Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Πρωταρχές

Προϊστορία

Τις γνώσεις μας για την προϊστορική περίοδο τις αντλούμε από τρεις διαφορετικές πηγές:
(α) από τα αρχαιολογικά ευρήματα,
(β) από τις πληροφορίες που μας προσφέρει η αποκρυπτογράφηση των πινακίδων της γραμμικής γραφής Β,
(γ) από τις μυθολογικές διηγήσεις, που σχηματίστηκαν και διασώθηκαν προφορικά ως τα ιστορικά χρόνια, οπότε καταγράφηκαν.
 
Ως πηγή πληροφοριών, η μυθολογία είναι ιδιότυπη. Μέσα της έχουν συμπυκνωθεί πολλά πρώιμα ιστορικά βιώματα· όμως στους μύθους η ιστορική αλήθεια παρουσιάζεται παραμορφωμένη, κρυμμένη πίσω από φανταστικά γεγονότα και πρόσωπα, μετακινημένη στον χώρο και στον χρόνο, γεμάτη υπερφυσικά στοιχεία και υπερβολές.
 
Από τα πολύ παλιά χρόνια οι Προέλληνες που κατοικούσαν τον ελλαδικό χώρο είχαν αναπτύξει αξιόλογους πολιτισμούς: (α) τον κυκλαδικό πολιτισμό, που αναπτύχτηκε στα νησιά από την 4η χιλιετία ως το 1650 π.Χ., οπότε καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, και (β) τον μινωικό πολιτισμό, που αναπτύχτηκε στην Κρήτη από τα μέσα της 3ης χιλιετίας ως το 1450 π.Χ. περίπου, οπότε το νησί κατακτήθηκε από τους Αχαιούς[10] της ηπειρωτικής Ελλάδας.
 
Τα ινδοευρωπαϊκά φύλα[11] άρχισαν να διεισδύουν στον ελλαδικό χώρο γύρω στο 2000 π.Χ., ίσως και νωρίτερα. Δυναμικός λαός, οι Ινδοευρωπαίοι γρήγορα ωφελήθηκαν από τις επαφές τους με τους πολιτισμικά πιο προχωρημένους Προέλληνες. Από τους θαλασσοκράτορες Κρητικούς διδάχτηκαν τη ναυπηγική και τους δρόμους της θάλασσας, που ως τότε τους ήταν άγνωστη, και ακόμα τη μεταλλουργία και πλήθος άλλες τέχνες· από τους Κρητικούς προερχόταν και η πρώτη ελληνική γραφή, η γραμμική Β, που αποτελούσε εξέλιξη και προσαρμογή της μινωικής γραμμικής Α στα ελληνικά. Ο πρώτος ελληνικός πολιτισμός, ο μυκηναϊκός, θα ήταν αδιανόητος, αν δε στηριζόταν στον μινωικό, που προϋπήρχε.
 
Μυθολογικές διηγήσεις κάνουν λόγο για την αρχική υπεροχή των Κρητικών του Μίνωα, που πολέμησαν τους Αχαιούς της Αθήνας και τους επιβάλαν φόρο να στέλνουν κάθε χρόνο επτά νέους και επτά νέες τροφή για τον Μινώταυρο: θυσία στον μινωικό θεό-ταύρο. Αργότερα, όταν πια οι Αχαιοί είχαν ξεπεράσει τους δασκάλους τους, ο Θησέας, γιος του Αιγέα ή του Ποσειδώνα, κατάφερε να σκοτώσει τον Μινώταυρο μέσα στον Λαβύρινθο: στο τεράστιο και πολύπλοκο μινωικό διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο.[12] Τέλος, ο γάμος του Θησέα με τη Φαίδρα, κόρη του Μίνωα, μπορεί και αυτός να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικός της επιμειξίας των Ινδοευρωπαίων-Αχαιών με τους Κρητικούς-Προέλληνες.
 
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός άνθισε από τον 16ο ως και τον 13ο π.Χ. αιώνα. Τα αίτια της παρακμής και της καταστροφής των μυκηναϊκών κέντρων γύρω στα 1200 π.Χ. μας είναι άγνωστα, αλλά μπορούμε να τα φανταστούμε: φυσικές καταστροφές, πλημμύρες, σεισμοί, πυρκαγιές ή και μόνο μια επίμονη παγωνιά ή ξηρασία μπορούν να καταστρέψουν τις σοδειές και να οδηγήσουν τους γεωργικούς πληθυσμούς στην εξαθλίωση, προκαλώντας κοινωνικές ταραχές και επαναστάσεις. Ακόμα, οι μετακινήσεις πληθυσμών ήταν στις πρώιμες εποχές συνηθισμένο φαινόμενο· και στα πιθανά αίτια που προκάλεσαν τον μαρασμό και την πτώση των μυκηναϊκών βασιλείων πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβουμε τις επιδρομές των λαών της θάλασσας και την αναστάτωση που δημιουργούσε το τελευταίο ινδοευρωπαϊκό φύλο, οι Δωριείς, καθώς αναζητούσαν τόπους να εγκατασταθούν.
 
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός έδυσε, αλλά τα κατάλοιπα που άφησε πίσω του ήταν εντυπωσιακά: ακροπόλεις, παλάτια και κάστρα δομημένα με πέτρες τόσο μεγάλες ώστε οι κατοπινοί να τα ονομάσουν κυκλώπεια, θολωτοί τάφοι πελώριοι που όταν ξεσκεπάζονταν αποκάλυπταν αμύθητα πλούτη. Σιγά σιγά οι πληθυσμοί που εξακολουθούσαν να κατοικούν τις ίδιες τοποθεσίες σχημάτισαν τη μυθολογική αντίληψη πως οι προγενέστεροι κάτοικοι ήταν διαφορετικοί, ημίθεοι, ασύγκριτα πιο μεγαλόσωμοι και ρωμαλέοι από τους ίδιους. Αργότερα, τον 8ο π.Χ. αιώνα, ο Όμηρος περιγράφει στην Ιλιάδα (Μ 447-9) πώς:
 ο Έκτορας σήκωσε και σφεντόνισε μια πέτρα τόσο μεγάλη, που
άντρες αντάμα δυο -του τόπου τους οι πιο γεροί- απ᾽ το χώμα
σε αμάξι πάνω δε τη σήκωναν, απ᾽ όσους τώρα ζούνε
θνητοί στη γη. Μα εκείνος εύκολα την έπαιζε και μόνος.
 
Στη μυθολογία, το ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, όπως το περιγράφει ο Ησίοδος, αντιστοιχεί στην περίοδο της ύστερης χαλκοκρατίας (1600-1100 π.Χ.), που ταυτίζεται με την άνοδο και την πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού. Λέγαν ότι ο Δίας αποφάσισε να το εξαφανίσει γιατί οι άνθρωποι είχαν παραπληθύνει και η Γη παραπονιόταν πως τη βάραιναν. Για να την ανακουφίσει, ο Δίας προκάλεσε δύο πολέμους, τον Θηβαϊκό και τον Τρωικό, όπου σκοτώθηκαν πολλοί. Επόμενο ανθρώπινο γένος στη μυθολογία το σιδήρεον - σωστά, καθώς το σίδερο μπορεί να ήταν και νωρίτερα γνωστό ως σπάνιο μέταλλο, αλλά η χρήση του δε διαδόθηκε παρά μετά το 1100 π.Χ.
 
Οι πόλεμοι και μετακινήσεις πληθυσμών στο εσωτερικό της Ελλάδας προκάλεσαν, στους αιώνες που ακολούθησαν την πτώση των μυκηναϊκών βασιλείων, ένα έντονο μεταναστευτικό ρεύμα που συνεχίστηκε ως και τον 9ο π.Χ. αιώνα. Πρώτοι οι Ίωνες αναζήτησαν καινούργιες πατρίδες στη Χίο, στη Σάμο και στα παράλια της Μικρασίας από τη Φώκαια ως τη Μίλητο (Ιωνία)· ακολούθησαν οι Αιολείς, που εγκαταστάθηκαν στη Μυτιλήνη και στις απέναντι μικρασιατικές ακτές (Αιολία), τέλος και οι Δωριείς, που μετανάστευσαν στην Κύπρο, στα Δωδεκάνησα και στη γειτονική περιοχή της Αλικαρνασσού, την Καρία.[13]
 
Η παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου και οι ανακατατάξεις που ακολούθησαν δε διάκοψαν την ιστορική συνέχεια· προκάλεσαν όμως μια γενικότερη οικονομική και πολιτισμική υποχώρηση.[14] Παράλληλα, πολύ νωρίς, ήδη τον 10ο π.Χ. αιώνα, διαπιστώνουμε ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα, τη χαραυγή της γεωμετρικής εποχής, που θα διαρκέσει σχεδόν τρεις αιώνες, ώσπου, γύρω στα μέσα του 8ου π.Χ. αι., η διάδοση μιας καινούργιας γραφής και τα ομηρικά ποιήματα θα σημάνουν και τυπικά το τέλος της προϊστορίας και την αρχή της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας.
-------------
10 Αχαιοί είναι το όνομα που έδιναν στον εαυτό τους οι Έλληνες της μυκηναϊκής εποχής.
11 Για τους Ινδοευρωπαίους βλ. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
12 Πιστεύουμε ότι ο μύθος του Λαβύρινθου σχετίζεται με το λεγόμενο «παλάτι του Μίνωα» στην Κνωσό, που ήταν τόσο μεγάλο και μπερδεμένο ώστε σήμερα ακόμα οι επισκέπτες να χάνουν μέσα του τον δρόμο τους.
13 Αυτές οι κινήσεις χαρακτηρίζονται συχνά ως (πρώτος ελληνικός) αποικισμός - σωστά, καθώς το αρχαίο ρήμα ἀποικέω σημαίνει «εγκαθίσταμαι μακριά από τον τόπο μου». Ας μη μας παραπλανά η νεότερη σημασία των λέξεων αποικίζω, αποικία κ.τ.ό., όπου μια ισχυρή χώρα κατακτά την επικράτεια ενός λιγότερο αναπτυγμένου λαού και τον δυναστεύει.
14 Οι χαρακτηρισμοί ελληνικός μεσαίωνας και σκοτεινοί αιώνες, που είχαν δοθεί σε αυτή την περίοδο, διαψεύστηκαν από τα νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα και εγκαταλείφτηκαν.
 
Η προφορική παράδοση

 
Εμείς, που από μικρά παιδιά μάθαμε να διαβάζουμε και να γράφουμε, και που ο κόσμος γύρω μας είναι γεμάτος βιβλία, εφημερίδες, επιγραφές κλπ., δυσκολευόμαστε να φανταστούμε μιαν εποχή όπου η γραφή ήταν άγνωστη, ή δεν ήταν γνωστή παρά σε ελάχιστους, ιερείς ή κρατικούς υπαλλήλους. Ωστόσο, προφορικές κοινωνίες υπήρξαν για χιλιάδες χρόνια πριν από την επινόηση της γραφής· μερικές υπάρχουν και σήμερα σε απομονωμένες περιοχές, όπου οι ανθρωπολόγοι μπορούν ακόμα να μελετήσουν τα χαρακτηριστικά τους.
 
Στις προφορικές κοινωνίες κάθε λογής πληροφορία και γνώση μεταδίδεται άμεσα, από αυτούς που ξέρουν σε αυτούς που δεν ξέρουν, από τους ηλικιωμένους στους νεότερους, από τη μια γενιά στην επόμενη. Προφορικά διασώζεται η ιστορία του τόπου, της οικογένειας και της φυλής, προφορικά η βιοσοφία και η θρησκευτική πίστη με τους λατρευτικούς της κανόνες, προφορικά οι νόμοι, το εορτολόγιο, οι τεχνικές οδηγίες κλπ. Με τη συχνή επανάληψη τα παραπάνω έχουν την τάση να παγιωθούν, να κρυσταλλώσουν σε μια πετυχημένη διατύπωση που να μπορεί ο καθένας να τη θυμάται εύκολα. Έτσι δημιουργούνται τα γνωμικά, οι παροιμίες και πολλά ακόμα γνωστά και καθιερωμένα φτερωτά λόγια, που ύστερα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, σχεδόν αναλλοίωτα.
 
Ξεχωριστή κατηγορία φτερωτού λόγου αποτελούν τα τραγούδια: εκφράζουν συναισθήματα (λύπη, χαρά, αγάπη, ενθουσιασμό κλπ.), μεγαλύνουν θεούς και ανθρώπους, πλαισιώνουν τις τελετές, φαιδρύνουν τις συναναστροφές, συνοδεύουν το περπάτημα και τη δουλειά και, κάτι που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αφηγούνται. Οι πεζές προφορικές, περισσότερο ή λιγότερο αληθινές ή φανταστικές, αφηγήσεις δεν έλειψαν και δε θα λείψουν ποτέ· όμως στις προφορικές κοινωνίες η θέση των αφηγηματικών τραγουδιών ήταν, όπως θα δούμε, ιδιαίτερα σημαντική.
 
Είναι βέβαιο ότι τόσο οι Ινδοευρωπαίοι όσο και οι Προέλληνες είχαν, όπως και κάθε άλλος λαός, τα τραγούδια τους. Για τους Προέλληνες μπορούμε και να το αποδείξουμε: από τις Κυκλάδες, όσο και από την Κρήτη, έχουν σωθεί ειδώλια και απεικονίσεις τραγουδιστών και μουσικών οργάνων.
 
Το ίδιο ξεκάθαρες είναι και οι μαρτυρίες από τα μυκηναϊκά χρόνια, όταν πια η ινδοευρωπαϊκή και η προελληνική τραγουδιστική παράδοση είχαν συγχωνευτεί.[15] Στο λεγόμενο «παλάτι του Νέστορα», που χτίστηκε στην Πύλο τον 13ο π.Χ. αιώνα, στην αίθουσα του θρόνου εικονίζεται ένας τραγουδιστής με τη λύρα του. Καθιστός στον θαλασσόβραχο, ίσως να υμνούσε τον Ποσειδώνα, που σίγουρα λατρευόταν σε έναν τόπο ναυτικό σαν την Πύλο.
 
Από τους λατρευτικούς ύμνους στους θεούς υποθέτουμε ότι ξεκίνησε ένα ιδιαίτερο είδος αφηγηματικών τραγουδιών. Αρχικά διηγόνταν τη θαυμαστή γέννηση, την ευτυχισμένη ζωή, τους έρωτες και τα κατορθώματα ενός θεού, τις νίκες του απέναντι στους εχθρούς, τις ευεργεσίες του στους ανθρώπους κλπ. Στη συνέχεια οι τραγουδιστές άρχισαν με τον ίδιο τρόπο να τραγουδούν την καταγωγή, το μεγαλείο και τις ανδραγαθίες των βασιλιάδων και των ευγενών. Η διαφορά δεν ήταν μεγάλη, καθώς οι βασιλικοί οίκοι θεωρούσαν κατά κανόνα γενάρχη τους κάποιο θεό ή ημίθεο.
 
Πέντε αιώνες χωρίζουν τον λυριστή στο μυκηναϊκό παλάτι της Πύλου από τον Όμηρο· όμως τους συνδέει μια αδιάσπαστη αλυσίδα από ἀοιδούς ή ραψῳδούς, που για όλο αυτό το διάστημα κράτησαν ζωντανή την πανάρχαιη τραγουδιστική παράδοση. Ένας πολιτισμός έδυσε, άλλος πήρε να ανατέλλει· όμως ο ένας μετά τον άλλον οι τραγουδιστές με τη λύρα δε σταμάτησαν να ξετυλίγουν στα τραγούδια τους παλιές ιστορίες, κατορθώματα θεών και ανθρώπων - όλα στο πλαίσιο της δοξασμένης εποχής των μυκηναίων ηρώων, που όσο απομακρύνονταν χρονολογικά τόσο μεγεθύνονταν και αποκτούσαν τα μυθικά χαρακτηριστικά τους.
 
