα επιτελούνται μέσω των υποδεέστερων, λαμβάνουν υπόσταση από τα ανώτερα με καλύτερο και τελειότερο τρόπο.
 
Η Φύση, λοιπόν, Σύμπαντος ως μητέρα των πάντων περιέχει τους Λόγους των πάντων. Επειδή όμως η Φύση του Κόσμου έχει τους Λόγους των πάντων πρέπει να υπάρχει κάποια άλλη αιτία που να περιέχει τις Ιδέες των πάντων, γιατι όταν η Φύση μπαίνει δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο που ο γλύπτη μπαίνει στα μάρμαρα και δημιουργεί αγάλματα.
 
Γιατί η Φύση έχει πάθει τέτοιο, καθώς βαπτίζεται μέσα στα σώματα και κατοικεί μέσα στους όγκους τους και εμφυσά σε αυτά τους Λόγους και την κίνηση από μέσα τους.
 
Γιατί τα ετεροκινούμενα χρειάζονται πάντα μία τέτοια αιτία, η οποία πρέπει να είναι άλογη, προκειμένου να μην απομακρύνεται από τα σώματα τα οποία την χρειάζονται πάντα μια αιτία που να συνοικεί μαζί τους. Και τέτοια είναι η Φύση του σύμπαντος: η αχώριστη αιτία του Κόσμου και αυτήν που περιέχει αχώριστα τις καθολικές αιτίες της γένεσης, όσα έχουν περιλάβει μέσα τους χωρισμένα οι ανώτερες από εμάς ουσίες και διακοσμήσεις. Και περιέχει τη σωματοειδή ζωή και το γενεσιουργό Λόγο, τα ένυλα Είδη, τη γένεση που έχει συντεθεί από αυτά, τη κίνηση που μεταβάλλει τα πάντα και είναι η αιτία που διοικεί με τάξη όσα γεννιούνται.
 
Της ταιριάζει όμως να έχει και έχεις τους Λόγους τους προκειμένου να μπορεί να φρουρεί τα πάντα μεσα στα κατάλληλα τους όρια και να κινεί τα πάντα όπως πρέπει.
 
Και ανήκει σε άλλα και όχι στον εαυτό της, καθώς έχει καταστεί άλογη ως προς την δική της βαθμίδα, και θα λέγαμε πως είναι η φαντασία του δημιουργού και πατέρα του Κόσμου. Μιας και αυτός κατέχει το σύμπαν με την νόηση και δίνει την αίσθηση στον Κόσμο, αλλά ποιο πριν δημιουργεί την φαντασία του Κόσμου – την Φύση.
 
Πρέπει βέβαια η κυριότερη αιτία να είναι εξηρημένη από τα δημιουργήματα. Γιατί όσο πιο εξηρημένο είναι το δημιουργικό αίτιο από το δημιούργημα, τοσο ποιο καθαρό και τελειότερα δημιουργεί. Και επειδή η Φύση είναι άλογη, χρειάζεται αυτό πουθα την καθοδηγεί.
 
Είναι, λοιπόν, κάτι άλλο και έχει από τη φύση του τους Λόγους, από τους οποίους έχουν όλα τα εγκόσμια την εξάρτησή τους.
 
Γι’ αυτό είναι ανάγκη να είναι τοποθετημένοι οι Λόγοι μέσα σε κάτι άλλο που γνωρίζει όσα βρίσκονται μέσα του και ενεργεί γνωστικά και ταυτόχρονα δημιουργικά. Άλλωστε θα ήταν παράλογο εμείς να γνωρίζουμε τον εαυτό μας ενώ το δημιουργικό αίτιο να αγνοεί και τον εαυτό του και το δημιούργημα του.
 
Το δημιουργικό αίτιο του Κόσμου, λοιπόν, γνωρίζει τα πάντα όχι βλέποντας έξω του, γιατί τότε θα αγνοούσε τον εαυτό του, και θα ήταν υποδεέστερο των επιμέρους λογικών ψυχών. Γνωρίζει λοιπόν τα πάντα κοιτάζοντας στον εαυτό του και βλέποντας μέσα του βλέπει τις εντός του ιδέες, νοητικές και γνωστικές, και όχι έξω του, στον Κόσμο.
 
Βέβαια, όσα γεννιούνται, λέμε ότι γεννιούνται είτε από ακίνητη αιτία είτε από κινούμενη. Όσα παράγονται από ακίνητη αιτία είναι ακίνητα και αμετάβλητα, ενώ αντιθέτως τα από κινούμενη αιτία είναι κάθε φορά διαιρετικά. Δηλ. τα παντιτινά και αμετάβλητα ως προς την ουσία τους, αυτά έχουν γεννηθεί από κάποια ακίνητη αιτία.
 
Ο άνθρωπος, λοιπόν, το είδος άνθρωπος – όχι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, όπως και το κάθε είδος των ζώων, έχει λάβει υπόσταση από κάποια αιτία, αφού και ο Κόσμος έχει λάβει υπόσταση από κάποια αιτία. Αυτή η αιτία δεν μπορεί να είναι κινούμενη, γιατί κάποτε το είδος άνθρωπος θα εξαφανιστεί. Γιατί τα από κινούμενη αιτία παραγόμενα είναι στην φύση τους να εκλείψουν. Και το ίδιο ισχύει για τον ήλιο, την σελήνη και όλα τα άστρα.
 
Αν όμως ισχύει αυτό, τότε πρέπει να υπάρχουν κάπου τα ακίνητα αίτιά τους. Προφανώς όχι μέσα στα σώματα, αλλά μέσα στην Φύση ως άμεσο αίτιό τους. Η Φύση όμως είναι άλογη, ενώ πρέπει τα κύρια αίτια να είναι νοητικά και θεία.
 
Άρα τα ακίνητα αίτια αυτών των Ειδών υπάρχουν πρωταρχικά μέσα στο νου. Γιατί υπάρχουν δευτερογενώς μέσα στην ψυχή, τριτογενώς στην Φύση, και τελευταία μέσα στα σώματα. Γιατί τα πάντα υπάρχουν είτε ορατά είτε αόρατα, είτε αχώριστα από τα σώματα είτε χωριστά από τα σώματα. Και αν υπάρχουν χωριστά από τα σώματα, υπάρχουν είτε με τρόπο ακίνητο ως προς την ουσία τους και κινούμενα ως προς την ενέργειά τους.
 
Κυρίως ακίνητα είναι εκείνα που είναι αμετάβλητα και ως προς την ουσία τους και ως προς την ενέργειά τους, όπως είναι τα νοητικά Είδη. Δεύτερα είναι είναι τα ακίνητα ως προς την ουσία τους και κινούμενα ως προς την ενέργειά τους. Τρίτα είναι εκείνα τα αόρατα που είναι αχώριστα από τα ορατά, όπως τα Φυσικά Είδη. Τελευταία είναι τα ορατά και μεριστά Είδη που βρίσκονται μέσα στα αισθητά. Και τέτοια είναι η ύφεση της προόδου των Ειδών/Ιδεών και μέχρι εδώ φτάνει.
 
Πέραν αυτών όταν συγκρίνουμε δύο σχήματα και λέμε ότι το ένα είναι μεγαλύτερο από το άλλο ή όταν αστρονομουμε και λέμε ότι η τροχιά του χ πλανήτη τέμνει την τροχιά του ψ πλανήτη πως δεν θα παραδεχθούμε ότι υπάρχουν καθολικότεροι των αισθητών κύκλων;
 
Δηλαδή πριν τα ορατά είναι ανάγκη να υπάρχουν οι Ιδέες και να αποτελούν αιτία της ουσίας των ορατών, επειδή είναι καθολικότερες και δυνατότερες των ορατών.
 
Και αυτό είναι κάτι που η επιστήμη μας αναγκάζει να θεωρήσουμε, και πούμε πως τα καθολικά είναι πιο ουσιώδη και ως κυριότερα αίτια από τα επιμέρους, γι’ αυτό προϋπάρχουν οι Ιδέες, και ότι από εκείνες , οι οποίες είναι χωριστές από τα σώματα, λαμβάνουν υπόσταση τα ορατά
.
Παρόμοιες νοητικές αναβακχεύσεις έκανε ο Σωκράτης και ο Πλάτων, και πριν από αυτούς ο Παρμενίδης ο Ελεάτης και ο Ορφέας, και όποιος άλλος, κατέληξαν στην σύλληψη αυτής της ουσίας.
Μάλιστα τέτοιου είδους αναβακχεύσεις σχετικά με της θεώρηση τούτων των θείων μονάδων είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό ανθρώπου που ήδη επέστρεψε στον νου και χώρισε τον εαυτό του από τη σύνθετη φύση και κατάφερε να παρατηρήσει τη διαφορά ανάμεσα στην ψυχική και στη σωματική ζωή και ότι δεν είναι καθόλου περίεργο να είναι εντελώς άλλο πράγμα το υπόστρωμα, άλλη η εν των υπόστρομα μεθεκτή Ιδέα και άλλο το εξηρημένο και αμέθεκτο Είδος/Ιδέα. Γιατί ο απλός άνθρωπος, ο οποίος έχει μπερδέψει τη ζωή του με τη ζωή του σύνθετου σώματος, αδυνατεί να διακρίνει την μεθεκτή Ιδέα από την αμέθεκτη. Γιατί αυτός που παρατήρησε τις Ιδέες που είναι εξηρημένες από το σώμα πρέπει να γίνει ο ίδιος όσο δυνατότον περισότερο όμοιος τους, δηλαδή να απομακρυνθεί από το σώμα και να διακρίνει την Ιδέα που μέσα του είναι χωριστή από το σώμα του. Και αυτός που είναι σπουδαίος, αφού παρατηρήσει από μόνος του τη διάκριση αυτών των πραγμάτων, μεταβαίνει στα καθολικά όντα και νοεί τις εξηρημένες και άυλες μονάδες που βρίσκονται πάνω από όλες τις μεθεκτές Ιδέες.
 
Και δεν είναι παράξενο που ο Σωκράτης και ο Πλάτων κατέληξαν στην «υπόθεση» αυτή, άλλωστε όλα τα ορατά σώματα, ουράνια και υποσελήνια, υπάρχουν είτε από την τύχη είτε από κάποια αιτία. Αλλά είναι αδύνατον να υπάρχουν από την τύχη. Γιατί τότε θα ήταν ανακατεμένα τα ανώτερα με τα κατώτερα, ο νους, η λογική και η αιτία μαζί με τα παράγωγά της, και έτσι τα αποτελέσματα θα είναι ανώτερα από τις αρχές.
 
Όμως αν υπάρχουν αίτια όλων των πραγμάτων, αυτά τα αίτια μπορεί να είναι είτε πολλά και ασύνδετα είτε ένα. Αλλά αν είναι πολλά και ασύνδετα, δεν θα μπορέσουμε να πούμε τι είναι αυτό που κάνει το σύμπαν ένα. Ωστόσο βέβαια το ένα είναι ανώτερο από τα πολλά, και το σύνολο ανώτερο από τα μέρη.
 
Ως εκ τούτου και εφόσον το ένα σύμπαν έχει ένα αίτιο, αίτιο με βάση το οποίο έχει μπει σε τάξη, τότε αυτό σημαίνει ότι έχει λογική. Επειδή το αίτιο έχει λογική και γνωρίζει τον εαυτό του, τότε γνωρίζει για τον εαυτό του ότι είναι αίτιο των πάντων. Διαφορετικά, αν αγνοούσε αυτό το γεγονός, θα αγνοούσε τη φύση του. Επειδή λοιπόν ότι είναι αίτιο του σύμπαντος με την ουσία του, γνωρίζει και αυτό του οποίου είναι αίτιο. Ως εκ τούτου γνωρίζει καθορισμένα το ένα, γνωρίζει και το άλλο. Δηλαδή γνωρίζει και το σύμπαν και όλα αυτά από τα οποία αποτελείται το σύμπαν και των οποίων είναι αίτιο. Έτσι κοιτάζοντας τον εαυτό του και γνωρίζοντας τον εαυτό του γνωρίζει και τα επόμενά του. Δηλαδή με κάποιους Λόγους και με κάποιες άυλες Ιδέες γνωρίζει τους κοσμικούς Λόγους και τα Είδη, από τα οποία αποτελείται το σύμπαν, και υπάρχει μέσα του το σύμπαν όμως μέσα σε μια αιτία, ξεχωριστό από την ύλη.
 
Και σε αυτή την θεώρηση συμφωνούν και οι Θεολόγοι, γιατί και ο Ορφέας λέει ότι τα πάντα έχουν γεννηθεί μέσα στον Ζεύς μετά την κατάποση του Φάνη εξ αυτού, επειδή τα πάντα βρίσκονται μέσα στον Φάνη πρωτογενώς και ενωμένα, ενώ μέσα στον δημιουργό και πατέρα Ζευς εμφανίστηκαν τα αίτια όλων των εγκόσμιων δευτερογενώς και διαχωρισμένα. Γιατί εκεί ο ήλιος, η Σελήνη και ο ίδιος ο ουρανός, τα στοιχεία, ο ενοποιός Έρως και γενικά τα πάντα έχουν γίνει ένα και “Έχουν γεννηθεί μαζί μέσα στην γαστέρα του Διός”
 
Και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτά, αλλά παραδίδει και την τάξη των δημιουργικών Ιδεών, λόγω της οποίας και τα αισθητά έλαβαν αυτού του είδους την τάξη και τη διευθέτηση.
 
Οι Θεοί, μάλιστα, επειδή θεώρησαν καλό να αποκαλύψουν την αλήθεια στους ανθρώπους σχετικά με αυτά τα θέματα, γι΄αυτό και έχουν πει και ποια είναι η η μια πηγή των Ιδεών και που για πρώτη φορά έλαβε υπόσταση το σύνολο των Ιδεών και πως προοδεύοντας εξομοιώνουν με τον πατέρα του Κόσμου όλα όσα βρίσκονται μέσα στον Κόσμο, τόσο τα σύνολα όσα και τα μέρη.
 
Να τα επίμαχα λόγια των Χαλδαϊκών Χρησμών :
«ο νους του πατέρα στροβιλίστηκε νοώντας με την ακάματη βούλησή του κάθε μορφής Ιδέες. Κι εκείνες ξεπήδησαν πετώντας από μια πηγή. Γιατί αυτή ήταν η βούληση καιο σκοπός του πατέρα. Μοιράστηκαν όμως από το νοητικό πυρ και διανεμήθηκαν σε άλλες νοητικές Ιδέες. Γιατί ο Βασιλιάς τοποθέτησε πάνω από τον Κόσμο ένα άφθαρτο νοητικό υπόδειγμα, του οποίου το ίχνος έσπευσε να ακολουθήσει με τάξη ο Κόσμος και εμφανίστηκε με μορφή και προικισμένος με κάθε λογής Ιδέες. Αυτών μια είναι η πηγή, από την οποία εξαπολύονται άπειρες άλλες και ξεσπούν μοιρασμένες στα σώματα του Κόσμου. Αυτές ξεχύνονται σαν σμήνη στους τρομερούς κόλπους του Κόσμου και στρέφονται αμέσως σε διάφορες κατευθύνσεις, ιδέες νοητικές, από την πατρική πηγή, κρατημένες γερά απο το άνθος του πυρός. Και την πρώτη στιγμή του ακοίμητου χρόνου πρώτη η αυτοτελής πηγή του πατέρα ανέβλυσε τούτες εδώ τις αρχέγονες Ιδέες.»
 
