Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (123-177)

ΧΟΡΟΣ
εὐφαμεῖτ᾽, ὦ
πόντου δισσὰς συγχωρούσας
125 πέτρας Ἀξείνου ναίοντες.

ὦ παῖ τᾶς Λατοῦς,
Δίκτυνν᾽ οὐρεία,
πρὸς σὰν αὐλάν, εὐστύλων
ναῶν χρυσήρεις θριγκούς,
130 πόδα παρθένιον ὅσιον ὁσίας
κλῃδούχου δούλα πέμπω,
Ἑλλάδος εὐίππου πύργους
καὶ τείχη χόρτων τ᾽ εὐδένδρων
135 ἐξαλλάξασ᾽ Εὐρώπαν,
πατρῴων οἴκων ἕδρας.

ἔμολον· τί νέον; τίνα φροντίδ᾽ ἔχεις;
τί με πρὸς ναοὺς ἄγαγες ἄγαγες,
ὦ παῖ τοῦ τᾶς Τροίας πύργους
140 ἐλθόντος κλεινᾷ σὺν κώπᾳ
χιλιοναύτα
μυριοτευχοῦς Ἀτρείδα; [τῶν κλεινῶν;]

ΙΦ. ἰὼ δμωαί,
δυσθρηνήτοις ὡς θρήνοις
145 ἔγκειμαι, τᾶς οὐκ εὐμούσου
μολπᾶς [βοὰν] ἀλύροις ἐλέγοις, αἰαῖ,
αἰαῖ, κηδείοις οἴκτοισιν·
αἵ μοι συμβαίνουσ᾽ ἆται,
σύγγονον ἀμὸν κατακλαιομένα
150 ζωᾶς, οἵαν ‹οἵαν› ἰδόμαν
ὄψιν ὀνείρων
νυκτός, τᾶς ἐξῆλθ᾽ ὄρφνα.
ὀλόμαν ὀλόμαν·
οὐκ εἴσ᾽ οἶκοι πατρῷοι·
οἴμοι ‹μοι› φροῦδος γέννα.
155 φεῦ φεῦ τῶν Ἄργει μόχθων.
ἰὼ δαῖμον, ὃς τὸν
μόνον ὅς με κασίγνητον συλᾷς
Ἄίδᾳ πέμψας, ᾧ τάσδε χοὰς
160 μέλλω κρατῆρά τε τὸν φθιμένων
ὑδραίνειν γαίας ἐν νώτοις
πηγάς τ᾽ οὐρείων ἐκ μόσχῳ
Βάκχου τ᾽ οἰνηρὰς λοιβὰς
165 ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν,
ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται.
ἀλλ᾽ ἔνδος μοι πάγχρυσον
τεῦχος καὶ λοιβὰν Ἅιδα.

170 ὦ κατὰ γαίας Ἀγαμεμνόνιον
θάλος, ὡς φθιμένῳ τάδε σοι πέμπω·
δέξαι δ᾽· οὐ γὰρ πρὸς τύμβον σοι
ξανθὰν χαίταν, οὐ δάκρυ᾽ οἴσω.
175 τηλόσε γὰρ δὴ σᾶς ἀπενάσθην
πατρίδος καὶ ἐμᾶς, ἔνθα δοκήμασι
κεῖμαι σφαχθεῖσ᾽ ἁ τλάμων.

***
Αφού ο Ορέστης και ο Πυλάδης έφυγαν, έρχεται ο Χορός.

ΧΟΡΟΣ
Ω, ιερή να κρατήσετε πρέπει σιωπή
όσοι στου άξενου πόντου τους βράχους κοντά
κατοικείτε, αλληλόκρουστους βράχους.

Ω κόρη της Λητώς,
Δίχτυννα εσύ βουνίσια,
προς την αυλή σου, προς του ωριόστυλου
ναού το χρυσοστόλιστο θριγκό
130 έρχομαι, αγνή παρθένα,
δουλεύτρα της αγνής κλειδοκρατόρισσάς σου·
εγώ είμαι που τους πύργους και τα τείχη
άφησα της Ελλάδας της αλογοθρόφας,
που άφησα την Ευρώπη και τα ωραία της δέντρα,
έδρα του πατρικού σπιτιού μου.

Ανοίγει η πόρτα του ναού και παρουσιάζεται η Ιφιγένεια ντυμένη πένθιμα·
τη συνοδεύουν δυο υπηρέτες του ναού κρατώντας αγγεία με χοές.

Ήρθα, νά με! Τί τρέχει; Σαν ποιά έγνοια σε τρώει;
Στο ναό τί με κάλεσες, κόρη εκεινού που με χίλιων
καραβιών κοσμοξάκουστο στόλο, με μύριους
140 του πολέμου λεβέντες στους πύργους της Τροίας
πήγε; Εσύ ξακουσμένης γενιάς,
της Ατρέικης, βλαστάρι!

ΙΦΙ. Βάγιες μου εσείς, σε θρήνους
βουτήχτηκα πικρούς, σε τραγουδιών
άμουσων βογκητά ασυντρόφευτα από λύρα,
σε μοιρολόγια, αλί μου, νεκρικά·
γιατί με βρήκαν συμφορές,
και του αδερφού μου τη θανή θρηνώ,
150 γιατί είδα τέτοια ονειροφαντασιά
τη νύχτ᾽ αυτή που πια έσυρε το σκοτεινό της πέπλο.
Χάθηκα, χάθηκα, αχ!
το πατρογονικό μου δεν υπάρχει·
πάει η γενιά μου, συφορά!
Τί βάσανα, αχ, μες στο Άργος!
Ω μοίρα,
το μοναχό μου αρπάζεις αδερφό,
στον Άδη τον ξεπροβοδάς· για κείνον τώρα εγώ
στης γης την πλάτη αυτές θα ρίξω τις χοές,
160 το κράμ᾽ αυτό το νεκρικό,
νά, γάλα ανάβρα από γελάδες του βουνού,
κρασί του Βάκχου σταλαξιά,
και το έργο μελισσών ξανθών·
αυτά αναπαύουν τους νεκρούς.
Σ᾽ έναν από τους συνοδούς.
Δώσ᾽ μου την κούπα την ολόχρυση,
αυτή με του Άδη τις σπονδές.

170 Ω βλαστέ του Αγαμέμνονα μέσα στον κόρφο της γης,
τούτα δω σου προσφέρνω, μια κι είσαι νεκρός·
δέξου αυτά· δε σου φέρνω στον τάφο σου
τα ξανθά μου μαλλιά και τα δάκρυα μου·
ξενιτεύτηκα, βλέπεις, μακριά από τη χώρα
που μας γέννησε, εσένα κι εμέ, κι όπου μ᾽ έχουνε
για νεκρή, για σφαγμένη, τη δόλια.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ: Κλασικισμός (18ος-19ος αιώνας)

12.6. Γλυπτική: Θαυμασμός για τον Παρθενώνα

Ο Γάλλος γλύπτης Ζαν Αντουάν Ουντόν (1741-1828) ήταν ίσως ένας από τους πιο σημαντικούς προσωπογράφους της εποχής του. Στην προτομή του Βολτέρου του 1781 που αποδίδει εκφραστικά το δηκτικό, διαπεραστικό βλέμμα του φιλοσόφου, η εξάρτηση από την Αρχαιότητα φαίνεται στο ιμάτιο που πέφτει στον γυμνό ώμο του, καθώς και στην ταινία στα μαλλιά, όπως στους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Το ίδιο και στην προτομή του Ναπολέοντα (1806), ο αυτοκράτορας παρουσιάζεται γυμνός με τη χαρακτηριστική ταινία των Ρωμαίων στα μαλλιά. Αλλά και ο Τζορτζ Ουάσιγκτον παριστάνεται σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας στην προτομή του Ιταλού γλύπτη Τζουζέπε Τσεράκι (1751-1802), την οποία άρχισε στη Φλωρεντία και τελείωσε στη Φιλαδέλφεια (1794-1795).

Ο Αντόνιο Κανόβα (1757-1822) ήταν από τους πιο ενθουσιώδεις θαυμαστές των γλυπτών του Παρθενώνα, των ελγινείων, τα οποία έφθασαν στο Λονδίνο το 1808. Ήταν σίγουρα ο πιο σημαντικός γλύπτης του κλασικισμού. Παραγωγικότατος, άφησε έναν μεγάλο αριθμό έργων. Ιδιαίτερα η συμβολή του στη δημιουργία επιτύμβιων μνημείων, που θα αποτελέσουν στο εξής πρότυπα γλυπτικής, φανερώνει την άνεση με την οποία αξιοποιεί αρχαίες πηγές και μάλιστα τις αττικές επιτύμβιες στήλες, καθώς και τη βαθιά γνώση της αρχαίας πλαστικής και των αρχαίων προτύπων σε διάφορες εποχές. Ο περίφημος Περσέας του (1799-1801), που βρίσκεται ακόμη και σήμερα στο Βατικανό, έχει ως πρότυπο τον Απόλλωνα του Belvedere, ενώ το κεφάλι της Μέδουσας στο αριστερό του χέρι αντιγράφει τη Μέδουσα της Συλλογής Rondanini στη Ρώμη. Ο αποκεφαλισμός της Μέδουσας πρόσθεσε στον Περσέα και μια πολιτική χροιά, καθώς υπενθύμιζε στο κοινό ότι ο Ναπολέων είχε αρπάξει από τη Ρώμη τα πιο σημαντικά της αριστουργήματα. 

Ο Κανόβα επηρέασε δημιουργούς σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και επαινέθηκε ιδιαίτερα από πολλούς, όπως από τον Σταντάλ, γιατί «επινόησε έναν νέο τύπο ιδανικής ομορφιάς, ο οποίος πλησίαζε πιο πολύ τις σύγχρονες αντιλήψεις παρά τις ελληνικές». Η νέα ερμηνεία που έδωσε στην ελληνορωμαϊκή τέχνη τονίζει την ευγένεια των μορφών με απλά μέσα και δεξιοτεχνική επεξεργασία της επιφάνειας του μαρμάρου. Ο χάλκινος ανδριάντας στην Πινακοθήκη της Μπρέρα στο Μιλάνο (1809), όπου ο Ναπολέων παριστάνεται σαν γυμνός Ρωμαίος αυτοκράτορας κρατώντας Νίκη και σφαίρα, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Επίσης μεγάλες αντιδράσεις και σκάνδαλο προκάλεσε μιαν άλλη περίφημη δημιουργία του Κανόβα, η Παολίνα Μποργκέζε (1804-1808), βασίλισσα της Ρώμης και αδελφή του Ναπολέοντα, την οποία απέδωσε γυμνή στο επάνω μέρος στον τύπο ανακεκλιμένης Αφροδίτης. Γυμνές Χάριτες ή Αφροδίτες, ωστόσο, που πραγματοποίησε πολλές φορές παραλλάσσοντας αρχαία πρότυπα, δεν ενόχλησαν ποτέ το κοινό της εποχής.

Στον δρόμο του νεοκλασικισμού δημιουργεί επίσης ο Δανός γλύπτης Μπέρτελ Τόρβαλντσεν (1770-1844), που ήρθε στην Ελλάδα και έλαβε μέρος, όπως είδαμε, στις ανασκαφές της Αίγινας. Ο Τόρβαλντσεν είχε πιο άμεση επαφή με τα αρχαία πρότυπα και τα χρησιμοποίησε με μεγαλύτερη συνέπεια στα έργα του. Στη γλυπτική του εκτός από κλασικά χρησιμοποιεί και αρχαϊκά πρότυπα, όπως στο γλυπτό Ελπίς (1817), και συμβάλλει έτσι να αναγνωριστούν αξιόλογες πλαστικές ποιότητες στην αρχαϊκή γλυπτική και γενικότερα στην τέχνη πριν από τον Φειδία. 

Ο Τόρβαλντσεν όπως και ο Κανόβα δημιούργησε τύπους για δημόσια ή επιτύμβια μνημεία που θα ακολουθήσουν πολλοί γλύπτες αργότερα και θα κρατήσουν την αρχαιοελληνική εικόνα στη γλυπτική περισσότερο ζωντανή από ό,τι στη ζωγραφική ή σε άλλες τέχνες.

Οι συνήθειες των ανθρώπων που ακολουθούν την καρδιά τους

Η αβεβαιότητα και ο φόβος για το άγνωστο οδηγεί πολλούς ανθρώπους στην κατάθλιψη, τον εθισμό σε ουσίες και άλλες συμπεριφορές με τις οποίες οι ίδιοι σαμποτάρουν τον εαυτό τους.

Συνήθως προσκολλόμαστε σε μια επαναλαμβανόμενη και συνηθισμένη συμπεριφορά θεωρώντας τη κάτι σαν δίχτυ ασφαλείας.

Η αλλαγή μπορεί να φαντάζει απειλητική μόνο και μόνο επειδή δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε. Το να προχωρούμε προς το άγνωστο είναι πολύ τρομακτικό, αλλά όλες οι αλλαγές απαιτούν την αποδοχή της αβεβαιότητας και του άγνωστου. Από την άλλη πλευρά αυτών των αλλαγών υπάρχει μια καινούρια και πιθανώς καλύτερη εκδοχή της ευτυχίας και της ασφάλειας. Αν μάθουμε να βλέπουμε την αλλαγή ως ευκαιρία, θα βοηθηθούμε σε μακροπρόθεσμη βάση.

Ο Jim Rohn, Αμερικανός επιχειρηματίας, συγγραφέας και ομιλητής, θεωρεί ότι οι επιλογές που κάνουμε έχουν αφετηρία τον έναν από τους παρακάτω δύο παράγοντες: την έμπνευση ή την απόγνωση. Οι εμπνευσμένες επιλογές υποκινούνται από την καρδιά μας. Όταν κάνουμε μια εμπνευσμένη επιλογή νιώθουμε πιο ανοιχτοί, ενθουσιασμένοι και γεμάτοι ορμή. Οι επιλογές που κάνουμε όταν είμαστε απελπισμένοι είναι συνήθως αυτές που κάνουμε όταν αναγκαζόμαστε. Πολλές φορές νιώθουμε δυσάρεστα, άβολα και πιεσμένοι. Προέρχονται από το ορθολογικό και αναλυτικό μέρος της ζωής μας που συνήθως είναι υπέρ αναλυτικό και κατακρίνει πράγματα και καταστάσεις.

Πολλοί από εμάς παραμένουμε σε καταστάσεις ακόμα και όταν έχουν τελειώσει ή σε εμπειρίες που δεν γαληνεύουν την ψυχή μας διότι είμαστε απρόθυμοι να βιώσουμε το συναίσθημα της δυσφορίας. Σε τέτοιες στιγμές, σκεφτόμαστε με τη λογική κι όχι με την καρδιά μας.

Φοβόμαστε ότι οι επιλογές που θα κάνουμε ίσως μας γυρίσουν πίσω ή ότι θα μας βγάλουν εκτός πορείας. Όταν πρόκειται να λάβουμε μια απόφαση, πολλοί από εμάς συγκεντρωνόμαστε στο χειρότερο σενάριο με αποτέλεσμα οι επιλογές μας να μας παραλύουν.

Στο δικό μου ταξίδι όμως, καταφέρνοντας να ξεπεράσω την κατάθλιψη, τον εθισμό στα ναρκωτικά και τις διατροφικές διαταραχές, γνώρισα τη δύναμη του εσωτερικού καθοδηγητή μου καθώς και τη σημασία του να εμπιστεύομαι τη σοφία της δικής μου καρδιάς.

Η έμπνευση προέρχεται από την καρδιά μας. Οι πιο ευτυχισμένοι, επιτυχημένοι και υγιείς άνθρωποι έχουν μάθει να εμπιστεύονται την εσωτερική σοφία τους.

Παρακάτω περιγράφω 10 πράγματα τα οποία κάνουν οι άνθρωποι που ακολουθούν την καρδιά τους:

  1. Αποδέχονται το γεγονός ότι δεν μπορούν να ελέγξουν το μέλλον. Αν κάτι μπορεί να αποτελέσει μέρος της ζωής τους, θα γίνει.
  2. Αντί να επικεντρώνονται στο τι θα μπορούσε να πάει στραβά, επικεντρώνονται σε όσα μπορούν να έχουν θετική έκβαση.
  3. Δεν προσπαθούν να βρουν ένα νόημα στη ζωή τους, επειδή ο σκοπός τους είναι να ζουν μια γεμάτη ζωή.
  4. Βλέπουν τα προβλήματα ως έναν δρόμο.
  5. Ενεργούν με βάση την πεποίθηση ότι η ζωή γίνεται καλύτερη μέσω της αλλαγής κι όχι τυχαία.
  6. Αλλάζουν ό,τι δεν μπορούν να αποδεχτούν και αποδέχονται ό,τι δεν μπορούν να αλλάξουν.
  7. Απομακρύνονται από οτιδήποτε δεν τους προσφέρει πλέον τίποτα.
  8. Πιστεύουν ότι τα πράγματα δεν συμβαίνουν σε αυτούς, αλλά για αυτούς.
  9. Ψάχνουν μέσα τους για να βρουν απαντήσεις.
  10. Ξέρουν πως αυτά που μαθαίνουμε και αυτό που γινόμαστε στο ταξίδι της ζωής είναι πιο σημαντικά από τον τελικό στόχο. Το ταξίδι αποτελεί την πραγματική ανταμοιβή.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ: Ελευθερία

Η Συνείδηση, είναι Ελεύθερη από κάθε νόμο αιτιότητας, και μπορεί, ανεξάρτητα προϋποθέσεων, να στραφεί προς τα Έσω, και να βιώσει το Καθαρό Είναι, το Απόλυτο, ή να στραφεί προς τα έξω…

Η Συνείδηση είναι εξ’ αρχής και για πάντα Ελεύθερη. Όταν η Συνείδηση στρέφεται προς τα Έσω, τότε Βιώνει το «Ίδιο Είναι», το Απόλυτο, μία Κατάσταση όπου δεν υπάρχει σχέση με εξωτερικό αντικείμενο. Είναι μία Κατάσταση Απόλυτης Ελευθερίας, αν θεωρήσουμε σαν Ελευθερία την Ανεξαρτησία από κάθε επίδραση... Σε Αυτή την Κατάσταση η Συνείδηση είναι Ελεύθερη και από τον υλικό εγκέφαλο... και Διαχέεται μέσα στην Παγκόσμια Συνείδηση (και μπορεί να «εκδηλωθεί» στον «μεταφυσικό χώρο»...).

Όταν η Συνείδηση στρέφεται προς τα έξω, τότε, έχει μία ασαφή αντίληψη του «Ιδίου Είναι» μέσα σε ένα αντικειμενικό κόσμο... «Ταυτίζεται» με τους «μηχανισμούς της αντίληψης» (που έχουν «αντιστοιχία» στο νευρικό σύστημα), αντιλαμβάνεται με «προσωπικό» τρόπο τον κόσμο, και βιώνει μέσα από αυτή την προσωπική αντίληψη μία ατομική ύπαρξη στον «κόσμο»...

Η Συνείδηση, στην πραγματικότητα, είναι Ελεύθερη από κάθε νόμο αιτιότητας, και μπορεί, ανεξάρτητα προϋποθέσεων, να στραφεί προς τα Έσω, ή προς τα έξω. Είναι Αυτεξούσια... Η «επίγνωση», η επιλογή, κι η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η Συνείδηση τελικά, εξαρτάται από την «εσωτερική ωρίμανσή» της (την «μεταφυσική ωρίμανσή» της), κι όχι από τις σχέσεις της με το «εξωτερικό»...

