Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

2. Αρχαϊκή εποχή (700-508 π.Χ.)

2.1. Ιστορικές συνθήκες

Στους δύο αρχαϊκούς αιώνες ο ελληνικός γεωγραφικός χώρος απλώθηκε πολύ. Ο δεύτερος ελληνικός αποικισμός ξεκίνησε στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα, τότε που οι ίωνες κάτοικοι της Εύβοιας ίδρυσαν τους πρώτους εμπορικούς σταθμούς στην Κάτω Ιταλία, και συνεχίστηκε ως και τον 6ο π.Χ. αιώνα. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο η Σικελία και η Κάτω Ιταλία αλλά και ολόκληρος ο περίγυρος της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου, από την Ισπανία ως την Κριμαία και από την Κυανή Ακτή ως την Κυρηναϊκή και την Αίγυπτο, να κατέχονται από ισχυρές ελληνικές εγκαταστάσεις.[1]

Τα αίτια του αποικισμού ήταν τη φορά αυτή ποικίλα. Στην τάση για φυγή συντέλεσαν τόσο ο υπερπληθυσμός όσο και οι συχνές, όπως θα δούμε, και έντονες πολιτειακές και πολιτικές αλλαγές και αναστατώσεις. Πολλές φορές η πρωτοβουλία ανήκε σε ευγενείς που είτε είχαν λόγους να εγκαταλείψουν τον τόπο τους είτε φιλοδοξούσαν να τιμηθούν στην καινούργια πατρίδα, όπως όλοι οι οἰκισταί και οι οικογένειές τους. Πέρα από αυτά, οι ελπίδες για δόξα και πλουτισμό συνοδεύονταν από μια δίψα για γνώση και περιπέτεια, από ένα πνεύμα ανήσυχο και φιλόμαθο, σαν του Οδυσσέα.

Στις ιωνικές αποικίες πρωτοεμφανίστηκε και γρήγορα διαδόθηκε στον ελληνικό χώρο ένας καινούργιος, πιο περιορισμένος σε έκταση, τύπος κρατικής οντότητας, η πόλη-κράτος. Σε αντίθεση με τις παλαιότερες επικράτειες, η πόλη-κράτος δε βασιζόταν στη φυλετική συγγένεια αλλά στον τοπικό πατριωτισμό και στη μεγαλύτερη ή μικρότερη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Συνήθως την πόλη-κράτος την αποτελούσαν ένας κύριος οχυρωμένος οικισμός και ένας αριθμός από μικρότερες γειτονικές κώμες. Παράδειγμα η Αθήνα και η Σπάρτη, που θα μπορούσαν, ήδη από τα μέσα του 8ου π.Χ. αι., να χαρακτηριστούν πόλεις-κράτη.

Δίπλα στην κατά παράδοση αγροτική οικονομία των ελληνικών εγκαταστάσεων, το πλήθος και η διασπορά των αποικιών πέρα από τις θάλασσες δημιούργησε ζωηρή εμπορική κίνηση: οι αποικίες τροφοδοτούσαν τις μητροπόλεις με πρώτες ύλες, συχνά και με δούλους, και οι μητροπόλεις προμήθευαν στις αποικίες βιοτεχνικά και άλλα προϊόντα. Οι εμπορικές συναλλαγές έγιναν ευκολότερες και πολλαπλασιάστηκαν, όταν οι πόλεις, από τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα και μετά, άρχισαν να σφραγίζουν και να κυκλοφορούν επίσημα νομίσματα.

Εμπόριο, νόμισμα, πλούτος - φαινόμενα μεγάλης ανάπτυξης, που όμως είχε και τις αρνητικές της πλευρές. Οι ευγενείς, που πρώτοι εκμεταλλεύτηκαν τις νέες δυνατότητες, άρχισαν να δανείζουν στους αγρότες, με τόκο και με εγγύηση πρώτα τα λιγοστά τους κτήματα, ύστερα και την ελευθερία των ίδιων και της οικογένειάς τους. Αυτός ο δανεισμός ἐπὶ τoῖς σώμασιν, όπως ονομάστηκε, μετάτρεψε πλήθος ελεύθερους αγρότες σε δουλοπάροικους, δημιούργησε έντονα κοινωνικά προβλήματα και αποτέλεσε έναν ακόμα ισχυρό λόγο για πολιτικές ταραχές και μεταρρυθμίσεις.

Το πατροπαράδοτο πολίτευμα της κληρονομικής βασιλείας είχε αρχίσει κιόλας από τον 8ο π.Χ. αιώνα, αν όχι και νωρίτερα, να κλονίζεται, καθώς από τη μια οι βασιλιάδες είχαν την τάση να κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους, ή να μην είναι άξιοι να την ασκήσουν, από την άλλη οι διάφοροι εὐγενεῖς, εὐπατρίδαι ή ἄριστοι, συνασπίζονταν να τους ανατρέψουν.[2] Συχνά, χρησιμοποιώντας τον πλούτο τους και τη λαϊκή δυσφορία, το πετύχαιναν όμως η μοιρασιά της εξουσίας δημιουργούσε τριβές και τα περισσότερα αριστοκρατικά πολιτεύματα που καθιδρύθηκαν αποδείχτηκαν βραχύβια.

Πολιτικές επιπτώσεις είχε στα αρχαϊκά χρόνια και η αλλαγή στην πολεμική τακτική. Ο παλιός ηρωικός τρόπος, όπως μας είναι γνωστός από τον Όμηρο, όπου οι μάχες επιμερίζονταν σε μια σειρά από μονομαχίες, καταργήθηκε. Οι συγκρούσεις έγιναν τώρα ομαδικές, καθώς πολλοί μαζί ὁπλῖται συγκροτούσαν μαχητική μονάδα, τη βαριά οπλισμένη φάλαγγα. Συμμετοχή στη φάλαγγα είχαν μόνο όσοι πολίτες μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι τον οπλισμό τους, κάτι που τους έδινε το δικαίωμα να διεκδικήσουν αυξημένα πολιτικά δικαιώματα. Η ικανοποίηση των αξιώσεών τους οδηγούσε σε τιμοκρατικά πολιτεύματα, όπου η εξουσία ήταν μοιρασμένη ανάλογα με τον πλούτο.

Βασιλεία, αριστοκρατία, τιμοκρατία - όλα τα πολιτεύματα κινδύνευαν στα αρχαϊκά χρόνια να ανατραπούν από ισχυρούς και φιλόδοξους άντρες που εκμεταλλεύονταν κάποιο τους αξίωμα για να συγκεντρώσουν δι᾽ ἀπάτης ἢ βίας (Αριστοτέλης) την εξουσία στα χέρια τους και να εγκαθιδρύσουν τυραννίδα,[3] έναν τρόπο διακυβέρνησης που επέτρεπε σε κάποιον «ανεύθυνο να κάνει ό,τι θέλει» (Ηρόδοτος). Πολλά τα μαρτυρημένα κακουργήματα των τυράννων, λίγες οι θετικές τους ενέργειες, αλλά γενικά, ως πολιτικό φαινόμενο, η τυραννίδα, όπου επιβλήθηκε, εξάρθρωσε τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς και τελικά διευκόλυνε την πορεία προς τη δημοκρατία.

Η ποικιλία των πολιτευμάτων και οι μεγάλες ταραχές και μεταπτώσεις που προκάλεσαν ας μην επισκιάσουν το γεγονός ότι σταδιακά, μέσα στους δύο αρχαϊκούς αιώνες, οι απλοί πολίτες, το πλήθος, ο δήμος, απόχτησαν φωνή, αντιστάθηκαν στην αυθαιρεσία των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, συνειδητοποίησαν και διεκδίκησαν, συχνά με επιτυχία, τα δικαιώματα τους. Έτσι, οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την κατάργηση της κληρονομικής βασιλείας οδήγησαν πρώτα σε μια σειρά από ολιγαρχικά, αριστοκρατικά ή τιμοκρατικά, πολιτεύματα και στη συνέχεια, με καταλύτη τις τυραννίδες, στη δημοκρατία.

Σημαντική νίκη των πολιτών αποτέλεσε η σύνταξη και η καταγραφή των νόμων. Μπορεί η γραπτή νομοθεσία να ευνοούσε τους ευγενείς και τους πλούσιους, μπορεί και οι παραβάσεις της από τους ισχυρούς να μην ήταν σπάνιες· πάλι όμως, και μόνο η ύπαρξη γραπτών νόμων αποτελούσε σημείο αναφοράς και εγγύηση δικαιοσύνης - και το κέρδος για τις λαϊκές τάξεις ήταν ακόμα μεγαλύτερο, όταν σε δύσκολες στιγμές, με την ολιγαρχική διοίκηση να έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο, το ίδιο το πλήθος διάλεγε και στήριζε στην εξουσία μια προσωπικότητα, δίνοντάς της λευκή εντολή να νομοθετήσει. Τέτοιοι αιρετοί νομοθέται, διαλλακταί ή αἰσυμνῆται, υπήρξαν στα αρχαϊκά χρόνια αρκετοί, ανάμεσά τους, στην Αθήνα, ο Σόλων.
------------------------
1. Εξαίρεση αποτελούσαν περιοχές όπου κυριαρχούσαν άλλοι λαοί, όπως οι Καρχηδόνιοι στην Ισπανία και τη δυτική Αφρική, οι Ετρούσκοι στην Ιταλία και οι Ασσύριοι στη Φοινίκη.

2. Στα ομηρικά έπη η ανταρσία του Αχιλλέα απέναντι στον πλεονέκτη Αγαμέμνονα και η κοινή προσπάθεια των μνηστήρων να αντικαταστήσουν στην εξουσία τον απόντα Οδυσσέα προοιωνίζουν την εξασθένιση του βασιλικού θεσμού

3. Η λέξη τύραννος, δανεισμένη από την Ανατολή, σήμαινε τον απόλυτο μονάρχη· η σημερινή της σημασία είναι νεότερη.

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα: Η ηρωίδα-θρύλος

Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά

Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην ‘Υδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου-Ορλώφ.

Όταν η Μπουμπουλίνα χήρεψε για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Γιάννη, τον Γιώργο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της: την Σκεύω, την Ελένη και τον Νίκο.

Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα. Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.

Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα.

Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μετά από καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της.

Τότε πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κανάκης, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774.

Εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα.

Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.

Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της.

Η δράση της κατά την Επανάσταση

Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια».

Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη.

Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.

Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί.

Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη υπερισχύει του συνασπισμού των Προεστών και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που διατελούσε φρούραρχος Ναυπλίου, να δολοφονηθεί και ο Κολοκοτρώνης να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας, τον Προφήτη Ηλία.

Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. Τότε η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.

Το 1825 και ενώ η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση.

Το άδοξο τέλος της Μπουµπουλίνας

Η Μπουμπουλίνα, άρχισε να προετοιμάζεται για νέες μάχες όταν έρχεται όμως τότε το άδοξο τέλος της, στις 22 Μαΐου 1825. Ο μικρότερος γιος της, ερωτεύεται την κόρη της πολύ πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων στις Σπέτσες.

Οι Κουτσαίοι δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε παραπέσει οικονομικά. Υπάρχει και η εκδοχή ότι η κοπέλα αυτή, Ευγενία Κούτση, ήταν ήδη λογοδοσμένη να πάρει κάποιον άλλον πλουσιότερο Σπετσιώτη. Οι δύο νέοι όμως αγαπιούνται, κλέβονται και πηγαίνουν στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα.

Η Μπουμπουλίνα μαθαίνει το γεγονός και πάει και αυτή στο σπίτι να δει τι γίνεται, λίγο αργότερα καταφθάνουν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής.

Κατά την διάρκεια μιας πάρα πολύ μεγάλης λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, o Ιωάννης Κούτσης πυροβολεί την Μπουμπουλίνα το βόλι την πετυχαίνει στο μέτωπο και την αφήνει αμέσως νεκρή.

Έτσι η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, σκοτώθηκε άδοξα σε μια συμπλοκή. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.

Ήταν 54 ετών όταν σκοτώθηκε.

Kabbalah - Η Καμπάλα, Το Καμπαλιστικό Έργο


Ο Αληθινός Πνευματικός Αναζητητής που βαδίζει ένα Πραγματικό Πνευματικό Μονοπάτι και δεν ακολουθεί απλά μια εξωτερική θρησκεία (που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να τον οδηγήσει μακριά), νοιώθει, για να πραγματοποιήσει το Έργο του, την ανάγκη για Αληθινή Γνώση, για Πλήρη «Πληροφόρηση», και για Ορθή Πρακτική Διαχείριση των Δυνάμεών του που αναγνωρίζει κατά την Είσοδό του στο Ρεύμα της Πνευματικής Ζωής, στην Οδό.

Η Καμπάλα είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο μονοπάτι, όπως όλα τα αληθινά πνευματικά μονοπάτια άλλωστε, για πολλούς λόγους. Στην πραγματικότητα πέρα από κάποιες βασικές γνώσεις, που μπορεί να βρει κάποιος και σε βιβλία, και στο δίκτυο (σήμερα), η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΜΠΑΛΑ παραμένει άγνωστη, επειδή η Παράδοση ήταν πάντα προφορική, πάντα μέσα σε κλειστούς κύκλους μυημένων, και κυρίως γιατί το Καμπαλιστικό Έργο ήταν πάντα καθαρά πρακτικό, που έπρεπε να κατανοήσεις, να διαχειριστείς και να πραγματοποιήσεις. Αν και δεσμευόμαστε με όρκο σιωπής θα πούμε κάποια πράγματα, για να αποδείξουμε ακριβώς αυτό που λέμε, χωρίς βέβαια να προσβάλουμε τα Μυστικά της Παράδοσης.

Η Πραγματική Διδασκαλία και Πρακτική παραμένει καλά φυλαγμένη. Μάλιστα, επίτηδες, δίνονται σε βιβλία και στο δίκτυο κάποιες «λανθασμένες πληροφορίες» και παραπλανητικές περιγραφές και διαγράμματα…. Έτσι αυτοί που γνωρίζουν κι αναγνωρίζονται μεταξύ τους να βλέπουν ότι κάποιος δεν κατέχει την Αληθινή Γνώση αλλά την πλαστή γνώση. Θα πρέπει κάποιος ή να μπει (αν βρει) σε κάποια Καμπαλιστική Ομάδα ή να βρει μόνος του (πράγμα πολύ δύσκολο) την Αλήθεια. Αυτός όμως που πραγματικά Αναζητά την Αλήθεια, θα την Βρει… θα του Αποκαλυφτεί.

Υπάρχουν κάποιες Βασικές Αρχές στην Καμπαλιστική Διδασκαλία που κάποιος πρέπει να έχει υπόψη του.

1. Ο Θεός Ανήκει σε άλλη Οντολογική Περιοχή, από αυτήν της Δημιουργίας.

2. Ανάμεσα στον Θεό, στην Δημιουργία, στο Ον (και στον άνθρωπο) υπάρχει Αναλογία και Πλήρης Αντιστοιχία.

3. Στο Δένδρο της Ζωής υπάρχει όλη η Θεωρητική και Πρακτική Γνώση.

4. Όλα Υπάρχουν Εξ’ αρχής Μέσα στον Θεό, σαν Δυνατότητες, και Εκδηλώνονται μόνο όταν η Συνείδηση Κατέρχεται στους Κόσμους.

5. Η Δημιουργία Ακολουθεί Κυκλική Πορεία.

6. Η Γνώση Οδηγεί στην Κυριαρχία των Κόσμων, αλλά Υπέρτατος Σκοπός είναι ο Θεός.

7. Η Επιστροφή στον Θεό σημαίνει ακριβώς την Υπέρβαση του ατομικού και Κοσμικού Πνεύματος κι Ένωση (Συγχώνευση) με το Απεριόριστο.

Σύμφωνα με την Παράδοση το ΥΠΕΡΤΑΤΟ (που Ανήκει σε άλλη Οντολογική Περιοχή από αυτήν που λειτουργούμε εμείς σαν όντα, στην παρούσα φάση) δεν έχει Ιδιότητες, τίποτα να «συλλάβεις», να χαρακτηρίσεις, να κατανοήσεις, είναι ένα απόλυτο κενό, είναι το ΜΗΔΕΝ, Τίποτα (το «ΕΙΝ»)… Ταυτόχρονα, Αυτό το Χωρίς Ιδιότητες, Είναι ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Πέρα από τον Χρόνο και την Μεταβολή, κι έτσι Αποτελεί την ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ «ΕΙΝΑΙ» (το «ΕΙΝ ΣΟΦ»)… Σαν ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Εκδηλώνεται σαν Συνείδηση, Κατανόηση, Γνώση, Θέληση, σαν ΦΩΣ που Ουσιαστικοποιεί Ό,τι Συλλαμβάνει (το «ΕΙΝ ΣΟΦ ΑΟΥΡ»).

Είναι από το ΑΠΕΙΡΟ ΦΩΣ που Γεννιέται η Δημιουργική Κίνηση (σε «άλλο» Οντολογικό Πεδίο), που θα Φέρει σε Ύπαρξη τα Πάντα. Είναι η ΑΡΧΗ (το ΚΕΤΕΡ) που Δραστηριοποιείται Φανερώνοντας Όλες τις Δυνατότητες της Ύπαρξης που συγκεκριμενοποιούνται σε Δέκα Θεϊκές Δυνάμεις (Σεφιρότ, Σφαίρες, Χώροι Εκδήλωσης, Ύπαρξης, Ζωής).