Προικισμένα άτομα που να τραγουδούν για την παρέα τους, ή και για τη δική τους μόνο ευχαρίστηση, δεν έλειψαν ευτυχώς ποτέ· και στον μυθικό κόσμο ο Αχιλλέας παρουσιάζεται κάποια στιγμή καθιστός μπροστά στη σκηνή του, με τη λύρα στα χέρια, να «ευφραίνεται ψάλλοντας παλληκαριές μεγάλες» (I 189). Ωστόσο, όταν εδώ μιλούμε για αοιδούς ή ραψωδούς, εννοούμε επαγγελματίες τραγουδιστές, σαν αυτούς που συναντούμε στις πρώιμες κοινωνίες να καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες (λατρευτικές, εθιμικές, καλλιτεχνικές κ.ά.). Για να πετύχουν και να αναγνωριστούν, όφειλαν εκτός από το ταλέντο τους να διαθέτουν και ορισμένες γνώσεις και δεξιότητες. Οι μελλοντικοί αοιδοί θα τις αποκτούσαν μαθητεύοντας κοντά σε έναν μεγαλύτερό τους έμπειρο τραγουδιστή, ίσως και σε ένα είδος σχολής, οργανωμένης από τη συντεχνία.
 
Γενικά, δεν ήταν εύκολο το επάγγελμα του τραγουδιστή. Ο αοιδός έπρεπε να έχει εξασκήσει τη μνήμη του και να παίζει στα δάχτυλα τη μυθολογία. Δεν έφτανε να είναι σε θέση να επαναλάβει γνωστά και πετυχημένα, δικά του ή ξένα, τραγούδια· έπρεπε και να μπορεί να συνθέσει στη στιγμή και να αφηγηθεί ποιητικά, αυτοσχεδιάζοντας, όποια ιστορία παλιά ή καινούργια τού ζητούσαν ή αποφάσιζε να τραγουδήσει. Δύσκολο, αλλά για να το πετυχαίνουν οι αοιδοί είχαν αναπτύξει μιαν ιδιαίτερη τεχνική, βασισμένη στην τυποποίηση.
 
Την τυποποίηση του ποιητικού λόγου των αοιδών την καθόριζε σε γενικές γραμμές ένας κανόνας: τα ίδια πράγματα λέγονται πάντα με τα ίδια λόγια. Αυτό σήμαινε στην πράξη ότι ο τραγουδιστής είχε στον νου του μια σειρά από προκατασκευασμένες διατυπώσεις, τους λογότυπους, που ταίριαζαν στον στίχο και απόδιδαν τη μία ή την άλλη έννοια. Για παράδειγμα, κάθε φορά που κάποιος έπαιρνε τον λόγο να δώσει μιαν απάντηση, ο αοιδός τραγουδούσε:
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη… (σ᾽ απάντησή του μίλησε…)
και συμπλήρωνε τον στίχο, ανάλογα με την περίπτωση, χρησιμοποιώντας τυποποιημένες πάλι εκφράσεις, όπως
…ξανθὸς Μενέλαος (…ο ξανθός Μενέλαος)
…νεφεληγερέτα Ζεύς (…ο Δίας που τα σύννεφα συνάζει)
…πολύμητις Ὀδυσσεύς (…ο μυαλωμένος Οδυσσέας).
 
Όχι σπάνια ο λογότυπος αντιστοιχούσε σε έναν ολόκληρο στίχο. Όταν π.χ. ένας πολεμιστής έπεφτε σκοτωμένος στη μάχη, ο αοιδός τραγουδούσε:
δούπησε δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ
(γδούπησε πέφτοντας και πάνω του βρόντηξαν τ᾽ άρματά του).

Και πάλι, κάθε φορά που ξημέρωνε καινούργια μέρα, ο αοιδός θυμόταν τον λογότυπο
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠῶς
(κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη).
 
Σε μεγαλύτερη κλίμακα, ο αοιδός μπορούσε να ενσωματώσει στο τραγούδι του και ολόκληρες τυπικές σκηνές, όπως τις κρατούσε έτοιμες στιχουργημένες στη μνήμη του. Τέτοιες σκηνές ήταν π.χ. η υποδοχή ενός ξένου, η προετοιμασία ενός γεύματος, ο εξοπλισμός ενός πολεμιστή για τη μάχη, η θυσία κ.ά.
 
Ήταν μεγάλη βοήθεια για τον αοιδό, όταν αυτοσχεδίαζε, να αξιοποιήσει έτοιμο υλικό, ανασυνθέτοντας και προσαρμόζοντάς το στην ιστορία που του ζήτησαν ή που ο ίδιος αποφάσισε να τραγουδήσει. Όμως ούτε ο κανόνας της τυποποίησης ούτε η τραγουδιστική πρακτική απαγόρευαν τους νεωτερισμούς. Κάθε άλλο: οι τραγουδιστές νιώθαν ελεύθεροι να παραλλάξουν λίγο ή πολύ τις τυπικές διατυπώσεις, και από τις παραλλαγές τους οι καλύτερες αργά ή γρήγορα ενσωματώνονταν στο παραδοσιακό υλικό. Ακούγεται παράξενο, αλλά κάθε τυποποίηση προϋποθέτει μια διαδικασία ανανέωσης, όπου το καλύτερο, όταν βρεθεί, αντικαθιστά το καλό.[16]
 
Η τυποποίηση αφορούσε και την ποιητική γλώσσα, γλώσσα τεχνητή που δε μιλήθηκε ποτέ και πουθενά στον αρχαίο κόσμο. Οι γλωσσολόγοι μελετούν τον τρόπο σχηματισμού και τα χαρακτηριστικά της·[17] για μας είναι αρκετό να διαπιστώσουμε δύο λειτουργικά της πλεονεκτήματα:
(α) Σπάνια οι τραγουδιστές έμεναν μόνιμα σε έναν τόπο· τις περισσότερες φορές ταξίδευαν την Ελλάδα, προσκαλεσμένοι ή αυτόκλητοι, να παρουσιάσουν τα τραγούδια τους, να διαγωνιστούν σε μουσικούς αγώνες, να πάρουν μέρος σε θρησκευτικές γιορτές και λαϊκά πανηγύρια. Όμως τα πρώιμα εκείνα χρόνια κάθε φύλο μιλούσε τη δική του ελληνική διάλεκτο, κάθε τόπος είχε τη δική του ντοπιολαλιά, και θα ήταν αδύνατο στους αοιδούς να προσαρμόζουν κάθε φορά τα τραγούδια τους στην τοπική γλώσσα. Η δυσκολία ξεπερνιόταν με το να συνθέτουν όλοι τα τραγούδια τους σε αυτή την τεχνητή, μεικτή, πολυσυλλεκτική θα τη λέγαμε σήμερα, γλώσσα, όπου ο κάθε ακροατής συναντούσε πολλά δικά του, αλλά και αρκετά αλλότρια, φωνητικά, λεξιλογικά, γραμματικά κ.ά. στοιχεία.
(β) Την αποδέχονταν αυτή την ποιητική γλώσσα οι ακροατές, όσο και αν καμιά φορά δυσκολεύονταν να την καταλάβουν. Την αποδέχονταν ως τη γλώσσα που μιλιόταν στη μακρινή εκείνη ένδοξη εποχή των ηρώων, τότε που, κατά τον Ησίοδο, «μαζί κάθονταν και συντρώγανε οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους» (απόσπ. 1).
---------------
15 Για μιαν ακόμα φορά φαίνεται να κυριάρχησαν τα προελληνικά στοιχεία: από τις λέξεις που σχετίζονται με τη μουσική οι περισσότερες είναι προελληνικές, όπως λύρα, κίθαρις, ἴαμβος, διθύραμβος, ἔλεγος κ.ά.
16 Το ίδιο συμβαίνει και στα έργα της λαϊκής λογοτεχνίας, που η προφορική τους παράδοση ακολουθεί ανάλογους κανόνες.
17 Βλ., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

Το έπος
 
Η λέξη ἔπος σημαίνει απλά και μόνο «λόγος»· όμως κιόλας στην Οδύσσεια ως ἔπεα χαρακτηρίζονται τα αφηγηματικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι αοιδοί με τη συνοδεία της λύρας τους. Αυτή τη σημασία διατηρούμε και στον σημερινό ορισμό, όταν λέμε ότι τα αρχαία ελληνικά έπη ήταν μακρόπνοα ποιητικά κείμενα συνθεμένα κατά στίχο[18] σε συγκεκριμένο μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο. Αρχικά οι αοιδοί τα παρουσίαζαν στο κοινό τραγουδιστά, με τη συνοδεία της λύρας τους· αργότερα η παρουσίαση μπορούσε να γίνει και με μελωδική απαγγελία, χωρίς μουσική συνοδεία.
 
Από την άποψη του περιεχομένου τους τα έπη χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα ηρωικά και τα διδακτικά. Στο ηρωικό έπος ο αοιδός τραγουδούσε κλέα ἀνδρῶν, «δόξες των ανδρών» (θ 73), δηλαδή τα δοξασμένα κατορθώματα των ἀνδρῶν ἡρώων μιας περασμένης εποχής που διαπιστώσαμε ότι ταυτιζόταν με την ακμή του μυκηναϊκού κόσμου. Γενικά, το αφηγηματικό περιεχόμενο των ηρωικών επών είχε μυθικό, ή ακόμα και παραμυθιακό, χαρακτήρα, και τα κατορθώματα των ηρώων ξεπερνούσαν συχνά τα ανθρώπινα μέτρα· όμως αυτό δεν εμπόδιζε τους ακροατές να πιστεύουν ότι οι ήρωες ήταν ιστορικά πρόσωπα, και ότι με τις ποιητικές αφηγήσεις τους οι αοιδοί τούς αποκάλυπταν την αλήθεια για τους προγόνους τους.
 
Οι ίδιοι οι αοιδοί ήταν βέβαιοι πως οι αφηγήσεις τους ήταν αληθινές, ακόμα και όταν συνειδητά τις είχαν παραλλάξει. Δεν τα διαμόρφωναν οι ίδιοι, λέγαν, τα τραγούδια τους, αλλά οι Μούσες: αυτές τους έδιναν την έμπνευση, αυτές τους υπαγόρευαν το τραγούδι και τους βοηθούσαν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες του - αυτές ουσιαστικά τραγουδούσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο ηρωικά έπη που μας σώζονται ξεκινούν με μιαν επίκληση του τραγουδιστή στη θεά Μούσα:
Ιλιάδα: Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος
(Τραγούδησε, θεά, το θυμό του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα)·
Οδύσσεια: Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον
(Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου).
 
Οι Μούσες υπαγόρευαν και τα διδακτικά έπη, που και αυτά αλήθειες φανέρωναν στους ακροατές τους. Το περιεχόμενό τους ήταν ποικίλο. Ο ποιητής μπορούσε να προτιμήσει θέματα θεολογικά, όπως η δημιουργία του κόσμου, η γενεαλογία των θεών, οι σχέσεις τους με τους ανθρώπους κλπ.· κοινωνικά, όπως η δικαιοσύνη· πρακτικά, όπως οι αγροτικές εργασίες, η ναυσιπλοΐα, το ημερολόγιο κλπ.· ή όποιο άλλο κεφάλαιο της ανθρώπινης γνώσης.
 
Ο διδακτικός χαρακτήρας επιβάλλει ορισμένους κανόνες. Η παρουσίαση της γνώσης γινόταν μεθοδικά· η έκθεση ήταν συστηματική και ολοκληρωμένη και συνοδευόταν συχνά από νουθεσίες, συμβουλές, επιταγές και προειδοποιήσεις - τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούν πάντα οι δάσκαλοι, οι γονείς και όποιος άλλος θέλει να οδηγήσει ή να επαναφέρει κάποιον ή κάποιους στον σωστό δρόμο. Έτσι ακριβώς και στο ένα από τα δύο διδακτικά έπη που μας σώζονται, στο Έργα και Ημέρες, ο ποιητής Ησίοδος προσπαθεί να νουθετήσει τον αδελφό του, που είχε ξεστρατίσει.
--------------
18 Στη σύνθεση κατά στίχο κάθε στίχος είναι μετρικά όμοιος με τον προηγούμενο. Ο δακτυλικός εξάμετρος στίχος ήταν, όπως ταιριάζει στην αφηγηματική ποίηση, αρκετά μεγάλος, όπως μεγάλος είναι και ο νεοελληνικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος των δημοτικών τραγουδιών, που και αυτός χρησιμοποιείται σε αφηγηματικές συνθέσεις κατά στίχο.
 
Η ομηρική ποίηση

 
Τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητής.
Πλάτων, Πολιτεία 606e

Η διάδοση της γραφής είχε μεγάλο αντίχτυπο στον ελληνικό λόγο, ιδιαίτερα στον ποιητικό, που πια δεν ήταν μόνο προφορικός, αλλά μπορούσε και να καταγραφεί. Ως τότε οι αοιδοί ήξεραν ότι τα τραγούδια τους χάνονταν στον αέρα και πως, όταν σταματούσαν να τραγουδούν, δεν έμενε παρά η ανάμνηση της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους στον νου των ακροατών τους. Τώρα όμως, με τη γραφή, σκέφτονταν ότι καταγραμμένα τα τραγούδια τους μπορούσαν να μείνουν αιώνια, να διαβαστούν και να τραγουδηθούν από πολλούς άλλους, να διατηρήσουν τη φήμη τους ζωντανή, ακόμα και μετά τον θάνατό τους. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν έκφραση του Θουκυδίδη, ο κάθε αοιδός είχε τώρα την αίσθηση ότι το έργο του δεν ήταν μόνο ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν, «μια προσπάθεια για να ακουστεί εδώ και τώρα», αλλά μπορούσε να αποτελέσει και κτῆμα ἐς ἀεί, «απόκτημα για πάντα» - και φυσικά έβαζε τα δυνατά του.
 
Δεν ξέρουμε ακριβώς πότε άρχισε να χρησιμοποιείται το νέο αλφάβητο. Σίγουρο είναι μόνο ότι η γραφή είχε ήδη διαδοθεί στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα (750-700 π.Χ.), τότε που πιστεύουμε ότι έζησε ο ποιητής, ή οι ποιητές, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας - και λέμε «ο ποιητής ή οι ποιητές», γιατί από τη μια είναι πολύ πιθανό ο ποιητής της Ιλιάδας να είναι ο ίδιος με τον ποιητή της Οδύσσειας, από την άλλη δεν αποκλείεται άλλος να είναι ο ποιητής της Οδύσσειας και άλλος ο ποιητής της Ιλιάδας.[19] Εδώ θα ακολουθήσουμε την συνηθέστερη εκδοχή, ονομάζοντας Όμηρο τον ένα ποιητή που συνέθεσε πρώτα την Ιλιάδα (γύρω στα 740 π.Χ.) και αργότερα (γύρω στα 710 π.Χ.) την Οδύσσεια.
 
Φαίνεται πολύ πιθανό, αλλά πάλι δεν είναι σίγουρο, ότι ο Όμηρος χρησιμοποίησε τις ευκολίες της γραφής για να συνθέσει τα έπη του· και πάλι δεν ξέρουμε αν έγραφε ο ίδιος, ή αν υπαγόρευε σε κάποιον άλλον. Βέβαιο είναι μόνο ότι συνθέτοντας την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ο Όμηρος ήξερε ότι δε συνθέτει απλά ηρωικά τραγούδια αλλά κάτι ξεχωριστό, ένα μνημείο της τέχνης του, έργα που θα μείνουν να τον δοξάζουν - όπως κι έγινε. Απόδειξη το ιδιότυπο σχέδιο και η μαστορική επεξεργασία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
 
Τυπικά, στους 15.693 στίχους της η Ιλιάδα αφηγείται ένα μόνο επεισόδιο από τον δέκατο χρόνο του Τρωικού πολέμου: τον θυμό του Αχιλλέα. Ωστόσο, μέσα στις πενήντα μία μέρες της διήγησης συμβαίνουν και περιγράφονται γεγονότα που επαναλαμβάνουν πολλά απ᾽ όσα είχαν συμβεί στα πρώτα εννιά χρόνια της πολιορκίας και προαναγγέλλουν πολλά που θα συνέβαιναν αργότερα, ως και την άλωση. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ακριβώς αυτό θέλησε και πέτυχε ο ποιητής: μέσα στο ένα επεισόδιο που αφηγείται να κατοπτρίζεται η εικόνα του πολέμου ολόκληρου.
 