Η Συνείδηση, στην σχέση της με το «αντικείμενο», τον αντικειμενικό κόσμο, τις αντικειμενικές συνθήκες, και τις αντικειμενικές αλληλεπιδράσεις, δηλαδή στην δράση της μέσα στον αντικειμενικό κόσμο, είναι Ελεύθερη, και μπορεί να «δρα» προς όλες τις κατευθύνσεις. Μπορεί δηλαδή να δεχτεί ερεθίσματα από όλες τις κατευθύνσεις και να αντιδρά χωρίς να απορροφιέται πουθενά. Είναι δηλαδή Αυτόνομη στην δράση της, κινείται ελεύθερα, δρα με δικούς της κανόνες, χωρίς αλλότριες επιρροές ή επεμβάσεις. Βεβαίως είναι «υποχρεωμένη» να δρα μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες και να αντιδρά για να επιτύχει ενδεχομένως την αντικειμενική διαφοροποίηση των καταστάσεων. Η Αυτονομία αναφέρεται, όπως είπαμε, στην δράση της, κι όχι στην αποφυγή των αντικειμενικών καταστάσεων μέσα στις οποίες είναι υποχρεωμένη να δράσει...

Όταν η Συνείδηση απορροφιέται σε μία αντιληπτική διαδικασία και δράση δεσμεύεται, περιορίζεται, χάνει την δυνατότητα να δράσει προς άλλες κατευθύνσεις, γίνεται αργή στις αντιδράσεις της, ως και «αναίσθητη» σε άλλους ερεθισμούς. Αυτή η κατάσταση είναι μία κατάσταση μη-ελευθερίας... Πρόκειται όμως για μία λειτουργία της «αντίληψης», που μπορεί να μεταβληθεί οποτεδήποτε... Θεωρητικά, από την άποψη της δυνατότητας, η Συνείδηση παραμένει Ελεύθερη... είναι στην δική της διάθεση να Ελευθερωθεί ή να παραμείνει «δέσμια»... Η εσωτερική ωρίμανση δεν εξαρτάται από τον χρόνο (τον αντικειμενικό χρόνο), ή τις αντικειμενικές συνθήκες...

Hannah Arendt: Η ρηχή σκέψη κάνει δυνατή την εξάπλωση του κακού

Για μένα υπάρχει μια σημαντικότατη διαφορά: “κοινοτοπία” είναι ό,τι συμβαίνει συνήθως, κοινώς, παρ' όλα αυτά κάτι μπορεί να είναι αβαθές, και δίχως ακόμη να είναι κοινό…

Εννοώ ότι, αν πάμε μέχρι τη ρίζα, το κακό δεν είναι ριζικό, δεν έχει βαθύτητα, και είναι ακριβώς για το λόγο αυτό που είναι τόσο τρομερά δύσκολο να συλλάβουμε με τη σκέψη, γιατί σκέφτομαι εξ ορισμού, σημαίνει φτάνω μέχρι τις ρίζες.

Το κακό είναι ένα φαινόμενο της επιφάνειας, και αντί να είναι ριζικό, είναι απλώς ακραίο.

Αντιστεκόμαστε στο κακό όχι παρασυρόμενοι από την επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά σταματώντας και ξεκινώντας να σκεφτόμαστε – δηλαδή προσεγγίζοντας μια διάσταση διαφορετική από εκείνη του ορίζοντα της καθημερινής ζωής.

Με άλλα λόγια, όσο πιο ρηχός είναι κάποιος τόσο πιο πιθανό είναι να ενδώσει στο κακό.

Σήμερα είμαι της άποψης πως το κακό δεν είναι ποτέ “ριζικό”, αλλά μονάχα ακραίο, και ότι δεν έχει ούτε βαθύτητα ούτε κάποια δαιμονική διάσταση.

Το κακό δύναται να κατακυριεύει τα πάντα και να σαρώνει τον κόσμο ολόκληρο, ακριβώς γιατί διασπείρεται σαν μύκητας.

Το κακό “προκαλεί” τη σκέψη, όπως είπα, γιατί η σκέψη προσπαθεί να αγγίξει το βάθος, να φτάσει στις ρίζες του και από τη στιγμή που καταπιάνεται με το κακό, απογοητεύεται, το εγχείρημα αποβαίνει μάταιο, γιατί δεν βρίσκει τίποτε, γιατί δεν υπάρχει τίποτε να βρει. Εδώ έγκειται η “ρηχότητα” του.

Μόνο το καλό έχει βαθύτητα και μόνο το αγαθό μπορεί να είναι ριζικό.

Hannah Arendt, Δύο επιστολές για τη ρηχότητα του κακού

Φερνάντο Πεσσόα: Είναι εύκολο να απομακρύνεις τους ανθρώπους, αρκεί να μην τους πλησιάζεις

–Ζωή είναι να πλέκεις με το βελονάκι τις προθέσεις των άλλων.

-Η συνείδηση της μη συνείδησης της ζωής είναι ο αρχαιότερος φόρος της διάνοιας.

-Η μοναδική μου συνήθεια, να κάνω όνειρα, με έχει προικίσει, με μια εξαιρετικής καθαρότητας εξωτερική όραση.

-Γι΄ αυτό γνωρίζω τον εαυτό μου ολοκληρωτικά, και γνωρίζοντάς με έτσι, γνωρίζω επίσης ολοκληρωτικά την ανθρωπότητα όλη.

-Πολλές φορές αφοσιώνομαι στην βολιδοσκόπηση των προθέσεών τους, γιατί έτσι τους κάνω δικούς μου. Κατακτώ τον ψυχισμό που ερμηνεύω, γιατί, για μένα, ονειρεύομαι σημαίνει κατέχω.

–Ένα πραγματικό ηλιοβασίλεμα είναι κάτι το απροσμέτρητο και το εφήμερο. Το ηλιοβασίλεμα του ονείρου είναι σταθερό και αιώνιο.

–Τα αγαπώ όλα αυτά, ίσως γιατί δεν έχω τίποτε άλλο να αγαπήσω ή γιατί ίσως τίποτε δεν αξίζει την αγάπη μιας ψυχής – κι αν αυτό το συναίσθημα πρέπει κάπου να το απευθύνουμε, καλύτερα τότε να το δώσω στη φτωχή όψη του μελανοδοχείου μου παρά στην πλατιά αδιαφορία των άστρων.

-Αναρωτιέμαι αν κι αυτοί κάποια στιγμή ενέδωσαν στον πειρασμό του Δαίμονα της Πραγματικότητας. Ζωή είναι η άγνοια του εαυτού σου. Σκέψη η ανεπαρκής γνώση του εαυτού σου. Η ξαφνική όμως γνώση του εαυτού σου, σε μια τέτοια καθαρτήρια στιγμή, είναι για σένα η άμεση αντίληψη της έννοιας της ενδόμυχης μονάδας, του μαγικού λόγου της ψυχής. Μα η αιφνίδια λάμψη καίει τα πάντα. Μας απογυμνώνει ακόμη κι από τον εαυτό μας. Δεν ήταν παρά μια στιγμή, και με είδα. Ύστερα δεν θα ξέρω ούτε καν να πω τι ήμουν. Και τελικά νυστάζω, γιατί μου φαίνεται, χωρίς να ξέρω γιατί, πως το νόημα όλων αυτών είναι ο ύπνος.

–Η κόπωση της σκέψης που χρησιμοποιεί έννοιες αφηρημένες. Δεν βαραίνει σαν την σωματική κούραση ούτε ταράζει σαν την κούραση από τις συγκινήσεις. Είναι το βάρος της συνείδησης του κόσμου, το να μην μπορεί να πάρει η ψυχή ανάσα.

-Και η ξαφνική αίσθηση ότι είμαι έγκλειστος σ΄ ένα κελί δίχως όρια. Προς τα που να βρω να φύγω αφού κελί είναι το παν;

-Επιθυμία, κάποια μέρα, μια μέρα χωρίς χρόνο και χωρίς ύλη, να ανοίξει μια πόρτα, να φύγουμε μακριά από το Θεό και ο βαθύτερός μας εαυτός να πάψει επιτέλους – δεν ξέρω πως- να αποτελεί τμήμα του είναι ή του μη είναι.

-Παρακμή είναι η πλήρης απώλεια της ασυνειδησίας γιατί η ασυνειδησία είναι το θεμέλιο της ζωής. Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.

–Πεσιμιστής σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι το κάθε πράγμα ως τραγικό, συμπεριφορά υπερβολική και άβολη.

-Και όλα αυτά -η τακτοποίηση, η ταξινόμηση, η οργάνωση- δεν είναι παρά προσπάθεια που γίνεται πραγματικότητα– και τελικά, όση απόγνωση κι αν προκαλεί, αυτό είναι η ζωή.

–Μακάριοι αυτοί που κατορθώνουν να μεταφράσουν τον προσωπικό τους πόνο σε πόνο συμπαντικό.

-Αλλά στο τέλος όλα μπαίνουν στο σπίτι από το παράθυρο της παρατήρησης και το παράθυρο της σκέψης.

–Ο μεγαλύτερος εγκληματίας, ο πιο κλεισμένος στον εαυτό του εγωιστής, από μια μαγεία φυσική, είναι ιερός όσο κοιμάται.

-Γι΄ αυτό νιώθω, όταν σκέφτομαι κυριευμένος από αυτή την αίσθηση, μια απέραντη ακαθόριστη τρυφερότητα για ολόκληρη την παιδική ανθρωπότητα, για την αποκοιμισμένη κοινωνική ζωή, για όλους και για όλα.

-Μερικοί είναι έξυπνοι, άλλοι χαζοί κι είναι όλοι το ίδιο χαζοί. Άλλοι είναι πιο γέροι, άλλοι πιο νέοι κι έχουν όλοι την ίδια ηλικία. Μερικοί άντρες κι άλλες γυναίκες, ανήκουν όλοι στο ίδιο φύλο, το οποίο και δεν υφίσταται.

–Τα παιδιά είναι μεγάλοι λογοτέχνες, γιατί μιλούν όπως νιώθουν και όχι όπως πρέπει να νιώθουν, όχι σαν αυτούς που νιώθουν σύμφωνα με τους άλλους.

–Ύπνος είναι η ένωση με το Θεό, είναι η Νιρβάνα – όποια κι αν είναι οι ορισμοί των εννοιών αυτών, ύπνος είναι η αργή ανάλυση των αισθήσεων, είτε κοιμάται σαν μια ατομικιστική επιστήμη της ψυχής είτε κοιμάται σαν μια μελωδία της θέληση, αργό ανάγραμμα της μονοτονίας.

–Φοβάμαι πάντα μήπως μιλούν για μένα. Απέτυχα στα πάντα. Δεν τόλμησα ούτε να σκεφτώ την ύπαρξή μου, ή να σκεφτώ τί θα ήθελα να είμαι, αυτό ούτε καν το ονειρεύτηκα, γιατί μέχρι και στο όνειρο βρέθηκα ακατάλληλος για τη ζωή. Ακόμη και σαν οραματιστής ονειροπόλος.

–Και διαπιστώνω πως το είδος του συναισθήματος που συγκινεί την κοινή ψυχή με τον ίδιο τρόπο που είμαι εγώ συγκινημένος, είναι η νοσταλγία της χαμένης παιδικής ηλικίας.

–Το ψέμα είναι απλά η ιδανική γλώσσα της ψυχής: διότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μεταχειριζόμαστε τις λέξεις(δηλαδή ήχους αρθρωμένο κατά τρόπο άλογο) για να μεταφράσουμε στη γλώσσα της πραγματικότητας τις πιο εκλεπτυσμένες και εσωτερικές κινήσεις των συναισθημάτων και των λέξεών μας (και που οι λέξεις ασφαλώς ποτέ δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν) έτσι ακριβώς χρησιμοποιούμε το ψέμα και το παραμύθι, για να καταλαβαινόμαστε μεταξύ μας, πράγμα που με την αλήθεια, καθαρή και αμεταβίβαστη, δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει.

– Ποιος μπορεί να κρύβεται στο βάθος της ψυχής της οποίας το πρόσωπο χαμογελά ή κοιτάζει – ο πολιτικός που θέλει να μας αγοράσει ή η πόρνη που θέλει να την αγοράσουμε.

-Και όπως συνήθως συμβαίνει, το κατώτερο από τα δυο μέρη είναι αυτό που παρενοχλεί το άλλο.

-Η πλήξη είναι η σημαντική αντίληψη του χάους και η συνείδηση πως χάος είναι όλα. Ο άνθρωπος που βαριέται, όπως και ο κακοδιάθετος και ο κουρασμένος νιώθει φυλακισμένος σ΄ ένα στενό κελί. Ο απελπισμένος από τη στενότητα της ζωής νιώθει κλεισμένος σ΄ ένα κελί κάπως πιο φαρδύ. Αυτός όμως που βρίσκεται στο έλεος της πλήξης είναι καταδικασμένος σε ένα κελί δίχως όρια.

-Γεγονός είναι πως το ψεύτικο όνομα μαζί με το αληθινό όνειρο δημιουργούν μια πραγματικότητα καινούργια. …Κατασκευάζουμε πραγματικότητες.

–Είναι εύκολο να απομακρύνεις τους ανθρώπους: αρκεί να μην τους πλησιάζεις.

-Να περνάει κανείς την αίσθηση από την καθαρή ευφυΐα, να την διυλίζει μέσα από μια ανάλυση ανώτερη, για να την πλάσει σε μορφή λογοτεχνική και να της δώσει τη δική της όψη και πνοή. Τότε την έχω κρατήσει για πάντα. Έχω κάνει πραγματικό το μη πραγματικό κι έχω στήσει στο άπιαστο ένα αιώνιο βάθρο. Τότε, στα άδυτα του εαυτού μου, έχω στεφθεί αυτοκράτορας.

–Ίσως βλέπω και ονειρεύομαι να είναι το ίδιο πράγμα, το γεγονός όμως ότι λέμε βλέπω, αντί για ονειρεύομαι, σημαίνει πως κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε όνειρο κι όραση.

-Υπάρχουν γουρούνια του πεπρωμένου, όπως εγώ, που δεν απομακρύνονται από την ισοπέδωση της καθημερινότητας εξαιτίας της έλξης που τους ασκεί η ίδια τους η αδυναμία.

-Για όσους δεν είναι τίποτα, ζωή είναι, όπως και για τα ποτάμια, η ίδια η ροή. Αυτούς όμως που νιώθουν και που σκέφτονται, αυτούς που ξαγρυπνούν, η φρικτή υστερία των σιδηροδρόμων των αυτοκινήτων, των πλοίων, δεν τους αφήνει ήσυχους, να κοιμηθούν ή να ξυπνήσουν.

–Για να βρώ ξεκούραση μου λείπει η υγεία της ψυχής.

-Πιστεύω πως λέγοντας ένα πράγμα, διατηρείς όλες του τις αρετές ενώ ταυτόχρονα του αφαιρείς την τρομακτική του δύναμη. Η εξοχή, στα λόγια, είναι πιο πράσινη από την ίδια της την πρασινάδα. Αν τα λουλούδια περιγράφονταν με λέξεις οι οποίες τα ζωγράφιζαν στο χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα τόσο λαμπρά που η κυτταρική ζωή δεν γνωρίζει.

–Όταν κοιμηθούμε η εδώ ζωή γίνεται όνειρο, και όχι με κάποια έννοια μεταφορική ή ποιητική γίνεται όνειρο κυριολεκτικά.

–Η ηδονή, που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με μια βουτιά μες τη ζωή, είναι, πριν απ΄ όλα μια βουτιά μέσα στον εαυτό μας, μια ρήξη τη σχέσης ανάμεσα σ΄ εμάς και τη ζωή μας, μια κινούμενη σκιά θανάτου.

-Μπορεί να επιστρέψει κανείς το ίδιο κουρασμένος από ένα όνειρο, όσο κι από μια εργασία ορατή. Ποτέ δεν ζει κανείς τόσο πολύ όσο όταν σκέφτεται πολύ.

-Για μένα, όταν βλέπω ένα νεκρό, ο θάνατος είναι μια αναχώρηση. Το πτώμα μας δίνει την εντύπωση ενός παλιού κουστουμιού που πετάχτηκε. Κάποιος έφυγε, χωρίς να χρειάζεται να πάρει μαζί του τη μοναδική του φορεσιά.

–Η ζωή είναι ο δισταγμός ανάμεσα στο θαυμαστικό και το ερωτηματικό. Σε περίπτωση αμφιβολίας υπάρχει η τελεία.

-Αναλογίζομαι καμιά φορά, με μια απόλαυση μελαγχολική, πως αν κάποια μέρα, σ΄ ένα μέλλον στο οποίο εγώ πλέον δεν θα ανήκω, αυτές οι γραμμές που γράφω γνωρίσουν επαίνους και εγκώμια, θα έχω επιτέλους αποκτήσει ανθρώπους που να με ¨καταλαβαίνουν¨, τους δικούς μου ανθρώπους, μια οικογένεια αληθινή για να γεννηθώ εκεί, θα έχω προ πολλού πεθάνει.

–Μια μέρα ίσως καταλάβουν πως εκπλήρωσα, όπως κανένας άλλος, το εγγενές μου καθήκον να ερμηνεύσω ένα κομμάτι του αιώνα μας, κι όταν το καταλάβουν, θα γράψουν πως στον καιρό μου κανείς δεν με κατάλαβε, πως έζησα δυστυχισμένος μέσα στην γενική αδιαφορία και κρυάδα, και πως είναι μεγάλο κρίμα που μου συνέβη αυτό.

Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Το βιβλίο της ανησυχίας» του Φερνάντο Πεσσόα

Η Ελληνική Αρχαιότητα: II ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 3. Από τους Περσικούς Πολέμους στον Πελοποννησιακό

3.3. Αγαπούμε το ωραίο διακριτικά


Ορισμένα από τα επιφανέστερα πολιτιστικά επιτεύγματα της Αθήνας συντελέστηκαν στην Πεντηκονταετίαν. Τότε άκμασε ο Σοφοκλής και ο Φειδίας, η ποιητική και η εικαστική ολοκλήρωση της κλασικής εποχής. Ο λόγος και η μορφή απέκτησαν δυναμισμό και κίνηση, σαν να ήταν πράγματα ζωντανά. Η διογκωμένη αυτοπεποίθηση των Αθηναίων μετατράπηκε σε δημιουργικό οργασμό προς όλες τις κατευθύνσεις. Μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας διοχετεύτηκε στον πολιτισμό.

Κάποιοι μεταγενέστεροι Έλληνες έβλεπαν τη ζωή όχι πια ως αγώνα αλλά ως θεατρικό έργο, στο οποίο καθένας έχει έναν προκαθορισμένο ρόλο, που οφείλει να υποδυθεί με επιτυχία. Αυτή η σύλληψη θα ήταν αδιανόητη χωρίς την τραγωδία. Από όλα τα πολιτιστικά επιτεύγματα για τα οποία μπορεί να καυχηθεί η Αθήνα κανένα άλλο δεν αποτελεί δική της επινόηση. Η τραγωδία είναι το κατεξοχήν βλάστημα της αττικής γης: εκεί γεννήθηκε και ωρίμασε, με τους συνθετικούς χυμούς ενός πνεύματος που είχε ζήσει πολιτικές αλλαγές και πολεμική κινητοποίηση σε ευρεία κλίμακα.