Στο Ανώτερο Απόλυτο Πεδίο, του Αληθινού Θεϊκού Κόσμου (ΑΤΣΙΛΟΥΤ) οι Δυνάμεις (Σεφιρότ) Εκδηλώνονται, Υπάρχουν, Πλήρεις κι Ενεργές.

Οι Δέκα Δυνάμεις είναι:

ΚΕΤΕΡ, Χοχμά και Μπινά

(ΝΤΑΑΤ, η Άβυσσος, το Διαχωριστικό Όριο ανάμεσα στον Θεϊκό Κόσμο και τους Κατώτερους Κόσμους)

ΤΙΦΕΡΕΤ, Χέσεντ και Γκεβουρά

ΓΙΕΣΟΝΤ, Νέτσαχ και Οντ

ΜΑΛΚΟΥΤ

Είναι ακριβώς οι Τέσσερις Κύριες Σεφιρότ, ΚΕΤΕΡ, ΤΙΦΕΡΕΤ, ΓΙΕΣΟΝΤ, ΜΑΛΚΟΥΤ, που Δραστηριοποιούνται δημιουργώντας τα Τέσσερα Πεδία, Κόσμους.

Το ΚΕΤΕΡ Δημιουργεί τον Κόσμο του Απόλυτου Πνεύματος, ΑΤΣΙΛΟΥΤ.

Μεσολαβεί η ΝΤΑΑΤ, η Άβυσσος.

Το ΤΙΦΕΡΕΤ Δημιουργεί τον Νοητικό Κόσμο της Δημιουργίας, ΜΠΕΡΙΑ.

Το ΓΙΕΣΟΝΤ Δημιουργεί τον Κόσμο της Ζωής, ΓΙΕΤΣΙΡΑ.

Το ΜΑΛΚΟΥΤ Δημιουργεί τον Κόσμο του Εξωτερικού Φαινομενισμού, ΑΣΙΓΙΑ.

Το Δένδρο των Σεφιρότ, (Ότζ Χαίμ), το Δένδρο της Ζωής, Εκδηλώνεται έτσι και στους Τέσσερις Κατώτερους Κόσμους. Αλλά πως σχετίζονται οι Δυνάμεις στα Διάφορα Πεδία είναι Μυστικό που αποκαλύπτεται μόνο στους μυημένους. Στα βιβλία υπάρχουν (επίτηδες) λανθασμένες περιγραφές κι αναπαραστάσεις.

Στην πραγματικότητα, σε κάθε Πεδίο, ή Κόσμο, Πραγματικά Δραστήρια είναι μόνο η Σεφιρότ που σχετίζεται μαζί του και τον Δημιουργεί, που αποτελεί την Ουσία του. Οι Ανώτερες Σεφιρότ είναι «ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ» και οι Κατώτερες δεν έχουν Δραστηριοποιηθεί, είναι «ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ».

Στον Κόσμο της ΑΣΙΓΙΑ (που ζούμε) Πραγματικά Δραστήρια είναι μόνο το ΜΑΛΚΟΥΤ. Όλες οι Ανώτερες Σεφιρότ είναι ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ. Το τι σημαίνει αυτό το γνωρίζουν μόνο οι μυημένοι.

Στους Τέσσερις Κόσμους, οι Υπάρξεις, τα Όντα, εκδηλώνονται με Φορείς (Σώματα).

Στον Κόσμο του ΑΤΣΙΛΟΥΤ το ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ (ΡΟΥΑΧ), (Κατ’ εικόνα της Μοναδικότητας του Πνεύματος), Μεταβαίνει στην Κατάσταση του Ατομικού Πνεύματος (Ρούαχ)… Αλλά η πραγματική πολλαπλότητα των όντων πραγματοποιείται στον Κόσμο του ΜΠΕΡΙΑ, της ΝΟΗΣΗΣ, όπου τα όντα έχουν σαν φορέα το Νέσαμαχ, τον νοητικό πυρήνα… Στον Κόσμο της Εσώτερης Ζωής, του ΓΙΕΤΣΙΡΑ, τα όντα χρησιμοποιούν σαν φορέα το Φωτεινό Νέφες, το «αστρικό» σώμα… Στον κόσμο των Φαινομένων, του ΑΣΙΓΙΑ, τα όντα ενδύονται ένα υλικό σώμα («είναι ο «δερμάτινος χιτώνας» του Αγιογραφικού Συμβολισμού), το Γκωφ.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ, το Ρούαχ, το Νέσαμαχ, το Νέφες, είναι τα αόρατα σώματα, οι αόρατες εσωτερικές δυνάμεις που ενσωματώνονται όλες στο υλικό σώμα, Γκωφ.

Το Ταλμούδ κι η Παλαιά Διαθήκη δέχονται την κατάταξη που αναφέραμε. Το «Σεφέρ Χα Ζοχάρ», η «Βίβλος της Λαμπρότητας», ένα από τα σημαντικότερα Καμπαλιστικά Κείμενα, του 13ου αιώνα, θεωρεί το Νέσαμαχ σαν Πνεύμα και το Ρούαχ σαν Νόηση, αλλά λίγη σημασία έχουν οι όροι, από την στιγμή που διευκρινίζουμε το περιεχόμενο των λέξεων.

Το Ουσιαστικό στην Καμπαλιστική Σύλληψη της Πραγματικότητας είναι ότι ανάμεσα στον Θεό, στην Δημιουργία (του Θεϊκού Κόσμου ΑΤΣΙΛΟΥΤ) και στο Ον (και στον Άνθρωπο, τις Δυνάμεις του Ανθρώπου) υπάρχει Πλήρης Αντιστοιχία.

Ακριβώς η Αληθινή Γνώση, η Πλήρης «Πληροφόρηση» κι η Ορθή Πρακτική Χρήση αυτών που αναγνωρίζουμε, μπορεί να μας Οδηγήσει Πίσω, στον Υπέρτατο Σκοπό, στο Θεό. Έχουμε Προέλθει από τον Θεό, Είμαστε Κατ’ Εικόνα και Ομοίωση του Θεού, και στον Θεό Πρέπει να Επιστρέψουμε. Το «Καμπαλιστικό Έργο» έχει αυτόν ακριβώς τον Σκοπό.

Όταν Εισερχόμαστε στην ΟΔΟ αντιλαμβανόμαστε ότι, όταν στρεφόμαστε μέσα μας, προς τις Εσωτερικές Δυνάμεις μας, κι ανυψωνόμαστε στις διάφορες Ανώτερες Αρχές μας (και λειτουργούμε σε Ανώτερα Επίπεδα), ταυτόχρονα ανυψωνόμαστε στα αντίστοιχα Κοσμικά Πεδία (πάντα μέσα στον «διαλογισμό»… Καβανά, εσωτερική προσοχή, κλπ.) μέχρι να έχουμε ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, (ντεβεκούτ).

1. Στο Εξωτερικό Επίπεδο (αντίστοιχο Πεδίο του ΜΑΛΚΟΥΤ) δραστηριοποιούμαστε στο σώμα, Γκωφ, κι έχουμε να κάνουμε μόνο με εξωτερικές δραστηριότητες. Ο Ορθός Προσανατολισμός, η «απόρριψη» του φαινομενικού κόσμου, των απατηλών φαινομένων, είναι η Είσοδος στο ΡΕΥΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.

2. Στο Εσωτερικό Επίπεδο (αντίστοιχο Πεδίο του ΓΙΕΣΟΝΤ) δραστηριοποιούμαστε στο Νέφες, κι εδώ υπάρχουν δύο επίπεδα εργασιών που πρέπει να γίνουν, ένα εξωτερικό που αφορά τις προσκολλήσεις μας στα εξωτερικά πράγματα, κι ένα εσωτερικό που αφορά τις βαθύτερες επιθυμίες και πάθη, που χαράζουν την μνήμη και μας κρατούν δέσμιους στους εξωτερικούς κόσμους.

3. Στο Ανώτερο Νοητικό Επίπεδο του Νέσαμαχ (αντίστοιχο Πεδίο του ΤΙΦΕΡΕΤ) υπάρχουν τρία επίπεδα εργασιών που αναφέρονται στην Δραστηριότητα της Νόησης στον εξωτερικό κόσμο, στην Μνήμη, των συσσωρευμένων γνώσεων, εμπειριών, πεποιθήσεων, κλπ., και στην Καθαρά Διανοητική Δραστηριότητα… Όλα αυτά πρέπει να «ελεγχθούν», να «απαλειφθούν», για να ανυψωθούμε πάνω από κάθε νοητική διαδικασία, στον Αληθινό Κόσμο του Πνεύματος.

4. Στο Εσώτατο Πεδίο του Ρούαχ (αντίστοιχο Πεδίο του ΚΕΤΕΡ) υπάρχουν Τέσσερις Εργασίες που πρέπει να γίνουν, Τέσσερα Επίπεδα Εμπειρίας που πρέπει να Βιώσουμε και να «ξεπεράσουμε».

Στο Πρώτο Επίπεδο έχουμε ακόμα αντίληψη του εξωτερικού κόσμου, αλλά μέσα από την Απελευθερωμένη Διευρυμένη Αντίληψη της Ενότητας της Ύπαρξης (όπου έχει ξεπερασθεί το εγώ κι ο διαχωρισμός εγώ-κόσμος), αλλά οι Τρεις Ανώτερες Καταστάσεις είναι Τελείως Εσωτερικές, και Σχετίζονται με την «Μετάβαση» από το Ατομικό στο Παγκόσμιο Πνεύμα που «Καθρεφτίζει» τον Θεό (αλλά χωρίς να «Είναι» Θεός).

5. Ο Αληθινός Θεός Βρίσκεται πέρα όλων Αυτών, είναι το Χωρίς Όρια, Περιορισμούς… είναι η Αβυθομέτρητη Παρουσία, η Πνευματική Άβυσσος όπου όλα Διαλύονται στο ΠΑΝ και στο ΤΙΠΟΤΑ.

Αν παρατηρήσει κάποιος προσεκτικά στην παραπάνω περιγραφή θα διαπιστώσει ότι όσο πιο Βαθιά Εισχωρούμε στην Φύση μας, όσο πιο ψηλά ανυψωνόμαστε στις Εσωτερικές Αρχές μας, και στα Αντίστοιχα Κοσμικά Πεδία, τόσο αυξάνονται τα επίπεδα δραστηριότητάς μας και Πνευματικής Δράσης μας, γιατί σχετίζονται ακριβώς με τις Εσωτερικές Λειτουργίες μας και με τους Εσωτερικούς Κόσμους, των οποίων αποκτάμε επίγνωση, έλεγχο και κυριαρχία. Στο Ανώτερο Επίπεδο (κι Αντίστοιχο Πεδίο) έχουμε Πλήρη Επίγνωση των κατωτέρων Επιπέδων (κόσμων).

Το «ΠΩΣ» όμως «λειτουργούν» όλα αυτά στο Κοσμικό Δέντρο της Ζωής και Μέσα μας, «πως» σχετίζονται, «πως» αναγνωρίζονται, και πως «διαχειριζόμαστε» τις «Δυνάμεις», είναι όπως είπαμε καθαρά πρακτικό ζήτημα.

Στην Καμπάλα χρειάζεσαι οπωσδήποτε έναν «οδηγό», δεν μπορείς να προχωρήσεις ούτε μέσα από θεωρητικές περιγραφές, ούτε μέσα από βιβλία, ούτε μόνος σου, γιατί κινδυνεύεις να εκλάβεις για αλήθεια κάτι που είναι ελλιπές ή παραποιημένο, να εκλάβεις σαν πλήρη γνώση την ημιμάθεια και σαν πραγματική πρόοδο την ενασχόληση με άσχετες εξωτερικές ή κατώτερες δραστηριότητες. Χρειάζεται Προσοχή.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Η ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ ΒΑΚΧΗ

Εκεί που το κακό παραμονεύει είναι σοφό το πέπλο να σηκώσεις; Αφέντρα μόνη της ζωής η πλάνη Και του θανάτου είναι η γνώση. Την πικρή σου θέα πάρε, κρύψε την αιματηρή της λάμψη! Φρίκη, της δικής σου αλήθειας το θνητό δοχείο να 'μαι.1

Φερέφωνο του απολλωνα χωρίς Νομιμοποίηση από τον ίδιο, η προφήτισσα Κασσάνδρα, που λέει και δεν τολμά να πει την αλήθεια, που μάταια αντιπαλεύει τον εαυτό της για να μιλήσει σωστά, είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα δημιουργήματα της αττικής τραγωδίας.2

Κάποιοι ερευνητές πιστεύουν ότι το μυστικό της ακαταμάχητης έλξης που η ηρωίδα μας ασκεί ως τις μέρες μας είναι γραμμένο μέσα στο ίδιο της το όνομα. Έτσι, το όνομα Κασσάνδρα ερμηνεύτηκε ως «εκείνη που λάμπει ανάμεσα στους άνδρες», ανακαλώντας τα έντονα πάθη που η κόρη του Πριάμου ενέπνευσε στον κόσμο των ανδρών - και, συγκεκριμένα, στον δύστυχο Οθρυονέα, τον πρώτο της υποψήφιο μνηστήρα, στον πορθητή της Τροίας Αγαμέμνονα και, πάνω απ' όλα, στον μάντη Απόλλωνα. Ωστόσο, το στοιχείο κασ- παραμένει προβληματικό. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι παραπέμπει στην ιδέα «της καλλονής, της λάμψης», ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι είναι ιλλυρικό ισοδύναμο του αλεξ-. Στη δεύτερη περίπτωση, το όνομα Κασσάνδρα θα δήλωνε «αυτήν που απομακρύνει τους άνδρες», ανακαλώντας αυτή τη φορά στο νου τις ολέθριες επαφές με το αντίθετο φύλο που σημαδεύουν τη βιογραφία της πριγκίπισσάς μας. Συγχρόνως, το όνομά της θα εμπεριείχε και τη δική της, ιδιαίτερη συνθήκη ως προφήτισσας αν, όπως προτείνει ο Rob­ert Graves, μεταφραζόταν ως «εκείνη που μπερδεύει τους άνδρες».3

Το διορατικό παραλήρημα

Αλιά μου η δόλια κι η μαύρη μου μοίρα!
Και τη δική μου συμφορά μοιρολογάω·
Πού μ' έφερες εδώ τη δύστυχη;
Για να θανατωθώ μαζί σου. Τι άλλο; (1136-1139)4

Στέκοντας αντίκρυ στις θύρες του ανακτόρου του Αγαμέμνονα, η τρωάδα πριγκίπισσα Κασσάνδρα προλέγει τον ίδιο της το θάνατο, επιρρίπτοντας την ευθύνη γι' αυτόν στον Απόλλωνα. Αλλά τα λόγια της γυναίκας που βλέπει τα αόρατα μόνο δυσπιστία εμπνέουν στον Χορό των γερόντων πολιτών που μάταια προσπαθεί να ρίξει μια γέφυρα αληθινής επικοινωνίας μαζί της (1140-1142):

Αλλοπαρμένη [φρενομανής] και θεοκρουσμένη [θεοφόρητος] θα 'σαι
παράξενα μοιρολογάς τον εαυτό σου [θροείς νόμον άνομον]
σαν την ξανθήν αηδόνα.

Λόγια που αποκαλύπτουν τα περασμένα κρίματα κι εκείνα που τώρα βαδίζουν προς τον οίκο των Ατρειδών, το τραγούδι της Κασσάνδρας είναι αναμφίβολα ελάχιστα μαγευτικό.5

Αν όμως λάβουμε υπόψη τη νομική διάσταση του όρου νόμος, διαπιστώνουμε ότι το λογοπαίγνιο που διατυπώνει ο Αισχύλος αποδίδει με τρόπο απαράμιλλο τη θέση, νόμιμη και άνομη συνάμα, του λόγου της Κασσάνδρας: απολλώνιος λόγος, τον οποίο ο ίδιος ο Απόλλωνας αρνείται να εγγυηθεί.

Αυτό το ξεχωριστό καθεστώς της προφητικής φωνής απορρέει από τη σχέση αποπλάνησης και άρνησης που η Κασσάνδρα εδραιώνει με τον Απόλλωνα. Γιατί αν ο θεός δέχτηκε να χαρίσει σε τούτη την κόρη του Πριάμου τη δύναμη να μεταδίδει τη θεϊκή του σκέψη, ήταν επειδή εκείνη του είχε προηγουμένως υποσχεθεί πως θα γινόταν δική του. Όμως, άπαξ και απόκτησε αυτή τη δύναμη, η Κασσάνδρα αποφάσισε να παραμείνει παρθένα (1208-1212).

Ο λόγος της Κασσάνδρας, αφού εκείνη απέκτησε το χάρισμα της προφητείας με το τέχνασμα της ψευτιάς, δεν πρέπει να ξανακουστεί ποτέ πια. Ταπεινωμένος, ο Απόλλωνας παίρνει εκδίκηση στερώντας την προφήτισσά του από τη δύναμη της πειθούς, περίβλημα τόσο απαραίτητο στη διατύπωση της Αλήθειας ώστε δίχως αυτό, γυμνή, παύει να είναι αναγνωρίσιμη (1244· πρβλ. 1241). Από εδώ και στο εξής, η Κασσάνδρα δεν θα πείθει κανέναν, χωρίς όμως και να μπορεί να αποφύγει τις κρίσεις του μαντικού παραληρήματος που τη δονούν σύγκορμη. Όπως η Πυθία πάνω στον τρίποδά της, η Κασσάνδρα γίνεται ένθεος (1209), αιχμάλωτη της εμπνευσμένης τέχνης που, απροειδοποίητα, την κατέχει (1214-1216):

Ωλελέ μου συμφορές!
Πάλι με δονεί και με ταράζει με προμήνυμα
της προφητείας ο απαίσιος πόνος [δεινός ορθομαντείας πόνος].