Με όλα αυτά τα λόγια απεκάλυψαν οι Θεοί που βρίσκεται η υπόσταση των Ιδεών, ποιος είναι ο Θεός που περιέχει τη μια πηγή τους, πως προκύπτει το πλήθος τους από αυτήν την πηγή, πως έχει δημιουργηθεί ο Κόσμος σύμφωνα με αυτές, ότι είναι τα κινητικά αίτια όλων των κοσμικών συστημάτων, ότι όλες είναι νοητικές ως προς την ουσία τους και ότι είναι ποικιλόμορφες ως προς τις ιδιότητές τους.
 
Και οι Θεοί, λοιπόν, καταθέτουν τη μαρτυρία τους υπέρ των θέσεών μας, που πριν από από εμάς ο θείος Ορφέας και ο θείος Πλάτων εξήγησε, αποκαλώντας τις Ιδέες αυτές νοητικές αιτίες λέγοντας ότι ο Κόσμος έχει διαμορφωθεί με βάση αυτές.
 
Γιατί οι Θεοί ξεκάθαρα έχουν δηλώσει ότι είναι Ιδέες του πατέρα – γιατί μένουν μέσα στις νοήσεις του – και ότι προχωρούν στην δημιουργία του Κόσμου – γιατί η εξαπόλυση είναι η πρόοδός των Ιδεών – και ότι έχουν κάθε μορφή – γιατί παρέχουν τις αιτίες όλων των επιμέρους όντων – και ότι από τις πηγαίες Ιδέες έχουν προκύψει άλλες οι οποίες αποκαλούνται όμοιες με σμήνη, και ότι γεννούν τα κατώτερα όντα.
 
Και ο Τίμαιος, λοιπόν, τοποθέτησε τη μια πρωταρχική αιτία όλων των Ιδεών μέσα στα νοητά – γιατί εκεί βρίσκεται το «αυτόζωον» – ενώ οι Χαλδαϊκοί Χρησμοί των Θεών λενε ότι η πηγή των Ιδεών προϋπάρχουν μέσα στον δημιουργό.
 
Και οι δύο τρόποι εξήγησης δεν διαφωνούν, λοιπόν, πουθενά και σε τίποτα, όπως θεωρούν κάποιοι.
Γιατί δεν είναι ίδιο πράγμα το να ψάχνει κανείς τη μια και καθολική αιτία των εγκόσμιων Ιδεών και το να παρατηρεί την πρώτη εμφάνιση ολόκληρης γενικά της σειράς των Ιδεών.
 
Έτσι ανάγεται η συγκέντρωση των εγκόσμιων Ειδών/Ιδεών στον δημιουργό και η συγκέντρωση ολόκληρης της σειράς των Ιδεών στην ίδια τη νοητική βαθμίδα των θείων, από την οποία συμπληρώνεται και ο δημιουργός και όλοι οι διάκοσμοι της ειδιτικής ουσίας.
 
Εξ ου και οι Χαλδαϊκοί Χρησμοί λένε ότι οι Ιδέες «εξαπολύονται» από την νοητική πηγή και μοιράζονται καθεμία σε άλλη περιοχή και ξεσπούν στα σώματα του Κόσμου, υπό την έννοια ότι μέσα σε αυτή την πηγή περιέχεται η αιτία των εγκόσμιων Ιδεών, με βάση την οποία έχουν διαμορφωθεί όλα τα σύνθετα που γεννήθηκα μέσα στον Κόσμο σύμφωνα με την βούληση του δημιουργού.
 
Οι Ιδέες, βέβαια, που ενυπάρχουν εντός του αυτόζωου, οι οποίες έχουν λάβει υπόσταση μέσα στα όρια των νοητών, δεν λέγεται εκ του Πλάτωνος ότι κινούνται ούτε ότι πηδούν μέσα στα σώματα αλλά ότι μόνο με το είναι τους προσδίδουν της ουσία στα πάντα.
 
Επειδή, λοιπόν, το να δίνει κανείς υπόσταση μέσω ενέργειας και κίνησης είναι κατώτερο από την δημιουργία που βρίσκεται υπεράνω της ενέργειας και της κίνησης, τότε είναι κατανοητό ότι οι Ιδέες που είναι ενιδρυμένης νοητώς και ακινήτως μέσα στο αυτόζωο έλαβαν σειρά ανώτερη από τις δημιουργικές Ιδέες. Και ο δημιουργός διαμορφώνει και δίνει είδος με δυο τρόπους, και με την πηγή που βρίσκεται μέσα του και με τις νοητές Ιδέες. Γιατί εκεί βρίσκονται οι καθολικές αιτίες των πάντων και οι 4εις μονάδες. Και ξεκινώντας οι αιτίες από εκεί, απλώνονται μέσα σε όλους τους θείους διακόσμους μέχρι τα τελευταία όντα, ώστε και οι τελευταίες αισθητές εικόνες τους να έχουν κάποια ομοιότητα μαζί τους, άλλες φορές καθαρότερη και άλλες φορές αμυδρότερη.
 
Αν μάλιστα κάποιος από εμάς είναι ικανός να παρακολουθήσει τις θείες προόδους, θα δει, ακόμα κι αν επιχειρήσει να εξετάσει κάποιο από τα είδη που τοποθετούνται μέσα στην ύλη, ότι κάθε αισθητό είδος προσέλαβε τις ιδιότητες όλων των βαθμίδων των Όντων. Γιατί η ίδια η αυτοκίνηση και η αϊδια ύπαρξη των αισθητών ειδών δεν προέρχεται από πουθενά αλλού παρά από τις πρώτες Ιδέες. Γιατί αυτές είναι πρωταρχικά αιώνιες και μεταδίδουν πάντα την ιδιότητά τους δευτερογενώς και τριτογενώς στα επόμενα. Το γεγονός δε ότι κάθε Είδος αποτελεί πλήθος, αλλά έχει λάβει υπόσταση με βάση τον δικό του ιδιαίτερο αριθμό και έχει συμπληρωθεί από τους αριθμούς που του ταιριάζουν, και ότι γι’ αυτό κάθε Είδος ανάγεται σε διαφορετική θεία βαθμίδα με ένα τρόπο άγνωστο και αρρήτως ως προς εμάς, το προσλαμβάνει από την κορυφή των νοητών & νοητικών θεών και από τις Ιδέες που έχουν λάβει υπόσταση εκεί με απόκρυφο και απόρρητο τρόπο.
 
Έτσι την ιδιότητα να ενοποιούν και να περιορίζουν σε κοινά πέρατα το άπειρο των γεννημένων όντων την έλαβαν από τη συνεκτική βαθμίδα και από τις συνεκτικές Ιδέες. Την δε ιδιότητα να τελειοποιούν πλήρως την ατελή φύση και προάγουν σε ενέργεια την καταλληλότητα των υποστρωμάτων τους σχηματίζοντας το ασχημάτιστο και τελειοποιώντας το ατελές την έλαβαν από την τελειοποιητική Θεότητα και από τις Ιδέες που εμφανίζονται εκεί.
 
Αλλά όμως και στον βαθμό που κάθε Είδος σπεύδει να συγκεντρωθεί στον εαυτό του και να περιλάβει μέσα του τα μέρη ενοειδώς, σε αυτό τον βαθμό φέρει εικόνα της κορυφής των νοητικών και της αμέριστης υπόσταση των Ιδεών που είναι εγκατεστημένες σε εκείνη την βαθμίδα. Στον βαθμό δε που προοδεύει μαζί με την ζωή και λαμβάνει υπόσταση μέσω της κίνησης και εμφανίζεται με ακίνητο τρόπο μέσα στα κινούμενα, σε αυτόν τον βαθμό έχει συμμετάσχει στη ζωογονική σειρά και αποτυπώνει τις δυνάμεις των ζωογονικών Ιδεών. Και στον βαθμό, πάλι, που διαμορφώνει την ύλη και είναι γεμάτο με ικανότητα τεχνικής επεξεργασίας η οποία απλώνεται στην ίδια την Φύση και στον βαθμό που αποδεικνύει θαυμαστή λεπτοτεχνία και λογική διαμορφωτική δραστηριότητα, στον βαθμό αυτό λαμβάνει τη σφραγίδα από τις δημιουργικές Ιδέες. Αν, μάλιστα, εξομοιώνει τα αισθητά με τα νοητά και αν διακρίνει τις ουσίες τους μέσω των διαφορών που στηρίζονται στους Λόγους, είναι φανερό ότι έχει απεικονίσει τις εξομοιωτικές βαθμίδες των Ιδεών, από τις οποίες έχουν εμφανιστεί οι διαιρεμένες πρόοδοι των εγκόσμιων οι οποίες καλύπτουν τα αισθητά με τις εικόνες από τα νοητά.
 
Και κάθε Είδος απλώνεται σε πολλά πράγματα, και στα υλικά και περιορίζει το πλήθος τους με βάση την δική του μορφή, ανάγεται σεε κείνη την βαθμίδα των Θεών η οποία εξουσιάζει ανεξάρτητα τους εγκόσμιους κλήρους και ανεβάζει στον εαυτό της πολλά μέρη των εγκόσμιων θείων κλήρων.
 
Δηλαδή προχωρώντας από ψηλά και από τις νοητές Ιδέες μέχρι τα τελευταία Είδη, παρατηρούμε τη συνέχεια ολόκληρης της σειράς και διακρίνουμε νοητικά ποιες ιδιότητες προσέλαβαν τα αισθητά Είδη από κάθε βαθμίδα. Γιατί πρέπει όλα τα κατώτερα να μετέχουν στα προηγούμενα τους και να απολαμβάνουν τα προηγούμενά τους ανάλογά με τη σειρά που τα κατώτερα έλαβαν. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που ισχύει και στις ίδιες τις προόδους των Θεών.
 
Γιατί μαζί με τις προόδους των Θεών προχωρά και η τάξη των Ιδεών η οποία έχει λάβει υπόσταση μέσα σε όλες τις προόδους των Θεών. Με τον ανάλογο τρόπο, νοητά, νοητικά, υπερκόσμια, ή πάλι συνεκτικά, ζωογονικά, δημιουργικά.
 
 Πρόκλος «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος <<Παρμενίδη>>, 785.4  – 804.37».

Μαθήματα ζωής από τον Bertrand Russell

Το 1959 ο σπουδαίος Βρετανός φιλόσοφος Bertrand Russell είχε εμφανιστεί στην τηλεοπτική εκπομπή Face to Face του BBC. O δημοσιογράφος, κλείνοντας τη συζήτηση που είχε μαζί του, τον είχε ρωτήσει: «Τι θα λέγατε στη γενιά που θα ζει χίλια χρόνια από σήμερα για όσα ζήσατε και για τα μαθήματα που πήρατε από τη ζωή;» Ο Russell, χωρίς να σκεφτεί αρκετά, έδωσε μια σύντομη αλλά πολύ εύστοχη απάντηση.

«Όταν μελετούμε κάποιο θέμα ή εξετάζουμε κάποιο φιλοσοφικό ζήτημα θα πρέπει να αναζητούμε μόνο τα γεγονότα και την αλήθεια που αυτά επιβεβαιώνουν», απάντησε. Και πρόσθεσε : «Ποτέ μην αφήνετε τον εαυτό σας να παραπλανηθεί είτε από αυτό που θέλετε να πιστεύετε είτε από αυτό που νομίζετε ότι θα έχει ευεργετικές κοινωνικές επιπτώσεις εάν το υποστηρίξετε. Εξετάζετε αυστηρά και μόνο τα γεγονότα».
 
Η ηθική διάσταση της απάντησής του στο ίδιο ερώτημα συνοψίζεται στις φράσεις : «Η αγάπη είναι σοφή, το μίσος είναι ανόητο. Σε αυτόν τον κόσμο, στον οποίο συνδεόμαστε μεταξύ μας όλο και στενότερα, θα πρέπει να μάθουμε να ανεχόμαστε ο ένας τον άλλον. Πρέπει να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι λένε πράγματα που δεν μας αρέσουν. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί. Αν θέλουμε να ζήσουμε μαζί και όχι να πεθάνουμε μαζί, θα πρέπει να μάθουμε να εφαρμόζουμε ένα είδος φιλανθρωπίας και να είμαστε ανεκτικοί, στάση την οποία θεωρώ ζωτικής σημασίας για να συνεχιστεί η ανθρώπινη ζωή σε αυτόν τον πλανήτη».
 
Δείτε το βίντεο :


Παναθήναια: Η πιο λαμπρή γιορτή της πιο λαμπρής πόλης

Παναθήναια: Η πιο λαμπρή γιορτή της πιο λαμπρής πόληςΗ πλέον αδιάσειστη και ασφαλής μαρτυρία για την ιδεολογική - πολιτισμική συγκρότηση, τον χαρακτήρα και την ταυτότητα ενός λαού είναι οι ίδιες του οι εορταστικές εκδηλώσεις μέσα από τις οποίες κατανοούμε τις πιο βαθιές, ειλικρινείς και αυθεντικές εκφάνσεις της καταγωγής του αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την οργάνωση και το νόημα του βίου του. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται σε αυτές τις δημόσιες εκδηλώσεις ο κάθε λαός, προβάλλοντας μέσω μιας σειράς συμβολισμών τα θρησκευτικά, πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του, σχετίζεται με την ιστορικότητά του και την ποιότητα των χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων του, ενώ παραπέμπει στον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξής του – στις ρίζες του.

Τα Παναθήναια ήταν η σημαντικότερη γιορτή της πόλης των αρχαίων Αθηνών. Οι πολίτες της Αθήνας οργάνωναν με περιοδικότητα τεσσάρων ετών αυτήν τη μεγάλη γιορτή που τους συνέδεε με τις απαρχές του ιστορικού βίου τους. Η πόλη τιμούσε την πολιούχο θεά της, την Αθηνά, τα γενέθλια της οποίας γιόρταζε με την παρουσία του το σύνολο του αθηναϊκού λαού. Τα Παναθήναια χωρίζονταν σε Μικρά και Μεγάλα. Στις πιο παλιές από τις αρχαίες πηγές, η εορτή αναφέρεται με το όνομα «Παναθήναια» όπως και «Παναθήναια τα Μεγάλα», ενώ στους μεταχριστιανικούς αιώνες συνηθίζεται το όνομα «τα Μεγάλα Παναθήναια». Για τα «Μικρά Παναθήναια» έχουμε ελάχιστες αναφορές. Επίσης, γνωρίζουμε ότι ιδρυτής των Μεγάλων Παναθηναίων ήταν ο Πεισίστρατος.