Αντιλαμβανόμενοι τη σημασία των Περσικών Πολέμων στην ανάπτυξη της τραγικής τέχνης, ορισμένοι μεταγενέστεροι συγγραφείς διηγούνται ότι την επαύριο της ελληνικής νίκης στη Σαλαμίνα βρέθηκαν, με έναν συμβολικό τρόπο, μαζί οι τρεις μεγάλοι τραγωδοποιοί του αιώνα: ο Αισχύλος, που είχε πολεμήσει με αξιοθαύμαστη ανδρεία· ο νεαρός Σοφοκλής, που πρωτοστατούσε ως όμορφος έφηβος στον επινίκιο χορό· και ο Ευριπίδης, που γεννιόταν την ίδια ακριβώς ημέρα.

Η τραγωδία δημιουργήθηκε στο μέσον του 6ου αιώνα από τη σύνθεση της επικής αφήγησης με τη λυρική έκφραση . Ένας ποιητής διθυράμβων, ο θρυλικός Θέσπις, είχε την ιδέα να αποσπαστεί από τον πολυμελή χορό και να του απευθυνθεί διαλογικά. Με την κίνηση αυτή δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα στη μυθική πλοκή να παρασταθεί ενώπιον θεατών, αντί να αποτελεί το αντικείμενο μιας τριτοπρόσωπης αφήγησης ενώπιον ακροατών. Επειδή ο διθύραμβος περιλάμβανε μουσική και χορό, η νεογέννητη τραγωδία κληρονόμησε αυτά τα χαρακτηριστικά. Η αθηναϊκή σύνθεση ήταν το πληρέστερο ποιητικό είδος που ανέπτυξε η αρχαιότητα: ικανοποιούσε τόσο την όραση όσο και την ακοή, τόσο τη λογική όσο και το συναίσθημα, και τις εκλεπτυσμένες αισθήσεις όχι λιγότερο από τον απαιτητικό νου.

Από το σύνολο των υποψήφιων ποιητών επιλέγονταν τρεις που θα διαγωνίζονταν στο πλαίσιο μιας διονυσιακής εορτής (Λήναια, Μεγάλα Διονύσια). Αυτοί έπαιρναν στη συνέχεια χορό, τη δαπάνη του οποίου αναλάμβαναν πλούσιοι πολίτες, που γίνονταν κυριολεκτικά χορηγοί. Η επιλογή των ποιητών και η οργάνωση του εορταστικού διαγωνισμού βρίσκονταν στη δικαιοδοσία δύο αρχόντων της Αθήνας: του βασιλέως και του ἐπωνύμου. Οι θεατρικές παραστάσεις αποτελούσαν το σύνθετο προϊόν της δημιουργικής ενέργειας του ποιητή, της πολιτικής εξουσίας, που μπορούσε να αποδεχθεί ή να αρνηθεί το ανέβασμα ενός έργου, και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας των πλουσίων, που υποχρεώνονταν μεν από το κράτος σε δημόσιες δαπάνες για το κοινό καλό (λειτουργίας), αλλά είχαν το ελεύθερο να επιλέξουν ποιο δημόσιο αγαθό θα χρηματοδοτούσαν.

Ολόκληρο τον 5ο αιώνα οι παραστάσεις γίνονταν σε ξύλινα παραπήγματα που στήνονταν στη νοτιοανατολική παρυφή της Ακρόπολης, εκεί όπου βρισκόταν, από την εποχή του Πεισίστρατου, το ιερό του Διονύσου. Κάθε ποιητής ήταν ταυτόχρονα σκηνοθέτης των έργων του, μουσικός συνθέτης των λυρικών μερών τους και, συχνότατα, υποκριτής ο ίδιος. Διαγωνιζόταν με μια σειρά τεσσάρων δραμάτων, μια τετραλογίαν, από τα οποία τα τρία πρώτα ήταν τραγωδίες και το τελευταίο ένα σατυρικό δράμα - θεατρικό είδος με έντονα διονυσιακά και κωμικά χαρακτηριστικά, που εισήγαγε μάλλον στην Αθήνα ο Πρατίνας από τον Φλειούντα για να απαλύνει την ένταση των τραγωδιών.

Ορισμένοι από τους πρώτους τραγικούς ποιητές είναι γνωστοί μόνο ως ονόματα. Για τον Φρύνιχο, ωστόσο, υπάρχει η πληροφορία ότι τιμωρήθηκε με πρόστιμο από τους Αθηναίους, επειδή το 493 ανέβασε την τραγωδία Μιλήτου ἅλωσις, όπου περιέγραφε την κατάληψη της Μιλήτου από τους Πέρσες και θύμισε στους συμπολίτες του οἰκεῖα κακά, τις δικές τους συμφορές. Το γεγονός δείχνει τη διαπλοκή πολιτικής και πολιτισμού διπλά. Η θεματολογία της τραγωδίας του Φρυνίχου είχε αντληθεί από την πολιτική επικαιρότητα, στην οποία η Αθήνα είχε άμεση εμπλοκή με τις παραλείψεις των διπλωματικών και πολεμικών χειρισμών της. Από την άλλη μεριά, η οργισμένη αντίδραση του κοινού και των αρχόντων βασιζόταν σε κριτήρια περισσότερο πολιτικά παρά αισθητικά. Είναι πιθανό ότι ο Φρύνιχος θέλησε να ψέξει τη φιλοπερσική πτέρυγα των Αθηναίων και αυτή πήρε την εκδίκησή της τιμωρώντας τον. Λιγότερο από 20 χρόνια αργότερα, πάντως, και συγκεκριμένα το 476, ο ίδιος ποιητής τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο για το έργο του Φοίνισσες, όπου δοξαζόταν η ελληνική νίκη στη Σαλαμίνα. Η καλλιτεχνική αρτιότητα δεν ήταν φυσικά το μοναδικό κριτήριο του ενθουσιασμού που αισθάνθηκε το κοινό για την τραγωδία αυτή.

Ο πρώτος βεβαιωμένα μεγάλος τραγικός ποιητής και αληθινός δεύτερος δημιουργός της τραγωδίας υπήρξε ο Αισχύλος από την Ελευσίνα (περ. 525-456). Αυτός ο ευσεβής πολίτης εισήγαγε ορισμένες καθοριστικής σημασίας καινοτομίες στην τραγωδία: πρόσθεσε τον δεύτερο υποκριτή, μείωσε την έκταση των λυρικών μερών προς όφελος των επεισοδίων και εισήγαγε νέους τύπους όρχησης. Οι καινοτομίες του είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά οι δραματικές δυνατότητες της τραγωδίας. Ο Αισχύλος κατόρθωσε επίσης να πραγματευτεί μακροσκελή μυθικά θέματα με την τριλογική σύνθεση, που πιθανότατα αποτελεί επίσης δική του επινόηση. Ενώ οι προγενέστεροι ποιητές συνέθεταν τρεις τραγωδίες με διαφορετικό θέμα, ο Αισχύλος συνέθεσε τριλογίας, δηλαδή τραγωδίες με ενιαία και συνεχή πλοκή από την πρώτη έως την τελευταία. Αυτή ήταν η μοναδική καινοτομία που δεν έγινε αποδεκτή από τους μεταγενέστερους ποιητές.

Στην αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία ο Αισχύλος ακολούθησε το παράδειγμα του Φρυνίχου και συνέθεσε έργο με θεματολογία αντλημένη από τα σύγχρονα πολεμικά συμβάντα - αυτά στα οποία είχε λάβει μέρος ο ίδιος. Οι Πέρσες ἐδιδάχθησαν (δηλαδή παραστάθηκαν) το 472, με χορηγό τον Περικλή, που έκανε τότε την πρώτη δημόσια εμφάνισή του, και αφηγούνται την ελληνική νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Η παρουσίαση του θέματος γίνεται από την πλευρά του ηττημένου Ξέρξη και των υπηκόων του, με τρόπο τόσο χαρακτηριστικά οικουμενικό, ώστε ο μεγάλος βασιλιάς μετατρέπεται σε πανανθρώπινο σύμβολο των συνεπειών που έχει η καταστροφική ὕβρις. Η συμπάθεια του Αισχύλου για την προσωπικότητα και την πολιτική οξύνοια του Θεμιστοκλή βρίσκεται πίσω από αυτή την τραγωδία, που παρουσιάστηκε για δεύτερη φορά στις Συρακούσες, όταν ο Αισχύλος ήταν προσκεκλημένος του τυράννου Ιέρωνα και πέρασε αρκετό χρόνο στην αυλή του. Τότε έγραψε μάλλον και μια χαμένη τραγωδία με τίτλο Αιτναίες, για να τιμήσει την επανίδρυση της κατεστραμμένης Κατάνης.

Αρκετά χρόνια αργότερα ο Αισχύλος επισκέφθηκε και πάλι τη Σικελία. Μάλιστα, πέθανε στη Γέλα, την πόλη καταγωγής και κατοικίας του Ιέρωνα πριν αναλάβει την τυραννία στις Συρακούσες. Στο επιτύμβιο επίγραμμα που συνέθεσε για να τον συνοδεύσει στον τάφο, ο ποιητής μνημόνευσε όχι την τέχνη του και την επιτυχία που είχε στο αθηναϊκό ή το σικελικό κοινό, αλλά τη συμμετοχή του στην ηρωική αντιμετώπιση των Περσών. Ο αδελφός του είχε σκοτωθεί στη μάχη του Μαραθώνα με τρόπο τόσο θρυλικό, ώστε να απαθανατιστεί στην Ποικίλη Στοά και να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού για αιώνες. Σε αυτή την ένδοξη μάχη αναφερόταν και ο ίδιος με το επιτύμβιο επίγραμμά του.

Η Ποικίλη Στοά, στο βορειοδυτικό τμήμα της αθηναϊκής αγοράς, κτίστηκε στο δεύτερο τέταρτο του 5ου αιώνα με πρωτοβουλία του Κίμωνα και πήρε το όνομά της από τις ζωγραφικές παραστάσεις πολεμικών συγκρούσεων που τη διακοσμούσαν: Αμαζονομαχία, Τρωικός Πόλεμος, Αθήνα εναντίον Σπάρτης, μάχη του Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι ζούσαν το παρόν ως μια συνέχεια του ηρωικού παρελθόντος, μυθικού και ιστορικού. Εγγράφοντας τον εαυτό του σε αυτή την παράδοση, ο Αισχύλος ήθελε να τον θυμούνται ως έναν Αθηναίο οπλίτη. Εξάλλου, το κυρίαρχο θέμα που διέπνεε τα έργα του ήταν το πρόβλημα των σχέσεων του ατόμου με την οικογένεια και του οἴκου με την πόλιν. Ενώ διέθετε μια αρχαϊκού τύπου εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη του Δία, ο Αισχύλος αφουγκραζόταν ταυτόχρονα τα ζητήματα που έθετε η εποχή του.

Ο δεύτερος μεγάλος τραγικός ποιητής, ο Σοφοκλής (περ. 496-406) από τον δήμο του Κολωνού, αποτελεί το πνευματικό σύμβολο του αθηναϊκού μεγαλείου. Ο Σοφοκλής υπήρξε, όπως και ο προκάτοχός του, μεγάλος καινοτόμος. Εισήγαγε τον τρίτο υποκριτή -προσθήκη που αποδέχθηκαν όλοι οι τραγικοί ποιητές-, αύξησε τον αριθμό των μελών του χορού από 12 σε 15 και ανέπτυξε τη σκηνογραφία με την εγκατάσταση περιστρεφόμενων πινάκων ζωγραφικής στα δύο άκρα της σκηνής. Το δραματικό σύμπαν του Σοφοκλή ήταν γνήσια τραγικό. Ο Οἰδίπους τύραννος (που διδάχθηκε στη δεκαετία του 420), η πρότυπη τραγωδία κατά τον Αριστοτέλη, δείχνει με μεγάλη ενάργεια τις αρετές και τον κεντρικό άξονα προβληματισμού του Σοφοκλή, που υπήρξε, όσο ζούσε, ο δημοφιλέστερος τραγικός ποιητής των Αθηναίων.

Ο Σοφοκλής δραματοποίησε το τεράστιο πρόβλημα της σχέσης της ανθρώπινης ευφυΐας με την ευδαιμονία. Διερεύνησε ειδικά την εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση που δημιουργείται ανάμεσα στην περιορισμένη ανθρώπινη κατανόηση και την υπέρτερη σοφία των θεών. Η τραγικότητα της ζωής παρουσιάστηκε ως το αποτέλεσμα μιας γνώσης που δεν μπορεί να είναι ποτέ ασφαλής και που έρχεται όχι με αναστοχασμό αλλά μέσα από την οδύνη και τη βιωμένη συμφορά, όταν είναι ήδη αργά. Οι επτά σωζόμενες τραγωδίες του χαρακτηρίζονται από έναν αποτελεσματικό χειρισμό των δραματικών τεχνικών, και ιδίως της ηθογραφίας και της τραγικής ειρωνείας, σε σκηνές εξαιρετικής έντασης και πάθους.

Ο Ευριπίδης δεν εισήγαγε καινοτομίες στη μορφή της τραγωδίας. Πρωτοτύπησε όμως στο περιεχόμενό της. Επηρεασμένος από το νέο πνεύμα των φυσικών φιλοσόφων και σοφιστών τόνισε την αυθαιρεσία πολλών κοινωνικών συμβάσεων και την τάση της ανθρώπινης φύσης να κατακλύζεται από δυνατά συναισθήματα και να χάνει κάθε λογικό έλεγχο. Τέτοια ισχυρά πάθη, κατά τη γνώμη του, γεννούν και ανακυκλώνουν τις μεγαλύτερες συμφορές. Ειδικά σε δύο έργα με θέμα τη μυθική άλωση της Τροίας (Εκάβη, Τρωάδες) ο Ευριπίδης είδε τα δεινά του πολέμου μέσα από τα μάτια αιχμαλωτισμένων γυναικών που έχουν χάσει συζύγους και γιους και βρίσκονται σε κατάσταση απελπισίας. Ο αντιπολεμικός τόνος των δύο αυτών τραγωδιών, που παραστάθηκαν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, δείχνει τη δύναμη των ποιητών να ασκούν έμμεση κριτική στις πολιτικές αποφάσεις των συμπολιτών τους. Δείχνει όμως επίσης γιατί ο Ευριπίδης δεν υπήρξε δημοφιλής κατά τη διάρκεια του βίου του, αλλά θαυμάστηκε ιδιαιτέρως μετά τον θάνατό του: οι μεταγενέστεροι μπορούσαν να διακρίνουν καθαρότερα και αντικειμενικότερα το ανθρωπιστικό μήνυμά του. Αν και η οικονομία της μυθικής δράσης στα έργα του δεν είναι πάντοτε συνεπής ή εύλογη, οι τραγωδίες του παρουσιάζουν μεγάλη δραματικότητα και χαρακτηριστική αληθοφάνεια στη διαγραφή του ψυχισμού γυναικών, παιδιών και δούλων. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιοι Αθηναίοι αιχμάλωτοι σώθηκαν επειδή μπορούσαν να τραγουδήσουν λυρικά άσματα του Ευριπίδη ή να εκθέσουν την υπόθεση κάποιων τραγωδιών του.

Μετά τον Σοφοκλή έπαυσαν οι μορφολογικές αλλαγές στην τραγική ποίηση, διότι η τραγωδία είχε βρει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, την οἰκείαν φύσιν. Η ανάπτυξή της ήταν όμοια με αυτή ενός υπεραιωνόβιου δέντρου δίχως σημαντικούς απογόνους. Όταν προς το τέλος του αιώνα πέθαναν, με διαφορά λίγων μηνών, οι Σοφοκλής και Ευριπίδης, η τραγική τέχνη πρακτικά έσβησε μαζί τους. Η αδιανόητη ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη προκάλεσε τον πρόωρο θάνατο μιας τέχνης που είχε τόσο στενά συνδεθεί με την πολιτική δύναμη της πόλης στην οποία αναπτύχθηκε. Από τον επόμενο αιώνα, τα έργα των τριών τραγικών ποιητών ανέβαιναν ετησίως στη σκηνή, παράλληλα με τις νέες παραγωγές, ως συντελεσμένα αριστουργήματα. Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης είχαν καταστεί, ήδη κατά την ύστερη κλασική εποχή, οι κλασικοί τραγωδοποιοί.

Αν η τραγωδία ήταν μια αθηναϊκή επινόηση, η κωμωδία είχε, όπως αναγνώριζε ήδη ο Αριστοτέλης, δωρική καταγωγή. Τόσο οι Μεγαρείς και οι Κορίνθιοι στην Πελοπόννησο όσο και οι Δωριείς της Σικελίας γνώριζαν το θέατρο στην εύθυμη και σκωπτική μορφή του. Οι μῖμοι ήταν ένα θεατρικό είδος σε πεζό λόγο που αναπτύχθηκε στις Συρακούσες και έμελλε να επηρεάσει τόσο την αττική πεζογραφία (στο λογοτεχνικό είδος των σωκρατικών διαλόγων) όσο και τη μεταγενέστερη ελληνιστική ποίηση (στο βουκολικό ειδύλλιο). Στις Συρακούσες έδρασε και ο Επίχαρμος, κωμικός ποιητής με ιδιαίτερα φιλοσοφημένη στάση ζωής, που είχε μάλλον γεννηθεί σε άλλη δωρική πόλη. Κατά τον 5ο αιώνα, η Κάτω Ιταλία και η Σικελία βρίσκονταν μόνο από γεωγραφική άποψη στην περιφέρεια του ελληνισμού. Από την άποψη του πολιτισμού ήταν ήδη σπουδαία κέντρα.

Στην αυλή του Ιέρωνα βρέθηκαν κατά καιρούς οι πιο διάσημοι ποιητές της μητροπολιτικής Ελλάδας, όπως ήταν οι Κείοι Σιμωνίδης και Βακχυλίδης (θείος και ανεψιός), ο Θηβαίος Πίνδαρος και ο Αθηναίος Αισχύλος. Ο Πίνδαρος ειδικά, αναντίρρητα ο πιο βαθύνους και ποικίλος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, εξύμνησε τον πλούτο και την αίγλη τυράννων, οι οποίοι, κάνοντας επίδειξη της οικονομικής και πολιτικής ισχύος τους, άλλοτε κέρδιζαν το πιο πολυδάπανο αγώνισμα της Ολυμπίας, το τέθριππον, και άλλοτε αφιέρωναν πολυτελή έργα τέχνης στους πανελλήνιους Δελφούς. Ο διάσημος Ηνίοχος που εκτίθεται στους Δελφούς αποτελεί μια τέτοια αναθηματική προσφορά του αδελφού του Ιέρωνα, που ήταν τύραννος της Γέλας. Αλλά και πολλές από τις σωζόμενες ωδές του Πινδάρου αποτελούν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μισθωμένων παραγγελιών από σημαντικούς πολιτικούς άνδρες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Επειδή ο Πίνδαρος ήταν, κατά κοινή ομολογία, ο σπουδαιότερος λυρικός ποιητής της εποχής, η αμοιβή που απαιτούσε και εισέπραττε δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη. Η πολιτική αποζητούσε τον υψηλό πολιτισμό για να δοξάσει τα δικά της, ειρηνικά ή πολεμικά, επιτεύγματα, όπως και ο πολιτισμός επωφελούνταν από τις επιτυχίες και φιλοδοξίες της πολιτικής σκηνής.

Αυτή την εποχή οι κατοικίες των Ελλήνων, ακόμη και των πλουσίων, ήταν πλίθινες και αρχιτεκτονικά ασήμαντες. Οι καλύτερες διέθεταν εσωτερική αυλή για φωτισμό -αφού δεν είχαν παράθυρα στις εξωτερικές πλευρές- και δύο πατώματα. Όλες οι πολυτελείς κατασκευές (ναοί, στοές, γυμνάσια, αρχεία) ήταν δημόσια κτίρια.