Παρόμοια, στους 12.110 στίχους της η Οδύσσεια αφηγείται μόνο το τέλος του ταξιδιού του Οδυσσέα, από το νησί της Καλυψώς στο νησί των Φαιάκων και από κει στην Ιθάκη, όπου γρήγορα κατατροπώνει τους μνηστήρες και ξαναγίνεται κύριος στο σπιτικό του - σαράντα μία μέρες όλες κι όλες, ενώ η περιπλάνηση είχε διαρκέσει δέκα χρόνια. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής βρίσκει τρόπους να διηγηθεί όχι μόνο τις προηγούμενες περιπέτειες του Οδυσσέα αλλά και τις τύχες άλλων σημαντικών ηρώων του πολέμου - του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου, του Νέστορα κ.ά. Είναι πάλι φανερό ότι σχεδιάζοντας και συνθέτοντας την Οδύσσεια ο ποιητής θέλησε, και μπόρεσε, στον βασικό θεματικό του ιστό να συνυφάνει πολλούς ακόμα νόστους.[20]
          
Εύκολα διαπιστώνουμε ότι στον συνδυασμό τους Ιλιάδα και Οδύσσεια αλληλοσυμπληρώνονται για να καλύψουν ολόκληρο τον τρωικό μυθολογικό κύκλο, από την αρχή ως το τέλος. Αν μάλιστα προσέξουμε ότι όσα στοιχεία μνημονεύονται στην Ιλιάδα δεν επαναλαμβάνονται στην Οδύσσεια, τότε έχουμε έναν παραπάνω λόγο να πιστέψουμε ότι τόσο ο σχεδιασμός της Ιλιάδας όσο και ο σχεδιασμός της Οδύσσειας εντάσσονται σε μια μεγάλη ενιαία ποιητική σύλληψη.
 
Παρατηρήσεις στα ομηρικά έπη:
(α) Από τα λαϊκά αφηγηματικά τραγούδια της πρώιμης αρχαιότητας δε μας έχει σωθεί ούτε ένα. Όταν όμως στα έπη του Ομήρου συναντούμε στοιχεία γνωστά από μεσαιωνικά και νεότερα δημοτικά τραγούδια,[21] τότε βεβαιωνόμαστε ότι ο Όμηρος, όπως και οι προκάτοχοί του, είχε δεχτεί λαϊκές επιδράσεις, ή, καλύτερα, ότι στο πλαίσιο της προφορικής παράδοσης τα σύνορα ανάμεσα στην ανώνυμη λαϊκή ποίηση και στα τραγούδια των αοιδών ήταν ανοιχτά.
(β) Μορφολογικό στοιχείο συνηθισμένο στον λαϊκό λόγο και στα ομηρικά έπη είναι και η παρομοίωση, εικονιστικό εκφραστικό μέσο που βοηθά τον ποιητή να ενεργοποιήσει την οπτική φαντασία των ακροατών. Έτσι, κάποια στιγμή στην Ιλιάδα (Ε 87-91) ο Αχιλλέας ορμά, και οι Τρώες
πώς τ᾽ άλλα ψάρια, σύντας δέλφινας τρανός τα κυνηγήσει,
σε κόρφο τρέχουν καλολίμανο και στις γωνιές σμαριάζουν
ολότρομα, τι τρώει αχόρταγος όσα βρεθούν μπροστά του,
όμοια κι οι Τρώες μες στου Σκάμαντρου το ρέμα στριμωχνόνταν
κάτω απ᾽ τους όχτους…
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα η παρομοίωση τονίζει και εικονοποιεί τον πανικό των Τρώων και παράλληλα ποικίλλει τη διήγηση, καθώς στην περιγραφή της μάχης εισάγονται αναπάντεχα εικόνες από τον κόσμο της φύσης.
(γ) Ο Όμηρος από τη μια συνεχίζει την προφορική παράδοση των αοιδών, από την άλλη την παραλλάζει σύμφωνα με τις νέες συνθήκες και το ποιητικό του σχέδιο. Έχει σημασία να διαπιστώσουμε ποια στοιχεία στην ποίησή του είναι παραδοσιακά και ποια αποτελούν δικές του επινοήσεις και νεωτερισμούς.
 
(1) Οι γλωσσικοί, όπως και οι μετρικοί, νεωτερισμοί δεν είναι εύκολο να ανιχνευτούν, όταν όλα τα προγενέστερα κείμενα είναι χαμένα. Μπορούμε μόνο να υποψιαστούμε ότι ο Όμηρος χρησιμοποιεί συχνά τους παραδοσιακούς λογότυπους παραλλαγμένους με τρόπο που να τους προσθέτει κάποιο ιδιαίτερο νόημα.
(2) Πιο εύκολα ανιχνεύονται οι ομηρικές παρεμβάσεις στο περιεχόμενο της διήγησης. Τόσο ο Τρωικός πόλεμος όσο και ο νόστος του Οδυσσέα ήταν παραδοσιακά μυθολογήματα, γνωστά και πολυτραγουδισμένα· ωστόσο, πολλά μικρά και μεγάλα επεισόδια και θέματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας πιστεύουμε ότι αποτελούν ομηρικές επινοήσεις. Ομηρική επινόηση φαίνεται π.χ. πως είναι στην Οδύσσεια το ταξίδι του Τηλέμαχου στην Πύλο και στη Σπάρτη, ομηρική επινόηση στην Ιλιάδα ο δανεισμός των όπλων του Αχιλλέα, ίσως και ολόκληρο το επεισόδιο του θυμού.
(3) Νεωτερισμούς δεν αποτελούν μόνο οι προσθήκες αλλά και οι παραλείψεις, που δεν είναι βέβαια τυχαίες, αλλά πάλι εκφράζουν τις προτιμήσεις του ποιητή και υπηρετούν το ποιητικό του σχέδιο. Έτσι, στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια παραλείπονται παραδοσιακά στοιχεία που, αν μνημονεύονταν, θα δυσφήμιζαν τον ένα ή τον άλλο ήρωα. Παράδειγμα: πουθενά ο Όμηρος δε μνημονεύει τον βιασμό της Κασσάνδρας από τον Αίαντα τον Λοκρό, ούτε την απροθυμία του Οδυσσέα να συστρατευτεί εναντίον της Τροίας,[22] ούτε τον Παλαμήδη από το Άργος, σημαντικό ήρωα, αδικοσκοτωμένο από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη.
 
Ιλιάδα και Οδύσσεια παρουσιάζουν πολλές μεταξύ τους ομοιότητες αλλά και κάποιες καθόλου ασήμαντες διαφορές:
(α) Οι θεοί, με πρώτο τον Δία, είναι στην Ιλιάδα πιο αυθαίρετοι, λιγότερο δίκαιοι απ᾽ όσο στην Οδύσσεια, όπου παρουσιάζονται να ανταμείβουν τις αρετές και να τιμωρούν μόνο συγκεκριμένα σφάλματα.
(β) Αντίστοιχα, οι άνθρωποι είναι στην Οδύσσεια περισσότερο υπεύθυνοι και κύριοι της τύχης τους απ᾽ όσο στην Ιλιάδα, όπου οι ατομικές και συλλογικές τύχες είναι λίγο πολύ προαποφασισμένες.
(γ) Στην Ιλιάδα οι πρωταγωνιστές είναι επώνυμοι ευγενείς και βασιλιάδες, που τηρούν απαρέγκλιτα τους κανόνες της ηρωικής συμπεριφοράς. Ο απλός λαός κινείται στο περιθώριο, δρα και αντιδρά μόνο ως σύνολο. Στην Οδύσσεια σημαντικό ρόλο δεν έχουν μόνο ευγενείς και βασιλιάδες αλλά και άνθρωποι απλοί, σαν τον Εύμαιο, τον Φιλοίτιο, την Ευρύκλεια, ακόμα και τον Μελάνθιο. Όσο για τον ίδιο τον Οδυσσέα, η συμπεριφορά του σίγουρα δε συμβιβάζεται πάντα με τον ηρωικό κώδικα.
 
Οι παραπάνω διαφορές μπορούν να εξηγηθούν είτε από τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και προτιμήσεις των ποιητών (αν δεχτούμε ότι ο ποιητής της Οδύσσειας ήταν άλλος από τον ποιητή της Ιλιάδας), είτε από την εσωτερική εξέλιξη ενός μόνο ποιητή, του Ομήρου, που έγραψε νέος την Ιλιάδα και αργότερα, στην ωριμότητα του, την Οδύσσεια. Δύσκολο να αποφασίσουμε. Αν όμως παραμερίσουμε το δίλημμα του ενός ή δύο ποιητών, τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τουλάχιστον ένα μέρος από τις διαφορές που διαπιστώσαμε ανάμεσα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια μπορεί να εξηγηθεί από το διαφορετικό θέμα και από τις ιστορικές εξελίξεις στα τριάντα τουλάχιστο χρόνια που χωρίζουν το ένα έπος από το άλλο. Μέσα στον 8ο π.Χ. αιώνα το πολίτευμα της αυταρχικής θεόδοτης βασιλείας κλονίζεται και τείνει να αντικατασταθεί από άλλες, πιο υπεύθυνες, μορφές διακυβέρνησης, όπου ο ρόλος του πλήθους των κοινών ανθρώπων είναι μεγαλύτερος.

ΟΜΗΡΟΣ

Βίοι του Ομήρου μάς σώζονται αρκετοί· μόνο που οι περισσότερες πληροφορίες τους ανήκουν στον χώρο του θρύλου. Μιλούν για τον γιο του Μαίονα και της Κριθηίδας, που κανείς δεν ξέρει πού γεννήθηκε αλλά τον διεκδικούν επτά πόλεις, με επικρατέστερες τη Σμύρνη και τη Χίο.
 
Το πραγματικό του όνομα ήταν, λέει, Μελησιγένης, γιατί γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Μέλητα της Σμύρνης, αλλά αργότερα τον είπαν Όμηρο, είτε γιατί έχασε το φως του (ὅμηρος = τυφλός) είτε γιατί οι Σμυρνιοί τον παραδώσαν όμηρο στον πόλεμο με τους Κολοφωνίους.
 
Έζησε περιοδεύοντας με τα τραγούδια του τις ελληνικές χώρες και δοξάστηκε όσο κανένας άλλος. Μόνο στη Χαλκίδα, όταν αγωνίστηκε με αντίπαλο τον Ησίοδο, δεν πήρε το βραβείο. Το πλήθος τον έκρινε νικητή, αλλά ο βασιλιάς Πανήδης στεφάνωσε τον Ησίοδο, γιατί, όπως είπε, «δίκαιο είναι να νικά όποιος με τα τραγούδια του οδηγεί στη γεωργία και την ειρήνη, και όχι αυτός που περιγράφει πολέμους και σφαγές» (Αγών Ομήρου και Ησιόδου 207-10).
 
Στους βίους διαβάζουμε ότι πέθανε σε ένα μικρό νησί, την Ίο, από στενοχώρια, όταν δε μπόρεσε να καταλάβει έναν αινιγματικό λόγο που του είπαν νέοι ψαράδες.
 
Απ᾽ όλα αυτά μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Όμηρος καταγόταν από την Ιωνία, ότι ήταν ονομαστός ταξιδευτής αοιδός, ίσως και ότι ο θάνατος τον βρήκε στην Ίο.
 
Η επιτυχία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας ήταν άμεση και η διάδοσή τους μεγάλη. Γρήγορα τα δύο έπη καθιερώθηκαν ως πανελλήνιος ποιητικός θησαυρός, άξιος όχι μόνο να τραγουδιέται περιστασιακά αλλά και να αποτελεί σταθερό μέρος του επίσημου προγράμματος σε εορτασμούς όπως τα Παναθήναια, όπου κάθε τέσσερα χρόνια οι ραψωδοί, σε αδιάκοπη διαδοχή, παρουσίαζαν ολόκληρα τα ομηρικά έπη. Παράλληλα, από πολύ νωρίς η Ιλιάδα και η Οδύσσεια διδάσκονταν στα σχολεία, και είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 5ο π.Χ. αιώνα ως σήμερα, για είκοσι πέντε και παραπάνω αιώνες, τα ομηρικά έπη δεν έλειψαν ποτέ από το σχολικό πρόγραμμα.
----------------
19 Αυτή η άποψη, που και στα αρχαία χρόνια υποστηρίχτηκε από ορισμένους φιλολόγους της Αλεξανδρινής εποχής, τους χωρίζοντες όπως ονομάστηκαν, έχει και σήμερα πολλούς υποστηρικτές.
20 Ο νόστος είναι αρχαία λέξη που σημαίνει «ταξίδι επιστροφής».
21 Ως λαϊκά στοιχεία έχουν αναγνωριστεί ο τυπικός αριθμός τρία, το τρίτο και καλύτερο, το θέμα του αδύνατου, το θέμα των άστοχων ερωτημάτων, οι αιτιολογικοί μύθοι και άλλα πολλά.
22 Έναν υπαινιγμό μόνο συναντούμε στην Οδύσσεια (ω 119), όπου όμως δε λέγεται ότι για να αποφύγει τη στράτευση ο Οδυσσέας έκανε τον τρελό, ούτε κατονομάζεται ο Παλαμήδης, που τον ξεσκέπασε.

Το διδακτικό έπος - Ησίοδος
 
Στο πρώτο του έργο, τη Θεογονία, ο Ησίοδος περιγράφει πώς οι Μούσες τον επισκέφτηκαν στις πλαγιές του Ελικώνα, όπου έβοσκε τα πρόβατά του, πώς έκοψαν και του δώσαν ένα «θαυμαστό κλαρί από δάφνη», πώς του χάρισαν «θεόπνευστη φωνή» να ανιστορεί «όσα θα γίνουν και όσα έγιναν» και του ανάθεσαν να εξυμνεί το γένος των αθάνατων θεών, με πρώτες και τελευταίες κάθε φορά τις ίδιες. Βιογραφικές πληροφορίες μάς παρέχει και το δεύτερο έπος, το Έργα και ημέρες. Μαθαίνουμε ότι ο ποιητής γεννήθηκε και έζησε σε άγονο τόπο, στην Άσκρα της Βοιωτίας.[23] Ο πατέρας του καταγόταν από την Κύμη της Αιολίας, επιχείρησε να πλουτίσει με το θαλασσινό εμπόριο, απότυχε και τελικά εγκαταστάθηκε στην Άσκρα ως αγρότης. Μετά τον θάνατό του, ο Ησίοδος διαφώνησε με τον αδελφό του, τον Πέρση, στη μοιρασιά των κτημάτων η διαφορά τους έφτασε στο δικαστήριο και ο Ησίοδος επιχείρησε με το δεύτερο έργο του, το Έργα και ημέρες, να νουθετήσει τόσο τον Πέρση όσο και τους άρχοντες που θα τους έκριναν.
 
Υπακούοντας στις θεϊκές εντολές, ο Ησίοδος ξεκινά τη Θεογονία με ένα μεγάλο ύμνο στις Μούσες και στη συνέχεια εκθέτει τη γενεαλογία των θεών από τις πρώτες αρχές (το Χάος, τη Γη, τα Τάρταρα και τον Έρωτα) ως την τελική επικράτηση των Ολύμπιων και τον καθορισμό της κοσμικής τάξης από τον αρχηγό τους, τον Δία. Η θεογονία, όπως περιγράφεται, αποτελεί συνάμα και κοσμογονία, καθώς πολλοί αρχαιοελληνικοί θεοί αντιστοιχούσαν σε φυσικά στοιχεία και φαινόμενα. Έτσι, για παράδειγμα, «από το Χάος γεννήθηκαν το Έρεβος και η μαύρη Νύχτα· και πάλι από τη Νύχτα γεννήθηκαν ο Αιθέρας και η Ημέρα» (123-4)· ή «η Τηθύς γέννησε […] τους ποταμούς: τον Νείλο και τον Αλφειό και τον Ηριδανό» (337-8). Στις γενεαλογίες εντάσσονται και θεότητες που εμείς θα τις θεωρούσαμε απλές προσωποποιήσεις, αλλά για τους αρχαίους αποτελούσαν θεϊκές οντότητες. Έτσι, για παράδειγμα, «η Στύγα, κόρη του Ωκεανού, γέννησε […] τον Ζήλο, τη Νίκη, το Κράτος [= Δύναμη] και τη Βία» (383-5) και «η Έριδα, κόρη της Νύχτας, […] τον Μόχθο, τη Λησμοσύνη, την Πείνα, τους Πόνους, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Τσακωμούς, τις Κατηγόριες, τα Ψέματα» και άλλα κακά (226-32).
 