Η παράδοση των Παναθηναίων
Από την παράδοση θεωρείται ότι η γιορτή των Παναθηναίων εγκαινιάστηκε στη διάρκεια της βασιλείας του μυθικού βασιλιά της πόλης των Αθηνών Εριχθόνιου, που ιστορικά χρονολογείται από το 1487 έως το 1437 π.Χ. Ωστόσο, μια αντίληψη που σχετίζεται περισσότερο με την Ιστορία και λιγότερο με την παράδοση, θεωρεί ως ιδρυτή τους τον Θησέα, ο οποίος, στο πλαίσιο της πολιτικής του να ενώσει όλους τους κατοίκους (δήμους) της Αττικής, τους υποχρέωνε να μετέχουν «σε μεγάλη κοινή εορτή και θυσία»! Τα Παναθήναια (που σημαίνει «όλοι οι Αθηναίοι») φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν ως σημείο αναφοράς για την ένωση όλων τον Αθηναίων. Άρα, έχουν ουσιώδη πολιτική και θρησκευτική σημασία.

Σαφή αναδιοργάνωση της εορτής των Παναθηναίων έχουμε όμως στην εποχή του Πεισιστράτου. Ο Πεισίστρατος (όπως και ο μακρινός μυθικός ήρωας συμπολίτης του Θησέας, που προσπάθησε μέσω του θρησκευτικού περιεχομένου της εορτής να ενώσει πολιτικά του δήμους της Αττικής κάτω από μιαν αρχή) θέλησε να προσδώσει στην εορτή πανελλήνια χαρακτηριστικά που προφανώς θα τόνιζαν την υπεροχή των Αθηναίων. Αυτό συνέβη τη δεκαετία 570 - 560 π.Χ., όπως μας πληροφορούν με ασφάλεια οι αρχαίες πηγές. Κατά τους δύο σημαντικούς αιώνες που ακολούθησαν, με την Αθήνα να παίζει ηγεμονικό ρόλο, η τέλεση των αγώνων λόγω της αθηναϊκής ακμής κέρδισε το πανελλήνιο ενδιαφέρον. Ήδη η πομπή των Παναθηναίων δέσποζε στη ζωφόρο του λαμπρότερου οικοδομήματος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, του Παρθενώνα, που είναι το σύμβολο της αθηναϊκής ιδεολογίας, όπως αυτή εκφραζόταν θρησκευτικά, πολιτικά και πολιτιστικά.

Στη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων έδιναν υποχρεωτικά το «παρών» όλες οι αρχές της αθηναϊκής πολιτείας αλλά και πλήθος επίσημων προσκεκλημένων από κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας. Μάλιστα, στα χρόνια της ακμής, συμμετείχαν αθλητές και καλλιτέχνες από όλο τον ελληνικό κόσμο, προσδίδοντας στους αγώνες μια ιδιαίτερη αίγλη και λαμπρότητα, κι ένα κύρος αντάξιο της δύναμης της πόλης που τους διοργάνωνε. Ακόμα και στις μέρες μας, οι αγώνες αποτελούν ευκαιρία προπαγάνδας· έτσι, και στα χρόνια της αθηναϊκής κυριαρχίας, τα Παναθήναια αποτελούσαν αφορμή για να δοθεί έμφαση στην αθηναϊκή πολιτική και καλλιτεχνική υπεροχή.

Η γιορτή των Παναθηναίων που, όπως προείπαμε, ξεκίνησε από τα μυθικά κιόλας χρόνια, έφτασε να τελείται ώς και το 410 μ.Χ., μετά δηλαδή και την ολοκληρωτική επικράτηση της χριστιανικής λαίλαπας που κυριάρχησε ως αντίληψη ζωής στον φρικτό ενοχικό κόσμο που ακολούθησε… Έτσι, μαζί με το κλείσιμο των μοναδικών φιλοσοφικών σχολών, των απαράμιλλης αισθητικής αρχαιοελληνικών ναών, έπεσε και η αυλαία των εορταστικών εκδηλώσεων της λαμπρής αρχαιοελληνικής παράδοσης, μιας παράδοσης που ενέταξε στον τρόπο ζωής την αγάπη προς τη φιλοσοφία, την πίστη στην επιστήμη, τη λατρεία στην ελευθερία, την εμπιστοσύνη στη δημοκρατία…

Τα Μεγάλα Παναθήναια
Τα Μεγάλα Παναθήναια, που λάμβαναν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια, κατά την κλασική τουλάχιστον περίοδο, ξεκινούσαν λίγο μετά τον Δεκαπενταύγουστο, δηλαδή στο τέλος του μηνός Εκατομβαιώνος. Το εορταστικό πρόγραμμα περιελάμβανε αγώνες μουσικών και ραψωδών, αγώνες αθλητικούς και ιππικούς, που πλαισιώνονταν από διάφορα άλλα αγωνίσματα, και εκδηλώσεις. Για την εύρυθμη διοργάνωση των αγώνων υπεύθυνοι ήταν οι ιεροποιοί, οι οποίοι μετά το τέλος του 5ου αιώνα αντικαταστάθηκαν από τους δέκα αθλοθέτες. Ο κάθε ένας από αυτούς εκπροσωπούσε μια από τις δέκα φυλές που συγκροτούσαν την Αθήνα. Επρόκειτο για σημαντικούς άρχοντες, οι οποίοι είχαν στην ευθύνη τους την άψογη διοργάνωση των αγώνων, γι’ αυτό και η θητεία τους ήταν τετραετής. Μεταξύ των πολύ σημαντικών καθηκόντων τους ήταν η μέριμνα για τη χρηστή διαχείριση των χρημάτων που αντλούσαν από τον κρατικό θησαυρό αλλά και από τις χορηγίες των πλούσιων συμπολιτών τους.
Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων
21η, 22α, 23η     Μουσικοί διαγωνισμοί
24η, 25η              Διαγωνισμοί αθλητισμού
26η                       Ιππικοί αγώνες
27η                       Πυρρίχια και Ευάνδρια
28η                       Λάμπιοι, Πάννυχοι, Πομπή, Θυσία και Δείπνος
29η                        Ιστιοπλοκοί αγώνες
Η πρώτη μέρα περιελάμβανε μουσικούς αγώνες κιθαρωδών, αυλωδών, κιθαριστών και αυλητών για άνδρες και παιδιά. Οι κιθαρωδοί συναγωνίζονταν σε αγώνες τραγουδιού συνοδεία κιθάρας, οι αυλωδοί σε αγώνες τραγουδιού συνοδεία αυλού και οι κιθαριστές και αυλητές στα αντίστοιχα μουσικά όργανα. Αυτοί οι αγώνες πιθανόν να εγκαινιάστηκαν το 566 π.Χ. Στα μέσα του 5ου αιώνα, ο Περικλής έχτισε στη νότια κλιτύ της Ακροπόλεως «Το Ωδείον του Περικλέους», την πρώτη αίθουσα συναυλιών στην Ιστορία.

Ακολουθούσαν οι αθλητικοί αγώνες, που περιελάμβαναν πέντε Ολυμπιακά Αγωνίσματα: δρόμο ταχύτητας, πένταθλο, πάλη, πυγμαχία και παγκράτιο. Στην αρχή, οι αγώνες διεξάγονταν στην Αγορά της πόλης, σε σχετικά απλές εγκαταστάσεις. Μετά το 330 π.Χ., ωστόσο, μεταφέρθηκαν στο Παναθηναϊκό στάδιο, που κατασκεύασε ο ρήτορας και πολιτικός Λυκούργος στην αριστερή όχθη του Ιλισσού, στην αγκαλιά του λόφου Αρδηττού.

Η γιορτή συνεχιζόταν με ιππικούς αγώνες, που περιελάμβαναν αρματοδρομίες και διεξάγονταν στον αρχαίο ιππόδρομο του Παλαιού Φαλήρου.

Τα αγωνίσματα που ακολουθούσαν, συνδέονταν με τις τοπικές παραδόσεις των Αθηνών. Σε αυτές περιλαμβανόταν και η περίφημη λαμπαδηδρομία. Μια σκυταλοδρομία 2.500 περίπου μέτρων, τα οποία διέτρεχαν με ανάμενες λαμπάδες τη νύχτα έφηβοι εκπρόσωποι και των δέκα φυλών. Ως αφετηρία είχε οριστεί η Ακαδημία του Πλάτωνα και ως τέρμα ο ιερός βράχος της Ακρόπολης. Η ολοκλήρωση του αγωνίσματος συντελούνταν με την παννυχίδα, δηλαδή την ολονυχτία, στη διάρκεια της οποίας νέοι και νέες τραγουδούσαν και χόρευαν.

Η τελευταία μέρα των αγώνων θεωρείται ότι περιελάμβανε, εκτός από αγώνες και βραβεύσεις νικητών, και τους πανηγυρισμούς και τα γλεντοκόπια που ακολουθούσαν…

Τέλος, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των αγώνων ήταν τα βραβεία, εκ των οποίων τα περισσότερα περιείχαν σημαντικές χρηματικές και υλικές αποζημιώσεις. Για παράδειγμα, το πρώτο βραβείο τραγουδιού με συνοδεία κιθάρας ήταν ένα περίτεχνο χρυσό στεφάνι σε σχήμα φύλλων δάφνης, αξίας 1.000 δραχμών, το οποίο συνοδευόταν από αμοιβή 500 δραχμών σε μετρητά! Τα υπόλοιπα βραβεία ήταν αξίας 1.200, 600, 400 και 300 δραχμών αντιστοίχως.

Ωχ! Εδώ τι απαντάμε; (XVIII)


Ευαγγέλιο Ματθαίου, κεφάλαιο 6:
31 Μη λοιπόν μεριμνήσετε λέγοντας: «Τι θα φάμε»; ή «Τι θα πιούμε»; ή »Τι θα ντυθούμε»; 
[...]
34 Μη λοιπόν μεριμνήσετε για το αύριο, γιατί το αύριο θα μεριμνήσει για τον εαυτό του, αρκετή για την ημέρα η κακοπάθειά της». 


Τί μας λέει (σήμερα) το ιερόν ευαγγέλιον; Ότι δεν χρειάζεται να προγραμματίζουμε τίποτα, δεν πρέπει να φροντίζουμε για μας και την οικογένειά μας, τι θα φάμε, πού θα μείνουμε, τι δουλειά θα κάνουμε... Ας αρρωστήσουμε, ας γίνουμε άστεγοι, ας μείνουμε ανεπάγγελτοι και «έχει ο θεός» που λέγανε οι παλιοί...

Εννοείται, αυτές είναι οδηγίες για διαλυμένες κοινωνίες, για να περνάνε καλά οι πλούσιοι που έχουν κληρονομήσει πλούτο από γονείς και παππούδες και δεν χρειάζεται να φροντίζουν για το αύριο. Οι φτωχοί και άτυχοι ας μείνουν στη μιζέρια τους, ας εξαρτώνται από το ιερατείο και τις συμβουλές του κι ας ελπίζουν στον ανύπαρκτο θεούλη τους...

ΑΘΗΝΑ Η ΠΡΟΣ ΤΩ ΒΑΡΒΑΚΕΙΩ

Μια συγκινητική περιγραφή του έτους 1880 περίπου από έναν Έλληνα , όταν βρέθηκε το άγαλμα της θεάς Αθηνάς σε ανασκαφή στο Πειραιά. Διαβάστε με τι πάθος ακρίβεια αλλά και ενθουσιασμό περιγράφει την κληρονομιά των προγόνων του

Μια γενική περιγραφή

Η Αθηνά Παρθένος είναι αριστούργημα της γλυπτικής τέχνης της αρχαίας Ελλάδας. Λέγεται επίσης Αθηνά της Βαρβακείου, επειδή βρέθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1880 κοντά στην Βαρβάκειο Σχολή. Το άγαλμα είναι από μάρμαρο της Πεντέλης. Παριστάνει την θεά Αθηνά. Στέκει όρθια πάνω σε βάθρο. Ο πέπλος που πέφτει με πάμπολλες πτυχές φτάνοντας ως το έδαφος, είναι ανοιχτός στην δεξιά πλευρά. Η μέση είναι ζωσμένη. Η αιγίδα που προστατεύει τον θώρακα φέρει την κεφαλή της Μέδουσας και είναι σκεπασμένη με λέπια, ενώ περιβάλλεται από τα σώματα φιδιών. Την κεφαλή σκεπάζει μια περικεφαλαία που φτάνει ως τον σβέρκο και είναι στολισμένη με άλογα. Στους καρπούς, αντί για κοσμήματα φοράει φίδια. Η παλάμη του δεξιού χεριού είναι ανοιχτή και σαν να κρατάει την αιωρούμενη Νίκη. Μια στήλη υψώνεται από το έδαφος μέχρι το χέρι αυτό, δίνοντας διάσταση στον χώρο. Το αριστερό χέρι ξεκουράζεται στην ασπίδα που είναι όρθια, ελαφρά γερμένη και ακουμπισμένη στην γη. Το άγαλμα που παριστάνει την θεά Αθηνά τα χαρακτηριστικά της είναι η μεγαλοπρέπεια, η φιλειρηνικότητα, αλλά και η πολεμική υπεροχή. Βρίσκεται σε εγρήγορση, αλλά όχι σε μάχη, αφού ο πολεμικός της εξοπλισμός είναι κοντά, αλλά όχι σε χρήση. Ο Φειδίας, με το έργο του αυτό, και ιδίως με το πολύ μεγαλύτερο γνήσιο, που είχε γύρω στα 12 μέτρα ύψος και ήταν ντυμένο με περίπου 1.400 κιλά χρυσάφι και άφθονο έβενο εδραίωσε και καλλιτεχνικά την φήμη του χρυσού αιώνα του Περικλή. Σύμφωνα με την περιγραφή της Ακρόπολης από τον Παυσανία συμπεραίνουμε ότι το άγαλμα είναι αντίγραφο του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς του Φειδία που κοσμούσε την Ακρόπολη. Είναι το πρώτο ολοκληρωμένο έργο που μας δίνει μια πλαστική εντύπωση του υπέροχου πρωτότυπου.

Η διήγηση του Ιακ. Χ. Δραγάτση

Από τριών ήδη ημερών αι Αθήναι, αι από τοσούτων ετών θαυμάζουσαι εν ερειπίοις το ενδιαίτημα της θεότητος εκείνης, ην έταξαν άλλοτε έφορον και προστάτιδα εαυτών, έσχον το ευτύχημα να παραστώσι μάρτυρες της γεννήσεως της Αθηνάς, ουχί πλέον εκ της κεφαλής του πατρός, αλλ’ εκ των σπλάγχνων της μητρός, χάρις εις την υποχώρησιν της μητρός Γης, της μεγάλης γενετείρας, εις το κτύπημα ουχί πλέον του πελέκεως του Ηφαίστου, αλλά της εκ των ανακτόρων τούτου εις χείρας απλού εργάτου περιελθούσης αξίνης από τριών ημερών φιλοξενούσι και πάλιν έτερον κάλλιστον δείγμα της παραστάσεως της θεάς της σοφίας, προσθέσασαι και τούτο εις τα ήδη υπάρχοντα. Ευθύς τότε διά βραχυτάτων ήγγειλα τα κατά το ανευρεθέν έργον· έκτοτε δε μόλις νυν έτυχον καιρού καταλλήλου εις ησυχαιτέραν μελέτην και αντιγραφήν των κατ’ αυτό, άτινα επιχειρώ ενταύθα δι’ όλης της ακριβείας να διεξέλθω, αναγράφων πρώτον μεν τα κατά την περιγραφήν αυτού την τεχνικήν, ευθύς δ’ έπειτα, τα κατά την παράστασιν, την προέλευσιν του έργου, την εργασίαν αυτού και αξίαν.