Αντίθετα από την ποίηση, η μνημειώδης αρχιτεκτονική απαιτούσε μεγάλα κονδύλια και ήταν αδιανόητη χωρίς ακμαία οικονομία και αντίστοιχη πολιτική βούληση. Τέτοια ήταν η δημοσιονομική πολιτική του Περικλή. Η ανακάλυψη των αργυρωρυχείων του Λαυρίου το 483, που αύξησε απρόσμενα τον πλούτο της πόλης, η αφθονία σε κοντινή απόσταση από το άστυ του πεντελικού μαρμάρου και η παρουσία στην Αττική ενός πολυπληθούς εργατικού δυναμικού αποτελούμενου από μέτοικους, δούλους και ελεύθερους πολίτες ήταν αναγκαίες προϋποθέσεις για το μεγαλόπνοο σχέδιο ανανέωσης της αθηναϊκής Ακρόπολης. Το σχέδιο όμως δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την πολιτική απόφαση της μεταφοράς του ταμείου της Αθηναϊκής Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα και τη διάθεση των συμμαχικών πόρων σε δημόσια έργα για τον εξωραϊσμό της πόλης.

Όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την Αθήνα, ο τότε ανεγειρόμενος ναός της Αθηνάς -στην τοποθεσία που επρόκειτο να οικοδομηθεί αργότερα ο νεότερος Παρθενώνας- βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο: δύο ή το πολύ τρεις σειρές σπονδύλων είχαν ανεγερθεί πάνω στον στυλοβάτη, και η απαιτητικότερη εργασία των κιονόκρανων και του θριγκού φάνταζε ακόμη μακρινή. Ο ναός καταστράφηκε από τους κατακτητές, όπως και πολλά άλλα οικήματα θεών στην αθηναϊκή Ακρόπολη και την ελληνική επικράτεια συνολικά. Μετά τις Πλαταιές, οι Έλληνες ορκίστηκαν να μην τα ανακατασκευάσουν, για να θυμούνται την περσική πράξη και να πάρουν στο μέλλον εκδίκηση. Μάλιστα, ορισμένοι σπόνδυλοι του κατεστραμμένου ναού της Αθηνάς ενσωματώθηκαν συμβολικά στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, για να δείχνουν την περσική βαρβαρότητα. Τα χρόνια όμως περνούσαν και η αρχική οργή εξασθενούσε. Δεν μπορούσαν ούτε οι άνθρωποι ούτε οι θεοί να ζουν επί μακρόν μέσα σε συντρίμμια. Λίγο μετά το μέσον του αιώνα η απόφαση για την κατασκευή ενός νέου Παρθενώνα είχε ήδη ληφθεί.

Το έργο ανατέθηκε συνολικά στον Φειδία, ενώ ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης ήταν υπεύθυνοι για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του. Για την ολοκλήρωση του απαιτήθηκαν 15 χρόνια εντατικής δουλειάς (447-432), χρόνος ελάχιστος αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος του εγχειρήματος και την τεχνολογία της εποχής. Μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια θα πρέπει να φανταστούμε ένα πλήθος ανθρώπων να δουλεύουν πυρετωδώς, όχι μόνο στην Ακρόπολη, αλλά επίσης στην Πεντέλη και στον Πειραιά καθώς και σε διάφορα εργαστήρια της αγοράς. Έναν χρόνο πριν από την έναρξη του πολέμου με τη Σπάρτη, η Αθήνα είχε στεγάσει και πάλι την προστάτιδα θεά της και είχε κατασκευάσει μια ιδιαίτερα πολυτελή είσοδο στον ιερό βράχο.

Ο Παρθενώνας είναι, από πολλές απόψεις, ένας μη τυπικός ελληνικός ναός. Ενώ είναι δωρικός, έχει ωστόσο περίτεχνη ιωνική ζωοφόρο στο εσωτερικό, πίσω από το περιστύλιο, κρυμμένη στη σκιά. Αντί για έξι κίονες στις μικρές πλευρές, αυτός έχει οκτώ - για μείζονα μεγαλοπρέπεια. Αντί για ευθείες γραμμές, έχει μόνο καμπύλες. Η προοπτική διόρθωση της οφθαλμαπάτης, που είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή σε άλλους ναούς, οδηγήθηκε σε ακραία τελειότητα. Αν προεκτείνει κανείς τις γραμμές των κιόνων προς το ουράνιο διάστημα, αυτές θα συναντηθούν περίπου δύο χιλιόμετρα πάνω από το έδαφος. Το έργο αυτό ήταν το σύμβολο της ενότητας των Ελλήνων υπό την ηγεσία της Αθήνας, την οποία οραματιζόταν ο Περικλής.

Ομοίως, μη τυπικά και εντελώς πρωτότυπα ήταν επίσης τα Προπύλαια, που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Μνησικλής. Κατασκευάστηκαν στη διάρκεια των ετών 436-432 για να υπογραμμίσουν το μεγαλείο της δύναμης της Αθήνας, το οποίο συμβόλιζαν τα μνημειώδη έργα της Ακρόπολης και ειδικά ο νέος Παρθενώνας. Τα Προπύλαια, που έμειναν ημιτελή από την απορρόφηση των αθηναϊκών δυνάμεων στα νέα έργα του πολέμου, βασίζονταν σε μια λιγότερο πολυτελή κατασκευή, κατεστραμμένη από τους Πέρσες, και αποσκοπούσαν στον εντυπωσιασμό του επισκέπτη κατά την είσοδό του στον χώρο λατρείας. Η βορειοδυτική πλευρά του Παρθενώνα χάριζε μέσα από αυτή τη μεγαλοπρεπή κιονοφόρο είσοδο θέαμα αλησμόνητο.

Οι μετόπες του Παρθενώνα αφηγούνταν συμβολικά τη νίκη του πολιτισμού επί της βαρβαρότητας: άνθρωποι εναντίον Αμαζόνων και Κενταύρων, θεοί εναντίον Γιγάντων και Έλληνες εναντίον Τρώων αποτελούσαν συμβολικές απεικονίσεις της πρόσφατης νίκης των Αθηναίων κατά των Περσών. Τα αετώματα, από την άλλη, παρουσίαζαν την επικράτηση της Αθηνάς επί του Ποσειδώνα, που διεκδικούσε επίσης τη χώρα της Αττικής (δυτικό αέτωμα), και την ίδια τη γέννηση της θεάς (ανατολικό αέτωμα, στην κυρίως είσοδο του ναού), με μια θεματική εκζήτηση και ανεπανάληπτη προσοχή στη λεπτομέρεια. Το θέμα της σύγκρουσης Ελλήνων και βαρβάρων επανήλθε λίγο αργότερα στο κομψοτέχνημα της αθηναϊκής Ακρόπολης, τον μικρό ναό της Αθηνάς Νίκης, που κατασκευάστηκε μέσα στην τριετία 427-424.

Τελευταίο από τα έργα της Ακρόπολης ήταν το Ερεχθείο (όπως ονομάστηκε αργότερα), μια ιδιαίτερα πολύπλοκη και πρωτότυπη κατασκευή προς τιμήν της Αθηνάς και των πρώτων, αυτόχθονων όπως πίστευαν, βασιλέων της Αττικής. Ξεκίνησε με το τέλος της πρώτης φάσης του πολέμου με τη Σπάρτη και ολοκληρώθηκε λίγο πριν από την οριστική ήττα της Αθήνας (περ. 421-406). Από επιγραφές μαθαίνουμε ότι στην κατασκευή του εργάστηκαν όλες οι κατηγορίες κατοίκων της Αθήνας μαζί. Κατά τη φάση αποπεράτωσης του ναού εργάζονταν 44 κτίστες, 19 ξυλουργοί, 9 γλύπτες και πολλοί άλλοι τεχνίτες διαφορετικών ειδικοτήτων. Από τους κτίστες ένα ποσοστό 36% ήταν δούλοι, 27% μέτοικοι και 20% ελεύθεροι πολίτες. (Οι υπόλοιποι παραμένουν άγνωστης προέλευσης.) Στους ξυλουργούς τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 21% δούλοι, 36% μέτοικοι και 26% πολίτες. Στους γλύπτες, αντίθετα, δεν συγκαταλεγόταν κανένας δούλος: τα 2/3 απαρτίζονταν από μέτοικους. Οι περισσότεροι ειδικευμένοι τεχνίτες στην Αθήνα προς το τέλος του αιώνα ήταν άνθρωποι με ελευθερία στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά δίχως πολιτικά δικαιώματα.

Ένα άλλο αρχιτεκτονικό έργο, στη δυτική πλαγιά της Ακρόπολης αυτό, δείχνει από μια διαφορετική προοπτική τη σύμπραξη πολέμου, πολιτικής και πολιτισμού. Το λεγόμενο Ωδείο του Περικλέους ήταν ένα στεγασμένο κτίριο τεράστιων διαστάσεων για μουσικές παραστάσεις και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η ιδέα της κατασκευής του ανήκε στον Αθηναίο πολιτικό. Αλλά αξιοσημείωτη υπήρξε η στέγη του: κατασκευάστηκε έτσι ώστε να θυμίζει τη σκηνή εκστρατείας του Μεγάλου Βασιλιά και κοσμήθηκε με κατάρτια περσικών πλοίων που αλώθηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Εδώ τα λάφυρα και οι εικόνες του πολέμου μετασχηματίστηκαν σε υλικό για τον πολιτισμό.

Η τραγωδία και η γλυπτική του 5ου αιώνα διέθεταν έντονα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αρχαιοελληνική καλλιτεχνική παραγωγή στο σύνολό της: αδρή ενότητα περιεχομένου και σημασία στη λεπτομέρεια, έμφαση στο καθολικό και το καίριο δίχως απομάκρυνση από τη γοητεία του ζωντανού και του συγκεκριμένου, βαθιά αίσθηση της σωστής αναλογίας, καθαρότητα στη μορφή που κρύβει τεράστια τεχνική εκζήτηση, εμμονή στην αληθοφάνεια και αίσθηση της πραγματικότητας - ό,τι οι αρχαίοι ονόμαζαν μίμησιν.

Η λάμψη του ηρωικού μεγαλείου και η οδύνη της απρόσμενης αλλά ποτέ αδικαιολόγητης πτώσης, η ανθρώπινη μεγαλοσύνη και η ανθρώπινη ασημαντότητα, αποτελούσαν το υφάδι και το στημόνι του τραγικού και γλυπτικού ρεπερτορίου. Παρόμοια θέματα επεξεργάστηκε με τον αφηγηματικό και όχι αναπαραστατικό τρόπο που είχε στη διάθεση του ο Όμηρος. Δεν είναι διόλου άξιο απορίας που ορισμένοι θεωρούσαν ως αρχηγέτη της τραγωδίας αυτόν ακριβώς τον πρώτο ποιητή της ελληνικής ιστορίας. Ούτε ξαφνιάζουν ιστορίες που αποδίδουν την έμπνευση του Φειδία για τη δημιουργία του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία στην αντίστοιχη ομηρική περιγραφή του πατέρα των θεών. Αν ο Αθηναίος γλύπτης που εργάστηκε στην Ολυμπία δημιούργησε ένα από τα Επτά Θαύματα της Αρχαιότητας, ο πανέλλην Όμηρος έπρεπε να έχει το δικό του μερίδιο στη δόξα.

Η μεγάλη τεχνική κατάρτιση των καλλιτεχνών της κλασικής εποχής και η συνειδητοποίηση τόσο των πρακτικών δυσκολιών όσο και των πολύπλοκων κανόνων της τέχνης τους φαίνονται από το γεγονός ότι κάποιοι δεν αρκέστηκαν μόνο στην καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά συνέγραψαν επίσης θεωρητικές πραγματείες. Ο Σοφοκλής, για παράδειγμα, συνέγραψε ένα (χαμένο σήμερα) θεωρητικό έργο Περὶ χοροῦ, και ο διάσημος γλύπτης του Άργους Πολύκλειτος, ο μεγαλύτερος ανδριαντοποιός του αιώνα, συνέγραψε θεωρητική μελέτη περί αναλογιών - τον περίφημο Κανόνα, από τον οποίο σώζονται ελάχιστα πολύτιμα, όσο και αινιγματικά, αποσπάσματα. Οι καλλιτέχνες παρουσίαζαν επιστημονικές εξηγήσεις των μεθόδων ορθής σύλληψης, σύνθεσης και εκτέλεσης των έργων τους. Με παρόμοιο τρόπο, οι ιπποκρατικοί γιατροί περιέγραφαν τις μεθόδους διάγνωσης και θεραπείας των ασθενειών. Η ποιητική και η γλυπτική αποτελούσαν συνειδητοποιημένα και εν μέρει συστηματοποιημένα είδη γνώσης. Το αντίστοιχό τους βρίσκεται στην ορθολογική μεθοδολογία της επιστήμης της εποχής.

Η Αγάπη κατά τον Έριχ Φρόμ

Η αγάπη ως ανάγκη για ένωση

Σύμφωνα με τον Φρομ η «αποκόλληση» του πρωτόγονου ανθρώπου από τη φύση δημιούργησε ένα κενό μέσα στο οποίο συνειδητοποίησε όχι μόνο τη «μοναξιά» του αλλά και την περατότητά του ως βιολογικού όντος. Αυτό είχε ως συνέπεια την αναζήτηση νέων δεσμών με τους συνανθρώπους για να καλύψει το κενό που του άφησε ο αποχωρισμός του από τη φύση. Στην ανάγκη αυτή του ανθρώπου για ένωση επωάζεται και εκφράζεται το αίσθημα της αγάπης.

«Η ανάγκη ενότητας με τα άλλα όντα, συνάφειας μαζί τους είναι επιτακτική ανάγκη, από την εκπλήρωση της οποίας εξαρτάται η υγεία του ανθρώπου. Η ανάγκη αυτή βρίσκεται πίσω από όλα τα φαινόμενα που συνθέτουν το σύνολο της κλίμακας των στενών ανθρώπινων σχέσεων, όλων των παθών που ονομάζεται αγάπη με την ευρύτερη έννοια του όρου». («Η υγιής κοινωνία» Φρομ).

Η αγάπη συνυφαίνει όλες τις προσπάθειες του ανθρώπου για σύναψη ανθρώπινων σχέσεων και υπέρβασης της μοναξιάς του. Κι αυτό γιατί η αγάπη είναι ένα πάθος για ενότητα – ένωση με τους άλλους. Ένα πάθος που σαρώνει «τοίχους» και ενώνει το υποκείμενο με τους «άλλους». Με την αγάπη ξεπερνά το «χωρισμό» από τη φύση και χτίζει «γέφυρες» με τους άλλους ανθρώπους.

«Ένα μόνο πάθος υπάρχει που ικανοποιεί την ανάγκη του ανθρώπου για ενότητα με τον κόσμο και για την απόκτηση ταυτόχρονα μιας αίσθησης ακεραιότητας και ατομικότητας. Το πάθος αυτό είναι η αγάπη». («Η υγιής κοινωνία», Φρομ).

Η αγάπη είναι το μόνο πάθος που η έντασή του λειτουργεί κατά τρόπο γονιμοποιό χωρίς να προκαλεί ρήξεις και διασπάσεις. Ο ενοποιητικός της ρόλος διαφαίνεται σε όλες τις αποχρώσεις της (Ερωτική αγάπη, μητρική, αδελφική). Κι αυτό γιατί η αγάπη είναι μία «δημιουργική δύναμη» που σπρώχνει τον άνθρωπο στην υπέρβαση των αδυναμιών και μικροτήτων της κοινωνικής συμβίωσης.

«Η αγάπη είναι ενεργητική δύναμη μέσα στον άνθρωπο. Είναι μιά δύναμη που γκρεμίζει τους τοίχους που χωρίζουν τον άνθρωπο από το συνάνθρωπο και τον ενώνει με τους άλλους». («Η τέχνη της αγάπης». Φρομ).

Η αγάπη σώζει τη μοναδικότητα

Πολλοί θα μπορούσαν να αντιτείνουν πως η ανάγκη για αγάπη μπορεί να οδηγήσει το υποκείμενο στην απώλεια κάποιων στοιχείων της ταυτότητάς του. Ωστόσο η ένωση με τον άλλον που επιτάσσει η αγάπη – ως μυστικό βίωμα – δεν συνοδεύεται από την αλλοίωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ανθρώπων. Τα άτομα, είτε ως «υποκείμενα» είτε ως «αντικείμενα» αγάπης διατηρούν τόσο την ακεραιότητα όσο και την ατομικότητά τους.

«Αγάπη είναι ένωση με κάποιον, ή με κάτι έξω από το άτομο, με τον όρο ότι το άτομο διατηρεί τη μοναδικότητα και ακεραιότητα του δικού του εαυτού». («Η υγιής κοινωνία» Φρομ).

Στην αγάπη, δηλαδή, το άτομο παραμένει μοναδικό και διατηρεί την ενότητά του. Αυτό σημαίνει πως η ένωση με τους άλλους, το μοίρασμα της αγάπης δεν συνοδεύεται από αλλοτριωτικά φαινόμενα ούτε από παραχωρήσεις βασικών στοιχείων της προσωπικής ταυτότητας. Ο εαυτός μας παραμένει μοναδικός, ακέραιος και «άρτιος».

«Στην αγάπη συμβαίνει τούτο το παράδοξο: οι δύο γίνονται ένας κι ωστόσο παραμένουν δύο».(«Η τέχνη της αγάπης» Φρομ).

Το παράδοξο αυτό συνιστά και την πεμπτουσία της αγάπης, που λειτουργεί ως συνδετικός ιστός χωρίς να επιβάλλει δεσμά. Στην αγάπη οι άνθρωποι παραμένουν μοναδικοί και η αγάπη η ίδια δεν χάνεται από την προσφορά – μοίρασμά της. Στην αγάπη όλοι κερδίζουν, χωρίς κανένας να φτωχαίνει.

«Στην πράξη της αγάπης το άτομο γίνεται ένα με όλους, χωρίς να πάψει να είναι ο εαυτός του, ένα μοναδικό, ξεχωριστό πεπερασμένο θνητό όν. Και από την πόλωση αυτή ανάμεσα στη μοναδικότητα και στην ένωση γεννιέται και αναγεννιέται για αγάπη». («Η υγιής κοινωνία» Φρομ).

Ο Νάρκισσος δεν αγαπά.

Αν η αγάπη εκφράζει σε απόλυτο βαθμό την ένωση του ατόμου με τους άλλους πάνω στην βάση της διαφύλαξης της ατομικότητας και όχι της διάλυσης του Εγώ σε ένα άλλο πρόσωπο, ο ναρκισσισμός αποτελεί εμπόδιο στην αγάπη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος – νάρκισσος προσφέρει αγάπη μόνο στο Εγώ του, γιατί νομίζει πως μόνο αυτό υπάρχει.

Αδυνατώντας να αναγνωρίσει μία άλλη πραγματικότητα εστιάζει την προσοχή του αποκλειστικά στη δική του ύπαρξη – πραγματικότητα. Νιώθει μόνος και αποξενωμένος από τον κόσμο, χωρίς αυτό να τον «πληγώνει» γιατί νιώθει αυτάρκης με τον εαυτό του. Ωστόσο, αυτή η μονόδρομη αγάπη – λατρεία προς τον εαυτό του δρα ανασταλτικά στη γέννηση – προσφορά αγάπης προς τους άλλους.

«Όποιος γνωρίζει να αγαπά μόνο τον εαυτό του, δεν αγαπά ούτε τον εαυτό του».