Στη συνέχεια της Θεογονίας ο Ησίοδος παρουσιάζει τις περιπτώσεις όπου θεές έσμιξαν με θνητούς και γέννησαν «παιδιά παρόμοια με θεούς» (π.χ. τον Αχιλλέα, γιο της Θέτιδας και του Πηλέα· τον Αινεία, γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση κλπ.). Θα περιμέναμε να παρουσιαστούν και οι περιπτώσεις όπου ένας θεός έσμιξε με θνητή· και πραγματικά, δεν αποκλείεται ο Ησίοδος να είχε καλύψει και αυτό το θέμα, είτε ως άμεση, σήμερα χαμένη, συνέχεια της Θεογονίας είτε σε ένα ξεχωριστό έργο γνωστό στους νεότερους με τον τίτλο Γυναικών κατάλογος. Ωστόσο, τα αποσπάσματα που μας σώζονται είναι δύσκολο, μερικές φορές και αδύνατο, να αποδοθούν όλα στον Ησίοδο.[24]
 
Όσο και να βοηθήσουν οι Μούσες, δεν είναι εύκολο να εκθέσει κανείς με τάξη και συνέπεια τη γενεαλογία, τη φύση και τη δράση των θεών μιας θρησκείας σαν την αρχαία ελληνική. Ο ποιητής δεν έφτανε να διαθέτει φαντασία και συστηματική σκέψη· απαραίτητο ήταν να γνωρίζει και την παράδοση: τη ζωντανή θρησκευτική παράδοση που συνεχιζόταν στις δοξασίες και τη λατρεία της εποχής του, όσο και τη λογοτεχνική θεολογική παράδοση που είχαν διαμορφώσει προγενέστεροι του ποιητές - ποιητές όχι μόνο σαν τον Όμηρο αλλά και σαν αυτούς που αργότερα, στα αρχαϊκά χρόνια, θα κρύβονται πίσω από τις μυθικές μορφές του Ορφέα, του Μουσαίου κ.ά.
 
Στον συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας και στη γειτονιά των Δελφών ο Ησίοδος είχε κάθε δυνατότητα να γνωρίσει και να μελετήσει την ελληνική θρησκευτική παράδοση σε βάθος. Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι στα έργα του συναντούμε και στοιχεία (μύθους, σχήματα, θέματα) που πιθανότατα προέρχονται από την Ανατολή.[25] Βέβαια, οι εμπορικές επαφές και οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους λαούς της ανατολικής Μεσογείου δεν έλειψαν ποτέ. Ανατολικά στοιχεία μπορεί να είχαν ενσωματωθεί στην ελλαδική παράδοση κιόλας από τα προελληνικά χρόνια, ή αργότερα στην εποχή των Μυκηναίων, ή και ακόμα αργότερα, μετά τη μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών στη Μικρασία, απ᾽ όπου, θυμίζουμε, καταγόταν η οικογένεια του ποιητή.[26]
 
Τα Έργα και ημέρες έχουν ποικίλο περιεχόμενο. Ο ποιητής συστήνει στον αδελφό του μια φίλεργη και συμμαζεμένη αγροτική ζωή. Τις γενικόλογες βιοσοφικές συμβουλές συνοδεύουν αναλυτικές και συγκεκριμένες οδηγίες για τις αγροτικές εργασίες, την οικιακή οικονομία και άλλα ειδικά θέματα, ακόμα και τη ναυσιπλοΐα. Μαζί τους μια σειρά από ηθικές διδασκαλίες, μυθολογικές αφηγήσεις και ο πρώτος γνωστός μας αλληγορικός μύθος με ζώα. Στο τελευταίο μέρος του έπους (764-824) ο ποιητής απαριθμεί ποιες μέρες του μήνα έχουν ορίσει οι θεοί ως κατάλληλες ή ακατάλληλες για το ένα ή το άλλο έργο. Στον συνδυασμό τους όλα αυτά δίνουν την εντύπωση μιας ανέμελης συνειρμικής ακολουθίας· μόνο με πολλή προσοχή μπορεί κανείς να διακρίνει πίσω από τη φαινομενική αταξία έναν αδρό αρχαϊκό σχεδιασμό.
 
Ιδεολογικά προσέχουμε τη μεγάλη σημασία που έδωσε ο Ησίοδος στη θεϊκή δικαιοσύνη. Η θεά Δίκη είναι κόρη του Δία και της Θέμιδας, αδελφή της Ευνομίας και της Ειρήνης (Θεογονία 901-3)· καθισμένη δίπλα στον Δία, συνεργάζεται μαζί του να ανταμειφτούν όσοι τιμούν τη δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν όσοι παραβαίνουν το δίκιο και αφήνουν μέσα τους να θεριέψει η ύβρη.
 
Αξιοπρόσεκτος είναι και ο έπαινος της εργασίας («ντροπή δεν είναι η δουλειά· το καθησιό ντροπιάζει», Έργα 311), καθώς και η εικόνα της αρετής, που οι θεοί την τοποθέτησαν στο τέρμα ενός απότομου ανήφορου, και πρέπει πολύ να ιδρώσει ο άνθρωπος για να τη φτάσει (Έργα 289-92).
 
Η ποιητική δράση του Ησιόδου τοποθετείται γύρω στα 700 π.Χ. Εκεί, στη στροφή από την Ομηρική στην Αρχαϊκή εποχή, μας οδηγούν και η επική του γλώσσα, που κυμαίνεται ανάμεσα στην παραδοσιακή τυποποίηση και τη θεληματική ποικιλία, η διφορούμενη στάση του απέναντι στους βασιλιάδες, που πότε τους μεγαλύνει και πότε τους κατηγορεί, κ.ά. Ότι για τη σύνθεση των επών του χρησιμοποίησε τη γραφή πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο.
---------------
23 Στους στ. 650-5 μαθαίνουμε ότι μία μόνο φορά ταξίδεψε, από την Αυλίδα ως τη Χαλκίδα, να πάρει μέρος στους επιτάφιους μουσικούς αγώνες για τον Αμφιδάμαντα, όπου και νίκησε τον Όμηρο.
24 Το μεγαλύτερο, γνωστό με το όνομα Ἀσπὶς Ἡρακλέους, πρέπει να γράφτηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα από έναν ποιητή που θέλησε να μιμηθεί τον Ησίοδο. Στον Ησίοδο αποδίδονται και μερικά άλλα, χαμένα σήμερα, έργα, όπως οι Χείρωνος Ὑποθῆκαι, η Ἀστρονομία, η Μελαμπόδεια, κλπ.
25 Ακόμα και η διδακτική ποίηση στο σύνολο της θα μπορούσε να έχει μεσανατολικές ρίζες. Από τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο μας είναι γνωστά διδακτικά ποιητικά έργα που ανάγονται στην τρίτη χιλιετία π.Χ.
26 Ο ασύμμετρα μεγάλος ύμνος στη θεά Εκάτη (Θεογονία 404-52) μας οδηγεί να υποψιαστούμε ότι από οικογενειακή παράδοση ο Ησίοδος τιμούσε ιδιαίτερα αυτή τη μικρασιατική θεά.
 

Η άλλη ποίηση

 
Το γεγονός ότι από την Ομηρική εποχή δε μας σώζονται παρά τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου δε σημαίνει ότι τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν και άλλα τραγούδια, διαφορετικά, χορευτικά ή όχι. Ο ίδιος ο Όμηρος μνημονεύει στα έπη του ύμνους λατρευτικούς του Απόλλωνα και της Άρτεμης, τραγούδια του γάμου, εργατικά τραγούδια του τρύγου και του αργαλειού, θρήνους κλπ., αλλά δε μας σώζεται τίποτα.
 
Επιλεγόμενα στις πρωταρχές
 
Ο Όμηρος και ο Ησίοδος είναι αυτοί που συνθέσαν για τους Έλληνες τη θεογονία, που δώσαν στους θεούς τις επωνυμίες, μοίρασαν τέχνες και τιμές, και καθόρισαν του καθενός την όψη.
Ηρόδοτος 2.53
 
Χρειάστηκε να διαδοθεί τον 8ο π.Χ. αιώνα η γραφή για να μας σωθούν τα πρώτα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου, δύο ποιητών που μεταξύ τους έχουν πολλά κοινά αλλά και διαφορές μεγάλες.
 
Κοινά στους δύο ποιητές είναι η επική γλώσσα και το μέτρο· κοινή η συνείδηση ότι τα έργα τους θα μείνουν να τους δοξάζουν, και η συνακόλουθη απόφασή τους να σχεδιάσουν και να συνθέσουν έργα μνημειακά όχι μόνο στην έκταση αλλά και στο περιεχόμενό τους: τόσο ο Όμηρος όσο και ο Ησίοδος, καθένας στον τομέα του, συναίρεσαν και κωδικοποίησαν το παραδοσιακό υλικό, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη δυνατή τάξη, συνέπεια και πληρότητα. Κοινή, τέλος, είναι και η δικαιολογημένη επιτυχία των δύο ποιητών, το κύρος, η φήμη τους και η πολύπλευρη επίδραση που άσκησαν στους μεταγενέστερους. Σωστά ο Ηρόδοτος μαρτυρεί ότι η επίσημη πανελλήνια θρησκεία επηρεάστηκε αποφασιστικά από τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου.
 
Ο Όμηρος και ο Ησίοδος διαφέρουν σε πολλά, και όχι μόνο γιατί ο ένας καλλιέργησε το ηρωικό και ο άλλος το διδακτικό έπος. Ο Όμηρος κινήθηκε στους ανοιχτούς ορίζοντες της Ιωνίας· ο Ησίοδος περιορίστηκε στον κλειστό και συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας. Ο Όμηρος συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του στις ανώτερες τάξεις των βασιλιάδων και των ευγενών της παλιάς πολύχρυσης μυκηναϊκής εποχής, ο Ησίοδος στη σύγχρονή του αγροτική κοινωνία της στέρησης. Στην ομηρική άνεση αντιστοιχεί η ησιόδεια φρόνηση, στην πολεμική δόξα η εργατική προκοπή - και όταν ο Όμηρος, όπως τον φανταζόμαστε, ταξίδευε στις βασιλικές αυλές και δοξαζόταν με τα τραγούδια του, ο Ησίοδος επιχειρούσε με τα δικά του να διδάξει δικαιοσύνη στον αδελφό του, που τον είχε αδικήσει, και στους τοπικούς άρχοντες, που θα δίκαζαν τη διαφορά.
 
Στον συνδυασμό τους ομοιότητες και διαφορές οδηγούν σε ένα ανέλπιστα ευνοϊκό για μας αποτέλεσμα. Από τη μια η κοινή επιθυμία των δύο ποιητών να συνοψίσουν την παράδοση και από την άλλη η διαφορετική τους υπόσταση και οπτική γωνία συνεργάστηκαν έτσι ώστε τα έργα τους να συνθέτουν μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα της προϊστορίας από τις αρχές ως και τον 8ο π.Χ. αιώνα. Πραγματικά, η πολεμική πραγματικότητα της Ιλιάδας, ο θαλασσινός κόσμος της Οδύσσειας, το θεολογικό και μυθολογικό πανόραμα της Θεογονίας, η ηθική διδασκαλία και ο πρακτικός οδηγός που περιέχονται στο Έργα και Ημέρες - το ένα με το άλλο όλα αυτά συμπληρώνουν, ερμηνεύουν και ζωντανεύουν τα προϊστορικά αρχαιολογικά ευρήματα και τις αποσπασματικές πληροφορίες των πινακίδων της γραμμικής Β γραφής.
 
Τα ομηρικά και ησιόδεια έπη δεν αποτελούν μόνο σύνοψη της προϊστορικής παράδοσης και κατακλείδα μιας εποχής. Όπως θα το περιμέναμε, οι δύο ποιητές έχουν προδιαγράψει στα έργα τους πλήθος στοιχεία, ιδεολογικά κ.ά., που η ανάπτυξή τους ανήκει στις επόμενες εποχές. Παραδείγματα: η τραγική μοίρα του Αχιλλέα και κυρίως η δικαιοσύνη του Δία, που σκιαγραφήθηκε από τον Όμηρο, θεμελιώθηκε από τον Ησίοδο και θα οικοδομηθεί αργότερα από ποιητές σαν τον Σόλωνα και τον Αισχύλο. Έτσι, σωστό θα ήταν, χαρακτηρίζοντας την επική ποίηση του 8ου π.Χ. αιώνα, να λέμε ότι αποτελεί συνάμα τέλος και αρχή.

Η απελευθέρωση από το άγχος

Η ζωή μας, ας το παραδεχτούμε, απλώς συμβαίνει. Συμβαίνει και συνοδεύεται από αμείλικτες ευθύνες. Χρειαζόμαστε χρήματα για να επιβιώσουμε, για να φροντίσουμε τα παιδιά μας, για να διατηρήσουμε την υγεία μας και για να πληρώσουμε τους λογαριασμούς που η κυβέρνηση χωρίς καμία λύπηση ακατάπαυστα μας ταχυδρομεί. Συνέχεια πρέπει κάτι να φροντίσουμε, κάτι να κυνηγάμε, με κάτι να αγχωθούμε. Και μόλις διανοηθούμε να ξεστομίσουμε ότι επιτέλους τα έχουμε όλα δρομολογήσει, ότι όλα τα έχουμε βάλει σε μια σειρά, εμφανίζεται σαν από μηχανής θεός ένας οικογενειακός φίλος μπροστά μας, να μας περιγράψει γλαφυρά την τελευταία καταστροφή που του χτύπησε την πόρτα και να μας ζητήσει τη συνδρομή μας στο πρόβλημά του. Μοιάζει σαν να έχει γίνει το άγχος, τρόπος ζωής για τους περισσότερους από μας.

Στην πραγματικότητα το στρες έχει ενσωματωθεί τόσο πολύ στην καθημερινότητά μας που αν κάποιος τολμήσει να πει πως η ζωή είναι σε γενικές γραμμές όμορφη και πως δεν έχει λόγο να παραπονιέται για όσα δυσάρεστα πιθανόν να του συμβαίνουν, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει πιστευτός. Ο περίγυρος θα αποφανθεί ότι εσκεμμένα εθελοτυφλεί ή θα χαρακτηριστεί ανεπανόρθωτα ρομαντικός. Δυστυχώς οι περισσότεροι από εμάς έχουμε καταχωρήσει στη μνήμη μας την λανθασμένη πεποίθηση ότι το άγχος στη ζωή μας είναι απόλυτα φυσιολογικό και ότι το να βιώνουμε στρεσογόνες καταστάσεις πολλές φορές είναι τιμητικό γιατί δηλώνει ότι είμαστε ζωντανοί, ότι έχουμε φιλοδοξίες για τη ζωή, ότι νοιαζόμαστε αληθινά για την οικογένεια και τη δουλειά μας, ότι είμαστε σημαντικοί και επιτυχημένοι και αυτή τη σημαντικότητα προσπαθούμε με νύχια και με δόντια να προασπίσουμε.

Υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος ώστε να διεκπεραιώνουμε όλες τις υποχρεώσεις της ημέρας και να αντέχουμε να ακούμε τις συμφορές και τα παράπονα των φίλων μας χωρίς να χάνουμε την γαλήνη και την ηρεμία μας; Υπάρχει κάποιος τρόπος να βρισκόμαστε σωματικά σ’ αυτόν τον κόσμο, να συμμετέχουμε σε όλες τις καταστάσεις και τις συνθήκες αλλά να μην ταυτιζόμαστε τόσο πολύ με τα συμβάντα αυτού του κόσμου, που σημαίνει να μην ταυτιζόμαστε τόσο με κάθε γεγονός ώστε να φτάνουμε στο σημείο να ξεριζώνουμε τις τρίχες της κεφαλής μας από ανησυχία ή απογοήτευση;

«Το στρες ποτέ δεν μας δίνεται. Υπάρχουν άνθρωποι που χωρίζουν φιλικά. Υπάρχουν άνθρωποι που πακετάρουν τα πράγματά τους και μετακομίζουν χωρίς πένθιμες κωδωνοκρουσίες. Δεν υπάρχει στρεσογόνος παράγοντας εκεί έξω. Βιώνουμε το άγχος ή δεν το βιώνουμε ανάλογα με τις πεποιθήσεις μας.» - Andrew Bernstein

Τι χαρακτηριστικά λοιπόν μπορεί να έχουν αυτοί οι άνθρωποι που μας περιγράφει ο παραπάνω σύγχρονος φιλόσοφος; Κατά ειρωνικό τρόπο, το περισσότερο άγχος δεν συμβαίνει στην παρούσα στιγμή. Συμβαίνει σαν αποτέλεσμα της σκέψης πάνω σε μια κατάσταση. Είτε επαναλαμβάνουμε στο νου μας ένα παρελθοντικό γεγονός και αφήνουμε τα συναισθήματα του παρελθόντος να μας αναστατώνουν ξανά και ξανά ή ανησυχούμε για ένα υποτιθέμενο μελλοντικό γεγονός που μπορεί και να μη συμβεί ποτέ (και τις περισσότερες φορές δε συμβαίνει). Χρησιμοποιούμε την φαντασία μας με τον χειρότερο τρόπο, προσπαθώντας να δημιουργήσουμε τα χειρότερα υποθετικά σενάρια εξέλιξης του δράματος της ζωής μας. Μέσα στον νου μας εξελίσσεται διαρκώς μια μάχη που δυστυχώς έχει πάντα έναν μόνο νικητή. Ο νικητής καθορίζει ποιος είμαι τελικά και κατά συνέπεια, πως βλέπω τον κόσμο που με περιβάλλει. Είμαι άραγε εκείνος που τη στιγμή αυτή στέκεται μπροστά στον κόσμο με αμεσότητα και ζει αυθεντικά στο «τώρα»; Ή είμαι εκείνος που τη στιγμή αυτή ζει τη ζωή του μέσα από τη μνήμη του, με βάση αυτά που έχει μάθει από το παρελθόν; Όταν το «τώρα» κερδίζει, σε στιγμές εσωστρέφειας και χαλάρωσης, ανακαλύπτω τον κόσμο απ’ την αρχή και βιώνω γύρω μου το θαύμα. Σε στιγμές κινδύνου, υποθετικού ή πραγματικού, όπου το «εγώ» απειλείται, συνήθως αντιδρώ πάντα «από μνήμης», σύμφωνα με την εμπειρία που έχω συσσωρεύσει από το παρελθόν.

Οι άνθρωποι λοιπόν που κατά τον Andrew Bernstein «χωρίζουν φιλικά», οι άνθρωποι που επιβιώνουν κάθε κρίσης, είναι οι άνθρωποι που ζουν τη στιγμή και βρίσκονται σε επαφή με τον ανώτερό τους εαυτό. Αν είσαι σε επαφή με τον εσώτερο εαυτό ΕΙΣΑΙ ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ. Ζεις το ΤΩΡΑ. Γιατί μόνο στο τώρα μπορείς να ενθυμηθείς. Ζεις σ’ αυτό τον κόσμο χωρίς να ανήκεις στον κόσμο αυτόν. Δε νοιώθεις φόβο και κίνδυνο. Αν δεν είσαι σε επαφή με τον εσώτερο εαυτό, αναμοχλεύεις τη μνήμη σου για να βρεις τον τρόπο να γλιτώσεις από την επικίνδυνη κατάσταση που ο νους σου επιμένει ότι βρίσκεσαι. Αυτή ακριβώς είναι η πάλη ανάμεσα στο «τώρα» και στη «ζωή μέσα από τη μνήμη»

Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε ποιοι άνθρωποι, ποια μέρη και ποιες καταστάσεις μας προκαλούν το μεγαλύτερο στρες στη ζωή μας και κατά συνέπεια μας αποσυνδέουν απ’ την παρούσα στιγμή, οφείλουμε να αποκτήσουμε επίγνωση των προτύπων της σκέψης μας. Πόσο συχνά σκεφτόμαστε συγκεκριμένα πράγματα και κυρίως ποια πεποίθηση κρύβεται πίσω από την σκέψη η οποία μας προκαλεί το άγχος; Για παράδειγμα, η επανάληψη ενός παρελθοντικού γεγονότος το οποίο συνεχίζει να μας εξοργίζει ξανά και ξανά, συνήθως απορρέει από την πεποίθηση ότι κάποιος έπρεπε να ενεργήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, τον τρόπο που εμείς προσδοκούσαμε να ενεργήσει. Η πεποίθηση ότι τα πράγματα πρέπει να εξελίσσονται όπως ακριβώς εμείς θέλουμε, μας δημιουργεί πάντα οργή και αγανάκτηση. Αλλά το σίγουρο είναι πως η ζωή ποτέ δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τον τρόπο που εμείς θα θέλαμε. Δε θέλουμε να έχουμε οικονομική κρίση, δε θέλουμε να αρρωσταίνουμε, να πέφτουμε σε μποτιλιάρισμα, να μένουμε άνεργοι, να μας απατάει ο σύντροφός μας. Δε θέλουμε να ακούμε κριτική από τους άλλους γιατί δεν αρέσει στον εγωκεντρικό μας εαυτό… Κι όμως όλα αυτά συμβαίνουν συχνά. Και όσο συντομότερα συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι κάθε μεμονωμένη κατάσταση στη ζωή μας δεν είναι δυνατόν να πηγαίνει όπως ακριβώς τη σχεδιάσαμε, τόσο γρηγορότερα θα μπορέσουμε να βρούμε την πραγματική γαλήνη μέσα στις καταιγίδες της ζωής. Ο εσωτερικός πυρήνας, το ειρηνικό κέντρο που βρίσκεται μέσα σε όλους μας, δεν έχει προσκολλήσεις σε αποτελέσματα. Δεν έχει «πρέπει» και «δεν πρέπει», δέχεται τη ζωή όπως έρχεται, γι’ αυτό σπάνια διαταράσσεται από τα αναπάντεχα γεγονότα της καθημερινότητας.

«Κι όταν ο Άγγελος με άγρια όψη ορθωθεί εμπρός σου
Δέξου το, μην τραβηχτείς»
 Ομάρ Καγιάμ

Είναι σήμερα τόσο μεγάλη η φασαρία του εξωτερικού κόσμου, ώστε η αίσθηση που αναδύει το εσωτερικό μας, η αίσθηση της ησυχίας και της πληρότητας δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή. Όταν η γαλήνη γίνεται τρόπος ζωής, τότε με φυσικότητα απομακρυνόμαστε από ανθρώπους, από μέρη και ακόμη και από πρότυπα σκέψης που διαταράσσουν αυτή τη γαλήνη. Από αυτή την κατάσταση της ύπαρξης, την κατάσταση της εγρήγορσης, είμαστε ικανοί να χειριστούμε τις απρόσμενες καταστάσεις της ζωής όπως αυτές παρουσιάζονται μπροστά μας. Τότε, οι προβληματικές καταστάσεις που μπορούν να αλλάξουν, αλλάζουν και οι άνθρωποι που μπορούν να απομακρυνθούν από τη ζωή μας απομακρύνονται. Η ζωή γίνεται απίστευτα απλή. Όσο για τις καταστάσεις που μας προκαλούν άγχος και δεν μπορούν να επιλυθούν, μαθαίνουμε την τέχνη της αποδοχής. Αν προκύψει ένα πρόβλημα το οποίο δεν μπορεί άμεσα να επιλυθεί, είμαστε αναγκασμένοι να το αποδεχτούμε όπως είναι και αφού δε μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε γι’ αυτήν. Την ίδια τακτική χρησιμοποιούμε και με τους ανθρώπους με τους οποίους σχετιζόμαστε. Πολύ συχνά, εμφανίζονται αρνητικοί άνθρωποι στη ζωή μας που παραπονιούνται συνεχώς για μικροπράγματα και επιμένουν από μας να εμπλακούμε στο δράμα τους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις εμείς καλούμαστε, όχι μόνον να ασκήσουμε την αποδοχή, (να αποδεχτούμε ότι τουλάχιστον για την ώρα είναι έτσι, δηλαδή αρνητικοί και γκρινιάρηδες) αλλά να ασκήσουμε επίσης την πρακτική της ανταπόκρισης αντί της αντίδρασης και αποφυγής. Αντί να πιαστούμε στα δίχτυα της αρνητικότητας τους και να υποφέρουμε μπορούμε να ανταποκριθούμε από το επίπεδο της συνειδητότητάς μας. Έτσι, αφού τους ακούσουμε προσεχτικά, μέσα από αυτό το επίπεδο της επίγνωσης, είτε θα τους προσφέρουμε μια συμβουλή που πιστεύουμε ότι μπορεί να τους βοηθήσει ή αν υπάρχει άλλος τρόπος βοήθειας θα εκτιμηθεί εκείνη τη στιγμή κατά πόσο είναι ωφέλιμος ώστε αυτός ο άνθρωπος να ξεφύγει από τη δυσάρεστη κατάστασή του. Δεν υπάρχει σωστός ή λάθος τρόπος ανταπόκρισης όταν αυτή προέρχεται από μια γνήσια περιοχή, την περιοχή της εγρήγορσης. Τελικά, είμαστε κάτι πέρα από τα φτωχά μας λόγια∙ Είμαστε! Ο κυριότερος τρόπος να συμπαρασταθούμε στους άλλους είναι να καταφέρουμε να θυμηθούμε τον αληθινό μας εαυτό.

“Νιώθω εντελώς ακίνητη και άδεια, όπως πρέπει να νιώθει το μάτι ενός ανεμοστρόβιλου που κινείται μονότονα στο κέντρο ενός μεγάλου σαματά!”
Sylvia Plath

 Μπορεί στην αρχή να αισθάνομαι περίεργα, ίσως ακόμη και βαρετά μη συμμετέχοντας στο μάτι κάθε κυκλώνα. Συνήθως όταν ένα άτομο έχει τόσο πολύ εθιστεί στο χάος και το στρες στα πρώτα σημάδια εσωτερικής γαλήνης μπορεί να νιώσει περίεργα και άβολα. Αλλά τελικά αυτό που αρχίζει να συμβαίνει είναι τα μικρά πράγματα να αρχίσουν να του προκαλούν ενθουσιασμό και χαρά. Ένα καλό γεύμα, ο ποιοτικός χρόνος με ένα φίλο, μια ζεστή κούπα με καφέ, η ησυχία ενός μαγευτικού ηλιοβασιλέματος, αντικαθιστούν το άγχος και γίνονται η βασική διέγερσή μας. Και όταν καταφέρουμε να ανακαλύψουμε την αληθινή χαρά στα απλά και μικρά πράγματα, αντί να εξαρτιόμαστε από το στρες για να νιώσουμε ζωντάνια, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να μας πείσουν να πιαστούμε στις ασήμαντες εγωιστικές μας επιδιώξεις ή στην αρνητικότητα των ανθρώπων που συναναστρεφόμαστε. Μόλις βιώσουμε την ευλογία της εσωτερικής αταραξίας, η ευδαιμονία και η ευγνωμοσύνη γίνονται η φυσική μας κατάσταση, που μας επιτρέπει να δούμε την ομορφιά, την μαγεία και την έκπληξη σε κάθε ασήμαντη για τους άλλους έκφανση του βίου μας. 

ΣΑΠΦΩ ΚΑΙ ΕΛΥΤΗΣ

Ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός κόσμος έφθαναν στην αισθητική χαρά από δρόμους που σήμερα έχουν χορταριάσει. Εννοώ τα μετρικά ή γλωσσικά στερεότυπα και τα σύμβολα, μορφές μεσολαβητικές που αγνοούσαν την άμεση ψυχική επαφή του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Την αμεσότητα της εκφράσεως και την θερμότητα των καλλιτεχνικών τρόπων αναζήτησε η Δύσις προς τα τέλη του Μεσαίωνος, υπό την πίεσι της ατομικότητος, η οποία τότε μόλις άρχισε ν’ αναπτύσσεται και ν’ αντιπαρατίθεται στην συνείδησι του ομαδικού βίου και στα ψυχρά μέσα του – χρώματα είτε σχήματα λόγου. Το υποκειμενικό αίσθημα στηρίχθηκε στην δυναμική παρουσία των ρωμανικών λογοτεχνιών και έτσι επιβλήθηκε.

Αυτά όλα, προϊόντος του χρόνου και του νεωτέρου πολιτισμού, ξεχάσθηκαν. Επειδή όμως τα έργα της Αρχαιότητος έμειναν πρότυπα αιώνια, η λήθη άφησε πίσω της ένα αισθητικό κενό που ταλαιπωρεί την σχέσι μας με το κλασικό παρελθόν. Το κενό εμφανίζεται για τα γράμματά μας οδυνηρά στις μεταφράσεις των αρχαίων λογοτεχνικών κειμένων, από τις οποίες κατά κανόνα λείπει η επίγνωσι των εκφραστικών πλασμάτων της ψυχρότητος, για να πρυτανεύση η μεταφορά των πρωτοτύπων κατ’ ευθείαν στο βιωμένο αίσθημα. Διαφεύγει ότι στην αρχαία, όπως άλλωστε στην εκκλησιαστική και την δημοτική μας ποίηση, προέχει η δύναμις των γεγονότων και όχι κάποια ψυχολογική τους μεταγραφή. Τούτο εις βάρος κοιτασμάτων αισθήματος, που ενεργοποιούμενα θα πλούτιζαν την φράσι με την πλαγία θερμότητα των όρων της ψυχρότητας.

Στην κρυστάλλινη επιφάνεια μιας γλώσσας, την οποία οι άνθρωποι ζούσαν ως στοιχείο της φύσεως, κυριαρχούσαν τα πράγματα και όχι τα συναισθήματα. Την συγκίνηση δεν προκαλούσε η εσωτερική πρόσληψι αλλά η υλική πίεσι των εικόνων και των λέξεων – η έκπληξη.

«Το μακραίωνο σώμα της ελληνικής»

Μεταξύ πλήθους δειγμάτων κρατώ την μετάφρασι της Σαπφούς από τον Οδυσσέα Ελύτη. Αφ’ ενός μεν επειδή ο ποιητής ήταν ικανώτατος χειριστής του νεοελληνικού λόγου και επομένως άνθρωπος με ωξυμμένη συνείδησι της γλώσσας• αφ’ ετέρου διότι στο εγχείρημά του παρακινήθηκε από την «λυρική συγγένεια» με την αρχαία ποιήτρια, χωρίς να δώση σημασία στις μεταξύ των καταστατικές διαφορές. Ήθελε να δείξη πως η ταυτότης των λέξεων και των εννοιών στο μακραίωνο σώμα της ελληνικής προκαλεί «την ίδια αίσθηση του φυσικού κόσμου, τη χαρακτηριστική, που εξακολουθεί αναλλοίωτη από τα χρόνια εκείνα ίσαμε σήμερα να παρακολουθεί τα τέκνα της Αιολίδας». Θεωρούσε Σαπφώ και Αρχίλοχο τους πρώτους που ανατρέπουν την επική μονοκρατορία στην έκφρασι «φέρνουν τα αισθήματα και τα όνειρα στο πρώτο επίπεδο, τολμούν να μιλήσουν για την ατομική τους ζωή, να πουν τον καημό τους, να τραγουδήσουν, να χορέψουν». Είναι οι πρώτοι που φέρνουν στην ποίησι την θέρμη του αμέσου -εξίσου δικού του- αισθήματος.