Α΄. Τεχνική περιγραφή.

Γνωστόν εγένετο ήδη ότι το άγαλμα ανευρέθη κατά την ισοπέδωσιν της προς την βορείαν του Βαρβακείου Λυκείου πλευράν διόδου υπό βάθος ελάχιστον. Ύψος έχει από του άκρου του λόφου της κόρυφος μέχρις άκρας της βάσεως 1,05, βαίνει δ’ επί βάσεως τετραγωνικής περίπου ύψους 0,10, πλάτους 0,40, πάχους 0,30. Εικονίζεται δε διά του αγάλματος τούτου η Αθηνά ισταμένη και στηριζομένη μεν επί του δεξιού ποδός τον δ’ αριστερόν υπεγείρουσα καμπτόμενον προς τα οπίσω και στηριζόμενον ελαφρώς επί άκρων των δακτύλων, τη δεξιά Νίκην έχουσα, την δ’ αριστεράν αναπαύουσα επί της κυκλοτερούς ασπίδος, ηδύ και ήρεμον προς τα πρόσω αποβλέπουσα, και μετά τινος χάριτος, ίσως βεβιασμένης πως, τα χείλη διαστέλλουσα. Η κεφαλή καλύπτεται υπό περικεφαλαίας κρυπτούσης όπισθεν τον αυχένα όλον και εν μέρει και κατά τα πλάγια. Η περικεφαλαία αύτη έφερεν άνω τον συνήθη κόσμον, σφίγγα δηλονότι εν μέσω, ης περιεσώθη το πλείστον εκτός της δεξιάς πτέρυγος (η αριστερά και η κεφαλή σώζονται αποκεκομμέναι). Υπέρ την Σφίγγα υψούτο λόφος ιππιοχαίτης σωθείς αποκεκομμένος από της θέσεώς του και εις τρία τεμάχια, και φέρων ερυθρόν χρωματισμόν επί των επ’ αυτού εγκεχαραγμένων γραμμών, των εικονιζουσών βεβαίως τας σειράς των τριχών εξ ων συνέκειτο· και επί των άλλων δε αυτού, των παραλλήλων του σχήματος της περικεφαλαίας κοσμητικών γραμμών όμοιον φέρει χρώμα. Ένθεν και ένθεν της Σφιγγός υπήρχον οι γρύπες, ων διεσώθη αποκεκομμένος ο αριστερός, του δε δεξιού επί της περικεφαλαίας οι άκροι πόδες. Παρά τους γρύπας και προς το έξω εκατέρου μέρους δύο λεπτά προς τα εμπρός κυρτούμενα και κυκλικώς προς τα έσω εν συστροφή απολήγοντα σώματα, ίσως τα φάλαρα. Όπισθεν ομοίως εκατέρου των γρυπών και απ’ αυτών που αρχόμενα έτερά τινα ελαφρώς καμπυλούμενα λεπτά σώματα, ων το έτερον το όπισθεν του αριστερού γρυπός σώζεται, επί της όπισθεν υπό την περικεφαλαίαν εξερχομένης κόμης αναπαυόμενον, το δ’ έτερον αποκεκομμένον· και ταύτα δ’ ίσως δύναταί τις φάλαρα να ονομάση και το όλον κατά ταύτα κόρυθα τετραφάληρον. Καλώς δ’ ειργασμένας τυγχάνει και οφαλός, το γείσον δηλ. της περικεφαλαίας το υπέρ το μέτωπον, όπερ βραχύ λίαν αφίνεται κατά συνήθειαν μάλλον Ρωμαϊκήν. Το πρόσωπον διετηρήθη άριστα. Ένθεν και ένθεν παρά τα ώτα φαίνεται ικανόν της κόμης μέρος κιτρίνου χρώματος επίχρωσιν φέρον, βαθείας δε τας χωριζούσας γραμμάς ή μάλλον τας εκ της συστροφής των τριχών οπάς.

Οι οφθαλμοί ήσαν κεχρωσμένοι, διατηρείται δε το χρώμα εις αμφοτέρους, μάλιστα δ’ επί του δεξιού, όστις και επί των βλεφάρων τας βλεφαρίδας φέρει δι’ ερυθρών μικρών γραμμών εικονισμένας, και έσωθεν το πάχος αυτών των βλεφάρων χρώματι ομοίως έχει περιγεγραμμένον· και επί του βολβού δε διά γραμμής κυκλικής ερυθράς χωρίζεται η ίρις, ήτις είναι κεχρωσμένη χρώματι κιτρίνω, εις δε το κέντρον η κόρη διά βαθέος κυανού χρώματος δηλούται. Επί του ηρέμα ογκουμένου παρθενικού της θεού στήθους επιβέβληται η αιγίς η φολιδωτή κοσμουμένη υπό όφεων εν συμπλέγματι κατά συμμέτρους αποστάσεις περί αυτήν. Δύο όφεις ωσεί φύλακες κοσμούσι το υπεσχισμένον προς το μέσον του στήθους άνοιγμα του φοβερού τούτου όπλου, ολίγον δ’ υπό τούτους και εν μέσω του στήθους το Γοργόνειον προσβάλλει την όψιν, ου αι οφρύες και τα περί την κεφαλήν ερυθρά. Οι δ’ εν σειρά πέριξ διαθέοντος όφεις εισίν ένδεκα τον αριθμόν, πέντε προς την αριστεράν της θεού πλευράν και εξ προς την δεξιάν. Επί της ούτω κατεσκευασμένης αιγίδος κατέρχονται ένθεν και ένθεν από των ώμων ανά δύο εκατέρωθεν πλόκαμοι μεθ’ ικανής ειργασμένοι λεπτότητος, κίτρινον φέροντες χρωματισμόν. Υπό την αιγίδα ταύτην αναβέβληται η Αθηνά χιτώνα, αχειρίδωτον, επιτρέποντα την απόλαυσιν της γυμνής καλλονής των άριστα ειργασμένων βραχιόνων, ποδήρη, εφ’ ου είνε επιβεβλημένον ιμάτιον αχειρίδωτον επίσης, εζωσμένον περί την οσφύν διά ζώνης εις δύο αντωπούς όφεις αποληγούσης, και σχηματιζόμενον παρά τον δεξιόν και αριστερόν βραχίονα εις κόλπους εκεί μάλλον καταπίπτοντας προς την οσφύν και κάτωθεν ταύτης. Το επίβλημα τούτο φθάνει μέχρι που των μηρών, σχιζόμενον προς την δεξιάν πλευράν εις τέσσαρας κανονικώς και συμμετρικώς εις πτυχάς καταπιπτούσας και εις κομβίον μικρόν αποληγούσας άκρας, ων αι δύο μικρότεραι μέχρι των μηρών διήκουσι, αι δ’ έτεραι μέχρις εδάφους καταπίπτουσι.


Η Αθηνά Παρθένος του Φειδία

Του χιτώνος αι πτυχαί βαρείαι και ξηραί καθέτως καταπίπτουσιν επί του δεξιού ποδός (δύο μεν επί τούτου και δύο ένθεν και ένθεν). Κατά το τέλος της καταπτώσεως των πτυχών επί του δεξιού τούτου ποδός παρατηρείταί τι άξιον σημειώσεως, ότι δηλ. αποτόμως τέμνεται το τέρμα αυτού μόλις εγγίσωσι τον πόδα, εν ω το μήκος άλλως του χιτώνος απήτει πτυχώσεις τινάς, (ως φαίνεται και επί του αριστερού ποδός), ίνα ούτως έλθη εις ανάλογον θέσιν προς τας πτυχάς τας ένθεν και ένθεν του ποδός του δεξιού καταπιπτούσας μέχρις εδάφους. Ο δε αριστερός πους μεγάλην παρουσιάζει την επ’ αυτού ποικιλίαν της εργασίας, φέρων και την λεπτότητα της κινήσεως αποτετυπωμένην επί των πτυχών, και την επιτυχή διαγραφήν του σώματος υπό το ένδυμαα επί δε τούτοις και το βάρος και την μεγαλοπρέπειαν την χαρακτηρίζουσαν την άλλην ενδυμασίαν διά βαρείας καταπιπτούσης από του κεκαμμένου γόνατος πτυχής. Η όπισθεν όψις είναι ήκιστα επιμελημένη. Επί της ράχεως καταπίπτει η κόμη, η εις πλοκάμους έμπροσθεν διατεθειμένη, ανεξέργαστος. Επίσης ανεξέργαστος και η όπισθεν της αιγίδος επιφάνεια, φέρουσα μόνον εκατέρωθεν επί των ωμοπλατών ανά μίαν εξοχήν εν είδει κομβίου μικρού. Και το επίβλημα δε και ο χιτών και η συνέχουσα τας προς το μέσον διευθυνομένας πτυχάς ζώνη αμελώς όλως κατά το αυτό ειργασμένα· αιτία δε τούτου ότι η θεός προσέκειτο ίσως τοίχω τινί του εν ω ίδρυτο οικοδομήματος.

ΤΕΛΟΣ

 Υπό Ιακ. Χ. Δραγάτση Καθηγητού του εν Πειραιεί γυμνασίου. 1853-1935

ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Άντολφ Φουρτβένγκλερ (1853-1907) και Heinrich Ludwig Urlichs (1904)

"ΠΡΟΚΛΟΣ - ΟΙ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΕΙΣ ΨΥΧΩΝ (ΚΑΘΟΔΟΙ ΨΥΧΩΝ) ΚΑΙ ΠΟΙΕΣ ΨΥΧΕΣ ΠΕΦΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΛΟΓΙΑ"

 Ας γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής η θεμελιώδης διάκριση των αναφορών "κατ' ουσίαν" και "κατά σχέση" των όντων. Η ανθρώπινη ψυχή δεν εισέρχεται ποτέ σε σώμα ζώου όταν λέμε ότι βιώνει "κατά σχέση" την θηριώδη ζωή. Κάτι τέτοιο θα εννοούνταν αν λέγαμε ότι "κατ' ουσίαν" συμβαίνει αυτό, το οποίο δεν ισχύει. 

Στην Πλατωνική «Πολιτεία, 620.a.3 – .d.5» βλέπουμε τον Ηρ, στο 10ο βιβλίο, να μας λέγει ότι στο τρίστρατο είδε «μια ψυχή, που κάποτε ήταν του Ορφέα, να διαλέγει τη ζωή του κύκνου, γιατί δεν ήθελε να ξανά γεννηθεί από γυναίκα, εξ αιτίας του μίσους που είχε κατά των γυναικών επειδή τον σκότωσαν. Είδε την ψυχή του θαμύρου να διαλέγει τη ζωή ενός αηδονιού, είδε και έναν κύκνο να αλλάζει τη ζωή του με ανθρώπινη, καθώς και άλλα μουσικά ζώα. Η εικοστή στην σειρά ψυχή διάλεξε τη ζωή λιονταριού. Αυτή ήταν η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα, που απέφυγε να γίνει άνθρωπος, γιατί θυμόταν την κρίση των όπλων. Ύστερα από αυτή ήλθε η ψυχή του Αγαμέμνονα. Και αυτή από το μίσος της κατά του ανθρώπινου γένους για τα όσα έπαθε, άλλαξε την ανθρώπινη ζωή με τη ζωή του αετού. Στην μέση είχε κληρώσει η ψυχή της Αταλάντης, που άμα είδε μεγάλες τιμές ενός ανθρώπου αθλητού, δεν μπόρεσε να προσπεράσει αδιάφορη, και τις πήρε.

Ύστερα από αυτή είδε την ψυχή του Επειού, γιού του Πανοπέως, να παίρνει τη φύση μίας άξιας τεχνίτριας γυναίκας. Πολύ μακριά ανάμεσα στις τελευταίες είδε την ψυχή του γελωτοποιού Θερσίτου να ενδύεται την ζωή ενός πιθήκου. Κατά τύχη πέρασε και η ψυχή του Οδυσσέως, που της είχε πέσει ο τελευταίος κλήρος για να εκλέξει, και από την ανάμνηση των βασάνων που πέρασε στη γη, είχε περιορίσει υπερβολικά τη φιλοτιμία (φιλοδοξία) της, και για αυτό γύριζε για πολύ ώρα και ζητούσε να βρει ζωή ενός ανθρώπου απράγμονος και ιδιώτη, και μόλις και μετά βίας την βρήκε κάπου περιφρονημένη από όλες τις άλλες ψυχές. Άμα την είδε φώναξε πως θα έκανε την ίδια επιλογή, και αν ακόμα είχε τον πρώτο κλήρο, και την πήρε με όλη της την ευχαρίστηση. Και από τα άλλα θηρία το ίδιο, άλλαζα τη ζωή τους με ανθρώπινη ή και μεταξύ τους, τα άδικα έπαιρναν τη ζωή των άγριων, ενώ τα δίκαια έπαιρναν τη ζωή των ήμερων ζώων, και γενικά γινόταν μεταξύ τους κάθε είδους ανάμιξη.