Το παράπονο που εδώ χρησιμεύει ως πρόλογος σε μια προφητεία, καταγγέλλει τον οδυνηρό χαρακτήρα μιας δοκιμασίας, γιατί έτσι βιώνει η Κασσάνδρα την κάθε κρίση ενθουσιασμού, την κάθε φορά που ο θεός έρχεται σε επαφή μαζί της για να δημιουργήσει έναν προφητικό λόγο. Από αυτή την άποψη, αξίζει να αναλογιστούμε την πολυσημία του όρου που επέλεξε ο Αισχύλος γ ια να χαρακτηρίσει την προφητική της δραστηριότητα. Γιατί αν, στην κλασική εποχή, ο πόνος αποδίδει «την επώδυνη και αξιέπαινη δραστηριότητα», σημαίνει επίσης «την υποτιμημένη δοκιμασία» -κάτι που για την προφήτισσα ισοδυναμεί με το γεγονός ότι δεν γίνεται πιστευτή- αλλά και «τους πόνους της γέννας».6

Η Κασσάνδρα ούρλιαζε πάνω στα τείχη, στα νύχια του φριχτού έργου να γεννήσει το μέλλον.

Σε τούτη την εικόνα από τις Φωτιές, η ποιητική αισθαντικότητα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ7 αποδίδει θαυμάσια τη βίαιη αναλογία που οι αρχαίοι Έλληνες εγκαθίδρυαν ανάμεσα στην Κασσάνδρα την ώρα της μαντικής της λειτουργίας και σε μια γυναίκα που υποφέρει από τις ωδίνες του τοκετού. Αναλογία που εξηγείται από το γεγονός ότι ο λόγος που γεννάει η προφήτισσα είναι ο καρπός της κατοχής της από το θεό. Παράλληλα, όμως, ανταποκρίνεται στο γεγονός ότι, γι' αυτήν τη μυστική ένωση ανάμεσα στο θεό και την τρωάδα πριγκίπισσα, οι όροι έχουν τεθεί από την πρώτη τους συνάντηση, μια συνάντηση που εκτυλίχθηκε με πρόσημο τον ερωτισμό: λες και κάθε κρίση ενθουσιασμού ανακαλούσε το πάθος που ένιωσε ο Απόλλωνας για κείνην, η Κασσάνδρα αναπαράγει χωρίς τελειωμό την αρχική της άρνηση, αποποιείται τον προφητικό ρόλο που είχε κάποτε επιζητήσει και που τον νιώθει τώρα πια σαν υποχρέωση οδυνηρή άπαξ και ο προφητικός της λόγος είναι καταδικασμένος να είναι μάταιος.

Η Κασσάνδρα βιάζεται, στην κυριολεξία, από τα οράματα μέσα από τα οποία ο θεός την υποχρεώνει να ατενίζει, λες και πρόκειται γ ια «όνειρα» (1218), όχι μόνο τα μελλούμενα και τα περασμένα, αλλά και τα γεγονότα που ξετυλίγονται σε ένα πα­ρόν που για όλους τους άλλους θνητούς παραμένει σκοτεινό. Έτσι, οι κλειστές θύρες του ανακτόρου δεν εμποδίζουν την Κασσάνδρα να δει με τα ίδια της τα μάτια το έγκλημα που διαπράττει η βασί­λισσα, την ώρα που ο λαός πιστεύει πως υποδέχεται τον άντρα της σαν σύζυγος αφοσιωμένη (1125-1129):

Ώχου μου, να! Μακριά τον ταύρο
απ’ τη δαμάλα! Με δόλο μες στα πέπλα
τον τυλίγει τον ταύρο με τα κέρατα τα μαύρα
και τον χτυπά· πέφτει στην ξέχειλη λεκάνη·
για το λουτήρα σου μιλώ το δολοφόνο.

Ο ρόλος της Κασσάνδρας είναι να μεταφράσει μια πρόσληψη καθαρά οπτική σε μια ομιλούμενη γλώσσα που αναγνωρίζεται, συγκεκριμένα, ως αινιγματική (1113 και 1183).

Προφήτες και φύλο στην τραγωδία

Θα έχουμε σε λίγο την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε τη στενή σχέση που συνδέει τον «σιβυλλικό λόγο» της Κασσάνδρας, που μόλις παρουσιάσαμε, με τον κυματιστό τρόπο έκφρασης που οι τραγικοί ποιητές αποδίδουν - όχι κατ' αποκλειστικότητα, βέβαια, αλλά κατά προτίμηση - στις γυναίκες. Ωστόσο, για να περιοριστούμε προς το παρόν στον τομέα της μαντικής, θα επισημάνουμε ότι σε αυτόν τον τρόπο έκφρασης που, προκειμένου να γίνει κατανοητός, απαιτεί το συλλογισμό, την ερμηνεία εκ μέρους του ακροατή, αντιτίθεται ο λογικός λόγος που διατυπώνουν οι άρρενες μάντεις της τραγωδίας έχοντας αποκτήσει πρόσβαση στη θεϊκή γνώση με τις δικές τους διανοητικές εφεδρείες.

Έτσι, λοιπόν, στους Επτά επί Θήβας, ο Αμφιάραος, μάντης και πολεμιστής, διατυπώνει το χρησμό του με αυτοκυριαρχία τέτοια, που θα τη ζήλευε κι ο πιο στοχαστικός απ' τους ανθρώπους. Άλλωστε, ο Αμφιάραος αναγνωρίζεται απερίφραστα ως σοφός, δίκαιος και προφήτης (610) ενώ, στο ξεκίνημα του έργου, ο Τειρεσίας σκιαγραφείται με τα εξής λόγια:8

καθώς ο πουλολόγος μάντης λέει,
που ξάστερα στ' αυτιά του και στα φρένα
τους κρύφιους των πουλιών χρησμούς ξεκρίνει
με τέχνη αλάθευτη, χωρίς τη φλόγα θυσίας·

Ο Τειρεσίας στοχάζεται τα σημάδια των πουλιών που ακούει. Η τύφλωση αυτού του διερμηνέα - σημάδι, με τη σειρά του, της βαθιάς σοφίας του- τον απομακρύνει από τον κίνδυνο της εξαπάτησης, κίνδυνο εγγενή στα οράματα που η θέα τους αναστατώνει την Κασσάνδρα. Όπως ακριβώς και ο Αμφιάραος, ο Τειρεσίας δείχνει ότι κατέχει ένα λόγο που η ορθότητά του ισοδυναμεί με τη βαθιά κατανόηση των γεγονότων τα οποία ανακοινώνει. Με άλλα λόγια, στο αττικό θέατρο, η διαύγεια διέπει τόσο τις αποκαλύψεις αυτών των προφητών, όσο και εκείνες του δίδυμου αδελφού της προφήτισσάς μας, του βάρβαρου μάντη Έλενου, που «μιλάει καθαρά» (λέγει σαφώς).9

Ο λόγος των αρρένων μάντεων της τραγωδίας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τα αινίγματα, τον μεταφορικό λόγο στον οποίο εκφράζεται η Κασσάνδρα.10 Ένα λόγο που απορρέει από την αμεσότητα με την οποία περιγράφει εικόνες τις οποίες προσλαμβάνει εκείνη ακριβώς τη στιγμή χωρίς απαραίτητα να αντιλαμβάνεται και το νόημά τους. Ένας λόγος, τέλος, που μπερδεύεται με τραγούδι των πουλιών - αυτούς τους κήρυκες των θεών στους οποίους οι άρρενες προφήτες στηρίζουν την ερμηνεία τους (1315-1316· πρβλ. 1144 και 1445):

Ω ξένοι μου,
Δε σέρνω μοιρολόγι φόβου σαν το πουλί στα θάμνα

Εκπέμποντας αινίγματα και σήματα,11 ο λόγος της Κασσάνδρας χρήζει ερμηνείας, αν είναι το νόημά του να γίνει φανερό. Βέβαια, αν ο λόγος αυτός παραβληθεί με τους χρησμούς εν γένει, αυτή του η αδιαφάνεια βρίσκει εξήγηση απλή: ο ίδιος ο Χορός στον Αγαμέμνονα υπενθυμίζει ότι ανάμεσα στον κόσμο των θεών και των ανθρώπων η επικοινωνία εμφανίζει δυσκολίες (1255). Ωστόσο, όσο αδιαφιλονίκητη κι αν είναι αυτή η άποψη, δεν θα μας αποτρέψει από το να επισημάνουμε τον παραλληλισμό που το αισχύλειο έργο καθιερώνει ανάμεσα στη γλώσσα «αυτής που βλέπει» και έναν τρόπο έκφρασης που, σε επίπεδο γένους, χαρακτηρίζεται «γυναικείος» - τη φωνή/το τραγούδι «που ξεστόμισε γυναίκα»: γυναικογύρητος, λέει ο στίχος 487.

Όλα τούτα καταδεικνύουν πόσο μεστή νοήματος είναι η συγχώνευση των δύο γυναικείων μορφών στον Αγαμέμνονα, της Κασσάνδρας και της βασίλισσας Κλυταιμνήστρας, της οποίας ο τρόπος έκφρασης -που επίσης χαρακτηρίζεται μάταιος και βρίσκεται στον αντίποδα του στοχαστικού- ανυψώνεται σε σύμβολο του γυναικείου λόγου. Επιπλέον, αυτές οι δύο γυναικείες φωνές συσχετίζονται και με τις σημαίνουσες εικόνες, παραμένοντας στενά συνδεδεμένες με την οπτική πρόσληψη που τις εμπνέει. Αν, όπως ήδη παρατηρήσαμε, οι προφητείες της Κασσάνδρας στηρίζονται κατ' ουσία στην περιγραφή εικόνων που βλέπει σαν σε όνειρο, η Κλυταιμνήστρα ευχαρίστως αφήνεται να καθοδηγηθεί από «μαντατοφόρες φλόγες» που αβασάνιστα συγχέονται με «το τερπνό φως του ονείρου» (491)· Το αποτέλεσμα είναι ότι, για να μπορέσουν να γίνουν κατανοητές, χρειάζονται κι οι δυο τους «μεταφραστή καλό»·12

Παίρνοντας τη μορφή λέξεων που συμπλέκονται γ ια να καταλήξουν σε μια λεκτική εικονοποιΐα, σαν νήματα που σφιχταγκαλιάζονται γ ια να ζωγραφίσουν σχέδια υφασμένα, ο κρυπτικός λόγος της Κλυταιμνήστρας και της Κασσάνδρας αναδύεται ως βασικό χαρακτηριστικό της γυναικείας εικόνας που φιλοτεχνούν οι αρχαίοι Έλληνες·13 Την ώρα που αυτή η παράδοση επιφυλάσσει στον πιο καθαρό λόγο - αυτόν που διαψεύδει τον «άφωνο λόγο», ό, τι δηλαδή τα οράματα περιορίζονται απλώς να «σημάνουν» (495-500, 420-425, κ.ά.)- μια ασφαλή θέση στις συνομιλίες που λαμβάνουν χώρα μεταξύ ανδρών.

Η θέση της Κασσάνδρας, λοιπόν, μεσάζουσα ανάμεσα στη θεότητα και τους θνητούς, δεν καταφέρνει ούτε κατά διάνοια να απαλείψει τα χαρακτηριστικά που την κρατούν δεμένη στη συνθήκη της θυγατέρας του Πριάμου και της γυναίκας του Αγαμέμνονα.14 Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τραγική έννοια της θηλυκότητας αναφέρεται συχνά-πυκνά όντας ταυτόχρονα ιδιαίτερα επισφαλής, στο μέτρο που εμφανίζει την τάση να αποστασιοποιείται από το αντίθετό της, το αρσενικό, αλλά και να θολώνει τους αυστηρούς διαχωρισμούς μαζί του.15 Η τραγική σκηνή, λόγου χάρη, είναι ένας σπάνιος δημόσιος χώρος, και μάλιστα πολιτικός, όπου το γυναικείο στοιχείο παίρνει το λόγο με πλήρη άνεση, γεγονός που απομακρύνει τις ηρωίδες -τις οποίες άλλωστε υποδύονται άνδρες ηθοποιοί­ από το χαρακτηριστικό ελληνικό ιδεώδες της γυναίκας ως υπάρξεως σιωπηλής.16 Αν και πολλά συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως το γεγονός ότι «η σκηνή της Κασσάνδρας εισάγει την αναπάντεχη καινοτομία του θρήνου της αηδόνας με αντρική φωνή» (1144),17 αποδεικνύουν ότι τα αποτελέσματα της τραγικής ανατροπής δεν αφορούν κατ' αποκλειστικότητα τη σφαίρα των γυναικών.

Όσον αφορά τη σύνθετη μορφή της Κασσάνδρας, θα παρατηρήσουμε ότι άπαξ και η κρίση του ενθουσιασμού καταλαγιάσει, η προφήτισσα αξιοποιεί τον λόγον (1248) προκειμένου να αποκαλύψει το μέλλον και ανακοινώνει με νηφαλιότητα (1179-1183):

Ο χρησμός τώρα πια δε θα κρύβεται
καθώς η νύφη κρύβεται στα πέπλα
Χωρίς αινίγματα θα σε φωτίσω τώρα.

Έχοντας κουρνιάσει πάνω σε ένα άρμα και παίρνοντας το λόγο μπροστά στο κοινό του θεάτρου που στην πλειονότητά του απαρτίζεται από πολίτες, η ίδια η εικόνα της Κασσάνδρας δεν παύει να αντανακλά -όπως και πολλές άλλες σκηνές στην τραγωδία- την υψωμένη θέση του ρήτορα στο μέσον της βουλής, χώρου υπαίθριου όπου οι πολίτες προσαρμόζονταν, όπως ακριβώς και στο θέατρο, στο σχήμα ενός ημικύκλιου. Όπως και να 'χει, ο Χορός, απαυδισμένος από τα αινίγματα, απαιτεί από την προφήτισσα το είδος του διάφανου λόγου που προσι­διάζει στο ιδεώδες του ρήτορα. Ωστόσο, η έλλειψη επικοινωνίας που εγκαθίσταται αρχικά ανάμεσα στην Κασσάνδρα και τους άνδρες του Χορού, αντιπροσώπους του σώματος των πολιτών, εκφράζει τόσο τη δυσκολία που έχουν οι θνητοί να επικοινωνήσουν με το επέκεινα όσο και εκείνη που έχουν οι γυναίκες να εισακουστούν στον δημόσιο χώρο· χώρο, στο περιθώριο του οποίου τοποθετούνταν με περισσή φροντίδα οι αρχαίες Ελληνίδες την ιστορική στιγμή που η δημοκρατία θριάμβευε ως πολιτικό σύστημα - τη χρυσή εποχή του αττικού θεάτρου.

Ο ύμνος της εκδίκησης

Στην Ορέστεια, τριλογία που φέρνει αντιμέτωπους το νόμο της βεντέτας που υπερασπίζονται οι Ερινύες και το νέο νόμο της πόλεως που ενσαρκώνει ο ολύμπιος Απόλλων, η Κασσάνδρα παρουσιάζεται εμφατικά και μετ' επιτάσεως ως το φερέφωνό του. Όμως, ο νόμος άνομος «αυτής που βλέπει», αυτό το τραγούδι που χωρίς να είναι εγκεκριμένο από τον λυρικό Απόλλωνα διηγείται τα περασμένα κρίματα, μοιάζει υπερβολικά με το «τραγούδι χωρίς λύρα» {Ευμενίδες, 954) που, μέσα στην ίδια τριλογία, αποδίδεται στις καταχθόνιες εχθρές του ουράνιου Απόλλωνα: τις Ερινύες, αυτές τις συμμάχους της Δίκης,18 «μνήμη γεμάτες»19 και φορείς μιας προφητικής γνώσης που αφορά τις απαρχές της γενιάς.20

Με άλλα λόγια, στον Αισχύλο η προφήτισσα επικαλείται τον Απόλλωνα με λυγμούς, σε τόνο πολύ πιο κοντινό στον χθόνιο θρήνο παρά στο θεό που «το θρήνο δεν ανέχεται» (1072-1079), αν και αυτή η θεότητα της λύρας δίνει χρησμούς γεμάτους τρόμο (1130-1135). Στην πραγματικότητα, μέσα από την Κασσάνδρα αποκαλύπτεται μια απροσδόκητη συνενοχή ανάμεσα στους Ολύμπιους και τις σκοτεινές καταχθόνιες δυνάμεις, αφού η απολλώνια γνώση θα επιτρέψει σε αυτήν την προφήτισσα να ανασύρει από τη λήθη την πρωταρχή της ύβρεως στον οίκο των Ατρειδών (1090­1092 και 1095-1096), φέρνοντας έτσι σε πέρας μια λειτουργία, την υπενθύμιση του αρχικού κρίματος (1192), που ανήκει κανονικά στις Ερινύες. Άλλωστε, η ει­κόνα της σκύλας, που ψάχνει «τ' αχνά-ρια των αρχαίων δεινών με την οσμή», αντιστοιχεί τόσο στην Κασσάνδρα όσο και σε εκείνες.21 Διαπιστώνουμε, μάλιστα, ότι η προφήτισσα του Απόλλωνα ταυτίζεται με το νόμο της αιώνιας επανόρθωσης του αρχικού κρίματος, όπως τον ενσαρκώνουν οι Ερινύες,22 την ώρα που διακηρύσσει (1337-1340):

[Ο Αγαμέμνονας] θα πρέπει τώρα να πληρώσει το αίμα που χύθηκε πριν
κι αν άλλους νεκρούς θα πληρώσει πεθαίνοντας
κι αν άλλων θανάτων το χρέος πίσω του σέρνει.