Η αγάπη ως συναίσθημα είναι «δοτική» και λειτουργεί ως φυγόκεντρος δύναμη. Αντίθετα η ναρκισσιστική αγάπη είναι η εγωιστική και λειτουργεί ως κεντρομόλος δύναμη.

Ο Νάρκισσος, λοιπόν, στην ουσία δεν μπορεί, ούτε γνωρίζει να αγαπά, γιατί η αληθινή αγάπη είναι αυτή που αναγνωρίζει την αξία της μοναδικότητας τόσο του εαυτού μας όσο και των άλλων. Η μη αναγνώριση από τον Νάρκισσο και μιας άλλης, αντικειμενικής πραγματικότητας τον απομακρύνει και από την αγάπη, που στοχεύει στην ενοποίηση των διαφορετικών κόσμων – πραγματικοτήτων.

«Για το πρόσωπο που έχει εμπλακεί στο ναρκισσισμό, υπάρχει μία μόνο πραγματικότητα, η πραγματικότητα των δικών του σκέψεων, των δικών του αισθημάτων και αναγκών. Δεν νιώθει ή δεν αντιλαμβάνεται τον εξωτερικό κόσμο αντικειμενικά, δηλαδή πως υπάρχει με τους δικούς του όρους, με τις δικές του συνθήκες και ανάγκες. Ο ναρκισσισμός αποτελεί τον αντίθετο πόλο της αντικειμενικότητας, της λογικής και της αγάπης». («Η υγιής Κοινωνία» Φρομ).

Ο δρόμος μεταξύ αυτοκριτικής και αυτοσυμπόνοιας

Καθετί αναπόδραστα οδηγεί προς κάτι καλύτερο. Φτάνει κανείς να μπορεί να το αντιληφθεί και να το αναγνωρίσει. Αυτό συμβαίνει γιατί κανένας δεν είναι πιο κουφός από εκείνον που δεν επιθυμεί να ακούσει και κανένας δεν είναι πιο τυφλός από εκείνον που δεν επιθυμεί να δει. Κάθε πράγμα στη ζωή του ανθρώπου έχει μια υποκείμενη δομή, την οποίαν ανακαλύπτει κανείς ερευνώντας και κατανοώντας τα πράγματα και όχι αδιαφορώντας για αυτά.

Για ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων, η αυτοκριτική αποτελεί μια εσωτερική διαδικασία, η οποία συχνά τους αποπροσανατολίζει από τους πραγματικούς στόχους που θέτουν και ουσιαστικά, κατά κάποιον τρόπο, στρεβλώνει τις προσδοκίες τους. Το αποτέλεσμα αυτών είναι η αυτομομφή, η σκληρότητα του καθενός με τον ίδιο του τον εαυτό. Κατ’ επέκταση, ένας άνθρωπος που συνηθίζει να είναι σκληρός και επικριτικός με τον εαυτό του, γίνεται σκληρός και με τους γύρω του, θέτοντας σε κίνδυνο και την ευτυχία του αλλά και την αυτοπεποίθησή του.

Πιο αναλυτικά, με τον όρο αυτοκριτική/αυτομομφή εννοείται εκείνη η συμπεριφορά, σύμφωνα με την οποία κάποιος μεταδίδει σε καθημερινή βάση αρνητικά/επικριτικά μηνύματα και σκέψεις προς τον ίδιο του τον εαυτό. Εκείνο που αρκετός κόσμος δεν αντιλαμβάνεται είναι πως το σύνολο αυτών των μηνυμάτων πολλές φορές στοιχίζει τόσο σε συναισθηματικό επίπεδο όσο και σε σωματικό, διότι αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση κατάθλιψης και διαφόρων ψυχοσωματικών συμπτωμάτων.

Συχνά ένας επικριτικός γονέας, ένας σκληρός φίλος ή εν γένει ένας αρνητικός άνθρωπος του περιβάλλοντός μας, παίρνει τη θέση του εσωτερικού κριτή/δικαστή, πολλές φορές από προσωπική επιλογή εξαιτίας της συνήθεια σε αυτές τις συμπεριφορές. Αναμφίβολα η παρατεταμένη έκθεση στην οποιαδήποτε λεκτική κακοποίηση, συναισθηματική βία και κριτική, είναι επόμενο να οδηγεί σε μια, τρόπον τινά, εσωτερίκευση ορισμένων αρνητικών/τοξικών πεποιθήσεων, οι οποίες στο μέλλον λειτουργούν «αυτεπάγγελτα».

Αξίζει να αναφέρουμε, επίσης, ότι τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα στο να συνηθίσουν μια τέτοια συμπεριφορά από άλλο πρόσωπο, διότι ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η σταθερή εικόνα του εαυτού τους, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν τη δομή του εαυτού τους σύμφωνα τις πεποιθήσεις και την αντιμετώπιση από κάποιο άλλο πρόσωπο.

Αντιλαμβάνεται κανείς, έτσι, ότι πολύ συχνά συμβαίνει να μη φέρουμε εμείς πρωταρχικά την ευθύνη για την κακοδαιμονία και τη δυστυχία μας, αλλά οι άλλοι και κατ’ επέκταση η μη σωστή διαχείριση που εμείς κάνουμε. Για παράδειγμα, λέω: «δεν αξίζω»· τούτη η σκέψη θα επαληθευτεί με την πρώτη ευκαιρία στο άμεσο μέλλον. Σκέφτεται κανείς: «Δεν θα καταφέρω να περάσω το μάθημα»· ασυναίσθητα ο ίδιος τελικά συνδράμει στο να μην περάσει το μάθημα. Αυτό συμβαίνει γιατί έχει υποβάλλει τον εαυτό του/της στη διαδικασία της αδράνειας και της απάθειας.

Γενικότερα, θα έλεγε κανείς, ότι η αρνητική σκέψη έλκει τα ανεπιθύμητα συναισθήματα και τις συνέπειες αυτών. Εκτός από την εμφάνιση κατάθλιψης, που σημειώθηκε ήδη, το άγχος, η αρνητική εικόνα του εαυτού μας, η μείωση των κινήτρων, η απουσία ενέργειας και η μείωση της παραγωγικότητας κ.λπ., είναι ορισμένα καταστροφικά αποτελέσματα της αυτοκριτικής στη ζωή μας.

Ο αρχαίος φιλόσοφος Ηράκλειτος υποστήριξε ότι ουσιαστικά το πρόβλημα είναι ο εαυτός μας και όχι το ίδιο το πρόβλημα· ο χαρακτήρας και η σκέψη μας είναι που καθορίζει τη μοίρα και το πεπρωμένο του καθενός, υπό την έννοια ότι οφείλουμε να επαναπροσδιοριζόμαστε όταν συμβαίνει να ‘χάνουμε’ τον εαυτό μας σε σκέψεις και συμπεριφορές.

Στην προκείμενη περίπτωση ο σκοπός και η απάντηση στην αυτοκριτική είναι η αυτοσυμπόνοια. Δηλαδή, με μια φράση, το να προσπαθεί κανείς να δείχνει ευγένεια, κατανόηση και αποδοχή προς τον ίδιο του τον εαυτό. Η προσπάθεια που κάνει κανείς όταν αποφεύγει τα προσωπικά του λάθη, χωρίς να παγιδεύεται στην αυτοκριτική λόγω αυτών και στον υποβιβασμό του εαυτού του.

Στην πραγματικότητα, ένα πρώτο και σημαντικό βήμα για να αλλάξει κάποιος τη στάση του προς τον εαυτό του, είναι να αντικαταστήσει την αυτοκριτική με την επιείκεια. Με αυτόν τον τρόπο και εντελώς πρακτικά, ασκείται κανείς στο να δίνει χώρο στον εαυτό του κάνοντας πράξη την αυτοσυμπόνοια, έστω και σταδιακά. Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό στο να προσπαθεί κανείς να μεταβάλλει τον τρόπο που διαχειρίζεται τα λάθη του στην καθημερινή ζωή.

Συγκεκριμένα, χρειάζεται να επιδεικνύουμε καλή προαίρεση ακόμα και στην ίδια την εσωτερική μας κριτική απέναντι στα λάθη. Διότι με αυτόν τον τρόπο, πολλές φορές ο τρόπος που αποδεχόμαστε την ίδια την κριτική αλλάζει πρόσωπο και λειτουργεί παραγωγικά για εμάς, αρκεί να μη μας ξεπερνάει.

Ακόμα, είναι απαραίτητο κανείς να διακρίνει και να κατανοήσει τα συναισθήματα που βιώνει όταν προβληματίζεται με την αυτοκριτική του και την κατάσταση που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή, συγκριτικά με το πως αισθάνεται όταν την ξεπερνάει. Ουσιαστικά το μοτίβο σκέψης και συμπεριφοράς αφορά κατά βάση στη συμπεριφορά που εμείς θα επιδεικνύαμε σε έναν καρδιακό μας φίλο με αγάπη.

Αυτό συνεπάγεται άμεσα τόσο την αναγνώριση και αποδοχή των λαθών όσο και τη δυνατότητα της αμφιβολίας, ώστε να αποφεύγεται η στείρα “αυτοκατηγορία”. Άλλωστε, εξασκούμενοι στο να δείχνουμε συμπόνια στον εαυτό μας μαθαίνουμε να κατανοούμε και να αποδεχόμαστε τους γύρω μας.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να πορεύεται μόνος του σε ό,τι αντιμετωπίζει, και αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε όλοι. Αφενός οι δυσκολίες είναι μέρος την ανθρώπινης ζωής και καθημερινότητας, αφετέρου, όπως και σε κάθε ζήτημα που μας προβληματίζει, η επικοινωνία με αγαπημένα πρόσωπα είναι εξαιρετικά επωφελής: για παράδειγμα η αγκαλιά, ως γνωστόν, έχει αποδεδειγμένα θεραπευτικές ιδιότητες (έκκριση ωκυτοκίνης), διότι τονώνει την αίσθηση ηρεμίας και ασφάλειας, ενώ είναι μια συνθήκη που μπορούν να μας προσφέρουν απλόχερα οι άνθρωποι που μας αγαπούν.

Το ίδιο ισχύει και για τα κοντινά πρόσωπα του περιβάλλοντος του καθενός, τα οποία με απλά λόγια αγάπης και κατανόησης μπορούν να μας ‘απεγκλωβίσουν’ πολλές φορές από μια συναισθηματικά φορτισμένη κατάσταση. Από την άλλη δεν πρέπει να λησμονούμε ότι σε κάθε περίπτωση όταν αισθάνεται κανείς απόγνωση ή δυσκολία, πρέπει να ξέρει ότι μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, με σκοπό να δώσει βοήθεια – στον εαυτό του και πάλι- με αυτόν τον τρόπο, μέσω του οποίου ίσως ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό του που δεν υποψιαζόταν.

Βοηθώντας τα παιδιά να καλωσορίζουν τις αλλαγές στη ζωή τους

Η αλλαγή είναι μέρος της ζωής μας. Δίνουμε στα παιδιά μας ένα καταπληκτικό εργαλείο όταν τα διδάσκουμε να προσαρμόζονται στην αλλαγή.

Ορισμένες φορές περνάμε μια προσωπική ή οικογενειακή μεταβατική περίοδο που απαιτεί προσαρμοστικές κινήσεις στην καθημερινότητά μας. Η μαμά ή ο μπαμπάς μπορεί ξαφνικά να μην έχουν χρόνο λόγω οικονομικών δυσκολιών ή το αντίθετο• αποφασίζουν να περάσουν περισσότερο χρόνο σπίτι, αλλά οι ανέσεις μειώνονται. Ή μπορεί οι γονείς να αποφάσισαν να υιοθετήσουν ένα παιδάκι και να το σώσουν από την απόλυτη φτώχεια.

Η ζωή απαιτεί προσαρμοστικότητα και οι άνθρωποι χρειάζεται να αναπτύξουμε τις δεξιότητές μας σε σχέση με αυτή. Πώς θα το κάνουμε αυτό ευκολότερο για τα παιδιά;

Βοηθώντας τα παιδιά να καλωσορίζουν τις αλλαγές στη ζωή τους

Πορευόμαστε μαζί

Αν θέλετε να προάγετε και να διατηρήσετε την εμπλοκή και την παραγωγικότητά του παιδιού, στοχεύστε σε μια δημιουργική και κινητοποιητική προσέγγιση, θέστε και συνδημιουργήστε ξεκάθαρες προσδοκίες και θυμηθείτε να είστε ευέλικτοι, καθώς προχωράτε μαζί. Λάβετε πάντα υπόψη ότι το παιδί θα αντιμετωπίσει δυσκολίες κι έτσι χρειάζεται να είστε υπομονετικοί.

Αναπτύσσουμε θετικότητα

Η θετικότητα έχει ευεργετική επίδραση στη δημιουργικότητα, στην απόκτηση γνώσης, στο παιχνίδι, στο θάρρος, στην ανθεκτικότητα, στις σχέσεις και σε άλλες εμπειρίες. Οι γονείς, λοιπόν, χρειάζεται να δείχνουν πίστη στις ικανότητες των παιδιών, και να επιδεικνύουν ενθουσιασμό για το τι πρέπει να γίνεται.

Σχεδιάζουμε και προετοιμαζόμαστε

Συζητήστε μαζί για τους στόχους και τις προσδοκίες. Θα πρέπει να είναι ξεκάθαροι και προσεγγίσιμοι. Σχεδιάστε έτσι τη συνέχεια που να μπορεί να χωριστεί σε μικρά βήματα. Ποια υλικά ή δεξιότητες απαιτούνται; Ποια είδη καθοδήγησης, βοήθειας, στρατηγικών ή ενίσχυσης μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα;

Ποτέ μην ξεχνάτε το παιχνίδι

Βεβαιωθείτε ότι τα παιδιά έχουν αρκετά διαλείμματα και χρόνο χαλάρωσης. Αυτό περιλαμβάνει ευκαιρίες για ξεκούραση, διάβασμα, επαφή με τη φύση, άσκηση, εξερεύνηση, σύνδεση με φίλους και οικογένεια.

Αναπτύξτε μαζί μια θετική οπτική

Τα παιδιά μπορούν να μάθουν να βλέπουν τις αποτυχίες και τα εμπόδια ως πύλες προς τη μάθηση. Οι γονείς μπορούν να μοιραστούν αυτή την οπτική με τα παιδιά τους, επιδεικνύοντας και μιλώντας για τη σημασία της ανθεκτικότητας.

Ο Αριστοτέλης και τα είδη της ανδρείας

Το τρίτο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» ξεκινά με τη διερεύνηση της ανδρείας. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Όλοι σχεδόν θεωρούν, πρώτον, ότι ο ανδρείος έχει να κάνει με τους φόβους και, δεύτερον, ότι η ανδρεία είναι αρετή» (1228a 29-31).

Το δεδομένο ότι όλες οι αρετές διαμορφώνονται από τη μεσότητα καθιστά σαφές ότι και η ανδρεία, ως αρετή που σχετίζεται με τη διαχείριση του φόβου, δεν μπορεί παρά να αντιτίθεται στα άκρα της υπερβολής και της έλλειψης βασιζόμενη στον εθισμό που θα έχει κανείς από την πολύ μικρή του ηλικία: «Είναι, λοιπόν, φανερό ότι και όσοι χαρακτηρίζονται από τις αντίστοιχες έξεις, θα αντιτίθενται ανάλογα μεταξύ τους· δηλαδή ο δειλός (αυτός χαρακτηρίζεται έτσι, επειδή φοβάται περισσότερο από ό,τι πρέπει και δείχνει λιγότερο θάρρος από ό,τι πρέπει) και ο θρασύς» (1228a 33-37).

Από τη στιγμή που ο δειλός εκπροσωπεί τη στρέβλωση από τη μεριά της έλλειψης είναι φανερό ότι ο θρασύς αντιτίθεται στη μεσότητα από τη μεριά της υπερβολής «επειδή έχει την ιδιότητα να φοβάται λιγότερο από ό,τι πρέπει, και να δείχνει περισσότερο θάρρος από ό,τι πρέπει: το θρασύς είναι παράγωγο του θάρσους-θάρρους» (1228a 37-41).

Η ισορροπία (μεσότητα) ανάμεσα στα αισθήματα του φόβου και του θάρρους καταδεικνύει το πεδίο της ενάρετης συμπεριφοράς που ορίζει η ανδρεία: «Συνεπώς, η ανδρεία είναι η άριστη έξη σε ό,τι αφορά το φόβο και το θάρρος, και δεν πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς ούτε όπως οι θρασείς (στη μία περίπτωση υστερούν, ενώ στην άλλη υπερβάλλουν), ούτε όπως οι δειλοί (και αυτοί, το ίδιο κάνουν, όμως όχι στα ίδια αλλά στα αντίστοιχα αντίθετά τους: εκεί που είναι να δείξουν θάρρος υστερούν, και εκεί που είναι να φοβηθούν υπερβάλλουν). Με αυτά τα δεδομένα, δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία ότι η μέση στάση μεταξύ θρασύτητας και δειλίας είναι η ανδρεία· διότι αυτή είναι άριστη» (1228a 42-45 και 1228b 1-5).

Αφού οριστικοποιήσει το ξεκαθάρισμα των εννοιών, ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Λοιπόν, τι αντέχει ο ανδρείος; Άραγε τα φοβερά για τον ίδιο ή τα φοβερά για τους άλλους;» (1228b 11-13).

Το ερώτημα αυτό θα καταδείξει την υποκειμενικότητα του φόβου, καθώς κάθε άνθρωπος ενδέχεται να φοβάται διαφορετικά πράγματα, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φόβοι που αφορούν με τρόπο αντικειμενικό όλους τους ανθρώπους. Τα πράγματα αυτά που τρομάζουν τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ο Αριστοτέλης τα ονομάζει «γενικώς φοβερά».

Για να δώσει εξηγήσεις: «Αλλά ίσως η λέξη “φοβερό”, όπως και το ηδύ (ευχάριστο) και το αγαθό, να έχει δύο σημασίες: η μία είναι γενική σημασία και η άλλη είναι για τον εκάστοτε άνθρωπο· μπορεί κάτι να είναι ηδύ και αγαθό για έναν άνθρωπο, όχι όμως και για όλους, αλλά γι’ αυτούς να είναι κακό και δυσάρεστο, π.χ. εκείνα που είναι ωφέλιμα για τους κακούς, και εκείνα που είναι ευχάριστα στην παιδικότητα των παιδιών. Έτσι και τα φοβερά: άλλα είναι γενικώς φοβερά, αλλά είναι ειδικώς φοβερά για κάποιον. Δηλαδή από κείνα που είναι φοβερά για τη δειλία του δειλού, άλλα μπορεί να μην είναι φοβερά για κανέναν άλλο, ή άλλα να προκαλούν ήπιο φόβο. Και λέμε “γενικώς φοβερά” είτε όσα είναι τέτοια για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων είτε όσα είναι φοβερά για την ανθρώπινη φύση» (1228b 23-32).

Το ζήτημα της υποκειμενικότητας στα πράγματα που προξενούν φόβο παίρνει τέτοιες διαστάσεις, που ακόμη και ο θάνατος δεν είναι βέβαιο ότι τρομάζει με τον ίδιο τρόπο όλους τους ανθρώπους: «Μάλιστα, θεωρείται κατεξοχήν ίδιο της ανδρείας η σχέση της με το θάνατο, τόσο με τον ίδιο όσο και με την οδύνη του θανάτου. Διότι ο ένας μπορεί να αντέχει, όπως το λέει η λογική, τη ζέστη και το κρύο και αντίστοιχες ακίνδυνες λύπες, αλλά απέναντι στο θάνατο να είναι μάλλον μαλθακός και γεμάτος φόβο, όχι επειδή παθαίνει κάτι αλλά γι’ αυτήν την ίδια την απώλεια· και ο άλλος να είναι μαλθακός απέναντι σε ακίνδυνες λύπες, αλλά απαθής απέναντι στο θάνατο» (1229b 3-12).