Πρέπει να πω ευθύς εξ αρχής ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Εις την αρχαία ποίησι ισχύουν, ως γνωστόν, ορισμένες αρχές, οι οποίες αγνοούν τα υποκειμενικά αισθήματα και αποτελούν σταθερά κριτήρια για την πλάσι του έργου και την αισθητική του πρόσληψι. Εκτός αυτών των αρχών την διαβάζουμε αναχρονιστικά και μεταγράφουμε απροϋπόθετα σε μέτρα δικά μας την ψυχική αποτύπωση του κόσμου της. Όχι πως κάτι τέτοιο είναι αθέμιτο, δεν είναι όμως αυθεντικά ποιητικό.

Στη δημιουργία δεν αρπαζόμαστε από πάνω μας• βρίσκουμε τον εαυτό μας, αφού προηγουμένως τον χάσουμε. Αρχή πρώτη: Το αίσθημα έρχεται απ’ έξω και όχι από μέσα μας. Όταν και αυτός ο έρως είναι δώρο των θεών, το εκτός υπάρχει απείρως κραταιότερο του εντός, σημείο μιας εσωτερικότητας ακόμη ανανάπτυκτης. Εάν η εσωτερικότης των Αρχαίων δεν ήταν περιωρισμένη, το άρθρο και το υποκείμενο θα έδιναν πολύ πιο στιβαρό «παρών» στον λυρικό τους λόγο. Τα ίδια ισχύουν και για το έπος. Αρχή δεύτερη: Η ποιητική εικόνα δεν υποστηρίζει την ιδέα του στίχου αλλά υπηρετεί την υλική του ένταση. Γι’ αυτό, αντί να αποδίδει αισθήματα δονεί τις αισθήσεις. Αρχή τρίτη: Το αίσθημα πηγάζει από τους παλμούς της εντάσεως και όχι από το όποιο νόημα των λεγομένων. Τις τρεις τούτες αρχές πρέπει να έχει προ οφθαλμών ο μεταφραστής, εν συνειδήσει ότι α¬ποτελούν όρους αισθητικής ψυχρότητος, που απαιτούν αντίστοιχα μέσα. Οφείλει να συνθέση οργανικά το ήθος της φυσικής αισθήσεως με τον ρυθμό της εσωτερικής θερμότητος, η οποία βάζει την σφραγίδα της στην ψυχή του σημερινού ανθρώπου. Είναι άκρως επισφαλές ν’ ακολουθήση μόνο την φωνή της αμεσότητος• θα υποταχθή στο εννοιολογικό περιεχόμενο του στίχου και θα προσπαθή να συγκινήση αναπαράγοντας το καλολογικά.

Συγκρουόμενα αισθήματα

Ο Ελύτης δεν πέτυχε στη μετάφρασή του το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Εργάσθηκε χωρίς να υπολογίση τα στρώματα της ψυχρότητος στο έδαφος και το υπέδαφος της αρχαίας λυρικής.

Έτσι, δέχθηκε μεν την ενεργειακή ακτινοβολία τους, όμως η αισθαντικότητά του δεν την άντεχε και αντί να την εισπράξη για λογαριασμό του δημιουργικά, δούλεψε ασυνειδήτως στην «αντιγραφή» του, για να την αποβάλη ως ξένο σώμα. Δεν έχει σημασία ότι έχασε μια μάχη• σημασία έχει ότι δεν κατάλαβε ακριβώς τι είδους μάχη έδωσε και έχασε. Ιδού με¬ρικά παραδείγματα, που θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω ανέτως (παραπέμπω στη σελιδαρίθμησι της εκδόσεως του «Ικάρου»): ουκ οιδ’ όττι θέω• δίχα μοι τα νοήματα (σελ. 20). Μεταφράζει: «τι θέλω μήτε ξέρω• δύο γνώμες είναι μέσα μου». Εδώ την θέσι του αντικειμενικού γεγονότος παίρνει μια ψυχολογική παραλλαγή – η φράση ενός αναποφάσιστου τύπου αμλετικού, που απονευρώνει τον αρχαίο λόγο. Αντιθέτως στο πρωτότυπο μιλεί ένας άνθρωπος, τον οποίο έχουν παραλύσει τα συγκρουόμενα αισθήματα ηδονής και λύπης που γεννά ταυτοχρόνως ο έρωτας. Δεν ξέρει τι κάνει, τι του συμβαίνει, μέσα στον έρωτά του νοιώθει σαν δύο άνθρωποι. Το έχει ξαναγράψει η Σαπφώ (σελ. 62 και 34): Έρος δηύτέ μ’ ο λυσιμέλης δόνει, γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον («Μου κόβει, πάλι, τα πόδια και με συγκλονίζει ο έρωτας, γλυκόπικρο, τέρας μοιραίο»)• αλγεσίδωρος. Ακολουθούν τον έρωτα πάθος μαζί και πόνος, σαν δύο κόσμοι χωριστοί. Αυτό είναι που τρελλαίνει και που ο στίχος δηλοί: «δεν ξέρω τι έχω πάθει• νοιώθω στα δύο μέσα μου». (…) ήρος άγγελος ιμερόφωνος αήδων (σελ. 28). Ελύτης: «μαντατοφόρος άνοιξης ηδονικής φωνής αηδόνι». Το αηδόνι αναγγέλλει με ηδονική φωνή ότι ανοίγουν όλα σε όλα. Η Σαπφώ ρίχνει το βάρος εις την ηδονική έντασι της Ανοίξεως, που η φωνή του αηδονιού μεταβάλλει σε απτή πραγματικότητα. Το «έαρ» και ο «ίμερος» (πόθος) στηρίζουν μουσικά τον στίχο με τη βελούδινη αδρότητα του ρω και αφήνουν το μέταλλο των ήχων να μας πλήξη ως εισαγωγή στην αναστάτωσι της Ανοίξεως. Το αποτέλεσμα της ψυχρής υλικής συστάσεως του λόγου στο πρωτότυπο βρίσκεται στους αντίποδες της κλιματισμένης θερμότητος που φέρνει στην μετάφρασι η δημοτική του «μαντατοφόρου». Βεβαίως ο ποιητής αξιοποιεί τον ηχητικό συσχετισμό αηδονιού και ηδονισμού της Ανοίξεως, αλλά τον χρησιμοποιεί στο πνεύμα ενός αναπαραστατικού λόγου, οπότε το ποιητικό νόημα φθάνει σ’ εμάς σχεδόν ξέπνοο δια της τεθλασμένης του περιεχομένου της παραστάσεως, ενώ χάρι στην υγρή συμπλοκή των συμφώνων του ο αρχαίος στίχος μας τυλίγει σαν ερωτική ανάσα: «εαρινός άγγελος, ιμερόλαλο αηδόνι».

Το ηχείο της μορφής

Ο μεταφραστής είναι απολύτως απαραίτητο να υπολογίζη κάθε φορά τον σφυγμό του αρχαίου στίχου. Εν προκειμένω δεν απευθύνεται στην φαντασία και το συναίσθημα για να συγκινήση. Οι λέξεις ενεργούν ως υλικές δυνάμεις και ανοίγουν στην αίσθησι τον δρόμο της διανοίας. Ο ήχος τους καρφώνεται στην ψυχή. Η μορφή του στίχου είναι κατασκευή πολλαπλών επιφανειών, που προκαλούν αντήχησι και δίνουν στα λεγόμενα το σφρίγος της ζωής. Το ηχείο της μορφής λειτουργεί ως δονητής των λέξεων και άμα ως πυκνωτής. Γι’ αυτό και χωρίς την μορφή ο λόγος χάνει σε ενέργεια. Το θαύμα στον αρχαίο στίχο συμβαίνει στο ισοκράτημα του αισθήματος, σε μία τάξι ασάλευτη, που σε λυτρώνει από την αγωνία να δώσης εσύ λύσι στα πάντα. Κάθε μετάφρασι η οποία παραγνωρίζει αυτά τα στοιχεία είναι καταδικασμένη να επενδύη λογοτεχνικώς τα γυμνωμένα πλέον νοήματα του πρωτοτύπου της.

Έρος δ’ ετίναξέ μοι φρένας ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτων (σελ. 34). Το αρχαίο αποδίδει ο Ελύτης ως εξής: «ο έρωτας μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομαχώντας». Εδώ η εκφραστική θερμότης καταντά πλαδαρός πληθωρισμός. Η συγκίνηση βασίζεται στην καλολογική μεταγραφή του νοήματος, που φυσικά εξατμίζεται κατά την διάθλασί του στην νεοελληνική αναπαράστασι. Στο αρχαίο κείμενο ο στίχος ορμά κατ’ επάνω μας και μας κυριεύει σαν φυσικό φαινόμενο, αντί να υπαγορεύη παραπειστικά. Τον απολαμβάναμε αν κρατήσωμε στην πλαστική της έντασι την παραφορά του πάθους, για να μεταγγίσωμε την δική της δύναμη στην εικόνα του ανέμου που κτυπά. Το ρίγος της υιοθετημένης αρχαίας φράσεως διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα τη μεταφορά και την κάνει μαζί της να σείεται: «ο έρωτας μου τίναξε τις φρένες σαν άνεμος που ρίχνεται μαινόμενος στους δρυς απ’ τα βουνά».

Όταν ο λόγος δεν μεταφέρει απλώς έννοιες, και μία ή δύο λέξεις προκαλούν θύελλα. Ο αρχαίος ποιητής επιτυγχάνει μέγιστο αποτέλεσμα με ελάχιστα μέσα. Θα έλεγα, στα συντρίμμια διακρίνεται ζωηρότερα το υλικό μέγεθος του ελληνικού λόγου. Έτσι τον εισέπραττε τουλάχιστον εκείνος ο άνθρωπος και έτσι τον έπλαθε, αφού η ποσότης των συλλαβών, η μακρότης και η βραχύτητά των αποτελούσε το νόημα. Πολλά από τα στοιχεία αυτά έχουν σήμερα ατροφήσει έως αφανισθεί, όμως δεν αποκλείεται να δεχόμαστε τις λέξεις εξ ίσου με τις αισθήσεις και με τα αισθήματα. Αρκεί να εντοπίζωμε κάθε φορά τους διαύλους της αισθαντικότητος, να βρίσκωμε πώς εκλύεται η αισθητική συγκίνησι στο πρωτότυπο και πώς μπορεί να την δεξιωθή ποιητικά η γλώσσα της μεταφράσεως. Από αυτούς ένας είναι η λακωνική έκφραση.

Φως και χάρις

Και το τελευταίο: στάθι κάντα φίλος και ταν επ’ όσσοισ’ ομπέτασον χάριν (σελ. 120). Μεταγραφή Ελύτη: «λοιπόν στάσου αντικρύ μου αγαπημένε κι άφησε μες στα μάτια η χάρη σου όλη ν’ απλωθεί». Κι εδώ το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στο εννοιολογικό περιεχόμενο. Η μεταφραστική εργασία γίνεται ερήμην της ποιητικής υφής και λειτουργίας ενός πρωτοτύπου, το οποίο κυριολεκτικά καίει σαν πάγος. Αποτέλεσμα είναι αυτή η ψυχολογική αναπαράσταση, που σε γεμίζει αμφιβολίες για την αξία της Σαπφούς και τα κριτήρια όσων την εξύμνησαν. Στον στίχο η Σαπφώ ζητεί από αγαπημένο φίλο να σταθεί αντωπός για να τον χαρούν τα μάτια της. Όμως, τούτο σημαίνει κάτι περισσότερο απ’ ό,τι εμείς νομίζουμε. Το βλέμμα είναι για τον αρχαίο Έλληνα ριπή φωτός, ενεργός θέα και όχι τρόπος να σχηματίζη στα μάτια του τα είδωλα των πραγμάτων. Χάρι, πάλι, ονομάζουν την φωτεινή διάθεσι ενός προσώπου ή πράγματος, τον τόπο όπου υπάρχουν τα πάντα ως δωρεά. Εξ ου και η ευχαρίστηση που μας προκαλεί η θέα της ομορφιάς.

Η χάρις είναι ομορφιά επέκεινα της ομορφιάς, πέραν της αρμονίας των περιγραμμάτων• είναι η αίγλη ως προσφορά. Επομένως η πρόσληψι του φωτός της χάριτος από το φως του βλέμματος αποτελεί το λεπτό σημείο του στίχου, διότι με τη χάρι του κανείς αποκαλύπτεται και αντί να τον κοιτάξουμε μας ανοίγει τα μάτια. Ο στίχος ακούγεται κάπως έτσι: «στάσου, φίλε, απέναντι και άφησε η χάρι σου τα μάτια μου ν’ ανοίξη».

Η λυρική μαγγανεία της Σαπφούς έγκειται στο αβρό υλικό που ελευθερώνει από την σκληρή επιφάνεια των λέξεων ο κόσμος των παρομοιώσεων. Τα φυσικά παραδείγματα ως ιδανικά μέτρα προκαλούν διαίσθησι των ορίων, που μαλακώνει και το πλέον τραχύ στοιχείο. Αυτή την μεταστοιχείωσι οφείλει ν’ αποδώση για λογαριασμό της η μετάφρασι.

Στερείται παντελώς ενδιαφέροντος το απλό γύρισμα της τυπολογίας του παλαιού εξωστρεφούς γλωσσικού ιδιώματος στην τυπολογία του σημερινού εσωστρεφούς.

Το ηδονικό σκίρτημα θα κερδηθή όταν ο αέρας του βαθύτερου νοήματος περάση στην μετάφρασι και λειτουργήση με την σειρά του ως ιδεατή αναφορά ως προς το πρωτότυπο, οπότε η αρχαϊκή αίσθησι θα χυθή από τα δικά της στερεότυπα στους θερμούς προπλασμούς των καιρών μας, για να ποντίση εκεί μεταμορφωτικά τους εκστατικούς, ψυχρούς τόνους των ρυθμών της.

Κάθε σκέψη αποκαλύπτει

Ποιος είμαι εγώ;
ρώτησε ένας νέος τον δάσκαλο του.
Είσαι εκείνο που σκέφτεσαι!
απάντησε ο σοφός. Θα σου το εξηγήσω με μια ιστορία.

Μια μέρα, από τα τείχη της πόλης, στο ηλιοβασίλεμα βαθιά στον ορίζοντα, φάνηκαν δυο άνθρωποι που αγκαλιαζόντουσαν.
Είναι ο πατέρας και η μητέρα, σκέφτηκε ένα κοριτσάκι.
Είναι δυο εραστές, σκέφτηκε ένας άνδρας τρυφερός.
Είναι δυο φίλοι που συναντήθηκαν μετά από πολλά χρόνια σκέφτηκε ένας.
Είναι δυο έμποροι που έκλεισαν μια συμφωνία, σκέφτηκε ένας άνθρωπος άπληστος για τα χρήματα.
Είναι ένας άνθρωπος που αγκαλιάζει τον γιο του που γύρισε από τον πόλεμο,  σκέφτηκε μια γυναίκα μεγαλόψυχη.
Είναι μια κόρη που αγκαλιάζει τον πατέρα της που γύρισε από το ταξίδι, σκέφτηκε ένας πονεμένος άνθρωπος που έχασε την κόρη του.
Είναι δυο ερωτευμένοι σκέφτηκε μια κοπέλα που ονειρευόταν την αγάπη.
Είναι δυο άνθρωποι που τσακώνονται μέχρι θανάτου σκέφτηκε ένας.
Ποιος ξέρει σκέφτηκε ένας άνθρωπος.
Κάθε σκέψη, κατέληξε ο σοφός δάσκαλος, αποκαλύπτει αυτό που Eίσαι.
Να παρατηρείς συχνά τις σκέψεις σου, μπορούν να σου αποκαλύψουν περισσότερα πράγματα για τον εαυτό σου παρά οποιοσδήποτε δάσκαλος..!!