– ἰδεῖν μὲν γὰρ ψυχὴν ἔφη τήν ποτε Ὀρφέως γενομένην κύκνου βίον αἱρουμένην, μίσει τοῦ γυναικείου γένους διὰ τὸν ὑπ᾽ ἐκείνων θάνατον οὐκ ἐθέλουσαν ἐν γυναικὶ γεννηθεῖσαν γενέσθαι· ἰδεῖν δὲ τὴν Θαμύρου ἀηδόνος ἑλομένην· ἰδεῖν δὲ καὶ κύκνον μεταβάλλοντα εἰς ἀνθρωπίνου βίου αἵρεσιν, καὶ ἄλλα ζῷα μουσικὰ ὡσαύτως. εἰκοστὴν δὲ λαχοῦσαν ψυχὴν ἑλέσθαι λέοντος βίον· εἶναι δὲ τὴν Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου, φεύγουσαν ἄνθρωπον γενέσθαι, μεμνημένην τῆς τῶν ὅπλων κρίσεως. τὴν δ᾽ ἐπὶ τούτῳ Ἀγαμέμνονος· ἔχθρᾳ δὲ καὶ ταύτην τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ τὰ πάθη ἀετοῦ διαλλάξαι βίον. ἐν μέσοις δὲ λαχοῦσαν τὴν Ἀταλάντης ψυχήν, κατιδοῦσαν μεγάλας τιμὰς ἀθλητοῦ ἀνδρός, οὐ δύνασθαι παρελθεῖν, ἀλλὰ λαβεῖν. μετὰ δὲ ταύτην ἰδεῖν τὴν Ἐπειοῦ τοῦ Πανοπέως εἰς τεχνικῆς γυναικὸς ἰοῦσαν φύσιν· πόρρω δ᾽ ἐν ὑστάτοις ἰδεῖν τὴν τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου πίθηκον ἐνδυομένην. κατὰ τύχην δὲ τὴν Ὀδυσσέως λαχοῦσαν πασῶν ὑστάτην αἱρησομένην ἰέναι, μνήμῃ δὲ τῶν προτέρων πόνων φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν ζητεῖν περιιοῦσαν χρόνον πολὺν βίον ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος, καὶ μόγις εὑρεῖν κείμενόν που καὶ παρημελημένον ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ εἰπεῖν ἰδοῦσαν ὅτι τὰ αὐτὰ ἂν ἔπραξεν καὶ πρώτη λαχοῦσα, καὶ ἁσμένην ἑλέσθαι. καὶ ἐκ τῶν ἄλλων δὴ θηρίων ὡσαύτως εἰς ἀνθρώπους ἰέναι καὶ εἰς ἄλληλα, τὰ μὲν ἄδικα εἰς τὰ ἄγρια, τὰ δὲ δίκαια εἰς τὰ ἥμερα μεταβάλλοντα, καὶ πάσας μείξεις μείγνυσθαι».

Το παραπάνω απόσπασμα του πλατωνικού κειμένου της «Πολιτείας» είναι ένα από εκείνα τα χωρία που έχουν παραποιηθεί σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα όχι απλά την μη κατανόησή του αλλά και δημιουργία εσφαλμένων συμπερασμάτων.

Δεν θα σταθούμε στην πραγματική εξήγηση και κατανόησή του στο σύνολό του αυτού χωρίου, άλλωστε θα απαιτούνταν πολύ μεγαλύτερη ανάλυση από μέρους μας, παρά μονάχα στο σημαντικότερο σημείο της εσφαλμένη εντυπώσεως ότι οι ανθρώπινες ψυχές ενσαρκώνονται και σε ζώα! Κάτι που είναι παντελώς εσφαλμένο!!

Ας δούμε όμως πως έχουν τα πράγματα, ποια είναι η πραγματική εξήγηση του επίμαχου χωρίου της πλατωνικής «Πολιτείας».

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 309.30 – 316.29», σύμφωνα με την απόφανση του Πλάτωνα, η ψυχή μεταβαίνει σε άλογα ζώα λόγω της ομοιότητας της ζωής, αλλά «οὐκ ἐνοικίζεσθαι τοῖς σώμασιν αὐτῶν» (οι φυσικές συγκροτήσεις τους αντιτίθενται σε μία τέτοια κατάταξη), παρά βρίσκεται εκεί στην βάση ενός συσχετισμού μόνο προς τη ζωή της ψυχής των ζώων εκείνων, εμψυχώνοντας το σώμα που της ταιριάζει, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον την ανθρώπινη ψυχή.

Επίσης κάθε είδους ψυχή συνδέεται με το σώμα κατά τον άμεσο τρόπο που επηρεάζεται καθεμία και ο οποίος συμπαρασύρει το περίβλημα της ψυχής προς τη δική του ζωή και ορμή. Αυτό το βεβαίωσε ικανοποιητικά και ο μέγας Πλωτίνος. Έχουμε λοιπόν στοιχεία και από το ένα και από το άλλο, και αυτού του είδους είναι ο δεσμός που μας συνδέει με τα άλογα ζώα, και είναι μεν ένας τρόπος του πάσχειν, με φυσική συνάφεια, όμως προς εκείνα με τα οποία συνδεόμαστε (διότι και προκειμένου για τα ζώα επικρατεί άλλος κάθε φορά τρόπος, και το ίδιο προκειμένου για τους ανθρώπους. Αυτό που επικράτησε σε εμάς συνδέει με αυτό που επικρατεί σε εκείνα), και επίσης με τον τρόπο αυτό γίνεται η σύνδεση τους και διαμορφώνεται σύμφωνα με μια μορφή ζωής «εν σχέσει».

Διότι η ψυχή μας υπάρχει μέσα μας προφανώς «εν κατατάξει», και το ίδιο στα άλογα ζώα η ψυχή που υπάρχει σε αυτά. Και η ψυχή που υπάρχει σε εμάς συνδέεται «εν σχέσει» με την ψυχή που υπάρχει στα άλογα ζώα και εμψυχώνει το άλογο πλάσμα ερχόμενη από έξω, κατά τρόπο συσχετικό. Πραγματικά, η ψυχή εισέρχεται επίσης και σε δαίμονες και στους θεούς και μπορεί να γίνει όχι δαίμων καθαυτό ούτε θεός καθαυτό, αλλά δαίμων και θεός κατά σχέση, όπου δεν υπάρχει ύπαρξη (ουσία) πρέπουσα σε δαίμονες και θεούς. Διότι φαίνεται, κατά τις πορείες της και προς τα πάνω και προς τα κάτω, να γίνεται τα πάντα κατά τρόπο συσχετικό, και τα πριν από αυτή και τα μετά από αυτή, και συμφύεται με τα πάντα. Διότι πραγματικά σύμφωνα με τον Σωκράτη της πλατωνικής «Πολιτείας, 618.b» «δεν υπάρχει τάξη της ψυχής» μέσα στα είδη της ζωής, αλλά αυτή μετακινείται και προς τις κατευθύνσεις, και μέχρι τ’αγαθό και μέχρι τον Τάρταρο, και γίνεται δαιμόνια και θεϊκή αφενός λόγω του νου και αυτού που βρίσκεται πάνω από τον νου, και αφετέρου εξαιτίας της άλογης επιθυμίας και γνώσης γίνεται ένα διαφορετικό κάθε φορά άλογο ζώο.

Το ότι και ο Πλάτων δεν εγκαθιστά την ψυχή μας μέσα στα σώματα των άλογων ζώων αλλά σε αυτά που ήδη υπάρχουν ως άλλα ζωντανά πλάσματα το δηλώνει και στο σημείο αυτό λέγοντας ότι η ψυχή εισχώρησε μέσα σε κύκνο, η άλλη σε αηδόνι, η άλλη σε αετό, η άλλη σε λιοντάρι, ενώ η άλλη ενδύθηκε τη μορφή πιθήκου εντελώς γελοίου, χωρίς ωστόσο να ενδύεται σώματα των ζώων αυτών (διότι τα «κύκνος», «λιοντάρι» ή «πίθηκος» δεν δηλώνουν σώματα, αλλά ούτε για το σύνθετο από ψυχή και σώμα πρέπει να κάνουμε λόγο). Το δηλώνει επίσης στην περίπτωση του άντρα που μετακινείται σε είδος ζωής γυναίκας, όπου δεν λέει ότι κατευθύνεται σε γυναίκα, υπό την έννοια ότι η ψυχή αυτή δημιούργησε τούτη την εμψύχωση κατά σχέση, όπως οι άλλες ψυχές προηγουμένως, αλλά «στην φύση γυναίκας εργάτριας». Και είναι σαφές ότι η φύση είναι η έσχατη ζωή του σώματος. Σε αυτή λοιπόν τη φύση έρχεται, τη δημιουργημένη από το σύμπαν, και ενδύεται όχι ζωντανό πλάσμα (διότι αυτή είναι που το κάνει ζωντανό πλάσμα αλλά σώμα φυσικό).

Συνοψίζοντας λοιπόν λέμε ότι η ψυχή είναι δυνατόν να εισχωρήσει και σε άλογα ζώα και από τα άλογα ζώα στον άνθρωπο, καθώς δεν πραγματοποιεί τη μετάβαση αυτή κάθε ψυχή μέσα σε άλογο ζώο αλλά μόνο ανθρώπινη ψυχή. Υπό την έννοια αυτή και ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδρου, 249.b» προσδιόρισε σαφέστατα ότι «από ένα θηρίο που κάποτε ήταν άνθρωπος η ψυχή πέρασε πάλι σε άνθρωπο». Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν δύο μορφές εμψύχωσης του άλογου ζώου, η μία υπό την έννοια της κατάταξης και η άλλη κατά σχέση, μόνο η ψυχή που εμψυχώνει το άλογο ζώο κατά σχέση μεταβαίνει σε άνθρωπο και γίνεται πάλι άνθρωπος. Και ότι οι παρακάμψεις που πραγματοποιούν οι ψυχές δεν συνδέονται με εκείνες που ήρθαν πρόσφατα από τον ουρανό. «υπάρχει νόμος να μην εμφυτευτεί» η ψυχή «σε φύση θηρίου κατά την πρώτη γένεση», σύμφωνα με τον Σωκράτη του πλατωνικού «Φαίδρου, 248.d», και μόνο η ψυχή που κάνει λάθος έρχεται διαδοχικά σε ένα τέτοιο τρόπο εμψύχωσης. Πραγματικά , δεν επιτρέπεται να συνδέσει αμέσως τη νοητική ζωή με τη ζωή που ταιριάζει σε θηρίο, αλλά με την μεσολάβηση μόνο της ζωής που χρησιμοποιεί μια λογική ανώτερη ή κατώτερη, η οποία.

Βέβαια ότι όλα αυτά που λέει ο Πλάτων είναι γεμάτα από παραδοξότητα για εκείνους που τα προσεγγίζουν με απερισκεψία. Το ότι δηλ. εγκαθιστά τις ψυχές των θεϊκών και των ηρωικών αντρών μέσα σε άλογα ζώα δεν παραλείπει καμία υπερβολή σε σχέση με την εσφαλμένη εντύπωση των εν λόγω ζητημάτων. Ωστόσο όμως ο Πλάτων δεν σκέφτεται για τα ζητήματα με τον τρόπο που τα αποδίδει ο μύθος. Άλλωστε και αυτά που λέει ο Σωκράτης στην «Απολογία, 41.a» φανερώνουν ότι εκτιμά ιδιαίτερα το ότι στον Άδη θα βρεθεί μαζί με ανθρώπους όπως ο Ορφέας, ο Μουσαίος και ο Αίας. Διότι γνώριζε ότι και τα Ελευσίνια μυστήρια υμνούν εκείνον που αποκάλυψε τις αγιότατες τελετές.

Πώς είναι, άλλωστε, λογικό τη στιγμή που τέτοιες σκέψεις έχει για τους ανθρώπους αυτούς, να ρίχνει καταπάνω τους τόσα τραγικά στοιχεία ή να δίνει πίστη στον Ηρ που έχει τέτοιες σκέψεις για την τύχη τους αντίθετα προς το τέλος τους; Πως θα μπορούσε όμως κάποιος να διασχίσει ένα τόσο μεγάλο πέλαγος μυθοπλασιών;

Οι κύκνοι και τα αηδόνια έρχονται από το μέρος των ψυχών οι οποίες κατέχονται από τις Μούσες, ενώ οι αετοί και οι λέοντες από τις ψυχές των ηρώων. Και όλα αυτά στο έργο όπου κραυγάζει εναντίον των ποιητών οι οποίοι παρουσίασαν τους ήρωες να μην είναι καθόλου υπέρτεροι από τους κοινούς ανθρώπους αλλά να εμπλέκονται στα ίδια πάθη. Και ύστερα αυτός που τα στρεφόμενα περί το σώμα πάθη των ηρωικών ψυχών τα εξοβελίζει πέρα από το σώμα, εγκαθιστά εξαιτίας των παθών τις ψυχές μέσα στα άλογα ζώα;

Για να φανούμε λοιπόν ευγενείς και με τον μύθο και να κατανοήσουμε ορθά αυτά που θέλει να πλάσει, αλλά και για να απαλλάξουμε τον Πλάτωνα από τους βλάσφημους λόγους που από μη κατανόηση νομίζουν πολύ ότι λέει εις βάρους των ηρώων, θα πούμε ότι μέσα από τούτες τις μυθοπλασίες δεν έχει την πρόθεση αυτές ακριβώς τις ψυχές των ηρώων, των οποίων κάνει τώρα μνεία, να τις διασκορπίσει σε άλογα ζώα αλλά ότι μέσω των ονομάτων αυτών υπαινίσσεται άλλες μορφές ζωών, ονομάτων ταιριαστών μεν με αυτούς τους οποίους κατονομάζουν αλλά που με την προσθήκη κάποιων παθών τους αποδίδουν χωρίς ομοιότητα και εκπίπτουν σε έλλειψη λογική που εξομοιώνεται, μέσα από έναν τρόπο άλογο, με τις μορφές εκείνων. Επί παραδείγματι, από τη ζωή του Ορφέα και του Θύμαρη ο Πλάτων δείχνει μια ζωή απόλυτα μουσική η οποία παρά ταύτα, εξαιτίας κάποιου άλογου πάθους, μίσους φερ’ ειπείν ή φθόνου ή κάποιου άλλου παρόμοιου, εκπίπτει σε κάποιο μουσικό ζώο, το οποίο, στον βαθμό που είναι μουσικό, συγγενεύει προς την ανθρώπινη μουσική, αλλά στον βαθμό που είναι άλογο, αποτελεί την υποδοχή της ψυχής που εξαιτίας κάποιου πάθους έγινε άλογη. Πραγματικά, η προσθήκη του πάθους αυτού παρουσίασε την ψυχή οικεία με την αλογία.

Το ότι αυτά είναι όντως έτσι το συμπεραίνει κάποιος από το ό,τι και στον «Γοργία, 523.e» ο Σωκράτης λέει ότι στον Άδη είναι εγκατεστημένοι ως δικαστές των ψυχών άνθρωποι σαν τον Μίνωα, τον Αιακό και τον Ραδάμανθυ, θέλοντας μέσω αυτών να δηλώσει δικαστικές μορφές του ζην. Αλλιώς πως, ενώ οι ήρωες αυτοί ζούσαν ακόμη την ζωή τους, οι ψυχές πήγαιναν στον Άδη και εμπλέκονταν με τις δίκες; Από αυτά και τα ανάλογα τους νομίζω πως είναι πασίδηλο ότι ο Πλάτων χρησιμοποιεί στους μύθους τα ονόματα των ηρώων σε ένδειξη των μορφών εν γένει του ζην, με βάση τα οποία οι ήρωες έζησαν πρωταρχικά τη ζωή τους, και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί στο «Γοργία» τις δικαστικές ψυχές στην θέση των κάθε λογής δικαστικών τάξεων, θεϊκών και δαιμονίων, από τις οποίες ψυχές οι κοινωνοί των φιλοσοφικών λόγων μαθαίνουν τα ζητήματα που δεν γνωρίζουν, και ότι ο Πλάτων μας διδάσκει μέσω των επιμέρους και κατά σχέση δικαστών αντί μέσω των καθολικών και κατ’ ουσία.