Το ότι ο άνθρωπος που φοβάται περισσότερο τις ταλαιπωρίες του κρύου και της ζέστης από το θάνατο δεν είναι και ο πιο συνηθισμένος, δε σημαίνει ότι δεν είναι και υπαρκτός. Μπροστά στον κίνδυνο να χάσει κανείς πολυτέλειες που απολαμβάνει μπορεί να θεωρήσει το θάνατο προτιμότερο. Η αντίληψη της ζωής, ως αξίας, υπό τον όρο ενός συγκεκριμένου βιοτικού επιπέδου ενδέχεται να την καθιστά αβίωτη, αν αυτό εκλείψει. Σε τελική ανάλυση, γιατί να ζει κανείς μια ζωή που δεν αξίζει;

Το βέβαιο είναι ότι μπροστά στο φόβο του θανάτου η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων μπορεί να υπομείνει ταλαιπωρίες που δε θα μπορούσε ούτε να τις φανταστεί. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Γι’ αυτό και η κοινή αντίληψη θεωρεί ανδρείο αυτόν που ξεπερνά το φόβο του θανάτου, γιατί ο φόβος έχει να κάνει πρωτίστως με την απώλεια και δεν υπάρχει μεγαλύτερη απώλεια από την απώλεια της ζωής: «Διότι λέμε ότι ενέχουν κίνδυνο εκείνα μόνο τα φοβερά που επιφέρουν άμεσα την καταστροφή που προκαλούν, αφού ο κίνδυνος γίνεται άμεσα ορατός μόνο όταν πλησιάζει» (1229b 13-15).

Κατά κοινή ομολογία, η άρνηση της ζωής είναι το ύψιστο σημείο ανδρείας που μπορεί να φτάσει κανείς, αφού η ανδρεία δεν μπορεί παρά να μετρηθεί με τα μέτρα που αισθάνονται φόβο οι περισσότεροι. Ο Αριστοτέλης, χωρίς να απορρίπτει αυτή την εκδοχή, θα θέσει το ζήτημα της υποκειμενικότητας των φοβερών καταδεικνύοντας ότι, σε τελική ανάλυση, ανδρείος είναι εκείνος που καταφέρνει να ξεπεράσει τους δικούς του φόβους είτε αυτοί συμπλέουν με εκείνους των πολλών είτε όχι: «Διότι αν αντέχει όσα φοβίζουν τους άλλους, δε θα το έλεγε κανείς και τίποτε σπουδαίο· επίσης δε θα ήταν σπουδαίο αν αντέχει τα δικά του· σπουδαίο θα ήταν να αντέχει αυτά που είναι γι’ αυτόν ειδικά μεγάλα και φοβερά. Και φοβερά για κάποιον είναι ακριβώς όσα του προξενούν φόβο» (1228b 14-17).

Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν είναι τα κριτήρια του φόβου που πρέπει να δαμάσει ο ανδρείος, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ταυτίζεται η ανδρεία με την αφοβία: «Όπως και να ‘χει, προκύπτει έτσι ότι ο ανδρείος βιώνει μεγάλους και πολλούς φόβους. Έχει θεωρηθεί, όμως, το αντίθετο: ότι η ανδρεία τον κάνει άφοβο, κι ότι αυτό σημαίνει ή ότι δε φοβάται καθόλου, ή λίγα και μόλις και μετά βίας» (1228b 19-23).

Μια τέτοια άποψη, κατά τον Αριστοτέλη, δεν ευσταθεί. Η αφοβία εναπόκειται ξεκάθαρα στο πλαίσιο της υπερβολής κι ως εκ τούτου αφορά περισσότερο το θρασύ που δεν έχει αίσθηση του μέτρου ή τον άφρονα που δεν κατανοεί τον κίνδυνο. Η ανδρεία, ως αρετή, εμπεριέχει την επιλογή και ορίζεται από το μέτρο της λογικής. Ο φόβος είναι συνυφασμένος με την ανθρώπινη φύση και η εκδοχή της άρνησής του δεν αφορά τα ανθρώπινα.

Από αυτή την άποψη, η ανδρεία δεν παρουσιάζεται ως άρνηση αλλά ως εκλογίκευση και αντιμετώπιση του φόβου. Ανδρείος είναι ο άνθρωπος που με τον κατάλληλο εθισμό έχει καταφέρει να αντέχει σε αυτά που όλοι οι άλλοι θεωρούν φοβερά, που έχει μάθει, δηλαδή, να νικάει το φόβο του.

Θα έλεγε κανείς, ότι ο ανδρείος με το σωστό εθισμό και τη γνώση του λογικού μέτρου έχει απομυθοποιήσει αυτά που όλοι κρίνουν ως φοβερά, αλλά κι αυτά που τρομάζουν και τον ίδιο σε προσωπικό-υποκειμενικό επίπεδο: «Απέναντί τους ο ανδρείος στέκεται άφοβος και αντέχει τα συγκεκριμένα φοβερά· αυτά από μια άποψη είναι γι’ αυτόν φοβερά, από άλλη όμως, δεν του φαίνονται και φοβερά: για την ανθρώπινη ιδιότητά του, φοβερά· για την ανδρεία του, μη φοβερά, λίγο φοβερά ή και καθόλου. Κι όμως, αυτά είναι όντως φοβερά· αφού για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων έτσι είναι· Αυτός είναι και ο λόγος που επαινείται η έξη της ανδρείας» (1229a 2-8).

Κι όχι μόνο αυτό: «Δείχνει θάρρος ή φόβο» (εννοείται ο ανδρείος) «μόνο σε όσα προστάζει η λογική. Και η λογική δεν προστάζει να μπαίνουμε στις μεγάλες λύπες και καταστροφές και να τις υπομένουμε, εκτός αν είναι για καλό. Ο θρασύς, λοιπόν, δείχνει θάρρος και στις περιπτώσεις που δεν τον προστάζει η λογική, ενώ ο δειλός δεν έχει ούτε κι όταν δέχεται τέτοια προσταγή· μόνο ο ανδρείος δείχνει θάρρος όταν τον προστάζει η λογική» (1229a 26-31).

Ο ανδρείος δεν έχει πρόθεση να επιδείξει το θάρρος του. Συμπεριφέρεται θαρραλέα μόνο αν οι συνθήκες το απαιτούν. Η άσκηση του θάρρους δεν επιφέρει χαρά από μόνη της, ως πράξη καθαυτή, αλλά μόνο όταν τίθεται στην υπηρεσία της αρετής. Ο ανδρείος δεν εκβιάζει τους κινδύνους για να συμπεριφερθεί ανάλογα. Μια τέτοια συμπεριφορά αρμόζει περισσότερο στο θρασύ. Κι αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά που τους χωρίζει. Ο θρασύς νιώθει χαρά επιδεικνύοντας το θάρρος του και γι’ αυτό αρέσκεται να προκαλεί τις καταστάσεις. Ο αληθινά ανδρείος δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο.

Γι’ αυτό και ο ανδρείος πράττει σύμφωνα με τη λογική. Γιατί η λογική δεν ορίζει να ρίχνεται κανείς στον κίνδυνο για τη χαρά του κινδύνου. Αυτό αφορά την αφροσύνη της θρασύτητας. Η λογική θα υποδείξει το σωστό (καλό) και η ανδρεία θα υπομείνει τους κινδύνους για την πραγμάτωσή του, αν αυτό κρίνεται απαραίτητο. Ο θρασύς είναι πρόθυμος να υπηρετήσει οτιδήποτε αρκεί να δείξει ότι δε φοβάται. Τις περισσότερες φορές είναι πρόθυμος να υπηρετήσει πρόσωπα και καταστάσεις που κάθε άλλο παρά σχετίζονται με το καλό ή ο δίκαιο.

Κατόπιν αυτών ο Αριστοτέλης θα καταδείξει τα πέντε είδη της ανδρείας: «Είδη ανδρείας υπάρχουν πέντε, με κριτήριο την εξής ομοιότητα, ότι τα ίδια αντέχουν οι ανδρείοι, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Πρώτο είδος είναι η πολιτική ανδρεία, η οποία οφείλεται στην αιδώ. Δεύτερο, η στρατιωτική ανδρεία· οφείλεται στην εμπειρία και τη γνώση» (31-36).

Τα δύο αυτά πρώτα είδη ανδρείας προφανώς είναι τα ανώτερα. Η πολιτική ανδρεία στηρίζεται στην αιδώ κι έχει να κάνει με τη δύναμη του πολιτικού άνδρα να ενεργεί σύμφωνα με το νόμο. Φυσικά, μέσα στο έννομο πλαίσιο της πόλης εμπεριέχεται και η δράση του ανθρώπου ως όντος πολιτικού που πρέπει να συναποφασίσει για τα τεκταινόμενα της πόλης. Κι εδώ, βέβαια, δε γίνεται λόγος για τον ηγέτη που θα δώσει όραμα στο λαό (ούτε όμως και αποκλείεται) αλλά για τον πολίτη που οφείλει να συμμετέχει στις πολιτικές αποφάσεις υπηρετώντας το καλό της πόλης ως σύνολο.

Η έννοια της αιδούς καταδεικνύει την αρετή που θα λειτουργήσει συνεκτικά για την πόλη. Χωρίς αιδώ δεν υπάρχει συνύπαρξη, όπως και χωρίς το νόμο που θα υποδείξει το πλαίσιο της δικαιοσύνης. Η πόλη της οποίας οι πολίτες στερούνται πολιτικής ανδρείας δεν μπορεί να έχει σπουδαίο μέλλον. Είναι θέμα χρόνου το πότε θα παρακμάσει από την αδιέξοδη πολιτειακή κατάσταση στην οποία θα οδηγηθεί. Η πολιτική ανδρεία είναι η εγγύηση της πολιτικής ομαλότητας, δηλαδή της συνύπαρξης, που θα εξασφαλίσει την ευημερία της πόλης.

Από την άλλη, η στρατιωτική ανδρεία είναι το σθένος των στρατιωτών που θα υπερασπίσουν την πόλη. Χωρίς αυτή το μέλλον της πόλης κρίνεται επίφοβο. Κι επειδή τα πολεμικά άπτονται τεχνογνωσίας γι’ αυτό συμπληρώνεται ότι αυτό το είδος της ανδρείας «οφείλεται στην εμπειρία και τη γνώση». Όμως, η εμπειρία και η γνώση δεν πρέπει να οδηγούν σε πράξεις θρασύτητας απέναντι σε εκείνους που δεν τις έχουν. Οι έμπειροι πολεμιστές είναι δυνατό να φανούν γενναίοι σε κάποιους που δεν έχουν την ίδια γνώση, επειδή ξέρουν να προστατεύονται χωρίς να κινδυνεύουν.

Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Γενναίος δεν είναι αυτός που εκ του ασφαλούς χειρίζεται τις πολεμικές καταστάσεις παριστάνοντας τον ανδρείο τη στιγμή που ξέρει ότι δε διατρέχει κανένα κίνδυνο ή (πολύ περισσότερο) αυτός που εκμεταλλεύεται την πολεμική του τεχνογνωσία προκειμένου να εξοντώσει ανθρώπους που δεν έχουν καμία τέτοια πείρα. Πολεμικά ανδρείος είναι εκείνος που ξέρει να αντιμετωπίζει με θάρρος τους κινδύνους της μάχης, όταν αντιπαρέρχεται επίσης εκπαιδευμένους ανθρώπους. Η στρατιωτική βαναυσότητα απέναντι σε άμαχο πληθυσμό δεν έχει καμία σχέση με την αριστοτελική πολεμική ανδρεία.

Τα υπόλοιπα είδη της ανδρείας έχουν ως εξής: «Τρίτο είδος, αυτό που οφείλεται στην απειρία και την άγνοια· την έχουν τα παιδιά, που αρπάζουν τα φίδια, και οι παράφρονες, που αντέχουν ό,τι τους έρθει. Τέταρτο είδος, αυτό που οφείλεται στην ελπίδα· μ’ αυτήν αντέχουν τους κινδύνους όσοι ήδη έχουν ευνοηθεί πολλές φορές από την τύχη, όπως οι μεθυσμένοι, που τους γεμίζει ελπίδες το κρασί. Πέμπτο είδος, αυτό που ανάγεται σε αλόγιστο πάθος, π.χ. έρωτα ή οργή· όποιος είναι ερωτευμένος γίνεται μάλλον θρασύς παρά δειλός, οπότε αντέχει πολλούς κινδύνους…» (1229a 38-45).

Τα είδη αυτά της ανδρείας προσομοιάζουν περισσότερο με το θράσος κι αυτό γιατί δεν εκπληρώνουν τον παράγοντα της λογικής. Ούτε τα παιδιά είναι γενναία όταν πιάνουν τα φίδια (αν και αποτελεί άφοβη πράξη) ούτε αυτός που διακινδυνεύει ελπίζοντας ότι συνέχεια τα πράγματα θα του έρχονται ευνοϊκά, επειδή η τύχη μέχρι στιγμής του χαμογελά (σαν να πρόκειται για μεθυσμένο), ούτε ο έρωτας και η οργή καταδεικνύουν τη γενναιότητα, αφού περισσότερο θολώνουν παρά ενεργοποιούν τη σκέψη.

Ενέργειες που βασίζονται σε τέτοια κίνητρα, αν και δίνουν την εντύπωση της τόλμης, στην ουσία δεν έχουν καμία σχέση με αυτή. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης εξηγεί από την αρχή ότι τα αναφέρει «με κριτήριο την ομοιότητα, ότι τα ίδια αντέχουν οι ανδρείοι, αλλά για διαφορετικούς λόγους» (1229a32-33).

Όσο για την οργή, ο Αριστοτέλης θα σημειώσει ότι όχι μόνο δεν αρμόζει στις πράξεις των ανδρείων, αλλά περισσότερο καταδεικνύει το ζωώδες: «… ο θυμός σε βγάζει εκτός εαυτού. Αυτός είναι και ο λόγος που οι αγριόχοιροι θεωρούνται ανδρείοι, ενώ δε γίνεται να είναι· όταν κάποιος βγαίνει εκτός εαυτού, γίνεται σαν αγριόχοιρος, εκτός αν είναι τόσο υπερβολικός όπως οι θρασείς. Παρ’ όλα αυτά, η ανδρεία που οφείλεται στο θυμό είναι αυτή που πιο πολύ απ’ τις άλλες ανάγεται στη φύση· διότι ο θυμός είναι ανίκητος, και γι’ αυτό οι νεαροί πολεμούνε με την πιο μεγάλη γενναιότητα. Αυτή που ανάγεται στο νόμο είναι κατεξοχήν η πολιτική ανδρεία. Κανένα από τα παραπάνω είδη δεν αποτελεί αληθινή ανδρεία» (1229a 47-55).

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Βρίσκεστε ανάμεσα σε ηλίθιους;

Είστε εγκλωβισμένοι σε ένα στενό δωμάτιο. Η πελώρια γυάλινη πόρτα του σας χωρίζει από το περιβάλλον. Κόσμος πάει κι έρχεται στην τεράστια αίθουσα. Μπορείτε να τους δείτε, στήνετε αφτί στις συζητήσεις τους, όμως όσο δυνατά και αν φωνάζετε, εκείνοι αδυνατούν να σας ακούσουν. Πασχίζετε με κάθε ικμάδα της δύναμής σας να ανοίξετε τη γυάλινη πόρτα, ωστόσο για έναν αλλόκοτο λόγο το γυαλί δεν σπάει και όποιο κλειδί και αν δοκιμάζετε αποδεικνύεται μάταιος κόπος. Αισθάνεστε την απόγνωση να σας κυριεύει. Έχετε, όμως, αναλογιστεί τι είναι εκείνο που σας απομακρύνει από το περιβάλλον σας; Ποια γυάλινη πόρτα διαιωνίζει την απομόνωση, τη σύγχυση, τη σύγκρουση;

Τα στενά όρια των προσωπικών πεποιθήσεων

Η λέξη-κλειδί είναι η «επικοινωνία»Για να το καταλάβετε καλύτερα, μεταφερθείτε με τον νου ξανά σε εκείνο το στενό δωμάτιο. Γιατί νομίζετε πως είναι τόσο στενό; Ισοδυναμεί με τα όρια των προσωπικών αντιλήψεων, με την ασφυξία των άκαμπτων πεποιθήσεων, που αδυνατούν να υψωθούν πέρα από τον φτωχό ορίζοντα της υποκειμενικής οπτικής γωνίας. Κάθε κομμάτι γυαλί συμβολίζει και μια ψευδαίσθηση πως εσείς και μόνο έχετε δίκιο, πως υπάρχει ένας σωστός τρόπος επικοινωνίας, μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα και ένας απόλυτος διαχωρισμός των ατόμων σε ανόητους και έξυπνους.

Μήπως να το ξανασκεφτείτε; Θρυμματίστε το γυαλί. Βγείτε τώρα σε εκείνη την αίθουσα που μέχρι πρότινος παρακολουθούσατε μονάχα μέσα από τη φυλακή σας. Μια έκπληξη σας περιμένει. Ο κόσμος έχει εξαφανιστεί και γύρω σας υπάρχουν τέσσερα δωμάτια διαφορετικού χρώματος, με τη γνώριμη σ’ εσάς γυάλινη πόρτα να στερεί στους ενοίκους την ελευθερία τους.

Ο κόκκινος τύπος

Στο κόκκινο δωμάτιο διακρίνετε έναν τύπο επιβλητικό, με αγέρωχο παράστημα και κοφτερή ματιά. Θα μπορούσατε να τον παρομοιάσετε ακόμη και με θηρίο στο κλουβί του και αλήθεια δεν θα πέφτατε έξω στην εκτίμησή σας. Βλέπετε, αντίκρυ σας στέκεται ένας ηγέτης που με ζωηρές χειρονομίες προσελκύει την προσοχή. Μοιάζει ανυπόμονος, ακούραστος και αποφασισμένος να διεκδικήσει την απόδρασή του. Καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες να ανοίξει την πόρτα γιατί εκείνος -πρωτοπόρος, φιλόδοξος, ηγέτης και ασυμβίβαστος- δεν θα καταθέσει τα όπλα. Σας κοιτά άγρια από την ιδιότυπη φυλακή του. «Μόνος μου θα τα καταφέρω» διαβάζετε τη φράση στα χείλη του. Τον θαυμάζετε και τον φοβάστε ταυτόχρονα. Αλλά τον προσπερνάτε.

Ο κίτρινος τύπος

Λίγα βήματα πιο κάτω συναντάτε το κίτρινο δωμάτιο. Παντού φως! Μια αίσθηση εξωστρέφειας σας κατακλύζει μεμιάς. Ο άντρας σας χαμογελά. «Θα με βοηθήσεις;» σας γράφει στο γυαλί με χρωματιστό μαρκαδόρο. Έχει κάτι το βλέμμα του που σας κάνει αμέσως να τον συμπαθήσετε. Φορά κομψά ρούχα και περηφανεύεται για τους όμορφους πίνακες που κοσμούν το δωμάτιο, απόρροια της καλλιτεχνικής του φλέβας. Μέχρι και αστεία μηνύματα σας στέλνει στο κινητό. Μαζί του γελάτε αρκετά, όμως έχετε μια πορεία να συνεχίσετε. «Το ξέρω πως θα επιστρέψεις» σας γράφει, και ύστερα σας κλείνει συνωμοτικά και παιχνιδιάρικα το μάτι. Σας θυμίζει με τον τρόπο του το πιο χρυσό σας καλοκαίρι, εκείνο που έμοιαζε με τη δεύτερη εφηβεία. Θα επιστρέψετε, είχε δίκιο. Άλλωστε, πάντοτε επιστρέφουμε στα χρυσά μας καλοκαίρια.