Ο Νόμος της Έλξης λειτουργεί. Η δόνηση που εκπέμπεις

Ο νόμος της έλξης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς συμπαντικούς νόμους. Λειτουργεί πάντα, για όλους, θετικά ή αρνητικά, ανεξάρτητα από την ηλικία, την καταγωγή ή τη θρησκεία. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο νόμος της έλξης είναι «εφεύρημα» της Νέας Εποχής και ότι δεν υπάρχει κάποιο επιστημονικό υπόβαθρο, στο οποίο να βασίζεται η λειτουργία του. Στην πραγματικότητα ο νόμος της έλξης και πανάρχαιος είναι και επιστημονικό υπόβαθρο έχει.

Ο νόμος της έλξης δεν είναι προϊόν της Νέας Εποχής. Για τις σκέψεις, τα συναισθήματα αλλά και ποια μπορούν να είναι τα αποτελέσματα τους βρίσκουμε αναφορές στους αρχαίους’ Ελληνες και ξένους φιλοσόφους και στοχαστές, σε άλλες αρχαίες πηγές αλλά και στη λαϊκή σοφία. Φράσεις όπως: «Tα ‘θελες και τα ‘παθες», «Ό,τι φοβάσαι θα το πάθεις», «Ό,τι σπείρεις, αυτό θα θερίσεις», «έσπειρες ανέμους, θερίζεις θύελλες», περιγράφουν κατά τον καλύτερο τρόπο τον νόμο της έλξης – και τον νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος.

Σε ό,τι αφορά την επιστημονική του βάση, δεν υπάρχει πια καμία αμφιβολία. Ο Αϊνστάιν, με τη γνωστή του εξίσωση Ε=mc2, (δηλαδή η ενέργεια είναι ίση με τη μάζα επί το τετράγωνο της ταχύτητας του φωτός), απέδειξε ότι τα πάντα είναι ενέργεια. Ενέργεια δεν είναι μόνο τα ορατά, τα υλικά αγαθά, είναι και οι σκέψεις και τα συναισθήματα.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ενέργειας είναι η δόνηση της και η συχνότητα με την οποία πάλλεται. Όσο χαμηλότερη είναι η συχνότητα δόνησης τόσο πυκνότερη είναι η ουσία, το αντικείμενο.Έτσι:

Η πέτρα δονείται με χαμηλότερη συχνότητα από το νερό.

Το νερό δονείται με υψηλότερη συχνότητα από τον πάγο.

Τα ευχάριστα συναισθήματα της αγάπης, της χαράς, της συμπόνιας, της συγχώρεσης, έχουν υψηλότερη συχνότητα, γι’ αυτό και λέμε ότι είναι λεπτά συναισθήματα ή λεπτά αισθήματα. Αντίθετα, τα δυσάρεστα συναισθήματα της λύπης, του θυμού, της οργής, του μίσους, έχουν χαμηλότερη συχνότητα δόνησης.

Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της ενέργειας είναι ότι, καθώς αυτή ρέει, εκπέμπει στο περιβάλλον ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Κλασικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει αυτήν την αρχή αποτελεί η περίπτωση των καλωδίων μεταφοράς υψηλής τάσης. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα θυμούνται πως, όταν ταξίδευαν με το αυτοκίνητο τους απολαμβάνοντας τις αγαπημένες τους ραδιοφωνικές εκπομπές, η ποιότητα του ήχου επηρεαζόταν σε πολύ ενοχλητικό βαθμό μόλις πλησίαζαν σε καλώδια μεταφοράς υψηλής τάσης. Αυτό οφειλόταν στη μεγάλη ένταση αυτού του εκπεμπόμενου ηλεκτρομαγνητικού πεδίου και στον τρόπο μείξης της ακουστικής συχνότητας με τη συχνότητα εκπομπής του σταθμού (ΑM: Amplitute Modulation).

Σήμερα, επειδή οι σταθμοί εκπέμπουν σε FM (Frequency Modulation) δεν παρατηρείται αυτή η ενοχλητική παρεμβολή. Είναι, επίσης, γνωστό ότι απαγορεύεται η ανέγερση κατοικιών πλησίον γραμμών μεταφοράς πολύ υψηλής τάσης, γιατί το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που σχηματίζεται αποτελεί κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων. Σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο, θα επαναλάβουμε ότι δεν είναι μόνο το σώμα του, αλλά συνυφασμένα με αυτό είναι τα συναισθήματα, ο νους και το πνεύμα του. Αν τον εξετάσουμε από ενεργειακή άποψη, μπορούμε να πούμε ότι όχι μόνο το σώμα του ανθρώπου, αλλά και οι σκέψεις και τα συναισθήματα του είναι ενέργεια, το καθένα με τη δική του δόνηση.

Καθώς οι ενέργειες αυτές ρέουν στο άτομο, η ενεργεία που εκπέμπεται διαρκώς στον χώρο καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κατάσταση των συναισθημάτων του, η οποία διαρκώς αλλάζει από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα και από στιγμή σε στιγμή. Ένα ακόμη πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό των ενεργειών που εκπέμπονται στο περιβάλλον είναι ότι «δεν μπερδεύονται» μεταξύ τους. Η μία δεν επηρεάζει την άλλη, εκτός εάν ο ρυθμός της δόνησης τους είναι ίδιος, οπότε εναρμονίζονται μεταξύ τους, ευθυγραμμίζονται, συντονίζονται.

Σήμερα, με την εξέλιξη της κινητής τηλεφωνίας, της ραδιοφωνίας, της τηλεόρασης και άλλων τύπων επικοινωνίας, οι συχνότητες εκπομπής «που βρίσκονται στον αέρα» είναι εκατομμύρια, αν όχι δισεκατομμύρια. Παρ’ όλα αυτά, συνυπάρχουν χωρίς να επηρεάζει η μία την άλλη. Για να λάβει ένας δέκτης μια συγκεκριμένη συχνότητα πρέπει να διαθέτει κύκλωμα που να έχει την ίδια συχνότητα με εκείνη του πομπού. Κάθε άλλη συχνότητα απορρίπτεται και μόνο οι όμοιες συντονίζονται μεταξύ τους.

Για παράδειγμα, αν θέλει κάποιος να παρακολουθήσει τις ειδήσεις του MEGA, θα πρέπει με το τηλεκοντρόλ του να επιλέξει και να πατήσει το πλήκτρο που θέτει σε λειτουργία το κύκλωμα της τηλεόρασης του, που έχει την ίδια συχνότητα με τη συχνότητα στην οποία εκπέμπει το MEGA. Αν επιθυμεί να ακούσει τι «λέει» ο ΑΝΤ1 για το θέμα που τον ενδιαφέρει, τότε θα πατήσει το πλήκτρο που αντιστοιχεί στη συχνότητα του ΑΝΤ1.

Χρησιμοποιήσαμε το πιο πάνω παράδειγμα γιατί είναι κάτι που κάνουμε, σχεδόν όλοι μας, καθημερινά, κι αυτό μας βοηθά να κατανοήσουμε πιο εύκολα ότι ο συντονισμός επέρχεται όταν οι συχνότητες πομπού και δέκτη είναι ίδιες. Οι όμοιες συχνότητες συντονίζονται μεταξύ τους. Οι όμοιες ενέργειες έλκονται μεταξύ τους.

Το φαινόμενο του συντονισμού των συχνοτήτων των ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών, τηλεπικοινωνιακών και άλλων κυμάτων δεν είναι προνόμιο των ηλεκτρονικά παραγόμενων σημάτων. Οι εκπεμπόμενες από ένα άτομο ενέργειες των σκέψεων και των συναισθημάτων του, στα οποία εστίασε την προσοχή του, συντονίζονται με τις ενέργειες άλλων ανθρώπων που έχουν παρόμοια συναισθήματα, σκέψεις και κοινές κατευθύνσεις. Σαν αποτέλεσμα του συντονισμού, το «κύμα» ενισχύεται και επιστρέφει σ’ αυτόν που το εξέπεμψε. Έχοντας υπόψη μας όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, μπορούμε να εξετάσουμε την περίπτωση ενός ατόμου που οι κυρίαρχες σκέψεις του είναι αρνητικές και τα συναισθήματα του δυσάρεστα.

Αν οι ενέργειες που εκπέμπει είναι αρνητικές (αντιστοιχούν στις αρνητικές σκέψεις και στα δυσάρεστα συναισθήματα), θα συντονιστούν με παρόμοιες δονήσεις, (σκέψεις, επιθυμίες και συναισθήματα) που εκπέμπονται από άλλους. Το αποτέλεσμα αυτού του συντονισμού είναι να έλξει στη ζωή του ανθρώπους, συνθήκες, καταστάσεις, γεγονότα, ευκαιρίες, που θα ενισχύσουν αυτήν του την αρνητικότητα. Ταυτόχρονα, όμως, η αρνητική ενέργεια των δικών του σκέψεων, συναισθημάτων και επιθυμιών θα συντονιστεί με την αρνητική ενέργεια σκέψεων, συναισθημάτων και επιθυμιών άλλων ανθρώπων, και θα συμβάλει στο να υπάρξουν αρνητικά αποτελέσματα και στις δικές τους ζωές.

Το αντίστροφο θα συμβεί αν εστιάσει την προσοχή του σε κυρίαρχες θετικές σκέψεις και συναισθήματα. Οι ενέργειες που θα εκπέμπει θα συντονιστούν με αντίστοιχες θετικές που υπάρχουν στο Σύμπαν, και θα έλξει στη ζωή του ανθρώπους, γεγονότα, επιθυμίες και καταστάσεις, που θα συμβάλουν στην πραγματοποίηση εκείνου που επιθυμεί.

Ο ενεργειακός συντονισμός των δικών του θετικών σκέψεων και ευχάριστων συναισθημάτων με τις ενέργειες των παρόμοιων σκέψεων και συναισθημάτων άλλων ανθρώπων θα επιδράσει καθοριστικά στην ύπαρξη θετικών αποτελεσμάτων και στις ζωές των άλλων. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι η εκπεμπόμενη ενέργεια ενός ατόμου καθορίζεται από τις σκέψεις και τη συναισθηματική του κατάσταση και έλκει στη ζωή του εκείνο στο οποίο εστιάζει την προσοχή του περισσότερο. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι ευνοϊκά ή όχι, ανάλογα με το αν οι κυρίαρχες σκέψεις στις οποίες εστιάζει την προσοχή του είναι θετικές ή αρνητικές. Επομένως, το Σύμπαν ούτε τιμωρεί ούτε ανταμείβει, ούτε συνωμοτεί για χάρη κανενός. Απλά απαντά στη δονητική διάθεση σου, είτε αυτή είναι θετική είτε αρνητική.

Αν υποθέσουμε ότι είσαι μέσος άνθρωπος στη σημερινή κοινωνία, σίγουρα έχεις κάποιες μέρες που τα πράγματα σου πηγαίνουν καλά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και κάποιες άλλες μέρες που όλα πάνε στραβά. Αυτό, η λαϊκή σοφία το αποτυπώνει με δύο ρήσεις αρκετά χαρακτηριστικές: «Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται», για τη μία, και «Ενός κακού μύρια έπονται», για την άλλη.

Ένα από τα σημαντικότερα προαπαιτούμενα για να λειτουργήσει υπέρ σου ο νόμος της έλξης είναι να τον εμπιστεύεσαι, να πιστέψεις ότι λειτουργεί και να μην αμφιβάλλεις για το αν θα φέρει τα αποτελέσματα που επιθυμείς, αν τον εφαρμόσεις πιστά. Στη ζωή μας αποδεχόμαστε ότι ο νόμος της βαρύτητας, ως συμπαντικός νόμος, λειτουργεί πάντα και παντού χωρίς καμία εξαίρεση, επειδή αντιλαμβανόμαστε τα αποτελέσματα του σε ό,τι και να κάνουμε: όταν εργαζόμαστε, όταν τρέχουμε, όταν καθόμαστε, όταν κοιμόμαστε…

Αντίθετα, τη λειτουργία και τα αποτελέσματα του νόμου της έλξης δεν τα αντιλαμβανόμαστε εύκολα, γι’ αυτό και κάποιοι μπορεί να αμφιβάλλουν ως προς την αποτελεσματικότητα του. Γι’ αυτό πρέπει να το κάνουμε πεποίθηση μας πως ο νόμος της έλξης ισχύει για όλους χωρίς εξαιρέσεις, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, και πως δεν κάνει χάρες σε κανέναν.

Αυτό που είσαι τώρα, ό,τι έχεις και δεν έχεις, βασίζεται στα πιστεύω και στις πεποιθήσεις που διαμόρφωσες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου και, κυρίως, κατά τα παιδικά σου χρόνια. Αυτό που είσαι τώρα είναι ένας καθρέφτης του εσωτερικού σου κόσμου, δηλαδή των πεποιθήσεων και των πιστεύω σου. Σύμφωνα με τον Joseph Murphy, συγγραφέα του μεγάλου, διεθνούς μπεστ σέλερ Η Δύναμη του Υποσυνείδητου, «Ο νόμος της έλξης έλκει σε εσένα πράγματα που επιθυμείς, σύμφωνα με τη φύση των κυρίαρχων σκέψεων και συναισθημάτων σου. Το περιβάλλον σου και η οικονομική σου κατάσταση είναι η τέλεια αντανάκλαση, είναι το είδωλο του τρόπου που σκέφτεσαι».

Όταν επιθυμείς κάτι που το χρειάζεσαι τόσο, ώστε να είσαι διατεθειμένος να εργαστείς γι’ αυτό, γίνεται κυρίαρχη σκέψη σου. Όταν ξέρεις τι επιθυμείς στις λεπτομέρειες του, γίνεται ευκολότερο να εστιάσεις σ’ αυτό την προσοχή σου, να το απεικονίσεις νοερά με μεγαλύτερη ακρίβεια και για περισσότερο χρόνο. Κάθε φορά που απεικονίζεις νοερά αυτό που επιθυμείς και φαντάζεσαι ότι το έχεις ήδη αποκτήσει, η συχνότητα της σκέψης και των συναισθημάτων σου είναι υψηλότερη και πλησιάζει ή γίνεται ίδια με τη συχνότητα αυτού που επιθυμείς. Και, όταν οι δύο συχνότητες γίνονται ίσες, ίδιες, όμοιες, έλκει η μία την άλλη και η απόκτηση αυτού που προσδοκάς πλησιάζει όλο και περισσότερο.

Έστω, για παράδειγμα, ότι επιθυμείς διακαώς να αγοράσεις ένα σπίτι, για να κατοικήσεις εκεί με την οικογένεια σου. Για να ενεργοποιήσεις συνειδητά τον νόμο της έλξης, χρειάζεται να εστιάσεις την προσοχή σου σ’ αυτή σου την ανάγκη, καθορίζοντας τι σπίτι θέλεις και πού να βρίσκεται• να ορίσεις το ποσό που μπορείς και επιθυμείς να διαθέσεις, και άλλες λεπτομέρειες. Όσο περισσότερες λεπτομέρειες τόσο πιο εύκολο είναι να το οραματιστείς και να αυξήσεις τη συχνότητα της ενέργειας που εκπέμπεις, για να φτάσει τη συχνότητα του σπιτιού που επιθυμείς.