Εδώ για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιεί τις μουσικές ψυχές στην θέση των όμοιων μέσα στο σύμπαν μουσικών ψυχών, αυτές που είναι γνωστές στη θέση εκείνων που είναι άγνωστες στην θέση εκείνων που είναι άγνωστες, αυτές που είναι απαλλαγμένες από πάθη στη θέση εκείνων που είναι γεμάτες πάθη. Αν ο Ηρ μιλούσε καθαρά για όσα δηλώνει υπαινικτικά, θα έλεγε ότι «είδε μια ψυχή σαν του Ορφέα, μία ψυχή σαν του Θάμυρη» σαν να εισέρχονται εξαιτίας κάποιου πάθους σε κύκνους και σε αηδόνια. Και τι πράγμα είναι το πάθος αυτό το δείχνει μέσω της μίας από τις δύο τούτες ψυχές, λέγοντας «από μίσος για το γυναικείο γένος». Για να μην συμβεί να γεννηθεί μέσα σε γυναίκα στην περίπτωση που επέλεγε ανθρώπινο είδος ζωής, εξαιτίας κάποιου μίσους μετακινήθηκε προς τον κύκνο, δεδομένου ότι και από την μουσική δεν μπορούσε να απαλλαχτεί και το ανθρώπινο γένος ήθελε να αποφύγει. Ο Θάμυρης εξάλλου ήταν και αυτός μουσικός, αλλά εξαιτίας του ανταγωνισμού του με τις Μούσες τυφλώθηκε. Με άλλα λόγια λοιπόν, η ψυχή που δηλώνεται μέσω αυτού, που είναι μεν μουσική αλλά υπέρμετρα φιλότιμη (φιλόδοξη), έσπευσε προς τα αηδόνια, «που σκορπίζουν τη γεμάτη από ποικίλους ήχους φωνή τους», που περνούν τις νύχτες τραγουδώντας και υπερηφανεύονται για τις πολύμορφες και αρμονικές φωνές τους.

Ο Πλάτων φαίνεται να χρησιμοποιεί μέρος από τον μύθο του Ορφέα, επειδή αυτός δηλώνει ότι η μουσική του διαφέρει από την εκθηλυσμένη και πραγματικά χαλαρή – διότι η ένθεος, παρότι οι άνθρωποι μετά τον θάνατο του μετείχαν στην μουσική του κατά τρόπο διαιρεμένο (το οποίο οι μύθοι δηλώνουν με τον διαμελισμό του), ενώ το κύριο μέρος της το δέχτηκε η Λέσβος (αυτό που επονομάστηκε «κεφαλή του Ορφέως»), εξ ου και πήρε το όνομά τη η Λέσβια Μούσα και η έκφραση «μετά τον Λέσβιο αοιδό» έγινε παροιμιακή -, χρησιμοποιώντας λοιπόν μέρος του μύθου αυτού ο Πλάτων, στην θέση της υποτίμησης των εκθηλυσμένων μελωδιών έβαλε την απέχθεια προς το γυναικείο γένος συνολικά, παρουσιάζοντας τη μουσική ψυχή γεμάτη πάθος ενάντια στην ανθρώπινη φύση και ζωή, και έκανε το είδος αυτή της ψυχής συνολικά, ακόμα κι αν ήταν μουσική, να μετακινηθεί προς την αλογία, που δεν ήταν ούτε έξω από τη μουσική αφού η ψυχή αρνιόταν να εισέλθει στο ανθρώπινο γένος. Επομένως, ούτε το μουσικό είδος σώζει την ψυχή αν αυτή δεν είναι απρόσβλητη από τα πάθη, αλλά όπως ακριβώς το ερωτικό είδος ζωής, έτσι και αυτό ανυψώνει την ψυχή συνοδευόμενη από τη φιλοσοφία. Και αν το πάθος αναμειχθεί κάπως με αυτό, συνδέει με τα άλογα μουσικά ζώα.

Αυτά λοιπόν για τις ανθρώπινες ψυχές που είναι μεν μουσικές, όχι όμως χωρίς πάθος, που εκδηλώνουν αποστροφή προς την ανθρώπινη φύση. Διότι οι ψυχές που δεν εννοούν να πέσουν στην αλογία χρειάζονται, όπως φαίνεται, ζωή ασυσχέτιστη προς τα πάθη. Αν μάλιστα και ο κύκνος και ο κύκνος μετακινούνταν προς το ανθρώπινο είδος ζωής, ή και άλλα μουσικά ζώα, τα οποία άλλωστε είναι πολλά, είναι ολοφάνερο ότι μέσα τους υπήρχαν ψυχές ανθρώπινες που από τα κατώτερα ενδιαιτήματα τους αποκαθίστανται πάλι στην εαυτών τάξη. «Διότι η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα», λέει ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδρου, 249.b» χωρίς να προκαλεί τη μετοικεσία κάθε ενυπάρχουσας στα άλογα ζωής στους ανθρώπους, αλλά μόνο αυτής που αρχικά ήταν ανθρώπινη και εξέπεσε στην αλογία. Εδώ λοιπόν πρόκειται για μεταβάσεις μουσικών ψυχών από όντα λογικά προς όντα άλογα, και πάλι από άλογα σε λογικά. Και είναι φανερό ότι, αν η επικράτηση της λογικής είναι αυτή που προκαλεί τη μετάβαση σε άνθρωπο, η πλησμονή του πάθους είναι αυτή που ωθεί προς την αλογία. Ας πούμε λοιπόν ότι κάθε μουσική ψυχή είναι κάποιου Ορφέα ή κάποιου Θάμυρη, και παίρνει την ονομασία της από τους κατεξοχήν μουσικούς. Ωστόσο πάθος άμουσο και αφιλόσοφον είναι το αίτιο για την πορεία προς τα άλογα ζώα.

Επειδή όμως υπάρχουν δύο είδη μουσικής, η ένθεη και η ανθρώπινη, όπου τη μια μπορούμε να την αναγνωρίσουμε στην περίπτωση του Ορφέα και την άλλη στην περίπτωση του Θάμυρη (ο πρώτος άλλωστε είναι γιός της Καλλιόπης λόγω της θεϊκής έμπνευσης από τη Μούσα, και ο δεύτερος τυφλώθηκε από τις Μούσες επειδή η ανθρώπινη μουσική θέλησε να παραβγεί με την θεϊκή), αν η μία ή η άλλη αμαυρωθεί από κάποιο πάθος, οδηγεί στην αλογία τις ψυχές που χρησιμοποιούν είτε την ένθεη είτε την ανθρώπινη μουσική. Χωρίς την Φιλοσοφία ακόμα και αυτά που είναι δαιμόνια δεν μπορούν να σώσουν τις ψυχές (διότι μόνον η φιλοσοφία προξενεί την απαθή ζωή), εννοώ και το μουσικό και το ερωτικό αλλά και κάθε άλλο είδος ζωής αν έχει συμμετοχή στο πάθος είναι από τη φύση τέτοιο ώστε να συνδέει με την αλογία. Πραγματικά, κανένα άλογο ον δεν μπορεί να επιδοθεί στο φιλοσοφείν, τη φυσική μουσική όμως μπορεί να δεις να την ασκούνε και τα άλογα πλάσματα, και υπερηφανεύονται για την μουσική τους πολύ περισσότερο τέτοια πλάσματα παρά άνθρωποι. Διότι και εκείνα μετέχουν στην αίσθηση, ενώ η μουσική και η ερωτική ζωή χρησιμοποιούν τις κορυφαίες των αισθήσεων. Η Φιλοσοφία αντίθετα, από παλιά, καταδικάζει κάθε αίσθηση, κρίνοντας και αποδεικνύοντας ότι τίποτε ακριβές δεν ακούμε και τίποτα το ακριβές δεν βλέπουμε, και μας πείθει να τοποθετούμε ως μοναδικό οδηγό μας τον Λόγο και τον νου. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτή και μόνο μας ελευθερώνει από τις οδούς που οδηγούν στην αλογία.

Εδώ σε αυτό το σημείο δεν θα προβούμε σε εξήγηση του τι είναι οι υπόλοιπες ζωές, αν και θα μπορούσαμε, θα αφήσουμε, τον μελετητή να προβεί ο ίδιος σε αυτή την διαδικασία. Όμως θα αναφέρουμε το εξής :

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 319.10 – 320.5», σε όλες τις περιπτώσεις ο μύθος ακολουθεί την ίδια μέθοδο που αναφέραμε, λαμβάνοντας τα είδη της ζωής από τις ηρωικές ψυχές, προσθέτοντας τα ηθικά χαρακτηριστικά από την ιστορία. Αν λοιπόν ανάμεσα στις ψυχές αυτές άλλες, μετά την έξοδο τους από τα σώματα, είναι ελεύθερες να έχουν μια ζωή ανεξάρτητη από τον γένεση (γίγνεσθαι), και άλλες, που έχουν βέβαια παρόμοιο με τις προηγούμενες είδος ζωής αλλά εμπλέκονται σε πάθη, εγκαθίστανται σε αντίστοιχα άλογα ζώα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο εν λόγω μύθος σχεδόν κραυγάζει : «οι ψυχές, αυτά που φαίνονται ως αγαθά μην στα συνδυάζεται με πάθη. Αυτό θα σας οδηγήσει στην αλογία, στην οποία ανήκουν τούτα σύμφωνα με τη φύση τους και την ανάμειξή τους με τα πάθη. Για παράδειγμα, θα οδηγήσει τον μουσικό σε άλογη μουσική, τον ανδρείο σε άλογη ανδρεία, τον βασιλικό σε άλογη βασιλεία, και θα δημιουργήσει κύκνους, λέοντες και αετούς. Διότι τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν να συνδυάζουν και άλογο και λογικό χαρακτήρα, και αυτό που δημιουργεί την άλογη κατάσταση είναι η εμπαθής ζωή ενώ αυτό που δημιουργεί την ανθρώπινη κατάσταση είναι η απαθής ζωή».

Βέβαια δεν θα παραλείψουμε να πούμε ότι :

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 330.20 – 341.6», μας λέγει ότι δεν θα βρούμε τον Πλάτωνα σε κανένα σημείο να διακρίνει με σαφήνεια μεταξύ τους τις ψυχές που πέφτουν και τις ψυχές που δεν πέφτουν στην αλογία, αλλά όλως αντιθέτως να δείχνει ότι είναι της άποψης πως το πάθος αυτό το υφίστανται όλες οι ψυχές. Πραγματικά, στον «Τίμαιο, 42.c», όταν ο δημιουργός ανακοινώνει προς όλες τις ψυχές τους ειμαρμένους νόμους, λέει ότι η σφαλερή ψυχή θα φτάσει και στην φύση του θηρίου, χωρίς να κάνει διάκριση ότι αυτό είναι κάτι που ταιριάζει σε συγκεκριμένες ψυχές και όχι σε όλες. Στον «Φαίδρο, 249.a» επίσης λέει ότι η φιλοσοφίσασα ψυχή θα επανέλθει στην πρότερη κατάσταση της αφού επιλέξει το φιλοσοφικό είδος ζωής τρείς συνεχόμενες φορές, ενώ οι άλλες, μετά την πρώτη τους ζωή, κινούνται και πέφτουν σε άλογα ζώα, και αποδίδει την πτώση αυτή όχι στο γένος των ψυχών αλλά στο είδος της ζωής, με την σκέψη ότι και αυτή που επέλεξε το φιλοσοφικό είδος ζωής, αν δεν φιλοσοφήσει αδόλως (γνησίως), δεν απαλλάσσεται από το να υποστεί ότι και ακριβώς και οι άλλες ψυχές. Και στον μύθο (Πολιτεία, 618.b) λέει ότι «δεν υπάρχει ποιοτική κατάταξη της ψυχής» επειδή επιλέγει άλλο είδος ζωής, χωρίς και στο σημείο αυτό να αναφέρεται στη ψυχή κάποιου συγκεκριμένου αλλά στην ψυχή γενικά. Από όλα αυτά επομένως καταλαβαίνουμε ότι ο Πλάτων δεν απαλλάσσει καμία ψυχή από το να υποστεί τη μεταβολή του είδους αυτού.

Αν πάλι θεωρεί πραγματικά ότι οι ηρωικές ψυχές διαφοροποιούνται κατ’ ουσίαν σε σχέση με τις λεγόμενες ανθρώπινες, είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι κατεβάζει τις ψυχές αυτές μόνο μέχρι τους ανθρώπους, όπως ακριβώς τις ανθρώπινες τις κατεβάζει μέχρι τα θηρία. Ότι και αυτό είναι σύμφωνο με τον Πλάτωνα θα μπορούσε να το καταλάβει κάποιος και από αυτά που λέει στην «Πολιτεία, 391.d+» αντικρούοντας τους μυθοπλάστες που τους επικρίνει διότι παρουσιάζουν τους ήρωες σαν να μην είναι καθόλου καλύτεροι από τους ανθρώπους και αποδίδουν στους ήρωες πάθη που ταιριάζουν σε ανθρώπους. Επίσης και από αυτά που λέγονται στον «Κρατύλο, 397.d» όπου τοποθετεί το γένος των ηρώων ως ενδιάμεσο μεταξύ δαιμόνων και ανθρώπων, υποστηρίζοντας ότι όπως οι δαίμονες υπερέχουν των ηρώων κατ’ ουσίαν, έτσι θεωρεί και τους ήρωες ως υψηλότερους των ανθρώπων. Και πέρα από αυτά, θα το καταλάβαινες και από όσα ορίζει στους «Νόμους, 717.b» όπου ενθαρρύνει τους τροφίμους του να τιμούν και τα τέκνα των θεών με τα ίδια ιερά (ιεροτελεστίες) και θυσίες που προσφέρουν στους θεούς και τους δαίμονες, κατατάσσοντας κατά σειρά τους θεούς, τους δαίμονες, τους ήρωες και τους ανθρώπους με τις ξεχωριστές όσιες/ιερές τελετές, και θέτει τέσσερα γένη ψυχών, το θεϊκό, το δαιμόνιο, το ηρωικό και το ανθρώπινο, σύμφωνα ακριβώς και με τους προσδιορισμούς του «Κρατύλου» όπου ερμηνεύει τις ονομασίες τους. Αν στρέψει δε κανείς το βλέμμα σε όλα τα παραπάνω και τα παρόμοια, που είναι πολλά, θα μπορούσε να καταλάβει ότι τις ηρωικές ψυχές, που τις ονομάζει «παίδες θεών», δεν τις οδηγεί μέχρι τη φύση των θηρίων, όπως κάνει με τις ψυχές των ανθρώπων (διότι τότε δεν θα υπήρχε πια διαφορά κατ ουσία, βάσει των κοινών τους παθών με τις ονομαζόμενες ανθρώπινες ψυχές), αλλά σε είδη ζωής ανθρώπων, κατ’ αναλογία με τις δαιμόνιες ψυχές που ούτε καν σε ανθρώπινα είδη ζωής τις οδηγεί, αποκλείοντας την πτώση τους στην γένεση (κόσμος του γένεσης).