Ο μπλε τύπος

Από την απέναντι πλευρά της αίθουσας διακρίνετε ένα μπλε φως. Ο τύπος στο δωμάτιο φορά κοστούμι και γραβάτα. Έχει απλώσει στο γραφείο τον χάρτη απόδρασης και μελετά προσεκτικά τις κινήσεις του. Θα ορκιζόσασταν πως έχει προβλέψει μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, κάθε εναλλακτική στις πιθανές κακοτοπιές. Πότε πότε ο άντρας σάς παρατηρεί διακριτικά, μα είναι ολοφάνερο ότι ουδέποτε θα άνοιγε τα χαρτιά του σε έναν ξένο σαν και του λόγου σας. Φαίνεται εσωστρεφής, επιφυλακτικός, συνετός, αναλυτικός και ενδεδυμένος με μυστήριο. Έχει όραμα και στοχεύει στο φεγγάρι.

Ο πράσινος τύπος

Προχωράτε στο τελευταίο δωμάτιο. Ένας συνεσταλμένος νέος μόλις έχει τελειώσει το βάψιμο του τοίχου. Πράσινο λοιπόν. Σας κοιτά με φιλική διάθεση και εκπέμπει ευγένεια. Δείχνει, ωστόσο, λιγάκι απογοητευμένος. Με τον τρόπο του σας παρακαλά σχεδόν να συνδράμετε στην απελευθέρωσή του. Έχει ολοφάνερα ανάγκη από ενθάρρυνση και καθοδήγηση, όμως είστε σίγουρος πως, αν του δινόταν η ευκαιρία, θα αποδεικνυόταν ένας σταθερός και εργατικός συνεργάτης, ένας τρυφερός και πιστός φίλος.

Ένας οδηγός επιβίωσης για τη ζούγκλα των ανθρώπινων επαφών

Και ξαφνικά οι ματιές όλων διασταυρώνονται. Ο μπλε, ο κόκκινος, ο κίτρινος και ο πράσινος τύπος βλέπουν επιτέλους ο ένας τον άλλον. Και το κυριότερο, αρχίζουν να ακούν. Αντιλαμβάνονται πως το κλειδί της απελευθέρωσης έχει πολλά χρώματα, πως όλοι τους είναι διαφορετικοί και εξίσου σωστοί ή λάθος. Το γυαλί τότε σπάει σε χίλια κομμάτια. Το εγχειρίδιο DSM ταξινομεί την ανθρώπινη συμπεριφορά σε τέσσερις τύπους, σύμφωνα με το σύστημα επικοινωνίας DISA (ακρωνύμια των λέξεων Κυριαρχία, Προτροπή, Υποταγή, Ανάλυση) και προσφέρει έναν απόλυτο οδηγό επιβίωσης για όλους εσάς που χάνεστε κατά καιρούς στη ζούγκλα των αντιφατικών ανθρώπινων επαφών, που νιώθετε μόνοι, παρεξηγημένοι, οξύθυμοι, μελαγχολικοί, δυσνόητοι. Τι πραγματικά θα σας βοηθήσει να δαμάσετε τα άγρια θηρία; Μα φυσικά οι απαραίτητες δεξιότητες, εκείνες που θα σας διδάξουν την ευελιξία και την αποτελεσματικότητα στη διάδραση με τους γύρω σας.

Αφουγκραστείτε τον διπλανό σας, κάθε κρυφό μήνυμα πίσω από τις λέξεις ή τις κινήσεις του, παρατηρήστε την ιδιοσυγκρασία του, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο δομεί τον κόσμο του. Κατανοήστε την ιστορία του και προσεγγίστε τον σεβόμενοι το σύστημα αξιών του. Θυμηθείτε πως δεν μπορείτε να αλλάξετε τον τρόπο που ακούει ο συνομιλητής σας, αλλά μπορείτε να διαβάσετε τις εκάστοτε περιστάσεις, να μεταφράσετε εύστοχα το μήνυμα και ύστερα να μιλήσετε τη γλώσσα που απαιτείται. Γιατί η επαγγελματική καταξίωση και η προσωπική ευημερία περνούν πάντα από τη λεωφόρο της σωστής επικοινωνίας για να σας συναντήσουν.

Σκότωσες τα πάντα μέσα σου, κατάντησες ανθρωπάκος

Πνίγεις όνειρα, σκοτώνεις συναισθήματα, αναπνέεις με το ζόρι κι αυτό το αποκαλείς ζωή.

Μικρός ήσουν ονειροπόλος έψαχνες το άγνωστο, κοίταζες απ' το τηλεσκόπιο που σου αγόρασε ο πατέρας σου τα αστέρια κι έλεγες εγώ θα γίνω αστροναύτης. Έβλεπες τις εκτοξεύσεις των πυραύλων στις ειδήσεις των εννιά και φανταζόσουν τον εαυτό σου σ’ έναν απ' αυτούς και τελικά τι κατάφερες;

Έγινες αυτό που σιχαινόσουν, αυτό που μισούσες, ένας κακόμοιρος ανθρωπάκος με στρυμωγμένα θέλω μέσα στον εγκέφαλό σου που πραγματοποιούνται μόνο στον ύπνο σου.

Οδηγείς στο δρόμο βρίζεις το διπλανό και νομίζεις πως κάνεις επανάσταση, καταφέρνει και σε παρασέρνει ο καθένας σε οδούς που δεν μπορείς καν να βαδίσεις ουσιαστικά, απλά ακολουθείς μια πλάτη για να γίνεις κ εσύ κάτι στο τίποτα.

Προσωπικότητα; άγνωστη λέξη για σένα, όλα γυρίζουν γύρω από κάποιους, από κάτι. Κοιμάσαι και ξυπνάς ζώντας τη μέρα της Μαρμότας και δε σε νοιάζει, περιμένεις απλά το θάνατο να σε λυτρώσει απ’ τη μιζέρια.

Παντρεύτηκες, έκανες παιδία, αγόρασες σπίτι για να αφήσεις κληρονομία και θεωρείς πως έκανες το χρέος σου σ’ αυτόν τον πλανήτη, παρόλο που δεν μπορείς να υποστηρίξεις ούτε αυτό, γιατί μετά από λίγα χρόνια γίνεσαι άπιστος και κακός σύντροφος, δεν αντέχεις ασφυκτιάς, θες να καβαλήσεις τη μηχανή της εφηβείας και να γίνεις καπνός, αλλά τότε είναι αργά να κυνηγήσεις τ’ όνειρο, είναι αργά για όλα.

Κοιτάς τα κεριά του Καβάφη και σε πιάνουν κλάματα, τα χρόνια φεύγουν και τα παιδικά σου όνειρα έχουν ξεχαστεί σε μια γωνία, σάπισαν μαζί με τις ελάχιστες χαρές που δεν έγιναν πολλές γι' αυτό το καταραμένο ¨έτσι πρέπει¨. Πρέπει από ποιόν; Ποιος έχει γράψει το σενάριο της ανθρωπότητας που πρέπει σαν στρατιώτης να ακολουθείς κατά γράμμα;

Δεν ζεις, δεν υπάρχεις για κανέναν, υπάρχεις μόνο για τον εαυτό σου, Καν’ τον να γελά καν’ τον να φωνάξει είμαι ζωντανός, ¨περαστικοί είμαστε δεν μας ανήκει τίποτα¨!

ΖΕΥΣ, ΕΡΩΣ, ΠΟΙΗΤΗΣ

Πριν ξεκινήσω, θα ήθελα για πολλοστή ίσως φορά, να υπενθυμίσω, ότι αν θέλουμε να ομιλούμε αυθεντικά και όχι κάλπικα για την Αρχαία Ελλάδα, οφείλουμε να παραμένουμε υποχρεωτικά μέσα στον αρχαιοελληνικό χειρισμό του λόγου. Οφείλουμε να χρησιμοποιούμε ανενδοιάστως, και ίσως επιμόνως, τους όρους που οι Έλληνες εχρησιμοποίησαν, αφήνοντας κατά μέρος όλο τον παρερμηνευτικό συρφετό, με τον οποίο οι τελευταίοι είκοσι περίπου αιώνες, μας έχουν ουσιαστικά σαμαρώσει. Οφείλουμε επίσης να επιμένουμε στην αυθεντική νοηματική τους υπόσταση, έστω και αν αυτό ίσως μας καθιστά λιγότερο κατανοητούς, διότι μας αρέσει δεν μας αρέσει, ο Ελληνικός Κόσμος των ιδεών είναι αδύνατον να χαμηλώσει σε βαρβαρικά επίπεδα ώστε να γίνει δεκτός κι εύπεπτος κι αν κάποιοι επιχειρήσουν να το κάνουν ερήμην του -αν και στο όνομά του, όπως συνέβη κατά τα έτη του ανοήτου, κατά την γνώμη μου πάντα, “οικουμενισμού” της Ελληνιστικής εποχής- αυτό παύει πλέον να είναι Κόσμος, όπως παύει και να είναι Ελληνικός.

Η εδώ και είκοσι τρείς αιώνες πολιτική, πολιτιστική, οικονομική και στρατιωτική κατοχή, του πλανήτη που μας φιλοξενεί, από μία ολοκληρωτική κοσμοαντίληψη, η οποία παρά τις διάφορες επί μέρους επωνυμίες, τών όχι και λίγων υποκαταστημάτων της, παραμένει τόσο ουσιαστικά πανομοιότυπα συμπαγεστάτη όσο και παντοδύναμη, μας έχει φέρει στο απόλυτο πολιτιστικό μηδέν, σε μία άξια λύπης εποχή που όλα πια έχουν αλωθεί, ακόμα και το πολυτιμώτερο όπλο του Έλληνος-Ανθρώπου, ο λόγος. Όλες οι λέξεις, όλες αυτές, οι για τους πανάρχαιους Έλληνες ονοματοθέτες, οντότητες πανίερες και επίσης δυναμικές, έχουν σήμερα μολυνθεί. Οι ανά τον πλανήτη κρατούντες μαγαρίζουν καθημερινά λέξεις όπως: δημοκρατία, ευνομία, φιλοσοφία, νόμος, πολιτισμός, πολιτική, ελευθερία, ψυχαγωγία, παρρησία και -το χειρότερο- οι μάζες των υπηκόων τους ενστερνίζονται με κάθε φυσικότητα τα διαστρεβλωμένα νοήματα που επιβάλλονται σε αυτές τις λέξεις, οι οποίες για τους Έλληνες εσήμαιναν τελείως διαφορετικά πράγματα. Για να μιλήσουμε όμως για Δημο-Κρατία, πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε τι εστί Δάμος, Δήμος, όπως και για να μιλήσουμε για Πολιτική πρέπει πρώτα από ο,τιδήποτε άλλο να γνωρίζουμε, τι εστί Πολίτης και τι εστί Πολιτεία. Και φυσικά, αν εγνωρίζαμε ότι ο Δάμος απετέλη για τους αληθείς δηλαδή τους, Έλληνες, ιδέα θεόσταλτη, η οποία ελατρεύθη με ιδιαίτερα τεμένη και βωμούς στην Αθήνα, την Μίλητο, την Λαοδικεία και αλλού, όπως και αν εγνωρίζαμε ότι η Πολιτεία δεν είναι Κράτος, αλλά αντιθέτως, το απόλυτο αντίθετό του, τότε μία σειρά από πράγματα θα ισοπεδώνονταν εμπρός μας μονομιάς και διά παντός. Εμείς όμως, τα βαφτισμένα ανθρωπάρια του εικοστού αιώνος, σύμφωνως προς τον, διά της οικονομικής βίας παγκοσμίως, επιβληθέντα χριστιανικό τρόπο χρονολογήσεως, δεν θέλουμε να δούμε την καλολιβανισμένη μας φυλακή να καταρρέει. Παραμένουμε πεισματικά δυϊστές και ανόητοι, ρηχοί και ντοπαρισμένοι και απλώνοντας ένα αδυσώπητο διανοητικό φίλτρο, διαβάζουμε τα όποια αμυδρά στοιχεία του Αρχαίου Κόσμου μας πλησιάζουν, μέσα από τα θλιβερά παραπετάσματα της άθλιας εποχής μας: χριστιανικά, μαρξιστικά, εσωτεριστικά, υλιστικά, μαγικοδεισιδαιμονικά, ορθολογικά και πάει λέγοντας.

Η ζημιά του κοσμοκράτορος μονοθεϊσμού στα ανθρώπινα μυαλά είναι τεράστια, όσο κι ανεπανόρθωτη. Όποιος επιχειρεί να τιμήσει τις Αρχαίες Ελληνικές Ιδέες, με Γιώτα κεφαλαίο, αφού αυτές μαζί με μία σειρά Συμπαντικές Δυνάμεις, απετέλεσαν το Ελληνικό Δωδεκαθεϊστικό Πάνθεον και να μην εκχυδαϊσει τα νοήματά τους για να τα μασήσουν εύκολα οι βαφτισμένοι, οι σωφρονισμένοι και οι λιβανισμένοι, δυστυχώς κατά κανόνα ευρίσκει τον εαυτό του καταδικασμένο ν’ απευθύνεται δίχως πολλές ελπίδες σε αυτιά που κατά συντριπτική πλειοψηφία ακούν μεροληπτικά λανθασμένα, δυιστικά, δογματικά και κατά προέκταση, μισαλλόδοξα. Αρκετοί, κύριοι, αγνώστων κινήτρων, που δεν θέλουν να τιμήσουν τις Ελληνικές Ιδέες, αλλά απλά να… μιλήσουν γι’ αυτές, διαλέγουν τον εύκολο δρόμο: τις κατεβάζουν στο εξευτελιστικά χαμηλό επίπεδο των καιρών μας και η περιβόητη Επικοινωνία, ένα ακόμα κούφιο ιδεολόγημα του λεγομένου “Αιώνος της Πληροφορικής”, τού κατ’ εξοχήν μη-επικοινωνιακού αιώνος της πανανθρώπινης ιστορίας, διασώζεται. “Το Μέσον είναι το Μήνυμα…”. Δεν θέλουν να πάνε παραπέρα.

Όταν πριν από κάποιο καιρό, εξεκίνησα με τον Ερεβοκτόνο, το οποίο υπερασπίζεται ανοικτά, την μνήμη, το έθος και τις κοσμοαντιλήψεις των προγόνων μου Ελλήνων, δεν το έκανα για να υπηρετήσω την ψευδοεπικοινωνιακή μούμια ή να προσθέσω κι εγώ το μικρό μου βάρος στο άλλοθι των κρατούντων, που κατ’ ευφημισμόν οι ίδιοι αποκαλούν, “κίνηση ιδεών”. Σε μία ακίνητη και ανίδεη κοινωνία όπως είναι αυτή που βιώνουμε στις μέρες μας, ακίνητη και ανίδεη λες και πρόκειται για το πραγματοποιημένο επί γής έσχατο του κρατούντος εδώ και αιώνες μονοθεϊστικού Ολοκληρωτισμού, δεν δικαιούμεθα να μιλάμε για “κίνηση” πόσο μάλλον για “κίνηση ιδεών”. Εμένα προσωπικά (έτσι ως…εξομολόγηση), μ’ ενδιαφέρουν οι Ιδέες με γιώτα κεφαλαίο, όπως αυτές στέκουν μακάριες και μακριά από τις μολύνσεις του εξαθλιωμένου κόσμου μας, στην φωτεινή διάσταση που κατοικούν οι Θεοί, οι Έλληνες Θεοί, δηλαδή στον ολολαμπή Όλυμπο. Και ό,τι έπραξα μέχρι τώρα, και ό,τι πράξω μελλοντικά, έχει να κάνει μόνο και μόνο με την ελάχιστη εκδήλωση από μέρους μου, της απέραντης ευγνωμοσύνης προς τους Μάκαρες Θεούς, για το ότι από ένα σημείο και μετά, μού επέτρεψαν να κοιτάξω μέσα από Αρχαία Μάτια, να δω το Όλον και το Μη -Ον, το Αρχικό και το Έσχατο, έξω από τον πεπερασμένο εαυτό μου, έξω από τον ορισμένο με σύνορα τόπο μου κι έξω από τον μετρημένο με ωρολόγια και ωράρια χρόνο μου.

Φίλες και φίλοι. Όχι, (επίσης ως…εξομολόγηση) εκείνο που μ’ ενδιαφέρει προσωπικώς, δεν είναι η … “επαναφορά” των Ελληνικών αξιών, στην εξαχρειωμένη νεο-Ελλάδα. Πρώτον, διότι για κάτι που βρίσκεται πάντα εδώ και θα συνεχίσει να βρίσκεται, δεν στέκει νοηματικώς το ρήμα “επαναφέρω”. Και δεύτερον, όταν η πραγματική “επαναφορά” των Ελληνικών αξιών, υπήρξε τόσο προσωπική, οικογενειακή κι εφέστεια, όσο και ανοικτή, πάνδημος, συλλογική, αδιάσπαστη από την καθημερινότητα των προγόνων μας, και πολιτική -με την έννοια ότι αφορούσε σφαιρικά την Πόλη- πιστεύω ότι είναι από την μία αρκούντως ικανοποιητική ή προσωπική λατρεία από όσους μπορούν και πραγματικά κοινωνούν στην Αρχαία Ελληνική Ψυχή και από την άλλη αρκούντως άτοπο και αστείο το πείραμα έστω και της παραμικρής επαφής των εξαχρειωμένων νεοελλήνων με τις αξίες των προγόνων τους. Διότι πολύ πριν κάποιος πνευματικώς υπόδουλος άνθρωπος της εποχής μας, έρθει σε επαφή με την λαμπρή αρχαιοελληνική Κοσμοθεώρηση, πρέπει πρώτα να υπάρξει ψυχικά αυτάρκης, αυτόφωτος, πλήρης παρρησίας, αξιοπρεπής, ελεύθερος, φιλομαθής ερωτικός με την αρχαιοελληνική έννοια και βαθιά πολιτικός, πράγμα που σημαίνει ότι το εκβαρβαρισμένο νεολληνικό ζυμάρι δεν μας δίνει και πολλές ελπίδες (για να μην φανούμε απαισιόδοξοι και ομολογήσουμε ότι ουσιαστικά δεν μας δίνει καμμία).