Στον πυρήνα του προσώπου της Κασσάνδρας συμπίπτουν οι λειτουργίες της επαναφοράς στη μνήμη που ανήκουν άλλοτε στις ουράνιες θεότητες κι άλλοτε στις θεότητες του Κάτω Κόσμου. Μια τέτοια σύμπτωση δεν πέρασε απαρατήρητη από έναν προσεκτικό αναγνώστη του Αισχύλου, από τον Ευριπίδη: στις Τρωάδες,23 η προφήτισσά μας θα αναγνωριστεί ρητά ως Ερινύα, στο μέτρο που ενσπείρει τη διχόνοια στην οικογένεια των Ατρειδών.

Παράλληλα, στο πλαίσιο της πρόδηλης διακειμενικότητας που εντοπίζεται ανάμεσα στην Ορέστεια και τις Τρωάδες, ο Ευριπίδης δεν παραλείπει να επισημάνει τα διονυσιακά χαρακτηριστικά μιας απολλώνιας προφήτισσας για την οποία ο Αισχύλος, προκειμένου να περιγράψει το φέρσιμό της, ανατρέχει στον όρο μανία. Η έκσταση της «παρθένας του Φοίβου» στις Τρωάδες είναι πράγματι καθαρό «βακχικό παραλήρημα». Αντίστοιχα, στην ίδια τραγωδία, η φωνή της Κασσάνδρας περιγράφεται με έναν συγκεκριμένο όρο, το μέλπος, που υπαινίσσεται το συνοδευτικό τραγούδι του κατεξοχήν χορού της διονυσιακής λατρείας. Η ευριπίδεια Κασσάνδρα, σείοντας σε κατάσταση έκστασης τα μακριά της, χυμένα μαλλιά, είναι μια γνήσια βάκχη, στεφανωμένη με την απολλώνια δάφνη.

Στον κόσμο της τραγωδίας, η προφήτισσα την οποία εμπνέει ο Απόλλων -θεός της ταυτότητας - αναπαράγει με υπερβολική πιστότητα τους τρόπους μιας αφοσιωμένης στον Διόνυσο - θεό της ετερότητας. Με άλλα λόγια, απολλώνιο και διονυσιακό στοιχείο «αναμειγνύονται σταθερά στο πρόσωπο της Κασσάνδρας».24 Η προφήτισσα ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο πόλους, τους οποίους η ανάγνωση του πλατωνικού Φαίδρου αλλά και της Γέννησης της τραγωδίας του Νίτσε μάς έμαθαν να βλέπουμε ως διαμετρικά αντίθετους.25 Και όμως, σε αυτήν ακριβώς την αιώρηση ανάμεσα στη σιωπή και το λόγο, το παραλήρημα και τη γνώση, το θήλυ και το άρρεν, την ολύμπια και τη χθόνια μνήμη, την απολλώνια έκσταση και το διονυσιασμό, η Κασσάνδρα αποκαλύπτει την αλήθεια της, αποκαλύπτεται ως ζωντανή ενσάρκωση της ίδιας της τραγωδίας.
-----------------
Σημειώσεις

1. Από την «Μπαλάντα της Κασσάνδρας» του Friedrich Schiller σε μετάφραση Πελαγίας Τσινάρη.

2. Με χρονολογική σειρά, έχω αφιερώσει σε αυτή τη μορφή τις εξής μελέτες: «Cassandre dans la tradition litteraire», αδημ. διπλωματική εργασία (Diplome EHESS), Παρίσι 1980· Parole enigmatique, parole feminine. A propos du langage figure et de quelques figures de l'enigme dans la tradition grecque, ANRT Πανεπιστήμιο Λίλλης ΙΙΙ, 1986, ISSN: 0294-1767· Las redes del enigma. Voces femeninas en el pensamiento griego, Μαδρίτη 1990· «Le chant interdit de la clairvoyance», στο M. Goudot (επιμ.), Cassandre, Παρίσι, 1999, σ. 42-64· «Descifrando enigmas con N. Loraux», Itaca 22 (2006), σ. 41-56.

3. Οι ετυμολογικές ερμηνείες αυτού του ονόματος συγκεντρώθηκαν κυρίως από τον P. Chantraine (Dictionnaire etymologique de la languegrecque, Klincksieck, Παρίσι 1983, τόμ. Α',λ. «Kassandra») και από τον J. Davreux, στην εξαντλητική του μελέτη για τη μορφή της Κασσάνδρας στη φιλολογική και την εικονογραφική παράδοση (La legende de la prophetesse Cassandre, Λιέγη 1942, σ. 90-92). Βλ. και R. Graves, The Greek Myths, 1955, λ. «Kassandra».

4. Σε όλο το άρθρο, στίχοι χωρίς άλλη ένδειξη παραπέμπουν στην τραγωδία του Αισχύλου Αγαμέμνων, μτφρ. Κ.Χ. Μύρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988.

5. Αυτή την έννοια αποδίδει ο γάλλος εκδότης του Αγαμέμνονα P. Mazon (Les Belles Lettres, Παρίσι 1925) στον όρο άνομος. Πρβλ. E. Fraenkel, Aeschylus. Agamemnon, Οξφόρδη 1950, σ. 520.

6. Nicole Loraux, Οι εμπειρίες του Τειρεσία. Το θηλυκό στοιχείο και ο άντρας στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Δ. Βαλάκα / Ε. Κελπερή, Πατάκης, Αθήνα [1989] 2002, σ. 78 κε.

7. Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Φωτιές, μτφρ. Ι. Χατζηνικολή, Χατζηνικολή, Αθήνα 1981, σ. 63.

8. Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, 24-26, μτφρ. Τάσος Ρούσσος, Κάκτος, Αθήνα 1992.

9. Ευριπίδης, Φοίνισσες, 1590 και Βάκχες, 368-369, για τη διαύγεια των λόγων του Τειρεσία· Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 1338, για τα λόγια του Έλενου. Την άποψη αυτή περί της διαφοροποίησης ανάμεσα σε

προφήτες και προφήτισσες βάσει του φύλου, την οποία εδραιώνουν οι τραγικοί ποιητές, αμφισβήτησε έντονα ο Marcel Detienne, στη διάρκεια της υποστήριξης της διατριβής μου, στο όνομα ενός ομηρικού παραδείγματος: το όραμα του προφήτη Θεοκλύμενου (Οδ. υ 351-357).

10. Για μια πιο εκτεταμένη πραγμάτευση του «μεταφορικού λόγου» που αποδίδεται τόσο σε «αυτήν που βλέπει» όσο και στην Πυθία, βλ. Ana Iriarte, Las redes del enigma, εκδ. Tauras Humanidades. Στο αρχικό τους στάδιο, αυτές οι σκέψεις για την οπτική διάσταση του προφητικού λόγου πλέχτηκαν παράλληλα με εκείνες που ο φιλόσοφος Santiago Echandi αφιέρωνε στο μύθο της Ηχώς και του Νάρκισσου: «Duplices cigarras de Platon», Salastano 1 (1986), σ. 39-51.

11. Επιπλέον, το ρήμα φράζειν δηλώνει το λόγο-σήμα αυτής της γυναίκας-πουλιού (1109): η Αδριανή Δημακοπούλου, γενναιόδωρα, μου είχε επιστήσει την προσοχή στο ρήμα αυτό σε ένα καφενεδάκι του Καρτιέ Λατέν, είκοσι χρόνια προτού η ίδια δημοσιεύσει το άρθρο «Phrazein: le dire du messager», Cahiers de Litterature orale 52 (2002), σ. 89-113.

12. Αισχύλος, Αγαμέμνων, 661 (για την Κλυταιμνήστρα) και 1062 (για την Κασσάνδρα).

13. Στο επίκεντρο της διατριβής μου Parole enigmatique, parole feminine... βρίσκονταν οι συνάφειες ανάμεσα στον στρεβλό, αινιγματικό λόγο των γυναικείων μορφών (της Κασσάνδρας αλλά και της Πυθίας, της Σφίγγας...) και την κατεξοχήν γυναικεία δραστηριότητα της υφαντικής (στο Las redes del enigma, ό.π., ειδικά στις σ. 115 κ.ε.). Αργότερα, το θέμα της διαπλοκής ανάμεσα στην υφαντική και σε έναν τύπο γυναικείας ομιλίας μελετήθηκε και από την Ιωάννα Παπαδοπούλου-Belmehdi, Le chant de Penelope, Belin, Παρίσι 1994· και από τους J. Scheid / J. Svenbro, Le metier de Zeus, La Decouverte, Παρίσι 1994. Η εξομοίωση που πρότεινε ο Αισχύλος ανάμεσα στην αράχνη και την Κλυταιμνήστρα, μακάβρια υφάντρα, επισημάνθηκε και από την A.-F. Laurens, «Dr6le de trame», στο Silence et fureur, Musee Calvet, Παρίσι 1996, σ. 274-287.

14. Γι' αυτή τη γυναικεία συνθήκη, βλ. Iriarte, «Le chant interdit...», ό.π., σ. 47-63.

15. Η Nicole Loraux (Βίαιοι θάνατοι γυναικών στην τραγωδία, μτφρ. Α. Ροβάτσου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα [1985] 1995) παρουσίασε το εξαιρετικά οργανωμένο και επεξεργασμένο παιγνίδισμα της τραγωδίας ανάμεσα σε αξίες αρρενωπές και γνωρίσματα γυναικεία. Από την

άφθονη βιβλιογραφία που ενέπνευσε τα τελευταία χρόνια αυτή η προβληματική, θα σημειώσουμε τις εύγλωττες μελέτες της F.I. Zeitlin, που πρόσφατα συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο Playing the Other: Gender and Society in Classical Greek Literature, University of Chicago Press, Σικάγο 1996.

16. Για τη διάσημη επωδό «στολίδι στις γυναίκες είναι η σιωπή» βλ., για παράδειγμα, Σοφοκλής, Αίας, 293.

17. Ch. Segal, «La voce femminile e le sue contraddizioni», Intersezioni XIV/1 (1994), σ. 80 κ.ε.

18. Αισχύλος, Ευμενίδες, 515. Πρβλ. Αγαμέμνων, 1432-1433.

19. Αισχύλος, Ευμενίδες, 383. Πρβλ. Προμηθέας Δεσμώτης, 516.

20. Αισχύλος, Ευμενίδες, 924. Πρβλ. Επτά επί Θήβας, 721-722 και Ευριπίδης, Ηλέκτρα, 1270. Όσο για την απαρχή της πρώτης ύβρεως (πρώταρχονάτην), βλ. Αγαμέμνων, 1192.

21. Αισχύλος, Αγαμέμνων, 1184-1185 και 1093-1094. Πρβλ., για τις Ερινύες, Ευμενίδες, 230.

22. Παρουσίασα τις Ερινύες -μαινάδες της εκδίκησης στον Αγαμέμνονα- ως το χθόνιο αντίστοιχο των Ολύμπιων Μουσών, στο Συμπόσιο που οργανώθηκε στην Αθήνα το 1992 από το Centre Louis Gernet: «Les traits feminins de la memoire» στο La Grece ancienne et l'anthropologie de l'antiquite, ΜΗΤΙΣ IXX, 1994-1995, σ. 324 κ.ε.

23. Ευριπίδης, Τρωάδες, 457 (πρβλ. στίχους 355 κ.ε. και 405). Η διακειμενικότητα ανάμεσα στην Ορέστεια και τις Τρωάδες εντοπίζεται στο Iriarte, «Cassandre dans la tradition litteraire», ό.π., σ. 80-85.

24. Έγραφα τότε -στην υπό την εποπτεία της Nicole Loraux διπλωματική εργασία, «Cassandre dans la tradition litteraire», σ. 68-80-, στο υποκεφάλαιο με τίτλο «Une bacchante prophetique». Λίγα χρόνια αργότερα, η οξύνοια αυτής της ιστορικού ερμήνευε τούτη την ευτυχή σύμπτωση των πιο ανταγωνιστικών θεών της Ορέστειας ως στοιχείο ταυτότητας της τραγωδίας απέναντι στο λογοτεχνικό γένος που είχε προηγηθεί, τη λυρική ποίηση: N. Loraux, La voix endeuillee. Essai sur la tragediegrecque, Παρίσι 1999. Για την Κασσάνδρα, ως το πρώτο παράδειγμα της ανησυχητικής συνέργειας του φωτεινού απολλώνιου ήχου και του διονυσιακού αυλού, N. Loraux, «Dionysos, Apollon, d'une meme voix», Poesie 68 (1994), σ. 87-95.

25. Και, μάλιστα, κατά τρόπο αυθαίρετο, όπως μας δίδαξε, ήδη από την αρχή της δεκαετίας του '70, το δοκίμιο του φιλόσοφου Victor Gomez Pin: De usia a mania, Βαρκελώνη 1972.

Ο Αριστοτέλης και οι ψυχές όλων των όντων

Αποτέλεσμα εικόνας για Είμαστε ελεύθεροι να είμαστε ο εαυτός μας;Ορμώμενος από το αδιάσπαστο του σώματος με την ψυχή ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει στην ερμηνεία αυτής της διπλής υπόστασης της ύπαρξης ξεκινώντας με άλλα παραδείγματα διττής σημασίας: «Επειδή, όμως, η έκφραση “εκείνο με το οποίο ζούμε και αισθανόμαστε” έχει δύο σημασίες, όπως και η έκφραση “εκείνο με το οποίο γνωρίζουμε” (καθώς, αφενός εννοούμε τη γνώση και αφετέρου την ψυχή· γιατί, με το καθένα από αυτά, ισχυριζόμαστε ότι γνωρίζουμε)» (414a 5-7).

Η διπλή υπόσταση της πρόσληψης της γνώσης, που βασίζεται και στη διανοητική υπόσταση του ανθρώπου και στην ψυχική (ως δυνατότητα συναισθηματικής προσέγγισης των εμπειριών, που ταυτίζεται με τη γνώση ως μορφή νόησης), καθρεφτίζει τη σχέση του σώματος και της ψυχής που συνδέονται το ίδιο αλληλένδετα: «επειδή η ψυχή είναι πρωταρχικά αυτό το οποίο ζούμε και αισθανόμαστε και σκεπτόμαστε, το συμπέρασμα είναι πως η ψυχή είναι έννοια και μορφή και όχι ύλη και το υποκείμενο» (414a 13-15).

Με δεδομένο ότι η ύλη αφορά το σώμα και η μορφή την ψυχή γίνεται κατανοητή η έννοια της υπόστασης: «η υπόσταση έχει τρεις σημασίες: σημαίνει τη μορφή, την ύλη και τελικά τη σύνθεση των δύο· από αυτά, πάλι, η ύλη είναι μια δυνατότητα, ενώ η μορφή η εντελέχεια· και, επειδή το έμψυχο είναι αυτό που αποτελείται και από τα δύο, δεν είναι το σώμα εντελέχεια της ψυχής, αλλά η ίδια εντελέχεια ενός ορισμένου σώματος» (414a 16-20).

Η διευκρίνιση που θέτει την ψυχή ως εντελέχεια ενός ορισμένου σώματος καθιστά σαφές ότι πέρα από αυτό το ορισμένο σώμα η ψυχή δεν μπορεί να έχει άλλα περιθώρια: «Και γι’ αυτό σωστά σκέπτονται αυτοί που θεωρούν πως ούτε υπάρχει χωρίς το σώμα ούτε είναι η ψυχή ένα είδος σώματος· γιατί βέβαια δεν είναι σώμα, αλλά κάτι από το σώμα· και γι’ αυτό υπάρχει μέσα σε σώμα, και μάλιστα σε συγκεκριμένο σώμα, και όχι όπως την προσάρμοζαν οι παλαιότεροι μέσα σε σώμα, χωρίς να προσδιορίζουν καθόλου σε ποιο και τι είδους σώμα, παρόλο που, ακριβώς, είναι φανερό πως οτιδήποτε δε δέχεται οτιδήποτε» (414a 20-26).

Η διαφοροποίηση των σωμάτων (ύλης) σηματοδοτεί αυτόματα και τη διαφοροποίηση της ψυχής (μορφής) που μπορεί να έχουν. Άλλη η ψυχή του ανθρώπου, άλλη η ψυχή του φυτού κι άλλη η ψυχή των ζώων. Κι από τα ζώα θα υπάρξουν νέες κατηγοριοποιήσεις ψυχής ανάλογα με τη σωματική υπόσταση του καθενός και τις δυνατότητες που θα δίνει. Η ύλη ως δυνάμει καθορίζει τα όρια που μπορεί να έχει η μορφή ως ενεργεία: «Σε αυτό το συμπέρασμα φτάνουμε και με το συλλογισμό· γιατί, κάθε πράγματος η εντελέχεια, είναι φυσικό να πραγματώνεται μέσα σε εκείνο που έχει τη δυνατότητα να γίνει αυτό το πράγμα, και μέσα στην κατάλληλη ύλη» (414a 27-28).

Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να διατυπωθεί: «ότι, επομένως, η ψυχή είναι μια ορισμένη εντελέχεια και μορφή εκείνου που έχει τη δυνατότητα να είναι κάτι συγκεκριμένο, γίνεται φανερό από αυτά που είπαμε» (414a 29-30).

Αυτό που μένει είναι η διερεύνηση της ψυχής που μπορεί να έχει κάθε ον ανάλογα με τις σωματικές του δυνατότητες: «Κι όσες από τις ικανότητες της ψυχής αναφέραμε, άλλα όντα τις έχουν όλες και άλλα κάποιες από αυτές, ενώ μερικά μία και μόνη. Και ως ικανότητες, αναφέραμε τη θρεπτική, την ικανότητα της επιθυμίας, της αίσθησης, της κίνησης στο χώρο, τη διανοητική δυνατότητα» (414a 31-34).

Οι σωματικές δυνατότητες τίθενται ως περιθώρια που μπορεί να περικλείσει η εντελέχεια της ψυχής. Ασφαλώς, η εντελέχεια των φυτών θα έχει πολύ μικρότερα περιθώρια από εκείνη του ανθρώπου: «Τα φυτά, τώρα, έχουν μόνο τη θρεπτική ικανότητα, ενώ άλλα όντα αυτή και την ικανότητα για αίσθηση. Αν, όμως, έχουν την ικανότητα της αίσθησης, έχουν και αυτή της όρεξης· γιατί όρεξη είναι η επιθυμία και το θάρρος και η βούληση» (414b 1-4).

Το γεγονός ότι η αίσθηση προσφέρει τη δυνατότητα της αντίληψης για το ευχάριστο και το δυσάρεστο καθιστά σαφές ότι μαζί της γεννιέται και η έννοια της επιθυμίας, αφού κάθε ον από τη φύση του είναι προορισμένο να αναζητά το ευχάριστο. Η τάση για ευχαρίστηση είναι η ρίζα κάθε επιθυμίας και όσο πιο έντονη είναι τόσο πιο δυνατές επιθυμίες γεννιούνται.

Για τον Αριστοτέλη η κυρίαρχη αίσθηση που αφορά όλα τα όντα είναι η αφή: «όλα τα ζώα έχουν τουλάχιστο μία από τις αισθήσεις, την αφή· ενώ, αυτό που έχει αίσθηση, αυτό νιώθει και ευχαρίστηση και πόνο, και το ευχάριστο και το οδυνηρό, και, όσα νιώθουν αυτά, έχουν και επιθυμία· γιατί, επιθυμία είναι η όρεξη για το ευχάριστο» (414b 4-7).

Όμως, το γεγονός ότι τα φυτά περιορίζονται μόνο στο θρεπτικό μέρος της ψυχής, όσο κι αν (φαινομενικά) τα κατατάσσει στην κατώτερη μορφή ύπαρξης, σηματοδοτεί την επιθυμία ως θέληση χορτασμού. Το φυτό που δεν ποτίζεται ξεραίνεται, ενώ το φυτό που τρέφεται καλά ανθεί. Επιπλέον, το φυτό έχει την τάση να στρέφεται προς τον ήλιο εκδηλώνοντας την επιθυμία να βρίσκεται σε άμεση επαφή με το φως, ενώ υπάρχουν και φυτά που ανθίζουν τη νύχτα.

Οι παρατηρήσεις αυτές καταδεικνύουν ότι η ίδια η ανάπτυξη του φυτού αποτελεί τρόπο έκφρασης της ικανοποίησής του. Υποθέτουμε ότι η αδυναμία άμεσης εκδήλωσης της ευχαρίστησης ή της λύπης (το φυτό δεν ουρλιάζει όταν το κόβουν ή, κι αν ουρλιάζει, αυτό δε γίνεται αντιληπτό) οδηγεί τον Αριστοτέλη να τα κατατάξει στην κατηγορία των όντων δίχως επιθυμία.

Ο Αριστοτέλης θα ξεκαθαρίσει για τα ζώα ότι στην αφή βασίζεται και η αίσθηση της τροφής: «Επιπλέον, βέβαια, έχουν αίσθηση τροφής· γιατί η αφή είναι αίσθηση της τροφής· αφού όλα τα ζώα τρέφονται με ξηρά και υγρά και θερμά και ψυχρά πράγματα, και αυτά τα αισθάνεται η αφή· ενώ τα υπόλοιπα αισθητά τα αισθάνεται κατά περίσταση· γιατί καθόλου δε συμβάλλουν στην τροφή ο ήχος ούτε το χρώμα ούτε η οσμή» (414b 8-12).

Το ότι η αίσθηση της τροφής έχει να κάνει με την αφή που επιθυμεί τα υγρά και τα ξηρά δημιουργεί ακόμη μια προβληματική για τα φυτά που, ενώ σίγουρα έχουν την αίσθηση της τροφής (έστω μόνο σε υγρή μορφή), στερούνται την αφή, σαν να μην είναι γι’ αυτά η αφή που θα αποδώσει την ανάγκη του υγρού ως αίσθηση τροφής. Αν κάθε αίσθηση τροφής προϋποθέτει αφή κι αν η αφή είναι η απαρχή της επιθυμίας ως αναγνώριση της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας, αυτό θα έπρεπε να ισχύει και για τα φυτά.

Το ζήτημα της τροφής θα συνδεθεί άμεσα με την επιθυμία: «Η πείνα και η δίψα είναι επιθυμία, και η μεν πείνα για το ξηρό και το θερμό, ενώ η δίψα για το ψυχρό και το υγρό· και η γεύση είναι κάτι σαν καρύκευμά τους» (414b 13-15). Όμως, πέρα από την τροφή τα ζώα έχουν και το στοιχείο της κίνησης: «Μερικά ζώα, όμως, κοντά σε αυτά, έχουν και την ικανότητα να κινούνται στο χώρο και άλλα τη διανοητική ικανότητα του νου, για παράδειγμα οι άνθρωποι και, αν υπάρχει, κάποιο άλλο ον, που να είναι όπως αυτοί, ή και ανώτερο από αυτούς» (414b 19-22).

Η αναζήτηση ενός γενικού ορισμού της ψυχής, που θα εμπεριέχει όλα τα είδη των έμβιων όντων, τίθεται κατά αναλογία με τη γενική έννοια του σχήματος, που οφείλει να περικλείει όλες τις μορφές σχημάτων: «Είναι, λοιπόν, φανερό, ότι μπορεί με τον ίδιο τρόπο να υπάρχει μια κοινή έννοια για την ψυχή, όπως υπάρχει για το σχήμα» (414b 23-24). Φυσικά, μια τέτοια απόπειρα κρύβει δυσκολίες: «Θα μπορούσε, όμως, και για τα σχήματα να διατυπωθεί μια κοινή έννοια, που θα εφαρμόζει σε όλα, αλλά δε θα ανήκει σε κανένα σχήμα ιδιαιτέρως· το ίδιο και για τα είδη των ψυχών που αναφέραμε» (414b 26-28).

Ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει: «Το ίδιο, περίπου, με αυτό που ισχύει για τα σχήματα, συμβαίνει και με την ψυχή· γιατί πάντα, σε ό,τι ακολουθεί, υπάρχει δυνάμει το προηγούμενο, τόσο στα σχήματα όσο και στα έμψυχα· όπως, για παράδειγμα, στο τετράγωνο υπάρχει το τρίγωνο, και στην ικανότητα για την αίσθηση η θρεπτική ικανότητα. Ώστε για την κάθε κατηγορία των όντων πρέπει να αναζητήσουμε ποια είναι η ψυχή της καθεμιάς· ποια είναι, φερ’ ειπείν, του φυτού και ποια του ανθρώπου ή του θηρίου» (414b 32-37).

Η γνώση ότι τα σχήματα είναι εξελισσόμενα σημεία που το ένα εμπεριέχεται μέσα στο άλλο, όπως το τρίγωνο μέσα στο τετράγωνο, καταδεικνύει και το μηχανισμό που θα προσεγγισθεί και ο γενικός ορισμός (ή σχήμα) της ψυχής. Το θρεπτικό της ψυχής των φυτών συμπεριλαμβάνεται και στην ψυχή των ζώων μαζί με την επιπλέον δυνατότητα της κίνησης και οι δυνατότητες τροφής και κίνησης συμπεριλαμβάνονται στην ανθρώπινη ψυχή μαζί με τη διανοητική δυνατότητα που δεν υπάρχει στα άλλα όντα. Από αυτή την άποψη, αν κάποιος πρέπει να καταλήξει σε ένα γενικό ορισμό (ή σχήμα) που να περιλαμβάνει όλα τα όντα, θα πρέπει να εστιάσει στο θρεπτικό, αφού είναι το μοναδικό πεδίο της ψυχής που συναντάται σε κάθε έμβιο οργανισμό.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, το θέμα πρέπει να διερευνηθεί διεξοδικότερα και να μελετηθεί ξεχωριστά κάθε είδος ψυχής που προσδιορίζεται από τις δυνατότητες του σώματος που την περιέχει: «χωρίς τη θρεπτική ικανότητα, η ικανότητα για αίσθηση δεν υπάρχει· όμως, στα φυτά η ικανότητα της θρέψης χωρίζεται από την ικανότητα της αίσθησης» (415a 2-3). Για μια ακόμη φορά ο λόγος που στα φυτά η θρέψη δε σχετίζεται με την αίσθηση δε διευκρινίζεται.

Από κει και πέρα, ο διαχωρισμός των δυνατοτήτων πρέπει να είναι σαφής για όλα τα υπόλοιπα όντα, αν θέλει κάποιος να προχωρήσει στο πλαίσιο της επιστημονικής διεξοδικότητας για τη διερεύνηση όλων των μορφών της ψυχής: «χωρίς την αίσθηση της αφής δεν υπάρχει καμία από τις άλλες αισθήσεις, ενώ η αφή υπάρχει χωρίς τις άλλες· γιατί πολλά ζώα δεν έχουν ούτε όραση ούτε ακοή ούτε καθόλου αίσθηση οσμής. Και, από αυτά που έχουν την ικανότητα της αίσθησης, άλλα έχουν την κίνηση στο χώρο και άλλα δεν την έχουν. Ενώ τέλος μερικά, και μάλιστα ελάχιστα, έχουν λογισμό και σκέψη· γιατί, όσα από τα φθαρτά όντα έχουν λογισμό, αυτά έχουν και όλες τις υπόλοιπες ικανότητες, ενώ, όσα έχουν μία από εκείνες, δεν έχουν όλα λογισμό» (415a 4-11).

Η έννοια του λογισμού σε αυτό το σημείο προφανώς δεν έχει να κάνει με τη διανοητική δυνατότητα που αφορά μόνο τον άνθρωπο, αλλά με την κατώτερου είδους ζωική νοημοσύνη που σχετίζεται κυρίως με την αναζήτηση της τροφής ή την αποφυγή κινδύνων. Η νοημοσύνη των ζώων, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι μερικές φορές, είναι αδύνατο να συγκριθεί με τη φαντασία και τη αφαιρετική δυνατότητα του ανθρώπου.

Όμως, από τη στιγμή που οι δυνατότητες θα σχηματοποιήσουν όλα τα είδη ψυχής, είναι φανερό ότι πρώτα πρέπει να γίνουν πλήρως κατανοητές όλες αυτές οι δυνατότητες: «Είναι αναγκαίο, τώρα, αυτός που πρόκειται να κάνει έρευνα γι’ αυτές τις ικανότητες, να συλλάβει την ουσία της καθεμιάς και μετά να αναζητήσει τις ιδιότητες που απορρέουν από αυτή ή και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά» (415a 15-17).

Το ζήτημα, όμως, περιπλέκεται περισσότερο: «Αν πρέπει να πούμε τι είναι καθεμιά από αυτές, για παράδειγμα τι είναι η ικανότητα της νόησης ή της αίσθησης ή της θρέψης, νωρίτερα πρέπει να πούμε τι είναι να σκέφτεσαι και τι να αισθάνεσαι» (415a 18-20). Ιεραρχώντας τις δυνατότητες σε σχέση με το βαθμό της συχνότητας που συναντούνται σε όλες τις ψυχές αναμφισβήτητα το πρώτο που πρέπει να εξεταστεί είναι η θρέψη: «πρώτα πρέπει να μιλήσουμε για την τροφή και τη γέννηση· γιατί η θρεπτική ψυχή υπάρχει και στα άλλα έμψυχα όντα και είναι η πρώτη και πιο κοινή από τις ικανότητες της ψυχής, χάρη στην οποία υπάρχει η ζωή σε όλα» (415a 25-28).

Ο Αριστοτέλης κρίνει σκόπιμο να ξεκινήσει αμέσως με τις λειτουργίες της θρέψης: «Λειτουργίες της είναι η γέννηση και η χρήση της τροφής· γιατί, η πιο φυσική λειτουργία για τα ζωντανά όντα, που είναι ολοκληρωμένα και όχι ατελή, ή των οποίων η γέννηση δεν είναι αυτόματη, είναι να δημιουργήσουν ένα άλλο ον, όμοιο με τα ίδια· το ζώο, δηλαδή, ένα ζώο και το φυτό ένα φυτό, για να μετέχουν, όπως μπορούν, στο αιώνιο και το θείο· γιατί όλα αυτό θέλουν και για τούτο κάνουν όσα κάνουν σύμφωνα με τη φύση τους» (415a 28-32 και 415b 1-2).

Στην ουσία οι σωματικές δυνατότητες που είναι περισσότερο κοινές σε όλα τα όντα καταδεικνύουν και την ιεραρχική προτεραιότητα για την εκπλήρωσή τους. Το ότι η τροφή και η αναπαραγωγή είναι κοινή σε όλα τα είδη των ψυχών, από την απλούστερη μορφή των φυτών μέχρι την πιο σύνθετη των ανθρώπων, ξεκαθαρίζει ότι ακριβώς αυτά τα στοιχεία λειτουργούν εντονότερα σε όλα τα είδη της ψυχής.

Κάθε ον έχει ως πρώτη προτεραιότητα την τροφή και τη διαιώνισή του. Ούτε το φυτό ούτε ο άνθρωπος εξαιρούνται από αυτό τον κανόνα, αφού έτσι νιώθουν ότι ενώνονται με την αιωνιότητα και τη θεϊκή μοίρα. Το κοινό αυτό στοιχείο των ψυχών, που είναι το δυνατότερο της ύπαρξής τους, είναι ίσως ο γενικός ορισμός ή το γενικό σχήμα που μπορεί να δώσει κανείς αποδίδοντας με μια κουβέντα τις ψυχές όλων των όντων.

Αριστοτέλης, Περί Ψυχής

Η ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για Πλάτωνος,  “Μενέξενος”   347aΗ πλατωνική ηθική αποτελεί συνέχεια της σωκρατικής ηθικής. Ο Πλάτωνας επιχείρησε να οικοδομήσει την ιδανική κατ’αυτόν πολιτεία σε αντιστοιχία με την ουσία της ανθρώπινης ψυχής. Επίσης θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ο ρόλος της παιδείας στην ιδανική πολιτεία και η στενή σχέση που, κατά το φιλόσοφο, υφίσταται ανάμεσα στην ηθική και την πολιτική. Ως γνωστόν, στους αρχαίους Έλληνες οι δυο αυτές έννοιες ταυτίζονταν

Η πλατωνική ηθική θεωρία.

Η ηθική θεωρία του Πλάτωνα διαπλέκεται αξεδιάλυτα με τις ιδέες του για την ψυχή και την αθανασία. Σύμφωνα με τov Πλάτωvα, η μεταβα­τική αισθητηριακή ζωή τoυ ατόμου, η οποία συvίσταται από τις σκέ­ψεις τoυ, τις αντιλήψεις τoυ και τις εμπειρίες τoυ, που περιλαμβάνουν τov φαινόμενο ή απτό κόσμο τoυ, παύει με τo θάνατο, και επιστρέφει στην ύπαρξη τoυ κόσμου των ιδεών, τov πραγματικό κόσμο από τov ο­ποίο είχε έλθει και προς τov οποίο πρέπει να συμμορφωθεί. Έτσι, η η­θική θεωρία τoυ Πλάτωνα εισέρxεται στη διδασκαλία της αυτοπραγ­ματοποίησης, δεδομένου ότι τo άτομο κατά την επόμενη ζωή τoυ επι­τυγxάνει βαθμιαίως την τελειοποίησή τoυ, ένα είδος ευθείας κατάστα­σης, απελευθερωμένης από τους περιορισμούς τoυ χώρου και του χρόνου, της σωματικής ύπαρξης και των αισθητηριακών (φαινομενικών) ε­μπειριών. Ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί με ένα σκοπό, με μια επιθυμία, να επιτύxει τους σκοπούς τoυ στη ζωή που είναι η μίμηση τoυ αγαθού και η μεταστροφή τoυ εαυτού τoυ, ώστε να πλησιάσει όσο γίvεται πε­ρισσότερο τo αγαθό.

Η πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνος.

Η ηθική θεωρία του Πλάτωνος οδηγεί κατευθείαν στην κοινωνική και πολιτική του θεωρία. Είναι γεγονός πως κάθε τμήμα της φιλοσοφίας του διαπλέκεται αξεδιάλυτα με τα άλλα και δεν μπορεί να γίνει κατα­νοητό άμα δεν δούμε τις μεταξύ του-ς συσχετίσεις. Η κοινωνική του φι­λοσοφία είναι ουσιωδώς κοινωνική ηθική, η συνέχιση της ατομικής ή προσωπικής ηθικής επειδή η Πολιτεία είναι επίσης η πραγματοποίηση του αγαθού ή αυτή η όψη του, που ο Πλάτων την ονομάζει δικαιοσύνη.