Με την ενεργοποίηση του νόμου της έλξης θα έρθουν στη ζωή σου γεγονότα, καταστάσεις, εμπνεύσεις, ή άνθρωποι που θα συμβάλουν να βρεις το σπίτι που ονειρεύεσαι να αγοράσεις. Τέτοιες καταστάσεις θα μπορούσαν να είναι: Να επισκεφθείς κάποιον παλιό φίλο που είχες να τον συναντήσεις χρόνια και να σου πει ότι στη γειτονιά του, ή κάποιος γνωστός του, έχει προς πώληση ένα σπίτι το οποίο μπορεί να είναι αυτό που θέλεις. Να αγοράσεις, για πρώτη φορά ίσως, μια συγκεκριμένη εφημερίδα, γιατί σε εντυπωσίασε το πρωτοσέλιδο της, και στο εσωτερικό της να δεις μια αγγελία σε πλαίσιο. Να ακούσεις μια διαφήμιση από το ραδιόφωνο…

Είναι πολλοί οι τρόποι με τους οποίους θα παρουσιαστούν αυτές οι καταστάσεις, γι’ αυτό χρειάζεται να έχεις ανοιχτό μυαλό, ώστε να μπορέσεις να τις αντιληφθείς και να τις αξιοποιήσεις. Όταν ξέρεις επακριβώς τι επιθυμείς στις λεπτομέρειες του, γίνεται ευκολότερο να εστιάσεις σ’ αυτό την προσοχή σου, να το απεικονίσεις νοερά με μεγαλύτερη ακρίβεια και για περισσότερο χρόνο, θα χρειαστεί, επίσης, να το φέρνεις συχνά στον νου σου και να το φορτίζεις κάθε φορά με τα συναισθήματα που θα ένιωθες αν το είχες ήδη στα χέρια σου, γιατί τα συναισθήματα ενισχύουν κατά πολύ την ένταση της ενέργειας που εκπέμπεις στον χώρο, στο Σύμπαν.

Σημαντικό είναι αυτό που επιθυμείς να ικανοποιεί κάποια ανάγκη σου, κάποια χρησιμότητα, κάτι που θα βοηθήσει στην εξέλιξη σου. Κάτι που δεν θα αποτελέσει πρόβλημα για άλλους. Κάτι που θέλεις τόσο, ώστε να είσαι διατεθειμένος να εργαστείς (σκληρά) για να το αποκτήσεις και, φυσικά, να είναι κάτι που μπορεί να γίνει.

Το "κλειδί" της αλλαγής στην εποχή τoυ Υδροχόου

Σήμερα, πολλά πράγματα δείχνουν ότι οδηγούμαστε σε μια μεταβατική περίοδο. Στην έξοδο αυτής της περιόδου κάτι φαίνεται να γεννιέται αλλά με τρόπο οδυνηρό. Το παρόν θρυμματίζεται αποσυντίθεται και εξαντλείται, ενώ κάτι άλλο, δυσδιάκριτο ακόμα θα προκύψει από τα ερείπια...

Είναι φανερό πως βιώνουμε μία μεταβατική εποχή όπου όλα «τελειώνουν», μία εποχή της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η αναμονή. Η αναμονή του «νέου» που θα προκύψει από τα «σαθρά ερείπια του χθες», το οποίο σταδιακά και με οδύνη αποσυντίθεται και εξαντλείται. Το παλιό αρνείται να αποσυρθεί, για αυτό τον λόγο για ένα χρονικό διάστημα όπου συνυπάρχει το παλιό και το νέο υπάρχουν τερατογεννέσεις. 

Ο πόνος όμως εξανθρωπίζει... Έστω και εξ ανάγκης όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται πως οφείλουμε να αναζητήσουμε νέους τρόπους διαχείρισης του παρόντος αλλά και του μέλλοντος μας, καθώς είναι φανερό πως ζούμε στην εποχή όπου όλα «τελειώνουν»…

 Το Διαδίκτυο σε μία τέτοια ιστορική συγκυρία έχει την δυνατότητα να παράξει μία νέα κοινωνία Ιδεών, καθώς καταργεί τις αποστάσεις, καταρρίπτει τα εθνικά σύνορα και προσφέρει σε κάθε άτομο το οποίο έχει δυνατότητα πρόσβασης σε υπολογιστή, την ικανότητα συμμετοχής στον Κυβερνοχώρο, όπου ανταλλάσσονται πληροφορίες ακαριαία απ΄ άκρη σε άκρη του πλανήτη. Ποτέ πριν το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης δεν ήταν τόσο άμεσα προσβάσιμο σε τόσους πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα. !

 Κατ΄ αυτόν τον τρόπο σήμερα γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τον κόσμο από ότι οι πρόγονοί μας. Και όμως, φαίνεται όλο και περισσότερο, ότι εκείνοι γνώριζαν κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, κάτι που μας διαφεύγει..

 Το μέσο όμως παράγει αποτελέσματα σύμφωνα με την ορθή χρήση του. Ακόμα και εδώ όμως οι αρχαίοι μας είχαν προειδοποιήσει δια μέσω του μύθου του Νάρκισσου. Σύμφωνα με την Αρχαία Ελληνική μυθολογία, ο νεαρός Νάρκισσος θαμπωμένος από την ομορφιά του που καθρεφτίζεται στο νερό, πεθαίνει από μαρασμό εξαιτίας του ανικανοποίητου έρωτα προς τον ίδιο του τον εαυτό..

Ο Ναρκισσισμός εκφράζεται σήμερα δια μέσω των social media και είναι πλέον ψηφιακός. Οι διαταραχές που προκαλούνται από τη μανία της εξαντλητικής αυτοφωτογράφισης και της online υπερέκθεσης απασχολεί όλο και πιο συχνά τα ψυχιατρικά συνέδρια, με τους ειδικούς να επιμένουν ότι η υπέρμετρη προσήλωση στο «εγώ και ο εαυτός μου», εκτός από γραφική, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί και επικίνδυνη.

 Η λέξη «selfie», όπως ορίζεται η σύγχρονη αυτοπροσωπογραφία που βγάζει κάποιος με το κινητό του και κατόπιν την ανεβάζει στο Facebook και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επιλέχθηκε ως «Λέξη της χρονιάς» για το 2013 από το Βρετανικό Λεξικό της Οξφόρδης.

 Ο ναρκισσισμός ξεσπά και εξαπλώνεται σαν επιδημία. Έχουμε να κάνουμε με την εκδίκηση του κοινού θνητού, του μέσου ανθρώπου, ο οποίος, ζηλεύοντας και χλευάζοντας επί χρόνια τη ζωή των σταρ, τώρα έχει βαλθεί να τους αντιγράψει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
 
Καμία καινοτομία καμία πρωτοτυπία, πιθηκισμός και «ετεροκαθορισμός» και παθητικότητα.

Ο κόσμος μας ζει μία επαναστατική αλλαγή, -μία περίοδο «δημιουργικής καταστροφής που χαρακτηρίζεται από την κατάλυση μέσα από σημαντικές τομές στις βασικές δομές των κοινωνιών. Η αλλαγή βρίσκεται παντού και είναι επική. Καθώς ο άνθρωπος είναι πλέον ο μέγας μεταποιητής, τόσο της φυσικής όσο και της «μεταφυσικής» πλανητικής ισορροπίας, βρισκόμαστε ταυτόχρονα και σε μία περίοδο ανθρωπιστικής αλλά και «πλανητικής εκτάκτου ανάγκης», όπου το μέλλον του ανθρώπου και του πλανητικού οικοσυστήματος βρίσκεται σε μία ευαίσθητη ισορροπία.

Είναι ιστορικά καταγεγραμμένο, πως στην ακμή κάθε νέου αιώνα όπως του εικοστού πρώτου αιώνα που διανύουμε, πάντα υπάρχουν συγκρούσεις, επαναστάσεις, πόλεμοι, κ.λ.π, διότι οι κοινωνίες αλλάζουν οι ανάγκες μας αλλάζουν, συνεπώς τα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά μοντέλα οφείλουν και αυτά να αλλάξουν. Μοντέλα πάνω στα οποία έχουν δομηθεί τεράστια συμφέροντα τα οποία φυσικά θέλουν να συντηρήσουν. Στο παρελθόν αυτό εκφράστηκε με επαναστάσεις και πολέμους.

 Τα πάντα κινούνται σε κύκλους, το νέο θα προκύψει από τις στάχτες του χθες, κάθε νέα γέννα έρχεται με πόνο, καλωσορίζουμε όμως την νέα ζωή την αλλαγή, δεν γίνεται διαφορετικά αυτό λέγεται εξέλιξη…. Κάτι γεννιέται και κάτι πεθαίνει, και το αποτέλεσμα είναι βαθιά αβέβαιο.

Από ιστορικής απόψεως για να αλλάξει ένα πολιτικό σύστημα και να αναδειχθούν νέες πολιτικές δυνάμεις χρειάζεται μία δεκαετία, θα αντέξουμε άραγε..;

 Αν και στη διάθεσή μας υπάρχουν αρκετοί πόροι και γνώση για να διέλθουμε αυτή την απαιτητική ιστορική στιγμή κάτι φαίνεται να είναι κρυμμένο. Και ο «ιερός μυστικός αυτός τόπος», βρίσκεται μέσα μας. Αφορά τη ίδια μας την ύπαρξη την αναγνώριση της πραγματικής μας φύσης και την ιεράρχηση των πραγματικών μας αναγκών. Η Φύση έχει ήδη κυριαρχηθεί, από τον άνθρωπο όχι όμως και η εσωτερική πραγματική μας φύση. Αυτή ακόμα αναζητείται, στην πραγματικότητα είμαστε πιο μακριά της από ποτέ.

Οι παλαιότεροι αν και μόλις είχαν βγει από τις σπηλιές το γνώριζαν, τα πάντα βρίσκονται μέσα μας υποστήριζαν. Σήμερα η χρονική απόσταση από την εποχή ων σπηλαίων είναι μεγάλη, παρόλα αυτά οι σπηλιές βρίσκονται ακόμα στο υποσυνείδητο μας, η εκδίκηση του ερπετοειδούς εγκέφαλου, τα ίδια πάθη μας κυριεύουν , οι σπηλιές δεν βγήκαν ποτέ από μέσα μας…

 Στη θέση της άλλοτε πανίσχυρης «Προμηθεϊκής» βούλησης για τη δύναμη, που χαρακτήριζε τον νεωτερικό άνθρωπο στην ανοδική πλευρά της εξελικτικής του καμπύλης, έχει μείνει η αγχώδης εσωτερική αναζήτηση νέων, όλο και πιο ηδονικών μορφών αυτοανάλωσης της επιθυμίας. Είναι ένας ηδονιστικός αυτομηδενισμός. Στο ένα άκρο του πρόκειται για ένα είδος λαιμαργίας, μια ακόρεστη ζήτηση για περισσότερα, όλο και περισσότερα. Στο άλλο άκρο είναι ένα κράμα εγκατάλειψης, παραίτησης, δειλίας μπροστά στη δυστυχία και τον θάνατο. Ο μηδενισμός μεταβάλλεται έτσι σε πανδημική ψυχοπαθολογία στον σύγχρονο κόσμο. Είναι ασθένεια κοινωνική. Ασθένεια του πολιτισμού, η οποία δεν επιδέχεται θεσμική αντιμετώπιση, η θεραπεία της εξαρτάται πλέον από την αλλαγή των θεσμών αλλά από την αλλαγή των ψυχών: από μία μεταφυσική επανάσταση/μεταστροφή.

 Η «ευτυχία» αναζητείται σε εξωγενείς παράγοντες, αναζητείται έξω από εμάς. Ο άνθρωπος αν και πεπερασμένος οι ανάγκες και οι επιθυμίες του είναι απεριόριστες, εκ προοιμίου συνεπώς η «μάχη είναι χαμένη.
 
Ο Jorge Bucay, μας μεταφέρει μια σχετική διδακτική παραβολή :

«Ο μύθος λέει ότι πριν ακόμα υπάρξει η ανθρωπότητα, μαζεύτηκαν διάφορα τελώνια για να σκαρώσουν μια φάρσα. Λέει ένα από αυτά: «Πολύ σύντομα θα δημιουργηθούν οι άνθρωποι. Δεν είναι δίκαιο να έχουν τόσες αρετές και τόσες δυνατότητες. Κάτι πρέπει να κάνουμε για να τους είναι πιο δύσκολο να πάνε μπροστά. Να τους γεμίσουμε διαστροφές κι ελαττώματα… Αυτό θα τους καταστρέψει».

  Το μεγαλύτερο στα χρόνια τελώνιο, λέει:

 «Προβλέπεται να έχουν ελαττώματα και διπροσωπία αλλά αυτό θα τους κάνει απλώς πιο ολοκληρωμένους. Νομίζω οτι πρέπει να τους στερήσουμε κάτι που, όπως και να ’ναι θα τους κάνει να ζουν κάθε μέρα κι από μια καινούργια πρόκληση».

«Τι πλάκα θα ’χει!!!» είπαν όλα μαζί.

 Αλλά ένα νεαρό και πονηρό τελώνιο, από μια γωνιά, σχολιάζει:

 «Πρέπει να τους πάρουμε κάτι σημαντικό… αλλά τί;»

 Μετά από πολλή σκέψη, το μεγαλύτερο αναφωνεί:

 «Το βρήκα! Θα τους πάρουμε το κλειδί της ευτυχίας».

 «Θαυμάσια… φανταστική… καταπληκτική ιδέα!» φωνάζουν τα τελώνια χορεύοντας γύρω από ένα τεράστιο καζάνι.

 Το γέρικο στοιχειό συνεχίζει:

 «Το πρόβλημα είναι πού να το κρύψουμε για να μη μπορέσουν να το βρουν».
Το πρώτο τελώνιο ξαναπαίρνει το λόγο:

 «Να το κρύψουμε στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού του κόσμου».

 Αμέσως, όμως, ένα άλλο τελώνιο απαντά:

 «Όχι. Μην ξεχνάτε πως θα έχουν δύναμη και θα είναι πεισματάρηδες. Εύκολα, κάποια στιγμή, μπορεί ν’ ανέβει κάποιος και να το βρει, κι άμα το βρει ένας θ’ ακολουθήσουν όλοι, και τότε πάει, τελείωσε η πρόκληση».

 Ένα τρίτο τελώνιο προτείνει:

 «Να το κρύψουμε στο βυθό της θάλασσας».

 Ένα τέταρτο, παίρνει το λόγο και απαντά:

 «Όχι. Θυμηθείτε πως είναι περίεργοι. Κάποια στιγμή θα κατασκευάσουν μια συσκευή για να μπορούν να κατεβαίνουν στο βυθό, και τότε θα το βρουν πολύ εύκολα».

 Το τρίτο τελώνιο λέει:

 «Να το κρύψουμε σε έναν πλανήτη μακριά από τη Γη».

 Οι άλλοι όμως απαντούν:

 «Όχι. Μη ξεχνάς την ευφυία τους. Μια μέρα, κάποιος θα κατασκευάσει ένα πλοίο με το οποίο θα μπορούν να ταξιδέψουν σε άλλους πλανήτες και θα το ανακαλύψουν».

 Ένα γέρικο τελώνιο που είχε μείνει μέχρι τώρα σιωπηλό κι αφουγκραζόταν τις προτάσεις των άλλων, σηκώνεται, πάει στο κέντρο και λέει:

 «Νομίζω πως ξέρω που πρέπει να το βάλουμε για να μην μπορέσουν πραγματικά να το βρουν. Πρέπει να το βάλουμε εκεί που δεν θα έψαχναν ποτέ».

 Γυρνάνε όλοι έκπληκτοι και ρωτάνε μ’ ένα στόμα:

 «Πού;»

 Το γέρικο τελώνιο απαντά:

 «Θα το κρύψουμε μέσα τους… πολύ κοντά στην καρδιά τους…»

 Τα χειροκροτήματα πολλαπλασιάζονται, κι αρχίζουν να γελάνε όλα μαζί:

 «Χα.. χα.. χα..! Θα ψάχνουν να το βρουν απ’ έξω, απελπισμένοι, και δεν θα ξέρουν πως το έχουν συνεχώς μαζί τους».

 Μήπως λοιπόν το «κλειδί της επερχόμενης αλλαγής», είναι ο τρόπος που θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τόσο τον πραγματικό μας εαυτό κατακτώντας την αυτογνωσία και την αυτοπραγμάτωση , όσο και τη θέση μας στο σύμπαν;

Μήπως αυτή η περίοδος δεν αφορά τίποτα άλλο παρά μία καθοριστική μεταμόρφωση της κοσμοθεωρίας μας, και την ανάδυση αυτής που θα πάρει τη θέση της;

 Καλώς ήρθατε στην εποχή του Υδροχόου…!