Φίλοι και φίλες. Κάθομαι εδώ και γράφω κι εσείς κάθεστε εκεί και με διαβάζεται και όλοι μας κάπου ξέρουμε καλά ότι μάλλον τα παραπάνω δεν μας αφορούν. Διότι είμαστε, ή θέλουμε να είμαστε, οι Άλλοι Άνθρωποι. Άνθρωποι που δικαιωματικά μπορούν να ισχυριστούν ότι ξαναπορεύονται προς το συμπαντικό πολιτιστικό αρχέτυπο Έλλην-Ανθρωπος και περισσότερο από όλα ξέρουν ν’ ακούν όπως και ξέρουν να στοχάζονται. Τα όσα ακολουθούν, θέλω να σας επισημάνω, δεν αποτελούν ούτε ρηχή παραβολή, ούτε θρησκευτικό δόγμα, ούτε μεταμοντέρνο παραλήρημα. Αντίθετα, είναι πολύ βαθύτερα πράγματα από όσο το πρώτο άκουσμά τους μάς προτρέπει να υποψιαστούμε. Γι' αυτό θα σας πρότεινα να προσέξετε καλά τα όσα θ’ διαβάσεται και να τα προχωρήσετε αργότερα, αύριο, μεθαύριο του χρόνου, παραπέρα. Ο καθένας μόνος του και με τον τρόπο του, αφού ξέρουμε πολύ καλά ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ένας ολόκληρος, πολύπλοκος και ιδιαίτερος κόσμος και αυτό επειδή αυτοί που μας εγέννησαν ως είδος επί γης ήξεραν πολύ καλά να εκτιμούν την διαφορετικότητα, την ποικιλία, την πολλαπλότητα και την ιδιαιτερότητα. Ο καθένας μόνος του και με τον τρόπο του, αλλά να τα πάμε παραπέρα. Ας το υποσχεθούμε αυτό στους εαυτούς μας, ας το ορκισθούμε στον Έλληνα μέσα μας…

Εν αρχή λοιπόν, υπήρξε το δημιουργικό Αχανές. Ούτε ο Γιαχβέ, ούτε και κανένας συμπαντικός μαστροχαλαστής. Και δεν πρέπει να μας νοιάζει τι υπήρχε, διότι πρώτον ο καθένας μπορεί να ισχυρισθεί ό,τιδήποτε πάνω στο ζήτημα αυτό, και διότι δεύτερον εμείς ανήκουμε σ’ έναν πολύ μεταγενέστερο κόσμο. Έτσι λοιπόν μάλλον πρέπει να πάμε σε αρκετές σελίδες πάρα κάτω, που τα πράγματα γίνονται περισσότερο οικεία μας, άρα και περισσότερο κατανοητά. Είμαστε όντα που αντιλαμβανόμαστε και χρησιμοποιούμε στο έπακρο τις τρεις διαστάσεις και απλά υφιστάμεθα την τέταρτη, ενώ υποψιαζόμαστε την ύπαρξη και άλλων. Ας πάμε λοιπόν σε μιαν άλλη “αρχή” για να εκστομίσουμε το “εν αρχή” μας. Σε μίαν αρχή που αφορά τις διαστάσεις μας. Επειδή, μία ολοκληρωτική κάλυψη του βίου του Σύμπαντος, πέραν τού ότι προϋποθέτει γραμμικότητα, που θα μου επιτρέψετε, όσον αφορά εμένα τουλάχιστον, να την αποκαλέσω αστεία, απαιτεί επίσης και μία ολοκληρωτική κοσμοθεωρία. Την οποία ολοκληρωτική θεωρία βέβαια, όσο και αν κοπιάσουμε και ιδρώσουμε, δεν πρόκειται ν’ ανακαλύψουμε πουθενά μέσα στον Έλληνα Κόσμο, εφ’ όσον ο τελευταίος υπήρξε αποτέλεσμα των Ελλήνων Ανθρώπων, που με την σειρά τους εστοιχειώθησαν από Έλληνες Θεούς. Και όπως στην συνέχεια θα δούμε, οι τελευταίοι αποτελούν, σ’ επίπεδο συμπαντικό την απόλυτη άρνηση τής Ολοκληρώσεως.

Σε κάποια λοιπόν “νέα αρχή” και αφού ήδη το Αχανές είχε μεταμορφωθεί σε Χάος, ήτοι στο άπειρο κενό το εν τούτοις εμπεριέχον το Παν, υπήρξαν ο υψόροφος Ουρανός, ετυμολογούμενος από το “ούρος” όρος έως το όριο του Παντός και η χαογενής αλλά βιοδότειρα μητέρα του Γαία. Οι δύο τους, με την ατελείωτη γενετική δύναμη του πρώτου έφεραν στην ζωή τούς Τιτάνες και Τιτανίδες, μία σειρά από θεμελιακές συμπαντικές δυνάμεις: τον Ωκεανό, την ροή των πραγμάτων, δηλαδή την πηγή του παντός (1), τον Κοίο δηλαδή την ιδιαίτερη ποιότητα των όντων, τον Κρείο δηλαδή την επικράτεια, την Φοίβη δηλαδή την διαύγεια, την Θεία δηλαδή την όψη, τον Υπερίωνα δηλαδή το επουράνιο πυρ, τον πρόγονο των Ελλήνων Ανθρώπων Ιαπετό, δηλαδή τον λόγο, σύμφωνα με την ετυμολόγησή του από το “ιακή”, την Ρέα, την Θέμιδα δηλαδή τον νόμο, την Μνημοσύνη, την Τηθύν δηλαδή την κίνηση, (2) τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες δηλαδή τα αιθέρια πάθη και τέλος τον Κρόνο.

Με την γέννηση του τελευταίου, η ακατάπαυστη γενετήσια δύναμη του Ουρανού το οποίο ωστόσο ο Ησίοδος παρουσιάζει να απεχθάνεται ιδιαίτερα τα δημιουργήματά του, λήγει οριστικά όταν ο Χρόνος / Κρόνος με την βοήθεια της Γής τον ευνουχίζει, ελευθερώνει τ’ αδέλφια του και παράλληλα αυτοανακηρύσσεται μονοκράτορας τού παντός. Η περιφρόνηση του νεοφανούς εκθρονίζεται από την απόλυτη μονομέρεια. Το Παν εξακολουθεί να δικτατορεύεται με μόνη ελπίδα τα μέλλοντα να γεννηθούν από το σπέρμα του νέου δυνάστη. Και κάποτε όντως εγεννήθησαν και η γέννησή τους αυτή, εσηματοδότησε για την κρόνια δικτατορία την αρχή του τέλους της.

Όπως και στην λεγομένη “μονοθεϊστική” κοσμογονία, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία Πτώση. Μόνο που στην ελληνική θεογονία, αυτή η πτώση δεν είναι ανθρώπινη, μ’ ένα ατυχέστατο λοβοτομημένο ζεύγος ατρίχων πιθήκων που αφού έφαγαν ένα φρούτο μετατρεπόμενοι κατά το ήμισυ σε Θεούς και για τον λόγο αυτό ετιμωρήθησαν αμείλικτα από έναν ζηλόφθονο μοναδικό Θεό, δικτάτορα των ουρανών, αλλά είναι Πτώση θεϊκή. Εδώ, αυτή η ίδια η δικτατορική λογικού του Θεού αποτελεί Πτώση. Ο “παιδοβρώς” Θεός Κρόνος, πλάστης αλλά και συνάμα παμφάγος, ως αντίδραση στην σχετική τιτανική αταξία της βασιλείας τ’ Ουρανού, κυβερνά μοναχός και τρώγει ό,τι γεννά. Οι μοναδικές θεότητες που γεννιούνται επί της βασιλείας του και δεν τρώγονται απ’ αυτόν είναι ή αυτογέννητες, ή γεννημένες από το Έρεβος και την Νύκτα, θεότητες κατά κανόνα αποσυνθετικές: Άλγος, Γήρας, Μώμος, Απάτη, Έρις, Λήθη, Θάνατος, Λιμός, Μάχη, Πόνος, Δυσνομία, Φόνος, Φόβος, Ύπνος, Τισιφόνη, Μέγαιρα. Το Παν επιβαρύνεται μονομερώς, καθώς και σε κανένα από τα εγγόνια του ολύμπου, δηλαδή του ολολαμπούς, Ουρανού δεν δίνεται η ευκαιρία να αναπτυχθεί και να δράσει. Ο Κρόνος, μένει τυφλά αφοσιωμένος στην μονομανία του να καταπίνει τα παιδιά του και δεν βλέπει ότι είναι ανέφικτος ο συμπαντικός Ολοκληρωτισμός, ότι είναι αδύνατον να υπάρξει μόνο Ένας Θεός. Κι ένας Θεός που (εντός εισαγωγικών) “δεν βλέπει”, προσωποποιεί την Πτώση.

Και κάποτε η Ρέα εγέννησε τον Δία, τον έκρυψε και εξεγέλασε τον στυγνό Κρόνο δίνοντάς του μία πέτρα να καταπιεί. Και όταν ανδρώθηκε ο νέος Θεός Ζεύς, του οποίου το όνομα ετυμολογείται και από το “ζεύγνυμι”, εξηγέρθη κατά του πατρός του και ελύτρωσε διά παντός τόσο τον θεϊκό κόσμο, όσο και τον κόσμο των φθαρτών πραγμάτων από την τυραννία εκείνου. Ο έκπτωτος Κρόνος, υποχρεώνεται να ξεράσει ένα-ένα τα δημιουργήματά τα οποία είχε καταπιεί και έτσι γεννιέται η Τάξη των Αθανάτων Θεών, αυτών που έχουν ελευθερωθεί από τον Χρόνο. Ο νέος Θεός, ως Δίας / Ζευς, διασπών-απωθών αλλά ταυτόχρονα ισόποσα ζευγνύων-έλκων-συντήκων, αποκαθιστά την ισόνομη Ουρανία Τάξη κι εγκαθιδρύει την Αιώνια Αρμονία. “Εν κράτος, είς δαίμων εγένετο, μέγας αρχός απάντων, εν δε δέμας βασίλειον, εν ώ τάδε πάντα κυκλείται” γράφει ο Πρόκλος.

Ο πρώτος γάμος του Διός με μία θυγατέρα του Ωκεανού, την φρονιμώτατη όλων των Θεών που Μήτις απεκλήθη από τον Έλληνα ονοματοδότη, δηλαδή ο γάμος του με την Σκέψη θα φέρει στον κόσμο την Θεία Σοφία, την Θεά Αθηνά. Ο δεύτερος γάμος του με την τιτανίδα Θέμιδα θα φέρει στον κόσμο τις Ώρες, δηλαδή τις Εποχές και την περιοδικότητά τους, την Ευνομία, την Δίκη και την Ειρήνη. Και όταν αργότερα μετά από βίαιες συγκρούσεις με μία ατελείωτη σειρά διαταρακτικές δυνάμεις, συγκρούσεις με τους Τιτάνες, με τους Γίγαντες, με τους Αλωάδες, με τον Τυφώνα, εγκαθίδρυσε την Ολύμπια Τάξη στο Σύμ-Παν, ως Έλλην Θεός που ασφυκτιούσε από την παρουσία γύρω του, των μπράβων / κολάκων του, ως νικητού παντοκράτορος, δηλαδή από την παρουσία του Κράτους και της Βίας, προεχώρησε στην εξασφάλιση μίας, στο διηνεκές ακυρώσεως, κάθε απόλυτης εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης και της πιθανής δικής του. Προεχώρησε στην εξασφάλιση μίας αιώνιας αναιρέσεως κάθε Ολοκληρωτισμού. Σύμφωνα με μία σειρά διαφορετικές λόγω εντοπιότητος ελληνικές Θεογονίες, εγέννησε ή εξαπέλυσε στα Σύμ-Παντα όλα “τον κάλλιστο των θεών” δηλαδή τον Έρωτα τον έκτοτε κυρίαρχο σε γήϊνο επίπεδο όλων των σφαιρών της εκδηλωμένης ζωής. Κι εδώ αναφέρομαι, φίλοι και φίλες, όχι στον Έρωτα “Δημιουργό” υιό της Νύκτας (3) ούτε στον “Πρωτόγονο”, “Φάνη” υιό του Ηρακλέους/Αγηράου Χρόνου, (4) τον οποίο συναντάμε στις τρεις Θεογονίες των Ορφικών, αλλά στον Ολύμπιο Θεό Έρωτα, υιό της Αφροδίτης και του Διός (ή του Ερμού, ή του Άρεως, ή του Ηφαίστου σύμφωνα με τρεις άλλες εκδοχές που παραλλάζουν ανάλογα με τις ανά τόπους λατρείες του). Ο Πρόκλος στον “Τίμαιο” του Πλάτωνος θα σημειώσει : “(ο πατρικός νους) ενέσπειρε τον δεσμόν του διαπύρου Έρωτος και προσέθεσε και την Αιτίαν, για να παραμείνουν αιώνια ερωτευμένα όλα όσα ο πατέρας συνέθεσε νοερά με φως. Διότι εξ αιτίας αυτού του Έρωτος, τα πάντα αλληλοταίριασαν για να παραμείνουν αιώνια τα στοιχεία του κόσμου μέσα απ’ αυτόν”.

Την πλέον σημαντική όμως, κατά την γνώμη μου, αλλά όλως περιέργως και την πλέον άγνωστη θεογονία Έρωτος, παρουσιάζει ο φιλόσοφος και μύστης Φερεκίδης, ο οποίος -συμφώνως προς την αναφορά του Πρόκλου επίσης στον Τίμαιο του Πλάτωνος- φέρνει τον Μέγιστο Θεό να μεταμορφώνεται ο ίδιος σε Έρωτα όταν επρόκειτο να δημιουργήσει: “Ο Φερεκύδης έλεγεν εις Έρωτα μεταβλήσθαι τον Δία μέλλοντα δημιουργείν” Ζευς / Έρως Ποιητής, ο υπέρτατος Έλλην Θεός που ως πλάστης μεταμορφώνεται στον ωραιότατο! “Ο κάλλιστος εν αθανάτοισι Θεοίσι” που εξελίσσει, κινεί και διαφοροποιεί, παιχνιδιάρης και απρόβλεπτος, αντιεξουσιαστικός κι αρμονιστής. Ένας Θεός ολοκληρωτικά ασυμβίβαστος με την απολυτότητα του αστείου κόκκορα του ουρανού Yahveh που οι, παραπλανητικά λεγόμενοι, “μονοθεϊστές” λιβανίζουν ως τον Ένα και Μοναδικό Θεό τους. Ολοκληρωτικά ασυμβίβαστος με την απολυτότητα αυτού του σκεπτομορφικού, άρα ασήμαντου δαιμονίσκου, του οποίου ο αστείος ισχυρισμός ότι μόνο αυτός υπάρχει έκανε τους υπόλοιπους Θεούς να πεθάνουν από τα γέλια, όπως πολύ χαριτωμένα αλλά και περιφρονητικά λέει ο Φρειδερίκος Νίτσε στο γνωστό του βιβλίο “Τάδε Έφη Ζαρατούστρα”. Γι' αυτό άλλωστε και ο Έρως αν και Θεός που φτερουγίζει παντού κυκλώνοντας και τα τέσσερα τμήματα του Σύμ-Παντός- “πτερά πάντοθι πάλλει, τέτραχα τεμνομένην κυκλούμενος άντυγα κόσμου” γράφει ο Νόννος (4)- απουσιάζει παντελώς από την “μονοθεϊστική” λεγομένη παράδοση και όλες τις εκδοχές και αιρέσεις της. Και να επισημάνουμε επίσης, ότι και στα διάφορα άλλα προχριστιανικά Πάνθεα περιορίζεται απλώς σε προσωποποίηση της νεανικής ομορφιάς ή της σαρκικής έλξεως. Ούτε ο χρυσομάλλης Angus των Κελτών, ούτε ο παιδόμορφος τοξοβόλος Cupid των Ρωμαίων ή ο ετρουτσκορωμαϊκός Tutunis, ούτε ο υδρογέννητος Kama ή Kamadeva των Ινδουϊστών, ούτε ο σλαβονικός Svarog, ούτε ο βεδικός Bhana, έχουν την σημασία και το μέγεθος, την οριακή συμπαντική κάλυψη, του Έλληνος Έρωτος -του Έρωτος του Ολυμπίου Ελληνικού Πανθέου. Το υπογραμμίζω αυτό το “του Ολυμπίου” για μία φορά ακόμα, προς αποφυγή τυχόν παρερμηνειών.

Έχοντας αναφερθεί πιο πάνω στον Κρόνο, στον πρώτο “δικτάτορα” Θεό, θα ήθελα επίσης να επισημάνω εδώ και την ουσιαστική ταύτιση του ολοκληρωτικού “Ενός και Μόνο Θεού” του πασίγνωστου Υahveh, με το κρόνιο αρχέτυπο που στους αιώνες των αιώνων θα αντιμάχεται ανεπιτυχώς την Ολύμπια Θεϊκή Τάξη. Οι οπαδοί του σκεπτομορφικού αυτού σημιτικής κατασκευής δαίμονα, γραμμικοί και δυϊστές στην κοσμοθεώρησή τους, μία κοσμοθεώρηση που έχουν εδώ και κάποιους αιώνες δυστυχώς, μάλιστα στέψει κυρίαρχη επάνω στην ανθρωπότητα τούτου του πλανήτη, ουσιαστικά επιζητούν την ολοκληρωτική επιστροφή του Κόσμου στην βασιλεία του Κρόνου. Επιζητούν την ολοκλήρωση του κύκλου, το ξαναπάγωμα της Ίππας, της Ψυχής του Παντός: το τέλος της αιωνιότητος, το σταμάτημα της σπειροειδούς κινήσεως τού Χρόνου, τον θάνατο των Αθανάτων Θεών και την επανακατάποση όλου του εκδηλωμένου Θείου, δηλαδή της Φύσεως διά παντός. Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Yahveh είναι ο Κρόνος. Τουναντίον μάλιστα, αφού ο πρώτος είναι ασήμαντος σκεπτομορφικός ήτοι κατασκευασμένος από ανθρώπινα μυαλά δαιμονοθεός, ενώ ο δεύτερος είναι υπαρκτή θεότητα και δύναμη κοσμική, έστω κι αν η ισχύς της είναι στον Ολύμπιο Κόσμο απολύτως “γειωμένη”. Απλώς οι οπαδοί του Yahveh επιχειρούν να τον ταυτίσουν αρχετυπικά με τον Κρόνο για δύο λόγους: πρώτον, για να αντλήσουν δανεική ισχύ από το Υπαρκτό και το Προαιώνιο και, δεύτερον, για να καταδείξουν και να διακηρύξουν την απέραντη έχθρα τους προς τους Έλληνες Θεούς.

Όσο όμως η Ολύμπια Τάξη του Συμ-Παντός Κόσμου θα παραμένει άτρωτη -και τέτοια παραμένει-, αυτό το κρόνιο / γιαχβικό ιδανικό θα μένει αιώνια καταδικασμένο να βλέπει την Αναγέννηση / Ανάσταση ν’ ακολουθεί κάθε Θάνατο. Ασταμάτητα στους αιώνες των αιώνων. Κάθε “τέλος” θα ακολουθείται ασταμάτητα από μία νέα “αρχή”. Στον διαρκή αλλά μετακινούμενο Κύκλο της Ζωής, που έταξε ο Ζεύς να κυβερνάει τα πάντα. Ως αρχή που αυτός είναι, ως μέση και ως τέλος. Ως ο μεγάλος πατέρας του Υπαρκτού και ως η μεγάλη μάνα του. Ο Ζευς, ο “τας αειζώου ψυχάς μεδέων”.
-----------------
Σημειώσεις:

1) Όμηρος “Ιλιάς” Ξ 200, 244, 301, Πλάτων “Θεαίτητος” 152, Αριστοτέλης “Μεταφυσικά” Α3
2) “Πάντα έκγονα ροής τε και κινήσεως “Πλάτων” Θεαίτητος 152
3) “(τίκτει) Νυξ η μελανόπτερος ωόν, εξού περιτελλιμένοις ώραις έβλαστεν Έρως” Orphicorum Fragmenta 1
4) “Ούτος ο Ηρακλής (χρόνος) εγέννησεν υπερμέγεθες ωόν” Orphicorum Fragmenta 57
5) “Διονυσιακά” βιβλίο 33, 63-64