Η ορθή Πολιτεία είναι αυτή όπου πραγματοποιείται η ιδεώδης δικαιο­σύνη. Της διεφθαρμένης Πολιτείας της λείπει η δικαιοσύνη. ο βαθμός της ατέλειάς της ποικίλει κατά τον βαθμό που έχει αποκλίνει από την ιδεώδη δικαιοσύνη.

Το ιδεώδες της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Ο Πλάτων περιγράφει το ιδεώδες κράτος του στην «Πολιτεία», το μέγιστο αριστούργημά του και το συμπληρώνει με τις συζητήσεις που αναπτύσσονται στους «Νόμους» και τον «Πολιτικό». Η ιδεώδης Πολιτεία του θα πρέπει να κυβερνάται είτε από ένα φιλόσοφο κυβερνήτη ή από μια αριστοκρατία σoφών.

Στην ιδεώδη Πολιτεία (όπου κυριαρχεί η δικαιοσύνη) κάθε άτομο ε­νεργεί κατά τον καλύτερο τρόπο, σύμφωνα με τις φυσικές του ικανότη­τες. Το γεγονός ότι το κάθε πρόσωπο προσφέρει το ταλέντο του στην Πολιτεία, με το να δουλεύει σε έργα που είναι περισσότερο κατάλληλα γι' αυτό, βοηθάει στην εγκαθίδρυση της αρμονίας μέσα στην κοινωνία, και μια τέτοια αρμονία ο Πλάτων την ταυτίζει με τη δικαιοσύνη.

Οι φιλόσοφοι - βασιλείς.

Ο Πλάτων είχε πεισθεί, πως δεν θα υπήρχε ελπίδα για την Πολιτεία παρά μόνο όταν οι βασιλείς γίνονταν φιλόσοφοι ή οι φιλόσοφοι βασι­λείς. Του φαινόταν πως ο βασιλιάς - φιλόσοφος ήταν ο πλέον κατάλλη­λος κυβερνήτης. αυτός που θα ήταν ικανός να πραγματοποιήσει το α­γαθό στην Πολιτεία. Στην ιδεώδη περίπτωση η Πολιτεία πρέπει να κυ­βερνάται από τον φιλοσοφικώς βαθύνου, δηλαδή από ανθρώπους που είναι τόσο αγαθοί όσο και σοφοί. Μια τέτοια Πολιτεία θα είναι είτε μοναρχία, κυβερνώμενη από έναν εκπαιδευμένο φιλοσοφικώς, ενδια­φερόμενο για την εμπραγμάτωση της ιδεώδους Πολιτείας είτε μια αρι­στοκρατία των καλυτέρων (και σχετικώς της αυτής ικανότητας), που θα κυβερνά σαν γερουσία.

Αν ο κυβερνήτης θα είναι ένας μονάρχης ή μια ομάδα αριστοκρατών, θα εξαρτηθεί από τους φυσικώς προικισμένους που θα υπάρχουν και που θα έχουν αποδείξει ότι είναι οι καλύτερα προικισμένοι δια μέσου της ανταγωνιστικής παιδείας.

Τούτοι οι αρχηγοί της ιδεώδους Πολιτείας δεν θα διαθέτουν τίποτε το δικό τους, ούτε περιουσία ούτε οικογένεια, αλλά θα πρέπει να ζουν μα­ζί σε κοινότητα, όπου οι γυναίκες και τα παιδιά θα είναι κοινά, προ­κειμένου να εξασφαλιστεί η κυβέρνηση κατά της διαφθοράς, της δωρο­δοκίας και της ευνοιοκρατίας. Έχει ξεχωριστή σημασία, προκειμένου να επιτευχθεί η ορθή Πολιτεία, η αριστοκρατία των φιλοσόφων να ζευγαρώνει με γυναίκες αντίστοιχης ικανότητας και παρόμοιας μόρφω­σης - μια αναγκαία διαδικασία για να παραχθούν παιδιά που θα είναι προικισμένα για να αναλάβουν τις ύψιστες ευθύνες της Πολιτείας.

Δικαιοσύνη και Κοινωνία.

Αυτές οι τρεις τάξεις.. η φυλή του μπρούντζου και του σίδερου των βιοτεχνών, του ασημιού των στρατιωτών και του χρυσού των αρχό­ντων, αντιπροσωπεύουν τις τρεις βασικές λειτουργίες της Πολιτείας: παραγωγή, άμυνα, διοίκηση. Σε κάθε μια αντιστοιχεί ένα από τα τρία μέρη της ανθρώπινης ψυχής. Στην τάξη των βιοτεχνών και των εμπό­ρων αντιστοιχεί το επιθυμητικό, που η αρετή του είναι η εγκράτεια. Στην τάξη των στρατιωτών αντιστοιχεί η καρδιά και ο θυμός, που αρε­τή τους είναι το θάρρος: Στην τάξη των αρxόντων αντιστοιχεί η ευφυία και ο λογισμός που για αρετή έχουν τη σωφροσύνη. "Έτσι, συμφωνή­σαμε πως μέσα στην ψυχή του καθενός ανθρώπου, υπάρχουν οι ίδιες και στον αριθμό δυνάμεις που υπάρχουν και μέσα στην Πολιτεία" (Πολιτεία, IV, 441c). Και όπως ακριβώς στο άτομο η δικαιοσύνη συνί σταται σε μια ιεραρχική υποτέλεια των διαφόρων τμημάτων της ψυχής έτσι και "μια Πολιτεία είναι δίκαιη, αν κάθε τάξη της κάνει τη δουλειά της" (Πολιτεία, IV, 441d και 432 κ.ε.). Η αδικία παρουσιάζεται στην Πολιτεία όταν μιa από τις τρεις τάξεις της επεμβαίνει στην δράση της άλλης.

Οργάνωση της πόλης μέσα στην «Πολιτεία».

Ο Πλάτων προσπαθεί να οργανώσει αυτή την ιδεώδη πόλη και μας δίνει ένα πλήθος λεπτομερειών για τα διάφορα μέτρα που πρέπει να λη­φθούν και ιδιαίτερα τα σχετικά με τη μόρφωση. Η μόρφωση των φυλά­κων πρέπει να βασισθεί στη μουσική και τη γυμναστική. Αλλά όχι σε οποιοδήποτε είδος μουσικής ή να χρησιμοποιηθούν οποιαδήπο τε όργα­να. Επειδή οι αυλοί και οι λύρες με τις πολλές χορδές περισσότερο ε­κνευρίζουν παρά μoρφώνoυν πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο το τε­τράχορδο. Τα έργα των συγγραφέων πρέπει να ελεγχθούν προσεκτικά.

Και, πρώτα-πρώτα, πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στους μυθοποιούς και να διατηρηθούν μόνο οι «καλοί» μύθοι, οι άλλοι να πεταχτoύν και να υποχρεωθούν οι παραμάνες να τους χρησιμοποιούν για να πλάθουν με αυτούς την ψυχή του παιδιού (Πολιτεία, 377c).

Ο Πλάτων δίνει ακριβείς οδηγίες για τη μόρφωση των φιλοσόφων που είναι τόσο χρήσιμοι για τη ζωή της Πολιτείας. Οι επιστήμες που θα κά­νουν ικανό τον μέλλοντα άρχοντα της Πολιτείας να αξιοποιήσει την μόρφωσή του εξετάζονται λεπτομερώς από τον Πλάτωνα. Βρίσκουμε, πρώτα-πρώτα, την αριθμητική (VII, 522c), που έχει το σπουδαίο προ­τέρημα να αναγκάζει την ψυχή να υπηρετηθεί μόνο από τη νόησή της για να βρει την καθαρή αλήθεια. Πραγματικά, οι αριθμοί δεν μπορούν να νοηθούν παρά με τη νόηση, ενώ η αίσθηση δεν μπορεί να κατορθώ­σει τίποτε (526a-b). Κατόπιν έρχεται η γεωμετρία (526c). Αφού «έχει α­ντικειμενό της το αιωνίως ον», έχει τη δύναμη να αποσπά την ψυχή από τον αισθητό κόσμο και να την οδηγεί προς την αλήθεια (527b). Η α­στρονομία είναι η επιστήμη που κάνει την ψυχή να βλέπει προς τα επά­νω, έχει για αντικείμενό της το ον και το αόρατο (529b) και μας επιβε­βαιώνει την ιδέα ότι η γνώση δεν έχει τίποτε το αισθητό. Τέλος, ο φιλό­σοφος πρέπει να μελετά την επιστήμη της αρμονίας, την μουσική.

Όλες όμως αυτές οι επιστήμες δεν είναι παρά το πρελούδιο για την ύ­ψιστη επιστήμη, την Διαλεκτική. Η γεωμετρία και οι τέχνες που συνδέ­ονται μ' αυτήν δεν γνωρίζουν το ον παρά μέσα σε όνειρο. Ο διαλεκτι­κός, όπως είδαμε, συλλαμβάνει, με τον λογισμό του, την ουσία κάθε πράγματος(534b). Αυτός μόνο έχει για όλα τα θέματα μια «συνοπτική» άποψη (με μια ματιά διακρίνει τις σχέσεις των επιστημών μεταξύ τους και με την φύση του όντος, 537c) και μπορεί να δει τον κόσμο με το φως της ιδέας του Αγαθού.

Αντιστοιχία ανάμεσα στις λειτουργίες της ψυχής και τις κοινωνικές τάξεις.

Πρέπει λοιπόν να παραβάλουμε και να εναρμονίσουμε τρεις τάξεις μέ­σα στο Κράτος και τρεις λειτουργίες της ψυχής. Και στις δυο περιπτώ­σεις πρέπει να διακρίνουμε ένα μέρος που αποφασίζει: τους κυβερνήτες ή «φύλακες» στο Κράτος, τη λογική στον πολίτη. Ένα μέρος; που έρχε­ται σε βοήθεια της λογικής απόφασης: τους πολεμιστές στο Κράτος και το «θυμό» στην ψυχή. Τέλος, ένα μέρος, που προσκολλάται στα αντικεί­μενα, στα κατασκευασμένα και κατεχόμενα αγαθά: τους παραγωγούς και εμπόρους μέσα στο Κράτος, την επιθυμία μέσα στην ψυχή. Κανένα από αυτά τα τρία μέρη δεν μπορεί να αξιώσει την αυτονομία του.

Αβραάμ, ένας επικίνδυνος ψεύτης... ορκίζεται πως δεν θα ξαναπεί ψέματα

Ο Αβραάμ, ο περιπλανώμενος Χαλδαίος προ­φή­της, μπορεί να μην ήταν κήρυκας οποιασδήποτε ιδέας ικανής να ευλογήσει αληθινά τους άλλους, αλλά ήταν αστείρευτη πηγή απίθανων ιδεών, που ευλόγησαν πραγματικά κι απόλυτα αυτόν τον ίδιο, τον οίκο και το "σπέρμα" του!

Ο δούλος του, σε μια στιγμή θαυμασμού λέει γι' αυτόν, δίνοντάς μας την αληθινή έννοια της αβρααμο-βιβλικής ευλογίας: «Εγώ είμαι ο δούλοςτου Αβραάμ και ο Κύριος ευλόγησε τον κύριόν μου σφόδρα και έγινε μέγας (και εξηγεί σε τι έγινε μέγας) και έδωκε εις αυτόν πρόβατα και βόας και αργύριο (ασήμι) και χρυσίον και δούλους και δούλας και καμήλους και όνους... και έδωκεν (ο Κύριος) εις αυτόν πάντα όσα έχει». Γέν.24.35-36.

Ο μέγας Αβραάμ, μετρά την "ευλογία" εντελώς φυσικά, με ασήμι και χρυσάφι! Έχοντας μετατρέψει τον φόβο των "θεϊκών" πληγών, σε κερδοφόρο επιχείρηση, καταλαβαίνουμε γιατί ο υπηρέτης του ορθότατα λέει ότι: «ο Κύριοςέδωκε εις αυτόν πάντα όσα έχει». Δικαιο­λογημένα λοιπόν θεωρήθηκε απ' τους ανθρώπους γύρω του, δικούς του ή ξένους, «μέγας», Γέν.24.35, και «ηγεμών εκ Θεού», Γέν.23.6.

Στην μέχρι τώρα προσπάθειά μας, είδαμε τους απίθανους τρόπους με τους οποίους ο Αβραάμ "ευλογεί" τους συνανθρώπους του και πλουτίζει, καλύπτοντας με περίτεχνα ψεύδη τις αληθινές του προ­θέσεις. Εδώ θα δούμε τι έκανε ένας βασιλιάς, για να απαλλαγεί επιτέλους απ' τις πληγερές "ευλογίες" αυτού του Προφήτη.

Ναι, ο Αβραάμ ο προφήτης ήταν ένας δεινός ψεύτης. Τα ψέματα του οποίου ακριβοπλήρωναν τα παγιδευμένα θύματά του. Ήταν ένας βασανιστικός ψεύτης και ένας δεινός ανθρωποκυνηγός, που είχε νικήσει κατά κράτος όλους τους ισχυρούς της περιοχής του, σ' έναν αόρατο πόλεμο που τους παράξενους κανόνες του γνώριζε μόνο ο ίδιος.

Ο Αβιμέλεχ ο βασιλιάς, ένα απ' τα πληγωμένα θύματά του, κατήντησε να τον φοβάται και να τον θαυμάζει ταυτόχρονα. Κάποια στιγμή, καταλαβαίνοντας πια ότι ο Αβραάμ είναι ο άνθρωπος που ζει και πλουτίζει εφευρίσκοντας επικίνδυνα ψεύδη, αποφασίζει να τον σταματήσει. Με την απειλητική παρουσία του αρχιστρατήγου του «Φιχόλ», κατα­φέρνει να του αποσπάσει τον πλέον αποκαλυπτικό για μας όρκο! Διαβάζουμε: «κατ' εκείνο τον καιρόν ο Αβιμέλεχ, (ο Φιλισταίος βασιλιάς που εξαπατήθηκε απ' τους έρωτες της Σάρρας), μετά του Φιχόλ αρχιστρατήγου της δυνάμεως αυτού, είπε προς τον Αβραάμ... Τώρα λοιπόν ορκίσου προς εμέ... ότι δεν θέλεις ψευσθή προς εμέ, ούτε προς τον υιόν μου, ούτε προς τους εγγονούς μου».Γέν.21.22- 23.

Αυτός κι αν ήταν φόβος... έως τρίτης γενεάς!

Μόνο ένα πράγμα φοβήθηκε ο Αβιμέλεχ ο βασιλιάς, τα μοναδικά κι ανεπανάληπτα πληγοφόρα ψέματα αυτού του ανθρώπου. Κατάλαβε, ότι το βλαπτικό ψέμα, είναι τρόπος ζωής για τον παράξενο αυτόν Προφήτη κι ότι απ' τα ψέματά του, κινδυνεύουν όχι μόνο ο ίδιος και το βασίλειό του, αλλά μελλοντικά, όλοι οι γιοι και οι... εγγονοί του ακόμα!

Επιτέλους, ένας διορατικός βασιλιάς, με απόλυτη ευθύτητα αποκαλεί τον Αβραάμ επαγγελματία και ισόβιο ψεύτη, και ιδρυτή διαχρονικού βλαπτικού ψεύδους, και με τη διακριτική παρουσία του απειλητικού αρχι­στρατήγου του Φιχόλ, απαιτεί τον δεσμευτικό όρκο του ευφυέστατου αυτού ψεύτη! Επιτέλους, ένα απ' τα θύματα του Αβραάμ, κάνει αυτό που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει! Απειλεί και δεσμεύει τον Αβραάμ με όρκο!

Ο προφήτης μας, ένοιωσε την απειλητική στρατιωτική παρουσία. Κατάλαβε ότι τουλάχιστον σ' αυτόν τον έξυπνο βασιλιά των Φιλισταίων, το ψέμα του αποκαλύφθηκε πλήρως. Ούτε στιγμή λοιπόν δεν αρνιέται την εξευτελιστική κατηγορία, γιατί καταλαβαίνει ότι τουλάχιστον με τον Αβιμέλεχ τα ψέματά του τελείωσαν οριστικά! Δεν έχει κανένα λόγο να αρνηθεί τον όρκο, ούτε και τα περιθώρια να τον αποφύγει. Χωρίς λοιπόν ούτε μια στιγμή να αρνηθεί τον τίτλο του ψεύτη, που ευθέως του αποδίδεται, ο προ­φήτης του φιλόψευδου ανατολίτη επινοημένου "θεού" «Γιαχβέ» ή «Κυρίου», αποφασίζει να ορκιστεί, ότι θα σταματήσει τα ανεπανάληπτα κερδοφόρα και απολύτως φθοροποιά ψέματά του!

«Και είπεν ο Αβραάμ. Εγώ ομούμαι (ορκίζομαι)»!Ο΄ Γέν.21. 24.

Ορκίστηκε λοιπόν ο παράξενος κυνηγός υλικών αγαθών Αβραάμ, ότι δε θα ξαναπεί σ' αυτόν τον βασιλιά, αλλά και στους απογόνους του τα πανάκριβα ψέματά του, που συνοδευόταν από ανεξήγητες πληγές και απ' τις ανάλογες κερδο­φό­ρες θεραπευτικές τελετές!