Φαίνεται εξάλλου ότι και η πραγματικότητα συμφωνεί με τους λόγους τούτους. Είναι στ’ αλήθεια αναγκαίο οι μεσότητες να συμπληρώνουν σε κάθε περίπτωση όλες τις σειρές των όντων. Όπως λοιπόν, προκειμένου για τα σώματα, εκείνα που υπόκεινται σε πλήρη φθορά δεν γεννιούνται κατευθείαν από τα αΐδια, αλλά εκείνα που είναι ενδιάμεσα τους, που είναι όντα και μη αΐδια, όπως τα στοιχεία της υποσελήνιας περιοχής, το ίδιο και προκειμένου για τις ψυχές αυτές που υφίστανται κάθε είδους πτώση δεν λαμβάνουν την υπόστασή τους από αυτές που μένουν αιωνίως επάνω, αλλά αυτό συμβαίνει με τις ενδιάμεσες τους, πέφτουν μεν αλλά, προτού πέσουν σε βάθος, επιστρέφουν στις αρχές. Αν η αντίληψη αυτή μπορούσε να επικρατήσει, τότε και όλα όσα λέει ο δημιουργός στον «Τίμαιο» και όσα είναι γραμμένα στον «Φαίδρο» για τις ψυχές που πραγματοποίησαν τις πρώτες καθόδους τους και επίσης το ότι δεν υπάρχει ποιοτική κατάταξη της ψυχής θα τα αναγάγουμε στην αναφορά την κοινή για όλες τις ψυχές που κατέρχονται στην γένεση. Διότι ανάμεσα σε αυτές είναι κι εκείνες που πέφτουν μέχρι το έσχατο σημείο και λόγω αυτών ο Πλάτων καταγράφει τα επακόλουθα των ποικιλόμορφων επιλογών και σε αυτές βλέπουμε αποτυπωμένους τους κανόνες για τις δεύτερες και τις τρίτες ψυχές που καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατεβαίνουν από εκεί προς τα εδώ. Ο Πλάτων άλλωστε εξ υποθέσεως αναφέρεται στα επακόλουθα των ψυχών που υποπίπτουν σε σφάλματα. Και αν θα μπορούσαν να υπάρξουν και κάποιες ψυχές που χάρη στην άχραντη (αγνή) ζωή τους δεν θα βαρύνονταν με κανένα σφάλμα, αυτές είναι χωρισμένες από τις άλλες ψυχές. Κι αν κάποιες άλλες διατηρήθηκαν καθαρές από ποικιλόμορφες επιλογές, αυτών και τα είδη ζωής είναι ενιαία.

Το ότι τώρα ο Πλάτων οδηγεί τη λογική ανθρώπινη ψυχή σε κάθε ζώο είναι σαφές και από όσα έχει πει στην «Πολιτεία, 620.a – d», ότι μπροστά στις ψυχές ήταν τοποθετημένα τα είδη ζωής όλων των ζώων. Αν δηλ. πρόκειται για όλα, προφανώς η ψυχή συνδέεται με κάθε λογής ζώο, πτηνό, ένυδρο, και χερσαίο. Είναι όμως φανερό και από όσα λέγονται στον «Τίμαιο, 91.d», όπου τις ψυχές που έχουν συμβιώσει μέσα στους ανθρώπους με την αφροσύνη τις οδηγεί σε όλα τα είδη άλογων ζώων, τόσο των ήμερων όσο και των άγριων. Φαίνεται έτσι ότι εξαιρεί τις ψυχές μόνο από την πτώση τους στα φυτά, και κατά τούτο διαφέρει από τον Εμπεδοκλή, απ. Νο.117.2, ο οποίος λέει ότι κάποτε είχε γίνει «θάμνος τ᾽ οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔλλοπος ἰχθύς – θάμνος και πουλί και ψάρι που πορευόταν στη θάλασσα». Ο Πλάτων θεωρεί ότι στην ψυχή του ανθρώπου δεν ταιριάζει να ολισθαίνει στα πιο απομακρυσμένα σημεία της ανθρώπινης ζωής αλλά σε αυτά που έχουν πιο καθαρή και εναργή αίσθηση χάρη στη λογική ζωή τους (εικόνα της οποίας είναι η αίσθηση), και κατέχουν την κατά τόπο κίνηση επειδή κινούνται από μόνα τους (εικόνα της οποίας είναι κατεξοχήν η κατά τόπο κίνηση των ζώων). Βλέπουμε λοιπόν πάλι την συμφωνία των θεωριών. Όπως δηλ. τις ηρωικές ψυχές ο Πλάτων τις πηγαίνει μέχρι τους ανθρώπους, όχι όμως και μέχρι τα άλογα ζώα, έτσι και τις ανθρώπινες ψυχές τις πηγαίνει μέχρι τα άλογα ζώα, όχι όμως και μέχρι τα φυτά. Το ότι δεν συνδέει την ανθρώπινη ψυχή με τα φυτά, όπως κάνει ο Εμπεδοκλής, το δείχνει και ο «Τίμαιος, 77.a-b, που διευθετεί όλες τις γενέσεις των ζώων με βάση την ανθρώπινη ψυχή, ενώ για τα φυτά λέει ότι τα δημιούργησαν οι θεοί, αφού ανάμειξαν κάποιες άλλες αισθήσεις, για να είναι τροφή των ζώων, και μετέχουν στο τρίτο είδος ψυχής, εννοώντας το επιθυμητικό. Το δηλώνει επίσης ο Σωκράτης του «Φαίδωνα», ο οποίος μετακινεί της ψυχή μας στα γένη των ζώων τη μία ψυχή στα μεν γένη και την άλλη στα δε, και με άλλο κάθε φορά είδος ζωής, όχι όμως και στα φυτά όπως ο Εμπεδοκλής.

Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι ο «Τίμαιος» λέει πως η εμψύχωση όλων των άλογων ζώων συμβαίνει από ψυχές που μετοίκησαν σε αυτά ερχόμενες από ανθρώπους. Φαίνεται όμως ότι ο Σωκράτης του «Φαίδρου, 249.b» γνωρίζει και άλλο τρόπο εμψύχωσης τους και όχι από λογικές ψυχές μόνο, εκεί που λέει ότι «από ένα θηρίο που κάποτε ήταν άνθρωπος» η ψυχή έφτασε «πάλι σε άνθρωπο. Διότι η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια», λέει, «δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα». Ο Σωκράτης λοιπόν ορίζει με σαφήνεια, όπως αξιώνει και ο Αριστοτέλης, ότι δεν μπαίνει όποια ψυχή τύχει σε όποια σώματα τύχει ούτε παίρνει την τάξη της μέσα σε αυτά και τα συμβάλλει στην ολοκλήρωση ενός και μόνου ζωντανού πλάσματος. Διότι η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να βρεθεί σε άλογο ζώο, στην εξωτερική συνύπαρξή της με αυτό βάσει κάποιας σχέσης και μόνο (αφού προκειμένου για εμάς ο «Τίμαιος» δημιουργεί μεταξύ της λογικής ψυχής και του ζωντανού πλάσματος τη σχέση που έχει με αυτό ο δαίμων. Πολύ περισσότερο λοιπόν προΐσταται του άλογου πλάσματος ως δαίμων, συνδεδεμένος προφανώς με αυτό μέσω της αλογίας), ενώ η άλογη ψυχή είναι εντελώς αδύνατο να βρεθεί σε σώμα ανθρώπου κατά κατάταξη, λόγω της προαναφερθείσας αιτίας, αφού το ανθρώπινο σχήμα είναι ασύμβατο με την άλογη ζωή (διότι αυτό, λέει ο «Τίμαιος», «έχε κρεμασμένο το κεφάλι του» από τον ουρανό, δείχνοντας ότι είναι «φυτό όχι γήινο αλλά ουράνιο» , ενώ η άλογη ψυχή βλέπει προς τα κάτω, και δεν διαθέτει κανένα στοιχείο που κινείται προς τον ουρανό), ενώ το να στέκεται μπροστά στην ανθρώπινη ψυχή από έξω και κατά σχέση, όπως η ανθρώπινη ψυχή με το άλογο ζώο, λέμε πως είναι εντελώς αδύνατο. Διότι πως μπορεί το άλογο να έχει φύση κατάλληλη για να προΐσταται του λογικού ;

Όταν λοιπόν ο Σωκράτης λέει ότι «αυτός που κάποτε ήταν άνθρωπος» περνάει σε άνθρωπο, θα νόμιζε κανείς ότι υπάρχει και κάποιος άλλος τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων από την δική τους ακριβώς ψυχή και όχι μόνο από την ανθρώπινη, όπως φαίνεται να λέει ο «Τίμαιος». Ωστόσο είναι δυνατή η αναγωγή της άποψης του Σωκράτη στη θεωρία του «Τίμαιου» – διότι ας υποθέσουμε ότι σε όλα τα ζώα υπάρχει ανθρώπινη ψυχή, και μετά από αυτήν η ξεχωριστή ψυχή του ίδιου του άλογου ζώου όπως και πριν από αυτήν. Εκείνη λοιπόν που επανέρχεται σε άνθρωπο είναι αυτή που εμψυχώνει το άλογο ζώο κατά σχέση, και όχι η εν κατατάξει εμψυχούσα ψυχή (αυτό εννοεί ο Σωκράτης όταν λέει ότι «η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα», όπου η ψυχή που δεν γνώρισε ποτέ την αλήθεια εννοεί εκείνη που πριν από την ανθρώπινη ψυχή εμψύχωσε το ζώο και που από τον εαυτό της και την ανθρώπινη ψυχή δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο ζωντανό πλάσμα) – και επίσης είναι με τη σειρά της δυνατή η αναγωγή της κρίσης του «Τίμαιου» στην, προσπελάσιμη από όλους, γνώμη του Σωκράτη για τη διπλή εμψύχωση. Διότι ακόμα και αν η ψυχή του ανθρώπου είναι δυνατόν να περάσει σε όλα τα άλογα ζώα και να τα εμψυχώνει όλα μέσω του εαυτού της, ωστόσο ο «Τίμαιος» δεν λέει ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος εμψύχωσης των ζώων. Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν δύο τρόποι εμψύχωσης, τίποτε δεν εμποδίζει τον «Τίμαιο» να επιλέξει το ένα μόνο από αυτούς, και εφόσον δεν προσθέτει ότι τούτος είναι κατ’ αυτόν ο μόνος τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων, αφήνει περιθώριο και για τις υποδείξεις του Σωκράτη σχετικά με τις δύο εμψυχώσεις.

Αξίζει όμως και πρέπει να εξετάσουμε τη θεωρία καθαυτή, αν δηλαδή κάθε άλογο ζώο γίνεται έμψυχο μόνο από την ανθρώπινη ψυχή ή αν υπάρχει και κάποια άλλη εμψύχωση των ζώων, δική τους, ανεξάρτητη από την ανθρώπινη.

Η παρουσία λοιπόν σε κάθε άλογο ζώο της ανθρώπινης ψυχής όπως φαίνεται, ώστε αυτό να διαθέτει ζωή που θα το εμπνέει άμεσα, δεδομένου ότι η «εκ κατατάξει» ψυχή, ακριβώς λόγω της κατάταξής της στο «σκιδνάμενο/διασκορπισμένο» σώμα, δεν έχει τη δύναμη να συντηρήσει τον εαυτό της και χρειάζεται μιαν άλλη εξωτερική, ικανή να τη ζωογονήσει όταν η ίδια φθίνει, όμοια όπως και το σώμα μέσα στο οποίο βρίσκεται. Το ότι υπάρχουν πάντως κάποια άλογα ζώα που δεν ζωογονούνται από ανθρώπινη ψυχή επαληθεύεται βάσει των επιχειρημάτων για την μεσότητα. Διότι αν τα μεν φυτά μετέχουν στο τρίτο είδος της ψυχής, όντας ανεπίδεκτα ανθρώπινης ψυχής, ορισμένα όμως από τα άλογα ζώα εμψυχώνονται από την ανθρώπινη ψυχή, είναι αναγκαίο να υπάρχουν και τα ενδιάμεσα των δύο παραπάνω κατηγοριών, που μετέχουν, αφενός, στην άλογη ζωή στο σύνολό της – και κατά τούτο υπερέχουν των φυτών –, αλλά, αφετέρου, ζουν χωρίς την παρουσία σε αυτά ανθρώπινης ψυχής – και κατά τούτο υστερούν σε σχέση με εκείνα που μετέχουν στην ανθρώπινη ψυχή. Και αυτά γίνονται εκάστοτε διαφορετικά, όπως ακριβώς και προκειμένου για τους ανθρώπους ο καθένας γίνεται μέτοχος διαφορετικής τη μια φορά και διαφορετικής την άλλη δαιμόνιας επίπνοιας (έμπνευσης). Αυτό αξίζει να μελετηθεί.

Και με το επιχείρημα για τη μεσότητα πρέπει να παραβληθεί αυτό που προκύπτει από το ότι οι ψυχές των ζώων χρειάζονται την ανθρώπινη ψυχή για να εξασφαλίζουν μέσω αυτής την συντήρηση και τη συνοχή τους. Διότι τούτο μεν είναι ίσως δυνατό να επιτευχθεί και από τις αρχές που προΐστανται αυτών, χωρίς μία μεσάζουσα κατάσταση όμως είναι αδύνατη η παρουσία είτε ουσιών είτε ζωών είτε γνώσεων. Υπάρχει όμως αναγκαστικά και κάποια φύση άλογων ζώων που έχουν μια δική τους ξεχωριστή εμψύχωση, όπως και φυτών, που η ανθρώπινη ψυχή, όταν πέφτει σε λάθη και παραπτώματα, περιβάλλεται τη ζωή τους, αντίθετα προς τη φύση. Αυτή η μετάβαση στα ζώα δεν θα ήταν αντίθετη προς την φύση αν τα άλογα ζώα δεν ήταν δυνατόν να εμψυχωθούν διαφορετικά αλλά μόνο με ένα τρόπο, μέσω δηλ. της ανθρώπινης ψυχής. Διότι από μόνο το αντίθετο προς τη φύση τίποτα δεν προκύπτει σύμφωνο με την φύση πάντοτε σταθερά.