Ο Αβραάμ λοιπόν μεθ' όρκου παραδέχεται πως ήταν ψεύτης!

Ορκίστηκε και απ' ό,τι γνωρίζουμε κράτησε τον όρκο, διότι η παραμικρή καταγγελία για καινούρ­για αβρααμικά ψέματα, θα τον έθετε στην πολύ δυσάρεστη θέση του επίορκου και «ο Φιχόλ ο αρχιστράτηγος» δεν θα 'ρχόταν να συζη­τή­σει, αλλά χωρίς πολλές κουβέντες να πάρει το κεφάλι ενός βέβαιου παράνομου, ενός επαί­σχυ­ντου επίορκου!

Αυτή είναι και η μόνη υποχώρηση, και η σχετική ταπείνωση που δέχτηκε ο ανεπανάληπτος αυτός προφήτης, στη μακρά πορεία της κατα­δο­λίευσης των ισχυ­ρών της περιοχής!

Ο φόβος του επίορκου, φαίνεται πως σταμάτησε τα ακριβά ψέματα του Αβραάμ, όχι όμως για πολύ. Κάποιος άλλος έμελλε να σπάσει αυτόν τον όρκο, συνεχίζοντας τη μοναδική αυτή οικογενειακή παρά­δοση.

Πριν εγκαταλείψουμε όμως τον Αβραάμ για να παρακο­λου­θή­σουμε την ενδιαφέρουσα εξέλιξη των απογόνων του, πρέπει να φω­τίσουμε λίγο ακόμα το πορτραίτο του ασυνήθιστου αυτού ανθρώ­που. Αλήθεια πώς είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι ο άνθρωπος αυτός, για τον οποίο τόσοι ύμνοι έχουν γραφτεί, ψεύδεται σχεδόν ασταμάτητα με ό,τι λέει ή κάνει; Μήπως γινόμαστε υπερβολικοί κατηγορώντας για απρεπή συμπεριφορά, ένα πρότυπο παγκοσμίου αποδοχής; Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια εκταση παραπλάνησης και ανατροπής των πιο σταθερών δεδομένων της ζωής μας, από έναν και μόνο άνθρωπο;

Πώς μπορεί να εξηγηθεί η αστείρευτη παραγωγή θεϊκής παραπλάνησης, που τόσο εντυπωσιακά αντιπροσωπεύει η ασυνήθιστη συμπεριφορά του Αβραάμ; Από πού λοιπόν αντλεί αυτός ο άνθρωπος τον ασυνήθιστο αυτόν τρόπο σκέψης του, και πώς ή πού διαμόρφωσε τις περίεργες αυτές προδιαγραφές του χαρακτήρα του;

Για να καταλάβουμε όλα αυτά, που δύσκολα ένας απλός καθη­με­ρινός άνθρωπος μπορεί να καταλάβει, πρέπει και πάλι να θυμηθούμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ΧΑΛΔΑΙΟΣ! Ο άνθρωπος αυτός κατάγεται από την ΟΥΡ της Χαλδαίας, που σημαίνει ότι ανήκει στην ιδιαίτερη εκείνη κατηγορία των ανθρώπων, που έκαναν την Χαλδαία γνωστή σαν τη σημαντικότερη χώρα αποκρυφισμού, μαγείας - μαγγανείας και διάσημο κέντρο πάσης φύσεως μελλοντολόγων, θεραπευτών και ψευδολόγων Μάγων!

Ο κατ' επάγγελμα ψεύτης Αβραάμ... ορκίζεται πως δεν θα ξαναπεί ψέματα!!! Γέν.21. 24.

«κατ’ εκείνο τον καιρόν ο Αβιμέλεχ, (ο Φιλισταίος βασιλιάς που εξαπατήθηκε απ’ τους έρωτες της Σάρρας, και πλήρωσα πολλά στον Αβραάμ, για να γίνει καλά αυτός και ολόκληρος ο πληγωμένος οίκος του), είπε προς τον Αβραάμ... Τώρα λοιπόν ορκίσου προς εμέ... ότι δεν θέλεις ψευσθή προς εμέ, ούτε προς τον υιόν μου, ούτε προς τους εγγονούς μου» Γέν.21.22- 23. Αυτός κι αν είναι φόβος έως τρίτης γενεάς!

«Και είπεν ο Αβραάμ. Εγώ ομούμαι (ορκίζομαι)»!.Ο΄ Γέν.21. 24.

Ορκίστηκε λοιπόν ο παράξενος κυνηγός υλικών αγαθών Αβραάμ, ότι δε θα ξαναπεί σ’ αυτόν τον βασιλιά και στους απογόνους του τα πανάκριβα ψέματά του, που συνοδεύονταν από ανεξήγητες πληγές και απ’ τις ανάλογες κερδο­φό­ρες θεραπευτικές τελετές!

Ο Αβραάμ λοιπόν μεθ’ όρκου παραδέχεται πως ήταν ψεύτης!

Εστιασμένη προσοχή και δημιουργία πραγματικότητας

«Εκείνοι που πιστεύουν στην ύπαρξη είναι ανόητοι σαν τα ζώα Αλλά εκείνοι που πιστεύουν στην ανυπαρξία είναι ακόμα χειρότεροι». -Τα Βασιλικά Τραγούδια του Σαράχα (Θιβέτ 12ος αιώνας)

Όλοι μας είμαστε πεπεισμένοι με κάποιο μεταφυσικό τρόπο για τη δύναμη της σκέψης μας. Παρόλο που είμαστε όμως διαισθητικά πεπεισμένοι ότι η σκέψη είναι πράξη, όσες φορές και αν δοκιμάσαμε να φερθούμε σαν μικροί μάγοι και να κάνουμε τον κόσμο να ταιριάξει με τις επιθυμίες μας, αποτύχαμε παταγωδώς και απογοητευθήκαμε. Παρόλες όμως τις αποτυχίες μας η πίστη μας για τη δύναμη της σκέψης παραμένει και αυτό πρέπει να οφείλεται σε κάποιες μάλλον φευγαλέες αναμνήσεις μας από τη ζωή μας στο νοητικό πεδίο στη διάρκεια προηγούμενων μεταθανάτιων εμπειριών μας.

Γιατί λοιπόν αποτυγχάνουμε κάθε φορά που προσπαθούμε να υλοποιήσουμε τις σκέψεις μας; Βασικά τις περισσότερες φορές οι σκέψεις μας είναι ασυνάρτητες και αλληλοσυγκρουόμενες. Μετά πρέπει να ξέρουμε ότι δεν αρκεί να σκεφτούμε απλώς ένα πράγμα για να το κάνουμε να συμβεί. Δεν είναι τόσο εύκολο, δε βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή στο νοητικό πεδίο. Χρειάζεται μια ιδιαίτερη προσπάθεια κι επιμονή και μια καθαρή, συνεκτική και σαφή έκφραση των επιθυμιών μας. Πρέπει να εκδηλώσουμε μια ισχυρή πρόθεση για να μπορέσουμε να διεισδύσουμε στα βαθύτερα στρώματα της τυλισσόμενης τάξης από τα οποία εκτυλίσσεται η αναπτυσσόμενη τάξη στην οποία βρισκόμαστε. Χρειάζεται μια άκαμπτη επιμονή στη προσπάθειά μας και οι σκέψεις μας να εκφραστούν με έφεση και δυναμισμό. Πρέπει να τις φορτίσουμε με ενέργεια για να μπορέσουν να φέρουν σε πέρας το έργο τους.

Τα βασικά λοιπόν σημεία της υλικής επίτευξης είναι: σαφήνεια σκέψης, εστίαση της προσοχής, ενεργητική εκπόρευση και επανειλημμένη και σε τακτά χρονικά διαστήματα επανατροφοδότηση και ενίσχυση της προελαύνουσας σκεπτομορφής μέχρι τη τελική υλοποίησή της. Αργότερα θ’ αναφέρουμε και άλλες λεπτομέρειες.

Σύμφωνα με τους Πέρσες Σούφι του 12 ου αιώνα η πραγματικότητα είναι μια σειρά επιπέδων ύπαρξης, ή Χανταράτ. Αυτό που είναι κοντύτερα στο δικό μας, αλλά σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αποτελεί την αιτία του εκδηλωμένου κόσμου μας. Σε αυτό η νοητική ύλη αποκτά ουσία. Αυτοί πιστεύουν ότι άμα στείλουμε μια εστιασμένη σκεπτομορφή σε αυτό το βασίλειο, αυτή θα εκδηλωθεί σα μια ουσιαστική πραγματικότητα στο σύμπαν μας. Ο έλεγχος όμως της σκεπτομορφής γίνεται γι’ αυτούς τους Σούφι από το κέντρο της καρδιάς.

Ο Ντέιβιντ Μπωμ επισημαίνει ότι “Κάθε πράξη αρχίζει με μια εκδηλωμένη πρόθεση μέσα στην ενελισσόμενη τάξη”. Μόλις δηλαδή εκφράσουμε δυναμικά και καθαρά τη θέλησή μας να συμβεί ένα πράγμα, η αναπτυσσόμενη τάξη προχωρά σταθερά προς την πραγματοποίησή του. Αυτή είναι και η βασική μέθοδος για να έχουμε συνειδητά όνειρα. Εκφράζουμε απλώς δυναμικά τη πρόθεσή μας να μας συμβεί αυτό αρκετές φορές την ημέρα και προτού κοιμηθούμε. Άμα στείλουμε ένα καθαρό και σαφές μήνυμα στην ενελισσόμενη τάξη, η θέλησή μας θα πραγματοποιηθεί. Ο ίδιος τρόπος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την επιλογή, ενόσω είμαστε ξύπνοι, ενός ιδιαίτερου θέματος που θέλουμε να ονειρευτούμε το βράδυ, αν και θα θαυμάσουμε γενικότερα τις λεπτομέρειες του ονείρου μας. Η ίδια μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί και στη εγρήγορσή μας για να ορίσουμε με τη θέλησή μας τη γενική κατεύθυνση της ζωής μας, αφήνοντας τις λεπτομέρειες ν’ ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η δημιουργική φαντασία μας κινητοποιεί τη σκεπτομορφή μας, κάνοντάς τη να εκδηλωθεί τελικά στο εκτυλισσόμενο πεδίο. Στο πεδίο της ενελισσόμενης τάξης η φαντασία και η πραγματικότητα είναι ένα. Έτσι οι καθαρές και συνεκτικές εικόνες του μυαλού μας μπορούν τελικά να εκδηλωθούν σαν πραγματικότητα στο σώμα μας.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει στις θεραπείες με ασκήσεις οραματισμού ή με βιοανάδραση. Αν για παράδειγμα ένας ασθενής με καρκίνο οραματισθεί έναν μηχανισμό καταστροφής των καρκινικών κυττάρων του, με τη σύγχρονη αντικατάστασή τους από άλλα νέα και υγιή κύτταρα, μπορεί τελικά να θεραπευθεί. Έχει αναφερθεί θεραπεία μικρού παιδιού από καρκίνο, το οποίο οραματιζόταν τα λευκά του αιμοσφαίρια σαν σταυροφόρους που έπλητταν και σκότωναν με τις λόγχες τους τα καρκινικά του κύτταρα. Άλλοι οραματίζονται φωτεινές ακτίνες λέιζερ να κάνουν την ίδια δουλειά. Το βασικό σημείο είναι ο άρρωστος να μην είναι σε πάρα πολύ προχωρημένο στάδιο και να έχει τη θέληση ν’ αγωνιστεί για τη ζωή του, με άλλα λόγια να επιμείνει στην αυτοθεραπεία του. Στην Αμερική υπάρχουν ειδικές κλινικές που χρησιμοποιούν ασκήσεις οραματισμού για τη θεραπεία τέτοιων ανίατων νοσημάτων.

Ο νους μας τελικά επηρεάζει την ύλη. Οι τεκμηριωμένες θεραπείες ασθενών με τέτοιους, ανορθόδοξους για την κλασσική ιατρική, τρόπους είναι τόσες πολλές που πρέπει να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη μας. Όταν ο ασθενής πιστεύει ότι θεραπεύεται, τότε και το πιο άχρηστο χάπι μπορεί να τον βοηθήσει. Αντίθετα αν έχει χάσει τις ελπίδες του κι έχει παραδοθεί στο μοιραίο, ακόμα και το ισχυρότερο φάρμακο δε θα του προσφέρει τίποτα. Ξέρουμε πάρα πολλές περιπτώσεις ασθενών που θεραπεύτηκαν με πλασέμπο (αβλαβή χάπια χωρίς καμιά θεραπευτικά αξία), απλώς και μόνο γιατί πίστεψαν ότι ήταν ένα πολύ ισχυρό φάρμακο, ιδιαίτερα κατάλληλο για τη θεραπεία τους. Όταν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε το σκεπτικισμό μας και στείλουμε ένα καθαρό μήνυμα θεραπείας στην ενελισσόμενη τάξη, θα εκδηλώσουμε αυτήν τη θεραπεία και στο φαινομενικό κόσμο. Η ύπνωση είναι μια άλλη επίσης ισχυρή μέθοδος για να εμφυτεύσουμε στο νου μας την πρόθεση της θεραπείας, ή για να τον κάνουμε να αντιληφθεί διαφορετικά την πραγματικότητα.

Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι από μας δε πιστεύουμε στην ύπαρξη της ενελισσόμενης τάξης, στο κόσμο των αιτίων που μπορούν να φέρουν υλικά αποτελέσματα στο φαινομενικό κόσμο του εκτυλισσόμενου πεδίου μας, που αποτελεί για μας τη μόνη πραγματικότητα. Έχοντας χάσει από πολύ καιρό κάθε επαφή με τα βαθύτερα επίπεδα της ύπαρξης, είμαστε πια τόσο εξοικειωμένοι με τη ψευδαισθητικές οπτασίες μας, που τις θεωρούμε αντικειμενικές και αυτόνομες, αρνούμενοι να παραδεχθούμε την απατηλότητά τους. Η συνήθεια έχει δημιουργήσει αόρατα δεσμά γύρω μας και μας έχει καθηλώσει σ’ ένα κόσμο μοναξιάς και ανίας με κυρίαρχη την αιώνια μονότονη προβολή των προεγγραφών μας. Λέγεται ότι για να αποφασίσει κάποιος ν’ απελευθερωθεί, πρέπει πρώτα απ’ όλα να καταλάβει ότι είναι φυλακισμένος. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι από μας δεν το καταλαβαίνουμε αυτό και απορούμε όταν κάποιος μας παρουσιάσει το ζήτημα. “Τα δεσμά”, λέει ο Καζαντζάκης, “είναι βιωτική ανάγκη για το πλήθος. Δεν τα νιώθει, γιατί δεν κινείται!”. Κινούμενοι λοιπόν ελάχιστα, ανάμεσα στους στενούς τοίχους της φυλακής μας, αλλάζοντας από συνήθεια κατεύθυνση κάθε φορά που τους πλησιάζουμε αρκετά, έχουμε φτάσει να μην τους βλέπουμε. Και γίναμε ξαφνικά ελεύθεροι! Δεν υπάρχουν τοίχοι! Δεν υπάρχουν αφέντες! Πώς λοιπόν να θελήσουμε ν’ απελευθερωθούμε, αφού ήδη νιώθουμε ελεύθεροι; Δε μας ενδιαφέρουν αυτές οι κουλτουριάρικες θεωρίες. Κοιτάξτε να ελευθερωθείτε εσείς που νιώθετε σκλαβωμένοι, εμάς αφήστε μας ήσυχους, είμαστε ήδη ελεύθεροι!

Το πρώτο σημαντικό βήμα που πρέπει λοιπόν να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να κινηθούμε κάπως περισσότερο, λίγο μακρύτερα απ’ ό,τι έχουμε επιτρέψει μέχρι τώρα στον εαυτό μας και τότε οι τοίχοι θα παρουσιαστούν, οι αφέντες θα προβάλλουν υλικότατοι στο δρόμο μας. Τώρα που επιτέλους κινηθήκαμε θα νιώσουμε τα δεσμά μας και θα θελήσουμε αυτόματα κι ενστικτωδώς ν’ απελευθερωθούμε απ’ αυτά. Τα πράγματα δεν είναι όμως τόσο εύκολα. Χρειάζεται δουλειά και πίσω από τον πρώτο τοίχο που θα ξεπεράσουμε υπάρχει ένας άλλος τοίχος και μετά άλλος τοίχος και άλλος τοίχος. Ή θα βαλθούμε να ξεπερνάμε τους τοίχους έναν – έναν, ή θ’ αναζητήσουμε μια μέθοδο για να τους ανατινάξουμε όλους μονομιάς. Αυτή η μέθοδος είναι η Φώτιση, είναι η απελευθέρωση από τα δεσμά του εαυτού μας, από τα δεσμά της συνήθειας, είναι το ξεπέρασμα του μικρού, περιορισμένου, συνηθισμένου μυαλού μας και την αντικατάστασή του από το Μεγάλο Μυαλό, όπως το ονομάζουν μερικοί δάσκαλοι, από την πραγματική Φύση του Πνεύματός μας.

Μυαλό, ο μαέστρος της ανθρώπινης αρμονίας

Για πολλούς οι καιροί που διανύουμε δείχνουν δύσκολοι και σκοτεινοί.

Από παντού βομβαρδιζόμαστε για την οικονομική κρίση, για πολέμους, μία γενικότερη ανασφάλεια για το μέλλον της ανθρωπότητας. Γενικότερα πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται μία πραγματικότητα γεμάτη χάος που αρχίζει να ξεφεύγει από τον έλεγχο της ανθρωπότητας.

Ποια όμως είναι η σύνθεση της ανθρωπότητας τελικά;

Η ανθρωπότητα είμαστε εμείς.
Αν εστιάσουμε έξω από εμάς μπορούμε να βρούμε πολλά επιχειρήματα που θα στηρίξουν την πεποίθησή μας ότι εμείς είμαστε αδύναμοι μπροστά στα γεγονότα που συντελούνται μπροστά στα μάτια μας, χωρίς τη δική μας συναίνεση.

Φταίνε οι κυβερνήσεις που εκμεταλλεύονται τον άνθρωπο για τα δικά τους συμφέροντα.
Φταίει η παγκόσμια χειραγώγηση και τα διεθνή συμφέροντα.
Φταίνε αυτοί που κρατάνε τον πλούτο και δεν τον μοιράζονται με την μεσαία τάξη.
Φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από εμάς.

Και έτσι εμείς θα συνεχίζουμε να δικαιολογούμε τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της δικής μας ύπαρξης, ως κάτι που δημιουργήθηκε εξωτερικά από εμάς, περιμένοντας ένα σωτήρα να αλλάξει τα πράγματα για εμάς και να μας σώσει από το δημιούργημά μας.

Η αντίληψή μας μοιάζει πολύ με την επιστήμη. Κάτι που σήμερα αντιλαμβάνεται η επιστήμη, το στηρίζει με έρευνες και το υποστηρίζει με πάθος, μέχρι να έρθει μια νέα έρευνα που θα μεταβάλλει σημαντικά ή θα αμφισβητήσει τα προηγούμενα ευρήματα.

Κάπως έτσι είναι και η αντίληψή μας. Αυτό που σήμερα το καταλαβαίνουμε και το υποστηρίζουμε με σθένος ως βασική μας πεποίθηση, έρχεται μία νέα πεποίθηση να το καταρρίψει και να μας δώσει νέα πληροφορία για εμάς και το τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Κάπως έτσι τόσο η επιστήμη όσο και η αντίληψη, εξελίσσονται.

Το ερώτημα που τίθεται είναι “Η εξέλιξή μας σαν ανθρώπινη κοινότητα, μας οδηγεί τελικά στη θεραπεία ή στην αυτοκαταστροφή; ”

Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή μας και τις καταστάσεις που μας περιβάλλουν εξαρτάται από τις πεποιθήσεις μας. Οι πεποιθήσεις μας εδρεύουν στον υποσυνείδητο νου μας ως προγράμματα και με συγκεκριμένα ερεθίσματα ενεργοποιούνται και προκαλούν συγκεκριμένες συμπεριφορές που δεν είναι καν παρατηρήσιμες και ελεγχόμενες από εμάς. Είμαστε δηλαδή στον αυτόματο πιλότο.

Για παράδειγμα μία πεποίθηση όπως “Δεν μπορώ να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα γιατί η ζωή έχει γίνει δύσκολη για όλους” είναι περιοριστική για εμάς και θα μας οδηγήσει σε συγκεκριμένες συμπεριφορές που δεν υποστηρίζουν την πίστη στον εαυτό μας. Αυτό θα μας οδηγήσει σε μια στασιμότητα γιατί όταν πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, γιατί να αναλάβουμε δράση;

Τελικά έχουμε εμείς κάποια δύναμη και έλεγχο επάνω στη συμπεριφορά μας; Ή είμαστε έρμαια των καταστάσεων;

Μέχρι πρόσφατα η επιστήμη υποστήριζε ότι τα γονίδια μας ελέγχουν τη βιολογία μας.

Σήμερα η νέα βιολογία αναγνώρισε ότι το περιβάλλον και πιο συγκεκριμένα η αντίληψη (ερμηνεία) μας για το περιβάλλον, ελέγχει άμεσα τη δραστηριότητα των γονιδίων μας. Άρα το περιβάλλον ελέγχει τη δραστηριότητα του γονιδίου μέσω μιας διαδικασίας γνωστής ως επιγενετικός έλεγχος.

Αυτή η νέα προοπτική της ανθρώπινης βιολογίας δεν βλέπει το σώμα ως απλώς μία μηχανική συσκευή, αλλά ενσωματώνει το ρόλο του μυαλού και του πνεύματος. Αυτή η ανακάλυψη στη βιολογία είναι θεμελιώδης σε όλες τις θεραπείες γιατί αναγνωρίζει ότι όταν αλλάξουμε την αντίληψή μας ή τις πεποιθήσεις μας στέλνουμε εντελώς διαφορετικά μηνύματα στα κύτταρά μας και επαναπρογραμματίζουμε την έκφρασή τους.

Οι λειτουργικές μονάδες της ζωής είναι τα μεμονωμένα κύτταρα που αποτελούν το σώμα μας. Αν και κάθε ένα από τα κύτταρα μας είναι εγγενώς έξυπνο και μπορεί να επιβιώσει μόνο του, όταν αφαιρεθεί από το σώμα, η ύπαρξή του μέσα σε μία κοινότητα κυττάρων, όπως το σώμα μας, το οδηγεί να παραιτηθεί από την ατομικότητά του προκειμένου να γίνει μέλος μια πολυκύταρρης κοινότητας.

Τι γνώση μας δίνει αυτό για τον καθένα από εμάς; Αν αντιληφθούμε τον εαυτό μας ως κύτταρο ενός πολυκύτταρου οργανισμού όπως η ανθρωπότητα;

Το σώμα μας αντιπροσωπεύει πραγματικά τη συνεργατική προσπάθεια μιας κοινότητας κυττάρων, ίσως πενήντα τρισεκατομμυρίων μεμονωμένων κυττάρων.

Εξ ορισμού, μια κοινότητα είναι μια οργάνωση ατόμων ικανή να δεσμευτεί και να υποστηρίξει ένα κοινό όραμα. Κατά συνέπεια, ενώ κάθε κύτταρο μας είναι μια ελεύθερη γεμάτη ζωή οντότητα, η κοινότητα του σώματος μας λειτουργεί με τις αρχές τις ομαδικότητας και της συνεργασίας προκειμένου να επιφέρει αρμονία.

Ποιος συντονίζει αυτή την κοινότητα;

To μυαλό και η εσωτερική μας φωνή. Δηλαδή ο πολυκύτταρος οργανισμός δέχεται τις επιθυμίες και τις προθέσεις μιας «κεντρικής φωνής» που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως μυαλό και πνεύμα.

Άρα το μυαλό μας είναι ο μαέστρος. Και το μυαλό μας έχει τον συνειδητό και τον υποσυνείδητο νου μας. Ο συνειδητός νους είναι δημιουργικός και λειτουργεί με την ελεύθερη βούλησή μας ενώ ο υποσυνείδητος μας νους υπηρετεί τον συνειδητό με βάση τις προγραμματιστικές εντολές που έχει λάβει (πεποιθήσεις).

Και οι πεποιθήσεις δημιουργούνται με βάση τις εμπειρίες μας, την ανατροφή μας, και τις προσδοκίες μας.

Οπότε ο υποσυνείδητος νους μας προγραμματίζεται.

Αν εμείς λοιπόν εστιάζουμε στην έλλειψη, στη βία, στον πόλεμο, στη συρρίκνωση, στη δύναμη που έχει οτιδήποτε έξω από εμάς να διαμορφώνει συνθήκες ζωής για εμάς, τι θα συμβεί;
  • Θα αισθανόμαστε αδύναμοι να αλλάξουμε τις συνθήκες της ζωής μας προς το καλύτερο.
  • Δεν θα έχουμε χώρο για όνειρα.
  • Θα νιώθουμε ότι κάθε μέρα , απλά επιβιώνουμε από κάτι που μας απειλεί.
  • Θα περιμένουμε κάτι έξω από εμάς να μας σώσει. Κάποιον άλλο να φέρει την αλλαγή!
Ο τρόπος που λειτουργούν τα κύτταρά μας έχει πολλά να μας διδάξει για την συμπεριφορά μας.

Τα κύτταρά μας προκειμένου να επέλθει η αρμονία σε ένα πολυκύτταρο οργανισμό όπως είναι το σώμα μας, παραιτούνται της ατομικότητάς τους και συνεργάζονται για ένα κοινό όραμα με τα άλλα παρόλο που διαθέτουν την ικανότητα της αυτονομίας το καθένα από αυτά.

Μήπως ήρθε η ώρα να κάνουμε το ίδιο;

Οι καιροί μας καθοδηγούν για μια εσωτερική αλλαγή που θα επιφέρει μια εξωτερική αλλαγή!
Γιατί όπως λέει και ο διάσημος συγγραφέας της Σχολής των Θεών, Elio D’Anna, η εξωτερική σου πραγματικότητα είναι ο εσωτερικός σου κόσμος!

Μια αλλαγή συνείδησης και στάσης απέναντι στον εαυτό μας και στον πολυκύτταρο οργανισμό της ανθρωπότητας είναι ίσως η θεραπεία μας. Η άρνηση της ατομικότητας μας και η δέσμευσή μας να υποστηρίξουμε ένα κοινό όραμα, είναι ίσως ο μόνος δρόμος προς την ελπίδα για το μέλλον της ανθρωπότητας!

Και αν η ερώτηση είναι ποιος θα κάνει το μαέστρο, θα σας απαντήσω με ένα ρητό του Αϊνστάιν “Το σύμπαν είναι σαν ένα τεράστιο ταχυδακτυλουργικό κόλπο και οι επιστήμονες προσπαθούν να καταλάβουν πώς το κάνει αυτό που κάνει”.

Πόσο κανονική είναι τελικά η κανονικότητα;

Κανονικός άνθρωπος, με ομαλή συμπεριφορά, φυσιολογική σεξουαλικότητα, συνηθισμένη ζωή.. είναι μερικές από τις φράσεις που στοιχειώνουν την ύπαρξη μας από την αρχή μέχρι το τέλος της.

Προδιαγράφουν πορείες, χαράζουν μοίρες και αγκυροβολούν σε γνώριμα και κοινωνικά αποδεκτά λιμάνια ζωής.

Άραγε δεν αναρωτιέται κανείς πώς η μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου καταλήγει εν τέλει πλειοψηφικά σε καθολικές επιλογές ζωής;

Πόσο ελεύθερη είναι τελικά η βούληση όταν από παιδί μπορεί να μην ξέρεις τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις , αλλά ξέρεις με το που παίρνεις την πρώτη ανάσα ότι σκοπός σου είναι να κάνεις οικογένεια, να έχεις μια καλή δουλειά (Τι θεωρείται καλή δουλειά; Και για ποιόν είναι καλή;), αν είσαι αγόρι πρέπει να σου αρέσουν τα κορίτσια και αντίστοιχα αν είσαι κορίτσι τα αγόρια, να φοράς ρούχα που να αναδεικνύουν την θηλυκότητα σου ή να υπερτονίζουν την αρρενωπότητα σου...και αυτά είναι μερικά από τα πράγματα που οφείλεις στην κανονικότητα. Της το χρωστάς και περιμένει να υποταχτείς σε αυτήν και στο μεγαλείο της για να έχεις μια ζωή αποδεκτή, λιγότερο συγκρουσιακή με τους γύρω, και σημαντικά πιο ήρεμη.

Ανταποκρίνεται όμως όλο αυτό το σενάριο με τον βαθύτερο και ουσιαστικότερο έσω εαυτό;

Ο Rogers (1959), μίλησε στη θεωρία προσωπικότητας για όρους αξίας, για εξωτερική εστία αξιολόγησης και για άκαμπτες αυτοεικόνες. Έννοιες άγνωστες στην κανονικότητα μιας και εκείνη δεν δέχεται αμφισβητήσεις. Θα πρέπει να λογοδοτήσεις, αν παρεκκλίνεις από εκείνη τόσο στον εαυτό σου και τους οικείους σου όσο και στην κοινωνία.

Ποιόν πόνο μπορείς να ανεχτείς περισσότερο; Τον συγκρουσιακό με τον εαυτό και τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες του ή τον συμβιβαστικό με τις προσταγές της κοινωνίας;

Η κοινωνία καταλύει την υποκειμενικότητα και εγκαθιδρύει νόρμες που αναλόγως τη χρονική περίοδο και το πολιτιστικό πλαίσιο που πρέπει να εξυπηρετήσουν, οφείλουν να ακολουθούνται με κλειστά μάτια και να θυσιάζουν ζωές και επιθυμίες στο όνομα του κοινωνικά αποδεκτού. Και κάπου εκεί χάνονται οι αμφισβητήσεις, η κριτική σκέψη και ακόμα χειρότερα η ενδότερη θέληση.

Είμαστε όντα σε διαρκή διαδικασία (Rogers, 1961), με συνεχείς στάσεις, αλλαγές πορείας και αναζήτησης κατευθύνσεων και όχι απλοί και απλοϊκοί προορισμοί.

Έχουμε μια έμφυτη τάση για αναζήτηση εμπειριών, για επικέντρωση στο παρόν και στο τι έχει να μας δώσει και που να μας πάει. Όταν όμως μεγαλύτερη σημασία έχει η αποδοχή των άλλων όπως και αυτή του κοινωνικού πλαισίου, καθώς και η υποταγή στον ιδανικό εαυτό, τότε γυρνάμε την πλάτη στον πραγματικό και ανοίγει ο ασκός του πόνου, του άγχους, της εσωτερικής σύγκρουσης και πολλές φορές της ψυχοπαθολογικής συμπεριφοράς.

Ακούμε για σκοπούς ζωής, για νοήματα, για το πώς πρέπει να ερωτευόμαστε και ποιους, για το χρονικό όριο επίτευξης στόχων, για το πώς οφείλουμε να μιλάμε, να γελάμε, να ντυνόμαστε, πώς να έχουμε τα μαλλιά μας, για το τι σημαίνει γυναίκα, τι άντρας, μέχρι πού να εκφραζόμαστε συναισθηματικά για να μην παρεξηγηθούμε, τι δουλειά να κάνουμε ώστε να μην κριθούμε, πόσα παιδιά να γεννήσουμε με βάση το μέσο όρο, μέχρι τι ηλικία επιβάλλεται να έχουμε παντρευτεί, πόσους ερωτικούς συντρόφους επιτρέπεται να έχουμε σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας, πως πρέπει να είναι το σπίτι μας...και πόσα ακόμα...

Αν όλη αυτή η κανονικότητα και φυσιολογικότητα δεν μας πνίξει, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τελικά πόσο ρομποτικά ζούμε.

Ο Viktor Frankl (1946), υποστήριξε πως αυτό που τελικά μας διαχωρίζει από τα ζώα, είναι ότι μπορούμε να αναρωτηθούμε για το σκοπό της ύπαρξης μας, μιας και εκείνα δεν αντιλαμβάνονται και δεν ανησυχούν για το νόημα της ζωής τους.

Πολλοί από εμάς ωστόσο αντί να νοηματοδοτήσουμε οι ίδιοι τη ζωή μας, αφήνουμε την κοινωνία να το κάνει για μας. Πλήρης αποποίηση ευθυνών; Ή πλήρης παραίτηση από τα θέλω;

Κάπου εδώ να τονίσω ότι το να ακολουθείς την κοινωνία δεν αποτελεί από μόνο του καταδίκη. Φυλάκιση αποτελεί να την ακολουθείς χωρίς να ξέρεις γιατί, και κυρίως χωρίς να εξετάσεις αν θες.

Επίσης σημαντικό είναι να μπορείς να επιλέγεις ακούγοντας την εσωτερική σου φωνή, τι σε ελκύει τη δεδομένη στιγμή, τι σε κάνει να φλέγεσαι και ποιο μονοπάτι θες να εξερευνήσεις.

Το που και τι ήσουν χτες, δεν αποτελεί θέσφατο για το που και ποιος θέλεις να είσαι σήμερα.

Ο πολιτισμός μας σε θέλει απρόσωπο, φοβικό απέναντι στα συναισθήματα σου και κυρίως άβουλο ως προς τις επιλογές σου (Rogers, 1963). Και εσύ δεν διστάζεις πολλές φορές να παραδοθείς ψυχή τε και σώματι στη θαυμαστή Κοινωνία.

Καταλαβαίνω πως η κανονικότητα παρέχει ασφάλεια, σιγουριά και νηνεμία στην ψυχή, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που όλα αυτά είναι πλασματικά, που είναι αποτελέσματα μιας ισχυρής προσπάθειας πειθούς του εαυτού ότι πράττει σωστά, ηθικά και αποδεκτά. Και ενώ ακολουθείται η νόρμα, ακούμε ανθρώπους να ορίζουν τους εαυτούς τους ως δυστυχείς, ως άτυχους, ως κακό-μοίρηδες και ψάχνουν την πηγή της δυστυχίας τους, έξω τους, ενώ η απάντηση τις περισσότερες φορές υπάρχει μέσα τους.

Ο Kierkegaard (1845), όρισε πως η μεγαλύτερη πρόκληση του ανθρώπου, είναι να καταφέρει να υπάρχει ως άτομο.

Και για να καταφέρουμε κάτι τέτοιο οφείλουμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη των επιλογών μας, να διεκδικούμε την ελευθερία μας, να υποστηρίζουμε σθεναρά τη διαφορετικότητα μας και να ακολουθούμε τις δικές μας επιθυμίες.