Το ότι όλα λοιπόν, εκτός από τον άνθρωπο, γεννιούνται αντίθετα προς τη φύση είναι εντελώς άτοπο. Για το ότι βέβαια η μετάβαση στα άλογα ζώα είναι για τις ανθρώπινες ψυχές αντίθετη προς τη φύση δεν μας διδάσκουν μόνο οι χρησμοί (βλ. χαλδαϊκά λόγια, 62), που λένε «υπάρχει ένας θεσμός ακατάλυτος από τη μεριά των μακάριων θεών», καθώς η ψυχή των ανθρώπων «δημιουργεί μία νέα ζωή στους ανθρώπους, όχι στα θηρία», με τη σκέψη ότι η μετακίνηση προς τα θηρία είναι απότοκο μίας άδικης ζωής – αλλά για το ίδιο μας διδάσκει και ο Πλάτων, που θεωρεί την τέτοιου είδους εμψύχωση χαρακτηριστικό των σφαλερών (που αμαρτάνουν = κάνουν λάθη) ψυχών. Είναι παράλογο λοιπόν σύσταση των άλογων ζώων, όλη αυτή και μόνη αυτή, να μην είναι σύμφωνη με τη φύση, ενώ τα φυτά και οι άνθρωποι να γίνονται σύμφωνα με τη φύση. Για ποιόν δηλαδή θα είναι σύμφωνη με την φύση η μετάβαση των ανθρώπινων ψυχών στα σώματα των ζώων; Για τις ανθρώπινες ψυχές; Αλλά όλες οι ανθρώπινες ψυχές ζουν παρά φύση όταν βρίσκονται μέσα σε τέτοια σώματα. Μήπως για τα σώματα; Ούτε όμως για αυτά είναι σύμφωνη με τη φύση, όταν τα όργανα αντίθετα προς τη φύση για τις ψυχές που τα χρησιμοποιούν. Διότι κάθε όργανο είναι σε συμφωνία με τη φύση.

Αν λοιπόν υπάρχει και κάποιο γένος δαιμόνων άλογο, και αν δεν είναι όλα τα δαιμόνια όντα λογικά – διότι πως θα έλεγε η Διοτίμα, στο πλατωνικό «Συμπόσιο, 202.e», ότι όχι μόνο η ιερατική τέχνη αλλά και οι πρακτικές των γητεμάτων επιτελούνται μέσω των δαιμόνων, αν πέρα από το λογικό δεν υπάρχει και κάποιο άλογο δαιμόνιο; (αυτό οι χρησμοί το παρομοιάζουν συνήθως «σκύλο» και το ονομάζουν «ανάπηρο» επειδή είναι στερημένο από τον νου και διάνοια) - πως δεν υπάρχει και κάποιο θνητό γένος που μόνο αυτό είναι άλογο, το οποίο δεν μετέχει καθόλου στην ανθρώπινη ψυχή; Διότι βέβαια ούτε και οι άλογοι δαίμονες θα πούμε ότι δημιουργήθηκαν κι αυτοί από μία τέτοια ψυχή εφόσον είναι αΐδιοι, ούτε και εφόσον θα υπάρχει ένα αΐδιο γένος άλογο και στερημένο από την ανθρώπινη ψυχή, θα αρνηθούμε τη δυνατότητα να υπάρχει ένα τέτοιο γένος θνητό. Επιπλέον, το ενδεχόμενο κάθε ιδέα (μορφικό αίτιο) να μην γεννά τα είδη των ζώων σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της αλλά όλες τους να χρειάζονται κάποια μοναδική μορφή, προς την οποία αντιδιαστέλλονται, είναι εντελώς άτοπο. Διότι σε τέτοια περίπτωση οι ιδέες των άλογων ζώων θα χρειάζονται όλες μια μοναδική άλλη, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να γεννήσουν ίππο ή σκύλο ή λέοντα ούτε οποιοδήποτε άλλο ζώο, αν όλες τους μέσω εκείνης εμψυχώνουν όλα τα ζώα του εδώ Κόσμου, ενώ κατ’ άλλο τρόπο είναι ανήμπορες να παράγουν σκύλους ή ίππους ή λέοντες ή κάθε άλλο ζώο. Τι είναι λοιπόν αυτό που γεννούν;

Ο ειδοποιός χαρακτήρας έρχεται και προστίθεται στα ζώα από κάποιαν άλλη ιδέα, την ανθρώπινη. Αν αυτές δίνουν υπόσταση στην ύλη και μόνο, φερ’ ειπείν στο σώμα των ζώων, δεν θα είναι πια ιδέες (μορφικά αίτια) των ζώων αλλά της ύλης των ζώων, η οποία είναι αλλότρια ως προς τα είδη (μορφές). Αυτός λοιπόν ο τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων δεν είναι ο μοναδικός, αλλά πριν από αυτόν υπάρχει οπωσδήποτε για κάθε ζώο γένεση της ξεχωριστής δικής τους ψυχής, αφού η κατά φύση εμψύχωση είναι πρότερη της παρά φύση, και η κοινή εμψύχωση όλων των ίδιου είδους (ειδοποιού χαρακτήρα) είναι πρότερη της επιμέρους. Αυτά μας διδάσκει και η ορφική θεολογία. Και ο Ορφέας, στο απ. Νο.224.a, άλλωστε τέτοια πράγματα μας παραδίδει σαφώς, όταν, μετά την κατά τον μύθο τιμωρία των Τιτάνων και την από εκείνους γέννηση των θνητών ζώων του εδώ Κόσμου, λέει πρώτα από όλα ότι οι ψυχές εναλλάσσουν τα είδη της ζωής τους σε ορισμένες περιόδους, και εισέρχονται μέσα σε σώματα ανθρώπων πολλές φορές, η μία στο ένα και η άλλη στο άλλο : «οι ίδιοι πατέρες και υιοί στα μέγαρα και χαριτωμένες σύζυγοι, μητέρες και θυγατέρες γίνονται αλλάζοντας ο ένας ο ένας με τον άλλο τη γέννηση». Με τους παραπάνω στίχους ο Ορφέας μιλάει για τη μετοίκηση των ψυχών από ανθρώπινα σώματα σε ανθρώπινα σώματα. Αυτό δεν θα το αρνιόταν ούτε ο Αριστοτέλης, εφόσον ισχύει ότι οι ψυχές είναι αθάνατες, ότι κατά το πλήθος είναι πεπερασμένος και ότι ο Κόσμος είναι αιώνιος. Το τελευταίο τούτο το παραδέχεται καθαρά όταν λέει για τον δυνάμει νου ότι «και τούτο είναι το μόνο» από τα εν ημίν στοιχεία μας «που είναι αθάνατο». Όσο για το δεύτερο είναι αληθές διότι κάθε αιώνιο πλήθος είναι πεπερασμένο.

Έπειτα ότι υπάρχει μετάβαση των ανθρωπίνων ψυχών και σε άλλα ζώα, και αυτό το υποδεικνύει ρητά ο Ορφέας, όταν στο απ. Νο.224.b ορίζει : «Για αυτό αλλάζοντας η ψυχή των ανθρώπων στους κύκλους του χρόνου κάθε φορά και σε άλλο ζώο μεταβαίνει. Άλλοτε ίππος και άλλοτε…. Γίνεται, κι άλλοτε πρόβατο και άλλοτε όρνεο φριχτό στην όψη, κι άλλοτε πάλι σκυλίσιο σώμα και βαριά φωνή και ράτσα παγωμένων φιδιών σέρνεται στη θεϊκή γη».

Αυτό βέβαια είναι εντελώς αδύνατο να τα δεχτεί ο Αριστοτέλης. «Διότι», λέει, «είναι αναγκαίο η ψυχή αφενός να χρησιμοποιεί το σώμα και η τέχνη αφετέρου τα όργανα». Και τα όργανα που είναι ξένα και άσχετα προς τις τέχνες είναι άχρηστα σε όλες. Αυτά έχουν ειπωθεί αμέτρητες φορές. Και από την Πλευρά του Πρόκλου στα Υπομνήματα και την παλινωδία, έχει δηχθεί με περισσότερα λόγια η κριτική στην οποία μπορούν να υποβληθούν.

Το ότι υπάρχει και μία ιδιαίτερη εμψύχωση των άλογων ζώων και όχι μόνον από τις ανθρώπινες ψυχές, το δηλώνει και ο Ορφέας, απ. Νο.223, λέγοντας : «Οι ψυχές των θηρίων και των φτερωτών πουλιών όταν πετάξουν και τις αφήσει η ιερή ζωή, αυτών την ψυχή κανείς δεν την οδηγεί στο παλάτι του Άδη, αλλά εκεί πετά μάταια, έως ότου αυτήν άλλο την αρπάξει μαζί με του ανέμου τις πνοές. Όποτε όμως ο άνθρωπος αφήσει το φώς του ήλιου, τις αθάνατες ψυχές κατεβάζει ο Κυλλήνιος στην απέραντη αγκαλιά της γη».

Με αυτά ο Ορφέας υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες ψυχές πηγαίνουν στον κάτω από την γη τόπο και στα δεσμωτήρια της ποινής για καθαρμό και τιμωρία, ενώ οι ψυχές των άλογων ζώων πετούν στον αέρα έως ότου δεσμευτούν σε άλλα σώματα. Αν όμως οι εμψυχώσεις των άλογων ζώων γίνονται μόνο από τις ανθρώπινες ψυχές, έπρεπε να πει ότι ο Ερμής τις κατεβάζει όλες στον Άδη είτε για να καθαρθούν είτε για να τιμωρηθούν. Όπως ακριβώς και ο Πλάτων κατεβάζει κάτω από την γη τις ψυχές που προέρχονται από τα άλογα ζώα αλλά είναι ανθρώπινες, και πάλι από εκεί τις στέλνει σε επιλογές άλλων ειδών ζωής. Διότι και τα υπόλοιπα ο Πλάτων τα έπλασε παίρνοντας τα από τον Ορφέα, στο απ. Νο.222, όπως για παράδειγμα ότι στον Αχέροντα οι νεκροί κάθονται και λαμβάνουν κάποιο μερίδιο ευδαιμονίας : «Όσοι ζουν ενάρετα κάτω από το φως του ήλιου, αυτοί, κι όταν πεθάνουν, πάλι έχουν μοίρα πιο μαλακή σε όμορφο λειμώνα (λιβάδι) πλάι στον βαθυρέματο Αχέροντα», και ότι τιμωρούνται στον Τάρταρο : «Όσοι έκαναν αδικίες κάτω από το φώς του ήλιου, οι ξιπασμένοι, ρίχνονται κάτω από την πεδιάδα του Κωκυτού, στον παγωμένο Τάρταρο».

Με αυτά σαφώς φαίνεται να προαναγγέλλει τις πλατωνικές ταξινομήσεις σχετικά με τους κλήρους κάτω από την γη, όπως ακριβώς και τις σχετικές με τις μετεμψυχώσεις. Αν όμως ο Πλάτων αυτά τα ορίζει ακολουθώντας τον Ορφέα, δεν είναι παράλογο ο αρχηγέτης τούτων των δογμάτων, ως προς τα οποία η πλατωνική φιλοσοφία διαφέρει από όλες τις υπόλοιπες, να κατεβάζει σε άλογα ζώα και να δημιουργεί ψυχή κύκνου; Ο ίδιος ο Πλάτων στο «Τίμαιο, 40.e» λέει ότι η διδασκαλία του Ορφέα για τους Θεούς είναι αξιόπιστη, παρότι λέγεται δίχως αληθοφανείς λόγους και αποδείξεις, σαν να γνωρίζει πολύ καλά δια ένθεης επίνοιας τα σχετικά με τους θεούς που είναι πατέρες, όποιος υπήρξε πατέρας της θεογονίας των Ελλήνων. Έχοντας λοιπόν την πρόθεση αυτή, ανάγει την αλήθεια στους πρώτους οι οποίοι την παρέδωσαν.
--------
Πηγές:

Πρόκλος
Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 309.30 – 316.29.
Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 319.10 – 320.5.
Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 330.20 – 341.6

Mindfulness (εγρήγορση)

Η έννοια της Αγγλικής λέξης mindfulness που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ίσως στα Ελληνικά σαν «εγρήγορση», δηλώνει ένα είδος διαλογισμού, ευρέως διαδεδομένου. Στην εποχή μας, έχει αρχίσει αυτή να παίζει σημαντικό ρόλο στην ιατρική και την ψυχολογία, γιατί είναι πάρα πολλές οι έρευνες, και γίνονται όλο και περισσότερες, που δείχνουν πως αυτή η μέθοδος έχει πολύ θετικά αποτελέσματα στην υγεία, ψυχική και σωματική.

Και είναι φυσικό. Mindfulness σημαίνει να είσαι παρών και να παρατηρείς, όλα όσα συμβαίνουν τόσο γύρω σου, όσο και μέσα σου. Να είσαι δηλαδή ένας ουδέτερος παρατηρητής.

Να παρατηρείς τον τρόπο που λειτουργεί η αναπνοή σου, τον τρόπο με τον οποίο χτυπάει η καρδιά σου, τον τρόπο που περπατάς, τη στάση που έχει ανά πάσα στιγμή το σώμα σου, τα λόγια που λες, τα συναισθήματα που νιώθεις, τις σκέψεις που κάνει ο νους σου, όπως και όλα όσα σε περιτριγυρίζουν. Να παρατηρείς δηλαδή με προσοχή ένα λουλούδι, να βλέπεις όλες τις λεπτομέρειές του, ή στα δέντρα που συναντάς στον δρόμο σου, να παρατηρείς το σχήμα και το χρώμα των κορμών και των φύλλων τους. Στους ανθρώπους που υπάρχουν γύρω σου να παρατηρείς τις εκφράσεις των προσώπων τους, τη στάση του σώματός τους κ.λπ.

Μένοντας για λίγο ουδέτερος παρατηρητής του εαυτού και των γύρω σου, βρίσκεσαι αποστασιοποιημένος από το εγώ και τα προβλήματά του, και επομένως και από το στρες που δημιουργεί η αίσθηση της αποκοπής από το Όλο. Η ψευδής αυτή αίσθηση της δυαδικότητας που, που με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, οδηγεί στον φόβο και ξεκινάει στον εγκέφαλο την αντίδραση του στρες. Μία αντίδραση που γίνεται καταστροφική για τον οργανισμό εάν υπερβεί σε διάρκεια τις αντοχές του, όπως πολλές φορές σας έχω εξηγήσει.

Όσο πιο συχνά μέσα στην ημέρα του βρίσκεται σε αυτή την εγρήγορση (mindfulness) κάποιος, τόσο μεγαλύτερο καλό κάνει στην υγεία του. Είναι πολλές οι επιστημονικές έρευνες που το έχουν διαπιστώσει αυτό και γίνονται όλο και περισσότερες, όσο περνάει ο καιρός.

Ο ουδέτερος παρατηρητής, στην ουσία, βρίσκεται έξω από την ύλη και την παρατηρεί… Αυτό, τον ενώνει με την πνευματική του φύση και τον απαλλάσσει από τις ταλαιπωρίες του «εγώ» και της δυαδικότητας. Όσο πιο συχνά λοιπόν κάποιος ασχολείται με αυτή την τεχνική, τόσο πιο κοντά στην πνευματική του φύση βρίσκεται, και απολαμβάνει τα οφέλη που αυτή του προσφέρει, όπως την αίσθηση της ενότητας των πάντων, που χαρίζει ψυχική γαλήνη και απαλλάσσει από κάθε φόβο.

Βάλτε λοιπόν την τεχνική αυτή στη ζωή σας φίλες και φίλοι μου. Γίνετε για λίγο παρατηρητές ουδέτεροι του εαυτού σας, των άλλων ή της φύσης… Προσπαθήστε να το κάνετε αυτό όσο πιο συχνά μπορείτε και θα δείτε πολύ γρήγορα τα θετικά αποτελέσματα στην υγεία και τη ζωή σας γενικότερα.